Ετανερσέπτη (Enbrel)
Η ετανερσέπτη είναι διμερές μιας χιμαιρικής πρωτεΐνης, προϊόν γενετικής μηχανικής από την σύντηξη της περιοχής εξωκυττάριας σύνδεσης του υποδοχέα-2 του ανθρώπινου TNF (TNFR) με την περιοχή Fc της ανθρώπινης IgG1. Το συστατικό Fc αποτελείται από τον δακτύλιο, τα τμήματα CH2 και CH3, αλλ΄όχι το τμήμα CH1, της IgG1. Η ετανερσέπτη παρασκευάζεται με τεχνολογία ανασυνδυασμένου DNA σε σύστημα έκφρασης θηλαστικών στην ωοθήκη κινέζικου χάμστερ. Η ισχύς προσδιορίζεται με την μέτρηση της ικανότητας της ετανερσέπτης να εξουδετερώνει την αναστολή της ανάπτυξης των κυττάρων Α375 που γίνεται με την μεσολάβηση του TNF-α. Η ειδική δραστικότητα της ετανερσέπτης είναι 1.7Χ106 U/mg.
Περιγραφή : Η ετανερσέπτη υπάρχει σαν στείρα, λευκή, ελεύθερη συντηρητικών, λυοφιλοποιημένη σκόνη για παρεντερική χορήγηση. Περιέχει 934 αμινοξέα και έχει μοριακό βάρος περίπου 150 kD. Μετά την ανασύσταση, το διάλυμα της ετανερσέπτης είναι καθαρό και διαυγές και έχει pH 7.4 ± 0.3.
2.7.2.2 ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ
Ο TNF είναι μια φυσική κυτταροκίνη, η οποία συμμετέχει στις φυσιολογικές φλεγμονώδεις και ανοσολογικές απαντήσεις. Παίζει σημαντικό ρόλο στις φλεγμονώδεις διεργασίες της ΡΑ και της πολυαρθρικής ΝΡΑ. Το αρθρικό υγρό των ασθενών με ΡΑ περιέχει TNF σε μεγάλες συγκεντρώσεις. Φυσιολογικά, υπάρχουν 2 ιδιαίτεροι υποδοχείς για τον TNF (TNFRs), μία πρωτεΐνη 55 Kd (p55) και μία, 75 Kd (p75). Οι πρωτεΐνες αυτές υπάρχουν σαν μονομερή μόρια στις επιφάνειες των κυττάρων και σε διαλυτές μορφές. Η βιολογική δραστηριότητα του TNF εξαρτάται από την σύνδεσή του με οποιονδήποτε από τους TNFR.
ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ - ΤΡΟΠΟΣ ΔΡΑΣΗΣ :
- Συνδέεται ειδικά με τον TNF και αναστέλλει ανταγωνιστικά την σύνδεσή του με τους υποδοχείς του στην επιφάνεια των κυττάρων και με αυτό τον τρόπο αναστέλλει την βιολογική του δραστηριότητα.
- Αναστέλλει την δραστηριότητα του TNF και δρα σε διάφορα μοντέλα φλεγμονής, όπως η κολλαγονο-επαγόμενη murine αρθρίτιδα, in vitro (Wooley PH et al, 1993).
- Αναστέλλει την σύνδεση του TNF-α και του TNF-β (LTa) με τους υποδοχείς του TNF της επιφάνειας του κυττάρου, αδρανοποιώντας βιολογικά τον TNF. Τα κύτταρα που εκφράζουν τον διαμεμβρανικό TNF που συνδέεται με την ετανερσέπτη δεν λύονται in vitro με την παρουσία ή απουσία συμπληρώματος (Wooley PH et al, 1993).
- Ρυθμίζει τις βιολογικές απαντήσεις που ελέγχονται από άλλα μεταγενέστερα μόρια, τα οποία επάγονται ή ρυθμίζονται από τον TNF. Π.χ. μπορεί να τροποποιήσει την έκφραση των μορίων συγκόλλησης που ευθύνονται για την μετανάστευση των λευκών αιμοσφαιρίων (π.χ. E- σελεκτίνη και, σε μικρότερο βαθμό, ενδοκυττάρια μόρια συγκόλλησης), τα επίπεδα των κυτταροκινών στον ορό (π.χ. IL-6) και τα επίπεδα της MMP-3 της θεμέλιας ουσίας στον ορό (Wooley PH et al, 1993).
2.7.2.3 ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ
- Δεν είναι γενοτοξική, τόσο in vitro, όσο και in vivo.
- Δεν προκαλεί θάνατο ή εμφανή σημεία τοξικότητας, χορηγούμενη εφάπαξ σε δόση 2 gr/kg ή ενδοφλεβίως σε δόση 1 gr/kg, σε ποντικούς και αρουραίους.
- Δεν είναι τοξική, εάν χορηγηθεί υποδόρια σε δόση 15 mg/kg 2 φορές/εβδομάδα επί 4 ή 26 συνεχείς εβδομάδες, σε πιθήκους.
- Δεν έχει μεταλλαξιογόνο δράση, τόσο in vitro όσο και in vivo.
2.7.2.4 ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ
Η ετανερσέπτη, χορηγούμενη εφάπαξ υποδόρια, απορροφάται βραδέως από το σημείο της ένεσης, φθάνοντας σε μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα μετά από 48 ώρες. Η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητά της ανέρχεται σε 76%.
Σε υγιείς εθελοντές, μετά από μίαν απλή δόση 25 mg, οι μέσες μέγιστες συγκεντρώσεις της ετανερσέπτης στον ορό ανέρχονται σε 1.65 ± 0.66 μg/ml και η AUC, σε 235 ± 96.6 μg/h/ml.
Ο κεντρικός όγκος κατανομής της ετανερσέπτης είναι 7.6 l, ενώ ο όγκος κατανομής σε σταθερή κατάσταση, 10.4 l. H ετανερσέπτη έχει μακρό t(1/2) (περίπου 70 ώρες).
Σε ασθενείς με ΡΑ, η κάθαρση της ετανερσέπτης ανέρχεται σε 0.066 l/h, λίγο χαμηλότερη απ΄ ό,τι σε υγιείς εθελοντές (0.11 l/h). Μετά την εφάπαξ υποδόρια ένεση 25 mg ετανερσέπτης, ο μέσος t(1/2) ανέρχεται σε 115 ώρες (εύρος 98-300 ώρες), με κάθαρση 89 ml/h (52 ml/h/m2), ο Cmax, σε 1.2 mcg/ml (εύρος 0.6 έως 1.5 mcg/ml) και ο Τmax, σε 72 ώρες (εύρος 48-96 ώρες). Μετά την χορήγησή της επί 6 συνεχείς μήνες σε δόση 25 mg 2 φορές εβδομαδιαίως, η ετανερσέπτη φθάνει σε μέσα επίπεδα 3.0 mcg/ml (εύρος 1.7-5.6 mcg/ml). Σε ορισμένους ασθενείς, φαίνεται ότι τα επίπεδα της ετανερσέπτης στον ορό, μετά από επανειλημμένες δόσεις, αυξάνονται κατά 2-5 φορές.
Σε παιδιά με ΡΑ, οι μέσες συγκεντρώσεις της ετανερσέπτης στον ορό, μετά την επανειλημμένη χορήγησή της σε δόση 0.4 mg/kg για διάστημα έως 6 μηνών, ανέρχονται σε 2.1 mcg/ml (εύρος 0.7-4.3 mcg/ml). Σε παιδιά ηλικίας 4-8 ετων η κάθαρση της ετανερσέπτης μειώνεται ελαφρώς.
Σε ασθενείς με νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια η φαρμακοκινητική της ετανερσέπτης δεν έχει μελετηθεί. Οι φαρμακοκινητικές παράμετροι της ετανερσέπτης δεν διαφέρουν μεταξύ ανδρών και γυναικών και δεν ποικίλλουν ανάλογα με την ηλικία. Η μεθοτρεξάτη δεν επηρεάζει την φαρμακοκινητική της ετανερσέπτης. Η δράση της ετανερσέπτης στην φαρμακοκινητική της μεθοτρεξάτης στον άνθρωπο δεν έχει διερευνηθεί. Η ετανερσέπτη αποβάλλεται βραδέως από τον οργανισμό. Επειδή είναι αντίσωμα, δεν μεταβολίζεται.
2.7.2.5 ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ -ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ
Δεν έχει αναφερθεί.
2.7.2.6 ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Οι αλληλεπιδράσεις της ετανερσέπτης δεν έχουν αξιολογηθεί. Τα γλυκοκορτικοειδή, τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (σαλικυλικά, νεότερα ΜΣΑΦ), τα αναλγητικά και η μεθοτρεξάτη δεν αλληλεπιδρούν, γι΄αυτό και μπορούν να συγχορηγηθούν, με την ετανερσέπτη. Η συγχορήγηση της ετανερσέπτης με μεθοτρεξάτη δεν φαίνεται να συνοδεύεται από αθροιστική τοξικότητα ή να επηρεάζει τον τύπο, την συχνότητα ή την βαρύτητα των επιπλοκών που συνδέονται με κάθε ένα από τα φάρμακα αυτά ξεχωριστά.
2.7.2.7 ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Θεραπεία σημείων και συμπτωμάτων και αναστολή της προόδου των δομικών αρθρικών αλλοιώσεων των συνδεόμενων με την νόσο σε ενήλικες με μέτρια έως σοβαρή ενεργό ρευματοειδή αρθρίτιδα
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα μη ανταποκρινόμενη επαρκώς στη μεθοτρεξάτη
- Θεραπεία σημείων και συμπτωμάτων της μέτριας έως σοβαρής ενεργού πολυαρθρικής ΝΡΑ σε παιδιά ηλικίας ≥ 4 ετών που δεν έχουν ανταποκριθεί επαρκώς σε ένα ή περισσότερα DMARDs
- Θεραπεία σημείων και συμπτωμάτων των ενηλίκων με ενεργό ψωριασική αρθρίτιδα.
ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗΝ ΕΤΑΝΕΡΣΕΠΤΗ
- Αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα (Bijlma J, 2003)
- Ανοσοεπαγόμενα νοσήματα κοχλία – αίθουσας ωτός
- Ιδιοπαθής ποικίλουσα ανοσοανεπάρκεια (Smith KJ and Skelton H, 2001)
- Καρδιακή ανεπάρκεια
- Κροταφική αρτηρίτιδα (Tan AL et al, 2003)
- Μονονευρίτιδα συνδεόμενη με ΡΑ (Richter C et al, 2000)
- Νόσος Crohn
- Νόσος Still των ενηλίκων
- Ραγοειδίτιδα συνδεόμενη με ρευματικά νοσήματα
- Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια οφειλόμενη σε γιγαντοκυτταρική μυοκαρδίτιδα (Nash CL et al, 2001)
- Σύνδρομο ενεργοποίησης μακροφάγων (σ΄έναν ασθενή με συστηματική ΝΡΑ) (Prahalad S et al, 2001)
- Σύνδρομο SAPHO (Wagner AD, 2002)
- Ψωρίαση
- Ψωριασική αρθρίτιδα/ψωριασική αρθρίτιδα συνδεόμενη με HIV (Aboulafia DM et al, 2000)
ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή στα έκδοχά της
- Ενεργείς λοιμώξεις (μετατραυματικές, οστεομυελίτιδα, λοιμώξεις αρθρώσεων, δέρματος και μαλακών μορίων, πυελονεφρίτιδα από κολοβακτηρίδιο, βρογχίτιδα, πνευμονία, παραρρινοκολπίτιδα, οξείες λοιμώξεις ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, ιστοπλάσμωση, σηψαιμία, ενεργός φυματίωση, βακτηριδιακή διάρροια)
- Σύνδρομο παρόμοιο με λύκο
- Απομυελινωτικά νοσήματα
- Πολλαπλή σκλήρυνση
- Κακοήθη νοσήματα
- Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
- Δυσκρασίες του αίματος
2.7.2.9 ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
2.7.2.9.1 ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : H ετανερσέπτη μειώνει σημαντικά την αρθρική φλεγμονή, τον αριθμό των διογκωμένων και φλεγμαινουσών αρθρώσεων, την πρωινή δυσκαμψία και τους βιοχημικούς δείκτες (ΤΚΕ, CRP) και βελτιώνει σημαντικά την ποιότητα της ζωής στο 60% περίπου των ασθενών με ΡΑ που δεν ανταποκρίνονται σε άλλα DMARDs (Moreland LW et al, 1999; Ma-thias SD et al, 2000; Yazici Y et al, 2002).
Η βελτίωση εμφανίζεται γενικά 1-2 εβδομάδες μετά την έναρξη και σχεδόν πάντα τον 3ο μήνα, της θεραπείας. Δόσεις 25 mg είναι περισσότερο αποτελεσματικές από 10 mg. Η διακοπή της θεραπείας με ετανερσέπτη ακολουθείται από υποτροπή της αρθρίτιδας γενικά εντός ενός περίπου μηνός. Εάν η θεραπεία διακοπεί για διάστημα έως 18 μηνών και επαναληφθεί, συνοδεύεται από την ίδια κλινική ανταπόκριση όπως και στους ασθενείς που θεραπεύονται συνεχώς, χωρίς διακοπή, με ετανερσέπτη.
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ : Σε ασθενείς με πρώϊμη νόσο, η ετανερσέπτη περιορίζει την στένωση του μεσάρθριου διαστήματος εξίσου με την μεθοτρεξάτη, ενώ, μετά από ένα χρόνο θεραπείας, ελαττώνει την συχνότητα της εμφάνισης νέων διαβρώσεων πολύ περισσότερο απ΄ αυτήν (Bathon JM et al, 2000).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Μεθοτρεξάτη (σε χαμηλές per os εβδομαδιαίες δόσεις) : Σε ασθενείς με πρώϊμη ενεργό νόσο, η ετανερσέπτη βελτιώνει ταχύτερα τα συμπτώματα, είναι περισσότερο αποτελεσματική και ασφαλής και έχει μεγαλύτερη τροποποιητική ικανότητα από την μεθοτρεξάτη (Bathon JM et al, 2000; Genovese MC et al, 2002).
Ινφλιξιμάμπη : Έχει παρόμοια αποτελεσματικότητα με την ετανερσέπτη (Geborek P et al, 2002).
Λεφλουνομίδη : Είναι λιγότερο αποτελεσματική από την ετανερσέπτη (Geborek P et al, 2002)
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Ετανερσέπτη + μεθοτρεξάτη : Είναι περισσότερο αποτελεσματικός από την μονοθεραπεία με μεθοτρεξάτη (Bankhurst AD, 1999; Weinblatt ME et al, 1999).
2.7.2.9.2 ΝΕΑΝΙΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
Η ετανερσέπτη βελτιώνει το 74% των ασθενών με σοβαρή ενεργό πολυαρθρίτιδα που δεν ανταποκρίνονται ή έχουν δυσανεξία στη μεθοτρεξάτη (Lovell DJ et al, 2000; Kietz DA et al, 2001; Kietz DA et al, 2002; Ten Cate R et al, 200; Lovell DJ et al, 2003).
Κατ΄άλλους, έχει μικρή αποτελεσματικότητα στη ΝΡΑ (Takei S et al, 2001).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Ινφλιξιμάμπη : Σύμφωνα με ανοιχτή μελέτη, έχει παρόμοια αποτελεσματικότητα με την ετανερσέπτη σε ασθενείς με πολυαρθρική ΝΡΑ (Lahdenne P et al, 2003)
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Ετανερσέπτη + μεθοτρεξάτη : Είναι πολύ αποτελεσματικός στη θεραπεία του πολυαρθρικού, αλλ΄ όχι του συστηματικού, τύπου της νόσου (Schmeling H et al, 2001).
2.7.2.9.3 ΣΠΟΝΔΥΛΑΡΘΡΟΠΑΘΕΙΕΣ
Η ετανερσέπτη βελτιώνει σημαντικά τις κλινικές εκδηλώσεις και τις ενθεσοπαθικές αλλοιώσεις των σπονδυλαρθροπαθειών που ανθίστανται σε τροποποιητικούς παράγοντες (Marzo-Ortega H et al, 2001).
Σύμφωνα με τυχαιοποιημένη, διπλή-τυφλή, placebo-ελεγχόμενη, μελέτη, βελτιώνει σημαντικά και ταχέως το 80% των ασθενών με ΑΣ (Gorman JD et al, 2002).
2.7.2.9.4 ΝΟΣΟΣ STILL ΤΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ
Σε μερικούς ασθενείς, η ετανερσέπτη είναι αποτελεσματική στην αρθρίτιδα (Husni ME et al, 2002).
2.7.2.9.5 ΨΩΡΙΑΣΗ
Σύμφωνα με μη ελεγχόμενη μελέτη, η ετανερσέπτη είναι αποτελεσματική σε ασθενείς με σοβαρή, ανθεκτική σε άλλες θεραπείες, ψωρίαση (Iyer S et al, 2002).
2.7.2.9.6 ΨΩΡΙΑΣΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
Σύμφωνα με προκαταρκτική μελέτη 10 ασθενών (Yazici Y et al, 2000) και διπλή-τυφλή, placebo-ελεγχόμενη, μελέτη 60 ασθενών (Mease PJ et al, 2000), η ετανερσέπτη βελτιώνει την αρθρίτιδα και τις ψωριασικές αλλοιώσεις.
2.7.2.9.7 ΦΛΕΓΜΟΝΩΔΗ ΟΦΘΑΛΜΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Η ετανερσέπτη, χορηγούμενη υποδόρια 2 φορές/εβδομάδα, είναι αποτελεσματική σε παιδιά με πρωτοπαθή ή δευτεροπαθή (συνδεόμενη με ολιγοαρθρική ΝΡΑ) ραγοειδίτιδα (Reiff A et al, 2001).
Κατ΄άλλους, βελτιώνει την ιδιοπαθή ραγοειδίτιδα ή φλεγμονώδη οφθαλμικά νοσήματα σχετιζόμενα με διάφορα ρευματικά νοσήματα (ΡΑ, ΝΡΑ, ΨΑ, ΑΣ), αλλά πιθανώς περισσότερο την αρθροπάθεια που συνοδεύει τα νοσήματα αυτά (Smith JR et al, 2001).
2.7.2.9.8 ΝΟΣΟΣ CROHN
Η ετανερσέπτη είναι πιθανώς αποτελεσματική σε ασθενείς με νόσο Crohn ανθεκτική στη συμβατική αγωγή (D’ Haens G et al, 2001). Πάντως, σύμφωνα με τυχαιοποιημένη, διπλή-τυφλή, placebo-ελεγχόμενη μελέτη δεν καταστέλλει τα σημεία και συμπτώματα των ασθενών με μέτρια έως σοβαρή νόσο Crohn (Sandborn MJ et al, 2001).
2.7.2.9.9 ΑΝΟΣΟ-ΕΠΑΓΟΜΕΝΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΚΟΧΛΙΑ - ΑΙΘΟΥΣΑΣ ΩΤΟΣ
Η ετανερσέπτη είναι ασφαλής και πιθανώς αποτελεσματική, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, σε ορισμένους ασθενείς (Rahman MU et al, 2001).
2.7.2.9.10 ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ
Σε ασθενείς με μέτριου βαθμού καρδιακή ανεπάρκεια, η ετανερσέπτη καταστέλλει τα κυκλοφορούντα επίπεδα του βιολογικά ενεργού TNF επί 14 ημέρες.
