Ανθελονοσιακά (Antimalarials)
Τα φυσικά ανθελονοσιακά χρησιμοποιούνται από το 1894 στη θεραπεία των ρευματικών νοσημάτων. Προέρχονται από την κινίνη, που είναι το κύριο αλκαλοειδές της κιγχόνης, το φαρμακευτικό εκχύλισμα του δένδρου κιγχόνα. Ανθελονοσιακά που έχουν χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία των ρευματικών νοσημάτων είναι η κινακρίνη, η αμοδιακίνη, η ατεβρίνη, η χλωροκίνη και η υδροξυχλωροκίνη. Στη θεραπεία των ρευματικών νοσημάτων σήμερα είναι σε χρήση μόνο η χλωροκίνη και κυρίως η υδροξυχλωροκίνη.
Περιγραφή : Η θειϊκή υδροξυχλωροκίνη είναι υπόλευκη έως λευκή, άοσμη ή σχεδόν άοσμη, κρυσταλλική, πικρής γεύσης, σκόνη παρασκευαζόμενη συνθετικά. 100 mg θειϊκής υδροξυχλωροκίνης ισοδυναμούν με 77 mg βάσης υδροξυχλωροκίνης. Η θειϊκή υδροξυχλωροκίνη είναι ελεύθερα διαλυτή στο ύδωρ, πρακτικά αδιάλυτη στο οινόπνευμα, το χλωροφόρμιο και τον αιθέρα. Το υδατικό διάλυμα 1% έχει pH 3.5-5.5.
ΧΗΜΕΙΑ
1.1.1.1 Υδροξυχλωροκίνη (Hydroxychloroquine sulfate)
- Χημικό όνομα : 2-[[4-[7-Chloro-4-quinolinyl)amino]-pentyl]ethylamino]ethanol sulfate
- Μοριακός τύπος : C18H26 CIN3O.H2SO4
ΕΙΚΟΝΑ 110 : Συντακτικός τύπος υδροξυχλωροκίνης
1.1.1.2 Χλωροκίνη (Chloroquine)
Η χλωροκίνη είναι συνθετικός ανθελονοσιακός και αντιαμοιβαδικός παράγοντας, παράγωγο της 4-αμινοκινολίνης. Στο εμπόριο κυκλοφορεί σαν φωσφορικό (για χορήγηση per os), υδροχλωρικό (για παρεντερική χορήγηση) και θειϊκό άλας.
- Χημικό όνομα : 7-(Chloro-[[4-diethylamino)-1-methylbutyl] amino]-quinoline
- Μοριακός τύπος : C18H26CIN3
ΕΙΚΟΝΑ 111 : Συντακτικός τύπος χλωροκίνης
Η χλωροκίνη είναι λευκή ή ελαφρώς κίτρινη, άοσμη, κρυσταλλική ουσία με πικρή γεύση, ελαφρώς διαλυτή στο ύδωρ, διαλυτή στο χλωροφόρμιο, τον αιθέρα και αραιωμένα οξέα. 100 mg βάσης χλωροκίνης ισοδυναμούν με 161 mg περίπου φωσφορικής χλωροκίνης.
1.1.1.3 Υδροχλωρική χλωροκίνη (Chloroquine hydrochloride)
- Μοριακός τύπος : C18H26CIN3.2HCL
- H υδροχλωρική χλωροκίνη κυκλοφορεί σαν στείρο, διαυγές, ενέσιμο υδατικό διάλυμα, pH 5.5-6.6. 100 mg βάσης χλωροκίνης ισοδυναμούν με 123 mg υδροχλωρικής χλωροκίνης.
1.1.1.4 Φωσφορική χλωροκίνη (Chloroquine phosphate)
Μοριακός τύπος : C18H26CIN3.2H3PO4
Η φωσφορική χλωροκίνη υπάρχει σαν υπόλευκη έως λευκή, άοσμη, υγροσκοπική κρυσταλλική σκόνη με πικρή γεύση. Είναι ελεύθερα διαλυτή στο ύδωρ και πρακτικά αδιάλυτη στο οινόπνευμα και αποχρωματίζεται βραδέως όταν εκτεθεί στο ηλιακό φως. Έχει 2 πολυμορφικούς τύπους. Ο ένας τήκεται στους 195ο και ο άλλος, σε 215-218ο. 100 mg βάσης χλωροκίνης ισοδυναμούν με 161 mg περίπου φωσφορικής χλωροκίνης.
1.1.1.5 Θειϊκή χλωροκίνη (Chloroquine sulphate)
Μοριακός τύπος : C18H26CIN3.H2SO4.H2O
Η θειϊκή χλωροκίνη είναι υπόλευκη έως λευκή κρυσταλλική σκόνη, ελεύθερα διαλυτή στο ύδωρ και την μεθυλική αλκοόλη, ελαφρώς διαλυτή στο οινόπνευμα και πρακτικά αδιάλυτη στον αιθέρα. 100 mg βάσης χλωροκίνης ισοδυναμούν με 136 mg θειϊκής χλωροκίνης.
1.1.2 ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ
Η υδροξυχλωροκίνη είναι δομικά και φαρμακολογικά πολύ παρόμοια με την χλωροκίνη. Διαφέρει απ΄αυτήν στο ότι έχει μία υδροξυαιθυλική ομάδα στη θέση μιας αιθυλικής ομάδας στο –4-Ν άτομο. Η ανθελονοσιακή δράση της είναι πιθανώς παρόμοια με της χλωροκίνης, δεδομένου ότι και τα δύο φάρμακα έχουν μία χλωρο-ομάδα στη θέση 7, από την οποία και πιστεύεται ότι εξαρτώνται οι ανθελονοσιακές δράσεις των 4-αμινοκινολινών.
Τα ανθελονοσιακά δρουν στη ΡΑ και τον ΣΕΛ με άγνωστο τρόπο, πιθανώς όμως επηρεάζουν την πορεία των νοσημάτων αυτών τροποποιώντας την έκτοπη ανοσοαπάντηση. Η μαζική άθροιση της χλωροκίνης και της υδροξυχλωροκίνης στο σύστημα του κυστιδίου, ιδίως στα λυσοσώματα των λεμφοκυττάρων, των πολυμορφοπυρήνων και των μακροφάγων, μπορεί να ευθύνεται για την αντιρρευματική και ανοσοκατασταλτική δράση των ανθελονοσιακών.
ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ – ΤΡΟΠΟΣ ΔΡΑΣΗΣ ΑΝΘΕΛΟΝΟΣΙΑΚΩΝ
1. ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ ΔΡΑΣΕΙΣ
- Παρέμβαση στην ενδοκυτταρική λειτουργία την εξαρτώμενη από το οξειδωτικό μικροπεριβάλλον
- Αναστολή της δραστηριότητας ενζύμων, περιλαμβανομένης της φωσφολιπάσης Α2
2. ΑΝΤΙΦΛΕΓΜΟΝΩΔEΙΣ ΔΡΑΣΕΙΣ
- Σταθεροποίηση της μεμβράνης των λυσοσωμάτων
- Αναστολή της χημειοταξίας των πολυμορφοπυρήνων λευκών αιμοσφαιρίων και της φαγοκυττάρωσης
- Ελάττωση της παραγωγής υπεροξειδίου
- Αναστολή της ενθυλάκωσης του συνδετικού ιστού
- Ελάττωση της παραγωγής φιμπρονεκτίνης
- Ελάττωση της παραγωγής ισταμίνης
- Ελάττωση της ενδαγγειακής συσσώρευσης των ερυθροκυττάρων
- Ελάττωση της συγκόλλησης των αιμοπεταλίων
- Φωτοπροστατευτική δράση
- Αναστολή της επαγόμενης από την IL-1 αποδόμησης του χόνδρου
3. ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
- Αναστολή της παραγωγής κυτταροκινών
- Αναστολή του σχηματισμού των υποδοχέων της μεμβράνης των λεμφοκυττάρων
- Ελάττωση της παραγωγής αυτοαντισωμάτων (πιθανώς)
- Αναστολή της παραγωγικής απάντησης των διεγερμένων λεμφοκυττάρων
- Αναστολή της δραστηριότητας των κυττάρων-φονέων
- Αναστολή του σχηματισμού ανοσοσυμπλεγμάτων
4. ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΕ ΛΟΙΜΩΔΕΙΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
- Αναστολή της διαίρεσης των βακτηριδίων
- Προφύλαξη των ιστικών καλλιεργειών από ιογενείς λοιμώξεις
- Παρεμπόδιση αναπαραγωγής των ιών
- Έκφραση του πρώϊμου αντιγόνου του ιού Epstein-Barr
5. ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ
- Σχηματισμός συμπλεγμάτων με το DNA
- Παρέμβαση στις αντιδράσεις εναλλαγής του σουλφυδρυλ-δισουλφιδίου (πιθανώς)
Η κυριότερη δράση των ανθελονοσιακών φαίνεται ότι είναι η παρέμβασή τους στην κυτταρική λειτουργία σε περιοχές όπου υπάρχει όξινο περιβάλλον, όπως τα λυσοσώματα, τα ενδοσώματα και το σύμπλεγμα του Golgi. Η βασική αυτή δράση μπορεί να παρεμβαίνει σε οδούς της φλεγμονής, στο ανοσοποιητικό σύστημα και στην ενζυμική δραστηριότητα (λυσοσωμοτροπική δράση). Η λυσοσωμοτροπική δράση οφείλεται στο γεγονός ότι τα ανθελονοσιακά είναι ασθενείς βάσεις οι οποίες εισδύουν στα λυσοσώματα, πρωτονιώνονται, αυξάνουν το pH (Poole B and Ohkuma S, 1984) και παρεμβαίνουν στην ενζυμική δραστηριότητα την εξαρτώμενη από όξινο περιβάλλον.
Σε ασθενείς θεραπευθέντες με χλωροκίνη, στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο έχει παρατηρηθεί ανωμαλία της δομής των λυσοσωμάτων μέσα στα πολυμορφοπύρηνα και τα λεμφοκύτταρα (Jones CP et al, 1984), οφειλόμενη προφανώς στη λυσοσωμοτροπική δράση του φαρμάκου.
Η αύξηση του ενδοκυττάριου pH μπορεί να έχει διάφορες άλλες επιπτώσεις. Μερικοί υποδοχείς των κυτταρικών επιφανειών και δεσμοί μεταφέρονται από τα ενδοσώματα στα λυσοσώματα, όπου οι υποδοχείς διαχωρίζονται από τους δεσμούς και επιστρέφουν στην επιφάνεια των κυττάρων. Τα ανθελονοσιακά παρεμβαίνουν στην ανακύκλωση των υποδοχέων (Gonzalez-Noriega A et al, 1980) και προσβάλλουν το σύμπλεγμα του Golgi.
Η χλωροκίνη μπορεί να αναστείλει την έκκριση και την ενδοκυττάρια διαδικασία των πρωτεϊνών δεσμεύοντας την πρωτεολυτική μετατροπή των προδρόμων εκκριτικών πρωτεϊνών, όπως ο πρόδρομος του συστατικού του συμπληρώματος προ-C3 (Oda K et al, 1986). Οι βιοχημικές αυτές μεταβολές συνδέονται με μορφολογικές αλλοιώσεις του συμπλέγματος του Golgi.
1.1.2.1 ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΝΟΥΚΛΕΪΝΙΚΩΝ ΟΞΕΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΤΕΪΝΩΝ
Τα ανθελονοσιακά έχουν στενή συγγένεια με το DNA και παρεμβαίνουν στη λειτουργία του. Η χλωροκίνη σχηματίζει σύμπλοκα με το DNA, συνδέοντας τον δακτύλιο της κινολίνης με τις φωσφορικές ομάδες και τις βάσεις των νουκλεοτιδίων. Η σύνδεση της χλωροκίνης με το DNA σταθεροποιεί το DNA, αναστέλλει την αποπολυμεροποίηση από την δεσοξυριβονουκλεάση και την δράση των πολυμερασών του DNA και του RNA (Cohen SN and Yielding KL, 1965) και παρεμβαίνει στην αναπαραγωγή του DNA (Ciak J and Hahn FE, 1966).
Τα ανθελονοσιακά, συνδεόμενα με το υποκατάστατο του DNA, δεσμεύουν τις αντιδράσεις μεταξύ DNA και αντι-DNA αντισωμάτων, in vitro (Stoller D and Levine L, 1963). Στη δράση αυτή αποδίδεται και η αναστολή του LE-φαινόμενου από υψηλά επίπεδα ανθελονοσιακών, in vitro (Dubois EL, 1955).
Η χλωροκίνη αναστέλλει την αντίδραση του μετουσιωμένου DNA με ορό ασθενών με ΣΕΛ και ελαττώνει τους τίτλους του Ra test. Τα ανθελονοσιακά φαίνεται ότι έχουν τα ίδια αποτελέσματα και in vivo, δεδομένου ότι ασθενείς που παίρνουν χλωροκίνη εμφανίζουν περισσότερες χρωμοσωμικές βλάβες σε καλλιεργημένα λεμφοκύτταρα από μάρτυρες.
Η χλωροκίνη συνδέεται έμμεσα με σουλφυδρυλικές πρωτεϊνικές ομάδες και παρεμβαίνει σε εναλλακτικές αντιδράσεις των σουλφυδρυλ-δισουλφιδίων (Gerber DH, 1964).
1.1.2.2 ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΑ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑΤΑ ΑΝΤΙΓΟΝΟΥ - ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΟΣ
Σε πειραματόζωα, τα ανθελονοσιακά δεν αναστέλλουν την παραγωγή αντισωμάτων σε εξωγενή αντιγόνα, in vivo (Kalmonson GM and Cage IG, 1963; Thompson CR and Bartholomew LE, 1964), γι’ αυτό και η ελάττωση των τίτλων του Ra test σε ασθενείς με ΡΑ μπορεί απλώς να αντανακλά την βελτίωση της νόσου. Σε ασθενείς με ΡΑ ανταποκρινόμενους στα ανθελονοσιακά, ο RF μπορεί να εξαφανισθεί από τον ορό (Rynes RI, 1993).
