Έρευνα

Γνωρίζετε αν διατρέχετε κίνδυνο οστεοπόρωσης;:

Ενέσιμος χρυσός

Πολ­λά σύμ­πλο­κα χρυ­σού εί­ναι γνω­στά, αλ­λά με­ρι­κά μό­νον απ΄αυ­τά έ­χουν χρη­σι­μο­ποι­η­θεί στη θε­ρα­πεί­α των ρευ­μα­τι­κών νο­ση­μά­των. Ο χρυ­σός έ­χει ε­πι­στρα­τευ­θεί α­πό αι­ώ­νων στη θε­ρα­πεί­α πολ­λών νο­ση­μά­των του αν­θρώ­που, α­κό­μα και της φυ­μα­τί­ω­σης, με­τά την α­να­κά­λυ­ψη α­πό τον Koch, το 1890, ό­τι ο κυ­α­νι­ού­χος χρυ­σός α­να­στέλ­λει τον βά­κιλ­λο της φυ­μα­τί­ω­σης, in vitro. Α­πό το 1929, ο χρυ­σός χρη­σι­μο­ποι­εί­ται στη θε­ρα­πεί­α της ΡΑ, με βά­ση την υ­πό­θε­ση του Forestier ό­τι η ΡΑ ο­φεί­λε­ται σε φυ­μα­τι­ώ­δη λοί­μω­ξη. Α­κό­μα, εί­ναι σε χρή­ση σε πολ­λά άλ­λα ρευ­μα­τι­κά νο­σή­μα­τα (π.χ. ΨΑ, ΝΡΑ, νό­σος Still των ε­νη­λί­κων, κ.ά.).

ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ ΧΡΥΣΟΥ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΕΙ ΣΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΡΕΥΜΑΤΙ­ΚΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ

             ΣΚΕΥΑΣΜΑ                                 XHMIKO ONOMA                                           ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΟΝΟΜΑ

1.  Θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός                        Gold sodium thiomalate                                          Myocrisin

                                                                                                                                           Myochrysin

2.  Θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός                   Aurothioglucose                                                      Solganal

                                                                                                                                              Gold 50

3.  Θει­ο­γλυ­κο­α­νι­λι­δι­κός χρυ­σός            Gold thioglycoanilid

4.  Θει­ο­θειϊ­κός χρυ­σός                          Gold sodium thiosulfate                                       Sanochrysin

5.  Θει­ο­προ­πα­νο­σουλ­φο­νι­κός χρυ­σός  Thiopropanosulphonate                                       Allocrysine

6.  4-α­μι­νο-2-μερ­κα­πτο­βεν­ζο­ϊ­κό ο­ξύ     4-amino-2-mercaptobenzoic acid                         Krysolgan

7.  Θει­ο­πο­λυ­πε­πτί­διο χρυ­σού               Gold keratinate                                                     Aurodexin

8.  Τρι­αι­θυλ­οφω­σφο­νι­κός χρυ­σός         Triethylphosphine gold thioglucotetra-acetate     Auranofin

ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ ΧΡΥΣΟΥ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΣΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΡΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ

Τα σύμ­πλο­κα του χρυ­σού που χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται στα ρευ­μα­τι­κά νο­σή­μα­τα δι­α­κρί­νον­ται σε 2 κύ­ρι­ες χη­μι­κές ο­μά­δες :

  1. Στα υ­δα­το­δι­α­λυ­τά σύμ­πλο­κα, τα ο­ποί­α εί­ναι κυ­ρί­ως πο­λυ­με­ρή και χο­ρη­γούν­ται εν­δο­μυ­ϊ­κά (κυ­ρί­ως ο θει­ο­μη­λι­κός και ο θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός), και
  2. Στα λι­πο­δι­α­λυ­τά μο­νο­με­ρή σύμ­πλο­κα, στα ο­ποί­α α­νή­κει η α­ου­ρα­νο­φί­νη (Auranofin).

Τα συ­χνό­τε­ρα χρη­σι­μο­ποι­ού­με­να στη θε­ρα­πεί­α των ρευ­μα­τι­κών νο­ση­μά­των υ­δα­το­δι­α­λυ­τά σύμ­πλο­κα του χρυ­σού εί­ναι ο θει­ο­μη­λι­κός και ο θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός. Σε άλ­λες χώ­ρες χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται πα­ρό­μοι­α σύμ­πλο­κα, ό­πως ο θει­ο­προ­πα­νο­σουλ­φο­νι­κός χρυ­σός, το 4-α­μι­νο-2-μερ­κα­πτο­βεν­ζο­ϊ­κό ο­ξύ και ο θει­ο­θει­ϊ­κός χρυ­σός. Στην Ελ­λά­δα χρη­σι­μο­ποι­εί­ται μό­νον ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός.

1.2.1   ΧΗΜΕΙΑ

1.2.1.1   θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός (gold sodium thiomalate, sodium aurothiomalate)

Χη­μι­κό ό­νο­μα : [Mercaptobutanetiado-(1)]-gold disodium salt]

Μο­ρια­κός τύ­πος :

  • Μο­νο­να­τρι­ού­χο ά­λας : C4H4AuNaO4S
  • Δι­να­τρι­ού­χο ά­λας : C4H3AuNa2O4S

ΕΙΚΟΝΑ 114 : Συν­τα­κτι­κός τύ­πος θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού 

Πε­ρι­γρα­φή : Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός εί­ναι στεί­ρο υ­δα­τι­κό δι­ά­λυ­μα δι­να­τρι­ού­χων και μο­νο­να­τρι­ού­χων α­λά­των του χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κού ο­ξέ­ος. Το μο­νο­να­τρι­ού­χο ά­λας έ­χει μο­ρια­κό βά­ρος 368.09 και το δι­να­τρι­ού­χο, 390.07.

Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός εί­ναι λευ­κή έ­ως κι­τρι­νό­λευ­κη, ά­ο­σμη ή πρα­κτι­κά ά­ο­σμη συμ­πα­γής ου­σί­α. Εί­ναι πο­λύ δι­α­λυ­τός στο ύ­δωρ και α­δι­ά­λυ­τος στο οι­νό­πνευ­μα. Το εμ­πο­ρι­κό σκεύ­α­σμα έ­χει κί­τρι­νη ή ε­λα­φρώς κί­τρι­νη χροι­ά και pH 5.8-6.5.

1.2.1.2   θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός (aurothioglucose)

  • Χη­μι­κό ό­νο­μα : 1-Thio-D-glucopyranosato) gold 
  • Μο­ρια­κός τύ­πος : C6H11AuO5S 

ΕΙΚΟΝΑ 115 : Συν­τα­κτι­κός τύ­πος χρυ­σο­θει­ο­γλυ­κό­ζης

Πε­ρι­γρα­φή : Ο θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός υ­πάρ­χει σαν κί­τρι­νη, σχε­δόν ά­ο­σμη ή με ε­λα­φρά ο­σμή μερ­κα­πτά­νης, σκό­νη που πε­ρι­έ­χει πε­ρί­που 50% χρυ­σό. Δι­α­λύ­ε­ται ε­λεύ­θε­ρα στο ύ­δωρ, ε­νώ εί­ναι πρα­κτι­κά α­δι­ά­λυ­τος στην α­κε­τό­νη, το οι­νό­πνευ­μα, το χλω­ρο­φόρ­μιο, τον αι­θέ­ρα και τα φυ­τι­κά έ­λαι­α. Έ­χει μο­ρια­κό βά­ρος 392.18. Ε­πει­δή τα υ­δα­τι­κά δι­α­λύ­μα­τα του θει­ο­γλυ­κο­νι­κού χρυ­σού α­πο­συν­τί­θεν­ται με­τά την πα­ρα­μο­νή τους, χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται σαν ε­ναι­ώ­ρη­μα σε ά­νυ­δρα φυ­τι­κά έ­λαι­α.

1.2.2   ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ

1.2.2.1   ΧΗΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ

Ό­λα τα σκευ­ά­σμα­τα χρυ­σού πε­ρι­έ­χουν χρυ­σό σε ο­ξει­δω­τι­κή κα­τά­στα­ση Ι, δηλ. Au(I). Το Au+ ι­όν δεν υ­πάρ­χει σε υ­δα­τι­κό δι­ά­λυ­μα και τα σκευ­ά­σμα­τα του χρυ­σού α­πο­τε­λούν κυ­ρί­ως σύμ­πλο­κα με ε­νώ­σεις θει­ό­λης, δηλ. ε­νώ­σεις που πε­ρι­έ­χουν την – SH ο­μά­δα (σουλ­φυ­δρυ­λι­κές ε­νώ­σεις). Ο Au(I) γε­νι­κά σχη­μα­τί­ζει σύμ­πλο­κα, στα ο­ποί­α δύ­ο δε­σμοί συν­δέ­ον­ται σε αν­τί­θε­τα ση­μεί­α του χρυ­σού και το κεν­τρι­κό ε­πο­μέ­νως τμή­μα του συμ­πλό­κου εί­ναι γραμ­μι­κό. Οι θει­ο­λι­κές ο­μά­δες μπο­ρούν να αν­ταλ­λα­γούν με εν­δο­γε­νείς δε­σμούς, ό­πως λευ­κω­μα­τί­νη και γλου­τα­θει­ό­νη, γι΄αυ­τό και η ι­α­τρι­κή χη­μεί­α του χρυ­σού ε­ξαρ­τά­ται σε με­γά­λο βαθ­μό α­πό την σύν­δε­ση και αν­ταλ­λα­γή των δε­σμών αυ­τών.

Α)   ΥΔΑΤΟΔΙΑΛΥΤΑ ΣΥΜΠΛΟΚΑ ΧΡΥΣΟΥ 

Ό­λα τα πο­λυ­με­ρή σύμ­πλο­κα πε­ρι­έ­χουν [Au(I)] και θει­ο­λι­κό δε­σμό, ό­πως χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κό και χρυ­σο­θει­ο­γλυ­κο­νι­κό ά­λας, σε α­να­λο­γί­α πε­ρί­που 1:1,  ε­νώ οι υ­πο-ο­μά­δες γε­φυ­ρώ­νον­ται με­τα­ξύ τους με θεί­ο. Η α­να­λο­γί­α χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κού ά­λα­τος/Au εί­ναι >1:1. Το πλε­ο­νά­ζον χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κό ά­λας δεν εί­ναι ε­λεύ­θε­ρο, αλ­λά πι­θα­νώς δρα για να ο­λο­κλη­ρώ­σει τις α­λύ­σους. Η προ­σθή­κη πε­ρίσ­σειας θει­ο­μη­λι­κού ά­λα­τος σε χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κό προ­κα­λεί α­πο­δό­μη­ση της πο­λυ­με­ρούς δο­μής και πα­ρά­γε­ται το μο­νο­με­ρές δι­σθει­ο­μη­λι­κό σύμ­πλο­κο :

  • Autm + tm → Au(tm)2

ό­που ο Autm εί­ναι υ­πο-ο­μά­δα της πο­λυ­με­ρούς δο­μής. Η αν­τί­δρα­ση αυ­τή χρη­σι­μεύ­ει σαν μον­τέ­λο για την αλ­λη­λε­πί­δρα­ση με­τα­ξύ των πο­λυ­με­ρών συμ­πλό­κων και της εν­δο­γε­νούς θει­ό­λης (RSH), ό­πως η λευ­κω­μα­τί­νη και η γλου­τα­θει­ό­νη :

  • Autm + RSH → RSAutm

Η με­γά­λη υ­δα­το­δι­α­λυ­τό­τη­τα του χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κού και του χρυ­σο­θει­ο­προ­πα­νο­σουλ­φο­νι­κού ά­λα­τος ο­φεί­λε­ται σε ι­ο­νι­σμό των δε­σμών σε φυ­σι­ο­λο­γι­κό pH, ε­νώ οι υ­δρο­ξυ­λι­κές ο­μά­δες του θει­ο­γλυ­κο­νι­κού χρυ­σού σχη­μα­τί­ζουν ά­με­σα δε­σμούς υ­δρο­γό­νου με ύ­δωρ. Η χα­μη­λή λι­πο­δι­α­λυ­τό­τη­τα, σε συν­δυα­σμό με το με­γά­λο μο­ρια­κό βά­ρος, ευ­θύ­νε­ται για την δυ­σα­πορ­ρό­φη­ση των πο­λυ­με­ρών συμ­πλό­κων του χρυ­σού και την μι­κρή τους α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα ό­ταν χο­ρη­γούν­ται per os (Kamel H et al, 1978), γι’ αυ­τό και, για να έ­χουν αν­τιρ­ρευ­μα­τι­κή δρά­ση, χο­ρη­γούν­ται εν­δο­μυ­ϊ­κά.

Ο κολ­λο­ει­δής στοι­χεια­κός χρυ­σός (1% με­ταλ­λι­κός κολ­λο­ει­δής χρυ­σός) εί­ναι τε­λεί­ως α­νε­νερ­γός, α­πορ­ρο­φά­ται σε μι­κρό μό­νο βαθ­μό και εισ­δύ­ει σε μι­κρές μό­νο πο­σό­τη­τες στους φλεγ­μαί­νον­τες ι­στούς. Ο χλω­ρι­ού­χος και ο κυ­α­νι­ού­χος χρυ­σός εί­ναι ε­πί­σης α­πο­τε­λε­σμα­τι­κοί στην πει­ρα­μα­τι­κή αρ­θρί­τι­δα, αλ­λά πο­λύ το­ξι­κοί. Τα πο­λυ­με­ρή σύμ­πλο­κα δεν έ­χουν κα­θο­ρι­σμέ­να χη­μι­κά συ­στα­τι­κά και οι δο­μές τους μπο­ρεί να ποι­κίλ­λουν α­νά­λο­γα με τον τρό­πο που χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται τα δι­α­λύ­μα­τα. Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός πε­ρι­έ­χει γλυ­κε­ρό­λη και αι­θα­νό­λη. Σε στε­ρε­ά κα­τά­στα­ση, το χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κό ά­λας εί­τε α­πο­τε­λεί­ται α­πό 2 δι­α­φο­ρε­τι­κά πο­λυ­με­ρή, εί­τε στο έ­να πο­λυ­με­ρές πε­ρι­έ­χε­ται χρυ­σός σε δι­α­φο­ρε­τι­κά χη­μι­κά πε­ρι­βάλ­λον­τα (Hill DT et al, 1983).

Το δι­ά­λυ­μα του χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κού ά­λα­τος αρ­χι­κά εί­ναι κί­τρι­νο, αλ­λά α­πο­χρω­μα­τί­ζε­ται τα­χέ­ως και α­πο­κτά μό­νι­μα κί­τρι­νο χρώ­μα ό­ταν θερ­μαν­θεί, ό­πως στο εμ­πο­ρι­κό σκεύ­α­σμα. Το θει­ο­θει­ϊ­κό σύμ­πλο­κο εί­ναι έ­να σχε­τι­κά α­πλό μο­νο­με­ρές σύμ­πλο­κο. Ι­ο­νί­ζε­ται έν­το­να σε φυ­σι­ο­λο­γι­κό pH και χο­ρη­γεί­ται εν­δο­μυ­ϊ­κά, ό­πως τα πο­λυ­με­ρή σύμ­πλο­κα. Οι βι­ο­λο­γι­κές του ι­δι­ό­τη­τες εί­ναι γε­νι­κά πα­ρό­μοι­ες των πο­λυ­με­ρών υ­δα­το­δι­α­λυ­τών θει­ο­λι­κών συμ­πλό­κων.

Ο θει­ο­μη­λι­κός, ο θει­ο­γλυ­κο­νι­κός και ο θει­ο­γλυ­κο­α­νι­λι­δι­κός χρυ­σός πε­ρι­έ­χουν 50%, και ο θει­ο­θει­ϊ­κός χρυ­σός, 37% χρυ­σό σε βά­ρος. Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός πα­ρα­σκευ­ά­ζε­ται σε υ­δα­τι­κό δι­ά­λυ­μα (50 mg/ml), ο θει­ο­γλυ­κο­νι­κός, σε ε­λαι­ώ­δες δι­ά­λυ­μα (50 mg/ml) και η α­ου­ρα­νο­φί­νη, σε δι­σκί­α των 3 mg. Πα­ρά την δι­α­φο­ρά στη χη­μι­κή τους σύν­θε­ση, η θε­ρα­πευ­τι­κή δρά­ση του θει­ο­μη­λι­κού και του θει­ο­γλυ­κο­νι­κού χρυ­σού έγ­κει­ται στο ι­ο­νι­σμέ­νο Au+ συ­στα­τι­κό. Το χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κό και το χρυ­σο­θει­ο­γλυ­κο­νι­κό ά­λας έ­χουν δρά­ση πα­ρό­μοι­α με την D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη στην ε­πι­βρα­δυ­νό­με­νη υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α και στην αρ­θρί­τι­δα α­πό α­νο­σο­ε­νι­σχυ­τι­κό.

Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός με την μορ­φή κά­ψου­λας εν­σω­μα­τω­μέ­νος με λι­πο­σώ­μα­τα πι­θα­νώς υ­πε­ρέ­χει σαν σύ­στη­μα με­τα­φο­ράς του πα­ρεν­τε­ρι­κού χρυ­σού. Ο ρα­δι­ε­νερ­γός κολ­λο­ει­δής χρυ­σός έ­χει χο­ρη­γη­θεί εν­δαρ­θρι­κά για την το­πι­κή θε­ρα­πεί­α της αν­θε­κτι­κής ρευ­μα­το­ει­δούς υ­με­νί­τι­δας και του υ­δράρ­θρου (Grahame R et al, 1970).

Οι χη­μι­κές ι­δι­ό­τη­τες του χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κού ά­λα­τος ε­ξαρ­τών­ται α­πό την ε­να­πο­θή­κευ­ση του δι­α­λύ­μα­τος. Το πρό­σφα­τα πα­ρα­σκευ­α­σμέ­νο δι­ά­λυ­μα (εν­τός 30΄΄) και το μό­νι­μο κί­τρι­νο εμ­πο­ρι­κό δι­ά­λυ­μα (Myocrisin) προ­κα­λούν συσ­σώ­ρευ­ση των αι­μο­πε­τα­λί­ων, σε αν­τί­θε­ση με το ά­χρω­μο πα­ρα­σκεύ­α­σμα, το ο­ποί­ο πα­ρα­σκευ­ά­ζε­ται με­τά α­πό στά­ση ε­πί ≥ 10΄ (Kean WF et al, 1984; Kassam YB et al, 1987).

Το Myocrisin και το ά­χρω­μο δι­ά­λυ­μα του χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κού ά­λα­τος α­να­στέλ­λουν τον πολ­λα­πλα­σια­σμό των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων (Kean WF et al, 1988). Το πε­ρι­ε­χό­με­νο ε­νός δι­α­λύ­μα­τος Myo- crisin δι­α­φο­ρε­τι­κής ι­σχύ­ος μπο­ρεί να έ­χει δι­α­φο­ρε­τι­κή δρά­ση στην ο­ξει­δω­τι­κή αν­τί­δρα­ση των πο­λυ­μορ­φο­πυ­ρή­νων λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων.

Α­κό­μα και στις ί­δι­ες τε­λι­κές συγ­κεν­τρώ­σεις, το κί­τρι­νο δι­ά­λυ­μα του Myocrisin του 1 και των 5 mg α­να­στέλ­λει τον χη­μει­ο­φθο­ρι­σμό των λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων, ε­νώ σε φι­α­λί­δια των 10, 20 και 50 mg δι­ε­γεί­ρει ε­λα­φρώς τον χη­μει­ο­φθο­ρι­σμό, ό­πως το ά­χρω­μο δι­ά­λυ­μα του χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κού ά­λα­τος, σε με­γά­λες συγ­κεν­τρώ­σεις (Rudkowski R et al, 1990).

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΘΕΙΟΜΗΛΙΚΟΥ - ΘΕΙΟΓΛΥΚΟΝΙΚΟΥ ΧΡΥΣΟΥ :

  • Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός γε­νι­κά δεν δι­α­φέ­ρει α­πό τον θει­ο­γλυ­κο­νι­κό στην κα­τα­νο­μή, τις βι­ο­λο­γι­κές δρά­σεις και την κλι­νι­κή α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα, αλ­λά εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρος α­πό τον θει­ο­μη­λι­κό, για­τί εί­ναι λι­γό­τε­ρο το­ξι­κός. Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός προ­κα­λεί με­τα-ε­νε­σια­κές αν­τι­δρά­σεις, οι ο­ποί­ες είναι σπάνιες με τον θει­ο­γλυ­κο­νι­κό. Τα υ­δα­τι­κά δι­α­λύ­μα­τα του θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού προ­κα­λούν συ­χνό­τε­ρα ε­πι­πλο­κές (30%) α­πό τα ε­λαι­ώ­δη ε­ναι­ω­ρή­μα­τα του θει­ο­γλυ­κο­νι­κού (9%) (Rothermich NO et al, 1976).
  • Ο θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός δεν δι­α­λύ­ε­ται εύ­κο­λα, για­τί πε­ρι­έ­χει ση­σα­μέ­λαι­ο σαν έκ­δο­χο. Ε­άν το φι­α­λί­διο δεν α­να­τα­ρα­χθεί ε­πι­στα­μέ­να, η δό­ση μπο­ρεί να εί­ναι ελ­λι­πής. Το ε­λαι­ώ­δες δι­ά­λυ­μα του θει­ο­γλυ­κο­νι­κού χρυ­σού, με­τά α­πό εν­δο­μυ­ϊ­κή χο­ρή­γη­σή του, α­πορ­ρο­φά­ται κά­πως αρ­γό­τε­ρα συγ­κρι­τι­κά με τον θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό, γι’ αυ­τό και μπο­ρεί να δι­α­φέ­ρει σε το­ξι­κό­τη­τα. Τα υ­δα­τι­κά δι­α­λύ­μα­τα του θει­ο­μη­λι­κού και του θει­ο­γλυ­κο­νι­κού χρυ­σού εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο το­ξι­κά α­πό τα ε­λαι­ώ­δη (Lawrence JS, 1976).
  • Ο θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει το­πι­κή δι­όγ­κω­ση στην πε­ρι­ο­χή της έ­νε­σης και η ε­πι­μή­κης, ευ­ρεί­α βε­λό­να (μή­κους 5 πε­ρί­που cm και δι­α­μέ­τρου 20) που α­παι­τεί­ται για την έ­νε­ση μπο­ρεί να α­πο­δει­χθεί πο­λύ ε­πώ­δυ­νη. Για τους πα­ρα­πά­νω λό­γους, σκεύ­α­σμα ε­κλο­γής στη ΡΑ εί­ναι ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός. Ε­άν προ­κα­λέ­σει νι­τρο­ει­δή αν­τί­δρα­ση, μπο­ρεί να αν­τι­κα­τα­στα­θεί α­πό τον θει­ο­γλυ­κο­νι­κό χρυ­σό.

ΑΟΥΡΑΝΟΦΙΝΗ (AURANOFIN)

Εί­ναι μι­κτό σύμ­πλο­κο χρυ­σού με δε­σμούς μί­α θει­ό­λη (τε­τρα-α­κε­τυ­λο­θει­ο­γλυ­κό­ζη) και τριαι-θυ­λο­φω­σφί­νη. Ο τε­τρα-α­κε­τυ­λο­θει­ο­γλυ­κο­νι­κός δε­σμός εί­ναι συν­δε­δε­μέ­νος λι­γό­τε­ρο ι­σχυ­ρά, γι’ αυ­τό και πα­ρε­κτο­πί­ζε­ται πριν α­πό την τρι­αι­θυ­λο­φω­σφί­νη (Crooke ST et al, 1986).

ΧΡΥΣΟΚΥΑΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ [AUROCYANIDE, AU(CN)2-]

Εί­ναι μο­νο­με­ρές σύμ­πλο­κο ι­όν, πε­ρισ­σό­τε­ρο στα­θε­ρό α­πό άλ­λα σύμ­πλο­κα χρυ­σού σε υ­δα­τι­κό δι­ά­λυ­μα. Η στα­θε­ρό­τη­τά του εί­ναι της τά­ξης των 10/38. Έ­χει βα­κτη­ρι­ο­στα­τι­κή δρά­ση κα­τά του μυ­κο­βα­κτη­ρι­δί­ου της φυ­μα­τί­ω­σης, σε πο­λύ με­γά­λες α­ραι­ώ­σεις, αν και εί­ναι πι­θα­νώς α­νε­νερ­γό in vivo και το­ξι­κό, και το­ξι­κή δρά­ση στο μυ­κό­πλα­σμα (Sabin AB and Warren J, 1940).

ΤΕΤΡΑΧΛΩΡΙΟΥΧΟΣ ΧΡΥΣΟΣ (AURIC TETRACHLORIDE, AUCL4-)

Εί­ναι σύμ­πλο­κο χρυ­σού με σθέ­νος κα­τά­στα­σης III. Εί­ναι ι­σχυ­ρός ο­ξει­δω­τι­κός πα­ρά­γον­τας που μπο­ρεί να α­να­χθεί σε Au(I) σύμ­πλο­κα, in vitro και in vivo (Sadler PJ, 1976), και να σχη­μα­τι­σθεί α­πό μυ­ε­λο­πε­ρο­ξει­δά­ση (Beverly B and Couri D, 1987). Αν και τα Au(III) σύμ­πλο­κα εί­ναι ο­ξει­δω­τι­κοί πα­ρά­γον­τες σε υ­δα­τι­κό δι­ά­λυ­μα, εί­ναι στα­θε­ρό­τε­ρα σε μη υ­δα­τι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Η στα­θε­ρό­τη­τά τους στο σχε­τι­κά μη υ­δα­το­δι­α­λυ­τό πε­ρι­βάλ­λον των κυτ­τα­ρι­κών μεμ­βρα­νών πρέ­πει να λαμ­βά­νε­ται υ­πό­ψη στον με­τα­βο­λι­σμό των συμ­πλό­κων του χρυ­σού.

1.2.2.2   ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΝΕΣΙΜΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΣΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΖΩΑ

  • Έ­χει δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νη α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα, θε­ρα­πευ­τι­κά και προ­φυ­λα­κτι­κά, σε αρ­θρί­τι­δα α­πό μυ­κό­πλα­σμα προ­κα­λού­με­νη α­πό εν­δο­φλέ­βια χο­ρή­γη­ση ορ­γα­νι­σμών πα­ρό­μοι­ων με πλευ­ρο­πνευ­μο­νί­τι­δα, σε πον­τι­κούς (Ford DK, 1972). Η δρά­ση αυ­τή μάλ­λον δεν ο­φεί­λε­ται σε αν­τι­βα­κτη­ρι­δια­κές ι­δι­ό­τη­τες, δε­δο­μέ­νου ό­τι ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός δεν δρα σε ορ­γα­νι­σμούς, in vitro, ή στην ι­δι­ό­τη­τά τους να προ­κα­λούν πει­ρα­μα­τι­κή αρ­θρί­τι­δα. Α­κό­μα, α­πο­δί­δε­ται σε αλ­λη­λε­πί­δρα­ση του συμ­πλό­κου του χρυ­σού με δι­α­θέ­σι­μες πρω­τε­ϊ­νι­κές σουλ­φυ­δρυ­λι­κές ο­μά­δες στη μεμ­βρά­νη του μυ­κο­πλά­σμα­τος (Talbot HL and Myers DB, 1977).
  • Α­να­στέλ­λει την πει­ρα­μα­τι­κή στρε­πτο­κοκ­κι­κή αρ­θρί­τι­δα, σε α­ρου­ραί­ους (Rothbard S et al, 1941).
  • Βελ­τι­ώ­νει την πει­ρα­μα­τι­κή αρ­θρί­τι­δα την επαγόμενη α­πό εν­δο­πε­ρι­το­να­ϊ­κή έ­νε­ση σαρ­κώ­μα­τος, σε ε­πι­νε­φρι­δι­ε­κτο­μη­θέν­τες και μη α­ρου­ραί­ους (Jasmin G, 1957).
  • Κα­τα­στέλ­λει, με δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νο τρό­πο, την α­νά­πτυ­ξη των πρω­το­πα­θών και δευ­τε­ρο­πα­θών αλ­λοι­ώ­σε­ων της αρ­θρί­τι­δας α­πό α­νο­σο­ε­νι­σχυ­τι­κό, σε α­ρου­ραί­ους (Sofia RD and Douglas JF, 1973).
  • 1.2.2.3   ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ-ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΔΡΑΣΗΣ

Ο α­κρι­βής μη­χα­νι­σμός δρά­σης του χρυ­σού στην αρ­θρί­τι­δα της ΡΑ δεν εί­ναι γνω­στός.

1.2.2.3.1   ΜΙΚΡΟΒΙΑΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Ο χρυ­σός δεν φαί­νε­ται να έ­χει αν­τι­μι­κρο­βια­κή η αν­τι­ϊ­ο­γε­νή δρά­ση.

1.2.2.3.2   ΧΥΜΙΚΗ ΑΝΟΣΙΑ

Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός δεν ε­πη­ρε­ά­ζει την πα­ρα­γω­γή κυ­κλο­φο­ρούν­των αν­τι­σω­μά­των έ­ναν­τι τυ­φο­ει­δών και πα­ρα­τυ­φο­ει­δών αν­τι­γό­νων ή βό­ειας λευ­κω­μα­τί­νης του ο­ρού, σε κου­νέ­λια, ή τις ε­πι­βρα­δυ­νό­με­νες δερ­μα­τι­κές αν­τι­δρά­σεις υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας σε δι­νι­τρο­χλω­ρο­βεν­ζέ­νη ή το­ξο­ει­δούς κα­τά της δι­φθε­ρί­τι­δας, σε ιν­δό­χοι­ρους (Persellin RH et al, 1967). Πάν­τως, κα­θυ­στε­ρεί ση­μαν­τι­κά την εμ­φά­νι­ση και πε­ρι­ο­ρί­ζει την βα­ρύ­τη­τα της πει­ρα­μα­τι­κής αλ­λερ­γι­κής εγ­κε­φα­λί­τι­δας σε ε­νερ­γά και σε πα­θη­τι­κά ευ­αι­σθη­το­ποι­η­μέ­να, συγ­κρι­τι­κά με μη θε­ρα­πευ­θέν­τα, πει­ρα­μα­τό­ζω­α (Gerber RC et al, 1972a).

Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός κα­τα­στέλ­λει ση­μαν­τι­κά τον ΙgM-RF, και τις IgM, IgG και IgA σε α­σθε­νείς με ΡΑ (Gottlieb NL et al, 1975). Το εύ­ρη­μα αυ­τό δεν έ­χει ε­πι­βε­βαι­ω­θεί, αν και έ­χει πα­ρα­τη­ρη­θεί αύ­ξη­ση της ε­ναλ­λα­γής της IgM και της IgG (Mouridsen HT et al, 1974). Η ε­λάτ­τω­ση των IgG, IgA και IgM α­νο­σο­σφαι­ρι­νών στον ο­ρό και το αρ­θρι­κό υ­γρό μπο­ρεί να συν­δέ­ε­ται με ε­κλε­κτι­κή δρά­ση του χρυ­σού στην πα­ρα­γω­γή RF.

Κατ΄άλ­λους, η ε­λάτ­τω­ση των IgM και IgG-RF πα­ρα­τη­ρεί­ται μό­νο σε α­σθε­νείς με ΡΑ αν­τα­πο­κρι­νό­με­νους στη χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α, αλ­λά η in vitro πα­ρα­γω­γή του IgM-RF δι­ορ­θώ­νε­ται με την βα­ρύ­τη­τα της νό­σου, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό την χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α (Olsen NJ et al, 1988).

Η υ­πο­γαμ­μα­σφαι­ρι­ναι­μί­α η σχε­τι­ζό­με­νη με την χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α συν­δέ­ε­ται με ε­κλε­κτι­κή α­νε­πάρ­κεια των IgG ή IgA. Στην πέμ­φι­γα, η χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό ση­μαν­τι­κή ε­λάτ­τω­ση των αν­τι­ε­πι­θη­λια­κών αν­τι­σω­μά­των και αύ­ξη­ση των συγ­κεν­τρώ­σε­ων της λευ­κω­μα­τί­νης, έν­δει­ξη ό­τι ο χρυ­σός δεν κα­τα­στέλ­λει την πα­ρα­γω­γή των πρω­τε­ϊ­νών (Gottlieb NL et al, 1975).

Οι ο­ρο­λο­γι­κές αυ­τές με­τα­βο­λές φαί­νε­ται ό­τι ο­φεί­λον­ται σε α­νο­σο­κα­τα­στο­λή σχε­τι­ζό­με­νη με την χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α. Ο χρυ­σός, σε συγ­κεν­τρώ­σεις πα­ρό­μοι­ες με τις πα­ρα­τη­ρού­με­νες στο αί­μα και το αρ­θρι­κό υ­γρό α­σθε­νών θε­ρα­πευ­ό­με­νων μα­κρο­χρό­νια με ε­νέ­σι­μο χρυ­σό, ε­λατ­τώ­νει την αυ­τό­μα­τη και την μι­το­γο­νο-επαγόμενη in vitro πα­ρα­γω­γή IgM και ΙgM-RF α­πό πε­ρι­φε­ρι­κά μο­νο­πύ­ρη­να κύτ­τα­ρα πον­τι­κών (Measel JW Jr, 1975) και αν­θρώ­πων (Rosenberg SA and Lipsky PE, 1979). Η α­να­στο­λή της σύν­θε­σης των α­νο­σο­σφαι­ρι­νών α­πό τον χρυ­σό μπο­ρεί να μει­ώ­νει την το­πι­κή πα­ρα­γω­γή RF α­πό τον υ­μέ­να και, με αυ­τό τον τρό­πο, την αρ­θρι­κή φλεγ­μο­νή. 

Τα ά­λα­τα του χρυ­σού μπο­ρεί να κα­τα­στέλ­λουν τον μι­το­γο­νο-επαγόμενο σχη­μα­τι­σμό αν­τι­σω­μά­των, αλ­λη­λε­πι­δρών­τας κυ­ρί­ως στο ε­πί­πε­δο των μο­νο­κυτ­τά­ρων. Α­κό­μα, η α­να­λο­γι­κή αύ­ξη­ση της σύν­δε­σης του χρυ­σού με τις α­νο­σο­σφαι­ρί­νες του πλά­σμα­τος, τα συ­στα­τι­κά του συμ­πλη­ρώ­μα­τος και τα κυ­κλο­φο­ρούν­τα α­νο­σο­συμ­πλέγ­μα­τα σε υ­ψη­λό­τε­ρα ε­πί­πε­δα στον ο­ρό (>300 μg/dl) μπο­ρεί να δι­ευ­κο­λύ­νει την ά­θροι­ση του χρυ­σού στο ΔΕΣ, το κύ­ριο ση­μεί­ο δρά­σης των μο­νο­κυτ­τά­ρων (Lorber A et al, 1978).

Ο χρυ­σός α­κό­μα μπο­ρεί να έ­χει α­νο­σο­δι­ε­γερ­τι­κή δρά­ση στην λει­τουρ­γί­α των Β-κυτ­τά­ρων. Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με χρυ­σό, η αρ­χι­κή α­νο­σο­αύ­ξη­ση α­κο­λου­θεί­ται α­πό α­νο­σο­κα­τα­στο­λή (Measel JW Jr, 1975), φαι­νό­με­νο πι­θα­νώς σχε­τι­ζό­με­νο με την δό­ση και την διά­ρκεια της έκ­θε­σης στον χρυ­σό.

Ο θει­ο­μη­λι­κός, ο θει­ο­θει­ϊ­κός και ο χλω­ρι­ού­χος χρυ­σός α­πε­νερ­γο­ποι­ούν με­ρι­κά και μη α­να­στρέ­ψι­μα το C1 στο αρ­θρι­κό υ­γρό α­σθε­νών με ΡΑ και σε φυ­σι­ο­λο­γι­κό ο­ρό, in vitro (Schultz DR et al, 1974). Η δρά­ση αυ­τή στρέ­φε­ται ει­δι­κά στην C1 ε­στε­ρά­ση και ο­φεί­λε­ται στο μό­ριο του χρυ­σού.

Ο χρυ­σός α­να­στέλ­λει in vitro την ε­ναλ­λα­κτι­κή ο­δό του συμ­πλη­ρώ­μα­τος σε συγ­κεν­τρώ­σεις που ε­πι­τυγ­χά­νον­ται σε α­σθε­νείς με ΡΑ θε­ρα­πευ­ό­με­νους με χρυ­σό (Burge JJ et al, 1978). Σε υ­ψη­λό­τε­ρα ε­πί­πε­δα, ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός ε­ξου­δε­τε­ρώ­νει την λει­τουρ­γι­κή ι­κα­νό­τη­τα του C3 και C4.

1.2.2.3.3   ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΚΥΤΤΑΡΑ

  • Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός ε­λατ­τώ­νει τον α­πό­λυ­το α­ριθ­μό των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων του πε­ρι­φε­ρι­κού αί­μα­τος (Hanly JG and Bresnihan B, 1985) και τον α­ριθ­μό των Β- και Τ-λεμ­φο­κυτ­τά­ρων του αρ­θρι­κού υ­μέ­να α­σθε­νών με ΡΑ (Rooney M et al, 1989).
  • Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός και η α­ου­ρα­νο­φί­νη, σε φαρ­μα­κο­λο­γι­κά ε­πί­πε­δα, α­να­στέλ­λουν την βλα­στο­γέ­νε­ση σε καλ­λι­έρ­γει­ες κυτ­τά­ρων δι­ε­γερ­μέ­νων α­πό φυ­το­αι­μο­συγ­κολ­λη­τί­νη, κον­κα­βα­λί­νη Α, αν­τι­γό­να ή αλ­λο­γε­νι­κά κύτ­τα­ρα, in vitro (Barrett ML and Lewis GP, 1986). Η δρά­ση του θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού επάγεται α­πό μο­νο­κύτ­τα­ρα και πα­ρα­τη­ρεί­ται μό­νον ό­ταν ο χρυ­σός προ­στί­θε­ται στην αρ­χή της καλ­λι­έρ­γειας (Lipsky PE and Ziff M, 1977).
  • Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός α­να­στέλ­λει την α­πάν­τη­ση των καλ­λι­ερ­γη­μέ­νων Τ-λεμ­φο­κυτ­τά­ρων σε ε­ξω­γε­νή IL-2 (Wolf RE and Hall VC, 1988). 
  • Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός α­να­στέλ­λει την αν­τι­γο­νο- και μι­το­γο­νο-επαγόμενη σύν­θε­ση του DNA αν­θρώ­πι­νων λεμ­φο­κυτ­τά­ρων, in vitro (Lipsky PE and Ziff M, 1977). Με­τά α­πό προ­ε­πώ­α­ση με χρυ­σό, τα κα­θαρ­μέ­να μο­νο­κύτ­τα­ρα α­δυ­να­τούν να υ­πο­στη­ρί­ξουν τον μι­το­γο­νο- επαγόμενο πολ­λα­πλα­σια­σμό των Τ-λεμ­φο­κυτ­τά­ρων σε συ­νε­πα­κό­λου­θη καλ­λι­έρ­γεια.
  • Ο χρυ­σός πι­θα­νώς α­να­στέλ­λει την ε­νερ­γο­ποί­η­ση των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων των προ­ερ­χό­με­νων α­πό τον θύ­μο α­δέ­να, πα­ρεμ­βαί­νον­τας στην λει­τουρ­γί­α των μο­νο­κυτ­τά­ρων.
  • Ο θει­ο­μη­λι­κός και ο θει­ο­θει­ϊ­κός χρυ­σός α­να­στέλ­λουν τον με­τα­σχη­μα­τι­σμό αν­θρώ­πι­νων λεμ­φο­κυτ­τά­ρων δι­ε­γερ­μέ­νων α­πό άλ­λα λεμ­φο­κύτ­τα­ρα σε μι­κτή καλ­λι­έρ­γεια λεμ­φο­κυτ­τά­ρων, κα­θαρ­μέ­νο πρω­τε­ϊ­νι­κό πα­ρά­γω­γο, φυ­το­αι­μο­συγ­κολ­λη­τί­νη, κον­κα­βα­λί­νη Α και μι­το­γό­νο Pokeweed, in vitro (Lies RB et al, 1977).
  • Ο χρυ­σός μπο­ρεί να προ­σβάλ­λει την α­νο­σορ­ρύθ­μι­ση, σε πον­τι­κούς (Measel JW Jr, 1975).
  • Ο πα­ρεν­τε­ρι­κός χρυ­σός κα­τα­στέλ­λει την αρ­θρί­τι­δα α­πό α­νο­σο­ε­νι­σχυ­τι­κό, σε α­ρου­ραί­ους. Με­τά α­πό πα­θη­τι­κή με­τα­βί­βα­ση της αρ­θρί­τι­δας, σπλη­νι­κά κύτ­τα­ρα α­ρου­ραί­ων θε­ρα­πευ­ό­με­νων με χρυ­σό α­να­στέλ­λουν την α­νά­πτυ­ξη αρ­θρί­τι­δας σε άλ­λα ζώ­α (Cannon GW and Mc Call S, 1990), πι­θα­νώς λό­γω ε­λάτ­τω­σης του α­ριθ­μού των ει­δι­κών λεμ­φο­κυτ­τά­ρων ή μα­κρο­φά­γων των υ­πεύ­θυ­νων για την με­τα­βί­βα­ση της αρ­θρί­τι­δας α­πό α­νο­σο­ε­νι­σχυ­τι­κό α­πό τον χρυ­σό.

1.2.2.3.4   ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΜΟΝΟΚΥΤΤΑΡΩΝ/ΜΑΚΡΟΦΑΓΩΝ

  • Ο χρυ­σός, σε μι­κρο­μο­ρια­κές συγ­κεν­τρώ­σεις, α­να­στέλ­λει την επαγόμενη α­πό πε­πτί­δια χη­μει­ο­τα­κτι­κή ικανότητα απάντησης των αν­θρώ­πι­νων μο­νο­κυτ­τά­ρων του αί­μα­τος, αλ­λ’ ό­χι των πο­λυ­μορ­φο­πυ­ρή­νων λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων (Ho PPK et al, 1978).
  • Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός και η α­ου­ρα­νο­φί­νη, σε χα­μη­λές δό­σεις και in vitro, α­να­στέλ­λουν τον πολ­λα­πλα­σια­σμό των ι­νο­βλα­στών τον επαγόμενο α­πό την IL-1, χω­ρίς να δρουν στην πα­ρα­γω­γή της IL-1 α­πό τα μα­κρο­φά­γα (Matsubara T and Hirohata K, 1987). Η δρά­ση στην πα­ρα­γω­γή IL-1 μπο­ρεί να εί­ναι δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νη, δε­δο­μέ­νου ό­τι και ο θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός και η α­ου­ρα­νο­φί­νη, σε χα­μη­λές συγ­κεν­τρώ­σεις, μπο­ρεί να ε­παυ­ξή­σουν την πα­ρα­γω­γή της IL-1, ε­νώ σε με­γα­λύ­τε­ρες την α­να­στέλ­λουν (Danis VA et al, 1990).Η α­να­σταλ­τι­κή δρά­ση του θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού στον πολ­λα­πλα­σια­σμό των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων αυ­ξά­νε­ται ό­ταν ε­λατ­τω­θεί ο α­ριθ­μός των μο­νο­κυτ­τά­ρων και αν­τι­στρέ­φε­ται ό­ταν μη θε­ρα­πευ­θέν­τα μο­νο­κύτ­τα­ρα ε­πα­να­προ­στε­θούν στην καλ­λι­έρ­γεια (Lipsky PE and Ziff M, 1977)., ε­νώ προ­θε­ρα­πευ­μέ­να μο­νο­κύτ­τα­ρα α­δυ­να­τούν να βο­η­θή­σουν την κυτ­τα­ρι­κή λει­τουρ­γί­α. Η α­ου­ρα­νο­φί­νη α­να­στέλ­λει την πα­ρα­γω­γή κυτ­τα­ρο­κι­νών α­πό μο­νο­κύτ­τα­ρα (Gordon D and Lewis GP, 1984), ε­νώ ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός δεν α­να­στέλ­λει την πα­ρα­γω­γή IL-1 σε μη το­ξι­κές συγ­κεν­τρώ­σεις, in vitro(Matsubara T et al, 1988; Zurovsky Y et al, 1988).
  • Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός και η α­ου­ρα­νο­φί­νη α­να­στέλ­λουν την λεμ­φο­πολ­λα­πλα­σι­α­στι­κή δρά­ση της IL-1 in vitro, πι­θα­νώς λό­γω ά­με­σης δρά­σης στα λεμ­φο­κύτ­τα­ρα-στό­χους και ό­χι λό­γω δρά­σης στο μό­ριο της IL-1 (Haynes DR et al, 1988).
  • Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός και η με­θο­τρε­ξά­τη α­να­στέλ­λουν την αυ­τό­μα­τη και με­τά α­πό δι­έ­γερ­ση πα­ρα­γω­γή IL-8 α­πό τα πο­λυ­μορ­φο­πύ­ρη­να λευ­κά αι­μο­σφαί­ρια, έν­δει­ξη ό­τι η επαγόμενη α­πό την IL-8 α­να­στο­λή της με­τα­νά­στευ­σης και ε­νερ­γο­ποί­η­σης των ου­δε­τε­ρο­φί­λων α­πο­τε­λεί μέ­ρος του μη­χα­νι­σμού δρά­σης του θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού και της με­θο­τρε­ξά­της.
  • Η α­ου­ρα­νο­φί­νη και, σε μι­κρό­τε­ρο βαθ­μό, ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός, α­να­στέλ­λουν τις φα­γο­κυτ­τα­ρι­κές λει­τουρ­γί­ες των μο­νο­κυτ­τά­ρων, πε­ρι­λαμ­βα­νό­με­νης της χη­μει­ο­τα­ξί­ας (Scheinberg MA et al, 1982).
  • Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός, με­τά α­πό ε­πώ­α­ση μο­νο­κυτ­τά­ρων πριν α­πό την δι­έ­γερ­σή του με λυμ­φο­κί­νη προ­ερ­χό­με­νη α­πό Τ-λεμ­φο­κύτ­τα­ρα (ή α­να­συν­δυ­α­σμέ­νη IFN-γ), α­να­στέλ­λει την πα­ρα­γω­γή C2 (Sanders KM et al, 1987).
  • Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός, σε μι­κρές δό­σεις, αυ­ξά­νει και σε με­γά­λες, α­να­στέλ­λει την έκ­φρα­ση του μο­ρί­ου των HLA τά­ξης ΙΙ, και την φα­γο­κυτ­τα­ρι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα κυτ­τά­ρων σε δερ­μα­τι­κά πα­ρά­θυ­ρα σε α­ρου­ραί­ους, in vivo (Vernon Roberts B et al, 1973). Αν­τί­θε­τα, η α­ου­ρα­νο­φί­νη α­να­στέλ­λει την φα­γο­κυτ­τά­ρω­ση, τον χη­μει­ο­φθο­ρι­σμό και την πα­ρα­γω­γή υ­πε­ρο­ξει­δί­ου των μο­νο­κυτ­τά­ρων.
  • Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός και η α­ου­ρα­νο­φί­νη ε­λατ­τώ­νουν την δρα­στη­ρι­ό­τη­τα της σπλη­νι­κής IL-1, σε α­ρου­ραί­ους με αρ­θρί­τι­δα α­πό α­νο­σο­ε­νι­σχυ­τι­κό (Connolly KM et al, 1988). Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός αυ­ξά­νει τα α­νι­όν­τα του υ­πε­ρο­ξει­δί­ου α­πό τα μο­νο­κύτ­τα­ρα πε­ρισ­σό­τε­ρο σε αν­τα­πο­κρι­θέν­τες, και λι­γό­τε­ρο σε μη αν­τα­πο­κρι­θέν­τες στη θε­ρα­πεί­α, α­σθε­νείς με ΡΑ, in vitro (Hurst NP t al, 1986).