Δύο κλινικές μελέτες ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια τερματίσθηκαν πρόωρα λόγω έλλειψης αποτελεσματικότητας στην ετανερσέπτη. Σε μερικούς ασθενείς η ετανερσέπτη, αν και δεν είχε βλαπτική δράση, μπορεί να επιδείνωσε την έκβαση της καρδιακής ανεπάρκειας (Immunex Corporation, 2002).
Κατ΄άλλους, σε ασθενείς με προχωρημένη καρδιακή ανεπάρκεια η ετανερσέπτη βελτιώνει σημαντικά την δομή και την λειτουργία της αριστερής κοιλίας και την λειτουργική κατάσταση του ασθενούς (Bozkurt B et al, 2001).
2.7.2.9.11 ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΥΠΟΔΟΧΕΙΣ ΤΟΥ TNF (TRAPS)
Σε μερικούς ασθενείς η ετανερσέπτη δεν απέτρεψε τις φλεγμονώδεις προσβολές, αλλά βελτίωσε την δραστηριότητα της νόσου επιτρέποντας μείωση της δόσης των κορτικοειδών (Drewe E et al, 2003).
2.7.2.9.12 ΚΟΚΚΙΩΜΑΤΩΣΗ WEGENER
H ετανερσέπτη έχει χαρακτηρισθεί ως «ορφανό» φάρμακο από το FDA για την θεραπεία της κοκκιωμάτωσης Wegener (Food and Drug Administration).
Σε μερικούς ασθενείς που δεν είχαν ανταποκριθεί επαρκώς στη συμβατική αγωγή (πρεδνιζόνη, κυκλοφωσφαμίδη, μεθοτρεξάτη, αζαθειοπρίνη, κυκλοσπορίνη), η προσθήκη ετανερσέπτης (25 mg 2 φορές/εβδομάδα) συνοδεύθηκε από κλινική βελτίωση, αλλά συχνά και από περιορισμένες εξάρσεις και ήπιες, αλλά επίμονες, εκδηλώσεις ενεργότητας της νόσου (Immunex, Seattle, WA; Stone JH et al, 2001).
2.7.2.9.13 ΣΗΠΤΙΚΗ ΚΑΤΑΠΛΗΞΙΑ
Η ετανερσέπτη έχει μελετηθεί στη θεραπεία της σηπτικής καταπληξίας. Πάντως, η απλή ενδοφλέβια έγχυσή της σε δόσεις 0.15-1.5 mg/kg δεν μειώνει την θνητότητα, ενώ οι μεγαλύτερες δόσεις (0.45 και 1.5 mg/kg) συνοδεύονται από μεγαλύτερη θνητότητα.
2.7.2.10 ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Η ετανερσέπτη είναι γενικά καλά ανεκτή (Moreland LW et al, 1997; Immunex corporation, 1999; Moreland LW et al, 1999; Weinblatt ME et al, 1999; Immunex corporation, 2002), αν και συνδέεται με σοβαρές λοιμώξεις και άλλες επιπλοκές με θανατηφόρα, ενίοτε, κατάληξη (Immunex Corporation, 1999).
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες της ετανερσέπτης που έχουν αναφερθεί στις κλινικές μελέτες ασθενών με ΡΑ είναι γενικά παρόμοιες με τις αναφερθείσες σε ασθενείς με ΨΑ (Immunex Corporation, 2002). Στις μελέτες των ασθενών με ΡΑ ή ΨΑ, σοβαρές επιπλοκές εμφάνισε στο 5% των ασθενών που θεραπεύθηκαν με ετανερσέπτη (4%), συγκριτικά με placebo (5%) (Immunex Corporation, 2002). Η συχνότητα των ασθενών που διέκοψαν την ετανερσέπτη λόγω επιπλοκών ήταν παρόμοια με placebo (4%).
Σε μια τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη μελέτη ασθενών με ΡΑ, η ετανερσέπτη, χορηγούμενη σε δόσεις 50 mg 2 φορές/εβδομάδα, συνοδεύθηκε από σοβαρές επιπλοκές (γαστρεντερική αιμορραγία, υδροκέφαλο φυσιολογικής πίεσης, σπασμούς, εγκεφαλικά επεισόδια) (Immunex Corporation, 2002), ενώ σε δόσεις 25 mg 2 φορές/εβδομάδα δεν συνοδεύθηκε από σοβαρές επιπλοκές.
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΕΤΑΝΕΡΣΕΠΤΗΣ
Συχνότητα έως 3% :
- Αντίδραση στο σημείο της ένεσης
- Λοιμώξεις
- Κεφαλαλγίες
- Ναυτία
- Ρινίτιδα
- Ζάλη
- Φαρυγγίτιδα
- Βήχας
- Κοιλιακός πόνος
- Εξάνθημα
- Περιφερικό οίδημα
- Νοσήματα αναπνευστικού
- Παραρρινοκολπίτιδα
- 'Εμετοι
- Στοματικά έλκη
- Αλωπεκία
- Πνευμονίτιδα
Άλλες, ασυνήθιστες, σοβαρές επιπλοκές :
- Καρδιακή ανεπάρκεια
- Ισχαιμία – έμφρακτο μυοκαρδίου
- Εγκεφαλική ισχαιμία
- Υπέρταση
- Υπόταση
- Χολοκυστίτιδα
- Παγκρεατίτιδα
- Γαστρεντερική αιμορραγία
- Θυλακίτιδα
- Κατάθλιψη
- Δύσπνοια
- Εν τω βάθει θρομβοφλεβίτιδα
- Πνευμονική εμβολή
- Μεμβρανώδης σπειραματοπάθεια
- Πολυμυοσίτιδα
- Θρομβοφλεβίτιδα
Άγνωστης συχνότητας ή αιτιολογικής συσχέτισης
1. ΓΕΝΙΚΕΣ
- Αγγειο-οίδημα
- Κόπωση
- Πυρετός
- Γριπώδης συνδρομή
- Θυρεοειδίτιδα (Andres E et al, 2002)
- Γενικευμένοι πόνοι
- Πρόσληψη βάρους
- ΣΕΛ (Shakoor N et al, 2002)
2. ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Θωρακικός πόνος
- Αγγειοδιαστολή (εξάψεις)
3. ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Διαταραχές γεύσης
- Ανορεξία
- Διάρροια
- Ξηροστομία
- Διάτρηση εντέρου
4. ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ - ΛΕΜΦΑΔΕΝΕΣ
- Αδενοπάθεια
- Αναιμία
- Απλαστική αναιμία
- Λευκοπενία
- Παγκυτταροπενία
- Θρομβοπενία
5. ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΟΣΚΕΛΕΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Αρθρικός πόνος
6. ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Παραισθησίες
- Εγκεφαλικό επεισόδιο
- Σπασμοί
- Επεισόδια από το ΚΝΣ ενδεικτικά πολλαπλής σκλήρυνσης ή μεμονωμένων απομυελινωτικών νοσημάτων, όπως εγκάρσια μυελίτιδα ή οπτική νευρίτιδα
7. ΑΠΟ ΤΑ ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΑ ΟΡΓΑΝΑ
- Ξηροφθαλμία
- Φλεγμονή οφθαλμών
8. ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Δύσπνοια
- Διάμεση πνευμονοπάθεια
- Επιδείνωση προϋπάρχουσας πνευμονοπάθειας
9. ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ - ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ
- Δερματική αγγειίτιδα (Brion PH et al, 1999 ; Galaria NA et al, 2000 ; McCain ME et al, 2002), ενίοτε σε συνδυασμό με κρυοσφαιριναιμία (Misery L et al, 2002)
- Κνησμός
- Ρευματοειδή οζίδια (στο δέρμα και τους πνεύμονες) (Kekow J et al, 2002)
- Κνίδωση (Skytta E et al, 2000)
- Δισκοειδής λύκος (Brion PH et al, 1999 ; Misery L et al, 2002)
10. ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΝΕΑΝΙΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
Γενικά είναι παρόμοιες σε τύπο και συχνότητα με τις παρατηρούμενες στους ενήλικες με ΡΑ.
- Λοίμωξη από ιό της ανεμευλογίας, με εκδηλώσεις άσηπτης μηνιγγίτιδας
- Γαστρεντερίτιδα
- Κατάθλιψη/διαταραχές προσωπικότητας
- Υποδόριο έλκος
- Οισοφαγίτιδα/γαστρίτιδα
- Σηπτική καταπληξία από στρεπτόκοκκο ομάδας Α
- Σακχαρώδης διαβήτης τύπου Ι
- Λοιμώξεις, σε μεγάλη συχνότητα (62%). Είναι συνήθως ήπιες και παρόμοιες με τις παρατηρούμενες σε ενήλικες με ΡΑ
- Κεφαλαλγίες (19%)
- Ναυτία (9%)
- Κοιλιακός πόνος (19%)
- ‘Εμετοι (13%)
- Απόστημα με βακτηριαιμία
- Οπτική νευρίτιδα
- Παγκυτταροπενία
- Σπασμοί
- Φυματιώδης αρθρίτιδα
- Ουρολοιμώξεις
- Διαταραχές της πήξης του αίματος
- Δερματική αγγειίτιδα
- Τρανσαμινασαιμία
- Σύνδρομο ενεργοποίησης μακροφάγων, σ΄ένα παιδί με συστηματική ΝΡΑ (Ramanan AV and Schneider R, 2003).
