Ενέσιμος χρυσός
Πολλά σύμπλοκα χρυσού είναι γνωστά, αλλά μερικά μόνον απ΄αυτά έχουν χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία των ρευματικών νοσημάτων. Ο χρυσός έχει επιστρατευθεί από αιώνων στη θεραπεία πολλών νοσημάτων του ανθρώπου, ακόμα και της φυματίωσης, μετά την ανακάλυψη από τον Koch, το 1890, ότι ο κυανιούχος χρυσός αναστέλλει τον βάκιλλο της φυματίωσης, in vitro. Από το 1929, ο χρυσός χρησιμοποιείται στη θεραπεία της ΡΑ, με βάση την υπόθεση του Forestier ότι η ΡΑ οφείλεται σε φυματιώδη λοίμωξη. Ακόμα, είναι σε χρήση σε πολλά άλλα ρευματικά νοσήματα (π.χ. ΨΑ, ΝΡΑ, νόσος Still των ενηλίκων, κ.ά.).
ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ ΧΡΥΣΟΥ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΕΙ ΣΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΡΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ
ΣΚΕΥΑΣΜΑ XHMIKO ONOMA ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΟΝΟΜΑ
1. Θειομηλικός χρυσός Gold sodium thiomalate Myocrisin
Myochrysin
2. Θειογλυκονικός χρυσός Aurothioglucose Solganal
Gold 50
3. Θειογλυκοανιλιδικός χρυσός Gold thioglycoanilid
4. Θειοθειϊκός χρυσός Gold sodium thiosulfate Sanochrysin
5. Θειοπροπανοσουλφονικός χρυσός Thiopropanosulphonate Allocrysine
6. 4-αμινο-2-μερκαπτοβενζοϊκό οξύ 4-amino-2-mercaptobenzoic acid Krysolgan
7. Θειοπολυπεπτίδιο χρυσού Gold keratinate Aurodexin
8. Τριαιθυλοφωσφονικός χρυσός Triethylphosphine gold thioglucotetra-acetate Auranofin
ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ ΧΡΥΣΟΥ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΣΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΡΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ
Τα σύμπλοκα του χρυσού που χρησιμοποιούνται στα ρευματικά νοσήματα διακρίνονται σε 2 κύριες χημικές ομάδες :
- Στα υδατοδιαλυτά σύμπλοκα, τα οποία είναι κυρίως πολυμερή και χορηγούνται ενδομυϊκά (κυρίως ο θειομηλικός και ο θειογλυκονικός χρυσός), και
- Στα λιποδιαλυτά μονομερή σύμπλοκα, στα οποία ανήκει η αουρανοφίνη (Auranofin).
Τα συχνότερα χρησιμοποιούμενα στη θεραπεία των ρευματικών νοσημάτων υδατοδιαλυτά σύμπλοκα του χρυσού είναι ο θειομηλικός και ο θειογλυκονικός χρυσός. Σε άλλες χώρες χρησιμοποιούνται παρόμοια σύμπλοκα, όπως ο θειοπροπανοσουλφονικός χρυσός, το 4-αμινο-2-μερκαπτοβενζοϊκό οξύ και ο θειοθειϊκός χρυσός. Στην Ελλάδα χρησιμοποιείται μόνον ο θειομηλικός χρυσός.
1.2.1 ΧΗΜΕΙΑ
1.2.1.1 θειομηλικός χρυσός (gold sodium thiomalate, sodium aurothiomalate)
Χημικό όνομα : [Mercaptobutanetiado-(1)]-gold disodium salt]
Μοριακός τύπος :
- Μονονατριούχο άλας : C4H4AuNaO4S
- Δινατριούχο άλας : C4H3AuNa2O4S
ΕΙΚΟΝΑ 114 : Συντακτικός τύπος θειομηλικού χρυσού
Περιγραφή : Ο θειομηλικός χρυσός είναι στείρο υδατικό διάλυμα δινατριούχων και μονονατριούχων αλάτων του χρυσοθειομηλικού οξέος. Το μονονατριούχο άλας έχει μοριακό βάρος 368.09 και το δινατριούχο, 390.07.
Ο θειομηλικός χρυσός είναι λευκή έως κιτρινόλευκη, άοσμη ή πρακτικά άοσμη συμπαγής ουσία. Είναι πολύ διαλυτός στο ύδωρ και αδιάλυτος στο οινόπνευμα. Το εμπορικό σκεύασμα έχει κίτρινη ή ελαφρώς κίτρινη χροιά και pH 5.8-6.5.
1.2.1.2 θειογλυκονικός χρυσός (aurothioglucose)
- Χημικό όνομα : 1-Thio-D-glucopyranosato) gold
- Μοριακός τύπος : C6H11AuO5S
ΕΙΚΟΝΑ 115 : Συντακτικός τύπος χρυσοθειογλυκόζης
Περιγραφή : Ο θειογλυκονικός χρυσός υπάρχει σαν κίτρινη, σχεδόν άοσμη ή με ελαφρά οσμή μερκαπτάνης, σκόνη που περιέχει περίπου 50% χρυσό. Διαλύεται ελεύθερα στο ύδωρ, ενώ είναι πρακτικά αδιάλυτος στην ακετόνη, το οινόπνευμα, το χλωροφόρμιο, τον αιθέρα και τα φυτικά έλαια. Έχει μοριακό βάρος 392.18. Επειδή τα υδατικά διαλύματα του θειογλυκονικού χρυσού αποσυντίθενται μετά την παραμονή τους, χρησιμοποιούνται σαν εναιώρημα σε άνυδρα φυτικά έλαια.
1.2.2 ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ
1.2.2.1 ΧΗΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Όλα τα σκευάσματα χρυσού περιέχουν χρυσό σε οξειδωτική κατάσταση Ι, δηλ. Au(I). Το Au+ ιόν δεν υπάρχει σε υδατικό διάλυμα και τα σκευάσματα του χρυσού αποτελούν κυρίως σύμπλοκα με ενώσεις θειόλης, δηλ. ενώσεις που περιέχουν την – SH ομάδα (σουλφυδρυλικές ενώσεις). Ο Au(I) γενικά σχηματίζει σύμπλοκα, στα οποία δύο δεσμοί συνδέονται σε αντίθετα σημεία του χρυσού και το κεντρικό επομένως τμήμα του συμπλόκου είναι γραμμικό. Οι θειολικές ομάδες μπορούν να ανταλλαγούν με ενδογενείς δεσμούς, όπως λευκωματίνη και γλουταθειόνη, γι΄αυτό και η ιατρική χημεία του χρυσού εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την σύνδεση και ανταλλαγή των δεσμών αυτών.
Α) ΥΔΑΤΟΔΙΑΛΥΤΑ ΣΥΜΠΛΟΚΑ ΧΡΥΣΟΥ
Όλα τα πολυμερή σύμπλοκα περιέχουν [Au(I)] και θειολικό δεσμό, όπως χρυσοθειομηλικό και χρυσοθειογλυκονικό άλας, σε αναλογία περίπου 1:1, ενώ οι υπο-ομάδες γεφυρώνονται μεταξύ τους με θείο. Η αναλογία χρυσοθειομηλικού άλατος/Au είναι >1:1. Το πλεονάζον χρυσοθειομηλικό άλας δεν είναι ελεύθερο, αλλά πιθανώς δρα για να ολοκληρώσει τις αλύσους. Η προσθήκη περίσσειας θειομηλικού άλατος σε χρυσοθειομηλικό προκαλεί αποδόμηση της πολυμερούς δομής και παράγεται το μονομερές δισθειομηλικό σύμπλοκο :
- Autm + tm → Au(tm)2
όπου ο Autm είναι υπο-ομάδα της πολυμερούς δομής. Η αντίδραση αυτή χρησιμεύει σαν μοντέλο για την αλληλεπίδραση μεταξύ των πολυμερών συμπλόκων και της ενδογενούς θειόλης (RSH), όπως η λευκωματίνη και η γλουταθειόνη :
- Autm + RSH → RSAutm
Η μεγάλη υδατοδιαλυτότητα του χρυσοθειομηλικού και του χρυσοθειοπροπανοσουλφονικού άλατος οφείλεται σε ιονισμό των δεσμών σε φυσιολογικό pH, ενώ οι υδροξυλικές ομάδες του θειογλυκονικού χρυσού σχηματίζουν άμεσα δεσμούς υδρογόνου με ύδωρ. Η χαμηλή λιποδιαλυτότητα, σε συνδυασμό με το μεγάλο μοριακό βάρος, ευθύνεται για την δυσαπορρόφηση των πολυμερών συμπλόκων του χρυσού και την μικρή τους αποτελεσματικότητα όταν χορηγούνται per os (Kamel H et al, 1978), γι’ αυτό και, για να έχουν αντιρρευματική δράση, χορηγούνται ενδομυϊκά.
Ο κολλοειδής στοιχειακός χρυσός (1% μεταλλικός κολλοειδής χρυσός) είναι τελείως ανενεργός, απορροφάται σε μικρό μόνο βαθμό και εισδύει σε μικρές μόνο ποσότητες στους φλεγμαίνοντες ιστούς. Ο χλωριούχος και ο κυανιούχος χρυσός είναι επίσης αποτελεσματικοί στην πειραματική αρθρίτιδα, αλλά πολύ τοξικοί. Τα πολυμερή σύμπλοκα δεν έχουν καθορισμένα χημικά συστατικά και οι δομές τους μπορεί να ποικίλλουν ανάλογα με τον τρόπο που χρησιμοποιούνται τα διαλύματα. Ο θειομηλικός χρυσός περιέχει γλυκερόλη και αιθανόλη. Σε στερεά κατάσταση, το χρυσοθειομηλικό άλας είτε αποτελείται από 2 διαφορετικά πολυμερή, είτε στο ένα πολυμερές περιέχεται χρυσός σε διαφορετικά χημικά περιβάλλοντα (Hill DT et al, 1983).
Το διάλυμα του χρυσοθειομηλικού άλατος αρχικά είναι κίτρινο, αλλά αποχρωματίζεται ταχέως και αποκτά μόνιμα κίτρινο χρώμα όταν θερμανθεί, όπως στο εμπορικό σκεύασμα. Το θειοθειϊκό σύμπλοκο είναι ένα σχετικά απλό μονομερές σύμπλοκο. Ιονίζεται έντονα σε φυσιολογικό pH και χορηγείται ενδομυϊκά, όπως τα πολυμερή σύμπλοκα. Οι βιολογικές του ιδιότητες είναι γενικά παρόμοιες των πολυμερών υδατοδιαλυτών θειολικών συμπλόκων.
Ο θειομηλικός, ο θειογλυκονικός και ο θειογλυκοανιλιδικός χρυσός περιέχουν 50%, και ο θειοθειϊκός χρυσός, 37% χρυσό σε βάρος. Ο θειομηλικός χρυσός παρασκευάζεται σε υδατικό διάλυμα (50 mg/ml), ο θειογλυκονικός, σε ελαιώδες διάλυμα (50 mg/ml) και η αουρανοφίνη, σε δισκία των 3 mg. Παρά την διαφορά στη χημική τους σύνθεση, η θεραπευτική δράση του θειομηλικού και του θειογλυκονικού χρυσού έγκειται στο ιονισμένο Au+ συστατικό. Το χρυσοθειομηλικό και το χρυσοθειογλυκονικό άλας έχουν δράση παρόμοια με την D-πενικιλλαμίνη στην επιβραδυνόμενη υπερευαισθησία και στην αρθρίτιδα από ανοσοενισχυτικό.
Ο θειομηλικός χρυσός με την μορφή κάψουλας ενσωματωμένος με λιποσώματα πιθανώς υπερέχει σαν σύστημα μεταφοράς του παρεντερικού χρυσού. Ο ραδιενεργός κολλοειδής χρυσός έχει χορηγηθεί ενδαρθρικά για την τοπική θεραπεία της ανθεκτικής ρευματοειδούς υμενίτιδας και του υδράρθρου (Grahame R et al, 1970).
Οι χημικές ιδιότητες του χρυσοθειομηλικού άλατος εξαρτώνται από την εναποθήκευση του διαλύματος. Το πρόσφατα παρασκευασμένο διάλυμα (εντός 30΄΄) και το μόνιμο κίτρινο εμπορικό διάλυμα (Myocrisin) προκαλούν συσσώρευση των αιμοπεταλίων, σε αντίθεση με το άχρωμο παρασκεύασμα, το οποίο παρασκευάζεται μετά από στάση επί ≥ 10΄ (Kean WF et al, 1984; Kassam YB et al, 1987).
Το Myocrisin και το άχρωμο διάλυμα του χρυσοθειομηλικού άλατος αναστέλλουν τον πολλαπλασιασμό των λεμφοκυττάρων (Kean WF et al, 1988). Το περιεχόμενο ενός διαλύματος Myo- crisin διαφορετικής ισχύος μπορεί να έχει διαφορετική δράση στην οξειδωτική αντίδραση των πολυμορφοπυρήνων λευκών αιμοσφαιρίων.
Ακόμα και στις ίδιες τελικές συγκεντρώσεις, το κίτρινο διάλυμα του Myocrisin του 1 και των 5 mg αναστέλλει τον χημειοφθορισμό των λευκών αιμοσφαιρίων, ενώ σε φιαλίδια των 10, 20 και 50 mg διεγείρει ελαφρώς τον χημειοφθορισμό, όπως το άχρωμο διάλυμα του χρυσοθειομηλικού άλατος, σε μεγάλες συγκεντρώσεις (Rudkowski R et al, 1990).
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΘΕΙΟΜΗΛΙΚΟΥ - ΘΕΙΟΓΛΥΚΟΝΙΚΟΥ ΧΡΥΣΟΥ :
- Ο θειομηλικός χρυσός γενικά δεν διαφέρει από τον θειογλυκονικό στην κατανομή, τις βιολογικές δράσεις και την κλινική αποτελεσματικότητα, αλλά είναι προτιμότερος από τον θειομηλικό, γιατί είναι λιγότερο τοξικός. Ο θειομηλικός χρυσός προκαλεί μετα-ενεσιακές αντιδράσεις, οι οποίες είναι σπάνιες με τον θειογλυκονικό. Τα υδατικά διαλύματα του θειομηλικού χρυσού προκαλούν συχνότερα επιπλοκές (30%) από τα ελαιώδη εναιωρήματα του θειογλυκονικού (9%) (Rothermich NO et al, 1976).
- Ο θειογλυκονικός χρυσός δεν διαλύεται εύκολα, γιατί περιέχει σησαμέλαιο σαν έκδοχο. Εάν το φιαλίδιο δεν αναταραχθεί επισταμένα, η δόση μπορεί να είναι ελλιπής. Το ελαιώδες διάλυμα του θειογλυκονικού χρυσού, μετά από ενδομυϊκή χορήγησή του, απορροφάται κάπως αργότερα συγκριτικά με τον θειομηλικό χρυσό, γι’ αυτό και μπορεί να διαφέρει σε τοξικότητα. Τα υδατικά διαλύματα του θειομηλικού και του θειογλυκονικού χρυσού είναι περισσότερο τοξικά από τα ελαιώδη (Lawrence JS, 1976).
- Ο θειογλυκονικός χρυσός μπορεί να προκαλέσει τοπική διόγκωση στην περιοχή της ένεσης και η επιμήκης, ευρεία βελόνα (μήκους 5 περίπου cm και διαμέτρου 20) που απαιτείται για την ένεση μπορεί να αποδειχθεί πολύ επώδυνη. Για τους παραπάνω λόγους, σκεύασμα εκλογής στη ΡΑ είναι ο θειομηλικός χρυσός. Εάν προκαλέσει νιτροειδή αντίδραση, μπορεί να αντικατασταθεί από τον θειογλυκονικό χρυσό.
ΑΟΥΡΑΝΟΦΙΝΗ (AURANOFIN)
Είναι μικτό σύμπλοκο χρυσού με δεσμούς μία θειόλη (τετρα-ακετυλοθειογλυκόζη) και τριαι-θυλοφωσφίνη. Ο τετρα-ακετυλοθειογλυκονικός δεσμός είναι συνδεδεμένος λιγότερο ισχυρά, γι’ αυτό και παρεκτοπίζεται πριν από την τριαιθυλοφωσφίνη (Crooke ST et al, 1986).
ΧΡΥΣΟΚΥΑΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ [AUROCYANIDE, AU(CN)2-]
Είναι μονομερές σύμπλοκο ιόν, περισσότερο σταθερό από άλλα σύμπλοκα χρυσού σε υδατικό διάλυμα. Η σταθερότητά του είναι της τάξης των 10/38. Έχει βακτηριοστατική δράση κατά του μυκοβακτηριδίου της φυματίωσης, σε πολύ μεγάλες αραιώσεις, αν και είναι πιθανώς ανενεργό in vivo και τοξικό, και τοξική δράση στο μυκόπλασμα (Sabin AB and Warren J, 1940).
ΤΕΤΡΑΧΛΩΡΙΟΥΧΟΣ ΧΡΥΣΟΣ (AURIC TETRACHLORIDE, AUCL4-)
Είναι σύμπλοκο χρυσού με σθένος κατάστασης III. Είναι ισχυρός οξειδωτικός παράγοντας που μπορεί να αναχθεί σε Au(I) σύμπλοκα, in vitro και in vivo (Sadler PJ, 1976), και να σχηματισθεί από μυελοπεροξειδάση (Beverly B and Couri D, 1987). Αν και τα Au(III) σύμπλοκα είναι οξειδωτικοί παράγοντες σε υδατικό διάλυμα, είναι σταθερότερα σε μη υδατικό περιβάλλον. Η σταθερότητά τους στο σχετικά μη υδατοδιαλυτό περιβάλλον των κυτταρικών μεμβρανών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στον μεταβολισμό των συμπλόκων του χρυσού.
1.2.2.2 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΝΕΣΙΜΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΣΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΖΩΑ
- Έχει δοσοεξαρτώμενη αποτελεσματικότητα, θεραπευτικά και προφυλακτικά, σε αρθρίτιδα από μυκόπλασμα προκαλούμενη από ενδοφλέβια χορήγηση οργανισμών παρόμοιων με πλευροπνευμονίτιδα, σε ποντικούς (Ford DK, 1972). Η δράση αυτή μάλλον δεν οφείλεται σε αντιβακτηριδιακές ιδιότητες, δεδομένου ότι ο θειομηλικός χρυσός δεν δρα σε οργανισμούς, in vitro, ή στην ιδιότητά τους να προκαλούν πειραματική αρθρίτιδα. Ακόμα, αποδίδεται σε αλληλεπίδραση του συμπλόκου του χρυσού με διαθέσιμες πρωτεϊνικές σουλφυδρυλικές ομάδες στη μεμβράνη του μυκοπλάσματος (Talbot HL and Myers DB, 1977).
- Αναστέλλει την πειραματική στρεπτοκοκκική αρθρίτιδα, σε αρουραίους (Rothbard S et al, 1941).
- Βελτιώνει την πειραματική αρθρίτιδα την επαγόμενη από ενδοπεριτοναϊκή ένεση σαρκώματος, σε επινεφριδιεκτομηθέντες και μη αρουραίους (Jasmin G, 1957).
- Καταστέλλει, με δοσοεξαρτώμενο τρόπο, την ανάπτυξη των πρωτοπαθών και δευτεροπαθών αλλοιώσεων της αρθρίτιδας από ανοσοενισχυτικό, σε αρουραίους (Sofia RD and Douglas JF, 1973).
- 1.2.2.3 ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ-ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΔΡΑΣΗΣ
Ο ακριβής μηχανισμός δράσης του χρυσού στην αρθρίτιδα της ΡΑ δεν είναι γνωστός.
1.2.2.3.1 ΜΙΚΡΟΒΙΑΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Ο χρυσός δεν φαίνεται να έχει αντιμικροβιακή η αντιϊογενή δράση.
1.2.2.3.2 ΧΥΜΙΚΗ ΑΝΟΣΙΑ
Ο θειομηλικός χρυσός δεν επηρεάζει την παραγωγή κυκλοφορούντων αντισωμάτων έναντι τυφοειδών και παρατυφοειδών αντιγόνων ή βόειας λευκωματίνης του ορού, σε κουνέλια, ή τις επιβραδυνόμενες δερματικές αντιδράσεις υπερευαισθησίας σε δινιτροχλωροβενζένη ή τοξοειδούς κατά της διφθερίτιδας, σε ινδόχοιρους (Persellin RH et al, 1967). Πάντως, καθυστερεί σημαντικά την εμφάνιση και περιορίζει την βαρύτητα της πειραματικής αλλεργικής εγκεφαλίτιδας σε ενεργά και σε παθητικά ευαισθητοποιημένα, συγκριτικά με μη θεραπευθέντα, πειραματόζωα (Gerber RC et al, 1972a).
Ο θειομηλικός χρυσός καταστέλλει σημαντικά τον ΙgM-RF, και τις IgM, IgG και IgA σε ασθενείς με ΡΑ (Gottlieb NL et al, 1975). Το εύρημα αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί, αν και έχει παρατηρηθεί αύξηση της εναλλαγής της IgM και της IgG (Mouridsen HT et al, 1974). Η ελάττωση των IgG, IgA και IgM ανοσοσφαιρινών στον ορό και το αρθρικό υγρό μπορεί να συνδέεται με εκλεκτική δράση του χρυσού στην παραγωγή RF.
Κατ΄άλλους, η ελάττωση των IgM και IgG-RF παρατηρείται μόνο σε ασθενείς με ΡΑ ανταποκρινόμενους στη χρυσοθεραπεία, αλλά η in vitro παραγωγή του IgM-RF διορθώνεται με την βαρύτητα της νόσου, ανεξάρτητα από την χρυσοθεραπεία (Olsen NJ et al, 1988).
Η υπογαμμασφαιριναιμία η σχετιζόμενη με την χρυσοθεραπεία συνδέεται με εκλεκτική ανεπάρκεια των IgG ή IgA. Στην πέμφιγα, η χρυσοθεραπεία συνοδεύεται από σημαντική ελάττωση των αντιεπιθηλιακών αντισωμάτων και αύξηση των συγκεντρώσεων της λευκωματίνης, ένδειξη ότι ο χρυσός δεν καταστέλλει την παραγωγή των πρωτεϊνών (Gottlieb NL et al, 1975).
Οι ορολογικές αυτές μεταβολές φαίνεται ότι οφείλονται σε ανοσοκαταστολή σχετιζόμενη με την χρυσοθεραπεία. Ο χρυσός, σε συγκεντρώσεις παρόμοιες με τις παρατηρούμενες στο αίμα και το αρθρικό υγρό ασθενών θεραπευόμενων μακροχρόνια με ενέσιμο χρυσό, ελαττώνει την αυτόματη και την μιτογονο-επαγόμενη in vitro παραγωγή IgM και ΙgM-RF από περιφερικά μονοπύρηνα κύτταρα ποντικών (Measel JW Jr, 1975) και ανθρώπων (Rosenberg SA and Lipsky PE, 1979). Η αναστολή της σύνθεσης των ανοσοσφαιρινών από τον χρυσό μπορεί να μειώνει την τοπική παραγωγή RF από τον υμένα και, με αυτό τον τρόπο, την αρθρική φλεγμονή.
Τα άλατα του χρυσού μπορεί να καταστέλλουν τον μιτογονο-επαγόμενο σχηματισμό αντισωμάτων, αλληλεπιδρώντας κυρίως στο επίπεδο των μονοκυττάρων. Ακόμα, η αναλογική αύξηση της σύνδεσης του χρυσού με τις ανοσοσφαιρίνες του πλάσματος, τα συστατικά του συμπληρώματος και τα κυκλοφορούντα ανοσοσυμπλέγματα σε υψηλότερα επίπεδα στον ορό (>300 μg/dl) μπορεί να διευκολύνει την άθροιση του χρυσού στο ΔΕΣ, το κύριο σημείο δράσης των μονοκυττάρων (Lorber A et al, 1978).
Ο χρυσός ακόμα μπορεί να έχει ανοσοδιεγερτική δράση στην λειτουργία των Β-κυττάρων. Σε ασθενείς θεραπευόμενους με χρυσό, η αρχική ανοσοαύξηση ακολουθείται από ανοσοκαταστολή (Measel JW Jr, 1975), φαινόμενο πιθανώς σχετιζόμενο με την δόση και την διάρκεια της έκθεσης στον χρυσό.
Ο θειομηλικός, ο θειοθειϊκός και ο χλωριούχος χρυσός απενεργοποιούν μερικά και μη αναστρέψιμα το C1 στο αρθρικό υγρό ασθενών με ΡΑ και σε φυσιολογικό ορό, in vitro (Schultz DR et al, 1974). Η δράση αυτή στρέφεται ειδικά στην C1 εστεράση και οφείλεται στο μόριο του χρυσού.
Ο χρυσός αναστέλλει in vitro την εναλλακτική οδό του συμπληρώματος σε συγκεντρώσεις που επιτυγχάνονται σε ασθενείς με ΡΑ θεραπευόμενους με χρυσό (Burge JJ et al, 1978). Σε υψηλότερα επίπεδα, ο θειομηλικός χρυσός εξουδετερώνει την λειτουργική ικανότητα του C3 και C4.
1.2.2.3.3 ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΚΥΤΤΑΡΑ
- Ο θειομηλικός χρυσός ελαττώνει τον απόλυτο αριθμό των λεμφοκυττάρων του περιφερικού αίματος (Hanly JG and Bresnihan B, 1985) και τον αριθμό των Β- και Τ-λεμφοκυττάρων του αρθρικού υμένα ασθενών με ΡΑ (Rooney M et al, 1989).
- Ο θειομηλικός χρυσός και η αουρανοφίνη, σε φαρμακολογικά επίπεδα, αναστέλλουν την βλαστογένεση σε καλλιέργειες κυττάρων διεγερμένων από φυτοαιμοσυγκολλητίνη, κονκαβαλίνη Α, αντιγόνα ή αλλογενικά κύτταρα, in vitro (Barrett ML and Lewis GP, 1986). Η δράση του θειομηλικού χρυσού επάγεται από μονοκύτταρα και παρατηρείται μόνον όταν ο χρυσός προστίθεται στην αρχή της καλλιέργειας (Lipsky PE and Ziff M, 1977).
- Ο θειομηλικός χρυσός αναστέλλει την απάντηση των καλλιεργημένων Τ-λεμφοκυττάρων σε εξωγενή IL-2 (Wolf RE and Hall VC, 1988).
- Ο θειομηλικός χρυσός αναστέλλει την αντιγονο- και μιτογονο-επαγόμενη σύνθεση του DNA ανθρώπινων λεμφοκυττάρων, in vitro (Lipsky PE and Ziff M, 1977). Μετά από προεπώαση με χρυσό, τα καθαρμένα μονοκύτταρα αδυνατούν να υποστηρίξουν τον μιτογονο- επαγόμενο πολλαπλασιασμό των Τ-λεμφοκυττάρων σε συνεπακόλουθη καλλιέργεια.
- Ο χρυσός πιθανώς αναστέλλει την ενεργοποίηση των λεμφοκυττάρων των προερχόμενων από τον θύμο αδένα, παρεμβαίνοντας στην λειτουργία των μονοκυττάρων.
- Ο θειομηλικός και ο θειοθειϊκός χρυσός αναστέλλουν τον μετασχηματισμό ανθρώπινων λεμφοκυττάρων διεγερμένων από άλλα λεμφοκύτταρα σε μικτή καλλιέργεια λεμφοκυττάρων, καθαρμένο πρωτεϊνικό παράγωγο, φυτοαιμοσυγκολλητίνη, κονκαβαλίνη Α και μιτογόνο Pokeweed, in vitro (Lies RB et al, 1977).
- Ο χρυσός μπορεί να προσβάλλει την ανοσορρύθμιση, σε ποντικούς (Measel JW Jr, 1975).
- Ο παρεντερικός χρυσός καταστέλλει την αρθρίτιδα από ανοσοενισχυτικό, σε αρουραίους. Μετά από παθητική μεταβίβαση της αρθρίτιδας, σπληνικά κύτταρα αρουραίων θεραπευόμενων με χρυσό αναστέλλουν την ανάπτυξη αρθρίτιδας σε άλλα ζώα (Cannon GW and Mc Call S, 1990), πιθανώς λόγω ελάττωσης του αριθμού των ειδικών λεμφοκυττάρων ή μακροφάγων των υπεύθυνων για την μεταβίβαση της αρθρίτιδας από ανοσοενισχυτικό από τον χρυσό.
1.2.2.3.4 ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΜΟΝΟΚΥΤΤΑΡΩΝ/ΜΑΚΡΟΦΑΓΩΝ
- Ο χρυσός, σε μικρομοριακές συγκεντρώσεις, αναστέλλει την επαγόμενη από πεπτίδια χημειοτακτική ικανότητα απάντησης των ανθρώπινων μονοκυττάρων του αίματος, αλλ’ όχι των πολυμορφοπυρήνων λευκών αιμοσφαιρίων (Ho PPK et al, 1978).
- Ο θειομηλικός χρυσός και η αουρανοφίνη, σε χαμηλές δόσεις και in vitro, αναστέλλουν τον πολλαπλασιασμό των ινοβλαστών τον επαγόμενο από την IL-1, χωρίς να δρουν στην παραγωγή της IL-1 από τα μακροφάγα (Matsubara T and Hirohata K, 1987). Η δράση στην παραγωγή IL-1 μπορεί να είναι δοσοεξαρτώμενη, δεδομένου ότι και ο θειογλυκονικός χρυσός και η αουρανοφίνη, σε χαμηλές συγκεντρώσεις, μπορεί να επαυξήσουν την παραγωγή της IL-1, ενώ σε μεγαλύτερες την αναστέλλουν (Danis VA et al, 1990).Η ανασταλτική δράση του θειομηλικού χρυσού στον πολλαπλασιασμό των λεμφοκυττάρων αυξάνεται όταν ελαττωθεί ο αριθμός των μονοκυττάρων και αντιστρέφεται όταν μη θεραπευθέντα μονοκύτταρα επαναπροστεθούν στην καλλιέργεια (Lipsky PE and Ziff M, 1977)., ενώ προθεραπευμένα μονοκύτταρα αδυνατούν να βοηθήσουν την κυτταρική λειτουργία. Η αουρανοφίνη αναστέλλει την παραγωγή κυτταροκινών από μονοκύτταρα (Gordon D and Lewis GP, 1984), ενώ ο θειομηλικός χρυσός δεν αναστέλλει την παραγωγή IL-1 σε μη τοξικές συγκεντρώσεις, in vitro(Matsubara T et al, 1988; Zurovsky Y et al, 1988).
- Ο θειομηλικός χρυσός και η αουρανοφίνη αναστέλλουν την λεμφοπολλαπλασιαστική δράση της IL-1 in vitro, πιθανώς λόγω άμεσης δράσης στα λεμφοκύτταρα-στόχους και όχι λόγω δράσης στο μόριο της IL-1 (Haynes DR et al, 1988).
- Ο θειομηλικός χρυσός και η μεθοτρεξάτη αναστέλλουν την αυτόματη και μετά από διέγερση παραγωγή IL-8 από τα πολυμορφοπύρηνα λευκά αιμοσφαίρια, ένδειξη ότι η επαγόμενη από την IL-8 αναστολή της μετανάστευσης και ενεργοποίησης των ουδετεροφίλων αποτελεί μέρος του μηχανισμού δράσης του θειομηλικού χρυσού και της μεθοτρεξάτης.
- Η αουρανοφίνη και, σε μικρότερο βαθμό, ο θειομηλικός χρυσός, αναστέλλουν τις φαγοκυτταρικές λειτουργίες των μονοκυττάρων, περιλαμβανόμενης της χημειοταξίας (Scheinberg MA et al, 1982).
- Ο θειομηλικός χρυσός, μετά από επώαση μονοκυττάρων πριν από την διέγερσή του με λυμφοκίνη προερχόμενη από Τ-λεμφοκύτταρα (ή ανασυνδυασμένη IFN-γ), αναστέλλει την παραγωγή C2 (Sanders KM et al, 1987).
- Ο θειομηλικός χρυσός, σε μικρές δόσεις, αυξάνει και σε μεγάλες, αναστέλλει την έκφραση του μορίου των HLA τάξης ΙΙ, και την φαγοκυτταρική δραστηριότητα κυττάρων σε δερματικά παράθυρα σε αρουραίους, in vivo (Vernon Roberts B et al, 1973). Αντίθετα, η αουρανοφίνη αναστέλλει την φαγοκυττάρωση, τον χημειοφθορισμό και την παραγωγή υπεροξειδίου των μονοκυττάρων.
- Ο θειομηλικός χρυσός και η αουρανοφίνη ελαττώνουν την δραστηριότητα της σπληνικής IL-1, σε αρουραίους με αρθρίτιδα από ανοσοενισχυτικό (Connolly KM et al, 1988). Ο θειομηλικός χρυσός αυξάνει τα ανιόντα του υπεροξειδίου από τα μονοκύτταρα περισσότερο σε ανταποκριθέντες, και λιγότερο σε μη ανταποκριθέντες στη θεραπεία, ασθενείς με ΡΑ, in vitro (Hurst NP t al, 1986).
1.2.2.3.5 ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΠΟΛΥΜΟΡΦΟΠΥΡΗΝΩΝ ΟΥΔΕΤΕΡΟΦΙΛΩΝ
- Ο θειομηλικός χρυσός αναστέλλει την χημειοταξία των ουδετεροφίλων και την τυχαία μετανάστευση in vitro, σε φυσιολογικά άτομα και σε ασθενείς με ΡΑ ανταποκριθέντες στη χρυσοθεραπεία (Mowat AG, 1978).
- Ο θειομηλικός χρυσός ελαττώνει την διήθηση από ουδετερόφιλα και μονοκύτταρα σε περιοχές ενεργού φλεγμονής (Vernon-Roberts B et al, 1974; Clarke AK et al, 1975).
- Ο παρεντερικός χρυσός αναστέλλει την φαγοκυτταρική δραστηριότητα των μακροφάγων και των πολυμορφοπυρήνων λευκών αιμοσφαιρίων σε φλεγμαίνουσες περιοχές με την χρήση τεχνικής «δερματικού παράθυρου», in vitro (Jessop JD et al, 1973).
- Τα σκευάσματα του χρυσού απενεργοποιούν το εσωτερικό οξυγόνο που παράγεται από ανιόντα υπεροξειδίου ενεργοποιημένων φαγοκυττάρων (Corey EJ et al, 1987).