1.2.2.3.5   ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΠΟΛΥΜΟΡΦΟΠΥΡΗΝΩΝ ΟΥΔΕΤΕΡΟΦΙΛΩΝ

  • Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός α­να­στέλ­λει την χη­μει­ο­τα­ξί­α των ου­δε­τε­ρο­φί­λων και την τυ­χαί­α με­τα­νά­στευ­ση in vitro, σε φυ­σι­ο­λο­γι­κά ά­το­μα και σε α­σθε­νείς με ΡΑ αν­τα­πο­κρι­θέν­τες στη χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α (Mowat AG, 1978).
  • Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός ε­λατ­τώ­νει την δι­ή­θη­ση α­πό ου­δε­τε­ρό­φι­λα και μο­νο­κύτ­τα­ρα σε πε­ρι­ο­χές ε­νερ­γού φλεγ­μο­νής (Vernon-Roberts B et al, 1974; Clarke AK et al, 1975).
  • Ο πα­ρεν­τε­ρι­κός χρυ­σός α­να­στέλ­λει την φα­γο­κυτ­τα­ρι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα των μα­κρο­φά­γων και των πο­λυ­μορ­φο­πυ­ρή­νων λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων σε φλεγ­μαί­νου­σες πε­ρι­ο­χές με την χρή­ση τε­χνι­κής «δερ­μα­τι­κού πα­ρά­θυ­ρου», in vitro (Jessop JD et al, 1973).
  • Τα σκευ­ά­σμα­τα του χρυ­σού α­πε­νερ­γο­ποι­ούν το ε­σω­τε­ρι­κό ο­ξυ­γό­νο που πα­ρά­γε­ται α­πό α­νι­όν­τα υ­πε­ρο­ξει­δί­ου ε­νερ­γο­ποι­η­μέ­νων φα­γο­κυτ­τά­ρων (Corey EJ et al, 1987).
  • Ο χρυ­σός μπο­ρεί να α­να­στεί­λει έν­ζυ­μα συμ­με­τέ­χον­τα στη βι­ο­σύν­θε­ση του RNA και του DΝΑ σε αν­θρώ­πι­να κοκ­κι­ο­κύτ­τα­ρα (Westwick WJ et al, 1974a). Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός, προ­στι­θέ­με­νος σε αν­θρώ­πι­να ου­δε­τε­ρό­φι­λα, κα­τα­στέλ­λει τις βα­κτη­ρι­δια­κές ι­δι­ό­τη­τες των κυτ­τά­ρων αυ­τών έ­ναν­τι ο­ρι­σμέ­νων βα­κτη­ρι­δί­ων, in vitro. Η κα­τα­στο­λή των κυτ­τα­ρι­κών αυ­τών λει­τουρ­γι­ών μπο­ρεί να ο­φεί­λε­ται σε γε­νι­κή κα­τα­στο­λή της ω­ρί­μαν­σης των μο­νο­κυτ­τά­ρων και την δι­α­φο­ρο­ποί­η­ση στη διά­ρκεια της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας (Viken KE and Lamvick JO, 1976).
  • Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός ε­λατ­τώ­νει την έκ­φρα­ση του ELAM-1 (Corkill MM et al, 1991).
  • Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός α­να­στέλ­λει τον πολ­λα­πλα­σια­σμό και την σύν­θε­ση του κολ­λα­γό­νου καλ­λι­ερ­γη­μέ­νων υ­με­νο­κυτ­τά­ρων, που μπο­ρεί να σχε­τί­ζον­ται με την α­να­στο­λή του σχη­μα­τι­σμού του ρευ­μα­το­ει­δούς πάν­νου (Goldberg RL et al, 1981).
  • Ο θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός ε­λατ­τώ­νει ση­μαν­τι­κά τον α­ριθ­μό των μο­νο­κυτ­τά­ρων και των μα­κρο­φά­γων στον αρ­θρι­κό υ­μέ­να (Yanni G et al, 1994).

1.2.2.3.6   ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΦΛΕΓΜΟΝΗ

Με­ρι­κά ά­λα­τα χρυ­σού έ­χουν αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δη δρά­ση, in vivo, η ο­ποί­α ό­μως δεν σχε­τί­ζε­ται με την κλι­νι­κή τους α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα (Lewis AJ et al, 1980). Τα σκευ­ά­σμα­τα αυ­τά δεν έ­χουν αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δη δρά­ση στην κλι­νι­κή πρά­ξη, αν και μπο­ρεί να α­να­στεί­λουν την αρ­θρί­τι­δα α­πό α­νο­σο­ε­νι­σχυ­τι­κό σε α­ρου­ραί­ους (Mangan FR and Thompson MJ, 1985), δεν έ­χουν αν­τι­πυ­ρε­τι­κή δρά­ση και δεν δρουν στις συ­στη­μα­τι­κές εκ­δη­λώ­σεις της νό­σου Still.

  • Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός, σε δό­ση 10 mg/kg/ε­βδ., ε­λατ­τώ­νει τον α­ριθ­μό των α­πο­μυ­ε­λι­νω­θέν­των α­ξό­νων σε πε­ρι­φε­ρι­κά νεύ­ρα α­ρου­ραί­ων και ε­ξα­φα­νί­ζει τα ε­πί­πε­δα της ου­σί­ας-P στο ι­σχια­κό νεύ­ρο (Levine JD et al, 1988). Γι’ αυ­τό και υ­πο­στη­ρί­ζε­ται ό­τι τα σύμ­πλο­κα του χρυ­σού α­σκούν την αν­τιρ­ρευ­μα­τι­κή τους δρά­ση μέ­σω το­ξι­κής δρά­σης στα πε­ρι­φε­ρι­κά νεύ­ρα που συμ­με­τέ­χουν σε νευ­ρο­γε­νή φλεγ­μο­νή.
  • Τα ά­λα­τα του χρυ­σού δρουν στη σύν­θε­ση των προ­στα­γλαν­δι­νών (Penneys NS et al, 1974). Σε αν­τί­θε­ση με άλ­λα αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δη φάρ­μα­κα, μπο­ρεί να α­να­στεί­λουν ε­κλε­κτι­κά την σύν­θε­ση της PGFκαι της PGE2 (Stone KJ et al, 1975). Η PGE2 ε­λατ­τώ­νει την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση λυ­σο­σω­μι­κών εν­ζύ­μων και α­να­στέλ­λει την πει­ρα­μα­τι­κή πο­λυ­αρ­θρί­τι­δα σε α­ρου­ραί­ους (Zurier RB et al, 1973).
  • Ο χρυ­σός α­πε­νερ­γο­ποι­εί το C1 στο αρ­θρι­κό υ­γρό α­σθε­νών με ΡΑ (Schultz DR et al, 1974), και ε­πο­μέ­νως μπο­ρεί να α­να­στεί­λει τις με­τα­βο­λές της αγ­γεια­κής δι­α­πε­ρα­τό­τη­τας τις επαγόμενες α­πό το συμ­πλή­ρω­μα. 
  • Τα ά­λα­τα του χρυ­σού ε­πη­ρε­ά­ζουν το ε­ξί­δρω­μα το προ­κα­λού­με­νο α­πό την υ­πο­δό­ρια εμ­φύ­τευ­ση βάμ­βα­κος σε α­ρου­ραί­ους (Vernon-Roberts B et al, 1973) ή πο­λυ­ου­ρε­θά­νης δι­α­πο­τι­σμέ­νης με νε­κρά μυ­κο­βα­κτη­ρί­δια φυ­μα­τί­ω­σης (Clarke AK et al, 1975).

Η ση­μαν­τι­κή δρά­ση του θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού στο οί­δη­μα των πο­δών και τις πλευ­ρι­τι­κές συλ­λο­γές τις προ­κα­λού­με­νες α­πό κα­ρα­γε­νά­ση σε α­ρου­ραί­ους εί­ναι έν­δει­ξη ό­τι τα ά­λα­τα του χρυ­σού ε­λατ­τώ­νουν την ε­ξί­δρω­ση του υ­γρού σε ο­ρι­σμέ­νες πε­ρι­ο­χές φλεγ­μο­νής.

1.2.2.3.7   ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΝΖΥΜΩΝ

  • Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός α­να­στέλ­λει την ό­ξι­νη φω­σφα­τά­ση, την β-γλυ­κου­ρο­νι­δά­ση και την μη­λι­κή δε­ϋ­δρο­γε­νά­ση σε μα­κρο­φά­γα πε­ρι­το­ναί­ου ιν­δό­χοι­ρων, την ό­ξι­νη φω­σφα­τά­ση, την β-γλυ­κου­ρο­νι­δά­ση και την κα­θε­ψί­νη σε αν­θρώ­πι­να κύτ­τα­ρα αρ­θρι­κού υ­γρού, και αρ­κε­τά αν­θρώ­πι­να ε­πι­δερ­μι­κά έν­ζυ­μα (Penneys NS et al, 1974). Η δρά­ση αυ­τή εί­ναι έν­δει­ξη ό­τι ο χρυ­σός πε­ρι­ο­ρί­ζει την ρευ­μα­το­ει­δή φλεγ­μο­νή α­να­στέλ­λον­τας την πα­ρα­γω­γή ή α­πε­λευ­θέ­ρω­ση των λυ­σο­σω­μι­κών εν­ζύ­μων. Πάν­τως, δεν ε­πη­ρε­ά­ζει την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση των υ­δρο­λα­σών α­πό τα λυ­σο­σώ­μα­τα, γι’ αυ­τό και δεν φαί­νε­ται να στα­θε­ρο­ποι­εί την μεμ­βρά­νη των λυ­σο­σω­μά­των (Ennis RS et al, 1968).
  • Ο χρυ­σός α­να­στέλ­λει : α) ο­ρι­σμέ­νες γλυ­κο­σι­δά­σες (Burkhardt D et al, 1978) και ου­δέ­τε­ρες πρω­τε­ά­σες (Saplonsky AI et al, 1974) και την αν­θρώ­πι­νη κολ­λα­γε­νά­ση των λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων, ου­σί­ες που μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν κα­τα­στρο­φή του αρ­θρι­κού χόν­δρου, β) την ε­λα­στο­λυ­τι­κή πρω­τε­ά­ση των κοκ­κι­ο­κυτ­τά­ρων (Janoff A, 1970), η ο­ποί­α μπο­ρεί να ευ­θύ­νε­ται κυ­ρί­ως για την ρή­ξη της βα­σι­κής μεμ­βρά­νης των αγ­γεί­ων στην πε­ρι­ο­χή της φλεγ­μο­νής, και γ) την κα­θε­ψί­νη G των κοκ­κι­ο­κυτ­τά­ρων την συν­δε­ό­με­νη με την ι­νω­δο­λυ­τι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα (Moroz LA, 1979).Οι συγ­κεν­τρώ­σεις του θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού οι α­παι­τού­με­νες για να προ­κα­λέ­σουν ση­μαν­τι­κή κα­τα­στο­λή σε πολ­λά α­πό τα εν­ζυ­μι­κά αυ­τά συ­στή­μα­τα συ­χνά υ­περ­βαί­νουν τις κλι­νι­κά πα­ρα­τη­ρού­με­νες στο αί­μα ή το αρ­θρι­κό υ­γρό. Η α­να­στο­λή των εν­ζύ­μων πι­στεύ­ε­ται ό­τι γί­νε­ται μέ­σω σύν­δε­σης των ευ­αί­σθη­των σουλ­φυ­δρυ­λι­κών εν­ζυ­μι­κών ο­μά­δων (Ennis RS et al, 1968). Α­κό­μα, ο θει­ο­μη­λι­κός και ο θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός, ε­νώ α­να­στέλ­λουν την δρα­στη­ρι­ό­τη­τα, δεν πα­ρεμ­πο­δί­ζουν την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση των λυ­σο­σω­μι­κών εν­ζύ­μων α­πό τα λυ­σο­σώ­μα­τα.
  • Ο χρυ­σός ε­πη­ρε­ά­ζει τα ε­πί­πε­δα του χαλ­κού, το μο­λυ­βδαί­νιου, του μαγ­γα­νί­ου και του κασ­σί­τε­ρου (Niedermeier BB, 1971), έν­δει­ξη ό­τι με­ρι­κές α­πό τις δρά­σεις του επάγονται μέ­σω δρά­σης στον με­τα­βο­λι­σμό των ι­χνο­με­τάλ­λων.
  • Ο χρυ­σός μπο­ρεί να α­να­στεί­λει ο­ρι­σμέ­να μη λυ­σο­σω­μι­κά έν­ζυ­μα, ό­πως αυ­τά που συμ­με­τέ­χουν στη σύν­θε­ση της γλυ­κο­ζα­μι­νο-6-φω­σφα­τά­σης σε δο­μι­κά συ­στα­τι­κά του συν­δε­τι­κού ι­στού. Ο χρυ­σός συν­δέ­ε­ται με κολ­λα­γό­νο in vitro, αυ­ξά­νον­τας τους δι­α­σταυ­ρού­με­νους δε­σμούς, με αποτέλεσμα βελ­τί­ω­ση της στα­θε­ρό­τη­τας και αύ­ξη­ση της αν­τί­στα­σης σε εν­ζυ­μι­κή με­του­σί­ω­ση (Adam M and Kuhn K, 1968). Στη σύν­δε­ση αυ­τή, ο χρυ­σός προ­φυ­λάσ­σει άλ­λες πρω­τε­ΐ­νες α­πό με­του­σί­ω­ση. Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός α­να­στέλ­λει την συσ­σώ­ρευ­ση της λευ­κω­μα­τί­νης και της σφαι­ρί­νης, in vitro (Gerber DA, 1971). Η με­του­σί­ω­ση των εν­ζύ­μων μπο­ρεί να εμ­πλέ­κε­ται στην έ­ναρ­ξη και διαιώνιση της ρευ­μα­το­ει­δούς φλεγ­μο­νής.
  • Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός α­πο­τρέ­πει την πει­ρα­μα­τι­κή αρ­θρί­τι­δα α­πό ε­ξί­δρω­μα λεμ­φο­σαρ­κώ­μα­τος α­ρου­ραί­ου Murphy σε ε­πι­νε­φρι­δι­ο­ε­κτο­μη­θέν­τες και μη α­ρου­ραί­ους (Jas­min G, 1957). Σε μη ε­πι­νε­φρι­δι­ο­ε­κτο­μη­θέν­τα ζώ­α, ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός, χο­ρη­γού­με­νος ε­φά­παξ εν­δο­μυϊκά, α­να­στέλ­λει το οί­δη­μα των πο­δών το προ­κα­λού­με­νο α­πό κα­ρα­γε­νά­ση.

1.2.2.3.8   ΥΠΟΘΕΣΗ ΧΡΥΣΟΚΥΑΝΙΔΙΟΥ

Οι κυτ­τα­ρι­κές δρά­σεις των πο­λυ­με­ρών συμ­πλό­κων ο­φεί­λον­ται πι­θα­νώς στην πα­ρα­γω­γή χρυ­σο­κυ­α­νι­δί­ου α­πό την αν­τί­δρα­ση κυ­α­νι­δί­ου με ε­νερ­γο­ποι­η­μέ­να πο­λυ­μορ­φο­πύ­ρη­να λευ­κά αι­μο­σφαί­ρια, η ο­ποί­α α­να­στέλ­λει ο­ρι­σμέ­νες λει­τουρ­γί­ες των πο­λυ­μορ­φο­πυ­ρή­νων λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων και άλ­λων κυτ­τά­ρων. Οι κυτ­τα­ρι­κές αυ­τές αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις έ­χουν σαν α­πο­τέ­λε­σμα την θε­ρα­πευ­τι­κή δρά­ση και τις ε­πι­πλο­κές του χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κού ά­λα­τος και των σχε­τι­κών συμ­πλό­κων του χρυ­σού. Η ά­πο­ψη αυ­τή υ­πο­στη­ρί­ζε­ται α­πό τα ε­ξής πει­ρα­μα­τι­κά ευ­ρή­μα­τα :

α)  Το κυ­α­νί­διο πα­ρά­γε­ται α­πό ε­νερ­γο­ποι­η­μέ­να πο­λυ­μορ­φο­πύ­ρη­να λευ­κά αι­μο­σφαί­ρια. Μπο­ρεί να σχη­μα­τι­σθεί α­πό φα­γο­κυτ­τα­ρω­μέ­να βα­κτη­ρί­δια, αλ­λά ο κύ­ριος πρό­δρο­μος εί­ναι το θει­ο­κυ­α­νι­κό ά­λας. Α­νευ­ρί­σκε­ται στο πλά­σμα σε συγ­κεν­τρώ­σεις 20-70 μΜ, που αυ­ξά­νον­ται σε 90-200 μΜ με το κά­πνι­σμα, α­νά­λο­γα με τον α­ριθ­μό των σι­γα­ρέ­των που κα­πνί­ζον­ται η­με­ρη­σί­ως (Vesey CJ et al, 1982).

β)  Το χρυ­σο­κυ­α­νί­διο πα­ρά­γε­ται α­πό την αλ­λη­λε­πί­δρα­ση κυ­α­νι­δί­ου με χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κό ά­λας (Graham GG et al, 1985). Σε χα­μη­λές α­να­λο­γί­ες κυ­α­νι­δί­ου/χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κό ά­λας, σχη­μα­τί­ζε­ται μι­κτό σύμ­πλο­κο πε­ρι­έ­χον κυ­α­νί­διο και χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κό ά­λας. Έ­τσι, με 1 γραμ­μο­μό­ριο κυ­α­νι­δί­ου α­νά υ­πο­μο­νά­δα χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κού ά­λα­τος (Autm) σχη­μα­τί­ζε­ται το εν­δι­ά­με­σο σύμ­πλο­κο :

  • Autm + HCN = tmAuCN- + H

Το χρυ­σο­κυ­α­νί­διο σχη­μα­τί­ζε­ται με το δεύ­τε­ρο γραμ­μο­μό­ριο του κυ­α­νι­δί­ου και α­πε­λευ­θε­ρώ­νε­ται ε­λεύ­θε­ρο χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κό ά­λας :

  • tmAuCN- + HCN = Au(CN)2- + tm

Ο σχη­μα­τι­σμός του μι­κτού συμ­πλό­κου και του χρυ­σο­κυ­α­νι­δί­ου ο­φεί­λε­ται στην ε­ξαι­ρε­τι­κή στα­θε­ρό­τη­τα του Au(I)-CN- δε­σμού. 

γ)  Τα σύμ­πλο­κα του χρυ­σού α­να­στέλ­λουν την ο­ξει­δω­τι­κή αν­τί­δρα­ση των πο­λυ­μορ­φο­πυ­ρή­νων λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων με την πα­ρου­σί­α θει­ο­κυ­α­νι­κού ά­λα­τος, τον πρό­δρο­μο του κυ­α­νι­δί­ου (Graham GG and Dale MM, 1990). Πα­ρό­μοι­α, τo χρυ­σο­κυ­α­νί­διο α­να­στέλ­λει την ο­ξει­δω­τι­κή αν­τί­δρα­ση των πο­λυ­μορ­φο­πυ­ρή­νων λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων (Graham GG and Dale MM, 1990; Rudkowski R et al, 1990).

δ)  Το χρυ­σο­κυ­α­νί­διο κα­τα­κρα­τά­ται α­πό τα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια, σε αν­τί­θε­ση με το χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κό ά­λας και τα σύμ­πλο­κα χρυ­σού με πρω­τε­ΐ­νες (Graham GG et al, 1984). Πα­ρό­μοι­α δι­α­φο­ρά στην κα­τα­κρά­τη­ση των δύ­ο αυ­τών συμ­πλό­κων του χρυ­σού α­πό τα πο­λυ­μορ­φο­πύ­ρη­να λευ­κά αι­μο­σφαί­ρια και τα μο­νο­κύτ­τα­ρα μπο­ρεί να ερ­μη­νεύ­σει τις αν­τί­θε­τες δρά­σεις τους στην ο­ξει­δω­τι­κή αν­τί­δρα­ση των πο­λυ­μορ­φο­πυ­ρή­νων λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων. Ο­ρι­σμέ­να φυ­τά α­πορ­ρο­φούν τον χρυ­σό α­πό το έ­δα­φος, ε­άν α­πε­λευ­θε­ρώ­νουν κυ­α­νί­διο α­πό κυ­α­νο­γε­νι­κές γλυ­κο­σί­δες, έν­δει­ξη ό­τι ο χρυ­σός κα­τα­κρα­τά­ται σαν χρυ­σο­κυ­α­νί­διο α­πό τα φυ­το­κύτ­τα­ρα.

ε)  Το χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κό ά­λας εί­ναι γε­νι­κά α­νε­νερ­γό με­τά α­πό βρα­χυ­χρό­νια ε­πώ­α­ση με πο­λυ­μορ­φο­πύ­ρη­να λευ­κά αι­μο­σφαί­ρια και άλ­λα κύτ­τα­ρα, αλ­λά α­να­στέλ­λει τον ι­ο­νι­σμό των πο­λυ­μορ­φο­πυ­ρή­νων λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων (Sliwinski AJ and Guertin MA, 1982) και τον χη­μει­ο­φθο­ρι­σμό των μο­νο­κυτ­τά­ρων (Harth M et al, 1983). Πει­ρα­μα­τι­κά, ο ο­ρός δυ­νη­τι­κο­ποι­εί την α­να­σταλ­τι­κή δρά­ση του χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κού ά­λα­τος στον πολ­λα­πλα­σια­σμό των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων (Hopkins SJ et al, 1983).

ζ)  Το χρυ­σο­κυ­α­νί­διο σχη­μα­τί­ζε­ται α­πό πο­λυ­μορ­φο­πύ­ρη­να λευ­κά αι­μο­σφαί­ρια ε­πω­α­σμέ­να με χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κό και θει­ο­κυ­α­νι­κό ά­λας (Graham GG and Dale MM, 1990). Στην κλι­νι­κή πρά­ξη, το χρυ­σο­κυ­α­νί­διο, πα­ρα­γό­με­νο στις φλεγ­μαί­νου­σες αρ­θρώ­σεις α­πό τα πο­λυ­μορ­φο­πύ­ρη­να λευ­κά αι­μο­σφαί­ρια, μπο­ρεί να αλ­λη­λε­πι­δρά­σει με άλ­λα κύτ­τα­ρα και να σχη­μα­τι­σθεί μό­νον ό­ταν υ­πάρ­χουν ε­νερ­γο­ποι­η­μέ­να πο­λυ­μορ­φο­πύ­ρη­να λευ­κά αι­μο­σφαί­ρια ή μο­νο­κύτ­τα­ρα.

η)  Το κά­πνι­σμα ε­πη­ρε­ά­ζει την κα­τα­νο­μή του χρυ­σού. Ο κα­πνός των σι­γα­ρέ­των πε­ρι­έ­χει α­ξι­ό­λο­γα πο­σά κυ­α­νι­δί­ου (60-250 μg/σι­γα­ρέ­το), που με­τα­βο­λί­ζε­ται ευ­ρέ­ως α­πό το η­πα­τι­κό έν­ζυ­μο ρο­δα­νά­ση σε θει­ο­κυ­α­νι­κό ά­λας. Αρ­χι­κά, το κά­πνι­σμα αυ­ξά­νει ση­μαν­τι­κά τα ε­πί­πε­δα του χρυ­σού στα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια α­σθε­νών θε­ρα­πευ­ό­με­νων με χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κό ά­λας και, σε μι­κρό­τε­ρο βαθ­μό, α­ου­ρα­νο­φί­νη (Graham GG et al, 1982; Lewis et al, 1983). H πι­θα­νό­τε­ρη αι­τία εί­ναι το κυ­α­νί­διο, το ο­ποί­ο ει­σπνέ­ε­ται με τον κα­πνό, και η συ­νε­πα­κό­λου­θη πα­ρα­γω­γή χρυ­σο­κυ­α­νι­δί­ου που ει­σέρ­χε­ται α­μέ­σως στα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια (Graham GG et al, 1984). Η με­γα­λύ­τε­ρη κα­τα­κρά­τη­ση του χρυ­σού στα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια των κα­πνι­στών ε­ξη­γεί την αύ­ξη­ση των ε­πι­πέ­δων του χρυ­σού σε με­ρι­κούς μό­νο α­σθε­νείς.

Οι αυ­ξα­νό­με­νες συγ­κεν­τρώ­σεις του θει­ο­κυ­α­νι­κού ά­λα­τος, α­πό τα ε­πί­πε­δα τα α­νευ­ρι­σκό­με­να σε μη κα­πνι­στές σε ε­κεί­να των κα­πνι­στών, αυ­ξά­νει το α­να­σταλ­τι­κό α­πο­τέ­λε­σμα των συμ­πλό­κων χρυ­σού–πρω­τε­ϊ­νών στην ο­ξει­δω­τι­κή αν­τί­δρα­ση των ε­νερ­γο­ποι­η­μέ­νων πο­λυ­μορ­φο­πυ­ρή­νων λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων (Oxborrow SM et al, 1990).

θ)  Το κά­πνι­σμα μπο­ρεί να ε­πη­ρε­ά­σει την το­ξι­κό­τη­τα του χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κού ά­λα­τος. Δεν φαί­νε­ται να τρο­πο­ποι­εί την αν­τιρ­ρευ­μα­τι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα του χρυ­σού στους κα­πνι­στές, αν και οι κα­πνι­στές που θε­ρα­πεύ­ον­ται με χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κό ά­λας έ­χουν πρω­ϊ­μό­τε­ρη εμ­φά­νι­ση και με­γα­λύ­τε­ρη συ­χνό­τη­τα ε­πι­πλο­κών (Kay EA and Jayson MIV, 1987). Πάν­τως, ε­πι­πλο­κές στον χρυ­σό εμ­φα­νί­ζουν και οι μη κα­πνι­στές (Kay EA and Jayson MIV, 1987).

1.2.2   ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ ΑΛΑΤΩΝ ΧΡΥΣΟΥ

Στα ζώ­α :

  • Προ­κα­λούν ο­ξεί­α νέ­κρω­ση και κα­ρυ­ο­με­γα­λί­α των κυτ­τά­ρων των νε­φρι­κών σω­λη­να­ρί­ων, τυ­πι­κή βα­ριάς νε­φρο­πά­θειας α­πό μέ­ταλ­λα, χορηγούμενα ε­φά­παξ σε με­γά­λες δό­σεις (192 mg/kg), σε α­ρου­ραί­ους.
  • Μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν υ­πο­ξεί­α φλοι­ώ­δη και δι­ά­με­ση ί­νω­ση και θά­να­το α­πό ου­ραι­μί­α, σε τρω­κτι­κά, σε υ­πο­θα­να­τη­φό­ρες δό­σεις (48-96 mg/kg/24ωρο).
  • Προ­κα­λούν σπει­ρα­μα­τι­κές αλ­λοι­ώ­σεις, σε α­ρου­ραί­ους Wistar (Nagi AH et al, 1971).
  • Προ­κα­λούν δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νη κα­ρυ­ο­με­γα­λί­α και πο­λυ­μορ­φί­α των πυ­ρή­νων και αύ­ξη­ση του με­γέ­θους των κυτ­τά­ρων των νε­φρι­κών σω­λη­να­ρί­ων, ε­άν χο­ρη­γη­θούν μα­κρο­χρό­νια σε δό­σεις 3-24 mg/kg/24ωρο (μι­κρό­τε­ρες ε­κεί­νων που προ­κα­λούν φλοι­ώ­δη νέ­κρω­ση και τε­λι­κή ου­ραι­μί­α). Με­τά α­πό 6 και 12 μή­νες συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό την α­νά­πτυ­ξη, σε με­γά­λη συ­χνό­τη­τα, α­δε­νω­μά­των του φλοι­ού, με­ρι­κά α­πό τα ο­ποί­α υ­φί­σταν­ται κα­κο­ή­θη ε­ξαλ­λα­γή. 
  • Προ­κα­λούν εκ­φύ­λι­ση και ί­νω­ση του παγ­κρέ­α­τος και, με­τά α­πό μα­κρο­χρό­νια εν­δο­μυ­ϊ­κή χο­ρή­γη­ση σε δό­ση 48 mg/kg/24ωρο, α­νά­πτυ­ξη σαρ­κω­μά­των στο ση­μεί­ο της έ­νε­σης, σε α­ρου­ραί­ους.
  • Προ­κα­λούν υ­περ­φα­γί­α και πα­χυ­σαρ­κί­α, με­τά α­πό ε­πα­νει­λημ­μέ­νες δό­σεις, σε πον­τι­κούς (Clarke AK et al, 1975), πι­θα­νώς λό­γω α­νά­πτυ­ξης ε­κτε­τα­μέ­νων υ­πο­θα­λα­μι­κών αλ­λοι­ώ­σε­ων συ­νε­πεί­α αλ­λη­λε­πί­δρα­σης με τους γλυ­κο­ϋ­πο­δο­χείς. 
  • Έ­χουν τε­ρα­το­γό­νο δρά­ση (ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός και η α­ου­ρα­νο­φί­νη), ε­άν χο­ρη­γη­θούν σε τρω­κτι­κά την 6η-15η η­μέ­ρα της κύ­η­σης και σε κου­νέ­λια (Szabo KT et al, 1978a). Ο μη­χα­νι­σμός εί­ναι ά­γνω­στος, αν και α­πο­δί­δε­ται στην α­να­στο­λή των λυ­σο­σω­μι­κών εν­ζύ­μων που φαί­νε­ται ό­τι παί­ζουν ρό­λο στη δι­α­τρο­φή του εμ­βρύ­ου (Blau SP, 1973).

Στον άν­θρω­πο : Πα­ρά τα ευ­ρή­μα­τα στα πει­ρα­μα­τό­ζω­α, τα πα­ρά­γω­γα του χρυ­σού δεν φαί­νε­ται να προ­κα­λούν καρ­κί­νο στον άν­θρω­πο.

1.2.3   ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ

Πριν α­πό την έ­ναρ­ξη κα­τά χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας, ο ο­ρός φυ­σι­ο­λο­γι­κά πε­ρι­έ­χει <0.5 ng/ dl χρυ­σού. Στη διά­ρκεια της βα­σι­κής θε­ρα­πεί­ας, ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός, χο­ρη­γού­με­νος εν­δο­μυ­ϊ­κά σε δό­ση 50 mg, α­πορ­ρο­φά­ται τα­χέ­ως και φθά­νει σε μέ­γι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις στον ο­ρό (700-900 μg /dl) με­τά α­πό 2 ώ­ρες, ό­που και πα­ρα­μέ­νει ε­πί αρ­κε­τές ώ­ρες (Palmer DG and Dunckley JV, 1973; Danpure C et al, 1979). Στη διά­ρκεια των ε­πό­με­νων 7 η­με­ρών, τα ε­πί­πε­δά του ε­λατ­τώ­νον­ται βαθ­μια­ία κα­τά 50% και, με­τά α­πό 6-8 ε­βδο­μα­δια­ίες ε­νέ­σεις, στα­θε­ρο­ποι­ούν­ται στα 300-400 μg/dl.  

Στη διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας συν­τή­ρη­σης με 50 mg χρυ­σού κά­θε 3-4 ε­βδο­μά­δες, οι συγ­κεν­τρώ­σεις του χρυ­σού στον ο­ρό κυ­μαί­νον­ται σε 75-125 μg/dl. Με­τά την δι­α­κο­πή της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας, τα ε­πί­πε­δα του χρυ­σού στον ο­ρό προ­ο­δευ­τι­κά ε­λατ­τώ­νον­ται, αν και μπο­ρεί να πα­ρα­μεί­νουν σε α­νι­χνεύ­σι­μο ύ­ψος ε­πί αρ­κε­τούς μή­νες.

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΜΕΓΙΣΤΕΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΣΤΟΝ ΟΡΟ

Πα­χυ­σαρ­κί­α : Οι μέ­γι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις του χρυ­σού στο πλά­σμα εί­ναι χα­μη­λό­τε­ρες στους παχύσαρκους  (Palmer DG and Dunckley JV, 1973).

Εί­δος σκευ­ά­σμα­τος : Τα υ­δα­τι­κά δι­α­λύ­μα­τα του χρυ­σού φθά­νουν σε υ­ψη­λό­τε­ρες μέ­γι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις και α­πο­μα­κρύ­νον­ται τα­χύ­τε­ρα, σε σύγ­κρι­ση με τα ε­λαι­ώ­δη (Rubinstein HM and Dietz AA, 1973), αν και με­τά α­πό μί­αν ε­βδο­μά­δα οι μέ­γι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις των ε­λαι­ω­δών σκευ­α­σμά­των στον ο­ρό προ­σεγ­γί­ζουν τις των υ­δα­τι­κών. 

Συ­νε­χι­ζό­με­νη χο­ρή­γη­ση χρυ­σού : Οι συγ­κεν­τρώ­σεις του χρυ­σού στον ο­ρό αυ­ξά­νον­ται βαθ­μια­ία ό­σο συ­νε­χί­ζε­ται η ε­βδο­μα­δια­ία χο­ρή­γη­ση του, αλ­λά με­τά γε­νι­κά στα­θε­ρο­ποι­ούν­ται.

Τα ε­πί­πε­δα του χρυ­σού στον ο­ρό ε­ξαρ­τών­ται α­πό την δό­ση και την μορ­φή του σκευ­ά­σμα­τος. Με­τά α­πό την χο­ρή­γη­ση 50 mg χρυ­σού κά­θε 3-4 ε­βδο­μά­δες, οι συγ­κεν­τρώ­σεις του στο αί­μα προ­σεγ­γί­ζουν τα 75-125 μg/dl. Τα ε­πί­πε­δα αυ­τά εί­ναι 3-10 φο­ρές υ­ψη­λό­τε­ρα στο αί­μα και σχε­δόν 10 φο­ρές στα ού­ρα, συγ­κρι­τι­κά με 6 mg α­ου­ρα­νο­φί­νης η­με­ρη­σί­ως. Τα πα­ρεν­τε­ρι­κά σκευ­ά­σμα­τα του χρυ­σού έ­χουν ση­μαν­τι­κά βρα­χύ­τε­ρο t(1/2) (5.5 η­μέ­ρες) α­πό την α­ου­ρα­νο­φί­νη (14-21 η­μέ­ρες).

Με­τά α­πό μί­αν α­πλή εν­δο­φλέ­βια δό­ση θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού ση­μα­σμέ­νου με ρα­δι­ε­νερ­γό χρυ­σό (195 Au), ο αρ­χι­κός t(1/2) της α­πο­μά­κρυν­σης του χρυ­σού στον ο­ρό α­νέρ­χε­ται σε 6 πε­ρί­που η­μέ­ρες. Με­τά α­πό ο­λι­κή α­κτι­νο­βό­λη­ση του σώ­μα­τος, ο ρα­δι­ο­ση­μα­σμέ­νος χρυ­σός κα­τα­κρα­τά­ται α­πό τον ορ­γα­νι­σμό για με­γά­λο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα, ού­τως ώ­στε το 25-42% της αρ­χι­κής δό­σης του πα­ρα­μέ­νει στο σώ­μα α­κό­μα και με­τά α­πό 180 η­μέ­ρες. Η πα­ρα­τε­τα­μέ­νη κα­τα­κρά­τη­ση και η κα­θυ­στέ­ρη­ση της α­πο­βο­λής του χρυ­σού ε­ξη­γεί την δι­α­τή­ρη­ση της κλι­νι­κής βελ­τί­ω­σης σε α­σθε­νείς με ΡΑ, πα­ρά την δι­α­κο­πή της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας.

Με­τά την πα­ρεν­τε­ρι­κή χο­ρή­γη­ση του, ο χρυ­σός δι­έρ­χε­ται τα­χέ­ως στο αρ­θρι­κό υ­γρό και το ι­σο­ζύ­γιο ε­πι­τυγ­χά­νε­ται με­τά α­πό 4 ώ­ρες. Αν και οι α­πό­λυ­τες συγ­κεν­τρώ­σεις του θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού στο αρ­θρι­κό υ­γρό συγ­κρι­τι­κά με τον ο­ρό εί­ναι κά­πως χα­μη­λό­τε­ρες, η α­πο­βο­λή του εί­ναι α­κρι­βώς πα­ράλ­λη­λη.

H σχε­τι­κή κα­τα­νο­μή και συγ­κέν­τρω­ση των πα­ρεν­τε­ρι­κών σκευ­α­σμά­των του χρυ­σού εί­ναι πα­ρό­μοι­α, τό­σο σε πον­τι­κούς και α­ρου­ραί­ους, ό­σο και σε κου­νέ­λια (Bertrand JJ et al, 1948), αν και μπο­ρεί να υ­πάρ­χουν ση­μαν­τι­κές ε­ξα­το­μι­κευ­μέ­νες δι­α­φο­ρές. Με­λέ­τες με κολ­λο­ει­δή χρυ­σό δεν έ­χουν α­να­δεί­ξει α­ξι­ό­λο­γα ε­πί­πε­δα χρυ­σού στο αί­μα ή τους ι­στούς πει­ρα­μα­το­ζώ­ων.

Στη διά­ρκεια της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας, ο χρυ­σός ε­να­πο­τί­θε­ται δι­ά­χυ­τα σ’ ό­λους σχε­δόν τους ι­στούς, αν και ο βαθ­μός της συγ­κέν­τρω­σής του ποι­κίλ­λει α­πό ι­στού σε ι­στό. Με­γα­λύ­τε­ρες συγ­κεν­τρώ­σεις με την μορ­φή χρυ­σο­σω­μά­των α­νευ­ρί­σκον­ται στον φλοι­ό των νε­φρών και των ε­πι­νε­φρι­δί­ων, τους λεμ­φα­δέ­νες, το ή­παρ, τον μυ­ε­λό των ο­στών, το δέρ­μα, τα ο­στά, τον αρ­θρι­κό χόν­δρο και τον σπλή­να (Ghadially FN, 1979). Αν­τί­θε­τα, οι ι­στοί που α­παρ­τί­ζουν τις δι­αρ­θρώ­σεις, τον υ­μέ­να, τον υ­ά­λι­νο χόν­δρο, τους συν­δέ­σμους και το φλοι­ώ­δες ο­στούν έ­χουν χα­μη­λό­τε­ρα ε­πί­πε­δα χρυ­σού.

Με­τά α­πό 20 ε­βδο­μα­δια­ίες ε­νέ­σεις 50 mg χρυ­σού, κα­τα­κρα­τών­ται πε­ρί­που 300 μg στοι­χεια­κού χρυ­σού, ε­νώ με­τά α­πό 20 ε­βδο­μά­δες θε­ρα­πεί­ας με 6 mg α­ου­ρα­νο­φί­νης η­με­ρη­σί­ως, πε­ρί­που 73 mg χρυ­σού. Στα κύτ­τα­ρα, ο χρυ­σός συγ­κεν­τρώ­νε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο στον πυ­ρή­να και τα μι­το­χόν­δρια και κυ­ρί­ως στα λυ­σο­σώ­μα­τα, σε ε­πα­φή με τα ορ­γα­νύλ­λια των μεμ­βρα­νών, τα ο­ποί­α α­πο­κτούν ι­δι­ά­ζου­σα μορ­φο­λο­γί­α («χρυ­σο­σώ­μα­τα») (aurosomes) (Ghadially FN, 1979). Τα χρυ­σο­σώ­μα­τα πε­ρι­έ­χουν πο­λυ­πέ­τα­λους νη­μα­το­ει­δείς και ρα­βδο­ει­δείς σχη­μα­τι­σμούς σπαρ­μέ­νους με κοκ­κί­α, αλ­λά δεν εί­ναι γνω­στό αν και σε ποι­α πο­σό­τη­τα πε­ρι­έ­χουν και θεί­ο και φω­σφό­ρο.

Η ση­μα­σί­α της ε­να­πό­θε­σης του χρυ­σού στα χρυ­σο­σώ­μα­τα εί­ναι ά­γνω­στη, μπο­ρεί ό­μως να σχε­τί­ζε­ται με την α­να­στο­λή των λυ­σο­σω­μι­κών εν­ζύ­μων. Τα χρυ­σο­σώ­μα­τα μπο­ρεί να σχη­μα­τί­ζον­ται με την κα­τα­κρά­τη­ση συμ­πλό­κων χρυ­σού–πρω­τε­ϊ­νών α­πό το λυ­σο­σω­μι­κό σύ­στη­μα, δε­δο­μέ­νου ό­τι η λευ­κω­μα­τί­νη κα­τα­κρα­τά­ται α­πό τα με­γα­κα­ρυ­ο­κύτ­τα­ρα (Handagamma PJ et al, 1989) και τα εν­δο­θη­λια­κά κύτ­τα­ρα των μυελικών κόλ­πων των ο­στών και του ή­πα­τος (De Bruyn PPH et al, 1985).

Πα­ρό­μοι­α κα­τα­κρά­τη­ση χρυ­σού–λευ­κω­μα­τί­νης ή άλ­λων συμ­πλό­κων χρυ­σού–πρω­τε­ϊ­νών μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε α­να­στο­λή των λυ­σο­σω­μι­κών εν­ζύ­μων, αλ­λά ο σχη­μα­τι­σμός των χρυ­σο­σω­μά­των μπο­ρεί να α­πο­τε­λεί μη­χα­νι­σμό α­πε­νερ­γο­ποί­η­σης των συμ­πλό­κων του χρυ­σού. Η τε­λευ­ταί­α υ­πό­θε­ση εί­ναι συμ­βα­τή με την α­που­σί­α σχέ­σης με­τα­ξύ δερ­μα­τι­κών και νε­φρι­κών ε­πι­πλο­κών του χρυ­σού με την πυ­κνό­τη­τα των χρυ­σο­σω­μά­των (Ghadially FN, 1979).

Στους α­ρου­ραί­ους, μο­λο­νό­τι το με­γα­λύ­τε­ρο πο­σο­στό του εν­δο­κυτ­τά­ριου χρυ­σού συγ­κεν­τρώ­νε­ται στα λυ­σο­σώ­μα­τα, το 35% συν­δέ­ε­ται στο κυ­το­σό­λιο με με­ταλ­λο­θει­ο­νί­νες. Οι με­ταλ­λο­θει­ο­νί­νες εί­ναι πρω­τε­ΐ­νες χα­μη­λού μο­ρια­κού βά­ρους πλού­σι­ες σε κυ­στε­ΐ­νη και έ­χουν με­γά­λη συγ­γέ­νεια με τον χρυ­σό, τον χαλ­κό, τον ψευ­δάρ­γυ­ρο, το κάδ­μιο, και τον μό­λυ­βδο. Βο­η­θούν στον έ­λεγ­χο της εν­δο­κυτ­τά­ριας ο­μοι­ό­στα­σης του ψευ­δαρ­γύ­ρου και του χαλ­κού και προ­φυ­λάσ­σουν α­πό την το­ξι­κή δρά­ση άλ­λων ι­όν­των με­τάλ­λων. Ο χρυ­σός δι­ε­γεί­ρει την σύν­θε­ση των με­ταλ­λο­θει­ο­νι­νών, οι ο­ποί­ες μπο­ρεί να προ­στα­τεύ­ουν α­πό την το­ξι­κό­τη­τα των συ­νε­πα­κό­λου­θων δό­σε­ων του φαρ­μά­κου.

Στη διά­ρκεια της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας, ο χρυ­σός συγ­κεν­τρώ­νε­ται στα εν­δο­θη­λια­κά κύτ­τα­ρα του αρ­θρι­κού υ­μέ­να πε­ρισ­σό­τε­ρο α­π’ ό,τι σε άλ­λους αρ­θρι­κούς ι­στούς (Grahame R et al, 1974). Ο χρυ­σός συγ­κεν­τρώ­νε­ται τα­χύ­τε­ρα και σε με­γα­λύ­τε­ρο βαθ­μό σε φλεγ­μαί­νου­σες, συγ­κρι­τι­κά με φυ­σι­ο­λο­γι­κές, αρ­θρώ­σεις, πι­θα­νώς λό­γω αυ­ξη­μέ­νης δι­α­πε­ρα­τό­τη­τας και αγ­γεί­ω­σης του υ­μέ­να και αυ­ξη­μέ­νης κα­τα­κρά­τη­σης του χρυ­σού στην πε­ρι­ο­χή της φλεγ­μο­νής. Α­κό­μα, συγ­κεν­τρώ­νε­ται σε με­γά­λο βαθ­μό σε καλ­λι­ερ­γη­μέ­να υ­με­νο­κύτ­τα­ρα ε­πω­α­σμέ­να με θει­ο­γλυ­κο­νι­κό χρυ­σό (Goldberg RL et al, 1981).

Με­τά την δι­α­κο­πή της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας, ο χρυ­σός α­πο­μα­κρύ­νε­ται α­πό τις ε­πι­φα­νεια­κές στι­βά­δες του υ­μέ­να αθροιζόμενος σε βα­θύ­τε­ρα στρώ­μα­τα στα μα­κρο­φά­γα, κυ­ρί­ως με την μορ­φή χρυ­σο­σω­μά­των.

Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με ε­νέ­σι­μο χρυ­σό, τα ε­πί­πε­δα του χρυ­σού στο αρ­θρι­κό υ­γρό προ­σεγ­γί­ζουν το 50% των ε­πι­πέ­δων του στον ο­ρό και με­τά α­πό 4 ώ­ρες ε­λατ­τώ­νον­ται πα­ράλ­λη­λα (Gerber RC et al, 1974). Η χρο­νι­κή αυ­τή δι­α­δρο­μή προ­σο­μοιά­ζει με την κι­νη­τι­κή της λευ­κω­μα­τί­νης στο αρ­θρι­κό υ­γρό και εί­ναι συμ­βα­τή με την ισχυρή σύν­δε­ση του χρυ­σού με τις λευ­κω­μα­τί­νες. Έ­τσι, ο χρυ­σός με­τα­φέ­ρε­ται προς και α­πο­μα­κρύ­νε­ται α­πό φλεγ­μαί­νου­σες αρ­θρώ­σεις σαν σύμ­πλο­κο με την λευ­κω­μα­τί­νη.

Ο χρυ­σός α­νευ­ρί­σκε­ται σε ε­λά­χι­στες πο­σό­τη­τες στους ο­φθαλ­μούς, τα μαλ­λιά και τους ό­νυ­χες (Gottlieb NL and Major JC, 1978), ό­που ό­μως δεν α­θροί­ζε­ται, α­κό­μα και αν χο­ρη­γη­θεί μα­κρο­χρό­νια σε δό­ση συν­τή­ρη­σης. Στο δέρ­μα, οι συγ­κεν­τρώ­σεις του χρυ­σού μπο­ρεί να σχε­τί­ζον­ται με την α­θροι­στι­κή του δό­ση (Penneys NS et al, 1975).

Ο χρυ­σός έ­χει ι­σχυ­ρή συγ­γέ­νεια με τα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια του πε­ρι­φε­ρι­κού αί­μα­τος και τα λεμ­φο­κύτ­τα­ρα. Στα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια, συν­δέ­ε­ται κυ­ρί­ως με την αι­μο­σφαι­ρί­νη και αν­τι­κα­θι­στά το υ­δρο­γό­νο στις σουλ­φυ­δρυ­λι­κές ο­μά­δες. Αρ­κε­τές η­μέ­ρες με­τά την χο­ρή­γη­σή του α­νι­χνεύ­ε­ται σε μι­κρές πο­σό­τη­τες στα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια, έν­δει­ξη ό­τι κα­τα­κρα­τά­ται α­πό τα πρό­δρο­μα κύτ­τα­ρα του μυ­ε­λού των ο­στών (Gottlieb NL and Gray RG, 1981).

Τα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια των κα­πνι­στών πε­ρι­έ­χουν πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρο τμή­μα του συ­νο­λι­κού χρυ­σού του αί­μα­τος α­πό τα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια μη κα­πνι­στών (18%, συγ­κρι­τι­κά με 3%). Η δι­α­φο­ρά αυ­τή α­πο­δί­δε­ται στα αυ­ξη­μέ­να ε­πί­πε­δα του κυ­α­νι­δί­ου και του θει­ο­κυ­α­νι­δί­ου στο αί­μα των κα­πνι­στών. Τα στοι­χεί­α αυ­τά μπο­ρεί να σχη­μα­τί­σουν σύμ­πλο­κα με τον χρυ­σό, τα ο­ποία με­τά εισ­δύ­ουν στα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια (Graham GG et al, 1982).

Ο πα­ρεν­τε­ρι­κά χο­ρη­γού­με­νος χρυ­σός συγ­κεν­τρώ­νε­ται στο αί­μα σε πο­λύ χα­μη­λό­τε­ρα ε­πί­πε­δα α­π’ ό, τι στο πλά­σμα, λό­γω της ι­σχυ­ρής συγ­γέ­νειάς του με τις πρω­τε­ΐ­νες του πλά­σμα­τος. Σε δό­ση 50 mg, συν­δέ­ε­ται με τις πρω­τε­ΐ­νες του ο­ρού κα­τά 92%, ε­νώ το υ­πό­λοι­πο 8% κυ­κλο­φο­ρεί ε­λεύ­θε­ρο στον ο­ρό. Έ­τσι, η συ­νο­λι­κή συγ­κέν­τρω­ση του χρυ­σού στον ο­ρό εί­ναι λί­γο χα­μη­λό­τε­ρη των συνολικών επιπέδων του στο αί­μα.

Το 95% του συν­δε­δε­μέ­νου με τις πρω­τε­ΐ­νες χρυ­σού συν­δέ­ε­ται με την λευ­κω­μα­τί­νη. Ό­λα τα πα­ρεν­τε­ρι­κά σκευ­ά­σμα­τα του χρυ­σού συν­δέ­ον­ται με τα τις πρω­τε­ΐ­νες στον ί­διο βαθ­μό και έ­χουν πα­ρό­μοι­α συγ­γέ­νεια και ι­κα­νό­τη­τες σή­μαν­σης, πι­θα­νώς λό­γω έν­το­νης αλ­λη­λε­πί­δρα­σης με τις σουλ­φυ­δρυ­λι­κές ο­μά­δες των πρω­τε­ϊ­νών (Penneys NS et al, 1974). Α­κό­μα, ο χρυ­σός μπο­ρεί να έ­χει συγ­γέ­νεια ε­ξαρ­τώ­με­νη α­πό την συγ­κέν­τρω­ση με άλ­λα συ­στα­τι­κά του ο­ρού, πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των α­νο­σο­σφαι­ρι­νών και του συμ­πλη­ρώ­μα­τος.

Πε­ρί­που 40% μιας δό­σης εν­δο­μυ­ϊ­κού χρυ­σού α­πο­βάλ­λε­ται σε πο­σο­στό 70% α­πό τα ού­ρα και 30%, με τα κό­πρα­να (Gottlieb NL et al, 1972). Σε α­με­λη­τέες ποσότητες ο χρυσός α­πο­βάλ­λε­ται με τα α­πο­πί­πτον­τα ε­πι­θή­λια (Penneys NS et al, 1975), ε­νώ μπορεί να ανιχνευθεί σε υψηλά επίπεδα στο μη­τρι­κό γά­λα (Blau SP, 1973). Το 40% πε­ρί­που του κα­θη­με­ρι­νά α­πο­βαλ­λό­με­νου χρυ­σού α­πό τα ού­ρα και τα κό­πρα­να προ­έρ­χε­ται α­πό την πλέ­ον πρό­σφα­τα χο­ρη­γη­θεί­σα δό­ση, ε­νώ το υ­πό­λοι­πο, α­πό προ­η­γού­με­νες δό­σεις.