2.7.2.10.1 ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΗΣ ΕΝΕΣΗΣ
- Τοπικό ερύθημα ή/και κνησμός, πόνος και οίδημα, δακτυλιοειδής ερυθηματώδης σκληρία με επηρμένα όρια. Παρατηρούνται στο 37% των ασθενών συνήθως εντός του πρώτου μηνός της θεραπείας με ετανερσέπτη, αλλά στη συνέχεια μειώνονται σε συχνότητα. Εμφανίζονται γενικά 1-2 ημέρες μετά την ένεση, διαρκούν 3-5 ημέρες και υποχωρούν συνήθως αυτόματα ή μετά από θεραπεία με τοπικά κορτικοειδή ή αντιϊσταμινικά per os. Έχουν ήπια έως μέτρια ένταση και συνήθως δεν επιβάλλουν διακοπή της θεραπείας (Moreland LW et al, 1997; Immunex Corporation, 1998; Jarvis B and Faulds D, 1999; Murphy FT et al, 2000; Immunex Corporation, 2002).Ο τύπος των αντιδράσεων αυτών δεν φαίνεται να είναι συμβατός με ευαισθητοποίηση, αλλά μπορεί απλώς να αποτελεί ήπια παροδική φλεγμονώδη αντίδραση (Murphy FT et al, 2000). Σ΄έναν ασθενή η βιοψία του δέρματος έδειξε επιφανειακές περιαγγειακές διηθήσεις με λεμφοκύτταρα και ηωσινόφιλα και ο άμεσος ανοσοφθορισμός, IgM και C3 στο δερμοεπιδερμικό όριο (Murphy FT et al, 2000). Οι περισσότερες αντιδράσεις υποχωρούν χωρίς θεραπεία. Εάν επιμένουν, μπορεί να χρησιμοποιηθούν τοπικά κορτικοειδή και αντιϊσταμινικά ή/και αντιϊσταμινικά per os (Moreland LW et al, 1999; Murphy FT et al, 2000).
- Αναμνηστικές αντιδράσεις, χαρακτηριζόμενες από δερματική αντίδραση στο πιο πρόσφατο σημείο και ταυτόχρονα σε προγενέστερα σημεία της ένεσης. Οι αντιδράσεις αυτές είναι κατά κανόνα παροδικές και δεν επανεμφανίζονται, παρά την συνέχιση της θεραπείας με ετανερσέπτη.
- Αιμορραγία και μώλωπες.
2.7.2.10.2 ΔΕΡΜΑΤΙΚΕΣ - ΑΛΛΕΡΓΙΚΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ (<2%)
Συχνότερες :
- Αλωπεκία (1-6%) (Immunex Corporation, 2002)
- Εξάνθημα, στο 5-14% των ενηλίκων (Brion PH et al, 1999; Jarvis B and Faulds D, 1999; Immunex Corporation, 2002) και 10% των παιδιών (Lovell DJ et al, 2000)
Σπάνιες :
- Δερματικό έλκος (Immunex Corporation, 2002)
- Δερματική αγγειίτιδα (Lovell DJ et al, 2000; Immunex Corporation, 2002; McCain ME et al, 2002)
- Λευκοκυτταροκλαστική αγγειίτιδα, σ΄έναν τουλάχιστον ενήλικα θεραπευόμενο με ετανερσέπτη (Galaria NA et al, 2000). Ο ασθενής αυτός εμφάνισε πόνο και διόγκωση του μηρού στο σημείο της ένεσης που εξελίχθηκαν σε ευαίσθητο ερύθημα με κνησμώδες, μη ψηλαφητό, εξάνθημα και πορφυρικές αλλοιώσεις σε άλλες περιοχές του κορμού και των μελών.
- Υποδόρια οζίδια (Immunex Corporation, 2002),
- Κνίδωση (Skytta E et al, 2000; Immunex Corporation, 2002;)
- Κνησμός.
2.7.2.10.3 ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ :
Οι λοιμώξεις είναι οι συχνότερες συστηματικές ανεπιθύμητες ενέργειες της ετανερσέπτης (Immunex Corporation, 1998; Moreland LW et al, 1999; Weinblatt ME et al, 1999; Jarvis B et al, 1999; Lovel DJ et al, 2000; Baghai M et al, 2001; Immunex Corporation, 2002; Smith D and Letendre S, 2002).
Στις placebo-ελεγχόμενες μελέτες ενηλίκων με ΡΑ, λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού (βήχας, ρινίτιδα, παραρρινοκολπίτιδα, φαρυγγίτιδα) εμφάνισαν το 29% των ασθενών που θεραπεύθηκαν με ετανερσέπτη, συγκριτικά με 16% των ασθενών που έπαιρναν placebo. Λοιμώξεις εκτός του ανώτερου αναπνευστικού εμφάνισε το 38% και 32% των ασθενών που θεραπεύθηκαν με ετανερσέπτη και placebo, αντίστοιχα (Immunex Corporation, 2002).
Σε μια συγκριτική μελέτη ασθενών με ΡΑ, λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού αναφέρθηκαν στο 31% και 39% των ασθενών που θεραπεύθηκαν με ετανερσέπτη ή μεθοτρεξάτη, αντίστοιχα, και λοιμώξεις άλλες εκτός του ανώτερου αναπνευστικού, στο 51% και 60%, αντίστοιχα (Immunex Corporation, 2002).
Στις ελεγχόμενες μελέτες ασθενών με ΡΑ ή ΨΑ, η συχνότητα των λοιμώξεων σ΄αυτούς που θεραπεύθηκαν με ετανερσέπτη ήταν ουσιαστικά ή ίδια με την παρατηρούμενη σ΄αυτούς που θεραπεύθηκαν με μεθοτρεξάτη ή placebo (Immunex Corporation, 2002).
Οι ασθενείς που θεραπεύονται με ετανερσέπτη μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με ανοσοκατασταλτικούς παράγοντες μπορεί να εμφανίσουν διάφορες λοιμώξεις σε όλα τα οργανικά συστήματα (ιογενείς, μυκητιασικές, πρωτοζωϊκές). Όπως και με άλλους αναστολείς του TNF-α, η θεραπεία με ετανερσέπτη συνδέεται με την ανάπτυξη φυματίωσης.
Η συχνότητα των σοβαρών λοιμώξεων σε ασθενείς με ΡΑ ή ΨΑ που θεραπεύθηκαν με ετανερσέπτη στις placebo-ελεγχόμενες μελέτες είναι ουσιαστικά ή ίδια με των ασθενών που έπαιρναν placebo (περίπου 1% και στις 2 ομάδες) (Immunex Corporation, 2002).
ΣΟΒΑΡΕΣ ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΑΦΕΡΘΕΙ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΟΥΣ ΜΕ ΕΤΑΝΕΡΣΕΠΤΗ
- Πυελονεφρίτιδα
- Βρογχίτιδα
- Σηπτική αρθρίτιδα
- Απόστημα κοιλιάς - ποδών
- Κυτταρίτιδα
- Οστεομυελίτιδα
- Επιλοίμωξη τραύματος
- Πνευμονία
- Ελκη κνημών
- Διάρροια
- Παραρρινοκολπίτιδα
- Φυματιώδης αμυγδαλίτιδα (Derk CT and DeHoratius RJ, 2003)
- Λοίμωξη από Listeria monocytogenes (Slifman NR et al, 2003).
- Σηψαιμία
- Σοβαρές λοιμώξεις έχει εμφανίσει το 4.2% των ασθενών με ΡΑ που θεραπεύθηκαν με ετανερσέπτη έως 36 μήνες στις διάφορες κλινικές μελέτες (Immunex Corporation, 2002). Σοβαρές λοιμώξεις, περιλαμβανομένης της σηψαιμίας, με θανατηφόρα κατάληξη, έχουν επίσης αναφερθεί και στην κλινική χρήση (Immunex Corporation, 1999; Immunex Corporation, 2002).
- Στο χρονικό διάστημα Νοέμβριος 1998-Απρίλιος 1999, 30/25.000 ασθενείς που θεραπεύθηκαν με ετανερσέπτη εμφάνισαν σοβαρές λοιμώξεις, περιλαμβανομένης της σηψαιμίας. Εξη από τους ασθενείς αυτούς απεβίωσαν 2-16 εβδομάδες μετά την έναρξη της θεραπείας με ετανερσέπτη (Immunex Corporation, 1999). Μερικές από τις περιπτώσεις αυτές εμφανίσθηκαν εντός των πρώτων εβδομάδων της θεραπείας (Immunex Corporation, 1999). Εκτός από την ΡΑ, πολλοί από τους ασθενείς αυτούς είχαν ιστορικό χρόνιων ή υποτροπιαζουσών λοιμώξεων, προϋπάρχουσες λοιμώξεις, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, σακχαρώδη διαβήτη ή άλλες, προδιαθεσικές για την ανάπτυξη λοιμώξεων, καταστάσεις (Immunex Corporation, 1999).
- Σε μια μελέτη σηψαιμικών ασθενών, η χρήση της ετανερσέπτης για την θεραπεία της σηπτικής καταπληξίας σε μιαν εφάπαξ ενδοφλέβια δόση 0.45 ή 1.5 mg/kg συνοδεύθηκε από αυξημένη θνητότητα συγκριτικά με placebo (Fisher CJ et al, 1996; Immunex Corporation, 2002).
Λοιμώξεις σε παιδιά θεραπευόμενα με ετανερσέπτη
- Σε μια κλινική μελέτη ασθενών με ΝΡΑ, λοιμώξεις (ανώτερου αναπνευστικού και γαστρεντερικού) αναφέρθηκαν στο 62% των παιδιών που θεραπεύθηκαν με ετανερσέπτη (Lovell DJ et al, 2000; Immunex Corporation, 2002). Οι λοιμώξεις αυτές ήταν γενικά ήπιες και παρόμοιες με τις παρατηρούμενες στον φυσιολογικό παιδιατρικό πληθυσμό.