- Ο χρυσός μπορεί να αναστείλει ένζυμα συμμετέχοντα στη βιοσύνθεση του RNA και του DΝΑ σε ανθρώπινα κοκκιοκύτταρα (Westwick WJ et al, 1974a). Ο θειομηλικός χρυσός, προστιθέμενος σε ανθρώπινα ουδετερόφιλα, καταστέλλει τις βακτηριδιακές ιδιότητες των κυττάρων αυτών έναντι ορισμένων βακτηριδίων, in vitro. Η καταστολή των κυτταρικών αυτών λειτουργιών μπορεί να οφείλεται σε γενική καταστολή της ωρίμανσης των μονοκυττάρων και την διαφοροποίηση στη διάρκεια της χρυσοθεραπείας (Viken KE and Lamvick JO, 1976).
- Ο θειομηλικός χρυσός ελαττώνει την έκφραση του ELAM-1 (Corkill MM et al, 1991).
- Ο θειομηλικός χρυσός αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό και την σύνθεση του κολλαγόνου καλλιεργημένων υμενοκυττάρων, που μπορεί να σχετίζονται με την αναστολή του σχηματισμού του ρευματοειδούς πάννου (Goldberg RL et al, 1981).
- Ο θειογλυκονικός χρυσός ελαττώνει σημαντικά τον αριθμό των μονοκυττάρων και των μακροφάγων στον αρθρικό υμένα (Yanni G et al, 1994).
1.2.2.3.6 ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΦΛΕΓΜΟΝΗ
Μερικά άλατα χρυσού έχουν αντιφλεγμονώδη δράση, in vivo, η οποία όμως δεν σχετίζεται με την κλινική τους αποτελεσματικότητα (Lewis AJ et al, 1980). Τα σκευάσματα αυτά δεν έχουν αντιφλεγμονώδη δράση στην κλινική πράξη, αν και μπορεί να αναστείλουν την αρθρίτιδα από ανοσοενισχυτικό σε αρουραίους (Mangan FR and Thompson MJ, 1985), δεν έχουν αντιπυρετική δράση και δεν δρουν στις συστηματικές εκδηλώσεις της νόσου Still.
- Ο θειομηλικός χρυσός, σε δόση 10 mg/kg/εβδ., ελαττώνει τον αριθμό των απομυελινωθέντων αξόνων σε περιφερικά νεύρα αρουραίων και εξαφανίζει τα επίπεδα της ουσίας-P στο ισχιακό νεύρο (Levine JD et al, 1988). Γι’ αυτό και υποστηρίζεται ότι τα σύμπλοκα του χρυσού ασκούν την αντιρρευματική τους δράση μέσω τοξικής δράσης στα περιφερικά νεύρα που συμμετέχουν σε νευρογενή φλεγμονή.
- Τα άλατα του χρυσού δρουν στη σύνθεση των προσταγλανδινών (Penneys NS et al, 1974). Σε αντίθεση με άλλα αντιφλεγμονώδη φάρμακα, μπορεί να αναστείλουν εκλεκτικά την σύνθεση της PGF2α και της PGE2 (Stone KJ et al, 1975). Η PGE2 ελαττώνει την απελευθέρωση λυσοσωμικών ενζύμων και αναστέλλει την πειραματική πολυαρθρίτιδα σε αρουραίους (Zurier RB et al, 1973).
- Ο χρυσός απενεργοποιεί το C1 στο αρθρικό υγρό ασθενών με ΡΑ (Schultz DR et al, 1974), και επομένως μπορεί να αναστείλει τις μεταβολές της αγγειακής διαπερατότητας τις επαγόμενες από το συμπλήρωμα.
- Τα άλατα του χρυσού επηρεάζουν το εξίδρωμα το προκαλούμενο από την υποδόρια εμφύτευση βάμβακος σε αρουραίους (Vernon-Roberts B et al, 1973) ή πολυουρεθάνης διαποτισμένης με νεκρά μυκοβακτηρίδια φυματίωσης (Clarke AK et al, 1975).
Η σημαντική δράση του θειομηλικού χρυσού στο οίδημα των ποδών και τις πλευριτικές συλλογές τις προκαλούμενες από καραγενάση σε αρουραίους είναι ένδειξη ότι τα άλατα του χρυσού ελαττώνουν την εξίδρωση του υγρού σε ορισμένες περιοχές φλεγμονής.
1.2.2.3.7 ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΝΖΥΜΩΝ
- Ο θειομηλικός χρυσός αναστέλλει την όξινη φωσφατάση, την β-γλυκουρονιδάση και την μηλική δεϋδρογενάση σε μακροφάγα περιτοναίου ινδόχοιρων, την όξινη φωσφατάση, την β-γλυκουρονιδάση και την καθεψίνη σε ανθρώπινα κύτταρα αρθρικού υγρού, και αρκετά ανθρώπινα επιδερμικά ένζυμα (Penneys NS et al, 1974). Η δράση αυτή είναι ένδειξη ότι ο χρυσός περιορίζει την ρευματοειδή φλεγμονή αναστέλλοντας την παραγωγή ή απελευθέρωση των λυσοσωμικών ενζύμων. Πάντως, δεν επηρεάζει την απελευθέρωση των υδρολασών από τα λυσοσώματα, γι’ αυτό και δεν φαίνεται να σταθεροποιεί την μεμβράνη των λυσοσωμάτων (Ennis RS et al, 1968).
- Ο χρυσός αναστέλλει : α) ορισμένες γλυκοσιδάσες (Burkhardt D et al, 1978) και ουδέτερες πρωτεάσες (Saplonsky AI et al, 1974) και την ανθρώπινη κολλαγενάση των λευκών αιμοσφαιρίων, ουσίες που μπορεί να προκαλέσουν καταστροφή του αρθρικού χόνδρου, β) την ελαστολυτική πρωτεάση των κοκκιοκυττάρων (Janoff A, 1970), η οποία μπορεί να ευθύνεται κυρίως για την ρήξη της βασικής μεμβράνης των αγγείων στην περιοχή της φλεγμονής, και γ) την καθεψίνη G των κοκκιοκυττάρων την συνδεόμενη με την ινωδολυτική δραστηριότητα (Moroz LA, 1979).Οι συγκεντρώσεις του θειομηλικού χρυσού οι απαιτούμενες για να προκαλέσουν σημαντική καταστολή σε πολλά από τα ενζυμικά αυτά συστήματα συχνά υπερβαίνουν τις κλινικά παρατηρούμενες στο αίμα ή το αρθρικό υγρό. Η αναστολή των ενζύμων πιστεύεται ότι γίνεται μέσω σύνδεσης των ευαίσθητων σουλφυδρυλικών ενζυμικών ομάδων (Ennis RS et al, 1968). Ακόμα, ο θειομηλικός και ο θειογλυκονικός χρυσός, ενώ αναστέλλουν την δραστηριότητα, δεν παρεμποδίζουν την απελευθέρωση των λυσοσωμικών ενζύμων από τα λυσοσώματα.
- Ο χρυσός επηρεάζει τα επίπεδα του χαλκού, το μολυβδαίνιου, του μαγγανίου και του κασσίτερου (Niedermeier BB, 1971), ένδειξη ότι μερικές από τις δράσεις του επάγονται μέσω δράσης στον μεταβολισμό των ιχνομετάλλων.
- Ο χρυσός μπορεί να αναστείλει ορισμένα μη λυσοσωμικά ένζυμα, όπως αυτά που συμμετέχουν στη σύνθεση της γλυκοζαμινο-6-φωσφατάσης σε δομικά συστατικά του συνδετικού ιστού. Ο χρυσός συνδέεται με κολλαγόνο in vitro, αυξάνοντας τους διασταυρούμενους δεσμούς, με αποτέλεσμα βελτίωση της σταθερότητας και αύξηση της αντίστασης σε ενζυμική μετουσίωση (Adam M and Kuhn K, 1968). Στη σύνδεση αυτή, ο χρυσός προφυλάσσει άλλες πρωτεΐνες από μετουσίωση. Ο θειομηλικός χρυσός αναστέλλει την συσσώρευση της λευκωματίνης και της σφαιρίνης, in vitro (Gerber DA, 1971). Η μετουσίωση των ενζύμων μπορεί να εμπλέκεται στην έναρξη και διαιώνιση της ρευματοειδούς φλεγμονής.
- Ο θειομηλικός χρυσός αποτρέπει την πειραματική αρθρίτιδα από εξίδρωμα λεμφοσαρκώματος αρουραίου Murphy σε επινεφριδιοεκτομηθέντες και μη αρουραίους (Jasmin G, 1957). Σε μη επινεφριδιοεκτομηθέντα ζώα, ο θειομηλικός χρυσός, χορηγούμενος εφάπαξ ενδομυϊκά, αναστέλλει το οίδημα των ποδών το προκαλούμενο από καραγενάση.
1.2.2.3.8 ΥΠΟΘΕΣΗ ΧΡΥΣΟΚΥΑΝΙΔΙΟΥ
Οι κυτταρικές δράσεις των πολυμερών συμπλόκων οφείλονται πιθανώς στην παραγωγή χρυσοκυανιδίου από την αντίδραση κυανιδίου με ενεργοποιημένα πολυμορφοπύρηνα λευκά αιμοσφαίρια, η οποία αναστέλλει ορισμένες λειτουργίες των πολυμορφοπυρήνων λευκών αιμοσφαιρίων και άλλων κυττάρων. Οι κυτταρικές αυτές αλληλεπιδράσεις έχουν σαν αποτέλεσμα την θεραπευτική δράση και τις επιπλοκές του χρυσοθειομηλικού άλατος και των σχετικών συμπλόκων του χρυσού. Η άποψη αυτή υποστηρίζεται από τα εξής πειραματικά ευρήματα :
α) Το κυανίδιο παράγεται από ενεργοποιημένα πολυμορφοπύρηνα λευκά αιμοσφαίρια. Μπορεί να σχηματισθεί από φαγοκυτταρωμένα βακτηρίδια, αλλά ο κύριος πρόδρομος είναι το θειοκυανικό άλας. Ανευρίσκεται στο πλάσμα σε συγκεντρώσεις 20-70 μΜ, που αυξάνονται σε 90-200 μΜ με το κάπνισμα, ανάλογα με τον αριθμό των σιγαρέτων που καπνίζονται ημερησίως (Vesey CJ et al, 1982).
β) Το χρυσοκυανίδιο παράγεται από την αλληλεπίδραση κυανιδίου με χρυσοθειομηλικό άλας (Graham GG et al, 1985). Σε χαμηλές αναλογίες κυανιδίου/χρυσοθειομηλικό άλας, σχηματίζεται μικτό σύμπλοκο περιέχον κυανίδιο και χρυσοθειομηλικό άλας. Έτσι, με 1 γραμμομόριο κυανιδίου ανά υπομονάδα χρυσοθειομηλικού άλατος (Autm) σχηματίζεται το ενδιάμεσο σύμπλοκο :
- Autm + HCN = tmAuCN- + H
Το χρυσοκυανίδιο σχηματίζεται με το δεύτερο γραμμομόριο του κυανιδίου και απελευθερώνεται ελεύθερο χρυσοθειομηλικό άλας :
- tmAuCN- + HCN = Au(CN)2- + tm
Ο σχηματισμός του μικτού συμπλόκου και του χρυσοκυανιδίου οφείλεται στην εξαιρετική σταθερότητα του Au(I)-CN- δεσμού.
γ) Τα σύμπλοκα του χρυσού αναστέλλουν την οξειδωτική αντίδραση των πολυμορφοπυρήνων λευκών αιμοσφαιρίων με την παρουσία θειοκυανικού άλατος, τον πρόδρομο του κυανιδίου (Graham GG and Dale MM, 1990). Παρόμοια, τo χρυσοκυανίδιο αναστέλλει την οξειδωτική αντίδραση των πολυμορφοπυρήνων λευκών αιμοσφαιρίων (Graham GG and Dale MM, 1990; Rudkowski R et al, 1990).
δ) Το χρυσοκυανίδιο κατακρατάται από τα ερυθρά αιμοσφαίρια, σε αντίθεση με το χρυσοθειομηλικό άλας και τα σύμπλοκα χρυσού με πρωτεΐνες (Graham GG et al, 1984). Παρόμοια διαφορά στην κατακράτηση των δύο αυτών συμπλόκων του χρυσού από τα πολυμορφοπύρηνα λευκά αιμοσφαίρια και τα μονοκύτταρα μπορεί να ερμηνεύσει τις αντίθετες δράσεις τους στην οξειδωτική αντίδραση των πολυμορφοπυρήνων λευκών αιμοσφαιρίων. Ορισμένα φυτά απορροφούν τον χρυσό από το έδαφος, εάν απελευθερώνουν κυανίδιο από κυανογενικές γλυκοσίδες, ένδειξη ότι ο χρυσός κατακρατάται σαν χρυσοκυανίδιο από τα φυτοκύτταρα.
ε) Το χρυσοθειομηλικό άλας είναι γενικά ανενεργό μετά από βραχυχρόνια επώαση με πολυμορφοπύρηνα λευκά αιμοσφαίρια και άλλα κύτταρα, αλλά αναστέλλει τον ιονισμό των πολυμορφοπυρήνων λευκών αιμοσφαιρίων (Sliwinski AJ and Guertin MA, 1982) και τον χημειοφθορισμό των μονοκυττάρων (Harth M et al, 1983). Πειραματικά, ο ορός δυνητικοποιεί την ανασταλτική δράση του χρυσοθειομηλικού άλατος στον πολλαπλασιασμό των λεμφοκυττάρων (Hopkins SJ et al, 1983).
ζ) Το χρυσοκυανίδιο σχηματίζεται από πολυμορφοπύρηνα λευκά αιμοσφαίρια επωασμένα με χρυσοθειομηλικό και θειοκυανικό άλας (Graham GG and Dale MM, 1990). Στην κλινική πράξη, το χρυσοκυανίδιο, παραγόμενο στις φλεγμαίνουσες αρθρώσεις από τα πολυμορφοπύρηνα λευκά αιμοσφαίρια, μπορεί να αλληλεπιδράσει με άλλα κύτταρα και να σχηματισθεί μόνον όταν υπάρχουν ενεργοποιημένα πολυμορφοπύρηνα λευκά αιμοσφαίρια ή μονοκύτταρα.
η) Το κάπνισμα επηρεάζει την κατανομή του χρυσού. Ο καπνός των σιγαρέτων περιέχει αξιόλογα ποσά κυανιδίου (60-250 μg/σιγαρέτο), που μεταβολίζεται ευρέως από το ηπατικό ένζυμο ροδανάση σε θειοκυανικό άλας. Αρχικά, το κάπνισμα αυξάνει σημαντικά τα επίπεδα του χρυσού στα ερυθρά αιμοσφαίρια ασθενών θεραπευόμενων με χρυσοθειομηλικό άλας και, σε μικρότερο βαθμό, αουρανοφίνη (Graham GG et al, 1982; Lewis et al, 1983). H πιθανότερη αιτία είναι το κυανίδιο, το οποίο εισπνέεται με τον καπνό, και η συνεπακόλουθη παραγωγή χρυσοκυανιδίου που εισέρχεται αμέσως στα ερυθρά αιμοσφαίρια (Graham GG et al, 1984). Η μεγαλύτερη κατακράτηση του χρυσού στα ερυθρά αιμοσφαίρια των καπνιστών εξηγεί την αύξηση των επιπέδων του χρυσού σε μερικούς μόνο ασθενείς.
Οι αυξανόμενες συγκεντρώσεις του θειοκυανικού άλατος, από τα επίπεδα τα ανευρισκόμενα σε μη καπνιστές σε εκείνα των καπνιστών, αυξάνει το ανασταλτικό αποτέλεσμα των συμπλόκων χρυσού–πρωτεϊνών στην οξειδωτική αντίδραση των ενεργοποιημένων πολυμορφοπυρήνων λευκών αιμοσφαιρίων (Oxborrow SM et al, 1990).
θ) Το κάπνισμα μπορεί να επηρεάσει την τοξικότητα του χρυσοθειομηλικού άλατος. Δεν φαίνεται να τροποποιεί την αντιρρευματική δραστηριότητα του χρυσού στους καπνιστές, αν και οι καπνιστές που θεραπεύονται με χρυσοθειομηλικό άλας έχουν πρωϊμότερη εμφάνιση και μεγαλύτερη συχνότητα επιπλοκών (Kay EA and Jayson MIV, 1987). Πάντως, επιπλοκές στον χρυσό εμφανίζουν και οι μη καπνιστές (Kay EA and Jayson MIV, 1987).
1.2.2 ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ ΑΛΑΤΩΝ ΧΡΥΣΟΥ
Στα ζώα :
- Προκαλούν οξεία νέκρωση και καρυομεγαλία των κυττάρων των νεφρικών σωληναρίων, τυπική βαριάς νεφροπάθειας από μέταλλα, χορηγούμενα εφάπαξ σε μεγάλες δόσεις (192 mg/kg), σε αρουραίους.
- Μπορεί να προκαλέσουν υποξεία φλοιώδη και διάμεση ίνωση και θάνατο από ουραιμία, σε τρωκτικά, σε υποθανατηφόρες δόσεις (48-96 mg/kg/24ωρο).
- Προκαλούν σπειραματικές αλλοιώσεις, σε αρουραίους Wistar (Nagi AH et al, 1971).
- Προκαλούν δοσοεξαρτώμενη καρυομεγαλία και πολυμορφία των πυρήνων και αύξηση του μεγέθους των κυττάρων των νεφρικών σωληναρίων, εάν χορηγηθούν μακροχρόνια σε δόσεις 3-24 mg/kg/24ωρο (μικρότερες εκείνων που προκαλούν φλοιώδη νέκρωση και τελική ουραιμία). Μετά από 6 και 12 μήνες συνοδεύεται από την ανάπτυξη, σε μεγάλη συχνότητα, αδενωμάτων του φλοιού, μερικά από τα οποία υφίστανται κακοήθη εξαλλαγή.
- Προκαλούν εκφύλιση και ίνωση του παγκρέατος και, μετά από μακροχρόνια ενδομυϊκή χορήγηση σε δόση 48 mg/kg/24ωρο, ανάπτυξη σαρκωμάτων στο σημείο της ένεσης, σε αρουραίους.
- Προκαλούν υπερφαγία και παχυσαρκία, μετά από επανειλημμένες δόσεις, σε ποντικούς (Clarke AK et al, 1975), πιθανώς λόγω ανάπτυξης εκτεταμένων υποθαλαμικών αλλοιώσεων συνεπεία αλληλεπίδρασης με τους γλυκοϋποδοχείς.
- Έχουν τερατογόνο δράση (ο θειομηλικός χρυσός και η αουρανοφίνη), εάν χορηγηθούν σε τρωκτικά την 6η-15η ημέρα της κύησης και σε κουνέλια (Szabo KT et al, 1978a). Ο μηχανισμός είναι άγνωστος, αν και αποδίδεται στην αναστολή των λυσοσωμικών ενζύμων που φαίνεται ότι παίζουν ρόλο στη διατροφή του εμβρύου (Blau SP, 1973).
Στον άνθρωπο : Παρά τα ευρήματα στα πειραματόζωα, τα παράγωγα του χρυσού δεν φαίνεται να προκαλούν καρκίνο στον άνθρωπο.
1.2.3 ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ
Πριν από την έναρξη κατά χρυσοθεραπείας, ο ορός φυσιολογικά περιέχει <0.5 ng/ dl χρυσού. Στη διάρκεια της βασικής θεραπείας, ο θειομηλικός χρυσός, χορηγούμενος ενδομυϊκά σε δόση 50 mg, απορροφάται ταχέως και φθάνει σε μέγιστες συγκεντρώσεις στον ορό (700-900 μg /dl) μετά από 2 ώρες, όπου και παραμένει επί αρκετές ώρες (Palmer DG and Dunckley JV, 1973; Danpure C et al, 1979). Στη διάρκεια των επόμενων 7 ημερών, τα επίπεδά του ελαττώνονται βαθμιαία κατά 50% και, μετά από 6-8 εβδομαδιαίες ενέσεις, σταθεροποιούνται στα 300-400 μg/dl.
Στη διάρκεια της θεραπείας συντήρησης με 50 mg χρυσού κάθε 3-4 εβδομάδες, οι συγκεντρώσεις του χρυσού στον ορό κυμαίνονται σε 75-125 μg/dl. Μετά την διακοπή της χρυσοθεραπείας, τα επίπεδα του χρυσού στον ορό προοδευτικά ελαττώνονται, αν και μπορεί να παραμείνουν σε ανιχνεύσιμο ύψος επί αρκετούς μήνες.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΜΕΓΙΣΤΕΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΣΤΟΝ ΟΡΟ
Παχυσαρκία : Οι μέγιστες συγκεντρώσεις του χρυσού στο πλάσμα είναι χαμηλότερες στους παχύσαρκους (Palmer DG and Dunckley JV, 1973).
Είδος σκευάσματος : Τα υδατικά διαλύματα του χρυσού φθάνουν σε υψηλότερες μέγιστες συγκεντρώσεις και απομακρύνονται ταχύτερα, σε σύγκριση με τα ελαιώδη (Rubinstein HM and Dietz AA, 1973), αν και μετά από μίαν εβδομάδα οι μέγιστες συγκεντρώσεις των ελαιωδών σκευασμάτων στον ορό προσεγγίζουν τις των υδατικών.
Συνεχιζόμενη χορήγηση χρυσού : Οι συγκεντρώσεις του χρυσού στον ορό αυξάνονται βαθμιαία όσο συνεχίζεται η εβδομαδιαία χορήγηση του, αλλά μετά γενικά σταθεροποιούνται.
Τα επίπεδα του χρυσού στον ορό εξαρτώνται από την δόση και την μορφή του σκευάσματος. Μετά από την χορήγηση 50 mg χρυσού κάθε 3-4 εβδομάδες, οι συγκεντρώσεις του στο αίμα προσεγγίζουν τα 75-125 μg/dl. Τα επίπεδα αυτά είναι 3-10 φορές υψηλότερα στο αίμα και σχεδόν 10 φορές στα ούρα, συγκριτικά με 6 mg αουρανοφίνης ημερησίως. Τα παρεντερικά σκευάσματα του χρυσού έχουν σημαντικά βραχύτερο t(1/2) (5.5 ημέρες) από την αουρανοφίνη (14-21 ημέρες).
Μετά από μίαν απλή ενδοφλέβια δόση θειομηλικού χρυσού σημασμένου με ραδιενεργό χρυσό (195 Au), ο αρχικός t(1/2) της απομάκρυνσης του χρυσού στον ορό ανέρχεται σε 6 περίπου ημέρες. Μετά από ολική ακτινοβόληση του σώματος, ο ραδιοσημασμένος χρυσός κατακρατάται από τον οργανισμό για μεγάλο χρονικό διάστημα, ούτως ώστε το 25-42% της αρχικής δόσης του παραμένει στο σώμα ακόμα και μετά από 180 ημέρες. Η παρατεταμένη κατακράτηση και η καθυστέρηση της αποβολής του χρυσού εξηγεί την διατήρηση της κλινικής βελτίωσης σε ασθενείς με ΡΑ, παρά την διακοπή της χρυσοθεραπείας.
Μετά την παρεντερική χορήγηση του, ο χρυσός διέρχεται ταχέως στο αρθρικό υγρό και το ισοζύγιο επιτυγχάνεται μετά από 4 ώρες. Αν και οι απόλυτες συγκεντρώσεις του θειομηλικού χρυσού στο αρθρικό υγρό συγκριτικά με τον ορό είναι κάπως χαμηλότερες, η αποβολή του είναι ακριβώς παράλληλη.
H σχετική κατανομή και συγκέντρωση των παρεντερικών σκευασμάτων του χρυσού είναι παρόμοια, τόσο σε ποντικούς και αρουραίους, όσο και σε κουνέλια (Bertrand JJ et al, 1948), αν και μπορεί να υπάρχουν σημαντικές εξατομικευμένες διαφορές. Μελέτες με κολλοειδή χρυσό δεν έχουν αναδείξει αξιόλογα επίπεδα χρυσού στο αίμα ή τους ιστούς πειραματοζώων.
Στη διάρκεια της χρυσοθεραπείας, ο χρυσός εναποτίθεται διάχυτα σ’ όλους σχεδόν τους ιστούς, αν και ο βαθμός της συγκέντρωσής του ποικίλλει από ιστού σε ιστό. Μεγαλύτερες συγκεντρώσεις με την μορφή χρυσοσωμάτων ανευρίσκονται στον φλοιό των νεφρών και των επινεφριδίων, τους λεμφαδένες, το ήπαρ, τον μυελό των οστών, το δέρμα, τα οστά, τον αρθρικό χόνδρο και τον σπλήνα (Ghadially FN, 1979). Αντίθετα, οι ιστοί που απαρτίζουν τις διαρθρώσεις, τον υμένα, τον υάλινο χόνδρο, τους συνδέσμους και το φλοιώδες οστούν έχουν χαμηλότερα επίπεδα χρυσού.
Μετά από 20 εβδομαδιαίες ενέσεις 50 mg χρυσού, κατακρατώνται περίπου 300 μg στοιχειακού χρυσού, ενώ μετά από 20 εβδομάδες θεραπείας με 6 mg αουρανοφίνης ημερησίως, περίπου 73 mg χρυσού. Στα κύτταρα, ο χρυσός συγκεντρώνεται περισσότερο στον πυρήνα και τα μιτοχόνδρια και κυρίως στα λυσοσώματα, σε επαφή με τα οργανύλλια των μεμβρανών, τα οποία αποκτούν ιδιάζουσα μορφολογία («χρυσοσώματα») (aurosomes) (Ghadially FN, 1979). Τα χρυσοσώματα περιέχουν πολυπέταλους νηματοειδείς και ραβδοειδείς σχηματισμούς σπαρμένους με κοκκία, αλλά δεν είναι γνωστό αν και σε ποια ποσότητα περιέχουν και θείο και φωσφόρο.
Η σημασία της εναπόθεσης του χρυσού στα χρυσοσώματα είναι άγνωστη, μπορεί όμως να σχετίζεται με την αναστολή των λυσοσωμικών ενζύμων. Τα χρυσοσώματα μπορεί να σχηματίζονται με την κατακράτηση συμπλόκων χρυσού–πρωτεϊνών από το λυσοσωμικό σύστημα, δεδομένου ότι η λευκωματίνη κατακρατάται από τα μεγακαρυοκύτταρα (Handagamma PJ et al, 1989) και τα ενδοθηλιακά κύτταρα των μυελικών κόλπων των οστών και του ήπατος (De Bruyn PPH et al, 1985).
Παρόμοια κατακράτηση χρυσού–λευκωματίνης ή άλλων συμπλόκων χρυσού–πρωτεϊνών μπορεί να οδηγήσει σε αναστολή των λυσοσωμικών ενζύμων, αλλά ο σχηματισμός των χρυσοσωμάτων μπορεί να αποτελεί μηχανισμό απενεργοποίησης των συμπλόκων του χρυσού. Η τελευταία υπόθεση είναι συμβατή με την απουσία σχέσης μεταξύ δερματικών και νεφρικών επιπλοκών του χρυσού με την πυκνότητα των χρυσοσωμάτων (Ghadially FN, 1979).
Στους αρουραίους, μολονότι το μεγαλύτερο ποσοστό του ενδοκυττάριου χρυσού συγκεντρώνεται στα λυσοσώματα, το 35% συνδέεται στο κυτοσόλιο με μεταλλοθειονίνες. Οι μεταλλοθειονίνες είναι πρωτεΐνες χαμηλού μοριακού βάρους πλούσιες σε κυστεΐνη και έχουν μεγάλη συγγένεια με τον χρυσό, τον χαλκό, τον ψευδάργυρο, το κάδμιο, και τον μόλυβδο. Βοηθούν στον έλεγχο της ενδοκυττάριας ομοιόστασης του ψευδαργύρου και του χαλκού και προφυλάσσουν από την τοξική δράση άλλων ιόντων μετάλλων. Ο χρυσός διεγείρει την σύνθεση των μεταλλοθειονινών, οι οποίες μπορεί να προστατεύουν από την τοξικότητα των συνεπακόλουθων δόσεων του φαρμάκου.
Στη διάρκεια της χρυσοθεραπείας, ο χρυσός συγκεντρώνεται στα ενδοθηλιακά κύτταρα του αρθρικού υμένα περισσότερο απ’ ό,τι σε άλλους αρθρικούς ιστούς (Grahame R et al, 1974). Ο χρυσός συγκεντρώνεται ταχύτερα και σε μεγαλύτερο βαθμό σε φλεγμαίνουσες, συγκριτικά με φυσιολογικές, αρθρώσεις, πιθανώς λόγω αυξημένης διαπερατότητας και αγγείωσης του υμένα και αυξημένης κατακράτησης του χρυσού στην περιοχή της φλεγμονής. Ακόμα, συγκεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό σε καλλιεργημένα υμενοκύτταρα επωασμένα με θειογλυκονικό χρυσό (Goldberg RL et al, 1981).
Μετά την διακοπή της χρυσοθεραπείας, ο χρυσός απομακρύνεται από τις επιφανειακές στιβάδες του υμένα αθροιζόμενος σε βαθύτερα στρώματα στα μακροφάγα, κυρίως με την μορφή χρυσοσωμάτων.
Σε ασθενείς θεραπευόμενους με ενέσιμο χρυσό, τα επίπεδα του χρυσού στο αρθρικό υγρό προσεγγίζουν το 50% των επιπέδων του στον ορό και μετά από 4 ώρες ελαττώνονται παράλληλα (Gerber RC et al, 1974). Η χρονική αυτή διαδρομή προσομοιάζει με την κινητική της λευκωματίνης στο αρθρικό υγρό και είναι συμβατή με την ισχυρή σύνδεση του χρυσού με τις λευκωματίνες. Έτσι, ο χρυσός μεταφέρεται προς και απομακρύνεται από φλεγμαίνουσες αρθρώσεις σαν σύμπλοκο με την λευκωματίνη.
Ο χρυσός ανευρίσκεται σε ελάχιστες ποσότητες στους οφθαλμούς, τα μαλλιά και τους όνυχες (Gottlieb NL and Major JC, 1978), όπου όμως δεν αθροίζεται, ακόμα και αν χορηγηθεί μακροχρόνια σε δόση συντήρησης. Στο δέρμα, οι συγκεντρώσεις του χρυσού μπορεί να σχετίζονται με την αθροιστική του δόση (Penneys NS et al, 1975).
Ο χρυσός έχει ισχυρή συγγένεια με τα ερυθρά αιμοσφαίρια του περιφερικού αίματος και τα λεμφοκύτταρα. Στα ερυθρά αιμοσφαίρια, συνδέεται κυρίως με την αιμοσφαιρίνη και αντικαθιστά το υδρογόνο στις σουλφυδρυλικές ομάδες. Αρκετές ημέρες μετά την χορήγησή του ανιχνεύεται σε μικρές ποσότητες στα ερυθρά αιμοσφαίρια, ένδειξη ότι κατακρατάται από τα πρόδρομα κύτταρα του μυελού των οστών (Gottlieb NL and Gray RG, 1981).
Τα ερυθρά αιμοσφαίρια των καπνιστών περιέχουν πολύ μεγαλύτερο τμήμα του συνολικού χρυσού του αίματος από τα ερυθρά αιμοσφαίρια μη καπνιστών (18%, συγκριτικά με 3%). Η διαφορά αυτή αποδίδεται στα αυξημένα επίπεδα του κυανιδίου και του θειοκυανιδίου στο αίμα των καπνιστών. Τα στοιχεία αυτά μπορεί να σχηματίσουν σύμπλοκα με τον χρυσό, τα οποία μετά εισδύουν στα ερυθρά αιμοσφαίρια (Graham GG et al, 1982).
Ο παρεντερικά χορηγούμενος χρυσός συγκεντρώνεται στο αίμα σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα απ’ ό, τι στο πλάσμα, λόγω της ισχυρής συγγένειάς του με τις πρωτεΐνες του πλάσματος. Σε δόση 50 mg, συνδέεται με τις πρωτεΐνες του ορού κατά 92%, ενώ το υπόλοιπο 8% κυκλοφορεί ελεύθερο στον ορό. Έτσι, η συνολική συγκέντρωση του χρυσού στον ορό είναι λίγο χαμηλότερη των συνολικών επιπέδων του στο αίμα.
Το 95% του συνδεδεμένου με τις πρωτεΐνες χρυσού συνδέεται με την λευκωματίνη. Όλα τα παρεντερικά σκευάσματα του χρυσού συνδέονται με τα τις πρωτεΐνες στον ίδιο βαθμό και έχουν παρόμοια συγγένεια και ικανότητες σήμανσης, πιθανώς λόγω έντονης αλληλεπίδρασης με τις σουλφυδρυλικές ομάδες των πρωτεϊνών (Penneys NS et al, 1974). Ακόμα, ο χρυσός μπορεί να έχει συγγένεια εξαρτώμενη από την συγκέντρωση με άλλα συστατικά του ορού, περιλαμβανομένων των ανοσοσφαιρινών και του συμπληρώματος.
Περίπου 40% μιας δόσης ενδομυϊκού χρυσού αποβάλλεται σε ποσοστό 70% από τα ούρα και 30%, με τα κόπρανα (Gottlieb NL et al, 1972). Σε αμελητέες ποσότητες ο χρυσός αποβάλλεται με τα αποπίπτοντα επιθήλια (Penneys NS et al, 1975), ενώ μπορεί να ανιχνευθεί σε υψηλά επίπεδα στο μητρικό γάλα (Blau SP, 1973). Το 40% περίπου του καθημερινά αποβαλλόμενου χρυσού από τα ούρα και τα κόπρανα προέρχεται από την πλέον πρόσφατα χορηγηθείσα δόση, ενώ το υπόλοιπο, από προηγούμενες δόσεις.
Ο αρχικός t(1/2) απομάκρυνσης του χρυσού από το πλάσμα και το αρθρικό υγρό ανέρχεται σε 5 ημέρες, αν και ο τελικός προσεγγίζει τις 12.5 ημέρες (Waller ES et al, 1982). Μετά από την χορήγηση 195 Au σημασμένου θειομηλικού χρυσού, ο χρυσός κατακρατάται παρατεταμένα στους ιστούς και η απομάκρυνση του τελικού 50% είναι πολύ βραδύτερη από τον μακρό t(1/2) στο πλάσμα (Gerber RC et al, 1974). Ο χρυσός έχει ακόμα ανευρεθεί στους ιστούς 23 χρόνια μετά την τελευταία δόση του θειομηλικού χρυσού (Vernon-Roberts B et al, 1976).