Η χλωροκίνη αναστέλλει την αλληλεπίδραση αντιγόνου-αντισώματος και τον σχηματισμό ανοσοσυμπλεγμάτων, in vitro (Holtz G et al, 1973; Szilagyi T and Kavai M, 1979) και ελαττώνει σημαντικά τα επίπεδα των κυκλοφορούντων ανοσοσυμπλεγμάτων σε ασθενείς με ΡΑ (Segal-Eiras A et al, 1985).
Η χλωροκίνη και η υδροξυχλωροκίνη αυξάνουν το pH μέσα στα ενδοκυττάρια κενοτόπια και τροποποιούν διαδικασίες, όπως η αποδόμηση των πρωτεϊνών από όξινες υδρολάσες στα λυσοσώματα, η συνάθροιση των μακρομορίων στα ενδοσώματα και η μετα-μεταφραστική τροποποίηση των πρωτεϊνών στη συσκευή του Golgi. Υποστηρίζεται ότι οι αντιρρευματικές τους ιδιότητες οφείλονται σε παρέμβαση στη διαδικασία παραγωγής του αντιγόνου στα μακροφάγα και άλλα αντιγονοπαρουσιαστικά κύτταρα.
Για να καταναλωθεί η αντιγονική πρωτεΐνη και να συναθροισθούν τα πεπτίδια με τις α και β αλύσους των πρωτεϊνών του MHC τάξης ΙΙ, απαιτούνται όξινες κυτταροπλασματικές περιοχές. Τα ανθελονοσιακά μειώνουν τον σχηματισμό των πρωτεϊνικών συμπλόκων του πεπτιδίου του MHC που απαιτούνται για την διέγερση των CD4+ T- λεμφοκυττάρων και εξασθενούν την ανοσοαπάντηση σε αυτοαντιγονικά πεπτίδια (Fox RI, 1993).
1.1.2.3 ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΟΚΥΤΤΑΡΩΝ
1.1.2.3.1 Δράσεις χλωροκίνης
- Αναστέλλει τον μιτογονο-επαγόμενο πολλαπλασιασμό των ανθρώπινων λεμφοκυττάρων, καταστέλλοντας μη αναστρέψιμα την επικουρική λειτουργία των μονοκυττάρων (Salmeron G and Lipsky P, 1983).
- Αναστέλλει in vitro την παραγωγική απάντηση καλλιεργημένων ανθρώπινων λεμφοκυττάρων από φυτοαιμοσυγκολλητίνη, αντιγόνα στρεπτολυσίνης Ο ή ξένα λεμφοκύτταρα (Trist DG and Weatherall M, 1981; Dijkmans BA et al, 1988) και ex vivo σε ασθενείς με ΡΑ (Panayi GS et al, 1973).Τα λεμφοκύτταρα ασθενών με ΡΑ που θεραπεύονται μακροχρόνια με χλωροκίνη ανταποκρίνονται λιγότερο στην φυτοαιμοσυγκολλητίνη από λεμφοκύτταρα ασθενών θεραπευόμενων μόνο με ασπιρίνη (Panayi GS et al, 1973). Ο πολλαπλασιασμός των λεμφοκυττάρων που καταστέλλεται με την προσθήκη 1 μg/ml χλωροκίνης αποκαθίσταται με την προσθήκη μιας μονοκίνης, πιθανώς IL-1 (Ausiello C et al, 1986).Στη φάση της μεταμόρφωσης, τα λεμφοκύτταρα αναπτύσσουν σχηματισμούς παρόμοιους με λυσοσώματα. Τα ανθελονοσιακά πιθανώς αναστέλλουν την μεταμόρφωση των λεμφοκυττάρων παρεμβαίνοντας στην απελευθέρωση στοιχειωδών RNA-ασών από τα λυσοσώματα (Trist DG and Weatherall M, 1981).
- Αναστέλλει την σύνδεση της λεκτίνης (Baker DG et al, 1984). Η δράση αυτή μπορεί να σχετίζεται με την αναστολή της ανακύκλωσης των υποδοχέων, συνδέοντας περαιτέρω την λυσοσωμοτροπική δράση με ανοσολογικές δράσεις.
- Αναστέλλει in vitro την αναπαραγωγή κυττάρων που παράγουν αντισώματα, όταν μονοπύρηνα του περιφερικού αίματος επωασθούν με χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο (Bergquist Y and Domeig - Nyberg B, 1983).
- Αναστέλλει την αναπαραγωγή των κυττάρων που παράγουν ανοσοσφαιρίνες, δεσμεύοντας εκλεκτικά την έκκριση IL-1 από τα μονοκύτταρα (Salmeron G and Lipsky P, 1983). Στην αναστολή της παραγωγής IL-1 από τα μονοκύτταρα αποδίδεται η ελάττωση των επιπέδων των κυκλοφορούντων ανοσοσυμπλεγμάτων σε ασθενείς με ΡΑ θεραπευόμενους με χλωροκίνη (Segal-Eiras A et al, 1985).
- Αναστέλλει την δράση των φυσικών κυττάρων-φονέων, και in vitro και in vivo (Ausiello C et al, 1986), άσχετα με την ανταπόκριση στην θεραπεία.
1.1.2.3.2 Δράσεις υδροξυχλωροκίνης
- Μειώνει τα επίπεδα των IL-6, sCD8 και sIL-2R, σε ασθενείς με ΣΕΛ (Wallace DJ et al, 1993).
- Δεν παρεμβαίνει στην αύξηση του τίτλου των αντισωμάτων σε πειραματόζωα εμβολιασθέντα για τυφοειδή πυρετό (Thompson GR and Bartholomew L, 1964). Ινδόχοιροι θεραπευόμενοι με χλωροκίνη δεν αναπτύσσουν άμεσες ή επιβραδυνόμενου τύπου αντιδράσεις υπερευαισθησίας στην φυματίνη (Pomeranz JR et al, 1963).
1.1.2.3.3 Δράσεις κινακρίνης
- Αναστέλλει την έκφραση της IL-2R (Wallace DJ et al, 1993).
1.1.2.4 ΑΝΤΙΦΛΕΓΜΟΝΩΔΕΙΣ ΔΡΑΣΕΙΣ
- Τα ανθελονοσιακά αναστέλλουν την χημειοταξία, την φαγοκυττάρωση και την παραγωγή υπεροξειδίου από τα πολυμορφοπύρηνα λευκά αιμοσφαίρια και τα μονοκύτταρα (Ward PA, 1966; Rhodes JM et al, 1982; Miyachi Y et al, 1986). Οι ιδιότητες αυτές μπορεί να οφείλονται σε βλάβη των κυττάρων από υπερβολική συγκέντρωση του φαρμάκου, in vitro (Jones CP and Jayson MIV, 1984).
- Τα ανθελονοσιακά ελαττώνουν τα επίπεδα της φιμπρονεκτίνης (Stecher VJ et al, 1987), η οποία επίσης αναστέλλει τον σχηματισμό συνδετικού ιστού, και μειώνουν την ολική παραγωγή των προσταγλανδινών, σε πειραματόζωα. Σε πειραματικά συστήματα, μειώνουν την απελευθέρωση λευκοτριένης από τους πνεύμονες (Kench JG et al, 1985).
- Η χλωροκίνη καταστέλλει την ανάπτυξη των ινοβλαστών (Clarke AK et al, 1975), παρεμβαίνοντας στην ενδοκυττάρια και εξωκυττάρια λειτουργία των λυσοσωμικών ενζύμων (Gonza- lez-Noriega A et al, 1980), δεδομένου ότι αναστέλλει την ανάπτυξη του συνδετικού ιστού γύρω από τεχνητά μοσχεύματα (Clarke AK et al, 1975).
1.1.2.5 ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΛΥΣΟΣΩΜΑΤΩΝ
Τα ανθελονοσιακά σταθεροποιούν την μεμβράνη των λυσοσωμάτων και αναστέλλουν την έκλυση λυσοσωμικών ενζύμων (πρωτεάσες ινοβλαστών, καθεψίνη-Β, φωσφολιπάσες) (Allison AC and Young MR, 1964). Σχηματίζουν σταθερά σύμπλοκα με τα οξειδωτικά φωσφολιπίδια παρεμποδίζοντας την είσοδο των φωσφολιπασών (Ginsburg H and Geary TG, 1987). Ιδιαίτερη σημασία έχει η αναστολή της φωσφολιπάσης Α2, η οποία παίζει σημαντικό ρόλο στην παραγωγή αραχιδονικού οξέος και των μεταβολιτών του (Matsuzawa Y and Hostetler KY, 1980).
Η ανασταλτική δράση στα λυσοσωμικά ένζυμα αποδίδεται στην άθροιση των ανθελονοσιακών μέσα στα λυσοσώματα (Ohkuma S and Poole B, 1981) και στην συνεπακόλουθη αύξηση του pH και εν μέρει στην παρέμβασή τους στην ανακύκλωση των υποδοχέων της όξινης υδρολάσης (Gonzalez-Noriega A et al, 1980).
Τα ανθελονοσιακά, σε συγκεντρώσεις που επιτυγχάνονται στη θεραπεία της ΡΑ, αυξάνουν το pH του συστήματος του κυστιδίου, in vitro (Krogstad DJ and Schlesinger MD, 1987). Οι μεταβολές αυτές στα λυσοσώματα μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση των αυτοφαγοσωμάτων, τόσο των πολυμορφοπυρήνων, όσο και των λεμφοκυττάρων. Η διαταραχή της λειτουργίας των λυσοσωμάτων μπορεί επίσης, επιπρόσθετα με την ελάττωση της φλεγμονής, να συμβάλλει στη παθογένεση μερικών επιπλοκών των ανθελονοσιακών (Estes ML et al, 1987).
Λευκά αιμοσφαίρια και λεμφοκύτταρα ασθενών θεραπευόμενων με ανθελονοσιακά εμφανίζουν «αυτοφαγικά κενοτόπια» (ή μυελοειδή σωμάτια), όπου πρωτοπαθή λυσοσώματα συνενώνονται με άλλους ενδοκυττάριους σχηματισμούς, όπως το ενδοπλασματικό δίκτυο. Τα κενοτόπια αυτά φαίνεται ότι περιέχουν πυκνά διατεταγμένες έλικες της μεμβράνης, ένδειξη αδυναμίας κατανάλωσης των μεμβρανών πιθανώς λόγω αδυναμίας μεταφοράς ενεργών λυσοσωμικών ενζύμων στα κενοτόπια (Fedorko M, 1967; Abraham R et al, 1968; Sando GN et al, 1979).
1.1.2.6 ΧΟΝΔΡΟΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
Η χλωροκίνη έχει πιθανώς χονδροπροστατευτικές ιδιότητες. Χορηγούμενη ενδοπεριτοναϊκά σε πειραματόζωα, επιταχύνει την επούλωση αλλοιώσεων που έχουν προκληθεί πειραματικά σε τμήμα χόνδρου (Volastro PS et al, 1973). Τμήματα χόνδρου που εμβαπτίσθηκαν επί 24 ώρες σε προσταγλανδίνες και χλωροκίνη εμφάνισαν μικρότερη ελάττωση της περιεχόμενης εξοζαμίνης, συγκριτικά με χόνδρο που εμβαπτίσθηκε μόνο σε προσταγλανδίνες (Fulkerson JP et al, 1979), πιθανώς λόγω αναστολής της δράσης των προσταγλανδινών από την χλωροκίνη, στην οποία και μπορεί να αποδοθεί η αντιφλεγμονώδης δράση της (Manku MS and Horrobin IF, 1976).
Η δράση της χλωροκίνης στην παραγωγή των προσταγλανδινών διαφέρει πιθανώς από την αναστολή της συνθετάσης της προσταγλανδίνης που προκαλεί η ασπιρίνη. Η υδροξυχλωροκίνη αναστέλλει την αποδόμηση του χόνδρου την επαγόμενη από την IL-1.
Μετατάρσια οστά ασθενών με ΡΑ θεραπευόμενων με χλωροκίνη εμφάνισαν λιγότερες εκφυλιστικές αλλοιώσεις του χόνδρου και μεγαλύτερη αναπαραγωγή οστού, όπως και ελαττωμένη ανάπτυξη πάννου, συγκριτικά με ασθενείς που θεραπεύονταν μόνο με ασπιρίνη (Julkunen H et al, 1976).
1.1.2.7 ΦΩΤΟΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
Τα ανθελονοσιακά φιλτράρουν την υπεριώδη ακτινοβολία, προστατεύοντας έτσι την επιδερμίδα από την δράση της (Lester RS et al, 1967). Η βελτίωση των δερματικών αλλοιώσεων σε ασθενείς με ΣΕΛ θεραπευόμενους με ανθελονοσιακά αποδίδεται στην απορρόφηση της υπεριώδους ακτινοβολίας από τα φάρμακα αυτά ή σε τροποποίηση αφύσικης ιστικής απάντησης στην ακτινοβολία αυτή.
Αν και τα ανθελονοσιακά αθροίζονται στην επιδερμίδα, οι φασματοφωτομετρικές καμπύλες απορρόφησης της θεραπευμένης, συγκριτικά με την μη θεραπευόμενη, επιδερμίδα δεν μεταβάλλονται. Γι’ αυτό και η χλωροκίνη, μολονότι καταστέλλει την βλατιδώδη απάντηση στο υπεριώδες φως σε ασθενείς με πολύμορφο εξάνθημα, φαίνεται ότι δεν δρα μόνο σαν φίλτρο φωτός.
