Πενικιλλαμίνη
Η D-πενικιλλαμίνη είναι χηλικός παράγοντας. Χρησιμοποιείται στη θεραπεία της νόσου του Wilson και της κυστινουρίας και της βαριάς, ενεργού ΡΑ που ανθίσταται στη συμβατική θεραπεία, της συστηματικής σκληροδερμίας και άλλων ρευματικών νοσημάτων. Η D-πενικιλλαμίνη είναι λευκή ή πρακτικά λευκή, λεπτή, κρυσταλλική σκόνη με χαρακτηριστική οσμή και πικρή γεύση. Είναι σχετικά υδατοδιαλυτή, ελαφρώς διαλυτή στο οινόπνευμα και σχεδόν αδιάλυτη στον αιθέρα, την ακετόνη, την βενζένη και τον τετραχλωριούχο άνθρακα και έχει μοριακό βάρος 149.21.
1.4.1 ΧΗΜΕΙΑ
Πενικιλλαμίνη ή D-πενικιλλαμίνη (Penicillamine ή D-penicillamine)
- Χημικό όνομα : 3-mercapto-D-valine
- Μοριακός τύπος : C5H11NO2S
ΕΙΚΟΝΑ 117 : Συντακτικός τύπος D-πενικιλλαμίνης
1.4.2 ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ
Η D-πενικιλλαμίνη (β, β-διμεθυλοκυστεΐνη) είναι αμινοξύ περιέχον μία σουλφυδρυλική ομάδα. Είναι παράγωγο όξινης υδρόλυσης της πενικιλλίνης, in vitro, και υδρόλυσης της πενικιλλίνης, in vivo. Διακρίνεται σε 2 ισομερή, το D- και το L- ισομερές. Το L- και το DL-ισομερές (ή ρακεμική μορφή) δεν χρησιμοποιούνται στην Ιατρική γιατί είναι τοξικά. Το (D-(-)–2–αμινο–3-μερκαπτο-3-μεθυλοβουτυρικό οξύ είναι εναντιομερές της ρακεμικής D-πενικιλλαμίνης. Το D-ισομερές είναι πανομοιότυπο με την φυσικά προερχόμενη D-πενικιλλαμίνη.
Ο ακριβής μηχανισμός δράσης της D-πενικιλλαμίνης στη ΡΑ είναι άγνωστος. Η D-πενικιλλαμίνη πειραματικά δεν έχει αντιφλεγμονώδη ή ανοσοκατασταλτική δράση και είναι αναποτελεσματική σε πειραματικά μοντέλα αρθρίτιδας (Liyange SP and Currey HL, 1972).
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟI ΔΡΑΣΗΣ D-ΠΕΝΙΚΙΛΛΑΜΙΝΗΣ ΣΤΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
- Μείωση ανοσοσυμπλεγμάτων ορού και αρθρικού υγρού
- Μείωση παραγωγής IgM ανοσοσφαιρίνης από τα μονοπύρηνα του αίματος
- Καταστολή μετατροπής λεμφοκυττάρων (in vitro)
- Αύξηση ικανότητας απάντησης σε μιτογόνα
- Καταστολή αυτόλογης μικτής λεμφοκυτταρικής αντίδρασης
- Ελάττωση μικτής λεμφοκυτταρικής αντίδρασης
- Αύξηση επαγόμενης από μιτογόνα παραγωγής υπεροξειδίου σε μονοκύτταρα
- Αύξηση ικανότητας σύνθεσης IgG, in vitro
- Καταστολή πολλαπλαπλασιασμού ανθρώπινων ινοβλαστών
- Καταστολή παραγωγής ανθρώπινου ενδοθηλίου (in vitro) και νεοαγγείωσης (in vivo)
1.4.2.1 ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΡΑΣΗΣ
- Ελαττώνει ή εξαφανίζει τα ανοσοσυμπλέγματα στον ορό και το αρθρικό υγρό (Jaffe IA, 1975)
- Ελαττώνει σημαντικά την παραγωγή IgM RF από τα μονοπύρηνα του αίματος (Olsen N et al, 1984), πιθανώς λόγω αναστολής της δράσης των Τ-βοηθητικών λεμφοκυττάρων (Olsen N and Jasin H, 1984), και, σε μικρότερο βαθμό, την παραγωγή της ολικής IgM (Olsen N et al, 1984). Η IgM RF ελαττώνεται δυσανάλογα με την ολική IgM, ένδειξη ότι η D-πενικιλλαμίνη διαθέτει εκλεκτική, αλλ΄ όχι ειδική, ανοσοκατασταλτική, δράση (Wernick R et al, 1983). Η ελάττωση της παραγωγής IgM από τα κυκλοφορούντα μονοπύρηνα σχετίζεται με την κλινική ανταπόκριση (Olsen N et al, 1984).Η D-πενικιλλαμίνη δεν έχει άμεση ανασταλτική δράση στη λειτουργία των Β-λεμφοκυττάρων, γι’ αυτό και πιθανώς η ανασταλτική της δράση στην παραγωγή του IgM RF και των ανοσοσυμπλεγμάτων ασκείται πριν από την παραγωγή των αντισωμάτων από τα Β- λεμφοκύτταρα.
- Καταστέλλει την μετατροπή των λεμφοκυττάρων, in vitro (Merryman P and Jaffe IA, 1978), ενώ, κατ’ άλλους, επαυξάνει την ικανότητα απάντησης σε μιτογόνα. Σε καλλιέργειες λεμφοκυττάρων, η προσθήκη ελαχίστων ποσοτήτων χαλκού, με την παρουσία D-πενικιλλαμίνης, αυξάνει σημαντικά την καταστολή της ικανότητας απάντησης των ανθρώπινων Τ-βοηθητικών λεμφοκυττάρων (Lipsky PE and Ziff M, 1978), ενώ τα κατασταλτικά Τ-λεμφοκύτταρα και τα Β-λεμφοκύτταρα δεν επηρεάζονται (Lipsky PE and Ziff M, 1980). Σε ασθενείς με ΡΑ θεραπευόμενους με D-πενικιλλαμίνη, τα περιφερικά λεμφοκύτταρα του αίματος έχουν φυσιολογική απάντηση μετά από διέγερση από μιτογόνα (Zuckner J et al, 1970).
- Καταστέλλει σημαντικά τον πολλαπλασιασμό των ανθρώπινων ινοβλαστών σε συνδυασμό με χαλκό, in vitro (Matsubara T and Hirohata K, 1988). Η δράση αυτή μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα αναστολή του σχηματισμού ρευματοειδούς πάννου στη ΡΑ και της παραγωγής κολλαγόνου, στη συστηματική σκληροδερμία.
- Καταστέλλει την παραγωγή ανθρώπινου ενδοθηλίου, in vitro, και την νεοαγγείωση, in vivo (Matsubara T et al, 1988). Η δράση αυτή μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα μείωση του αριθμού των μικρών αιμοφόρων αγγείων από τα οποία εξέρχονται τα φλεγμονώδη κύτταρα και επομένως περιορισμό του πολλαπλασιασμού των υμενικών κυττάρων.
- Καταστέλλει την αυτόλογη μικτή λεμφοκυτταρική αντίδραση (Panayi GS and Mills MM, 1986)
- Δεν μεταβάλλει τον αριθμό των περιφερικών λεμφοκυττάρων του αίματος, των κατασταλτικών/κυτταροτοξικών Τ-λεμφοκυττάρων και των φυσικών κυττάρωνφονέων (Ishigami M et al, 1987; Thoen J et al, 1988)
- Μειώνει πιθανώς τον αριθμό των Τ-λεμφοκυττάρων με βοηθητικό/επαγωγικό φαινότυπο στο περιφερικό αίμα (Karlsson-Parra A et al, 1986; Thoen J et al, 1988)
- Μειώνει την μικτή λεμφοκυτταρική αντίδραση μεταξύ μακροφάγων του υμένα και περιφερικών μονοκυττάρων (Cross SM and Hazelton RA, 1985)
- Αυξάνει την επαγόμενη από μιτογόνα παραγωγή υπεροξειδίου από μονοκύτταρα ασθενών ανταποκριθέντων, συγκριτικά με μη ανταποκριθέντες, στην D-πενικιλλαμίνη (Hurst NP et al, 1986) και αποκαθιστά την ικανότητα σύνθεσης IgG, in vitro (McKeown MJ et al, 1984).
- Μειώνει τον συνολικό αριθμό των λεμφοκυττάρων και την αναλογία βοηθητικών/επαγωγικών προς κατασταλτικά/κυτταροτοξικά Τ-λεμφοκύτταρα στον αρθρικό υμένα (Walters MT et al, 1987).
1.4.2.2 ΒΙΟΧΗΜΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΡΑΣΕΙΣ
1.4.2.2.1 ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΜΕΤΑΛΛΑ
Η D-πενικιλλαμίνη σχηματίζει σύμπλοκα ή χηλικούς δεσμούς με ορισμένα μεταβατικά και βαριά μέταλλα (ψευδάργυρος, κάδμιο, μόλυβδος, νικέλιο, άργυρος, κοβάλτιο, σίδηρος και μαγγάνιο). Τα μέταλλα αυτά συνδέονται με την D-πενικιλλαμίνη με σχηματισμό μερκαπτιδίου μέσω της θειολικής ομάδας της D-πενικιλλαμίνης. Η ιδιότητα της D-πενικιλλαμίνης να σχηματίζει χηλικούς δεσμούς με μέταλλα ευθύνεται για την αποτελεσματικότητά της στη θεραπεία της νόσου του Wilson και της δηλητηρίασης από μερικά βαριά μέταλλα.
α) Σύνδεση με χαλκό : Μερικοί ασθενείς με ΡΑ έχουν αυξημένα επίπεδα χαλκού και σερουλοπλασμίνης στον ορό. Η D-πενικιλλαμίνη αυξάνει την νεφρική απέκκριση και μειώνει τα επίπεδα του χαλκού στον ορό (Mowat AG and Huskisson EC, 1975). Η απομάκρυνση του χαλκού με τον τρόπο αυτό μπορεί να ερμηνεύσει την αποτελεσματικότητα της D-πενικιλλαμίνης στη ΡΑ.
Πάντως, τα επίπεδα του χαλκού και της σερουλοπλασμίνης στον ορό ελαττώνονται όταν κατασταλεί η δραστηριότητα της νόσου και με άλλα, πλην της D-πενικιλλαμίνης, φάρμακα (π.χ. ACTH, άλατα χρυσού) (Scudder PR et al, 1978) και η συμπληρωματική χορήγηση χαλκού σε ασθενείς με ΡΑ δεν επηρεάζει την ανταπόκριση στην D-πενικιλλαμίνη (Multicentre Trial Group, 1973). Ακόμα, στον ορό ασθενών θεραπευόμενων με D-πενικιλλαμίνη, έχει ανευρεθεί ένα μεγαλομοριακό σύμπλοκο χαλκού-D-πενικιλλαμίνης, η Cu(I)8.Cu(II)6.D-πενικιλλαμίνη12. Cl8. Το σύμπλοκο αυτό είναι σταθερό και, σε συγκεντρώσεις που επιτυγχάνονται στο πλάσμα, έχει δράση υπεροξειδικής δισμουτάσης (Younes M and Weser U, 1977; Lengfelder E and El-stner EF, 1978).
Η υπεροξειδική δισμουτάση προστατεύει από τις καταστρεπτικές δράσεις των ανιόντων ριζών υπεροξειδίου στους ιστούς (Menander-Huber KB and Huber W, 1977). Στη ΡΑ μπορεί να υπάρχει ανεπάρκεια της δραστηριότητας της υπεροξειδικής δισμουτάσης, η οποία πιθανώς αποκαθίσταται από το σύμπλοκο χαλκού-D-πενικιλλαμίνης (Rister M et al, 1978).
β) Σύνδεση με ψευδάργυρο : Η D-πενικιλλαμίνη σχηματίζει χηλικούς δεσμούς με τον ψευδάργυρο στον άνθρωπο, αλλά η συνολική ισορροπία του ψευδαργύρου (McCall JT et al, 1967) και τα επίπεδά του στον ορό δεν διαταράσσονται σε ασθενείς με ΡΑ που παίρνουν D-πενικιλλαμίνη. Η σύνδεση του ψευδαργύρου με την D-πενικιλλαμίνη οδηγεί σε ανεπάρκεια ψευδαργύρου, η οποία και μπορεί να ευθύνεται για τις διαταραχές της γεύσης που προκαλεί η D-πενικιλλαμίνη.
1.4.2.2.2 ΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΣΟΥΛΦΥΔΡΥΛ-ΔΙΣΟΥΛΦΙΔΙΟΥ
- Διασπά τους δισουλφιδικούς δεσμούς που συγκρατούν τα μονομερή συστατικά του IgM RF μεταξύ τους, in vitro (Heimer R and Federico OM, 1958)
- Μπορεί να προκαλέσει αποχωρισμό του IgM RF στο αρθρικό υγρό, εάν ενεθεί ενδαρθρικά (Jaffe IA, 1962)
- Αλληλεπιδρά (όπως και η 3’-διθειοβαλίνη, δισουλφίδιο της D-πενικιλλαμίνης) με DNA, ιστόνες (και επομένως με τα χρωμοσώματα) (Jellum ES and Skrede S, 1977) και με την διαδικασία της μίτωσης (Munthe E et al, 1979), in vitro.
- Απελευθερώνει ελεύθερη γλουταθειόνη από την συνδεδεμένη με τις πρωτεΐνες γλουταθειόνη. Η D-πενικιλλαμίνη και η απελευθερούμενη γλουταθειόνη οδηγούν σε αύξηση της σχέσης PGE/PGF.
1.4.2.2.3 ΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΚΟΛΛΑΓΟΝΟ
- Προκαλεί αναστρέψιμη λέπτυνση του δέρματος (Harvey W et al, 1974), λόγω δράσης της στο κολλαγόνο. Οι δράσεις της στο κολλαγόνο οφείλονται στην ιδιότητά της να αντιδρά με αλδεϋδικές ομάδες. Η D-πενικιλλαμίνη αυξάνει την σχέση του διαλυτού, πτωχά πολυμερισμένου, κολλαγόνου σε αδιάλυτο, πολυμερισμένο κολλαγόνο, στο δέρμα (Francis MJO and Mowat AG, 1974), όχι όμως στα οστά και τον αρθρικό υμένα (Harkness RD, 1968).Ο πολυμερισμός του κολλαγόνου επιτυγχάνεται μέσω της λυσυλ-οξειδάσης, ενζύμου εξαρτώμενου από τον χαλκό. Η λυσυλ-οξειδάση προάγει τον σχηματισμό των αλδεϋδών της λυσίνης και της υδροξυλυσίνης, οι οποίες στη συνέχεια σχηματίζουν δεσμούς βάσεων Schiff με αμινομάδες ή άλλα υπόλοιπα λυσίνης ή υδροξυλυσίνης (Nimni ME, 1977). Οι καρβοξυλομάδες των αλδεϋδών της λυσίνης και της υδροξυλυσίνης είναι επιρρεπείς σε προσβολή από τις ομάδες της αμινο-θειόλης της D-πενικιλλαμίνης και σχηματίζεται θειαζολιδινικός δακτύλιος, αποτρέποντας έτσι την διασταυρούμενη αντίδραση. Η αλδεΰδη της λυσίνης είναι περισσότερο επιρρεπής σε προσβολή από την D-πενικιλλαμίνη από την αλδεΰδη της υδροξυλυσίνης.Η αναστολή των διασταυρούμενων δεσμών του κολλαγόνου από την D-πενικιλλαμίνη περιορίζεται κυρίως στο δέρμα (που είναι πλουσιότερο σε λυσίνη), ενώ τα οστά, που περιέχουν περισσότερο υδροξυλυσίνη, δεν επηρεάζονται. Πάντως, οι δράσεις αυτές της D-πενικιλλαμίνης στο δέρμα δεν έχουν μεγάλη κλινική σημασία και η D-πενικιλλαμίνη δεν καθυστερεί την επούλωση των τραυμάτων σημαντικά (Ansell BM et al, 1977), αν και άλλοι διαφωνούν (Garner RW et al, 1973).
- Δεσμεύει τις αλδεϋδικές ομάδες που συμμετέχουν στους ενδομοριακούς διασταυρούμενους δεσμούς του ώριμου κολλαγόνου (Nimni ME, 1979). Αυτή είναι πιθανώς η κύρια δράση της.
- Επιταχύνει την εναλλαγή του αδιάλυτου κολλαγόνου, πιθανώς αποχωρίζοντας τους ενδομοριακούς δεσμούς που σταθεροποιούν την ινώδη κατασκευή, και αναστέλλει την βιοσύνθεση του κολλαγόνου (Shapiro LS et al, 1983).
- Έχει ανοσοκατασταλτική δράση στους ινοβλάστες και τους κλώνους των Τ-λεμφοκυττάρων που εμπλέκονται στην παθογένεση της νόσου (Lipsky PE and Ziff M, 1980).
- Προκαλεί ευθραυστότητα του κολλαγόνου (Harkness MLR and Harkness RD, 1966) και διασπά τους ασταθείς διασταυρούμενους δεσμούς, in vitro
- Εξασθενεί εκλεκτικά την υπο-ομάδα των βοηθητικών Τ-λεμφοκυττάρων, σε ασθενείς με συστηματική σκληροδερμία (Rosada M et al, 1993).
1.4.2.2.4 ΔΡΑΣΗ ΣΕ ΕΝΖΥΜΑ
Η ενζυμική δράση της D-πενικιλλαμίνης μπορεί να είναι αποτέλεσμα της παρέμβασής της στην ανταλλαγή σουλφυδρυλ/δισουλφιδίου και της αντίδρασής της με τις καρβοξυλικές και αλδεϋδικές ομάδες. Πάντως, η D-πενικιλλαμίνη δεν φαίνεται να δρα στην ΡΑ αποκλείοντας ένζυμα, μολονότι δρα στα ένζυμα αυτά, in vitro (Lyle WH, 1979). Π.χ. ο θειαζολινικός δακτύλιος που σχηματίζεται από την αντίδραση της D-πενικιλλαμίνης με τις αλδεϋδικές ομάδες της πυριδοξαλ-5-φωσφατάσης.
Η αντίδραση αυτή αναστέλλει in vitro την δραστηριότητα της βιταμίνης Β6 σαν συμπαράγοντας για πολλά ένζυμα, αλλά είναι άγνωστη η in vivo συσχέτιση. Η ανεπάρκεια της πυριδοξαλ-5-φωσφατάσης δεν φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο μόνη της στη δράση της D-πενικιλλαμίνης στη ΡΑ, δεδομένου ότι η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης Β6 δεν αναστέλλει την αποτελεσματικότητα της D-πενικιλλαμίνης. Ακόμα, άλλα φάρμακα που αναστέλλουν την βιταμίνη Β6 δεν έχουν αποτέλεσμα στη ΡΑ (Jaffe IA, 1965).
1.4.2.2.5 ΔΡΑΣΗ ΣΤΗ ΦΛΕΓΜΟΝΗ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΚΟΥΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥΣ
Α) ΜΑΚΡΟΦΑΓΑ/ΜΟΝΟΚΥΤΤΑΡΑ
Η επικουρική λειτουργία των μακροφάγων/μονοκυττάρων για την σύνθεση ανοσοσφαιρινών in vitro φαίνεται ότι εξαρτάται από την οξείδωση ή αναγωγή των σουλφυδρυλικών ομάδων στην επιφάνεια των πρωτεϊνών. Η D-πενικιλλαμίνη μειώνει τα δισουλφίδια μέσω ανταλλαγής θειόλης-δισουλφιδίου. Η επικουρική λειτουργία των μονοκυττάρων από ασθενείς θεραπευθέντες με D-πενικιλλαμίνη διαφέρει από μη θεραπευθέντες και είναι συμβατή με μείωση του δισουλφιδίου της κυτταρικής επιφάνειας μέσω του μηχανισμού αυτού (McKeowan MJ et al, 1984).
Η σχέση μεταξύ της μεταβολής της επικουρικής λειτουργίας με την κλινική ανταπόκριση παραμένει υποθετική. Πάντως, η οξειδοαναγωγική κατάσταση των σουλφυδρυλικών ομάδων της κυτταρικής επιφάνειας καθορίζει την δραστηριότητα σε κύτταρα φυσικούς-φονείς (Ristow SS et al, 1985) και Τ-λεμφοκύτταρα (Thorne KJI et al, 1982).
Η D-πενικιλλαμίνη σχηματίζει σταθερά δισουλφίδια με την λευκωματίνη του ορού (Joyce DA, 1988) και πιθανώς την α1-αντιθρυψίνη (Whitehouse DB et al, 1989). Τα σύμπλοκά της με πρωτεΐνες (συμπερασματικά δισουλφίδια) έχουν ανευρεθεί στην επιφάνεια των μονοκυττάρων μετά από έκθεση σε D-πενικιλλαμίνη και μικτό δισουλφίδιο D-πενικιλλαμίνης-λευκωματίνης, in vitro (Binderup L and Arrigoni-Martelli E, 1979).
Β) ΜΟΝΟΠΥΡΗΝΑ
Η δράση της D-πενικιλλαμίνης στις κυτταρικές ανοσοαπαντήσεις δεν είναι πλήρως κατανοητή. Η D-πενικιλλαμίνη δεν φαίνεται να επηρεάζει τον αριθμό ή τις λειτουργίες των Τ- και Β- λεμφοκυττάρων σε πάσχοντες από ΡΑ (Zuchner J et al, 1970). Ακόμα, δεν καταστέλλονται οι δερματικές απαντήσεις στην φυματίνη και την αιμοκυανίνη, ενώ αυξάνονται σε ασθενείς με ΡΑ (Zilko PJ et al, 1977). Οι κλινικές αυτές παρατηρήσεις ενισχύονται από το γεγονός ότι οι ασθενείς που παίρνουν D-πενικιλλαμίνη δεν έχουν μεγαλύτερη επιρρέπεια σε λοιμώξεις.
Η D-πενικιλλαμίνη, σε συγκεντρώσεις ³100 μmol, έχει δοσοεξαρτώμενη ανασταλτική δράση στην μετατροπή των λεμφοκυττάρων, in vitro (Roath S et al, 1974), η οποία και επαυξάνεται με προεπώαση του φαρμάκου ή με την χρήση συμπλόκου χαλκού - D-πενικιλλαμίνης. Ο σχηματισμός συμπλόκων της D-πενικιλλαμίνης με άλλα μέταλλα δεν αυξάνει την δράση αυτή. Πάντως, βραχυχρόνια επώαση των λεμφοκυττάρων με D-πενικιλλαμίνη μπορεί να αυξήσει την μετατροπή των βλαστοκυττάρων (Kendall PA, 1976).
Η D-πενικιλλαμίνη προκαλεί δοσοεξαρτώμενη ανεπάρκεια της περιεχόμενης σε καλλιεργημένα λεμφοκύτταρα L-κυστεΐνης, η οποία μπορεί να αναστείλει την μετατροπή των βλαστοκυττάρων (Kendall PA et al, 1976). Πάντως, λόγω της μεγάλης διαθεσιμότητας της κυστίνης, in vivo, η έλλειψη της L-κυστεΐνης στα λεμφοκύτταρα είναι ασυνήθιστη και περισσότερο πιθανή είναι η διέγερση, γι΄ αυτό και υποστηρίζεται ότι η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να αυξήσει την κυτταρο-εξαρτώμενη ανοσία και την ανοσοαπάντηση (Huskisson EC, 1977).
Η D-πενικιλλαμίνη, με την παρουσία χαλκού ή σερουλοπλασμίνης, in vitro, παράγει υπεροξείδια του υδρογόνου που αναστέλλουν ορισμένες λειτουργίες των Τ-λεμφοκυττάρων, στις οποίες περιλαμβάνονται η επαγόμενη από μιτογόνα ενσωμάτωση της θυμιδίνης και η υποστήριξη των βοηθητικών Τ-λεμφοκυττάρων στην παραγωγή των κυττάρων που παράγουν αντισώματα, in vitro (Lipsky PE et al, 1978). Πάντως, δεν έχει προσδιορισθεί κατά πόσον λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο και in vivo, δεδομένου ότι τα μονοκύτταρα και η καταλάση παρεμποδίζουν την αναστολή των Τ-λεμφοκυττάρων αποδομώντας υπεροξείδια του υδρογόνου (Lipsky PE, 1984).
Γ) ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΥΠΕΡΟΞΕΙΔΙΟΥ
Η οξείδωση της D-πενικιλλαμίνης με την παρουσία ελάχιστων ποσοτήτων χαλκού δίνει γένεση σε είδη αντιδραστικού οξυγόνου, τα υπεροξείδια (peroxides). Σε πειραματικά συστήματα, τα υπεροξείδια παρεμβαίνουν στη λειτουργία των Τ-λεμφοκυττάρων, των ενδοθηλιακών κυττάρων και των ινοβλαστών (Matsubara T et al, 1989). Κάτω από τις συνθήκες αυτές, η μετατροπή των λεμφοκυττάρων σε απάντηση μετά από διέγερση από μιτογόνα μειώνεται. Η παραγωγή των κυττάρων που εκκρίνουν ανοσοσφαιρίνες από τα Β-λεμφοκύτταρα και η παραγωγή ανοσοσφαιρινών σε μικτές καλλιέργειες μονοπυρήνων μειώνονται επίσης όταν τα Τ-λεμφοκύτταρα θεραπεύονται με τον τρόπο αυτό (Lipsky PE, 1984).
Οι συγκεντρώσεις του χαλκού που υπάρχουν στα συστήματα αυτά υπερβαίνουν κατά πολύ τις ελεύθερες συγκεντρώσεις του χαλκού στα βιολογικά υγρά, αλλά, σε μερικά συστήματα, η σερουλοπλασμίνη και ο καθαρμένος ορός έχουν αποδειχθεί επιτυχή υποκατάστατα (Matsubara T and Hirohata K, 1988).
Η D-πενικιλλαμίνη μειώνει την νεοαγγείωση στον κερατοειδή κουνελιών εκτεθειμένων στον αυξητικό παράγοντα τον προερχόμενο από το ενδοθήλιο (Matsubara T et al, 1989), πιθανώς δρώντας στον πολλαπλασιασμό των ενδοθηλιακών κυττάρων. Η νεοαγγείωση είναι σημαντικό συστατικό της υπερπλασίας του αρθρικού υμένα στη ΡΑ.
Δ) ΚΟΚΚΙΟΚΥΤΤΑΡΑ
Η D-πενικιλλαμίνη, σε θεραπευτικές συγκεντρώσεις, αναστέλλει άμεσα την μυελοϋπεροξειδάση. Η μυελοϋπεροξειδάση καταλύει την αντίδραση του Η2Ο2 και του Cl- σε υποχλωρίτη. Ο υποχλωρίτης έχει μεγάλη αντιδραστικότητα και μπορεί να παίζει ρόλο στην ιστική καταστροφή στη ΡΑ. Η D-πενικιλλαμίνη εκκαθαρίζει τον υποχλωρίτη σε συγκεντρώσεις που επιτυγχάνονται in vivo (Cuperus RA et al, 1987).
Ε) ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ
Η D-πενικιλλαμίνη καταστέλλει σε μικρό βαθμό την παραγωγή IgM, IgA και IgE αντισωμάτων και φυσιολογικοποιεί τα αυξημένα επίπεδα των ανοσοσφαιρινών σε ασθενείς με ΡΑ. Η κατασταλτική αυτή δράση στην παραγωγή των αντισωμάτων μπορεί να ασκείται από το σύμπλοκο D-πενικιλλαμίνης - θειικού χαλκού στα Τ-βοηθητικά λεμφοκύτταρα (Lipsky PE, 1981). Τα επίπεδα της IgE, πριν μειωθούν, μπορεί να αυξηθούν στη διάρκεια του πρώτου μήνα της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη. Οι δράσεις αυτές δεν σχετίζονται άμεσα με μεταβολές στη δραστηριότητα της ΡΑ.
Η ελάττωση των τίτλων του IgM RF επιμένει αρκετούς μήνες μετά την διακοπή της D-πενικιλλαμίνης. Τα ενδιάμεσα IgG-IgG ανοσοσυμπλέγματα, ανθεκτικά στο διαχωρισμό της D-πενικιλλαμίνης in vitro, μειώνονται με την D-πενικιλλαμίνη, in vivo (Jaffe IA, 1975). Η D-πενικιλλαμίνη φαίνεται ότι έχει μάλλον αποτέλεσμα στη σύνθεση αντισωμάτων ή αυξάνει την κάθαρση των ανοσοσυμπλεγμάτων, παρά προκαλεί άμεσο αποχωρισμό της ανοσοσφαιρίνης.
ΣΤ) ΑΝΟΣΟΣΥΜΠΛΕΓΜΑΤΑ
Η D-πενικιλλαμίνη αυξάνει την κάθαρση των καθιζημένων IgG-IgG ανοσοσυμπλεγμάτων στον ορό και το αρθρικό υγρό (Jaffe IA, 1975), τα οποία θεωρούνται ότι παίζουν σημαντικό ρόλο στην παθογένεση της ΡΑ.
Τα ανοσοσυμπλέγματα IgA-α1-αντιθρυψίνης αποκαθαίρονται ταχύτερα σε ασθενείς θεραπευόμενους με D-πενικιλλαμίνη (Wollheim FA et al, 1976). Η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να αυξήσει την κάθαρση των ανοσοσυμπλεγμάτων ή να παρέμβει στην ενδοκυττάρια σύνθεση ή την απελευθέρωση συστατικών των συμπλόκων αυτών, δεδομένου ότι τα ανοσοσυμπλέγματα αυτά δεν διασπώνται από την D-πενικιλλαμίνη, in vitro (Munthe E et al, 1979).
1.4.2.2.6 ΔΡΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΜΕΣΟΛΑΒΗΤΕΣ ΤΗΣ ΦΛΕΓΜΟΝΗΣ
- Αναστέλλει την διεγερθείσα από τον αυξητικό παράγοντα μυελοποίηση, σε χαμηλές συγκεντρώσεις, in vitro (Hamilton JA and Williams N, 1987), και πιθανώς in vivo.
- Αυξάνει την νεφρική απέκκριση της PGE2, σε μακροχρόνια χορήγηση (Seppala E et al, 1988).
- Αναστέλλει την διπεπτιδάση της λευκοτριένης D4, in vitro, και ίσως in vivo (Huber M and Keppler D, 1987), αλλά δεν έχει δράση στην λιποξυγενάση των ανθρώπινων ουδετεροφίλων (Nielsen OH et al, 1988).
- Αναστέλλει το μετατρεπτικό ένζυμο της αγγειοτενσίνης και την καρβοξυπεπτιδάση, σε συγκεντρώσεις πολύ μεγαλύτερες από τις παρατηρούμενες σε θεραπευθέντες ασθενείς (Sheikh IA and Kaplan AP, 1987). Η αναστολή των ενζύμων αυτών μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις της βραδυκινίνης, γι’ αυτό και η in vivo σχετική δράση της D-πενικιλλαμίνης δεν έχει διευκρινισθεί.
- Αναστέλλει την ομοιοπολική σύνδεση του ενεργοποιημένου C4 με ανοσοσυμπλέγματα, in vitro (Sim E et al, 1989). Η αναστολή του σχηματισμού των ανοσοσυμπλεγμάτων μπορεί να μειώσει την δραστηριότητα των φλεγμονωδών εκδηλώσεων της ΡΑ.
1.4.2.2.7 ΑΝΤΙ-ΪΟΓΕΝΕΙΣ ΔΡΑΣΕΙΣ
- Αναστέλλει την αναπαραγωγή διάφορων ιών σε καλλιέργειες, περιλαμβανομένου του HIV, σε μεγάλες συγκεντρώσεις (Chandra P and Sarin PS, 1986).
- Αναστέλλει αναστρέψιμα την ανάπτυξη του ιού της πολιομυελίτιδας, αποκλείοντας την παραγωγή του ιογενούς RNA και εξασθενώντας την λειτουργία ιογενών πρωτεϊνών (Jaffe IA et al, 1974).
1.4.2.2.8 ΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
Η D-πενικιλλαμίνη δρα μάλλον μέσω ανοσολογικών μηχανισμών, παρά ασκώντας προστασία στους ιστούς-στόχους, όπως ο χόνδρος. Σε μεμονωμένους όμως ιστούς (περιλαμβανομένου του χόνδρου) και κύτταρα που εκτέθηκαν σε D-πενικιλλαμίνη, δεν έχουν παρατηρηθεί σημαντικές μεταβολές στον βαθμό της αποδόμησης με ή χωρίς την παρουσία φλεγμονώδους ιστού.