Ο χρυσός, αν και έχει οξειδωτικές ιδιότητες, παραμένει κυρίως σε Au(I) κατάσταση. Τα σκευάσματα του χρυσού φαίνεται ότι έχουν κοινές ιδιότητες, μολονότι έχουν διαφορετικούς δεσμούς με τους οποίους είναι συνδεδεμένος ο χρυσός, και οι φαρμακοκινητικές τους ιδιότητες μπορεί να επάγονται από κοινούς μεταβολίτες. Μεταβολίτες κοινοί σε όλα τα σύμπλοκα του χρυσού είναι πιθανώς το χρυσοκυανίδιο και το σύμπλοκο χρυσού–λευκωματίνης.
Εκτός από το μεγαλύτερο μέρος του συνδεδεμένου με τις πρωτεΐνες κυκλοφορούντος χρυσού, στη διάρκεια της χρυσοθεραπείας κυκλοφορεί ελεύθερο μικρομοριακό υλικό, πιθανώς θειομηλικός χρυσός, ιδιαίτερα 30΄ μετά την ενδομυϊκή ένεση, το οποίο ανιχνεύεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα ακόμα και 4 εβδομάδες μετά την τελευταία ένεση (Danpure C et al, 1979). Στους αρουραίους, μέρος του θειομηλικού χρυσού απεκκρίνεται αναλλοίωτο.
In vitro, ο συνδεδεμένος με λευκωματίνη χρυσός έχει την μορφή λευκωματίνης S-Au-tm. Ο δεσμός με την λευκωματίνη γίνεται μέσω της θειολικής ομάδας ενός υπόλοιπου κυστεΐνης. In vivo, το χρυσοθειομηλικό άλας αποχωρίζεται από τον χρυσό και πιθανώς τα κύρια είδη στο πλάσμα είναι η λευκωματίνη-S-Au-θειόλη, όπου η θειόλη είναι ενδογενές συστατικό, όπως η γλουταθειόνη ή η κυστεΐνη.
Το αποσπώμενο χρυσοθειομηλικό άλας μπορεί να έχει ευνοϊκή δράση στη ΡΑ, ιδιαίτερα όταν η D-πενικιλλαμίνη, επίσης θειολικό συστατικό, έχει παρόμοια αντιαρθριτική δράση στα σύμπλοκα του χρυσού (Jellum E et al, 1980). Το χρυσοθειομηλικό άλας είναι πιθανώς πολύ περισσότερο δυνητικό από την D-πενικιλλαμίνη, δεδομένου ότι χρησιμοποιείται συνήθως σε δόσεις 10-50 mg/εβδ., δόσεις που αντιστοιχούν σε 5-25 mg/εβδ. συγκριτικά με την D-πενικιλλαμίνη, η οποία χορηγείται σε δόσεις περίπου 250 mg/24ωρο.
1.2.4 ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ – ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ
Οι συγκεντρώσεις του χρυσού στον ορό δεν φαίνεται να σχετίζονται με την κλινική του αποτελεσματικότητα (Gerber RC et al, 1972b). Κατ΄ άλλους (Lorber A et al, 1973), η τροποποίηση στη δόση ή την συχνότητα χορήγησης του θειομηλικού χρυσού ώστε οι συγκεντρώσεις του χρυσού στον ορό να κυμαίνονται σε 3 mg/l-1 ημερησίως, μπορεί να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα.
1.2.5 ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Δεν έχουν αναφερθεί.
1.2.6 ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Νεανική ρευματοειδής αρθρίτιδα
ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΟΝ ΕΝΕΣΙΜΟ ΧΡΥΣΟ :
- Ψωριασική αρθρίτιδα
- Παλίνδρομος ρευματισμός
- Σύνδρομο Sjogren
- Σύνδρομο Felty
- Νόσος Still των ενηλίκων
- Αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα
- Παλίνδρομος ρευματισμός
- Κνιδωτική αγγειίτιδα (Handfield-Jones SE and Greaves MW, 1991)
- Άσθμα
- Δισκοειδής ερυθηματώδης λύκος
- Νόσος Kala-azar (Singh MP et al, 1989)
- Πέμφιγα
1.2.7 ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Προηγηθείσες σοβαρές αντιδράσεις στα άλατα του χρυσού ή άλλα βαριά μέταλλα (καταστολή μυελού, σοβαρή νεφρίτιδα)
- Προηγηθείσα καταστολή μυελού από άλλα αίτια
- Υπερευαισθησία στα συστατικά του σκευάσματος
- Σοβαρή οργανική εξασθένηση
- Προχωρημένη νόσος ή ανενεργός («καμένη») υμενίτιδα
- Ηπατικές, νεφρικές ή αιματολογικές διαταραχές
ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Μη προοδευτικά επιδεινούμενη πρωτεϊνουρία ή καλοήθης αιματουρία, χωρίς νεφρική ανεπάρκεια
- Προϋπάρχουσα πρωτεϊνουρία και δερματίτιδα
- Αναιμία και λευκοπενία
- Κύηση
1.2.8 ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
1.2.8.1 ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Έντονη, ενεργός, προοδευτική πολυαρθρίτιδα, μη ελεγχόμενη ικανοποιητικά με την ανάπαυση, τα φυσικά μέσα, τις ενδαρθρικές εγχύσεις κορτικοειδών και τα σαλικυλικά ή άλλα ΜΣΑΦ για χρονικό διάστημα 6 μηνών.
- Οροθετική νόσος με οξεία, έντονη προσβολή πολλών αρθρώσεων και συστηματικές εκδηλώσεις
- Μονοαρθρίτιδα μιας μεγάλης άρθρωσης (π.χ. του γόνατος), μη ανταποκρινόμενη στη θεραπευτική αγωγή (ΜΣΑΦ, ενδαρθρικές εγχύσεις κορτικοειδών)
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Ο ενέσιμος χρυσός, σε δόσεις 10-50 mg/εβδ., είναι αποτελεσματικός στο 41-82% των ασθενών με ΡΑ (Pullar T et al, 1983; Ward JR et al, 1983; Fries JF et al, 1986; Williams HJ et al, 1988).
Κατ’ άλλους, ο θειογλυκονικός χρυσός δεν έχει κανένα όφελος στη θεραπεία της ΡΑ (Ragan C, 1951) και ο χρυσοθειογλυκοανιλιδικός χρυσός (Lauron) δεν είναι περισσότερο αποτελεσματικός από ενέσεις ορού (Merliss TA et al, 1951).
Παράλληλα με τα άλατα του χρυσού, μέχρις ότου προκύψει βελτίωση, μπορούν να χορηγηθούν ΜΣΑΦ ή κορτικοειδή (π.χ. πρεδνιζόνη). Η πρεδνιζόνη, χορηγούμενη εφάπαξ σε δόσεις 7.5-10 mg per os κάθε πρωί, μπορεί να χορηγηθεί προσωρινά επί αρκετές εβδομάδες και στη συνέχεια να μειωθεί προοδευτικά ή να διακοπεί όταν προκύψει βελτίωση με την χρυσοθεραπεία.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Βελτιώνει τις κλινικές εκδηλώσεις (πόνος, αριθμός φλεγμαινουσών αρθρώσεων, μυϊκή ισχύς σύσφιγξης δακτύλων, λειτουργική ικανότητα)
- Αυξάνει την διάρκεια της επιβίωσης (Lehtinen K and Isomaki H, 1991)
- Βελτιώνει την αρθρίτιδα ακόμα και αν χορηγηθεί ενδαρθρικά (Lewis DC and Ziff M, 1966; Topp JR et al, 1975).
Το 60% , κατά μέσον όρο, των ασθενών έχει ποικίλου βαθμού βελτίωση, το 25% διακόπτει την αγωγή λόγω επιπλοκών, ενώ το υπόλοιπο 15% δεν ανταποκρίνεται στη χρυσοθεραπεία.
Ύφεση προκύπτει μετά από 24 εβδομάδες έως 2 χρόνια θεραπείας σε λιγότερο από 10% των ασθενών. Η βελτίωση ή ύφεση της νόσου είναι πολύ δύσκολο να διαπιστωθεί κατά πόσον οφείλεται στη δράση του χρυσού ή, όπως όχι σπάνια συμβαίνει, σε αυτόματη παροδική ή οριστική ύφεση της νόσου. Εάν η βελτίωση των αρθρικών εκδηλώσεων αποδοθεί σε αυτόματη ύφεση ή ίαση της νόσου, η διακοπή της χρυσοθεραπείας ακολουθείται συνήθως, μετ’ άλλοτε άλλο χρονικό διάστημα, από υποτροπή των συμπτωμάτων. Η επαναχορήγηση του χρυσού μπορεί να ακολουθηθεί εκ νέου από ύφεση της νόσου (Kean WF and Anastassiades TP, 1979).
Ο θειογλυκονικός χρυσός είναι μάλλον περισσότερο αποτελεσματικός σε ασθενείς με πρώϊμη, μη διαβρωτική, νόσο, όπως και με μακροχρόνια, ενεργό νόσο και ανατομικές αλλοιώσεις των αρθρώσεων και μονοαρθρίτιδα ή ολιγοαρθρίτιδα.
Η βελτίωση εμφανίζεται συνήθως μετά από αρκετές εβδομάδες, αν και μερικοί ασθενείς έχουν προοδευτική μείωση της πρωïνής δυσκαμψίας, του πόνου, των συστηματικών εκδηλώσεων και των άλλων παραμέτρων της φλεγμονής μετά από μερικές εβδομάδες, θεραπείας. Η βελτίωση των εργαστηριακών δεικτών της φλεγμονής (ΤΚΕ, CRP, φερριτίνη ορού) έπεται συνήθως της κλινικής.
Οι ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται στην πρώτη θεραπευτική προσπάθεια, έχουν πολύ λιγότερες πιθανότητες να ανταποκριθούν σε δεύτερη (Evers AE and Sundstrom WR, 1983). Ασθενείς που είναι σε ύφεση μετά από 1 χρόνο χρυσοθεραπείας έχουν μόνο 36% πιθανότητα να εμφανίσουν πλήρη ύφεση μετά από 1 χρόνο δεύτερης θεραπευτικής προσπάθειας, ενώ στο σύνολό τους οι επιπλοκές παρατηρούνται πρωϊιμότερα στη διάρκεια της δεύτερης, παρά της πρώτης, θεραπευτικής δοκιμής (Evers AE and Sundstrom WR, 1983). Άλλοι διατείνονται ότι η ανταπόκριση στη 2η θεραπευτική προσπάθεια είναι συνήθως παρόμοια με την παρατηρούμενη στην πρώτη (Klinkhoff AV and Teufel A, 1995).
Η αποτελεσματικότητα του χρυσού φαίνεται ότι αυξάνεται με την παρατεταμένη χορήγησή του, γι’ αυτό και, εφ’ όσον δεν συνοδεύεται από επιπλοκές, ο χρυσός μπορεί να χορηγηθεί σε δόση συντήρησης απεριόριστα (Srinivasan R et al, 1979). Κατ΄ άλλους, η συχνότητα των επιπλοκών, αλλά και η αποτελεσματικότητα, του χρυσού μειώνεται με την πάροδο του χρόνου (Rothermich NO et al, 1979). Μερικοί ασθενείς επιδεινώνονται μετά από μακρές περιόδους ύφεσης, παρά την συνέχιση της χρυσοθεραπείας (Kean WF and Anastassiades TP, 1979). Τελικά, μόνο 20% των ασθενών συνεχίζει τον χρυσό πάνω από 4 χρόνια, ακόμα και αν χορηγείται σε δόση συντήρησης.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Αυξάνει την Hb, τον Ht και τις λευκωματίνες του ορού
- Μειώνει τους τίτλους του Ra test, την ΤΚΕ, την CRP και τα επίπεδα των γλυκοπρωτεϊνών και του ινωδογόνου στον ορό
- Καταστέλλει τα επίπεδα των ανοσοσφαιρινών
- Μειώνει τα επίπεδα των ανοσοσυμπλεγμάτων στον ορό, μετά την κλινική βελτίωση της αρθρίτιδας (Highton J et al, 1981)
- Μειώνει αρχικά τα επίπεδα του C3 στον ορό, που αργότερα όμως επιστρέφουν στα προθεραπευτικά.
Οι μεταβολές αυτές είναι συχνές και ανεξάρτητες από την κλινική κατάσταση του ασθενούς και εμφανίζονται 3-6 μήνες μετά την έναρξη της χρυσοθεραπείας.
- Αυξάνει τους τίτλους των ΑΝΑ (εάν ήταν θετικά προ της θεραπείας).
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ : O χρυσός μπορεί να αναστείλει τις ακτινολογικές αλλοιώσεις της ΡΑ (Luukkainen R et al, 1977; Ianuzzi L et al, 1983; Pullar T et al, 1984). Έχει πολύ μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα όταν χορηγηθεί πρώϊμα, παρά όψιμα, στη φυσική πορεία της νόσου, ιδιαίτερα όσον αφορά την καθυστέρηση των αρθρικών διαβρώσεων. Αρκετά συχνά αναστέλλει την απώλεια του χόνδρου και την ανάπτυξη κύστεων και αρθρικών διαβρώσεων, οδηγεί σε επούλωση των διαβρώσεων και αποκατάσταση του μεσάρθριου διαστήματος και, ενίοτε, επαναμετάλλωση των παρα-αρθρικών οστών.
Δεν αναστέλλει όμως πλήρως την φλεγμονώδη διαδικασία της νόσου, γι’ αυτό και δεν την θεραπεύει τελείως, αν και, σε ασθενείς με εντονότερη καταστολή της υμενίτιδας, η ακτινολογική επιδείνωση των αρθρικών αλλοιώσεων είναι ελάχιστη (Sharp JT et al, 1982). Πάντως, παρά την χρυσοθεραπεία, το 25% περίπου των ασθενών εμφανίζει ακτινολογική επιδείνωση των αλλοιώσεων.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Αζαθειοπρίνη : Είναι εξίσου αποτελεσματική, αλλά περισσότερο τοξική, από τον ενέσιμο χρυσό (Dwosh IL et al, 1977; Felson DT et al, 1990).
Αλκλοφενάκη (3-4 gr/24ωρο) : Είναι εξίσου αποτελεσματική και τοξική με τον θειογλυκονικό χρυσό, αν και ο τελευταίος μειώνει σημαντικά την ΤΚΕ (Kadir N et al, 1983).
Αουρανοφίνη : Ο θειογλυκονικός χρυσός δρα ταχύτερα και είναι περισσότερο αποτελεσματικός, αλλά και τοξικός, και έχει μεγαλύτερη τροποποιητική ικανότητα (Harth M et al, 1987; Clark P et al, 1989; Felson DT et al, 1990; Rau R et al, 1990) από την αουρανοφίνη.
Κατ’ άλλους, έχει παρόμοια αποτελεσματικότητα και μεγαλύτερη τοξικότητα από την αουρανοφίνη (Davis P et al, 1985; Schattenkirchner M et al, 1988; Rau R et al, 1990). Η αουρανοφίνη διακόπτεται σε 2πλάσια συχνότητα λόγω αναποτελεσματικότητας από τον θειογλυκονικό χρυσό, ενώ ο θειογλυκονικός χρυσός, σε 2πλάσια συχνότητα λόγω τοξικότητας και έχει βαρύτερες επιπλοκές από την αουρανοφίνη (Davis P et al, 1985).
Δαψόνη : Ο ενέσιμος χρυσός είναι περισσότερο αποτελεσματικός, αλλά και τοξικός (Grindu-lis KA and McConkey B, 1984).
D-πενικιλλαμίνη : Ο ενέσιμος χρυσός είναι εξίσου αποτελεσματικός και εξίσου ή λιγότερο τοξικός, αλλά διακόπτεται συχνότερα και έχει μικρότερη τροποποιητική ικανότητα (Gibson T et al, 1976; Makisara et al, 1978; Thomas MH et al, 1984).
Κατ’ άλλους, είναι περισσότερο αποτελεσματικός, αλλά και τοξικός, από την D-πενικιλλαμίνη (Situnayake RD et al, 1987).
Κυκλοσπορίνη : Σε ασθενείς με πρώϊμη, ενεργό ΡΑ έχει παρόμοια τροποποιητική δράση με τον ενέσιμο χρυσό (Kvien TK et al, 2002).
Κυκλοφωσφαμίδη : Είναι εξίσου ή περισσότερο αποτελεσματική, αλλά μακροπρόθεσμα είναι περισσότερο τοξική (Gumpel JM, 1976), από τον χρυσό.
Λεβαμιζόλη : Είναι εξίσου αποτελεσματική με τον ενέσιμο χρυσό (El-Ghobarely AF, 1978).
Μεθοτρεξάτη : Είναι εξίσου αποτελεσματική και λιγότερο τοξική από τον ενέσιμο χρυσό (Su-arez-Almazor ME and Russell AS, 1990; Rau R et al, 1990; Felson DT et al, 1990).
Κατ’ άλλους, ο θειογλυκονικός χρυσός έχει ισοδύναμη ή μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, τροποποιητική ικανότητα και τοξικότητα, από την μεθοτρεξάτη (Rau R et al, 1991; Rau R et al, 1997; Rau R et al, 2002).
Η βελτίωση με την μεθοτρεξάτη εμφανίζεται μετά από έναν περίπου μήνα, ενώ με τον χρυσό, μετά από 2-3 μήνες, αλλά η νόσος υποτροπιάζει πολύ ταχύτερα μετά την διακοπή της μεθοτρεξάτης, παρά του χρυσού (Suarez-Almazor ME et al, 1988).
Μπουσιλλαμίνη : Η προσθήκη μικρών δόσεων μπουσιλλαμίνης (100 mg/24ωρο) σε ασθενείς μερικά ανταποκριθέντες στον ενέσιμο χρυσό είναι περισσότερο αποτελεσματική από placebo (Yasuda M et al, 1993).
Οργοτεΐνη : Η οργοτεΐνη είναι μεταλλοπρωτεΐνη (υπεροξειδική δισμουτάση) προερχόμενη από το ήπαρ βοών και έχει χρησιμοποιηθεί στην θεραπεία της αρθρίτιδας σε πειραματόζωα. Είναι αποτελεσματική στη ΡΑ, αλλά λιγότερο από τον ενέσιμο χρυσό (Walravens M and Deque-ker J, 1976).
Σουλφασαλαζίνη : Ο θειομηλικός χρυσός είναι εξίσου ή περισσότερο αποτελεσματικός και τοξικός (Williams HJ et al, 1988; Felson DT et al, 1990; Peltomaa R et al, 1995) από την σουλφασαλαζίνη.
Υδροξυχλωροκίνη : Είναι λιγότερο αποτελεσματική από τον ενέσιμο χρυσό (Felson DT et al, 1990).
Φαινυτοΐνη : Ο θειογλυκονικός χρυσός είναι περισσότερο αποτελεσματικός από 100 mg φαινυτοΐνης ημερησίως (αυξανόμενη κατά 50 mg/εβδομάδα, μέχρις ότου επιτευχθούν θεραπευτικά επίπεδα ή εμφανισθούν επιπλοκές) (Richards IM et al, 1987).
Χλωροκίνη : Είναι εξίσου αποτελεσματική με τον ενέσιμο χρυσό (Dwosh IL et al, 1977).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Ενέσιμος χρυσός + υδροξυχλωροκίνη : Είναι περισσότερο αποτελεσματικός, αλλά και τοξικός, από τον χρυσό μόνο του (Scott D et al, 1989). Κατ’ άλλους, η προσθήκη υδροξυχλωροκίνης σε ασθενείς με μερική ανταπόκριση στον ενέσιμο χρυσό δεν προσφέρει κανένα επιπρόσθετο όφελος (Porter DR et al, 1993).
Ενέσιμος χρυσός + κυκλοσπορίνη : Η προσθήκη κυκλοσπορίνης σε ασθενείς θεραπευόμενους με ενέσιμο χρυσό δεν έχει επιπρόσθετη αποτελεσματικότητα ή τοξικότητα από την θεραπεία με κάθε ένα από τα φάρμακα αυτά ξεχωριστά (Bendix G and Bjelle A, 1996).
Ενέσιμος χρυσός + κορτικοειδή :
- Ενέσιμος χρυσός + ΕΦ ώσεις πρεδνιζολόνης (3 συνεδρίες 500 mg εκάστη σε διάστημα 2 εβδομάδων) : Συνοδεύεται από σημαντική βελτίωση, είναι καλά ανεκτός και επιταχύνει την ανταπόκριση στον θειομηλικό χρυσό και την αζαθειοπρίνη (Hantzschel H et al, 1988).
- Ενέσιμος χρυσός + ΕΦ ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης : Οι ΕΦ ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης, εάν γίνουν κάθε μήνα τους 3 πρώτους μήνες της χρυσοθεραπείας, βελτιώνουν περισσότερο και πρωϊμότερα την υμενίτιδα μέχρις ότου αυτή ανταποκριθεί στο χρυσό (Walters MT and Cawley MI, 1988; Wong CS et al, 1990; Heytman M et al, 1994).
- Ενέσιμος χρυσός + 120 mg depot μεθυλπρεδνιζολόνης ΙΜ (3 δόσεις, 1 κάθε 4 εβδομάδες) : Επιταχύνει το θεραπευτικό αποτέλεσμα της χρυσοθεραπείας (Corkill MM et al, 1990a).
- Ενέσιμος χρυσός + ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης per os (3 δόσεις των 500 mg εκάστη, μία κάθε 4 εβδομάδες) : Είναι λιγότερο αποτελεσματικός από 3 ενδομυϊκές ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης 120 mg εκάστη, 1 κάθε 4 εβδομάδες (Choy EH et al, 1993)
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Τα κορτικοειδή, χορηγούμενα στην έναρξη της χρυσοθεραπείας, ιδίως οι ενδοφλέβιες ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης και λιγότερο οι ενδομυϊκές ενέσεις κορτικοειδών, αυξάνουν την μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα και μειώνουν την τοξικότητα του χρυσού, ενώ οι ώσεις πρεδνιζολόνης per os δεν φαίνεται να έχουν αποτέλεσμα.
Ενέσιμος χρυσός + αζαθειοπρίνη + κυκλοφωσφαμίδη : Ο ενέσιμος χρυσός έχει παρόμοια αποτελεσματικότητα με την αζαθειοπρίνη και την κυκλοφωσφαμίδη, που όμως βοηθούν περισσότερο στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών και συνοδεύονται συχνότερα από καταστολή του μυελού (Currey HLF et al, 1974).
Η κυκλοφωσφαμίδη βοηθά περισσότερο στη μείωση της κορτιζόνης και καθυστερεί περισσότερο την ακτινολογική επιδείνωση της νόσου από τον θειομηλικό χρυσό και την αζαθειοπρίνη (Currey HLF et al, 1974).
Ενέσιμος χρυσός + υδροξυχλωροκίνη + μεθοτρεξάτη (Biasi D et al, 1997).
Ενέσιμος χρυσός + φαινοπροφαίνη + ασπιρίνη : Σε ασθενείς θεραπευόμενους με ενέσιμο χρυσό, η προσθήκη φαινοπροφαίνης και ασπιρίνης είναι εξίσου αποτελεσματική συγκριτικά με αυτούς που δεν κάνουν χρυσοθεραπεία, αν και η ασπιρίνη προκαλεί ήπιες διαταραχές της ηπατικής λειτουργίας σε μεγάλη συχνότητα στους θεραπευόμενους με ενέσιμο χρυσό (Davis JD et al, 1977).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΔΟΣΕΩΝ-ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΩΝ :
- Θειογλυκονικός χρυσός 10 mg/εβδ. : Δεν διαφέρει σε αποτελεσματικότητα από 50 mg/εβδ. (McKenzie JM, 1977)
- Θειογλυκονικός χρυσός 25 mg/εβδ. Χ 11 εβδομάδες και στη συνέχεια 50 mg/εβδ. : Είναι εξίσου αποτελεσματικός και πολύ λιγότερο τοξικός από την θεραπεία με 100 mg θειογλυκονικού χρυσού 2 φορές/εβδ. Χ 11 εβδομάδες και στη συνέχεια 50 mg/ εβδ. Χ 10 εβδομάδες (Cats A, 1976)
- Θειογλυκονικός χρυσός 25 mg/4 εβδ. Χ 30 περίπου εβδομάδες, κατά μέσον όρο, και μετά κάθε 2 ή 4 εβδομάδες Χ 2 χρόνια : Δεν διαφέρει σε αποτελεσματικότητα από δοσολογικό σχήμα ρυθμισμένο έτσι, ώστε τα μέσα επίπεδα του χρυσού στον ορό να ανέρχονται σε 332 μg/dl (Sharp JT et al, 1977).
- Θειογλυκονικός χρυσός 50 mg/2 εβδ. (μετά την συμπλήρωση 1 gr) : Είναι εξίσου αποτελεσματικός με 50 mg/4 εβδ., αλλά περισσότερο τοξικός (Griffin AJ et al, 1981)
- Θειογλυκονικός χρυσός 150 mg/εβδ. : Είναι εξ ίσου αποτελεσματικός με 50 mg/εβδ., αλλά γενικά δόσεις > 50 mg είναι περισσότερο τοξικές.
- Θειογλυκονικός χρυσός 200 mg/4 εβδ. : Είναι αποτελεσματικός και τοξικός (Norton WL et al, 1983)
- Θειοπροπανοσουλφονικός χρυσός 100 mg/εβδ.: Είναι εξίσου αποτελεσματικός και πιθανώς λιγότερο τοξικός από 250 mg/εβδ..
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΟΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ/ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ
Φύλο/φυλή: Δεν σχετίζονται με την κλινική ανταπόκριση στη χρυσοθεραπεία (Halla JT et al, 1982).
Ηλικία ασθενούς : Σχετίζεται με την αναποτελεσματικότητα ή/και τοξικότητα του θειοπροπανοσουλφονικού χρυσού. Η νιτροειδής αντίδραση είναι συχνότερη στους ηλικιωμένους, αν και άλλοι δεν συμφωνούν, και το νεφρωσικό σύνδρομο και οι αιματολογικές επιπλοκές, σε ασθενείς ηλικίας ≥ 47 ετών (Kean WF et al, 1983).
Κατ’ άλλους :
- Η ηλικία του ασθενούς στην έναρξη της νόσου ή της θεραπείας δεν σχετίζεται με την έκβαση της χρυσοθεραπείας (Sharp JT et al, 1982; Halla JT et al, 1982),
- Ο χρυσός είναι λιγότερο αποτελεσματικός και περισσότερο τοξικός στους ηλικιωμένους, παρά στους νεότερους (Billings R et al, 1975), και
- Ο χρυσός είναι εξίσου αποτελεσματικός και τοξικός τόσο στους ηλικιωμένους, όσο και στους νεότερους (Kean WF et al, 1983).
Διάρκεια νόσου : Σχετίζεται με την αναποτελεσματικότητα ή/και τοξικότητα του θειοπροπανοσουλφονικού χρυσού (Waldburger M et al, 1985).
Κατ’ άλλους, δεν σχετίζεται με την αποτελεσματικότητα του χρυσού (Sharp JT et al, 1982; Halla JT et al, 1982), αν και οι ασθενείς με πρώϊμη νόσο έχουν πιθανώς καλύτερη ανταπόκριση.
Βαρύτητα νόσου : Δεν φαίνεται να σχετίζεται με την αποτελεσματικότητα του χρυσού (Bil- lings R et al, 1975; Sharp JT et al, 1982).
Ρευματοειδής παράγοντας : Σχετίζεται με την αναποτελεσματικότητα ή/και τοξικότητα του θειοπροπανοσουλφονικού χρυσού (Waldburger M et al, 1985). Μεγαλύτερες πιθανότητες ικανοποιητικής ανταπόκρισης στο χρυσό έχουν οι νέοι σε ηλικία ασθενείς με πρόσφατης έναρξης νόσο και θετικό Ra test σε χαμηλούς τίτλους.
Κατ’ άλλους, η ΤΚΕ, οι τίτλοι του Ra test και τα επίπεδα των ανοσοσφαιρινών δεν σχετίζονται με την αποτελεσματικότητα της χρυσοθεραπείας (Mouridsen HT et al, 1974; Sharp JT et al, 1982).
Ρευματοειδή οζίδια : Σχετίζονται με την αναποτελεσματικότητα ή/και τοξικότητα του θειοπροπανοσουλφονικού χρυσού (Waldburger M et al, 1985) ή με πτωχή ανταπόκριση στον ενέσιμο χρυσό (Billings R et al, 1975). Κατ’ άλλους, δεν συνδέονται με την έκβαση της χρυσοθεραπείας (Sharp JT et al, 1982).
Αντιγόνα ιστοσυμβατότητας : Η αναποτελεσματικότητα ή/και τοξικότητα του θειοπροπανοσουλφονικού χρυσού σχετίζεται με το HLA DR4 (Waldburger M et al, 1985). Ο συνδυασμός θετικού HLA DR3, αρνητικού HLA DR4 και Hb μπορεί να είναι δείκτης καλής θεραπευτικής ανταπόκρισης στη χρυσοθεραπεία (O’ Duffy JD et al, 1984).
Αντιπυρηνικά αντισώματα : Δεν συνδέονται με την έκβαση της χρυσοθεραπείας (Halla JT et al, 1982).
Κατ’ άλλους, οι ΑΝΑ αρνητικοί ασθενείς ανταποκρίνονται περισσότερο από τους ΑΝΑ θετικούς (Menard HA et al, 1979).
Γενετικοί παράγοντες : Η ανταπόκριση στη χρυσοθεραπεία είναι σχεδόν η ίδια σε μονο-ωογενείς διδύμους (Van de Putte LBA et al, 1986), ένδειξη ότι υπακούει σε γενετική προδιάθεση.
Προηγηθείσα χρυσοθεραπεία : Δεύτερη θεραπευτική δοκιμή με χρυσό γενικά δεν έχει αποτέλεσμα, εάν η πρώτη είναι άκαρπη (Cats A, 1976).
Κατακράτηση ραδιενεργού χρυσού από το ήπαρ : Μπορεί να σχετίζεται με την κλινική βελτίωση της χρυσοθεραπείας.
Ανεπιθύμητες ενέργειες χρυσοθεραπείας : Μπορεί να σχετίζονται με την κλινική βελτίωση που προκαλεί ο χρυσός (Bayles TB and Fremont-Smith, 1956), αυτό όμως δεν έχει επιβεβαιωθεί από άλλους (Srinivasan R et al, 1979).
Επίπεδα χρυσού στο αίμα : Η αξία του προσδιορισμού των επιπέδων του χρυσού σαν προγνωστικού δείκτη της αποτελεσματικότητας ή τοξικότητας του χρυσού είναι αμφιλεγόμενη. Γενικά, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η κλινική ανταπόκριση στη χρυσοθεραπεία σχετίζεται με τα επίπεδα του χρυσού στον ορό (Gottlieb JT et al, 1982), αν και αυτό έχει αμφισβητηθεί (Lorber A et al, 1973). Τα επίπεδα του χρυσού στον ορό και τα ούρα δεν φαίνεται να σχετίζονται με τις επιπλοκές της χρυσοθεραπείας (Gottlieb NL et al, 1974).
Κατ’ άλλους, οι ανεπιθύμητες ενέργειες αυξάνονται όταν ο χρυσός χορηγείται σε μεγαλύτερες δόσεις (Jessop JD and Johns RGS, 1973) και συχνά επιμένουν σ’ όλη την διάρκεια της παραμονής του στο πλάσμα και τα ούρα.
Ιδανική ανταπόκριση στη χρυσοθεραπεία επιτυγχάνεται όταν οι συγκεντρώσεις του χρυσού στον ορό παραμένουν > 300 μg/100 ml (15 μmol/l) (Lorber A et al, 1973). Στα παιδιά, η δόση του χρυσού πρέπει να ανέρχεται σε 0.7 mg/kg ή 20 mg/m2 για να φθάσουν τα άλατα του χρυσού σε μέγιστες συγκεντρώσεις στον ορό (500-600 μg/dl), ενώ η μέγιστη εφάπαξ δόση τους δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 27 mg/m2 (Makela A-L et al, 1978).
1.2.8.2 ΣΥΝΔΡΟΜΟ FELTY
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ :
- Αυξάνει τον ολικό αριθμό των λευκών αιμοσφαιρίων και των ουδετεροφίλων του περιφερικού αίματος και βελτιώνει την λειτουργία των ουδετεροφίλων
- Μειώνει την συχνότητα των λοιμώξεων
- Καταστέλλει τον πυρετό
- Βοηθά στην επούλωση των δερματικών ελκών
- Περιορίζει την σπληνομεγαλία
Πάντως, μερικοί ασθενείς με ΡΑ ανέπτυξαν σύνδρομο Felty ενώ θεραπεύονται με ενέσιμο χρυσό.
1.2.8.3 ΣΥΝΔΡΟΜΟ SJOGREN
Μία γυναίκα με ψευδολέμφωμα του πνεύμονα και σύνδρομο Sjogren είχε βαθμιαία συρρίκνωση της πνευμονικής μάζας, φυσιολογικοποίηση του σπινθηρογραφήματος των παρωτίδων και των επιπέδων της IgM, ελάττωση των τίτλων του Ra test και βελτίωση της απάντησης των λεμφοκυττάρων σε μιτογόνα με την χρυσοθεραπεία (Godfrey N et al, 1983).
1.2.8.4 ΝΕΑΝΙΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Πολυαρθρίτιδα μη ανταποκρινόμενη στα ΜΣΑΦ
- Ταχέως επιδεινούμενη αρθρίτιδα
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Ο ενέσιμος χρυσός βελτιώνει κλινικά και μειώνει την ΤΚΕ και τους τίτλους του Ra test και την δόση των κορτικοειδών στο 18-78% των παιδιών με ΝΡΑ (Le-vinson JE et al, 1977; Μαkela A-L et al, 1978; Brewer EJ Jr et al, 1980). Συχνά, προκαλεί μακροχρόνια ή «μόνιμη» ύφεση, ανεξάρτητα από τον τύπο της έναρξης, χωρίς σοβαρές επιπλοκές.
Κατ’ άλλους, δεν έχει αποτέλεσμα στη συστηματική ΝΡΑ (Sairanen E and Laaksonen AL, 1963) και πιθανώς αντενδείκνυται γιατί μπορεί να προκαλέσει διάχυτες διαταραχές της πήξης, αν και άλλοι διαφωνούν (Brewer EJ et al, 1980). Πάντως, αυτόματη ύφεση της νόσου, χωρίς χρυσοθεραπεία, εμφανίζει το 70% των ασθενών με ολιγοαρθρική ΝΡΑ.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Υδροξυχλωροκίνη : Είναι εξίσου αποτελεσματική και λιγότερο τοξική από τον ενέσιμο χρυσό (Kvien TK et al, 1985a).