1.1.2.8 ΑΝΤΙΛΟΙΜΩΔΕΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Η χλωροκίνη αναστέλλει την αναπαραγωγή μερικών βακτηριδίων και προφυλάσσει καλλιεργημένα κύτταρα ιστών από ιογενείς λοιμώξεις (Watson DE, 1972). Η επαύξηση της έκφρασης του πρώϊμου αντιγόνου έναντι του ιού Epstein-Barr από την χλωροκίνη (Karmali RA et al, 1978) μπορεί να είναι σχετική σε ασθενείς με ΡΑ.
1.1.2.9 ΑΛΛΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
- Σταθεροποιούν την μεμβράνη των αιμοπεταλίων (Prouse C et al, 1982)
- Αναστέλλουν την συγκόλληση των αιμοπεταλίων και διασπούν την συγκόλλησή τους την επαγόμενη από την ADP (Rao GHR and White JG, 1985).
- Ελαττώνουν την δραστηριότητα της ισταμίνης (Desphande VR et al, 1963) και την ενδαγγειακή συγκόλληση των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Η ιδιότητα αυτή σχετίζεται με την κλινική βελτίωση που προκαλούν στη ΡΑ.
- Έχουν αντι-υπερλιπιδαιμική δράση : Η υδροξυχλωροκίνη, σε δόση 200-400 mg/24ωρο, μειώνει κατά 35-54% τα ολικά τριγλυκερίδια, τα VLDL και LDL τριγλυκερίδια, την VLDL χοληστερόλη και τα επίπεδα της απολιποπρωτεΐνης CIII σε ασθενείς με ΡΑ και ΣΕΛ (Wallace DJ et al, 1990; Hodis HN et al, 1993), γι’ αυτό και μπορεί να μειώσει τις δυσμενείς δράσεις των κορτικοειδών στον μεταβολισμό των λιποπρωτεϊνών, όπως την υπερλιποπρωτεϊναιμία τύπου IV.Η χλωροκίνη, παράλληλα, μειώνει σημαντικά την ολική και την VLDL χοληστερόλη του ορού και τα ολικά, VLDL και LDL τριγλυκερίδια σε ασθενείς με ΡΑ (Svenson KLG et al, 1987).
- Η υδροξυχλωροκίνη περιορίζει την αποβολή της πορφυρίνης από τα ούρα και βελτιώνει την όψιμη δερματική πορφυρία (Malkinson FO and Levitt L, 1980).
- Η χλωροκίνη έχει υπογλυκαιμική δράση, γι’ αυτό και μπορεί να είναι χρήσιμη σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη. Παρόμοια, η υδροξυχλωροκίνη βελτιώνει τον έλεγχο του σακχάρου σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ ανθεκτικό στις σουλφονυλουρίες (Gerstein HC et al, 2002).
1.1.3 ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ
Στα ζώα, η υδροξυχλωροκίνη είναι περίπου κατά 50% λιγότερο τοξική από την χλωροκίνη και εξίσου αποτελεσματική στην ελονοσία. Στον άνθρωπο, είναι λιγότερο τοξική από την χλωροκίνη.Η οξεία LD50 της υδροξυχλωροκίνης σε ποντικούς είναι 45 ± mg/kg-1, 182 mg/kg-1 και 1880 ± 133 mg/kg-1 μετά από ενδοφλέβια, ενδοπεριτοναϊκή και per os χορήγηση, αντίστοιχα. Σε αρουραίους, οι συγκεντρώσεις της υδροξυχλωροκίνης στους ιστούς είναι κατά 60% μικρότερες της χλωροκίνης. Σε πειραματόζωα, η υδροξυχλωροκίνη και η δεσαιθυλυδροξυχλωροκίνη, χορηγούμενες μακροχρόνια και σε μεγάλες δόσεις, προκαλούν οφθαλμικές αλλοιώσεις με παρόμοιο πιθανώς μηχανισμό.
1.1.4 ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ
Η υδροξυχλωροκίνη έχει παρόμοιες φαρμακοκινητικές, χημειοθεραπευτικές και φυσιολογικές ιδιότητες και μεταβολισμό πολύ παρόμοιο με της χλωροκίνης.
Η χλωροκίνη και η υδροξυχλωροκίνη, χορηγούμενες per os προ φαγητού, απορροφώνται ατελώς και με βραδύ, σχετικά, ρυθμό. Η χλωροκίνη απορροφάται σε ποσοστό 86 ± 16%. Σε υγιείς εθελοντές, ένα δισκίο υδροξυχλωροκίνης χορηγούμενο προ φαγητού απορροφάται κατά 74 ± 13% και έχει t(1/2) απορρόφησης 3.6 ± 2.1 ώρες (Tett SE et al, 1989).
Οι μέγιστες συγκεντρώσεις αυξάνονται σημαντικά εάν η χλωροκίνη χορηγηθεί μετά φαγητόν. H έκταση της απορρόφησης και τα επίπεδα της χλωροκίνης αυξάνονται σε μικρό μόνο βαθμό από τροφές πλούσιες σε λίπος και πρωτεΐνες (Lagrave M et al, 1985).
Η χλωροκίνη και η υδροξυχλωροκίνη έχουν μεγάλο όγκο κατανομής, γι’ αυτό και έχουν μακρό t(1/2) (3.5-12 ημέρες) και η αιμοδιύλιση, σε περιπτώσεις υπερδοσολογίας, δεν έχει μεγάλη αξία (Tett SE et al, 1989). Τα επίπεδα της χλωροκίνης και της υδροξυχλωροκίνης στο πλάσμα κορυφώνονται μετά από 2-5 εβδομάδες.
Η χλωροκίνη, χορηγούμενη επί 2 μήνες σε δόση 250 mg/24ωρο, εμφανίζει 5πλάσιες διακυμάνσεις των επιπέδων της στο πλάσμα. Στη δόση αυτή, τα επίπεδά της στο πλάσμα κυμαίνονται μεταξύ 200-400 μg/lt και οι μέγιστες συγκεντρώσεις της νεφρικής της αποβολής, σε 75 mg/24ωρο. Σε δόση 400 mg/24ωρο, οι μέγιστες συγκεντρώσεις της υδροξυχλωροκίνης στο πλάσμα φθάνουν τα 500-700 μg/lt και η νεφρική αποβολή, στα 55 mg/24ωρο, αντίστοιχα.
Τα ανθελονοσιακά, μετά την έναρξη της δόσης συντήρησης, αποκτούν σταθερά επίπεδα στο πλάσμα μετά από 3-4 μήνες. Μετά την διακοπή τους, τα επίπεδά τους στο πλάσμα υποχωρούν πάλι σε διάστημα 3-4 μηνών. Οι μεταβολίτες τους έχουν ακόμα μεγαλύτερο t(1/2), γι’ αυτό και καθυστερούν να φθάσουν σε σταθερά επίπεδα ή να αποβληθούν μετά την διακοπή τους.
Η χλωροκίνη μπορεί να έχει στερεοεκλεκτική κατανομή. Τα εναντιομερή της υφίστανται στερεοεκλεκτική σύνδεση με την ανθρώπινη λευκωματίνη του ορού και την α1-όξινη γλυκοπρωτεΐνη. Σε ασθενείς με ΡΑ, η νεφρική κάθαρση της χλωροκίνης φαίνεται ότι είναι στερεοεκλεκτική και μεγαλύτερη για το (+), συγκριτικά με το (-), εναντιομερές (Gustafsson LL et al, 1990).
Σε άτομα της μαύρης φυλής, ο t(1/2) της χλωροκίνης δεν είναι μεγαλύτερος απ’ ό, τι σε λευκούς. Σε δόσεις 250 mg, 500 mg και 1.000 mg, ο τελικός t(1/2) της χλωροκίνης αυξάνεται από 3.1-43, σε 312 ώρες. Κατ’ άλλους, η κινητική της χλωροκίνης δεν εξαρτάται από την δόση της (Gustafsson LL et al, 1983).
Η υδροξυχλωροκίνη, χορηγούμενη επί 14-180 ημέρες σε δόση 155 και 310 mg/24ωρο, φθάνει σε συγκεντρώσεις σταθερής κατάστασης 444-948 και 888-1895 ng/ml, αντίστοιχα.
Oι συγκεντρώσεις της υδροξυχλωροκίνης στο αίμα που επιτυγχάνονται με την χορήγησή της επί 4 μήνες σε δόση 155 mg/24ωρο μπορούν να επιτευχθούν με την χορήγησή της επί 2 εβδομάδες σε δόση 310 mg/24ωρο, γι’ αυτό και τις 2 πρώτες εβδομάδες της θεραπείας η υδροξυχλωροκίνη μπορεί να χορηγηθεί σε μεγαλύτερες δόσεις, ώστε να φθάσει ταχύτερα σε συγκεντρώσεις σταθερής κατάστασης (Tett SE et al, 1990).
Η ολική κάθαρση των ανθελονοσιακών στο πλάσμα είναι μεγάλη (40% της καρδιακής εξόδου του πλάσματος για την χλωροκίνη και 30%, για την υδροξυχλωροκίνη). Στο αίμα είναι πολύ μικρότερη απ’ ό, τι στο πλάσμα και αποτελεί σχετικά μικρό ποσοστό της αιματικής ροής στα όργανα αποβολής, πιθανώς λόγω της μεγάλης άθροισης των ανθελονοσιακών στα ερυθρά αιμοσφαίρια.
Στη ΡΑ, το προτεινόμενο θεραπευτικό εύρος της χλωροκίνης στο αίμα ανέρχεται σε 700-2.100 ng/ml. Πάντως, οι συγκεντρώσεις σταθερής κατάστασης φθάνουν στα επίπεδα αυτά μόνο στο 1/3 των ασθενών που παίρνει υδροξυχλωροκίνη (Tett SE et al, 1990).
Μετά από επανειλημμένη χορήγηση, τα επίπεδα των ανθελονοσιακών αυξάνονται βαθμιαία και σταθεροποιούνται μετά από αρκετές εβδομάδες. Μετά την εφάπαξ χορήγηση 200 mg κινακρίνης, τα επίπεδά της στο πλάσμα αυξάνονται ταχέως σε διάστημα 2 ωρών και κορυφώνονται μετά από 8 ώρες.
Σε δόσεις 300 mg/24ωρο, τα επίπεδα της χλωροκίνης στο πλάσμα αυξάνονται προοδευτικά και φθάνουν σε ισορροπία μεταξύ 3ης-4ης εβδομάδας. Υγιείς νέοι άνδρες που έπαιρναν καθημερινά χλωροκίνη εμφάνισαν κατά 87% σταθερά επίπεδα στο πλάσμα μετά από 3 εβδομάδες και 94%, μετά από 4 εβδομάδες.
Τα περισσότερα ανθελονοσιακά (κινίνη, χλωροκίνη, πριμακίνη, κινακρίνη) δεσμεύονται με τις πρωτεΐνες του πλάσματος και αναστέλλουν την μετουσίωσή τους. Η κινακρίνη συνδέεται με τις λευκωματίνες κατά 80-90%. Η υδροξυχλωροκίνη μπορεί να παρεκτοπίσει την διγοξίνη από τις πρωτεΐνες του ορού (Leden I, 1982).
Η χλωροκίνη και η υδροξυχλωροκίνη συγκεντρώνονται στα όργανα και τους ιστούς ανθρώπων και πειραματοζώων σε επίπεδα πολύ υψηλότερα απ’ ό, τι στο πλάσμα. Οι συγκεντρώσεις αυτές είναι μεγαλύτερες της κινίνης, αλλά μικρότερες της κινακρίνης. Ο όγκος κατανομής της υδροξυχλωροκίνης είναι επίσης πολύ μεγάλος, αλλά μικρότερος της χλωροκίνης, πιθανώς λόγω μικρότερης κατακράτησής της από τους ιστούς.
Από την συνολική ποσότητα και των δύο φαρμάκων στον οργανισμό, το 99.9% είναι συγκεντρωμένο στους ιστούς. Η χλωροκίνη, σε πειραματόζωα και στον άνθρωπο, συγκεντρώνεται σε πολύ μεγάλες ποσότητες στο ήπαρ, τους πνεύμονες, τον σπλήνα, τους νεφρούς, την καρδιά, το δέρμα και το χρωστικό επιθήλιο του οφθαλμού και, σε μικρότερο βαθμό, στους μυς, το λίπος, τον εγκεφαλικό ιστό και τα οστά.
Σε πειραματόζωα, η άθροιση της χλωροκίνης στον λιπώδη ιστό δεν ευθύνεται για τον μεγάλο όγκο κατανομής της, δεδομένου ότι τα επίπεδα της στο λίπος είναι πολύ χαμηλότερα απ’ ό, τι σε άλλους ιστούς. Στα κύτταρα των ιστών αυτών, τα ανθελονοσιακά αθροίζονται στο σύστημα του κυστιδίου (κυστίδια μεταφοράς, ενδοσώματα, λυσοσώματα, σύμπλεγμα Golgi, φαγολυσοσώματα) (Krogstad DJ and Schlesinger MD, 1987).
Η χλωροκίνη συνδέεται με πυρηνικά οξέα, in vitro, αλλά μόνο 10% των επιπέδων της στους ιστούς αθροίζεται στον πυρήνα των ηπατικών ή νεφρικών κυττάρων. Στα ηπατοκύτταρα των ποντικών, η χλωροκίνη αθροίζεται σε μεγάλα ποσά, λόγω δέσμευσης ιόντων στα λυσοσώματα (Bernstein H et al, 1963).
Η χλωροκίνη συνδέεται ισχυρότατα με ιστούς που περιέχουν μελανίνη (δέρμα, τρίχες, οφθαλμοί). Πάντως, η σύνδεσή της με την μελανίνη του δέρματος ενδέχεται να μην είναι τόσο έντονη, δεδομένου ότι αποβάλλεται στον ίδιο βαθμό σε άτομα τόσο της λευκής, όσο και της μαύρης, φυλής (McChesney EW et al, 1967). Μεγάλες συγκεντρώσεις χλωροκίνης έχουν ανευρεθεί σε μελανωτικές δερματικές πλάκες ακτινοβοληθέντων ποντικών (Sams WM Jr and Epstein JH, 1965).