Πάντως, ελεύθερες ρίζες προερχόμενες από το οξυγόνο απελευθερούμενες από τα ουδετερόφιλα και τα μακροφάγα ενδέχεται να έχουν άμεση καταστρεπτική δράση στα συστατικά του χόνδρου, περιλαμβανομένου του υαλουρονικού οξέος (Betts WH et al, 1984). Η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να μετριάσει την ιστική βλάβη περιορίζοντας την παραγωγή των ριζών αυτών. Ανάλογα με τις πειραματικές συνθήκες, μπορεί να αυξήσει ή να αναστείλει την παραγωγή των ελεύθερων ριζών των προερχόμενων από το οξυγόνο. Π.χ. σε υψηλές συγκεντρώσεις προστατεύει το υαλουρονικό οξύ in vitro εκκαθαρίζοντας ελεύθερες ρίζες (Betts WH et al, 1984).
Η αποδόμηση του υαλουρονικού οξέος επιταχύνεται με την παρουσία ενός σιδηρούχου άλατος (Betts WH et al, 1984), προφανώς μέσω αυξημένης παραγωγής των υδροξυλικών ριζών. Η D-πενικιλλαμίνη, σε σχετικά χαμηλές συγκεντρώσεις, αναστέλλει την μυελοϋπεροξειδάση, μειώνοντας τον σχηματισμό του υποχλωρίτη in vitro και επομένως την βλάβη του χόνδρου (Cuperus RA et al, 1987).
Η D-πενικιλλαμίνη, επιπρόσθετα με την ικανότητα της να παραχωρεί ηλεκτρόνια για να επιτευχθεί διαδοχική μείωση των ειδών του οξυγόνου, μπορεί επίσης να σχηματίζει σταθερό συστατικό με τον χαλκό, όπως η υπεροξειδική δισμουτάση. Η αντίδραση αυτή μετατρέπει το υπεροξείδιο στα λιγότερο αντιδραστικά είδη Η2Ο2 και Ο2 :
2Ο2- + 2Η+ à Η2Ο2 + Ο2
Η φυσική υπεροξειδική δισμουτάση όταν ενεθεί άμεσα σε φλεγμαίνοντα ανθρώπινα γόνατα, μειώνει την δραστηριότητα της φλεγμονής (Menander-Huber KB and Huber W, 1977). Ο σχηματισμός συμπλόκων της D-πενικιλλαμίνης με τον χαλκό που προκαλεί η υπεροξειδική δισμουτάση in vivo μπορεί να συμβάλλει στην αντιφλεγμονώδη δράση της D-πενικιλλαμίνης. Πάντως, ο χαλκός φυσιολογικά υπάρχει μόνο σε ελάχιστα ποσά και η D-πενικιλλαμίνη δεν φαίνεται να αυξάνει την πολυμορφική δραστηριότητα της υπεροξειδικής δισμουτάσης σε ασθενείς με ΝΡΑ (Rister M et al, 1978).
1.4.2.2.9 ΔΡΑΣΗ ΣΕ ΖΩΪΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑΣ ΚΑΙ ΦΛΕΓΜΟΝΗΣ
α) Δράση σε μοντέλα οξείας φλεγμονής
Η D-πενικιλλαμίνη δεν έχει δράση σε μοντέλα οξείας φλεγμονής, όπως η πλευριτική συλλογή η προκληθείσα από καραγενίνη, στους αρουραίους (Dieppe PA et al, 1976).
β) Δράση στην αρθρίτιδα απο ανοσοενισχυτικό
Στους αρουραίους, η D-πενικιλλαμίνη δεν καταστέλλει την ανοσολογική νόσο, ενώ, αντίθετα, μπορεί να την επιδεινώσει (Dieppe PA et al, 1976).
γ) Δράση στην πειραματική αρθρίτιδα
Η D-πενικιλλαμίνη έχει αμφιλεγόμενη δράση στην πειραματική αρθρίτιδα, σε κουνέλια. Μερικοί υποστηρίζουν ότι δεν έχει δράση (Jacobus DP et al, 1976), ενώ άλλοι ότι, χορηγούμενη επί 4-8 εβδομάδες σε δόση 15 mg/kg/24ωρο, έχει κατασταλτική δράση (Hunneyball IM et al, 1978a).
Η D-πενικιλλαμίνη καταστέλλει την απάντηση υπερευαισθησίας επιβραδυνόμενου τύπου στην ενδοδερμική χορήγηση φυματίνης μετά από 410 ημέρες (Hunneyball IM et al, 1978b).
1.4.3 ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ
Τερατογόνος δράση : Η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να προκαλέσει μικρογναθία και ανωμαλίες του κρανίου σε έμβρυα ποντικών.
Καρκινογόνος δράση : Στα ζώα, μακροπρόθεσμες μελέτες καρκινογένεσης δεν έχουν γίνει με την D-πενικιλλαμίνη. Υβριδικοί ΝΖΒ ποντικοί επιρρεπείς σε αυτοάνοσα νοσήματα ανέπτυξαν λεμφοκυτταρική λευχαιμία μετά από 6 μήνες ενδοπεριτοναϊκής χορήγησης 400 mg/kg D-πενικιλλαμίνης 5 ημέρες/εβδομάδα.
Η LD50 της D-πενικιλλαμίνης δεν έχει προσδιορισθεί στα ζώα.
1.4.4 ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ
Η D-πενικιλλαμίνη, χορηγούμενη per os σε νήστεα υγιή άτομα, απορροφάται ταχέως από τον γαστρεντερικό σωλήνα περίπου κατά 50%, πιθανώς μέσω ειδικού συστήματος μεταφοράς αμινοξέων.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΑΥΞΑΝΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗ ΤΗΣ D-ΠΕΝΙΚΙΛΛΑΜΙΝΗΣ
Τροφές : Σε ζώα και σε υγιείς εθελοντές, η D-πενικιλλαμίνη απορροφάται σε μεγαλύτερο βαθμό (25% και 42%, αντίστοιχα) εάν χορηγηθεί προ φαγητού. Σε ασθενείς με ΡΑ απορροφάται κατά 50% περισσότερο όταν λαμβάνεται πριν, παρά μετά, το φαγητό, γι’ αυτό και πρέπει να λαμβάνεται σε απόσταση τουλάχιστον μιας ώρας από άλλα φάρμακα, τροφές ή γάλα. Εάν όμως δεν γίνεται καλά ανεκτή προ φαγητού, μπορεί να χορηγηθεί 1-1.30 ώρα μετά τα γεύματα, μολονότι με τον τρόπο αυτό επηρεάζεται η βιοδιαθεσιμότητά της. Πάντως, η συχνότητα των επιπλοκών αυξάνεται όταν η D-πενικιλλαμίνη χορηγείται προ φαγητού, ίσως γιατί τότε αυξάνεται η απορρόφησή της.
Φάρμακα : Η ινδομεθακίνη και η χλωροκίνη αυξάνουν τα επίπεδα της D-πενικιλλαμίνης στο αίμα.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΜΕΙΩΝΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗ ΤΗΣ D-ΠΕΝΙΚΙΛΛΑΜΙΝΗΣ
Τροφές : Μπορεί να μειώσουν σημαντικά την βιοδιαθεσιμότητα της D-πενικιλλαμίνης.
Μορφή σκευάσματος : Τα εντεροδιαλυτά σκευάσματα μπορεί να μειώσουν σημαντικά την βιοδιαθεσιμότητα της D-πενικιλλαμίνης, η οποία ελαττώνεται ακόμα περισσότερο (ακόμα και <25%) αν ληφθούν μαζί με τις τροφές, γι’ αυτό και είναι προτιμότερα τα ακάλυπτα δισκία. Η ατελής βιοδιαθεσιμότητα της D-πενικιλλαμίνης, ακόμα και σε νήστεις, μπορεί να είναι συνέπεια της εξουδετέρωσης ποσότητας του φαρμάκου μέσω σχηματισμού δισουλφιδίων με τις πρωτεΐνες του εντερικού τοιχώματος (Perrett D, 1981).
Αντιόξινα : Το μείγμα υδροξειδίου του μαγνησίου και του αλουμινίου, χορηγούμενο ταυτόχρονα με D-πενικιλλαμίνη, μειώνει την απορρόφησή της κατά 33%, δεδομένου ότι, αυξάνοντας το γαστρικό pH, προάγει την οξείδωσή της σε δυσαπορρόφητα δισουλφίδια.
Σκευάσματα σιδήρου : Καταλύουν, όπως και τα αντιόξινα, την οξείδωση της D-πενικιλλαμίνης και μπορεί να μειώσουν την βιοδιαθεσιμότητά της κατά 35% (Osman MA et al, 1983). Οι ασθενείς που παίρνουν μακροχρόνια D-πενικιλλαμίνη μπορεί να εμφανίσουν πρωτεϊνουρία εάν διακόψουν τα σκευάσματα του σιδήρου που έπαιρναν per os, πιθανώς λόγω αύξησης της απορρόφησης της D-πενικιλλαμίνης.
Είδος υποκείμενης νόσου : Η βιοδιαθεσιμότητα της D-πενικιλλαμίνης μπορεί να μειωθεί σε ασθενείς με συστηματική σκληροδερμία και προσβολή του ΓΕΣ (Ammitzboll T et al, 1987).
Η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα της D-πενικιλλαμίνης σε νήστεις ασθενείς είναι 50-70%, ανάλογα με την μορφή του σκευάσματος και την μέθοδο του ποσοτικού προσδιορισμού (Wiesner RH et al, 1981; Kukovetz WR et al, 1983).
Σε φυσιολογικά άτομα, η D-πενικιλλαμίνη, μετά την per os χορήγησή της, φθάνει σε μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα (15-20 μg/ml) μετά από 1 ½-4 ώρες. Ο t(1/2) της D-πενικιλλαμίνης στο πλάσμα, μετά από την per os ή ενδοφλέβια χορήγησή της, ανέρχεται σε 1 περίπου ώρα. Τα επίπεδα της D-πενικιλλαμίνης στο πλάσμα ποικίλλουν σημαντικά από ασθενή σε ασθενή, ακόμα και στον ίδιο ασθενή, σ’ όλη την διάρκεια της θεραπείας.
Μερικοί ασθενείς με ΡΑ θεραπευόμενοι με D-πενικιλλαμίνη εμφανίζουν σημαντική ελάττωση των συνολικών συγκεντρώσεων της κυστεΐνης και της κυστίνης στον ορό. Ο βαθμός της ελάττωσης των συγκεντρώσεων της κυστεΐνης στον ορό μπορεί να σχετίζεται με ορισμένες επιπλοκές της D-πενικιλλαμίνης. Οι ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται στην D-πενικιλλαμίνη μπορεί να βελτιωθούν με την προσθήκη L-κυστεΐνης.
Το περίγραμμα των συγκεντρώσεων της D-πενικιλλαμίνης/χρόνο, μετά από την per os ή ενδοφλέβια χορήγησή της, εμφανίζει τυπικά διπλή κορυφή. Η πρώτη αιχμή στο πλάσμα παρατηρείται 60-80΄μετά από την per os χορήγηση και η δεύτερη, μετά από 110-140’. Μετά από 2 ώρες επιτυγχάνονται συγκεντρώσεις 0.9 μg στο πλάσμα.
Οι μέγιστες συγκεντρώσεις του φαρμάκου κυμαίνονται από 4 μΜ έως 27.5 μΜ μετά από την per os χορήγηση 150 mg ή 800 mg D-πενικιλλαμίνης, αντίστοιχα. Η μέση μέγιστη πυκνότητα και ο AUC της D-πενικιλλαμίνης σχετίζονται γραμμικά με την δόση της.
Η D-πενικιλλαμίνη συνδέεται ταχέως με τις πρωτεΐνες του πλάσματος κατά 80%, κυρίως με την λευκωματίνη και, σε μικρότερα ποσά, με την σερουλοπλασμίνη και άλλες σφαιρίνες και απελευθερώνεται βαθμιαία απ΄αυτές.
Μετά την per os χορήγησή της, μεγάλο ποσοστό της D-πενικιλλαμίνης αποβάλλεται ταχέως, ενώ το υπόλοιπο, βραδέως. Η βραδέως αποβαλλόμενη εναποθηκευμένη ποσότητα της D-πενικιλλαμίνης πιστεύεται ότι αντιπροσωπεύει την συνδεδεμένη με τις πρωτεΐνες D-πενικιλλαμίνη (Gibbs K and Walshe JM, 1971). Η σύνδεση της D-πενικιλλαμίνης με τις πρωτεΐνες έχει μικρή συγγένεια in vitro και γίνεται με ένα μόνο σημείο.
Η D-πενικιλλαμίνη έχει διφασική κάθαρση στο πλάσμα : Αρχικά καθαίρεται ταχέως με t(1/2) περίπου 1 ώρα και μετά πολύ βραδύτερα, με t(1/2) περί τις 8 ημέρες. Συνολικά, 33% του φαρμάκου αποβάλλεται από τα ούρα, 15% από τα κόπρανα και 33% αποδομείται στο έντερο πριν απορροφηθεί.
Το μεγαλύτερο μέρος της per os χορηγούμενης D-πενικιλλαμίνης που απορροφάται αποβάλλεται ταχέως από τα ούρα. Η ποσότητα του φαρμάκου που αποβάλλεται από τα ούρα ποικίλλει και πιθανώς είναι αποτέλεσμα της ποσότητας του απορροφούμενου φαρμάκου. Εθελοντές που πήραν [2-14C]-D-πενικιλλαμίνης εφάπαξ σε δόσεις 50-1.000 mg απέβαλαν το 40% του σημασμένου φαρμάκου από τα ούρα. Μετά από την χορήγηση μιας δόσης ραδιοσημασμένης D-πενικιλλαμίνης, 80% της συνολικά αποβαλλόμενης ποσότητας αποβάλλεται εντός 10 ωρών, ενώ από το υπόλοιπο, 5% μετά από 1-4 ημέρες.
Σε ασθενείς με κυστινουρία που έπαιρναν D-πενικιλλαμίνη επί 5 ημέρες, το 26-44% της καθημερινής δόσης της D-πενικιλλαμίνης αποβλήθηκε από τα ούρα (Perrett D et al, 1976). Σε ασθενείς με ΡΑ που πήραν 250-1.000 mg D-πενικιλλαμίνης ημερησίως, η συνολική αποβολή της D-πενικιλλαμίνης από τα ούρα ανήλθε στο 27-52% της καθημερινής δόσης (van de Stadt RJ et al, 1979).
Η D-πενικιλλαμίνη αποβάλλεται από τα ούρα σε μικρό μόνο ποσοστό σαν ελεύθερη D-πενικιλλαμίνη, κυρίως όμως με την μορφή 3 βιομετατροποποιημένων παραγώγων και ενός μεταβολικά τροποποιημένου μεταβολίτη :
1. Βιομετατροποποιημένα παράγωγα :
- α) Μικτό δισουλφίδιο της L-κυστεΐνης-D-πενικιλλαμίνης (κυρίως)
- β) Δισουλφίδιο της D-πενικιλλαμίνης
- γ) Μικτό δισουλφίδιο της ομοκυστεΐνης-D-πενικιλλαμίνης
2. Μεταβολικά τροποποιημένος μεταβολίτης (S-μεθυλο-D-πενικιλλαμίνη)
3. Ελεύθερη D-πενικιλλαμίνη
Η ποσότητα των μεταβολιτών αυτών έχει μεγάλες εξατομικευμένες διακυμάνσεις. Τα ίδια παράγωγα της D-πενικιλλαμίνης στα ούρα, στις ίδιες περίπου συγκεντρώσεις, μετά από χορήγηση του φαρμάκου per os, ανευρίσκονται σε ασθενείς με ΡΑ, νόσο του Wilson ή κυστινουρία.
Το μικτό δισουλφίδιο της ομοκυστεΐνης - D-πενικιλλαμίνης έχει ανευρεθεί στα ούρα 3 μήνες μετά την διακοπή της D-πενικιλλαμίνης, ένδειξη αποθήκευσης ή δέσμευσης της D- πενικιλλαμίνης από τους ιστούς, πιθανώς το δέρμα. Αυτό μπορεί μερικά να εξηγήσει την εμμονή της κλινικής βελτίωσης και μερικών ανεπιθύμητων ενεργειών πολύν καιρό μετά την διακοπή της D-πενικιλλαμίνης.
Ο τελικός t(1/2) αποβολής της D-πενικιλλαμίνης κυμαίνεται σε 1-7.5 ώρες. Η ολική κάθαρση κυμαίνεται σε 561-727 ml/min και είναι ανεξάρτητη από την δόση. Η νεφρική κάθαρση ευθύνεται για ένα μικρό μόνο τμήμα του.
Το 4-16% της χρόνιας ημερήσιας δόσης της D-πενικιλλαμίνης αποβάλλεται με τα κόπρανα σαν δισουλφίδιο της κυστεΐνης - D-πενικιλλαμίνης και σαν δισουλφίδιο της D-πενικιλλαμίνης.
Σ’ έναν φυσιολογικό εθελοντή που πήρε μίαν απλή δόση 250 mg [2-14C]-D-πενικιλλαμίνης, το 35% του σημασμένου φαρμάκου αποβλήθηκε με τα κόπρανα σε διάστημα 3 ημερών, ένδειξη ότι η μη απορροφούμενη ποσότητα της D-πενικιλλαμίνης αποδομείται στο έντερο (Perrett D, 1977). Η μεγαλύτερη ποσότητα αποβλήθηκε 24-48 ώρες μετά την χορήγηση της δόσης.
Το 50% περίπου μιας δόσης D-πενικιλλαμίνης per os μπορεί να μην ανιχνεύεται στα ούρα ή τα κόπρανα, πιθανώς λόγω δέσμευσής της με τις πρωτεΐνες του πλάσματος και των ιστών. Στους αρουραίους, το L- και D- ισομερές της D-πενικιλλαμίνης αποδομούνται σε μεγάλο βαθμό από τα βακτηρίδια του εντέρου.
Στον άνθρωπο, ο όγκος κατανομής της D-πενικιλλαμίνης υπολογίζεται σε 57-93 lt. Στο αίμα, η D-πενικιλλαμίνη ανευρίσκεται στο πλάσμα και τα ερυθρά αιμοσφαίρια.
Η D-πενικιλλαμίνη και τα οξειδωτικά της παράγωγα (δισουλφίδιο κυστεΐνης-D-πενικιλλαμίνης και δισουλφίδιο D-πενικιλλαμίνης) ανευρίσκονται στο πλάσμα. Το 80% της D-πενικιλλαμίνης στο πλάσμα είναι συνδεδεμένο με τις πρωτεΐνες, το 7% υπάρχει με την μορφή του δισουλφιδίου κυστεΐνης - D-πενικιλλαμίνης, το 6% σαν ελεύθερη D-πενικιλλαμίνη, το 5%, σαν δισουλφίδιο της D-πενικιλλαμίνης και το υπόλοιπο 2%, σαν μεθυλιωμένη ή συνδεδεμένη με μέταλλα D-πενικιλλαμίνη (Perrett D, 1981).
Σε ασθενείς με ΡΑ που έπαιρναν 750 mg D-πενικιλλαμίνης ημερησίως, οι συνολικές συγκεντρώσεις της D-πενικιλλαμίνης (αναχθείσας και οξειδωθείσας) ήταν 2.7-6.9 μg/ml και οι συγκεντρώσεις της ελεύθερης βάσης, 0.71-2.8 μg/ml (Saetre R and Rabenstein DL, 1978).
Μεγάλη ποσότητα ελεύθερης βάσης D-πενικιλλαμίνης ανευρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια, όπου οι συγκεντρώσεις της προσεγγίζουν το 70% των συγκεντρώσεών της στο πλάσμα.
Η D-πενικιλλαμίνη φαίνεται ότι κατανέμεται ευρέως στο ύδωρ του σώματος. Σε πειραματόζωα, και συμπερασματικά και στον άνθρωπο συνδέεται με ιστούς, όπως το δέρμα και η αορτη. Η ραδιοσημασμένη D-πενικιλλαμίνη αποβάλλεται ταχέως από το ήπαρ και τους νεφρούς και βραδέως από το κολλαγόνο και ιστούς πλούσιους σε ελαστίνη, όπως τα οστά και το δέρμα.
Η D-πενικιλλαμίνη φαίνεται ότι έχει μεγάλη συγγένεια με το δέρμα συνδεόμενη με τις αλδεΰδες της λυσίνης και, σε μικρότερο βαθμό, με την υδροξυλυσίνη. Σε αρουραίους, 48 ώρες μετά την ενδοφλέβια χορήγηση [14C]-D-πενικιλλαμίνης, 6.8% του σημασμένου φαρμάκου ανευρίσκεται στο δέρμα, σε βαθμό μεγαλύτερο από άλλους ιστούς (Planas-Bohne von F, 1973).
Το μεγαλύτερο μέρος της D-πενικιλλαμίνης τροποποιείται βιολογικά, είτε σε δισουλφίδια, είτε σε ανόργανα θειικά άλατα. Επιπρόσθετα με τον σχηματισμό του συμμετρικού της δισουλφιδίου, η D-πενικιλλαμίνη σχηματίζει δισουλφίδια με την λευκωματίνη του πλάσματος, την L- κυστεΐνη και την ομοκυστεΐνη.
Η Ν-ακετυλο-D-πενικιλλαμίνη και η S-μεθυλο-D-πενικιλλαμίνη είναι ελάσσονα παράγωγα της D-πενικιλλαμίνης. Η D-πενικιλλαμίνη δεν φαίνεται να είναι υπόστρωμα της υπεροξειδάσης της γλουταθειόνης ή άλλων ενζυμικών συστημάτων που χρησιμοποιούν την γλουταθειόνη και οι θειόλες δεν είναι υπόστρωμα για την μονοξυγενάση η οποία περιέχει FAD. Στους αρουραίους, δεν φαίνεται να είναι υπόστρωμα για το σύστημα του κυτοχρώματος P450 (Pilkington AE and Waring RH, 1988). Είναι επίσης πτωχό υπόστρωμα για την δεσυλοϋδρατάση της κυστεΐνης και την οξειδάση του D-αμινοξέος (Kucharczyk N et al, 1984).
Εκτός των οξειδωτικών της παραγώγων, η D-πενικιλλαμίνη δεν μεταβολίζεται σε μεγάλο βαθμό. Μετά από την χορήγηση μιας δόσης per os, το μεγαλύτερο μέρος της δεν απορροφάται ή/και αποβάλλεται ταχέως. Το υπόλοιπο παραμένει στο σώμα σαν ελεύθερη βάση και κυρίως με την μορφή οξειδωτικών παραγώγων, όπως του δισουλφιδίου της ομοκυστεΐνης-D-πενικιλλαμίνης (μικτό δισουλφίδιο) και της D-πενικιλλαμίνης.
Μικρό ποσοστό (4%) μιας απλής δόσης D-πενικιλλαμίνης μεταβολίζεται σε S-μεθυλο-D-πενικιλλαμίνη. Από την ποσότητα της D-πενικιλλαμίνης που αποβάλλεται από τα ούρα, το 2% περίπου αποβάλλεται με την μορφή μικτού δισουλφιδίου.
Ο σχηματισμός των δισουλφιδίων γίνεται μέσω οξείδωσης της D-πενικιλλαμίνης. Η διαδικασία αυτή φαίνεται ότι επιτελείται αυτόματα in vitro, πιθανώς σε οποιοδήποτε σημείο υπάρχουν ελάχιστα ποσά μεταβατικών μετάλλων (όπως είναι π.χ. ο χαλκός) για να την καταλύσουν. Η οξείδωση της D-πενικιλλαμίνης μπορεί να λάβει χώρα είτε με αλληλεπίδραση με ένα οξειδωτικό, όπως το οξυγόνο, είτε μέσω ανταλλαγής θειόλης-δισουλφιδίου.
Παράδειγμα άμεσης οξείδωσης είναι ο σχηματισμός δισουλφιδίου μεταξύ D-πενικιλλαμίνης (PSH) και L-κυστεΐνης (CSH) :
- PSH + CSH à PSSC + 2H+ + 2-
Τα ηλεκτρόνια μεταφέρονται στο οξειδωτικό με την ευκαιρία της καταλυτικής μετάβασης του μετάλλου. Η μεταφορά αυτή του ηλεκτρονίου στο οξυγόνο ευθύνεται για την παραγωγή ειδών αντιδραστικού οξυγόνου.
Παράδειγμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ θειόλης-δισουλφιδίου είναι η αλληλεπίδραση της D-πενικιλλαμίνης με την κυστίνη, το συμμετρικό δισουλφίδιο της L-κυστεΐνης (CSSC) :
- PSH + CSSC à PSSC +CSH
Στη διαδικασία αυτή η D-πενικιλλαμίνη οξειδώνεται και η κυστεΐνη υφίσταται αναγωγή. Σε κάθε μία από τις παραπάνω αντιδράσεις σχηματίζεται μικτό δισουλφίδιο D-πενικιλλαμίνης - L-κυστεΐνης. Το δισουλφίδιο, το οποίο σχηματίζεται μεταξύ D-πενικιλλαμίνης και ελεύθερης σουλφυδρυλικής ομάδας στις λευκωματίνες του πλάσματος, είναι ποσοτικά ο κυριότερος μεταβολίτης της D-πενικιλλαμίνης στο πλάσμα στη διάρκεια μακροχρόνιας θεραπείας. Δεν αποβάλλεται από τους νεφρούς και αθροίζεται στη διάρκεια των 2-3 πρώτων εβδομάδων της θεραπείας.
Η βραδεία αποβολή της συνδεδεμένης τις πρωτεΐνες D-πενικιλλαμίνης μπορεί να ερμηνεύσει το γεγονός ότι οι μεταβολίτες της D-πενικιλλαμίνης έχουν ανιχνευθεί στα ούρα χρόνια θεραπευόμενων ασθενών, μεγάλο διάστημα μετά την διακοπή του φαρμάκου (Perrett D, 1981).
Η S-μεθυλο-D-πενικιλλαμίνη και η Ν-ακετυλο-D-πενικιλλαμίνη είναι ελάσσονες μεταβολίτες της D-πενικιλλαμίνης στα ούρα.
Η θειολ-μεθυλο-τρανσφεράση, ένζυμο υπεύθυνο για την μεθυλίωση της D-πενικιλλαμίνης, κατανέμεται ευρέως στον οργανισμό, περιλαμβανομένων των μεμβρανών των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Η S-μεθυλο-D-πενικιλλαμίνη μπορεί να οξειδωθεί περαιτέρω σε σουλφοξείδιο ή σουλφόνη. Οι μεταβολίτες αυτοί δεν έχουν ανιχνευθεί, άλλα όμως S-μεθυλιωμένα αμινοξέα μεταβολίζονται μέσω αυτής της οδού.
Η καρβοκυστεΐνη, ένα φάρμακο δομικά παρόμοιο με την S-μεθυλο-D-πενικιλλαμίνη, υφίσταται σουλφοξείδωση. Ασθενείς με σχετικά βραδεία ικανότητα σουλφοξείδωσης (πτωχοί σουλφοξειδωτές) έχουν αυξημένη συχνότητα ανοσολογικά επαγόμενων επιπλοκών από την D-πενικιλλαμίνη (Capell HA et al, 1986). Το φαινόμενο αυτό δεν φαίνεται να οφείλεται σε άθροιση της S-μεθυλο-D-πενικιλλαμίνης, δεδομένου ότι η σουλφοξείδωση αποτελεί ελάσσονα μάλλον οδό αποβολής της D-πενικιλλαμίνης.
Οι πτωχοί σουλφοξειδωτές έχουν επίσης αυξημένη συχνότητα επιπλοκών στα άλατα του χρυσού, επιπρόσθετη ένδειξη ότι η αυξημένη τοξικότητα της D-πενικιλλαμίνης στους ασθενείς αυτούς δεν είναι συνέπεια της άθροισης του φαρμάκου (Mitchell SC et al, 1986).
Η D-πενικιλλαμίνη έχει παραχθεί από την πενικιλλίνη μέσω αποδόμησης του θειαζολιδινικού δακτυλίου, μετά από διάσπαση του β-λακταμικού δακτυλίου. Υφίσταται συμπύκνωση με αλδεΰδες και κετόνες και σχηματίζει υποκατεστημένα θειαζολιδινικά καρβοξυλικά οξέα (ΕΙΚΟΝΑ 119). Αντιδρά ταχέως με πυριδοξάλη για να σχηματίσει μία θειαζολιδίνη, η οποία, με την χρήση μιας ρακεμικής μορφής, οδηγεί σε αυξημένη συχνότητα ανεπάρκειας Β6.
ΕΙΚΟΝΑ 119 : Σχηματισμός υποκατεστημένων θειαζολιδινικών καρβοξυλικών οξέων μέσω συμπύκνωσης της D-πενικιλλαμίνης και μιας κετόνης ή αλδεΰδης
Ο σχηματισμός της θειαζολιδίνης είναι επίσης σημαντικός στον μηχανισμό αποτοξίκωσης για την ακεταλδεΰδη. Η συμπύκνωση της ακεταλδεΰδης με την D-πενικιλλαμίνη δίνει γένεση στο 2,2,5-τριμεθυλθειαζολιδίνη-4-καρβοξυλικό οξύ, που είναι ψευδομεταβολίτης της αιθανόλης στρεφόμενος εναντίον της D-πενικιλλαμίνης.
Η αντίδραση της D-πενικιλλαμίνης με τις καρβονυλικές ομάδες παίζει σημαντικό ρόλο στην αναστολή των διασταυρούμενων δεσμών του κολλαγόνου και σχετίζεται με μερικές δερματικές αντιδράσεις του φαρμάκου. Στις διασταυρούμενες αντιδράσεις του κολλαγόνου, το ε terminus της λυσίνης μετατρέπεται σε μίαν αλδεϋδική ομάδα, η οποία στη συνέχεια υφίσταται αλδολική συμπύκνωση με μίαν αλδεϋδική ομάδα σε μίαν άλλη άλυσο (ΕΙΚΟΝΑ 120).
ΕΙΚΟΝΑ 120 : Αναστολή αλδολικού διασταυρούμενου δεσμού του κολλαγόνου από την D-πενικιλλαμίνη μέσω σχηματισμού θειαζολιδίνης
1.4.5 ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ–ΤΟ-ΞΙΚΟΤΗΤΑ
Η μέτρηση των επιπέδων της D-πενικιλλαμίνης έχει ερευνητική μόνο αξία. Στη ΡΑ, τα επίπεδα της D-πενικιλλαμίνης στον ορό είναι ουσιαστικά τα ίδια τόσο σε ανταποκριθέντες, όσο και σε μη ανταποκριθέντες, όπως και σε ασθενείς τόσο με επιπλοκές, όσο και χωρίς επιπλοκές, στην D-πενικιλλαμίνη (Muijsers AO et al, 1984).
1.4.6 ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
1.4.6.1 ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Αντιόξινα
Αλληλεπιδράσεις : Τα άλατα του αλουμινίου και του μαγνησίου μπορεί να αναστείλουν την γαστρεντερική απορρόφηση της D-πενικιλλαμίνης, λόγω σχηματισμού ενός φυσικού ή χημικού συμπλόκου. Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της αναμενόμενης θεραπευτικής ανταπόκρισης της D-πενικιλλαμίνης.
Συστάσεις :
- Οι ασθενείς που παίρνουν αντιόξινα μπορεί να χρειασθούν μεγαλύτερες δόσεις D-πενικιλλαμίνης
- Η D-πενικιλλαμίνη πρέπει να χορηγείται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη χρονική απόσταση από τα αντιόξινα, κατά προτίμηση προ φαγητού ή μεταξύ των γευμάτων με ένα ποτήρι νερό.
Ασκορβικό οξύ
Αλληλεπιδράσεις : Το ασκορβικό οξύ, σε μεγάλες δόσεις, μπορεί να εξουδετερώσει την δράση της D-πενικιλλαμίνης.
Διγοξίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να μειώσει τις φαρμακολογικές δράσεις της διγοξίνης.
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος.
Συστάσεις :
- Οι ασθενείς που παίρνουν διγοξίνη μπορεί να χρειασθούν μεγαλύτερες δόσεις D-πενικιλλαμίνης
- Στη διάρκεια της θεραπείας με τον συνδυασμό αυτό πρέπει να παρακολουθούνται τα επίπεδα της διγοξίνης στον ορό και οι ασθενείς για ενδείξεις κλινικής επιδείνωσης και να τροποποιείται ανάλογα η δόση της διγοξίνης.
Καολίνη
Αλληλεπιδράσεις : Τα φάρμακα που περιέχουν καολίνη-πεκτίνη μπορεί να μειώσουν την γαστρεντερική απορρόφηση, και επομένως να μειώσουν ή εξουδετερώσουν την αναμενόμενη θεραπευτική ανταπόκριση, της D-πενικιλλαμίνης.