D-πενικιλλαμίνη : Είναι εξίσου αποτελεσματική, αλλά περισσότερο τοξική, από τον ενέσιμο χρυσό (Kvien TK et al, 1985a). Κατ΄ άλλους, ο χρυσός είναι περισσότερο αποτελεσματικός, λιγότερο τοξικός και δρα ταχύτερα από την D-πενικιλλαμίνη στην πολυαρθρική ΝΡΑ (Kvien TK et al, 1985b).
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΧΡΥΣΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ :
- Θανατηφόρα αποφρακτική βρογχιολίτιδα (Pegg SJ et al, 1994)
- Πυρετός, εξάνθημα, λεμφαδενοπάθεια και ηπατομεγαλία με αύξηση των ηπατικών ενζύμων και αιματολογικές διαταραχές, σε ασθενείς με συστηματική ΝΡΑ που θεραπεύθηκαν με ενέσιμο χρυσό και D-πενικιλλαμίνη (Barash J et al, 1991)
- Υπογαμμασφαιριναιμία (Olson JC et al, 1986)
- Πρωτεϊνουρία (Rovenska E et al, 1979; Husserl FE and Shuler SE, 1979)
- Ενδοηπατική χολόσταση (Ghishan FK et al, 1978)
- Ουδετεροπενία, σε παιδιά με συστηματική ΝΡΑ, ενίοτε θανατηφόρα (Thompson DM et al, 1978). Τα παιδιά με συστηματική ΝΡΑ, ηλικίας μικρότερης των 6 ετών, μπορεί να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο σοβαρής ουδετεροπενίας από τον χρυσό
- Θανατηφόρα διαταραχή της πήξης μετά από την 2η ένεση του χρυσού, σε παιδιά με συστηματική ΝΡΑ (Jacobs JC et al, 1984) θεραπευόμενα ταυτόχρονα με ΜΣΑΦ.
ΠΡΟΣΟΧΗ : Τα παιδιά με συστηματική ΝΡΑ είναι γενικά επιρρεπή στην ανάπτυξη διαταραχών της πήξης, γι’ αυτό και πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή μετά την έναρξη της θεραπείας με κάθε νέο φάρμακο.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Τα άλατα του χρυσού χρησιμοποιούνται στη θεραπεία της ΝΡΑ, ιδιαίτερα του οροθετικού τύπου, αλλά η κλινική εκτίμηση του θεραπευτικού τους αποτελέσματος συχνά είναι πολύ δύσκολη.
Στη συστηματική ΝΡΑ, ο χρυσός πρέπει να αποφεύγεται στην διάρκεια της εμπύρετης φάσης της νόσου, γιατί συνοδεύεται συχνότερα από σοβαρές ή και θανατηφόρες επιπλοκές. Πάντως, μετά την παρέλευση της φάσης αυτής, μπορεί να χορηγηθεί και να βελτιώσει τις αρθρικές εκδηλώσεις.
1.2.8.5 ΝΟΣΟΣ STILL ΤΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ
Ο ενέσιμος χρυσός βελτιώνει το 67% των ασθενών, αλλά μπορεί να προκαλέσει απλαστική αναιμία, γι’ αυτό και πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή (Goldman JA et al, 1980; Kahl LE, 1988.
1.2.8.6 ΨΩΡΙΑΣΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Σύμφωνα με μη ελεγχόμενες μελέτες, ο ενέσιμος χρυσός είναι αποτελεσματικός τόσο σε ενήλικες με ΨΑ (Dorwart B et al, 1978; Richter MB et al, 1980; Bruckle W et al, 1994), όσο και σε παιδιά με ΨΑ (Shore A and Ansell BM, 1982) και σπονδυλίτιδα. Η αποτελεσματικότητα και τοξικότητά του στην ΨΑ είναι παρόμοια με την παρατηρούμενη στη ΡΑ (Richter MB et al, 1980; Scarpa et al, 1989).
Κατ’ άλλους :
- Έχει μεγαλύτερη και πρωιμότερη αποτελεσματικότητα και μεγαλύτερη τοξικότητα στην ΨΑ, αλλά ευθύνεται λιγότερο συχνά για διακοπή της θεραπείας λόγω τοξικότητας απ’ ό,τι στη ΡΑ και δεν επιδεινώνει το ψωριασικό εξάνθημα (Dorwart BB et al, 1978)
- Είναι λιγότερο αποτελεσματικός και περισσότερο τοξικός στην ΨΑ απ΄ό, τι στη ΡΑ (Sigler JW et al, 1974).
- Δεν έχει αποτέλεσμα στη σπονδυλίτιδα (Richter MB et al, 1980).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Είναι πιθανώς περισσότερο αποτελεσματικός στην περιφερική αρθρίτιδα τύπου ΡΑ
- Μπορεί να βελτιώσει την χρόνια αρθρίτιδα των γονάτων που δεν ανταποκρίνεται στη συμβατική θεραπεία, εάν χορηγηθεί ενδαρθρικά (Topp JR et al, 1975).
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ : Ο ενέσιμος χρυσός δεν φαίνεται να αποτρέπει την επιδείνωση των ακτινολογικών αλλοιώσεων στην ΨΑ (Mader R et al, 1995). Αν και καταστέλλει την φλεγμονή και τον μειώνει τον βαθμό της αρθρικής βλάβης, η νόσος προοδευτικά οδηγεί σε παραμορφωτική αρθροπάθεια (Gladman DD et al, 1990).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Αουρανοφίνη : Είναι λιγότερο αποτελεσματική από τον ενέσιμο χρυσό (Palit J et al, 1990; Bruckle W et al, 1994). Πάντως, προκαλεί βελτίωση συχνότερα και είναι λιγότερο πιθανό να επιδεινώσει το ψωριασικό εξάνθημα ή να οδηγήσει σε διακοπή της θεραπείας λόγω τοξικότητας από τον ενέσιμο χρυσό (Bruckle W et al, 1994).
Σουλφασαλαζίνη : Είναι εξίσου αποτελεσματική με το ενέσιμο χρυσό (Gomez-Vaquero C et al, 1996).
Ετρετινάτη (Tigason) (0.7 mg/kg/24ωρο) : Είναι εξίσου αποτελεσματική και πολύ λιγότερο τοξική από τον ενέσιμο χρυσό (Seppala J et al, 1988)
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Ενέσιμος χρυσός + σωματοστατίνη (ΕΦ εγχύσεις 250 μg/ώρα Χ 96 ώρες) : Έχει ιδιαίτερα αναλγητική δράση και είναι αποτελεσματικός στον αρθρικό πόνο και την ευαισθησία (Matucci - Cerinic M et al, 1992).
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ : Στην ΨΑ, ο κύριος λόγος διακοπής του χρυσού είναι οι επιπλοκές, λιγότερο όμως συχνά απ’ ό, τι στη ΡΑ. Οι ψωριασικές αλλοιώσεις μπορεί να επιδεινωθούν, ενώ άλλοτε δεν επηρεάζονται (Dorwart BB et al, 1978) ή και βελτιώνονται. Η αουρανοφίνη επιδεινώνει το δερματικό εξάνθημα λιγότερο συχνά από τον ενέσιμο χρυσό (Bruckle W et al, 1994).
Σ’ έναν ασθενή, η κατά πλάκας ψωρίαση μετέπεσε σε φλυκταινώδη μετά την πρώτη ένεση του χρυσού. Ένας άλλος με σποραδικές ψωριασικές αλλοιώσεις ανέπτυξε διάχυτη ψωρίαση αμέσως μετά την έναρξη της θεραπείας με θειογλυκονικό χρυσό (Smith DL et al, 1991).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Τα άλατα του χρυσού μπορούν να χρησιμοποιηθούν επιτυχώς τόσο σε ενήλικες, όσο και σε παιδιά με ψωριασική αρθρίτιδα και ίσως ευθύνονται για διακοπή της θεραπείας λιγότερο συχνά απ’ ό, τι στην ρευματοειδή αρθρίτιδα. Μπορεί να είναι περισσότερο αποτελεσματικά σε ασθενείς με περιφερική αρθρίτιδα, πιθανώς τύπου παρόμοιου με ρευματοειδή αρθρίτιδα, αλλά μάλλον δεν έχουν αποτέλεσμα στη σπονδυλίτιδα. Δεν έχει αποδειχθεί κατά πόσον μπορεί να προκαλέσουν έξαρση των ψωριασικών αλλοιώσεων, γι΄αυτό και μπορούν να χορηγηθούν με σχετική ασφάλεια στην ψωριασική αρθρίτιδα.
1.2.8.7 OΡΟΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΣΠΟΝΔΥΛΑΡΘΡΟΠΑΘΕΙΕΣ
Δεν υπάρχουν placebo-ελεγχόμενες μελέτες. Ο ενέσιμος χρυσός βελτίωσε σημαντικά μερικούς ασθενείς με ΑΣ και περιφερική προσβολή και έναν με σύνδρομο Reiter.
Οι ενδαρθρικές εγχύσεις ραδιενεργού χρυσού είναι αποτελεσματικές σε ασθενείς με ΑΣ και χρόνια αρθρίτιδα των γονάτων (Topp JR et al, 1975).
1.2.8.8 ΔΙΑΛΕΙΠΩΝ ΥΔΡΑΡΘΡΟΣ ΓΟΝΑΤΩΝ
Μπορεί να βελτιωθεί με ενδαρθρικές εγχύσεις ραδιενεργού χρυσού (Topp JR et al, 1975).
1.2.8.9 ΠΕΜΦΙΓΑ
Ο θειομηλικός χρυσός βελτιώνει τις αλλοιώσεις της πέμφιγας, με άγνωστο μηχανισμό. Λόγω της ανασταλτικής του δράσης στη σύνθεση των προσταγλανδινών και των επιδερμικών λυσοζυμών (Penneys NS et al, 1974), μπορεί να διακόπτει τον κύκλο της φλεγμονής αναστέλλοντας τα αποδομητικά λυσοσωμικά ένζυμα που εμπλέκονται στο σχηματισμό των φλυκταινών. Ακόμα, μειώνει σημαντικά τα επίπεδα των αντιεπιθηλιακών αντισωμάτων, που χαρακτηρίζουν την πέμφιγα.
1.2.8.10 ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΟΠΟΥ Ο ΕΝΕΣΙΜΟΣ ΧΡΥΣΟΣ ΕΧΕΙ ΔΕΙΧΘΕΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΣ
- Παλίνδρομος ρευματισμός (Hannonen P t al, 1987b; Eliakim A et al, 1989)
- Κνιδωτική αγγειίτιδα (Handfield-Jones and Greaves MW, 1991)
- Δισκοειδής ερυθηματώδης λύκος
- Νόσος Kala-azar (Singh MP et al, 1989)
- Ασθμα (Muranaka M et al, 1978; Muranaka M et al, 1981; Klaustermeyer WB et al, 1987). Ο χρυσός, αν και αναστέλλει την απελευθέρωση ισταμίνης, in vitro, δεν είναι γνωστό με ποιο μηχανισμό δρα στο άσθμα.
1.2.9 ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Το 35% περίπου των ασθενών που θεραπεύεται με ενέσιμο χρυσό εμφανίζει επιπλοκές το πρώτο 6μηνο της αγωγής, αρκετά σοβαρές, ώστε να απαιτήσουν διακοπή της θεραπείας στο 11-14% των περιπτώσεων. Μετά τον 1ο χρόνο, οι επιπλοκές είναι ασυνήθιστες και δεν σχετίζονται με την αθροιστική δόση, αλλά πιθανώς με το ύψος των εβδομαδιαίων δόσεων. Σε μικρές δόσεις (10-50 mg/εβδ.) η συσχέτιση αυτή δεν υφίσταται, ενώ δόσεις > 50 mg/εβδ. συνοδεύονται από αυξημένη τοξικότητα, όχι όμως και μεγαλύτερη βελτίωση (Champion GD et al, 1990).
Στη διάρκεια της θεραπείας συντήρησης, η συχνότητα των επιπλοκών του χρυσού και ο αριθμός των ασθενών που διακόπτει την αγωγή λόγω τοξικότητας αυξάνεται προοδευτικά, ώστε μετά από 4-5 χρόνια συνεχούς θεραπείας μόνο 16-50% των ασθενών εξακολουθεί να θεραπεύεται με ενέσιμο χρυσό.
Η συχνότητα των θανάτων από τον ενέσιμο χρυσό υπολογίζεται σε 0.4%. Στην Αγγλία, στο διάστημα 1964-1976, 17 ασθενείς με ΡΑ κατέληξαν κακώς από τις επιπλοκές του χρυσού, κυρίως απλαστική αναιμία. Έχουν αναφερθεί 1.6 θάνατοι/10.000 συνταγές αλάτων χρυσού, γι΄αυτό και υποστηρίζεται ότι ο ενέσιμος χρυσός είναι 10 φορές τοξικότερος από οποιοδήποτε άλλο φάρμακο (Girdwood RH, 1974).
Πάντως, τα τελευταία χρόνια, η νοσηρότητα και θνητότητα της χρυσοθεραπείας έχει περιορισθεί σημαντικά, δεδομένου ότι :
- Οι ασθενείς είναι ενημερωμένοι για τις επιπλοκές της χρυσοθεραπείας και διακόπτουν την αγωγή με τις πρώτες εκδηλώσεις τοξικότητας
- Ο χρυσός χρησιμοποιείται συνήθως σε μικρότερες δόσεις
- Η διάγνωση της ΡΑ είναι ακριβέστερη και
- Η αντιμετώπιση των επιπλοκών του χρυσού, αποτελεσματικότερη.
Ο θειογλυκονικός χρυσός είναι λιγότερο τοξικός από τον θειομηλικό, για άγνωστους λόγους. Σε ασθενείς με πρωτεϊνουρία από τον χρυσό, η D-πενικιλλαμίνη μπορεί να προκαλέσει παρόμοιες επιπλοκές, εκτός αν χορηγηθεί 6 μήνες μετά την υποχώρηση της πρωτεϊνουρίας.
Μέτρα πρόληψης των επιπλοκών του χρυσού δεν υπάρχουν, αλλ’ επιτρέπουν την αναγνώρισή τους. Η θεραπεία των επιπλοκών του χρυσού βασίζεται στην πρώϊιμη αναγνώρισή τους και, κυρίως, στη μείωση της δόσης ή και διακοπή του φαρμάκου, άλλοτε όμως είναι συμπτωματική. Γενικά, οι περισσότερες επιπλοκές υποχωρούν αυτόματα εντός μερικών εβδομάδων ή μηνών από της διακοπής της θεραπείας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, και εφ’ όσον οι επιπλοκές είναι ήπιες, ο χρυσός μπορεί να διακοπεί προσωρινά και να επαναχορηγηθεί μετά την πλήρη ύφεση της επιπλοκής, όπως π.χ. σε περιπτώσεις ήπιας πρωτεϊνουρίας ή λευκοπενίας ή ήπιου δερματικού εξανθήματος. Τα κορτικοειδή δεν επηρεάζουν την συχνότητα ή την βαρύτητα των επιπλοκών του χρυσού.
ΤΥΠΟΙ : Γενικά, οι επιπλοκές της χρυσοθεραπείας ποικίλλουν από απλό, παροδικό δερματικό εξάνθημα, έως και τον θάνατο.
1. ΜΕΤΑ-ΕΝΕΣΙΑΚΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ
- Νιτροειδείς αντιδράσεις
- Αναφυλακτικές αντιδράσεις
- Μυαλγίες, αρθραλγίες, διόγκωση αρθρώσεων, εύκολη κόπωση, κακουχία
- Διόγκωση των μαλακών μορίων στο σημείο της ένεσης
2. ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ
- Μη ειδική δερματίτιδα
- Αλλοιώσεις τύπου ομαλού λειχήνα
- Αλλοιώσεις τύπου ροδόχρου πιτυρίασης
- Κνησμός
- Θρομβοπενική πορφύρα
- Αναζωπύρωση αλλεργικής δερματίτιδας μετά από επαφή με μεταλλικό χρυσό (Bailin PL and Matkaluk RM, 1982)
- Χρυσίαση
- Υπέρχρωση δέρματος (φωτοκατανεμητική)
- Όψιμη δερματική πορφυρία (Svensson A and Theander J, 1992)
- Έξαρση πέμφιγας
- Τοξική επιδερμόλυση (Thomas I, 1987)
- Αντιδράσεις φωτοευαισθησίας (Almeyda J and Baker H, 1970)
- Υποδερματίτιδα (Biasi D et al, 1994)
- Αλωπεκία
- Οζώδες ερύθημα
- Αποφολιδωτική δερματίτιδα
- Δερματίτιδα σμηγματορροϊκού τύπου
- Δερματίτιδα τύπου ακμής
- Πολύμορφο ερύθημα
- Κνίδωση
- Αγγειίτιδα
- Κεντρόφυγο δακτυλιοειδές ερύθημα (Tsuji T et al, 1992)
- Ψωριασιόμορφες, κνιδωτικές και εκζεματώδεις αλλοιώσεις (Walzer RA et al, 1972)
3. ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ
- Στοματίτιδα
- Στοματικά έλκη
- Επιπεφυκίτιδα
- Φαρυγγίτιδα
- Γαστρίτιδα
- Κολπίτιδα
4. ΑΠΟ ΤΟ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Αύξηση ουρίας-κρεατινίνης
- Πρωτεϊνουρία
- Αιματουρία
- Νεφρωσικό σύνδρομο
- Νεφρική ανεπάρκεια
5. ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Ηωσινοφιλία
- Λευκοπενία
- Θρομβοπενία
- Παγκυτταροπενία
- Απλαστική αναιμία
- Απλασία ερυθρών αιμοσφαιρίων
- Κοκκιοκυτταροπενία
- Λεμφοπενία
- Υπογαμμασφαιριναιμία
- Διάχυτη ενδαγγειακή πήξη
- Αναιμία ή επιδείνωση προϋπάρχουσας αναιμίας
6. ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Πνευμονίτιδα
- Διάμεση ίνωση
- Αποφρακτική βρογχιολίτιδα
- Σύνδρομο μαραντικής ενδοκαρδίτιδας σε συνδυασμό με πνευμονοπάθεια (Kollef MH et al, 1988)
- Πνευμονικές διηθήσεις με υπογαμμασφαιριναιμία
7. ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Ναυτία
- Εμετοι
- Επιγαστραλγία
- Αύξηση συχνότητας κενώσεων/μαλακά κόπρανα/διάρροια
- Αποβολή αίματος από τα κόπρανα
- Εντεροκολίτιδα
- Ελκωτική πρωκτίτιδα (Marcuard SP et al, 1987)
- Παγκρεατίτιδα
8. ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ
- Χολοστατικός ίκτερος
- Ηπατοκυτταρική βλάβη
- Θανατηφόρα ηπατική νέκρωση (Watkins PB et al, 1988)
- Οξεία ηπατίτιδα (Rye B and Krusinski PA, 1993)
9. ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ
- Χρυσίαση σκληρού ή φακού
- Ιρίτιδα
- Έλκη σκληρού
10. ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ/ΜΥΪΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Αισθητική, κινητική ή αισθητικο-κινητική περιφερική νευροπάθεια (περιλαμβανομένου του συνδρόμου τύπου Guillain-Barre), συχνά με εκδηλώσεις μυοκυμίας ή/και δυσαισθησία
- Κρανιακή νευροπάθεια (περιλαμβανομένης της οφθαλμοπληγίας) VII, σπάνια ΙΙΙ, IV, V, VI, IX, X, XI
- Αυτόνομη νευροπάθεια (ορθοστατική υπόταση, υπέρταση, ταχυκαρδία, υπεριδρωσία)
- Εγκεφαλοπάθεια (κατάθλιψη, παραλήρημα, αϋπνία, διαταραχές μνήμης, ψευδαισθήσεις, εξωγενής ψύχωση, ημιπληγία, παραπληγία, αφασία, σπασμοί, κώμα, υπνηλία)
11. ΔΙΑΦΟΡΕΣ
- Μεταλλική γεύση
- Κεφαλαλγία
- Πυρετός
- Λεμφαδενοπάθεια (Rollins SD and Craig JP, 1991)
1.2.9.1 ΜΕΤΑ - ΕΝΕΣΙΑΚΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ
Εμφανίζονται αμέσως μετά την ένεση του χρυσού ή αργότερα, σε συχνότητα 34% (Furst D et al, 1977).
1.2.9.1.1 ΑΜΕΣΕΣ (ΝΙΤΡΟΕΙΔΕΙΣ) ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Αγγειοκινητικού τύπου αντιδράσεις, παρόμοιες με τις οφειλόμενες στα νιτρώδη, παρατηρούνται έως το 34% των ασθενών που θεραπεύονται με ενέσιμο χρυσό και επιβάλλουν αλλαγή του σκευάσματος στο 2.8% των περιπτώσεων.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Παροδικό αίσθημα αδυναμίας, ζάλη, ναυτία, έμετοι, εφιδρώσεις, κεφαλαλγία, έξαψη προσώπου, αίσθημα παλμών, λιποθυμία, υπόταση και ενίοτε συγκοπή.
Οι εκδηλώσεις αυτές εμφανίζονται γενικά πρώϊμα, αλλά μπορεί και όψιμα, στη διαδρομή της θεραπείας, συνήθως μετά τις πρώτες δόσεις (αλλά συχνά και στις επόμενες) του χρυσού, ακόμα και μετά από μακροχρόνια θεραπεία (Davison S, 1980).
Εμφανίζονται μερικά λεπτά μετά την ένεση, μία μόνο φορά ή μετά από μερικές δόσεις ή μετά από κάθε ένεση (Gibbons R, 1979). Είναι απρόβλεπτες και μπορεί να είναι οι πρώτες αντιδράσεις του χρυσού, ακόμα και σε άτομα χωρίς ιστορικό αρτηριοσκληρυντικής αγγειακής νόσου. Είναι συχνότερες με τον θειομηλικό χρυσό, ίσως γιατί το σκεύασμα αυτό σε ορισμένα επιρρεπή άτομα απορροφάται ταχύτερα και φθάνει σε υψηλότερες συγκεντρώσεις.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ : Οι νιτροειδείς αντιδράσεις είναι συνήθως ήπιες και παροδικές και σπάνια σοβαρές. Η περιφερική όμως αγγειοδιαστολή μπορεί να προκαλέσει υπόταση λόγω δράσης στις λείες μυϊκές ίνες των αρτηριολίων, οδηγώντας σε σοβαρότερες επιπλοκές, ιδιαίτερα σε ηλικιωμένα άτομα, όπως έμφρακτο του μυοκαρδίου (Gottlieb NL and Brown HE Jr, 1977), σύνδρομα παρόμοια με αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια (Prupas HM, 1984; Wener MH, 1986; Proudman SM and Cleland LG, 1992) και παροδική ετερόπλευρη απώλεια της όρασης (Evanchick CC and Harrington TM, 1985).
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Οι νιτροειδείς αντιδράσεις είναι αποτέλεσμα πιθανώς υποδιάχυσης ευαίσθητων σχηματισμών (μυοκάρδιο, νευρικός ιστός) λόγω γενικευμένης ή τοπικής αγγειοδιαστολής.
1.2.9.1.2 ΑΝΑΦΥΛΑΚΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ
Εχουν μεγάλη ομοιότητα με τις νιτροειδείς, αλλά είναι εξαιρετικά σπάνιες (Neustadt DH, 1995).
ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ :
- Αίσθημα θερμότητας, ζάλη, δύσπνοια, ταχυκαρδία και υπόταση στη διάρκεια της ένεσης του χρυσού σε μίαν ασθενή με ιστορικό νιτροειδούς αντίδρασης στον ενέσιμο χρυσό (Neustadt DH, 1995).
- Καρδιαγγειακή ανεπάρκεια και αγγειο-οίδημα συνοδευόμενο από βρογχόσπασμο (Voor-neveld CR et al, 1992)
- Σοβαρή αναφυλαξία.
1.2.9.1.3 ΜΗ ΑΓΓΕΙΟΚΙΝΗΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ
Παροδικές αρθραλγίες, διόγκωση των αρθρώσεων, εύκολη κόπωση και κακουχία αναφέρει το 15% των ασθενών που θεραπεύεται με ενέσιμο χρυσό (Halla JT et al, 1977). Οι αντιδράσεις αυτές εμφανίζονται συνήθως 6-24 ώρες, αλλά ακόμα και μίαν ώρα, μετά την ένεση, και διαρκούν μερικές ημέρες. Δεν επιβάλλουν διακοπή της θεραπείας, γιατί υποχωρούν είτε με μείωση της δόσης του θειομηλικού χρυσού, είτε με αντικατάστασή του από θειογλυκονικό ή τριαιθυλοφωσφονικό χρυσό.
1.2.9.2 ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ - ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Οι βλεννογονοδερματικές αντιδράσεις, ιδιαίτερα τα δερματικά εξανθήματα και η στοματίτιδα, είναι οι πρωϊμότερες και συνηθέστερες επιπλοκές του ενέσιμου χρυσού. Η συνολική τους συχνότητα φθάνει το 60-80% όλων των επιπλοκών του χρυσού. Παρατηρούνται στο 15-35% των ασθενών που θεραπεύονται με άλατα χρυσού παρεντερικά και στο 18%, per os, επιβάλλοντας διακοπή της θεραπείας στο 11% και 2% των ασθενών, αντίστοιχα (Tumiati B et al, 1987).
Εμφανίζονται σε οποιαδήποτε φάση, αλλά συχνότερα στη διάρκεια των 12 και ιδίως 3-6 πρώτων μηνών, της θεραπείας. Εάν η δερματίτιδα δεν έχει εμφανισθεί μέχρι τον 18ο μήνα της χρυσοθεραπείας, είναι ασυνήθιστο να εμφανισθεί αργότερα (Srinivasan R et al, 1979). Οι περισσότερες βλεννογονοδερματικές αντιδράσεις είναι ήπιες και υποχωρούν παρά την συνέχιση της χρυσοθεραπείας.
Η αουρανοφίνη προκαλεί λιγότερες και ηπιότερες βλεννογονοδερματικές αντιδράσεις από τον ενέσιμο χρυσό (Abruzzo JL, 1986), επειδή τα επίπεδα σταθερής του κατάστασης στον ορό είναι κατά 5-55% χαμηλότερα του παρεντερικού.
ΤΥΠΟΙ : Οι δερματικές αντιδράσεις στον ενέσιμο χρυσό ποικίλλουν από κνησμό μέχρι γενικευμένη αποφολίδωση. Ο γενικευμένος κνησμός είναι η συνηθέστερη δερματική αντίδραση, ακολουθούμενη κατά σειρά συχνότητας από αλλοιώσεις τύπου ομαλού λειχήνα, ροδόχρου πιτυρίαση, αποφολιδωτική δερματίτιδα και οζώδες ερύθημα.
1.2.9.2.1 ΔΕΡΜΑΤΙΤΙΔΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η δερματίτιδα είναι η συχνότερη δερματική επιπλοκή του χρυσού. Έχει συνήθως χαρακτήρα άτυπης δερματίτιδας/εκζέματος, ενώ μερικοί τύποι της υποδύονται ιδιοπαθή δερματικά νοσήματα.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Τα εξανθήματα συνήθως είναι άτυπα, κνιδωτικά, εκζεματώδη ή κηλιδοβλατιδώδη. Έχουν ποικίλη ένταση, αλλά συνήθως είναι ήπια και παροδικά και, σπανιότερα, σοβαρά και αποφολιδωτικά. Στο 85% των περιπτώσεων είναι κνιδωτικά και εντοπίζονται κυρίως στον κορμό και τα άκρα. Η εμφάνιση και έντασή τους εξαρτάται από την δόση του χρυσού. Διαρκούν συνήθως 1-2 μήνες και ενίοτε, σε σοβαρές περιπτώσεις, ακόμα και πάνω από έναν χρόνο. Συχνά, οι μορφολογικοί χαρακτήρες των δερματικών αλλοιώσεων μεταβάλλονται με το πέρασμα του χρόνου. Σε μερικούς ασθενείς προαναγγέλλονται από ηωσινοφιλία και συνοδεύονται από μεταλλική γεύση, στοματικές αλλοιώσεις και πρωτεϊνουρία.
Ο συχνότερος κλινικός τύπος δερματικής αντίδρασης είναι ερυθηματώδες μη ειδικό κηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα. Εάν εμφανισθεί το εξάνθημα αυτό, ο χρυσός πρέπει να διακόπτεται, ειδάλλως, εάν συνεχισθεί, μπορεί να οδηγήσει σε πολύ σοβαρότερη γενικευμένη αποφολιδωτική δερματίτιδα (Almeyda J and Baker A, 1970).
ΚΛΙΝΙΚΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ ΔΕΡΜΑΤΙΚΟΥ ΕΞΑΝΘΗΜΑΤΟΣ :
- Υποχωρεί συνήθως 3-4 μήνες μετά την διακοπή του χρυσού, αν και μπορεί να επιμείνει μερικά χρόνια.
- Είναι συχνότερο σε ασθενείς με ΡΑ που καπνίζουν (Kay EA and Jayson MI, 1987)
- Αποδίδεται σε ανοσολογικούς μηχανισμούς, αν και οι ακριβείς μηχανισμοί του είναι άγνωστοι (Ranki A et al, 1989)
- Συνδέεται με μακροχρόνια κλινική και εργαστηριακή ύφεση της αρθρίτιδας (Rothermich NΟ et al, 1976; Caspi D et al, 1989), αν και η παρατήρηση αυτή δεν έχει επιβεβαιωθεί.
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ το κηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα δείχνει σπογγίωση και επιφανειακές περιαγγειακές διηθήσεις με μονοπύρηνα κύτταρα ή, λιγότερο συχνά, θηλοειδές οίδημα του δέρματος και φλεγμονώδη διήθηση από ηωσινόφιλα, ουδετερόφιλα και μαστοκύτταρα. Άλλοτε παρατηρούνται ιστολογικές αλλοιώσεις λύκου, πολύμορφο ερύθημα ή οξεία ευλογιόμορφη λειχηνοειδής πιτυρίαση.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Είναι άγνωστος, αν και ενοχοποιούνται τοξικοί και αλλεργικοί παράγοντες. Υπέρ της αλλεργικής αιτιολογίας συνηγορούν η ηωσινοφιλία η συνδεόμενη με την δερματίτιδα από χρυσό και η αύξηση της IgE στον ορό, ενώ οι θετικές δοκιμασίες patch και μετασχηματισμού των λεμφοκυττάρων (Walzer R and Feinstein R, 1990) είναι ένδειξη υπερευαισθησίας επιβραδυνόμενου τύπου.
Οι βλεννογονοδερματικές αντιδράσεις των αλάτων του χρυσού συνδέονται με αυξημένη συχνότητα HLA Bw35 (Nusslein HG et al, 1984), αν και αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί (Alarcon GS et al, 1986), και HLA DR3 (Bensen WG et al, 1984).
Το 68% των ασθενών με βλεννογονοδερματικές αντιδράσεις από τον χρυσό έχει IgE αντισώματα έναντι του θειομηλικού χρυσού και υψηλότερα επίπεδα IgE στον ορό (Bretza J et al, 1983). Τα επίπεδα των ηωσινοφίλων, της IgE (Iveson JM et al, 1977) και του χρυσού στον ορό δεν σχετίζονται αξιόπιστα με τις βλεννογονοδερματικές αντιδράσεις του χρυσού. Μερικοί ασθενείς με εξανθήματα από χρυσό έχουν IgE συνδεδεμένη με τους ιστούς, αλλά το εύρημα αυτό έχει μικρή μόνο διαγνωστική αξία (Iveson JM et al, 1977).
Ο μετασχηματισμός των λεμφοκυττάρων με την χρήση χρυσού σαν αντιγόνο σχετίζεται με τα εξανθήματα από χρυσό, in vitro (Walzer RA et al, 1972), αν και η συμπεριφορά των λεμφοκυττάρων σε ασθενείς με ΡΑ που εμφανίζουν στοματικά έλκη από άλατα χρυσού δεν διαφέρει σημαντικά απ’ αυτούς που δεν έχουν επιπλοκές (Adams D and Dippy J, 1976).
ΔΙΑΓΝΩΣΗ - ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΕΞΑΝΘΗΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΑΛΑΤΑ ΧΡΥΣΟΥ : Οι δερματικές αντιδράσεις σε ασθενείς με ΡΑ που θεραπεύονται με ενέσιμο χρυσό μπορεί να είναι εκδήλωση της βασικής νόσου, άλλων υποκείμενων νοσημάτων ή παραγόντων ή φαρμακογενείς.
Η διάγνωση της δερματίτιδας από χρυσό γίνεται με την προσεκτική εκτίμηση της αιτιολογικής συσχέτισης των βλεννογονοδερματικών αλλοιώσεων με την χρυσοθεραπεία. Η συσχέτιση των δερματικών αντιδράσεων με την χρυσοθεραπεία είναι συχνά πολύ δύσκολη, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις είναι δυνατή η διάκριση προϋπάρχουσας δερματίτιδας από τις επιπλοκές του φαρμάκου.
Η κλινική και ιστολογική εικόνα των εξανθημάτων από τον χρυσό έχει μεγάλη ποικιλομορφία και μπορεί να υποδύεται πολλά δερματικά νοσήματα. Οποιοδήποτε εξάνθημα στη διάρκεια της χρυσοθεραπείας πρέπει να αποδίδεται στον χρυσό, μέχρις ότου αποδειχθεί το πραγματικό του αίτιο. Σε αμφίβολες περιπτώσεις, η βιοψία του δέρματος μπορεί να ενισχύσει την διάγνωση της δερματίτιδας από χρυσό ή να βοηθήσει στην διάκρισή της από άλλες δερματοπάθειες, δεν είναι όμως ικανή να θέσει την οριστική διάγνωση. Ο ανοσοφθορισμός του δέρματος, μολονότι μπορεί να δείξει εναποθέσεις ανοσοσφαιρινών και συμπληρώματος, δεν είναι ειδικός, γι’ αυτό και έχει μικρή μόνο διαφοροδιαγνωστική αξία.