Ο αρ­χι­κός t(1/2) α­πο­μά­κρυν­σης του χρυ­σού α­πό το πλά­σμα και το αρ­θρι­κό υ­γρό α­νέρ­χε­ται σε 5 η­μέ­ρες, αν και ο τε­λι­κός προ­σεγ­γί­ζει τις 12.5 η­μέ­ρες (Waller ES et al, 1982). Με­τά α­πό την χο­ρή­γη­ση 195 Au ση­μα­σμέ­νου θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού, ο χρυ­σός κα­τα­κρα­τά­ται πα­ρα­τε­τα­μέ­να στους ι­στούς και η α­πο­μά­κρυν­ση του τε­λι­κού 50% εί­ναι πο­λύ βρα­δύ­τε­ρη α­πό τον μα­κρό t(1/2) στο πλά­σμα (Gerber RC et al, 1974). Ο χρυ­σός έ­χει α­κό­μα α­νευ­ρε­θεί στους ι­στούς 23 χρό­νια με­τά την τε­λευ­ταί­α δό­ση του θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού (Vernon-Roberts B et al, 1976).

Ο χρυ­σός, αν και έ­χει ο­ξει­δω­τι­κές ι­δι­ό­τη­τες, πα­ρα­μέ­νει κυ­ρί­ως σε Au(I) κα­τά­στα­ση. Τα σκευ­ά­σμα­τα του χρυ­σού φαί­νε­ται ό­τι έ­χουν κοι­νές ι­δι­ό­τη­τες, μολονότι έ­χουν δι­α­φο­ρε­τι­κούς δε­σμούς με τους ο­ποί­ους εί­ναι συν­δε­δε­μέ­νος ο χρυ­σός, και οι φαρ­μα­κο­κι­νη­τι­κές τους ι­δι­ό­τη­τες μπο­ρεί να επάγονται α­πό κοι­νούς με­τα­βο­λί­τες. Με­τα­βο­λί­τες κοι­νοί σε ό­λα τα σύμ­πλο­κα του χρυ­σού εί­ναι πι­θα­νώς το χρυ­σο­κυ­α­νί­διο και το σύμ­πλο­κο χρυ­σού–λευ­κω­μα­τί­νης.

Ε­κτός α­πό το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος του συνδεδεμένου με τις πρω­τε­ΐ­νες κυ­κλο­φο­ρούν­τος χρυ­σού, στη διά­ρκεια της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας κυ­κλο­φο­ρεί ε­λεύ­θε­ρο μι­κρομοριακό υλικό, πι­θα­νώς θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός, ι­δι­αί­τε­ρα 30΄ με­τά την εν­δο­μυ­ϊ­κή έ­νε­ση, το οποίο α­νι­χνεύ­ε­ται σε πολύ χαμηλά επίπεδα α­κό­μα και 4 ε­βδο­μά­δες με­τά την τε­λευ­ταί­α έ­νε­ση (Danpure C et al, 1979). Στους α­ρου­ραί­ους, μέ­ρος του θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού α­πεκ­κρί­νε­ται α­ναλ­λοί­ω­το.

In vitro, ο συν­δε­δε­μέ­νος με λευ­κω­μα­τί­νη χρυ­σός έ­χει την μορ­φή λευ­κω­μα­τί­νης S-Au-tm. Ο δε­σμός με την λευ­κω­μα­τί­νη γί­νε­ται μέ­σω της θει­ο­λι­κής ο­μά­δας ε­νός υ­πό­λοι­που κυστεΐνης. In vivo, το χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κό ά­λας α­πο­χω­ρί­ζε­ται α­πό τον χρυ­σό και πι­θα­νώς τα κύ­ρια εί­δη στο πλά­σμα εί­ναι η λευ­κω­μα­τί­νη-S-Au-θει­ό­λη, ό­που η θει­ό­λη εί­ναι εν­δο­γε­νές συ­στα­τι­κό, ό­πως η γλου­τα­θει­ό­νη ή η κυ­στε­ΐ­νη.

Το α­πο­σπώ­με­νο χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κό ά­λας μπο­ρεί να έ­χει ευ­νο­ϊ­κή δρά­ση στη ΡΑ, ι­δι­αί­τε­ρα ό­ταν η D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη, ε­πί­σης θει­ο­λι­κό συ­στα­τι­κό, έ­χει πα­ρό­μοι­α αν­τι­αρ­θρι­τι­κή δράση στα σύμ­πλο­κα του χρυ­σού (Jellum E et al, 1980). Το χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κό ά­λας εί­ναι πι­θα­νώς πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο δυ­νη­τι­κό α­πό την D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη, δε­δο­μέ­νου ό­τι χρη­σι­μο­ποι­εί­ται συ­νή­θως σε δό­σεις 10-50 mg/ε­βδ., δόσεις που αντιστοιχούν σε 5-25 mg/ε­βδ. συγ­κρι­τι­κά με την D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη, η ο­ποί­α χο­ρη­γεί­ται σε δό­σεις πε­ρί­που 250 mg/24ωρο.

1.2.4  ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ – ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ

Οι συγ­κεν­τρώ­σεις του χρυ­σού στον ο­ρό δεν φαί­νε­ται να σχε­τί­ζον­ται με την κλι­νι­κή του α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα (Gerber RC et al, 1972b). Κατ΄ άλ­λους (Lorber A et al, 1973), η τρο­πο­ποί­η­ση στη δό­ση ή την συ­χνό­τη­τα χο­ρή­γη­σης του θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού ώ­στε οι συγ­κεν­τρώ­σεις του χρυ­σού στον ο­ρό να κυ­μαί­νον­ται σε 3 mg/l-1 η­με­ρη­σί­ως, μπο­ρεί να βελ­τι­ώ­σει την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα.

1.2.5   ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

Δεν έ­χουν α­να­φερ­θεί.

1.2.6   ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

  • Ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα
  • Νε­α­νι­κή ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα

ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΟΝ ΕΝΕΣΙΜΟ ΧΡΥΣΟ : 

  • Ψω­ρι­α­σι­κή αρ­θρί­τι­δα
  • Πα­λίν­δρο­μος ρευ­μα­τι­σμός
  • Σύν­δρο­μο Sjogren
  • Σύν­δρο­μο Felty
  • Νό­σος Still των ε­νη­λί­κων
  • Αγ­κυ­λο­ποι­η­τι­κή σπον­δυ­λί­τι­δα
  • Πα­λίν­δρο­μος ρευ­μα­τι­σμός
  • Κνι­δω­τι­κή αγ­γει­ί­τι­δα (Handfield-Jones SE and Greaves MW, 1991)
  • Ά­σθμα
  • Δι­σκο­ει­δής ε­ρυ­θη­μα­τώ­δης λύ­κος
  • Νό­σος Kala-azar (Singh MP et al, 1989)
  • Πέμ­φι­γα

1.2.7     ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

  • Προ­η­γη­θεί­σες σο­βα­ρές αν­τι­δρά­σεις στα ά­λα­τα του χρυ­σού ή άλ­λα βα­ριά μέ­ταλ­λα (κα­τα­στο­λή μυ­ε­λού, σο­βα­ρή νε­φρί­τι­δα)
  • Προ­η­γη­θεί­σα κα­τα­στο­λή μυ­ε­λού α­πό άλ­λα αί­τια
  • Υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α στα συ­στα­τι­κά του σκευ­ά­σμα­τος
  • Σο­βα­ρή οργανική ε­ξα­σθέ­νη­ση
  • Προ­χω­ρη­μέ­νη νό­σος ή α­νε­νερ­γός («κα­μέ­νη») υ­με­νί­τι­δα
  • Η­πα­τι­κές, νε­φρι­κές ή αι­μα­το­λο­γι­κές δι­α­τα­ρα­χές

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :

  • Μη προ­ο­δευ­τι­κά ε­πι­δει­νού­με­νη πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α ή κα­λο­ή­θης αι­μα­του­ρί­α, χω­ρίς νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια
  • Προ­ϋ­πάρ­χου­σα πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α και δερ­μα­τί­τι­δα
  • Α­ναι­μί­α και λευ­κο­πε­νί­α
  • Κύ­η­ση

1.2.8   ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

1.2.8.1   ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :

  • Έν­το­νη, ε­νερ­γός, προ­ο­δευ­τι­κή πο­λυ­αρ­θρί­τι­δα, μη ε­λεγ­χό­με­νη ι­κα­νο­ποι­η­τι­κά με την α­νά­παυ­ση, τα φυ­σι­κά μέ­σα, τις εν­δαρ­θρι­κές εγ­χύ­σεις κορ­τι­κο­ει­δών και τα σα­λι­κυ­λι­κά ή άλ­λα ΜΣΑΦ για χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα 6 μη­νών.
  • Ο­ρο­θε­τι­κή νό­σος με ο­ξεί­α, έν­το­νη προ­σβο­λή πολ­λών αρ­θρώ­σε­ων και συ­στη­μα­τι­κές εκ­δη­λώ­σεις
  • Μο­νο­αρ­θρί­τι­δα μιας με­γά­λης άρ­θρω­σης (π.χ. του γό­να­τος), μη αν­τα­πο­κρι­νό­με­νη στη θε­ρα­πευ­τι­κή α­γω­γή (ΜΣΑΦ, εν­δαρ­θρι­κές εγ­χύ­σεις κορ­τι­κο­ει­δών)

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Ο ε­νέ­σι­μος χρυ­σός, σε δό­σεις 10-50 mg/ε­βδ., εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός στο 41-82% των α­σθε­νών με ΡΑ (Pullar T et al, 1983; Ward JR et al, 1983; Fries JF et al, 1986; Williams HJ et al, 1988).

Κα­τ’ άλ­λους, ο θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός δεν έ­χει κα­νέ­να ό­φε­λος στη θε­ρα­πεί­α της ΡΑ (Ragan C, 1951) και ο χρυ­σο­θει­ο­γλυ­κο­α­νι­λι­δι­κός χρυ­σός (Lauron) δεν εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός α­πό ε­νέ­σεις ο­ρού (Merliss TA et al, 1951).

Πα­ράλ­λη­λα με τα ά­λα­τα του χρυ­σού, μέ­χρις ό­του προ­κύ­ψει βελ­τί­ω­ση, μπο­ρούν να χο­ρη­γη­θούν ΜΣΑΦ ή κορ­τι­κο­ει­δή (π.χ. πρεδ­νι­ζό­νη). Η πρεδ­νι­ζό­νη, χο­ρη­γού­με­νη ε­φά­παξ σε δό­σεις 7.5-10 mg per os κά­θε πρω­ί, μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί προ­σω­ρι­νά ε­πί αρ­κε­τές ε­βδο­μά­δες και στη συ­νέ­χεια να μει­ω­θεί προ­ο­δευ­τι­κά ή να δι­α­κο­πεί ό­ταν προ­κύ­ψει βελ­τί­ω­ση με την χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α.

ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :

  • Βελ­τι­ώ­νει τις κλι­νι­κές εκ­δη­λώ­σεις (πό­νος, α­ριθ­μός φλεγμαινουσών αρ­θρώ­σε­ων, μυ­ϊ­κή ι­σχύς σύ­σφιγ­ξης δα­κτύ­λων, λει­τουρ­γι­κή ι­κα­νό­τη­τα)
  • Αυ­ξά­νει την διά­ρκεια της ε­πι­βί­ω­σης (Lehtinen K and Isomaki H, 1991)
  • Βελ­τι­ώ­νει την αρ­θρί­τι­δα α­κό­μα και αν χορηγηθεί ενδαρθρικά (Lewis DC and Ziff M, 1966; Topp JR et al, 1975).

Το 60% , κα­τά μέ­σον ό­ρο, των α­σθε­νών έ­χει ποι­κί­λου βαθ­μού βελ­τί­ω­ση, το 25% δι­α­κό­πτει την α­γω­γή λό­γω ε­πι­πλο­κών, ε­νώ το υ­πό­λοι­πο 15% δεν αν­τα­πο­κρί­νε­ται στη χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α.

Ύ­φε­ση προ­κύ­πτει με­τά α­πό 24 ε­βδο­μά­δες έ­ως 2 χρό­νια θε­ρα­πεί­ας σε λι­γό­τε­ρο α­πό 10% των α­σθε­νών. Η βελ­τί­ω­ση ή ύ­φε­ση της νό­σου εί­ναι πο­λύ δύ­σκο­λο να δι­α­πι­στω­θεί κα­τά πό­σον ο­φεί­λε­ται στη δρά­ση του χρυ­σού ή, ό­πως ό­χι σπά­νια συμ­βαί­νει, σε αυ­τό­μα­τη πα­ρο­δι­κή ή ο­ρι­στι­κή ύ­φε­ση της νό­σου. Ε­άν η βελ­τί­ω­ση των αρ­θρι­κών εκ­δη­λώ­σε­ων α­πο­δο­θεί σε αυ­τό­μα­τη ύ­φε­ση ή ί­α­ση της νό­σου, η δι­α­κο­πή της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας α­κο­λου­θεί­ται συ­νή­θως, με­τ’ άλ­λο­τε άλ­λο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα, α­πό υ­πο­τρο­πή των συμ­πτω­μά­των. Η ε­πα­να­χο­ρή­γη­ση του χρυ­σού μπο­ρεί να α­κο­λου­θη­θεί εκ νέ­ου α­πό ύ­φε­ση της νό­σου (Kean WF and Anastassiades TP, 1979).

Ο θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός εί­ναι μάλ­λον πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός σε α­σθε­νείς με πρώϊμη, μη δι­α­βρω­τι­κή, νό­σο, ό­πως και με μα­κρο­χρό­νια, ε­νερ­γό νό­σο και α­να­το­μι­κές αλ­λοι­ώ­σεις των αρ­θρώ­σε­ων και μο­νο­αρ­θρί­τι­δα ή ο­λι­γο­αρ­θρί­τι­δα.

Η βελ­τί­ω­ση εμ­φα­νί­ζε­ται συ­νή­θως με­τά α­πό αρ­κε­τές ε­βδο­μά­δες, αν και με­ρι­κοί α­σθε­νείς έ­χουν προ­ο­δευ­τι­κή μεί­ω­ση της πρω­ï­νής δυ­σκαμ­ψί­ας, του πό­νου, των συ­στη­μα­τι­κών εκ­δη­λώ­σε­ων και των άλ­λων πα­ρα­μέ­τρων της φλεγ­μο­νής με­τά α­πό με­ρι­κές ε­βδο­μά­δες, θε­ρα­πεί­ας. Η βελ­τί­ω­ση των ερ­γα­στη­ρια­κών δει­κτών της φλεγ­μο­νής (ΤΚΕ, CRP, φερ­ρι­τί­νη ο­ρού) έ­πε­ται συ­νή­θως της κλι­νι­κής.

Οι α­σθε­νείς που δεν αν­τα­πο­κρί­νον­ται στην πρώ­τη θε­ρα­πευ­τι­κή προ­σπά­θεια, έ­χουν πο­λύ λι­γό­τε­ρες πι­θα­νό­τη­τες να αν­τα­πο­κρι­θούν σε δεύ­τε­ρη (Evers AE and Sundstrom WR, 1983). Α­σθε­νείς που εί­ναι σε ύ­φε­ση με­τά α­πό 1 χρό­νο χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας έ­χουν μό­νο 36% πι­θα­νό­τη­τα να εμ­φα­νί­σουν πλή­ρη ύ­φε­ση με­τά α­πό 1 χρό­νο δεύ­τε­ρης θε­ρα­πευ­τι­κής προ­σπά­θειας, ε­νώ στο σύ­νο­λό τους οι ε­πι­πλο­κές πα­ρα­τη­ρούν­ται πρωϊι­μό­τε­ρα στη διά­ρκεια της δεύ­τε­ρης, πα­ρά της πρώ­της, θε­ρα­πευ­τι­κής δο­κι­μής (Evers AE and Sundstrom WR, 1983). Άλ­λοι δι­α­τεί­νον­ται ό­τι η αν­τα­πό­κρι­ση στη 2η θε­ρα­πευ­τι­κή προ­σπά­θεια εί­ναι συ­νή­θως πα­ρό­μοι­α με την πα­ρα­τη­ρού­με­νη στην πρώ­τη (Klinkhoff AV and Teufel A, 1995).

Η α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα του χρυ­σού φαί­νε­ται ό­τι αυ­ξά­νε­ται με την πα­ρα­τε­τα­μέ­νη χο­ρή­γη­σή του, γι’ αυ­τό και, ε­φ’ ό­σον δεν συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό ε­πι­πλο­κές, ο χρυ­σός μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί σε δό­ση συν­τή­ρη­σης α­πε­ρι­ό­ρι­στα (Srinivasan R et al, 1979). Κατ΄ άλ­λους, η συ­χνό­τη­τα των ε­πι­πλο­κών, αλ­λά και η α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα, του χρυ­σού μει­ώ­νε­ται με την πά­ρο­δο του χρό­νου (Rothermich NO et al, 1979). Με­ρι­κοί α­σθε­νείς ε­πι­δει­νώ­νον­ται με­τά α­πό μα­κρές πε­ρι­ό­δους ύ­φε­σης, πα­ρά την συ­νέ­χι­ση της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας (Kean WF and Anastassiades TP, 1979). Τε­λι­κά, μό­νο 20% των α­σθε­νών συ­νε­χί­ζει τον χρυ­σό πά­νω α­πό 4 χρό­νια, α­κό­μα και αν χο­ρη­γεί­ται σε δό­ση συν­τή­ρη­σης.

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :

  • Αυ­ξά­νει την Hb, τον Ht και τις λευ­κω­μα­τί­νες του ο­ρού
  • Μει­ώ­νει τους τίτ­λους του Ra test, την ΤΚΕ, την CRP και τα ε­πί­πε­δα των γλυ­κο­πρω­τε­ϊ­νών και του ι­νω­δο­γό­νου στον ορό
  • Κα­τα­στέλ­λει τα ε­πί­πε­δα των α­νο­σο­σφαι­ρι­νών
  • Μει­ώ­νει τα ε­πί­πε­δα των α­νο­σο­συμ­πλεγ­μά­των στον ο­ρό, με­τά την κλι­νι­κή βελ­τί­ω­ση της αρ­θρί­τι­δας (Highton J et al, 1981)
  • Μει­ώ­νει αρ­χι­κά τα ε­πί­πε­δα του C3 στον ο­ρό, που αρ­γό­τε­ρα ό­μως ε­πι­στρέ­φουν στα προ­θε­ρα­πευ­τι­κά.

Οι με­τα­βο­λές αυ­τές εί­ναι συ­χνές και α­νε­ξάρ­τη­τες α­πό την κλι­νι­κή κα­τά­στα­ση του α­σθε­νούς και εμ­φα­νί­ζον­ται 3-6 μή­νες με­τά την έ­ναρ­ξη της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας.

  • Αυ­ξά­νει τους τίτ­λους των ΑΝΑ (ε­άν ή­ταν θε­τι­κά προ της θε­ρα­πεί­ας).

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ : O χρυ­σός μπο­ρεί να α­να­στεί­λει τις α­κτι­νο­λο­γι­κές αλ­λοι­ώ­σεις της ΡΑ (Luuk­kainen R et al, 1977; Ianuzzi L et al, 1983; Pullar T et al, 1984). Έ­χει πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρη α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα ό­ταν χο­ρη­γη­θεί πρώϊμα, πα­ρά ό­ψι­μα, στη φυ­σι­κή πο­ρεί­α της νό­σου, ι­δι­αί­τε­ρα ό­σον α­φο­ρά την κα­θυ­στέ­ρη­ση των αρ­θρι­κών δι­α­βρώ­σε­ων. Αρ­κε­τά συ­χνά α­να­στέλ­λει την α­πώ­λεια του χόν­δρου και την α­νά­πτυ­ξη κύ­στε­ων και αρ­θρι­κών δι­α­βρώ­σε­ων, ο­δη­γεί σε ε­πού­λω­ση των δι­α­βρώ­σε­ων και α­πο­κα­τά­στα­ση του με­σάρ­θριου δι­α­στή­μα­τος και, ε­νί­ο­τε, ε­πα­να­με­τάλ­λω­ση των πα­ρα-αρ­θρι­κών ο­στών.

Δεν α­να­στέλ­λει ό­μως πλή­ρως την φλεγ­μο­νώ­δη δι­α­δι­κα­σί­α της νό­σου, γι’ αυ­τό και δεν την θε­ρα­πεύ­ει τε­λεί­ως, αν και, σε α­σθε­νείς με εν­το­νό­τε­ρη κα­τα­στο­λή της υ­με­νί­τι­δας, η α­κτι­νο­λο­γι­κή ε­πι­δεί­νω­ση των αρ­θρι­κών αλ­λοι­ώ­σε­ων εί­ναι ε­λά­χι­στη (Sharp JT et al, 1982). Πάν­τως, πα­ρά την χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α, το 25% πε­ρί­που των α­σθε­νών εμ­φα­νί­ζει α­κτι­νο­λο­γι­κή ε­πι­δεί­νω­ση των αλ­λοι­ώ­σε­ων.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Α­ζα­θει­ο­πρί­νη : Εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή, αλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο το­ξι­κή, α­πό τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό (Dwosh IL et al, 1977; Felson DT et al, 1990).

Αλ­κλο­φε­νά­κη (3-4 gr/24ωρο) : Εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή και το­ξι­κή με τον θει­ο­γλυ­κο­νι­κό χρυ­σό, αν και ο τε­λευ­ταί­ος μει­ώ­νει ση­μαν­τι­κά την ΤΚΕ (Kadir N et al, 1983).

Α­ου­ρα­νο­φί­νη : Ο θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός δρα τα­χύ­τε­ρα και εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός, αλ­λά και το­ξι­κός, και έ­χει με­γα­λύ­τε­ρη τρο­πο­ποι­η­τι­κή ι­κα­νό­τη­τα (Harth M et al, 1987; Clark P et al, 1989; Felson DT et al, 1990; Rau R et al, 1990) α­πό την α­ου­ρα­νο­φί­νη. 

Κα­τ’ άλ­λους, έ­χει πα­ρό­μοι­α α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα και με­γα­λύ­τε­ρη το­ξι­κό­τη­τα α­πό την α­ου­ρα­νο­φί­νη (Davis P et al, 1985; Schattenkirchner M et al, 1988; Rau R et al, 1990). Η α­ου­ρα­νο­φί­νη δι­α­κό­πτε­ται σε 2πλάσια συ­χνό­τη­τα λό­γω α­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας α­πό τον θει­ο­γλυ­κο­νι­κό χρυ­σό, ε­νώ ο θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός, σε 2πλάσια συ­χνό­τη­τα λό­γω το­ξι­κό­τη­τας και έχει βαρύτερες ε­πι­πλο­κές α­πό την α­ου­ρα­νο­φί­νη (Davis P et al, 1985).

Δα­ψό­νη : Ο ε­νέ­σι­μος χρυ­σός εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός, αλ­λά και το­ξι­κός (Grindu-lis KA and McConkey B, 1984).

D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη : Ο ε­νέ­σι­μος χρυ­σός εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός και ε­ξί­σου ή λι­γό­τε­ρο το­ξι­κός, αλ­λά δι­α­κό­πτε­ται συ­χνό­τε­ρα και έχει μικρότερη τροποποιητική ικανότητα (Gibson T et al, 1976; Makisara et al, 1978; Thomas MH et al, 1984).

Κα­τ’ άλ­λους, εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός, αλ­λά και το­ξι­κός, α­πό την D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη (Si­tunayake RD et al, 1987).

Κυ­κλο­σπο­ρί­νη : Σε α­σθε­νείς με πρώ­ϊ­μη, ε­νερ­γό ΡΑ έ­χει πα­ρό­μοι­α τρο­πο­ποι­η­τι­κή δρά­ση με τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό (Kvien TK et al, 2002).

Κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη : Είναι ε­ξί­σου ή πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή, αλ­λά μακροπρόθεσμα είναι περισσότερο τοξική (Gumpel JM, 1976), α­πό τον χρυ­σό.

Λε­βα­μι­ζό­λη : Εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή με τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό (El-Ghobarely AF, 1978).

Με­θο­τρε­ξά­τη : Εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή και λι­γό­τε­ρο το­ξι­κή α­πό τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό (Su-arez-Almazor ME and Russell AS, 1990; Rau R et al, 1990; Felson DT et al, 1990).

Κα­τ’ άλ­λους, ο θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός έ­χει ι­σο­δύ­να­μη ή με­γα­λύ­τε­ρη α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα, τρο­πο­ποι­η­τι­κή ι­κα­νό­τη­τα και το­ξι­κό­τη­τα, α­πό την με­θο­τρε­ξά­τη (Rau R et al, 1991; Rau R et al, 1997; Rau R et al, 2002).

Η βελ­τί­ω­ση με την με­θο­τρε­ξά­τη εμ­φα­νί­ζε­ται με­τά α­πό έ­ναν πε­ρί­που μή­να, ε­νώ με τον χρυ­σό, με­τά α­πό 2-3 μή­νες, αλ­λά η νό­σος υ­πο­τρο­πιά­ζει πο­λύ τα­χύ­τε­ρα με­τά την δι­α­κο­πή της με­θο­τρε­ξά­της, πα­ρά του χρυ­σού (Suarez-Almazor ME et al, 1988).

Μπου­σιλ­λα­μί­νη : Η προ­σθή­κη μι­κρών δό­σε­ων μπου­σιλ­λα­μί­νης (100 mg/24ωρο) σε α­σθε­νείς μερικά ανταποκριθέντες στον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή α­πό placebo (Yasuda M et al, 1993).

Ορ­γο­τεΐ­νη : Η ορ­γο­τεΐ­νη εί­ναι με­ταλ­λο­πρω­τε­ΐ­νη (υ­πε­ρο­ξει­δι­κή δι­σμου­τά­ση) προ­ερ­χό­με­νη α­πό το ή­παρ βο­ών και έ­χει χρη­σι­μο­ποι­η­θεί στην θε­ρα­πεί­α της αρ­θρί­τι­δας σε πει­ρα­μα­τό­ζω­α. Εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή στη ΡΑ, αλ­λά λι­γό­τε­ρο α­πό τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό (Walravens M and Deque-ker J, 1976).

Σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη : Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός εί­ναι ε­ξί­σου ή πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός και το­ξι­κός (Williams HJ et al, 1988; Felson DT et al, 1990; Peltomaa R et al, 1995) από την σουλφασαλαζίνη.

Υ­δρο­ξυ­χλω­ρο­κί­νη : Εί­ναι λι­γό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή α­πό τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό (Felson DT et al, 1990).

Φαι­νυ­τοΐνη : Ο θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός α­πό 100 mg φαι­νυ­τοΐνης η­με­ρη­σί­ως (αυ­ξα­νό­με­νη κα­τά 50 mg/ε­βδο­μά­δα, μέ­χρις ό­του ε­πι­τευ­χθούν θε­ρα­πευ­τι­κά ε­πί­πε­δα ή εμ­φα­νι­σθούν ε­πι­πλο­κές) (Richards IM et al, 1987).

Χλω­ρο­κί­νη : Εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή με τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό (Dwosh IL et al, 1977).

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Ε­νέ­σι­μος χρυ­σός + υ­δρο­ξυ­χλω­ρο­κί­νη : Εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός, αλ­λά και το­ξι­κός, α­πό τον χρυ­σό μό­νο του (Scott D et al, 1989). Κα­τ’ άλ­λους, η προ­σθή­κη υ­δρο­ξυ­χλω­ρο­κί­νης σε α­σθε­νείς με με­ρι­κή αν­τα­πό­κρι­ση στον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό δεν προ­σφέ­ρει κα­νέ­να ε­πι­πρό­σθε­το ό­φε­λος (Porter DR et al, 1993).

Ε­νέ­σι­μος χρυ­σός + κυ­κλο­σπο­ρί­νη : Η προ­σθή­κη κυ­κλο­σπο­ρί­νης σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με ε­νέ­σι­μο χρυ­σό δεν έ­χει ε­πι­πρό­σθε­τη α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα ή το­ξι­κό­τη­τα α­πό την θε­ρα­πεί­α με κά­θε έ­να α­πό τα φάρ­μα­κα αυ­τά ξε­χω­ρι­στά (Bendix G and Bjelle A, 1996).

Ε­νέ­σι­μος χρυ­σός + κορ­τι­κο­ει­δή : 

  • Ε­νέ­σι­μος χρυ­σός + ΕΦ ώ­σεις πρεδ­νι­ζο­λό­νης (3 συ­νε­δρί­ες 500 mg ε­κά­στη σε δι­ά­στη­μα 2 ε­βδο­μά­δων) : Συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό ση­μαν­τι­κή βελ­τί­ω­ση, εί­ναι κα­λά α­νε­κτός και ε­πι­τα­χύ­νει την αν­τα­πό­κρι­ση στον θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό και την α­ζα­θει­ο­πρί­νη (Hantzschel H et al, 1988).
  • Ε­νέ­σι­μος χρυ­σός + ΕΦ ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης : Οι ΕΦ ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης, ε­άν γί­νουν κά­θε μή­να τους 3 πρώ­τους μή­νες της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας, βελ­τι­ώ­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρο και πρω­ϊ­μό­τε­ρα την υ­με­νί­τι­δα μέ­χρις ό­του αυ­τή αν­τα­πο­κρι­θεί στο χρυ­σό (Walters MT and Cawley MI, 1988; Wong CS et al, 1990; Heytman M et al, 1994).
  • Ε­νέ­σι­μος χρυ­σός + 120 mg depot με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης ΙΜ (3 δό­σεις, 1 κά­θε 4 ε­βδο­μά­δες) : Ε­πι­τα­χύ­νει το θε­ρα­πευ­τι­κό α­πο­τέ­λε­σμα της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας (Corkill MM et al, 1990a).
  • Ε­νέ­σι­μος χρυ­σός + ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης per os (3 δό­σεις των 500 mg ε­κά­στη, μί­α κά­θε 4 ε­βδο­μά­δες) : Εί­ναι λι­γό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός α­πό 3 εν­δο­μυ­ϊ­κές ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης 120 mg ε­κά­στη, 1 κά­θε 4 ε­βδο­μά­δες (Choy EH et al, 1993)

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Τα κορ­τι­κο­ει­δή, χο­ρη­γού­με­να στην έ­ναρ­ξη της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας, ι­δί­ως οι εν­δο­φλέ­βι­ες ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης και λι­γό­τε­ρο οι εν­δο­μυ­ϊ­κές ε­νέ­σεις κορ­τι­κο­ει­δών, αυ­ξά­νουν την μα­κρο­πρό­θε­σμη α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα και μει­ώ­νουν την το­ξι­κό­τη­τα του χρυ­σού, ε­νώ οι ώ­σεις πρεδ­νι­ζο­λό­νης per os δεν φαί­νε­ται να έ­χουν α­πο­τέ­λε­σμα.

Ε­νέ­σι­μος χρυ­σός + α­ζα­θει­ο­πρί­νη + κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη : Ο ε­νέ­σι­μος χρυ­σός έ­χει πα­ρό­μοι­α α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα με την α­ζα­θει­ο­πρί­νη και την κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη, που ό­μως βο­η­θούν πε­ρισ­σό­τε­ρο στη μεί­ω­ση της δό­σης των κορ­τι­κο­ει­δών και συ­νο­δεύ­ον­ται συ­χνό­τε­ρα α­πό κα­τα­στο­λή του μυ­ε­λού (Currey HLF et al, 1974).

Η κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη βο­η­θά πε­ρισ­σό­τε­ρο στη μεί­ω­ση της κορ­τι­ζό­νης και κα­θυ­στε­ρεί πε­ρισ­σό­τε­ρο την α­κτι­νο­λο­γι­κή ε­πι­δεί­νω­ση της νό­σου α­πό τον θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό και την α­ζα­θει­ο­πρί­νη (Currey HLF et al, 1974).

Ε­νέ­σι­μος χρυ­σός + υ­δρο­ξυ­χλω­ρο­κί­νη + με­θο­τρε­ξά­τη (Biasi D et al, 1997).

Ε­νέ­σι­μος χρυ­σός + φαι­νο­προ­φαί­νη + α­σπι­ρί­νη : Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με ε­νέ­σι­μο χρυ­σό, η προ­σθή­κη φαι­νο­προ­φαί­νης και α­σπι­ρί­νης εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή συγ­κρι­τι­κά με αυ­τούς που δεν κά­νουν χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α, αν και η α­σπι­ρί­νη προ­κα­λεί ή­πι­ες δι­α­τα­ρα­χές της η­πα­τι­κής λει­τουρ­γί­ας σε με­γά­λη συ­χνό­τη­τα στους θε­ρα­πευ­ό­με­νους με ε­νέ­σι­μο χρυ­σό (Davis JD et al, 1977).

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΔΟΣΕΩΝ-ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΩΝ :

  • Θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός 10 mg/ε­βδ. : Δεν δι­α­φέ­ρει σε α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα α­πό 50 mg/ε­βδ. (McKenzie JM, 1977)
  • Θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός 25 mg/ε­βδ. Χ 11 ε­βδο­μά­δες και στη συ­νέ­χεια 50 mg/ε­βδ. : Εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός και πο­λύ λι­γό­τε­ρο το­ξι­κός α­πό την θεραπεία με 100 mg θει­ο­γλυ­κο­νι­κού χρυ­σού 2 φο­ρές/ε­βδ. Χ 11 ε­βδο­μά­δες και στη συ­νέ­χεια 50 mg/ ε­βδ. Χ 10 ε­βδο­μά­δες (Cats A, 1976)
  • Θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός 25 mg/4 ε­βδ. Χ 30 πε­ρί­που ε­βδο­μά­δες, κα­τά μέ­σον ό­ρο, και με­τά κά­θε 2 ή 4 ε­βδο­μά­δες Χ 2 χρό­νια : Δεν δι­α­φέ­ρει σε α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα α­πό δο­σο­λο­γι­κό σχή­μα ρυθ­μι­σμέ­νο έ­τσι, ώ­στε τα μέ­σα ε­πί­πε­δα του χρυ­σού στον ο­ρό να α­νέρ­χον­ται σε 332 μg/dl (Sharp JT et al, 1977).
  • Θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός 50 mg/2 ε­βδ. (με­τά την συμ­πλή­ρω­ση 1 gr) : Εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός με 50 mg/4 ε­βδ., αλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο το­ξι­κός (Griffin AJ et al, 1981)
  • Θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός 150 mg/ε­βδ. : Εί­ναι εξ ί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός με 50 mg/ε­βδ., αλ­λά γε­νι­κά δό­σεις > 50 mg εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο το­ξι­κές.
  • Θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός 200 mg/4 ε­βδ. : Εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός και το­ξι­κός (Norton WL et al, 1983)
  • Θει­ο­προ­πα­νο­σουλ­φο­νι­κός χρυ­σός 100 mg/ε­βδ.: Εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός και πι­θα­νώς λι­γό­τε­ρο το­ξι­κός α­πό 250 mg/ε­βδ..

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΟΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ/ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΘΕΡΑ­ΠΕΙΑΣ

Φύ­λο/φυ­λή: Δεν σχε­τί­ζον­ται με την κλι­νι­κή αν­τα­πό­κρι­ση στη χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α (Halla JT et al, 1982).

Η­λι­κί­α α­σθε­νούς : Σχε­τί­ζε­ται με την α­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα ή/και το­ξι­κό­τη­τα του θει­ο­προ­πα­νο­σουλ­φο­νι­κού χρυ­σού. Η νι­τρο­ει­δής αν­τί­δρα­ση εί­ναι συ­χνό­τε­ρη στους η­λι­κι­ω­μέ­νους, αν και άλ­λοι δεν συμ­φω­νούν, και το νε­φρω­σι­κό σύν­δρο­μο και οι αι­μα­το­λο­γι­κές ε­πι­πλο­κές, σε α­σθε­νείς η­λι­κί­ας ≥ 47 ε­τών (Kean WF et al, 1983).

Κα­τ’ άλ­λους :

  • Η η­λι­κί­α του α­σθε­νούς στην έ­ναρ­ξη της νό­σου ή της θε­ρα­πεί­ας δεν σχε­τί­ζε­ται με την έκ­βα­ση της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας (Sharp JT et al, 1982; Halla JT et al, 1982),
  • Ο χρυ­σός εί­ναι λι­γό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός και πε­ρισ­σό­τε­ρο το­ξι­κός στους η­λι­κι­ω­μέ­νους, πα­ρά στους νε­ό­τε­ρους (Billings R et al, 1975), και
  • Ο χρυσός εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός και το­ξι­κός τό­σο στους η­λι­κι­ω­μέ­νους, ό­σο και στους νε­ό­τε­ρους (Kean WF et al, 1983).

Διά­ρκεια νό­σου : Σχε­τί­ζε­ται με την α­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα ή/και το­ξι­κό­τη­τα του θει­ο­προ­πα­νο­σουλ­φο­νι­κού χρυ­σού (Waldburger M et al, 1985).

Κα­τ’ άλ­λους, δεν σχε­τί­ζε­ται με την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα του χρυ­σού (Sharp JT et al, 1982; Halla JT et al, 1982), αν και οι α­σθε­νείς με πρώϊμη νό­σο έ­χουν πιθανώς κα­λύ­τε­ρη αν­τα­πό­κρι­ση.

Βα­ρύ­τη­τα νό­σου : Δεν φαί­νε­ται να σχε­τί­ζε­ται με την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα του χρυ­σού (Bil- lings R et al, 1975; Sharp JT et al, 1982).

Ρευ­μα­το­ει­δής πα­ρά­γον­τας : Σχε­τί­ζε­ται με την α­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα ή/και το­ξι­κό­τη­τα του θει­ο­προ­πα­νο­σουλ­φο­νι­κού χρυ­σού (Waldburger M et al, 1985). Με­γα­λύ­τε­ρες πι­θα­νό­τη­τες ι­κα­νο­ποι­η­τι­κής αν­τα­πό­κρι­σης στο χρυ­σό έ­χουν οι νέ­οι σε η­λι­κί­α α­σθε­νείς με πρό­σφα­της έ­ναρ­ξης νό­σο και θε­τι­κό Ra test σε χα­μη­λούς τίτ­λους.

Κα­τ’ άλ­λους, η ΤΚΕ, οι τίτ­λοι του Ra test και τα ε­πί­πε­δα των α­νο­σο­σφαι­ρι­νών δεν σχε­τί­ζον­ται με την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας (Mouridsen HT et al, 1974; Sharp JT et al, 1982).

Ρευ­μα­το­ει­δή ο­ζί­δια : Σχε­τί­ζον­ται με την α­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα ή/και το­ξι­κό­τη­τα του θει­ο­προ­πα­νο­σουλ­φο­νι­κού χρυ­σού (Waldburger M et al, 1985) ή με πτω­χή αν­τα­πό­κρι­ση στον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό (Billings R et al, 1975). Κα­τ’ άλ­λους, δεν συν­δέ­ον­ται με την έκ­βα­ση της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας (Sharp JT et al, 1982).

Αν­τι­γό­να ι­στο­συμ­βα­τό­τη­τας : Η α­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα ή/και το­ξι­κό­τη­τα του θει­ο­προ­πα­νο­σουλ­φο­νι­κού χρυ­σού σχε­τί­ζε­ται με το HLA DR4 (Waldburger M et al, 1985). Ο συν­δυα­σμός θε­τι­κού HLA DR3, αρ­νη­τι­κού HLA DR4 και Hb μπο­ρεί να εί­ναι δεί­κτης κα­λής θε­ρα­πευ­τι­κής αν­τα­πό­κρι­σης στη χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α (O’ Duffy JD et al, 1984).

Αν­τι­πυ­ρη­νι­κά αν­τι­σώ­μα­τα : Δεν συν­δέ­ον­ται με την έκ­βα­ση της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας (Halla JT et al, 1982).

Κα­τ’ άλ­λους, οι ΑΝΑ αρ­νη­τι­κοί α­σθε­νείς αν­τα­πο­κρί­νον­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό τους ΑΝΑ θε­τι­κούς (Menard HA et al, 1979).

Γε­νε­τι­κοί πα­ρά­γον­τες : Η αν­τα­πό­κρι­ση στη χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α εί­ναι σχε­δόν η ί­δια σε μο­νο-ω­ο­γε­νείς δι­δύ­μους (Van de Putte LBA et al, 1986), έν­δει­ξη ό­τι υ­πα­κού­ει σε γε­νε­τι­κή προ­δι­ά­θε­ση. 

Προ­η­γη­θεί­σα χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α : Δεύ­τε­ρη θε­ρα­πευ­τι­κή δο­κι­μή με χρυ­σό γε­νι­κά δεν έ­χει α­πο­τέ­λε­σμα, ε­άν η πρώ­τη είναι ά­καρ­πη (Cats A, 1976).

Κα­τα­κρά­τη­ση ρα­δι­ε­νερ­γού χρυ­σού α­πό το ή­παρ : Μπο­ρεί να σχε­τί­ζε­ται με την κλι­νι­κή βελ­τί­ω­ση της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας.

Ανεπιθύμητες ενέργειες χρυσοθεραπείας : Μπο­ρεί να σχε­τί­ζον­ται με την κλι­νι­κή βελ­τί­ω­ση που προκαλεί ο χρυσός (Bayles TB and Fremont-Smith, 1956), αυ­τό ό­μως δεν έ­χει ε­πι­βε­βαι­ω­θεί α­πό άλ­λους (Srinivasan R et al, 1979).

Ε­πί­πε­δα χρυ­σού στο αί­μα : Η α­ξί­α του προσ­δι­ο­ρι­σμού των ε­πι­πέ­δων του χρυ­σού σαν προ­γνω­στι­κού δεί­κτη της α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας ή το­ξι­κό­τη­τας του χρυ­σού εί­ναι αμ­φι­λε­γό­με­νη. Γε­νι­κά, δεν υ­πάρ­χουν εν­δεί­ξεις ό­τι η κλι­νι­κή αν­τα­πό­κρι­ση στη χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α σχε­τί­ζε­ται με τα επίπεδα του χρυ­σού στον ο­ρό (Gottlieb JT et al, 1982), αν και αυ­τό έ­χει αμ­φι­σβη­τη­θεί (Lorber A et al, 1973). Τα ε­πί­πε­δα του χρυ­σού στον ο­ρό και τα ού­ρα δεν φαί­νε­ται να σχε­τί­ζον­ται με τις ε­πι­πλο­κές της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας (Gottlieb NL et al, 1974).

Κα­τ’ άλ­λους, οι ανεπιθύμητες ενέργειες αυ­ξά­νον­ται ό­ταν ο χρυ­σός χο­ρη­γεί­ται σε με­γα­λύ­τε­ρες δό­σεις (Jessop JD and Johns RGS, 1973) και συ­χνά ε­πι­μέ­νουν σ’ ό­λη την διά­ρκεια της πα­ρα­μο­νής του στο πλά­σμα και τα ού­ρα.

Ι­δα­νι­κή αν­τα­πό­κρι­ση στη χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α ε­πι­τυγ­χά­νε­ται ό­ταν οι συγ­κεν­τρώ­σεις του χρυ­σού στον ο­ρό πα­ρα­μέ­νουν > 300 μg/100 ml (15 μm­ol/l) (Lorber A et al, 1973). Στα παι­διά, η δό­ση του χρυ­σού πρέ­πει να α­νέρ­χε­ται σε 0.7 mg/kg ή 20 mg/m2 για να φθά­σουν τα ά­λα­τα του χρυ­σού σε μέ­γι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις στον ο­ρό (500-600 μg/dl), ε­νώ η μέ­γι­στη ε­φά­παξ δό­ση τους δεν πρέ­πει να υ­περ­βαί­νει τα 27 mg/m2 (Makela A-L et al, 1978).

1.2.8.2   ΣΥΝΔΡΟΜΟ FELTY

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ :

  • Αυ­ξά­νει τον ο­λι­κό α­ριθ­μό των λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων και των ου­δε­τε­ρο­φί­λων του πε­ρι­φε­ρι­κού αί­μα­τος και βελ­τι­ώ­νει την λει­τουρ­γί­α των ου­δε­τε­ρο­φί­λων
  • Μει­ώ­νει την συ­χνό­τη­τα των λοι­μώ­ξε­ων
  • Κα­τα­στέλ­λει τον πυ­ρε­τό
  • Βο­η­θά στην ε­πού­λω­ση των δερ­μα­τι­κών ελ­κών
  • Πε­ρι­ο­ρί­ζει την σπλη­νο­με­γα­λί­α

Πάν­τως, με­ρι­κοί α­σθε­νείς με ΡΑ α­νέ­πτυ­ξαν σύν­δρο­μο Felty ενώ θεραπεύονται με ενέσιμο χρυσό. 

1.2.8.3   ΣΥΝΔΡΟΜΟ SJOGREN 

Μί­α γυ­ναί­κα με ψευ­δο­λέμ­φω­μα του πνεύ­μο­να και σύν­δρο­μο Sjogren εί­χε βαθ­μια­ία συρ­ρί­κνω­ση της πνευ­μο­νι­κής μά­ζας, φυ­σι­ο­λο­γι­κο­ποί­η­ση του σπιν­θη­ρο­γρα­φή­μα­τος των πα­ρω­τί­δων και των ε­πι­πέ­δων της IgM, ε­λάτ­τω­ση των τίτ­λων του Ra test και βελ­τί­ω­ση της α­πάν­τη­σης των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων σε μι­το­γό­να με την χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α (Godfrey N et al, 1983).

 1.2.8.4   ΝΕΑΝΙΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :

  • Πο­λυ­αρ­θρί­τι­δα μη αν­τα­πο­κρι­νό­με­νη στα ΜΣΑΦ
  • Τα­χέ­ως ε­πι­δει­νού­με­νη αρ­θρί­τι­δα

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Ο ε­νέ­σι­μος χρυ­σός βελ­τι­ώ­νει κλι­νι­κά και μει­ώ­νει την ΤΚΕ και τους τίτ­λους του Ra test και την δό­ση των κορ­τι­κο­ει­δών στο 18-78% των παι­δι­ών με ΝΡΑ (Le-vinson JE et al, 1977; Μα­k­e­la A-L et al, 1978; Brewer EJ Jr et al, 1980). Συ­χνά, προ­κα­λεί μα­κρο­χρό­νια ή «μό­νι­μη» ύ­φε­ση, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό τον τύ­πο της έ­ναρ­ξης, χω­ρίς σο­βα­ρές ε­πι­πλο­κές.

Κα­τ’ άλ­λους, δεν έ­χει α­πο­τέ­λε­σμα στη συ­στη­μα­τι­κή ΝΡΑ (Sairanen E and Laaksonen AL, 1963) και πι­θα­νώς αν­τεν­δεί­κνυ­ται για­τί μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει δι­ά­χυ­τες δι­α­τα­ρα­χές της πή­ξης, αν και άλ­λοι δι­α­φω­νούν (Brewer EJ et al, 1980). Πάν­τως, αυ­τό­μα­τη ύ­φε­ση της νό­σου, χω­ρίς χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α, εμφανίζει το 70% των α­σθε­νών με ο­λι­γο­αρ­θρι­κή ΝΡΑ.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Υ­δρο­ξυ­χλω­ρο­κί­νη : Εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή και λι­γό­τε­ρο το­ξι­κή α­πό τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό (Kvien TK et al, 1985a).

D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη : Εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή, αλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο το­ξι­κή, α­πό τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό (Kvien TK et al, 1985a). Κατ΄ άλ­λους, ο χρυ­σός εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός, λι­γό­τε­ρο το­ξι­κός και δρα τα­χύ­τε­ρα α­πό την D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη στην πο­λυ­αρ­θρι­κή ΝΡΑ (Kvien TK et al, 1985b).

ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΧΡΥΣΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ :

  • Θα­να­τη­φό­ρα α­πο­φρα­κτι­κή βρογ­χι­ο­λί­τι­δα (Pegg SJ et al, 1994)
  • Πυ­ρε­τός, ε­ξάν­θη­μα, λεμ­φα­δε­νο­πά­θεια και η­πα­το­με­γα­λί­α με αύ­ξη­ση των η­πα­τι­κών εν­ζύ­μων και αι­μα­το­λο­γι­κές δι­α­τα­ρα­χές, σε α­σθε­νείς με συ­στη­μα­τι­κή ΝΡΑ που θε­ρα­πεύ­θη­καν με ε­νέ­σι­μο χρυ­σό και D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη (Barash J et al, 1991)
  • Υ­πο­γαμ­μα­σφαι­ρι­ναι­μί­α (Olson JC et al, 1986)
  • Πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α (Rovenska E et al, 1979; Husserl FE and Shuler SE, 1979)
  • Εν­δο­η­πα­τι­κή χο­λό­στα­ση (Ghishan FK et al, 1978)
  • Ου­δε­τε­ρο­πε­νί­α, σε παι­διά με συ­στη­μα­τι­κή ΝΡΑ, ε­νί­ο­τε θα­να­τη­φό­ρα (Thompson DM et al, 1978). Τα παι­διά με συ­στη­μα­τι­κή ΝΡΑ, η­λι­κί­ας μι­κρό­τε­ρης των 6 ε­τών, μπο­ρεί να δι­α­τρέ­χουν με­γα­λύ­τε­ρο κίν­δυ­νο σο­βα­ρής ου­δε­τε­ρο­πε­νί­ας α­πό τον χρυ­σό
  • Θα­να­τη­φό­ρα δι­α­τα­ρα­χή της πή­ξης με­τά α­πό την 2η έ­νε­ση του χρυ­σού, σε παι­διά με συ­στη­μα­τι­κή ΝΡΑ (Jacobs JC et al, 1984) θε­ρα­πευ­ό­με­να ταυ­τό­χρο­να με ΜΣΑΦ.