Στους οφθαλμούς, η χλωροκίνη αθροίζεται σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από άλλα όργανα. Σε λευκούς ποντικούς, οι συγκεντρώσεις της στους οφθαλμούς είναι παρόμοιες με τους μυς και την καρδιά, αλλά σε έγχρωμους, είναι 10-20 φορές μεγαλύτερες απ’ ό, τι σε άλλους ιστούς (Mc Chesney EW et al, 1967).
Σε κουνέλια, χορηγούμενη ενδοφλέβια σε δόση 5 mg/kg (ισοδύναμη με 250-500 mg στον άνθρωπο), συγκεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στην ίριδα, τον χοριοειδή χιτώνα και το χρωστικό επιθήλιο του οφθαλμού. Τα επίπεδά της στους οφθαλμούς, αμέσως μετά από την χορήγηση μιας εφάπαξ δόσης, είναι 4 φορές και μετά από 6 μήνες συνεχούς χορήγησης, 80 φορές υψηλότερα απ’ ό, τι στο ήπαρ. Χορηγούμενη σε δόση 2.5 mg/kg /24ωρο συγκεντρώνεται στους οφθαλμούς 10 φορές, ενώ σε δόση 5-7.5 mg/kg/24ωρο, 20-40 φορές περισσότερο απ’ ό, τι σε άλλους ιστούς.
Η συγγένεια αυτή προς την μελανίνη μπορεί να ευθύνεται για την εναπόθεση των ανθελονοσιακών στην ίριδα και τα χοριοειδή πλέγματα του οφθαλμού και την συνεπακόλουθη τοξικότητά τους. Η αποβολή των ανθελονοσιακών από τις περιοχές των οφθαλμών που περιέχουν μελανίνη γίνεται πολύ βραδύτερα απ’ ό, τι σε άλλους ιστούς.
Τα ανθελονοσιακά αθροίζονται σε μεγάλο βαθμό στα ερυθρά και, κυρίως, τα λευκά αιμοσφαίρια του περιφερικού αίματος, πιθανώς λόγω της υψηλής περιεκτικότητας των τελευταίων σε λυσοσώματα. Τα επίπεδα των ανθελονοσιακών στα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι 2-5 φορές, και στα λευκά αιμοσφαίρια, 200 φορές μεγαλύτερα απ’ ό, τι στο πλάσμα. Πάνω από 85% της συνολικής ποσότητας της χλωροκίνης του αίματος συγκεντρώνεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια και τα πολυμορφοπύρηνα λευκά αιμοσφαίρια και 35%, στα αιμοπετάλια.
Στα ερυθρά αιμοσφαίρια, τα ανθελονοσιακά συνδέονται με ενδοκυττάρια υλικά, πιθανώς αιμοσφαιρίνη, και παγιδεύονται από ιόντα λόγω του ελαφρώς όξινου περιβάλλοντος των ερυθρών αιμοσφαιρίων συγκριτικά με το πλάσμα. Οι ασθενείς με ΡΑ έχουν επίπεδα υδροξυχλωροκίνης στα μονοπύρηνα υψηλότερα απ’ ό, τι στα ουδετερόφιλα, και στα μονοκύτταρα, απ’ ό,τι στα λεμφοκύτταρα, in vitro (French JK et al, 1987).
Τα ανθελονοσιακά αθροίζονται στα οστά, δεδομένου ότι οι περιοχές της οστεοκλαστικής οστικής απορρόφησης έχουν λυσοσωμικά χαρακτηριστικά. Ιστολογικά έχει παρατηρηθεί αυξημένη οστική απορρόφηση στα μετατάρσια ασθενών με ΡΑ που έπαιρναν ανθελονοσιακά.
Τα ανθελονοσιακά αποβάλλονται από τα ούρα βραδέως. Ο βαθμός της νεφρικής αποβολής αυξάνεται με την οξινοποίηση των ούρων. Η υδροξυχλωροκίνη αποβάλλεται από τα κόπρανα 3 φορές περισσότερο από την χλωροκίνη και η χλωροκίνη, 3 φορές περισσότερο από την υδροξυχλωροκίνη από τα ούρα.
Περίπου 70% της χλωροκίνης αποβάλλεται αναλλοίωτο από τα ούρα, 25%, σαν δεσαιθυλοχλωροκίνη και το υπόλοιπο, με την μορφή άλλων μεταβολικών παραγώγων.
Σε ασθενείς θεραπευόμενους μακροχρόνια με ανθελονοσιακά, τα επίπεδα των φαρμάκων στο πλάσμα και τα ούρα μειώνονται κατά 50%/εβδομάδα, μικρά όμως ποσά μπορεί να ανιχνευθούν μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα. 77 ημέρες μετά την διακοπή της χλωροκίνης, η ημερήσια αποβολή της προσεγγίζει το 1 mg. Στο διάστημα αυτό, περίπου 55% της συνολικά ληφθείσας δόσης έχει αποβληθεί από τους νεφρούς.
Σε ασθενείς που διέκοψαν την αγωγή λόγω αμφιβληστροειδοπάθειας μετά από χρόνια χορήγηση χλωροκίνης, έχουν ανευρεθεί ίχνη του φαρμάκου στο πλάσμα, στα ερυθρά αιμοσφαίρια και τα ούρα 5 χρόνια μετά την τελευταία δόση (Rubin M et al, 1963).
Το 20-25% μιας δόσης υδροξυχλωροκίνης αποβάλλεται αναλλοίωτο από τα ούρα και το 1/3 μεταβολίζεται σε άλλα παράγωγα. Περίπου το 8% του φαρμάκου αποβάλλεται με τα κόπρανα. Η αποβολή της υδροξυχλωροκίνης γίνεται σε 2 στάδια : Το 1ο στάδιο έχει t(1/2) περίπου 3 ημέρες, ενώ το 2ο, περίπου 18 ημέρες.
Ο t(1/2) της υδροξυχλωροκίνης στο πλάσμα ανέρχεται σε 50 ώρες. Η υδροξυχλωροκίνη ανιχνεύεται σε ελάχιστα ποσά στο μητρικό γάλα.
Σε σκύλους, μετά από μίαν απλή ενδοφλέβια έγχυση κινακρίνης 10 mg/kg, μόνο το 1% αποβάλλεται από τα ούρα εντός του πρώτου 24ώρου. Εφ’ όσον, μετά από επανειλημμένες δόσεις, το φάρμακο φθάσει σε σταθερά επίπεδα, ο βαθμός της νεφρικής του αποβολής ποικίλλει ανάλογα με το σκεύασμα, αλλά γενικά δεν υπερβαίνει το 25% της συνολικής ημερήσιας δόσης.
Η υδροξυχλωροκίνη μεταβολίζεται στο ήπαρ, όπου συνδέεται με γλυκουρονίδια και απεκκρίνεται σε ποσοστό 50% μέσω της χολής. Από τα παράγωγα της 4-αμινοκινολίνης, το 50-60% απεκκρίνεται από τα ούρα και 15-24% με τα κόπρανα, συγκριτικά με 8-10% για την χλωροκίνη.
Η χλωροκίνη μεταβολίζεται κυρίως μέσω της οδού της Ν-αποαλκυλίωσης σε Ν-απομεθυλοχλωροκίνη και στη συνέχεια σε δισαπομεθυλοχλωροκίνη. Και οι δύο αυτοί μεταβολίτες αποβάλλονται από τα ούρα. Μέσω της οδού της Ν-απομεθυλίωσης της υδροξυχλωροκίνης παράγονται δύο μονο-αποαλκυλιωμένα παράγωγα, η Ν-δισαιθυλοχλωροκίνη και η Ν-δισαιθυλο-υδροξυχλωροκίνη. Η Ν-δισαιθυλο-υδροξυχλωροκίνη αποβάλλεται από τα ούρα και απαλκυλιώνεται περαιτέρω σε δισαπομεθυλοχλωροκίνη. Άλλοι, μικρότερης σημασίας, μεταβολίτες αποβάλλονται από τα ούρα.
Η Ν-απομεθυλοχλωροκίνη, ενιέμενη σε πιθήκους, αποβάλλεται ταχέως (McChesney EW et al, 1967) και, εκτός από μικρές ποσότητες ενός μεταβολίτη του καρβοξυλικού οξέος, δεν έχουν ανευρεθεί περαιτέρω προϊόντα αποδόμησης. Η Ν-απομεθυλοχλωροκίνη και η Ν-δισαπομεθυλοχλωροκίνη πιθανώς είναι ενεργοί παράγοντες (Aderonymou AF, 1984).
ΕΙΚΟΝΑ 112 : Μεταβολισμός υδροξυχλωροκίνης
1.1.5 ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ - ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ
Η μέτρηση των επιπέδων των ανθελονοσιακών στον ορό έχει αμφίβολη κλινική σημασία. Ακόμα και στις συνήθεις δόσεις, τα επίπεδά τους στον ορό εξατομικεύονται σημαντικά. Σε ασθενείς με ΡΑ, δεν διαφέρουν σε ανταποκρινόμενους, συγκριτικά με μη ανταποκρινόμενους, σε 250 mg χλωροκίνης ημερησίως (Wollheim FA et al, 1978).
Τα επίπεδα στο πλάσμα δεν παραλληλίζονται με την ανταπόκριση στην υδροξυχλωροκίνη, αλλά μπορεί να σχετίζονται με την τοξικότητά της. Υψηλά επίπεδα στον ορό συνδέονται με αυξημένη τοξικότητα, αλλά το χαμηλότερο αποτελεσματικό και ασφαλές επίπεδο των ανθελονοσιακών δεν είναι γνωστό.
Οι γαστρεντερικές επιπλοκές συνδέονται με αυξημένες συγκεντρώσεις υδροξυχλωροκίνης στο αίμα, ενώ οι συγκεντρώσεις της δισαιθυλο-υδροξυχλωροκίνης στο αίμα σχετίζονται ασθενώς με την αποτελεσματικότητα της υδροξυχλωροκίνης (Munster T et al, 2002).
Στα ρευματικά νοσήματα, οι επιθυμητές συγκεντρώσεις της υδροξυχλωροκίνης στον ορό υπολογίζονται σε 380 μg/l-1 (1.2 Χ 10-6Μ) (MacKenzie AH and Scherbel AL, 1980).
1.1.6 ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
1.1.6.1 ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Σοβαρές αλληλεπιδράσεις των ανθελονοσιακών με άλλους παράγοντες δεν έχουν αναφερθεί.
Αντιόξινα
Αλληλεπιδράσεις : Τα άλατα του αλουμινίου και του μαγνησίου μπορεί να αναστείλουν την γαστρεντερική απορρόφηση, μειώνοντας επομένως τις αναμενόμενες φαρμακολογικές δράσεις, της αμινοκινολίνης. Η αλληλεπίδραση αυτή οφείλεται σε απορρόφηση της αμινοκινολίνης από τα αντιόξινα.
Συστάσεις :
- Οι ασθενείς που παίρνουν αντιόξινα η χλωροκίνη μπορεί να χρειασθεί να χορηγηθεί σε μεγαλύτερη δόση
- Η χλωροκίνη συνιστάται να χορηγείται σε χρονική απόσταση 2-4 ωρών από τα αντιόξινα, ώστε να προληφθεί η αλληλεπίδραση αυτή.
Διγοξίνη
Αλληλεπιδράσεις : Οι αμινοκινολίνες μπορεί να αυξήσουν τις φαρμακολογικές δράσεις και την τοξικότητα της δακτυλίτιδας.
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος.
Συστάσεις :
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με διγοξίνη και μία αμινοκινολίνη, η δόση της διγοξίνης πρέπει να μειώνεται εάν εμφανισθεί τοξικότητα από την δακτυλίτιδα.
- Τα επίπεδα της διγοξίνης στον ορό πρέπει να παρακολουθούνται και η δόση της να τροποποιείται ανάλογα όταν η αμινοκινολίνη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται.
Καολίνη
Αλληλεπιδράσεις : Τα σκευάσματα που περιέχουν καολίνη-πεκτίνη μπορεί να μειώσουν την γαστρεντερική απορρόφηση, και επομένως τις αναμενόμενες φαρμακολογικές δράσεις, της αμινοκινολίνης.
Συστάσεις :
- Οι ασθενείς που παίρνουν σκευάσματα καολίνης-πεκτίνης μπορεί να χρειασθούν μεγαλύτερη δόση χλωροκίνης
- Η χλωροκίνη συνιστάται να χορηγείται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από τα αντιόξινα, ώστε να προληφθεί η αλληλεπίδραση αυτή.
Κυκλοσπορίνη
Αλληλεπιδράσεις :
- Οι αμινοκινολίνες μπορεί να αυξήσουν τις συγκεντρώσεις, και επομένως την νεφροτοξικότητα, της κυκλοσπορίνης. Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής είναι άγνωστος. Οι αμινοκινολίνες μπορεί να αναστείλουν τον μεταβολισμό της κυκλοσπορίνης.
- Ο συνδυασμός της χλωροκίνης με κυκλοσπορίνη αναστέλλει συνεργικά τον in vitro πολλαπλασιασμό των μονοπυρήνων κυττάρων του περιφερικού αίματος (Dijkmans BA et al, 1990; Van Loenen HJ et al, 1990), όπως και την παραγωγή IFN-γ από τον ρευματοειδή υμενικό ιστό την επαγόμενη από Τ-λεμφοκύτταρα (Landewe RB et al, 1994).
Η συνεργική αυτή δράση αποδίδεται στο γεγονός ότι η κυκλοσπορίνη αναστέλλει κυρίως την παραγωγή IL-2 (και άλλων κυτταροκινών) στο επίπεδο μεταγραφής, ενώ η χλωροκίνη αναστέλλει την ικανότητα απάντησης των Τ-λεμφοκυττάρων στην διέγερση από IL-2 (Dijk-mans BAC et al, 1996).