1.2.9.2.2 ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ ΤΥΠΟΥ ΟΜΑΛΟΥ ΛΕΙΧΗΝΑ
Οι αλλοιώσεις παρόμοιες με ομαλό λειχήνα αποτελούν το 32% των δερματικών αντιδράσεων του χρυσού. Εμφανίζουν επιφανειακή, λεπτή, λευκή απολέπιση (γραμμώσεις Wickham) ή είναι ελαφρώς εξιδρωματικές, πολυάριθμες και έντονα κνιδωτικές. Ενίοτε εντοπίζονται και στο τριχωτό της κεφαλής, οδηγώντας σε αλωπεκία. Οι μεμονωμένες αλλοιώσεις συνίστανται σε ιώδεις πολυγωνικές κηλίδες.
Σε αντίθεση με τις αλλοιώσεις του ιδιοπαθούς ομαλού λειχήνα, είναι πολυάριθμες και διάχυτες, δεν εντοπίζονται στην στοματική κοιλότητα και έχουν άτυπη ιστολογική εικόνα, η οποία όμως ενίοτε είναι παρόμοια με την του ιδιοπαθούς ομαλού λειχήνα ή με φαρμακογενή λειχήνα.
1.2.9.2.3 ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ ΤΥΠΟΥ ΡΟΔΟΧΡΟΥ ΠΙΤΥΡΙΑΣΗΣ (11%)
Έχουν όψη ωοειδών κηλίδων χρώματος σολομού, με λεπτή φλοιώδη απολέπιση και κατανομή τύπου «κλάδων ελάτης», και εντοπίζονται κατά προτίμηση στον κορμό. Μικροσκοπικά δεν μπορούν να διακριθούν από την ιδιοπαθή ροδόχρου πιτυρίαση.
Το πιτυριασιόμορφο και το δισκοειδές εκζεματώδες εξάνθημα είναι δοσοεξαρτώμενο, μη αλλεργικό και δεν αποτελεί απόλυτη ένδειξη διακοπής της χρυσοθεραπείας. Συνήθως υποχωρεί με τοπικά κορτικοειδή ή με ελάττωση της δόσης ή της συχνότητας των ενέσεων του χρυσού (Wilkinson SM et al, 1992).
1.2.9.2.4 ΚΝΗΣΜΟΣ
Είναι η συχνότερη δερματική επιπλοκή του ενέσιμου χρυσού. Παρατηρείται στο 84% των ασθενών που θεραπεύονται με ενέσιμο χρυσό. Μπορεί να είναι καθολικός και συνήθως υποχωρεί παρά την συνέχιση της χρυσοθεραπείας.
1.2.9.2.5 ΘΡΟΜΒΟΠΕΝΙΚΗ ΠΟΡΦΥΡΑ
Μπορεί να είναι ένδειξη χορήγησης διμερκαπρόλης με σκοπό την επιτάχυνση της αποβολής του χρυσού (Almeyda J and Baker H, 1970).
1.2.9.2.6 ΔΕΡΜΑΤΙΤΙΔΑ ΕΞ ΕΠΑΦΗΣ
Οι ενέσεις του χρυσού μπορεί να αναζωπυρώσουν προηγηθείσα υπερευαισθησία εξ επαφής στο νικέλιο (Wijnands MJ et al, 1990).
1.2.9.2.7 ΟΨΙΜΗ ΔΕΡΜΑΤΙΚΗ ΠΟΡΦΥΡΙΑ
Χαρακτηρίζεται από πολλαπλές ουλές και φυσαλίδες ή φλύκταινες στη ραχιαία επιφάνεια των χειρών και των ποδών (Svensson A and Theander J, 1992).
1.2.9.2.8 ΧΡΥΣΙΑΣΗ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η χρυσίαση έχει αναφερθεί σε μερικούς ασθενείς (Pelachyk JΜ et al, 1984), συνήθως γυναίκες Καυκάσιας φυλής, θεραπευόμενους μακροχρόνια ή με μικρές σχετικά δόσεις ενέσιμου χρυσού (Fleming CJ et al, 1996). Είναι πολύ λιγότερο συχνή επιπλοκή της αουρανοφίνης, πιθανώς λόγω του ότι ο per os χορηγούμενος χρυσός κατακρατάται λιγότερο από το δέρμα από τον ενέσιμο.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Η χρυσίαση συνίσταται σε κυανόφαιη υπέρχρωση του ακάλυπτου δέρματος και των σκληρών του οφθαλμού. Η υπέρχρωση είναι συνήθως εντονότερη στις περιοφθαλμικές και στις ακάλυπτες περιοχές του σώματος, αλλά μπορεί να εμφανισθεί και σε καλυμμένες περιοχές μετά από έκθεσή τους σε υπεριώδες φως (Leonard PA et al, 1986). Ένας ασθενής εμφάνισε ονυχοχρυσίαση με κίτρινες ταινίες και πάχυνση των ονύχων και ένας άλλος, ορατές στικτές εναποθέσεις χρυσού στην επιφάνεια του δέρματος (Michalski JP et al, 1991). Η χρυσίαση είναι συνήθως μόνιμη, αλλά δεν έχει κλινική σημασία.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Οι ασθενείς με χρυσίαση έχουν περισσότερα σωματίδια χρυσού στα μελανοφάγα του δέρματος από αυτούς που κάνουν χρυσοθεραπεία, αλλά δεν έχουν χρυσίαση. Ο χρυσός εναποτίθεται στο ακάλυπτο δέρμα περισσότερο από το καλυμμένο, ένδειξη ότι κατακρατάται εκλεκτικά από περιοχές εκτεθειμένες στο ηλιακό φως. Η σύνθεση της μελανίνης διεγείρεται από τον εναποτιθέμενο χρυσό και είναι μερικά υπεύθυνη για την υπέρχρωση του δέρματος, όπως έχει παρατηρηθεί στην υπέρχρωση την προκαλούμενη από άλλα βαριά μέταλλα (Leonard PA et al, 1986).
ΠΡΟΔΙΑΘΕΣΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ :
Αθροιστική δόση : Η αθροιστική δόση η απαιτούμενη για την εμφάνιση της υπέρχρωσης του δέρματος διαφέρει από ασθενή σε ασθενή. Η χρυσίαση παρατηρείται στους περισσότερους ασθενείς που έχουν πάρει > 18 mg/kg στοιχειακού χρυσού ή 50 mg/kg αλάτων χρυσού και σ’ όλους ανεξαίρετα τους ασθενείς που έχουν πάρει αθροιστική δόση > 55 mg/kg στοιχειακού χρυσού ή 150 mg/kg αλάτων χρυσού.
Παρατεταμένη έκθεση στον ήλιο.
Προηγηθείσα δερματίτιδα από χρυσό.
1.2.9.2.9 ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΩΝ
Είναι ήπιες ή σοβαρές με γενικευμένη φλεγμονή όλων των βλεννογόνων και συνδυάζονται συνήθως με δερματικές αλλοιώσεις (Bailin PL and Matkaluk RM, 1982).
Στοματίτιδα εμφανίζει το 20% περίπου των ασθενών που θεραπεύεται με ενέσιμο χρυσό (Gle-nert U, 1984; Svensson A and Theander J, 1992). Αρχικά μπορεί να εκδηλωθεί με μεταλλική γεύση, χωρίς ορατές βλεννογονικές αλλοιώσεις. Οι αλλοιώσεις συνίστανται συνήθως σε τοπικές ελκώσεις των ούλων, της γλώσσας, του φάρυγγα και της τραχείας, που μπορεί να υποχωρήσουν ή πολλαπλασιάζονται και συνενώνονται δίνοντας την εικόνα διάχυτης στοματίτιδας, γλωσσίτιδας ή ουλίτιδας (Adams D and Dippy J, 1976). Χειλίτιδα μπορεί να είναι πρώϊμη επιπλοκή. Τα έλκη είναι επώδυνα ή ανώδυνα και παρόμοια με αφθώδη, και αποτελούν οριστική αντένδειξη της χρυσοθεραπείας μέχρις ότου επουλωθούν. Ενίοτε προηγούνται πομφολυγώδεις δερματικές αλλοιώσεις παρόμοιες με πέμφιγα.
1.2.9.2.10 ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΔΕΡΜΑΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΩΝ
Ήπιες αλλοιώσεις : Αντιϊσταμινικά ή/και τοπικά κορτικοειδή και αποφυγή έκθεσης στον ήλιο και επαφής με απορρυπαντικά.
Σοβαρές αλλοιώσεις :
- Διακοπή του χρυσού, μέχρις ότου οι αλλοιώσεις υποχωρήσουν πλήρως, δεδομένου ότι, εάν η χρυσοθεραπεία συνεχισθεί, μπορεί να μεταπέσουν σε αποφολιδωτική ερυθροδερμία. Μετά την υποχώρηση των αλλοιώσεων ο χρυσός, εφ’ όσον είχε συνοδευθεί από ικανοποιητική ανταπόκριση, μπορεί να επαναχορηγηθεί, αλλά σε δόση μικρότερη τουλάχιστον κατά 25% ή και περισσότερο από την αρχική, αυξανόμενη προοδευτικά εφ’ όσον οι αλλοιώσεις δεν υποτροπιάσουν. Π. χ. αρχικά σε δόση 5-10 mg/εβδ., αυξανόμενη κατά 5-10 mg κάθε 1-4 εβδομάδες, ή σε δόση 1-2 mg/εβδ., αυξανόμενη τμηματικά με τον ίδιο τρόπο.
- Οι ασθενείς συνήθως ανέχονται καλά τις προοδευτικά αυξανόμενες δόσεις, χωρίς υποτροπή του εξανθήματος, αν και σπάνια μπορεί να εμφανίσουν αποφολιδωτική δερματίτιδα η οποία, εάν είναι σοβαρή, επιβάλλει οριστική διακοπή του χρυσού. Εναλλακτικά, μετά την ύφεση του εξανθήματος, ο ενέσιμος χρυσός μπορεί να αντικατασταθεί από την αουρανοφίνη και ο θειομηλικός χρυσός, από πολύ μικρές δόσεις ελαιώδους διαλύματος θειογλυκονικού χρυσού.
- Κορτικοειδή συστηματικά.
- Χηλικοί παράγοντες (διμερκαπρόλη, D-πενικιλλαμίνη) : Επιταχύνουν την υποχώρηση του εξανθήματος. Η D-πενικιλλαμίνη είναι ίσως περισσότερο αποτελεσματική από τον BAL ή το αιθυλενοδιαμινοτετραοξεικό οξύ.
Αλλοιώσεις στόματος (στοματίτιδα, γλωσσίτιδα, χειλίτιδα, ουλίτιδα) : Εάν είναι ήπιες, δεν χρειάζονται θεραπεία. Εάν είναι σοβαρότερες, συνιστώνται αποφυγή ερεθιστικών τροφών, εκπλύσεις του στόματος με σόδα, επαλείψεις με λιδοκαίνη (xylocaine viscous) ή ακετονική τριαμσινολόνη (Kenacort in orabase), μάσηση δισκίων βηταμεθαζόνης 3-4 φορές ημερησίως και ψεκασμοί ή εισπνοές κορτικοειδών.
1.2.9.3 ΑΠΟ ΤΟ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
1.2.9.3.1 ΑΥΞΗΣΗ ΟΥΡΙΑΣ – ΚΡΕΑΤΙΝΙΝΗΣ
Είναι σχετικά συχνή και συνήθως ήπια και υποχωρεί με την διακοπή του χρυσού.
1.2.9.3.2 ΑΠΛΗ ΠΡΩΤΕΪΝΟΥΡΙΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Ήπια, παροδική πρωτεϊνουρία εμφανίζει το 0-40% των ασθενών που θεραπεύεται με 50 mg χρυσού εβδομαδιαίως (Kean WF and Anastassiades, 1979; Kean WF et al, 1983). Το μεγάλο εύρος της συχνότητας της επιπλοκής αυτής οφείλεται στη μεγάλη ποικιλομορφία του ορισμού της πρωτεϊνουρίας (Kean WF and Anastassiades TP, 1979). Πάντως, σύμφωνα με μετα-ανάλυση μελετών, η συχνότητα της πρωτεϊνουρίας από τον ενέσιμο χρυσό είναι μόνο κατά 0.7% μεγαλύτερη από placebo (Clark P et al, 1989).
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ :
- Αντιγόνα ιστοσυμβατότητας : Η πρωτεϊνουρία και η θρομβοπενία από τον χρυσό είναι 32 και 9 φορές συχνότερη σε ασθενείς με HLA DR3 και DR2, αντίστοιχα (Wooley PH et al, 1980).
- Μεγάλες δόσεις χρυσού : Συνδέονται με πρωτεϊνουρία σε μεγαλύτερη συχνότητα.
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Η εμφάνιση πρωτεϊνουρίας στη διάρκεια της χρυσοθεραπείας δεν πρέπει πάντα να αποδίδεται στον χρυσό, γιατί το 3% των ασθενών με ΡΑ παρουσιάζει ανεξήγητη παροδική πρωτεϊνουρία στη διαδρομή της νόσου χωρίς να έχει θεραπευθεί με άλατα χρυσού, ενώ άλλοτε η πρωτεϊνουρία οφείλεται σε άλλα αίτια.
ΑΙΤΙΑ ΠΡΩΤΕΪΝΟΥΡΙΑΣ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΟΥΣ ΜΕ ΑΛΑΤΑ ΧΡΥΣΟΥ :
- Άλατα χρυσού
- Άλλα φάρμακα (ιδίως ΜΣΑΦ)
- Λοιμώξεις ουροποιητικού
- Δευτεροπαθής αμυλοείδωση
- Νεφρικός ΣΕΛ
ΕΚΒΑΣΗ : Μετά την διακοπή του χρυσού, η πρωτεϊνουρία υφίεται πλήρως και προοδευτική επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας είναι πολύ ασυνήθιστη. Σε ασθενείς που συνεχίζουν τον χρυσό παρά την πρωτεϊνουρία, η νεφρική λειτουργία δεν επηρεάζεται και δεν παραμένουν μόνιμες αλλοιώσεις, σε σύγκριση με αυτούς που διακόπτουν την θεραπεία (Hall CL and Tighe R, 1989).
ΘΕΡΑΠΕΙΑ :
- Εάν υπάρχει επίμονη πρωτεϊνουρία 1+ με dipstick επί 2-3 εβδομάδες πρέπει να γίνεται εξέταση λευκώματος ούρων 24ώρου.
- Εάν το λεύκωμα ούρων 24ώρου είναι <500 mg, η χρυσοθεραπεία μπορεί να συνεχισθεί.
- Εάν κυμαίνεται σε 500-3.000 mg, η χρυσοθεραπεία πρέπει να αναστέλλεται μέχρις ότου ελεγχθεί η νεφρική λειτουργία.
- Εάν η λευκωματουρία υπερβαίνει τα 3 gr, η χρυσοθεραπεία πρέπει να διακόπτεται, μέχρις ότου η πρωτεϊνουρία υφεθεί.
Η πρωτεϊνουρία μπορεί να υποχωρήσει αυτόματα και παρά την συνέχιση του χρυσού. Μετά την ύφεσή της ο χρυσός μπορεί να επαναχορηγηθεί, αλλά σε χαμηλότερη δόση, π.χ. 25 mg κάθε 1-2 εβδομάδες (Klinkhoff AV and Teufel A, 1997).
1.2.9.3.3 ΑΙΜΑΤΟΥΡΙΑ
Μεμονωμένη μικροσκοπική αιματουρία, χωρίς να αποτελεί εκδήλωση νεφρωσικού συνδρόμου, συνήθως δεν οφείλεται στον χρυσό (Leonard PA et al, 1987).
1.2.9.3.4 ΝΕΦΡΩΣΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Το νεφρωσικό σύνδρομο είναι η συχνότερη σοβαρή νεφρική επιπλοκή του ενέσιμου χρυσού. Η συχνότητά του ανέρχεται σε 0.2-2.6% (Silverberg DS et al, 1970; Tornroth T and Skrifvars B, 1974) και είναι ίσως μεγαλύτερη σε ασθενείς με οροαρνητική ΡΑ (Skrif-vars BV et al, 1977).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Το νεφρωσικό σύνδρομο από τον χρυσό είναι τυπικά ασυμπτωματικό, μπορεί να εμφανισθεί σε οποιαδήποτε φάση της θεραπείας και δεν σχετίζεται με άλλες επιπλοκές ή τα επίπεδα του χρυσού στον ορό ή τα ούρα.
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ οφείλεται σε μεμβρανώδη σπειραματονεφρίτιδα. Με το κοινό μικροσκόπιο έχουν ανευρεθεί σωματίδια χρυσού στα εγγύς και άπω νεφρικά σωληνάρια, τον διάμεσο νεφρικό ιστό και τους σπειραματικούς θυσάνους (Silverberg DS et al, 1970; Tornroth T and Skrifvars B, 1974). Με το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο έχουν παρατηρηθεί πυκνές υποεπιθηλιακές εναποθέσεις IgG, IgM και C3 στα αγγειακά σπειράματα (Tornroth T and Skrifvars B, 1974).
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Οι εναποθέσεις του χρυσού πιθανώς προκαλούν κάκωση των επιθηλιακών κυττάρων των νεφρικών σωληναρίων και απελευθέρωση σωληναριακών αντιγόνων που δίνουν γένεση σε αντισώματα, με συνεπακόλουθη εναπόθεση ανοσοσυμπλεγμάτων, που μπορεί να περιέχουν στοιχειακό χρυσό, στους σπειραματικούς θυσάνους (Viol GF et al, 1977).
ΠΡΟΓΝΩΣΗ : Είναι γενικά καλή. Στο 70% των ασθενών το νεφρωσικό σύνδρομο υποχωρεί πλήρως μετά από μήνες ή χρόνια, ενώ στο υπόλοιπο παραμένει ποικίλου βαθμού επίμονη πρωτεϊνουρία και σπάνια αναπτύσσεται νεφρική ανεπάρκεια (Silverberg DS et al, 1970).
ΘΕΡΑΠΕΙΑ :
- Κορτικοειδή, σε μέτριες έως μεγάλες διηρημένες δόσεις (20-60 mg/24ωρο). Εάν δεν έχουν αποτέλεσμα, η δόση τους μπορεί να αυξηθεί. Χορηγούνται επί αρκετές εβδομάδες ή και μήνες και μετά η δόση τους μειώνεται προοδευτικά.
- Χηλικοί παράγοντες ή ΕΦ έγχυση γ-σφαιρίνης, σε σοβαρές περιπτώσεις ανθεκτικές στα κορτικοειδή.
1.2.9.3.5 ΟΞΕΙΑ ΝΕΦΡΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ
Είναι σπάνια αντίδραση υπερευαισθησίας στον ενέσιμο χρυσό. Η αουρανοφίνη είναι λιγότερο νεφροτοξική από τον ενέσιμο χρυσό, γι’ αυτό και μπορεί να χορηγηθεί με ασφάλεια στη θέση του σε ασθενείς με ΡΑ και χρόνια νεφρική ανεπάρκεια.
Τα επίπεδα της β2-μικροσφαιρίνης στα ούρα αυξάνονται σε ασθενείς με ΡΑ θεραπευόμενους με χρυσό, γι’ αυτό και οι διαδοχικές μετρήσεις τους μπορεί να βοηθήσουν στη παρακολούθηση των νεφρικών σωληναριακών αλλοιώσεων των οφειλόμενων στη χρυσοθεραπεία (Latt D et al, 1981).
1.2.9.4 ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Οι επιπλοκές του χρυσού, ιδιαίτερα οι αιματολογικές, συνδέονται με την μεγαλύτερη συχνότητα θανάτων/αριθμό συνταγών απ’ όλα τα φάρμακα (1.6 θάνατοι/10.000 συνταγές) (Girdwood RH, 1974). Η συχνότητά τους ανέρχεται σε 12%.
1.2.9.4.1 ΗΩΣΙΝΟΦΙΛΙΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Ηωσινοφιλία παρατηρείται στο 5-40% των ασθενών που θεραπεύονται με ενέσιμο χρυσό και στο 24-78% των περιπτώσεων σχετίζεται με τις επιπλοκές της χρυσοθεραπείας. Στο 70% προηγείται της εμφάνισης, ενώ, στο 30% των περιπτώσεων, συμπίπτει με την εμφάνιση των κλινικών εκδηλώσεων της τοξικότητας από τον χρυσό (Wooley PH et al, 1980). Σε ασθενείς με επιπλοκές από τον χρυσό συνδυάζεται με αύξηση των επιπέδων της ΙgE στον ορό (Muranaka M et al, 1978), αν και άλλοι διαφωνούν (Iveson JM et al, 1977).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ : Η ηωσινοφιλία δεν είναι αξιόπιστος δείκτης της εμφάνισης ή της βαρύτητας των επιπλοκών της χρυσοθεραπείας, δεδομένου ότι παρατηρείται και στο 43% των ασθενών με ΡΑ που δεν παίρνει κανένα φάρμακο και συνήθως δεν συνοδεύεται από επιπλοκές.
Μεγάλη αύξηση των ηωσινοφίλων (>20%) είναι σύνηθες εύρημα σε ασθενείς με ΡΑ και ρευματικά οζίδια, αγγειίτιδα και υψηλούς τίτλους Ra test (Wojtecka-Leukasik E et al, 1974). Πάντως, μεγάλη ηωσινοφιλία σε ασθενείς με ΡΑ που είχαν φυσιολογικό ή ελαφρά αυξημένο αριθμό ηωσινοφίλων πριν από την έναρξη της χρυσοθεραπείας μπορεί να είναι προάγγελος σοβαρών βλεννογονοδερματικών αντιδράσεων.
1.2.9.4.2 ΛΕΥΚΟΠΕΝΙΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Λευκοπενία παρατηρείται τουλάχιστον σε μία περίπτωση στο 10% των ασθενών που θεραπεύονται με ενέσιμο χρυσό ή αουρανοφίνη (Gibson J et al, 1983; Aaron S et al, 1985), αλλά και σε ασθενείς με ΡΑ που δεν κάνουν χρυσοθεραπεία.
Συνήθως είναι ήπια και υποχωρεί παρά την συνέχιση του φαρμάκου και σπάνια σοβαρή και οφείλεται σε κοκκιοκυτταροπενία ή ακοκκιοκυττάρωση. Ο βαθμός και η διάρκεια της ποικίλλουν. Μεμονωμένη κοκκιοκυτταροπενία από τον ενέσιμο χρυσό είναι ασυνήθιστη (Rothermich NO, 1979).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Η λευκοπενία από άλατα χρυσού είναι συνήθως ασυμπτωματική ή εκδηλώνεται με εμπύρετη λοίμωξη, λόγω πτώσης της άμυνας του οργανισμού. Γι’ αυτό και, πυρετός σε κάθε ασθενή θεραπευόμενο με άλατα χρυσού, ιδίως τους πρώτους μήνες της θεραπείας, πρέπει να διερευνάται μήπως υποκρύπτει λανθάνουσα λευκοπενία. Παράλληλα, η χρυσοθεραπεία πρέπει να διακόπτεται προσωρινά μέχρις ότου αποδειχθεί το πραγματικό αίτιο της λοίμωξης.
Η λεμφοπενία η συνδεόμενη με τον θειομηλικό χρυσό δεν φαίνεται να είναι προάγγελος σοβαρών αιματολογικών επιπλοκών. Εάν η ελάττωση των ουδετεροφίλων είναι ταχεία ή προοδευτική, τότε μάλλον οφείλεται στον χρυσό, ιδιαίτερα όταν συνοδεύεται παράλληλα από μείωση και των αιμοπεταλίων και των ερυθρών αιμοσφαιρίων.
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Η λευκοπενία, σε ασθενείς με ΡΑ θεραπευόμενους με ενέσιμο χρυσό, μπορεί να είναι :
- Εκδήλωση της νόσου, όπως π.χ. μέρος του συνδρόμου Felty, αν και ο χρυσός βελτιώνει την ουδετεροπενία την συνδεόμενη με το σύνδρομο αυτό (Mastaglia GL and Owen ET, 1981). Η λευκοπενία που χαρακτηρίζει το σύνδρομο Felty συνδυάζεται με σπληνομεγαλία και υποτροπιάζουσες λοιμώξεις. Το σύνδρομο Felty μπορεί ακόμα να συνδυάζεται με θρομβοπενία και σχετική ελάττωση της δραστηριότητας του μυελού, γι’ αυτό και η διάκρισή του από φαρμακογενή τοξικότητα συχνά είναι δύσκολη.
- Ήπια, «καλοήθης», βαθμιαία, μεμονωμένη και διακοπτόμενη ή χρόνια, χωρίς να συνδυάζεται με μυελική καταστολή (Rothermich NO, 1979; Aaron S et al, 1985)
- Σοβαρή, οφειλόμενη σε μυελική καταστολή, και να συνδυάζεται με θρομβοπενία και αναιμία (Aaron S et al, 1985).
ΕΚΒΑΣΗ : Η λευκοπενία συνήθως αναστρέφεται με την διακοπή του φαρμάκου, αν και ενίοτε καταλήγει κακώς (Kay AGL, 1976). Η επάνοδος του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων στο φυσιολογικό μπορεί να απαιτήσει ακόμα και ένα χρόνο. Η «καλοήθης» λευκοπενία σπάνια δίνει συμπτώματα και συνήθως βελτιώνεται αυτόματα ή παραμένει σε μέτρια επίπεδα, ακόμα και παρά την συνέχιση του φαρμάκου (Amos RS and Bax DE, 1988). H λευκοπενία συνήθως δεν είναι λόγος διακοπής της χρυσοθεραπείας, εκτός εάν προκαλεί συμπτώματα ή είναι αιφνίδια και έντονη.
Εάν η λευκοπενία είναι μέτριου βαθμού, η χρυσοθεραπεία μπορεί να συνεχισθεί. Ελάττωση του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων ή των πολυμορφοπυρήνων κατά 50% συνήθως αποκαθίσταται 2 εβδομάδες μετά την μείωση της δόσης ή την προσωρινή διακοπή του χρυσού. Εάν ο αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων μειωθεί <5.000 mm3 ή των πολυμορφοπυρήνων <2.000 mm3, ο χρυσός πρέπει να διακόπτεται προσωρινά. Μετά την επάνοδο του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων σε φυσιολογικά όρια ο χρυσός μπορεί να επαναχορηγηθεί, αλλά σε μικρότερες δόσεις, με τον ίδιο τρόπο όπως και κατά την έναρξη της χρυσοθεραπείας, με προοδευτική αύξηση της δόσης και ταυτόχρονα συχνή παρακολούθηση.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ :
- Συστηματικά κορτικοειδή
- Ν-ακετυλοκυστεΐνη
- Χηλικοί παράγοντες
- Αντιθυμική σφαιρίνη
- Ανδρογόνα
- Αντιβιοτικά ευρέος φάσματος
- GM-CSF, αρχικά σε δόση 5 μg/kg/24ωρο (30 MU/24ωρο), αυξανόμενη μετά από 3 ημέρες σε 10 μg/kg/24ωρο (60 MU/24ωρο) (Collins DA et al, 1993). Μπορεί να προκαλέσει οστικούς πόνους.
- Απομόνωση του ασθενούς, σπληνεκτομή, μεταμόσχευση μυελού, περιτοναϊκή διύλιση, σε βαριές περιπτώσεις.
1.2.9.4.3 ΘΡΟΜΒΟΠΕΝΙΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η θρομβοπενία είναι σπάνια επιπλοκή της χρυσοθεραπείας (συχνότητα 1-3%). Συνήθως είναι ήπια και παροδική, αλλά μπορεί να αποβεί σοβαρή ή ακόμα και θανατηφόρα (Adachi JD et al, 1987). Μπορεί να είναι μεμονωμένο φαινόμενο (συχνότητα 3%) ή συνδέεται με απλαστική αναιμία (συχνότητα <0.5%).
ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ ΧΡΥΣΟΥ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΑ ΜΕ ΘΡΟΜΒΟΠΕΝΙΑ :
- Θειομηλικός χρυσός
- Θειογλυκονικός χρυσός
- Θειοθειϊκός χρυσός
- Θειοπροπανοσουλφονικός χρυσός
- Χρυσοδετοξίνη
- Lopion
- Αουρανοφίνη
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Εύκολες εκχυμώσεις, αυτόματες πετέχειες ή πορφύρα στο δέρμα ή/και τους βλεννογόνους και λιγότερο συχνά επίσταξη ή αιμορραγίες από τα ούλα, το γαστρεντερικό ή το γεννητικό σύστημα.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η θρομβοπενία από τον χρυσό οφείλεται σε καταστολή του μυελού (Adachi JD et al, 1987) ή, συχνότερα, ελάττωση του αριθμού των περιφερικών αιμοπεταλίων. Η περιφερική θρομβοπενία συνδέεται με φυσιολογικό ή αυξημένο αριθμό μεγακαρυοκυττάρων στον μυελό των οστών, βράχυνση του χρόνου επιβίωσης των αιμοπεταλίων και αύξηση των επιπέδων της συνδεδεμένης με αιμοπετάλια IgG (Coblyn JS et al, 1981; Kelton JG et al, 1981). Τα ευρήματα αυτά αποτελούν ενδείξεις ανοσοεπαγόμενης περιφερικής καταστροφής των αιμοπεταλίων, όπως αντίστοιχα στην ιδιοπαθή θρομβοπενική πορφύρα. Άλλα ευρήματα συνηγορούντα υπέρ του ανοσοεπαγόμενου μηχανισμού της θρομβοπενίας από χρυσό είναι :
- Η αύξηση της ενσωμάτωσης της θυμιδίνης, μετά την προσθήκη αλάτων χρυσού σε καλλιέργειες περιφερικών λεμφοκυττάρων του αίματος ασθενών με θρομβοπενία από τον χρυσό (Levin HA et al, 1975; Harth M et al, 1978)
- Η αύξηση της βλαστογένεσης και της μετανάστευσης των λευκών αιμοσφαιρίων από τον χρυσό σ’ έναν ασθενή με θρομβοπενία από θειομηλικό χρυσό, όπως και της παραγωγής IgG από σπληνικά κύτταρα και της σύνδεσής της με ομόλογα αιμοπετάλια στη διάρκεια της in vitro επώασης με θειομηλικό χρυσό (Levin HA et al, 1975).
- Η ανεύρεση IgG και IgM αυτοαντισωμάτων έναντι των αιμοπεταλίων στα αιμοπετάλια και τον ορό ασθενών με θρομβοπενία από χρυσό (von dem Borne AEGK et al, 1986).
- Η συσχέτιση της θρομβοπενίας με HLA DR3 και B8.
ΠΡΟΔΙΑΘΕΣΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ :
Αντιγόνα ιστοσυμβατότητας : Η θρομβοπενία από χρυσό συνδέεται με HLA DR3 και B8 (Coblyn SJ et al, 1981; Adachi JD et al, 1984; Bensen WG et al, 1984). Η παρουσία του HLA DR3 είναι ένδειξη αυξημένου κινδύνου θρομβοπενίας συνδεόμενης με αντισώματα της επιφάνειας των αιμοπεταλίων (Ford, 1984).
Προηγηθείσα θρομβοπενία από ενέσιμο χρυσό : Οι ασθενείς με θρομβοπενία από τον ενέσιμο χρυσό μπορεί να εμφανίσουν θρομβοπενία και με άλλα ΒΔΑΦ, όπως η αουρανοφίνη (Ci-cuttini FM et al, 1988).
Δόση-διάρκεια χρυσοθεραπείας : Η μεμονωμένη θρομβοπενία συνήθως είναι αιφνίδια, σοβαρή και απρόβλεπτη, μπορεί όμως να εμφανισθεί αργότερα και δεν φαίνεται να εξαρτάται από την δόση του χρυσού. Είναι συχνότερη τους 5 πρώτους μήνες της θεραπείας (πριν από την συνολική χορήγηση 1 gr χρυσού), αν και μπορεί να εμφανισθεί μετά από την χορήγηση αθροιστικών δόσεων 50 mg, 200 mg ή 3.5 gr (Coblyn JS et al, 1981) χρυσού. Ακόμα, έχει αναφερθεί μετά από την δοκιμαστική χορήγηση ή την επαναχορήγηση του χρυσού, όπως και 18 μήνες μετά την διακοπή της χρυσοθεραπείας. Ένας ασθενής που είχε πάρει συνολικά 185 mg χρυσού πριν από 18 μήνες εμφάνισε επίμονη θρομβοπενία μετά από την δοκιμαστική ένεση 5 mg θειομηλικού χρυσού (Deren B et al, 1974).
ΠΡΟΣΟΧΗ :
- Η εμφάνιση θρομβοπενίας σε ασθενείς θεραπευόμενους με ενέσιμο χρυσό είναι απόλυτη αντένδειξη συνέχισης της χρυσοθεραπείας.
- Εάν ο αριθμός των αιμοπεταλίων μειωθεί σε διάστημα μιας εβδομάδας από 400.000 106/l, σε 210.000 106/l, η χρυσοθεραπεία πρέπει να αναστέλλεται μέχρις ότου τα αιμοπετάλια αυξηθούν >200.000 106/l τουλάχιστον σε 2 μετρήσεις με μεσοδιάστημα μιας εβδομάδας.
- Εάν τα αιμοπετάλια είναι σταθερά <200.000 106/l, συνιστάται προσεκτική παρακολούθηση του ασθενούς και εξέταση για IgG αυτοαντισώματα συνδεόμενα με την επιφάνεια των αιμοπεταλίων. Στη θρομβοπενία από χρυσό οφειλόμενη σε καταστολή του μυελού τα αντιαιμοπεταλιακά αντισώματα απουσιάζουν.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ :
α) Πρεδνιζόνη μόνη της ή σε συνδυασμό με ΕΦ έγχυση γ-σφαιρίνης 0.4 gr/kg/24ωρο (36 gr ημερησίως) Χ 3 ημέρες. Επί υποτροπής της θρομβοπενίας το σχήμα αυτό μπορεί να επαναληφθεί. Σε σοβαρές περιπτώσεις, η πρεδνιζόνη μπορεί να συνδυασθεί με περιτοναϊκή διύλιση (Combs RJ et al, 1976). Η ενδοφλέβια έγχυση γ-σφαιρίνης συνιστάται σε περιπτώσεις ανθεκτικές στις συμβατικές θεραπείες (Goldstein R et al, 1986).
ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ :
1ο σχήμα (Goldstein R et al, 1986) :
- Αρχικά έγχυση συμπυκνωμένων αιμοπεταλίων εντός 24 ωρών.
- Εάν τα αιμοπετάλια δεν αυξηθούν, χορηγούνται 100 mg μεθυλπρεδνιζολόνης ΕΦ 2 φορές ημερησίως και την επόμενη ημέρα, 5 gr Ν-ακετυλοκυστεΐνης εντός 3 ωρών.