Συστάσεις :
- Οι ασθενείς που παίρνουν σκευάσματα καολίνης-πεκτίνης μπορεί να χρειασθούν μεγαλύτερες δόσεις D-πενικιλλαμίνης
- Η D-πενικιλλαμίνη πρέπει να χορηγείται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη χρονική απόσταση από τα φάρμακα αυτά.
Λεβοντόπα
Αλληλεπιδράσεις : Η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να βελτιώσει τα παρκινσονικά συμπτώματα σε ασθενείς θεραπευόμενους με λεβοντόπα, αυξάνοντας πιθανώς τα επίπεδα της τελευταίας στο πλάσμα. Η αύξηση των επιπέδων της λεβοντόπα μπορεί να αυξήσει και τις επιπλοκές της.
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος.
Συστάσεις :
- Οι ασθενείς που παίρνουν τα φάρμακα αυτά ταυτόχρονα πρέπει να παρακολουθούνται για μεταβολές στην αποτελεσματικότητα και τοξικότητα της λεβοντόπα όταν αρχίζουν ή διακόπτουν την D-πενικιλλαμίνη ή τροποποιούν την δόση της. Ανάλογα πρέπει να τροποποιείται η δόση της λεβοντόπα.
- Η λεβοντόπα πρέπει να χορηγείται σε συντηρητικές δόσεις σε ασθενείς θεραπευόμενους με D-πενικιλλαμίνη
- Η χορήγηση D-πενικιλλαμίνης με σκοπό την βελτίωση της αποτελεσματικότητας της λεβοντόπα δεν συνιστάται.
Μέταλλα
Αλληλεπιδράσεις :
- Η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να σχηματίσει συμπλέγματα ή χηλικούς δεσμούς με βαριά μέταλλα.
- Ορισμένα μέταλλα, ιδιαίτερα ο χαλκός, μπορεί να καταλύσουν την οξείδωση της D- πενικιλλαμίνης σε βιολογικά υγρά.
- Η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να προκαλέσει μικρή ελάττωση των επιπέδων του χαλκού και του ψευδαργύρου στο πλάσμα, στην οποία οφείλονται εν μέρει οι διαταραχές της γεύσης.
Προβενεσίδη
Αλληλεπιδράσεις : Η προβενεσίδη μειώνει την νεφρική απέκκριση των μεταβολιτών, και επομένως την θεραπευτική αποτελεσματικότητα, της D-πενικιλλαμίνης.
Συστάσεις :
- Η D-πενικιλλαμίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή ή να αποφεύγεται σε υπερουριχαιμικούς ασθενείς θεραπευόμενους με προβενεσίδη
- Εάν υπάρχουν ενδείξεις της αλληλεπίδρασης αυτής, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένας άλλος υπο-ουριχαιμικός παράγοντας στη θέση της προβενεσίδης, όπως η αλλοπουρινόλη.
Σίδηρος
Αλληλεπιδράσεις :
- Τα σκευάσματα του σιδήρου μπορεί να αναστείλουν την γαστρεντερική απορρόφηση, μειώνοντας επομένως την θεραπευτική αποτελεσματικότητα, της D-πενικιλλαμίνης. Η αλληλεπίδραση αυτή οφείλεται πιθανώς στον σχηματισμό ενός φυσικού ή χημικού συμπλόκου της D-πενικιλλαμίνης με τα άλατα του σιδήρου.
- Σε ασθενείς που παίρνουν D-πενικιλλαμίνη ταυτόχρονα με σίδηρο per os, η διακοπή του σιδήρου, ενώ η D-πενικιλλαμίνη συνεχίζεται, συνοδεύεται από σημαντική αύξηση των επιπλοκών, ιδιαίτερα της νεφροπάθειας (Harkness JAL and Blake DR, 1982).
Συστάσεις :
- Η D-πενικιλλαμίνη συνιστάται να χορηγείται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη χρονική απόσταση από τα άλατα του σιδήρου
- Η D-πενικιλλαμίνη είναι προτιμότερο να λαμβάνεται προ φαγητού, μεταξύ των γευμάτων, με ένα ποτήρι νερό.
Σουκραλφάτη
Αλληλεπιδράσεις : Η σουκραλφάτη μπορεί να αναστείλει την γαστρεντερική απορρόφηση, μειώνοντας επομένως την αναμενόμενη θεραπευτική ανταπόκριση, της D-πενικιλλαμίνης, λόγω σχηματισμού ενός φυσικού ή χημικού συμπλόκου.
Συστάσεις :
- Οι ασθενείς που παίρνουν σουκραλφάτη μπορεί να χρειασθούν μεγαλύτερες δόσεις D-πενικιλλαμίνης
- Για να προληφθεί η αλληλεπίδραση αυτή, η D-πενικιλλαμίνη συνιστάται να χορηγείται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη χρονική απόσταση από την σουκραλφάτη
- Η D-πενικιλλαμίνη είναι προτιμότερο να λαμβάνεται προ φαγητού, μεταξύ των γευμάτων, με ένα ποτήρι νερό.
Υδροξυχλωροκίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η υδροξυχλωροκίνη μπορεί να μειώσει την αποτελεσματικότητα και τοξικότητα της D-πενικιλλαμίνης.
Συστάσεις : Αν και δεν έχει αποδειχθεί από άλλους, τα δύο αυτά φάρμακα είναι προτιμότερο να μην συνδυάζονται μεταξύ τους.
Χλωροκίνη - ινδομεθακίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η χλωροκίνη και η ινδομεθακίνη, χορηγούμενες ταυτόχρονα σε απλές δόσεις, αυξάνουν τις συγκεντρώσεις της D-πενικιλλαμίνης στο πλάσμα, με άγνωστο μηχανισμό (Seideman P and Lindstrom B, 1989).
1.4.6.2 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
α) Στον ορό
- Αλκαλική φωσφατάση → αύξηση
- LDH → αύξηση
- Χαλκός → αύξηση
- Κυστεΐνη → ελάττωση
- Μόλυβδος → αύξηση
- Υδράργυρος → αύξηση
- Ψευδάργυρος → αύξηση
β) Στα ούρα
1.4.7 ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Νεφρικοί λίθοι από κυστεΐνη
- Κυστινουρία
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Νόσος Wilson
ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗΝ D-ΠΕΝΙΚΙΛΛΑΜΙΝΗ :
- Εξωαρθρικές εκδηλώσεις ΡΑ (ρευματοειδής αγγειίτιδα, ρευματοειδής πνεύμονας, σύνδρομο Felty, σύνδρομο Sjogren, αμυλοείδωση, ρευματικά οζίδια)
- Ψωριασική αρθρίτιδα
- Εντεροπαθητική αρθρίτιδα
- Αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα
- Συστηματική σκληροδερμία
- Παλίνδρομος ρευματισμός
- Χρόνια νεανική πολυαρθρίτιδα HLA B27 (-)
- Πρωτοπαθής χολική κίρρωση
- Αποτοξίνωση από οινόπνευμα
- Δηλητηρίαση από βαριά μέταλλα
- Χρόνια ενεργός ηπατίτιδα
- Μορφέα
- Χηλοειδές
- Θυλακική κεράτωση
- Σύνδρομο υπεργλοιότητας
- Αρθρίτιδα συνδεόμενη με αιμορροφιλία
1.4.8 ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Υπερευαισθησία στην D-πενικιλλαμίνη
- Ιστορικό σοβαρής αντίδρασης στην D-πενικιλλαμίνη (π.χ. απλαστική αναιμία, ακοκκιοκυττάρωση, σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια)
- Κύηση-γαλουχία
- Ιστορικό ή άλλες ενδείξεις νεφρικής ανεπάρκειας
1.4.9 ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
1.4.9.1 ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Σοβαρή, ενεργός νόσος μη ανταποκρινόμενη στη συμβατική θεραπεία. Πάντως, ακόμα και στις περιπτώσεις αυτές, το πιθανό όφελος από την χρήση της πρέπει να σταθμίζεται σε σχέση με την τοξικότητά της.
- Τοξικότητα ή αναποτελεσματικότητα του ενέσιμου χρυσού ή των άλλων DMARDs
- Εξωαρθρικές εκδηλώσεις της νόσου, ιδιαίτερα αγγειίτιδα.
Η χρήση της D-πενικιλλαμίνης πρέπει να συνδυάζεται, εάν ενδείκνυται, με άλλα θεραπευτικά μέτρα, όπως ανάπαυση, φυσιοθεραπεία, σαλικυλικά ή άλλα ΜΣΑΦ και κορτικοειδή.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Σύμφωνα με ανοιχτές και διπλές-τυφλές, placebo-ελεγχόμενες μελέτες, η D-πενικιλλαμίνη, χορηγούμενη επί 6-12 μήνες σε δόσεις 600-1.500 mg/24ωρο, βελτιώνει περισσότερο από placebo την αρθρίτιδα, τον πόνο των αρθρώσεων, την πρωϊνή δυσκαμψία, τον αρθρικό δείκτη, την μυϊκή ισχύ σύσφιγξης, την λειτουργική ικανότητα και τους εργαστηριακούς δείκτες της φλεγμονής στο 40-70% των ασθενών με ΡΑ (Jaffe IA, 1970; Mery C et al, 1976).
Τα κλινικά σημεία της ύφεσης με την D-πενικιλλαμίνη είναι παρόμοια με της πραγματικής φυσικής ύφεσης ή της ύφεσης της προκαλούμενης από τον χρυσό. Αρχικά, ελαττώνεται η ένταση και η διάρκεια της πρωϊνής δυσκαμψίας και η ένταση του αρθρικού πόνου και, περί τον 6ο μήνα της θεραπείας, υποχωρούν η υμενίτιδα, τα ρευματοειδή οζίδια, η αγγειίτιδα, τα δερματικά έλκη και η νευρίτιδα. Αργότερα, όσο ο πόνος μετριάζεται, συχνά υπάρχει αντικειμενική ένδειξη υποχώρησης της υμενίτιδας, αν και η πάχυνση του υμένα δεν επηρεάζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η ποιότητα και η διάρκεια του ύπνου βελτιώνεται και η εύκολη κόπωση μειώνεται.
Ο τύπος της ανταπόκρισης δεν είναι γραμμικός, χαρακτηριζόμενος συνήθως από περιόδους έξαρσης, παρά την συνέχιση της θεραπείας. Οι εξάρσεις έχουν την τάση να αυτοπεριορίζονται, αλλά συχνά απαιτούν αύξηση της ημερήσιας δόσης συντήρησης ή χορήγησή της 2 φορές την ημέρα. Συνήθως βαθμιαία μειώνονται σε συχνότητα και, μετά από αρκετά χρόνια, η βελτίωση σταθεροποιείται.
Η βελτίωση των συμπτωμάτων, ιδιαίτερα της πρωϊνής δυσκαμψίας, της κόπωσης και του αρθρικού πόνου και το αίσθημα ευεξίας, εμφανίζεται μερικές φορές τους 2 πρώτους μήνες, συνήθως όμως 3-4 μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη ή μετά από αύξηση της δόσης της και διατηρείται αρκετούς μήνες μετά την διακοπή της. Η διόγκωση των αρθρώσεων, η ευαισθησία και τα ρευματοειδή οζίδια περιορίζονται. Μετά την έναρξη της κλινικής βελτίωσης, συνήθως η ΤΚΕ και οι τίτλοι του Ra test ελαττώνονται και οι τιμές της αιμοσφαιρίνη αυξάνονται.
Η αποτελεσματικότητα της D-πενικιλλαμίνης εξαρτάται από την δόση της. Για αδιευκρίνιστους λόγους, η δόση της, για να είναι αποτελεσματική, πρέπει να αυξάνεται βαθμιαία. Μετά από αρκετά χρόνια θεραπείας, η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να χάσει την αποτελεσματικότητά της, η οποία συνήθως δεν ανταποκρίνεται σε αύξηση της δόσης, πιθανώς λόγω ανάπτυξης αντισωμάτων έναντι της D-πενικιλλαμίνης
Επιδείνωση της αρθρίτιδας στη διάρκεια της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη μπορεί να αποτελεί εκδήλωση ΣΕΛ από την D-πενικιλλαμίνη. Στην περίπτωση αυτη, μόνο η διακοπή του φαρμάκου θέτει την διάγνωση, δεδομένου ότι τα ΑΝΑ μπορούν να θετικοποιηθούν, εξαφανισθούν ή παραμείνουν αμετάβλητα στη διάρκεια της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη, χωρίς να υπάρχει ΣΕΛ.
Μέχρις ότου δράσει η D-πενικιλλαμίνη μπορούν να συνεχισθούν άλλα φάρμακα (αναλγητικά, ΜΣΑΦ, κορτικοειδή). Εάν προκύψει βελτίωση, τα φάρμακα αυτά μπορούν βαθμιαία να μειωθούν ή να αποσυρθούν, αν και τα κορτικοειδή συνήθως διακόπτονται μετά από 2 ή περισσότερα χρόνια θεραπείας. Η ελάττωση των απαιτήσεων για συμπτωματική θεραπεία, ιδιαίτερα κορτικοειδή, μπορεί να θεωρηθεί δείκτης της αποτελεσματικότητας της D-πενικιλλαμίνης.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Μειώνει τις συγκεντρώσεις του RF (κυρίως του IgM) και των ανοσοσυμπλεγμάτων (Wernick et al, 1983; Forster PJ and MacKonkey B, 1986), όχι όμως του IgG RF (Wernick R et al, 1983) και του συμπληρώματος στον ορό.
- Ελαττώνει τα επίπεδα των IgM, IgG και IgA, πιθανώς επειδή μειώνει τον αριθμό των κυττάρων που παράγουν ανοσοσφαιρίνες στο περιφερικό αίμα (De Vries E et al, 1982) ή την παραγωγή των ανοσοσφαιρινών από τα μονοκύτταρα του περιφερικού αίματος (Lewins EG et al, 1985).
- Η ελάττωση μπορεί να αφορά εκλεκτικά την IgA (Stanworth DR et al, 1977), αν και η D-πενικιλλαμίνη έχει χορηγηθεί με επιτυχία και ασφάλεια σε πάσχοντες από οροαρνητική ΡΑ και ανεπάρκεια της IgA (Mbui-Muamba JM et al, 1981). Παράλληλα με την ελάττωση των συγκεντρώσεων της IgA, ελαττώνονται και οι συγκεντρώσεις του συμπλόκου της IgA-α-1-αντιθρυψίνης, το οποίο ενίοτε ανευρίσκεται σε πάσχοντες από ενεργό ΡΑ (Dawes PT et al, 1987).
- Μειώνει την ΤΚΕ και την CRP, ακόμα και μετά την διακοπή της, την α1-όξινη γλυκοπρωτείνη (Borjesson O et al, 1980) και την σερουλοπλασμίνη
- Αυξάνει την Hb, την ιστιδίνη και τις σουλφυδρυλικές ομάδες (Dixon ASJ et al, 1980).
- Ελαττώνει τα επίπεδα των υπεροξειδίων των λιπιδίων (Wade CR et al, 1987) και των συγκεντρώσεων της IgM και του RF και την ενεργοποίηση του συμπληρώματος (Pritchard MH and Nuki G, 1978) στο αρθρικό υγρό.
Η κλινική βελτίωση συνήθως προηγείται της εργαστηριακής. Οι εργαστηριακές παράμετροι δραστηριότητας της νόσου (ΤΚΕ, CRP, Hb, αιμοπετάλια) βελτιώνονται 6-9 μήνες, και οι τίτλοι του Ra test, 12 μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας. Σε ασθενείς θεραπευόμενους με μικρότερες δόσεις, οι μεταβολές αυτές είναι λιγότερο θεαματικές. Η ΤΚΕ και οι τίτλοι του Ra test μειώνονται και τα επίπεδα της Hb συνήθως αυξάνονται μετά την έναρξη της κλινικής βελτίωσης. Τα επίπεδα της ΤΚΕ, της CRP και της ιστιδίνης, όπως και οι σουλφυδρυλικές ομάδες, σχετίζονται με την κλινική βελτίωση (Dixon ASJ et al, 1980).
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ : Η D-πενικιλλαμίνη έχει αμφιλεγόμενη τροποποιητική ικανότητα στη ΡΑ. Μπορεί να αναστείλει ή να μετριάσει και ενίοτε να επουλώσει τις διαβρωτικές αλλοιώσεις (Ansell BM and Hall MA, 1981), κυρίως όμως μετά από 2 ή περισσότερα χρόνια θεραπείας (Gibson T et al, 1976).
Κατ’ άλλους, η D-πενικιλλαμίνη δεν μπορεί να παρεμποδίσει την ακτινολογική επιδείνωση της νόσου (Dixon ASJ et al, 1975; Shiokawa Y et al, 1977; Carroll GJ et al, 1989).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Ενέσιμος χρυσός : Η D-πενικιλλαμίνη είναι περισσότερο (Camp AV, 1981) ή εξίσου (Maki-sara P et al, 1978; Husain Z and Runge LA, 1980; Thomas MH et al, 1984) αποτελεσματική.
Η συχνότητα ανταπόκρισης στην D-πενικιλλαμίνη φαίνεται ότι είναι παρόμοια με την παρατηρούμενη στη χρυσοθεραπεία. Αποτυχία ανταπόκρισης στον ενέσιμο χρυσό, δεν προδικάζει αποτυχία και στην D-πενικιλλαμίνη. Οι ασθενείς που ανταποκρίνονται στον ενέσιμο χρυσό, όπως και αυτοί που δεν ανταποκρίνονται ή παύουν να έχουν βελτίωση με την χρυσοθεραπεία, ανταποκρίνονται εξίσου ευνοϊκά και στην D-πενικιλλαμίνη (Tsang IK et al, 1977; Halla JT et al, 1982). Από τους ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται στον ενέσιμο χρυσό, οι περισσότεροι ανταποκρίνονται στην D-πενικιλλαμίνη, ενώ πολύ λιγότεροι που δεν ανταποκρίνονται στην D-πενικιλλαμίνη, βελτιώνονται με τον ενέσιμο χρυσό (Munthe E and Kass E, 1981).
Στη θεραπευτική πυραμίδα της ΡΑ, η D-πενικιλλαμίνη είναι στην ίδια θέση με τον ενέσιμο χρυσό, αλλά δεύτερη σε σειρά προτίμησης, γιατί είναι περισσότερο τοξική, αν και διακόπτεται λόγω τοξικότητας λιγότερο συχνά από τον ενέσιμο χρυσό (Gibson T et al, 1976). Κατ’ άλλους, ο χρυσός είναι εξίσου τοξικός με την D-πενικιλλαμίνη (Husain Z and Runge LA, 1980).
Οι επιπλοκές της D-πενικιλλαμίνης είναι συχνότερες σε ασθενείς με επιπλοκές από τον χρυσό, αν και αυτοί δεν σημαίνει ότι θα έχουν απαραίτητα και με την D-πενικιλλαμίνη. Ασθενείς όμως με πρωτεϊνουρία στον χρυσό μπορεί να έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης πρωτεϊνουρίας και με την D-πενικιλλαμίνη, ιδιαίτερα τους 6 πρώτους μήνες της θεραπείας (Stein HB et al, 1981; Halla JT et al, 1982). Οι ασθενείς με βλεννογονοδερματικές αντιδράσεις στην D-πενικιλλαμίνη έχουν χαμηλότερα επίπεδα γ-σφαιρινών και, λιγότερο συχνά, υποδόρια οζίδια (Halla JT et al, 1982).
Προηγηθείσα χρυσοθεραπεία δεν αυξάνει την τοξικότητα της D-πενικιλλαμίνης (Munthe E and Kass E, 1981). Κατ’ άλλους, η D-πενικιλλαμίνη, μολονότι είναι εξίσου ασφαλής με τον ενέσιμο χρυσό, δεν πρέπει να χορηγείται αμέσως μετά την διακοπή της χρυσοθεραπείας, εφ’ όσον αυτή έχει γίνει λόγω τοξικότητας. Σε ασθενείς που έχουν θεραπευθεί με ενέσιμο χρυσό, οι επιπλοκές της D-πενικιλλαμίνης είναι λιγότερες συγκριτικά με του χρυσού και οδηγούν λιγότερο συχνά σε οριστική διακοπή της θεραπείας (Munthe E and Kass E, 1981).
Αουρανοφίνη : Η D-πενικιλλαμίνη είναι περισσότερο αποτελεσματική και εξίσου τοξική, αν και διακόπτεται συχνότερα λόγω τοξικότητας (Barraclough D et al, 1982; Hochberg MC, 1986). Κατ’ άλλους, είναι εξίσου αποτελεσματική, αλλά περισσότερο τοξική, από την αουρανοφίνη (Felix-Davies DD et al, 1983; Manthorpe R et al, 1986).
Σουλφασαλαζίνη : Η D-πενικιλλαμίνη είναι εξίσου αποτελεσματική, αλλά περισσότερο τοξική (Neumann VC et al, 1983; Taggart AJ et al, 1987a). Κατ’ άλλους, έχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και τροποποιητική ικανότητα και παρόμοια τοξικότητα συγκριτικά με την σουλφασαλαζίνη (Situnayake RD et al, 1987; Carroll GJ et al, 1989).
Χλωροκίνη : Είναι λιγότερο αποτελεσματική από την D-πενικιλλαμίνη (Bunch TW et al, 1984). Κατ’ άλλους, είναι εξίσου αποτελεσματική με την D-πενικιλλαμίνη μόνη της ή από τον συνδυασμό της με χλωροκίνη και πολύ λιγότερο τοξική, αλλ΄έχει μικρότερη τροποποιητική ικανότητα (Gibson T et al, 1987).
Υδροξυχλωροκίνη : Η D-πενικιλλαμίνη είναι περισσότερο αποτελεσματική από την υδροξυχλωροκίνη μόνη της ή από τον συνδυασμό της με D-πενικιλλαμίνη (Bunch TW et al, 1984) και περισσότερο τοξική από αυτήν (Husain Z and Runge LA, 1980). Κατ’ άλλους, αρχικά συνοδεύεται από μικρότερη ακτινολογική επιδείνωση από την υδροξυχλωροκίνη, αλλά μετά από 2 χρόνια είναι εξίσου αποτελεσματική με αυτήν (Scherak O et al, 1984).
Μεθοτρεξάτη : Δρα ταχύτερα και είναι αποτελεσματικότερη και ασφαλέστερη από την D-πενικιλλαμίνη. Η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να χορηγηθεί σε ασθενείς που διακόπτουν την μεθοτρεξάτη λόγω τοξικότητας ή έλλειψης αποτελεσματικότητας.
Αζαθειοπρίνη : Είναι εξίσου αποτελεσματική, αλλά και τοξική, με την D-πενικιλλαμίνη (Paulus HE et al, 1984) και καθυστερεί την ακτινολογική εξέλιξη περισσότερο από την D-πενικιλλαμίνη (Halberg P et al, 1984). Κατ’ άλλους, είναι μεν εξίσου αποτελεσματική, αλλά και περισσότερο τοξική, από την D-πενικιλλαμίνη (Berry H et al, 1976).
Κυκλοσπορίνη : Είναι εξίσου αποτελεσματική με την D-πενικιλλαμίνη, αλλά η δεύτερη μειώνει σημαντικά την ΤΚΕ (van Rijthoven AW et al, 1991).
Λεβαμιζόλη : Είναι εξίσου αποτελεσματική με την D-πενικιλλαμίνη, αλλά και πολύ περισσότερο τοξική (Mowat AG and Mowat AM, 1981; Clemens LE et al, 1983; Pullar T et al, 1984). Η αποτελεσματικότητά της εμφανίζεται πολύ αργότερα από της D-πενικιλλαμίνης (Clemens LE et al, 1983).
Τιοπρονίνη : Είναι εξίσου αποτελεσματική, αλλά και τοξική, με την D-πενικιλλαμίνη (Pasero G et al, 1982).
ΟΜ-8990 : Έχει παρόμοια αποτελεσματικότητα και μικρότερη τοξικότητα από την D-πενικιλλαμίνη (Verstraeten A et al, 1990).
Τιμεγαδίνη : Είναι εξίσου αποτελεσματική με την D-πενικιλλαμίνη και λιγότερο τοξική απ’ αυτήν, αν και η D-πενικιλλαμίνη ελαττώνει σημαντικά τους δείκτες οξείας φάσης (Mbuyi-Mu-amba JM and Dequeker J, 1983).
Αλκλοφενάκη : Είναι εξίσου αποτελεσματική με την D-πενικιλλαμίνη (Berry H et al, 1978).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
D-πενικιλλαμίνη + ενέσιμος χρυσός : Είναι περισσότερο αποτελεσματικός, αλλ΄όχι και τοξικός, από το κάθε ένα φάρμακο ξεχωριστά (Bitter T, 1984)
D-πενικιλλαμίνη + χλωροκίνη : Είναι εξίσου αποτελεσματικός με την χλωροκίνη μόνη της (Gibson T et al, 1987). Η χλωροκίνη είναι λιγότερο τοξική από τον συνδυασμό της με την D-πενικιλλαμίνη, αλλά λιγότερο αποτελεσματική στα εργαστηριακά ευρήματα και τις ακτινολογικές εκδηλώσεις της νόσου (Gibson T et al, 1987).
D-πενικιλλαμίνη + υδροξυχλωροκίνη : Είναι λιγότερο αποτελεσματικός από την D-πενικιλλαμίνη μόνη της, ίσως λόγω αλληλεπίδρασης των φαρμάκων αυτών μεταξύ τους (Bunch TW et al, 1984).
D-πενικιλλαμίνη + σουλφασαλαζίνη : Eίναι περισσότερο αποτελεσματικός, αλλά και τοξικός, από την σουλφασαλαζίνη μόνη της (Taggart AJ et al, 1987a).
D-πενικιλλαμίνη (250-1.000 mg/24ωρο) + μεθοτρεξάτη (5-15 mg/εβδομάδα) : Είναι αποτελεσματικός και μπορεί να προκαλέσει ύφεση της νόσου (Lee S et al, 1990).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΙΣ ΕΞΩΑΡΘΡΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ
Ρευματοειδή οζίδια : Βελτιώνονται σημαντικά με την D-πενικιλλαμίνη (Gibson T et al, 1976), αν και άλλοι δεν έχουν διαπιστώσει σημαντική διαφορά (Multicenter Trial Group, 1973).
Σύνδρομο Sicca : Είναι άγνωστο αν ανταποκρίνεται στην D-πενικιλλαμίνη.
Σύνδρομο Felty : Η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να προκαλέσει ύφεση της σπληνομεγαλίας, αύξηση του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων, επούλωση των δερματικών ελκών και ελάττωση της βαρύτητας και συχνότητας των λοιμώξεων (Goldberg J and Pinals RS, 1980; Lakhanpal S and Luthra HS, 1985).
Πάντως, ένας ασθενής με σύνδρομο Felty που έπαιρνε D-πενικιλλαμίνη πέθανε από παγκυτταροπενία (Lakhanpal S and Luthra HS, 1985). Γι’ αυτό και η D-πενικιλλαμίνη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με σύνδρομο Felty, δεδομένου ότι η ουδετεροπενία μπορεί να είναι επιπλοκή της D-πενικιλλαμίνης.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η D-πενικιλλαμίνη φαίνεται ότι είναι αποτελεσματική στο σύνδρομο Felty, αλλά συνιστάται να χορηγείται μετά την αποτυχία άλλων θεραπειών. Πριν από την έναρξη και στη διάρκεια της θεραπείας πρέπει να γίνεται εξέταση του μυελού για να αποφευχθούν σοβαρές και δυνητικά θανατηφόρες επιπλοκές.
Σύνδρομο Sjogren : Η D-πενικιλλαμίνη, σε δόση 250-750 mg/24ωρο, μειώνει το μέγεθος των διογκωμένων σιελογόνων αδένων, αυξάνει την έκκριση του σιέλου και βελτιώνει τις εργαστηριακές παραμέτρους (αύξηση Hb και λευκών αιμοσφαιρίων, μείωση ΤΚΕ, επιπέδων γ-σφαιρινών και τίτλων των ΑΝΑ, αρνητικοποίηση Ra test).
Δευτεροπαθής αμυλοείδωση : Ένας ασθενής με ΡΑ, γενικευμένη δευτεροπαθή αμυλοείδωση και σύνδρομο δυσαπορρόφησης είχε αναστολή της στεατόρροιας και βελτίωση της γενικής κατάστασης μετά από θεραπεία με 1.8 gr D-πενικιλλαμίνης ημερησίως (Lake BJ and Andre-ws G, 1968).
Πνευμονικές επιπλοκές : Η D-πενικιλλαμίνη δεν φαίνεται να βελτιώνει την έκβαση της πνευμονικής ίνωσης της συνδεόμενης με την ΡΑ (Roschmann RA and Rothenberg RJ, 1987).
Νευρίτιδα, δερματικά έλκη και αγγειίτιδα : Γενικά δεν ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στην D-πενικιλλαμίνη (Huskisson and Hart, 1972; Dixon ASJ et al, 1975). Σ΄έναν ασθενή με ΡΑ, νευροπάθεια και χρόνια έλκη των κνημών λόγω αρτηρίτιδας, τα έλκη επουλώθηκαν μετά από θεραπεία με 2 gr D-πενικιλλαμίνης ημερησίως (Jaffe IA, 1964).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η D-πενικιλλαμίνη έχει θέση στη θεραπευτική στρατηγική της ρευματοειδούς αρθρίτιδας παρόμοια με του ενέσιμου χρυσού. Κατά πόσον ενδείκνυται πριν ή μετά απ΄ αυτόν δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι οι γιατροί χρησιμοποιούν αρχικά το φάρμακο με το οποίο είναι περισσότερο εξοικειωμένοι. Προηγηθείσα αποτυχία ανταπόκρισης ή τοξικότητα στο ένα ή το άλλο φάρμακο δεν αποκλείει ευνοϊκή έκβαση με το άλλο.
Σοβαρές επιπλοκές στον χρυσό προοιωνίζουν συχνά, αλλ’ όχι πάντα, μεγαλύτερη πιθανότητα σοβαρών επιπλοκών και στην D-πενικιλλαμίνη και συχνά οι επιπλοκές, εάν εμφανισθούν, αφορούν διαφορετικό οργανικό σύστημα.
Η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να χορηγηθεί αμέσως μετά την διακοπή της θεραπείας με ενέσιμο χρυσό (και το αντίστροφο), με την προϋπόθεση ότι ο ασθενής δεν έχει υπολειμματικές ενδείξεις τοξικότητας στο αρχικό φάρμακο.
1.4.9.2 ΝΕΑΝΙΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Αποτυχία θεραπείας με άλατα χρυσού
- Σοβαρή, μη ελεγχόμενη νόσος, ιδιαίτερα συνοδευόμενη από αγγειίτιδα.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η D-πενικιλλαμίνη, σε δόσεις 5-30 mg/kg/24ωρο (μέση δόση 10 -12 mg/kg/24ωρο), βελτιώνει την λειτουργικότητα των αρθρώσεων και μειώνει την δραστηριότητα της νόσου έως το 77% των παιδιών με ΝΡΑ, χωρίς να είναι ιδιαίτερα τοξική (Ansell BM and Hall MA, 1981; Grondin C et al, 1988). Όπως και τα άλατα του χρυσού, αργεί να δράσει (μετά από 9 μήνες έως 3 χρόνια) και μπορεί να προκαλέσει ύφεση της νόσου.
Κατ΄άλλους, δεν είναι περισσότερο αποτελεσματική από placebo (Prieur AM et al, 1985; Bre-wer EJ et al, 1986; Van Kerckhove C et al, 1988) και είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματική στον συστηματικό τύπο της νόσου (Mundy J et al, 1979).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Μειώνει τον πόνο, την διάρκεια της πρωϊνής δυσκαμψίας και την διόγκωση των αρθρώσεων και βελτιώνει τον αρθρικό δείκτη και την μυϊκή ισχύ σύσφιγξης των δακτύλων
- Βοηθά στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών και των ΜΣΑΦ
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Μειώνει την ΤΚΕ και τους τίτλους του Ra test.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Ενέσιμος χρυσός : Η D-πενικιλλαμίνη είναι πιθανώς εξίσου αποτελεσματική και γενικά τοξική (Prieur AM et al, 1985; Grondin C et al, 1988), αλλά προτιμάται επειδή λαμβάνεται per os. Τα παιδιά που δεν ανταποκρίνονται στον ενέσιμο χρυσό μπορεί να ανταποκριθούν στην D-πενικιλλαμίνη.
Υδροξυχλωροκίνη : Είναι καλύτερα ανεκτή και εξίσου αποτελεσματική με την D-πενικιλλαμίνη (Kvien TK et al, 1985a; Brewer EJ et al, 1986).