Συστάσεις : Τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης και της κρεατινίνης στον ορό πρέπει να παρακολουθούνται όταν οι αμινοκινολίνες προστίθενται στη θεραπεία ή διακόπτονται και η δόση της κυκλοσπορίνης να τροποποιείται ανάλογα.
Κωδεΐνη
Αλληλεπιδράσεις : Η ταυτόχρονη χορήγηση χλωροκίνης και κωδεΐνης μπορεί να παρέμβει στη βιομετατροπή της κωδεΐνης σε μορφίνη. Η κωδεΐνη ασκεί τις αναλγητικές της δράσεις κυρίως μέσω μεταβολικής μετατροπής σε μορφίνη από το ισοένζυμο CYP2D6, ενώ η χλωροκίνη αναστέλλει το κυτόχρωμα P450 2D6.
Συστάσεις : Ιδιαίτερες προφυλάξεις δεν χρειάζονται.
Μεθοτρεξάτη
Αλληλεπιδράσεις :
- Οι αμινοκινολίνες μπορεί να μειώσουν την αντιρρευματική δράση της μεθοτρεξάτης
- Η χλωροκίνη μπορεί να μειώσει την βιοδιαθεσιμότητα της μεθοτρεξάτης
Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής δεν έχει προσδιορισθεί.
Συστάσεις :
- Η κλινική ανταπόκριση του ασθενούς στη μεθοτρεξάτη πρέπει να παρακολουθείται όταν η μεθοτρεξάτη χορηγείται ταυτόχρονα με χλωροκίνη
- Εάν υπάρχουν ενδείξεις της αλληλεπίδρασης αυτής, μπορεί να χρειασθεί να αυξηθεί η δόση της μεθοτρεξάτης.
Πραζικουαντέλη
Αλληλεπιδράσεις : Η χλωροκίνη μπορεί να μειώσει τις συγκεντρώσεις στο πλάσμα, και επομένως τις αναμενόμενες φαρμακολογικές δράσεις, της πραζικουαντέλης.
Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής δεν είναι γνωστός. Η χλωροκίνη μπορεί να μειώσει την απορρόφηση της πραζικουαντέλης.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή γιατί μπορεί να εμφανίσουν μείωση των επιπέδων της πραζικουαντέλης στο πλάσμα.
Σιμετιδίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η σιμετιδίνη μπορεί να αυξήσει τις φαρμακολογικές δράσεις της χλωροκίνης και άλλων αμινοκινολινών.
Μηχανισμός : Η σιμετιδίνη μπορεί να μειώσει τον μεταβολισμό της χλωροκίνης λόγω αναστολής των ηπατικών ενζύμων.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό μπορεί να χρειασθούν μικρότερη δόση αμινοκινολίνης.
1.1.6.2 ΑΛΛΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
- Η κινακρίνη μπορεί να ελαττώσει την πιθανότητα αμφιβληστροειδοπάθειας σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεγάλες δόσεις χλωροκίνης ή υδροξυχλωροκίνης.
- Προσοχή συνιστάται κατά την ταυτόχρονη χορήγηση των ανθελονοσιακών με ηπατοτοξικά φάρμακα ή άλατα χρυσού, γιατί μπορεί να προκληθούν τοξικές δερματικές αντιδράσεις.
- Πρόληψη ελονοσίας από Plasmodium falciparum
- Θεραπεία ελονοσίας από Plasmodium falciparum
- Πρόληψη ελονοσίας από Plasmodium Vivax
- Θεραπεία ελονοσίας από Plasmodium Vivax
ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗ ΧΛΩΡΟΚΙΝΗ :
- Χρόνια δερματική αγγειίτιδα
- Δισκοειδής ερυθηματώδης λύκος
- Νεανική ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Αμοιβαδικά ηπατικά αποστήματα
- Πολύμορφο εξάνθημα εκ φωτός
- Οψιμη δερματική πορφυρία
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Υπερασβεστιαιμία συνδεόμενη με σαρκοείδωση
- Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος
1.1.7.2 ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΥΔΡΟΞΥΧΛΩΡΟΚΙΝΗΣ
- Δισκοειδής ερυθηματώδης λύκος
- Ελονοσία
- Πρόληψη ελονοσίας από Plasmodium falciparum
- Θεραπεία ελονοσίας από Plasmodium falciparum
- Πρόληψη ελονοσίας από Plasmodium malariae
- Θεραπεία ελονοσίας από Plasmodium malariae
- Πρόληψη ελονοσίας από Plasmodium ovale
- Θεραπεία ελονοσίας από Plasmodium ovale
- Πρόληψη ελονοσίας από Plasmodium Vivax
- Θεραπεία ελονοσίας από Plasmodium Vivax
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος
ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗΝ ΥΔΡΟΞΥΧΛΩΡΟΚΙΝΗ :
- Νεανική ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Ψωριασική αρθρίτιδα
- Αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα
- Δισκοειδής - ύποξυς δερματικός λύκος
- Νεανική δερματομυοσίτιδα
- Παλίνδρομος ρευματισμός
- Ηωσινοφιλική περιτονιίτιδα
- Διαβρωτική οστεοαρθρίτιδα
- Πυροφωσφορική αρθροπάθεια
- Νόσος Lyme
- Σύνδρομο Sjogren (πρωτοπαθές-δευτεροπαθές)
- Δερματική αγγειίτιδα
- Πολύμορφο εξάνθημα εκ φωτός
- Οψιμη δερματική πορφυρία
- Υπερασβεστιαιμία συνδεόμενη με σαρκοείδωση
1.7 ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
1.7.1 ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΧΛΩΡΟΚΙΝΗΣ
- Εξω-εντερική αμοιβαδίαση
- Ελονοσία
1.1.8 ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Προϋπάρχουσα αμφιβληστροειδοπάθεια
- Ηπατικά νοσήματα
- Νεφρικά νοσήματα
- Σοβαρά γαστρεντερικά νοσήματα
- Νευρολογικά νοσήματα
- Αιματολογικά νοσήματα
- Ψωρίαση
- Όψιμη δερματική πορφυρία
- Ανεπάρκεια G6PD
- Γνωστή υπερευαισθησία στα παράγωγα της 4-αμινοκινολίνης
- Μακροχρόνια θεραπεία (στα παιδιά).
1.1.9 ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
1.1.9.1 ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Αρχικό DMARD σε ασθενείς ανταποκρινόμενους ανεπαρκώς στα ΜΣΑΦ (Husain Z and Runge LA, 1980), ιδιαίτερα με ήπια νόσο.
Η θεραπεία μπορεί να αρχίσει 6-8 εβδομάδες μετά την αποτυχία καταστολής της υμενίτιδας με τα ΜΣΑΦ. Τα ΜΣΑΦ και ή/τα κορτικοειδή μπορούν να προστεθούν ή να συνεχισθούν στη διάρκεια της θεραπείας με ανθελονοσιακά. Η χλωροκίνη και κυρίως η υδροξυχλωροκίνη είναι τα σκευάσματα εκλογής.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η αποτελεσματικότητα των ανθελονοσιακών στη ΡΑ έχει δειχθεί τόσο με μη ελεγχόμενες (Bagnall AW, 1957; Scherbel AL et al, 1958; Adams EM et al, 1983), όσο και με διπλές-τυφλές, ελεγχόμενες (Popert AJ et al, 1961; Mainland D and Sutcliffe MI, 1962; Bartholomew LE and Duff IF, 1963) μελέτες.
Μεγαλύτερη βελτίωση έχει παρατηρηθεί κυρίως στις μακροχρόνιες μελέτες και στις μελέτες όπου χρησιμοποιήθηκαν μεγαλύτερες ημερήσιες δόσεις. Το ποσοστό ανταπόκρισης για την υδροξυχλωροκίνη (200-400 mg/24ωρο) και την χλωροκίνη (250 mg/24ωρο) είναι 60-80%. Η υδροξυχλωροκίνη είναι κατά 30-50% περισσότερο αποτελεσματική από την χλωροκίνη (Scherbel AL et al, 1958).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Βελτιώνουν τις υποκειμενικές και αντικειμενικές εκδηλώσεις της αρθρικής φλεγμονής
- Αυξάνουν την μυϊκή ισχύ σύσφιγξης των δακτύλων
- Αυξάνουν τον χρόνο βάδισης και την λειτουργικότητα των αρθρώσεων
- Μειώνουν την πρωινή δυσκαμψία και την ευαισθησία των αρθρώσεων
- Περιορίζουν τις συστηματικές εκδηλώσεις της νόσου
- Η υδροξυχλωροκίνη μειώνει το μέγεθος και τον αριθμό των οζιδίων σε ασθενείς με επιταχυνόμενη οζιδίωση από την μεθοτρεξάτη (Combe B et al, 1993)
- Η υδροξυχλωροκίνη περιορίζει την τοξικότητα των κορτικοειδών μειώνοντας την υπερλιπιδαιμική τους δράση (Wallace DJ et al, 1990; Hodis HN et al, 1993).
Η βελτίωση είναι μικρότερη σε ασθενείς με μακροχρόνια νόσο ή βαριές αρθρικές βλάβες, ενώ άλλοι έχουν αντίθετη άποψη (Scherbel AL et al, 1958). Η μέγιστη αντιρρευματική δράση εμφανίζεται μετά από 6 ή περισσότερους μήνες. Η βελτίωση εμφανίζεται βαθμιαία και, αντίστοιχα, δεν υποτροπιάζει αμέσως μετά την διακοπή των ανθελονοσιακών, αλλά επιδεινώνεται βαθμιαία σε διάστημα εβδομάδων ή μηνών.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Μειώνουν τους τίτλους του Ra test, την CRP, την ΤΚΕ, το ινωδογόνο, την απτοσφαιρίνη, την σερουλοπλασμίνη και την α1-όξινη γλυκοπρωτεΐνη (Wollheim FA et al, 1978). Οι τί- τλοι του Ra test υποχωρούν συνήθως 6 μήνες, και η ΤΚΕ, 12 μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας
- Αυξάνουν την Hb και τον Ht.
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ : Τα ανθελονοσιακά δεν φαίνεται να επιβραδύνουν την εξέλιξη των ακτινολογικών αλλοιώσεων και δεν αναστέλλουν την εμφάνιση των διαβρώσεων (Popert AJ et al, 1961), αν και υπάρχουν ιστολογικές ενδείξεις ότι διαθέτουν χονδροπροστατευτικές ικανότητες.
ΣΥΝΕΡΓΙΚΗ ΔΡΑΣΗ : Στη ΡΑ, τα ανθελονοσιακά έχουν συνεργική δράση με την κυκλοφωσφαμίδη, την μεθοτρεξάτη και την κυκλοσπορίνη, αλλά ανταγωνιστική με την D-πενικιλλαμίνη (Csuka ME et al, 1986; Langevitz P et al, 1989; Dijkmans BAC et al, 1990).
Η υδροξυχλωροκίνη μειώνει πιθανώς την ηπατοτοξικότητα της μεθοτρεξάτης (Fries JF et al, 1990). Η χλωροκίνη έχει συνεργική δράση με την κινακρίνη (Wallace DJ, 1989). Η κινακρίνη μπορεί να προστεθεί στην χλωροκίνη για να βελτιωθεί η αντιφλεγμονώδης δράση της.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Α) ΥΔΡΟΞΥΧΛΩΡΟΚΙΝΗ
- Ενέσιμος χρυσός : Είναι περισσότερο (Richter JA et al, 1980) ή εξίσου (Husain Z et al, 1980) αποτελεσματικός.
- D-πενικιλλαμίνη : Είναι εξίσου αποτελεσματική (Husain Z et al, 1980)
- Σουλφασαλαζίνη : Είναι εξίσου αποτελεσματική, αλλά έχει μεγαλύτερη τροποποιητική δράση (Nuver-Zwart IH et al, 1989; Van Der Heijde DM et al, 1989)
- Λεβαμιζόλη : Είναι λιγότερο αποτελεσματική (Husain Z et al, 1980).
Β) ΧΛΩΡΟΚΙΝΗ
- Ενέσιμος χρυσός : Είναι εξίσου αποτελεσματικός (Dwosh IL et al, 1977; Rynes RI, 1993).
- Δαψόνη : Είναι λιγότερο αποτελεσματική και ανεκτή (Fowler PD et al, 1984)
- Κυκλοσπορίνη : Είναι εξίσου αποτελεσματική (Landewe RBM et al, 1994)
- Αζαθειοπρίνη : Είναι εξίσου αποτελεσματική (Dwosh IL et al, 1977).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Α) ΥΔΡΟΞΥΧΛΩΡΟΚΙΝΗ
Υδροξυχλωροκίνη + ενέσιμος χρυσός : Δεν υπάρχει ομοφωνία σχετικά με την αποτελεσματικότητα του συνδυασμού των ανθελονοσιακών με ενέσιμο χρυσό. Ο ενέσιμος χρυσός είναι περισσότερο αποτελεσματικός όταν προστεθεί στα ανθελονοσιακά (Rynes RI, 1993), ενώ η υδροξυχλωροκίνη, προστιθέμενη στον ενέσιμο χρυσό, έχει αυξημένη αποτελεσματικότητα, αλλά και τοξικότητα (Scott DL et al, 1989). Κατ΄άλλους, η υδροξυχλωροκίνη, σε δόση 400 mg/24ωρο, προστιθέμενη στη θεραπεία με ενέσιμο χρυσό, δεν είναι περισσότερο αποτελεσματική ή τοξική, συγκριτικά με placebo (Porter DR et al, 1993).
Υδροξυχλωροκίνη + αουρανοφίνη : Δεν είναι περισσότερο αποτελεσματικός από το κάθε ένα φάρμακο ξεχωριστά (Luthra HS, 1990).