- Μετά από 48 ώρες διακόπτεται η μεθυλπρεδνιζολόνη και χορηγούνται 100 mg πρεδνιζόνης ημερησίως
- Εάν δεν υπάρξει ανταπόκριση, μεγάλες δόσεις γ-σφαιρίνης ΕΦ (1 gr/kg εντός 6 ωρών καθημερινά Χ 2 ημέρες).
2ο σχήμα (Stein M et al, 1988) :
- ΕΦ έγχυση γ-σφαιρίνης 0.4 gr/kg/24ωρο (36 gr ημερησίως Χ 2 ημέρες), επαναλαμβανόμενη όσο συχνά χρειάζεται, εφ’ όσον ο αριθμός των αιμοπεταλίων μειώνεται. Η θεραπεία μπορεί να γίνει ευθύς εξαρχής, μόνο με γ-σφαιρίνη, χωρίς κορτικοειδή.
- Χηλικοί παράγοντες (BAL, D-πενικιλλαμίνη, διμερκαπρόλη) : Έχουν μικρό αποτέλεσμα και μεγάλη τοξικότητα. Εκτός από την D-πενικιλλαμίνη, αυξάνουν την νεφρική απέκκριση του χρυσού και μπορεί να ανταγωνίζονται την δέσμευσή του από τους ιστούς.
Η D-πενικιλλαμίνη, αν και δεν δεσμεύει τον χρυσό και επιπλέκεται με καταστολή του μυελού και θρομβοπενία, μπορεί να βελτιώσει την θρομβοπενία την οφειλόμενη στον χρυσό (Harth M et al, 1978).
Η διμερκαπρόλη μπορεί να χορηγηθεί εναλλακτικά με κορτικοειδή. Χορηγείται ενδομυϊκά, αλλά συχνά προκαλεί αιματώματα και άσηπτα αποστήματα. Πρέπει να χορηγείται σε μεγάλες συνολικά δόσεις, σε σχέση με την συνολική δόση του χρυσού (England JM and Smith DS, 1972).
Θεραπευτικό σχήμα : Διμερκαπρόλη 1.200 mg/24ωρο Χ 4 ημέρες και 600 mg/24 ω-ρο τις επόμενες 3 ημέρες + συμπυκνωμένα αιμοπετάλια + ΕΦ ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης Χ 3 ημέρες (Samara AM and Fernandes SRM, 1985)
β) Κυτταροτοξικοί παράγοντες - σπληνεκτομή : Έχουν σοβαρές επιπλοκές και δεν έχουν πάντα αποτέλεσμα (Harth M et al, 1978; Coblyn JS et al, 1981).
γ) Ν-ακετυλοκυστεΐνη : Είναι αποτελεσματική στις αιματολογικές επιπλοκές του χρυσού, ίσως επειδή αυξάνει την κινητοποίηση και την αποβολή του χρυσού (Godfrey NF et al, 1982; Hansen RM et al, 1985). Είναι χρήσιμη και σχετικά ασφαλής σε μερικούς ασθενείς ανθεκτικούς στα κορτικοειδή.
Θεραπευτικό σχήμα : ΕΦ έγχυση 4-5 gr/24ωρο εντός 3-6 ωρών, αυξανόμενη κατά 2 gr/ 24ωρο μέχρι 10 gr/24ωρο Χ 20 ημέρες (Hansen RM et al, 1991). Στη συνέχεια, βαθμιαία διακοπή.
δ) Βινκριστίνη : Έχει σοβαρούς κινδύνους και δεν είναι πάντα αποτελεσματική.
ε) 6-θειογουανίνη (Herbst KD et al, 1975)
στ) Τεστοστερόνη (Saphir JR and Ney RG, 1966)
ζ) Ακτινοβόληση σπλήνα.
1.2.9.4.4 ΠΑΓΚΥΤΤΑΡΟΠΕΝΙΑ, ΥΠΟΠΛΑΣΙΑ – ΑΠΛΑΣΙΑ ΜΥΕΛΟΥ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η παγκυτταροπενία και η απλασία του μυελού είναι σπάνιες, αλλά σοβαρές, επιπλοκές της χρυσοθεραπείας. Η μυελική απλασία είναι η σοβαρότερη επιπλοκή του ενέσιμου χρυσού. Η συχνότητα της ανέρχεται σε <0.5%. Στο παρελθόν, 61-80% των ασθενών με σοβαρή παγκυτταροπενία ή μυελική απλασία από τον ενέσιμο χρυσό υπέκυπτε σε λοιμώξεις, αιμορραγίες ή άλλες επιπλοκές. Η καταστολή του μυελού είναι απρόβλεπτη και δεν φαίνεται να σχετίζεται με την αθροιστική δόση του χρυσού (Kay AGL, 1976).
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η καταστολή του μυελού αποδίδεται σε άμεση τοξική δράση του χρυσού στα κύτταρα του μυελού (Kay AGL, 1976) ή είναι αυτοάνοσης αρχής (Mant MJ et al, 1987).
Άμεση τοξική δράση : Σ’ έναν ασθενή με ΝΡΑ και απλαστική αναιμία από τον χρυσό, στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο παρατηρήθηκαν εναποθέσεις χρυσού στα μακροφάγα του μυελού αρκετούς μήνες μετά την διακοπή του φαρμάκου (Cheson BD et al, 1986). Ο χρυσός ελαττώνει με δοσοεξαρτώμενο τρόπο τον σχηματισμό αποικιών σε δείγματα φυσιολογικού μυελού, in vitro (Howell A et al, 1975).
Ένας ασθενής που ανένηψε μετά από ένα επεισόδιο κοκκιοκυτταροπενίας από χρυσό εμφάνισε αναστρέψιμη αυξημένη ευαισθησία σε αναστολή από τον χρυσό ορισμένων ενζύμων εμπλεκόμενων στη βιοσύνθεση της πυριμιδίνης των κοκκιοκυττάρων (Westwick WJ et al, 1974b).
Ανοσολογικός μηχανισμός : Οι ασθενείς που έχουν αιματολογικές επιπλοκές από τον χρυσό εμφανίζουν αυξημένο μετασχηματισμό λεμφοκυττάρων από τον θειομηλικό χρυσό (Denman EJ and Denman AM, 1968).
ΘΕΡΑΠΕΙΑ :
- Διακοπή χρυσοθεραπείας : Εάν ο αριθμός των αιμοπεταλίων μειωθεί, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η Hb <100 mmol/l ή τα λευκά αιμοσφαίρια <4.000 10 6/l, ο χρυσός πρέπει να διακόπτεται άμεσα, μέχρις ότου εξακριβωθούν τα αίτια. Αναστροφή του τύπου ή αύξηση των μονοκυττάρων > 0.1 απαιτεί άμεση διακοπή του χρυσού μέχρις ότου ανευρεθούν τουλάχιστον 2 φυσιολογικές τιμές με μεσοδιάστημα μιας εβδομάδας.
- Εάν οποιοσδήποτε από τους παραπάνω δείκτες αιμοποίησης παραμένει παθολογικός, πρέπει να γίνεται εξέταση του μυελού των οστών και αναζήτηση αυτοαντισωμάτων έναντι των λευκών και ερυθρών αιμοσφαιρίων και των αιμοπεταλίων πριν ο χρυσός επαναχορηγηθεί. Καταστολή του μυελού των οστών είναι επίσης απόλυτη αντένδειξη για περαιτέρω συνέχιση της χρυσοθεραπείας.
- Κορτικοειδή ή/και ανδρογόνα
- Χηλικοί παράγοντες (διμερκαπρόλη, BAL, Ν-ακετυλοκυστεΐνη, D-πενικιλλαμίνη)
- Κυκλοφωσφαμίδη ή κυκλοσπορίνη
- Βινκριστίνη, σπληνεκτομή, περιτοναϊκή διύλιση, κυκλοσπορίνη ή αντιθυμική σφαιρίνη σε συνδυασμό με μεταμόσχευση μυελού, σε βαριές περιπτώσεις (McGirr EE et al, 1985).
1.2.9.4.5 ΑΠΛΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΙΜΙΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η απλαστική αναιμία παρατηρείται στο 1-5% των ασθενών που θεραπεύονται με χρυσό και είναι θανατηφόρα έως το 80% των περιπτώσεων. Είναι σπάνια σε ασθενείς με ΡΑ. Έχει αναφερθεί και με τον θειομηλικό και με τον θειογλυκονικό χρυσό, ανεξάρτητα από την δόση τους (Kay AGL, 1976).
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Σε περιπτώσεις σοβαρής παγκυτταροπενίας και απλαστικής αναιμίας παρατηρείται υποπλασία της ερυθροειδούς και της μυελοειδούς σειράς και των θρομβοποιητικών κυτταρικών γραμμών. Ο χρυσός, σε μικρές δόσεις, αναστέλλει την ανάπτυξη των αποικιών των μυελοειδών κυττάρων από πρόδρομα κύτταρα, in vitro (Hamilton JA and Williams N, 1985).
Σε ασθενείς θεραπευόμενους με ενέσιμο χρυσό, ο χρυσός αθροίζεται στα κοκκιοκύτταρα και τα μακροφάγα του μυελού των οστών, αλλά δεν είναι γνωστό κατά πόσον η εντόπιση αυτή σχετίζεται με τις αιματολογικές του επιπλοκές.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ :
α) Μεταγγίσεις ερυθρών αιμοσφαιρίων
β) Κορτικοειδή, σε μεγάλες δόσεις : Πρεδνιζόνη 0.5-1.0 mg/kg/24ωρο per os ή ΕΦ ώσεις μεθυπρεδνιζολόνης.
Θεραπευτικό σχήμα ΕΦ ώσεων μεθυλπρεδνιζολόνης :
- 20 mg/kg Χ 3 ημέρες
- 10 mg/kg την 4η-7η ημέρα
- 5 mg/kg την 8η-11η ημέρα
- 2 mg/kg την 12η-20ή ημέρα
- 1 mg/kg την 21η-30ή ημέρα
Αλλα θεραπευτικά σχήματα με κορτικοειδή :
- ΕΦ ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης + οξυμεθολόνη per os (100 mg/24ωρο)
- ΕΦ εγχύσεις 1 gr μεθυλπρεδνιζολόνης Χ 5 ημέρες + ακετυλοκυστεΐνης 300 mg/kg εντός 20 ωρών + μεταγγίσεις αιμοπεταλίων + αντιβιοτικά (για τον πυρετό) (Mant MJ et al, 1987)
- Πρεδνιζόνη 60 mg/24ωρο + πλασμαφαίρεση (μετά από 2 και 12 ημέρες) + ΕΦ εγχύσεις ακετυλοκυστεΐνης 10 gr εντός 24 ωρών (Hansen RM et al, 1985).
γ) Μεταμόσχευση μυελού (Baldwin JL et al, 1977) : Αποκαθιστά πλήρως τις αιματολογικές διαταραχές του χρυσού, αλλά συνοδεύεται από μεγάλη νοσηρότητα - θνητότητα σχετιζόμενη με την νόσο μοσχεύματος έναντι του ξενιστή, ιδιαίτερα σε ασθενείς ηλικίας >40 ετών, γι’ αυτό και επιφυλάσσεται συνήθως σε ασθενείς ηλικίας <40 ετών.
δ) Αντιθυμική σφαιρίνη : Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν αρχική θεραπεία σε ασθενείς ηλικίας >40 ετών με σοβαρή απλαστική αναιμία. Σε ασθενείς όμως ηλικίας <40 ετών είναι αμφιλεγόμενο κατά πόσον, όπως και η μεταμόσχευση μυελού, μπορεί να είναι η αρχική θεραπεία (Mant MJ et al, 1987).
Η θεραπεία με αντιθυμική σφαιρίνη συχνά συνοδεύεται από ανεπαρκή ανταπόκριση και όψιμη υποτροπή. Εάν, παρά την χορήγηση της αντιθυμικής σφαιρίνης, ο μυελός συνεχίζει να είναι υποπλαστικός, μπορεί να χορηγηθεί κυκλοσπορίνη (6.25 mg/kg/24ωρο σε 2 δόσεις) ή, εάν μετά από 8 εβδομάδες δεν έχει αποτέλεσμα, να γίνει μεταμόσχευση μυελού (Mant MJ et al, 1987).
Η αντιθυμική σφαιρίνη συνοδεύεται από επιπλοκές στο 75-100% των ασθενών, γι’ αυτό και μπορεί να προηγηθούν ΕΦ ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης (Alvaro-Gracia JM et al, 1988). Εάν χορηγηθεί μόνη της έχει συχνά περιορισμένη αποτελεσματικότητα και μεγάλο κίνδυνο υποτροπών, γι΄ αυτό και μπορεί να συνδυασθεί με ανδρογόνα και HLA απλοειδικές εγχύσεις μυελού των οστών ή με κορτικοειδή και Ν-ακετυλοκυστεΐνη.
Θεραπευτικά σχήματα :
- Αντιθυμική σφαιρίνη ΕΦ 160 mg/kg/24ωρο Χ 4-8 συνεχείς ημέρες (Mant MJ et al, 1987; Alvaro-Gracia JM et al, 1988)
- Αντιθυμική σφαιρίνη + μεταμόσχευση μυελού (Miller WJ et al, 1983; McGirr EE et al, 1985; Mant MJ et al, 1987)
- Αντιθυμική σφαιρίνη + ανδρογόνα + μεταμόσχευση μυελού
- Αντιθυμική σφαιρίνη + κορτικοειδή + Ν-ακετυλοκυστεΐνη
- Αντιθυμική σφαιρίνη ΕΦ (συνολική δόση 160 mg/kg) σε διάστημα 4-8 ημερών + ΕΦ μεθυλπρεδνιζολόνη 1 gr Χ 5 ημέρες ακολουθούμενη από πρεδνιζόνη σε δόση μειούμενη προοδευτικά + οξυμεθολόνη + φυλλικό οξύ (5 mg/24ωρο) (Mant MJ et al, 1987)
ε) Χηλικοί παράγοντες : Μπορεί να έχουν αποτέλεσμα, συνήθως όμως δεν επηρεάζουν την έκβαση της απλαστικής αναιμίας (Gibson J et al, 1983; McGirr EE et al, 1985).
στ) GM-CSF (3 ή 10 μg/kg /24ωρο υποδορίως Χ 1 εβδ.) (Chasen MR et al, 1992).
ζ) Οξυμεθολόνη (50 mg 2 φορές ημερησίως per os)
η) BAL
θ) Κυκλοφωσφαμίδη ή κυκλοσπορίνη, μόνη της (Yan A and Davis P, 1990) ή σε συνδυασμό με αντιθυμική σφαιρίνη.
ι) Περιτοναϊκή διύλιση, σε βαριές περιπτώσεις.
1.2.9.4.6 ΑΠΛΑΣΙΑ ΕΡΥΘΡΩΝ ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΩΝ
Χαρακτηρίζεται από προοδευτική ορθόχρωμη αναιμία, απουσία περιφερικών δικτυοκυττάρων και εκλεκτική εξαφάνιση των προδρόμων μορφών των ερυθρών αιμοσφαιρίων από τον μυελό των οστών, με διατήρηση των λευκών αιμοσφαιρίων και των αιμοπεταλίων στον μυελό (Reid G and Patterson AC, 1977). Μπορεί να συνδυάζεται με χολοστατικό ίκτερο (Hansen RM et al, 1991).
ΘΕΡΑΠΕΙΑ : Κορτικοειδή σε μεγάλες δόσεις (1 mg/kg/24ωρο σε διηρημένες δόσεις) + ακετυλοκυστεΐνη (Hansen RM et al, 1991).
1.2.9.4.7 ΔΙΑΧΥΤΗ ΕΝΔΑΓΓΕΙΑΚΗ ΠΗΞΗ
Έχει αναφερθεί σε ασθενείς με νόσο Still.
1.2.9.5 ΥΠΟΓΑΜΜΑΣΦΑΙΡΙΝΑΙΜΙΑ
Είναι σπάνια επιπλοκή της χρυσοθεραπείας (Pearson SL et al, 1988). Σε ασθενείς με ΡΑ και ΝΡΑ, ο χρυσός έχει κατασταλτική δράση στις ανοσοσφαιρίνες του ορού, η οποία μπορεί να διαρκέσει ακόμα και 4 χρόνια (Lorber A et al, 1978). Στη ΡΑ καταστέλλει κυρίως την IgM, 6 μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας.
Η υπογαμμασφαιριναιμία μπορεί να παρατηρηθεί σε οποιαδήποτε ηλικία και συνδέεται με υποτροπιάζουσες μικροβιακές λοιμώξεις και πνευμονικές επιπλοκές (Stuckey BG et al, 1986), αλλά συνήθως αναστρέφεται μετά την διακοπή της χρυσοθεραπείας (Olson JC et al, 1986). Ο θειομηλικός χρυσός συνδέεται με επίκτητη συνδυασμένη ανοσοανεπάρκεια στους ενήλικες (Haskard DO and Macfarlane D, 1988).
1.2.9.6 ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Οι πλευροπνευμονικές επιπλοκές του χρυσού είναι σπάνιες (<1%) (Cooper JAD Jr et al, 1986). Έχουν περιγραφεί κυρίως σε ασθενείς με ΡΑ, αλλά και άσθμα, πέμφιγα και οστεοαρθρίτιδα (Evans RB et al, 1987). Πάντως, ο χρυσός, αν και μπορεί να προκαλέσει πνευμονική νόσο, είναι αποτελεσματικός στη θεραπεία του άσθματος.
1.2.9.6.1 ΠΝEΥΜΟΝΙΤΙΔΑ ΑΠΟ ΥΠΕΡΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ («ΧΡΥΣΟΣ ΠΝΕΥΜΟΝΑΣ»)
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η πνευμονίτιδα είναι η συχνότερη εκδήλωση πνευμονοτοξικότητας του ενέσιμου χρυσού. Η πραγματική της συχνότητα είναι άγνωστη. Παρατηρείται σε συχνότητα διπλάσια στις γυναίκες, παρά στους άνδρες. Συνήθως είναι ήπια, άλλοτε σοβαρή και, σπάνια, θανατηφόρα (Gould PW et al, 1977). Μπορεί να εμφανισθεί σε οποιαδήποτε φάση της χρυσοθεραπείας, ανεξάρτητα από την συνολική δόση του χρυσού. Η μέση διάρκεια της θεραπείας πριν από την εκδήλωσή της είναι, κατά μέσον όρο, 15 εβδομάδες (εύρος 4-78) και η συνολική μέση δόση του χρυσού, 582 mg (εύρος 120-1.660 mg) (Evans RB et al, 1987).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Δύσπνοια με την προσπάθεια (που μπορεί να είναι το μοναδικό ή κυρίαρχο σύμπτωμα στο 90% των ασθενών), ταχύπνοια, κυάνωση, μη παραγωγικός βήχας (40%), πυρετός (19%) και σπάνια πληκτροδακτυλία (Evans et al, 1987) και έντονος θωρακικός πόνος με πνευμοθώρακα (Nickels J et al, 1983).
Τα πνευμονικά συμπτώματα εμφανίζονται 6 ώρες-1 μήνα μετά την τελευταία δόση του χρυσού. Στο 25% των περιπτώσεων συνυπάρχουν δερματικά εξανθήματα και ενδείξεις τοξικότητας από άλλα όργανα.
ΦΥΣΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ : Δείχνει ταχύπνοια και τρίζοντες στις βάσεις των πνευμόνων.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Αύξηση λευκών αιμοσφαιρίων (63%), ηωσινοφίλων (43%), ΤΚΕ (72%) (συχνά >100 mm/1η ώρα) και IgE στον ορό, θετικό Ra test (59%).
ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΒΚΕ : Αύξηση των λεμφοκυττάρων, κυρίως των Τ-, με αναστροφή της σχέσης βοηθητικών/κατασταλτικά (Evans RB et al, 1987). Τα λεμφοκύτταρα του ΒΚΕ ασθενών με πνευμονίτιδα από χρυσό αντιδρούν, ενώ τα περιφερικά λεμφοκύτταρα του αίματος, δεν αντιδρούν με χρυσό, in vitro (Winterbauer RH et al, 1976), πιθανώς λόγω προσέλκυσης των κυττάρων στην περιοχή της ευαισθητοποίησης.
Πάντως, ο χρυσός, προστιθέμενος σε καλλιέργειες λεμφοκυττάρων, μπορεί να καταστείλει την ενεργοποίηση των Τ-λεμφοκυττάρων (Lipsky PE and Ziff M, 1977; Cannon GW et al, 1986). Η παθοφυσιολογική σημασία των διεγερτικών και κατασταλτικών αυτών δράσεων του χρυσού δεν είναι γνωστή (Evans RB et al, 1987).
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ : Δείχνουν αποφρακτική αναπνευστική διαταραχή με ελαττωμένη διάχυση, ελάττωση της FVC και της DLCO, υποξαιμία και υποκαπνία και μείωση της μερικής πίεσης του Ο2 στο αίμα. Ένας ασθενής είχε αναπνευστική ανεπάρκεια με υπερκαπνία και ένας άλλος, σοβαρή υποξαιμία και κατέληξε από μαζικό μυοκαρδιακό έμφρακτο.
ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Αμφοτερόπλευρες, συνήθως διάχυτες, διάμεσες ή/και κυψελιδικές και σπάνια μόνο κυψελιδικές, πνευμονικές διηθήσεις. Ενίοτε, η απλή ακτινογραφία είναι αρνητική σε ασθενείς με βιοψιακά επιβεβαιωμένη πνευμονίτιδα από χρυσό (Franzen P et al, 1983). Άλλοτε ανευρίσκονται μικρές πλευριτικές συλλογές, αόρατες στην απλή ακτινογραφία, νεκροτομικά ή στη διάρκεια χειρουργικών επεμβάσεων (Nickels J et al, 1983).
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ :
Ρευματοειδής πνεύμονας : Η κλινική και ιστολογική διάκρισή του από τον «χρυσό πνεύμονα» συχνά είναι δύσκολη, δεδομένου ότι 50% των ασθενών με ΡΑ έχει χαρακτηριστικά ιστολογικά ευρήματα, χωρίς να θεραπεύεται με άλατα χρυσού. Η διάμεση ίνωση και η συνδεόμενη με αυτήν κυψελιδική φλεγμονή είναι παρόμοια τόσο στην πνευμονοπάθεια την σχετιζόμενη με την ΡΑ, όσο και στον «χρυσό πνεύμονα» (Smith W and Ball GV, 1980).
Το κλινικό ιστορικό είναι περισσότερο χρήσιμο στη διάγνωση του «χρυσού πνεύμονα» από τις ειδικές ιστολογικές εξετάσεις.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ «ΧΡΥΣΟΥ ΠΝΕΥΜΟΝΑ» :
- Παρατηρείται και σε ασθενείς θεραπευόμενους με χρυσό για άλλα, πλην της ΡΑ, νοσήματα
- Έχει οξεία ή υποξεία εισβολή
- Εμφανίζεται συχνά μετά από σύντομη έκθεση στον χρυσό ή/και μετά από χαμηλές αθροιστικές δόσεις χρυσού
- Βελτιώνεται με την διακοπή του υπεύθυνου φαρμάκου και υποτροπιάζει με την επαναχορήγησή του
- Ανταποκρίνεται θεαματικά στα κορτικοειδή
- Ακτινολογικά απεικονίζεται σαν διάχυτη διάμεση ή/και κυψελιδική πύκνωση
- Χαρακτηρίζεται από αύξηση των λεμφοκυττάρων στο ΒΚΕ με αναστροφή της σχέσης βοη-θητικών/κατασταλτικά
- Συνήθως δεν συνοδεύεται από μακροπρόθεσμες πνευμονικές υπολειμματικές διαταραχές
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΟΥΣ ΠΝΕΥΜΟΝΑ :
- Έχει χρόνια διαδρομή και βραδεία εξέλιξη
- Παρατηρείται τυπικά σε άνδρες με πολύ υψηλούς τίτλους Ra test
- Σπάνια προηγείται των άλλων εκδηλώσεων της νόσου, συνήθως όμως αναπτύσσεται στη διάρκεια των 2 πρώτων ετών από της έναρξης της αρθρίτιδας.
- Ανταποκρίνεται πτωχά στα κορτικοειδή
- Οι ακτινολογικές αλλοιώσεις δεν υποχωρούν πλήρως, αλλά καταλείπεται υπολειμματική ίνωση.
Πνευμονικές λοιμώξεις : Η πιθανότητά τους απομακρύνεται από την σκέψη όταν ο άρρωστος δεν έχει πυρετό, λευκοκυττάρωση και παθογόνους μικρο-οργανισμούς στις καλλιέργειες, την διαβρογχική βιοψία και τις ορολογικές εξετάσεις.
Καρδιακή ανεπάρκεια : Αποκλείεται όταν ο ασθενής δεν έχει ανταπόκριση στα διουρητικά και την καρδιοτόνωση και κλινικά σημεία καρδιακής ανεπάρκειας.
Πνευμονική αγγειίτιδα : Η αρνητική ιστολογική εικόνα, η μικρή αύξηση της ΤΚΕ και το αρνητικό Ra test είναι εναντίον της αγγειίτιδας. Εάν η ΤΚΕ είναι αυξημένη και το Ra test θετικό, η διάγνωση είναι δυνατή μόνο με την βιοψία.
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ :
- Πάχυνση των κυψελιδικών διαφραγμάτων, διάμεση ίνωση, διάμεσες διηθήσεις συνήθως από μονοκύτταρα, ιστιοκύτταρα και πλασματοκύτταρα και αύξηση των πνευμονοκυττάρων τύπου ΙΙ
- Εναποθέσεις χρυσού στα μακροφάγα του διάμεσου ιστού και των κυψελίδων, τόσο ιστολογικά, όσο στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο (ενίοτε) (Lertratanakul Y et al, 1986)
- Ανοσοσυμπλέγματα, όπως και υποεπιθηλιακές εναποθέσεις ανοσοσφαιρινών, ενδεικτικές μηχανισμού υπερευαισθησίας τύπου ΙΙ.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ :
Αντίδραση επιβραδυνόμενης υπερευαισθησίας. Υπέρ της άποψης αυτής συνηγορούν :
- Η μεταπλασία των λεμφοκυττάρων του περιφερικού αίματος (McCormick J et al, 1980) ή του ΒΚΕ (Evans RB et al, 1987) που εμφανίζουν οι ασθενείς με πνευμονίτιδα από το χρυσό όταν εκτεθούν σε άλατα χρυσού, in vitro, και
- Η αύξηση της χημειοταξίας και της δράσης του ανασταλτικού παράγοντα μετανάστευσης των μακροφάγων (McCormick J et al, 1980).
Αντίδραση υπερευαισθησίας. Yπέρ αυτής συνηγορούν :
- Η αύξηση των λεμφοκυττάρων, ιδίως των Τ-, στο ΒΚΕ, με αναστροφή της σχέσης βοηθητικών /κατασταλτικά (ΟΚΤ4/ΟΚΤ8) (Evans RB et al, 1987).
Αύξηση του αριθμού των λεμφοκυττάρων στο ΒΚΕ παρατηρείται επίσης και σε πάσχοντες από σαρκοείδωση και λεμφοϋπερπλαστικά ή κοκκιωματώδη λοιμώδη νοσήματα. Στη σαρκοείδωση όμως επικρατούν τα βοηθητικά λεμφοκύτταρα και η σχέση ΟΚΤ4/ΟΚΤ8 είναι αυξημένη.
Αναστροφή της σχέσης ΟΚΤ4/ΟΚΤ8 στο ΒΚΕ παρατηρείται ακόμα και σε πνευμονίτιδα από υπερευαισθησία δευτεροπαθώς σε οργανικά ή ανόργανα αντιγόνα. Η αναστροφή αυτή είναι μεγαλύτερη όταν η έκθεση στο αιτιοπαθογόνο αντιγόνο είναι πρόσφατη (<5 ημέρες) και φυσιολογικοποιείται με την θεραπεία με κορτικοειδή ή την διακοπή του υπεύθυνου αντιγόνου.
Μετά την διακοπή του χρυσού και την θεραπεία με κορτικοειδή, τα ευρήματα στο ΒΚΕ μπορεί να φυσιολογικοποιηθούν. Σε ασθενείς με ΡΑ, η σχέση ΟΚΤ4/ΟΚΤ8 στο περιφερικό αίμα είναι φυσιολογική ή αυξημένη και αυξάνεται ελαφρά με την χρυσοθεραπεία, ενώ μειώνεται σημαντικά στο ΒΚΕ ασθενών με «χρυσό πνεύμονα».
Οι ασθενείς με ΡΑ και διάμεση πνευμονοπάθεια έχουν αυξημένο ποσοστό ουδετεροφίλων στο ΒΚΕ. Σε ασθενείς με ΡΑ χωρίς κλινική ένδειξη πνευμονικής νόσου, το ΒΚΕ είναι φυσιολογικό, άλλοτε όμως δείχνει λεμφοκυτταρική κυψελιδίτιδα, πιθανώς λόγω ασυμπτωματικής αντίδρασης υπερευαισθησίας στον χρυσό ή άλλα φάρμακα.
Η αύξηση των λεμφοκυττάρων στο ΒΚΕ στην πνευμονίτιδα από υπερευαισθησία δεν συνδυάζεται πάντοτε με κλινικά έντονη νόσο. Οι γαλακτοκόμοι και οι εκτροφείς περιστεριών μπορεί να έχουν έντονη λεμφοκυτταρική κυψελιδίτιδα, χωρίς κλινικά εμφανή νόσο.
- Η θετική δοκιμασία μετασχηματισμού των λεμφοκυττάρων : Σύμφωνα με την δοκιμασία αυτή, τα λεμφοκύτταρα του ΒΚΕ αντιδρούν, ενώ του περιφερικού αίματος, δεν αντιδρούν με χρυσό, in vitro (Winterbauer RH and Dreis DF, 1987). Σε ασθενείς με «χρυσό πνεύμονα», η δοκιμασία αυτή άλλοτε είναι θετική στο περιφερικό αίμα και άλλοτε αρνητική.
- Η καταστολή της ενεργοποίησης των Τ-λεμφοκυττάρων μετά την προσθήκη χρυσού σε καλλιέργειες λεμφοκυττάρων (Lipsky PE and Ziff M, 1977; Cannon et al, 1986).
- Η υποτροπή της πνευμονίτιδας μετά την επαναχορήγηση του φαρμάκου (Winterbauer RH et al, 1976; Gould PW et al, 1977).
- Η ανεύρεση στοιχειακού χρυσού στα κυψελιδικά μακροφάγα ασθενών με ΡΑ
- Η αύξηση των ηωσινοφίλων και της IgE στον ορό (McCormick J et al, 1980).
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ : Οι ασθενείς με ΡΑ και πνευμονίτιδα από τον χρυσό έχουν 3πλά-σια συχνότητα HLA Α3 B35 και 5πλάσια, HLA B40. To HLA B35 D/DRI BfF C4 A3,2 και το HLA B40 με C4 ουδέτερο αλλήλιο συνδέονται με 3πλάσιο και 5πλάσιο, αντίστοιχα, μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης πνευμονοπάθειας από τον χρυσό, από μάρτυρες με ΡΑ (Hakala M et al, 1986).
ΕΚΒΑΣΗ : Η πνευμονίτιδα από τον χρυσό βελτιώνεται ή υποχωρεί 2 εβδομάδες έως 6 μήνες μετά την διακοπή του χρυσού, μερικές όμως φορές επιδεινώνεται, ίσως λόγω παραμονής του χρυσού στους πνεύμονες αρκετούς μήνες μετά την διακοπή του (Levinson ML et al, 1981). Μετά την διακοπή του χρυσού, στο 50% περίπου των ασθενών παραμένουν ακτινολογικές ή λειτουργικές εκδηλώσεις υπολειμματικής πνευμονικής διαταραχής.
Ο «χρυσός πνεύμονας» μπορεί να έχει κακή κατάληξη ή να ευθύνεται για σοβαρή πνευμονική νοσηρότητα (Franzen P and Petersson T, 1983), γι’ αυτό και πρέπει να θεωρείται σοβαρή επιπλοκή της χρυσοθεραπείας.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ :
- Διακοπή χρυσού : Μπορεί να οδηγήσει σε πλήρη υποχώρηση της πνευμονίτιδας, χωρίς καμιά άλλη θεραπεία.
- Κορτικοειδή, π.χ. πρεδνιζόνη 60-80 mg/24ωρο per os ή ΕΦ σε μεγάλες δόσεις Χ 2-3 ημέρες. Στη συνέχεια, ταχεία μείωση της δόσης, ανάλογα με την κλινική ανταπόκριση. Η θεραπεία με κορτικοειδή διαρκεί 1-3 μήνες, ανάλογα με τον βαθμό της βελτίωσης των πνευμονικών λειτουργικών δοκιμασιών, και, ενίοτε, πάνω από 12 μήνες, δεδομένου ότι, αν διακοπεί απότομα, μπορεί να συνοδευθεί από υποτροπή της πνευμονίτιδας. Σπάνια, η πνευμονίτιδα βελτιώνεται χωρίς κορτικοειδή.
- BAL, σε περιπτώσεις απειλητικές για την ζωή, γιατί μπορεί να προκαλέσει υπέρταση, σπασμούς και κώμα και είναι δυνητικά νεφροτοξικός.
1.2.9.6.2 ΔΙΑΜΕΣΗ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΙΝΩΣΗ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Διάμεση πνευμονική ίνωση έχει αναφερθεί σε ασθενείς με ΡΑ ή ΨΑ, άσθμα, ακόμα και ΟΑ, που έχουν θεραπευθεί συνολικά με 175-1.310 mg χρυσού (Podell TE et al, 1980; Smith W and Ball GV, 1980; Scott Dl et al, 1981).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Αιφνίδια δύσπνοια με την κόπωση, βήχας, λιγότερο συχνά πυρετός και, σπάνια, πληκτροδακτυλία. Συνήθως συνυπάρχουν και άλλες εκδηλώσεις τοξικότητας (κνιδωτικά, γενικευμένα, βλατιδώδη ή αποφολιδωτικά εξανθήματα). Ένας ασθενής με σοβαρή υποξαιμία απεβίωσε από μαζικό έμφραγμα του μυοκαρδίου (Gould PW et al, 1977).
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Ηωσινοφιλία, αύξηση των επιπέδων της IgE (ενδείξεις αντίδρασης υπερευαισθησίας).
ΑΚΡΟΑΣΤΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Τρίζοντες και ρόγχοι.