ΣΟΒΑΡΕΣ ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΑΦΕΡΘΕΙ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΑ ΜΕ ΕΤΑΝΕΡΣΕΠΤΗ
- Σηπτική καταπληξία από β-αιμολυτικό στρεπτόκοκκο ομάδας Α
- Λοιμώξεις μαλακών μορίων και μετεγχειρητικών τραυμάτων (Immunex Corporation, 2002)
- Απόστημα με βακτηριαιμία
- Φυματιώδης αρθρίτιδα
- Ουρολοιμώξεις
- Λοίμωξη από ιό της ανεμευλογίας συνδεόμενη με άσηπτη μηνιγγίτιδα, σε 2 τουλάχιστον παιδιά θεραπευόμενα με ετανερσέπτη (Immunex Corporation, 2002). Οι λοιμώξεις αυτές υποχώρησαν χωρίς να αφήσουν κατάλοιπα
- Οι κατασκευαστές του φαρμάκου συνιστούν προσωρινή διακοπή της ετανερσέπτης και χρήση VZIG σε παιδιά θεραπευόμενα με ετανερσέπτη που έχουν ευαισθησία στην ανεμευλογία και εκτεθεί σημαντικά στον ιό της ανεμευλογίας (Immunex Corporation, 2002).
2.7.2.10.4 ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Η ετανερσέπτη δεν φαίνεται να συνδέεται με κακοήθη νοσήματα σε αυξημένη συχνότητα. Η συχνότητα των κακοήθων νοσημάτων που έχουν αναφερθεί στη διάρκεια της θεραπείας με ετανερσέπτη είναι παρόμοια με την αναμενόμενη στον φυσιολογικό πληθυσμό.
2.7.2.10.5 ΑΥΤΟΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ
Αντιπυρηνικά αντισώματα : Η θεραπεία με ετανερσέπτη μπορεί να οδηγήσει στον σχηματισμό αυτοαντισωμάτων (Jarvis B and Faulds D, 1999; Moreland LW et al, 1999; Immunex Corporation, 2002).
Σύμφωνα με placebo-ελεγχόμενες μελέτες, η συχνότητα του σχηματισμού νέων αντισωμάτων είναι μεγαλύτερη σε ασθενείς θεραπευόμενους με ετανερσέπτη από τους ασθενείς που παίρνουν placebo. Σύμφωνα με άλλη μελέτη, η ανάπτυξη αυτοαντισωμάτων σε ασθενείς θεραπευόμενους με ετανερσέπτη είναι παρόμοια με την παρατηρούμενη σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεθοτρεξάτη.
Σύμφωνα με placebo-ελεγχόμενες μελέτες, 11% των ενηλίκων ασθενών που θεραπεύονται με ετανερσέπτη αναπτύσουν θετικά ΑΝΑ (≥ 1:40), συγκριτικά με 5% των ασθενών που παίρνουν placebo (Immunex Corporation, 1998; Jarvis B and Faulds D, 1999; Weinblatt ME et al, 1999; Immunex Corporation, 2002).
Νέα θετικά αντι-DNA αντισώματα έχουν ανιχνευθεί στο 15% (με ραδιοανοσολογικό προσδιορισμό) ή 3% (με την μέθοδο Crithidia luciliae) των ασθενών που θεραπεύονται με ετανερσέπτη, συγκριτικά με 3% (με ραδιοαναοσολογικό προσδιορισμό) ή 0% (με την μέθοδο Crithidia luciliae) σε ασθενείς που παίρνουν placebo (Immunex Corporation, 1998; Jarvis B and Faulds D, 1999; Moreland LW et al, 1999; Weinblatt ME et al, 1999; Immunex Corporation, 2002).
Αντισώματα έναντι καρδιολιπίνης : Εχουν ανευρεθεί συχνότερα σε ασθενείς θεραπευόμενους με ετανερσέπτη, συγκριτικά με placebo.
Αντισώματα έναντι της ετανερσέπτης (Moreland LW et al, 1997; Moreland LW et al, 1999; Weinblatt ME et al, 1999; Immunex Corporation, 2002). Έχουν ανευρεθεί στον ορό στο 16% των ασθενών με ΡΑ, αλλά δεν φαίνεται να σχετίζονται με την κλινική ανταπόκριση ή τις επιπλοκές (π.χ. αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης) της ετανερσέπτης.
Μη-εξουδετερωτικά αντισώματα στις κλινικές μελέτες έχουν ανευρεθεί στο 5% των ενηλίκων ασθενών με ΡΑ ή ΨΑ, όπως και στα παιδιά με ΝΡΑ, που θεραπεύονταν με ετανερσέπτη (Immunex Corporation, 1998; Jarvis B and Faulds D, 1999; Immunex Corporation, 2002). Η κλινική σημασία των ευρημάτων αυτών δεν έχει προσδιορισθεί. Τα αντισώματα αυτά μπορεί να παρέμβουν σε μεθόδους που χρησιμοποιούν murine μονοκλωνικά αντισώματα (Russell E et al, 2000).
Αλλα αυτοαντισώματα : Πολύ σπάνια, οι ασθενείς με οροθετική και/ή διαβρωτική ΡΑ που θεραπεύονται με ετανερσέπτη μπορεί να εμφανίσουν άλλα αυτοαντισώματα σε συνδυασμό με εξάνθημα συμβατό, κλινικά και βιοψιακά, με ύποξυ ή δισκοειδή δερματικό λύκο (Immunex Corporation, 2002).
Σε ασθενείς με ΡΑ θεραπευόμενους με ετανερσέπτη έχει αναφερθεί σύνδρομο παρόμοιο με ΣΕΛ, το οποίο υφέθηκε 2-4 εβδομάδες μετά την διακοπή του φαρμάκου (Immunex Corporation, 2002; Shakoor N et al, 2002).
2.7.2.10.6 ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Εμφάνιση νέων ή έξαρση προϋπαρχόντων απομυελινωτικών νοσημάτων του ΚΝΣ (σπάνια).
Εγκάρσια μυελίτιδα, οπτική νευρίτιδα, σπασμοί ή έξαρση σπασμών. Η αιτιολογική συσχέτιση των επιπλοκών αυτών με την ετανερσέπτη δεν έχει προσδιορισθεί.
2.7.2.10.7 ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Παγκυτταροπενία (περιλαμβανομένης της απλαστικής αναιμίας) : Είναι σπάνια, αλλά ενίοτε θανατηφόρα, επιπλοκή της ετανερσέπτης. Η αιτιολογική της συσχέτιση με την ετανερσέπτη δεν έχει προσδιορισθεί. Δέκα ασθενείς θεραπευόμενοι με ετανερσέπτη εμφάνισαν σοβαρές δυσκρασίες του αίματος (3 με απλαστική αναιμία και 7, με παγκυτταροπενία), εκ των οποίων οι 5 κατέληξαν κακώς λόγω σηψαιμίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπήρχε στενή χρονική συσχέτιση μεταξύ έναρξης της θεραπείας με ετανερσέπτη και εμφάνισης των αιματολογικών διαταραχών (από 2 εβδομάδες έως 5 μήνες). Μερικοί ασθενείς με παγκυτταροπενία είχαν εκτεθεί πρόσφατα ή ταυτόχρονα σε άλλα αντιρρευματικά φάρμακα (μεθοτρεξάτη, λεφλουνομίδη, 6-μερκαπτοπουρίνη, κυκλοφωσφαμίδη, αζαθειοπρίνη).
2.7.2.11 ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΕ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ
2.7.2.12 ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ
Στα ζώα : Σε πιθήκους, η ετανερσέπτη, σε δόσεις έως 30 φορές μεγαλύτερες της ανθρώπινης, δεν είναι τοξική.
Στον άνθρωπο : Η μέγιστη ανεκτή δόση της ετανερσέπτης δεν έχει προσδιορισθεί. Σε υγιείς εθελοντές έχουν χορηγηθεί ενδοφλέβιες δόσεις έως 60 mg/m2, χωρίς ενδείξεις τοξικότητας. Οι μεγαλύτερες δόσεις που έχουν εκτιμηθεί σε ασθενείς με ΡΑ είναι μία εφάπαξ ενδοφλέβια ώση 32 mg/m2, ακολουθούμενη από υποδόριες δόσεις 16 mg/m2 (~25 mg) 2 φορές εβδομαδιαίως. Ένας ασθενής με ΡΑ που θεραπεύθηκε κατά λάθος με 62 mg ετανερσέπτης 2 φορές/εβδομάδα επί 3 εβδομάδες δεν είχε επιπλοκές.
Θεραπεία : Δεν υπάρχει γνωστό αντίδοτο για περιπτώσεις υπερδοσολογίας από την ετανερσέπτη
2.7.2.13 ΚΥΗΣΗ
Στα ζώα : Η ετανερσέπτη, σε δόσεις 60-100 φορές μεγαλύτερες της ανθρώπινης, δεν προκαλεί βλάβες στα έμβρυα ή τα νεογνά αρουραίων και κουνελιών (Immunex Corporation, 2002).
Στον άνθρωπο : Η χρήση της ετανερσέπτης στις έγκυες γυναίκες δεν έχει μελετηθεί με επαρκείς και ελεγχόμενες μελέτες. Με βάση τις μελέτες στα πειραματόζωα φαίνεται ότι η ετανερσέπτη δεν έχει βλαπτικές δράσεις στα ανθρώπινα έμβρυα. Επειδή όμως οι επιπτώσεις των φαρμάκων στην αναπαραγωγή των ζώων δεν απευθύνονται πάντοτε και στον άνθρωπο, συνιστάται :
- Να αποκλείεται η περίπτωση εγκυμοσύνης (π.χ. με test κύησης) πριν από την έναρξη της θεραπείας με ετανερσέπτη σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας
- Να αποφεύγεται η χρήση της ετανερσέπτης στη διάρκεια της κύησης, εκτός εάν είναι απολύτως απαραίτητη (Immunex Corporation, 2002) και
- Να αποφεύγεται η σύλληψη στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας που θεραπεύονται με ετανερσέπτη.