Υδροξυχλωροκίνη + D-πενικιλλαμίνη : Είναι λιγότερο αποτελεσματικός από την μονοθεραπεία με D-πενικιλλαμίνη, αν και οι επιπλοκές της μονοθεραπείας με D-πενικιλλαμίνης είναι λιγότερες από τον συνδυασμό της με υδροξυχλωροκίνη και από την υδροξυχλωροκίνη μόνη της (Bunch TW et al, 1984). Κατ’ άλλους, τα ανθελονοσιακά, προστιθέμενα στη θεραπεία με D-πενικιλλαμίνη, δεν προσφέρουν μεγαλύτερο όφελος (Rynes RI, 1993).
Υδροξυχλωροκίνη + σουλφασαλαζίνη : Δεν είναι περισσότερο αποτελεσματικός από την μονοθεραπεία με υδροξυχλωροκίνη ή σουλφασαλαζίνη.
Υδροξυχλωροκίνη + μεθοτρεξάτη/ασπιρίνη : Η προσθήκη υδροξυχλωροκίνης στη θεραπεία με μεθοτρεξάτη ή ασπιρίνη συνοδεύεται λιγότερο συχνά από αύξηση των ηπατικών ενζύμων στον ορό, σε σύγκριση με την μεθοτρεξάτη μόνη της ή την ασπιρίνη (Fries JR et al, 1990), αν και αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί από άλλους (Ferraz MB et al, 1994). Η «ηπατοπροστατευτική» αυτή δράση μπορεί να σχετίζεται με μείωση των επιπέδων της μεθοτρεξάτης σε ασθενείς θεραπευόμενους με υδροξυχλωροκίνη (Seidman P et al, 1994), ενώ η μεθοτρεξάτη δεν μειώνει τα επίπεδα της υδροξυχλωροκίνης (Tett SE et al, 1993).
Υδροξυχλωροκίνη + πιροξικάμη : Η τενιδάπη έχει την ίδια αποτελεσματικότητα με τον συνδυασμό υδροξυχλωροκίνης με πιροξικάμη και μεγαλύτερη από την πιροξικάμη μόνη της και παρόμοια τοξικότητα με την πιροξικάμη μόνη της ή με τον συνδυασμό της με υδροξυχλωροκίνη (Blackburn WD et al, 1995).
Υδροξυχλωροκίνη + κυκλοσπορίνη : Η προσθήκη κυκλοσπορίνης σε ασθενείς ανθεκτικούς στην υδροξυχλωροκίνη είναι περισσότερο αποτελεσματική, χωρίς σημαντική αύξηση της τοξικότητας (Salaffi F et al, 1996).
Υδροξυχλωροκίνη (250 mg/24ωρο) + δαψόνη (100 mg/24ωρο) : Είναι λίγο περισσότερο αποτελεσματικός και λιγότερο ανεκτός από κάθε ένα φάρμακο ξεχωριστά (Haar D et al, 1993).
Υδροξυχλωροκίνη + μεθοτρεξάτη + αζαθειοπρίνη : Είναι αποτελεσματικός σε ασθενείς με ΡΑ ανθεκτικούς στα DMARDs, τα ΜΣΑΦ και τα κορτικοειδή (Langevitz P et al, 1989).
Υδροξυχλωροκίνη + κυκλοφωσφαμίδη + αζαθειοπρίνη (όλα σε μικρές δόσεις) : Είναι αποτελεσματικός σε ασθενείς με ανθεκτική ΡΑ και επουλώνει τις διαβρώσεις (McCarty DJ et al, 1982), αλλά συνοδεύεται από μεγάλη συχνότητα κακοήθων νεοπλασμάτων συνδεόμενη κυρίως με την κυκλοφωσφαμίδη (Csuka ME et al, 1986).
Υδροξυχλωροκίνη + μεθοτρεξάτη + σουλφασαλαζίνη :
- Είναι πολύ περισσότερο αποτελεσματικός από την μεθοτρεξάτη μόνη της ή από τον συνδυασμό της υδροξυχλωροκίνης με σουλφασαλαζίνη (O’ Dell JR et al, 1996).
- Είναι περισσότερο αποτελεσματικός από τον συνδυασμό της μεθοτρεξάτης με σουλφασαλαζίνη και οριακά αποτελεσματικότερος από τον συνδυασμό της μεθοτρεξάτης με υδροξυχλωροκίνη (O’ Dell JR et al, 2002).
Β) ΧΛΩΡΟΚΙΝΗ
Χλωροκίνη + ενέσιμος χρυσός : Είναι λίγο περισσότερο αποτελεσματικός (Sievers K and Hurri L, 1963), δεν συνοδεύεται από αυξημένη τοξικότητα και γενικά οι επιπλοκές του οφείλονται σε κάθε ένα φάρμακο ξεχωριστά (Sievers K et al, 1963).
Χλωροκίνη + μεθοτρεξάτη : Είναι περισσότερο αποτελεσματικός από τον συνδυασμό μεθοτρεξάτης με placebo, αλλά και λίγο περισσότερο τοξικός (Ferraz MB et al, 1994).
Σε ασθενείς με ΡΑ θεραπευόμενους με μικρές δόσεις μεθοτρεξάτης per os, η χλωροκίνη, χορηγούμενη εφάπαξ σε δόση 250 mg, μειώνει τα επίπεδα της πρώτης στο πλάσμα, πιθανώς λόγω ελάττωσης της βιοδιαθεσιμότητάς της (Seideman P et al, 1994). Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να ερμηνεύσει την ελάττωση της ηπατοτοξικότητας της μεθοτρεξάτης σε ασθενείς θεραπευόμενους ταυτόχρονα με χλωροκίνη.
Χλωροκίνη + κυκλοσπορίνη : Αναστέλλει συνεργικά τον πολλαπλασιασμό των μονοπυρήνων κυττάρων του περιφερικού αίματος (Dijkmans BA et al, 1990; Van Loenen HJ et al, 1990) και την παραγωγή INF-γ από T-κλωνοποιημένα κύτταρα προερχόμενα από ρευματοειδή υμενικό ιστό, in vitro (Landewe RB et al, 1994). Στη ΡΑ, έχει επίσης πιθανώς συνεργική δράση (Dijkmans BAC et al, 1996).
Χλωροκίνη + κορτικοειδή : Η χλωροκίνη μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών (Scull E, 1962).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η αποτελεσματικότητα του συνδυασμού των ανθελονοσιακών με άλλους δεύτερης γραμμής παράγοντες στη ρευματοειδή αρθρίτιδα δεν έχει προσδιορισθεί. Ο συνδυασμός της υδροξυχλωροκίνης με μεθοτρεξάτη ή/και σουλφασαλαζίνη πλεονεκτεί πιθανώς των άλλων συνδυασμών, γιατί έχει μικρότερη τοξικότητα και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και μπορεί να επιτρέψει μείωση της δόσης της μεθοτρεξάτης.
1.1.9.2 ΝΕΑΝΙΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Τα ανθελονοσιακά μπορεί να προκαλέσουν βελτίωση στο 16-75%, και ύφεση, στο 0-45% των ασθενών (Kvien TK et al, 1985a; Manners PJ and Ansell BM, 1986; Brewer EJ et al, 1986; Grondin C et al, 1988).
Η υδροξυχλωροκίνη είναι εξίσου αποτελεσματική και καλύτερα ανεκτή από τον ενέσιμο χρυσό και την D-πενικιλλαμίνη (Kvien TK et al, 1985a), ενώ, σύμφωνα με placebo-ελεγχόμενη μελέτη, δεν υπερέχει του placebo (Brewer EJ et al, 1986). Η χλωροκίνη έχει επίσης χρησιμοποιηθεί στη ΝΡΑ (Laaksonen AL et al, 1974; Stillman JS, 1981; Butler D and Tiliakos N, 1985), αλλά δεν υπάρχουν ελεγχόμενες μελέτες.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Τα ανθελονοσιακά έχουν αμφιλεγόμενη αποτελεσματικότητα στη ΝΡΑ. Πάντως, μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε παιδιά με ήπια νόσο ή όταν η θεραπεία με άλλα αντιρρευματικά φάρμακα (π.χ. χρυσό, D-πενικιλλαμίνη, μεθοτρεξάτη) είναι τοξική ή δεν είναι αποδεκτή από το παιδί και τους γονείς του λόγω δυσκολίας στις τακτικές αιμοληψίες που απαιτούνται για την παρακολούθησή της (όπως π.χ. στη θεραπεία με ενέσιμο χρυσό).
1.1.9.3 ΨΩΡΙΑΣΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η υδροξυχλωροκίνη, σε δόση 200-400 mg/24ωρο, προκαλεί ύφεση, βελτίωση ή σταθεροποίηση της νόσου μετά από 3-4 μήνες θεραπείας στο 61% των ασθενών (Kammer GM et al, 1979). Η χλωροκίνη, σε δόση 250 mg/24ωρο, μειώνει σημαντικά τον αριθμό των φλεγμαινουσών αρθρώσεων στο 75% των ασθενών (Gladman DD et al, 1992), αν και σε βαθμό παρόμοιο με μάρτυρες.
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ : Τα ανθελονοσιακά έχουν αμφιλεγόμενη δράση στις ψωριασικές αλλοιώσεις. Άλλοτε επιδεινώνουν το ψωριασικό εξάνθημα (Luzar MJ, 1982; Trnavsky K et al, 1983) και άλλοτε όχι (Sayers ME and Mazanec DJ, 1992). Πάντως, η συχνότητα επιδείνωσης της ψωρίασης σε ασθενείς θεραπευόμενους με χλωροκίνη είναι παρόμοια με την παρατηρούμενη στους μάρτυρες.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Μέχρις ότου υπάρξουν ελεγχόμενες μελέτες σχετικές με την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητά τους, τα ανθελονοσιακά πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή στην ψωριασική αρθρίτιδα.Οι ασθενείς με ψωριασική αρθρίτιδα που θεραπεύονται με ανθελονοσιακά πρέπει να προειδοποιούνται ότι οι ψωριασικές αλλοιώσεις μπορεί να παροξυνθούν και να παρακολουθούνται με προσοχή στη διάρκεια των 3 πρώτων μηνών της θεραπείας. Πάντως, η δυνητική αυτή επιπλοκή δεν πρέπει να θεωρείται απόλυτη αντένδειξη της θεραπείας με ανθελονοσιακά.
1.1.9.4 ΑΓΚΥΛΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΠΟΝΔΥΛΙΤΙΔΑ
Τα ανθελονοσιακά γενικά δεν έχουν αποτέλεσμα (Calabro JJ and Mody RE, 1966; Smythe H, 1979). Πάντως, μερικοί ασθενείς είχαν βελτίωση ή ύφεση της νόσου με 400 mg υδροξυχλωροκίνης ημερησίως (Amor B et al, 1995).
1.1.9.5 ΔΙΣΚΟΕΙΔΗΣ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗΣ ΛΥΚΟΣ
Οι δερματικές αλλοιώσεις βελτιώνονται σημαντικά ή εξαφανίζονται με τα ανθελονοσιακά, συνήθως σε μεγάλες δόσεις, στο 60-90% των ασθενών (Dubois EL and Martel S, 1956; Buchanan RN, 1959; Winkelman RK et al, 1961), ενώ αυτόματα υφίενται μόνο στο 10-15% των περιπτώσεων (Dubois E, 1978).
Η υδροξυχλωροκίνη είναι πολύ αποτελεσματική σε μεγάλες δόσεις (αρχική δόση 1.000 mg, δόση συντήρησης 400-600 mg/24ωρο) ή αρχική 400 mg/24ωρο, αυξανόμενη μέχρι 1.200 mg/24ωρο, και στη συνέχεια σε δόση συντήρησης.
Η χλωροκίνη, σε δόση 250 mg/24ωρο, βελτιώνει το 60-70% των ασθενών (Dubois E, 1978).
Η κινακρίνη, σε δόση 100-400 mg, βελτιώνει το 75-78% των ασθενών. Έχει καλύτερα αποτελέσματα σε ασθενείς με περιορισμένες και εκτεθειμένες στο φως αλλοιώσεις.
Εάν οι αλλοιώσεις δεν ανταποκριθούν ικανοποιητικά στην υδροξυχλωροκίνη ή την χλωροκίνη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί κινακρίνη (100 mg/24ωρο), αν και είναι προτιμότερο να αποφεύγεται, γιατί είναι περισσότερο τοξική από την χλωροκίνη. Η βελτίωση των δερματικών αλλοιώσεων αρχίζει συνήθως την πρώτη εβδομάδα της θεραπείας και ολοκληρώνεται μετά από αρκετούς μήνες, φθάνοντας συχνά σε πλήρη ίαση. Η διακοπή των ανθελονοσιακών συνήθως ακολουθείται από υποτροπή των αλλοιώσεων, που όμως ανταποκρίνεται και πάλι στην επαναχορήγηση του φαρμάκου. Σε μερικούς ασθενείς που θεραπεύθηκαν με κινακρίνη ή υδροξυχλωροκίνη επί 10 εβδομάδες-4 χρόνια, η βελτίωση διατηρήθηκε 3 χρόνια μετά την διακοπή των φαρμάκων (Winkelman RK et al, 1961).