ΠΡΟΣΟΧΗ : Τα παι­διά με συ­στη­μα­τι­κή ΝΡΑ εί­ναι γε­νι­κά ε­πιρ­ρε­πή στην α­νά­πτυ­ξη δι­α­τα­ρα­χών της πή­ξης, γι’ αυ­τό και πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή με­τά την έ­ναρ­ξη της θε­ρα­πεί­ας με κά­θε νέ­ο φάρ­μα­κο.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Τα ά­λα­τα του χρυ­σού χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται στη θε­ρα­πεί­α της ΝΡΑ, ι­δι­αί­τε­ρα του ο­ρο­θε­τι­κού τύ­που, αλ­λά η κλι­νι­κή ε­κτί­μη­ση του θε­ρα­πευ­τι­κού τους α­πο­τε­λέ­σμα­τος συ­χνά εί­ναι πο­λύ δύ­σκο­λη.

Στη συ­στη­μα­τι­κή ΝΡΑ, ο χρυ­σός πρέ­πει να α­πο­φεύ­γε­ται στην διά­ρκεια της εμ­πύ­ρε­της φά­σης της νό­σου, για­τί συ­νο­δεύ­ε­ται συ­χνό­τε­ρα α­πό σο­βα­ρές ή και θα­να­τη­φό­ρες ε­πι­πλο­κές. Πάν­τως, με­τά την πα­ρέ­λευ­ση της φά­σης αυ­τής, μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί και να βελ­τι­ώ­σει τις αρ­θρι­κές εκ­δη­λώ­σεις.

1.2.8.5   ΝΟΣΟΣ STILL ΤΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ

Ο ε­νέ­σι­μος χρυ­σός βελ­τι­ώ­νει το 67% των α­σθε­νών, αλ­λά μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει α­πλα­στι­κή α­ναι­μί­α, γι’ αυ­τό και πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­εί­ται με προ­σο­χή (Goldman JA et al, 1980; Kahl LE, 1988.

1.2.8.6   ΨΩΡΙΑΣΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Σύμ­φω­να με μη ε­λεγ­χό­με­νες με­λέ­τες, ο ε­νέ­σι­μος χρυ­σός εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός τό­σο σε ε­νή­λι­κες με ΨΑ (Dorwart B et al, 1978; Richter MB et al, 1980; Bruckle W et al, 1994), ό­σο και σε παι­διά με ΨΑ (Shore A and Ansell BM, 1982) και σπον­δυ­λί­τι­δα. Η α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα και το­ξι­κό­τη­τά του στην ΨΑ εί­ναι πα­ρό­μοι­α με την πα­ρα­τη­ρού­με­νη στη ΡΑ (Richter MB et al, 1980; Scarpa et al, 1989).

Κα­τ’ άλ­λους :

  • Έ­χει με­γα­λύ­τε­ρη και πρω­ι­μό­τε­ρη α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα και με­γα­λύ­τε­ρη το­ξι­κό­τη­τα στην ΨΑ, αλ­λά ευ­θύ­νε­ται λι­γό­τε­ρο συ­χνά για δι­α­κο­πή της θε­ρα­πεί­ας λό­γω το­ξι­κό­τη­τας α­π’ ό,τι στη ΡΑ και δεν ε­πι­δει­νώ­νει το ψω­ρι­α­σι­κό ε­ξάν­θη­μα (Dorwart BB et al, 1978)
  • Εί­ναι λι­γό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός και πε­ρισ­σό­τε­ρο το­ξι­κός στην ΨΑ απ΄ό, τι στη ΡΑ (Sigler JW et al, 1974).
  • Δεν έ­χει α­πο­τέ­λε­σμα στη σπον­δυ­λί­τι­δα (Richter MB et al, 1980).

ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :

  • Εί­ναι πι­θα­νώς πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός στην πε­ρι­φε­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα τύ­που ΡΑ
  • Μπο­ρεί να βελ­τι­ώ­σει την χρό­νια αρ­θρί­τι­δα των γο­νά­των που δεν αν­τα­πο­κρί­νε­ται στη συμ­βα­τι­κή θε­ρα­πεί­α, ε­άν χο­ρη­γη­θεί εν­δαρ­θρι­κά (Topp JR et al, 1975).

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ : Ο ε­νέ­σι­μος χρυ­σός δεν φαί­νε­ται να α­πο­τρέ­πει την ε­πι­δεί­νω­ση των α­κτι­νο­λο­γι­κών αλ­λοι­ώ­σε­ων στην ΨΑ (Mader R et al, 1995). Αν και καταστέλλει την φλεγ­μο­νή και τον μειώνει τον βαθ­μό της αρ­θρι­κής βλά­βης, η νό­σος προ­ο­δευ­τι­κά ο­δη­γεί σε πα­ρα­μορ­φω­τι­κή αρ­θρο­πά­θεια (Gladman DD et al, 1990).

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Α­ου­ρα­νο­φί­νη : Εί­ναι λι­γό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή α­πό τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό (Palit J et al, 1990; Bruckle W et al, 1994). Πάν­τως, προ­κα­λεί βελ­τί­ω­ση συ­χνό­τε­ρα και εί­ναι λι­γό­τε­ρο πι­θα­νό να ε­πι­δει­νώ­σει το ψω­ρι­α­σι­κό ε­ξάν­θη­μα ή να ο­δη­γή­σει σε δι­α­κο­πή της θε­ρα­πεί­ας λό­γω το­ξι­κό­τη­τας α­πό τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό (Bruckle W et al, 1994).

Σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη : Είναι εξίσου αποτελεσματική με το ενέσιμο χρυσό (Gomez-Vaquero C et al, 1996).

Ε­τρε­τι­νά­τη (Tigason) (0.7 mg/kg/24ωρο) : Εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή και πο­λύ λι­γό­τε­ρο το­ξι­κή α­πό τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό (Seppala J et al, 1988)

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Ε­νέ­σι­μος χρυ­σός + σω­μα­το­στα­τί­νη (ΕΦ εγ­χύ­σεις 250 μg/ώ­ρα Χ 96 ώ­ρες) : Έ­χει ι­δι­αί­τε­ρα α­ναλ­γη­τι­κή δρά­ση και εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός στον αρ­θρι­κό πό­νο και την ευ­αι­σθη­σί­α (Matucci - Cerinic M et al, 1992).

ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ : Στην ΨΑ, ο κύ­ριος λό­γος δι­α­κο­πής του χρυ­σού εί­ναι οι ε­πι­πλο­κές, λι­γό­τε­ρο ό­μως συ­χνά α­π’ ό, τι στη ΡΑ. Οι ψω­ρι­α­σι­κές αλ­λοι­ώ­σεις μπορεί να επιδεινωθούν, ενώ άλλοτε δεν ε­πη­ρε­ά­ζον­ται (Dorwart BB et al, 1978) ή και βελ­τι­ώ­νον­ται. Η α­ου­ρα­νο­φί­νη ε­πι­δει­νώ­νει το δερ­μα­τι­κό ε­ξάν­θη­μα λι­γό­τε­ρο συ­χνά α­πό τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό (Bruckle W et al, 1994).

Σ’ έ­ναν α­σθε­νή, η κα­τά πλά­κας ψω­ρί­α­ση με­τέ­πε­σε σε φλυ­κται­νώ­δη με­τά την πρώ­τη έ­νε­ση του χρυ­σού. Έ­νας άλ­λος με σπο­ρα­δι­κές ψω­ρι­α­σι­κές αλ­λοι­ώ­σεις α­νέ­πτυ­ξε δι­ά­χυ­τη ψω­ρί­α­ση α­μέ­σως με­τά την έ­ναρ­ξη της θε­ρα­πεί­ας με θει­ο­γλυ­κο­νι­κό χρυ­σό (Smith DL et al, 1991).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Τα ά­λα­τα του χρυ­σού μπο­ρούν να χρη­σι­μο­ποι­η­θούν ε­πι­τυ­χώς τό­σο σε ε­νή­λι­κες, ό­σο και σε παι­διά με ψω­ρι­α­σι­κή αρ­θρί­τι­δα και ί­σως ευ­θύ­νον­ται για δι­α­κο­πή της θε­ρα­πεί­ας λι­γό­τε­ρο συ­χνά α­π’ ό, τι στην ρευματοειδή αρθρίτιδα. Μπο­ρεί να εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κά σε α­σθε­νείς με πε­ρι­φε­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα, πι­θα­νώς τύ­που πα­ρό­μοι­ου με ρευματοειδή αρθρίτιδα, αλ­λά μάλ­λον δεν έ­χουν α­πο­τέ­λε­σμα στη σπον­δυ­λί­τι­δα. Δεν έ­χει α­πο­δει­χθεί κα­τά πό­σον μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν έ­ξαρ­ση των ψω­ρι­α­σι­κών αλ­λοι­ώ­σε­ων, γι΄αυ­τό και μπο­ρούν να χο­ρη­γη­θούν με σχε­τι­κή α­σφά­λεια στην ψω­ρι­α­σι­κή αρ­θρί­τι­δα.

1.2.8.7   OΡΟΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΣΠΟΝΔΥΛΑΡΘΡΟΠΑΘΕΙΕΣ

Δεν υ­πάρ­χουν placebo-ε­λεγ­χό­με­νες με­λέ­τες. Ο ε­νέ­σι­μος χρυ­σός βελ­τί­ω­σε ση­μαν­τι­κά με­ρι­κούς α­σθε­νείς με ΑΣ και πε­ρι­φε­ρι­κή προ­σβο­λή και έ­ναν με σύν­δρο­μο Reiter. 

Οι εν­δαρ­θρι­κές εγ­χύ­σεις ρα­δι­ε­νερ­γού χρυ­σού εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κές σε α­σθε­νείς με ΑΣ και χρό­νια αρ­θρί­τι­δα των γο­νά­των (Topp JR et al, 1975).

1.2.8.8   ΔΙΑΛΕΙΠΩΝ ΥΔΡΑΡΘΡΟΣ ΓΟΝΑΤΩΝ

Μπο­ρεί να βελ­τι­ω­θεί με εν­δαρ­θρι­κές εγ­χύ­σεις ρα­δι­ε­νερ­γού χρυ­σού (Topp JR et al, 1975).

1.2.8.9   ΠΕΜΦΙΓΑ

Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός βελ­τι­ώ­νει τις αλ­λοι­ώ­σεις της πέμ­φι­γας, με ά­γνω­στο μη­χα­νι­σμό. Λό­γω της α­να­σταλ­τι­κής του δρά­σης στη σύν­θε­ση των προ­στα­γλαν­δι­νών και των ε­πι­δερ­μι­κών λυ­σο­ζυ­μών (Penneys NS et al, 1974), μπο­ρεί να δι­α­κό­πτει τον κύ­κλο της φλεγ­μο­νής α­να­στέλ­λον­τας τα α­πο­δο­μη­τι­κά λυ­σο­σω­μι­κά έν­ζυ­μα που εμ­πλέ­κον­ται στο σχη­μα­τι­σμό των φλυ­κται­νών. Α­κό­μα, μει­ώ­νει ση­μαν­τι­κά τα ε­πί­πε­δα των αν­τι­ε­πι­θη­λια­κών αν­τι­σω­μά­των, που χα­ρα­κτη­ρί­ζουν την πέμ­φι­γα.

1.2.8.10  ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΟΠΟΥ Ο ΕΝΕΣΙΜΟΣ ΧΡΥΣΟΣ ΕΧΕΙ ΔΕΙΧΘΕΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΣ

  • Πα­λίν­δρο­μος ρευ­μα­τι­σμός (Hannonen P t al, 1987b; Eliakim A et al, 1989)
  • Κνι­δω­τι­κή αγ­γει­ί­τι­δα (Handfield-Jones and Greaves MW, 1991)
  • Δι­σκο­ει­δής ε­ρυ­θη­μα­τώ­δης λύ­κος
  • Νό­σος Kala-azar (Singh MP et al, 1989)
  • Α­σθμα (Muranaka M et al, 1978; Muranaka M et al, 1981; Klaustermeyer WB et al, 1987). Ο χρυ­σός, αν και α­να­στέλ­λει την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση ι­στα­μί­νης, in vitro, δεν εί­ναι γνω­στό με ποι­ο μη­χα­νι­σμό δρα στο ά­σθμα.

1.2.9   ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Το 35% πε­ρί­που των α­σθε­νών που θε­ρα­πεύ­ε­ται με ε­νέ­σι­μο χρυ­σό εμ­φα­νί­ζει ε­πι­πλο­κές το πρώ­το 6μηνο της α­γω­γής, αρ­κε­τά σο­βα­ρές, ώ­στε να α­παι­τή­σουν δι­α­κο­πή της θε­ρα­πεί­ας στο 11-14% των πε­ρι­πτώ­σε­ων. Με­τά τον 1ο χρό­νο, οι ε­πι­πλο­κές εί­ναι α­συ­νή­θι­στες και δεν σχε­τί­ζον­ται με την α­θροι­στι­κή δό­ση, αλ­λά πι­θα­νώς με το ύ­ψος των ε­βδο­μα­δια­ίων δό­σε­ων. Σε μι­κρές δό­σεις (10-50 mg/ε­βδ.) η συ­σχέ­τι­ση αυ­τή δεν υφίσταται, ε­νώ δό­σεις > 50 mg/ε­βδ. συ­νο­δεύ­ον­ται α­πό αυ­ξη­μέ­νη το­ξι­κό­τη­τα, ό­χι ό­μως και με­γα­λύ­τε­ρη βελ­τί­ω­ση (Champion GD et al, 1990).

Στη διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας συν­τή­ρη­σης, η συ­χνό­τη­τα των ε­πι­πλο­κών του χρυ­σού και ο α­ριθ­μός των α­σθε­νών που δι­α­κό­πτει την α­γω­γή λό­γω το­ξι­κό­τη­τας αυ­ξά­νε­ται προ­ο­δευ­τι­κά, ώ­στε με­τά α­πό 4-5 χρό­νια συ­νε­χούς θε­ρα­πεί­ας μό­νο 16-50% των α­σθε­νών ε­ξα­κο­λου­θεί να θε­ρα­πεύ­ε­ται με ε­νέ­σι­μο χρυ­σό.

Η συ­χνό­τη­τα των θα­νά­των α­πό τον ενέσιμο χρυσό υ­πο­λο­γί­ζε­ται σε 0.4%. Στην Αγ­γλία, στο δι­ά­στη­μα 1964-1976, 17 α­σθε­νείς με ΡΑ κα­τέ­λη­ξαν κα­κώς α­πό τις ε­πι­πλο­κές του χρυ­σού, κυ­ρί­ως α­πλα­στι­κή α­ναι­μί­α. Έ­χουν α­να­φερ­θεί 1.6 θά­να­τοι/10.000 συν­τα­γές α­λά­των χρυ­σού, γι΄αυ­τό και υ­πο­στη­ρί­ζε­ται ό­τι ο ε­νέ­σι­μος χρυ­σός εί­ναι 10 φο­ρές το­ξι­κό­τε­ρος α­πό ο­ποι­ο­δή­πο­τε άλ­λο φάρ­μα­κο (Girdwood  RH, 1974).

Πάν­τως, τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια, η νο­ση­ρό­τη­τα και θνη­τό­τη­τα της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας έ­χει πε­ρι­ο­ρι­σθεί ση­μαν­τι­κά, δε­δο­μέ­νου ό­τι :

  • Οι α­σθε­νείς εί­ναι ε­νη­με­ρω­μέ­νοι για τις ε­πι­πλο­κές της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας και δι­α­κό­πτουν την α­γω­γή με τις πρώ­τες εκ­δη­λώ­σεις το­ξι­κό­τη­τας
  • Ο χρυ­σός χρη­σι­μο­ποι­εί­ται συ­νή­θως σε μι­κρό­τε­ρες δό­σεις
  • Η δι­ά­γνω­ση της ΡΑ εί­ναι α­κρι­βέ­στε­ρη και
  • Η αν­τι­με­τώ­πι­ση των ε­πι­πλο­κών του χρυ­σού, α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρη.

Ο θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός εί­ναι λι­γό­τε­ρο το­ξι­κός α­πό τον θει­ο­μη­λι­κό, για ά­γνω­στους λό­γους. Σε α­σθε­νείς με πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α α­πό τον χρυ­σό, η D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει πα­ρό­μοι­ες ε­πι­πλο­κές, ε­κτός αν χο­ρη­γη­θεί 6 μή­νες με­τά την υ­πο­χώ­ρη­ση της πρω­τε­ϊ­νου­ρί­ας.

Μέ­τρα πρό­λη­ψης των ε­πι­πλο­κών του χρυ­σού δεν υ­πάρ­χουν, αλ­λ’ ε­πι­τρέ­πουν την α­να­γνώ­ρι­σή τους. Η θε­ρα­πεί­α των ε­πι­πλο­κών του χρυ­σού βα­σί­ζε­ται στην πρώϊι­μη α­να­γνώ­ρι­σή τους και, κυ­ρί­ως, στη μεί­ω­ση της δό­σης ή και δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου, άλ­λο­τε ό­μως εί­ναι συμ­πτω­μα­τι­κή. Γε­νι­κά, οι πε­ρισ­σό­τε­ρες ε­πι­πλο­κές υ­πο­χω­ρούν αυ­τό­μα­τα εν­τός με­ρι­κών ε­βδο­μά­δων ή μη­νών α­πό της δι­α­κο­πής της θε­ρα­πεί­ας. Σε ο­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις, και ε­φ’ ό­σον οι ε­πι­πλο­κές εί­ναι ή­πι­ες, ο χρυ­σός μπο­ρεί να δι­α­κο­πεί προ­σω­ρι­νά και να ε­πα­να­χο­ρη­γη­θεί με­τά την πλή­ρη ύφεση της ε­πι­πλο­κής, ό­πως π.χ. σε πε­ρι­πτώ­σεις ή­πιας πρω­τε­ϊ­νου­ρί­ας ή λευ­κο­πε­νί­ας ή ήπιου δερ­μα­τι­κού ε­ξαν­θή­μα­τος. Τα κορ­τι­κο­ει­δή δεν ε­πη­ρε­ά­ζουν την συ­χνό­τη­τα ή την βα­ρύ­τη­τα των ε­πι­πλο­κών του χρυ­σού.

ΤΥΠΟΙ : Γε­νι­κά, οι ε­πι­πλο­κές της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας ποι­κίλ­λουν α­πό α­πλό, πα­ρο­δι­κό δερ­μα­τι­κό ε­ξάν­θη­μα, έ­ως και τον θά­να­το.

1.   ΜΕΤΑ-ΕΝΕΣΙΑΚΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ

  • Νι­τρο­ει­δείς αν­τι­δρά­σεις
  • Α­να­φυ­λα­κτι­κές αν­τι­δρά­σεις
  • Μυ­αλ­γί­ες, αρ­θραλ­γί­ες, δι­όγ­κω­ση αρ­θρώ­σε­ων, εύ­κο­λη κό­πω­ση, κα­κου­χί­α
  • Δι­όγ­κω­ση των μα­λα­κών μο­ρί­ων στο ση­μεί­ο της έ­νε­σης

2.   ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ

  • Μη ει­δι­κή δερ­μα­τί­τι­δα
  • Αλ­λοι­ώ­σεις τύ­που ο­μα­λού λει­χή­να
  • Αλλοιώσεις τύπου ρο­δό­χρου πι­τυ­ρί­α­σης
  • Κνη­σμός
  • Θρομ­βο­πε­νι­κή πορ­φύ­ρα
  • Α­να­ζω­πύ­ρω­ση αλ­λερ­γι­κής δερ­μα­τί­τι­δας με­τά α­πό ε­πα­φή με με­ταλ­λι­κό χρυ­σό (Bailin PL and Mat­kaluk RM, 1982)
  • Χρυ­σί­α­ση
  • Υ­πέρ­χρω­ση δέρ­μα­τος (φω­το­κα­τα­νε­μη­τι­κή)
  • Ό­ψι­μη δερ­μα­τι­κή πορ­φυ­ρί­α (Svensson A and Theander J, 1992)
  • Έ­ξαρ­ση πέμ­φι­γας
  • Το­ξι­κή ε­πι­δερ­μό­λυ­ση (Thomas I, 1987)
  • Αν­τι­δρά­σεις φω­το­ευ­αι­σθη­σί­ας (Almeyda J and Baker H, 1970)
  • Υ­πο­δερ­μα­τί­τι­δα (Biasi D et al, 1994)
  • Α­λω­πε­κί­α
  • Ο­ζώ­δες ε­ρύ­θη­μα
  • Α­πο­φο­λι­δω­τι­κή δερ­μα­τί­τι­δα
  • Δερ­μα­τί­τι­δα σμηγ­μα­τορ­ρο­ϊ­κού τύ­που
  • Δερ­μα­τί­τι­δα τύ­που α­κμής
  • Πο­λύ­μορ­φο ε­ρύ­θη­μα
  • Κνί­δω­ση
  • Αγ­γει­ί­τι­δα
  • Κεν­τρό­φυ­γο δα­κτυ­λι­ο­ει­δές ε­ρύ­θη­μα (Tsuji T et al, 1992)
  • Ψω­ρι­α­σι­ό­μορ­φες, κνι­δω­τι­κές και εκ­ζε­μα­τώ­δεις αλ­λοι­ώ­σεις (Walzer RA et al, 1972)

3.   ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ

  • Στο­μα­τί­τι­δα
  • Στο­μα­τι­κά έλ­κη
  • Ε­πι­πε­φυ­κί­τι­δα
  • Φα­ρυγ­γί­τι­δα
  • Γα­στρί­τι­δα
  • Κολ­πί­τι­δα

4.   ΑΠΟ ΤΟ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Αύ­ξη­ση ου­ρί­ας-κρε­α­τι­νί­νης
  • Πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α
  • Αι­μα­του­ρί­α
  • Νε­φρω­σι­κό σύν­δρο­μο
  • Νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια

5.   ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Η­ω­σι­νο­φι­λί­α
  • Λευ­κο­πε­νί­α
  • Θρομ­βο­πε­νί­α
  • Παγ­κυτ­τα­ρο­πε­νί­α
  • Α­πλα­στι­κή α­ναι­μί­α
  • Α­πλα­σί­α ε­ρυ­θρών αι­μο­σφαι­ρί­ων
  • Κοκ­κι­ο­κυτ­τα­ρο­πε­νί­α
  • Λεμ­φο­πε­νί­α
  • Υ­πο­γαμ­μα­σφαι­ρι­ναι­μί­α
  • Δι­ά­χυ­τη εν­δαγ­γεια­κή πή­ξη
  • Αναιμία ή ε­πι­δεί­νω­ση προϋπάρχουσας α­ναι­μί­ας

6.   ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Πνευ­μο­νί­τι­δα
  • Δι­ά­με­ση ί­νω­ση
  • Α­πο­φρα­κτι­κή βρογ­χι­ο­λί­τι­δα
  • Σύν­δρο­μο μα­ραν­τι­κής εν­δο­καρ­δί­τι­δας σε συν­δυα­σμό με πνευ­μο­νο­πά­θεια (Kollef MH et al, 1988)
  • Πνευ­μο­νι­κές δι­η­θή­σεις με υ­πο­γαμ­μα­σφαι­ρι­ναι­μί­α

7.    ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Ναυ­τί­α
  • Ε­με­τοι
  • Ε­πι­γα­στραλ­γί­α
  • Αύ­ξη­ση συ­χνό­τη­τας κε­νώ­σε­ων/μα­λα­κά κό­πρα­να/δι­άρ­ροι­α
  • Α­πο­βο­λή αί­μα­τος α­πό τα κό­πρα­να
  • Εν­τε­ρο­κο­λί­τι­δα
  • Ελ­κω­τι­κή πρω­κτί­τι­δα (Marcuard SP et al, 1987)
  • Παγ­κρε­α­τί­τι­δα

8.    ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ

  • Χο­λο­στα­τι­κός ί­κτε­ρος
  • Η­πα­το­κυτ­τα­ρι­κή βλά­βη
  • Θα­να­τη­φό­ρα η­πα­τι­κή νέ­κρω­ση (Watkins PB et al, 1988)
  • Ο­ξεί­α η­πα­τί­τι­δα (Rye B and Krusinski PA, 1993)

9.    ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ

  • Χρυ­σί­α­ση σκλη­ρού ή φα­κού
  • Ι­ρί­τι­δα
  • Έλ­κη σκλη­ρού

10.  ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ/ΜΥΪΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  •  Αι­σθη­τι­κή, κι­νη­τι­κή ή αι­σθη­τι­κο­-κι­νη­τι­κή πε­ρι­φε­ρι­κή νευ­ρο­πά­θεια (πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου του συν­δρό­μου τύ­που Guillain-Barre), συ­χνά με εκ­δη­λώ­σεις μυ­ο­κυ­μί­ας ή/και δυ­σαι­σθη­σί­α
  • Κρα­νια­κή νευ­ρο­πά­θεια (πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της ο­φθαλ­μο­πλη­γί­ας) VII, σπά­νια ΙΙΙ, IV, V, VI, IX, X, XI
  • Αυ­τό­νο­μη νευ­ρο­πά­θεια (ορ­θο­στα­τι­κή υ­πό­τα­ση, υ­πέρ­τα­ση, τα­χυ­καρ­δί­α, υ­πε­ρι­δρω­σί­α)
  • Εγ­κε­φα­λο­πά­θεια (κα­τά­θλι­ψη, πα­ρα­λή­ρη­μα, α­ϋ­πνί­α, δι­α­τα­ρα­χές μνή­μης, ψευ­δαι­σθή­σεις, ε­ξω­γε­νής ψύ­χω­ση, η­μι­πλη­γί­α, πα­ρα­πλη­γί­α, α­φα­σί­α, σπα­σμοί, κώ­μα, υ­πνη­λί­α)

11.  ΔΙΑΦΟΡΕΣ

  • Με­ταλ­λι­κή γεύ­ση
  • Κε­φα­λαλ­γί­α
  • Πυ­ρε­τός
  • Λεμ­φα­δε­νο­πά­θεια (Rollins SD and Craig JP, 1991)

1.2.9.1   ΜΕΤΑ - ΕΝΕΣΙΑΚΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ

Εμ­φα­νί­ζον­ται α­μέ­σως με­τά την έ­νε­ση του χρυ­σού ή αρ­γό­τε­ρα, σε συ­χνό­τη­τα 34% (Furst D et al, 1977).

1.2.9.1.1   ΑΜΕΣΕΣ (ΝΙΤΡΟΕΙΔΕΙΣ) ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ 

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Αγ­γει­ο­κι­νη­τι­κού τύ­που αν­τι­δρά­σεις, πα­ρό­μοι­ες με τις ο­φει­λό­με­νες στα νι­τρώ­δη, πα­ρα­τη­ρούν­ται έ­ως το 34% των α­σθε­νών που θε­ρα­πεύ­ον­ται με ε­νέ­σι­μο χρυ­σό και ε­πι­βάλ­λουν αλ­λα­γή του σκευ­ά­σμα­τος στο 2.8% των πε­ρι­πτώ­σε­ων.

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Πα­ρο­δι­κό αί­σθη­μα α­δυ­να­μί­ας, ζά­λη, ναυ­τί­α, έ­με­τοι, ε­φι­δρώ­σεις, κε­φα­λαλ­γί­α, έ­ξα­ψη προ­σώ­που, αί­σθη­μα παλ­μών, λι­πο­θυ­μί­α, υ­πό­τα­ση και ε­νί­ο­τε συγ­κο­πή.

Οι εκ­δη­λώ­σεις αυ­τές εμ­φα­νί­ζον­ται γε­νι­κά πρώϊ­μα, αλ­λά μπορεί και ό­ψι­μα, στη δι­α­δρο­μή της θε­ρα­πεί­ας, συ­νή­θως με­τά τις πρώ­τες δό­σεις (αλ­λά συ­χνά και στις επόμενες) του χρυ­σού, α­κό­μα και με­τά α­πό μα­κρο­χρό­νια θε­ρα­πεί­α (Davison S, 1980).

Εμ­φα­νί­ζον­ται με­ρι­κά λε­πτά με­τά την έ­νε­ση, μί­α μό­νο φο­ρά ή με­τά α­πό με­ρι­κές δό­σεις ή με­τά α­πό κά­θε έ­νε­ση (Gibbons R, 1979). Εί­ναι α­πρό­βλε­πτες και μπο­ρεί να εί­ναι οι πρώ­τες αν­τι­δρά­σεις του χρυ­σού, α­κό­μα και σε ά­το­μα χω­ρίς ι­στο­ρι­κό αρ­τη­ρι­ο­σκλη­ρυν­τι­κής αγ­γεια­κής νό­σου. Εί­ναι συ­χνό­τε­ρες με τον θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό, ί­σως για­τί το σκεύ­α­σμα αυ­τό σε ο­ρι­σμέ­να ε­πιρ­ρε­πή ά­το­μα α­πορ­ρο­φά­ται τα­χύ­τε­ρα και φθά­νει σε υ­ψη­λό­τε­ρες συγ­κεν­τρώ­σεις.

ΚΛΙΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ : Οι νι­τρο­ει­δείς αν­τι­δρά­σεις εί­ναι συ­νή­θως ή­πι­ες και πα­ρο­δι­κές και σπά­νια σο­βα­ρές. Η πε­ρι­φε­ρι­κή ό­μως αγ­γει­ο­δι­α­στο­λή μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει υ­πό­τα­ση λό­γω δρά­σης στις λεί­ες μυ­ϊ­κές ί­νες των αρ­τη­ρι­ο­λί­ων, ο­δη­γών­τας σε σο­βα­ρό­τε­ρες ε­πι­πλο­κές, ι­δι­αί­τε­ρα σε η­λι­κι­ω­μέ­να ά­το­μα, ό­πως έμ­φρα­κτο του μυ­ο­καρ­δί­ου (Gottlieb NL and Brown HE Jr, 1977), σύν­δρο­μα πα­ρό­μοι­α με αγ­γεια­κά εγ­κε­φα­λι­κά ε­πει­σό­δια (Prupas HM, 1984; Wener MH, 1986; Proudman SM and Cleland LG, 1992) και πα­ρο­δι­κή ε­τε­ρό­πλευ­ρη α­πώ­λεια της ό­ρα­σης (Evanchick CC and Harrington TM, 1985).

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Οι νι­τρο­ει­δείς αν­τι­δρά­σεις εί­ναι α­πο­τέ­λε­σμα πι­θα­νώς υ­πο­δι­ά­χυ­σης ευ­αί­σθη­των σχη­μα­τι­σμών (μυ­ο­κάρ­διο, νευ­ρι­κός ι­στός) λό­γω γε­νι­κευ­μέ­νης ή το­πι­κής αγ­γει­ο­δι­α­στο­λής.

1.2.9.1.2   ΑΝΑΦΥΛΑΚΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ

Ε­χουν με­γά­λη ο­μοι­ό­τη­τα με τις νι­τρο­ει­δείς, αλ­λά εί­ναι ε­ξαι­ρε­τι­κά σπά­νι­ες (Neustadt DH, 1995).

ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ :

  • Αί­σθη­μα θερ­μό­τη­τας, ζά­λη, δύ­σπνοι­α, τα­χυ­καρ­δί­α και υ­πό­τα­ση στη διά­ρκεια της έ­νε­σης του χρυ­σού σε μί­αν α­σθε­νή με ι­στο­ρι­κό νι­τρο­ει­δούς αν­τί­δρα­σης στον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό (Neustadt DH, 1995).
  • Καρ­δι­αγ­γεια­κή α­νε­πάρ­κεια και αγ­γει­ο­-οί­δη­μα συ­νο­δευ­ό­με­νο α­πό βρογ­χό­σπα­σμο (Voor-neveld CR et al, 1992)
  • Σο­βα­ρή α­να­φυ­λα­ξί­α.

1.2.9.1.3   ΜΗ ΑΓΓΕΙΟΚΙΝΗΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ

Πα­ρο­δι­κές αρ­θραλ­γί­ες, δι­όγ­κω­ση των αρ­θρώ­σε­ων, εύ­κο­λη κό­πω­ση και κα­κου­χί­α α­να­φέ­ρει το 15% των α­σθε­νών που θε­ρα­πεύ­ε­ται με ε­νέ­σι­μο χρυ­σό (Halla JT et al, 1977). Οι αν­τι­δρά­σεις αυ­τές εμ­φα­νί­ζον­ται συ­νή­θως 6-24 ώ­ρες, αλ­λά α­κό­μα και μί­αν ώ­ρα, με­τά την έ­νε­ση, και διαρκούν με­ρι­κές η­μέ­ρες. Δεν ε­πι­βάλ­λουν δι­α­κο­πή της θε­ρα­πεί­ας, για­τί υ­πο­χω­ρούν εί­τε με μεί­ω­ση της δό­σης του θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού, εί­τε με αν­τι­κα­τά­στα­σή του α­πό θει­ο­γλυ­κο­νι­κό ή τρι­αι­θυλ­οφω­σφο­νι­κό χρυ­σό.

1.2.9.2   ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ - ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Οι βλεν­νο­γο­νο­δερ­μα­τι­κές αν­τι­δρά­σεις, ι­δι­αί­τε­ρα τα δερ­μα­τι­κά ε­ξαν­θή­μα­τα και η στο­μα­τί­τι­δα, εί­ναι οι πρω­ϊ­μό­τε­ρες και συ­νη­θέ­στε­ρες ε­πι­πλο­κές του ε­νέ­σι­μου χρυ­σού. Η συ­νο­λι­κή τους συ­χνό­τη­τα φθά­νει το 60-80% ό­λων των ε­πι­πλο­κών του χρυ­σού. Πα­ρα­τη­ρούν­ται στο 15-35% των α­σθε­νών που θε­ρα­πεύ­ον­ται με ά­λα­τα χρυ­σού πα­ρεν­τε­ρι­κά και στο 18%, per os, ε­πι­βάλ­λον­τας δι­α­κο­πή της θε­ρα­πεί­ας στο 11% και 2% των α­σθε­νών, αν­τί­στοι­χα (Tumiati B et al, 1987).

Εμφανίζονται σε ο­ποι­α­δή­πο­τε φά­ση, αλ­λά συ­χνό­τε­ρα στη διά­ρκεια των 12 και ι­δί­ως 3-6 πρώτων μηνών, της θε­ρα­πεί­ας. Ε­άν η δερ­μα­τί­τι­δα δεν έ­χει εμφανισθεί μέ­χρι τον 18ο μή­να της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας, εί­ναι α­συ­νή­θι­στο να εμ­φα­νι­σθεί αρ­γό­τε­ρα (Srinivasan R et al, 1979). Οι πε­ρισ­σό­τε­ρες βλεν­νο­γο­νο­δερ­μα­τι­κές αν­τι­δρά­σεις εί­ναι ή­πι­ες και υποχωρούν πα­ρά την συ­νέ­χι­ση της χρυσοθεραπείας.

Η α­ου­ρα­νο­φί­νη προκαλεί λι­γό­τε­ρες και η­πι­ό­τε­ρες βλεν­νο­γο­νο­δερ­μα­τι­κές αν­τι­δρά­σεις α­πό τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό (Abruzzo JL, 1986), ε­πει­δή τα ε­πί­πε­δα στα­θε­ρής του κα­τά­στα­σης στον ο­ρό εί­ναι κα­τά 5-55% χα­μη­λό­τε­ρα του πα­ρεν­τε­ρι­κού.

ΤΥΠΟΙ : Οι δερ­μα­τι­κές αν­τι­δρά­σεις στον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό ποι­κίλ­λουν α­πό κνη­σμό μέ­χρι γε­νι­κευ­μέ­νη α­πο­φο­λί­δω­ση. Ο γε­νι­κευ­μέ­νος κνη­σμός εί­ναι η συ­νη­θέ­στε­ρη δερ­μα­τι­κή αν­τί­δρα­ση, α­κο­λου­θού­με­νη κα­τά σει­ρά συ­χνό­τη­τας α­πό αλ­λοι­ώ­σεις τύπου ομαλού λει­χή­να, ρο­δό­χρου πι­τυ­ρί­α­ση, α­πο­φο­λι­δω­τι­κή δερ­μα­τί­τι­δα και ο­ζώ­δες ε­ρύ­θη­μα.

1.2.9.2.1   ΔΕΡΜΑΤΙΤΙΔΑ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η δερ­μα­τί­τι­δα εί­ναι η συ­χνό­τε­ρη δερ­μα­τι­κή ε­πι­πλο­κή του χρυ­σού. Έ­χει συ­νή­θως χα­ρα­κτή­ρα ά­τυ­πης δερ­μα­τί­τι­δας/εκ­ζέ­μα­τος, ε­νώ με­ρι­κοί τύ­ποι της υ­πο­δύ­ον­ται ι­δι­ο­πα­θή δερ­μα­τι­κά νο­σή­μα­τα. 

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Τα ε­ξαν­θή­μα­τα συ­νή­θως εί­ναι ά­τυ­πα, κνι­δω­τι­κά, εκ­ζε­μα­τώ­δη ή κη­λι­δο­βλα­τι­δώ­δη. Έ­χουν ποι­κί­λη έν­τα­ση, αλ­λά συ­νή­θως εί­ναι ή­πια και πα­ρο­δι­κά και, σπα­νι­ό­τε­ρα, σο­βα­ρά και α­πο­φο­λι­δω­τι­κά. Στο 85% των πε­ρι­πτώ­σε­ων εί­ναι κνι­δω­τι­κά και εν­το­πί­ζον­ται κυ­ρί­ως στον κορ­μό και τα ά­κρα. Η εμ­φά­νι­ση και έν­τα­σή τους ε­ξαρ­τά­ται α­πό την δό­ση του χρυ­σού. Δια­ρκούν συ­νή­θως 1-2 μή­νες και ε­νί­ο­τε, σε σο­βα­ρές πε­ρι­πτώ­σεις, α­κό­μα και πά­νω α­πό έ­ναν χρό­νο. Συ­χνά, οι μορ­φο­λο­γι­κοί χα­ρα­κτή­ρες των δερ­μα­τι­κών αλ­λοι­ώ­σε­ων με­τα­βάλ­λον­ται με το πέ­ρα­σμα του χρό­νου. Σε με­ρι­κούς α­σθε­νείς προ­α­ναγ­γέλ­λον­ται α­πό η­ω­σι­νο­φι­λί­α και συ­νο­δεύ­ον­ται α­πό με­ταλ­λι­κή γεύ­ση, στο­μα­τι­κές αλ­λοι­ώ­σεις και πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α.

Ο συ­χνό­τε­ρος κλι­νι­κός τύ­πος δερ­μα­τι­κής αν­τί­δρα­σης εί­ναι ε­ρυ­θη­μα­τώ­δες μη ει­δι­κό κη­λι­δο­βλα­τι­δώ­δες ε­ξάν­θη­μα. Ε­άν εμ­φα­νι­σθεί το ε­ξάν­θη­μα αυ­τό, ο χρυ­σός πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται, ει­δάλ­λως, ε­άν συ­νε­χι­σθεί, μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε πο­λύ σο­βα­ρό­τε­ρη γε­νι­κευ­μέ­νη α­πο­φο­λι­δω­τι­κή δερ­μα­τί­τι­δα (Almeyda J and Baker A, 1970).

ΚΛΙΝΙΚΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ ΔΕΡΜΑΤΙΚΟΥ ΕΞΑΝΘΗΜΑΤΟΣ :

  • Υ­πο­χω­ρεί συ­νή­θως 3-4 μή­νες με­τά την δι­α­κο­πή του χρυ­σού, αν και μπο­ρεί να ε­πι­μεί­νει με­ρι­κά χρό­νια.
  • Εί­ναι συ­χνό­τε­ρο σε α­σθε­νείς με ΡΑ που κα­πνί­ζουν (Kay EA and Jayson MI, 1987)
  • Α­πο­δί­δε­ται σε α­νο­σο­λο­γι­κούς μη­χα­νι­σμούς, αν και οι α­κρι­βείς μη­χα­νι­σμοί του εί­ναι ά­γνω­στοι (Ranki A et al, 1989)
  • Συν­δέ­ε­ται με μα­κρο­χρό­νια κλι­νι­κή και ερ­γα­στη­ρια­κή ύ­φε­ση της αρ­θρί­τι­δας (Rothermich NΟ et al, 1976; Caspi D et al, 1989), αν και η πα­ρα­τή­ρη­ση αυ­τή δεν έ­χει ε­πι­βε­βαι­ω­θεί.

ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ το κη­λι­δο­βλα­τι­δώ­δες ε­ξάν­θη­μα δεί­χνει σπογ­γί­ω­ση και ε­πι­φα­νεια­κές πε­ρι­αγ­γεια­κές δι­η­θή­σεις με μο­νο­πύ­ρη­να κύτ­τα­ρα ή, λι­γό­τε­ρο συ­χνά, θη­λο­ει­δές οί­δη­μα του δέρ­μα­τος και φλεγ­μο­νώ­δη δι­ή­θη­ση α­πό η­ω­σι­νό­φι­λα, ου­δε­τε­ρό­φι­λα και μα­στο­κύτ­τα­ρα. Άλ­λο­τε πα­ρα­τη­ρούν­ται ι­στο­λο­γι­κές αλ­λοι­ώ­σεις λύ­κου, πο­λύ­μορ­φο ε­ρύ­θη­μα ή ο­ξεί­α ευ­λο­γι­ό­μορ­φη λει­χη­νο­ει­δής πι­τυ­ρί­α­ση.

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Εί­ναι ά­γνω­στος, αν και ε­νο­χο­ποι­ούν­ται το­ξι­κοί και αλ­λερ­γι­κοί πα­ρά­γον­τες. Υ­πέρ της αλ­λερ­γι­κής αι­τι­ο­λο­γί­ας συ­νη­γο­ρούν η η­ω­σι­νο­φι­λί­α η συν­δε­ό­με­νη με την δερ­μα­τί­τι­δα α­πό χρυ­σό και η αύ­ξη­ση της IgE στον ο­ρό, ε­νώ οι θε­τι­κές δο­κι­μα­σί­ες patch και με­τα­σχη­μα­τι­σμού των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων (Walzer R and Feinstein R, 1990) εί­ναι έν­δει­ξη υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας ε­πι­βρα­δυ­νό­με­νου τύ­που.

Οι βλεν­νο­γο­νο­δερ­μα­τι­κές αν­τι­δρά­σεις των α­λά­των του χρυ­σού συν­δέ­ον­ται με αυ­ξη­μέ­νη συ­χνό­τη­τα HLA Bw35 (Nusslein HG et al, 1984), αν και αυ­τό δεν έ­χει ε­πι­βε­βαι­ω­θεί (Alarcon GS et al, 1986), και HLA DR3 (Bensen WG et al, 1984).

Το 68% των α­σθε­νών με βλεν­νο­γο­νο­δερ­μα­τι­κές αν­τι­δρά­σεις α­πό τον χρυ­σό έ­χει IgE αν­τι­σώ­μα­τα έ­ναν­τι του θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού και υ­ψη­λό­τε­ρα ε­πί­πε­δα IgE στον ο­ρό (Bretza J et al, 1983). Τα ε­πί­πε­δα των η­ω­σι­νο­φί­λων, της IgE (Iveson JM et al, 1977) και του χρυ­σού στον ο­ρό δεν σχε­τί­ζον­ται α­ξι­ό­πι­στα με τις βλεν­νο­γο­νο­δερ­μα­τι­κές αν­τι­δρά­σεις του χρυ­σού. Με­ρι­κοί α­σθε­νείς με ε­ξαν­θή­μα­τα α­πό χρυ­σό έ­χουν IgE συν­δε­δε­μέ­νη με τους ι­στούς, αλ­λά το εύ­ρη­μα αυ­τό έ­χει μι­κρή μό­νο δι­α­γνω­στι­κή α­ξί­α (Iveson JM et al, 1977).

Ο με­τα­σχη­μα­τι­σμός των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων με την χρή­ση χρυ­σού σαν αν­τι­γό­νο σχε­τί­ζε­ται με τα ε­ξαν­θή­μα­τα α­πό χρυ­σό, in vitro (Walzer RA et al, 1972), αν και η συμ­πε­ρι­φο­ρά των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων σε α­σθε­νείς με ΡΑ που εμ­φα­νί­ζουν στο­μα­τι­κά έλ­κη α­πό ά­λα­τα χρυ­σού δεν δι­α­φέ­ρει ση­μαν­τι­κά α­π’ αυ­τούς που δεν έ­χουν ε­πι­πλο­κές (Adams D and Dippy J, 1976).

ΔΙΑΓΝΩΣΗ - ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΕΞΑΝΘΗΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΑΛΑΤΑ ΧΡΥΣΟΥ : Οι δερ­μα­τι­κές αν­τι­δρά­σεις σε α­σθε­νείς με ΡΑ που θε­ρα­πεύ­ον­ται με ε­νέ­σι­μο χρυ­σό μπο­ρεί να εί­ναι εκδήλωση της βα­σι­κής νό­σου, άλ­λων υ­πο­κεί­με­νων νο­ση­μά­των ή πα­ρα­γόν­των ή φαρ­μα­κο­γε­νείς.

Η δι­ά­γνω­ση της δερ­μα­τί­τι­δας α­πό χρυ­σό γί­νε­ται με την προ­σε­κτι­κή ε­κτί­μη­ση της αι­τι­ο­λο­γι­κής συ­σχέ­τι­σης των βλεν­νο­γο­νο­δερ­μα­τι­κών αλ­λοι­ώ­σε­ων με την χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α. Η συ­σχέ­τι­ση των δερ­μα­τι­κών αν­τι­δρά­σε­ων με την χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α εί­ναι συ­χνά πο­λύ δύ­σκο­λη, αν και στις πε­ρισ­σό­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις εί­ναι δυ­να­τή η δι­ά­κρι­ση προ­ϋ­πάρ­χου­σας δερ­μα­τί­τι­δας α­πό τις ε­πι­πλο­κές του φαρ­μά­κου.

Η κλι­νι­κή και ι­στο­λο­γι­κή ει­κό­να των ε­ξαν­θη­μά­των α­πό τον χρυ­σό έ­χει με­γά­λη ποι­κι­λο­μορ­φί­α και μπο­ρεί να υ­πο­δύ­ε­ται πολ­λά δερ­μα­τι­κά νο­σή­μα­τα. Ο­ποι­ο­δή­πο­τε ε­ξάν­θη­μα στη διά­ρκεια της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας πρέ­πει να α­πο­δί­δε­ται στον χρυ­σό, μέ­χρις ό­του α­πο­δει­χθεί το πραγ­μα­τι­κό του αί­τιο. Σε αμ­φί­βο­λες πε­ρι­πτώ­σεις, η βι­ο­ψί­α του δέρ­μα­τος μπο­ρεί να ε­νι­σχύ­σει την δι­ά­γνω­ση της δερ­μα­τί­τι­δας α­πό χρυ­σό ή να βο­η­θή­σει στην δι­ά­κρι­σή της α­πό άλ­λες δερ­μα­το­πά­θει­ες, δεν εί­ναι ό­μως ι­κα­νή να θέ­σει την ο­ρι­στι­κή δι­ά­γνω­ση. Ο α­νο­σο­φθο­ρι­σμός του δέρ­μα­τος, μο­λο­νό­τι μπο­ρεί να δεί­ξει ε­να­πο­θέ­σεις α­νο­σο­σφαι­ρι­νών και συμ­πλη­ρώ­μα­τος, δεν εί­ναι ει­δι­κός, γι’ αυ­τό και έ­χει μι­κρή μό­νο δι­α­φο­ρο­δι­α­γνω­στι­κή α­ξί­α.

1.2.9.2.2   ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ ΤΥΠΟΥ ΟΜΑΛΟΥ ΛΕΙΧΗΝΑ

Οι αλ­λοι­ώ­σεις πα­ρό­μοι­ες με ο­μα­λό λει­χή­να α­πο­τε­λούν το 32% των δερ­μα­τι­κών αν­τι­δρά­σε­ων του χρυ­σού. Εμ­φα­νί­ζουν ε­πι­φα­νεια­κή, λε­πτή, λευ­κή α­πο­λέ­πι­ση (γραμ­μώ­σεις Wickham) ή εί­ναι ε­λα­φρώς ε­ξι­δρω­μα­τι­κές, πο­λυ­ά­ριθ­μες και έν­το­να κνι­δω­τι­κές. Ε­νί­ο­τε εν­το­πί­ζον­ται και στο τρι­χω­τό της κε­φα­λής, ο­δη­γών­τας σε α­λω­πε­κί­α. Οι με­μο­νω­μέ­νες αλ­λοι­ώ­σεις συ­νί­σταν­ται σε ι­ώ­δεις πο­λυ­γω­νι­κές κη­λί­δες.

Σε αν­τί­θε­ση με τις αλ­λοι­ώ­σεις του ι­δι­ο­πα­θούς ο­μα­λού λει­χή­να, εί­ναι πο­λυ­ά­ριθ­μες και δι­ά­χυ­τες, δεν εν­το­πί­ζον­ται στην στο­μα­τι­κή κοι­λό­τη­τα και έ­χουν ά­τυ­πη ι­στο­λο­γι­κή ει­κό­να, η ο­ποί­α ό­μως ε­νί­ο­τε εί­ναι πα­ρό­μοι­α με την του ι­δι­ο­πα­θούς ο­μα­λού λει­χή­να ή με φαρ­μα­κο­γε­νή λει­χή­να.