2.7.2.14 ΓΑΛΟΥΧΙΑ
Δεν είναι γνωστό κατά πόσον η ετανερσέπτη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα ή απορροφάται συστηματικά μετά την per os χορήγησή της (Immunex Corporation, 2002). Επειδή πολλά φάρμακα και ανοσοσφαιρίνες απεκκρίνονται στο μητρικό γάλα και λόγω των δυνητικών σοβαρών επιπλοκών της ετανερσέπτης στα θηλάζοντα βρέφη, πρέπει να αποφασίζεται κατά πόσον θα διακοπεί ο θηλασμός ή το φάρμακο, λαμβάνοντας υπόψη την σημασία του φαρμάκου για την μητέρα.
2.7.2.15 ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ - ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ
Νεογνά : Η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της ετανερσέπτης σε παιδιά ηλικίας μικρότερης των 4 ετών δεν έχει προσδιορισθεί.
Ηλικιωμένοι : Στους ηλικιωμένους, η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της ετανερσέπτης δεν διαφέρει από νεότερους. Πάντως, οι ηλικιωμένοι, επειδή έχουν αυξημένη επιρρέπεια σε λοιμώξεις, πρέπει να θεραπεύονται με ετανερσέπτη με προσοχή.
Κύηση : Η ετανερσέπτη δεν συνιστάται στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας πρέπει να αποφεύγουν την σύλληψη στη διάρκεια της θεραπείας με ετανερσέπτη.
Γαλουχία : Η ετανερσέπτη πρέπει να αποφεύγεται στη διάρκεια της γαλουχίας.
Εμβολιασμοί : Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τις επιπτώσεις των εμβολιασμών σε ασθενείς θεραπευόμενους με ετανερσέπτη. Εμβολιασμοί με ζώντα εμβόλια δεν πρέπει να γίνονται στη διάρκεια της θεραπείας με ετανερσέπτη.
Σ΄όλα τα παιδιά που πρόκειται να θεραπευθούν με ετανερσέπτη πρέπει να αναθεωρείται η κατάσταση των εμβολιασμών τους και να γίνονται όλοι οι ενδεικνυόμενοι για την ηλικία του εμβολιασμοί, εάν είναι δυνατόν, πριν από την έναρξη της θεραπείας με ετανερσέπτη (Illowite NT, 2002; Immunex Corporation, 2002). Δύο παιδία με ΝΡΑ θεραπευόμενα με ετανερσέπτη εμφάνισαν ανεμευλογία και σημεία και συμπτώματα άσηπτης μηνιγγίτιδας, που υποχώρησαν χωρίς να αφήσουν κατάλοιπα (Immunex Corporation, 2002).
Εάν ένα παιδί με ευαισθησία στη ανεμευλογία έχει εκτεθεί στην ανεμευλογία ενώ θεραπεύεται με ετανερσέπτη, οι κατασκευαστές του φαρμάκου συνιστούν προσωρινή διακοπή του και χορήγηση, εάν είναι απαραίτητο, VZIG.
Οι πληροφορίες για την χρήση ανενεργών εμβολίων σε ενήλικες θεραπευόμενους με ετανερσέπτη είναι περιορισμένες, ενώ στους παιδιατρικούς ασθενείς δεν υπάρχουν (Immunex Corporation, 2002). Αν και η ετανερσέπτη τροποποιεί την βιολογική απάντηση, δεν έχει προσδιορισθεί κατά πόσον επηρεάζει την ανοσοαπάντηση, όσο και η συχνότητα και βαρύτητα των επιπλοκών, στους εμβολιασμούς.
Μερικοί ενήλικες με ΡΑ θεραπευόμενοι με ετανερσέπτη εμβολιάσθηκαν με ανενεργά εμβόλια (π.χ. αντιγριπικό, πολυδύναμο αντιπνευμονιοκοκκικό), χωρίς να εμφανίσουν ανεπιθύμητες ενέργειες. Παρόμοια, 17 ασθενείς με ΡΑ που θεραπεύονταν με ετανερσέπτη εμφάνισαν την αναμενόμενη αντισωματική απάντηση σε ένα τουλάχιστον από τα αντιγόνα που χρησιμοποιήθηκαν μετά από τον εμβολιασμό τους με αντιγριπικό και πολυδύναμο αντιπνευμονιοκοκκικό εμβόλιο. Ασθενείς με ψωριασική αρθρίτιδα θεραπευόμενοι με ετανερσέπτη είχαν αποτελεσματική ανοσοαπάντηση των Β-λεμφοκυττάρων στο 23δύναμο αντιπνευμονιοκοκκικό εμβόλιο. Πάντως, οι τίτλοι των αντισωμάτων ήταν μετρίως χαμηλότεροι στους ασθενείς αυτούς συγκριτικά με τους μη θεραπευόμενους με ετανερσέπτη και λιγότεροι ασθενείς θεραπευόμενοι με ετανερσέπτη είχαν διπλάσια αύξηση των αντισωμάτων συγκριτικά με τους μη θεραπευόμενους με ετανερσέπτη. Κατά πόσον η ετανερσέπτη μπορεί να επηρεάσει την δευτερογενή μετάδοση των που εμπεριέχονται στα εμβόλια με ζώντες ιούς δεν είναι γνωστό.
Οι κατασκευαστές της ετανερσέπτης συνιστούν να αποφεύγονται οι εμβολιασμοί με ζώντες ιούς, π.χ. ιλαράς, παρωτίτιδας, ερυθράς, πολιομυελίτιδας (per os), τύφου (per os), ανεμευλογίας, κίτρινου πυρετού, σε ασθενείς θεραπευόμενους με ετανερσέπτη.
Νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια : Δεν απαιτούν τροποποίηση της δόσης.
Αιματολογικά νοσήματα : Παγκυτταροπενία (περιλαμβανομένης της απλαστικής αναιμίας), ενίοτε θανατηφόρα, έχει σπάνια αναφερθεί σε ασθενείς θεραπευόμενους με ετανερσέπτη (Immunex Corporation, 2002). Αν και δεν έχει απομονωθεί ομάδα υψηλού κινδύνου εμφάνισης της επιπλοκής αυτής, η ετανερσέπτη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό σοβαρών αιματολογικών διαταραχών (Immunex Corporation, 2002). Οι ασθενείς που θεραπεύονται με ετανερσέπτη πρέπει να αναφέρουν στον γιατρό τους κάθε σημείο και σύμπτωμα ενδεικτικό αιματολογικής δυσκρασίας ή λοίμωξης (π.χ. επίμονος πυρετός, εκχυμώσεις, αιμορραγία, ωχρότητα). Εάν εμφανίσουν σοβαρές αιματολογικές διαταραχές, πρέπει να διακόπτουν την θεραπεία με ετανερσέπτη (Immunex Corporation, 2002.
Νευρολογικά νοσήματα : Αν και έχουν αναφερθεί σπάνια νέες περιπτώσεις ή έξαρση απομυελινωτικών νοσημάτων του ΚΝΣ σε ασθενείς θεραπευόμενους με ετανερσέπτη, όπως και αύξηση της δραστηριότητας της νόσου στη διάρκεια της θεραπείας με άλλους αναστολείς του TNF σε ασθενείς με πολλαπλή σκλήρυνση (Van Oosten BW et al, 1996; Arnason BGW et al, 1999), η θεραπεία με ετανερσέπτη πρέπει να γίνεται με περίσκεψη σε ασθενείς με πρόσφατης έναρξης ή προϋπάρχοντα απομυελινωτικά νοσήματα του ΚΝΣ
Ανοσοκαταστολή : Η ετανερσέπτη, όπως και άλλοι ανταγωνιστές του TNF, μπορεί να εξασθενήσει την άμυνα του ξενιστή ενάντια σε λοιμώξεις και κακοήθη νοσήματα, δεδομένου ότι ο TNF επάγει την φλεγμονή και τροποποιεί τις κυτταρικές ανοσοαπαντήσεις.
Σε ασθενείς με ΡΑ, η ετανερσέπτη δεν καταστέλλει την υπερευαισθησία επιβραδυνόμενου τύπου ή τα επίπεδα των ανοσοσφαιρινών και δεν επηρεάζει τον πληθυσμό των εκτελεστικών κυττάρων. Οι επιπτώσεις της θεραπείας με ετανερσέπτη στην ανάπτυξη και έκβαση των κακοήθων νοσημάτων, όπως και των ενεργών ή/και χρόνιων λοιμώξεων, δεν έχουν πλήρως διευκρινισθεί. Η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της ετανερσέπτης σε ανοσοκατεσταλμένους ή πάσχοντες από χρόνιες λοιμώξεις ασθενείς δεν έχει προσδιορισθεί.
Αυτοαντισώματα : Μερικοί ασθενείς με ΡΑ θεραπευόμενοι με ετανερσέπτη έχουν εμφανίσει αυτοαντισώματα σε συνδυασμό με εξάνθημα, συμβατά, κλινικά και βιοψιακά, με ύποξυ δερματικό λύκο ή δισκοειδή λύκο (Immunex Corporation, 2002) και σύνδρομο παρόμοιο με ΣΕΛ (Immunex Corporation, 2002; Shakoor N et al, 2002). Οι ασθενείς που εμφανίζουν συμπτώματα και ευρήματα ενδεικτικά συνδρόμου παρόμοιου με λύκο, πρέπει να διακόπτουν την θεραπεία με ετανερσέπτη και να εκτιμώνται με προσοχή.
Η ύπαρξη θετικών ΑΝΑ ή αντισωμάτων έναντι της καρδιολιπίνης χωρίς κλινικά συμπτώματα ενδεικτικά νοσήματος παρόμοιου με λύκο δεν αποκλείουν την θεραπεία με αναστολείς του TNF, δεδομένου ότι η παρουσία των αντισωμάτων αυτών δεν φαίνεται να προδιαθέτει τους ασθενείς στην εμφάνιση συνδρόμων παρόμοιων με λύκο.