1.1.9.6 ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΣ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗΣ ΛΥΚΟΣ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
Γενικές :
- Ενεργός ΣΕΛ, χωρίς απειλητική για την ζωή προσβολή οργάνων
- Πρόληψη μετάπτωσης ήπιας νόσου σε απειλητική για την ζωή προσβολή οργάνων
- Σύνδρομο Sjogren
- Μείωση κορτικοειδών και κινδύνου υπερλιπιδαιμίας, υπεργλυκαιμίας και θρομβώσεων από την χρήση τους
- Πρόληψη θρομβοεμβολικών επεισοδίων σε ασθενείς με αντιφωσφολιπιδικά αντισώματα
Ειδικές :
- Δερματικές αλλοιώσεις (δισκοειδές εξάνθημα, ερύθημα, βλεννογονοδερματικά έλκη, αυξημένη τριχόπτωση)
- Προσβολή αρθρώσεων (αρθραλγίες, φλεγμονώδης αρθρίτιδα)
- Ορογονίτιδα (ήπια πλευρίτιδα, περικαρδίτιδα)
- Προσβολή ΚΝΣ (κόπωση, διαταραχές αναγνώρισης)
- Αιματολογικές διαταραχές (ήπια αναιμία, λευκοπενία)
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ :
- Βελτιώνουν τις ελάσσονες εκδηλώσεις της νόσου (δερματικές αλλοιώσεις, αρθραλγίες/αρθρίτιδα, πυρετός, κόπωση, κακουχία, λευκοπενία, πλευρίτιδα, ήπια περικαρδίτιδα, απώλεια βάρους, ήπια πρωτεϊνουρία, υποδόρια οζίδια) (Rudnicki RD et al, 1975; Lanham JG and Hughes GRV, 1982; Williams HJ et al, 1994), αν και δεν έχουν αποτέλεσμα στις σοβαρές εκδηλώσεις της νόσου (όπως π. χ. από τους νεφρούς ή το ΚΝΣ) (Dubois E, 1978; Lanham JG and Hughes GRV, 1982).
- Πάντως, η υδροξυχλωροκίνη, σε δόση 400 mg/24ωρο, βελτίωσε σημαντικά μίαν ασθενή με εγκάρσια μυελίτιδα και, σε δόση 800 mg/24ωρο σε συνδυασμό με 3 mg ινδομεθακίνης ημερησίως, πάσχοντες από ενεργό διάχυτη υπερπλαστική σπειραματονεφρίτιδα (Conte JJ et al, 1975).
- Ελαττώνουν σημαντικά την συχνότητα των εξάρσεων της νόσου (Rudnicki RD et al, 1975)
- Βοηθούν στη μείωση της δόσης ή στην διακοπή των κορτικοειδών και των επιπλοκών τους (Dubois EL, 1978)
- Μειώνουν σημαντικά τον κίνδυνο προσβολής της καρδιάς, του πνεύμονα, των νεφρών, του ήπατος και του αιμοποιητικού σε ασθενείς με πρόσφατης έναρξης νόσο (Rudnicki RD et al, 1975).
- Η υδροξυχλωροκίνη, χορηγούμενη σε δόση 600-800 mg ημερησίως 1-2 εβδομάδες πριν από ολική αρθροπλαστική του ισχίου, μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο πνευμονικής εμβολής λόγω της αντιαιμοπεταλιακής της δράσης (Johnson R et al, 1979; Johnson R and Loudon JR, 1986).
- Οι ασθενείς με ΣΕΛ που παίρνουν υδροξυχλωροκίνη, όπως και οι ασθενείς με θετικά αντιφωσφολιπιδικά αντισώματα που θεραπεύονται με ανθελονοσιακά, εμφανίζουν λιγότερα θρομβοεμβολικά επεισόδια από τους μη θεραπευόμενους με ανθελονοσιακά (Wallace DJ, 1987; Wallace DJ et al, 1993).
ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΝΘΕΛΟΝΟΣΙΑΚΟΥ :
α) Χλωροκίνη
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Σοβαρός δερματικός λύκος που δεν μπορεί να περιμένει 6 μήνες μέχρις ότου δράσει η υδροξυχλωροκίνη
- Οξύς, ενεργός, μη απειλητικός για την ζωή, ΣΕΛ, όπου τα κορτικοειδή ή η μεθοτρεξάτη θεωρούνται επικίνδυνα ή αντενδείκνυνται.
β) Κινακρίνη
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Ασθενείς στους οποίους αντενδείκνυνται τα παράγωγα της χλωροκίνης λόγω προϋπάρχουσας αμφιβληστροειδοπάθειας
- Κόπωση (σαν προεξάρχον σύμπτωμα)
- Σοβαρή δερματική προσβολή που δεν μπορεί να περιμένει 6 μήνες μέχρις ότου δράσει η υδροξυχλωροκίνη.
γ) Υδροξυχλωροκίνη : Είναι το κυριότερα χρησιμοποιούμενο ανθελονοσιακό στον ΣΕΛ. Χρησιμοποιείται στο 90% των περιπτώσεων.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Τα ανθελονοσιακά παίζουν σημαντικό ρόλο στη θεραπεία των δερματικών αλλοιώσεων, της αρθροπάθειας, του πυρετού και της κακουχίας που συνδέονται με τον ΣΕΛ. Ακόμα, προλαβαίνουν τις εξάρσεις της συστηματικής νόσου και μειώνουν τα επίπεδα των λιπιδίων, ιδιαίτερα σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή. Πάντως, δεν πρέπει να χορηγούνται μόνα τους για την αντιμετώπιση της προσβολής της καρδιάς, του πνεύμονα, των νεφρών και του ήπατος ή της αγγειίτιδας του ΚΝΣ και των σοβαρών αιματολογικών διαταραχών.
1.1.9.7 ΝΕΑΝΙΚΗ ΔΕΡΜΑΤΟΜΥΟΣΙΤΙΔΑ
Η υδροξυχλωροκίνη είναι αποτελεσματική σε ασθενείς με νεανική δερματομυοσίτιδα μη ανταποκρινόμενη επαρκώς στα κορτικοειδή (Woo TY et al, 1984; Olson NY and Lindlsey CB, 1989). Συνήθως βελτιώνει το δερματικό εξάνθημα (Woo TY et al, 1984; Olson NY et al, 1989), αν και μπορεί να το επιδεινώσει (Bloom BJ et al, 1994).
1.1.9.8 ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΟΣ ΡΕΥΜΑΤΙΣΜΟΣ
Σύμφωνα με μη ελεγχόμενες μελέτες, η χλωροκίνη και η υδροξυχλωροκίνη ελαττώνουν σημαντικά την βαρύτητα, την συχνότητα και την διάρκεια των προσβολών της αρθρίτιδας σε ασθενείς με παλίνδρομο ρευματισμό (Hannonen P et al, 1987a; Youssef W et al, 1991).
1.1.9.9 ΗΩΣΙΝΟΦΙΛΙΚΗ ΠΕΡΙΤΟΝΙΙΤΙΔΑ
Σύμφωνα με μη ελεγχόμενη μελέτη, τα ανθελονοσιακά είναι αποτελεσματικά σε ασθενείς με ηωσινοφιλική περιτονιίτιδα (Lakhanpal S et al, 1988). Η βελτίωση εμφανίζεται μετά από 3-6 μήνες θεραπείας με 200 ή 400 mg υδροξυχλωροκίνης ημερησίως.
1.1.9.10 ΔΙΑΒΡΩΤΙΚΗ ΟΣΤΕΟΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
Η υδροξυχλωροκίνη μπορεί να βελτιώσει την πρωινή δυσκαμψία και την υμενίτιδα σε ασθενείς μη ανταποκρινόμενους στα ΜΣΑΦ (Bryant LR et al, 1995).
1.1.9.11 ΠΥΡΟΦΩΣΦΟΡΙΚΗ ΑΡΘΡΟΠΑΘΕΙΑ
Σύμφωνα με ελεγχόμενη μελέτη, η υδροξυχλωροκίνη είναι αποτελεσματική και μειώνει τον αριθμό των ενεργών αρθρώσεων, περισσότερο από placebo (Rothschild BM, 1994).
1.1.9.12 ΝΟΣΟΣ LYME
Η υδροξυχλωροκίνη βελτίωσε την αρθρίτιδα σ΄έναν ασθενή (Coblyn JS and Taylor P, 1981).
1.1.9.13 ΠΡΩΤΟΠΑΘΕΣ ΣΥΝΔΡΟΜΟ SJOGREN
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ :
α) Υδροξυχλωροκίνη
- Βελτιώνει σημαντικά την ξηροφθαλμία και την ξηροστομία και τις συστηματικές εκδηλώσεις (αρθραλγίες, μυαλγίες και λεμφαδενοπάθεια) της νόσου, μετά από 1-3 χρόνια θεραπείας (Fox RI et al, 1996)
- Σε συνδυασμό με μικρές δόσεις κορτικοειδών, βελτιώνει κυρίως τις εξωαδενικές εκδηλώσεις και τις εργαστηριακές διαταραχές (Hb, TKE, Ra test, γ-σφαιρίνη) και πολύ λιγότερο την ξηροστομία και την ξηροφθαλμία σε παιδιά με πρωτοπαθές σύνδρομο Sjogren (Ostuni PA et al, 1996)
- Μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών σε ασθενείς με σπλαγχνική προσβολή (αγγειίτιδα, δερματικές αλλοιώσεις, πνευμονίτιδα, νευροπάθεια, νευρίτιδα).
Κατ΄άλλους :
- Μειώνει σημαντικά τις IgG και IgM ανοσοσφαιρίνες και ελαφρώς την ΤΚΕ, αλλά δεν έχει αποτέλεσμα στα σημεία και συμπτώματα της νόσου (Kruize AA et al, 1993)
- Δεν βελτιώνει σημαντικά τις αδενικές και εξωαδενικές εκδηλώσεις της νόσου (Tishler JM et al, 1999).
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Μειώνει τα επίπεδα των IgG και IgA και IgA RF, IgM RF και IgG anti-SSB, της γ-σφαιρίνης, της CRP και της ΤΚΕ και αυξάνει την Hb (Kruize AA et al, 1993; Ostuni PA et al, 1996)
- Μειώνει τις συγκεντρώσεις της IL-6 στον σίελο και τον ορό και τις συγκεντρώσεις του υαλουρονικού οξέος, στον σίελο (Tishler M et al, 1999)
- Ελαττώνει έναν ειδικό ιδιότυπο στον RF, με εξαφάνιση της ανιχνεύσιμης κυκλοφορούσας παραπρωτεΐνης (Fox RI et al, 1988)
- Μειώνει την παραγωγή RF από τα λεμφοκύτταρα των θεραπευόμενων με υδροξυχλωροκίνη ασθενών, in vitro, με την χρήση ενός μιτογόνου εξαρτώμενου από τα Τ-λεμφοκύτταρα (Fox RI et al, 1988).
β) Χλωροκίνη : Σύμφωνα με πιλοτική μελέτη, η IFN-α2 βελτιώνει την λειτουργία των δακρυγόνων και σιελογόνων αδένων σε ποσοστό 67% και 61%, συγκριτικά με 15% και 18% με την χλωροκίνη, αντίστοιχα, σε ασθενείς με σύνδρομο Sjogren (Ferraccioli GF et al, 1996).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : H υδροξυχλωροκίνη μπορεί να βελτιώσει τις εξωαδενικές εκδηλώσεις (αρθρίτιδα, αρθραλγίες, μυαλγίες, λεμφαδενοπάθεια) του πρωτοπαθούς συνδρόμου Sjogren, αλλά είναι αμφιλεγόμενο κατά πόσον βελτιώνει την ξηροστομία και την ξηροφθαλμία, γι΄ αυτό και το δυνητικό όφελος με την χρήση της πρέπει να σταθμίζεται σε σχέση με τους κινδύνους (κυρίως αμφιβληστροειδοπάθεια) της μακροχρόνιας θεραπείας με ανθελονοσιακά.
1.1.9.14 ΕΛΟΝΟΣΙΑ
H υδροξυχλωροκίνη ενδείκνυται για την καταστολή της νόσου και την θεραπεία των οξέων προσβολών της ελονοσίας της οφειλόμενης στο Plasmodium viva, malariae και ovale και ευαίσθητα στελέχη του P. Falciparum.
1.1.10 ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Τα ανθελονοσιακά θεωρούνται τα ασφαλέστερα δεύτερης γραμμής αντιρρευματικά φάρμακα, δεδομένου ότι, εκτός από την αμφιβληστροειδοπάθεια, δεν συνοδεύονται από σοβαρές επιπλοκές. Στις καθιερωμένες δόσεις, διακόπτονται συνήθως λόγω αναποτελεσματικότητας και όχι τοξικότητας, όπως συμβαίνει με άλλα DMARDs (π.χ. χρυσός, D-πενικιλλαμίνη).
Συγκριτικά με άλλα DMARDs, η υδροξυχλωροκίνη και η χλωροκίνη έχουν παρόμοια ή μεγαλύτερη ασφάλεια. Η υδροξυχλωροκίνη είναι λιγότερο τοξική από τον χρυσό, την D-πενικιλλαμίνη και την λεβαμιζόλη (Husain Z and Runge LA, 1980). Σύμφωνα με μετα-ανάλυση placebo-ελεγχόμενων μελετών, η συχνότητα των επιπλοκών που οδηγούν σε απόσυρση των ανθελονοσιακών είναι μικρότερη, σε βαθμό στατιστικά σημαντικό, από τον παρεντερικό χρυσό, την σουλφασαλαζίνη και την D-πενικιλλαμίνη, αλλ’ όχι από την αουρανοφίνη και την μεθοτρεξάτη (Felson DT et al, 1990).
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η συχνότητα των επιπλοκών των ανθελονοσιακών εξαρτάται από την ημερήσια δόση και το σκεύασμα του ανθελονοσιακού και, για την χλωροκίνη, από τα επίπεδά της στον ορό.
Συσχέτιση με την δόση : Σε δόσεις 600-800 mg/24ωρο, πολλές από τις επιπλοκές της υδροξυχλωροκίνης (κνησμός, εξάνθημα, κεφαλαλγίες, κοιλιακός πόνος, ίλιγγος, ναυτία, ζάλη, θόλωση όρασης, διάρροια, ανορεξία, στοματίτιδα, έμετος, φωτοφοβία) απαντώνται στην ίδια περίπου συχνότητα με τους ασθενείς που παίρνουν placebo (Mainland D and Sutcliffe MI, 1962; Hamilton EBD and Scott JT, 1962).