1.2.9.2.3   ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ ΤΥΠΟΥ ΡΟΔΟΧΡΟΥ ΠΙΤΥΡΙΑΣΗΣ (11%)

Έ­χουν ό­ψη ω­ο­ει­δών κη­λί­δων χρώ­μα­τος σο­λο­μού, με λε­πτή φλοι­ώ­δη α­πο­λέ­πι­ση και κα­τα­νο­μή τύ­που «κλά­δων ε­λά­της», και εν­το­πί­ζον­ται κα­τά προ­τί­μη­ση στον κορ­μό. Μι­κρο­σκο­πι­κά δεν μπο­ρούν να δι­α­κρι­θούν α­πό την ι­δι­ο­πα­θή ρο­δό­χρου πι­τυ­ρί­α­ση.

Το πι­τυ­ρι­α­σι­ό­μορ­φο και το δι­σκο­ει­δές εκ­ζε­μα­τώ­δες ε­ξάν­θη­μα εί­ναι δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νο, μη αλ­λερ­γι­κό και δεν α­πο­τε­λεί α­πό­λυ­τη έν­δει­ξη δι­α­κο­πής της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας. Συνήθως υ­πο­χω­ρεί με το­πι­κά κορ­τι­κο­ει­δή ή με ε­λάτ­τω­ση της δό­σης ή της συ­χνό­τη­τας των ε­νέ­σε­ων του χρυ­σού (Wilkinson SM et al, 1992).

1.2.9.2.4   ΚΝΗΣΜΟΣ 

Εί­ναι η συ­χνό­τε­ρη δερ­μα­τι­κή ε­πι­πλο­κή του ενέσιμου χρυσού. Πα­ρα­τη­ρεί­ται στο 84% των α­σθε­νών που θε­ρα­πεύ­ον­ται με ε­νέ­σι­μο χρυ­σό. Μπο­ρεί να εί­ναι κα­θο­λι­κός και συ­νή­θως υ­πο­χω­ρεί πα­ρά την συ­νέ­χι­ση της χρυσοθε­ρα­πεί­ας.

1.2.9.2.5   ΘΡΟΜΒΟΠΕΝΙΚΗ ΠΟΡΦΥΡΑ

Μπο­ρεί να εί­ναι έν­δει­ξη χο­ρή­γη­σης δι­μερ­κα­πρό­λης με σκο­πό την ε­πι­τά­χυν­ση της α­πο­βο­λής του χρυ­σού (Almeyda J and Baker H, 1970).

1.2.9.2.6   ΔΕΡΜΑΤΙΤΙΔΑ ΕΞ ΕΠΑΦΗΣ

Οι ε­νέ­σεις του χρυ­σού μπο­ρεί να α­να­ζω­πυ­ρώ­σουν προ­η­γη­θεί­σα υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α εξ ε­πα­φής στο νι­κέ­λιο (Wijnands MJ et al, 1990).

1.2.9.2.7   ΟΨΙΜΗ ΔΕΡΜΑΤΙΚΗ ΠΟΡΦΥΡΙΑ

Χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­πό πολ­λα­πλές ου­λές και φυ­σα­λί­δες ή φλύ­κται­νες στη ρα­χια­ία ε­πι­φά­νεια των χει­ρών και των πο­δών (Svensson A and Theander J, 1992).

1.2.9.2.8   ΧΡΥΣΙΑΣΗ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η χρυ­σί­α­ση έ­χει α­να­φερ­θεί σε με­ρι­κούς α­σθε­νείς (Pelachyk JΜ et al, 1984), συ­νή­θως γυ­ναί­κες Καυ­κά­σιας φυ­λής, θε­ρα­πευ­ό­με­νους μα­κρο­χρό­νια ή με μι­κρές σχε­τι­κά δό­σεις ε­νέ­σι­μου χρυ­σού (Fleming CJ et al, 1996). Εί­ναι πο­λύ λι­γό­τε­ρο συ­χνή ε­πι­πλο­κή της α­ου­ρα­νο­φί­νης, πι­θα­νώς λό­γω του ό­τι ο per os χο­ρη­γού­με­νος χρυ­σός κα­τα­κρα­τά­ται λι­γό­τε­ρο α­πό το δέρ­μα α­πό τον ε­νέ­σι­μο.

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Η χρυ­σί­α­ση συ­νί­στα­ται σε κυ­α­νό­φαι­η υ­πέρ­χρω­ση του α­κά­λυ­πτου δέρ­μα­τος και των σκλη­ρών του ο­φθαλ­μού. Η υ­πέρ­χρω­ση εί­ναι συ­νή­θως εν­το­νό­τε­ρη στις πε­ρι­ο­φθαλ­μι­κές και στις α­κά­λυ­πτες πε­ρι­ο­χές του σώ­μα­τος, αλ­λά μπο­ρεί να εμ­φα­νι­σθεί και σε κα­λυμ­μέ­νες πε­ρι­ο­χές με­τά α­πό έκ­θε­σή τους σε υ­πε­ρι­ώ­δες φως (Leonard PA et al, 1986). Έ­νας α­σθε­νής εμ­φά­νι­σε ο­νυ­χο­χρυ­σί­α­ση με κί­τρι­νες ται­νί­ες και πά­χυν­ση των ο­νύ­χων και έ­νας άλ­λος, ο­ρα­τές στι­κτές ε­να­πο­θέ­σεις χρυ­σού στην ε­πι­φά­νεια του δέρ­μα­τος (Michalski JP et al, 1991). Η χρυ­σί­α­ση εί­ναι συ­νή­θως μό­νι­μη, αλ­λά δεν έ­χει κλι­νι­κή ση­μα­σί­α.

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Οι α­σθε­νείς με χρυ­σί­α­ση έ­χουν πε­ρισ­σό­τε­ρα σω­μα­τί­δια χρυ­σού στα με­λα­νο­φά­γα του δέρ­μα­τος α­πό αυ­τούς που κά­νουν χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α, αλ­λά δεν έχουν χρυ­σί­α­ση. Ο χρυ­σός ε­να­πο­τί­θε­ται στο α­κά­λυ­πτο δέρ­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό το κα­λυμ­μέ­νο, έν­δει­ξη ό­τι κα­τα­κρα­τά­ται ε­κλε­κτι­κά α­πό πε­ρι­ο­χές ε­κτε­θει­μέ­νες στο η­λια­κό φως. Η σύν­θε­ση της με­λα­νί­νης δι­ε­γεί­ρε­ται α­πό τον ε­να­πο­τι­θέ­με­νο χρυ­σό και εί­ναι με­ρι­κά υ­πεύ­θυ­νη για την υ­πέρ­χρω­ση του δέρ­μα­τος, ό­πως έ­χει πα­ρα­τη­ρη­θεί στην υ­πέρ­χρω­ση την προ­κα­λού­με­νη α­πό άλ­λα βα­ριά μέ­ταλ­λα (Leonard PA et al, 1986).

ΠΡΟΔΙΑΘΕΣΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ :

Α­θροι­στι­κή δό­ση : Η α­θροι­στι­κή δό­ση η απαιτούμενη για την εμ­φά­νι­ση της υ­πέρ­χρω­σης του δέρ­μα­τος δι­α­φέ­ρει α­πό α­σθε­νή σε α­σθε­νή. Η χρυ­σί­α­ση πα­ρα­τη­ρεί­ται στους πε­ρισ­σό­τε­ρους α­σθε­νείς που έ­χουν πά­ρει > 18 mg/kg στοι­χεια­κού χρυ­σού ή 50 mg/kg α­λά­των χρυ­σού και σ’ ό­λους α­νε­ξαί­ρε­τα τους α­σθε­νείς που έ­χουν πά­ρει α­θροι­στι­κή δό­ση > 55 mg/kg στοι­χεια­κού χρυ­σού ή 150 mg/kg α­λά­των χρυ­σού.

Πα­ρα­τε­τα­μέ­νη έκ­θε­ση στον ή­λιο.

Προ­η­γη­θεί­σα δερ­μα­τί­τι­δα α­πό χρυ­σό. 

1.2.9.2.9   ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΩΝ

Εί­ναι ή­πι­ες ή σο­βα­ρές με γε­νι­κευ­μέ­νη φλεγ­μο­νή ό­λων των βλεν­νο­γό­νων και συνδυάζονται συ­νή­θως με δερ­μα­τι­κές αλ­λοι­ώ­σεις (Bailin PL and Matkaluk RM, 1982).

Στο­μα­τί­τι­δα εμφανίζει το 20% πε­ρί­που των α­σθε­νών που θε­ρα­πεύ­ε­ται με ε­νέ­σι­μο χρυ­σό (Gle-nert U, 1984; Svensson A and Theander J, 1992). Αρ­χι­κά μπο­ρεί να εκ­δη­λω­θεί με με­ταλ­λι­κή γεύ­ση, χω­ρίς ο­ρα­τές βλεν­νο­γο­νι­κές αλ­λοι­ώ­σεις. Οι αλ­λοι­ώ­σεις συ­νί­σταν­ται συ­νή­θως σε το­πι­κές ελ­κώ­σεις των ού­λων, της γλώσ­σας, του φά­ρυγ­γα και της τρα­χεί­ας, που μπο­ρεί να υ­πο­χω­ρή­σουν ή πολ­λα­πλα­σι­ά­ζον­ται και συ­νε­νώ­νον­ται δί­νον­τας την ει­κό­να δι­ά­χυ­της στο­μα­τί­τι­δας, γλωσ­σί­τι­δας ή ου­λί­τι­δας (Adams D and Dippy J, 1976). Χει­λί­τι­δα μπο­ρεί να εί­ναι πρώϊμη ε­πι­πλο­κή. Τα έλ­κη εί­ναι ε­πώ­δυ­να ή α­νώ­δυ­να και πα­ρό­μοι­α με α­φθώ­δη, και α­πο­τε­λούν ο­ρι­στι­κή αν­τέν­δει­ξη της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας μέ­χρις ό­του ε­που­λω­θούν. Ε­νί­ο­τε προ­η­γούν­ται πομ­φο­λυ­γώ­δεις δερ­μα­τι­κές αλ­λοι­ώ­σεις πα­ρό­μοι­ες με πέμ­φι­γα.

1.2.9.2.10   ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΔΕΡΜΑΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΩΝ  

Ή­πι­ες αλ­λοι­ώ­σεις : Αν­τι­ϊ­στα­μι­νι­κά ή/και το­πι­κά κορ­τι­κο­ει­δή και α­πο­φυ­γή έκ­θε­σης στον ή­λιο και ε­πα­φής με α­πορ­ρυ­παν­τι­κά.

Σο­βα­ρές αλ­λοι­ώ­σεις :

  • Δι­α­κο­πή του χρυ­σού, μέ­χρις ό­του οι αλ­λοι­ώ­σεις υ­πο­χω­ρή­σουν πλή­ρως, δε­δο­μέ­νου ό­τι, ε­άν η χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α συ­νε­χι­σθεί, μπο­ρεί να με­τα­πέ­σουν σε α­πο­φο­λι­δω­τι­κή ε­ρυ­θρο­δερ­μί­α. Με­τά την υ­πο­χώ­ρη­ση των αλ­λοι­ώ­σε­ων ο χρυ­σός, ε­φ’ ό­σον εί­χε συ­νο­δευ­θεί α­πό ι­κα­νο­ποι­η­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση, μπο­ρεί να ε­πα­να­χο­ρη­γη­θεί, αλ­λά σε δό­ση μι­κρό­τε­ρη του­λά­χι­στον κα­τά 25% ή και πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό την αρ­χι­κή, αυ­ξα­νό­με­νη προ­ο­δευ­τι­κά ε­φ’ ό­σον οι αλ­λοι­ώ­σεις δεν υ­πο­τρο­πιά­σουν. Π. χ. αρ­χι­κά σε δό­ση 5-10 mg/ε­βδ., αυ­ξα­νό­με­νη κα­τά 5-10 mg κά­θε 1-4 ε­βδο­μά­δες, ή σε δό­ση 1-2 mg/ε­βδ., αυ­ξα­νό­με­νη τμη­μα­τι­κά με τον ί­διο τρό­πο.
  • Οι α­σθε­νείς συ­νή­θως α­νέ­χον­ται κα­λά τις προ­ο­δευ­τι­κά αυ­ξα­νό­με­νες δό­σεις, χω­ρίς υ­πο­τρο­πή του ε­ξαν­θή­μα­τος, αν και σπά­νια μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν α­πο­φο­λι­δω­τι­κή δερ­μα­τί­τι­δα η ο­ποί­α, ε­άν εί­ναι σο­βα­ρή, ε­πι­βάλ­λει ο­ρι­στι­κή δι­α­κο­πή του χρυ­σού. Ε­ναλ­λα­κτι­κά, με­τά την ύ­φε­ση του ε­ξαν­θή­μα­τος, ο ε­νέ­σι­μος χρυ­σός μπο­ρεί να αν­τι­κα­τα­στα­θεί α­πό την α­ου­ρα­νο­φί­νη και ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός, α­πό πο­λύ μι­κρές δό­σεις ε­λαι­ώ­δους δι­α­λύ­μα­τος θει­ο­γλυ­κο­νι­κού χρυ­σού.
  • Κορ­τι­κο­ει­δή συ­στη­μα­τι­κά. 
  • Χη­λι­κοί πα­ρά­γον­τες (δι­μερ­κα­πρό­λη, D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη) : Ε­πι­τα­χύ­νουν την υ­πο­χώ­ρη­ση του ε­ξαν­θή­μα­τος. Η D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη εί­ναι ί­σως πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή α­πό τον BAL ή το αι­θυ­λε­νο­δι­α­μι­νο­τε­τρα­ο­ξει­κό ο­ξύ.

Αλ­λοι­ώ­σεις στό­μα­τος (στο­μα­τί­τι­δα, γλωσ­σί­τι­δα, χει­λί­τι­δα, ου­λί­τι­δα) : Ε­άν εί­ναι ή­πι­ες, δεν χρει­ά­ζον­ται θε­ρα­πεί­α. Ε­άν εί­ναι σο­βα­ρό­τε­ρες, συ­νι­στών­ται α­πο­φυ­γή ε­ρε­θι­στι­κών τρο­φών, εκ­πλύ­σεις του στό­μα­τος με σό­δα, ε­πα­λεί­ψεις με λι­δο­καί­νη (xylocaine viscous) ή α­κε­το­νι­κή τρι­αμ­σι­νο­λό­νη (Kenacort in orabase), μά­ση­ση δι­σκί­ων βη­τα­με­θα­ζό­νης 3-4 φο­ρές η­με­ρη­σί­ως και ψε­κα­σμοί ή ει­σπνο­ές κορ­τι­κο­ει­δών.

1.2.9.3   ΑΠΟ ΤΟ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

1.2.9.3.1  ΑΥΞΗΣΗ ΟΥΡΙΑΣ – ΚΡΕΑΤΙΝΙΝΗΣ 

Εί­ναι σχε­τι­κά συ­χνή και συ­νή­θως ή­πια και υ­πο­χω­ρεί με την διακοπή του χρυσού. 

1.2.9.3.2   ΑΠΛΗ ΠΡΩΤΕΪΝΟΥΡΙΑ 

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Ή­πια, πα­ρο­δι­κή πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α εμ­φα­νί­ζει το 0-40% των α­σθε­νών που θε­ρα­πεύ­ε­ται με 50 mg χρυ­σού ε­βδο­μα­δια­ίως (Kean WF and Anastassiades, 1979; Kean WF et al, 1983). Το με­γά­λο εύ­ρος της συ­χνό­τη­τας της ε­πι­πλο­κής αυ­τής ο­φεί­λε­ται στη με­γά­λη ποι­κι­λο­μορ­φί­α του ο­ρι­σμού της πρω­τε­ϊ­νου­ρί­ας (Kean WF and Anastassiades TP, 1979). Πάν­τως, σύμ­φω­να με με­τα-α­νά­λυ­ση με­λε­τών, η συ­χνό­τη­τα της πρω­τε­ϊ­νου­ρί­ας α­πό τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό εί­ναι μό­νο κα­τά 0.7% με­γα­λύ­τε­ρη α­πό placebo (Clark P et al, 1989).

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ :

  • Αν­τι­γό­να ι­στο­συμ­βα­τό­τη­τας : Η πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α και η θρομ­βο­πε­νί­α α­πό τον χρυ­σό εί­ναι 32 και 9 φο­ρές συ­χνό­τε­ρη σε α­σθε­νείς με HLA DR3 και DR2, αν­τί­στοι­χα (Wooley PH et al, 1980).
  • Με­γά­λες δό­σεις χρυ­σού : Συν­δέ­ον­ται με πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α σε με­γα­λύ­τε­ρη συ­χνό­τη­τα.

ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Η εμ­φά­νι­ση πρω­τε­ϊ­νου­ρί­ας στη διά­ρκεια της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας δεν πρέ­πει πάν­τα να α­πο­δί­δε­ται στον χρυ­σό, για­τί το 3% των α­σθε­νών με ΡΑ πα­ρου­σιά­ζει α­νε­ξή­γη­τη πα­ρο­δι­κή πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α στη δι­α­δρο­μή της νό­σου χω­ρίς να έ­χει θε­ρα­πευ­θεί με ά­λα­τα χρυ­σού, ε­νώ άλλοτε η πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α ο­φεί­λε­ται σε άλ­λα αί­τια.

ΑΙΤΙΑ ΠΡΩΤΕΪΝΟΥΡΙΑΣ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΟΥΣ ΜΕ ΑΛΑΤΑ ΧΡΥΣΟΥ :

  • Ά­λα­τα χρυ­σού
  • Άλ­λα φάρ­μα­κα (ι­δί­ως ΜΣΑΦ)
  • Λοι­μώ­ξεις ου­ρο­ποι­η­τι­κού
  • Δευ­τε­ρο­πα­θής α­μυ­λο­εί­δω­ση
  • Νε­φρι­κός ΣΕΛ

ΕΚΒΑΣΗ : Με­τά την δι­α­κο­πή του χρυ­σού, η πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α υ­φί­ε­ται πλή­ρως και προ­ο­δευ­τι­κή ε­πι­δεί­νω­ση της νε­φρι­κής λει­τουρ­γί­ας εί­ναι πο­λύ α­συ­νή­θι­στη. Σε α­σθε­νείς που συ­νε­χί­ζουν τον χρυ­σό πα­ρά την πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α, η νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α δεν ε­πη­ρε­ά­ζε­ται και δεν πα­ρα­μέ­νουν μό­νι­μες αλ­λοι­ώ­σεις, σε σύγ­κρι­ση με αυ­τούς που δι­α­κό­πτουν την θε­ρα­πεί­α (Hall CL and Tighe R, 1989).

ΘΕΡΑΠΕΙΑ :

  • Ε­άν υ­πάρ­χει ε­πί­μο­νη πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α 1+ με dipstick ε­πί 2-3 ε­βδο­μά­δες πρέ­πει να γί­νε­ται ε­ξέ­τα­ση λευ­κώ­μα­τος ού­ρων 24ώρου.
  • Ε­άν το λεύ­κω­μα ού­ρων 24ώρου εί­ναι <500 mg, η χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α μπο­ρεί να συ­νε­χι­σθεί.
  • Ε­άν κυ­μαί­νε­ται σε 500-3.000 mg, η χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α πρέ­πει να α­να­στέλ­λε­ται μέ­χρις ό­του ε­λεγ­χθεί η νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α.
  • Ε­άν η λευ­κω­μα­του­ρί­α υ­περ­βαί­νει τα 3 gr, η χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται, μέ­χρις ό­του η πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α υ­φε­θεί.

Η πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α μπο­ρεί να υ­πο­χω­ρή­σει αυ­τό­μα­τα και πα­ρά την συ­νέ­χι­ση του χρυ­σού. Με­τά την ύ­φε­σή της ο χρυ­σός μπο­ρεί να ε­πα­να­χο­ρη­γη­θεί, αλ­λά σε χα­μη­λό­τε­ρη δό­ση, π.χ. 25 mg κά­θε 1-2 ε­βδο­μά­δες (Klinkhoff AV and Teufel A, 1997).

1.2.9.3.3   ΑΙΜΑΤΟΥΡΙΑ

Με­μο­νω­μέ­νη μι­κρο­σκο­πι­κή αι­μα­του­ρί­α, χω­ρίς να α­πο­τε­λεί εκ­δή­λω­ση νε­φρω­σι­κού συν­δρό­μου, συ­νή­θως δεν ο­φεί­λε­ται στον χρυ­σό (Leonard PA et al, 1987).

1.2.9.3.4   ΝΕΦΡΩΣΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Το νε­φρω­σι­κό σύν­δρο­μο εί­ναι η συ­χνό­τε­ρη σο­βα­ρή νε­φρι­κή ε­πι­πλο­κή του ε­νέ­σι­μου χρυ­σού. Η συ­χνό­τη­τά του α­νέρ­χε­ται σε 0.2-2.6% (Silverberg DS et al, 1970; Tornroth T and Skrifvars B, 1974) και εί­ναι ί­σως με­γα­λύ­τε­ρη σε α­σθε­νείς με ο­ρο­αρ­νη­τι­κή ΡΑ (Skrif-vars BV et al, 1977).

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Το νε­φρω­σι­κό σύν­δρο­μο α­πό τον χρυ­σό εί­ναι τυ­πι­κά α­συμ­πτω­μα­τι­κό, μπο­ρεί να εμ­φα­νι­σθεί σε ο­ποι­α­δή­πο­τε φά­ση της θε­ρα­πεί­ας και δεν σχε­τί­ζε­ται με άλ­λες ε­πι­πλο­κές ή τα ε­πί­πε­δα του χρυ­σού στον ο­ρό ή τα ού­ρα.

ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ο­φεί­λε­ται σε μεμ­βρα­νώ­δη σπει­ρα­μα­το­νε­φρί­τι­δα. Με το κοι­νό μι­κρο­σκό­πιο έ­χουν α­νευ­ρε­θεί σω­μα­τί­δια χρυ­σού στα εγ­γύς και ά­πω νε­φρι­κά σω­λη­νά­ρια, τον δι­ά­με­σο νε­φρι­κό ι­στό και τους σπει­ρα­μα­τι­κούς θυ­σά­νους (Silverberg DS et al, 1970; Tornroth T and Skrifvars B, 1974). Με το η­λε­κτρο­νι­κό μι­κρο­σκό­πιο έχουν παρατηρηθεί πυ­κνές υ­πο­ε­πι­θη­λια­κές ε­να­πο­θέ­σεις IgG, IgM και C3 στα αγ­γεια­κά σπει­ρά­μα­τα (Tornroth T and Skrifvars B, 1974).

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Οι ε­να­πο­θέ­σεις του χρυ­σού πι­θα­νώς προ­κα­λούν κά­κω­ση των ε­πι­θη­λια­κών κυτ­τά­ρων των νε­φρι­κών σω­λη­να­ρί­ων και α­πε­λευ­θέ­ρω­ση σω­λη­να­ρια­κών αν­τι­γό­νων που δί­νουν γέ­νε­ση σε αν­τι­σώ­μα­τα, με συ­νε­πα­κό­λου­θη ε­να­πό­θε­ση α­νο­σο­συμ­πλεγ­μά­των, που μπο­ρεί να πε­ρι­έ­χουν στοι­χεια­κό χρυ­σό, στους σπει­ρα­μα­τι­κούς θυ­σά­νους (Viol GF et al, 1977).

ΠΡΟΓΝΩΣΗ : Εί­ναι γε­νι­κά κα­λή. Στο 70% των α­σθε­νών το νε­φρω­σι­κό σύν­δρο­μο υ­πο­χω­ρεί πλή­ρως με­τά α­πό μή­νες ή χρό­νια, ε­νώ στο υ­πό­λοι­πο πα­ρα­μέ­νει ποι­κί­λου βαθ­μού ε­πί­μο­νη πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α και σπά­νια α­να­πτύσ­σε­ται νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια (Silverberg DS et al, 1970).

ΘΕΡΑΠΕΙΑ :

  • Κορ­τι­κο­ει­δή, σε μέ­τρι­ες έ­ως με­γά­λες δι­η­ρη­μέ­νες δό­σεις (20-60 mg/24ωρο). Ε­άν δεν έ­χουν α­πο­τέ­λε­σμα, η δό­ση τους μπο­ρεί να αυ­ξη­θεί. Χο­ρη­γούν­ται ε­πί αρ­κε­τές ε­βδο­μά­δες ή και μή­νες και με­τά η δό­ση τους μει­ώ­νε­ται προ­ο­δευ­τι­κά. 
  • Χη­λι­κοί πα­ρά­γον­τες ή ΕΦ έγ­χυ­ση γ-σφαι­ρί­νης, σε σο­βα­ρές πε­ρι­πτώ­σεις αν­θε­κτι­κές στα κορ­τι­κο­ει­δή.

1.2.9.3.5   ΟΞΕΙΑ ΝΕΦΡΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ 

Εί­ναι σπά­νια αν­τί­δρα­ση υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας στον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό. Η α­ου­ρα­νο­φί­νη εί­ναι λι­γό­τε­ρο νε­φρο­το­ξι­κή α­πό τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό, γι’ αυ­τό και μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί με α­σφά­λεια στη θέ­ση του σε α­σθε­νείς με ΡΑ και χρό­νια νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια.

Τα ε­πί­πε­δα της β2-μι­κρο­σφαι­ρί­νης στα ού­ρα αυ­ξά­νον­ται σε α­σθε­νείς με ΡΑ θε­ρα­πευ­ό­με­νους με χρυ­σό, γι’ αυ­τό και οι δι­α­δο­χι­κές με­τρή­σεις τους μπο­ρεί να βο­η­θή­σουν στη πα­ρα­κο­λού­θη­ση των νε­φρι­κών σω­λη­να­ρια­κών αλ­λοι­ώ­σε­ων των ο­φει­λό­με­νων στη χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α (Latt D et al, 1981).

1.2.9.4   ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Οι ε­πι­πλο­κές του χρυ­σού, ι­δι­αί­τε­ρα οι αι­μα­το­λο­γι­κές, συν­δέ­ον­ται με την μεγαλύτερη συχνότητα θα­νά­των/α­ριθ­μό συν­τα­γών α­π’ ό­λα τα φάρ­μα­κα (1.6 θά­να­τοι/10.000 συν­τα­γές) (Girdwood RH, 1974). Η συ­χνό­τη­τά τους α­νέρ­χε­ται σε 12%.

1.2.9.4.1   ΗΩΣΙΝΟΦΙΛΙΑ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η­ω­σι­νο­φι­λί­α πα­ρα­τη­ρεί­ται στο 5-40% των α­σθε­νών που θε­ρα­πεύ­ον­ται με ε­νέ­σι­μο χρυ­σό και στο 24-78% των πε­ρι­πτώ­σε­ων σχε­τί­ζε­ται με τις ε­πι­πλο­κές της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας. Στο 70% προ­η­γεί­ται της εμφάνισης, ενώ, στο 30% των πε­ρι­πτώ­σε­ων, συμ­πί­πτει με την εμ­φά­νι­ση των κλι­νι­κών εκ­δη­λώ­σε­ων της το­ξι­κό­τη­τας α­πό τον χρυ­σό (Wooley PH et al, 1980). Σε α­σθε­νείς με ε­πι­πλο­κές α­πό τον χρυ­σό συν­δυ­ά­ζε­ται με αύ­ξη­ση των ε­πι­πέ­δων της ΙgE στον ο­ρό (Muranaka M et al, 1978), αν και άλ­λοι δι­α­φω­νούν (Iveson JM et al, 1977).

ΚΛΙΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ : Η η­ω­σι­νο­φι­λί­α δεν εί­ναι α­ξι­ό­πι­στος δεί­κτης της εμ­φά­νι­σης ή της βα­ρύ­τη­τας των ε­πι­πλο­κών της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας, δε­δο­μέ­νου ό­τι πα­ρα­τη­ρεί­ται και στο 43% των α­σθε­νών με ΡΑ που δεν παίρ­νει κα­νέ­να φάρ­μα­κο και συ­νή­θως δεν συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό ε­πι­πλο­κές.

Με­γά­λη αύ­ξη­ση των η­ω­σι­νο­φί­λων (>20%) εί­ναι σύ­νη­θες εύ­ρη­μα σε α­σθε­νείς με ΡΑ και ρευ­μα­τι­κά ο­ζί­δια, αγ­γει­ί­τι­δα και υ­ψη­λούς τίτ­λους Ra test (Wojtecka-Leukasik E et al, 1974). Πάν­τως, με­γά­λη η­ω­σι­νο­φι­λί­α σε α­σθε­νείς με ΡΑ που εί­χαν φυ­σι­ο­λο­γι­κό ή ε­λα­φρά αυ­ξη­μέ­νο α­ριθ­μό η­ω­σι­νο­φί­λων πριν α­πό την έ­ναρ­ξη της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας μπο­ρεί να εί­ναι προ­άγ­γε­λος σο­βα­ρών βλεν­νο­γο­νο­δερ­μα­τι­κών αν­τι­δρά­σε­ων.

1.2.9.4.2   ΛΕΥΚΟΠΕΝΙΑ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Λευ­κο­πε­νί­α πα­ρα­τη­ρεί­ται του­λά­χι­στον σε μί­α πε­ρί­πτω­ση στο 10% των α­σθε­νών που θε­ρα­πεύ­ον­ται με ε­νέ­σι­μο χρυ­σό ή α­ου­ρα­νο­φί­νη (Gibson J et al, 1983; Aaron S et al, 1985), αλ­λά και σε α­σθε­νείς με ΡΑ που δεν κά­νουν χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α.

Συ­νή­θως εί­ναι ή­πια και υ­πο­χω­ρεί πα­ρά την συ­νέ­χι­ση του φαρ­μά­κου και σπά­νια σο­βα­ρή και ο­φεί­λε­ται σε κοκ­κι­ο­κυτ­τα­ρο­πε­νί­α ή α­κοκ­κι­ο­κυτ­τά­ρω­ση. Ο βαθ­μός και η διά­ρκεια της ποι­κίλ­λουν. Με­μο­νω­μέ­νη κοκ­κι­ο­κυτ­τα­ρο­πε­νί­α α­πό τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό εί­ναι α­συ­νή­θι­στη (Rothermich NO, 1979).

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Η λευ­κο­πε­νί­α α­πό ά­λα­τα χρυ­σού εί­ναι συ­νή­θως α­συμ­πτω­μα­τι­κή ή εκ­δη­λώ­νε­ται με εμ­πύ­ρε­τη λοί­μω­ξη, λό­γω πτώ­σης της ά­μυ­νας του ορ­γα­νι­σμού. Γι’ αυ­τό και, πυ­ρε­τός σε κά­θε α­σθε­νή θε­ρα­πευ­ό­με­νο με ά­λα­τα χρυ­σού, ι­δί­ως τους πρώ­τους μή­νες της θε­ρα­πεί­ας, πρέ­πει να δι­ε­ρευ­νά­ται μή­πως υ­πο­κρύ­πτει λαν­θά­νου­σα λευ­κο­πε­νί­α. Πα­ράλ­λη­λα, η χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται προ­σω­ρι­νά μέ­χρις ό­του α­πο­δει­χθεί το πραγ­μα­τι­κό αί­τιο της λοί­μω­ξης.

Η λεμ­φο­πε­νί­α η συν­δε­ό­με­νη με τον θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό δεν φαί­νε­ται να εί­ναι προ­άγ­γε­λος σο­βα­ρών αι­μα­το­λο­γι­κών ε­πι­πλο­κών. Ε­άν η ε­λάτ­τω­ση των ου­δε­τε­ρο­φί­λων εί­ναι τα­χεί­α ή προ­ο­δευ­τι­κή, τό­τε μάλ­λον ο­φεί­λε­ται στον χρυ­σό, ι­δι­αί­τε­ρα ό­ταν συ­νο­δεύ­ε­ται πα­ράλ­λη­λα α­πό μεί­ω­ση και των αι­μο­πε­τα­λί­ων και των ε­ρυ­θρών αι­μο­σφαι­ρί­ων.

ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Η λευ­κο­πε­νί­α, σε α­σθε­νείς με ΡΑ θε­ρα­πευ­ό­με­νους με ε­νέ­σι­μο χρυ­σό, μπο­ρεί να εί­ναι :

  • Εκ­δή­λω­ση της νό­σου, ό­πως π.χ. μέ­ρος του συν­δρό­μου Felty, αν και ο χρυ­σός βελ­τι­ώ­νει την ου­δε­τε­ρο­πε­νί­α την συν­δε­ό­με­νη με το σύν­δρο­μο αυ­τό (Mastaglia GL and Owen ET, 1981). Η λευ­κο­πε­νί­α που χα­ρα­κτη­ρί­ζει το σύν­δρο­μο Felty συν­δυ­ά­ζε­ται με σπλη­νο­με­γα­λί­α και υ­πο­τρο­πι­ά­ζου­σες λοι­μώ­ξεις. Το σύν­δρο­μο Felty μπο­ρεί α­κό­μα να συν­δυ­ά­ζε­ται με θρομ­βο­πε­νί­α και σχε­τι­κή ε­λάτ­τω­ση της δρα­στη­ρι­ό­τη­τας του μυ­ε­λού, γι’ αυ­τό και η δι­ά­κρι­σή του α­πό φαρμακογενή το­ξι­κό­τη­τα συ­χνά εί­ναι δύ­σκο­λη.
  • Ή­πια, «κα­λο­ή­θης», βαθ­μια­ία, με­μο­νω­μέ­νη και δι­α­κο­πτό­με­νη ή χρό­νια, χω­ρίς να συν­δυ­ά­ζε­ται με μυ­ε­λι­κή κα­τα­στο­λή (Rothermich NO, 1979; Aaron S et al, 1985)
  • Σο­βα­ρή, ο­φει­λό­με­νη σε μυ­ε­λι­κή κα­τα­στο­λή, και να συν­δυ­ά­ζε­ται με θρομ­βο­πε­νί­α και α­ναι­μί­α (Aaron S et al, 1985).

ΕΚΒΑΣΗ : Η λευ­κο­πε­νί­α συ­νή­θως α­να­στρέ­φε­ται με την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου, αν και ε­νί­ο­τε κα­τα­λή­γει κα­κώς (Kay AGL, 1976). Η ε­πά­νο­δος του α­ριθ­μού των λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων στο φυ­σι­ο­λο­γι­κό μπο­ρεί να α­παι­τή­σει α­κό­μα και έ­να χρό­νο. Η «κα­λο­ή­θης» λευ­κο­πε­νί­α σπά­νια δί­νει συμ­πτώ­μα­τα και συ­νή­θως βελ­τι­ώ­νε­ται αυ­τό­μα­τα ή πα­ρα­μέ­νει σε μέ­τρια ε­πί­πε­δα, α­κό­μα και πα­ρά την συ­νέ­χι­ση του φαρ­μά­κου (Amos RS and Bax DE, 1988). H λευ­κο­πε­νί­α συ­νή­θως δεν εί­ναι λό­γος δι­α­κο­πής της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας, ε­κτός ε­άν προ­κα­λεί συμ­πτώ­μα­τα ή εί­ναι αιφ­νί­δια και έν­το­νη.

Ε­άν η λευ­κο­πε­νί­α εί­ναι μέ­τριου βαθ­μού, η χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α μπο­ρεί να συ­νε­χι­σθεί. Ε­λάτ­τω­ση του α­ριθ­μού των λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων ή των πο­λυ­μορ­φο­πυ­ρή­νων κα­τά 50% συ­νή­θως α­πο­κα­θί­στα­ται 2 ε­βδο­μά­δες με­τά την μεί­ω­ση της δό­σης ή την προ­σω­ρι­νή δι­α­κο­πή του χρυ­σού. Ε­άν ο α­ριθ­μός των λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων μει­ω­θεί <5.000 mm3 ή των πο­λυ­μορ­φο­πυ­ρή­νων <2.000 mm3, ο χρυ­σός πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται προ­σω­ρι­νά. Με­τά την ε­πά­νο­δο του α­ριθ­μού των λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων σε φυ­σι­ο­λο­γι­κά ό­ρια ο χρυ­σός μπο­ρεί να ε­πα­να­χο­ρη­γη­θεί, αλ­λά σε μι­κρό­τε­ρες δό­σεις, με τον ί­διο τρό­πο ό­πως και κα­τά την έ­ναρ­ξη της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας, με προ­ο­δευ­τι­κή αύ­ξη­ση της δό­σης και ταυ­τό­χρο­να συ­χνή πα­ρα­κο­λού­θη­ση.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ :

  • Συ­στη­μα­τι­κά κορ­τι­κο­ει­δή
  • Ν-α­κε­τυ­λο­κυστεΐνη
  • Χη­λι­κοί πα­ρά­γον­τες
  • Αν­τι­θυ­μι­κή σφαι­ρί­νη
  • Αν­δρο­γό­να
  • Αν­τι­βι­ο­τι­κά ευ­ρέ­ος φά­σμα­τος
  • GM-CSF, αρ­χι­κά σε δό­ση 5 μg/kg/24ωρο (30 MU/24ωρο), αυ­ξα­νό­με­νη με­τά α­πό 3 η­μέ­ρες σε 10 μg/kg/24ωρο (60 MU/24ωρο) (Collins DA et al, 1993). Μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει ο­στι­κούς πό­νους.
  • Α­πο­μό­νω­ση του α­σθε­νούς, σπλη­νε­κτο­μή, με­τα­μό­σχευ­ση μυ­ε­λού, πε­ρι­το­να­ϊ­κή δι­ύ­λι­ση, σε βα­ρι­ές πε­ρι­πτώ­σεις.

1.2.9.4.3   ΘΡΟΜΒΟΠΕΝΙΑ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η θρομ­βο­πε­νί­α εί­ναι σπά­νια ε­πι­πλο­κή της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας (συ­χνό­τη­τα 1-3%). Συ­νή­θως εί­ναι ή­πια και πα­ρο­δι­κή, αλ­λά μπο­ρεί να α­πο­βεί σο­βα­ρή ή α­κό­μα και θα­να­τη­φό­ρα (Adachi JD et al, 1987). Μπο­ρεί να εί­ναι με­μο­νω­μέ­νο φαι­νό­με­νο (συ­χνό­τη­τα 3%) ή συν­δέ­ε­ται με α­πλα­στι­κή α­ναι­μί­α (συ­χνό­τη­τα <0.5%).

ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ ΧΡΥΣΟΥ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΑ ΜΕ ΘΡΟΜΒΟΠΕΝΙΑ :

  • Θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός
  • Θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός
  • Θει­ο­θει­ϊ­κός χρυ­σός
  • Θει­ο­προ­πα­νο­σουλ­φο­νι­κός χρυ­σός
  • Χρυ­σο­δε­το­ξί­νη
  • Lopion
  • Α­ου­ρα­νο­φί­νη

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Εύ­κο­λες εκ­χυ­μώ­σεις, αυ­τό­μα­τες πε­τέ­χει­ες ή πορ­φύ­ρα στο δέρ­μα ή/και τους βλεν­νο­γό­νους και λι­γό­τε­ρο συ­χνά ε­πί­στα­ξη ή αι­μορ­ρα­γί­ες α­πό τα ού­λα, το γα­στρεν­τε­ρι­κό ή το γεν­νη­τι­κό σύ­στη­μα.

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η θρομ­βο­πε­νί­α α­πό τον χρυ­σό ο­φεί­λε­ται σε κα­τα­στο­λή του μυ­ε­λού (Adachi JD et al, 1987) ή, συ­χνό­τε­ρα, ε­λάτ­τω­ση του α­ριθ­μού των πε­ρι­φε­ρι­κών αι­μο­πε­τα­λί­ων. Η πε­ρι­φε­ρι­κή θρομ­βο­πε­νί­α συν­δέ­ε­ται με φυ­σι­ο­λο­γι­κό ή αυ­ξη­μέ­νο α­ριθ­μό με­γα­κα­ρυ­ο­κυτ­τά­ρων στον μυ­ε­λό των ο­στών, βρά­χυν­ση του χρό­νου ε­πι­βί­ω­σης των αι­μο­πε­τα­λί­ων και αύ­ξη­ση των ε­πι­πέ­δων της συν­δε­δε­μέ­νης με αι­μο­πε­τά­λια IgG (Coblyn JS et al, 1981; Kelton JG et al, 1981). Τα ευ­ρή­μα­τα αυ­τά α­πο­τε­λούν εν­δεί­ξεις α­νο­σο­επαγόμενης πε­ρι­φε­ρι­κής κα­τα­στρο­φής των αι­μο­πε­τα­λί­ων, ό­πως αν­τί­στοι­χα στην ι­δι­ο­πα­θή θρομ­βο­πε­νι­κή πορ­φύ­ρα. Άλ­λα ευ­ρή­μα­τα συ­νη­γο­ρούν­τα υ­πέρ του α­νο­σο­επαγόμενου μη­χα­νι­σμού της θρομ­βο­πε­νί­ας α­πό χρυ­σό εί­ναι :

  • Η αύ­ξη­ση της εν­σω­μά­τω­σης της θυ­μι­δί­νης, μετά την προσθήκη αλάτων χρυ­σού σε καλ­λι­έρ­γει­ες πε­ρι­φε­ρι­κών λεμ­φο­κυτ­τά­ρων του αί­μα­τος α­σθε­νών με θρομ­βο­πε­νί­α α­πό τον χρυ­σό (Levin HA et al, 1975; Harth M et al, 1978) 
  • Η αύ­ξη­ση της βλα­στο­γέ­νε­σης και της με­τα­νά­στευ­σης των λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων α­πό τον χρυ­σό σ’ έ­ναν α­σθε­νή με θρομ­βο­πε­νί­α α­πό θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό, ό­πως και της πα­ρα­γω­γής IgG α­πό σπλη­νι­κά κύτ­τα­ρα και της σύν­δε­σής της με ο­μό­λο­γα αι­μο­πε­τά­λια στη διάρκεια της in vitro ε­πώ­α­σης με θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό (Levin HA et al, 1975).
  • Η α­νεύ­ρε­ση IgG και IgM αυ­το­αν­τι­σω­μά­των έ­ναν­τι των αι­μο­πε­τα­λί­ων στα αι­μο­πε­τά­λια και τον ο­ρό α­σθε­νών με θρομ­βο­πε­νί­α α­πό χρυ­σό (von dem Borne AEGK et al, 1986).
  • Η συ­σχέ­τι­ση της θρομ­βο­πε­νί­ας με HLA DR3 και B8.

ΠΡΟΔΙΑΘΕΣΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ :

Αν­τι­γό­να ι­στο­συμ­βα­τό­τη­τας : Η θρομ­βο­πε­νί­α α­πό χρυ­σό συν­δέ­ε­ται με HLA DR3 και B8 (Coblyn SJ et al, 1981; Adachi JD et al, 1984; Bensen WG et al, 1984). Η πα­ρου­σί­α του HLA DR3 εί­ναι έν­δει­ξη αυ­ξη­μέ­νου κιν­δύ­νου θρομ­βο­πε­νί­ας συν­δε­ό­με­νης με αν­τι­σώ­μα­τα της ε­πι­φά­νειας των αι­μο­πε­τα­λί­ων (Ford, 1984).

Προ­η­γη­θεί­σα θρομ­βο­πε­νί­α α­πό ε­νέ­σι­μο χρυ­σό : Οι α­σθε­νείς με θρομ­βο­πε­νί­α α­πό τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν θρομ­βο­πε­νί­α και με άλ­λα ΒΔΑΦ, ό­πως η α­ου­ρα­νο­φί­νη (Ci-cuttini FM et al, 1988).

Δό­ση-διά­ρκεια χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας : Η με­μο­νω­μέ­νη θρομ­βο­πε­νί­α συ­νή­θως εί­ναι αιφ­νί­δια, σο­βα­ρή και α­πρό­βλε­πτη, μπο­ρεί ό­μως να εμ­φα­νι­σθεί αρ­γό­τε­ρα και δεν φαί­νε­ται να ε­ξαρ­τά­ται α­πό την δό­ση του χρυ­σού. Εί­ναι συ­χνό­τε­ρη τους 5 πρώ­τους μή­νες της θε­ρα­πεί­ας (πριν α­πό την συ­νο­λι­κή χο­ρή­γη­ση 1 gr χρυ­σού), αν και μπο­ρεί να εμ­φα­νι­σθεί με­τά α­πό την χο­ρή­γη­ση α­θροι­στι­κών δό­σε­ων 50 mg, 200 mg ή 3.5 gr (Coblyn JS et al, 1981) χρυ­σού. Α­κό­μα, έ­χει α­να­φερ­θεί με­τά α­πό την δο­κι­μα­στι­κή χο­ρή­γη­ση ή την ε­πα­να­χο­ρή­γη­ση του χρυ­σού, ό­πως και 18 μή­νες με­τά την δι­α­κο­πή της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας. Έ­νας α­σθε­νής που εί­χε πά­ρει συ­νο­λι­κά 185 mg χρυ­σού πριν α­πό 18 μή­νες εμ­φά­νι­σε ε­πί­μο­νη θρομ­βο­πε­νί­α με­τά α­πό την δο­κι­μα­στι­κή έ­νε­ση 5 mg θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού (Deren B et al, 1974).

ΠΡΟΣΟΧΗ :

  • Η εμ­φά­νι­ση θρομ­βο­πε­νί­ας σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με ε­νέ­σι­μο χρυ­σό εί­ναι α­πό­λυ­τη αν­τέν­δει­ξη συ­νέ­χι­σης της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας.  
  • Ε­άν ο α­ριθ­μός των αι­μο­πε­τα­λί­ων μει­ω­θεί σε δι­ά­στη­μα μιας ε­βδο­μά­δας α­πό 400.000 106/l, σε 210.000 106/l, η χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α πρέ­πει να α­να­στέλ­λε­ται μέ­χρις ό­του τα αι­μο­πε­τά­λια αυ­ξη­θούν >200.000 106/l του­λά­χι­στον σε 2 με­τρή­σεις με με­σο­δι­ά­στη­μα μιας ε­βδο­μά­δας.
  • Ε­άν τα αι­μο­πε­τά­λια εί­ναι στα­θε­ρά <200.000 106/l, συ­νι­στά­ται προ­σε­κτι­κή πα­ρα­κο­λού­θη­ση του α­σθε­νούς και ε­ξέ­τα­ση για IgG αυ­το­αν­τι­σώ­μα­τα συν­δε­ό­με­να με την ε­πι­φά­νεια των αι­μο­πε­τα­λί­ων. Στη θρομ­βο­πε­νί­α α­πό χρυ­σό ο­φει­λό­με­νη σε κα­τα­στο­λή του μυ­ε­λού τα αν­τι­αι­μο­πε­τα­λια­κά αν­τι­σώ­μα­τα α­που­σιά­ζουν.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ :

α)  Πρεδ­νι­ζό­νη μό­νη της ή σε συν­δυα­σμό με ΕΦ έγ­χυ­ση γ-σφαι­ρί­νης 0.4 gr/kg/24ωρο (36 gr η­με­ρη­σί­ως) Χ 3 η­μέ­ρες. Ε­πί υ­πο­τρο­πής της θρομ­βο­πε­νί­ας το σχή­μα αυ­τό μπο­ρεί να ε­πα­να­λη­φθεί. Σε σο­βα­ρές πε­ρι­πτώ­σεις, η πρεδ­νι­ζό­νη μπο­ρεί να συν­δυα­σθεί με πε­ρι­το­να­ϊ­κή δι­ύ­λι­ση (Combs RJ et al, 1976). Η εν­δο­φλέ­βια έγ­χυ­ση γ-σφαι­ρί­νης συ­νι­στά­ται σε πε­ρι­πτώ­σεις αν­θε­κτι­κές στις συμ­βα­τι­κές θε­ρα­πεί­ες (Goldstein R et al, 1986).

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ :

1ο σχή­μα (Goldstein R et al, 1986) :

  • Αρ­χι­κά έγ­χυ­ση συμ­πυ­κνω­μέ­νων αι­μο­πε­τα­λί­ων εντός 24 ω­ρών.
  • Ε­άν τα αι­μο­πε­τά­λια δεν αυ­ξη­θούν, χο­ρη­γούν­ται 100 mg με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης ΕΦ 2 φο­ρές η­με­ρη­σί­ως και την ε­πό­με­νη η­μέ­ρα, 5 gr Ν-α­κε­τυ­λοκυστεΐνης εν­τός 3 ω­ρών.
  • Με­τά α­πό 48 ώ­ρες δι­α­κό­πτε­ται η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη και χο­ρη­γούν­ται 100 mg πρεδ­νι­ζό­νης η­με­ρη­σί­ως
  • Ε­άν δεν υ­πάρ­ξει αν­τα­πό­κρι­ση, με­γά­λες δό­σεις γ-σφαι­ρί­νης ΕΦ (1 gr/kg εν­τός 6 ω­ρών κα­θη­με­ρι­νά Χ 2 η­μέ­ρες).

2ο σχή­μα (Stein M et al, 1988) : 

  • ΕΦ έγ­χυ­ση γ-σφαι­ρί­νης 0.4 gr/kg/24ωρο (36 gr η­με­ρη­σί­ως Χ 2 η­μέ­ρες), ε­πα­να­λαμ­βα­νό­με­νη ό­σο συ­χνά χρει­ά­ζε­ται, ε­φ’ ό­σον ο α­ριθ­μός των αι­μο­πε­τα­λί­ων μει­ώ­νε­ται. Η θε­ρα­πεί­α μπο­ρεί να γί­νει ευ­θύς ε­ξαρ­χής, μό­νο με γ-σφαι­ρί­νη, χω­ρίς κορ­τι­κο­ει­δή.
  • Χη­λι­κοί πα­ρά­γον­τες (BAL, D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη, δι­μερ­κα­πρό­λη) : Έ­χουν μι­κρό α­πο­τέ­λε­σμα και με­γά­λη το­ξι­κό­τη­τα. Ε­κτός α­πό την D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη, αυ­ξά­νουν την νε­φρι­κή α­πέκ­κρι­ση του χρυ­σού και μπο­ρεί να αν­τα­γω­νί­ζον­ται την δέ­σμευ­σή του α­πό τους ι­στούς.