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ : Δείχνουν ελάττωση του FVC και της DLCO, υποξαιμία και υποκαπνία. Όπως και οι απλές ακτινογραφίες, δεν έχουν διαφοροδιαγνωστική αξία.
ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Διάχυτες διάμεσες αμφοτερόπλευρες διηθήσεις, σε μερικές περιπτώσεις με κυψελιδική πλήρωση ή πύκνωση.
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Πάχυνση των κυψελιδικών διαφραγμάτων και διάμεσες διηθήσεις από λεμφοκύτταρα, πλασματοκύτταρα και ιστιοκύτταρα. Λιγότερο συχνά, ενδοκυψελιδικό εξίδρωμα με μακροφάγα, μερικές φορές σποραδικές υποεπιθηλιακές εναποθέσεις IgG (στον έμμεσο ανοσοφθορισμό) και εναποθέσεις χρυσού στον πνευμονικό ιστό (στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο) (Smith W and Ball GV, 1980).
ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Η συνύπαρξη δερματίτιδας ή ηωσινοφιλίας συνηγορεί υπέρ της πνευμονικής ίνωσης της οφειλόμενης στο χρυσό. Πάντως, ηωσινοφιλία, συνήθως παροδική, παρατηρείται στο 5-40% των ασθενών που θεραπεύεται με χρυσό (Scott DL et al, 1981), όπως και σε ασθενείς με ΡΑ, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με αγγειίτιδα, όζους, πλευροπερικαρδίτιδα και πνευμονική ίνωση.
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΩΝ ΔΙΗΘΗΣΕΩΝ ΜΕ ΗΩΣΙΝΟΦΙΛΙΑ :
- Σύνδρομο Loeffler
- Χρόνια ηωσινοφιλική πνευμονίτιδα
- Ασθματική ηωσινοφιλία
- Παρασιτικά νοσήματα
- Αγγειίτιδα
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ :
Πνευμονίτιδα : Η διάγνωσή της αποκλείεται από την απουσία πυρετού ή λευκοκυττάρωσης και παθογόνων μικρο-οργανισμών στις καλλιέργειες.
Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια : Η σκέψη απομακρύνεται απ’ αυτήν εφ’ όσον ο ασθενής δεν ανταποκρίνεται στα διουρητικά και την δακτυλίτιδα και δεν έχει κλινικά σημεία καρδιακής ανεπάρκειας.
Πνευμονική αγγειίτιδα : Χαρακτηρίζεται συνήθως από αντίστοιχα ιστολογικά ευρήματα, μεγάλη αύξηση της ΤΚΕ και θετικό Ra test.
Διάμεση ίνωση συνδεόμενη με την ΡΑ :
- Εμφανίζεται συνήθως στη διάρκεια των 2 πρώτων ετών από της έναρξης της αρθρίτιδας, αν και ενίοτε προηγείται των άλλων εκδηλώσεων της νόσου
- Έχει βραδεία εξέλιξη και οι ακτινολογικές αλλοιώσεις δεν υποχωρούν πλήρως, αλλά ακολουθούνται από υπολειμματική ίνωση
- Δεν ανταποκρίνεται στα κορτικοειδή και τα ανοσοκατασταλτικά
- Έχει κακή πρόγνωση.
Διάμεση ίνωση από χρυσό :
- Έχει περισσότερο οξεία έναρξη και φαίνεται να υποχωρεί με την διακοπή του χρυσού ή με την θεραπεία με κορτικοειδή.
- Οι πνευμονικές εκδηλώσεις υποτροπιάζουν με την επαναχορήγηση του χρυσού και υποχωρούν με την διακοπή του
- Συνοδεύεται συχνά από δερματίτιδα ή ηωσινοφιλία.
- Παρατηρείται και σε πάσχοντες από άλλα, πλην της ΡΑ, νοσήματα
- Χαρακτηρίζεται από ιστολογικές αλλοιώσεις παρόμοιες με της διάμεσης ίνωσης της συνδεόμενης με την ΡΑ. Εάν υπάρχουν εστίες λεμφοκυττάρων και κοκκίωμα μπορούν να διακριθούν από τις αλλοιώσεις της πνευμονικής ίνωσης της συνδεόμενης με την ΡΑ.
ΠΡΟΓΝΩΣΗ : Οι πνευμονικές διηθήσεις υποχωρούν πλήρως εβδομάδες έως μήνες μετά την διακοπή της χρυσοθεραπείας, ενώ άλλοτε παραμένει υπολειμματική ίνωση και σπάνια έχουν κακή κατάληξη.
ΠΡΟΣΟΧΗ : Δύσπνοια στη διάρκεια της θεραπείας με χρυσό απαιτεί προσεκτική εκτίμηση και διακοπή του φαρμάκου, εάν υπάρχουν ενδείξεις διάμεσης ίνωσης, επειδή μερικοί ασθενείς έχουν ύφεση των πνευμονικών αλλοιώσεων μετά την διακοπή της θεραπείας.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ :
α) Κορτικοειδή, π.χ. πρεδνιζόνη 30-60 mg/24ωρο ή ΕΦ ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης 150-250 mg, με προοδευτική μείωση σε διάστημα 1-4 μηνών. Τα κορτικοειδή επιταχύνουν συνήθως την αποκατάσταση, άλλοτε όμως έχουν πτωχό αποτέλεσμα. Η δύσπνοια και οι τρίζοντες, η ηωσινοφιλία και το εξάνθημα συνήθως υποχωρούν θεαματικά (συχνά εντός μερικών ημερών), ενώ οι πνευμονικές διηθήσεις υποχωρούν ακτινολογικά σε διάστημα συνήθως μερικών εβδομάδων. Πάντως, η κατάλληλη δόση και η διάρκεια της θεραπείας με κορτικοειδή δεν έχουν προσδιορισθεί και μπορούν να εξατομικευθούν, ανάλογα με την βαρύτητα της νόσου.
β) BAL.
1.2.9.6.3 ΑΠΟΦΡΑΚΤΙΚΗ ΒΡΟΓΧΙΟΛΙΤΙΔΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η αποφρακτική βρογχιολίτιδα είναι σπάνια επιπλοκή της χρυσοθεραπείας (Holness L et al, 1983; Hakala M et al, 1986; Paakko P et al, 1988), ενώ συνδέεται συχνότερα με την ΡΑ.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Προοδευτική δύσπνοια και μη παραγωγικός βήχας, χαμηλός πυρετός, υποξία και υποκαπνία.
ΚΛΙΝΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Βυθιότητα του πνεύμονα στην επίκρουση, ελάττωση του αναπνευστικού ψιθυρίσματος και συριγμός.
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ : Δείχνουν αποφρακτική πνευμονοπάθεια με αύξηση των πνευμονικών όγκων και μείωση της διαχυτικής ικανότητας.
ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Η απλή ακτινογραφία του θώρακα είναι φυσιολογική ή δείχνει αμφοτερόπλευρη δικτυωτή νόσο ή εντοπισμένες διηθήσεις (Holness L et al, 1983).
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Eικόνα διάμεσης πνευμονίτιδας και περιοριστικής βρογχιολίτιδας, με διατεταμένα βρογχιόλια αποφραγμένα από πολυποειδείς προσεκβολές επιθηλιοειδών κυττάρων και ινοβλαστών (Holness L et al, 1983), όπως και πάχυνση και ήπια διήθηση των κυψελιδικών διαφραγμάτων από ηωσινόφιλα στο γειτονικό πνευμονικό παρέγχυμα. Οι κυψελίδες μπορεί να είναι πλήρεις οιδηματώδους υγρού και μακροφάγων με κοκκιωματώδη ιστό (Holness L et al, 1983).
Η βιοψία του πνεύμονα μιάς ασθενούς έδειξε διάμεσο οίδημα με μονοπύρηνα φλεγμονώδη κύτταρα και μερικά ηωσινόφιλα και ήπια βρογχιολίτιδα και το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, διάσπαση και τοπική εξαφάνιση της βασικής στιβάδας των κυψελιδικών τριχοειδών, των φλεβιδίων και του κυψελιδικού επιθηλίου και χρυσοσώματα στα μακροφάγα(Paakko P et al, 1988).
ΘΕΡΑΠΕΙΑ : ΕΦ εγχύσεις μεθυλπρεδνιζολόνης 100 mg/8ωρο και κυκλοφωσφαμίδης 200 mg /24ωρο Χ 3 ημέρες και στη συνέχεια 100 mg/24ωρο per os.
1.2.9.7 ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Εντεροκολίτιδα
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η εντεροκολίτιδα είναι εξαιρετικά σπάνια, αλλά σοβαρή, επιπλοκή του ενέσιμου χρυσού (Lee FY et al, 1988; Kirkham B et al, 1989; Nisar M and Winfield J, 1994). Έχει αναφερθεί κυρίως σε μεσήλικες γυναίκες που θεραπεύθηκαν συνολικά με 140 mg και συνήθως <500 mg χρυσού. Είναι συχνότερη με τον θειομηλικό και λιγότερο συχνή με τον θειογλυκονικό και τον θειοπροπανοσουλφονικό χρυσό και σπάνια με την αουρανοφίνη.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Κοιλιακός πόνος, έμετοι, πυρετός, έντονη υδαρής διάρροια με αύξηση του αριθμού των περισταλτικών κινήσεων του εντέρου (10-40 ημερησίως), μερικές φορές με προσμίξεις αίματος και βλέννης, και ενίοτε πανεντερίτιδα.
Οι εκδηλώσεις αυτές εμφανίζονται απότομα, συχνά υποδυόμενες ελκώδη κολίτιδα και μπορεί να συνδυάζονται με ηπατική χολόσταση (Nisar M and Winfield J, 1994). Ο γαστρεντερικός σωλήνας μπορεί να προσβληθεί σ’ όλο του το μήκος, από τον οισοφάγο και τον στόμαχο μέχρι το κατιόν κόλον, δίνοντας την εικόνα τοξικού μεγάκολου.
Ενδοσκοπικά παρατηρούνται διάφοροι βαθμοί φλεγμονής, πολλαπλές ελκώσεις, αιμορραγία και, περιστασιακά, διάτρηση του εντέρου.
ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Μπορεί να υποδύονται νόσο του Crohn ή ισχαιμική κολίτιδα, αλλά κοκκιώματα απουσιάζουν.
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ: Χρόνια φλεγμονή, με αλλοιώσεις της αρχιτεκτονικής των λαχνών και διήθηση του χορίου του βλεννογόνου από ηωσινόφιλα ή μονοπύρηνα.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ :
α) Άμεση τοξική δράση του στοιχειακού χρυσού ή του μορίου-μεταφορέα στο επιθήλιο του εντερικού βλεννογόνου, δεδομένου ότι και άλλα βαριά μέταλλα (αρσενικό, άργυρος) μπορεί να προκαλέσουν αιμορραγική τοξική κολίτιδα. Σε σκύλους, η ενδοφλέβια χορήγηση νατριούχου χρυσοθειϊκού άλατος μπορεί να προκαλέσει διάρροια.
β) Ανοσοεπαγόμενη αντίδραση υπερευαισθησίας. Υπέρ της άποψης αυτής συνηγορούν τα εξής :
- Η εντεροκολίτιδα από τον χρυσό εμφανίζεται μετά από την χορήγηση μικρών σχετικά δόσεων του φαρμάκου και πρώϊμα στη διαδρομή της θεραπείας.
- Σ’ έναν ασθενή με εντεροκολίτιδα o νατριούχος θειοσουλφονικός χρυσός προκάλεσε θετική απάντηση μετασχηματισμού των λεμφοκυττάρων, in vitro (Szpak MW et al, 1979). Ενας άλλος, θεραπευόμενος με θειομηλικό χρυσό, είχε κυκλοφορούντα ανοσοσυμπλέγματα (Wright A et al, 1984).
- Μερικοί ασθενείς με εντεροκολίτιδα από χρυσό εμφανίζουν ηωσινοφιλία ή βιοψιακή ένδειξη διήθησης του χορίου του βλεννογόνου από ηωσινόφιλα.
ΕΚΒΑΣΗ : Πριν από το 1976 η θνητότητα της εντεροκολίτιδας από τον ενέσιμο χρυσό προσέγγιζε το 50%. Έκτοτε, έχει μειωθεί θεαματικά, πιθανώς λόγω της πρωϊμότερης διάγνωσης και βελτίωσης της υποστηρικτικής θεραπείας.
ΠΡΟΣΟΧΗ : Παρά την βελτίωση της πρόγνωσης, η εντεροκολίτιδα από τον χρυσό πρέπει να θεωρείται δυνητικά θανατηφόρα επιπλοκή. Γι’ αυτό και, η εμφάνιση διάρροιας σε ασθενείς θεραπευόμενους με ενέσιμο χρυσό πρέπει πάντα να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη και να διερευνάται έγκαιρα με ορθοσιγμοειδοσκόπηση και βιοψία του ορθού σ’ όλες τις ύποπτες περιπτώσεις.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ :
- Διακοπή της χρυσοθεραπείας : Μπορεί να ακολουθηθεί από πλήρη ύφεση της κολίτιδας μετά από έναν ή περισσότερους μήνες.
- Κορτικοειδή, αντιδιαρροϊκά, αντισπασμωδικά : Προσφέρουν μικρό μόνο όφελος. Η μακροχρόνια διάρροια συνοδεύεται από σοβαρή απώλεια πρωτεϊνών, η οποία, σε συνδυασμό με υπογαμμασφαιριναιμία και την κορτικοειδοθεραπεία, μπορεί να προκαλέσει θανατηφόρες λοιμώξεις, γι’ αυτό και τα κορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται με προσοχή.
- Χρωμογλυκονικό νάτριο (Martin DM et al, 1981)
- Οκτρεοτίδη (Dorta G et al, 1993)
- Διατήρηση υγρών και ηλεκτρολυτών, επαρκής ή ολική παρεντερική σίτιση και θεραπεία των ευκαιριακών λοιμώξεων.
- Κολεκτομή, σε βαριές περιπτώσεις, εάν η συντηρητική αγωγή δεν αποδώσει.
1.2.9.8 ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η συχνότητα των ηπατικών επιπλοκών του χρυσού ανέρχεται σε 0.25-9.4% (Pessayre D et al, 1979; Kean WF and Anastasiades TP, 1979; Howrie DL and Gartner JC, 1982).
Η ηπατοτοξικότητα εκδηλώνεται 8-33 ημέρες μετά την έναρξη της χρυσοθεραπείας, 1-11 ημέρες με την τελευταία ένεση και μετά από την χορήγηση 10-4.150 mg χρυσού, αν και έχει αναφερθεί ακόμα και μετά την χορήγηση 1.500 mg χρυσού σε διάστημα 4 ημερών.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Ίκτερος (90%), κνησμός και εξάνθημα (42%), πυρετός (32%) και κοιλιακά ενοχλήματα (32%). Η ηπατοτοξικότητα μπορεί να συνυπάρχει με θρομβοπενία, εξάνθημα, ηωσινοφιλία, πρωτεϊνουρία, λεμφαδενοπάθεια (Prichanond S and Skosey JL, 1978) και πνευμονίτιδα.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Αύξηση χολερυθρίνης, SGOT, SGPT, LDH και αλκαλικής φωσφατάσης (Favreau M et al, 1977).
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ :
- Κεντρολοβιώδης ή ενδοηπατική χολόσταση, με θρόμβους στο χολικό δένδρο ή διόγκωση των ηπατοκυττάρων με συμπίεση των αιματόκολπων και ήπια χολόσταση (Pessayre D et al, 1979)
- Λιπώδης διήθηση (Schenker S et al, 1973)
- Ήπιες φλεγμονώδεις παραπυλαίες κυτταρικές διηθήσεις και σπάνια οξεία κιτρίνη ατροφία ή νέκρωση του ήπατος.
- Απώλεια του παρεγχύματος, καθίζηση της ρετικουλίνης, μικτές κυτταρικές φλεγμονώδεις διηθήσεις και χρυσοσώματα μέσα στα μακροφάγα (Fleischner GM et al, 1991).
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Ο μηχανισμός της ηπατικής βλάβης από τον χρυσό είναι συμβατός με ιδιοσυγκρασιακή αντίδραση.
ΕΚΒΑΣΗ : Η ηπατίτιδα αυτοπεριορίζεται μετά την διακοπή της χρυσοθεραπείας και, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι ηπατικές δοκιμασίες επιστρέφουν σε φυσιολογικά όρια εντός 3 μηνών.
Χολοστατικός ίκτερος
Είναι η συχνότερη, αλλά σπάνια, ηπατική επιπλοκή του ενέσιμου χρυσού (Lowthian PJ et al, 1984; Hanissian AS et al, 1985; Harats N et al, 1985). Τυπικά παρατηρείται πρώϊμα, συνήθως τον 1ο μήνα της θεραπείας, μετά την χορήγηση <200 mg χρυσού, αλλά μπορεί και αργότερα.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Ίκτερος, κνησμός, εξάνθημα, πυρετός, κοιλιακά ενοχλήματα, κόπωση, ανορεξία, υπέρχρωση ούρων, αποχρωματισμός κοπράνων, ηπατομεγαλία. Σε ασθενείς με ΡΑ, οι αρθρικές εκδηλώσεις ενίοτε υφίενται στη διάρκεια της ικτερικής περιόδου και υποτροπιάζουν μετά την αποδρομή της. Ο χολοστατικός ίκτερος μπορεί να συνδυάζεται με απλασία των ερυθρών αιμοσφαιρίων (Hansen RM et al, 1991) ή εντεροκολίτιδα (Nisar M and Winfield J, 1994).
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Ηωσινοφιλία (στα 2/3 των περιπτώσεων) και αύξηση της χολερυθρίνης, των τρανσαμινασών, της αλκαλικής φωσφατάσης και της LDH.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η χολόσταση μπορεί να οφείλεται σε άμεση τοξική δράση του χρυσού στο ήπαρ, δεδομένου ότι έχει παρατηρηθεί και μετά από την χορήγηση μεγάλων δόσεων χρυσού. Σε κουνέλια, ο χρυσός προκαλεί παρεγχυματική νέκρωση και μέτριου βαθμού στεάτωση του ήπατος. Σε αρουραίους, η ηπατοτοξικότητα του χρυσού φαίνεται ότι οφείλεται στην παραγωγή οξειδωτικών.
ΕΚΒΑΣΗ : Μετά την διακοπή του χρυσού, η ηπατοτοξικότητα υποχωρεί συνήθως εντός 3 μηνών, αν και μπορεί να οδηγήσει σε θανατηφόρα ηπατική νέκρωση (Watkins PB et al, 1988).
ΘΕΡΑΠΕΙΑ : Aμεση διακοπή του χρυσού.
1.2.9.9 ΠΑΓΚΡΕΑΤΙΤΙΔΑ
Είναι σπάνια και καλοήθης επιπλοκή της χρυσοθεραπείας.
1.2.9.10 ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ
Χρυσίαση
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Εναπόθεση του χρυσού στον κερατοειδή ή τον φακό (χρυσίαση) παρατηρείται στο 75% των ασθενών που έχουν λάβει συνολικά > 1.500 mg χρυσού (Gottlieb NL and Major JC, 1978).
Οι εναποθέσεις του χρυσού στον κερατοειδή παρατηρούνται έως το 40% των ασθενών (Hashimoto A et al, 1972) στις επιφανειακές ή εν τω βάθει στιβάδες του σκληρού στην εξέταση με σχισμοειδή λυχνία. Στο φακό, παρατηρούνται στο 36-50% των ασθενών, αλλά σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα από άλλους ιστούς.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ : Η χρυσίαση του σκληρού και των φακών συνδέεται στενά με την εβδομαδιαία και την συνολική δόση του χρυσού ή με τα μεσοδιαστήματα των ενέσεων, ανεξάρτητα από την δόση του. Τα επίπεδα του χρυσού στον ορό φαίνεται ότι είναι υψηλότερα σε ασθενείς με χρυσίαση.
ΕΚΒΑΣΗ : Σε αντίθεση με την φλεγμονή του κερατοειδούς και την ελκοποίηση που μπορεί να προκαλέσει ο χρυσός, η εναπόθεση του χρυσού στον κερατοειδή είναι αθώα και δεν επηρεάζει την οπτική οξύτητα και μπορεί να σχετίζεται με άλλες επιπλοκές του χρυσού. Μετά την διακοπή του, οι εναποθέσεις του στον κερατοειδή εξαφανίζονται μετά από 6 μήνες από τις επιφανειακές και μετά από 3 χρόνια, από τις εν τω βάθει στιβάδες.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ : Δεν υπάρχει. Οι ασθενείς που θεραπεύονται με ενέσιμο χρυσό πρέπει να αποφεύγουν την παρατεταμένη έκθεση στο ηλιακό φως.
1.2.9.11 ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ-ΜΥΪΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Νευρολογικές επιπλοκές εμφανίζει το 0.2-0.5% των ασθενών που θεραπεύεται με ενέσιμο χρυσό (Fam AG et al, 1984). Είναι συχνότερες με τον θειομηλικό και λιγότερο συχνές με τον θειογλυκονικό και τον θειοπροπανοσουλφονικό χρυσό.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Οι νευρολογικές επιπλοκές του χρυσού αποδίδονται σε : α) αντίδραση υπερευαισθησίας, δεδομένου ότι έχουν εμφανισθεί ακόμα και μετά από την χορήγηση μικρών δόσεων χρυσού, ή β) σε άμεση τοξική δράση στους νευρικούς ιστούς, δεδομένου ότι ο χρυσός έχει ανευρεθεί στον διεγκέφαλο ποντικών που θεραπεύονταν με μεγάλες δόσεις χρυσού (Chang RJ and Perselin RH, 1968), όπως και στο ΕΝΥ ασθενών με νευροπάθεια από χρυσό (Katrak SM et al, 1980).
Στους επίμυς, επανειλημμένες ενέσεις χρυσοθειοθειϊκού άλατος μπορεί να προκαλέσουν νευρολογικό σύνδρομο χαρακτηριζόμενο από παράλυση, αποπροσανατολισμό και αταξία (Querido A, 1947). Σε πειραματόζωα, η δόση του ενδοπεριτοναϊκά χορηγούμενου χρυσού σχετίζεται άμεσα με την βαρύτητα της νευροπάθειας (Katrak SM et al, 1980). Σε ποντικούς με αρθρίτιδα, ο χρυσός μπορεί να έχει αντιφλεγμονώδη δράση ασκώντας νευροτοξική δράση στα περιφερικά νεύρα που συμμετέχουν στη φλεγμονή (Ostuni PQ et al, 1986).
ΤΥΠΟΙ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΠΛΟΚΩΝ :
1.2.9.11.1 ΝΕΥΡΟΠΑΘΕΙΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η συχνότερη εκδήλωση νευροτοξικότητας του χρυσού είναι οξεία, συμμετρική, και κυρίως περιφερική, πολυνευροπάθεια, αισθητικού, κινητικού ή μικτού (αισθητικο-κινητικού) τύπου (Koh WH and Boey ML, 1992). Έχει αναφερθεί σε ασθενείς που θεραπεύθηκαν με 6.5 gr ή ακόμα και 85 mg (Walsh JC, 1970) στοιχειακού χρυσού, συνήθως τους 2-3 πρώτους μήνες της θεραπείας.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Προοδευτική αδυναμία άνω και κάτω άκρων, ιδίως κατά την έγερση από κάθισμα ή στην ανάβαση κλίμακας, παραισθησίες και αιμωδία στα κάτω άκρα, γενικευμένη απουσία αντανακλαστικών και ελάττωση της αισθητικότητας στα περιφερικά μέρη των άκρων (Dick DJ and Raman D, 1982). Σε ασθενείς με σύνδρομο τύπου Guillain-Barre μπορεί να συνυπάρχει προσβολή κρανιακών νεύρων.
Πριν από ή ταυτόχρονα με τις εκδηλώσεις της πολυνευροπάθειας μπορεί να εμφανισθεί ερυθηματώδες εξάνθημα ή αποφολιδωτική δερματίτιδα, στοματίτιδα, πυρετός ή ηωσινοφιλία (Ka-trak SM et al, 1980).
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Μικρή γωνίωση και εκφύλιση των μυϊκών ινών τύπου Ι και ΙΙ, αύξηση ή μείωση των αποθεμάτων του γλυκογόνου και αύξηση της ακετυλοχολινεστεράσης, χωρίς σημεία φλεγμονής, δηλ. εικόνα νευρογενούς ατροφίας. Η βιοψία του γαστροκνήμιου νεύρου μπορεί να δείξει αξονική εκφύλιση και τμηματική απομυελίνωση (Walsh JC, 1970; Ka-trak SM et al, 1980). Παρόμοιες αλλοιώσεις προκαλεί ο χρυσός στα πειραματόζωα.
ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Η νευροπάθεια από τον χρυσό δύσκολα μπαίνει στη σκέψη σε ασθενείς με ΡΑ θεραπευόμενους με ενέσιμο χρυσό, γιατί συχνά υποδύεται εκδηλώσεις της βασικής νόσου. Η νευροπάθεια η συνδεόμενη με την ΡΑ είναι είτε μέρος της διαδικασίας της νόσου, είτε επιπλοκή της θεραπείας και έχει συνήθως τον χαρακτήρα περιφερικής αισθητικο-κινητικής πολυνευροπάθειας ή πολλαπλής μονονευρίτιδας (Walsh JC, 1970).
ΤΥΠΟΙ ΝΕΥΡΟΠΑΘΕΙΑΣ ΑΠΟ ΧΡΥΣΟ :
- Σύνδρομο μυοκυμίας
- Οξεία πολυνευροπάθεια τύπου Guillain-Barre
- Σύνδρομο Miller-Fisher
α) Σύνδρομο μυοκυμίας
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Το σύνδρομο μυοκυμίας («choree fibrillaire de Morvan») είναι μία από τις κυρίαρχες εκδηλώσεις της νευροτοξικότητας του χρυσού και παρατηρείται περίπου στο 1/3 των περιπτώσεων (Perry RP and Jacobsen ES, 1984; Nicholson D et al, 1986; Caldron PH and Wilbourn AJ, 1988). Μπορεί να είναι μεμονωμένη εκδήλωση νευροπάθειας από χρυσό ή να συνδυάζεται με εκδηλώσεις αυτόνομης νευροπάθειας (Caldron PH and Wilbourn AJ, 1988), περιφερική πολυνευροπάθεια ή σύνδρομο τύπου Guillain-Barre (Vernay D et al, 1986).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Η μυοκυμία χαρακτηρίζεται από βραδείες, ρυθμικές, αδρές και συνεχείς, τοπικές ή γενικευμένες, κυματοειδείς συσπάσεις των μυών των μελών, ακόμα και της γλώσσας, που αφορούν ολόκληρες ομάδες μυϊκών ινών, είναι ασυνείδητες και υφίενται αυτόματα. Διαφέρει από τις ακανόνιστες, απότομες συστροφές των δεσμιδώσεων των οφειλόμενων σε αυξημένη ευερεθιστότητα των κυττάρων του πρόσθιου κέρατος, όπως π.χ. σε νοσήματα του κινητικού νευρώνα.
ΗΛΕΚΤΡΟΜΥΟΓΡΑΦΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ :
- Συνεχή, διαδοχικά, επαναλαμβανόμενα αυτόματα δυναμικά επιστράτευσης κινητικών μονάδων
- Κανονική επανάληψη των δυναμικών 2-200 μV των κινητικών μονάδων σχηματίζοντας διπλές, τριπλές ή πολλαπλές απεικονίσεις (Katrak SM et al, 1980)
- Συνεχή, διαδοχικά αυτόματα δυναμικά και ταυτόχρονα πολλαπλές απεικονίσεις (ενίοτε)
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η μυοκυμία η προερχόμενη από τα περιφερικά νεύρα μπορεί να οφείλεται σε υπερευερεθιστότητα των νεύρων πλησίον της νευρομυϊκής διασταύρωσης (Katrak SM et al, 1980).
ΕΚΒΑΣΗ : Η μυοκυμία έχει αυτοπεριοριζόμενη διαδρομή. Μετά την διακοπή της χρυσοθεραπείας, τα συμπτώματα γενικά υποχωρούν πλήρως εντός 3 μηνών. Η διφαινυλυδαντοΐνη και η καρβαμαζεπίνη μπορεί να περιορίσουν την αυξημένη μυϊκή δραστηριότητα.
β) Οξεία πολυνευροπάθεια τύπου Guillain-Barre
Είναι λιγότερο συχνή εκδήλωση νευροτοξικότητας του χρυσού (Schlumpf U et al, 1983).
γ) Σύνδρομο Miller-Fisher (Roquer J et al, 1985)
Είναι τύπος συνδρόμου Guillain-Barre χαρακτηριζόμενος από εξωγενή αμφοτερόπλευρη οφθαλμοπληγία, γενικευμένη απουσία αντανακλαστικών και αταξία.
1.2.9.11.2 ΚΡΑΝΙΑΚΗ ΠΡΟΣΒΟΛΗ
Είναι σπάνια και συχνά συνδυάζεται με περιφερική νευροπάθεια (Dick DJ and Raman D, 1982; Schlumpf U et al, 1983).
1.2.9.11.3 ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΔΥΣΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ
Περιλαμβάνουν αύξηση αρτηριακής πίεσης με την κατάκλιση, ορθοστατική υπόταση, ταχυκαρδία, εφιδρώσεις, κατάθλιψη, ψύχωση, αδυναμία, κόπωση, συναισθηματική αστάθεια, αϋπνία και απώλεια βάρους (Meyer H et al, 1978).
1.2.9.11.4 ΕΓΚΕΦΑΛΟΠΑΘΕΙΑ
Η εγκεφαλοπάθεια από τον χρυσό εκδηλώνεται με ψυχιατρικά συμπτώματα ή εστιακό νευρολογικό σύνδρομο με αδυναμία, ημιπάρεση, αφασία ή σπασμούς, αϋπνία, κατάθλιψη και σπαστική αδυναμία (Meyer M et al, 1978; Schlumpf U et al, 1983; Fam AG et al, 1984).
ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΕΓΚΕΦΑΛΟΠΑΘΕΙΑΣ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΕΝΕΣΙΜΟ ΧΡΥΣΟ
- Αναστρέψιμες αλλοιώσεις στον εγκέφαλο και την λευκή ουσία παρόμοιες με απομυελινωτική νόσο (Fam AG et al, 1984).
- Εγκεφαλοπάθεια σε συνδυασμό με χολοστατικό ίκτερο (Gulliford MC et al, 1985).
- Τοξικό παραλήρημα ή προσβολή των κρανιακών νεύρων και των πυρήνων, τρόμος ή/και ψυχιατρικές διαταραχές (Sundelin F, 1941). Οι εκδηλώσεις αυτές υφίενται με την διακοπή του χρυσού, αν και ενίοτε έχουν κακή έκβαση.
- Αμνησία, σύγχυση και διακοπτόμενο παραλήρημα με ψευδαισθήσεις, σε συνδυασμό με γενικευμένες μυϊκές δεσμιδώσεις και περιφερική νευροπάθεια (Perry RP and Jacobsen ES, 1984).
- Γενικευμένες μυϊκές συστροφές, δεσμιδώσεις, επώδυνες παραισθησίες χειρών και ποδών, αποπροσανατολισμός, εφιάλτες, απροσάρμοστη συμπεριφορά (Dubowitz MN et al, 1991).
1.2.9.11.5 ΑΛΛΕΣ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ
- Συμμετρική χαλαρή παράλυση των άνω και κάτω άκρων, απώλεια των εν τω βάθει αντανακλαστικών και συστροφές των μυών του προσώπου, αίσθημα καύσου στον κορμό και παραισθησίες χειρών και ποδών (Leiper EJ, 1946).
- Μόνιμη αδυναμία δεξιάς κνήμης και αντιβραχίων, μετά από αναφυλακτική αντίδραση στην ένεση του χρυσού (Lawrence JS, 1953).
- Ήπιες νιτροειδείς εκδηλώσεις σε συνδυασμό με πόνο με ταινιοειδή κατανομή στα Θ10-Θ12 δερμοτόμια και παραισθησίες σε μίαν ασθενή και με εγκεφαλικό αγγειακό επεισόδιο, σε μίαν άλλη (Hill C et al, 1995).
ΕΚΒΑΣΗ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΠΛΟΚΩΝ
Οι νευρολογικές επιπλοκές του χρυσού έχουν ποικίλη πρόγνως. Συνήθως υποχωρούν πλήρως σε διάστημα εβδομάδων ή μηνών μετά την διακοπή του χρυσού, ενώ σπάνια καταλείπουν μόνιμες υπολειμματικές βλάβες.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΠΛΟΚΩΝ :
- Κορτικοειδή ή/και BAL : Μπορεί να βελτιώσουν μερικούς ασθενείς, αλλά δεν είναι γνωστό αν επηρεάζουν την έκβαση των νευρολογικών επιπλοκών (Katrak SM et al, 1980; Dick D et al, 1982).
ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ BAL : 2.5 mg/kg ή 150 mg κάθε 6 ώρες Χ 2 ημέρες, κάθε 12 ώρες Χ 2 ημέρες και εφάπαξ ημερησίως Χ 6 ημέρες, μέχρι την συνολική δόση των 1.400 mg.
- 1.2.9.12 ΑΛΛΕΣ
- Αποφρακτική σιελαδενίτιδα, από εναποθέσεις αλάτων χρυσού (Zuazua JS et al, 1996)
- Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (Korholz D et al, 1988).
1.2.9.13 ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΕΠΙΠΛΟΚΩΝ ΧΡΥΣΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ
Φύλο : Η στοματίτιδα από τον χρυσό φαίνεται ότι είναι συχνότερη στις γυναίκες, παρά τους άνδρες.
Δόση και φαρμακοκινητική : Η επίπτωση και βαρύτητα των επιπλοκών της χρυσοθεραπείας φαίνεται ότι αυξάνονται με την δόση του χρυσού. Π.χ. σοβαρές επιπλοκές αναπτύσσει το 67% των ασθενών που θεραπεύονται με 150 mg ενέσιμου χρυσού/εβδομάδα, σε σύγκριση με 13% αυτών που θεραπεύονται με 50 mg ενέσιμου χρυσού/εβδομάδα (Furst DE et al, 1977).
Οι επιπλοκές του χρυσού, ιδίως η πρωτεϊνουρία, είναι συχνότερες σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεγάλες (100 mg/εβδ.), παρά μικρές (25 mg/εβδ.), δόσεις χρυσού. Άλλοι δεν έχουν διαπιστώσει διαφορές στην τοξικότητα μεταξύ μεγάλων (183 mg/μήνα) και μικρών (56 mg /μήνα) δόσεων συντήρησης. Σύμφωνα με συγκριτικές μελέτες, ο χρυσός, σε δόσεις 25/50 mg/εβδ., δεν διαφέρει σημαντικά σε τοξικότητα από 1/10 mg/kg/εβδομάδα.