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ : Έχουν αναφερθεί στο 10-54% των ασθενών με ΝΡΑ και επιβάλλουν διακοπή του φαρμάκου στο 4-64% των περιπτώσεων. Οι κυριότερες προέρχονται από τους νεφρούς, το γαστρεντερικό, το δέρμα και τον μυελό των οστών. Είναι παρόμοιες με των ενηλίκων, αλλά τα δερματικά εξανθήματα είναι λιγότερο συχνά και πλευροπνευμονικές επιπλοκές δεν έχουν αναφερθεί
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η D-πενικιλλαμίνη φαίνεται ότι είναι χρήσιμη στη θεραπεία της ΝΡΑ και πιθανώς εξίσου αποτελεσματική με τoν ενέσιμο χρυσό, λόγω όμως της δυνητικά σοβαρής τοξικότητάς της επιβάλλει προσεκτική κλινική και εργαστηριακή παρακολούθηση.
1.4.9.3 ΟΡΟΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΣΠΟΝΔΥΛΑΡΘΡΟΠΑΘΕΙΕΣ
Αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα : Η D-πενικιλλαμίνη δεν φαίνεται να είναι αποτελεσματική στην αξονική ή περιφερική προσβολή και δεν βελτιώνει σημαντικά τις κλινικές και εργαστηριακές εκδηλώσεις της νόσου (Bird HA and Dixon ASJ, 1977; Steven MM et al, 1985).
Κατ’ άλλους, βελτιώνει την κινητικότητα της ΣΣ, μόνη της ή σε συνδυασμό με φυσιοθεραπεία, και ιδιαίτερα την περιφερική αρθρίτιδα και μειώνει τον αριθμό των φλεγμαινουσών αρθρώσεων (Bernacka K et al, 1989).
Ψωριασική αρθρίτιδα : Η D-πενικιλλαμίνη είναι εξίσου αποτελεσματική, αλλά και τοξική, στην ψωριασική, όπως και στη ρευματοειδή, αρθρίτιδα (Price R and Gibson T, 1986).
1.4.9.4 ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΣΚΛΗΡΟΔΕΡΜΙΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Πρώϊμη, διάχυτη νόσος και ήπια προσβολή οργάνων. Η κλινική της χρησιμότητα σε περιορισμένη ή μακροχρόνια εγκατεστημένη διάχυτη νόσο δεν έχει προσδιορισθεί.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η D-πενικιλλαμίνη, χορηγούμενη μακροχρόνια σε μικρές δόσεις και σε πρώϊμα στάδια της νόσου, είναι αποτελεσματική και ακίνδυνη (Sattar MA et al, 1990). Κατ΄άλλους, έχει μικρή δράση στην προσβολή του δέρματος και των εσωτερικών οργάνων, αν και μπορεί να αναστείλει την επιδείνωση της πνευμονικής λειτουργίας (Akesson A et al, 1992).
Η εκτίμηση της αποτελεσματικότητας της D-πενικιλλαμίνης στη συστηματική σκληροδερμία είναι δύσκολη, δεδομένου ότι :
- Η συστηματική σκληροδερμία έχει ποικίλη βαρύτητα και φυσική διαδρομή και βραδεία, προοδευτική πορεία
- Ο βαθμός της επιδείνωσής της διαφέρει από ασθενή σε ασθενή
- Συχνά η σκλήρυνση του δέρματος υφίεται αυτόματα και
- Υπάρχουν περιορισμοί στην διάθεση και εφαρμογή των αντικειμενικών περιορισμών και στην διαθεσιμότητα και εφαρμογή αντικειμενικών κριτηρίων βελτίωσης ή επιδείνωσης της κατάστασης του δέρματος και ιδιαίτερα των εσωτερικών οργάνων.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Ελαττώνει σημαντικά την έκταση και βαρύτητα της πάχυνσης του δέρματος (Steen VD et al, 1982; Sattar MA et al, 1990; Jimenez SA and Sigal SH, 1991). Τους πρώτους 6-12 μήνες της θεραπείας, η πάχυνση του δέρματος συνεχίζεται ανεπηρέαστη, μετά όμως μειώνεται, αρχικά στις περιοχές που προσεβλήθησαν τελευταίες (κορμός, ανώτερες περιοχές άνω άκρων, μηροί). Η ύφεση είναι συχνά θεαματική και μετά 3-4 χρόνια θεραπείας μπορεί να παραμείνει μόνο σκληροδακτυλία.
- Εάν προκύψει βελτίωση, η D-πενικιλλαμίνη μειώνεται προοδευτικά σε δόση συντήρησης 250 mg ημερησίως. Στη δόση αυτή συνιστάται να χορηγείται επί 10 τουλάχιστον συνεχή χρόνια, γιατί η διακοπή της συνοδεύεται συχνά από υποτροπές.
- Αυξάνει σημαντικά την επιβίωση σε ασθενείς με πρώϊμη, ταχέως εξελισσόμενη, συστηματική σκληροδερμία με διάχυτη προσβολή του δέρματος (Steen VD et al, 1982; Jimenez SA and Sigal SH, 1991). Σε ασθενείς με διάχυτη δερματική προσβολή η 5ετής επιβίωση ανέρχεται σε 63-67%. Οι ασθενείς με ταχεία προοδευτική κεντρική προσβολή ή προσβολή του δέρματος του κορμού εμφανίζουν συχνότερα νεφρική και καρδιακή προσβολή και κακή συνήθως κατάληξη. Η D-πενικιλλαμίνη έχει αυξήσει την 5ετή επιβίωση σε ασθενείς με πρώϊμη, ταχέως εξελισσόμενη νόσο, με διάχυτη προσβολή του δέρματος σε 80-89% (Ji-menez SA and Sigal SH, 1991).
- Βελτιώνει τις συγκάμψεις των αρθρώσεων
- Μειώνει την συχνότητα προσβολής των εσωτερικών οργάνων και κυρίως των νεφρών (Jime-nez SA and Sigal SH, 1991).
- Ευνοεί την επανεμφάνιση του ιδρώτα και των τριχών (Jimenez SA and Sigal SH, 1991)
- Σταθεροποιεί ή βελτιώνει την προσβολή του πνεύμονα (Jimenez SA and Sigal SH, 1991), ιδιαίτερα την DLCO, και την δύσπνοια και ανακόπτει την εξέλιξη της πνευμονικής ίνωσης. Χορηγούμενη πάνω από 6 μήνες μειώνει σημαντικά την συχνότητα θανάτου από προοδευτική πνευμονική προσβολή (Jimenez SA and Sigal SH, 1991), σε ασθενείς όμως με εγκατεστημένη διάμεση πνευμονική νόσο έχει μέτρια αποτελεσματικότητα.
Κατ΄άλλους :
- Εχει περιορισμένη μόνο αξία στις δερματικές εκδηλώσεις, ενώ δεν έχει αποτέλεσμα στις αγγειακές και σπλαγχνικές εκδηλώσεις, της διάχυτης συστηματικής σκληροδερμίας (Blue-stone R et al, 1970; Jayson MI et al, 1977)
- Δεν έχει αποτέλεσμα στην περιορισμένη συστηματική σκληροδερμία (Sattar MA et al, 1990)
- Δεν επηρεάζει την λειτουργικότητα (Akesson A et al, 1992) και δεν προλαβαίνει την προσβολή του οισοφάγου.
Η D-πενικιλλαμίνη, αν και, in vitro, μειώνει την βιοσύνθεση του κολλαγόνου και την ωρίμανση των ινοβλαστών του δέρματος, σε μερικούς μόνο ασθενείς έχει βελτιώσει την προσβολή και άλλων, πλην του δέρματος, οργάνων (Torres MA and Furst DE, 1990), πιθανώς γιατί, για να δράσει στο μεταβολισμό του κολλαγόνου, πρέπει να χορηγηθεί σε μεγάλες δόσεις, που είναι συνήθως τοξικές (Uitto J et al, 1970).
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΔΡΑΣΗΣ : Η κύρια δράση της D-πενικιλλαμίνης στη συστηματική σκληροδερμία φαίνεται ότι είναι η παρέμβασή της στη σύνθεση του κολλαγόνου, παρεμποδίζοντας την υπερβολική εναπόθεσή του, η οποία χαρακτηρίζει την νόσο, ιδιαίτερα όταν χορηγείται μακροχρόνια και σε μεγάλες δόσεις, όπως π.χ. στη νόσο Wilson. Αντίστοιχες μεταβολές στον μεταβολισμό του κολλαγόνου έχουν επίσης παρατηρηθεί σε πειραματόζωα που εκτέθηκαν σε μεγάλες δόσεις D-πενικιλλαμίνης.
1.4.9.5 ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΟΣ ΡΕΥΜΑΤΙΣΜΟΣ
Η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να μειώσει τον αριθμό των επεισοδίων της αρθρίτιδας (Huskisson EC, 1976).
1.4.9.6 ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΗ ΜΕ ΑΙΜΟΡΡΟΦΙΛΙΑ
Η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να μειώσει την πάχυνση του αρθρικού υμένα και την συχνότητα των αιμάρθρων.
1.4.9.7 ΝΟΣΟΣ WILSON
Στόχοι της θεραπείας είναι να περιορισθεί η διαιτητική πρόσληψη και απορρόφηση του χαλκού και να προαχθεί η απέκκριση του χαλκού που έχει εναποθηκευθεί στους ιστούς με χηλικούς παράγοντες (όπως η D-πενικιλλαμίνη).
Δίαιτα : Το καθημερινό διαιτολόγιο των ασθενών με νόσο Wilson δεν πρέπει να περιέχει πάνω από 1-2 mg χαλκού. Τροφές που αποκλείονται είναι η σοκολάτα, τα καρύδια, τα μαλακόστρακα, τα μανιτάρια, η μελάσα, τα μπρόκολα και δημητριακά εμπλουτισμένα με χαλκό. Εάν το πόσιμο νερό περιέχει πάνω από 0.1 mg χαλκού/λίτρο πρέπει να χρησιμοποιείται απεσταγμένο ή αφαλατωμένο νερό.
D-πενικιλλαμίνη : Σε δόση 2 gr/24ωρο, λόγω της ιδιότητάς της να δεσμεύει τον χαλκό, αυξάνει την νεφρική απέκκριση και προκαλεί αρνητικό ισοζύγιο χαλκού σε ασθενείς με νόσο Wilson. Συγκριτικά με την διμερκαπρόλη και το δινάτριο EDTA, είναι περισσότερο αποτελεσματική και έχει το πλεονέκτημα ότι χορηγείται per os. Πάντως, αν και στη νόσο Wilson χρησιμοποιείται σε δόσεις πολύ μεγαλύτερες απ΄ό,τι στη ΡΑ, είναι τοξική μόνο στο 10% των ασθενών.
Η D-πενικιλλαμίνη συνήθως βελτιώνει τις νευρολογικές, ηπατικές, οφθαλμικές και ψυχιατρικές εκδηλώσεις της νόσου μετά από 1-3 μήνες θεραπείας. Τα νευρολογικά συμπτώματα μπορεί να επιδεινωθούν στην αρχική φάση της θεραπείας. Η αντίδραση αυτή δεν είναι ένδειξη οριστικής διακοπής του φαρμάκου, δεδομένου ότι ναι μεν η προσωρινή διακοπή του μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση των νευρολογικών εκδηλώσεων, αλλά και σε αντιδράσεις υπερευαισθησίας μετά την επαναχορήγησή του.
Στους ασυμπτωματικούς ασθενείς, η καθημερινή χορήγηση της D-πενικιλλαμίνης φαίνεται ότι προλαβαίνει απεριόριστα τα συμπτώματα και σημεία της νόσου. Σε ασθενείς με δυσανεξία στην D-πενικιλλαμίνη μπορεί να εναλλακτικά να χορηγηθεί τριεντίνη.
1.4.9.8 ΚΥΣΤΙΝΟΥΡΙΑ
Σκοπός της θεραπείας είναι η κυστίνη των ούρων να παραμείνει διαλυμένη στα ούρα, ώστε να προληφθεί ο σχηματισμός λίθων, να διατηρηθεί το αλκαλικό περιβάλλον των ούρων, ώστε η κυστίνη να διαλυθεί όσο το δυνατόν περισσότερο, και να μειωθεί η παραγωγή κυστίνης με δίαιτα χαμηλή σε μεθειονίνη. Οι ασθενείς πρέπει να προσλαμβάνουν άφθονα υγρά, ώστε το ειδικό βάρος των ούρων να παραμένει <1.010, πολλά αλκάλεα ώστε να διατηρούν το pH των ούρων σε 7.5-8 και να ακολουθούν δίαιτα χαμηλή σε μεθειονίνη.
Εάν, παρά την επαρκή ενυδάτωση, οι συγκεντρώσεις της κυστεΐνης στα ούρα υπερβαίνουν τα όρια κατακρήμνισης (<300 mg/l-1), μπορεί να χορηγηθεί D-πενικιλλαμίνη σε δόσεις μέχρι 3 gr ημερησίως. Η D-πενικιλλαμίνη υφίσταται θειολ-δισουλφιδική ανταλλαγή με την κυστεΐνη, μειώνοντας την ποσότητα της κυστεΐνης στο πλάσμα και παράγοντας μικτό δισουλφίδιο που είναι περισσότερο υδατοδιαλυτό από την κυστεΐνη και επομένως λιγότερο πιθανό να οδηγήσει σε νεφρολιθίαση.
Η D-πενικιλλαμίνη χορηγείται συνήθως σε διηρημένες δόσεις, που μπορούν να τροποποιηθούν, ώστε οι συγκεντρώσεις της κυστεΐνης στα ούρα να διατηρούνται σε επίπεδα <250 mg mg/l-1. Σε μερικούς ασθενείς μπορεί να χορηγηθεί εφάπαξ σε δόση 750 mg ημερησίως.
1.4.9.9 ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΗ ΑΠΟ ΜΟΛΥΒΔΟ
Η D-πενικιλλαμίνη, χορηγούμενη μακροχρόνια, είναι αποτελεσματική σε ασθενείς με δηλητηρίαση από μόλυβδο, ιδιαίτερα εάν απαιτείται μακρό χρονικό διάστημα απομολύβδωσης, αν και συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών, ιδιαίτερα σιδηροπενική αναιμία. Πάντως, όπως και το ασβέστιο EDTA, μπορεί να αυξήσει την απορρόφηση του μολύβδου και την ποσότητά του που έχει κατακρατηθεί στο σώμα.
Η Αμερικανική Παιδιατρική Ακαδημία συνιστά την χρήση της D-πενικιλλαμίνης επί 4-12 εβδομάδες για να μειωθεί ο συνολικός όγκος του μολύβδου του σώματος σε ασθενείς που έχουν θεραπευθεί προηγουμένως με χηλικούς παράγοντες (π.χ. ασβέστιο EDTA ή/και διμερκαπρόλη). Πάντως, η τοξικότητά της την κατατάσσει σε 3ης γραμμής παράγοντα και περιορίζει την χρήση της σε περιπτώσεις δυσανεξίας στη θεραπεία με succimer per os ή ασβέστιο EDTA.
1.4.9.10 ΗΠΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Η D-πενικιλλαμίνη έχει χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία της πρωτοπαθούς χολικής κίρρωσης με σκοπό την μείωση των συγκεντρώσεων του χαλκού στο ήπαρ και πιθανώς την τροποποίηση της νόσου, αλλά η αποτελεσματικότητά της είναι αμφιλεγόμενη. Ακόμα, έχει αποδειχθεί αποτελεσματική σαν θεραπεία συντήρησης σε ασθενείς με χρόνια ενεργό ηπατίτιδα, εναλλακτικά στη θέση της πρεδνιζόνης.
1.4.9.11 ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Η D-πενικιλλαμίνη έχει επίσης χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία της δηλητηρίασης από άλλα βαριά μέταλλα, στην ακροδυνία την οφειλόμενη στον υδράργυρο (pink disease), στην μακροσφαιριναιμία, στην κοινή δερματική πορφυρία και την θυλακική κερατίαση (νόσος Darier). Στα νοσήματα αυτά η D-πενικιλλαμίνη έχει βελτιώσει μερικούς ασθενείς, αλλά η αποτελεσματικότητά της δεν έχει αποδειχθεί.
1.4.10 ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
1.4.10.1 ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ
Οι επιπλοκές της D-πενικιλλαμίνης είναι συχνές και σοβαρές, γι’ αυτό και έχουν περιορίσει την θεραπευτική της ένδειξη. Ο αριθμός των ασθενών που συνεχίζει την D-πενικιλλαμίνη μειώνεται προοδευτικά με το πέρασμα του χρόνου, κυρίως λόγω της τοξικότητάς της.
Γενικά, οι περισσότερες επιπλοκές εμφανίζονται στη διάρκεια των 18 πρώτων μηνών της θεραπείας. Το 50% περίπου των ασθενών που παίρνει 600 mg D-πενικιλλαμίνης, κατά μέσον όρο, ημερησίως εμφανίζει επιπλοκές στη διάρκεια του πρώτου 6μήνου της θεραπείας (Shiokawa Y et al, 1977), οι οποίες επιβάλλουν διακοπή του φαρμάκου έως το 26% των περιπτώσεων. Πάντως, ο κίνδυνος των επιπλοκών υπάρχει σ’ όλη την διάρκεια της θεραπείας, αν και ο αριθμός των ασθενών που διακόπτουν την θεραπεία λόγω τοξικότητας μειώνεται με το πέρασμα του χρόνου (Kay A, 1986).
1.4.10.2 ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
Δόση D-πενικιλλαμίνης : Οι επιπλοκές της D-πενικιλλαμίνης, εκτός από τις άμεσες αντιδράσεις υπερευαισθησίας και τις αυτοάνοσες επιπλοκές, είναι δοσοεξαρτώμενες. Η συχνότητά τους και ο αριθμός των ασθενών που διακόπτουν την αγωγή λόγω τοξικότητας αυξάνονται αναλογικά με την αύξηση της δόσης. Μικρές αρχικές δόσεις (125 mg/24ωρο) είναι λιγότερο τοξικές από μεγαλύτερες (250 mg/24ωρο).
Ο ρυθμός με τον οποίο αυξάνεται η δόση της D-πενικιλλαμίνης μπορεί να παίζει μεγαλύτερο ρόλο στην εμφάνιση ορισμένων επιπλοκών από το ύψος της δόσης. Η τοξικότητα και ο αριθμός των ασθενών που διακόπτει την θεραπεία λόγω τοξικότητας αυξάνονται όταν η D-πενικιλλαμίνη χορηγείται σε ταχέως αυξανόμενες δόσεις (κάθε μήνα ή λιγότερο) ή σε μεγάλες δόσεις συντήρησης (Halverson PB et al, 1978).
Σε μερικούς ασθενείς, η δόση συντήρησης σχετίζεται άμεσα με την συχνότητα των επιπλοκών, ιδιαίτερα από τους νεφρούς και το αιμοποιητικό. Αντίθετα, ο αριθμός των ασθενών που διακόπτει την D-πενικιλλαμίνη λόγω τοξικότητας και η συχνότητα των επιπλοκών, ιδιαίτερα των αιματολογικών, της γαστρεντερικής δυσανεξίας και των διαταραχών της γεύσης, μειώνονται σημαντικά όταν η δόση αυξάνεται βαθμιαία κάθε μήνα (π.χ. κατά 125 ή 250 mg/24ωρο) τους 3 πρώτους μήνες της θεραπείας και μετά, κάθε 2 μήνες, αλλά διατηρείται στο ύψος όπου προκάλεσε βελτίωση (Hill HFH, 1977).
Επίπεδα φαρμάκου στον ορό : Δεν φαίνεται να σχετίζονται με την τοξικότητα της D-πενικιλλαμίνης.
Ηλικία ασθενούς : Τα δερματικά εξανθήματα, οι διαταραχές της γεύσης και οι αιματολογικές διαταραχές είναι πολύ συχνότερες σε ηλικιωμένα άτομα.
Είδος υποκείμενου νοσήματος : Η συχνότητα του εξανθήματος, της θρομβοπενίας και των νεφρικών επιπλοκών της D-πενικιλλαμίνης είναι διαφορετική σε ασθενείς με ΡΑ, νόσο του Wilson ή κυστινουρία.
Το πρώϊμο εξάνθημα είναι πολύ συχνότερο σε ασθενείς με νόσο του Wilson ή κυστινουρία, παρά με ΡΑ. Οι πάσχοντες από ΡΑ, αν και θεραπεύονται με μικρότερες δόσεις, έχουν μεγαλύτερη επιρρέπεια στις αιματολογικές και νεφρικές επιπλοκές της D-πενικιλλαμίνης από τους πάσχοντες από νόσο του Wilson ή κυστινουρία.
Oι ασθενείς με ΡΑ και σύνδρομο Sjogren έχουν πιθανώς μεγαλύτερη επιρρέπεια στις επιπλοκές της D-πενικιλλαμίνης από ασθενείς με ΡΑ, αλλά χωρίς σύνδρομο Sjogren (Moutsopoulos HM et al, 1984).
Τύποι ισομερών D-πενικιλλαμίνης : Το D-ισομερές είναι λιγότερο τοξικό από το L- και το DL- ισομερές (ή ρακεμικό μείγμα).
Αντισώματα :
- Αντιπυρηνικά αντισώματα : Οι ασθενείς με ΡΑ και θετικά ΑΝΑ έχουν αυξημένη συχνότητα σοβαρών επιπλοκών από την D-πενικιλλαμίνη, αν και η συσχέτιση αυτή αμφισβητείται και η προγνωστική αξία των ΑΝΑ δεν έχει προσδιορισθεί. Οι επιπλοκές της θειοπρονίνης (παράγωγο παρόμοιο με την D-πενικιλλαμίνη) συσχετίζονται έντονα με τον θειοθειϊκό χρυσό και τον τίτλο των ΑΝΑ.
- SSA αντισώματα : Ασθενείς με ΡΑ και θετικά αντι-Ro (SSA) αντισώματα εμφανίζουν συχνότερα επιπλοκές από την D-πενικιλλαμίνη από τους SSA-αρνητικούς ασθενείς (Moutso-poulos HM et al, 1984).
- Αντισώματα έναντι της D-πενικιλλαμίνης : Συνδέονται με μεγαλύτερη συχνότητα επιπλοκών από την D-πενικιλλαμίνη.
- Αντιγαλακτοσυλικά IgG αντισώματα : Ανευρίσκονται σε υψηλούς τίτλους συχνά σε ασθενείς με προηγηθείσα πρωτεϊνουρία από τον χρυσό ή την D-πενικιλλαμίνη. Τα αντισώματα αυτά δεν είναι ειδικά, γιατί έχουν ανευρεθεί στον ορό και φυσιολογικών ατόμων και, σε χαμηλούς τίτλους, σε νοσήματα του ανοσοποιητικού.
Κρυοσφαιρίνες : Οι ασθενείς με ΡΑ και κρυοσφαιριναιμία φαίνεται ότι έχουν μεγάλη συχνότητα επιπλοκών από την D-πενικιλλαμίνη.
Τίτλος ρευματοειδούς παράγοντα : Μερικοί ασθενείς με πρωτεϊνουρία από την D-πενικιλλαμίνη είχαν χαμηλότερους τίτλους Ra test πριν από την έναρξη του φαρμάκου.
Ταυτόχρονη θεραπεία με άλλα DMARDs : Η ταυτόχρονη θεραπεία με 2 gr σουλφασαλαζίνης και 500 mg D-πενικιλλαμίνης ημερησίως είναι περισσότερο αποτελεσματική, αλλά και τοξική, από την σουλφασαλαζίνη μόνη της. Σε δόσεις 1.5-3 gr και 125-1.000 mg/24ωρο, αντίστοιχα, δεν είναι περισσότερο τοξική από την D-πενικιλλαμίνη μόνη της.
Η υδροξυχλωροκίνη αυξάνει τα επίπεδα της D-πενικιλλαμίνης στο πλάσμα κατά 34%, αλλά είναι λιγότερο τοξική από την D-πενικιλλαμίνη μόνη της.
Προηγηθείσα θεραπεία με άλλα φάρμακα :
Άλατα χρυσού : Έλλειψη ανταπόκρισης ή εμφάνιση επιπλοκών στον χρυσό δεν αποκλείουν ανταπόκριση και στην D-πενικιλλαμίνη. Πάντως, το 1/3 των ασθενών με σοβαρές επιπλοκές από τον χρυσό μπορεί να εμφανίσει και στην D-πενικιλλαμίνη, ιδιαίτερα από τους νεφρούς και το αιμοποιητικό. Π.χ. το εξάνθημα, η καταστολή του μυελού και η πρωτεϊνουρία παρατηρούνται σε αυξημένη συχνότητα σε ασθενείς θεραπευόμενους με ενέσιμο χρυσό, ιδιαίτερα εάν είχαν επιπλοκές από την χρυσοθεραπεία.
Άλλοτε, η συχνότητα του εξανθήματος, της θρομβοπενίας, της λευκοπενίας, της πρωτεϊνουρίας, των στοματικών ελκών, των διαταραχών του ΓΕΣ και της γεύσης από την D-πενικιλλαμίνη σε ασθενείς που θεραπεύονται δεν διαφέρει σημαντικά απ’ αυτούς που δεν θεραπεύονται, με άλατα χρυσού. Πάντως, οι ασθενείς με πρωτεϊνουρία από τον χρυσό μπορεί να έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης πρωτεϊνουρίας το πρώτο 6μηνο της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη.
Οι επιπλοκές της D-πενικιλλαμίνης αυξάνονται σε συχνότητα εάν το διάστημα μεταξύ της διακοπής του χρυσού και της έναρξης της D-πενικιλλαμίνης είναι μικρότερο των 6 μηνών, αν και αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί. Πάντως, οι συσχετίσεις αυτές δεν αποτελούν αντένδειξη της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη. Η σειρά με την οποία χορηγούνται τα δύο αυτά φάρμακα και το διάστημα που μεσολαβεί από την διακοπή του ενός μέχρι την έναρξη του άλλου δεν φαίνεται να επηρεάζει την τοξικότητα της D-πενικιλλαμίνης.
Σκευάσματα σιδήρου : Η διακοπή της χορήγησης των per os χορηγούμενων σκευασμάτων του σιδήρου σε ασθενείς που παίρνουν ταυτόχρονα D-πενικιλλαμίνη μπορεί να συνοδευθεί από πρωτεϊνουρία, λόγω της συνεπακόλουθης αύξησης της απορρόφησης της D-πενικιλλαμίνης από τον ΓΕΣ.
Αντιγόνα ιστοσυμβατότητας : Οι επιπλοκές του χρυσού και της D-πενικιλλαμίνης (κυρίως η πρωτεϊνουρία) συσχετίζονται με τα HLA B8 και DRW3 (Panayi GS et al, 1978; Wooley PH et al, 1980), αν και η συσχέτιση αυτή δεν έχει επιβεβαιωθεί από άλλους (Dawkins RL et al, 1981). Κατ’ άλλους, η τυποποίηση των HLA δεν βοηθά στην πρόβλεψη της θεραπευτικής έκβασης ή της τοξικότητας στην D-πενικιλλαμίνη (Nimni ME et al, 1969).
HLA B8, DR3 : Οι ασθενείς με ΡΑ με τα αντιγόνα αυτά έχουν αυξημένο κίνδυνο πρωτεϊνουρίας ή/και βλεννογονοδερματικών αντιδράσεων (Perrier P et al, 1985) στον ενέσιμο χρυσό ή/και την D-πενικιλλαμίνη (Nimni ME et al, 1969). Το HLA DR3 σχετίζεται περισσότερο με την βαρύτητα και την πρώϊμη εμφάνιση της πρωτεϊνουρίας.
Το HLA DR3 είναι επίσης συχνό στη νεφροπάθεια από χρυσό και στην ιδιοπαθή μεμβρανώδη σπειραματονεφρίτιδα. Η χρόνια ενεργός ηπατίτιδα, όπου η συχνότητα της πρωτεϊνουρίας από D-πενικιλλαμίνη ανέρχεται σε 33%, συνδέεται επίσης με HLA B8 και DR3.
Πάντως, οι ασθενείς με θετικά τα αντιγόνα αυτά δεν πρέπει να αποκλείονται από την θεραπεία με D-πενικιλλαμίνη, δεδομένου ότι οι περισσότεροι δεν αναπτύσσουν νεφρικές επιπλοκές.
HLA DR2, DR7 : Είναι λιγότερο συχνά σε ασθενείς με ΡΑ και επιπλοκές από την D-πενικιλλαμίνη, ένδειξη ότι έχουν προστατευτική δράση (Perrier P et al, 1985; Stockman A et al, 1986).
Κατ΄άλλους, το HLA DR2 συσχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τις επιπλοκές του ενέσιμου χρυσού ή της D-πενικιλλαμίνης (Panayi GS et al, 1978) ή, αντίθετα, παίζει προστατευτικό ρόλο στην ανάπτυξη πρωτεϊνουρίας από την D-πενικιλλαμίνη (Stockman A et al, 1986) ή τοξικότητας από τον χρυσό.
Κατάσταση σουλφοξείδωσης : Οι ασθενείς με μειωμένη ικανότητα σουλφοξείδωσης (οξείδωσης της καρβοκυστεΐνης) εμφανίζουν μεγαλύτερη τοξικότητα στην D-πενικιλλαμίνη (Madhok R et al, 1990). Πάντως, επειδή πολλοί ασθενείς με ΡΑ έχουν μειωμένη ικανότητα σουλφοξείδωσης χωρίς να παίρνουν D-πενικιλλαμίνη, η κατάσταση της σουλφοξείδωσης δεν είναι χρήσιμος προθεραπευτικός δείκτης.
Αλλεργικές αντιδράσεις στην πενικιλλίνη : Δεν προδικάζουν την εμφάνιση αλλεργικών ή άλλων επιπλοκών από την D-πενικιλλαμίνη (Bell CL and Graziano FM, 1983).
4.10.3 ΤΥΠΟΙ ΕΠΙΠΛΟΚΩΝ D-ΠΕΝΙΚΙΛΛΑΜΙΝΗΣ
Οι επιπλοκές της D-πενικιλλαμίνης μπορούν να διακριθούν σε χημικές και σε ανοσολογικά επαγόμενες. Οι χημικές εξαρτώνται από την δόση του φαρμάκου και συνήθως αναστρέφονται με την διακοπή του. Σ’ αυτές περιλαμβάνονται η γαστρεντερική δυσανεξία και η χρόνια δερματοπάθεια λόγω ανεπάρκειας στη διασταύρωση του κολλαγόνου ή στο σχηματισμό ελαστίνης.