Η D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη, αν και δεν δε­σμεύ­ει τον χρυ­σό και ε­πι­πλέ­κε­ται με κα­τα­στο­λή του μυ­ε­λού και θρομ­βο­πε­νί­α, μπο­ρεί να βελ­τι­ώ­σει την θρομ­βο­πε­νί­α την ο­φει­λό­με­νη στον χρυ­σό (Harth M et al, 1978).

Η δι­μερ­κα­πρό­λη μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί ε­ναλ­λα­κτι­κά με κορ­τι­κο­ει­δή. Χο­ρη­γεί­ται εν­δο­μυ­ϊ­κά, αλ­λά συ­χνά προ­κα­λεί αι­μα­τώ­μα­τα και ά­ση­πτα α­πο­στή­μα­τα. Πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται σε με­γά­λες συ­νο­λι­κά δό­σεις, σε σχέ­ση με την συ­νο­λι­κή δό­ση του χρυ­σού (England JM and Smith DS, 1972).

Θεραπευτικό σχήμα : Δι­μερ­κα­πρό­λη 1.200 mg/24ωρο Χ 4 η­μέ­ρες και 600 mg/24 ω-ρο τις ε­πό­με­νες 3 η­μέ­ρες + συμ­πυ­κνω­μέ­να αι­μο­πε­τά­λια + ΕΦ ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης Χ 3 η­μέ­ρες (Samara AM and Fernandes SRM, 1985)

β)   Κυτ­τα­ρο­το­ξι­κοί πα­ρά­γον­τες - σπλη­νε­κτο­μή : Έ­χουν σο­βα­ρές ε­πι­πλο­κές και δεν έ­χουν πάν­τα α­πο­τέ­λε­σμα (Harth M et al, 1978; Coblyn JS et al, 1981).

γ)   Ν-α­κε­τυ­λο­κυστεΐνη : Εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή στις αι­μα­το­λο­γι­κές ε­πι­πλο­κές του χρυ­σού, ί­σως ε­πει­δή αυ­ξά­νει την κι­νη­το­ποί­η­ση και την α­πο­βο­λή του χρυ­σού (Godfrey NF et al, 1982; Hansen RM et al, 1985). Εί­ναι χρή­σι­μη και σχε­τι­κά α­σφα­λής σε με­ρι­κούς α­σθε­νείς αν­θε­κτι­κούς στα κορ­τι­κο­ει­δή.

Θεραπευτικό σχήμα : ΕΦ έγ­χυ­ση 4-5 gr/24ωρο εν­τός 3-6 ω­ρών, αυ­ξα­νό­με­νη κα­τά 2 gr/ 24ω­ρο μέ­χρι 10 gr/24ωρο Χ 20 η­μέ­ρες (Hansen RM et al, 1991). Στη συ­νέ­χεια, βαθ­μια­ία δι­α­κο­πή. 

δ)   Βιν­κρι­στί­νη : Έ­χει σο­βα­ρούς κιν­δύ­νους και δεν εί­ναι πάν­τα α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή.

ε)   6-θει­ο­γου­α­νί­νη (Herbst KD et al, 1975)

στ)  Τε­στο­στε­ρό­νη (Saphir JR and Ney RG, 1966)

ζ)    Α­κτι­νο­βό­λη­ση σπλή­να.

1.2.9.4.4   ΠΑΓΚΥΤΤΑΡΟΠΕΝΙΑ,  ΥΠΟΠΛΑΣΙΑ – ΑΠΛΑΣΙΑ ΜΥΕΛΟΥ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η παγ­κυτ­τα­ρο­πε­νί­α και η α­πλα­σί­α του μυ­ε­λού εί­ναι σπά­νι­ες, αλ­λά σο­βα­ρές, ε­πι­πλο­κές της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας. Η μυ­ε­λι­κή α­πλα­σί­α εί­ναι η σο­βα­ρό­τε­ρη ε­πι­πλο­κή του ε­νέ­σι­μου χρυ­σού. Η συ­χνό­τη­τα της α­νέρ­χε­ται σε <0.5%. Στο πα­ρελ­θόν, 61-80% των α­σθε­νών με σο­βα­ρή παγ­κυτ­τα­ρο­πε­νί­α ή μυ­ε­λι­κή α­πλα­σί­α α­πό τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό υ­πέ­κυ­πτε σε λοι­μώ­ξεις, αι­μορ­ρα­γί­ες ή άλ­λες ε­πι­πλο­κές. Η κα­τα­στο­λή του μυ­ε­λού εί­ναι α­πρό­βλε­πτη και δεν φαί­νε­ται να σχε­τί­ζε­ται με την α­θροι­στι­κή δό­ση του χρυ­σού (Kay AGL, 1976).

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η κα­τα­στο­λή του μυ­ε­λού α­πο­δί­δε­ται σε ά­με­ση το­ξι­κή δρά­ση του χρυ­σού στα κύτ­τα­ρα του μυ­ε­λού (Kay AGL, 1976) ή εί­ναι αυ­το­ά­νο­σης αρ­χής (Mant MJ et al, 1987).

Ά­με­ση το­ξι­κή δρά­ση : Σ’ έ­ναν α­σθε­νή με ΝΡΑ και α­πλα­στι­κή α­ναι­μί­α α­πό τον χρυ­σό, στο η­λε­κτρο­νι­κό μι­κρο­σκό­πιο πα­ρα­τη­ρή­θη­καν ε­να­πο­θέ­σεις χρυ­σού στα μα­κρο­φά­γα του μυ­ε­λού αρ­κε­τούς μή­νες με­τά την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου (Cheson BD et al, 1986). Ο χρυ­σός ε­λατ­τώ­νει με δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νο τρό­πο τον σχη­μα­τι­σμό α­ποι­κι­ών σε δείγ­μα­τα φυ­σι­ο­λο­γι­κού μυ­ε­λού, in vitro (Howell A et al, 1975).

Έ­νας α­σθε­νής που α­νέ­νη­ψε με­τά α­πό έ­να ε­πει­σό­διο κοκ­κι­ο­κυτ­τα­ρο­πε­νί­ας α­πό χρυ­σό εμ­φά­νι­σε α­να­στρέ­ψι­μη αυ­ξη­μέ­νη ευ­αι­σθη­σί­α σε α­να­στο­λή α­πό τον χρυ­σό ο­ρι­σμέ­νων εν­ζύ­μων εμ­πλε­κό­με­νων στη βι­ο­σύν­θε­ση της πυ­ρι­μι­δί­νης των κοκ­κι­ο­κυτ­τά­ρων (Westwick WJ et al, 1974b).

Α­νο­σο­λο­γι­κός μη­χα­νι­σμός : Οι α­σθε­νείς που έχουν αι­μα­το­λο­γι­κές ε­πι­πλο­κές α­πό τον χρυ­σό εμ­φα­νί­ζουν αυ­ξη­μέ­νο με­τα­σχη­μα­τι­σμό λεμ­φο­κυτ­τά­ρων α­πό τον θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό (Denman EJ and Denman AM, 1968).

ΘΕΡΑΠΕΙΑ :   

  • Δι­α­κο­πή χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας : Ε­άν ο α­ριθ­μός των αι­μο­πε­τα­λί­ων μει­ω­θεί, ό­πως α­να­φέρ­θη­κε πα­ρα­πά­νω, η Hb <100 mmol/l ή τα λευ­κά αι­μο­σφαί­ρια <4.000 10 6/l, ο χρυ­σός πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται ά­με­σα, μέ­χρις ό­του ε­ξα­κρι­βω­θούν τα αί­τια. Α­να­στρο­φή του τύ­που ή αύ­ξη­ση των μο­νο­κυτ­τά­ρων > 0.1 α­παι­τεί ά­με­ση δι­α­κο­πή του χρυ­σού μέ­χρις ό­του α­νευ­ρε­θούν του­λά­χι­στον 2 φυ­σι­ο­λο­γι­κές τι­μές με με­σο­δι­ά­στη­μα μιας ε­βδο­μά­δας.
  • Ε­άν ο­ποι­οσ­δή­πο­τε α­πό τους πα­ρα­πά­νω δεί­κτες αι­μο­ποί­η­σης πα­ρα­μέ­νει πα­θο­λο­γι­κός, πρέ­πει να γί­νε­ται ε­ξέ­τα­ση του μυ­ε­λού των ο­στών και α­να­ζή­τη­ση αυ­το­αν­τι­σω­μά­των έ­ναν­τι των λευ­κών και ε­ρυ­θρών αι­μο­σφαι­ρί­ων και των αι­μο­πε­τα­λί­ων πριν ο χρυ­σός ε­πα­να­χο­ρη­γη­θεί. Κα­τα­στο­λή του μυ­ε­λού των ο­στών εί­ναι ε­πί­σης α­πό­λυ­τη αν­τέν­δει­ξη για πε­ραι­τέ­ρω συ­νέ­χι­ση της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας.
  • Κορ­τι­κο­ει­δή ή/και αν­δρο­γό­να
  • Χη­λι­κοί πα­ρά­γον­τες (δι­μερ­κα­πρό­λη, BAL, Ν-α­κε­τυ­λο­κυστεΐνη, D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη)
  • Κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη ή κυ­κλο­σπο­ρί­νη
  • Βιν­κρι­στί­νη, σπλη­νε­κτο­μή, πε­ρι­το­να­ϊ­κή δι­ύ­λι­ση, κυ­κλο­σπο­ρί­νη ή αν­τι­θυ­μι­κή σφαι­ρί­νη σε συν­δυα­σμό με με­τα­μό­σχευ­ση μυ­ε­λού, σε βα­ρι­ές πε­ρι­πτώ­σεις (McGirr EE et al, 1985).

1.2.9.4.5   ΑΠΛΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΙΜΙΑ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η α­πλα­στι­κή α­ναι­μί­α πα­ρα­τη­ρεί­ται στο 1-5% των α­σθε­νών που θε­ρα­πεύ­ον­ται με χρυ­σό και εί­ναι θα­να­τη­φό­ρα έ­ως το 80% των πε­ρι­πτώ­σε­ων. Εί­ναι σπά­νια σε α­σθε­νείς με ΡΑ. Έ­χει α­να­φερ­θεί και με τον θει­ο­μη­λι­κό και με τον θει­ο­γλυ­κο­νι­κό χρυ­σό, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό την δό­ση τους (Kay AGL, 1976).

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Σε πε­ρι­πτώ­σεις σο­βα­ρής παγ­κυτ­τα­ρο­πε­νί­ας και α­πλα­στι­κής α­ναι­μί­ας πα­ρα­τη­ρεί­ται υ­πο­πλα­σί­α της ε­ρυ­θρο­ει­δούς και της μυ­ε­λο­ει­δούς σει­ράς και των θρομ­βο­ποι­η­τι­κών κυτ­τα­ρι­κών γραμ­μών. Ο χρυ­σός, σε μι­κρές δό­σεις, α­να­στέλ­λει την α­νά­πτυ­ξη των α­ποι­κι­ών των μυ­ε­λο­ει­δών κυτ­τά­ρων α­πό πρό­δρο­μα κύτ­τα­ρα, in vitro (Hamilton JA and Williams N, 1985).

Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με ε­νέ­σι­μο χρυ­σό, ο χρυ­σός α­θροί­ζε­ται στα κοκ­κι­ο­κύτ­τα­ρα και τα μα­κρο­φά­γα του μυ­ε­λού των ο­στών, αλ­λά δεν εί­ναι γνω­στό κα­τά πό­σον η εν­τό­πι­ση αυ­τή σχε­τί­ζε­ται με τις αι­μα­το­λο­γι­κές του ε­πι­πλο­κές.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ :  

α)  Με­ταγ­γί­σεις ε­ρυ­θρών αι­μο­σφαι­ρί­ων

β)  Κορ­τι­κο­ει­δή, σε με­γά­λες δό­σεις : Πρεδ­νι­ζό­νη 0.5-1.0 mg/kg/24ωρο per os ή ΕΦ ώ­σεις με­θυ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης.

Θεραπευτικό σχήμα ΕΦ ώσεων μεθυλπρεδνιζολόνης :

  • 20 mg/kg Χ 3 η­μέ­ρες
  • 10 mg/kg την 4η-7η η­μέ­ρα
  • 5 mg/kg την 8η-11η η­μέ­ρα
  • 2 mg/kg την 12η-20ή η­μέ­ρα
  • 1 mg/kg την 21η-30ή η­μέ­ρα

Αλλα θεραπευτικά σχήματα με κορτικοειδή :

  • ΕΦ ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης + ο­ξυ­με­θο­λό­νη per os (100 mg/24ωρο)
  • ΕΦ εγ­χύ­σεις 1 gr με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης Χ 5 η­μέ­ρες + α­κε­τυ­λοκυστεΐνης 300 mg/kg εν­τός 20 ω­ρών + με­ταγ­γί­σεις αι­μο­πε­τα­λί­ων + αν­τι­βι­ο­τι­κά (για τον πυ­ρε­τό) (Mant MJ et al, 1987)
  • Πρεδ­νι­ζό­νη 60 mg/24ωρο + πλα­σμα­φαί­ρε­ση (με­τά α­πό 2 και 12 η­μέ­ρες) + ΕΦ εγ­χύ­σεις α­κε­τυ­λοκυστεΐνης 10 gr εν­τός 24 ω­ρών (Hansen RM et al, 1985).

γ)   Με­τα­μό­σχευ­ση μυ­ε­λού (Baldwin JL et al, 1977) : Α­πο­κα­θι­στά πλή­ρως τις αι­μα­το­λο­γι­κές δι­α­τα­ρα­χές του χρυ­σού, αλ­λά συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό με­γά­λη νο­ση­ρό­τη­τα - θνη­τό­τη­τα σχε­τι­ζό­με­νη με την νό­σο μο­σχεύ­μα­τος έ­ναν­τι του ξε­νι­στή, ι­δι­αί­τε­ρα σε α­σθε­νείς η­λι­κί­ας >40 ε­τών, γι’ αυ­τό και ε­πι­φυ­λάσ­σε­ται συ­νή­θως σε α­σθε­νείς η­λι­κί­ας <40 ε­τών.

δ)   Αν­τι­θυ­μι­κή σφαι­ρί­νη : Μπο­ρεί να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί σαν αρ­χι­κή θε­ρα­πεί­α σε α­σθε­νείς η­λι­κί­ας >40 ε­τών με σο­βα­ρή α­πλα­στι­κή α­ναι­μί­α. Σε α­σθε­νείς ό­μως η­λι­κί­ας <40 ε­τών εί­ναι αμ­φι­λε­γό­με­νο κα­τά πό­σον, ό­πως και η με­τα­μό­σχευ­ση μυ­ε­λού, μπο­ρεί να εί­ναι η αρ­χι­κή θε­ρα­πεί­α (Mant MJ et al, 1987).

Η θε­ρα­πεί­α με αν­τι­θυ­μι­κή σφαι­ρί­νη συ­χνά συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό α­νε­παρ­κή αν­τα­πό­κρι­ση και ό­ψι­μη υ­πο­τρο­πή. Ε­άν, πα­ρά την χο­ρή­γη­ση της αν­τι­θυ­μι­κής σφαι­ρί­νης, ο μυ­ε­λός συ­νε­χί­ζει να εί­ναι υ­πο­πλα­στι­κός, μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί κυ­κλο­σπο­ρί­νη (6.25 mg/kg/24ωρο σε 2 δό­σεις) ή, ε­άν με­τά α­πό 8 ε­βδο­μά­δες δεν έ­χει α­πο­τέ­λε­σμα, να γί­νει με­τα­μό­σχευ­ση μυ­ε­λού (Mant MJ et al, 1987).

Η αν­τι­θυ­μι­κή σφαι­ρί­νη συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό ε­πι­πλο­κές στο 75-100% των α­σθε­νών, γι’ αυ­τό και μπο­ρεί να προ­η­γη­θούν ΕΦ ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης (Alvaro-Gracia JM et al, 1988). Ε­άν χο­ρη­γη­θεί μό­νη της έ­χει συ­χνά πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα και με­γά­λο κίν­δυ­νο υ­πο­τρο­πών, γι΄ αυ­τό και μπο­ρεί να συν­δυα­σθεί με αν­δρο­γό­να και HLA α­πλο­ει­δι­κές εγ­χύ­σεις μυ­ε­λού των ο­στών ή με κορ­τι­κο­ει­δή και Ν-α­κε­τυ­λοκυστεΐνη.

Θεραπευτικά σχήματα :

  • Αν­τι­θυ­μι­κή σφαι­ρί­νη ΕΦ 160 mg/kg/24ωρο Χ 4-8 συ­νε­χείς η­μέ­ρες (Mant MJ et al, 1987; Alvaro-Gracia JM et al, 1988)
  • Αν­τι­θυ­μι­κή σφαι­ρί­νη + με­τα­μό­σχευ­ση μυ­ε­λού (Miller WJ et al, 1983; McGirr EE et al, 1985; Mant MJ et al, 1987)
  • Αν­τι­θυ­μι­κή σφαι­ρί­νη + αν­δρο­γό­να + με­τα­μό­σχευ­ση μυ­ε­λού
  • Αν­τι­θυ­μι­κή σφαι­ρί­νη + κορ­τι­κο­ει­δή + Ν-α­κε­τυ­λο­κυστεΐνη
  • Αν­τι­θυ­μι­κή σφαι­ρί­νη ΕΦ (συ­νο­λι­κή δό­ση 160 mg/kg) σε δι­ά­στη­μα 4-8 η­με­ρών + ΕΦ με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη 1 gr Χ 5 η­μέ­ρες α­κο­λου­θού­με­νη α­πό πρεδ­νι­ζό­νη σε δό­ση μει­ού­με­νη προ­ο­δευ­τι­κά + ο­ξυ­με­θο­λό­νη + φυλ­λι­κό ο­ξύ (5 mg/24ωρο) (Mant MJ et al, 1987)

ε)   Χη­λι­κοί πα­ρά­γον­τες : Μπο­ρεί να έ­χουν α­πο­τέ­λε­σμα, συ­νή­θως ό­μως δεν ε­πη­ρε­ά­ζουν την έκ­βα­ση της α­πλα­στι­κής α­ναι­μί­ας (Gibson J et al, 1983; McGirr EE et al, 1985).

στ)  GM-CSF (3 ή 10 μg/kg /24ωρο υποδορίως Χ 1 ε­βδ.) (Chasen MR et al, 1992).

ζ)   Ο­ξυ­με­θο­λό­νη (50 mg 2 φο­ρές η­με­ρη­σί­ως per os)

η)   BAL

θ)   Κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη ή κυ­κλο­σπο­ρί­νη, μό­νη της (Yan A and Davis P, 1990) ή σε συν­δυα­σμό με αν­τι­θυ­μι­κή σφαι­ρί­νη.

ι)    Πε­ρι­το­να­ϊ­κή δι­ύ­λι­ση, σε βα­ρι­ές πε­ρι­πτώ­σεις.

1.2.9.4.6   ΑΠΛΑΣΙΑ ΕΡΥΘΡΩΝ ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΩΝ

Χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­πό προ­ο­δευ­τι­κή ορ­θό­χρω­μη α­ναι­μί­α, α­που­σί­α πε­ρι­φε­ρι­κών δι­κτυ­ο­κυτ­τά­ρων και ε­κλε­κτι­κή ε­ξα­φά­νι­ση των προ­δρό­μων μορ­φών των ε­ρυ­θρών αι­μο­σφαι­ρί­ων α­πό τον μυ­ε­λό των ο­στών, με δι­α­τή­ρη­ση των λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων και των αι­μο­πε­τα­λί­ων στον μυ­ε­λό (Reid G and Patterson AC, 1977). Μπο­ρεί να συν­δυ­ά­ζε­ται με χο­λο­στα­τι­κό ί­κτε­ρο (Hansen RM et al, 1991).

ΘΕΡΑΠΕΙΑ : Κορ­τι­κο­ει­δή σε με­γά­λες δό­σεις (1 mg/kg/24ωρο σε δι­η­ρη­μέ­νες δό­σεις) + α­κε­τυ­λοκυστεΐνη (Hansen RM et al, 1991).

1.2.9.4.7   ΔΙΑΧΥΤΗ ΕΝΔΑΓΓΕΙΑΚΗ ΠΗΞΗ

Έ­χει α­να­φερ­θεί σε α­σθε­νείς με νό­σο Still.

1.2.9.5   ΥΠΟΓΑΜΜΑΣΦΑΙΡΙΝΑΙΜΙΑ

Εί­ναι σπά­νια ε­πι­πλο­κή της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας (Pearson SL et al, 1988). Σε α­σθε­νείς με ΡΑ και ΝΡΑ, ο χρυ­σός έ­χει κα­τα­σταλ­τι­κή δρά­ση στις α­νο­σο­σφαι­ρί­νες του ο­ρού, η ο­ποί­α μπο­ρεί να δι­αρ­κέ­σει α­κό­μα και 4 χρό­νια (Lorber A et al, 1978). Στη ΡΑ κα­τα­στέλ­λει κυ­ρί­ως την IgM, 6 μή­νες με­τά την έ­ναρ­ξη της θε­ρα­πεί­ας.

Η υ­πο­γαμ­μα­σφαι­ρι­ναι­μί­α μπο­ρεί να πα­ρα­τη­ρη­θεί σε ο­ποι­α­δή­πο­τε η­λι­κί­α και συν­δέ­ε­ται με υ­πο­τρο­πι­ά­ζου­σες μι­κρο­βια­κές λοι­μώ­ξεις και πνευ­μο­νι­κές ε­πι­πλο­κές (Stuckey BG et al, 1986), αλ­λά συ­νή­θως α­να­στρέ­φε­ται με­τά την δι­α­κο­πή της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας (Olson JC et al, 1986). Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός συν­δέ­ε­ται με ε­πί­κτη­τη συν­δυ­α­σμέ­νη α­νο­σο­α­νε­πάρ­κεια στους ε­νή­λι­κες (Haskard DO and Macfarlane D, 1988).         

1.2.9.6   ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Οι πλευ­ρο­πνευ­μο­νι­κές ε­πι­πλο­κές του χρυ­σού εί­ναι σπά­νι­ες (<1%) (Cooper JAD Jr et al, 1986). Έ­χουν πε­ρι­γρα­φεί κυ­ρί­ως σε α­σθε­νείς με ΡΑ, αλ­λά και ά­σθμα, πέμ­φι­γα και οστεοαρθρίτιδα (Evans RB et al, 1987). Πάν­τως, ο χρυ­σός, αν και μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει πνευ­μο­νι­κή νό­σο, εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός στη θε­ρα­πεί­α του ά­σθμα­τος.

1.2.9.6.1   ΠΝEΥΜΟΝΙΤΙΔΑ ΑΠΟ ΥΠΕΡΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ («ΧΡΥΣΟΣ ΠΝΕΥΜΟΝΑΣ») 

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η πνευ­μο­νί­τι­δα εί­ναι η συ­χνό­τε­ρη εκ­δή­λω­ση πνευ­μο­νο­το­ξι­κό­τη­τας του ε­νέ­σι­μου χρυ­σού. Η πραγ­μα­τι­κή της συ­χνό­τη­τα εί­ναι ά­γνω­στη. Πα­ρα­τη­ρεί­ται σε συ­χνό­τη­τα δι­πλά­σια στις γυ­ναί­κες, πα­ρά στους άν­δρες. Συ­νή­θως εί­ναι ή­πια, άλ­λο­τε σο­βα­ρή και, σπά­νια, θα­να­τη­φό­ρα (Gould PW et al, 1977). Μπο­ρεί να εμ­φα­νι­σθεί σε ο­ποι­α­δή­πο­τε φά­ση της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό την συ­νο­λι­κή δό­ση του χρυ­σού. Η μέ­ση διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας πριν α­πό την εκ­δή­λω­σή της εί­ναι, κα­τά μέ­σον ό­ρο, 15 ε­βδο­μά­δες (εύ­ρος 4-78) και η συ­νο­λι­κή μέ­ση δό­ση του χρυ­σού, 582 mg (εύ­ρος 120-1.660 mg) (Evans RB et al, 1987).

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Δύ­σπνοι­α με την προ­σπά­θεια (που μπο­ρεί να εί­ναι το μο­να­δι­κό ή κυ­ρί­αρ­χο σύμ­πτω­μα στο 90% των α­σθε­νών), τα­χύ­πνοι­α, κυ­ά­νω­ση, μη πα­ρα­γω­γι­κός βή­χας (40%), πυ­ρε­τός (19%) και σπά­νια πλη­κτρο­δα­κτυ­λί­α (Evans et al, 1987) και έν­το­νος θω­ρα­κι­κός πό­νος με πνευ­μο­θώ­ρα­κα (Nickels J et al, 1983).

Τα πνευ­μο­νι­κά συμ­πτώ­μα­τα εμ­φα­νί­ζον­ται 6 ώ­ρες-1 μή­να με­τά την τε­λευ­ταί­α δό­ση του χρυ­σού. Στο 25% των πε­ρι­πτώ­σε­ων συ­νυ­πάρ­χουν δερ­μα­τι­κά ε­ξαν­θή­μα­τα και εν­δεί­ξεις το­ξι­κό­τη­τας α­πό άλ­λα όρ­γα­να.

ΦΥΣΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ : Δεί­χνει τα­χύ­πνοι­α και τρί­ζον­τες στις βά­σεις των πνευ­μό­νων.

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Αύ­ξη­ση λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων (63%), η­ω­σι­νο­φί­λων (43%), ΤΚΕ (72%) (συ­χνά >100 mm/1η ώ­ρα) και IgE στον ο­ρό, θε­τι­κό Ra test (59%).

ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΒΚΕ : Αύ­ξη­ση των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων, κυ­ρί­ως των Τ-, με α­να­στρο­φή της σχέ­σης βο­η­θη­τι­κών/κα­τα­σταλ­τι­κά (Evans RB et al, 1987). Τα λεμ­φο­κύτ­τα­ρα του ΒΚΕ α­σθε­νών με πνευ­μο­νί­τι­δα α­πό χρυ­σό αν­τι­δρούν, ε­νώ τα πε­ρι­φε­ρι­κά λεμ­φο­κύτ­τα­ρα του αί­μα­τος, δεν αν­τι­δρούν με χρυ­σό, in vitro (Winterbauer RH et al, 1976), πι­θα­νώς λό­γω προ­σέλ­κυ­σης των κυτ­τά­ρων στην πε­ρι­ο­χή της ευ­αι­σθη­το­ποί­η­σης.

Πάν­τως, ο χρυ­σός, προ­στι­θέ­με­νος σε καλ­λι­έρ­γει­ες λεμ­φο­κυτ­τά­ρων, μπο­ρεί να κα­τα­στεί­λει την ε­νερ­γο­ποί­η­ση των Τ-λεμ­φο­κυτ­τά­ρων (Lipsky PE and Ziff M, 1977; Cannon GW et al, 1986). Η πα­θο­φυ­σι­ο­λο­γι­κή ση­μα­σί­α των δι­ε­γερ­τι­κών και κα­τα­σταλ­τι­κών αυ­τών δρά­σε­ων του χρυ­σού δεν εί­ναι γνω­στή (Evans RB et al, 1987).

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ : Δεί­χνουν α­πο­φρα­κτι­κή α­να­πνευ­στι­κή δι­α­τα­ρα­χή με ε­λατ­τω­μέ­νη δι­ά­χυ­ση, ε­λάτ­τω­ση της FVC και της DLCO, υ­πο­ξαι­μί­α και υ­πο­κα­πνί­α και μεί­ω­ση της με­ρι­κής πί­ε­σης του Ο2 στο αί­μα. Έ­νας α­σθε­νής εί­χε α­να­πνευ­στι­κή α­νε­πάρ­κεια με υ­περ­κα­πνί­α και έ­νας άλ­λος, σο­βα­ρή υ­πο­ξαι­μί­α και κα­τέ­λη­ξε α­πό μα­ζι­κό μυ­ο­καρ­δια­κό έμ­φρα­κτο.

ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Αμ­φο­τε­ρό­πλευ­ρες, συ­νή­θως δι­ά­χυ­τες, δι­ά­με­σες ή/και κυ­ψε­λι­δι­κές και σπά­νια μό­νο κυ­ψε­λι­δι­κές, πνευ­μο­νι­κές δι­η­θή­σεις. Ε­νί­ο­τε, η α­πλή α­κτι­νο­γρα­φί­α εί­ναι αρ­νη­τι­κή σε α­σθε­νείς με βι­ο­ψια­κά ε­πι­βε­βαι­ω­μέ­νη πνευ­μο­νί­τι­δα α­πό χρυ­σό (Franzen P et al, 1983). Άλ­λο­τε α­νευ­ρί­σκον­ται μι­κρές πλευ­ρι­τι­κές συλ­λο­γές, α­ό­ρα­τες στην α­πλή α­κτι­νο­γρα­φί­α, νεκροτομικά ή στη διά­ρκεια χει­ρουρ­γι­κών ε­πεμ­βά­σε­ων (Nickels J et al, 1983). 

ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ :

Ρευ­μα­το­ει­δής πνεύ­μο­νας : Η κλι­νι­κή και ι­στο­λο­γι­κή δι­ά­κρι­σή του α­πό τον «χρυ­σό πνεύ­μο­να» συ­χνά εί­ναι δύ­σκο­λη, δε­δο­μέ­νου ό­τι 50% των α­σθε­νών με ΡΑ έ­χει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ι­στο­λο­γι­κά ευ­ρή­μα­τα, χω­ρίς να θε­ρα­πεύ­ε­ται με ά­λα­τα χρυ­σού. Η δι­ά­με­ση ί­νω­ση και η συν­δε­ό­με­νη με αυτήν κυ­ψε­λι­δι­κή φλεγ­μο­νή εί­ναι πα­ρό­μοι­α τό­σο στην πνευ­μο­νο­πά­θεια την σχε­τι­ζό­με­νη με την ΡΑ, ό­σο και στον «χρυ­σό πνεύ­μο­να» (Smith W and Ball GV, 1980).

Το κλι­νι­κό ι­στο­ρι­κό εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο χρή­σι­μο στη δι­ά­γνω­ση του «χρυ­σού πνεύ­μο­να» α­πό τις ει­δι­κές ι­στο­λο­γι­κές ε­ξε­τά­σεις.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ «ΧΡΥΣΟΥ ΠΝΕΥΜΟΝΑ» :

  • Πα­ρα­τη­ρεί­ται και σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με χρυ­σό για άλ­λα, πλην της ΡΑ, νο­σή­μα­τα
  • Έ­χει ο­ξεί­α ή υ­πο­ξεί­α ει­σβο­λή
  • Εμ­φα­νί­ζε­ται συ­χνά με­τά α­πό σύν­το­μη έκ­θε­ση στον χρυ­σό ή/και με­τά α­πό χα­μη­λές α­θροι­στι­κές δό­σεις χρυσού
  • Βελ­τι­ώ­νε­ται με την δι­α­κο­πή του υ­πεύ­θυ­νου φαρ­μά­κου και υ­πο­τρο­πιά­ζει με την ε­πα­να­χο­ρή­γη­σή του
  • Αν­τα­πο­κρί­νε­ται θε­α­μα­τι­κά στα κορ­τι­κο­ει­δή
  • Α­κτι­νο­λο­γι­κά α­πει­κο­νί­ζε­ται σαν δι­ά­χυ­τη δι­ά­με­ση ή/και κυ­ψε­λι­δι­κή πύ­κνω­ση
  • Χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­πό αύ­ξη­ση των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων στο ΒΚΕ με α­να­στρο­φή της σχέ­σης βο­η-θη­τι­κών/κα­τα­σταλ­τι­κά
  • Συ­νή­θως δεν συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό μα­κρο­πρό­θε­σμες πνευ­μο­νι­κές υ­πο­λειμ­μα­τι­κές δι­α­τα­ρα­χές

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΟΥΣ ΠΝΕΥΜΟΝΑ :

  • Έ­χει χρό­νια δι­α­δρο­μή και βρα­δεί­α ε­ξέ­λι­ξη
  • Πα­ρα­τη­ρεί­ται τυ­πι­κά σε άν­δρες με πο­λύ υ­ψη­λούς τίτ­λους Ra test
  • Σπά­νια προ­η­γεί­ται των άλ­λων εκ­δη­λώ­σε­ων της νό­σου, συ­νή­θως ό­μως α­να­πτύσ­σε­ται στη διά­ρκεια των 2 πρώ­των ε­τών α­πό της έ­ναρ­ξης της αρ­θρί­τι­δας.
  • Αν­τα­πο­κρί­νε­ται πτω­χά στα κορ­τι­κο­ει­δή
  • Οι α­κτι­νο­λο­γι­κές αλ­λοι­ώ­σεις δεν υ­πο­χω­ρούν πλή­ρως, αλ­λά κα­τα­λεί­πε­ται υ­πο­λειμ­μα­τι­κή ί­νω­ση.

Πνευ­μο­νι­κές λοι­μώ­ξεις : Η πι­θα­νό­τη­τά τους α­πο­μα­κρύ­νε­ται α­πό την σκέ­ψη ό­ταν ο άρ­ρω­στος δεν έ­χει πυ­ρε­τό, λευ­κο­κυτ­τά­ρω­ση και πα­θο­γό­νους μι­κρο-ορ­γα­νι­σμούς στις καλ­λι­έρ­γει­ες, την δι­α­βρογ­χι­κή βι­ο­ψί­α και τις ο­ρο­λο­γι­κές ε­ξε­τά­σεις. 

Καρ­δια­κή α­νε­πάρ­κεια : Α­πο­κλεί­ε­ται ό­ταν ο α­σθε­νής δεν έ­χει αν­τα­πό­κρι­ση στα δι­ου­ρη­τι­κά και την καρ­δι­ο­τό­νω­ση και κλι­νι­κά ση­μεί­α καρ­δια­κής α­νε­πάρ­κειας.

Πνευ­μο­νι­κή αγ­γει­ί­τι­δα : Η αρ­νη­τι­κή ι­στο­λο­γι­κή ει­κό­να, η μι­κρή αύ­ξη­ση της ΤΚΕ και το αρ­νη­τι­κό Ra test εί­ναι ε­ναν­τί­ον της αγ­γει­ί­τι­δας. Ε­άν η ΤΚΕ εί­ναι αυ­ξη­μέ­νη και το Ra test θε­τι­κό, η δι­ά­γνω­ση εί­ναι δυ­να­τή μό­νο με την βι­ο­ψί­α.

ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ :

  • Πά­χυν­ση των κυ­ψε­λι­δι­κών δι­α­φραγ­μά­των, δι­ά­με­ση ί­νω­ση, δι­ά­με­σες δι­η­θή­σεις συ­νή­θως α­πό μο­νο­κύτ­τα­ρα, ι­στι­ο­κύτ­τα­ρα και πλα­σμα­το­κύτ­τα­ρα και αύ­ξη­ση των πνευ­μο­νο­κυτ­τά­ρων τύ­που ΙΙ
  • Ε­να­πο­θέ­σεις χρυ­σού στα μα­κρο­φά­γα του δι­ά­με­σου ι­στού και των κυ­ψε­λί­δων, τό­σο ι­στο­λο­γι­κά, ό­σο στο η­λε­κτρο­νι­κό μι­κρο­σκό­πιο (ε­νί­ο­τε) (Lertratanakul Y et al, 1986)
  • Α­νο­σο­συμ­πλέγ­μα­τα, ό­πως και υ­πο­ε­πι­θη­λια­κές ε­να­πο­θέ­σεις α­νο­σο­σφαι­ρι­νών, εν­δει­κτι­κές μη­χα­νι­σμού υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας τύ­που ΙΙ.

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ :

Αν­τί­δρα­ση ε­πι­βρα­δυ­νό­με­νης υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας. Υ­πέρ της ά­πο­ψης αυ­τής συ­νη­γο­ρούν :

  • Η με­τα­πλα­σί­α των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων του πε­ρι­φε­ρι­κού αί­μα­τος (McCormick J et al, 1980) ή του ΒΚΕ (Evans RB et al, 1987) που εμφανίζουν οι ασθε­νείς με πνευ­μο­νί­τι­δα α­πό το χρυ­σό ό­ταν ε­κτε­θούν σε ά­λα­τα χρυ­σού, in vitro, και
  • Η αύ­ξη­ση της χη­μει­ο­τα­ξί­ας και της δρά­σης του α­να­σταλ­τι­κού πα­ρά­γον­τα με­τα­νά­στευ­σης των μα­κρο­φά­γων (McCormick J et al, 1980).

Αν­τί­δρα­ση υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας. Y­πέρ αυ­τής συ­νη­γο­ρούν :

  • Η αύ­ξη­ση των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων, ι­δί­ως των Τ-, στο ΒΚΕ, με α­να­στρο­φή της σχέ­σης βο­η­θη­τι­κών /κα­τα­σταλ­τι­κά (ΟΚΤ4/ΟΚΤ8) (Evans RB et al, 1987). 

Αύ­ξη­ση του α­ριθ­μού των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων στο ΒΚΕ πα­ρα­τη­ρεί­ται ε­πί­σης και σε πά­σχον­τες α­πό σαρ­κο­εί­δω­ση και λεμ­φο­ϋ­περ­πλα­στι­κά ή κοκ­κι­ω­μα­τώ­δη λοι­μώ­δη νο­σή­μα­τα. Στη σαρ­κο­εί­δω­ση ό­μως ε­πι­κρα­τούν τα βο­η­θη­τι­κά λεμ­φο­κύτ­τα­ρα και η σχέ­ση ΟΚΤ4/ΟΚΤ8 εί­ναι αυ­ξη­μέ­νη.

Α­να­στρο­φή της σχέ­σης ΟΚΤ4/ΟΚΤ8 στο ΒΚΕ πα­ρα­τη­ρεί­ται α­κό­μα και σε πνευ­μο­νί­τι­δα α­πό υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α δευ­τε­ρο­πα­θώς σε ορ­γα­νι­κά ή α­νόρ­γα­να αν­τι­γό­να. Η α­να­στρο­φή αυ­τή εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρη ό­ταν η έκ­θε­ση στο αι­τι­ο­πα­θο­γό­νο αν­τι­γό­νο εί­ναι πρό­σφα­τη (<5 η­μέ­ρες) και φυ­σι­ο­λο­γι­κο­ποι­εί­ται με την θε­ρα­πεί­α με κορ­τι­κο­ει­δή ή την δι­α­κο­πή του υ­πεύ­θυ­νου αν­τι­γό­νου.

Με­τά την δι­α­κο­πή του χρυ­σού και την θε­ρα­πεί­α με κορ­τι­κο­ει­δή, τα ευ­ρή­μα­τα στο ΒΚΕ μπο­ρεί να φυ­σι­ο­λο­γι­κο­ποι­η­θούν. Σε α­σθε­νείς με ΡΑ, η σχέ­ση ΟΚΤ4/ΟΚΤ8 στο πε­ρι­φε­ρι­κό αί­μα εί­ναι φυ­σι­ο­λο­γι­κή ή αυ­ξη­μέ­νη και αυ­ξά­νε­ται ε­λα­φρά με την χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α, ε­νώ μει­ώ­νε­ται ση­μαν­τι­κά στο ΒΚΕ α­σθε­νών με «χρυ­σό πνεύ­μο­να».

Οι α­σθε­νείς με ΡΑ και δι­ά­με­ση πνευ­μο­νο­πά­θεια έ­χουν αυ­ξη­μέ­νο πο­σο­στό ου­δε­τε­ρο­φί­λων στο ΒΚΕ. Σε α­σθε­νείς με ΡΑ χω­ρίς κλι­νι­κή έν­δει­ξη πνευ­μο­νι­κής νό­σου, το ΒΚΕ εί­ναι φυ­σι­ο­λο­γι­κό, άλ­λο­τε ό­μως δεί­χνει λεμ­φο­κυτ­τα­ρι­κή κυ­ψε­λι­δί­τι­δα, πι­θα­νώς λό­γω α­συμ­πτω­μα­τι­κής αν­τί­δρα­σης υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας στον χρυ­σό ή άλ­λα φάρ­μα­κα.

Η αύ­ξη­ση των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων στο ΒΚΕ στην πνευ­μο­νί­τι­δα α­πό υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α δεν συν­δυ­ά­ζε­ται πάν­το­τε με κλι­νι­κά έν­το­νη νό­σο. Οι γα­λα­κτο­κό­μοι και οι ε­κτρο­φείς πε­ρι­στε­ρι­ών μπο­ρεί να έ­χουν έν­το­νη λεμ­φο­κυτ­τα­ρι­κή κυ­ψε­λι­δί­τι­δα, χω­ρίς κλι­νι­κά εμ­φα­νή νό­σο.

  • Η θε­τι­κή δο­κι­μα­σί­α με­τα­σχη­μα­τι­σμού των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων : Σύμ­φω­να με την δο­κι­μα­σί­α αυ­τή, τα λεμ­φο­κύτ­τα­ρα του ΒΚΕ αν­τι­δρούν, ε­νώ του πε­ρι­φε­ρι­κού αί­μα­τος, δεν αν­τι­δρούν με χρυ­σό, in vitro (Winterbauer RH and Dreis DF, 1987). Σε α­σθε­νείς με «χρυ­σό πνεύ­μο­να», η δο­κι­μα­σί­α αυ­τή άλ­λο­τε εί­ναι θε­τι­κή στο πε­ρι­φε­ρι­κό αί­μα και άλ­λο­τε αρ­νη­τι­κή.
  • Η κα­τα­στο­λή της ε­νερ­γο­ποί­η­σης των Τ-λεμ­φο­κυτ­τά­ρων με­τά την προ­σθή­κη χρυ­σού σε καλ­λι­έρ­γει­ες λεμ­φο­κυτ­τά­ρων (Lipsky PE and Ziff M, 1977; Cannon et al, 1986).
  • Η υ­πο­τρο­πή της πνευ­μο­νί­τι­δας με­τά την ε­πα­να­χο­ρή­γη­ση του φαρ­μά­κου (Winterbauer RH et al, 1976; Gould PW et al, 1977).
  • Η α­νεύ­ρε­ση στοι­χεια­κού χρυ­σού στα κυ­ψε­λι­δι­κά μα­κρο­φά­γα α­σθε­νών με ΡΑ
  • Η αύ­ξη­ση των η­ω­σι­νο­φί­λων και της IgE στον ο­ρό (McCormick J et al, 1980).

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ : Οι α­σθε­νείς με ΡΑ και πνευ­μο­νί­τι­δα α­πό τον χρυ­σό έ­χουν 3πλά-σια συ­χνό­τη­τα HLA Α3 B35 και 5πλάσια, HLA B40. To HLA B35 D/DRI BfF C4 A3,2 και το HLA B40 με C4 ουδέτερο αλ­λή­λιο συν­δέ­ον­ται με 3πλάσιο και 5πλάσιο, αν­τί­στοι­χα, με­γα­λύ­τε­ρο κίν­δυ­νο α­νά­πτυ­ξης πνευ­μο­νο­πά­θειας α­πό τον χρυ­σό, α­πό μάρ­τυ­ρες με ΡΑ (Hakala M et al, 1986).

ΕΚΒΑΣΗ : Η πνευ­μο­νί­τι­δα α­πό τον χρυ­σό βελ­τι­ώ­νε­ται ή υ­πο­χω­ρεί 2 ε­βδο­μά­δες έ­ως 6 μή­νες με­τά την δι­α­κο­πή του χρυ­σού, με­ρι­κές ό­μως φο­ρές ε­πι­δει­νώ­νε­ται, ί­σως λό­γω πα­ρα­μο­νής του χρυ­σού στους πνεύ­μο­νες αρ­κε­τούς μή­νες με­τά την δι­α­κο­πή του (Levinson ML et al, 1981). Με­τά την δι­α­κο­πή του χρυ­σού, στο 50% πε­ρί­που των α­σθε­νών πα­ρα­μέ­νουν α­κτι­νο­λο­γι­κές ή λει­τουρ­γι­κές εκ­δη­λώ­σεις υ­πο­λειμ­μα­τι­κής πνευ­μο­νι­κής δι­α­τα­ρα­χής. 

Ο «χρυ­σός πνεύ­μο­νας» μπο­ρεί να έ­χει κα­κή κα­τά­λη­ξη ή να ευθύνεται για σο­βα­ρή πνευ­μο­νι­κή νο­ση­ρό­τη­τα (Franzen P and Petersson T, 1983), γι’ αυ­τό και πρέ­πει να θε­ω­ρεί­ται σο­βα­ρή ε­πι­πλο­κή της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ :

  • Δι­α­κο­πή χρυ­σού : Μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε πλή­ρη υ­πο­χώ­ρη­ση της πνευ­μο­νί­τι­δας, χω­ρίς κα­μιά άλ­λη θε­ρα­πεί­α.
  • Κορ­τι­κο­ει­δή, π.χ. πρεδ­νι­ζό­νη 60-80 mg/24ωρο per os ή ΕΦ σε με­γά­λες δό­σεις Χ 2-3 η­μέ­ρες. Στη συ­νέ­χεια, τα­χεί­α μεί­ω­ση της δό­σης, α­νά­λο­γα με την κλι­νι­κή αν­τα­πό­κρι­ση. Η θε­ρα­πεί­α με κορ­τι­κο­ει­δή δια­ρκεί 1-3 μή­νες, α­νά­λο­γα με τον βαθ­μό της βελ­τί­ω­σης των πνευ­μο­νι­κών λει­τουρ­γι­κών δο­κι­μα­σι­ών, και, ε­νί­ο­τε, πά­νω α­πό 12 μή­νες, δε­δο­μέ­νου ό­τι, αν δι­α­κο­πεί α­πό­το­μα, μπο­ρεί να συ­νο­δευ­θεί α­πό υ­πο­τρο­πή της πνευ­μο­νί­τι­δας. Σπά­νια, η πνευ­μο­νί­τι­δα βελ­τι­ώ­νε­ται χω­ρίς κορ­τι­κο­ει­δή.
  • BAL, σε πε­ρι­πτώ­σεις α­πει­λη­τι­κές για την ζω­ή, για­τί μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει υ­πέρ­τα­ση, σπα­σμούς και κώ­μα και εί­ναι δυ­νη­τι­κά νε­φρο­το­ξι­κός.

1.2.9.6.2   ΔΙΑΜΕΣΗ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΙΝΩΣΗ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Δι­ά­με­ση πνευ­μο­νι­κή ί­νω­ση έ­χει α­να­φερ­θεί σε α­σθε­νείς με ΡΑ ή ΨΑ, ά­σθμα, α­κό­μα και ΟΑ, που έ­χουν θε­ρα­πευ­θεί συ­νο­λι­κά με 175-1.310 mg χρυ­σού (Podell TE et al, 1980; Smith W and Ball GV, 1980; Scott Dl et al, 1981).

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Αιφ­νί­δια δύ­σπνοι­α με την κό­πω­ση, βή­χας, λι­γό­τε­ρο συ­χνά πυ­ρε­τός και, σπά­νια, πλη­κτρο­δα­κτυ­λί­α. Συ­νή­θως συ­νυ­πάρ­χουν και άλ­λες εκ­δη­λώ­σεις το­ξι­κό­τη­τας (κνι­δω­τι­κά, γε­νι­κευ­μέ­να, βλα­τι­δώ­δη ή α­πο­φο­λι­δω­τι­κά ε­ξαν­θή­μα­τα). Έ­νας α­σθε­νής με σο­βα­ρή υ­πο­ξαι­μί­α α­πε­βί­ω­σε α­πό μα­ζι­κό έμ­φραγ­μα του μυ­ο­καρ­δί­ου (Gould PW et al, 1977).

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Η­ω­σι­νο­φι­λί­α, αύ­ξη­ση των ε­πι­πέ­δων της IgE (εν­δεί­ξεις αν­τί­δρα­σης υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας).

ΑΚΡΟΑΣΤΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Τρί­ζον­τες και ρόγ­χοι.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ : Δεί­χνουν ε­λάτ­τω­ση του FVC και της DLCO, υ­πο­ξαι­μί­α και υ­πο­κα­πνί­α. Ό­πως και οι α­πλές α­κτι­νο­γρα­φί­ες, δεν έ­χουν δι­α­φο­ρο­δι­α­γνω­στι­κή α­ξί­α.

ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Δι­ά­χυ­τες δι­ά­με­σες αμ­φο­τε­ρό­πλευ­ρες δι­η­θή­σεις, σε με­ρι­κές πε­ρι­πτώ­σεις με κυ­ψε­λι­δι­κή πλή­ρω­ση ή πύ­κνω­ση.

ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Πά­χυν­ση των κυ­ψε­λι­δι­κών δι­α­φραγ­μά­των και δι­ά­με­σες δι­η­θή­σεις α­πό λεμ­φο­κύτ­τα­ρα, πλα­σμα­το­κύτ­τα­ρα και ι­στι­ο­κύτ­τα­ρα. Λι­γό­τε­ρο συ­χνά, εν­δο­κυ­ψε­λι­δι­κό ε­ξί­δρω­μα με μα­κρο­φά­γα, με­ρι­κές φο­ρές σπο­ρα­δι­κές υ­πο­ε­πι­θη­λια­κές ε­να­πο­θέ­σεις IgG (στον έμ­με­σο α­νο­σο­φθο­ρι­σμό) και ε­να­πο­θέ­σεις χρυ­σού στον πνευ­μο­νι­κό ι­στό (στο η­λε­κτρο­νι­κό μι­κρο­σκό­πιο) (Smith W and Ball GV, 1980).

ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Η συ­νύ­παρ­ξη δερ­μα­τί­τι­δας ή η­ω­σι­νο­φι­λί­ας συ­νη­γο­ρεί υ­πέρ της πνευ­μο­νι­κής ί­νω­σης της ο­φει­λό­με­νης στο χρυ­σό. Πάν­τως, η­ω­σι­νο­φι­λί­α, συ­νή­θως πα­ρο­δι­κή, πα­ρα­τη­ρεί­ται στο 5-40% των α­σθε­νών που θε­ρα­πεύ­ε­ται με χρυ­σό (Scott DL et al, 1981), ό­πως και σε α­σθε­νείς με ΡΑ, ι­δι­αί­τε­ρα σε συν­δυα­σμό με αγ­γει­ί­τι­δα, ό­ζους, πλευ­ρο­πε­ρι­καρ­δί­τι­δα και πνευ­μο­νι­κή ί­νω­ση.

ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΩΝ ΔΙΗΘΗΣΕΩΝ ΜΕ ΗΩΣΙΝΟΦΙΛΙΑ :

  • Σύν­δρο­μο Loeffler
  • Χρό­νια η­ω­σι­νο­φι­λι­κή πνευ­μο­νί­τι­δα
  • Α­σθμα­τι­κή η­ω­σι­νο­φι­λί­α
  • Πα­ρα­σι­τι­κά νο­σή­μα­τα
  • Αγ­γει­ί­τι­δα

ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ :

Πνευ­μο­νί­τι­δα : Η δι­ά­γνω­σή της α­πο­κλεί­ε­ται α­πό την α­που­σί­α πυ­ρε­τού ή λευ­κο­κυτ­τά­ρω­σης και πα­θο­γό­νων μι­κρο-ορ­γα­νι­σμών στις καλ­λι­έρ­γει­ες.

Συμ­φο­ρη­τι­κή καρ­δια­κή α­νε­πάρ­κεια : Η σκέ­ψη α­πο­μα­κρύ­νε­ται α­π’ αυ­τήν ε­φ’ ό­σον ο α­σθε­νής δεν αν­τα­πο­κρί­νε­ται στα δι­ου­ρη­τι­κά και την δα­κτυ­λί­τι­δα και δεν έ­χει κλι­νι­κά ση­μεί­α καρ­δια­κής α­νε­πάρ­κειας.

Πνευ­μο­νι­κή αγ­γει­ί­τι­δα : Χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται συ­νή­θως α­πό αν­τί­στοι­χα ι­στο­λο­γι­κά ευ­ρή­μα­τα, με­γά­λη αύ­ξη­ση της ΤΚΕ και θε­τι­κό Ra test.

Δι­ά­με­ση ί­νω­ση συν­δε­ό­με­νη με την ΡΑ :

  • Εμ­φα­νί­ζε­ται συ­νή­θως στη διά­ρκεια των 2 πρώ­των ε­τών α­πό της έ­ναρ­ξης της αρ­θρί­τι­δας, αν και ε­νί­ο­τε προ­η­γεί­ται των άλ­λων εκ­δη­λώ­σε­ων της νό­σου
  • Έ­χει βρα­δεί­α ε­ξέ­λι­ξη και οι α­κτι­νο­λο­γι­κές αλ­λοι­ώ­σεις δεν υ­πο­χω­ρούν πλή­ρως, αλ­λά α­κο­λου­θούν­ται α­πό υ­πο­λειμ­μα­τι­κή ί­νω­ση
  • Δεν αν­τα­πο­κρί­νε­ται στα κορ­τι­κο­ει­δή και τα α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κά
  • Έ­χει κα­κή πρό­γνω­ση.

Δι­ά­με­ση ί­νω­ση α­πό χρυ­σό :

  • Έ­χει πε­ρισ­σό­τε­ρο ο­ξεί­α έ­ναρ­ξη και φαί­νε­ται να υ­πο­χω­ρεί με την δι­α­κο­πή του χρυ­σού ή με την θε­ρα­πεί­α με κορ­τι­κο­ει­δή.
  • Οι πνευ­μο­νι­κές εκ­δη­λώ­σεις υ­πο­τρο­πιά­ζουν με την ε­πα­να­χο­ρή­γη­ση του χρυ­σού και υ­πο­χω­ρούν με την δι­α­κο­πή του
  • Συ­νο­δεύ­ε­ται συ­χνά α­πό δερ­μα­τί­τι­δα ή η­ω­σι­νο­φι­λί­α.
  • Πα­ρα­τη­ρεί­ται και σε πά­σχον­τες α­πό άλ­λα, πλην της ΡΑ, νο­σή­μα­τα
  • Χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­πό ι­στο­λο­γι­κές αλ­λοι­ώ­σεις πα­ρό­μοι­ες με της δι­ά­με­σης ί­νω­σης της συν­δε­ό­με­νης με την ΡΑ. Ε­άν υ­πάρ­χουν ε­στί­ες λεμ­φο­κυτ­τά­ρων και κοκ­κί­ω­μα μπο­ρούν να δι­α­κρι­θούν α­πό τις αλ­λοι­ώ­σεις της πνευ­μο­νι­κής ί­νω­σης της συν­δε­ό­με­νης με την ΡΑ.

ΠΡΟΓΝΩΣΗ : Οι πνευ­μο­νι­κές δι­η­θή­σεις υ­πο­χω­ρούν πλή­ρως ε­βδο­μά­δες έ­ως μή­νες με­τά την δι­α­κο­πή της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας, ε­νώ άλ­λο­τε πα­ρα­μέ­νει υ­πο­λειμ­μα­τι­κή ί­νω­ση και σπά­νια έ­χουν κα­κή κα­τά­λη­ξη.

ΠΡΟΣΟΧΗ : Δύ­σπνοι­α στη διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας με χρυ­σό α­παι­τεί προ­σε­κτι­κή ε­κτί­μη­ση και δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου, ε­άν υ­πάρ­χουν εν­δεί­ξεις δι­ά­με­σης ί­νω­σης, ε­πει­δή με­ρι­κοί α­σθε­νείς έ­χουν ύ­φε­ση των πνευ­μο­νι­κών αλ­λοι­ώ­σε­ων μετά την δι­α­κο­πή της θε­ρα­πεί­ας.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ :

α)  Κορ­τι­κο­ει­δή, π.χ. πρεδ­νι­ζό­νη 30-60 mg/24ωρο ή ΕΦ ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης 150-250 mg, με προ­ο­δευ­τι­κή μεί­ω­ση σε δι­ά­στη­μα 1-4 μη­νών. Τα κορ­τι­κο­ει­δή ε­πι­τα­χύ­νουν συ­νή­θως την α­πο­κα­τά­στα­ση, άλ­λο­τε ό­μως έ­χουν πτω­χό α­πο­τέ­λε­σμα. Η δύ­σπνοι­α και οι τρί­ζον­τες, η η­ω­σι­νο­φι­λί­α και το ε­ξάν­θη­μα συ­νή­θως υ­πο­χω­ρούν θε­α­μα­τι­κά (συ­χνά εν­τός με­ρι­κών η­με­ρών), ε­νώ οι πνευ­μο­νι­κές δι­η­θή­σεις υ­πο­χω­ρούν α­κτι­νο­λο­γι­κά σε δι­ά­στη­μα συ­νή­θως με­ρι­κών ε­βδο­μά­δων. Πάν­τως, η κα­τάλ­λη­λη δό­ση και η διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας με κορ­τι­κο­ει­δή δεν έ­χουν προσ­δι­ο­ρι­σθεί και μπο­ρούν να ε­ξα­το­μι­κευ­θούν, α­νά­λο­γα με την βα­ρύ­τη­τα της νό­σου.

β)  BAL.

1.2.9.6.3   ΑΠΟΦΡΑΚΤΙΚΗ ΒΡΟΓΧΙΟΛΙΤΙΔΑ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η α­πο­φρα­κτι­κή βρογ­χι­ο­λί­τι­δα εί­ναι σπά­νια ε­πι­πλο­κή της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας (Holness L et al, 1983; Hakala M et al, 1986; Paakko P et al, 1988), ε­νώ συν­δέ­ε­ται συ­χνό­τε­ρα με την ΡΑ.

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Προ­ο­δευ­τι­κή δύ­σπνοι­α και μη πα­ρα­γω­γι­κός βή­χας, χα­μη­λός πυ­ρε­τός, υ­πο­ξί­α και υ­πο­κα­πνί­α.

ΚΛΙΝΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Βυ­θι­ό­τη­τα του πνεύ­μο­να στην ε­πί­κρου­ση, ε­λάτ­τω­ση του α­να­πνευ­στι­κού ψι­θυ­ρί­σμα­τος και συ­ριγ­μός.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ : Δεί­χνουν α­πο­φρα­κτι­κή πνευ­μο­νο­πά­θεια με αύ­ξη­ση των πνευ­μο­νι­κών όγ­κων και μεί­ω­ση της δι­α­χυ­τι­κής ι­κα­νό­τη­τας.

ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Η α­πλή α­κτι­νο­γρα­φί­α του θώ­ρα­κα εί­ναι φυ­σι­ο­λο­γι­κή ή δεί­χνει αμ­φο­τε­ρό­πλευ­ρη δι­κτυ­ω­τή νό­σο ή εν­το­πι­σμέ­νες δι­η­θή­σεις (Holness L et al, 1983).

ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : E­ι­κό­να δι­ά­με­σης πνευ­μο­νί­τι­δας και πε­ρι­ο­ρι­στι­κής βρογ­χι­ο­λί­τι­δας, με δι­α­τε­τα­μέ­να βρογ­χι­ό­λια α­πο­φραγ­μέ­να α­πό πο­λυ­πο­ει­δείς προ­σεκ­βο­λές ε­πι­θη­λι­ο­ει­δών κυτ­τά­ρων και ι­νο­βλα­στών (Holness L et al, 1983), ό­πως και πά­χυν­ση και ή­πια δι­ή­θη­ση των κυ­ψε­λι­δι­κών δι­α­φραγ­μά­των α­πό η­ω­σι­νό­φι­λα στο γει­το­νι­κό πνευ­μο­νι­κό πα­ρέγ­χυ­μα. Οι κυ­ψε­λί­δες μπο­ρεί να εί­ναι πλή­ρεις οι­δη­μα­τώ­δους υ­γρού και μα­κρο­φά­γων με κοκ­κι­ω­μα­τώ­δη ι­στό (Holness L et al, 1983).

Η βι­ο­ψί­α του πνεύ­μο­να μιάς ασθενούς έ­δει­ξε δι­ά­με­σο οί­δη­μα με μο­νο­πύ­ρη­να φλεγ­μο­νώ­δη κύτ­τα­ρα και με­ρι­κά η­ω­σι­νό­φι­λα και ή­πια βρογ­χι­ο­λί­τι­δα και το η­λε­κτρο­νι­κό μι­κρο­σκό­πιο, δι­ά­σπα­ση και το­πι­κή ε­ξα­φά­νι­ση της βα­σι­κής στι­βά­δας των κυ­ψε­λι­δι­κών τρι­χο­ει­δών, των φλε­βι­δί­ων και του κυ­ψε­λι­δι­κού ε­πι­θη­λί­ου και χρυ­σο­σώ­μα­τα στα μα­κρο­φά­γα(Paakko P et al, 1988).

ΘΕΡΑΠΕΙΑ : ΕΦ εγ­χύ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης 100 mg/8ωρο και κυ­κλο­φω­σφα­μί­δης 200 mg /24ωρο Χ 3 η­μέ­ρες και στη συ­νέ­χεια 100 mg/24ωρο per os.

1.2.9.7   ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Εντεροκολίτιδα 

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η εν­τε­ρο­κο­λί­τι­δα εί­ναι ε­ξαι­ρε­τι­κά σπά­νια, αλ­λά σο­βα­ρή, ε­πι­πλο­κή του ε­νέ­σι­μου χρυ­σού (Lee FY et al, 1988; Kirkham B et al, 1989; Nisar M and Winfield J, 1994). Έ­χει α­να­φερ­θεί κυ­ρί­ως σε με­σή­λι­κες γυ­ναί­κες που θε­ρα­πεύ­θη­καν συ­νο­λι­κά με 140 mg και συ­νή­θως <500 mg χρυ­σού. Εί­ναι συ­χνό­τε­ρη με τον θει­ο­μη­λι­κό και λι­γό­τε­ρο συ­χνή με τον θει­ο­γλυ­κο­νι­κό και τον θει­ο­προ­πα­νο­σουλ­φο­νι­κό χρυ­σό και σπά­νια με την α­ου­ρα­νο­φί­νη.

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Κοι­λια­κός πό­νος, έ­με­τοι, πυ­ρε­τός, έν­το­νη υ­δα­ρής δι­άρ­ροι­α με αύ­ξη­ση του α­ριθ­μού των πε­ρι­σταλ­τι­κών κι­νή­σε­ων του εν­τέ­ρου (10-40 η­με­ρη­σί­ως), με­ρι­κές φο­ρές με προσμίξεις αίματος και βλέννης, και ε­νί­ο­τε πα­νεν­τε­ρί­τι­δα.

Οι εκ­δη­λώ­σεις αυ­τές εμ­φα­νί­ζον­ται α­πό­το­μα, συ­χνά υ­πο­δυ­ό­με­νες ελ­κώ­δη κο­λί­τι­δα και μπο­ρεί να συν­δυ­ά­ζον­ται με η­πα­τι­κή χο­λό­στα­ση (Nisar M and Winfield J, 1994). Ο γα­στρεν­τε­ρι­κός σω­λή­νας μπο­ρεί να προ­σβλη­θεί σ’ ό­λο του το μή­κος, α­πό τον οι­σο­φά­γο και τον στό­μα­χο μέ­χρι το κα­τιόν κό­λον, δί­νον­τας την ει­κό­να το­ξι­κού με­γά­κο­λου.

 Εν­δο­σκο­πι­κά πα­ρα­τη­ρούν­ται δι­ά­φο­ροι βαθ­μοί φλεγ­μο­νής, πολ­λα­πλές ελ­κώ­σεις, αι­μορ­ρα­γί­α και, πε­ρι­στα­σια­κά, δι­ά­τρη­ση του εν­τέ­ρου.

ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Μπο­ρεί να υ­πο­δύ­ον­ται νό­σο του Crohn ή ι­σχαι­μι­κή κο­λί­τι­δα, αλ­λά κοκ­κι­ώ­μα­τα α­που­σιά­ζουν.

ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ: Χρό­νια φλεγ­μο­νή, με αλ­λοι­ώ­σεις της αρ­χι­τε­κτο­νι­κής των λα­χνών και δι­ή­θη­ση του χο­ρί­ου του βλεν­νο­γό­νου α­πό η­ω­σι­νό­φι­λα ή μο­νο­πύ­ρη­να. 

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ :

α)   Ά­με­ση το­ξι­κή δρά­ση του στοι­χεια­κού χρυ­σού ή του μο­ρί­ου-με­τα­φο­ρέ­α στο ε­πι­θή­λιο του εν­τε­ρι­κού βλεν­νο­γό­νου, δε­δο­μέ­νου ό­τι και άλ­λα βα­ριά μέ­ταλ­λα (αρ­σε­νι­κό, άρ­γυ­ρος) μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν αι­μορ­ρα­γι­κή το­ξι­κή κο­λί­τι­δα. Σε σκύ­λους, η εν­δο­φλέ­βια χο­ρή­γη­ση να­τρι­ού­χου χρυ­σο­θει­ϊ­κού ά­λα­τος μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει δι­άρ­ροι­α.

β)  Α­νο­σο­επαγόμενη αν­τί­δρα­ση υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας. Υ­πέρ της ά­πο­ψης αυ­τής συ­νη­γο­ρούν τα ε­ξής :

  • Η εν­τε­ρο­κο­λί­τι­δα α­πό τον χρυ­σό εμ­φα­νί­ζε­ται με­τά α­πό την χο­ρή­γη­ση μι­κρών σχε­τι­κά δό­σε­ων του φαρ­μά­κου και πρώϊμα στη δι­α­δρο­μή της θε­ρα­πεί­ας.
  • Σ’ έ­ναν α­σθε­νή με εν­τε­ρο­κο­λί­τι­δα o να­τρι­ού­χος θει­ο­σουλ­φο­νι­κός χρυ­σός προ­κά­λε­σε θε­τι­κή α­πάν­τη­ση με­τα­σχη­μα­τι­σμού των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων, in vitro (Szpak MW et al, 1979). Ενας άλλος, θεραπευόμενος με θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό, είχε κυ­κλο­φο­ρούν­τα α­νο­σο­συμ­πλέγ­μα­τα (Wright A et al, 1984).
  • Με­ρι­κοί α­σθε­νείς με εν­τε­ρο­κο­λί­τι­δα α­πό χρυ­σό εμ­φα­νί­ζουν η­ω­σι­νο­φι­λί­α ή βι­ο­ψια­κή έν­δει­ξη δι­ή­θη­σης του χο­ρί­ου του βλεν­νο­γό­νου α­πό η­ω­σι­νό­φι­λα.

ΕΚΒΑΣΗ : Πριν α­πό το 1976 η θνη­τό­τη­τα της εν­τε­ρο­κο­λί­τι­δας α­πό τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό προ­σέγ­γι­ζε το 50%. Έ­κτο­τε, έ­χει μει­ω­θεί θε­α­μα­τι­κά, πι­θα­νώς λό­γω της πρω­ϊ­μό­τε­ρης δι­ά­γνω­σης και βελ­τί­ω­σης της υ­πο­στη­ρι­κτι­κής θε­ρα­πεί­ας.

ΠΡΟΣΟΧΗ : Πα­ρά την βελ­τί­ω­ση της πρό­γνω­σης, η εν­τε­ρο­κο­λί­τι­δα α­πό τον χρυ­σό πρέ­πει να θε­ω­ρεί­ται δυ­νη­τι­κά θα­να­τη­φό­ρα ε­πι­πλο­κή. Γι’ αυ­τό και, η εμ­φά­νι­ση δι­άρ­ροι­ας σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με ε­νέ­σι­μο χρυ­σό πρέ­πει πάν­τα να λαμ­βά­νε­ται σο­βα­ρά υ­πό­ψη και να δι­ε­ρευ­νά­ται έγ­και­ρα με ορ­θο­σιγ­μο­ει­δο­σκό­πη­ση και βι­ο­ψί­α του ορ­θού σ’ ό­λες τις ύ­πο­πτες πε­ρι­πτώ­σεις.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ :

  • Δι­α­κο­πή της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας : Μπο­ρεί να ακολουθηθεί από πλή­ρη ύφεση της κολίτιδας μετά από έ­ναν ή πε­ρισ­σό­τε­ρους μή­νες.
  • Κορ­τι­κο­ει­δή, αν­τι­δι­αρ­ρο­ϊ­κά, αν­τι­σπα­σμω­δι­κά : Προ­σφέ­ρουν μι­κρό μό­νο ό­φε­λος. Η μα­κρο­χρό­νια δι­άρ­ροι­α συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό σο­βα­ρή α­πώ­λεια πρω­τε­ϊ­νών, η ο­ποί­α, σε συν­δυα­σμό με υ­πο­γαμ­μα­σφαι­ρι­ναι­μί­α και την κορ­τι­κο­ει­δο­θε­ρα­πεί­α, μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει θα­να­τη­φό­ρες λοι­μώ­ξεις, γι’ αυ­τό και τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται με προ­σο­χή.
  • Χρω­μο­γλυ­κο­νι­κό νά­τριο (Martin DM et al, 1981)
  • Ο­κτρε­ο­τί­δη (Dorta G et al, 1993)
  • Δι­α­τή­ρη­ση υ­γρών και η­λε­κτρο­λυ­τών, ε­παρ­κής ή ο­λι­κή πα­ρεν­τε­ρι­κή σί­τι­ση και θε­ρα­πεί­α των ευ­και­ρια­κών λοι­μώ­ξε­ων.
  • Κο­λε­κτο­μή, σε βα­ρι­ές πε­ρι­πτώ­σεις, ε­άν η συν­τη­ρη­τι­κή α­γω­γή δεν α­πο­δώ­σει. 

1.2.9.8   ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ 

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η συ­χνό­τη­τα των η­πα­τι­κών ε­πι­πλο­κών του χρυ­σού α­νέρ­χε­ται σε 0.25-9.4% (Pessayre D et al, 1979; Kean WF and Anastasiades TP, 1979; Howrie DL and Gartner JC, 1982).

Η η­πα­το­το­ξι­κό­τη­τα εκ­δη­λώ­νε­ται 8-33 η­μέ­ρες με­τά την έ­ναρ­ξη της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας, 1-11 η­μέ­ρες με την τε­λευ­ταί­α έ­νε­ση και με­τά α­πό την χο­ρή­γη­ση 10-4.150 mg χρυ­σού, αν και έχει αναφερθεί α­κό­μα και με­τά την χο­ρή­γη­ση 1.500 mg χρυ­σού σε δι­ά­στη­μα 4 η­με­ρών.

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Ί­κτε­ρος (90%), κνη­σμός και ε­ξάν­θη­μα (42%), πυ­ρε­τός (32%) και κοι­λια­κά ε­νο­χλή­μα­τα (32%). Η η­πα­το­το­ξι­κό­τη­τα μπο­ρεί να συ­νυ­πάρ­χει με θρομ­βο­πε­νί­α, ε­ξάν­θη­μα, η­ω­σι­νο­φι­λί­α, πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α, λεμ­φα­δε­νο­πά­θεια (Prichanond S and Skosey JL, 1978) και πνευ­μο­νί­τι­δα.

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Αύ­ξη­ση χο­λε­ρυ­θρί­νης, SGOT, SGPT, LDH και αλ­κα­λι­κής φω­σφα­τά­σης (Favreau M et al, 1977).

ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ :

  • Κεν­τρο­λο­βι­ώ­δης ή εν­δο­η­πα­τι­κή χο­λό­στα­ση, με θρόμ­βους στο χο­λι­κό δέν­δρο ή δι­όγ­κω­ση των η­πα­το­κυτ­τά­ρων με συμ­πί­ε­ση των αι­μα­τό­κολ­πων και ή­πια χο­λό­στα­ση (Pessayre D et al, 1979)
  • Λι­πώ­δης δι­ή­θη­ση (Schenker S et al, 1973)
  • Ή­πι­ες φλεγ­μο­νώ­δεις πα­ρα­πυ­λαί­ες κυτ­τα­ρι­κές δι­η­θή­σεις και σπά­νια ο­ξεί­α κι­τρί­νη α­τρο­φί­α ή νέ­κρω­ση του ή­πα­τος.
  • Α­πώ­λεια του πα­ρεγ­χύ­μα­τος, κα­θί­ζη­ση της ρε­τι­κου­λί­νης, μι­κτές κυτ­τα­ρι­κές φλεγ­μο­νώ­δεις δι­η­θή­σεις και χρυ­σο­σώ­μα­τα μέ­σα στα μα­κρο­φά­γα (Fleischner GM et al, 1991).

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Ο μη­χα­νι­σμός της η­πα­τι­κής βλά­βης α­πό τον χρυ­σό εί­ναι συμ­βα­τός με ι­δι­ο­συγ­κρα­σια­κή αν­τί­δρα­ση.

ΕΚΒΑΣΗ : Η η­πα­τί­τι­δα αυ­το­πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται με­τά την δι­α­κο­πή της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας και, στις πε­ρισ­σό­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις, οι η­πα­τι­κές δο­κι­μα­σί­ες ε­πι­στρέ­φουν σε φυ­σι­ο­λο­γι­κά ό­ρια εν­τός 3 μη­νών. 

Χολοστατικός ίκτερος 

Εί­ναι η συ­χνό­τε­ρη, αλ­λά σπά­νια, η­πα­τι­κή ε­πι­πλο­κή του ε­νέ­σι­μου χρυ­σού (Lowthian PJ et al, 1984; Hanissian AS et al, 1985; Harats N et al, 1985). Τυ­πι­κά πα­ρα­τη­ρεί­ται πρώϊμα, συ­νή­θως τον 1ο μή­να της θε­ρα­πεί­ας, με­τά την χο­ρή­γη­ση <200 mg χρυ­σού, αλ­λά μπο­ρεί και αρ­γό­τε­ρα.

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Ί­κτε­ρος, κνη­σμός, ε­ξάν­θη­μα, πυ­ρε­τός, κοι­λια­κά ε­νο­χλή­μα­τα, κό­πω­ση, α­νο­ρε­ξί­α, υ­πέρ­χρω­ση ού­ρων, α­πο­χρω­μα­τι­σμός κο­πρά­νων, η­πα­το­με­γα­λί­α. Σε α­σθε­νείς με ΡΑ, οι αρ­θρι­κές εκ­δη­λώ­σεις ε­νί­ο­τε υ­φί­εν­ται στη διά­ρκεια της ι­κτε­ρι­κής πε­ρι­ό­δου και υ­πο­τρο­πιά­ζουν με­τά την α­πο­δρο­μή της. Ο χο­λο­στα­τι­κός ί­κτε­ρος μπο­ρεί να συν­δυ­ά­ζε­ται με α­πλα­σί­α των ε­ρυ­θρών αι­μο­σφαι­ρί­ων (Hansen RM et al, 1991) ή εν­τε­ρο­κο­λί­τι­δα (Nisar M and Winfield J, 1994).

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Η­ω­σι­νο­φι­λί­α (στα 2/3 των πε­ρι­πτώ­σε­ων) και αύ­ξη­ση της χο­λε­ρυ­θρί­νης, των τραν­σα­μι­να­σών, της αλ­κα­λι­κής φω­σφα­τά­σης και της LDH.

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η χο­λό­στα­ση μπο­ρεί να ο­φεί­λε­ται σε ά­με­ση το­ξι­κή δρά­ση του χρυ­σού στο ή­παρ, δε­δο­μέ­νου ό­τι έ­χει πα­ρα­τη­ρη­θεί και με­τά α­πό την χο­ρή­γη­ση με­γά­λων δό­σε­ων χρυ­σού. Σε κου­νέ­λια, ο χρυ­σός προ­κα­λεί πα­ρεγ­χυ­μα­τι­κή νέ­κρω­ση και μέτριου βαθμού στε­ά­τω­ση του ή­πα­τος. Σε α­ρου­ραί­ους, η η­πα­το­το­ξι­κό­τη­τα του χρυ­σού φαί­νε­ται ό­τι ο­φεί­λε­ται στην πα­ρα­γω­γή ο­ξει­δω­τι­κών.

ΕΚΒΑΣΗ : Με­τά την δι­α­κο­πή του χρυ­σού, η η­πα­το­το­ξι­κό­τη­τα υ­πο­χω­ρεί συ­νή­θως εν­τός 3 μη­νών, αν και μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε θα­να­τη­φό­ρα η­πα­τι­κή νέ­κρω­ση (Watkins PB et al, 1988).

ΘΕΡΑΠΕΙΑ : A­με­ση δι­α­κο­πή του χρυ­σού.

1.2.9.9   ΠΑΓΚΡΕΑΤΙΤΙΔΑ

Εί­ναι σπά­νια και κα­λο­ή­θης ε­πι­πλο­κή της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας.

1.2.9.10   ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ

Χρυσίαση

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Ε­να­πό­θε­ση του χρυ­σού στον κε­ρα­το­ει­δή ή τον φα­κό (χρυ­σί­α­ση) πα­ρα­τη­ρεί­ται στο 75% των α­σθε­νών που έ­χουν λάβει συ­νο­λι­κά > 1.500 mg χρυ­σού (Gottlieb NL and Ma­jor JC, 1978).

Οι ε­να­πο­θέ­σεις του χρυ­σού στον κε­ρα­το­ει­δή πα­ρα­τη­ρούν­ται έ­ως το 40% των α­σθε­νών (Hashimoto A et al, 1972) στις ε­πι­φα­νεια­κές ή εν τω βά­θει στι­βά­δες του σκλη­ρού στην ε­ξέ­τα­ση με σχι­σμο­ει­δή λυ­χνί­α. Στο φα­κό, πα­ρα­τη­ρούν­ται στο 36-50% των α­σθε­νών, αλ­λά σε ε­πί­πε­δα πο­λύ χα­μη­λό­τε­ρα α­πό άλ­λους ι­στούς.

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ : Η χρυ­σί­α­ση του σκλη­ρού και των φα­κών συν­δέ­ε­ται στε­νά με την ε­βδο­μα­δια­ία και την συ­νο­λι­κή δό­ση του χρυ­σού ή με τα με­σο­δι­α­στή­μα­τα των ε­νέ­σε­ων, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό την δό­ση του. Τα ε­πί­πε­δα του χρυ­σού στον ο­ρό φαί­νε­ται ό­τι εί­ναι υ­ψη­λό­τε­ρα σε α­σθε­νείς με χρυ­σί­α­ση.

ΕΚΒΑΣΗ : Σε αν­τί­θε­ση με την φλεγ­μο­νή του κε­ρα­το­ει­δούς και την ελ­κο­ποί­η­ση που μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει ο χρυ­σός, η ε­να­πό­θε­ση του χρυ­σού στον κε­ρα­το­ει­δή εί­ναι α­θώ­α και δεν ε­πη­ρε­ά­ζει την ο­πτι­κή ο­ξύ­τη­τα και μπο­ρεί να σχε­τί­ζε­ται με άλ­λες ε­πι­πλο­κές του χρυ­σού. Με­τά την δι­α­κο­πή του, οι ε­να­πο­θέ­σεις του στον κε­ρα­το­ει­δή ε­ξα­φα­νί­ζον­ται με­τά α­πό 6 μή­νες α­πό τις ε­πι­φα­νεια­κές και με­τά α­πό 3 χρό­νια, α­πό τις εν τω βά­θει στι­βά­δες.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ : Δεν υ­πάρ­χει. Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με ε­νέ­σι­μο χρυ­σό πρέ­πει να α­πο­φεύ­γουν την πα­ρα­τε­τα­μέ­νη έκ­θε­ση στο η­λια­κό φως.

1.2.9.11   ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ-ΜΥΪΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Νευ­ρο­λο­γι­κές ε­πι­πλο­κές εμ­φα­νί­ζει το 0.2-0.5% των α­σθε­νών που θε­ρα­πεύ­ε­ται με ε­νέ­σι­μο χρυ­σό (Fam AG et al, 1984). Εί­ναι συ­χνό­τε­ρες με τον θει­ο­μη­λι­κό και λι­γό­τε­ρο συ­χνές με τον θει­ο­γλυ­κο­νι­κό και τον θει­ο­προ­πα­νο­σουλ­φο­νι­κό χρυ­σό.

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Οι νευ­ρο­λο­γι­κές ε­πι­πλο­κές του χρυ­σού α­πο­δί­δον­ται σε : α) αν­τί­δρα­ση υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας, δε­δο­μέ­νου ό­τι έ­χουν εμ­φα­νι­σθεί α­κό­μα και με­τά α­πό την χο­ρή­γη­ση μι­κρών δό­σε­ων χρυ­σού, ή β) σε ά­με­ση το­ξι­κή δρά­ση στους νευ­ρι­κούς ι­στούς, δε­δο­μέ­νου ό­τι ο χρυ­σός έ­χει α­νευ­ρε­θεί στον δι­εγ­κέ­φα­λο πον­τι­κών που θεραπεύονταν με με­γά­λες δό­σεις χρυ­σού (Chang RJ and Perselin RH, 1968), ό­πως και στο ΕΝΥ α­σθε­νών με νευ­ρο­πά­θεια α­πό χρυ­σό (Katrak SM et al, 1980).

Στους ε­πί­μυς, ε­πα­νει­λημ­μέ­νες ε­νέ­σεις χρυ­σο­θει­ο­θει­ϊ­κού ά­λα­τος μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν νευ­ρο­λο­γι­κό σύν­δρο­μο χα­ρα­κτη­ρι­ζό­με­νο α­πό πα­ρά­λυ­ση, α­πο­προ­σα­να­το­λι­σμό και α­τα­ξί­α (Querido A, 1947). Σε πει­ρα­μα­τό­ζω­α, η δό­ση του εν­δο­πε­ρι­το­να­ϊ­κά χο­ρη­γού­με­νου χρυ­σού σχε­τί­ζε­ται ά­με­σα με την βα­ρύ­τη­τα της νευ­ρο­πά­θειας (Katrak SM et al, 1980). Σε πον­τι­κούς με αρ­θρί­τι­δα, ο χρυ­σός μπο­ρεί να έ­χει αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δη δρά­ση α­σκών­τας νευ­ρο­το­ξι­κή δρά­ση στα πε­ρι­φε­ρι­κά νεύ­ρα που συμ­με­τέ­χουν στη φλεγ­μο­νή (Ostuni PQ et al, 1986).

ΤΥΠΟΙ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΠΛΟΚΩΝ :

1.2.9.11.1   ΝΕΥΡΟΠΑΘΕΙΑ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η συ­χνό­τε­ρη εκ­δή­λω­ση νευ­ρο­το­ξι­κό­τη­τας του χρυ­σού εί­ναι ο­ξεί­α, συμ­με­τρι­κή, και κυ­ρί­ως πε­ρι­φε­ρι­κή, πο­λυ­νευ­ρο­πά­θεια, αι­σθη­τι­κού, κι­νη­τι­κού ή μι­κτού (αι­σθη­τι­κο-κι­νη­τι­κού) τύ­που (Koh WH and Boey ML, 1992). Έ­χει α­να­φερ­θεί σε α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­θη­καν με 6.5 gr ή α­κό­μα και 85 mg (Walsh JC, 1970) στοι­χεια­κού χρυ­σού, συ­νή­θως τους 2-3 πρώ­τους μή­νες της θε­ρα­πεί­ας.

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Προ­ο­δευ­τι­κή α­δυ­να­μί­α ά­νω και κά­τω ά­κρων, ι­δί­ως κα­τά την έ­γερ­ση α­πό κά­θι­σμα ή στην ανάβαση κλίμακας, πα­ραι­σθη­σί­ες και αι­μω­δί­α στα κά­τω ά­κρα, γε­νι­κευ­μέ­νη α­που­σί­α αν­τα­να­κλα­στι­κών και ε­λάτ­τω­ση της αι­σθη­τι­κό­τη­τας στα πε­ρι­φε­ρι­κά μέ­ρη των ά­κρων (Dick DJ and Raman D, 1982). Σε α­σθε­νείς με σύν­δρο­μο τύ­που Guillain-Barre μπο­ρεί να συ­νυ­πάρ­χει προ­σβο­λή κρα­νια­κών νεύ­ρων.

Πριν α­πό ή ταυ­τό­χρο­να με τις εκ­δη­λώ­σεις της πο­λυ­νευ­ρο­πά­θειας μπο­ρεί να εμ­φα­νι­σθεί ε­ρυ­θη­μα­τώ­δες ε­ξάν­θη­μα ή α­πο­φο­λι­δω­τι­κή δερ­μα­τί­τι­δα, στο­μα­τί­τι­δα, πυ­ρε­τός ή η­ω­σι­νο­φι­λί­α (Ka-trak SM et al, 1980).

ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Μι­κρή γω­νί­ω­ση και εκ­φύ­λι­ση των μυ­ϊ­κών ι­νών τύ­που Ι και ΙΙ, αύ­ξη­ση ή μεί­ω­ση των α­πο­θε­μά­των του γλυ­κο­γό­νου και αύ­ξη­ση της α­κε­τυ­λο­χο­λι­νε­στε­ρά­σης, χω­ρίς ση­μεί­α φλεγ­μο­νής, δηλ. ει­κό­να νευ­ρο­γε­νούς α­τρο­φί­ας. Η βι­ο­ψί­α του γα­στρο­κνή­μιου νεύ­ρου μπο­ρεί να δεί­ξει α­ξο­νι­κή εκ­φύ­λι­ση και τμη­μα­τι­κή α­πο­μυ­ε­λί­νω­ση (Walsh JC, 1970; Ka-trak SM et al, 1980). Πα­ρό­μοι­ες αλ­λοι­ώ­σεις προ­κα­λεί ο χρυ­σός στα πει­ρα­μα­τό­ζω­α.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Η νευ­ρο­πά­θεια α­πό τον χρυ­σό δύ­σκο­λα μπαί­νει στη σκέ­ψη σε α­σθε­νείς με ΡΑ θε­ρα­πευ­ό­με­νους με ε­νέ­σι­μο χρυ­σό, για­τί συ­χνά υ­πο­δύ­ε­ται εκ­δη­λώ­σεις της βα­σι­κής νό­σου. Η νευ­ρο­πά­θεια η συν­δε­ό­με­νη με την ΡΑ εί­ναι εί­τε μέ­ρος της δι­α­δι­κα­σί­ας της νό­σου, εί­τε ε­πι­πλο­κή της θε­ρα­πεί­ας και έ­χει συ­νή­θως τον χα­ρα­κτή­ρα πε­ρι­φε­ρι­κής αι­σθη­τι­κο-κι­νη­τι­κής πο­λυ­νευ­ρο­πά­θειας ή πολ­λα­πλής μο­νο­νευ­ρί­τι­δας (Walsh JC, 1970).

ΤΥΠΟΙ ΝΕΥΡΟΠΑΘΕΙΑΣ ΑΠΟ ΧΡΥΣΟ :

  • Σύν­δρο­μο μυ­ο­κυ­μί­ας
  • Ο­ξεί­α πο­λυ­νευ­ρο­πά­θεια τύ­που Guillain-Barre
  • Σύν­δρο­μο Miller-Fisher

α)   Σύν­δρο­μο μυ­ο­κυ­μί­ας

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Το σύν­δρο­μο μυ­ο­κυ­μί­ας choree fibrillaire de Morvan») εί­ναι μί­α α­πό τις κυ­ρί­αρ­χες εκ­δη­λώ­σεις της νευ­ρο­το­ξι­κό­τη­τας του χρυ­σού και πα­ρα­τη­ρεί­ται πε­ρί­που στο 1/3 των πε­ρι­πτώ­σε­ων (Perry RP and Jacobsen ES, 1984; Nicholson D et al, 1986; Caldron PH and Wilbourn AJ, 1988). Μπο­ρεί να εί­ναι με­μο­νω­μέ­νη εκ­δή­λω­ση νευ­ρο­πά­θειας α­πό χρυ­σό ή να συν­δυ­ά­ζε­ται με εκ­δη­λώ­σεις αυ­τό­νο­μης νευ­ρο­πά­θειας (Caldron PH and Wilbourn AJ, 1988), πε­ρι­φε­ρι­κή πο­λυ­νευ­ρο­πά­θεια ή σύν­δρο­μο τύ­που Guillain-Barre (Vernay D et al, 1986).

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Η μυ­ο­κυ­μί­α χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­πό βρα­δεί­ες, ρυθ­μι­κές, α­δρές και συ­νε­χείς, το­πι­κές ή γε­νι­κευ­μέ­νες, κυ­μα­το­ει­δείς συ­σπά­σεις των μυ­ών των με­λών, α­κό­μα και της γλώσ­σας, που α­φο­ρούν ο­λό­κλη­ρες ο­μά­δες μυ­ϊ­κών ι­νών, εί­ναι α­συ­νεί­δη­τες και υ­φί­εν­ται αυ­τό­μα­τα. Δι­α­φέ­ρει α­πό τις α­κα­νό­νι­στες, α­πό­το­μες συ­στρο­φές των δε­σμι­δώ­σε­ων των οφειλόμενων σε αυ­ξη­μέ­νη ευ­ε­ρε­θι­στό­τη­τα των κυτ­τά­ρων του πρό­σθιου κέ­ρα­τος, ό­πως π.χ. σε νο­σή­μα­τα του κι­νη­τι­κού νευ­ρώ­να.

ΗΛΕΚΤΡΟΜΥΟΓΡΑΦΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ :

  • Συ­νε­χή, δι­α­δο­χι­κά, ε­πα­να­λαμ­βα­νό­με­να αυ­τό­μα­τα δυ­να­μι­κά ε­πι­στρά­τευ­σης κι­νη­τι­κών μο­νά­δων
  • Κα­νο­νι­κή ε­πα­νά­λη­ψη των δυ­να­μι­κών 2-200 μV των κι­νη­τι­κών μο­νά­δων σχη­μα­τί­ζον­τας δι­πλές, τρι­πλές ή πολ­λα­πλές α­πει­κο­νί­σεις (Katrak SM et al, 1980)
  • Συ­νε­χή, δι­α­δο­χι­κά αυ­τό­μα­τα δυ­να­μι­κά και ταυ­τό­χρο­να πολ­λα­πλές α­πει­κο­νί­σεις (ε­νί­ο­τε)

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η μυ­ο­κυ­μί­α η προ­ερ­χό­με­νη α­πό τα πε­ρι­φε­ρι­κά νεύ­ρα μπο­ρεί να ο­φεί­λε­ται σε υ­πε­ρευ­ε­ρε­θι­στό­τη­τα των νεύ­ρων πλη­σί­ον της νευ­ρο­μυ­ϊ­κής δι­α­σταύ­ρω­σης (Katrak SM et al, 1980).

ΕΚΒΑΣΗ : Η μυ­ο­κυ­μί­α έ­χει αυ­το­πε­ρι­ο­ρι­ζό­με­νη δι­α­δρο­μή. Με­τά την δι­α­κο­πή της χρυσοθεραπείας, τα συμ­πτώ­μα­τα γε­νι­κά υ­πο­χω­ρούν πλή­ρως εν­τός 3 μη­νών. Η δι­φαι­νυ­λυ­δαν­το­ΐ­νη και η καρ­βα­μα­ζε­πί­νη μπο­ρεί να πε­ρι­ο­ρί­σουν την αυ­ξη­μέ­νη μυ­ϊ­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα.

β)   Ο­ξεί­α πο­λυ­νευ­ρο­πά­θεια τύ­που Guillain-Barre 

Εί­ναι λι­γό­τε­ρο συ­χνή εκ­δή­λω­ση νευ­ρο­το­ξι­κό­τη­τας του χρυ­σού (Schlumpf U et al, 1983).

γ)   Σύν­δρο­μο Miller-Fisher (Roquer J et al, 1985)

Εί­ναι τύ­πος συν­δρό­μου Guillain-Barre χα­ρα­κτη­ρι­ζό­με­νος α­πό ε­ξω­γε­νή αμ­φο­τε­ρό­πλευ­ρη ο­φθαλ­μο­πλη­γί­α, γε­νι­κευ­μέ­νη α­που­σί­α αν­τα­να­κλα­στι­κών και α­τα­ξί­α.

1.2.9.11.2   ΚΡΑΝΙΑΚΗ ΠΡΟΣΒΟΛΗ

Εί­ναι σπά­νια και συ­χνά συν­δυ­ά­ζε­ται με πε­ρι­φε­ρι­κή νευ­ρο­πά­θεια (Dick DJ and Raman D, 1982; Schlumpf U et al, 1983).

1.2.9.11.3   ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΔΥΣΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ 

Πε­ρι­λαμ­βά­νουν αύ­ξη­ση αρ­τη­ρια­κής πί­ε­σης με την κα­τά­κλι­ση, ορ­θο­στα­τι­κή υ­πό­τα­ση, τα­χυ­καρ­δί­α, ε­φι­δρώ­σεις, κα­τά­θλι­ψη, ψύ­χω­ση, α­δυ­να­μί­α, κό­πω­ση, συ­ναι­σθη­μα­τι­κή α­στά­θεια, α­ϋ­πνί­α και α­πώ­λεια βά­ρους (Meyer H et al, 1978).

1.2.9.11.4   ΕΓΚΕΦΑΛΟΠΑΘΕΙΑ 

Η εγ­κε­φα­λο­πά­θεια α­πό τον χρυ­σό εκ­δη­λώ­νε­ται με ψυ­χι­α­τρι­κά συμ­πτώ­μα­τα ή ε­στια­κό νευ­ρο­λο­γι­κό σύν­δρο­μο με α­δυ­να­μί­α, η­μι­πά­ρε­ση, α­φα­σί­α ή σπα­σμούς, α­ϋ­πνί­α, κα­τά­θλι­ψη και σπα­στι­κή α­δυ­να­μί­α (Meyer M et al, 1978; Schlumpf U et al, 1983; Fam AG et al, 1984).

ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΕΓΚΕΦΑΛΟΠΑΘΕΙΑΣ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΕΝΕΣΙΜΟ ΧΡΥΣΟ 

  • Α­να­στρέ­ψι­μες αλ­λοι­ώ­σεις στον εγ­κέ­φα­λο και την λευ­κή ου­σί­α πα­ρό­μοι­ες με α­πο­μυ­ε­λι­νω­τι­κή νό­σο (Fam AG et al, 1984).
  • Εγ­κε­φα­λο­πά­θεια σε συν­δυα­σμό με χο­λο­στα­τι­κό ί­κτε­ρο (Gulliford MC et al, 1985).
  • Το­ξι­κό πα­ρα­λή­ρη­μα ή προ­σβο­λή των κρα­νια­κών νεύ­ρων και των πυ­ρή­νων, τρό­μος ή/και ψυ­χι­α­τρι­κές δι­α­τα­ρα­χές (Sundelin F, 1941). Οι εκ­δη­λώ­σεις αυ­τές υ­φί­εν­ται με την δι­α­κο­πή του χρυ­σού, αν και ε­νί­ο­τε έ­χουν κα­κή έκ­βα­ση.
  • Α­μνη­σί­α, σύγ­χυ­ση και δι­α­κο­πτό­με­νο πα­ρα­λή­ρη­μα με ψευ­δαι­σθή­σεις, σε συν­δυα­σμό με γε­νι­κευ­μέ­νες μυ­ϊ­κές δε­σμι­δώ­σεις και πε­ρι­φε­ρι­κή νευ­ρο­πά­θεια (Perry RP and Jacobsen ES, 1984).
  • Γε­νι­κευ­μέ­νες μυ­ϊ­κές συ­στρο­φές, δε­σμι­δώ­σεις, ε­πώ­δυ­νες πα­ραι­σθη­σί­ες χει­ρών και πο­δών, α­πο­προ­σα­να­το­λι­σμός, ε­φιά­λτες, α­προ­σάρ­μο­στη συμ­πε­ρι­φο­ρά (Dubowitz MN et al, 1991).

1.2.9.11.5   ΑΛΛΕΣ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ 

  • Συμ­με­τρι­κή χα­λα­ρή πα­ρά­λυ­ση των ά­νω και κά­τω ά­κρων, α­πώ­λεια των εν τω βά­θει αν­τα­να­κλα­στι­κών και συ­στρο­φές των μυ­ών του προ­σώ­που, αί­σθη­μα καύ­σου στον κορ­μό και πα­ραι­σθη­σί­ες χει­ρών και πο­δών (Leiper EJ, 1946).
  • Μό­νι­μη α­δυ­να­μί­α δε­ξιάς κνή­μης και αν­τι­βρα­χί­ων, με­τά α­πό α­να­φυ­λα­κτι­κή αν­τί­δρα­ση στην έ­νε­ση του χρυ­σού (Lawrence JS, 1953).
  • Ή­πι­ες νι­τρο­ει­δείς εκ­δη­λώ­σεις σε συν­δυα­σμό με πό­νο με ται­νι­ο­ει­δή κα­τα­νο­μή στα Θ1012 δερ­μο­τό­μια και πα­ραι­σθη­σί­ες σε μί­αν α­σθε­νή και με εγ­κε­φα­λι­κό αγ­γεια­κό ε­πει­σό­διο, σε μί­αν άλ­λη (Hill C et al, 1995).

ΕΚΒΑΣΗ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΠΛΟΚΩΝ

Οι νευρολογικές επιπλοκές του χρυσού έχουν ποικίλη πρόγνως. Συ­νή­θως υ­πο­χω­ρούν πλή­ρως σε δι­ά­στη­μα ε­βδο­μά­δων ή μη­νών με­τά την δι­α­κο­πή του χρυ­σού, ε­νώ σπά­νια καταλείπουν μό­νι­μες υ­πο­λειμ­μα­τι­κές βλά­βες. 

ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΠΛΟΚΩΝ :

  • Κορ­τι­κο­ει­δή ή/και BAL : Μπο­ρεί να βελ­τι­ώ­σουν με­ρι­κούς α­σθε­νείς, αλ­λά δεν εί­ναι γνω­στό αν ε­πη­ρε­ά­ζουν την έκ­βα­ση των νευ­ρο­λο­γι­κών ε­πι­πλο­κών (Katrak SM et al, 1980; Dick D et al, 1982).

ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ BAL : 2.5 mg/kg ή 150 mg κά­θε 6 ώ­ρες Χ 2 η­μέ­ρες, κά­θε 12 ώ­ρες Χ 2 η­μέ­ρες και ε­φά­παξ η­με­ρη­σί­ως Χ 6 η­μέ­ρες, μέ­χρι την συ­νο­λι­κή δό­ση των 1.400 mg.

  • 1.2.9.12   ΑΛΛΕΣ
  • Α­πο­φρα­κτι­κή σι­ε­λα­δε­νί­τι­δα, α­πό ε­να­πο­θέ­σεις α­λά­των χρυ­σού (Zuazua JS et al, 1996)
  • Συ­στη­μα­τι­κός ε­ρυ­θη­μα­τώ­δης λύ­κος (Korholz D et al, 1988).

1.2.9.13   ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΕΠΙΠΛΟΚΩΝ ΧΡΥΣΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ

Φύ­λο : Η στο­μα­τί­τι­δα α­πό τον χρυ­σό φαί­νε­ται ό­τι εί­ναι συ­χνό­τε­ρη στις γυ­ναί­κες, πα­ρά τους άν­δρες.