Λοιμώξεις : Η ετανερσέπτη δεν είναι γνωστό κατά πόσον μπορεί να επηρεάσει την άμυνα του ξενιστή κατά των λοιμώξεων και των κακοήθων νοσημάτων. Πάντως, η χρήση της συνδέεται με σοβαρές λοιμώξεις και σηψαιμία, ενίοτε θανατηφόρες. Πολλές από τις λοιμώξεις αυτές έχουν παρατηρηθεί σε ασθενείς θεραπευόμενους ταυτόχρονα με ανοσοκατασταλτικά φάρμακα, τα οποία μπορεί, επιπρόσθετα με την υποκείμενη νόσο, να προδιαθέσουν σε λοιμώξεις.
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΄Η ΕΜΦΑΝΙΖΟΥΝ ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΜΕ ΕΤΑΝΕΡΣΕΠΤΗ
- Η ετανερσέπτη αντενδείκνυται σε ασθενείς με σηψαιμία και πρέπει να διακόπτεται σε ασθενείς που αναπτύσσουν σοβαρές λοιμώξεις ή σηψαιμία
- Οι ασθενείς που αναπτύσσουν νέα λοίμωξη στη διάρκεια της θεραπείας με ετανερσέπτη πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή. Εάν η λοίμωξη είναι σοβαρή ή οδηγήσει σε σηψαιμία, η ετανερσέπτη πρέπει να διακόπτεται.
- Η θεραπεία με ετανερσέπτη δεν πρέπει να αρχίζει σε ασθενείς με ενεργείς λοιμώξεις, ακόμα και αν αυτές είναι χρόνιες ή εντοπισμένες
- Η θεραπεία με ετανερσέπτη πρέπει να γίνεται με προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό υποτροπιαζουσών λοιμώξεων ή με υποκείμενες καταστάσεις που μπορεί να προδιαθέσουν σε λοιμώξεις (π.χ. ασθενείς με προχωρημένο ή δύσκολα ελεγχόμενο σακχαρώδη διαβήτη)
- Επειδή έχουν αναφερθεί περιπτώσεις φυματίωσης σε ασθενείς θεραπευόμενους με ετανερσέπτη και άλλους ανταγωνιστές του TNF, πρέπει να γίνεται σε κάθε ασθενή απλή ακτινογραφία θώρακος και Mantoux πριν από την έναρξη της θεραπείας με ετανερσέπτη.
Αναφυλακτικές αντιδράσεις : Εάν εμφανισθούν αναφυλακτικές αντιδράσεις ή άλλες σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις, η ετανερσέπτη πρέπει να διακόπτεται αμέσως και να εφαρμόζεται η κατάλληλη θεραπεία.
Κακοήθη νοσήματα : Η ετανερσέπτη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με λέμφωμα ή λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα και πιθανώς με άλλα κακοήθη νοσήματα, δεδομένου ότι οι επιπτώσεις της δέσμευσης του TNF στους ασθενείς αυτούς είναι άγνωστη. Η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της ετανερσέπτης σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς ή σε ασθενείς πάσχοντες από χρόνιες λοιμώξεις δεν έχουν εκτιμηθεί
Καρδιακή ανεπάρκεια : Η ετανερσέπτη συνδέεται σπάνια με επιδείνωση της συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας (ανεξάρτητα από την ύπαρξη προδιαθεσικών παραγόντων), όπως και με επιδείνωση της έκβασης της καρδιακής ανεπάρκειας, γι΄αυτό και πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια.
Καρκινογόνος/μεταλλαξιογόνος δράση : Ο ρόλος της ετανερσέπτης στην ανάπτυξη και διαδρομή των κακοήθων νοσημάτων δεν έχει εκτιμηθεί. Αν και έχουν αναφερθεί 17 κακοήθειες σε 1197 ασθενείς θεραπευόμενους με ετανερσέπτη έως 36 μήνες (Immunex Corporation, 2002), η συχνότητα εμφάνισης κακοήθων νοσημάτων σε ασθενείς θεραπευόμενους με ετανερσέπτη ήταν παρόμοια με την αναμενόμενη στον πληθυσμό που μελετήθηκε. Σύμφωνα με in vitro και in vivo μελέτες, η ετανερσέπτη δεν έχει μεταλλαξιογόνο δράση (Immunex Corporation, 2002). Μακροπρόθεσμες μελέτες εκτίμησης της καρκινογόνου δράσης της ετανερσέπτης στα ζώα δεν έχουν γίνει (Immunex Corporation, 2002).
Γονιμότητα : Οι επιπτώσεις της ετανερσέπτης στη γονιμότητα τόσο των αρρένων, όσο και των θηλέων, δεν είναι γνωστές.
2.7.2.17 ΔΟΣΕΙΣ - ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ
Α) ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
Ενήλικες (> 18 ετών) : Συνήθης δόση 25 mg 2 φορές/εβδομάδα υποδόρια με διαφορά 72-96 ωρών. Στην ίδια δόση χορηγείται και σε ασθενείς θεραπευόμενους ταυτόχρονα με μεθοτρεξάτη.
Δόση 25 mg 1 φορά/εβδομάδα μπορεί να είναι λιγότερο αποτελεσματική και αργεί να δράσει. Δόσεις 50 mg 2 φορές/εβδομάδα συνδέονται με περισσότερες επιπλοκές και παρόμοια ανταπόκριση (σύμφωνα με τα ACR κριτήρια), συγκριτικά με τις καθιερωμένες δόσεις (25 mg 2 φορές/εβδομάδα).
Η ετανερσέπτη μπορεί να χορηγηθεί ταυτόχρονα με μεθοτρεξάτη, γλυκοκορτικοειδή, σαλικυλικά, ΜΣΑΦ ή αναλγητικά.
Παιδιά και έφηβοι (≥ 4-17 ετών) : 0.4 mg/kg, υποδόρια Μέγιστη δόση 25 mg 2 φορές/εβδομάδα, με διαφορά 72-96 ωρών. Δόσεις > 0.4 mg/kg (> 25 mg 2 φορές/εβδομάδα) δεν έχουν μελετηθεί στα παιδιά.
Η ετανερσέπτη μπορεί να χορηγηθεί ταυτόχρονα με γλυκοκορτικοειδή, ΜΣΑΦ ή αναλγητικά.
Β) ΨΩΡΙΑΣΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
Γ) ΝΕΦΡΙΚΗ – ΗΠΑΤΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ
2.7.2.18 ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ
Εμπορική ονομασία |
Μορφές-περιεκτικότητες |
Κατασκευαστής |
Enbrel |
Κυτίο περιέχον 4 δοσολογικούς δίσκους. Κάθε δίσκος περιέχει ένα φιαλίδιο Etacer- cept 25 mg και 1 σύριγγα 1 ml βακτηριο- στατικού ενέσιμου ύδατος περιέχοντος βενζυλική αλκοόλη 0.9% |
WYETH |
2.7.2.19 ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ
Φιαλίδια μιας χρήσης : Κάθε φιαλίδιο Enbrel περιέχει 25 mg ετανερσέπτης, 40 mg μαννιτόλης, 10 mg σουκρόζης και 1.2 mg τρομεθαμίνης. Πριν από την χρήση του, το περιεχόμενο του φιαλιδίου διαλύεται σε 1 ml στείρου βακτηριοστατικού ενέσιμου ύδατος USP (περιέχοντος 0.9% βενζυλική αλκοόλη). Η υδατοδιαλυτότητα της ετανερσέπτης προσεγγίζει τα 50 mg/ml σε θερμοκρασία 25ο C.
Το ανασυσταθέν διάλυμα της ετανερσέπτης έχει pH 7.4 ± 0.3 και πρέπει να είναι διαυγές και άχρωμο. Δεν πρέπει να χρησιμοποιείται εάν είναι αποχρωματισμένο, θολερό ή περιέχει μοριακά υλικά. Μικρή ποσότητα αφρού ή φλύκταινες μπορεί να παραμείνουν στο φιαλίδιο μετά την αναρρόφηση του διαλύματος. Άλλα φάρμακα δεν πρέπει να προστίθενται σε διαλύματα περιέχοντα Enbrel.
Το διάλυμα του Enbrel πρέπει να χρησιμοποιείται το ταχύτερο δυνατόν μετά την ανασύσταση. Εάν δεν χορηγηθεί αμέσως μετά απ΄αυτήν, μπορεί να αποθηκευθεί στο φιαλίδιο σε θερμοκρασία 2-8ο C επί 6 ώρες. Εάν δεν χρησιμοποιηθεί μέσα σε 6 ώρες μετά την ανασύσταση, πρέπει να απορρίπτεται.
2.7.2.20 ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ENBREL
Μπορείτε να κάνετε την ένεση του Enbrel μόνος σας ή σε κάποιον άλλο (π.χ. στο παιδί σας), αφού διαβάσετε τις οδηγίες που περιγράφονται παρακάτω και τις ακολουθήσετε βήμα προς βήμα. Μην επιχειρήσετε να κάνετε την ένεση μόνος σας εάν δεν είστε σίγουρος ότι καταλάβατε πώς να την προετοιμάσετε και την κάνετε.
Στην κάτω επιφάνεια του δίσκου που υπάρχει στη συσκευασία του φαρμάκου αναγράφεται ένας «οδηγός για την προετοιμασία της δόσης», που θα σας βοηθήσει να ευθυγραμμίσετε το φιαλίδιο και την σύριγγα του διαλύτη.
Ο δοσολογικός δίσκος πρέπει να περιέχει τα παρακάτω :
- Ένα (1) φιαλίδιο Enbrel
- Μία (1) σύριγγα που περιέχει διαυγή, άχρωμο διαλύτη (ενέσιμο ύδωρ)
- Το έμβολο της σύριγγας
- Δύο (2) τολύπια με οινόπνευμα
- Οδηγό για την προετοιμασία της δόσης (στην κάτω επιφάνεια του δοσολογικού δίσκου)
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΕΝΕΣΗΣ
- Ελέγξτε την ημερομηνία λήξης στις ετικέτες του φιαλιδίου και της σύριγγας. Η ένεση δεν πρέπει να χρησιμοποιείται πέραν της ημερομηνίας που αναγράφεται.