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ D-ΠΕΝΙΚΙΛΛΑΜΙΝΗΣ
1. ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Γαστρεντερικές διαταραχές
- Ανορεξία
- Ναυτία ή έμετος (4.5%)
- Κοιλιακός πόνος
- Διάρροια
- Στοματικά έλκη (1.6%)
- Δυσγευσία (12.8%)
- Οξεία αιμορραγική κολίτιδα
- Έλκος οισοφάγου
2. ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Θρομβοπενία
- Λευκοπενία
- Απλασία ερυθρών αιμοσφαιρίων
- Απλαστική αναιμία
- Αιμολυτική αναιμία
- Σιδηροβλαστική αναιμία
- Παροδική ηωσινοφιλία
- Θρομβοκυττάρωση
- Θρομβωτική θρομβοπενική πορφύρα
- Πολυκυτταραιμία
- Ελάττωση επιπέδων ανοσοσφαιρινών
- Ανεπάρκεια IgA
- Μείωση επιπέδων κυκλοφορούντων αντισωμάτων
- Μείωση συμπλόκου α1-αντιθρυψίνης
- Μείωση τίτλων IgG RF και IgM RF
3. ΑΠΟ ΤΟ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Απλή πρωτεϊνουρία
- Απλή αιματουρία
- Παροδική αύξηση ουρίας-κρεατινίνης πλάσματος
- Διαταραχή σπειραματικής λειτουργίας
- Οξεία νεφρική ανεπάρκεια
- Μεμβρανώδης υπερπλαστική σπειραματονεφρίτιδα
- Ημισεληνοειδής υπερπλαστική σπειραματονεφρίτιδα
- Σπειραματονεφρίτιδα ελαχίστων αλλοιώσεων
- Νεφρική αγγειίτιδα
- Νεφρικός ΣΕΛ
4. ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ-ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ
α) Πρώϊμες
- Εξανθήματα (κηλιδοβλατιδώδη, τύπου ορονοσίας)
- Κνησμός (χωρίς εξάνθημα)
- Ξηροδερμία
- Αίσθημα «μυρμηγκιάσματος»
- Αλωπεκία
β) Οψιμες
- Μη πεμφιγοειδή εξανθήματα (εστιακά, κνιδωτικά, εκζεματώδη, κνησμώδη)
- Πέμφιγα
Γ) ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΚΟΛΛΑΓΟΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΑΣΤΙΝΗΣ ΔΕΡΜΑΤΟΣ
- Δερματοπάθεια από D-πενικιλλαμίνη
- Διατιτραίνουσα έρπουσα ελάστωση (Elastosis perforans serpiginosa)
- Υπερβολική πτύχωση του δέρματος
- Δερματόλυση (Cutis laxa)
- Ανετοδερμία
- Επίκτητη φλυκταινώδης επιδερμόλυση
- Σύνδρομο παρόμοιο με Ehlers-Danlos
- Δερματικές αλλοιώσεις παρόμοιες με ελαστικό ψευδοξάνθωμα
- Λευκές κηλίδες στην περιοχή βελονισμού
Δ) ΑΛΛΕΣ
α) Από το στόμα :
- Έλκη
- Ομαλός λειχήνας
- Πέμφιγα
- Καλοήθεις πεμφιγοειδείς αλλοιώσεις
β) Από το δέρμα :
- Ομαλός λειχήνας
- Πορφύρα
- Έλκη
- Επιδερμικές έγκλειστες κύστεις
- Υπερτρίχωση
- Εξάνθημα δερματομυοσίτιδας από D-πενικιλλαμίνη
- Εξάνθημα ΣΕΛ από D-πενικιλλαμίνη
- Δερματικός λύκος
- Οζώδες ερύθημα
- Αλλοιώσεις τύπου μορφέα
- Ψωριασιόμορφη δερματίτιδα και αλωπεκία
- Ξηρότητα και απολέπιση του δέρματος του προσώπου
- Αγγειίτιδα
- Φλυκταινώδης επιδερμόλυση (;)
γ) Από τους όνυχες :
- Λευκονυχία, επιμήκη επάρματα και ευθρυπτότητα της κοίτης των ονύχων
- Ευθρυψία
- Κίτρινη χρώση (yellow nail syndrome)
- Απουσία μηνίσκων, επιμήκης γεφύρωση, εγκάρσιες ή επιμήκεις ανωμαλίες των ονύχων και ονυχοσχισία
5. ΑΥΤΟΑΝΟΣΕΣ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ
α) Κλινικά σύνδρομα
- Αντιδράσεις τύπου ορονοσίας
- Σύνδρομο Goodpasture
- Φαρμακογενής βαριά μυασθένεια
- Φαρμακογενής δερματομυοσίτιδα/πολυμυοσίτιδα
- Φαρμακογενής ΣΕΛ
- Σύνδρομο Sjogren
- Πέμφιγα
- Θυρεοειδίτιδα με αυξημένα αντιθυρεοειδικά αντισώματα
- Αιμολυτική αναιμία
- Ανοσοσυμπλεγματική νεφρίτιδα
- Θρομβωτική θρομβοπενική πορφύρα
β) Αυτοαντισώματα συνδεόμενα με την D-πενικιλλαμίνη
- Αντιπυρηνικά αντισώματα
- Αντισώματα έναντι των υποδοχέων της ακετυλοχολίνης
- Αντισώματα έναντι των λείων μυϊκών ινών
- Αντισώματα έναντι των γραμμωτών μυών
- Αντισώματα έναντι του μυοκαρδίου
- Αντικεντρομεριδιακά αντισώματα
- Αντισώματα έναντι της βασικής μεμβράνης (σε συνδυασμό με το σύνδρομο Goodpasture)
- Αντισώματα έναντι της ινσουλίνης ή συμπτωματική υπογλυκαιμία
6. ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ
- Αύξηση SGOT, SGPT, LDH και αλκαλικής φωσφατάσης
- Χολοστατικός ίκτερος
7. ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Πνευμονικό-νεφρικό σύνδρομο, παρόμοιο με σύνδρομο Goodpasture
- Αποφρακτική βρογχιολίτιδα
- Διάχυτη διάμεση πνευμονοπάθεια/χρόνια κυψελιδίτιδα
- Πνευμονίτιδα από υπερευαισθησία
- Πνευμονικές εκδηλώσεις στα πλαίσια φαρμακογενούς ΣΕΛ
- Οξεία βρογχίτιδα, χωρίς πνευμονικές παρεγχυματικές διαταραχές
- Αλλεργική βρογχίτιδα
- Διάμεση ίνωση
- Διάχυτη κυψελιδίτιδα
- Βρογχόσπασμος (Tanphaichitr K, 1980)
- Πνευμονική ηωσινοφιλία (Davies D and Jones JK, 1980)
- Πλευριτική συλλογή (Karkos C et al, 1996)
- Πνευμονίτιδα από υπερευαισθησία
- Βρογχιολίτιδα
- Οξεία πνευμονική αιμορραγία και πνευμονικά/νεφρικά σύνδρομα
8. ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Σύνδρομο Guillain-Barre
- Περιφερική νευροπάθεια
- Πολυριζονευροπάθεια
9. ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ
- Θόλωση όρασης
- Εξάψεις
- Φωτοφοβία
- Οπτική νευρίτιδα
- Νευρομυοτονία
10. ΑΛΛΕΣ
- Φαρμακευτικός πυρετός
- Υπερπλασία μαστών
- Ανεπάρκεια βιταμίνης Β6
- Πολυαρθραλγίες/επιδείνωση αρθρίτιδας
- Πρόσληψη βάρους
- Εξάψεις προσώπου
- Οσφυαλγία
- Ρινίτιδα
1.4.10.3.1 ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Ναυτία, έμετοι, ανορεξία, κοιλιακός πόνος, διάρροια : Παρατηρούνται στο 8-35% των ασθενών, συνήθως τους πρώτους 6 μήνες της θεραπείας. Γενικά, είναι συχνότερες όταν η D-πενικιλλαμίνη χορηγείται σε μεγάλες δόσεις ή αυξάνεται κατά διαστήματα μικρότερα των 2 μηνών. Η ανορεξία και η ναυτία μπορεί να απαιτήσουν μείωση της δόσης, αλλά συνήθως υποχωρούν με την πάροδο του χρόνου. Η χορήγηση της D-πενικιλλαμίνης μετά τα γεύματα μειώνει την ναυτία, ακόμα και αν η δόση της αυξηθεί.
- Πεπτικό έλκος : Δεν φαίνεται να παροξύνεται από την D-πενικιλλαμίνη
- Οξεία αιμορραγική κολίτιδα (Hickling P and Fuller J, 1979)
- Έλκος οισοφάγου (Ramboer C and Verhamme M, 1989).
1.4.10.3.2 ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Οι πιο σοβαρές και ενίοτε θανατηφόρες επιπλοκές της D-πενικιλλαμίνης είναι η λευκοπενία, η θρομβοπενία και η απλαστική αναιμία λόγω καταστολής του μυελού (Camp AV, 1981). Παροδική, συνήθως δοσοεξαρτώμενη, καταστολή του μυελού αναπτύσσει το 12% των ασθενών που παίρνει D-πενικιλλαμίνη. Η μυελική καταστολή αναπτύσσεται αργά και προοδευτικά ή απότομα σε οποιαδήποτε φάση της θεραπείας.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η παθογένεια των αιματολογικών επιπλοκών της D-πενικιλλαμίνης είναι άγνωστη. Ο μηχανισμός της μυελοτοξικότητας της D-πενικιλλαμίνης δεν είναι πλήρως γνωστός, αν και αποδίδεται σε ιδιοσυγκρασιακούς παράγοντες ή σε παρέμβαση του φαρμάκου στη σύνθεση του DNA (Stein HB et al, 1980).
Οι αιματολογικές επιπλοκές της D-πενικιλλαμίνης συνδέονται συχνά με HLA DR3, DR4 ή Α1. Η θρομβοπενία από την D-πενικιλλαμίνη συνδέεται με HLA A1, Β8 και DR4 σε μεγάλη συχνότητα (Stockman A et al, 1986). Η μυελοτοξικότητα συνδέεται με το HLA DR4 (Kay AGL, 1979) και την ικανότητα σουλφοξείδωσης της D-πενικιλλαμίνης (Gollan JL et al, 1976).
Η απλαστική αναιμία από την D-πενικιλλαμίνη ενίοτε αποτελεί ιδιοσυγκρασιακή αντίδραση (Stein HB et al, 1980). Η D-πενικιλλαμίνη καταστέλλει την παραγωγή των κοκκιοκυττάρων in vitro και, σε ασθενείς με θρομβοπενία, μπορεί να ελαττώσει την παραγωγή των αιμοπεταλίων.
Α) ΘΡΟΜΒΟΠΕΝΙΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η θρομβοπενία είναι η συχνότερη αιματολογική επιπλοκή της D-πενικιλλαμίνης και οφείλεται σε καταστολή του μυελού. Παρατηρείται στο 2-8% των ασθενών που παίρνει D-πενικιλλαμίνη, συνήθως σε μεγάλες δόσεις, στο διάστημα που αυξάνεται η δόση (Camp AV, 1981) και συχνότερα σε ασθενείς που είχαν θεραπευθεί με ενέσιμο χρυσό. Η συχνότητά της έχει περιορισθεί λόγω των χαμηλότερων δόσεων της D-πενικιλλαμίνης που χρησιμοποιούνται στην καθημέρα πράξη στη θεραπεία της ΡΑ.
Η θρομβοπενία εμφανίζεται συνήθως τον πρώτο χρόνο και ιδιαίτερα μετά τον 6ο μήνα, αλλά και σε οποιαδήποτε φάση και δόση, της θεραπείας,. Η ελάττωση των αιμοπεταλίων μπορεί να είναι μεμονωμένη ή προάγγελος γενικευμένης μυελικής καταστολής, γι’ αυτό και πρέπει να παρακολουθείται με προσοχή. Στην πρώτη περίπτωση, τα μεγακαρυοκύτταρα του μυελού είναι φυσιολογικά σε αριθμό ή αυξημένα, ενώ ελάττωση των προδρόμων κυττάρων είναι ένδειξη επικείμενης μυελικής απλασίας.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ :
- Ελάττωση αιμοπεταλίων κατά 100.000/mm3 σε δύο διαδοχικές μετρήσεις : Διακοπή D-πενικιλλαμίνης.
- Ελάττωση αιμοπεταλίων σε 100.000-150.000/mm3 : Μείωση δόσης D-πενικιλλαμίνης κατά 50% και μέτρηση των αιμοπεταλίων κάθε 1-2 εβδομάδες μέχρις ότου ο αριθμός τους σταθεροποιηθεί.
- Ελάττωση αιμοπεταλίων <100.000/mm3 : Διακοπή φαρμάκου και επαναχορήγησή του σε μικρότερη δόση, όταν τα αιμοπετάλια αυξηθούν >150.000 mm3. Η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να επαναχορηγηθεί με προσοχή στη συνέχεια, αλλά, εάν τα αιμοπετάλια μειωθούν πάλι <100.000 mm3, πρέπει να διακόπτεται οριστικά.Μετά την αποκατάσταση του αριθμού των αιμοπεταλίων σε κανονικά επίπεδα, η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να επαναχορηγηθεί σε μικρότερη δόση, αλλά με μεγάλη προσοχή και με συχνές εξετάσεις αίματος και αιμοπεταλίων.
- Αιμορραγικές εκδηλώσεις : Κορτικοειδή ή μεταγγίσεις πρόσφατων αιμοπεταλίων.
ΕΚΒΑΣΗ : Η θρομβοπενία συνήθως αποκαθίσταται μερικές εβδομάδες μετά την διακοπή της D-πενικιλλαμίνης, αν και μπορεί να είναι επίμονη και προοδευτική.
Β) ΛΕΥΚΟΠΕΝΙΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Ουδετεροπενία έχει αναφερθεί στο <2% των ασθενών που θεραπεύεται με μικρές δόσεις D-πενικιλλαμίνης. Μπορεί να εμφανισθεί αιφνίδια ή προαναγγέλλεται επί μήνες με προοδευτική ελάττωση των κοκκιοκυττάρων ή των αιμοπεταλίων και οφείλεται πιθανώς σε άμεση δράση της D-πενικιλλαμίνης στον μυελό των οστών.
Σε ασθενείς με ΡΑ χωρίς σύνδρομο Felty η λευκοπενία, πριν από την έναρξη της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη, συνδέεται πιθανώς με μεγαλύτερο κίνδυνο αναστρέψιμης μυελοτοξικότητας (Stein HB et al, 1980).
ΘΕΡΑΠΕΙΑ :
- Προοδευτική ελάττωση των λευκών αιμοσφαιρίων σε 3 διαδοχικές επισκέψεις : Μείωση δόσης D-πενικιλλαμίνης κατά 50% και επανέλεγχος λευκών αιμοσφαιρίων κάθε εβδομάδα.
- Ελάττωση αριθμού λευκών αιμοσφαιρίων <4.000/ml σε 2 διαδοχικές μετρήσεις (ακόμα και αν ευρίσκονται σε φυσιολογικά όρια) ή ουδετεροφίλων <2.000/ml ή/και μονοκυττάρων
- Ελάττωση αριθμού λευκών αιμοσφαιρίων <500/ml : Διακοπή του φαρμάκου. Μετά την επάνοδο των λευκών αιμοσφαιρίων σε φυσιολογικά όρια, η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να επαναχορηγηθεί με προσοχή σε μικρές δόσεις, αλλά εκ νέου ελάττωση του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων ή έντονη και επίμονη πτώση τους (<2.000/mm3) επιβάλλει οριστική διακοπή της D-πενικιλλαμίνης.
ΕΚΒΑΣΗ : Η ουδετεροπενία από την D-πενικιλλαμίνη συνήθως αναστρέφεται ταχέως μετά την διακοπή του φαρμάκου, συχνά όμως έχει κακή κατάληξη. Η αποκατάσταση της λειτουργίας του μυελού μπορεί να απαιτήσει ακόμα και ένα χρόνο μετά την διακοπή του φαρμάκου (Camp AV, 1981).
Γ) ΜΥΕΛΙΚΗ ΑΠΛΑΣΙΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Οι περισσότερες θανατηφόρες επιπλοκές της D-πενικιλλαμίνης οφείλονται σε απλασία του μυελού. Η απλασία του μυελού από την D-πενικιλλαμίνη εγκαθίσταται γενικά βαθμιαία, μπορεί όμως και αιφνίδια. Ενίοτε προηγείται βαθμιαία πτώση των αιμοπεταλίων ή των ουδετεροφίλων.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ : Προηγηθείσα χρυσοθεραπεία, ιδιαίτερα εάν είχε συνοδευθεί από επιπλοκές (Webley M and Coomes EN, 1978; Kay GL, 1979).
ΘΕΡΑΠΕΙΑ :
- Εισαγωγή ασθενούς στο Νοσοκομείο, απομόνωση και προληπτική αντιβίωση.
- Κορτικοειδή : Μπορούν να συνεχισθούν, εάν εχορηγούντο, αλλ’ όχι και να προστεθούν στην αγωγή. Σε μεγάλες δόσεις δεν έχουν αποτέλεσμα και ίσως να έχουν βλαπτική δράση.
- Εγχύσεις κοκκιοκυττάρων
- Μεταμόσχευση μυελού οστών.
Δ) ΑΠΛΑΣΙΑ ΕΡΥΘΡΩΝ ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΩΝ
Χαρακτηρίζεται από ελάττωση ή απουσία των ερυθροβλαστών στον μυελό των οστών, ενώ τα μυελοειδή κύτταρα και τα μεγακαρυοκύτταρα είναι φυσιολογικά. Η απλασία των ερυθροκυττάρων συνδέεται με αυτή καθαυτή την ΡΑ (Dessypris EN et al, 1984), όπως και με την θεραπεία με άλατα χρυσού (Reid G and Patterson AC, 1977), αζαθειοπρίνη (McGrath BP et al, 1975) ή ΜΣΑΦ (Michalevicz R et al, 1987). Ένας ασθενής με απλαστική αναιμία και ίκτερο είχε κακή κατάληξη (Fishel B et al, 1989).
ΘΕΡΑΠΕΙΑ :
- Διακοπή D-πενικιλλαμίνης
- Πρεδνιζόνη 60 mg/24ωρο Χ 4 εβδομάδες
- Κυκλοφωσφαμίδη, εάν δεν υπάρξει ανταπόκριση στα παραπάνω μέτρα (Dessypris EN et al, 1984).
Ε) ΣΙΔΗΡΟΒΛΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΙΜΙΑ
Μεμονωμένη σιδηροβλαστική αναιμία σαν επιπλοκή της D-πενικιλλαμίνης έχει αναφερθεί σε ασθενείς με πρωτοπαθή χολική κίρρωση. Σιδηροβλαστική αναιμία μετά από μυελική απλασία οφειλόμενη στην D-πενικιλλαμίνη έχει ακόμα αναφερθεί σ’ έναν ασθενή με ΡΑ, που κατέληξε κακώς (Ramselaar ACP et al, 1987).
ΣΤ) ΗΩΣΙΝΟΦΙΛΙΑ
Έχει αναφερθεί στο 24-53% των ασθενών με ΡΑ που παίρνουν D-πενικιλλαμίνη (Edelman J et al, 1984) και είναι συνήθως παροδική. Ηωσινοφιλία ακόμα εμφανίζουν και ασθενείς με ΡΑ, ιδιαίτερα με ρευματοειδή οζίδια, αγγειίτιδα και υψηλούς τίτλους Ra test (Smith DH et al, 1983). Η κλινική της σημασία είναι άγνωστη.
Ζ) ΘΡΟΜΒΟΚΥΤΤΑΡΩΣΗ
Η) ΘΡΟΜΒΩΤΙΚΗ ΘΡΟΜΒΟΠΕΝΙΚΗ ΠΟΡΦΥΡΑ (Trice JM et al, 1983)
Θ) ΠΟΛΥΚΥΤΤΑΡΑΙΜΙΑ (Camp AV, 1981)
1.4.10.3.3 ΑΠΟ ΤΟ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Α) ΠΡΩΤΕΪΝΟΥΡΙΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η πρωτεϊνουρία είναι συχνή σε ασθενείς με ΡΑ θεραπευόμενους με D-πενικιλλαμίνη. Το 9% περίπου των ασθενών με ΡΑ αποβάλλει από τα ούρα έως 0.5 gr λευκώματος ημερησίως. Το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί με την χορήγηση της D-πενικιλλαμίνης σε μικρότερες και προοδευτικά αυξανόμενες δόσεις (125-500 mg/24ωρο).
Η πρωτεϊνουρία μπορεί να εμφανισθεί σε οποιαδήποτε φάση της θεραπείας, σε ποσοστό όμως 80% εμφανίζεται τους πρώτους 12 μήνες (μέσος όρος, 8 μήνες) της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη. Μπορεί να είναι απλή (δηλ. να μην συνδέεται με υποκείμενη νεφρική βλάβη) ή αποτελεί εκδήλωση σπειραματονεφρίτιδας από την D-πενικιλλαμίνη.
Η πρωτεϊνουρία από την D-πενικιλλαμίνη έχει παρατηρηθεί συχνότερα σε ασθενείς με χρόνια ηπατικά νοσήματα και ιδιαίτερα χρόνια ενεργό ηπατίτιδα (33%) (Matthers KJ, 1981), και λιγότερο συχνά με νόσο του Wilson (10%), ΡΑ, κυστινουρία, συστηματική σκληροδερμία (Bluestone R and Goldberg LS, 1973) και δηλητηρίαση από βαριά μέταλλα.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ :
Αντιγόνα ιστοσυμβατότητας : Η πρωτεϊνουρία από την D-πενικιλλαμίνη μπορεί να σχετίζεται με τα HLA B8 και DRW3 (Wooley PH et al, 1980).
Πρωτεϊνουρία από άλατα χρυσού : Μπορεί να συνδέεται με αυξημένη συχνότητα πρωτεϊνουρίας και στην D-πενικιλλαμίνη.
Δόση και διάρκεια θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη : Η πρωτεϊνουρία είναι συχνότερη σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεγάλες δόσεις D-πενικιλλαμίνης. Παρατηρείται στο 30% των ασθενών με ΡΑ που παίρνει ≥ 750 mg D-πενικιλλαμίνης ημερησίως επί 6 μήνες, ενώ είναι μάλλον ασυνήθιστη σε ασθενείς θεραπευόμενους με μικρότερες δόσεις (£ 250 mg/24ωρο) (Golding JR et al, 1977; Stockman A et al, 1979).
Κατ΄άλλους, η βαρύτητα και η διάρκεια της πρωτεϊνουρίας δεν σχετίζονται με την δόση ή την διάρκεια της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη (Stein HB et al, 1980).
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Πρωτεϊνουρία, πλην της συνδεόμενης με την D-πενικιλλαμίνη, αναπτύσσουν συχνά οι ασθενείς με ΡΑ που θεραπεύονται με άλατα χρυσού (Wooley PH et al, 1980) ή ΜΣΑΦ ή πάσχουν από αμυλοείδωση (Bourke BE et al, 1981). Ακόμα, μπορεί να σχετίζεται με μεμβρανώδη σπειραματονεφρίτιδα οφειλόμενη σ’ αυτή καθαυτή την νόσο, γι’ αυτό και πρέπει πάντοτε να διερευνάται η προέλευσή της.
ΠΙΝΑΚΑΣ 50
ΑΙΤΙΑ ΠΡΩΤΕΪΝΟΥΡΙΑΣ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΘΕΡΑΠΕΙΑ : Δεν υπάρχει ομοφωνία σχετικά με την αντιμετώπιση της πρωτεϊνουρίας από την D-πενικιλλαμίνη, όπως και για τον βαθμό της πρωτεϊνουρίας που επιβάλλει διακοπή του φαρμάκου.
- Πρωτεϊνουρία μεγαλύτερη από ίχνη, ανιχνευόμενη με dipstick : Μέτρηση λευκώματος ούρων 24ώρου.
- Ήπια πρωτεϊνουρία (<0.5 gr/24ωρο) : Δεν χρειάζεται τροποποίηση της δόσης
- Μέτρια πρωτεϊνουρία (0.5-2 gr/24ωρο) : Επιτρέπει την συνέχιση της D-πενικιλλαμίνης, αλλά υφίεται εάν η δόση της μειωθεί κατά 125 ή 250 mg.
- Ανεξήγητη μεγάλη πρωτεϊνουρία : Διακοπή D-πενικιλλαμίνης και έλεγχος για παθολογικές καταστάσεις, πλην των επιπλοκών της D-πενικιλλαμίνης.
- Μεγαλύτερη απώλεια πρωτεϊνών ή πραγματικό νεφρωσικό σύνδρομο : Διακοπή D-πενικιλλαμίνης.
ΕΚΒΑΣΗ : Η νεφροπάθεια από την D-πενικιλλαμίνη έχει καλή πρόγνωση. Η πρωτεϊνουρία μπορεί να είναι επίμονη ή εξελίσσεται προοδευτικά σε νεφρωσικό σύνδρομο ή αποτελεί εκδήλωση οξέος νεφρωσικού συνδρόμου. Κορυφώνεται σε διάστημα 2-4 μηνών και διαρκεί κατά μέσον όρο 4-8 μήνες (Stein HB et al, 1986). Μετά την διακοπή της D-πενικιλλαμίνης, τους επόμενους 2-3 μήνες συνήθως μειώνεται <1 gr/24ωρο και, μετά από 8, κατά μέσον όρο, μήνες υφίεται πλήρως σ’ όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, αν και μπορεί να επιμείνει ακόμα και 18 έως 27 μήνες (Ross JH et al, 1980).
Σε ασθενείς με ΡΑ, εάν δεν υποχωρεί 3 μήνες μετά την διακοπή της D-πενικιλλαμίνης, πρέπει να βάζει στη σκέψη την αμυλοείδωση, ιδιαίτερα όταν υπάρχει έκπτωση της σπειραματικής διήθησης, η οποία κανονικά απουσιάζει στη νεφροπάθεια από D-πενικιλλαμίνη. Παράλληλα με την υποχώρηση της πρωτεϊνουρίας υποχωρούν με βραδύ ρυθμό και οι ιστολογικές νεφρικές ανωμαλίες, ιδιαίτερα οι ενδομεμβρανικές εναποθέσεις (Bacon PA et al, 1976).
Σε μερικούς ασθενείς με πρωτεϊνουρία από την D-πενικιλλαμίνη, ανεξάρτητα από την ποσότητα των ημερήσια αποβαλλόμενων από τα ούρα πρωτεϊνών, η συνέχιση της D-πενικιλλαμίνης δεν ακολουθείται από επιπλοκές και η πρωτεϊνουρία υφίεται. Ενίοτε η πρωτεϊνουρία από την D-πενικιλλαμίνη εξαφανίζεται ή μετριάζεται με την μείωση της δόσης του φαρμάκου (π. χ. κατά 125 mg/24ωρο).
Άλλοτε όμως, η συνέχιση της D-πενικιλλαμίνης, παρά την ύπαρξη πρωτεϊνουρίας, μπορεί να επιδεινώσει την νεφρική βλάβη (Ross JH et al, 1980). Π.χ. στο 33% των ασθενών που αποβάλλουν 1-2 gr πρωτεϊνών από τα ούρα ημερησίως, η συνέχιση του φαρμάκου μπορεί να οδηγήσει σε νεφρωσικό σύνδρομο (Crawhall JC, 1981). Εάν εμφανισθεί νεφρωσικό σύνδρομο, η D-πενικιλλαμίνη πρέπει να διακόπτεται οριστικά.
Σε ασθενείς με μεμονωμένη πρωτεϊνουρία, η μικροσκοπική εξέταση και ο ανοσοφθορισμός δεν διαφέρουν από τους πάσχοντες από νεφρωσικό σύνδρομο. Οι ασθενείς που παίρνουν D-πενικιλλαμίνη, χωρίς να αναπτύξουν πρωτεϊνουρία, έχουν φυσιολογικούς νεφρούς στην μικροσκοπική εξέταση και τον ανοσοφθορισμό.
ΠΡΟΣΟΧΗ : Σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα που έχουν ανταποκριθεί ικανοποιητικά στην D-πενικιλλαμίνη και έχουν διακόψει άλλους παράγοντες λόγω δυσανεξίας ή αναποτελεσματικότητας, η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να συνεχισθεί κάτω από στενή παρακολούθηση παρά την μέτρια πρωτεϊνουρία ή να επαναχορηγηθεί μετά την ύφεση της πρωτεϊνουρίας.
Η D-πενικιλλαμίνη πρέπει να διακόπτεται όταν η νεφρική λειτουργία μειωθεί (κάθαρση κρεατινίνης <60 ml/min) ή εμφανισθεί νεφρωσικού ύψους πρωτεϊνουρία (>3 gr/24ωρο), για να αποφευχθούν οι κίνδυνοι της απώλειας των πρωτεϊνών, η υπερλιπιδαιμία, οι απειλητικές για την ζωή λοιμώξεις, οι θρομβώσεις των νεφρικών φλεβών και η οξεία σωληναριακή νέκρωση που συνδέονται με το νεφρωσικό σύνδρομο.
Β) ΑΥΞΗΣΗ ΟΥΡΙΑΣ – ΚΡΕΑΤΙΝΙΝΗΣ ΠΛΑΣΜΑΤΟΣ
Είναι παροδική και σπάνια συνδέεται με μόνιμη νεφρική ανεπάρκεια (Hall CL et al, 1988).
Γ) ΟΞΕΙΑ ΝΕΦΡΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ
Έχει αναφερθεί σ’ έναν ασθενή με κυστινουρία (Bailey RR and Reddy J, 1981).
Δ) ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΣΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
Η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να προκαλέσει μικρή διαταραχή της σπειραματικής λειτουργίας, ακόμα και χωρίς πρωτεϊνουρία (Rickers H et al, 1980). Κύτταρα, αλλά συνήθως όχι κύλινδροι, μπορεί να ανευρεθούν στο ίζημα των ούρων (Ross JH et al, 1980).
Ε) ΑΙΜΑΤΟΥΡΙΑ
Μπορεί να είναι μικροσκοπική ή μεγάλη και οφείλεται σε διάφορα αίτια.
Η μικροσκοπική αιματουρία (6-12 ερυθρά/οπτικό πεδίο) είναι συχνό εύρημα σε ασθενείς θεραπευόμενους με D-πενικιλλαμίνη και συνήθως συνοδεύεται από πρωτεϊνουρία (Huskisson EC and Hart FD, 1972). Συνήθως δεν έχει κλινική σημασία, αλλά μπορεί να είναι ένδειξη υπερπλαστικής σπειραματονεφρίτιδας, γι΄ αυτό και πρέπει να διερευνάται με βυθοσκόπηση, μέτρηση της αρτηριακής πίεσης και έλεγχο της νεφρικής λειτουργίας (ουρία - κρεατινίνη ορού, πρωτεΐνες και κάθαρση κρεατινίνης ούρων 24ώρου). Υποτροπιάζουσα μικροσκοπική αιματουρία εμφανίζουν συχνά και ασθενείς με ΡΑ χωρίς υποκείμενη σοβαρή νεφρική βλάβη (Leonard PA et al, 1987).
Η μεγάλη αιματουρία μπορεί να είναι πρόδρομος ταχέως εξελισσόμενης σπειραματονεφρίτιδας από D-πενικιλλαμίνη στα πλαίσια φαρμακογενούς ΣΕΛ ή συνδρόμου Goodpasture.
ΠΙΝΑΚΑΣ 51
ΑΙΤΙΑ ΑΙΜΑΤΟΥΡΙΑΣ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΟΥΣ ΜΕ D-ΠΕΝΙΚΙΛΛΑΜΙΝΗ
ΕΚΒΑΣΗ : Η μεμονωμένη μικροσκοπική αιματουρία είναι συνήθως καλοήθης και δεν επιβάλλει διακοπή του φαρμάκου, εφ’ όσον παραμένει σταθερή. Εάν όμως η αιματουρία είναι μεγάλη, η D-πενικιλλαμίνη πρέπει να διακόπτεται οριστικά.
ΣΤ) ΜΕΜΒΡΑΝΩΔΗΣ ΥΠΕΡΠΛΑΣΤΙΚΗ ΣΠΕΙΡΑΜΑΤΟΝΕΦΡΙΤΙΔΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η υπερπλαστική σπειραματονεφρίτιδα είναι σπάνια επιπλοκή της D-πενικιλλαμίνης. Έχει περιγραφεί σε ασθενείς με νόσο του Wilson, όπως και με ΡΑ και φαρμακογενή ΣΕΛ (Chalmers A et al, 1982), νεκρωτική αγγειίτιδα ή σύνδρομο Goodpasture (Swainson CP et al, 1982). Σπάνια, απαντάται σε ασθενείς με ΡΑ χωρίς εκδηλώσεις επιπρόσθετης συστηματικής νόσου.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Εκδηλώνεται με πρωτεινουρία ή σαν νεφρωσικό σύνδρομο. Συνήθως αναστρέφεται με την διακοπή του φαρμάκου, αν και η πρωτεϊνουρία μπορεί να επιμείνει 12 ή περισσότερους μήνες μετά την διακοπή του.
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ :
Στο κοινό μικροσκόπιο : Ο νεφρός είναι φυσιολογικός ή εμφανίζει ήπιες ανωμαλίες της βασικής μεμβράνης των σπειραμάτων (Neild GH et al, 1979).
Στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο : Υποεπιθηλιακές πυκνές εναποθέσεις στην βασική μεμβράνη, σύντηξη και διόγκωση των επιθηλιακών ποδοειδών προσεκβολών (ιδιαίτερα γειτονικά με τα έγκλειστα της βασικής μεμβράνης) και, ενίοτε, σποραδικές μεσαγγειακές και υποεπιθηλιακές αλλοιώσεις (Stockman A et al, 1979).
Η εικόνα αυτή έχει μεγάλη ομοιότητα με την μεμβρανώδη σπειραματονεφρίτιδα ελαχίστων αλλοιώσεων. Συνήθως αναστρέφεται με την διακοπή της D-πενικιλλαμίνης, αν και μπορεί να επιμείνει ακόμα και 1 χρόνο μετά την διακοπή της και παρά την ύφεση της πρωτεϊνουρίας (Bacon PA et al, 1976).
Στον ανοσοφθορισμό : Κοκκιώδεις εναποθέσεις κατά μήκος της βασικής μεμβράνης παρόμοιες, αλλά λιγότερο συχνές, με τις παρατηρούμενες στην ιδιοπαθή μεμβρανώδη σπειραματονεφρίτιδα. Οι εναποθέσεις αυτές αποτελούνται κυρίως από IgG και παράγοντες του συμπληρώματος και λιγότερο από IgM, IgA και ινική (Dische FE et al, 1976).