Δό­ση και φαρ­μα­κο­κι­νη­τι­κή : Η ε­πί­πτω­ση και βα­ρύ­τη­τα των ε­πι­πλο­κών της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας φαί­νε­ται ό­τι αυ­ξά­νον­ται με την δό­ση του χρυ­σού. Π.χ. σο­βα­ρές ε­πι­πλο­κές α­να­πτύσ­σει το 67% των α­σθε­νών που θε­ρα­πεύ­ον­ται με 150 mg ε­νέ­σι­μου χρυ­σού/ε­βδο­μά­δα, σε σύγ­κρι­ση με 13% αυ­τών που θε­ρα­πεύ­ον­ται με 50 mg ε­νέ­σι­μου χρυ­σού/ε­βδο­μά­δα (Furst DE et al, 1977).

Οι ε­πι­πλο­κές του χρυ­σού, ι­δί­ως η πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α, εί­ναι συ­χνό­τε­ρες σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με με­γά­λες (100 mg/ε­βδ.), πα­ρά μι­κρές (25 mg/ε­βδ.), δό­σεις χρυ­σού. Άλ­λοι δεν έ­χουν δι­α­πι­στώ­σει δι­α­φο­ρές στην το­ξι­κό­τη­τα με­τα­ξύ με­γά­λων (183 mg/μή­να) και μι­κρών (56 mg /μή­να) δό­σε­ων συν­τή­ρη­σης. Σύμ­φω­να με συγ­κρι­τι­κές με­λέ­τες, ο χρυ­σός, σε δό­σεις 25/50 mg/ε­βδ., δεν δι­α­φέ­ρει ση­μαν­τι­κά σε το­ξι­κό­τη­τα α­πό 1/10 mg/kg/ε­βδομάδα. 

Ε­πί­πε­δα χρυ­σού στον ο­ρό : Η το­ξι­κό­τη­τα του χρυ­σού μπο­ρεί να σχε­τί­ζε­ται με αύ­ξη­ση των ε­πι­πέ­δων του >56 μg/ml στα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια του αί­μα­τος, αν και αυ­τό δεν έ­χει ε­πι­βε­βαι­ω­θεί.

Η­λι­κί­α α­σθε­νούς : Οι η­λι­κι­ω­μέ­νοι α­σθε­νείς δεν φαί­νε­ται να έ­χουν ι­δι­αί­τε­ρα αυ­ξη­μέ­νους κιν­δύ­νους ε­πι­πλο­κών α­πό το ενέσιμο χρυσό, αν και οι αι­μα­το­λο­γι­κές ε­πι­πλο­κές και το νε­φρω­σι­κό σύν­δρο­μο έ­χουν α­να­φερ­θεί κυ­ρί­ως σε α­σθε­νείς η­λι­κί­ας ά­νω των 42 και 52 ε­τών, αν­τί­στοι­χα (Kean WF et al, 1983). Άλ­λοι υ­πο­στη­ρί­ζουν ό­τι οι η­λι­κι­ω­μέ­νοι α­σθε­νείς α­νέ­χον­ται λι­γό­τε­ρο τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό α­πό τους νε­ό­τε­ρους.

Κα­τά­στα­ση σουλ­φο­ξεί­δω­σης : Το 81% των α­σθε­νών με ΡΑ και ε­πι­πλο­κές α­πό τον θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό έ­χει πτω­χή ι­κα­νό­τη­τα σουλ­φο­ξεί­δω­σης (Ayesh R et al, 1987).

Α­κε­τυ­λι­ω­τι­κός φαι­νό­τυ­πος : Η συ­χνό­τη­τα των βρα­δέ­ων α­κε­τυ­λι­ω­τών εί­ναι ση­μαν­τι­κά αυ­ξη­μέ­νη στους α­σθε­νείς με ΡΑ θε­ρα­πευ­ό­με­νους με χρυ­σο­θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό ή D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό την ύ­παρ­ξη ε­πι­πλο­κών, ι­δι­αί­τε­ρα στους άρ­ρε­νες, συγ­κρι­τι­κά με τους α­σθε­νείς που δεν έ­χουν ε­πι­πλο­κές (Rantapaa DS and Mjorndal T, 1987).

Α­νο­σο­σφαι­ρί­νες :

  • IgA α­νο­σο­σφαι­ρί­νη : Η χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α συν­δέ­ε­ται με ε­κλε­κτι­κή α­νε­πάρ­κεια της IgA και σο­βα­ρή πα­νυ­πο­γαμ­μα­σφαι­ρι­ναι­μί­α (So AKL, 1984; Lee AH et al, 1993). Η ε­κλε­κτι­κή ό­μως α­νε­πάρ­κεια της IgA συν­δέ­ε­ται και με άλ­λους πα­ρά­γον­τες (μι­κρή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα νό­σου, HLA B8, B12 και Β40, ε­πι­πλο­κές χρυ­σού) και φάρ­μα­κα και έ­χει πα­ρα­τη­ρη­θεί και σε α­σθε­νείς που δεν παίρ­νουν αν­τιρ­ρευ­μα­τι­κά φάρ­μα­κα. Γι’ αυ­τό και οι α­νο­σο­σφαι­ρί­νες του ο­ρού πρέ­πει να προσ­δι­ο­ρί­ζον­ται πριν, και 6 μή­νες με­τά, την έ­ναρ­ξη της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας και στη συ­νέ­χεια με­τά α­πό κά­θε 1 gr χρυ­σού (Snowden N et al, 1996).

Τα ε­πί­πε­δα της IgA του ο­ρού σχε­τί­ζον­ται με τις ε­πι­πλο­κές του θει­ο­γλυ­κο­νι­κού χρυ­σού, αν και οι α­σθε­νείς με/ή χω­ρίς ε­πι­πλο­κές στη χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α δεν έ­χουν στα­τι­στι­κά ση­μαν­τι­κή δι­α­φο­ρά στην ε­λάτ­τω­ση των ε­πι­πέ­δων της IgA στον ο­ρό. Η α­νε­πάρ­κεια της IgA στον ο­ρό μπο­ρεί να συ­νο­δεύ­ε­ται και α­πό ε­λάτ­τω­ση ή πλή­ρη έλ­λει­ψή της στον σί­ε­λο.

  • IgM α­νο­σο­σφαι­ρί­νη : Τα ε­πί­πε­δα της στον ο­ρό αυ­ξά­νον­ται σε α­σθε­νείς με ΡΑ και ε­πι­πλο­κές α­πό τον θει­ο­γλυ­κο­νι­κό χρυ­σό, αν και αυ­τό δεν έ­χει ε­πι­βε­βαι­ω­θεί.
  • IgE α­νο­σο­σφαι­ρί­νη : Τα ε­πί­πε­δά της στον ο­ρό εί­ναι υ­ψη­λό­τε­ρα σε α­σθε­νείς με ΡΑ, συγ­κρι­τι­κά με υ­γι­είς.  Α­κό­μα, αυ­ξά­νον­ται σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με ε­νέ­σι­μο χρυ­σό, ι­δι­αί­τε­ρα με βλεν­νο­γο­νο­δερ­μα­τι­κές και αι­μα­το­λο­γι­κές ε­πι­πλο­κές, αν και η πα­ρα­τή­ρη­ση αυ­τή δεν έ­χει ε­πι­βε­βαι­ω­θεί.

Η­ω­σι­νο­φι­λί­α : Δεν εί­ναι στα­θε­ρό εύ­ρη­μα σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με ε­νέ­σι­μο χρυ­σό και δεν σχε­τί­ζε­ται με την βα­ρύ­τη­τα της αν­τί­δρα­σης, αλ­λά μπο­ρεί να εί­ναι προ­άγ­γε­λος ε­πι­κεί­με­νης το­ξι­κό­τη­τας (Jessop JD et al, 1974).

Σύν­δρο­μο Sjogren : Η πα­ρου­σί­α ή α­που­σί­α του δεν σχε­τί­ζε­ται με την συ­χνό­τη­τα ή τους τύ­πους των ε­πι­πλο­κών του χρυ­σού (Gordon MH et al, 1975).

Δερ­μα­τί­τι­δα/στο­μα­τί­τι­δα : Δεν υ­πάρ­χει συμ­φω­νί­α κα­τά πό­σον σχε­τί­ζον­ται με HLA (Bensen WG et al, 1984; Speerstra F et al, 1986).

Αν­τι­γό­να ι­στο­συμ­βα­τό­τη­τας

ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΑΝΤΙΓΟΝΩΝ ΙΣΤΟΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ - ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΧΡΥΣΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ  

HLA A1 : Πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α (Bardin T et al, 1982)

HLA B7 : Βλεν­νο­γο­νο­δερ­μα­τι­κές αν­τι­δρά­σεις (Scherak O et al, 1984)

HLA B8 :

  • Πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α (Pachoula-Papasteriades C et al, 1986)
  • Αι­μα­το­λο­γι­κές δι­α­τα­ρα­χές, στο­μα­τί­τι­δα, δι­άρ­ροι­α, δερ­μα­τί­τι­δα (Dahlquist SR et al, 1985)
  • Θρομ­βο­πε­νί­α (Bensen WG et al, 1984)

HLA B27 : Χρυ­σί­α­ση (Rodriquez-Perez M et al, 1994)

HLA B35 :

  • Βλεν­νο­γο­νο­δερ­μα­τι­κές αν­τι­δρά­σεις (Nusslein HG et al, 1984)
  • Δι­ά­με­ση πνευ­μο­νί­τι­δα (Hakala M et al, 1986)

HLA B40 : Δι­ά­με­ση πνευ­μο­νί­τι­δα (Hakala M et al, 1986)

HLA DR1 : Βλεν­νο­γο­νο­δερ­μα­τι­κές αν­τι­δρά­σεις (Pickl WF et al, 1993)

HLA DR2 :

  • Πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α (32 φο­ρές), θρομ­βο­πε­νί­α (9 φο­ρές) (Wooley PH et al, 1980)
  • Στο­μα­τι­κά έλ­κη (Panayi GS et al, 1978), αν και η συ­σχέ­τι­ση αυ­τή γε­νι­κά αμ­φι­σβη­τεί­ται

HLA DR3 :

  • Ό­λοι οι τύ­ποι των ε­πι­πλο­κών (Pachoula-Papasteriades C et al, 1986)
  • Πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α (Rodriquez-Perez M et al, 1994). Οι α­σθε­νείς με θε­τι­κό DR3 έ­χουν 11 φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρο κίν­δυ­νο πρω­τε­ϊ­νου­ρί­ας α­πό τους DR3 αρ­νη­τι­κούς (Gran JT et al, 1983).

Κα­τ’ άλ­λους, ο σχε­τι­κός κίν­δυ­νος της πρω­τε­ϊ­νου­ρί­ας α­πό τον χρυ­σό εί­ναι 32 φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρος σε α­σθε­νείς με ΡΑ και θε­τι­κό HLA DR3 και DR2 (Wooley PH et al, 1980). Άλ­λοι δεν έ­χουν ε­πι­βε­βαι­ώ­σει το εύ­ρη­μα αυ­τό (Stasny P, 1983) ή έ­χουν δι­α­πι­στώ­σει μι­κρό­τε­ρο σχε­τι­κό κίν­δυ­νο (5.6) (Barger BO et al, 1984).

  • Νε­φρο­πά­θεια
  • Δερ­μα­τι­κά ε­ξαν­θή­μα­τα (Perrier P et al, 1985)
  • Αι­μα­το­λο­γι­κές ε­πι­πλο­κές (Dahlquist SR et al, 1985)
  • Ευ­νο­ϊ­κή κλι­νι­κή αν­τα­πό­κρι­ση (Van Riel PLCM et al, 1983)
  • Θρομ­βο­πε­νί­α (Singal DP et al, 1990) : Ο σχε­τι­κός της κίν­δυ­νος αυ­ξά­νε­ται κα­τά 9 φο­ρές σε α­σθε­νείς με ΡΑ και θε­τι­κό HLA DR3 και DR2 (Wooley PH et al, 1980) ή κα­τά 8.9 φο­ρές σε α­σθε­νείς με HLA DR3 (Coblyn JS et al, 1981).

Η συ­σχέ­τι­ση της θρομ­βο­πε­νί­ας με το HLA DR3 α­φο­ρά την ανοσο-επαγόμενη πε­ρι­φε­ρι­κή κα­τα­στρο­φή των αι­μο­πε­τα­λί­ων, αλ­λ’ ό­χι την θρομ­βο­πε­νί­α την μη ο­φει­λό­με­νη σε α­νο­σο­λο­γι­κούς μη­χα­νι­σμούς (Adachi JD et al, 1984; Madhok R et al, 1985).

Αλλοι αμφισβητούν ότι η πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α α­πό τον θει­ο­προ­πα­νο­σουλ­φο­νι­κό χρυ­σό σχετίζεται με το HLA DR3 (Bardin T et al, 1982; Dequeker J et al, 1984).

HLA DR5  (Rodriquez-Perez M et al, 1994)

Γο­νί­δια πε­ρι­ο­χής HLA DQA : Νε­φρο­πά­θεια (Sakkas LI et al, 1993)

HLA Bw35 : Βλεν­νο­γο­νο­δερ­μα­τι­κές αν­τι­δρά­σεις (Nusslein HG et al, 1984)

HLA Cw7 : Πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α (Bardin T et al, 1982)

HLA DRw6 : Βλεν­νο­γο­νο­δερ­μα­τι­κές αν­τι­δρά­σεις (Pachoula-Papasteriades C et al, 1986)

HLA Dw1 :

  • Δι­ά­με­ση πνευ­μο­νί­τι­δα (Hakala M et al, 1986)
  • Βλεν­νο­γο­νο­δερ­μα­τι­κές αν­τι­δρά­σεις (Nusslein HG et al, 1984; Hakala M et al, 1986). Η σχέ­ση αυ­τή δεν έ­χει πα­ρα­τη­ρη­θεί σε Α­με­ρι­κα­νούς μαύ­ρους με ΡΑ (Alarcon GS et al, 1986).

HLA Dw3 : Πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α (Hakala M et al, 1986)

HLADR1 : Βλεν­νο­γο­νο­δερ­μα­τι­κές αν­τι­δρά­σεις (Pickl WF et al, 1993)

ΑΝΤΙΓΟΝΑ ΙΣΤΟΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑΣ ΑΠΑΝΤΩΜΕΝΑ ΣΕ ΜΙΚΡΗ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ ΣΤΟΝ ΕΝΕΣΙΜΟ ΧΡΥΣΟ (έν­δει­ξη ό­τι έχουν προ­στα­τευ­τι­κό ρό­λο στην α­νά­πτυ­ξη το­ξι­κό­τη­τας)

DR1 (Pachoula-Papasteriades C et al, 1986)

DR2 (Pachoula-Papasteriades C et al, 1986)

DR4 (Gran JT et al, 1983; Bensen WG et al, 1984)

DR5 (Ferraccioli G et al, 1986)

DR7 (Perrier P et al, 1985; Rodriquez-Perez M et al, 1994)

ΑΝΤΙΓΟΝΑ ΙΣΤΟΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑΣ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΕΝΕΣΙΜΟΥ ΧΡΥΣΟΥ

DR2  (Repice MM et al, 1979)

DR4

Ρευ­μα­το­ει­δής πα­ρά­γον­τας : Η νε­φρο­πά­θεια α­πό χρυ­σό πα­ρα­τη­ρεί­ται κυ­ρί­ως σε α­σθε­νείς με ο­ρο­αρ­νη­τι­κή ΡΑ. Πάν­τως, ού­τε η νε­φρο­πά­θεια και η πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α, ού­τε ο α­ριθ­μός των α­σθε­νών που δι­α­κό­πτει την χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α λό­γω ε­πι­πλο­κών, φαί­νε­ται να έ­χουν σχέ­ση με την πα­ρου­σί­α του RF.

Αν­τι-Ro(SSA) : Εί­ναι θε­τι­κά στο 21% των α­σθε­νών με βλεν­νο­γο­νο­δερ­μα­τι­κές αν­τι­δρά­σεις στον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό (Tishler M et al, 1994).

Δι­α­δο­χι­κή χο­ρή­γη­ση ΒΔΑΦ : Προ­η­γη­θεί­σα χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α αυ­ξά­νει την το­ξι­κό­τη­τα της D- πε­νι­κιλ­λα­μί­νης, ι­δι­αί­τε­ρα α­πό τους νε­φρούς και το αι­μο­ποι­η­τι­κό. Κατ΄ άλ­λους, δεν υ­πάρ­χει δι­α­φο­ρά στην το­ξι­κό­τη­τα ή την συ­χνό­τη­τα α­πό­συρ­σης των α­σθε­νών α­πό την θε­ρα­πεί­α, ό­πως και στη σει­ρά χο­ρή­γη­σης των φαρ­μά­κων ή το χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα α­πό της δι­α­κο­πής του χρυ­σού μέ­χρι την έ­ναρ­ξη της D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νης.

Το­ξι­κό­τη­τα α­πό άλ­λα ΒΔΑΦ : Προ­η­γη­θεί­σα το­ξι­κό­τη­τα α­πό τον χρυ­σό μπο­ρεί να προ­δι­α­θέ­τει σε το­ξι­κό­τη­τα α­πό την D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη, ι­δι­αί­τε­ρα ε­άν το δι­ά­στη­μα που με­σο­λα­βεί α­πό την δι­α­κο­πή του ε­νός μέ­χρι την έ­ναρ­ξη του άλ­λου εί­ναι μι­κρό­τε­ρο των 6 μη­νών.

Κά­πνι­σμα : Οι κα­πνι­στές έ­χουν δι­πλά­σι­ες ε­πι­πλο­κές α­πό τον χρυ­σό α­πό τους μη κα­πνι­στές, αν και ο α­ριθ­μός των α­σθε­νών που δι­α­κό­πτει την α­γω­γή λό­γω ε­πι­πλο­κών δεν φαί­νε­ται να έ­χει σχέ­ση με το κά­πνι­σμα.

Τα δερ­μα­τι­κά ε­ξαν­θή­μα­τα α­πό τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό φαί­νε­ται ό­τι εί­ναι συ­χνό­τε­ρα στους κα­πνι­στές, αν και αυ­τή η πα­ρα­τή­ρη­ση δεν έ­χει τε­κμη­ρι­ω­θεί. Τα ε­πί­πε­δα του χρυ­σού στα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια εί­ναι αυ­ξη­μέ­να στους κα­πνι­στές, δεν έ­χει ό­μως α­πο­δει­χθεί αν σχε­τί­ζον­ται με την συ­χνό­τη­τα των ε­πι­πλο­κών.

1.2.10   ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ

Η ο­ξεί­α υ­περ­δο­σο­λο­γί­α εί­ναι γε­νι­κά σπά­νια.

Εκ­δη­λώ­σεις :

  • Ναυ­τί­α, έ­με­τοι, δι­άρ­ροι­α
  • Ε­ρυ­θη­μα­τώ­δες ε­ξάν­θη­μα, α­πο­φο­λι­δω­τι­κή δερ­μα­τί­τι­δα
  • Στο­μα­τί­τι­δα, φα­ρυγ­γί­τι­δα, τρα­χει­ί­τι­δα
  • Γα­στρί­τι­δα, κο­λί­τι­δα, κολ­πί­τι­δα
  • Αι­μα­το­λο­γι­κές δι­α­τα­ρα­χές
  • Πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α, αι­μα­του­ρί­α, ο­ξεί­α νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια
  • Εγ­κε­φα­λί­τι­δα, πο­λυ­νευ­ρο­πά­θεια
  • Ί­κτε­ρος

Θε­ρα­πεί­α :

  • Γε­νι­κά υ­πο­στη­ρι­κτι­κά μέ­τρα
  • Δι­μερ­κα­πρό­λη ή D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη.

1.2.11   ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΕ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ

Δεν έ­χει α­να­φερ­θεί.

1.2.12   ΚΥΗΣΗ 

Στα ζώ­α : Σε πει­ρα­μα­τό­ζω­α, ο χρυ­σός συγ­κεν­τρώ­νε­ται στα ω­ο­κύτ­τα­ρα και τα η­πα­το­κύτ­τα­ρα των εμ­βρύ­ων. Σε κου­νέ­λια και α­ρου­ραί­ους, ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός προ­κα­λεί δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νες τε­ρα­το­γό­νες και εμ­βρυ­ο­το­ξι­κές βλά­βες (α­νω­μα­λί­ες του ΚΝΣ και του σκε­λε­τού) (Szabo KT et al, 1978b; Eiseman JL and Alvares AP, 1980).

Στον άν­θρω­πο : Ο χρυ­σός δι­έρ­χε­ται τον αν­θρώ­πι­νο πλα­κούν­τα και ε­να­πο­τί­θε­ται σε μι­κρές πο­σό­τη­τες στους ι­στούς του εμ­βρύ­ου (Richards AJ, 1977). Η α­σφά­λεια της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας στη διά­ρκεια της αν­θρώ­πι­νης κύ­η­σης δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί.

ΕΜΒΡΥΙΚΕΣ ΑΝΩΜΑΛΙΕΣ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΝΕΣΙΜΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΗΣΗΣ

  • Σο­βα­ρές πα­ρα­μορ­φώ­σεις, σ΄έ­να παι­δί που πέ­θα­νε με­ρι­κές η­μέ­ρες με­τά την γέν­νη­ση (Ro-gers JG et al, 1980).
  • Λα­γώ­χει­λος, λυ­κό­στο­μα και σο­βα­ρές α­νω­μα­λί­ες του ΚΝΣ και του ι­σχί­ου (Miyamoto T et al, 1970).

Πάν­τως, έ­χουν γεν­νη­θεί πολ­λά φυ­σι­ο­λο­γι­κά παι­διά α­πό γυ­ναί­κες που θε­ρα­πεύ­θη­καν με  ε­νέ­σι­μο χρυ­σό στη διά­ρκεια της εγ­κυ­μο­σύ­νης (Cohen DL et al, 1981). Μί­α α­σθε­νής με ΡΑ που θε­ρα­πεύ­θη­κε με ε­νέ­σι­μο χρυ­σό στη διά­ρκεια της κύ­η­σης γέν­νη­σε έ­να φυ­σι­ο­λο­γι­κό παι­δί με θε­ρα­πευ­τι­κά ε­πί­πε­δα χρυ­σού στο πλά­σμα (Cohen DL et al, 1981).

ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ : Ο χρυ­σός έ­χει αμ­φι­λε­γό­με­νη τε­ρα­το­γό­νο δρά­ση, γι’ αυ­τό και συ­νι­στά­ται να δι­α­κό­πτε­ται στην εγ­κυ­μο­σύ­νη και να ε­πα­να­χο­ρη­γεί­ται με προ­σο­χή στη λο­χεί­α, ε­άν εί­ναι α­πα­ραί­τη­το. Ε­ναλ­λα­κτι­κά, μπο­ρεί να ε­πα­να­χο­ρη­γη­θεί το 2ο τρί­μη­νο της εγ­κυ­μο­σύ­νης, με­τά την ο­λο­κλή­ρω­ση της ορ­γα­νο­γέ­νε­σης, για να προ­λη­φθεί η α­να­με­νό­με­νη με­τά τον το­κε­τό έ­ξαρ­ση της αρ­θρί­τι­δας. Κατ΄ άλ­λους, μπο­ρεί να συ­νε­χί­σει να χο­ρη­γεί­ται στη διά­ρκεια της κύ­η­σης, εφ΄ό­σον δι­α­τη­ρεί τον έ­λεγ­χο της νό­σου, αλ­λά σε α­ραι­ό­τε­ρα ί­σως χρο­νι­κά δι­α­στή­μα­τα και σε μι­κρό­τε­ρες δό­σεις (Brooks PM and Needs CJ, 1990).

1.2.13   ΓΑΛΟΥΧΙΑ

Ο θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός έ­χει α­νι­χνευ­θεί σε ε­λά­χι­στες πο­σό­τη­τες στο μη­τρι­κό γά­λα (Blau SP, 1973; Ostensen M et al, 1986), αλ­λά δεν εί­ναι γνω­στό ε­άν α­πορ­ρο­φά­ται σε ση­μαν­τι­κό βαθ­μό α­πό το βρέ­φος. Πάν­τως, έ­χει α­νευ­ρε­θεί στον ο­ρό και τα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια ε­νός γα­λου­χούν­τος βρέ­φους, αν και δεν έ­χουν α­να­φερ­θεί ε­πι­πλο­κές σε βρέ­φη που ε­θή­λα­ζαν α­πό γυ­ναί­κες θε­ρα­πευ­ό­με­νες με ε­νέ­σι­μο χρυ­σό.

Λό­γω των ευ­ρη­μά­των αυ­τών και της πι­θα­νό­τη­τας σο­βα­ρών ε­πι­πλο­κών σε γα­λου­χούν­τα βρέ­φη, πρέ­πει να α­πο­φα­σί­ζε­ται κα­τά πό­σον να δι­α­κο­πεί ο θη­λα­σμός ή το φάρ­μα­κο, λαμ­βά­νον­τας υ­πό­ψη την ση­μα­σί­α του φαρ­μά­κου για την μη­τέ­ρα. Α­κό­μα, πρέ­πει να λαμ­βά­νε­ται υ­πό­ψη ό­τι ο χρυ­σός πα­ρα­μέ­νει σον οργανισμό της μητέρας για με­γά­λο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα, α­κό­μα και με­τά την δι­α­κο­πή του, και α­πο­βάλ­λε­ται βρα­δέ­ως.

1.2.14   ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ - ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

Νε­ο­γνά : Δεν υ­πάρ­χουν πλη­ρο­φο­ρί­ες για την χρή­ση του θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού στην η­λι­κί­α αυ­τή.

Παι­διά : Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός μπο­ρεί να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί στη θε­ρα­πεί­α της ΝΡΑ.

Η­λι­κι­ω­μέ­νοι : Αν­τα­πο­κρί­νον­ται στον θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό ε­ξί­σου με τους νε­ό­τε­ρους και δεν εμ­φα­νί­ζουν συ­χνό­τε­ρα ε­πι­πλο­κές.

Κύ­η­ση : Αν και ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός δεν συ­νι­στά­ται α­πό τους κα­τα­σκευα­στές του στη διά­ρκεια της κύ­η­σης, δεν έ­χει α­πο­σα­φη­νι­σθεί κα­τά πό­σον έ­χει εμ­βρυ­ο­το­ξι­κή δρά­ση. Ο χρυ­σός έ­χει α­νευ­ρε­θεί σε θε­ρα­πευ­τι­κά ε­πί­πε­δα στο αί­μα του ομ­φά­λιου λώ­ρου και έ­χει χο­ρη­γη­θεί στη διά­ρκεια της κύ­η­σης, χω­ρίς να προ­κα­λέ­σει βλά­βες στο έμ­βρυ­ο. Πάν­τως, ε­πει­δή συν­δέ­ε­ται με με­μο­νω­μέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις συγ­γε­νών α­νω­μα­λι­ών, εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρο να α­πο­φεύ­γε­ται στη διάρκεια της κύ­η­σης.

Γα­λου­χί­α : Ο θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός, αν και α­πεκ­κρί­νε­ται στο μη­τρι­κό γά­λα, δεν α­πορ­ρο­φά­ται σε ση­μαν­τι­κό βαθ­μό α­πό τα βρέ­φη. Πάν­τως, αν και δεν έ­χουν α­να­φερ­θεί εμ­βρυ­ϊ­κές ε­πι­πλο­κές, οι γυναίκες που θεραπεύονται με ενέσιμο χρυσό είναι προτιμότερο να αποφεύγουν την γαλουχία.

Συ­νυ­πάρ­χον­τα νο­σή­μα­τα : Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός πρέ­πει να α­πο­φεύ­γε­ται σε α­σθε­νείς με σο­βα­ρά νε­φρι­κά ή η­πα­τι­κά νο­σή­μα­τα.

Η προ­ϋ­πάρ­χου­σα πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α και δερ­μα­τί­τι­δα εί­ναι σχε­τι­κές αν­τεν­δεί­ξεις της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας, για­τί δύ­σκο­λα δι­α­χω­ρί­ζον­ται α­πό τις το­ξι­κές εκ­δη­λώ­σεις του φαρ­μά­κου.

Η προ­ϋ­πάρ­χου­σα α­ναι­μί­α και η λευ­κο­πε­νί­α δεν εί­ναι α­πό­λυ­τες αν­τεν­δεί­ξεις της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας και μπο­ρούν, ε­άν εί­ναι α­πο­τέ­λε­σμα της υ­πο­κεί­με­νης νό­σου, ό­πως η α­ναι­μί­α της χρό­νιας νό­σου ή του συν­δρό­μου Felty, να βελ­τι­ω­θούν με την θε­ρα­πεί­α.

Νι­τρο­ει­δείς αν­τι­δρά­σεις : Οι υ­περ­τα­σι­κοί α­σθε­νείς με ΡΑ που θε­ρα­πεύ­ον­ται με α­να­στο­λείς του ΜΕΑ, ό­πως κα­πτο­πρί­λη ή α­νά­λο­γά της, μπο­ρεί να έ­χουν αυ­ξη­μέ­νο κίν­δυ­νο νι­τρο­ει­δών αν­τι­δρά­σε­ων με τον θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό ή την α­ου­ρα­νο­φί­νη. Οι αν­τι­δρά­σεις αυ­τές α­πο­τρέ­πον­ται με την αλ­λα­γή του αν­τι­ϋ­περ­τα­σι­κού ή με την χο­ρή­γη­ση θει­ο­γλυ­κο­νι­κού χρυ­σού.

Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι α­σθε­νείς α­να­πτύσ­σουν α­νο­χή ή τα­χυ­φυ­λα­ξί­α στις νι­τρο­ει­δείς αν­τι­δρά­σεις και μπο­ρούν να συ­νε­χί­σουν τον χρυ­σό, ί­σως αρ­χι­κά σε μι­κρό­τε­ρη δό­ση, αυ­ξα­νό­με­νη βαθ­μια­ία τις ε­πό­με­νες ε­βδο­μά­δες. Πάν­τως, σε η­λι­κι­ω­μέ­νους α­σθε­νείς με ΡΑ που πά­σχουν α­πό καρ­δι­αγ­γεια­κά νο­σή­μα­τα ή αρ­τη­ρι­ο­σκλή­ρυν­ση, εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρος ο θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός, λό­γω της δυ­νη­τι­κής βα­ρύ­τη­τας των αγ­γει­ο­κι­νη­τι­κών αν­τι­δρά­σε­ων του θειομηλικού χρυσού.

1.2.15   ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

  • Οι α­σθε­νείς που έ­χουν εμ­φα­νί­σει νι­τρο­ει­δείς αν­τι­δρά­σεις στον χρυ­σό πρέ­πει να κά­νουν την έ­νε­ση του χρυ­σού κα­τα­κε­κλι­μέ­νοι.
  • Κά­θε κλι­νι­κή ή/και ερ­γα­στη­ρια­κή εκ­δή­λω­ση το­ξι­κό­τη­τας α­πό τον χρυ­σό πρέ­πει να ε­λέγ­χε­ται ε­πα­νει­λημ­μέ­να για να α­πο­φευ­χθεί η πι­θα­νό­τη­τα λά­θους, ώ­στε να μην ο­δη­γή­σει σε ά­σκο­πη δι­α­κο­πή της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας. Πα­ράλ­λη­λα, πρέ­πει να α­πο­κλεί­ον­ται ε­πι­πλο­κές α­πό άλ­λα φάρ­μα­κα, κυ­ρί­ως ΜΣΑΦ, πα­ρεμ­πί­πτου­σες βλεν­νο­γο­νο­δερ­μα­τι­κές αλ­λοι­ώ­σεις ή ε­ξω­αρ­θρι­κές κλι­νι­κές εκ­δη­λώ­σεις της νό­σου. Ε­άν δεν υ­πάρ­χει άλ­λη ε­ξή­γη­ση, η αν­τί­δρα­ση πρέπει να αποδίδεται συμ­πε­ρα­σμα­τι­κά στον χρυ­σό και η θε­ρα­πεί­α να α­να­στέλ­λε­ται α­νά­λο­γα με τον τύ­πο και την βα­ρύ­τη­τά της.
  • Οι ηλικιωμένοι ασθενείς με ΡΑ πρέπει να θεραπεύονται με ενέσιμο χρυσό με προσοχή και κάτω από συ­χνό­τε­ρη και στε­νό­τε­ρη κλι­νι­κή και ερ­γα­στη­ρια­κή πα­ρα­κο­λού­θη­ση, ιδιαίτερα για τον φόβο των αιματολογικών επιπλοκών, δε­δο­μέ­νου ό­τι γενικά οι ηλικιωμένοι εμφανίζουν α­πλα­σί­α του μυ­ε­λού δευ­τε­ρο­πα­θώς σε ο­ποι­ο­δή­πο­τε φάρ­μα­κο συχνότερα από τους νε­ό­τε­ρους.
  • Τα ά­λα­τα του χρυ­σού δεν πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται ταυ­τό­χρο­να με D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη
  • Η συγχο­ρή­γη­ση του ε­νέ­σι­μου χρυ­σού με α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κά φάρ­μα­κα δεν έ­χει τεκμηριωμένη ασφάλεια, γι΄αυ­τό και εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρο να α­πο­φεύ­γε­ται.
  • Ο σακ­χα­ρώ­δης δι­α­βή­της και η συμ­φο­ρη­τι­κή καρ­δια­κή α­νε­πάρ­κεια πρέ­πει να τί­θεν­ται υ­πό έ­λεγ­χο πριν α­πό την έ­ναρ­ξη της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας

ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΟΠΟΥ Ο ΕΝΕΣΙΜΟΣ ΧΡΥΣΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ :

  • Ι­στο­ρι­κό αι­μα­το­λο­γι­κών δυ­σκρα­σι­ών (π.χ. κοκ­κι­ο­κυτ­τα­ρο­πε­νί­α ή α­ναι­μί­α ο­φει­λό­με­νη σε φαρ­μα­κευ­τι­κή υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α)
  • Αλ­λερ­γί­α ή υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α στα συ­στα­τι­κά του σκευ­ά­σμα­τος
  • Δερ­μα­τι­κό ε­ξάν­θη­μα
  • Προ­η­γη­θεί­σα νε­φρι­κή ή η­πα­τι­κή νό­σος
  • Με­γά­λη υ­πέρ­τα­ση
  • Ε­ξα­σθε­νη­μέ­νη εγ­κε­φα­λι­κή ή καρ­δι­αγ­γεια­κή κυ­κλο­φο­ρί­α.

1.2.16   ΔΟΣΕΙΣ-ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ

1.2.16.1   ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

ΔΟΣΗ : Η ι­δα­νι­κή δό­ση των α­λά­των του χρυ­σού στη θε­ρα­πεί­α της ΡΑ δεν έ­χει κα­θο­ρι­σθεί. Γε­νι­κά, δό­σεις >50 mg/ε­βδ. συ­νο­δεύ­ον­ται α­πό α­να­λο­γι­κή αύ­ξη­ση της το­ξι­κό­τη­τας, χω­ρίς αν­τί­στοι­χη αύ­ξη­ση της α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας (Cats A, 1976; Furst DE et al, 1977).

ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ : Το κλα­σι­κό σχή­μα της ε­νέ­σι­μης χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας εί­ναι εμ­πει­ρι­κό και δι­α­κρί­νε­ται σε 3 φά­σεις :

α)  Αρ­χι­κή θε­ρα­πεί­α : Η χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α αρ­χί­ζει με μι­κρές δό­σεις, προ­ο­δευ­τι­κά αυ­ξα­νό­με­νες κα­τά τα­κτά χρο­νι­κά δι­α­στή­μα­τα, ώ­στε να προ­λη­φθούν ή να μει­ω­θούν τυ­χόν το­ξι­κές ή αλ­λερ­γι­κές εκ­δη­λώ­σεις ή αν­τι­δρά­σεις υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας. Π.χ. :

1ο σχή­μα :

  • Αρ­χι­κή δό­ση 1 mg
  • Με­τά μί­αν ε­βδο­μά­δα, 5 mg
  • Με­τά μί­αν ε­βδο­μά­δα, 10 mg

2ο σχή­μα :

  • Αρ­χι­κή δό­ση 2.5 mg
  • Με­τά μί­αν ε­βδο­μά­δα, 7.5 mg
  • Με­τά μί­αν ε­βδο­μά­δα, 10 mg

3ο σχή­μα (ε­πι­κρα­τέ­στε­ρο) :

  • Αρ­χι­κή δό­ση 10 mg
  • Με­τά μί­αν ε­βδο­μά­δα 25 mg

β)  Βα­σι­κή θε­ρα­πεί­α : Με­τά την χο­ρή­γη­ση των αρ­χι­κών μει­ω­μέ­νων δό­σε­ων, ο χρυ­σός συ­νε­χί­ζε­ται σε δό­ση 50 mg/ε­βδ. μέ­χρις ό­του χο­ρη­γη­θούν συ­νο­λι­κά 1 gr α­λά­των χρυ­σού (ή 500 mg στοι­χεια­κού χρυ­σού), ή­τοι ε­πί 6 πε­ρί­που μή­νες, ή μέ­χρις ό­του εμ­φα­νι­σθούν επιπλοκές ή κο­ρυ­φω­θεί η κλι­νι­κή βελ­τί­ω­ση. Ο πό­νος της εν­δο­μυ­ϊ­κής έ­νε­σης μπο­ρεί να μει­ω­θεί με την προ­σθή­κη λι­δο­καΐνης. 

γ)  Θε­ρα­πεί­α συν­τή­ρη­σης : Ε­άν κα­τά την διά­ρκεια ή με­τά το πέ­ρας της βα­σι­κής α­γω­γής προ­κύ­ψει κλι­νι­κή βελ­τί­ω­ση, η θε­ρα­πεί­α συ­νε­χί­ζε­ται ό­πως πα­ρα­κά­τω :

  • 25-50 mg κά­θε 2 ε­βδο­μά­δες Χ 2-4 μή­νες (4-8 ε­νέ­σεις)
  • 25-50 mg κά­θε 3 ε­βδο­μά­δες Χ 2-3 μή­νες (4-6 ε­νέ­σεις) και
  • 25-50 mg κά­θε 1-2 μή­νες.

Η συ­χνό­τη­τα και η δό­ση των ε­νέ­σε­ων μπο­ρούν να τρο­πο­ποι­ούν­ται α­νά­λο­γα με την θε­ρα­πευ­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση ή την το­ξι­κό­τη­τα του φαρ­μά­κου. Η έ­νε­ση του χρυ­σού, ε­άν γί­νε­ται κά­θε 15 η­μέ­ρες, δεν εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή α­π’ ό, τι αν γί­νε­ται κά­θε μή­να και εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο το­ξι­κή (Griffin AJ et al, 1981). Οι ασθενείς που ακολουθούν θεραπεία συντήρησης με  100 mg θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού κά­θε 15 η­μέ­ρες δεν διαφέρουν α­π’ αυ­τούς που παίρνουν placebo, αν και έχον με­γα­λύ­τε­ρη αν­τα­πό­κρι­ση και μι­κρό­τε­ρη συ­χνό­τη­τα υ­πο­τρο­πών (Cats A, 1976),.

ΑΛΛΑ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ :

(1)     10 mg/ε­βδ. Χ 5 μή­νες και στη συ­νέ­χεια 20 mg/μή­να Χ 7 μή­νες : Δεν δι­α­φέ­ρει σε α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα α­πό 50 mg/ε­βδομάδα. (Griffin AJ et al, 1982).

(2)     25 mg/ε­βδομάδα.

(3)     50 mg/ε­βδ. μέ­χρι την συ­νο­λι­κή δό­ση 500-700 mg, ο­πό­τε μει­ώ­νε­ται σε 25 mg/ε­βδ., ή, ε­άν δεν υ­πάρ­χει αν­τα­πό­κρι­ση, αυ­ξά­νε­ται κα­τά 10 mg/ε­βδομάδα

(4)     100-150 mg/ε­βδ., μέ­χρις ό­του χο­ρη­γη­θούν συ­νο­λι­κά 1.500-2.500 mg, ή τρο­πο­ποί­η­ση της δό­σης, ώ­στε τα ε­πί­πε­δα του χρυ­σού στον ο­ρό να δι­α­τη­ρούν­ται >300 μg/dl.

(5)     100 mg θει­ο­γλυ­κο­νι­κού χρυ­σού 2 φο­ρές την ε­βδο­μά­δα Χ 11 ε­βδο­μά­δες και στη συ­νέ­χεια 50 mg/ε­βδ. Χ 10 ε­βδο­μά­δες : Ε­χει πα­ρό­μοι­α α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα, αλ­λά πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρη το­ξι­κό­τη­τα, α­πό 25 mg ε­νέ­σι­μου χρυ­σού 2 φο­ρές/ ε­βδ. Χ 11 ε­βδο­μά­δες και στη συ­νέ­χεια 50 mg/ε­βδομάδα. (Cats A, 1976).

(6)     200 mg κά­θε 4 ε­βδο­μά­δες : Εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός (Norton WL and Donnelly RJ, 1983), πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό 100 mg και συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό λι­γό­τε­ρες υ­πο­τρο­πές α­πό 50 mg (Cats A, 1976). 

(7)     10-20 ε­πί πλέ­ον ε­νέ­σεις 50 mg, ε­άν δεν προ­κύ­ψει βελ­τί­ω­ση με­τά την ο­λο­κλή­ρω­ση της 6μηνης βα­σι­κής θε­ρα­πεί­ας.

(8)     Αύ­ξη­ση της δό­σης κά­θε 1-4 ε­βδο­μά­δες κα­τά 10-25 mg μέ­χρι την μέ­γι­στη δό­ση 100 mg κά­θε φο­ρά, ε­άν δεν υ­πάρ­ξει βελ­τί­ω­ση με το βα­σι­κό 6μηνης διά­ρκειας σχή­μα. Το σχή­μα αυ­τό έ­χει ση­μαν­τι­κή α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή και μι­κρή το­ξι­κό­τη­τα (<10%)

(9)     Δο­σο­λο­γι­κό σχή­μα βα­σι­σμέ­νο σε τρο­πο­ποι­ή­σεις των δό­σε­ων με βά­ση το σω­μα­τι­κό βά­ρος, ώ­στε τα ε­πί­πε­δα του χρυ­σού στον ο­ρό να κυ­μαί­νον­ται σε 300-400 μg/dl : Δεν φαί­νε­ται να υ­πε­ρέ­χει της βα­σι­κής θε­ρα­πεί­ας με 50 mg/ε­βδ. (Rothermich NO et al, 1976).

Τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα των δο­σο­λο­γι­κών αυ­τών σχη­μά­των εί­ναι αμ­φι­λε­γό­με­να, γι’ αυ­τό και σε χρή­ση σή­με­ρα εί­ναι το πα­ρα­δο­σια­κό θε­ρα­πευ­τι­κό σχή­μα, που ό­μως έ­χει βα­σι­σθεί πε­ρισ­σό­τε­ρο στην κλι­νι­κή εμ­πει­ρί­α, πα­ρά σε ε­πι­στη­μο­νι­κά δε­δο­μέ­να.

Με­ρι­κοί α­σθε­νείς που δεν αν­τα­πο­κρί­νον­ται στο κα­θι­ε­ρω­μέ­νο θε­ρα­πευ­τι­κό σχή­μα μπο­ρούν να α­κο­λου­θή­σουν το σχή­μα (4) ή (5), με την ελ­πί­δα ό­τι με­γα­λύ­τε­ρες α­θροι­στι­κές δό­σεις μπο­ρεί να α­πο­βούν πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κές. Οι α­σθε­νείς αυ­τοί εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρο να έ­χουν η­λι­κί­α μι­κρό­τε­ρη των 60-65 ε­τών, κα­λή α­νο­χή στον χρυ­σό και ε­ξαν­τλή­σει τα πε­ρι­θώ­ρια, λό­γω το­ξι­κό­τη­τας ή έλ­λει­ψης α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας, για άλ­λα DMARDs.

ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ : Το βα­σι­κό θε­ρα­πευ­τι­κό 6μηνης διά­ρκειας σχή­μα θε­ω­ρεί­ται α­πα­ραί­τη­το σε κά­θε α­σθε­νή, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό την κλι­νι­κή αν­τα­πό­κρι­ση, για να γί­νει ά­θροι­ση του χρυ­σού στους ι­στούς. Ο χρυ­σός, πριν α­πο­φα­σι­σθεί ό­τι δεν έ­χει α­πο­τέ­λε­σμα και δι­α­κο­πεί, πρέ­πει να χο­ρη­γη­θεί ε­πί 12-18 ή πε­ρισ­σό­τε­ρους μή­νες (Sigler JW et al, 1974; Srinivasan NR et al, 1979). Ε­άν έ­χει ι­κα­νο­ποι­η­τι­κό α­πο­τέ­λε­σμα μπο­ρεί να συ­νε­χι­σθεί α­πε­ρι­ό­ρι­στα, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό την συ­νο­λι­κή α­θροι­στι­κή του δό­ση.

Με­τά α­πό μα­κρο­χρό­νια θε­ρα­πεί­α συν­τή­ρη­σης μπο­ρεί να πα­ρα­τη­ρη­θεί α­πώ­λεια της α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας (Situnayake RD et al, 1987). Οι α­σθε­νείς που εμ­φα­νί­ζουν πα­ρό­ξυν­ση της νό­σου ε­νώ θε­ρα­πεύ­ον­ται με ε­νέ­σι­μο χρυ­σό κά­θε μή­να σε δό­ση συν­τή­ρη­σης, μπο­ρεί να βελ­τι­ω­θούν ε­άν κά­νουν την έ­νε­ση του χρυ­σού κά­θε ε­βδο­μά­δα (Sagransky DM and Greenwald RA, 1980).

ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ : Ο ε­νέ­σι­μος χρυ­σός εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρο να συ­νε­χί­ζε­ται ε­π’ α­ό­ρι­στον, ε­φ’ ό­σον προ­κα­λέ­σει πλή­ρη ύ­φε­ση της νό­σου και εί­ναι κα­λά α­νε­κτός, δε­δο­μέ­νου ό­τι, σε δό­σεις συν­τή­ρη­σης (25-50 mg κά­θε 2-4 ε­βδο­μά­δες), μπο­ρεί να έ­χει προ­στα­τευ­τι­κή δρά­ση στον χόν­δρο και τα ο­στά των αρ­θρώ­σε­ων και προ­λα­βαί­νει συ­νή­θως τις υ­πο­τρο­πές της νό­σου. Με­τά την δι­α­κο­πή του, ε­φ’ ό­σον ο άρ­ρω­στος εί­χε ι­κα­νο­ποι­η­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση, η νό­σος υ­πο­τρο­πιά­ζει με­τ’ άλ­λο­τε άλ­λο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα, α­νά­λο­γα με την συ­νο­λι­κά χο­ρη­γη­θεί­σα δό­ση του χρυ­σού.

Ε­άν η θε­ρα­πεί­α δι­α­κο­πεί με­τά την χο­ρή­γη­ση 1 gr χρυ­σού, οι α­σθε­νείς που εί­χαν αν­τα­πο­κρι­θεί συ­νε­χί­ζουν να έ­χουν βελ­τί­ω­ση για δι­ά­στη­μα έ­ως και 2 ε­τών, αλ­λά με­τά υ­πο­τρο­πιά­ζουν. Ε­άν έ­χουν χο­ρη­γη­θεί συ­νο­λι­κά 2.5 gr θει­ο­γλυ­κο­νι­κού χρυ­σού, η βελ­τί­ω­ση ε­ξα­κο­λου­θεί να δι­α­τη­ρεί­ται α­κό­μα και 4 χρό­νια με­τά την δι­α­κο­πή του (Cats A, 1976). Ε­άν η συ­νο­λι­κή δό­ση εί­χε υ­περ­βεί τα 6 gr, η νό­σος συ­νή­θως υ­πο­τρο­πιά­ζει αρ­κε­τούς μή­νες ή και πά­νω α­πό 2 χρό­νια με­τά την δι­α­κο­πή της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας.

Η ό­ψι­μη υ­πο­τρο­πή της νό­σου με­τά την δι­α­κο­πή του χρυ­σού προ­φα­νώς ο­φεί­λε­ται στη δρά­ση του χρυ­σού που έ­χει ε­να­πο­θη­κευ­θεί στους ι­στούς. Ο κίν­δυ­νος των ε­πι­πλο­κών της μα­κρο­χρό­νιας χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας δεν αυ­ξά­νε­ται α­να­λο­γι­κά, για­τί ο χρυ­σός δεν φαί­νε­ται να έ­χει α­θροι­στι­κή το­ξι­κό­τη­τα. Άλ­λοι ό­μως δεν έ­χουν δι­α­πι­στώ­σει ω­φέ­λεια α­πό την μα­κρο­χρό­νια θε­ρα­πεί­α συν­τή­ρη­σης με ά­λα­τα χρυ­σού. Α­κό­μα, η χο­ρή­γη­ση με­γα­λύ­τε­ρων δό­σε­ων σε α­σθε­νείς που έ­χουν λάβει συ­νο­λι­κά 6 gr α­λά­των χρυ­σού δεν α­να­μέ­νε­ται να προ­σφέ­ρει ε­πι­πρό­σθε­τη βελ­τί­ω­ση (Van der Leeden H et al, 1986).

1.2.16.2   ΣΥΝΔΡΟΜΟ FELTY

Θε­ρα­πευ­τι­κό σχή­μα : Αρ­χι­κή δό­ση 10 mg ή 25 mg, μέ­χρις ό­του αυ­ξη­θεί ο α­πό­λυ­τος α­ριθ­μός των λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων. Στη συ­νέ­χεια, δό­ση συν­τή­ρη­σης 50 mg/ε­βδ., ό­πως στη ΡΑ.

1.2.16.3   ΝΕΑΝΙΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡ&Iot