- Μην αναμιγνύετε την ένεση του Enbrel στην ίδια σύριγγα ή φιαλίδιο με άλλα φάρμακα.
- Πλύνετε καλά τα χέρια σας.
ΕΠΙΛΟΓΗ ΣΗΜΕΙΟΥ ΕΝΕΣΗΣ
- Επιλέξτε το σημείο που θα γίνει η ένεση στον μηρό, την κοιλιά ή το πίσω μέρος του βραχίονα.
- Κάθε νέα ένεση πρέπει να γίνεται σε διαφορετικό σημείο και τουλάχιστον 3 cm μακριά από το προηγούμενο
- Η ένεση δεν πρέπει να γίνεται σε περιοχές όπου το δέρμα είναι ευαίσθητο, μελανό, κόκκινο ή σκληρό. Μπορείτε να κρατάτε σημειώσεις για τα σημεία των προηγούμενων ενέσεων.
- Σκουπίστε με κυκλικές κινήσεις το σημείο που έχετε επιλέξει για την ένεση του Enbrel με ένα τολύπιο με οινόπνευμα. Μην αγγίξετε ξανά την περιοχή αυτή πριν κάνετε την ένεση.
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΕΝΕΣΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ «ΟΔΗΓΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΔΟΣΗΣ»
- Αφαιρέστε τα περιεχόμενα του δοσολογικού δίσκου και αναποδογυρίστε τον.
- Αφαιρέστε το πλαστικό καπάκι από το φιαλίδιο του Enbrel. Μην αφαιρείτε το γκρίζο πώμα ή τον αλουμινένιο δακτύλιο που υπάρχει στο πάνω μέρος του φιαλιδίου
- Χρησιμοποιήστε ένα νέο τολύπιο με οινόπνευμα για να καθαρίσετε το γκρίζο πώμα του φιαλιδίου. Μην αγγίζετε το πώμα με τα χέρια σας.
- Πιέστε το φιαλίδιο του Enbrel στο κενό που υπάρχει στον οδηγό για την προετοιμασία της δόσης, δεξιά από το σύμβολο ^⇑ . Το γκρίζο πώμα θα αντικρίσει το κέντρο του δίσκου.
- Αφαιρέστε το κάλυμμα της βελόνας από την σύριγγα, προσέχοντας να μην ακουμπήσει η βελόνα επάνω σας ή σε κάποια άλλη επιφάνεια
ΠΡΟΣΟΧΗ : Το κάλυμμα της βελόνας περιέχει ξηρό φυσικό λάστιχο (Latex), που δεν πρέπει να έρχεται σε επαφή με άτομα ευαίσθητα στην ουσία αυτή.
- Με την βελόνα στραμμένη προς την κατεύθυνση του φιαλιδίου, ευθυγραμμίστε την ένδειξη «0.5 l» της σύριγγας με το χείλος του οδηγού για την προετοιμασία της δόσης.
- Σπρώξτε την σύριγγα μέσα στον οδηγό για την προετοιμασία της δόσης, μέχρις ότου η βελόνα διαπεράσει το γκρίζο πώμα του φιαλιδίου.
- Σπρώξτε το έμβολο μέσα στη σύριγγα
- Στρέψτε το έμβολο σύμφωνα με τους δείκτες του ρολογιού, μέχρις ότου αισθανθείτε μικρή αντίσταση.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΔΙΑΛΥΤΗ
- Σπρώξτε αργά το έμβολο προς τα μέσα, μέχρις ότου περάσει όλη η ποσότητα του διαλύτη μέσα στο φιαλίδιο. Αυτό θα επιτρέψει να μειωθεί ο αφρός (πολλές φυσαλίδες).
- Αφήστε την σύριγγα στη θέση της
- Κουνήστε απαλά μερικές φορές τον οδηγό για την προετοιμασία της δόσης με κυκλικές κινήσεις, ώστε να διαλυθεί η σκόνη. ΜΗΝ κουνάτε έντονα τον οδηγό
- Περιμένετε μέχρις ότου διαλυθεί όλη η σκόνη (συνήθως λιγότερο από 5 λεπτά).
ΜΗΝ χρησιμοποιήσετε το φιαλίδιο εάν δεν διαλυθεί όλη η σκόνη μέσα σε 10 λεπτά. Δοκιμάστε ξανά με άλλον δοσολογικό δίσκο εάν δεν διαλυθεί μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα
- Το διάλυμα πρέπει να είναι διαυγές και άχρωμο, χωρίς σωματίδια, νιφάδες ή σβώλους. Μικρή ποσότητα αφρού μπορεί να παραμείνει στο φιαλίδιο. Αυτό είναι φυσιολογικό
ΑΦΑΙΡΕΣΗ ΔΙΑΛΥΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΦΙΑΛΙΔΙΟ
- Κρατώντας την βελόνα μέσα στο φιαλίδιο, κρατήστε τον οδηγό για την προετοιμασία της δόσης με το φιαλίδιο ανάποδα στο ύψος των ματιών
- Τραβήξτε αργά το έμβολο προς τα πίσω, ώστε να τραβηχτεί το υγρό μέσα στη σύριγγα. Καθώς η στάθμη του υγρού πέφτει στο φιαλίδιο, ίσως χρειαστεί να τραβήξετε την βελόνα προς τα έξω κατά ένα μέρος, διατηρώντας την άκρη της μέσα στο διάλυμα.
- Για τους ενήλικες ασθενείς, τραβήξτε όλο το περιεχόμενο του φιαλιδίου. Για τα παιδιά, τραβήξτε μόνο μέρος του, όπως σας έχει καθοδηγήσει ο γιατρός.
- Κρατώντας την βελόνα μέσα στο φιαλίδιο, ελέγξτε την σύριγγα για φυσαλίδες αέρα. Χτυπήστε ελαφρά την σύριγγα με τα δάχτυλά σας για να κάνετε τις φυσαλίδες να ανέβουν στο πάνω μέρος της σύριγγας, κοντά στη βελόνα. Πιέστε αργά το έμβολο ώστε να σπρώξει τις φυσαλίδες έξω από την σύριγγα και μέσα στο φιαλίδιο. Εάν κατά λάθος σπρώξετε υγρό πίσω στο φιαλίδιο, τραβήξτε αργά πίσω το έμβολο για να ανασύρετε το υγρό πίσω στη σύριγγα.
- Τραβήξτε την σύριγγα έξω από τον οδηγό για την προετοιμασία της δόσης. Μην αφήσετε την βελόνα να ακουμπήσει επάνω σας ή σε κάποια επιφάνεια.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Αφού έχετε ολοκληρώσει αυτά τα βήματα, μπορεί να παραμείνει μικρή ποσότητα υγρού στο φιαλίδιο. Αυτό είναι φυσιολογικό.
ΕΝΕΣΗ ΔΙΑΛΥΜΑΤΟΣ ENBREL
- Με το ένα χέρι τσιμπήστε απαλά την καθαρισμένη περιοχή του δέρματος και κρατήστε την σταθερά. Με το άλλο χέρι, κρατήστε την σύριγγα σε γωνία 45ο περίπου με το δέρμα
- Με μια γρήγορη, σύντομη, κίνηση, σπρώξτε την βελόνα μέσα στο δέρμα. Με το άλλο χέρι, αφήστε ελεύθερο το δέρμα
- Με το ελεύθερο χέρι πιέστε αργά το έμβολο ώστε να ενεθεί το διάλυμα κάτω από το δέρμα
- Όταν η σύριγγα αδειάσει, τραβήξτε την βελόνα από το δέρμα κρατώντας την στη γωνία που είχε όταν τρύπησε το δέρμα
- Πιέστε ένα κομμάτι βαμβάκι πάνω στο σημείο της ένεσης για 10 δευτερόλεπτα. Ίσως τρέξει λίγο αίμα. ΜΗΝ τρίβετε το σημείο της ένεσης. Μπορείτε, αν θέλετε, να βάλετε έναν επίδεσμο.
- Η σύριγγα και η βελόνα, μετά την χρήση τους, πρέπει να πετιούνται και να μην ξαναχρησιμοποιούνται.
Αν έχετε απορίες ρωτήστε τον γιατρό, το νοσηλευτικό προσωπικό ή τον φαρμακοποιό που είναι εξοικειωμένοι με την χρήση του Enbrel.
ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΕΤΑΝΕΡΣΕΠΤΗΣ
H ετανερσέπτη είναι ο πρώτος βιολογικός τροποποιητικός παράγοντας που έχει εγκριθεί για την θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με διπλές-τυφλές, τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες, είναι αποτελεσματική, μόνη της ή σε συνδυασμό με μεθοτρεξάτη, σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα ανθεκτική στα συμβατικά ΒΔΑΦ. Παρόμοια, είναι αποτελεσματική σε ασθενείς με νεανική ρευματοειδή αρθρίτιδα και ψωριασική αρθρίτιδα μη ανταποκρινόμενη επαρκώς στη θεραπεία με ΒΔΑΦ και, σύμφωνα με ανοιχτές-σημασμένες μελέτες, στη νόσο Still των ενηλίκων, την αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα, την προοδευτική συστηματική σκλήρυνση, την κοκκιωμάτωση Wegener και την χρόνια ραγοειδίτιδα. Η ετανερσέπτη είναι γενικά καλά ανεκτή και οι συχνότερες επιπλοκές της συνίστανται σε δερματικές αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης, ενώ η συχνότητα των λοιμώξεων είναι παρόμοια με την παρατηρούμενη με placebo και των κακοήθων νοσημάτων δεν έχει αυξηθεί μέχρι τώρα. Πάντως, πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με σοβαρές ή υποτροπιάζουσες λοιμώξεις και μη θεραπευθείσα ή λανθάνουσα φυματίωση.