Επίπεδα χρυσού στον ορό : Η τοξικότητα του χρυσού μπορεί να σχετίζεται με αύξηση των επιπέδων του >56 μg/ml στα ερυθρά αιμοσφαίρια του αίματος, αν και αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί.
Ηλικία ασθενούς : Οι ηλικιωμένοι ασθενείς δεν φαίνεται να έχουν ιδιαίτερα αυξημένους κινδύνους επιπλοκών από το ενέσιμο χρυσό, αν και οι αιματολογικές επιπλοκές και το νεφρωσικό σύνδρομο έχουν αναφερθεί κυρίως σε ασθενείς ηλικίας άνω των 42 και 52 ετών, αντίστοιχα (Kean WF et al, 1983). Άλλοι υποστηρίζουν ότι οι ηλικιωμένοι ασθενείς ανέχονται λιγότερο τον ενέσιμο χρυσό από τους νεότερους.
Κατάσταση σουλφοξείδωσης : Το 81% των ασθενών με ΡΑ και επιπλοκές από τον θειομηλικό χρυσό έχει πτωχή ικανότητα σουλφοξείδωσης (Ayesh R et al, 1987).
Ακετυλιωτικός φαινότυπος : Η συχνότητα των βραδέων ακετυλιωτών είναι σημαντικά αυξημένη στους ασθενείς με ΡΑ θεραπευόμενους με χρυσοθειομηλικό χρυσό ή D-πενικιλλαμίνη, ανεξάρτητα από την ύπαρξη επιπλοκών, ιδιαίτερα στους άρρενες, συγκριτικά με τους ασθενείς που δεν έχουν επιπλοκές (Rantapaa DS and Mjorndal T, 1987).
Ανοσοσφαιρίνες :
- IgA ανοσοσφαιρίνη : Η χρυσοθεραπεία συνδέεται με εκλεκτική ανεπάρκεια της IgA και σοβαρή πανυπογαμμασφαιριναιμία (So AKL, 1984; Lee AH et al, 1993). Η εκλεκτική όμως ανεπάρκεια της IgA συνδέεται και με άλλους παράγοντες (μικρή δραστηριότητα νόσου, HLA B8, B12 και Β40, επιπλοκές χρυσού) και φάρμακα και έχει παρατηρηθεί και σε ασθενείς που δεν παίρνουν αντιρρευματικά φάρμακα. Γι’ αυτό και οι ανοσοσφαιρίνες του ορού πρέπει να προσδιορίζονται πριν, και 6 μήνες μετά, την έναρξη της χρυσοθεραπείας και στη συνέχεια μετά από κάθε 1 gr χρυσού (Snowden N et al, 1996).
Τα επίπεδα της IgA του ορού σχετίζονται με τις επιπλοκές του θειογλυκονικού χρυσού, αν και οι ασθενείς με/ή χωρίς επιπλοκές στη χρυσοθεραπεία δεν έχουν στατιστικά σημαντική διαφορά στην ελάττωση των επιπέδων της IgA στον ορό. Η ανεπάρκεια της IgA στον ορό μπορεί να συνοδεύεται και από ελάττωση ή πλήρη έλλειψή της στον σίελο.
- IgM ανοσοσφαιρίνη : Τα επίπεδα της στον ορό αυξάνονται σε ασθενείς με ΡΑ και επιπλοκές από τον θειογλυκονικό χρυσό, αν και αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί.
- IgE ανοσοσφαιρίνη : Τα επίπεδά της στον ορό είναι υψηλότερα σε ασθενείς με ΡΑ, συγκριτικά με υγιείς. Ακόμα, αυξάνονται σε ασθενείς θεραπευόμενους με ενέσιμο χρυσό, ιδιαίτερα με βλεννογονοδερματικές και αιματολογικές επιπλοκές, αν και η παρατήρηση αυτή δεν έχει επιβεβαιωθεί.
Ηωσινοφιλία : Δεν είναι σταθερό εύρημα σε ασθενείς θεραπευόμενους με ενέσιμο χρυσό και δεν σχετίζεται με την βαρύτητα της αντίδρασης, αλλά μπορεί να είναι προάγγελος επικείμενης τοξικότητας (Jessop JD et al, 1974).
Σύνδρομο Sjogren : Η παρουσία ή απουσία του δεν σχετίζεται με την συχνότητα ή τους τύπους των επιπλοκών του χρυσού (Gordon MH et al, 1975).
Δερματίτιδα/στοματίτιδα : Δεν υπάρχει συμφωνία κατά πόσον σχετίζονται με HLA (Bensen WG et al, 1984; Speerstra F et al, 1986).
Αντιγόνα ιστοσυμβατότητας
ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΑΝΤΙΓΟΝΩΝ ΙΣΤΟΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ - ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΧΡΥΣΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ
HLA A1 : Πρωτεϊνουρία (Bardin T et al, 1982)
HLA B7 : Βλεννογονοδερματικές αντιδράσεις (Scherak O et al, 1984)
HLA B8 :
- Πρωτεϊνουρία (Pachoula-Papasteriades C et al, 1986)
- Αιματολογικές διαταραχές, στοματίτιδα, διάρροια, δερματίτιδα (Dahlquist SR et al, 1985)
- Θρομβοπενία (Bensen WG et al, 1984)
HLA B27 : Χρυσίαση (Rodriquez-Perez M et al, 1994)
HLA B35 :
- Βλεννογονοδερματικές αντιδράσεις (Nusslein HG et al, 1984)
- Διάμεση πνευμονίτιδα (Hakala M et al, 1986)
HLA B40 : Διάμεση πνευμονίτιδα (Hakala M et al, 1986)
HLA DR1 : Βλεννογονοδερματικές αντιδράσεις (Pickl WF et al, 1993)
HLA DR2 :
- Πρωτεϊνουρία (32 φορές), θρομβοπενία (9 φορές) (Wooley PH et al, 1980)
- Στοματικά έλκη (Panayi GS et al, 1978), αν και η συσχέτιση αυτή γενικά αμφισβητείται
HLA DR3 :
- Όλοι οι τύποι των επιπλοκών (Pachoula-Papasteriades C et al, 1986)
- Πρωτεϊνουρία (Rodriquez-Perez M et al, 1994). Οι ασθενείς με θετικό DR3 έχουν 11 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο πρωτεϊνουρίας από τους DR3 αρνητικούς (Gran JT et al, 1983).
Κατ’ άλλους, ο σχετικός κίνδυνος της πρωτεϊνουρίας από τον χρυσό είναι 32 φορές μεγαλύτερος σε ασθενείς με ΡΑ και θετικό HLA DR3 και DR2 (Wooley PH et al, 1980). Άλλοι δεν έχουν επιβεβαιώσει το εύρημα αυτό (Stasny P, 1983) ή έχουν διαπιστώσει μικρότερο σχετικό κίνδυνο (5.6) (Barger BO et al, 1984).
- Νεφροπάθεια
- Δερματικά εξανθήματα (Perrier P et al, 1985)
- Αιματολογικές επιπλοκές (Dahlquist SR et al, 1985)
- Ευνοϊκή κλινική ανταπόκριση (Van Riel PLCM et al, 1983)
- Θρομβοπενία (Singal DP et al, 1990) : Ο σχετικός της κίνδυνος αυξάνεται κατά 9 φορές σε ασθενείς με ΡΑ και θετικό HLA DR3 και DR2 (Wooley PH et al, 1980) ή κατά 8.9 φορές σε ασθενείς με HLA DR3 (Coblyn JS et al, 1981).
Η συσχέτιση της θρομβοπενίας με το HLA DR3 αφορά την ανοσο-επαγόμενη περιφερική καταστροφή των αιμοπεταλίων, αλλ’ όχι την θρομβοπενία την μη οφειλόμενη σε ανοσολογικούς μηχανισμούς (Adachi JD et al, 1984; Madhok R et al, 1985).
Αλλοι αμφισβητούν ότι η πρωτεϊνουρία από τον θειοπροπανοσουλφονικό χρυσό σχετίζεται με το HLA DR3 (Bardin T et al, 1982; Dequeker J et al, 1984).
HLA DR5 (Rodriquez-Perez M et al, 1994)
Γονίδια περιοχής HLA DQA : Νεφροπάθεια (Sakkas LI et al, 1993)
HLA Bw35 : Βλεννογονοδερματικές αντιδράσεις (Nusslein HG et al, 1984)
HLA Cw7 : Πρωτεϊνουρία (Bardin T et al, 1982)
HLA DRw6 : Βλεννογονοδερματικές αντιδράσεις (Pachoula-Papasteriades C et al, 1986)
HLA Dw1 :
- Διάμεση πνευμονίτιδα (Hakala M et al, 1986)
- Βλεννογονοδερματικές αντιδράσεις (Nusslein HG et al, 1984; Hakala M et al, 1986). Η σχέση αυτή δεν έχει παρατηρηθεί σε Αμερικανούς μαύρους με ΡΑ (Alarcon GS et al, 1986).
HLA Dw3 : Πρωτεϊνουρία (Hakala M et al, 1986)
HLADR1 : Βλεννογονοδερματικές αντιδράσεις (Pickl WF et al, 1993)
ΑΝΤΙΓΟΝΑ ΙΣΤΟΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑΣ ΑΠΑΝΤΩΜΕΝΑ ΣΕ ΜΙΚΡΗ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ ΣΤΟΝ ΕΝΕΣΙΜΟ ΧΡΥΣΟ (ένδειξη ότι έχουν προστατευτικό ρόλο στην ανάπτυξη τοξικότητας)
DR1 (Pachoula-Papasteriades C et al, 1986)
DR2 (Pachoula-Papasteriades C et al, 1986)
DR4 (Gran JT et al, 1983; Bensen WG et al, 1984)
DR5 (Ferraccioli G et al, 1986)
DR7 (Perrier P et al, 1985; Rodriquez-Perez M et al, 1994)
ΑΝΤΙΓΟΝΑ ΙΣΤΟΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑΣ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΕΝΕΣΙΜΟΥ ΧΡΥΣΟΥ
DR2 (Repice MM et al, 1979)
DR4
Ρευματοειδής παράγοντας : Η νεφροπάθεια από χρυσό παρατηρείται κυρίως σε ασθενείς με οροαρνητική ΡΑ. Πάντως, ούτε η νεφροπάθεια και η πρωτεϊνουρία, ούτε ο αριθμός των ασθενών που διακόπτει την χρυσοθεραπεία λόγω επιπλοκών, φαίνεται να έχουν σχέση με την παρουσία του RF.
Αντι-Ro(SSA) : Είναι θετικά στο 21% των ασθενών με βλεννογονοδερματικές αντιδράσεις στον ενέσιμο χρυσό (Tishler M et al, 1994).
Διαδοχική χορήγηση ΒΔΑΦ : Προηγηθείσα χρυσοθεραπεία αυξάνει την τοξικότητα της D- πενικιλλαμίνης, ιδιαίτερα από τους νεφρούς και το αιμοποιητικό. Κατ΄ άλλους, δεν υπάρχει διαφορά στην τοξικότητα ή την συχνότητα απόσυρσης των ασθενών από την θεραπεία, όπως και στη σειρά χορήγησης των φαρμάκων ή το χρονικό διάστημα από της διακοπής του χρυσού μέχρι την έναρξη της D-πενικιλλαμίνης.
Τοξικότητα από άλλα ΒΔΑΦ : Προηγηθείσα τοξικότητα από τον χρυσό μπορεί να προδιαθέτει σε τοξικότητα από την D-πενικιλλαμίνη, ιδιαίτερα εάν το διάστημα που μεσολαβεί από την διακοπή του ενός μέχρι την έναρξη του άλλου είναι μικρότερο των 6 μηνών.
Κάπνισμα : Οι καπνιστές έχουν διπλάσιες επιπλοκές από τον χρυσό από τους μη καπνιστές, αν και ο αριθμός των ασθενών που διακόπτει την αγωγή λόγω επιπλοκών δεν φαίνεται να έχει σχέση με το κάπνισμα.
Τα δερματικά εξανθήματα από τον ενέσιμο χρυσό φαίνεται ότι είναι συχνότερα στους καπνιστές, αν και αυτή η παρατήρηση δεν έχει τεκμηριωθεί. Τα επίπεδα του χρυσού στα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι αυξημένα στους καπνιστές, δεν έχει όμως αποδειχθεί αν σχετίζονται με την συχνότητα των επιπλοκών.
1.2.10 ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ
Η οξεία υπερδοσολογία είναι γενικά σπάνια.
Εκδηλώσεις :
- Ναυτία, έμετοι, διάρροια
- Ερυθηματώδες εξάνθημα, αποφολιδωτική δερματίτιδα
- Στοματίτιδα, φαρυγγίτιδα, τραχειίτιδα
- Γαστρίτιδα, κολίτιδα, κολπίτιδα
- Αιματολογικές διαταραχές
- Πρωτεϊνουρία, αιματουρία, οξεία νεφρική ανεπάρκεια
- Εγκεφαλίτιδα, πολυνευροπάθεια
- Ίκτερος
Θεραπεία :
- Γενικά υποστηρικτικά μέτρα
- Διμερκαπρόλη ή D-πενικιλλαμίνη.
1.2.11 ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΕ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ
Δεν έχει αναφερθεί.
1.2.12 ΚΥΗΣΗ
Στα ζώα : Σε πειραματόζωα, ο χρυσός συγκεντρώνεται στα ωοκύτταρα και τα ηπατοκύτταρα των εμβρύων. Σε κουνέλια και αρουραίους, ο θειομηλικός χρυσός προκαλεί δοσοεξαρτώμενες τερατογόνες και εμβρυοτοξικές βλάβες (ανωμαλίες του ΚΝΣ και του σκελετού) (Szabo KT et al, 1978b; Eiseman JL and Alvares AP, 1980).
Στον άνθρωπο : Ο χρυσός διέρχεται τον ανθρώπινο πλακούντα και εναποτίθεται σε μικρές ποσότητες στους ιστούς του εμβρύου (Richards AJ, 1977). Η ασφάλεια της χρυσοθεραπείας στη διάρκεια της ανθρώπινης κύησης δεν έχει προσδιορισθεί.
ΕΜΒΡΥΙΚΕΣ ΑΝΩΜΑΛΙΕΣ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΝΕΣΙΜΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΗΣΗΣ
- Σοβαρές παραμορφώσεις, σ΄ένα παιδί που πέθανε μερικές ημέρες μετά την γέννηση (Ro-gers JG et al, 1980).
- Λαγώχειλος, λυκόστομα και σοβαρές ανωμαλίες του ΚΝΣ και του ισχίου (Miyamoto T et al, 1970).
Πάντως, έχουν γεννηθεί πολλά φυσιολογικά παιδιά από γυναίκες που θεραπεύθηκαν με ενέσιμο χρυσό στη διάρκεια της εγκυμοσύνης (Cohen DL et al, 1981). Μία ασθενής με ΡΑ που θεραπεύθηκε με ενέσιμο χρυσό στη διάρκεια της κύησης γέννησε ένα φυσιολογικό παιδί με θεραπευτικά επίπεδα χρυσού στο πλάσμα (Cohen DL et al, 1981).
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ : Ο χρυσός έχει αμφιλεγόμενη τερατογόνο δράση, γι’ αυτό και συνιστάται να διακόπτεται στην εγκυμοσύνη και να επαναχορηγείται με προσοχή στη λοχεία, εάν είναι απαραίτητο. Εναλλακτικά, μπορεί να επαναχορηγηθεί το 2ο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, μετά την ολοκλήρωση της οργανογένεσης, για να προληφθεί η αναμενόμενη μετά τον τοκετό έξαρση της αρθρίτιδας. Κατ΄ άλλους, μπορεί να συνεχίσει να χορηγείται στη διάρκεια της κύησης, εφ΄όσον διατηρεί τον έλεγχο της νόσου, αλλά σε αραιότερα ίσως χρονικά διαστήματα και σε μικρότερες δόσεις (Brooks PM and Needs CJ, 1990).
1.2.13 ΓΑΛΟΥΧΙΑ
Ο θειογλυκονικός χρυσός έχει ανιχνευθεί σε ελάχιστες ποσότητες στο μητρικό γάλα (Blau SP, 1973; Ostensen M et al, 1986), αλλά δεν είναι γνωστό εάν απορροφάται σε σημαντικό βαθμό από το βρέφος. Πάντως, έχει ανευρεθεί στον ορό και τα ερυθρά αιμοσφαίρια ενός γαλουχούντος βρέφους, αν και δεν έχουν αναφερθεί επιπλοκές σε βρέφη που εθήλαζαν από γυναίκες θεραπευόμενες με ενέσιμο χρυσό.
Λόγω των ευρημάτων αυτών και της πιθανότητας σοβαρών επιπλοκών σε γαλουχούντα βρέφη, πρέπει να αποφασίζεται κατά πόσον να διακοπεί ο θηλασμός ή το φάρμακο, λαμβάνοντας υπόψη την σημασία του φαρμάκου για την μητέρα. Ακόμα, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι ο χρυσός παραμένει σον οργανισμό της μητέρας για μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμα και μετά την διακοπή του, και αποβάλλεται βραδέως.
1.2.14 ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ - ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
Νεογνά : Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την χρήση του θειομηλικού χρυσού στην ηλικία αυτή.
Παιδιά : Ο θειομηλικός χρυσός μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία της ΝΡΑ.
Ηλικιωμένοι : Ανταποκρίνονται στον θειομηλικό χρυσό εξίσου με τους νεότερους και δεν εμφανίζουν συχνότερα επιπλοκές.
Κύηση : Αν και ο θειομηλικός χρυσός δεν συνιστάται από τους κατασκευαστές του στη διάρκεια της κύησης, δεν έχει αποσαφηνισθεί κατά πόσον έχει εμβρυοτοξική δράση. Ο χρυσός έχει ανευρεθεί σε θεραπευτικά επίπεδα στο αίμα του ομφάλιου λώρου και έχει χορηγηθεί στη διάρκεια της κύησης, χωρίς να προκαλέσει βλάβες στο έμβρυο. Πάντως, επειδή συνδέεται με μεμονωμένες περιπτώσεις συγγενών ανωμαλιών, είναι προτιμότερο να αποφεύγεται στη διάρκεια της κύησης.
Γαλουχία : Ο θειογλυκονικός χρυσός, αν και απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα, δεν απορροφάται σε σημαντικό βαθμό από τα βρέφη. Πάντως, αν και δεν έχουν αναφερθεί εμβρυϊκές επιπλοκές, οι γυναίκες που θεραπεύονται με ενέσιμο χρυσό είναι προτιμότερο να αποφεύγουν την γαλουχία.
Συνυπάρχοντα νοσήματα : Ο θειομηλικός χρυσός πρέπει να αποφεύγεται σε ασθενείς με σοβαρά νεφρικά ή ηπατικά νοσήματα.
Η προϋπάρχουσα πρωτεϊνουρία και δερματίτιδα είναι σχετικές αντενδείξεις της χρυσοθεραπείας, γιατί δύσκολα διαχωρίζονται από τις τοξικές εκδηλώσεις του φαρμάκου.
Η προϋπάρχουσα αναιμία και η λευκοπενία δεν είναι απόλυτες αντενδείξεις της χρυσοθεραπείας και μπορούν, εάν είναι αποτέλεσμα της υποκείμενης νόσου, όπως η αναιμία της χρόνιας νόσου ή του συνδρόμου Felty, να βελτιωθούν με την θεραπεία.
Νιτροειδείς αντιδράσεις : Οι υπερτασικοί ασθενείς με ΡΑ που θεραπεύονται με αναστολείς του ΜΕΑ, όπως καπτοπρίλη ή ανάλογά της, μπορεί να έχουν αυξημένο κίνδυνο νιτροειδών αντιδράσεων με τον θειομηλικό χρυσό ή την αουρανοφίνη. Οι αντιδράσεις αυτές αποτρέπονται με την αλλαγή του αντιϋπερτασικού ή με την χορήγηση θειογλυκονικού χρυσού.
Οι περισσότεροι ασθενείς αναπτύσσουν ανοχή ή ταχυφυλαξία στις νιτροειδείς αντιδράσεις και μπορούν να συνεχίσουν τον χρυσό, ίσως αρχικά σε μικρότερη δόση, αυξανόμενη βαθμιαία τις επόμενες εβδομάδες. Πάντως, σε ηλικιωμένους ασθενείς με ΡΑ που πάσχουν από καρδιαγγειακά νοσήματα ή αρτηριοσκλήρυνση, είναι προτιμότερος ο θειογλυκονικός χρυσός, λόγω της δυνητικής βαρύτητας των αγγειοκινητικών αντιδράσεων του θειομηλικού χρυσού.
1.2.15 ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
- Οι ασθενείς που έχουν εμφανίσει νιτροειδείς αντιδράσεις στον χρυσό πρέπει να κάνουν την ένεση του χρυσού κατακεκλιμένοι.
- Κάθε κλινική ή/και εργαστηριακή εκδήλωση τοξικότητας από τον χρυσό πρέπει να ελέγχεται επανειλημμένα για να αποφευχθεί η πιθανότητα λάθους, ώστε να μην οδηγήσει σε άσκοπη διακοπή της χρυσοθεραπείας. Παράλληλα, πρέπει να αποκλείονται επιπλοκές από άλλα φάρμακα, κυρίως ΜΣΑΦ, παρεμπίπτουσες βλεννογονοδερματικές αλλοιώσεις ή εξωαρθρικές κλινικές εκδηλώσεις της νόσου. Εάν δεν υπάρχει άλλη εξήγηση, η αντίδραση πρέπει να αποδίδεται συμπερασματικά στον χρυσό και η θεραπεία να αναστέλλεται ανάλογα με τον τύπο και την βαρύτητά της.
- Οι ηλικιωμένοι ασθενείς με ΡΑ πρέπει να θεραπεύονται με ενέσιμο χρυσό με προσοχή και κάτω από συχνότερη και στενότερη κλινική και εργαστηριακή παρακολούθηση, ιδιαίτερα για τον φόβο των αιματολογικών επιπλοκών, δεδομένου ότι γενικά οι ηλικιωμένοι εμφανίζουν απλασία του μυελού δευτεροπαθώς σε οποιοδήποτε φάρμακο συχνότερα από τους νεότερους.
- Τα άλατα του χρυσού δεν πρέπει να χορηγούνται ταυτόχρονα με D-πενικιλλαμίνη
- Η συγχορήγηση του ενέσιμου χρυσού με ανοσοκατασταλτικά φάρμακα δεν έχει τεκμηριωμένη ασφάλεια, γι΄αυτό και είναι προτιμότερο να αποφεύγεται.
- Ο σακχαρώδης διαβήτης και η συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια πρέπει να τίθενται υπό έλεγχο πριν από την έναρξη της χρυσοθεραπείας
ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΟΠΟΥ Ο ΕΝΕΣΙΜΟΣ ΧΡΥΣΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ :
- Ιστορικό αιματολογικών δυσκρασιών (π.χ. κοκκιοκυτταροπενία ή αναιμία οφειλόμενη σε φαρμακευτική υπερευαισθησία)
- Αλλεργία ή υπερευαισθησία στα συστατικά του σκευάσματος
- Δερματικό εξάνθημα
- Προηγηθείσα νεφρική ή ηπατική νόσος
- Μεγάλη υπέρταση
- Εξασθενημένη εγκεφαλική ή καρδιαγγειακή κυκλοφορία.
1.2.16 ΔΟΣΕΙΣ-ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ
1.2.16.1 ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΔΟΣΗ : Η ιδανική δόση των αλάτων του χρυσού στη θεραπεία της ΡΑ δεν έχει καθορισθεί. Γενικά, δόσεις >50 mg/εβδ. συνοδεύονται από αναλογική αύξηση της τοξικότητας, χωρίς αντίστοιχη αύξηση της αποτελεσματικότητας (Cats A, 1976; Furst DE et al, 1977).
ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ : Το κλασικό σχήμα της ενέσιμης χρυσοθεραπείας είναι εμπειρικό και διακρίνεται σε 3 φάσεις :
α) Αρχική θεραπεία : Η χρυσοθεραπεία αρχίζει με μικρές δόσεις, προοδευτικά αυξανόμενες κατά τακτά χρονικά διαστήματα, ώστε να προληφθούν ή να μειωθούν τυχόν τοξικές ή αλλεργικές εκδηλώσεις ή αντιδράσεις υπερευαισθησίας. Π.χ. :
1ο σχήμα :
- Αρχική δόση 1 mg
- Μετά μίαν εβδομάδα, 5 mg
- Μετά μίαν εβδομάδα, 10 mg
2ο σχήμα :
- Αρχική δόση 2.5 mg
- Μετά μίαν εβδομάδα, 7.5 mg
- Μετά μίαν εβδομάδα, 10 mg
3ο σχήμα (επικρατέστερο) :
- Αρχική δόση 10 mg
- Μετά μίαν εβδομάδα 25 mg
β) Βασική θεραπεία : Μετά την χορήγηση των αρχικών μειωμένων δόσεων, ο χρυσός συνεχίζεται σε δόση 50 mg/εβδ. μέχρις ότου χορηγηθούν συνολικά 1 gr αλάτων χρυσού (ή 500 mg στοιχειακού χρυσού), ήτοι επί 6 περίπου μήνες, ή μέχρις ότου εμφανισθούν επιπλοκές ή κορυφωθεί η κλινική βελτίωση. Ο πόνος της ενδομυϊκής ένεσης μπορεί να μειωθεί με την προσθήκη λιδοκαΐνης.
γ) Θεραπεία συντήρησης : Εάν κατά την διάρκεια ή μετά το πέρας της βασικής αγωγής προκύψει κλινική βελτίωση, η θεραπεία συνεχίζεται όπως παρακάτω :
- 25-50 mg κάθε 2 εβδομάδες Χ 2-4 μήνες (4-8 ενέσεις)
- 25-50 mg κάθε 3 εβδομάδες Χ 2-3 μήνες (4-6 ενέσεις) και
- 25-50 mg κάθε 1-2 μήνες.
Η συχνότητα και η δόση των ενέσεων μπορούν να τροποποιούνται ανάλογα με την θεραπευτική ανταπόκριση ή την τοξικότητα του φαρμάκου. Η ένεση του χρυσού, εάν γίνεται κάθε 15 ημέρες, δεν είναι περισσότερο αποτελεσματική απ’ ό, τι αν γίνεται κάθε μήνα και είναι περισσότερο τοξική (Griffin AJ et al, 1981). Οι ασθενείς που ακολουθούν θεραπεία συντήρησης με 100 mg θειομηλικού χρυσού κάθε 15 ημέρες δεν διαφέρουν απ’ αυτούς που παίρνουν placebo, αν και έχον μεγαλύτερη ανταπόκριση και μικρότερη συχνότητα υποτροπών (Cats A, 1976),.
ΑΛΛΑ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ :
(1) 10 mg/εβδ. Χ 5 μήνες και στη συνέχεια 20 mg/μήνα Χ 7 μήνες : Δεν διαφέρει σε αποτελεσματικότητα από 50 mg/εβδομάδα. (Griffin AJ et al, 1982).
(2) 25 mg/εβδομάδα.
(3) 50 mg/εβδ. μέχρι την συνολική δόση 500-700 mg, οπότε μειώνεται σε 25 mg/εβδ., ή, εάν δεν υπάρχει ανταπόκριση, αυξάνεται κατά 10 mg/εβδομάδα
(4) 100-150 mg/εβδ., μέχρις ότου χορηγηθούν συνολικά 1.500-2.500 mg, ή τροποποίηση της δόσης, ώστε τα επίπεδα του χρυσού στον ορό να διατηρούνται >300 μg/dl.
(5) 100 mg θειογλυκονικού χρυσού 2 φορές την εβδομάδα Χ 11 εβδομάδες και στη συνέχεια 50 mg/εβδ. Χ 10 εβδομάδες : Εχει παρόμοια αποτελεσματικότητα, αλλά πολύ μεγαλύτερη τοξικότητα, από 25 mg ενέσιμου χρυσού 2 φορές/ εβδ. Χ 11 εβδομάδες και στη συνέχεια 50 mg/εβδομάδα. (Cats A, 1976).
(6) 200 mg κάθε 4 εβδομάδες : Είναι αποτελεσματικός (Norton WL and Donnelly RJ, 1983), περισσότερο από 100 mg και συνοδεύεται από λιγότερες υποτροπές από 50 mg (Cats A, 1976).
(7) 10-20 επί πλέον ενέσεις 50 mg, εάν δεν προκύψει βελτίωση μετά την ολοκλήρωση της 6μηνης βασικής θεραπείας.
(8) Αύξηση της δόσης κάθε 1-4 εβδομάδες κατά 10-25 mg μέχρι την μέγιστη δόση 100 mg κάθε φορά, εάν δεν υπάρξει βελτίωση με το βασικό 6μηνης διάρκειας σχήμα. Το σχήμα αυτό έχει σημαντική αποτελεσματική και μικρή τοξικότητα (<10%)
(9) Δοσολογικό σχήμα βασισμένο σε τροποποιήσεις των δόσεων με βάση το σωματικό βάρος, ώστε τα επίπεδα του χρυσού στον ορό να κυμαίνονται σε 300-400 μg/dl : Δεν φαίνεται να υπερέχει της βασικής θεραπείας με 50 mg/εβδ. (Rothermich NO et al, 1976).
Τα αποτελέσματα των δοσολογικών αυτών σχημάτων είναι αμφιλεγόμενα, γι’ αυτό και σε χρήση σήμερα είναι το παραδοσιακό θεραπευτικό σχήμα, που όμως έχει βασισθεί περισσότερο στην κλινική εμπειρία, παρά σε επιστημονικά δεδομένα.
Μερικοί ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται στο καθιερωμένο θεραπευτικό σχήμα μπορούν να ακολουθήσουν το σχήμα (4) ή (5), με την ελπίδα ότι μεγαλύτερες αθροιστικές δόσεις μπορεί να αποβούν περισσότερο αποτελεσματικές. Οι ασθενείς αυτοί είναι προτιμότερο να έχουν ηλικία μικρότερη των 60-65 ετών, καλή ανοχή στον χρυσό και εξαντλήσει τα περιθώρια, λόγω τοξικότητας ή έλλειψης αποτελεσματικότητας, για άλλα DMARDs.
ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ : Το βασικό θεραπευτικό 6μηνης διάρκειας σχήμα θεωρείται απαραίτητο σε κάθε ασθενή, ανεξάρτητα από την κλινική ανταπόκριση, για να γίνει άθροιση του χρυσού στους ιστούς. Ο χρυσός, πριν αποφασισθεί ότι δεν έχει αποτέλεσμα και διακοπεί, πρέπει να χορηγηθεί επί 12-18 ή περισσότερους μήνες (Sigler JW et al, 1974; Srinivasan NR et al, 1979). Εάν έχει ικανοποιητικό αποτέλεσμα μπορεί να συνεχισθεί απεριόριστα, ανεξάρτητα από την συνολική αθροιστική του δόση.
Μετά από μακροχρόνια θεραπεία συντήρησης μπορεί να παρατηρηθεί απώλεια της αποτελεσματικότητας (Situnayake RD et al, 1987). Οι ασθενείς που εμφανίζουν παρόξυνση της νόσου ενώ θεραπεύονται με ενέσιμο χρυσό κάθε μήνα σε δόση συντήρησης, μπορεί να βελτιωθούν εάν κάνουν την ένεση του χρυσού κάθε εβδομάδα (Sagransky DM and Greenwald RA, 1980).
ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ : Ο ενέσιμος χρυσός είναι προτιμότερο να συνεχίζεται επ’ αόριστον, εφ’ όσον προκαλέσει πλήρη ύφεση της νόσου και είναι καλά ανεκτός, δεδομένου ότι, σε δόσεις συντήρησης (25-50 mg κάθε 2-4 εβδομάδες), μπορεί να έχει προστατευτική δράση στον χόνδρο και τα οστά των αρθρώσεων και προλαβαίνει συνήθως τις υποτροπές της νόσου. Μετά την διακοπή του, εφ’ όσον ο άρρωστος είχε ικανοποιητική ανταπόκριση, η νόσος υποτροπιάζει μετ’ άλλοτε άλλο χρονικό διάστημα, ανάλογα με την συνολικά χορηγηθείσα δόση του χρυσού.
Εάν η θεραπεία διακοπεί μετά την χορήγηση 1 gr χρυσού, οι ασθενείς που είχαν ανταποκριθεί συνεχίζουν να έχουν βελτίωση για διάστημα έως και 2 ετών, αλλά μετά υποτροπιάζουν. Εάν έχουν χορηγηθεί συνολικά 2.5 gr θειογλυκονικού χρυσού, η βελτίωση εξακολουθεί να διατηρείται ακόμα και 4 χρόνια μετά την διακοπή του (Cats A, 1976). Εάν η συνολική δόση είχε υπερβεί τα 6 gr, η νόσος συνήθως υποτροπιάζει αρκετούς μήνες ή και πάνω από 2 χρόνια μετά την διακοπή της χρυσοθεραπείας.
Η όψιμη υποτροπή της νόσου μετά την διακοπή του χρυσού προφανώς οφείλεται στη δράση του χρυσού που έχει εναποθηκευθεί στους ιστούς. Ο κίνδυνος των επιπλοκών της μακροχρόνιας χρυσοθεραπείας δεν αυξάνεται αναλογικά, γιατί ο χρυσός δεν φαίνεται να έχει αθροιστική τοξικότητα. Άλλοι όμως δεν έχουν διαπιστώσει ωφέλεια από την μακροχρόνια θεραπεία συντήρησης με άλατα χρυσού. Ακόμα, η χορήγηση μεγαλύτερων δόσεων σε ασθενείς που έχουν λάβει συνολικά 6 gr αλάτων χρυσού δεν αναμένεται να προσφέρει επιπρόσθετη βελτίωση (Van der Leeden H et al, 1986).
1.2.16.2 ΣΥΝΔΡΟΜΟ FELTY
Θεραπευτικό σχήμα : Αρχική δόση 10 mg ή 25 mg, μέχρις ότου αυξηθεί ο απόλυτος αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων. Στη συνέχεια, δόση συντήρησης 50 mg/εβδ., όπως στη ΡΑ.
1.2.16.3 ΝΕΑΝΙΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡ&Iot