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η μεμβρανώδης και ημισεληνοειδής υπερπλαστική σπειραματονεφρίτιδα από την D-πενικιλλαμίνη οφείλονται πιθανώς σε εναπόθεση ανοσοσυμπλεγμάτων στα νεφρικά σπειράματα. Οι εναποθέσεις IgG και συμπληρώματος μπορεί να σχετίζονται με τις ενδομεμβρανικές εναποθέσεις, ένδειξη ότι οι τελευταίες αποτελούνται από ανοσοσυμπλέγματα περιέχοντα IgG και συμπλήρωμα (Bacon PA et al, 1976). Πάντως, ανοσοσυμπλέγματα δεν έχουν ανευρεθεί στην κυκλοφορία, ένδειξη ότι ο παθογενετικός μηχανισμός της νεφρικής βλάβης από την D-πενικιλλαμίνη είναι η επιτόπια παραγωγή ανοσοσυμπλεγμάτων.
ΕΚΒΑΣΗ : Η υπερπλαστική σπειραματονεφρίτιδα από την D-πενικιλλαμίνη συνήθως βελτιώνεται ιστολογικά και δεν καταλήγει σε προοδευτική νεφρική ανεπάρκεια, ενίοτε όμως οδηγεί σε προοδευτική επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας, παρά την διακοπή του φαρμάκου (Williams AJ et al, 1986), ή καταλήγει κακώς.
Ζ) ΗΜΙΣΕΛΗΝΟΕΙΔΗΣ ΥΠΕΡΠΛΑΣΤΙΚΗ ΣΠΕΙΡΑΜΑΤΟΝΕΦΡΙΤΙΔΑ (ΤΥΠΟΥ GOODPASTURE)
Ταχέως εξελισσόμενη, προοδευτική, ημισεληνοειδής σπειραματονεφρίτιδα σε συνδυασμό με αιμορραγική πνευμονίτιδα έχει αναφερθεί σε ασθενείς με ΡΑ, νόσο του Wilson, πρωτοπαθή χολική κίρρωση ή συστηματική σκληροδερμία θεραπευόμενους με μεγάλες δόσεις D-πενικιλλαμίνης (Gavaghan T et al, 1981; Adu Ntoso K et al, 1986).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Είναι παρόμοια με του συνδρόμου Goodpasture και οδηγεί προοδευτικά σε ουραιμία και θάνατο. Εμφανίζεται συνήθως αιφνίδια με βήχα, πλευρίτιδα, αιμόπτυση, δύσπνοια, θωρακικό πόνο, αδυναμία, αναιμία και αιματουρία και τέλος νεφρική ανεπάρκεια. Μεγάλη αιματουρία μπορεί να προηγείται των συμπτωμάτων.
Η διάρκεια της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη πριν από την εμφάνιση των συμπτωμάτων κυμαίνεται σε 7-84 μήνες (μέσος όρος 7 μήνες) και η δόση της D-πενικιλλαμίνης, σε 750-2.000 mg/24ωρο.
ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Αμφοτερόπλευρες διάχυτες πνευμονικές διηθήσεις, κυρίως στα κατώτερα 2/3 των πνευμονικών πεδίων.
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Σκλήρυνση των νεφρικών σπειραμάτων και εστιακές υπερπλαστικές αλλοιώσεις με επικράτηση επιθηλιακών ημισεληνοειδών σχηματισμών. Στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο παρατηρούνται πυκνές υποεπιθηλιακές εναποθέσεις στη βασική μεμβράνη των σπειραμάτων (McCormick JN et al, 1976).
Ο ανοσοφθορισμός δείχνει κοκκιώδεις (όχι γραμμικές, όπως στο πραγματικό σύνδρομο Goodpasture) εναποθέσεις IgG και C3 (Sternlieb I et al, 1975).
Ιστολογικά, η ημισεληνοειδής υπερπλαστική σπειραματονεφρίτιδα από την D-πενικιλλαμίνη είναι παρόμοια με την σπειραματονεφρίτιδα του συνδρόμου Goodpasture, αλλά διαφέρει απ’ αυτήν στο ότι απουσιάζουν τα κυκλοφορούντα αντισώματα έναντι της βασικής μεμβράνης των σπειραμάτων, και η κλασσική γραμμική εναπόθεση της IgG της στρεφόμενης εναντίον της βασικής μεμβράνης των σπειραμάτων, τα οποία χαρακτηρίζουν το πραγματικό σύνδρομο Goodpasture.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ GOODPASTURE :
- Αιμορραγική πνευμονίτιδα και οξεία σπειραματονεφρίτιδα εξελισσόμενη ταχέως σε θανατηφόρα πνευμονική και νεφρική ανεπάρκεια
- Υπερπλαστική σπειραματονεφρίτιδα με ημισεληνοειδείς σχηματισμούς
- Γραμμικές εναποθέσεις συμπληρώματος και αυτόλογων IgG αντισωμάτων στρεφόμενων εναντίον αντιγόνων της βασικής μεμβράνης των σπειραμάτων (στον ανοσοφθορισμό).
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η νεφροπάθεια από την D-πενικιλλαμίνη οφείλεται μάλλον σε εναπόθεση ανοσοσυμπλεγμάτων στα σπειράματα (Falck HM et al, 1979). Ένας ασθενής είχε κυκλοφορούντα ανοσοσυμπλέγματα, ένδειξη ότι η σπειραματονεφρίτιδα από D-πενικιλλαμίνη είναι ανοσοσυμπλεγματικής αρχής. Πάντως, δεν έχουν ανευρεθεί αντισώματα έναντι της βασικής μεμβράνης των σπειραμάτων, τυπικά του συνδρόμου Goodpasture.
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Αιμόπτυση ή/και πνευμονικές διηθήσεις παρατηρούνται στο 50% των περιπτώσεων ιδιοπαθούς ημισεληνοειδούς σπειραματονεφρίτιδας με αρνητικά αντισώματα εναντίον της βασικής μεμβράνης των σπειραμάτων.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ :
- Πλασμαφαίρεση
- Αιμοδιΰλιση
- Κορτικοειδή (σε μεγάλες δόσεις)
- Ανοσοκατασταλτικά (αζαθειοπρίνη, κυκλοφωσφαμίδη).
EKBAΣΗ : Η σπειραματονεφρίτιδα τύπου Goodpasture από την D-πενικιλλαμίνη συνήθως ανταποκρίνεται στη θεραπεία, άλλοτε όμως μεταπίπτει σε νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου (Gibson T et al, 1976). Τρεις ασθενείς με νόσο του Wilson κατέληξαν από πνευμονική αιμορραγία και νεφρική ανεπάρκεια (Sternlieb I et al, 1975).
Η) ΝΕΦΡΙΚΗ ΑΓΓΕΙΙΤΙΔΑ
Ένας ασθενής με οροαρνητική ΡΑ και εκδηλώσεις ΣΕΛ ανέπτυξε ήπια μεμβρανώδη σπειραματονεφρίτιδα και σοβαρή νεφρική αγγειίτιδα, η οποία τον οδήγησε σε ουραιμία και θάνατο (Fal-ck HM et al, 1979). Ένας άλλος με οροθετική ΡΑ ανέπτυξε ταχέως εξελισσόμενη σπειραματονεφρίτιδα με IgA και συμπλήρωμα στη νεφρική βιοψία και μία 3η περίπτωση αναφέρθηκε σ’ έναν ασθενή με πρωτοπαθή χολική κίρρωση (Banfi G et al, 1983).
ΕΚΒΑΣΗ : Η νεφρική προσβολή, εάν συνδυάζεται με νεκρωτική αγγειίτιδα, έχει κακή έκβαση, παρά την θεραπεία με κορτικοειδή (Banfi G et al, 1983).
Θ) ΝΕΦΡΟΠΑΘΕΙΑ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΑΛΛΟΙΩΣΕΩΝ
Μία ασθενής με πρωτοπαθή χολική κίρρωση ανέπτυξε νεφρωσικό σύνδρομο ενώ έπαιρνε D-πενικιλλαμίνη και κατέληξε κακώς. Στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο παρατηρήθηκε σύντηξη των ποδοειδών προσεκβολών των νεφρικών σπειραμάτων, εύρημα τυπικό σπειραματονεφρίτιδας ελαχίστων αλλοιώσεων (Falck HM et al, 1979).
Ι) ΝΕΦΡΙΚΟΣ ΛΥΚΟΣ
Μία γυναίκα με ΡΑ που θεραπευόταν με D-πενικιλλαμίνη ανέπτυξε νεφρωσικό σύνδρομο, ορολογικές ενδείξεις ΣΕΛ και διάχυτη υπερπλαστική σπειραματονεφρίτιδα με ημισεληνοειδείς σχηματισμούς και αγγειίτιδα, που υποχώρησαν με την διακοπή του φαρμάκου και την χορήγηση 60 mg πρεδνιζόνης και 150 mg αζαθειοπρίνης ημερησίως (Chalmers A et al, 1982). Στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο παρατηρήθηκαν σποραδικές υπενδοθηλιακές εναποθέσεις και στον ανοσοφθορισμό, κοκκιώδεις εναποθέσεις IgG, IgM, C3 και C1q.
Ένας άλλος ασθενής με ΡΑ ανέπτυξε ορολογικές ενδείξεις ΣΕΛ με πρωτεϊνουρία και οξεία νεφρική ανεπάρκεια. Η νεφρική βιοψία έδειξε εστιακή υπερπλαστική σπειραματονεφρίτιδα με ημισεληνοειδείς σχηματισμούς και ο ανοσοφθορισμός, κοκκιώδεις εναποθέσεις IgG, IgM και C3 στη βασική μεμβράνη των σπειραμάτων (Donnely S et al, 1993). H νεφρική προσβολή βελτιώθηκε με την διακοπή της D-πενικιλλαμίνης και την θεραπεία με πρεδνιζολόνη και κυκλοφωσφαμίδη.
ΙΑ) ΝΕΦΡΩΣΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ
Νεφρωσικό σύνδρομο αναπτύσσει το 16-78% των ασθενών με μεμβρανώδη σπειραματονεφρίτιδα από την D-πενικιλλαμίνη (Bacon PA et al, 1976; Hill HFH, 1979), ακόμα και παρά την διακοπή της (Neild GH, 1975).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Οίδημα, πρωτεϊνουρία, υπερχοληστερολαιμία και υπολευκωματιναιμία. Το νεφρωσικό σύνδρομο εισβάλλει αθόρυβα ή αιφνίδια. Μπορεί να εκδηλωθεί κεραυνοβόλα με οξεία νεφρική ανεπάρκεια με ανουρία και να καταλήξει κακώς (Sternlieb I, 1966). Η εμφάνισή του δεν φαίνεται να σχετίζεται με την δόση της D-πενικιλλαμίνης.
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Ποικίλλουν από ελάχιστες αλλοιώσεις έως εστιακή σπειραματονεφρίτιδα και μεμβρανώδη νεφροπάθεια.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ :
- Δίαιτα πλούσια σε πρωτεΐνες και πτωχή σε χλωριούχο νάτριο
- Διουρητικά
- Κορτικοειδή : Σε μεγάλες δόσεις είναι δυνητικά επικίνδυνα και δεν υπάρχει ένδειξη ότι συντομεύουν την διάρκεια της πρωτεϊνουρίας ή ότι επιταχύνουν ή βοηθούν την υποχώρηση των νεφρικών αλλοιώσεων.
- Βιοψία νεφρού.
ΠΙΝΑΚΑΣ 52
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΒΙΟΨΙΑΣ ΝΕΦΡΟΥ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ
ΜΕ ΝΕΦΡΩΣΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΠΟ ΤΗΝ D-ΠΕΝΙΚΙΛΛΑΜΙΝΗ
ΕΚΒΑΣΗ : Το νεφρωσικό σύνδρομο από την D-πενικιλλαμίνη συνήθως υποχωρεί με την διακοπή του φαρμάκου ή/και την χορήγηση κορτικοειδών σε μεγάλες δόσεις. Μετά την επαναχορήγηση της D-πενικιλλαμίνης, το οίδημα και η πρωτεϊνουρία συχνά υποτροπιάζουν.
1.4.10.3.4 ΑΥΤΟΑΝΟΣΑ ΣΥΝΔΡΟΜΑ
Η παθογένεια των αυτοάνοσων επιπλοκών της D-πενικιλλαμίνης είναι άγνωστη, ίσως όμως είναι πολυπαραγοντική σχετιζόμενη με γενετικούς παράγοντες, όπως τα αντιγόνα ιστοσυμβατότητας, και με άμεση τοξικότητα του φαρμάκου. Η τελευταία είναι πιθανώς δοσοεξαρτώμενη, προκαλώντας μεταβολές στα Β- και Τ-λεμφοκύτταρα και έτσι αυτοαντιδραστικότητα και αυτοάνοσα νοσήματα (Smiley JD et al, 1988).
Α) ΒΑΡΙΑ ΜΥΑΣΘΕΝΕΙΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η βαριά μυασθένεια είναι σπάνια, αλλά η σοβαρότερη, αυτοάνοση επιπλοκή της D-πενικιλλαμίνης (Gordon RA and Burnside JW, 1977; Bucknall RC et al, 1979). Έχει αναφερθεί κυρίως σε ασθενείς με ΡΑ και, λιγότερο συχνά, με νόσο Wilson, συστηματική σκληροδερμία, κυστινουρία και πρωτοπαθή χολική κίρρωση.
Η βαριά μυασθένεια είναι συχνότερη σε ασθενείς που παίρνουν ≥ 750 mg D-πενικιλλαμίνης ημερησίως και γενικά βαρύτερη με μεγαλύτερες δόσεις και ίσως συχνότερη σε ασθενείς με ΡΑ και σύνδρομο Sjogren (Bucknall RC et al, 1979). Η διάρκεια της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη πριν από την εμφάνισή της κυμαίνεται από 4-24 μήνες (μέσος όρος 10 μήνες) (Bucknall RC et al, 1979).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Βλεφαρόπτωση (που μπορεί να είναι η πρώτη εκδήλωση της νόσου), διπλωπία, δυσφαγία, δυσαρθρία, αδυναμία των μυών του κορμού, των άκρων και της αναπνοής. Η βαριά μυασθένεια από την D-πενικιλλαμίνη μπορεί να συνδυάζεται και με άλλες αυτοάνοσες καταστάσεις.
ΑΥΤΟΑΝΟΣΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΕΣ ΜΕ ΒΑΡΙΑ ΜΥΑΣΘΕΝΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ D- ΠΕΝΙΚΙΛΛΑΜΙΝΗ
- Ανοσοσυμπλεγματική νεφρίτιδα
- Θυρεοειδίτιδα ΣΕΛ
- Υπερπλασία του θύμου αδένα (Vincent A et al, 1978)
- Θετικά ΑΝΑ (Bucknall RC et al, 1979)
Τα νοσήματα αυτά και η ύπαρξη των αυτοαντισωμάτων είναι ένδειξη ότι η βαριά μυασθένεια από D-πενικιλλαμίνη έχει ανοσολογικό μηχανισμό.
ΗΛΕΚΤΡΟΜΥΟΓΡΑΦΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ :
- Χαρακτηριστική ανταπόκριση κόπωσης, τυπική της ιδιοπαθούς βαριάς μυασθένειας (Bu-cknall RC et al, 1979).
- Ανωμαλία της νευρομυϊκής μεταφοράς, εκφραζόμενη με ελαττωμένα δυναμικά μυϊκής δράσης μετά από επανειλημμένη διέγερση και παθολογικά δυναμικά σε μεμονωμένες ίνες (Dominkus M et al, 1992)
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ :
- Υψηλοί τίτλοι αντισωμάτων έναντι των υποδοχέων της ακετυλοχολίνης, όπως συμβαίνει στην ιδιοπαθή βαριά μυασθένεια, που μειώνονται με τα αντιχολινεστερασικά φάρμακα. Η κατανομή των αντιγονικών ειδικοτήτων των αντισωμάτων αυτών είναι παρόμοια και στις 2 αυτές καταστάσεις.
- Αύξηση ΑΝΑ και αντι-dsDNA και άλλων αυτοαντισωμάτων, σε αντίθεση με την ιδιοπαθή βαριά μυασθένεια
- Αυξημένη συχνότητα HLA BW35 και DR1 (Garlepp MJ et al, 1983).
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ :
- Νευρομυοτονία (σπάνια επιπλοκή της D-πενικιλλαμίνης) (Reeback J et al, 1979)
- Ιδιοπαθής βαριά μυασθένεια : Κλινικά και ηλεκτρομυογραφικά διακρίνεται πολύ δύσκολα από την βαριά μυασθένεια από την D-πενικιλλαμίνη.
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΒΑΡΙΑΣ ΜΥΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΑΠΟ D-ΠΕΝΙΚΙΛΛΑΜΙΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΠΑΘΗ ΒΑΡΙΑ ΜΥΑΣΘΕΝΕΙΑ
- Συνδέεται με σχετικά αυξημένη συχνότητα HLA Bw35 και DR1, ενώ η ιδιοπαθής βαριά μυασθένεια, με DR3 και B8
- Εμφανίζεται σε άτομα μεγαλύτερης, κατά μέσον όρο, ηλικίας
- Παρατηρείται κυρίως σε γυναίκες με ΡΑ
- Ανταποκρίνεται συνήθως στα αντιχολινεστερασικά φάρμακα ή στα κορτικοειδή, τα ανοσοκατασταλτικά ή την πλασμαφαίρεση, ενώ η ιδιοπαθής βαριά μυασθένεια απαιτεί συνεχή θεραπεία και υποτροπιάζει αυτόματα.
- Δεν σχετίζεται με αντιχολινεστερασικά αντισώματα, ενώ το 90% των ασθενών με ιδιοπαθή βαριά μυασθένεια έχει αντισώματα έναντι της χολινεστεράσης στον ορό και τα επίπεδά τους σχετίζονται στενά με την βαρύτητα και την δραστηριότητα της νόσου (Vincent A et al, 1978).
- Συνοδεύεται συνήθως από θετικά ΑΝΑ και αντι-dsDNA, τα οποία απουσιάζουν στην ιδιοπαθή βαριά μυασθένεια
- Μετά την διακοπή της D-πενικιλλαμίνης συνήθως υποχωρούν τα μυασθενικά συμπτώματα και, μετά από ένα μήνα, οι τίτλοι των αντισωμάτων έναντι της ακετυλοχολίνης.
- Η μυασθένεια από D-πενικιλλαμίνη συνήθως υποχωρεί με την διακοπή του φαρμάκου χωρίς καμιά θεραπεία, αν και ενίοτε μπορεί να επιμείνει πάνω από ένα χρόνο.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η βαριά μυασθένεια από D-πενικιλλαμίνη φαίνεται ότι έχει παρόμοια αιτιολογία με την ιδιοπαθή βαριά μυασθένεια, η οποία πιθανώς είναι αυτοάνοσης αρχής. Υπέρ της άποψης αυτής συνηγορεί η ανεύρεση αντισωμάτων έναντι των υποδοχέων της ακετυλοχολίνης στην βαριά μυασθένεια από D-πενικιλλαμίνη (Bucknall RC et al, 1979).
Οι σουλφυδρυλικές ομάδες της D-πενικιλλαμίνης ελαττώνουν τους δισουλφιδικούς δεσμούς σε πολλές πρωτεΐνες. Η ελάττωση των δισουλφιδικών ομάδων των υποδοχέων της ακετυλοχολίνης από την D-πενικιλλαμίνη, τροποποιώντας τους αντιγονικούς καθοριστές, μπορεί να δώσει γένεση σε αντισώματα έναντι των υποδοχέων της ακετυλοχολίνης. Τα αντισώματα αυτά πιθανώς αποκλείουν την νευρομυϊκή μετάδοση μπλοκάροντας τους μετασυναπτικούς υποδοχείς της ακετυλοχολίνης.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ KINΔYNOY :
Σουλφοξείδωση : Ασθενείς με ΡΑ και μειωμένη ικανότητα σουλφοξείδωσης έχουν 12πλάσιο κίνδυνο ανάπτυξης βαριάς μυασθένειας από την D-πενικιλλαμίνη (Seideman P and Ayesh R, 1994).
Αντιγόνα ιστοσυμβατότητας : Η βαριά μυασθένεια από την D-πενικιλλαμίνη συνδέεται με αυξημένη συχνότητα HLA BW35 και DR1.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ :
- Διακοπή D-πενικιλλαμίνης
- Αντιχολινεστερασικά φάρμακα (χλωριούχο εδροφώνιο, νεοστιγμίνη)
- Κορτικοειδή
- Ανοσοκατασταλτικά
- Πλασμαφαίρεση, σε ασθενείς με απειλητική για την ζωή μυϊκή αδυναμία παρά την θεραπεία με αντιχολινεστερασικά φάρμακα
- Θυμεκτομή και ακτινοβόληση του θύμου αδένα, σε περιπτώσεις μη ανταποκρινόμενες στα αντιχολινεστερασικά φάρμακα (Bucknall RC, 1977).
ΕΚΒΑΣΗ : Η βαριά μυασθένεια από την D-πενικιλλαμίνη συνήθως αναστρέφεται εβδομάδες ή μήνες μετά την διακοπή του φαρμάκου, αν και, εφ’ όσον δεν διαγνωσθεί έγκαιρα, έχει δυνητικά θανατηφόρα έκβαση. Ακόμα, ανταποκρίνεται καλά στα αντιχολινεστερασικά φάρμακα
Β) ΔΕΡΜΑΤΟΜΥΟΣΙΤΙΔΑ/ΠΟΛΥΜΥΟΣΙΤΙΔΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Δερματομυοσίτιδα (Simpson NB and Golding JR, 1979; Sternlieb J et al, 1981) ή πολυμυοσίτιδα (Ostensen M et al, 1980; Morgan GJ et al, 1981) εμφανίζει το 0.2-1.2% των ασθενών με ΡΑ και σπάνια νόσο του Wilson που παίρνει D-πενικιλλαμίνη.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ : Η δερματομυοσίτιδα/πολυμυοσίτιδα από την D-πενικιλλαμίνη δεν φαίνεται να σχετίζεται με την δόση ή την διάρκεια της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη, δεδομένου ότι έχει αναφερθεί σε ασθενείς που έπαιρναν 50-1.200 mg D-πενικιλλαμίνης ημερησίως (συνολική δόση 1.8-1.97 gr) και για διάστημα 16, κατά μέσον όρο, μηνών (εύρος 3 ημέρες έως 73 μήνες).
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η δερματομυοσίτιδα/πολυμυοσίτιδα από την D-πενικιλλαμίνη είναι άγνωστης αιτιολογίας και παθογένεσης, αν και αποδίδεται σε ιδιοσυγκρασιακή αντίδραση, ενώ δεν φαίνεται να είναι ανοσοσυμπλεγματικής αρχής. Η D-πενικιλλαμίνη, διαταράσσοντας την ανοσορρύθμιση, μπορεί να ευνοεί προϋπάρχουσα τάση ανάπτυξης αυτοανοσίας που έχουν μερικοί ασθενείς σε συσχέτιση με την ΡΑ ή/και ειδικούς γενότυπους των HLA (Zilko PJ et al, 1980).
ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Η πολυμυοσίτιδα από την D-πενικιλλαμίνη έχει τα ίδια κλινικά, εργαστηριακά, ηλεκτρομυογραφικά και ιστολογικά ευρήματα με την ιδιοπαθή πολυμυοσίτιδα. Η διάγνωσή της γίνεται κατά κανόνα από την CPK του ορού, το ΗΜΓ και την βιοψία του μυός. Συχνά συνοδεύεται από θετικό Ra test και θετικά ΑΝΑ και αντι-DNA.
Στη δερματομυοσίτιδα από D-πενικιλλαμίνη, η ιστοπαθολογική εικόνα του δέρματος διαφέρει από την παρατηρούμενη στην ιδιοπαθή δερματομυοσίτιδα (Wojnarowska F, 1980).
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ :
α) Ιδιοπαθής δερματομυοσίτιδα/πολυμυοσίτιδα :
- Έχει τα ίδια κλινικά και ιστοπαθολογικά ευρήματα με την οφειλόμενη στην D-πενικιλλαμίνη (Carroll GJ et al, 1987)
- Συνδέεται με αυξημένη συχνότητα HLA Β8 και DR3 (Carroll GJ et al, 1987), ενώ η δερματομυοσίτιδα/πολυμυοσίτιδα από D-πενικιλλαμίνη, με HLA B18, B35, DR3, DR4 και αντι-Jo-1 (Jenkins EA et al, 1993)
- Πολύ σπάνια συνυπάρχει με ΡΑ (συχνότητα 0.001%), ενώ η δερματομυοσίτιδα/πολυμυοσίτιδα από την D-πενικιλλαμίνη είναι συχνότερη σε ασθενείς με ΡΑ (0.4-1.2%) (Takahashi K et al, 1986).
β) Βαριά μυασθένεια από την D-πενικιλλαμίνη :
- Συνοδεύεται σπάνια από αύξηση των μυϊκών ενζύμων
- Χαρακτηρίζεται από αυξημένη συχνότητα HLA DR1, DR4, Β18 και ΒW35
- Έχει μεγαλύτερη ειδικότητα και συγγένεια με αντισώματα έναντι των υποδοχέων της ακετυλοχολίνης, συγκριτικά με την ιδιοπαθή πολυμυοσίτιδα. Οι ασθενείς που παίρνουν D-πενικιλλαμίνη συχνά αναπτύσσουν αντισώματα έναντι των υποδοχέων της ακετυλοχολίνης, χωρίς να πάσχουν από βαριά μυασθένεια. Τα αντισώματα αυτά δεν ανευρίσκονται στην ιδιοπαθή πολυμυοσίτιδα.
ΕΚΒΑΣΗ : Η δερματομυοσίτιδα/πολυμυοσίτιδα από την D-πενικιλλαμίνη έχει γενικά καλύτερη πρόγνωση, αν και, σε μερικές περιπτώσεις, καταλήγει κακώς λόγω προσβολής της καρδιάς. Μετά την διακοπή της D-πενικιλλαμίνης κατά κανόνα υποχωρεί ταχέως και πλήρως, αλλά σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να χρειασθεί θεραπεία με κορτικοειδή.
Η ύφεση μπορεί να απαιτήσει 2 ή περισσότερα χρόνια, παρά την θεραπεία με επαρκείς δόσεις ανοσοκατασταλτικών. Το χαρακτηριστικό εξάνθημα της δερματομυοσίτιδας εξαφανίζεται 2-6 μήνες μετά την διακοπή της D-πενικιλλαμίνης.
Γ) ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΣ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗΣ ΛΥΚΟΣ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Συστηματικό ερυθηματώδη λύκο αναπτύσσει το 2% των ασθενών που θεραπεύεται με D-πενικιλλαμίνη. Έχει περιγραφεί σε ασθενείς με ΡΑ (Thorvaldson J, 1981; Chalmers A et al, 1982), νόσο του Wilson (Elsas LJ et al, 1971; Walshe JM, 1981) και κυστινουρία (O-liver I et al, 1972).
Ο ΣΕΛ έχει παρατηρηθεί συνήθως 5-12 εβδομάδες (εύρος 1-48 εβδομάδες) μετά την έναρξη της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη και δεν είναι δοσοεξαρτώμενος. Οι δόσεις της D-πενικιλλαμίνης οι συνδεόμενες με την ανάπτυξη φαρμακογενούς ΣΕΛ κυμαίνονται από 250 mg-1.000 mg/24ωρο σε ασθενείς με ΡΑ και 2-3 gr/24ωρο, με νόσο του Wilson.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Κυμαίνεται από ασυμπτωματική ορολογική νόσο μέχρι σοβαρό νόσημα με πυρετό, εξάνθημα, πολυορογονίτιδα, διάχυτους αρθρικούς πόνους με υμενίτιδα, κακουχία, απώλεια βάρους και, λιγότερο συχνά, σπειραματονεφρίτιδα και νευρολογικές διαταραχές.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ :
- Αιμολυτική αναιμία
- Λευκοπενία
- Θρομβοπενία
- Θετικά ΑΝΑ
- Θετικά αντι-DNA (σπάνια)
- Θετικά κύτταρα λύκου
- Υποσυμπληρωματιναιμία
- Θετική δοκιμασία ταινίας λύκου (lupus band test). Η δοκιμασία αυτή είναι αρνητική σε ΣΕΛ οφειλόμενο σε άλλα φάρμακα
- Θετικό HLA A11 και B15.
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΑΠΟ ΙΔΙΟΠΑΘΗ ΣΕΛ :
- Τα ΑΝΑ στρέφονται κυρίως εναντίον των ιστονικών συστατικών του πυρήνα στον ΣΕΛ τον συνδεόμενο με υδραλαζίνη (Portanova JP et al, 1982), προκαϊναμίδη (Totoritis MC et al, 1988), κινιδίνη (West SG et al, 1984) και μεθυλντόπα (Nordstrom DM et al, 1989), ενώ στον ιδιοπαθή ΣΕΛ, εναντίον τόσον των ιστονών, όσο και των dsDNA και των μη ιστονικών πρωτεϊνών (Tan EM, 1989).
- Τα αντι-dsDNA σπάνια είναι θετικά σε ασθενείς που παίρνουν D-πενικιλλαμίνη και γενικά θεωρούνται υψηλής ειδικότητας για τον ιδιοπαθή ΣΕΛ, ενώ απουσιάζουν στον φαρμακογενή ΣΕΛ.
- Ο ιδιοπαθής ΣΕΛ παρατηρείται πολύ συχνότερα στις γυναίκες, σε αντίθεση με τον φαρμακογενή που απαντάται συχνότερα σε μεγαλύτερης ηλικίας άτομα.
ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Οριστικά κριτήρια για την διάγνωση του φαρμακογενούς ΣΕΛ δεν έχουν καθιερωθεί. Συμπτώματα τύπου ΣΕΛ και θετικά ΑΝΑ μετά από μακροχρόνια χρήση ενός φαρμάκου και υποχώρηση τους μετά την απόσυρση του φαρμάκου είναι ενδεικτικά φαρμακογενούς ΣΕΛ.
ΕΚΒΑΣΗ : Ο ΣΕΛ από την D-πενικιλλαμίνη συνήθως υποχωρεί προοδευτικά με την διακοπή του φαρμάκου, αν και σε μερικούς ασθενείς μπορεί να χρειασθεί θεραπεία με κορτικοειδή ή ανοσοκατασταλτικά. Σε ασθενείς με ήπιες εκδηλώσεις, η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να συνεχισθεί, εάν δεν υπάρχει εναλλακτική θεραπεία.
Δ) ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΙΝΣΟΥΛΙΝΗΣ
Η θεραπεία με D-πενικιλλαμίνη συνδέεται με αυτοαντισώματα έναντι της ινσουλίνης σε συχνότητα 6-43% ή με συμπτωματική υπογλυκαιμία (Benson EA et al, 1985; Vardi P et al, 1992). Τα επίπεδα των αντισωμάτων αυτών μειώνονται μετά την διακοπή του φαρμάκου και δεν φαίνεται να έχουν κλινική σημασία.
1.4.10.3.5 ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ
Είναι σπάνιες.
α) Αύξηση SGOT, SGPT, LDH και αλκαλικής φωσφατάσης
Έχει αναφερθεί σε ασθενείς με ΡΑ (Shiokawa Y et al, 1977). Μετά την διακοπή της D-πενικιλλαμίνης τα ένζυμα αυτά επιστρέφουν σε φυσιολογικά επίπεδα. Σε μερικές περιπτώσεις η βιοψία έχει δείξει ήπιες φλεγμονώδεις αλλοιώσεις ή ηπατική νέκρωση (Wollheim FA and Lindstrom CG, 1979).
β) Χολοστατικός ίκτερος
Έχει αναφερθεί σε ασθενείς που είχαν πάρει συνολικά 2-70 gr D-πενικιλλαμίνης για διάστημα 10 ημερών έως 2 μηνών.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Πυρετός, εξάνθημα, αρθρίτιδα, ηωσινοφιλία, μεγάλη αύξηση της αλκαλικής φωσφατάσης και μικρή των τρανσαμινασών και υπερχολερυθριναιμία. Η αρθρίτιδα μπορεί να υφεθεί στη διάρκεια του ικτερικού σταδίου.
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Xολόσταση, μικρή ηπατοκυτταρική βλάβη, πολύ ήπια φλεγμονώδης αντίδραση και σπάνια διήθηση από ηωσινόφιλα.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η ηπατοτοξικότητα από την D-πενικιλλαμίνη είναι πιθανώς αντίδραση υπερευαισθησίας.
ΕΚΒΑΣΗ : Η ενδοηπατική χολόσταση κατά κανόνα αναστρέφεται μερικές εβδομάδες ή μερικούς μήνες μετά την διακοπή του φαρμάκου, αν και σε 3 ασθενείς που ανέπτυξαν ταυτόχρονα νεφρική ανεπάρκεια ή/και μυελοτοξικότητα είχε κακή κατάληξη (Sacher M and Thaler H, 1977; Barzilai D et al, 1978; Jacobs JWG et al, 1994).
Μετά την διακοπή της D-πενικιλλαμίνης η χολερυθρίνη επιστρέφει σε φυσιολογικά επίπεδα σε διάστημα μερικών εβδομάδων έως μηνών, αλλά η αλκαλική φωσφατάση μπορεί να παραμείνει αυξημένη για διάστημα έως και 6 μηνών (McLeod BD and Kinsella TD, 1979).
1.4.10.3.6 ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η συχνότητα, βαρύτητα και θνητότητα της πνευμονοτοξικότητας της D-πενικιλλαμίνης είναι πολύ μικρή.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ : Οι πνευμονικές επιπλοκές της D-πενικιλλαμίνης είναι πιθανώς συχνότερες σε μεσήλικες γυναίκες με νοσήματα του συνδετικού ιστού. Έχουν εμφανισθεί 18 ημέρες έως και >2 χρόνια μετά την έναρξη της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη και μετά από την χορήγηση 900 mg έως >1.000 gr D-πενικιλλαμίνης.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η D-πενικιλλαμίνη καθυστερεί την επούλωση των τραυμάτων σε ποντικούς, τροποποιώντας τον μεταβολισμό του κολλαγόνου. Η διαταραχή αυτή στον άνθρωπο πιθανώς διαταράσσει την λειτουργία του συστήματος αποκατάστασης, οδηγώντας σε πνευμονικές αλλοιώσεις.
α) Διάμεση ίνωση/κυψελιδίτιδα/πνευμονίτιδα από υπερευαισθησία
Κυψελιδίτιδα/ίνωση (Petersen J et al, 1978; Scott DL et al, 1981; Camus P et al, 1982) και πνευμονίτιδα από υπερευαισθησία (Davies D et al, 1980; Shettar SP et al, 1984) έχουν αναφερθεί σε ασθενείς που έπαιρναν D-πενικιλλαμίνη σε δόση 50 mg επί 18 ημέρες έως 1.000 mg επί 12 μήνες.
Σ’ έναν ασθενή, η διάμεση προσβολή του πνεύμονα υποτροπίασε μετά την επαναχορήγηση της D-πενικιλλαμίνης. Διάχυτη διάμεση πνευμονική ίνωση, σαν μία από τις εκδηλώσεις του συνδρόμου Goodpasture, έχει αναφερθεί και σε ασθενείς με νόσο του Wilson θεραπευόμενους με D-πενικιλλαμίνη (Sternlieb I et al, 1975).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Οι κλινικές εκδηλώσεις της διάμεσης πνευμονικής νόσου από D-πενικιλλαμίνη είναι άτυπες και παρόμοιες με της διάμεσης πνευμονοπάθειας από χρυσό. Χαρακτηρίζονται από αιφνίδια δύσπνοια, πυρετό, βήχα και εισπνευστικούς τρίζοντες, ενίοτε σε συνδυασμό με χολοστατική ηπατίτιδα (Kumar A et al, 1985).
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Περιφερική ηωσινοφιλία και αύξηση των επιπέδων της IgΕ στον ορό (σε ασθενείς με πνευμονίτιδα από υπερευαισθησία).
ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Διάχυτες διάμεσες διηθήσεις, κυψελιδική προσβολή με στικτή κατανομή (Camus P et al, 1982).
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ : Δείχνουν περιοριστική διαταραχή με μειωμένη διαχυτική ικανότητα ή/σε συνδυασμό με αποφρακτική διαταραχή και υποξία με υποκαπνία. Οι διαταραχές αυτές συνήθως αποκαθίστανται στο φυσιολογικό με την θεραπεία.
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Απολεπιστική κυψελιδίτιδα, υπερπλασία των κυττάρων τύπου ΙΙ, διάμεση φλεγμονή και ίνωση ή μεμονωμένη χρόνια ίνωση (Camus P et al, 1982).
ΕΚΒΑΣΗ : Η διάμεση πνευμονική ίνωση από την D-πενικιλλαμίνη συνήθως υποχωρεί με την διακοπή του φαρμάκου ή την χορήγηση κορτικοειδών ή αζαθειοπρίνης. Σε ασθενείς όμως με νόσο του Wilson και νεφρική προσβολή στα πλαίσια συνδρόμου Goodpasture έχει κακή κατάληξη. Σ’ έναν ασθενή, η πνευμονοπάθεια υποτροπίασε με την επαναχορήγηση του φαρμάκου.
β) Αλλεργική βρογχίτιδα (Tanphaichitr K, 1980).
γ) Αποφρακτική βρογχιολίτιδα
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Δεν είναι ακριβώς γνωστή. Έχει αναφερθεί κυρίως σε ασθενείς με ΡΑ (Stein HB et al, 1980; Murphy KC et al, 1981; Penny WJ et al, 1982) και σ’ έναν ασθενή με ηωσινοφιλική περιτονιίτιδα (Epler GR et al, 1979).
Εμφανίζεται 3-14 μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη και συνήθως σε δόσεις μικρότερες από τις απαιτούμενες για την εμφάνιση συνδρόμου Goodpasture (375 -1.250 mg/24ωρο) (Swainson CP et al, 1982).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Η αποφρακτική βρογχιολίτιδα από την D-πενικιλλαμίνη κλινικά είναι αδύνατο να διακριθεί από την αποφρακτική βρογχιολίτιδα που επιπλέκει την ΡΑ. Εισβάλλει υποξέως, με δύσπνοια και βήχα, συνήθως χωρίς πυρετό. Ο άρρωστος συχνά έχει αρτηριακή υποξαιμία και ταχύπνοια που οδηγεί σε υποκαπνία, και ακροαστικά μεσο-αναπνευστικό συριγμό.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Συνήθως μικρή λευκοκυττάρωση, αύξηση της ΤΚΕ, περιφερική ηωσινοφιλία (σε ασθενείς με πιθανή αντίδραση υπερευαισθησίας), αύξηση της IgG στον ορό.
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ : Είναι φυσιολογικές ή δείχνουν αύξηση της ολικής χωρητικότητας και του υπολειπόμενου όγκου και σημαντική ελάττωση της FEV1 και της FVC, ενώ η σχέση FEV1/FVC δεν επηρεάζεται από τα βρογχοδιασταλτικά (Penny WJ et al, 1982).
ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Η αποφρακτική βρογχιολίτιδα δύσκολα διαχωρίζεται από την ιδιοπαθή κυψελιδίτιδα και το σύνδρομο Goodpasture. Η απλή ακτινογραφία δείχνει δικτυωτές ή εστιακές κυψελιδικές διηθήσεις, αλλά συχνότερα υπεραερισμό ή είναι φυσιολογική, ακόμα και αν οι πνευμονικές λειτουργίες δείχνουν αποφρακτική πνευμονοπάθεια με ή χωρίς περιοριστικό στοιχείο.
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Συγκεντρική στένωση ή απόφραξη του αυλού των βρογχιολίων λόγω διήθησης του τοιχώματος από μονοπύρηνα φλεγμονώδη κύτταρα ή από πολυποειδή φλεγμονώδη μάζα (Van de Laar MA et al, 1985). Συχνά, η φλεγμονώδης εξεργασία επεκτείνεται στα γειτονικά κυψελιδικά διαφράγματα, δίνοντας γένεση σε οργανοποιό πνευμονίτιδα.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η υποκείμενη φλεγμονώδης διαδικασία (βρογχιολίτιδα οφειλόμενη στη ΡΑ) μπορεί να τροποποιείται από την D-πενικιλλαμίνη, λόγω της δράσης της στον σχηματισμό κολλαγόνου, ώστε να παρεμποδίζεται η ίαση και να διαιωνίζεται η πνευμονική βλάβη (Epler GR et al, 1979).
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ : Δεν έχουν εντοπισθεί, αν και η αποφρακτική βρογχιολίτιδα από την D-πενικιλλαμίνη είναι πιθανώς συχνότερη σε μεσήλικες γυναίκες με οροθετική ΡΑ (Van de Laar MA et al, 1985).
ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Γενικά, σοβαρή αποφρακτική νόσος των αεροφόρων οδών σε ασθενείς θεραπευόμενους με D-πενικιλλαμίνη είναι συνήθως ένδειξη βρογχιολίτιδας
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Η αποφρακτική βρογχιολίτιδα μπορεί να σχετίζεται και με την χρυσοθεραπεία σε ασθενείς με ΡΑ, όπως και σε ασθενείς που δεν θεραπεύονται με χρυσό ή D-πενικιλλαμίνη, γι’ αυτό και η συνδεόμενη με την D-πενικιλλαμίνη δύσκολα διακρίνεται από την οφειλόμενη στη βασική νόσο.
ΠΡΟΓΝΩΣΗ : Είναι πτωχή. Η αποφρακτική βρογχιολίτιδα μπορεί να υποχωρήσει με την θεραπεία, συνήθως όμως έχει κακή κατάληξη (Murphy KC et al, 1981; Penny WJ et al, 1982) ή αφήνει σοβαρές υπολειμματικές διαταραχές της πνευμονικής λειτουργίας.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ :
- Κορτικοειδή
- Βρογχοδιασταλτικά
- Ανοσοκατασταλτικά (αζαθειοπρίνη ή κυκλοφωσφαμίδη).
δ) Σύνδρομο πνεύμονα – νεφρού παρόμοιο με σύνδρομο Goodpasture
Χαρακτηρίζεται από πνευμονική αιμορραγία και προοδευτική νεφρική ανεπάρκεια. Πρόκειται μάλλον για φαρμακογενές ανοσοσυμπλεγματικό σύνδρομο, παρά για πραγματικό σύνδρομο Goodpasture.
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Είναι πολύ σπάνιο. Έχει περιγραφεί σε ασθενείς με ΡΑ (Peces R et al, 1987), νόσο του Wilson (Louie S et al, 1986) και πρωτοπαθή χολική κίρρωση (Matloff DS et al, 1980) που έπαιρναν D-πενικιλλαμίνη σε δόσεις 300 mg - 3.5 gr ημερησίως. Εμφανίζεται 10 μήνες έως 20 χρόνια μετά την έκθεση στην D-πενικιλλαμίνη (Louie S et al, 1986).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Δύσπνοια, βήχας, αιμόπτυση και αιματουρία. Τα συμπτώματα εισβάλλουν οξέως και εξελίσσονται σε λιγότερο από μίαν εβδομάδα. Συχνά αναπτύσσεται υποξαιμία, η οποία απαιτεί διασωλήνωση, μηχανική αναπνοή και θετική τελο-εκπνευστική πίεση (Louie S et al, 1986).
ΦΥΣΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ : Τρίζοντες και σημεία πύκνωσης.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ :
- Απότομη αύξηση της ουρίας και της κρεατινίνης του αίματος, σε συνδυασμό με αιματουρία και ενεργό ίζημα από κυλίνδρους ερυθρών αιμοσφαιρίων στα ούρα, πιθανώς λόγω σπειραματονεφρίτιδας.
- Κυκλοφορούντα αντισώματα έναντι της βασικής μεμβράνης των σπειραμάτων
- Κυκλοφορούντα ανοσοσυμπλέγματα (Gavaghan TE et al, 1981).
ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Διάχυτες κυψελιδικές διηθήσεις. Σε μία περίπτωση οι διηθήσεις αυτές συνενώθηκαν σε μία μεγάλη, οζώδη, σφαιρική διήθηση και σε μίαν άλλη η κυψελιδική αιμορραγία ήταν περιορισμένη και δεν συνδυαζόταν με νεφρική ανεπάρκεια (Louie S et al, 1986).
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Τα ευρήματα από τους νεφρούς και τον πνεύμονα έχουν μεγάλη ομοιότητα με τα παρατηρούμενα στο σύνδρομο Goodpasture. Τυπικά ευρήματα είναι κυψελιδική αιμορραγία με κυψελιδικά μακροφάγα πλήρη αιμοσιδηρίνης, ήπια ίνωση και αιματηρή πλευριτική συλλογή. Ο ανοσοφθορισμός δεν έχει δείξει γραμμική εναπόθεση συμπληρώματος ή ανοσοσφαιρινών ή στικτές εναποθέσεις (ενδεικτικές ανοσοσυμπλεγμάτων) στον πνευμονικό ιστό (Louie S et al, 1986).
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ : Δεν έχουν εντοπισθεί, αν και σε ασθενείς με ΡΑ προηγηθείσα θεραπεία με άλατα χρυσού μπορεί να παίζει κάποιο ρόλο (Dodd MJ et al, 1980).
ΘΕΡΑΠΕΙΑ :
- Διακοπή D-πενικιλλαμίνης
- Μηχανική υποστήριξη αναπνοής
- Αιμοδιύλιση
- Κορτικοειδή (πρεδνιζόνη 1 mg/kg/24ωρο ή μεθυλπρεδνιζολόνη 1 gr ημερησίως)
- Αζαθειοπρίνη ή κυκλοφωσφαμίδη (Peces R et al, 1987)
- Κυκλοφωσφαμίδη ΕΦ + πρεδνιζόνη per os (Van de Laar MA et al, 1985)
- Πλασμαφαίρεση + ανοσοκατασταλτικά ή αιμοδιύλιση (Matloff DS et al, 1980).
ΕΚΒΑΣΗ : Η πρόγνωση της αποφρακτικής βρογχιολίτιδας από D-πενικιλλαμίνη ποικίλλει και μπορεί να εξαρτάται από την επιθετικότητα της θεραπείας. Τέσσερις/11 ασθενείς απεβίωσαν και ένας άλλος επιβίωσε με τεχνητό νεφρό.
ε) Πνευμονικές διηθήσεις
Ένας ασθενής με ΡΑ που έπαιρνε D-πενικιλλαμίνη εμφάνισε δύσπνοια και αμφοτερόπλευρες πνευμονικές σκιάσεις στην απλή ακτινογραφία (Eastmond CJ, 1976). Οι εκδηλώσεις αυτές και η έκπτωση της πνευμονικής λειτουργίας βελτιώθηκαν με την διακοπή της D-πενικιλλαμίνης.
Ένας άλλος με παροδική πρωτεϊνουρία ανέπτυξε διάχυτες κεγχροειδείς διηθήσεις, που υφέθηκαν 2 εβδομάδες μετά την διακοπή της D-πενικιλλαμίνης (Petersen J and Moller I, 1978).
1.4.10.3.7 ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Σύνδρομο Guillain-Barre, ενίοτε σε συνδυασμό με αποφολιδωτική πέμφιγα (Knezevic W et al, 1984)
- Νευρομυοτονία (Reeback J et al, 1979)
- Περιφερική νευροπάθεια, η οποία μπορεί να υφεθεί με την διακοπή της D-πενικιλλαμίνης και την χορήγηση πυριδοξίνης (Pool KD et al, 1981)
- Πολυριζονευροπάθεια απομυελινωτικού τύπου, κινητική και κεντρική, η οποία υποχωρεί με την διακοπή του φαρμάκου (Pedersen PB and Hogenhaven H, 1990).
1.4.10.3.8 ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ
- Θόλωση όρασης (Stein HB et al, 1980)
- Φωτοφοβία (Stein HB et al, 1980)
- Οπτική νευρίτιδα (Reeback J et al, 1979)
1.4.10.3.9 ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΒΙΤΑΜΙΝΗΣ Β6
Οφείλεται σε σύνδεση της D-πενικιλλαμίνης με φωσφορική πυριδοξίνη και σχηματισμό θειαζολιδίνης.
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Είναι πολύ ασυνήθιστη. Έχει αναφερθεί ένα περιστατικό περιφερικής νευροπάθειας που αναστράφηκε μετά από διακοπή της D-πενικιλλαμίνης και χορήγηση βιταμίνης Β6 (Pool KD et al, 1981). Δεν φαίνεται να έχει κλινική σημασία, επειδή η ταυτόχρονη χορήγηση βιταμίνης Β6 με D-πενικιλλαμίνη δεν επηρεάζει την αποτελεσματικότητα ή την συχνότητα των επιπλοκών της D-πενικιλλαμίνης.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ : Η ανεπάρκεια της βιταμίνης Β6 από την D-πενικιλλαμίνη αποτρέπεται με την προληπτική συμπληρωματική χορήγηση 25 mg βιταμίνης Β6 ημερησίως σε διαφορετικό χρόνο από την D-πενικιλλαμίνη. Άλλοι συνιστούν 50-100 mg πυριδοξίνης ημερησίως μόνο σε παιδιά και ενήλικες με υπολειπόμενη ανάπτυξη, σε υποσιτιζόμενους ασθενείς και σε ασθενείς με κλινικά σημεία ανεπάρκειας πυριδοξίνης (Howard-Lock HE et al, 1986) και σκευάσματα μεταλλικών ιχνοστοιχείων (ίχνη μετάλλων).
1.4.10.3.10 ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΟΣΚΕΛΕΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Πολυαρθραλγίες-επιδείνωση αρθρίτιδας (Stein HB et al, 1980)
- Οξεία πολυαρθρίτιδα, σε ασθενείς με νόσο του Wilson (Walshe JM and Golding DN, 1977)
- Έξαρση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, με βαριά, αναπηρική εμπύρετη πολυαρθρίτιδα, η οποία αναστρέφεται με την διακοπή του φαρμάκου (Butler D and Tiliakos NA, 1986).
1.4.10.3.11 ΑΛΛΕΣ
α) Φαρμακευτικός πυρετός
Είναι πρώϊμη επιπλοκή, συνοδεύεται συχνά από γενικευμένο εξάνθημα και μερικές φορές από άλλα αλλεργικά συμπτώματα. Εμφανίζεται 7-10 ημέρες μετά την έναρξη της θεραπείας με μεγάλες δόσεις D-πενικιλλαμίνης και συνήθως επανεμφανίζεται με την επαναχορήγησή της (Strickland GT, 1972). Η συχνότητά του έχει περιορισθεί με την προοδευτική αύξηση των δόσεων της D-πενικιλλαμίνης.
Οι οξείες αυτές αντιδράσεις υπερευαισθησίας είναι απόλυτη αντένδειξη συνέχισης της D-πενικιλλαμίνης. Μερικοί ασθενείς έχουν εμφανίσει παρόμοιες αντιδράσεις μετά από την χορήγηση μιας μόνο δόσης του φαρμάκου. Ασθενείς αλλεργικοί στην πενικιλλίνη μπορεί να έχουν λίγο μεγαλύτερο κίνδυνο αλλεργίας και στην D-πενικιλλαμίνη (Bell CL and Graziano FM, 1983).
β) Υπερπλασία μαστών
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Διόγκωση των μαστών έχει αναφερθεί σε γυναίκες, αλλά και άνδρες, με ΡΑ και κυστινουρία (Finer N et al, 1984; Craig HR, 1988) και σπάνια συστηματική σκληροδερμία (Kahl LE et al, 1985) θεραπευόμενους με D-πενικιλλαμίνη.
Στους άνδρες, η διόγκωση των μαστών είναι λιγότερο έντονη και προοδευτική απ’ ό,τι στις γυναίκες, συνήθως ετερόπλευρη και υποχωρεί αυτόματα με την διακοπή της D-πενικιλλαμίνης. Σε 2 περιπτώσεις τα επίπεδα της προλακτίνης αυξήθηκαν και επανήλθαν στα φυσιολογικά μετά από θεραπεία με δαναζόλη (Rooney PJ and Cleland J, 1981; Kahl LE et al, 1985).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Η διόγκωση των μαστών συνήθως αρχίζει 9, κατά μέσον, όρο μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη και μπορεί να συνεχισθεί πολύν καιρό μετά την διακοπή της. Κλινικά, οι μαστοί συνήθως είναι ευαίσθητοι, θερμοί και εξέρυθροι.
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Aύξηση του ινώδους ιστού και του βλεννοπολυσακχαρώδους υποστρώματος με φυσιολογικά ή μέτρια αυξημένα αδενικά στοιχεία.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να αυξάνει την ευαισθησία του μαζικού ιστού στη δράση της προλακτίνης, πιθανώς δεσμεύοντας ιόντα ψευδαργύρου (Rooney PJ and Cleland J, 1981).
ΘΕΡΑΠΕΙΑ :
- Δαναζόλη 100 mg/24ωρο (Kahl LE et al, 1985)
- Θερμά επιθέματα
- Μηχανική υποστήριξη των μαστών
- Αναλγητικά φάρμακα.
1.4.11 ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΕ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ
Δεν έχει αναφερθεί.
1.4.12 ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ
Εκδηλώσεις : Αιμόλυση μετά την λήψη 4 gr D-πενικιλλαμίνης, η οποία οδήγησε σε αναιμία, αλλά υφέθηκε ταχέως.
Θεραπεία : Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την αντιμετώπιση των εκδηλώσεων της υπερδοσολογίας από την D-πενικιλλαμίνη.
1.4.13 ΚΥΗΣΗ
Στα ζώα : Η D-πενικιλλαμίνη, χορηγούμενη σε έγκυους αρουραίους σε δόση 6πλάσια της μέγιστης συνιστώμενης στον άνθρωπο, μπορεί να προκαλέσει σκελετικές ανωμαλίες, σχισμή της υπερώας και απορρόφηση του εμβρύου.
Στον άνθρωπο : Η D-πενικιλλαμίνη ενοχοποιείται για συγγενείς ανωμαλίες.
ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΑΝΩΜΑΛΙΕΣ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ D-ΠΕΝΙΚΙΛΛΑΜΙΝΗΣ ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΗΣΗΣ
- Ανωμαλίες του συνδετικού ιστού παρόμοιες με σύνδρομο Ehlers-Danlos (αναστολή της ανάπτυξης, επιπέδωση προσώπου, πλατειά ρινική γέφυρα, χαμηλά τοποθετημένα πτερύγια ώτων, βράχυνση αυχένα, πτύχωση του δέρματος των παλαμών πιθηκοειδούς τύπου και ασυνήθιστη χαλάρωση του δέρματος), σε 3 παιδιά, εκ των οποίων το ένα προερχόταν από μια γυναίκα με ΡΑ (Solomon L et al, 1977; Endres W, 1981)
- Χαλαρό δέρμα, μικρό βάρος, υποτονία και υπερευλυγισία των αρθρώσεων (Mjolnerod OK et al, 1971)
- Δερματόλυση (cutis laxa) (Rosa FW, 1986).
Πάντως, πολλές γυναίκες με νόσο Wilson, κυστινουρία (Munthe E and Kass E, 1981) και ΡΑ που έπαιρναν μεγάλες δόσεις D-πενικιλλαμίνης στη διάρκεια της κύησης γέννησαν φυσιολογικά παιδιά.
Σε γυναίκες με νόσο Wilson, η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να συνεχισθεί στη διάρκεια της κύησης, δεδομένου ότι το όφελος της θεραπείας υπερφαλαγγίζει τους κινδύνους για το έμβρυο, μόνον όμως εφ΄όσον δεν υπάρχουν ασφαλέστερες εναλλακτικές θεραπείες (Rosa FW, 1986).
Κατ΄άλλους (Lyle WH, 1978), η D-πενικιλλαμίνη μπορεί παρόμοια να χορηγηθεί σε έγκυες γυναίκες με νόσο του Wilson, αλλά σε μικρότερη δόση, και να διακόπτεται, εάν είναι δυνατόν. Στις γυναίκες αυτές, η συνέχιση της D-πενικιλλαμίνης στη διάρκεια της κύησης προστατεύει από υποτροπές της νόσου, ενώ η διακοπή της μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις. Στη διάρκεια της κύησης, η καθημερινή δόση της D-πενικιλλαμίνης δεν πρέπει να υπερβαίνει το 1 gr. Εάν έχει προγραμματισθεί καισαρική τομή, πρέπει να χορηγείται σε μειωμένη δόση (250 mg /24ωρο) τις 6 τελευταίες εβδομάδες της κύησης και μετεγχειρητικά μέχρις ότου ολοκληρωθεί η επούλωση των τραυμάτων.
Σε γυναίκες με κυστινουρία, η D-πενικιλλαμίνη, εάν είναι δυνατόν, πρέπει να αποφεύγεται στη διάρκεια της κύησης. Γυναίκες με κυστινουρία που έπαιρναν D-πενικιλλαμίνη στη διάρκεια της κύησης γέννησαν παιδιά με γενικευμένες ανωμαλίες του συνδετικού ιστού που πέθαναν μετά την κοιλιακή επέμβαση. Εάν οι λίθοι συνεχίζουν να σχηματίζονται, τα οφέλη της θεραπείας για την μητέρα πρέπει να σταθμίζονται σε σχέση με τους κινδύνους για το έμβρυο.
Σε γυναίκες με ΡΑ, η D-πενικιλλαμίνη, λόγω της τερατογόνου δράσης της, αντενδείκνυται στη διάρκεια της κύησης και πρέπει να διακόπτεται αμέσως εάν υπάρχει πιθανή ή βέβαιη εγκυμοσύνη.
Σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, η D-πενικιλλαμίνη πρέπει να χρησιμοποιείται μόνον όταν το αναμενόμενο όφελος υπερφαλαγγίζει τους πιθανούς κινδύνους για το έμβρυο.
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ :
- Η D-πενικιλλαμίνη δεν συνιστάται στη διάρκεια της κύησης και η κύηση θεωρείται αντένδειξη για την χορήγηση της
- Οι γυναίκες που συλλαμβάνουν στη διάρκεια της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη πρέπει να διακόπτουν το φάρμακο, αλλ’ όχι την κύηση.
- Σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας που παίρνουν D-πενικιλλαμίνη, πρέπει να ενθαρρύνεται η αντισύλληψη και το φάρμακο να διακόπτεται πολύ πριν από κάθε προγραμματισμένη εγκυμοσύνη.
- Σε γυναίκες με νόσο του Wilson ή κυστινουρία, η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να συνεχισθεί, δεδομένου ότι το όφελος από την συνέχισή της υπερβαίνει τους κινδύνους, αν και συνιστάται να διακόπτεται, εάν υπάρχουν ασφαλέστερα εναλλακτικά μέσα, ή προοδευτικά στην διάρκεια της κύησης ή να μειώνεται τουλάχιστον η δόση της.
- Σε γυναίκες με ΡΑ πρέπει να επιχειρείται προοδευτική διακοπή της D-πενικιλλαμίνης, αν και έχουν γεννηθεί φυσιολογικά παιδιά από γυναίκες που θεραπεύθηκαν με D-πενικιλλαμίνη στη διάρκεια της κύησης.
1.4.14 ΓΑΛΟΥΧΙΑ
Η D-πενικιλλαμίνη, αν και δεν είναι γνωστά τα επίπεδά της στο μητρικό γάλα, δεν συνιστάται στη διάρκεια της γαλουχίας. Πάντως, με βάση τις φυσικές και χημικές ιδιότητες και τα χαμηλά επίπεδα της D-πενικιλλαμίνης στον ορό των ασθενών με ΡΑ, φαίνεται ότι ο κίνδυνος διαφυγής μεγάλων δόσεων στο βρέφος είναι μικρός.
1.4.15 ΔΟΣΕΙΣ - ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ
Σ΄όλους τους ασθενείς, η D-πενικιλλαμίνη πρέπει να χορηγείται καθημερινά σε μία δόση ή, όταν υπερβαίνει το 1 gr/24ωρο, σε 3 δόσεις, 1-2 ώρες πριν από τα γεύματα γιατί τότε αποφεύγεται η αλληλεπίδρασή της με τις τροφές, και σε απόσταση από άλλα φάρμακα (ιδιαίτερα αντιόξινα και άλατα σιδήρου). Όταν χορηγείται σε διηρημένες δόσεις, η δεύτερη δόση πρέπει να λαμβάνεται 2-3 ώρες μετά το βραδινό γεύμα.
Εάν, χορηγούμενη προ φαγητού, προκαλέσει ανορεξία, ναυτία ή εμέτους, μπορεί να χορηγηθεί 1-1.5 ώρες μετά το φαγητό, αν και τότε η βιοδιαθεσιμότητά της μπορεί να αυξομειώνεται. Τα εντεροδιαλυτά σκευάσματα έχουν πολύ μικρή βιοδιαθεσιμότητα, γι’ αυτό και είναι προτιμότερα τα ακάλυπτα.
1.4.15.1 ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
Πολλά και διάφορα δοσολογικά σχήματα με D-πενικιλλαμίνη έχουν χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία της ΡΑ. Σκοπός τους είναι η έναρξη της θεραπείας με μικρές δόσεις, προοδευτικά αυξανόμενες μέχρις ότου προκύψει κλινική βελτίωση, ώστε να περιορισθεί η συχνότητα και βαρύτητα των επιπλοκών, αν και με τον τρόπο αυτό η ανταπόκριση μπορεί να καθυστερήσει να εμφανισθεί.
ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ :
Αρχική θεραπεία :
- D-πενικιλλαμίνη 125 ή 250 mg εφάπαξ ημερησίως Χ 4-8 εβδομάδες.
- Αύξηση της δόσης κατά 125-250 mg/24ωρο κάθε 4-12 εβδομάδες, ανάλογα με την ανταπόκριση και την ανοχή του ασθενούς. Η αύξηση είναι προτιμότερο να γίνεται κατά 125 mg, ιδιαίτερα εάν ο ασθενής εμφανίσει ανορεξία, ναυτία ή κνησμό στην αρχική φάση της θεραπείας.
- Συνέχιση της D-πενικιλλαμίνης στην ίδια δόση εφ΄όσον προκαλέσει ύφεση των συμπτωμάτων. Τα συμπτώματα υφίενται συνήθως με 500-750 mg D-πενικιλλαμίνης ημερησίως. Εάν, μετά από 2-3 μήνες θεραπείας με τις δόσεις αυτές, δεν εμφανισθεί βελτίωση ή σοβαρή τοξικότητα, η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να συνεχίζει να αυξάνεται κατά 250 mg/24ωρο κάθε 2-3 μήνες μέχρις ότου προκύψει ύφεση της νόσου ή τοξικότητα.
Δόσεις έως 500 mg μπορούν να χορηγηθούν εφάπαξ ημερησίως. Μεγαλύτερες, σε διηρημένες δόσεις.
Εάν η D-πενικιλλαμίνη διακοπεί λόγω τοξικότητας ή άλλων αιτίων, μπορεί να επαναχορηγηθεί με προσοχή, αρχίζοντας όμως με μικρότερη, προοδευτικά αυξανόμενη, δόση.
Κάθε μεταβολή στη δόση της D-πενικιλλαμίνης εκδηλώνεται κλινικά σε διάστημα 2, κατά μέσον όρο, μηνών, γι΄αυτό και πρέπει να γίνεται τουλάχιστον κάθε 8-12 εβδομάδες.
Σε χρόνια αιμοδιϋλιζόμενους ασθενείς η D-πενικιλλαμίνη συνιστάται να χορηγείται σε δόση 250 mg 3 φορές/εβδ. μετά την ολοκλήρωση της αιμοδιΰλισης (Matthey F et al, 1986).
Θεραπεία συντήρησης : Η δόση συντήρησης της D-πενικιλλαμίνης δεν έχει προσδιορισθεί και εξατομικεύεται ανάλογα με την ανταπόκριση του ασθενούς, γι΄αυτό και μπορεί να χρειασθεί να τροποποιηθεί.
Η δόση η κατάλληλη για θεραπεία συντήρησης καθορίζεται από την δόση στην οποία έχει παρατηρηθεί για πρώτη φορά βελτίωση. Πολλοί ασθενείς ανταποκρίνονται ικανοποιητικά σε δόσεις συντήρησης 500-750 mg/24ωρο, ενώ άλλοι, σε μικρότερες. Μερικοί χρειάζονται να αυξήσουν την δόση συντήρησης για να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή καταστολή της νόσου.
Εάν, μετά από 6-9 μήνες θεραπείας, η νόσος δεν έχει κατασταλεί πλήρως, η δόση της D-πενικιλλαμίνης μπορεί να αυξηθεί κατά 125 ή 250 mg ημερησίως κάθε 3 μήνες. Στην καθημερινή πράξη, δόσεις 1 g/24ωρο είναι ασυνήθιστες, αλλά μερικοί ασθενείς χρειάζονται έως 1.500 mg D-πενικιλλαμίνης ημερησίως.
Εάν, μετά από 3-4 μήνες θεραπείας με 1-1.5 gr D-πενικιλλαμίνης ημερησίως, δεν υπάρξει εμφανής κλινική βελτίωση, το φάρμακο πρέπει να διακόπτεται. Εάν η νόσος υφεθεί επί 6 ή περισσότερους μήνες, η δόση της D-πενικιλλαμίνης μπορεί να μειωθεί βαθμιαία κατά 125 mg ή 250 mg/24ωρο κάθε 3 μήνες.
Θεραπεία εξάρσεων : Μετά από μήνες ή χρόνια αποτελεσματικής θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη, το 10% των ασθενών εμφανίζει υποτροπές της νόσου (Rothermich NO et al, 1981). Οι υποτροπές αυτές μπορεί να οφείλονται σε πραγματική έξαρση της νόσου ή σε ταχυφυλαξία στο φάρμακο, μπορεί να υφεθούν αυτόματα μέσα σε 12 εβδομάδες και συνήθως ελέγχονται με ΜΣΑΦ.
Εάν δεν υποχωρήσουν μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα, μπορεί να χρειασθεί αύξηση της δόσης συντήρησης (π.χ. έως 750 mg/24ωρο). Αν δεν υπάρξει ανταπόκριση, η D-πενικιλλαμίνη διακόπτεται επί 3 -4 μήνες. Μη επιδείνωση της νόσου μετά την διακοπή της D-πενικιλλαμίνης είναι ένδειξη μηχανισμού ταχυφυλαξίας και το φάρμακο πρέπει να εγκαταλείπεται.
Η νόσος ενίοτε υποτροπιάζει λόγω κακής συμμόρφωσης του ασθενούς, πρόσφατης μείωσης της δόσης της D-πενικιλλαμίνης ή φαρμακευτικών αλληλεπιδράσεων. Εάν τα αίτια της υποτροπής δεν διευκρινισθούν, η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να αυξηθεί σε 750 mg/24ωρο (εάν εχορηγείτο σε μικρότερες δόσεις) ή να αντικατασταθεί από έναν άλλο παράγοντα.
Σε ασθενείς με ΡΑ, οι μεταναστευτικές πολυαρθραλγίες οι οφειλόμενες στην D-πενικιλλαμίνη είναι εξαιρετικά δύσκολο να διακριθούν από εξάρσεις της νόσου. Η διακοπή ή σημαντική μείωση της δόσης της D-πενικιλλαμίνης για μερικές εβδομάδες συνήθως προσδιορίζει το αίτιο των αρθραλγιών.
Διάρκεια θεραπείας : Η κλινική ανταπόκριση στην D-πενικιλλαμίνη εμφανίζεται συνήθως μετά από 2-6 μήνες θεραπείας (Shiokawa Y et al, 1977). Εάν δεν υπάρξει ανταπόκριση 4-6 μήνες μετά την έναρξη της αγωγής με πλήρεις δόσεις, η D-πενικιλλαμίνη πρέπει να διακόπτεται, γιατί περαιτέρω αύξηση της δόσης της δεν συνοδεύεται από αντίστοιχη βελτίωση και κυρίως γιατί συνοδεύεται από σημαντικά μεγαλύτερη τοξικότητα.
Η ιδανική διάρκεια της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη στη ΡΑ δεν έχει προσδιορισθεί. Η ύφεση της νόσου από την D-πενικιλλαμίνη μπορεί να διαρκέσει μήνες έως χρόνια, αλλά συχνά χρειάζεται συνέχιση της θεραπείας. Η D-πενικιλλαμίνη, εάν προκαλέσει ύφεση της νόσου επί 6 ή περισσότερους μήνες, μπορεί να μειωθεί βαθμιαία κατά 125 ή 250 mg/24ωρο σε διαστήματα 12 περίπου εβδομάδων.
Η μείωση της δόσης της D-πενικιλλαμίνης με σκοπό τον περιορισμό των επιπλοκών σε ασθενείς που έχουν ανταποκριθεί στο φάρμακο συχνά οδηγεί σε αύξηση της δραστηριότητας της νόσου (Ahern MJ et al, 1984). Γι’ αυτό και η D-πενικιλλαμίνη, εφ΄όσον ελέγχει ικανοποιητικά τις εκδηλώσεις της νόσου χωρίς σοβαρές επιπλοκές, μπορεί να συνεχισθεί γι’ απεριόριστο χρονικό διάστημα.
Εάν η νόσος έχει υφεθεί πάνω από 12 μήνες, υποτροπιάζει 2-7 μήνες μετά την διακοπή του φαρμάκου στο 80% των ασθενών (Ahern M et al, 1984). Εάν υποτροπιάσει, η επαναχορήγηση της D-πενικιλλαμίνης μπορεί να αποβεί εξίσου ή λιγότερο αποτελεσματική.
ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΜΕ ΑΛΛΑ ΦΑΡΜΑΚΑ : Η D-πενικιλλαμίνη δεν πρέπει να χορηγείται ταυτόχρονα με άλατα χρυσού, ανθελονοσιακά, κυτταροστατικά, οξυφαινοβουταζόνη και φαινυλοβουταζόνη. Άλλα φάρμακα (σαλικυλικά, νεότερα ΜΣΑΦ, κορτικοειδή) μπορούν να χορηγηθούν ταυτόχρονα με την D-πενικιλλαμίνη. Εάν υπάρξει βελτίωση της νόσου με την D-πενικιλλαμίνη, τα αναλγητικά και τα ΜΣΑΦ μπορούν να διακοπούν, εάν το επιτρέπει η κλινική κατάσταση του ασθενούς. Η διακοπή των κορτικοειδών πρέπει να γίνεται βαθμιαία και μπορεί να απαιτήσει πολλούς μήνες μέχρις ότου ολοκληρωθεί.
1.4.15.2 ΝΕΑΝΙΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΔΟΣΗ : 5-10 mg/kg/24ωρο (μέγιστη δόση 10 mg/kg/24ωρο ή 750 mg/24ωρο). Η δόση αυτή μπορεί να χορηγηθεί εφάπαξ κάθε πρωί προ φαγητού. Στην Ευρώπη έχουν χρησιμοποιηθεί δόσεις 15 mg/kg/24 ωρο ή και μεγαλύτερες, εάν δεν έχουν ανταπόκριση.
ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ :
1ο σχήμα : Αρχική δόση 125 mg/24ωρο, αυξανόμενη κάθε 2-3 μήνες μέχρι την μέγιστη συνιστώμενη.
2ο σχήμα : Αρχική δόση 50 mg/24ωρο, αυξανόμενη κάθε 2 εβδομάδες μέχρι την μέγιστη συνιστώμενη.
3ο σχήμα : Αρχική δόση 50 mg/24ωρο σε παιδιά βάρους <20 kg και 100 mg/24ωρο, σε παιδιά βάρους >20 kg, αυξανόμενη έως την μέγιστη δόση 20 mg/kg. Στη δόση αυτή η D-πενικιλλαμίνη συνεχίζεται επί 2 χρόνια, εκτός εάν η νόσος έχει υφεθεί, οπότε μειώνεται σε δόση συντήρησης 125 ή 250 mg ημερησίως.
Πριν από την έναρξη της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη, αλλά και πριν από κάθε αύξηση της δόσης και μετά κάθε μήνα, πρέπει να γίνεται πλήρης εργαστηριακός έλεγχος (γενική αίματος, αιμοπετάλια, γενική ούρων, ηπατικές δοκιμασίες, έλεγχος νεφρικής λειτουργίας). Άλλοι συνιστούν εξετάσεις αίματος και ούρων κάθε εβδομάδα στη διάρκεια της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη.
ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ : Εάν, μετά από 6 μήνες θεραπείας με πλήρεις δόσεις D-πενικιλλαμίνης δεν υπάρξει σημαντική βελτίωση, η D-πενικιλλαμίνη πρέπει να διακόπτεται. Η D-πενικιλλαμίνη πρέπει να συνεχίζεται επί ένα χρόνο μετά την πλήρη ύφεση της νόσου. H θεραπεία με D-πενικιλλαμίνη πρέπει να διαρκεί επί 3 συνεχή χρόνια για να έχει τροποποιητική δράση στη ΝΡΑ.
1.4.15.3 ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΣΚΛΗΡΟΔΕΡΜΙΑ
ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ : 250 mg/24ωρο, αυξανόμενη κάθε 2-3 μήνες κατά 250 mg μέχρι την μέγιστη δόση των 750-1.500 mg/24ωρο.
1.4.15.4 ΝΟΣΟΣ WILSON
ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ : Σε ασθενείς που δεν μπορούν να ανεχθούν 1 g/24ωρο, η θεραπεία μπορεί να αρχίσει με 250 mg D-πενικιλλαμίνης ημερησίως, αυξανόμενη βαθμιαία. Σπάνια χρειάζεται να υπερβεί τα 2 gr/24ωρο.
Η ιδανική δόση της D-πενικιλλαμίνης μπορεί να προσδιορισθεί με την μέτρηση της απεκκρινόμενης από τα ούρα ποσότητας του χαλκού και με την μέτρηση του ελεύθερου χαλκού στον ορό. Τα ούρα πρέπει να συλλέγονται σε ένα ποτήρι ελεύθερο χαλκού και να αναλύονται ποσοτικά για χαλκό πριν και αμέσως μετά την έναρξη της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη.
Η μέτρηση του χαλκού των ούρων 24ώρου έχει μεγαλύτερη αξία την 1η εβδομάδα της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη. Η D-πενικιλλαμίνη, σε δόσεις 0.75-1.5 gr, προκαλεί αποβολή >2 mg χαλκού ημερησίως, η οποία και συνεχίζεται επί 3 περίπου μήνες, γι΄αυτό και η πιο αξιόπιστη μέθοδος παρακολούθησης της θεραπείας συντήρησης είναι ο προσδιορισμός του ελεύθερου χαλκού στον ορό. Οι επαρκώς θεραπευόμενοι ασθενείς συνήθως έχουν <10 mcg ελεύθερου χαλκού/dl στον ορό. Εάν εμφανισθεί δυσανεξία στην D-πενικιλλαμίνη, μπορεί να χορηγηθεί εναλλακτικά υδροχλωρική τριεντίνη.
1.4.15.5 ΚΥΣΤΙΝΟΥΡΙΑ
Η D-πενικιλλαμίνη χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με την συμβατική θεραπεία. Η ελάττωση της κυστίνης των ούρων περιορίζει την κρυσταλλουρία και προλαβαίνει τον σχηματισμό λίθων και, σε μερικές περιπτώσεις, μειώνει το μέγεθος και διαλύει τους ήδη σχηματισμένους λίθους.
ΔΟΣΗ :
- Ενήλικες : 2 gr ημερησίως (δοσολογικό εύρος 1-4 gr/24ωρο)
- Παιδιά : 30 mg/kg/24ωρο.
Η συνολική ημερήσια ποσότητα της D-πενικιλλαμίνης πρέπει να χορηγείται σε 4 ίσες δόσεις. Εάν δεν είναι δυνατή η χορήγησή της κάθε 6 ώρες, η μεγαλύτερη δόση πρέπει να χορηγείται προ της νυχτερινής κατάκλισης. Εάν οι επιπλοκές επιβάλλουν μείωση της δόσης, πρέπει να διατηρείται η προ της κατάκλισης δόση.
ΔΟΔΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ : Η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να αρχίσει, όπως στη ΡΑ, σε δόση 250 mg /24ωρο, αυξανόμενη προοδευτικά στο επιθυμητό ύψος. Με τον τρόπο αυτό ελέγχονται στενότερα οι δράσεις του φαρμάκου και μειώνεται η συχνότητα των επιπλοκών.
Η δόση της D-πενικιλλαμίνης πρέπει να βασίζεται στην ποσότητα της απεκκρινόμενης από τα ούρα κυστίνης, η οποία πρέπει να είναι <100 mg/24ωρο σε ασθενείς με ιστορικό νεφρολιθίασης ή/και πόνο ή 100-200 mg/24ωρο σε ασθενείς χωρίς ιστορικό νεφρολιθίασης.
Επιπρόσθετα με την D-πενικιλλαμίνη, οι ασθενείς πρέπει να πίνουν μεγάλες ποσότητες υγρών, ιδιαίτερα 500 ml πριν από την κατάκλιση και στη διάρκεια της νύχτας όταν τα ούρα είναι περισσότερο συμπυκνωμένα και όξινα απ΄ ό,τι στη διάρκεια της ημέρας. Γενικά, όσο περισσότερα υγρά προσλαμβάνουν, τόσο μικρότερη δόση D-πενικιλλαμίνης χρειάζονται.
1.4.15.6 ΠΡΩΤΟΠΑΘΗΣ ΧΟΛΙΚΗ ΚΙΡΡΩΣΗ
ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ : Στους ενήλικες, η D-πενικιλλαμίνη χορηγείται αρχικά σε δόση 250 mg/24ωρο, αυξανόμενη κατά 250 mg κάθε 2 εβδομάδες μέχρι την δόση συντήρησης (1 gr/24 ωρο, δηλ. 250 mg 4 φορές ημερησίως).
1.4.15.7 ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΗ ΑΠΟ ΜΟΛΥΒΔΟ
ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ : Η D-πενικιλλαμίνη γενικά συνιστάται να χορηγείται σε δόσεις 20-30 mg/kg/24ωρο όταν έχει προηγηθεί θεραπεία με δινάτριο EDTA ή/και διμερκαπρόλη ή succimer per os.
1.4.16 ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ - ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ
Νεογνά : Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την χρήση της D-πενικιλλαμίνης στα νεογνά.
Παιδιά : Η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να χορηγηθεί σε παιδιά με ρευματικά νοσήματα ηλικίας > 4 ετών. Πάντως, η αποτελεσματικότητά της στη ΝΡΑ δεν έχει προσδιορισθεί.
Ηλικιωμένοι : Οι ηλικιωμένοι πιθανώς έχουν αυξημένη συχνότητα αιματολογικών επιπλοκών από την D-πενικιλλαμίνη, αν και άλλοι δεν συμφωνούν (Kean WF et al, 1982).
Κύηση :Η D-πενικιλλαμίνη δεν πρέπει να χορηγείται στη διάρκεια της κύησης.
Γαλουχία : Η D-πενικιλλαμίνη δεν συνιστάται στη διάρκεια της γαλουχίας.
Αλλεργία ή υπερευαισθησία στην D-πενικιλλαμίνη : Δεν είναι αντένδειξη της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη. Οι ασθενείς όμως με ιστορικό σοβαρών αναφυλακτικών αντιδράσεων στην πενικιλλίνη πρέπει να κάνουν δερματική δοκιμασία ευαισθησίας πριν αρχίσουν την θεραπεία με D-πενικιλλαμίνη. Αντίστροφα, ιστορικό σοβαρής τοξικότητας στην D-πενικιλλαμίνη μπορεί να είναι αντένδειξη της θεραπείας με πενικιλλίνη (Halverson PB et al, 1978).
Κατ’ άλλους, η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να χορηγηθεί με ασφάλεια σε ασθενείς με ιστορικό υπερευαισθησίας στην πενικιλλίνη (Bell CL and Graziano FM, 1983).
Ταυτόχρονη θεραπεία με άλλα φάρμακα : Η D-πενικιλλαμίνη δεν πρέπει να χορηγείται ταυτόχρονα με ενέσιμο χρυσό, ανθελονοσιακά, κυτταροστατικά, οξυφαινοβουταζόνη ή φαινυλοβουταζόνη, επειδή τα φάρμακα αυτά έχουν παρόμοιες σοβαρές αιματολογικές και νεφρικές επιπλοκές. Οι ασθενείς που διέκοψαν την χρυσοθεραπεία λόγω σοβαρών τοξικών αντιδράσεων είναι πιθανότερο να εμφανίσουν αντιδράσεις και στην D-πενικιλλαμίνη, αν και όχι απαραίτητα του ίδιου τύπου.
Αιματολογικές επιπλοκές : Η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να προκαλέσει ανεπάρκεια σιδήρου, ιδιαίτερα σε παιδιά και εμμηνορυσιακές γυναίκες. Στη νόσο Wilson, η ανεπάρκεια του σιδήρου μπορεί να είναι αποτέλεσμα της χαμηλής διαιτητικής πρόσληψης χαλκού και πιθανώς σιδήρου, ενώ στην κυστινουρία, μεθειονίνης και πρωτεϊνών. Εάν εμφανισθεί σιδηροπενική αναιμία στη διάρκεια της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη μπορεί να χορηγηθεί συμπληρωματικός σίδηρος, αλλά σε απόσταση 2 ωρών από την D-πενικιλλαμίνη, γιατί μπορεί να εξασθενήσει την δράση της.
Φαρμακευτικός πυρετός : Η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να προκαλέσει έντονη εμπύρετη αντίδραση, συνήθως την 2η-3η εβδομάδα της θεραπείας, συνοδευόμενη ενίοτε από κηλιδώδες δερματικό εξάνθημα.
Σε ασθενείς με νόσο Wilson ή κυστινουρία, η αντίδραση αυτή επιβάλλει προσωρινή διακοπή της D-πενικιλλαμίνης μέχρις ότου υποχωρήσει. Στη συνέχεια, η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να επαναχορηγηθεί σε μικρή δόση, προοδευτικά αυξανόμενη μέχρις ότου φθάσει στο επιθυμητό ύψος. Σε ασθενείς με ΡΑ επιβάλλει διακοπή της D-πενικιλλαμίνης και αλλαγή της θεραπείας, δεδομένου ότι υποτροπιάζει πολύ συχνά με την επαναχορήγηση της D-πενικιλλαμίνης.
Βλεννογονοδερματικές αντιδράσεις : Στη διάρκεια της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη το δέρμα και οι βλεννογόνοι του ασθενούς πρέπει, σε κάθε επίσκεψη, να επισκοπούνται για πρώϊμα και όψιμα εξανθήματα.
Το πρώϊμο εξάνθημα είναι συχνότερο και εμφανίζεται στη διάρκεια των πρώτων μηνών της θεραπείας. Είναι συνήθως γενικευμένο, κνιδωτικό, ερυθηματώδες, κηλιδοβλατιδώδες ή πολύμορφο και υποδύεται αλλεργικό εξάνθημα από άλλα φάρμακα. Συνήθως εξαφανίζεται μερικές ημέρες μετά την διακοπή της D-πενικιλλαμίνης και σπάνια υποτροπιάζει μετά την εκ νέου, σε μικρότερη δόση, χορήγησή της. Ο κνησμός και το πρώϊμο εξάνθημα συχνά υποχωρούν με αντιϊσταμινικά.
Το όψιμο εξάνθημα είναι λιγότερο συχνό, εμφανίζεται συνήθως μετά από 6 ή περισσότερους μήνες και απαιτεί διακοπή της D-πενικιλλαμίνης. Συνήθως εντοπίζεται στον κορμό, συνοδεύεται από έντονο κνησμό και δεν ανταποκρίνεται στα τοπικά κορτικοειδή. Μπορεί να εξαφανισθεί μερικές εβδομάδες μετά την διακοπή της D-πενικιλλαμίνης και συνήθως υποτροπιάζει μετά την επαναχορήγησή της.
Η θεραπεία με D-πενικιλλαμίνη επιπλέκεται με διάφορους τύπους πέμφιγας, κυρίως κοινή ή φυλλοειδή (foliaceous). Η φυλλοειδής πέμφιγα υποδύεται κλινικά σμηγματόρροια, γι΄ αυτό και η διάγνωση της μπορεί να καθυστερήσει. Εάν εμφανισθεί οποιοσδήποτε τύπος πέμφιγας στη διάρκεια της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη, το φάρμακο πρέπει να διακόπτεται. Η θεραπεία συνίσταται σε μεγάλες δόσεις κορτικοειδών ενίοτε σε συνδυασμό με ανοσοκατασταλτικά και μπορεί να διαρκέσει μερικές μόνον εβδομάδες ή μήνες, αλλά και πάνω από ένα χρόνο.
Φαρμακευτικός ΣΕΛ : Μερικοί ασθενείς θεραπευόμενοι με D-πενικιλλαμίνη εμφανίζουν θετικά ΑΝΑ και ενίοτε σύνδρομο παρόμοιο με ΣΕΛ. Ο φαρμακευτικός λύκος από την D-πενικιλλαμίνη δεν συνδέεται με υποσυμπληρωματιναιμία και μπορεί να υπάρχει χωρίς νεφροπάθεια. Η ανεύρεση θετικών ΑΝΑ σε ασθενείς θεραπευόμενους με D-πενικιλλαμίνη δεν επιβάλλει διακοπή του φαρμάκου, αλλά τακτική παρακολούθηση των ασθενών γιατί μπορεί να εμφανίσουν σύνδρομο παρόμοιο με ερυθηματώδη λύκο.
Στοματίτιδα : Η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να προκαλέσει στοματικά έλκη, τα οποία ενίοτε έχουν όψη αφθώδους στοματίτιδας. Η στοματίτιδα συνήθως υποχωρεί μετά από μείωση της δόσης, αλλ΄υποτροπιάζει μετά την επαναχορήγηση, της D-πενικιλλαμίνης.
Η D-πενικιλλαμίνη μπορεί, σπάνια, να προκαλέσει συγχειλίτιδα, γλωσσίτιδα και ουλοστοματίτιδα. Οι στοματικές αυτές αλλοιώσεις συχνά είναι δοσοεξαρτώμενες και μπορεί να αποτρέψουν περαιτέρω αύξηση της δόσης ή επιβάλλουν διακοπή της D-πενικιλλαμίνης.
Διαταραχές γεύσης : Η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να προκαλέσει υπογευσία, η οποία μπορεί να διαρκέσει 2-3 μήνες ή περισσότερο και να οδηγήσει σε πλήρη απώλεια της γεύσης. Η υπογευσία είναι σπάνια σε ασθενείς με νόσο Wilson και συνήθως αυτοπεριορίζεται, παρά την συνέχιση του φαρμάκου.
Ηπατοτοξικότητα : Η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να προκαλέσει, σπάνια, ενδοηπατική χολόσταση και τοξική ηπατίτιδα, γι΄αυτό και πρέπει να γίνονται ηπατικές λειτουργικές δοκιμασίες κάθε 6 μήνες σ΄όλη την διάρκεια της θεραπείας.
Νεφροτοξικότητα : Σε ασθενείς με ΡΑ, η D-πενικιλλαμίνη πρέπει να διακόπτεται εάν εμφανισθεί ανεξήγητη μεγάλη αιματουρία ή επίμονη μικροσκοπική αιματουρία. Οι νεφρικές αυτές επιπλοκές μπορεί να υποχωρήσουν ακόμα και 12 ή περισσότερους μήνες μετά την διακοπή της D-πενικιλλαμίνης.
Πρωτεϊνουρία ή/και αιματουρία στη διάρκεια της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη μπορεί να είναι προειδοποιητικό σημείο μεμβρανώδους σπειραματονεφρίτιδας, η οποία μπορεί να εξελιχθεί σε νεφρωσικό σύνδρομο, γι΄αυτό και επιβάλλει τακτική παρακολούθηση. Σε μερικούς ασθενείς, η πρωτεϊνουρία εξαφανίζεται παρά την συνέχιση του φαρμάκου, ενώ σε άλλους επιβάλλει διακοπή του. Κάθε περίπτωση πρωτεϊνουρίας ή αιματουρίας στη διάρκεια της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη πρέπει να διευκρινίζεται κατά πόσον είναι εκδήλωση φαρμακογενούς σπειραματοπάθειας ή σχετίζεται με την D-πενικιλλαμίνη.
Οι ασθενείς με ΡΑ και μέτρια πρωτεϊνουρία μπορούν να συνεχίσουν με προσοχή την D-πενικιλλαμίνη στην ίδια δόση, αλλά με συχνή (κάθε 1-2 εβδομάδες) εξέταση του λευκώματος ούρων 24ώρου. Εάν η πρωτεϊνουρία υπερβαίνει το 1 gr ημερησίως ή αυξάνεται προοδευτικά, επιβάλλεται διακοπή ή μείωση της δόσης του φαρμάκου. Σε μερικούς ασθενείς, η πρωτεϊνουρία υποχωρεί με μείωση της δόσης της D-πενικιλλαμίνης.
Εάν, στη διάρκεια της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη, εμφανισθεί σύνδρομο Goodpasture (νεφρικές διαταραχές σε συνδυασμό με αιμόπτυση και πνευμονικές διηθήσεις στην απλή ακτινογραφία), η D-πενικιλλαμίνη πρέπει να διακόπτεται άμεσα.
Σε ασθενείς με νόσο Wilson ή κυστινουρία και δυνητικά σοβαρές νεφρικές επιπλοκές, οι κίνδυνοι της συνέχισης της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη πρέπει να σταθμίζονται σε σχέση με το αναμενόμενο θεραπευτικό όφελος.
Οι ασθενείς με κυστινουρία που παίρνουν D-πενικιλλαμίνη πρέπει να κάνουν κάθε χρόνο απλή ακτινογραφία ή/και υπερηχογράφημα νεφρών, δεδομένου ότι μπορεί να αναπτύξουν ταχύτατα, ακόμα και μέσα σε 6 μήνες, νεφρικούς λίθους από κυστίνη.
Πνευμονοτοξικότητα : Η D-πενικιλλαμίνη μπορεί, σπάνια, να προκαλέσει αποφρακτική βρογχιολίτιδα. Γι΄αυτό και οι ασθενείς που θεραπεύονται με D-πενικιλλαμίνη πρέπει να αναφέρουν αμέσως κάθε πνευμονικό σύμπτωμα, όπως δύσπνοια, ανεξήγητο βήχα ή συριγμό, και να υποβάλλονται σε πλήρη πνευμονολογικό έλεγχο.
Επιπλοκές από το νευρικό σύστημα : Η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να προκαλέσει μυασθενικό σύνδρομο, ενίοτε εξελισσόμενο σε βαριά μυασθένεια. Πρώϊμες εκδηλώσεις μυασθένειας είναι πτώση και διπλωπία, με αδυναμία των εξω-οφθαλμικών μυών, και συνήθως υποχωρούν με την διακοπή της θεραπείας.
1.4.17 ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
- Η τοξικότητα της D-πενικιλλαμίνης μπορεί να περιορισθεί με την χορήγηση μικρότερων δόσεων, βραδύτερη αύξηση της δόσης, προσεκτική παρακολούθηση και ελάττωση της δόσης ή διακοπή του φαρμάκου με τα πρώτα σημεία διαταραχής των αιματολογικών παραμέτρων.
- Σε ασθενείς με νόσο Wilson ή κυστινουρία, η D-πενικιλλαμίνη πρέπει, σαν κανόνας, να χορηγείται σε καθημερινή βάση. Διακοπή της ακόμα και για μερικές ημέρες μπορεί να ακολουθηθεί από αντιδράσεις ευαισθησίας μετά την επαναχορήγηση του φαρμάκου.
- Λόγω του κινδύνου ανάπτυξης τοξικών αντιδράσεων, ιδιαίτερα αιματολογικών, η D-πενικιλλαμίνη πρέπει να αναγράφεται για περιορισμένο χρονικό διάστημα.
- Οι ασθενείς με HLADR3 και B8 έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο νεφροπάθειας, ενώ το DR2 συνδέεται με πολύ μικρή συχνότητα νεφροπάθειας από την D-πενικιλλαμίνη. Οι ασθενείς με θετικά αντι-Ro(SSA) έχουν μεγαλύτερη συχνότητα επιπλοκών από την D-πενικιλλαμίνη από την αναμενόμενη. Οι συσχετίσεις αυτές δεν αποτελούν αντένδειξη της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη, γι’ αυτό και τα αντιγόνα ιστοσυμβατότητας, όπως και η κατάσταση σουλφοξείδωσης, δεν είναι ανάγκη να προσδιορίζονται πριν από την έναρξη της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη.
- Οι ασθενείς με νόσο Wilson και κυστινουρία πρέπει να παίρνουν συμπληρωματικά 25 mg πυριδοξίνης ημερησίως στη διάρκεια της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη, δεδομένου ότι η D-πενικιλλαμίνη αυξάνει τις απαιτήσεις σε πυριδοξίνη. Συνιστώνται επίσης πολυβιταμινούχα σκευάσματα, αλλά ελεύθερα χαλκού σε ασθενείς με νόσο Wilson. Πυριδοξίνη μπορεί ακόμα να χορηγηθεί συμπληρωματικά και στους διατρεφόμενους πτωχά ασθενείς με ΡΑ. Τα συμπληρώματα μετάλλων πρέπει να αποφεύγονται, γιατί μπορεί να καταστείλουν την ανταπόκριση στη D-πενικιλλαμίνη.
- Η D-πενικιλλαμίνη αυξάνει την ποσότητα του διαλυτού κολλαγόνου. Στους αρουραίους, η δράση αυτή οδηγεί σε αναστολή της φυσιολογικής επούλωσης και αύξηση της ελαστικότητας του δέρματος. Στον άνθρωπο, μπορεί να οφείλεται στην αυξημένη ευθραυστότητα του δέρματος σε σημεία ιδιαίτερα επιρρεπή σε πίεση ή κακώσεις, όπως οι ώμοι, οι αγκώνες, τα γόνατα, τα δάκτυλα των ποδών και οι γλουτοί. Οι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν εξαγγείωση αίματος με την μορφή πορφυρικών περιοχών, με εξωτερική αιμορραγία εάν το δέρμα ραγεί, ή φυσαλίδων που περιέχουν σκοτεινό αίμα. Οι αλλοιώσεις αυτές δεν επιβάλλουν διακοπή της D-πενικιλλαμίνης και μπορεί να μην υποτροπιάσουν εάν η δόση του φαρμάκου μειωθεί.
- Η D-πενικιλλαμίνη δρα στο κολλαγόνο και την ελαστίνη, γι΄αυτό και, πριν από κάθε χειρουργική επέμβαση, πρέπει να χορηγείται σε μειωμένη δόση (250 mg/24ωρο), αυξανόμενη στα προχειρουργικά επίπεδα μετά την ολοκλήρωση της επούλωσης.
1.4.18 ΚΛΙΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ - ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ
- Η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να προκαλέσει σοβαρές αιματολογικές και νεφρικές επιπλοκές σε οποιαδήποτε φάση της θεραπείας, γι΄αυτό και πρέπει να γίνονται εξετάσεις ούρων, μέτρηση των κυττάρων του περιφερικού αίματος και προσδιορισμός της Hb κάθε 2 εβδομάδες τουλάχιστον τους 6 πρώτους μήνες της θεραπείας και μετά, κάθε μήνα.
- Οι ασθενείς πρέπει να αναφέρουν αμέσως κάθε σημείο και σύμπτωμα κοκκιοκυτταροπενίας ή/και θρομβοπενίας, όπως πυρετό, πονόλαιμο, ρίγη, μώλωπες ή αιμορραγία.
- Πτώση των λευκών αιμοσφαιρίων <3.500/mm3 προαναγγέλλει διακοπή της θεραπείας με D-πενικιλλαμίνη. Πτώση των αιμοπεταλίων <100.000 mm3, ακόμα και αν δεν συνοδεύεται από κλινική αιμορραγία, επιβάλλει τουλάχιστον προσωρινή διακοπή της D-πενικιλλαμίνης. Προοδευτική πτώση των αιμοπεταλίων ή των λευκών αιμοσφαιρίων σε 3 διαδοχικές μετρήσεις, ακόμα και αν είναι εντός των φυσιολογικών ορίων, επιβάλλει προσωρινή τουλάχιστον διακοπή της D-πενικιλλαμίνης.
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΟΡΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΠΕΝΙΚΙΛΛΑΜΙΝΗΣ
- Απλαστική αναιμία
- Λευκοπενία (<3.000 mm3)
- θρομβοπενία (<100.000 mm3)
- Νεφρωσικό σύνδρομο
- Ανεξήγητη προοδευτικά επιδεινούμενη μικροσκοπική αιματουρία που επιμένει > 30 ημέρες
- Μεγάλη αιματουρία
- Οποιοδήποτε από τα αυτοάνοσα σύνδρομα.
1.4.19 ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ
Εμπορική ονομασία |
Μορφές-περιεκτικότητες |
Κατασκευαστής |
Penicillamine |
Caps 100 x 250 mg |
ΙΦΕΤ |
1.4.20 ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ
Κάψουλες : Κάθε κάψουλα περιέχει 125 ή 250 mg D-πενικιλλαμίνης και άλλα, ανενεργή, συστατικά (D & C Yellow 10, ζελατίνη, λακτόζη, στεαρικό μαγνήσιο και διοξείδιο του τιτανίου). Οι κάψουλες των 125 mg περιέχουν επίσης οξείδιο του σιδήρου.
ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ D-ΠΕΝΙΚΙΛΛΑΜΙΝΗΣ
Η D-πενικιλλαμίνη είναι αποτελεσματικό φάρμακο στη θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, λόγω όμως της τοξικότητάς της η χρήση της έχει περιορισθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Πάντως, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις αποτυχίας ή διακοπής λόγω τοξικότητας των άλλων, λιγότερο τοξικών, DMARDs. Στη συστηματική σκληροδερμία είναι ακόμα το φάρμακο εκλογής, γιατί μπορεί να μειώσει την πάχυνση του δέρματος και να αποτρέψει την νεφρική κρίση του σκληροδέρματος, αν και τελευταία έχει αντικατασταθεί από την μεθοτρεξάτη.