Συσχέτιση με το σκεύασμα : Η συχνότητα των επιπλοκών της χλωροκίνης (περίπου 20%) είναι διπλάσια της υδροξυχλωροκίνης (9%) (Scull E, 1962).
Συσχέτιση με τα επίπεδα στον ορό : Η συχνότητα των επιπλοκών της χλωροκίνης εξαρτάται από τα επίπεδά της στον ορό. Σε δόση 250 mg/24ωρο προσεγγίζει το 80%, όταν τα επίπεδα υπερβαίνουν τα 0.8 mg/ml, και το 24%, όταν είναι 0.6 mg/ml, ενώ απουσιάζουν όταν τα επίπεδά της είναι <0.4 mg/ml (Frisk-Holmberg M et al, 1979).
ΤΥΠΟΙ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΧΛΩΡΟΚΙΝΗΣ – ΥΔΡΟΞΥΧΛΩΡΟΚΙΝΗΣ
1. ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΕΣ
2. ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Ανορεξία
- Μετεωρισμός κοιλιάς
- Κοιλιακές κράμπες
- Επιγαστρικός καύσος
- Ναυτία
- Έμετοι
- Απώλεια βάρους
- Διάρροια
3. ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Αιμολυτική αναιμία
- Ακοκκιοκυττάρωση
- Τοξική κοκκίωση
- Απλαστική αναιμία
- Θρομβοπενία
- Λευχαιμία
4. ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ/ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ
- Εξανθήματα (λειχηνοειδή, κνιδωτικά, ιλαροειδή, κηλιδοβλατιδώδη, αποφολιδωτικά)
- Δερματικές αλλοιώσεις τύπου ομαλού λειχήνα
- ΄Εξαρση ψωριασικού εξανθήματος
- Μεταβολές χροιάς δέρματος/τριχών/ονύχων/εκκρίσεων/βλεννογόνων (κίτρινη, εκχυμωτική κυανόμαυρη ή φαιόχρους χρώση, λεύκανση τριχών κεφαλής, βλεφαρίδων και οφρύων)
- Αλωπεκία
- Ξηρότητα δέρματος
- Κνησμός
- Κνίδωση
- Σταθερή φαρμακευτική αντίδραση
- Σύνδρομο Stevens-Johnson (Leckie MJ and Rees RG, 2002)
- Δακτυλιοειδές φυγόκεντρο ερύθημα
- Παρόξυνση όψιμης δερματικής πορφυρίας
- Λεύκη
5. ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ-ΜΥΪΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Μυασθενικό σύνδρομο
- Διέγερση φλοιού εγκεφάλου
- Τοξική ψύχωση
- Επιληπτικοί σπασμοί
- Ευερεθιστότητα
- Δυσκολία οπτικής προσαρμογής
- Κεφαλαλγίες
- Αϋπνία
- Ατονία
- Αμνησία
- Ζάλη
- Ασυνείδητες κινήσεις
- Διανοητική σύγχυση
- Πολυνευροπάθεια
- Δυσλειτουργία αίθουσας έσω ωτός
6. ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ
- Δυσκολία στην προσαρμογή και σύγκλιση
- Καταρράκτης
- Εναποθέσεις κερατοειδούς
- Διπλωπία
- Απώλεια αντανακλαστικού κερατοειδούς
- Πρώϊμη ωχροπάθεια
- Αμφιβληστροειδοπάθεια (απώλεια όρασης, στικτές ανωμαλίες, σκοτώματα, διαταραχές οπτικών πεδίων)
7. ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Έχουν αναφερθεί κυρίως με την χλωροκίνη.
- Ελάττωση του ύψους του κύματος Τ στο ΗΚΓ
- Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
- Περιοριστική μυοκαρδιοπάθεια (Magnussen I and de Fine Olivarius B, 1977)
- Κοιλιακές αρρυθμίες και καρδιακή ανακοπή (Don Michael TA and Aiwazzadeh S, 1970), σε μεγάλες εφάπαξ δόσεις.
- Πλήρης κολποκοιλιακός αποκλεισμός (Edwards AC et al, 1978)
- Δοσοεξαρτώμενη αρνητική χρονότροπος και ινότροπος δράση στον καρδιακό μυ, σε μεγάλες δόσεις σε ινδόχοιρους, in vitro (Marshall RJ and Ojewole JAO, 1978).
8. ΔΙΑΦΟΡΕΣ
- Ωτοτοξικότητα
- Τερατογένεση
- Θάνατος από υπερδοσολογία
- Κρίσεις διαλείπουσας πορφυρίας
- Όψιμη δυσκινησία
- Δυσκαταποσία
- Αναστολή περισταλτικότητας στομάχου (λόγω παρασυμπαθολυτικής δράσης) (Minker E et al, 1978)
- Υποκαλιαιμία (Jaeger A et al, 1987)
- Θανατηφόρα ηπατική ανεπάρκεια (Makin AJ et al, 1994)
1.1.10.1 ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ
Η χλωροκίνη συνδέεται με μυοσκελετικές εκδηλώσεις παρόμοιες με γρίπη, με πόνους και κόπωση, στο 5-10% των ασθενών, οι οποίες όμως υποχωρούν μετά από 1-2 εβδομάδες, ακόμα και παρά την συνέχιση του φαρμάκου.
1.1.10.2 ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Οι γαστρεντερικές διαταραχές των ανθελονοσιακών είναι παρόμοιες με των ΜΣΑΦ και λιγότερο συχνές με την υδροξυχλωροκίνη (11%), παρά την χλωροκίνη (19%), και αποτελούν το 4% όλων των επιπλοκών των ανθελονοσιακών.
ΤΥΠΟΙ : Ανορεξία, μετεωρισμός κοιλίας, κοιλιακές κράμπες, επιγαστρικός καύσος, ναυτία, έμετοι, απώλεια βάρους, διάρροια. Οι κοιλιακές κράμπες, ο μετεωρισμός και η διάρροια είναι οι πλέον χαρακτηριστικές γαστρεντερικές επιπλοκές των ανθελονοσιακών. Η ατεβρίνη μπορεί να προκαλέσει γαστρεντερικές διαταραχές έως το 30% των ασθενών και ιδιαίτερα έντονη διάρροια.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ : Οι γαστρεντερικές επιπλοκές των ανθελονοσιακών είναι παροδικές και μειώνονται ή εξαφανίζονται με μείωση της δόσης του φαρμάκου και δεν έχουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις.
Η γαστρική δυσανεξία μπορεί να αποφευχθεί με την χορήγηση του φαρμάκου πριν από την κατάκλιση.
Η διάρροια από την ατεβρίνη μπορεί να περιορισθεί με την διακοπή του φαρμάκου επί 72 ώρες και επαναχορήγησή του σε δόση 25-50 mg/24ωρο και με την ταυτόχρονη χορήγηση εναιωρήματος βισμουθίου (π.χ. Pepto-Bismol).
1.1.10.3 ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Οι αιματολογικές επιπλοκές των ανθελονοσιακών είναι σπάνιες, αλλά ενίοτε θανατηφόρες (Polano MK et al, 1965).
ΤΥΠΟΙ :
Αιμολυτική αναιμία : Έχει αναφερθεί με την χλωροκίνη σε ασθενείς με ανεπάρκεια της G6PD (Choudry VP et al, 1978).
Ακοκκιοκυττάρωση : Έχει αναφερθεί με την χλωροκίνη (Don POC et al, 1987) και την υδροξυχλωροκίνη (1.200 mg/24ωρο) (Polano MK et al, 1965).
Τοξική κοκκίωση : Έχει αναφερθεί σε ασθενείς θεραπευόμενους μακροχρόνια με χλωροκίνη (Fedorko M, 1967; Read WK and Bay WW, 1971). Χαρακτηρίζεται από μεγάλα σωμάτια μυελίνης συνδεδεμένα με την μεμβράνη ώριμων ουδετεροφίλων και λεμφοκυττάρων.
Απλαστική αναιμία : Είναι πολύ σπάνια. Έχει αναφερθεί με την κινακρίνη και σε ασθενείς με ΣΕΛ που έπαιρναν 300 mg ατεβρίνης ημερησίως (Wallace DJ, 1989). Ο κίνδυνος της απλαστικής αναιμίας σε ασθενείς με ΣΕΛ που παίρνουν 100 mg ατεβρίνης ημερησίως και κάνουν αιματολογικές εξετάσεις κάθε 2-3 μήνες υπολογίζεται σε 1/500.000 (Wallace DJ, 1989).
Πρόδρομη εκδήλωση απλαστικής αναιμίας από την ατεβρίνη μπορεί να είναι εξανθήματα τύπου ομαλού λειχήνα, τα οποία και αναστρέφονται με την διακοπή του φαρμάκου. Η υποπλαστική φάση φαίνεται ότι διαρκεί αρκετούς μήνες και αναστρέφεται με την διακοπή του φαρμάκου, γι’ αυτό και οι ασθενείς που παίρνουν ατεβρίνη πρέπει να εξετάζονται κάθε 3 μήνες.
1.1.10.4 ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ-ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η χλωροκίνη συνδέεται με δερματικές αλλοιώσεις στο 53%, ενώ η υδροξυχλωροκίνη, στο 19% των περιπτώσεων. Περίπου 3% των ασθενών που παίρνουν ανθελονοσιακά διακόπτουν την αγωγή λόγω επιπλοκών από το δέρμα ή/και τους βλεννογόνους. Οι συνηθέστερες βλεννογονοδερματικές αντιδράσεις των ανθελονοσιακών είναι εξανθήματα και υπέρχρωση του δέρματος και των βλεννογόνων.
ΤΥΠΟΙ :
Εξανθήματα : Είναι λειχηνοειδή, κνιδωτικά, ιλαροειδή ή κηλιδοβλατιδώδη και συνήθως ήπια και εντοπισμένα, άλλοτε όμως γενικεύονται και μεταπίπτουν σε αποφολιδωτική δερματίτιδα. Είναι η συχνότερη επιπλοκή που επιβάλλει διακοπή της θεραπείας.
Δερματικές αλλοιώσεις τύπου ομαλού λειχήνα : Η λειχηνοειδής αντίδραση στην κινακρίνη αποτελεί το 30% των εξανθημάτων των οφειλόμενων στα ανθελονοσιακά και παρατηρείται 2-6 μήνες μετά την έναρξη του φαρμάκου. Έχει την όψη παρατρίμματος, συχνά με υπερτροφικές αλλοιώσεις, αλλοιώσεις πελμάτων και παλαμών και τριχόπτωση. Εάν αγνοηθεί μπορεί να οδηγήσει σε απλαστική αναιμία, γι’ αυτό και κάθε εξάνθημα οφειλόμενο στην ατεβρίνη επιβάλλει άμεση διακοπή του φαρμάκου.
Αυστραλοί που ανέπτυξαν σοβαρή λειχηνοειδή αντίδραση στη μεπακρίνη εμφάνισαν αργότερα καρκίνωμα από πλακώδες επιθήλιο στις παλάμες (Bauer F, 1978). Η χλωροκίνη συνδέεται λιγότερο συχνά με λειχηνοειδή δερματίτιδα, η οποία όμως μπορεί να επιμείνει αρκετούς μήνες μετά την διακοπή του φαρμάκου.
Εξαρση ψωρίασης : Όλα τα ανθελονοσιακά μπορούν να προκαλέσουν έξαρση των ψωριασικών αλλοιώσεων σε ασθενείς με ΨΑ, συνήθως 3 εβδομάδες μετά την έναρξη της θεραπείας (Juozevicius JL and Rynes RI, 1985). Η αντίδραση αυτή είναι ίσως δοσοεξαρτώμενη, δεδομένου ότι παρατηρείται κυρίως σε ασθενείς που παίρνουν μεγαλύτερες δόσεις ανθελονοσιακών (Kuflik EG, 1980).
Αν και η έξαρση της ψωρίασης από τα ανθελονοσιακά σπάνια είναι σοβαρή και συνήθως ανταποκρίνεται στην τοπική θεραπεία, οι Δερματολόγοι δεν συνιστούν τα ανθελονοσιακά σε ασθενείς με ψωρίαση, επειδή πιστεύουν ότι μπορεί να προκαλέσουν αποφολιδωτική δερματίτιδα.
Μεταβολές χροιάς δέρματος-βλεννογόνων : Μεταβολές της χροιάς του δέρματος παρατηρούνται στο 10-25% των ασθενών που παίρνουν μακροχρόνια χλωροκίνη και, σε μικρότερο ποσοστό, υδροξυχλωροκίνη. Οι μεταβολές αυτές εμφανίζονται συνήθως μετά τον 1ο χρόνο της θεραπείας και υποχωρούν βραδέως μετά την διακοπή του φαρμάκου, αν και ενίοτε όχι τελείως. Η υπέρχρωση του δέρματος από τα ανθελονοσιακά μπορεί να συνδυάζεται με αυξημένη συχνότητα αμφιβληστροειδοπάθειας.
α) Κίτρινη χρώση : Η κινακρίνη κλασσικά προσδίδει κίτρινη (ικτερική) χροιά στο δέρμα, τους όνυχες, τους σκληρούς και τις εκκρίσεις (ιδρώτα, ρινικές εκκρίσεις, δάκρυα) στο 36% των ασθενών, ακόμα και σε δόση 100 mg/24ωρο (Dubois EL, 1978). Η χροιά αυτή εμφανίζεται τις πρώτες εβδομάδες της θεραπείας και μπορεί να συγχυθεί με ίκτερο.
Η ατεβρίνη επίσης προσδίδει κίτρινη χρώση στο δέρμα σε ποσοστό έως 30%, η οποία είναι δοσοεξαρτώμενη και υποχωρεί με την διακοπή ή την μείωση της δόσης του φαρμάκου. Η υπέρχρωση μερικές φορές είναι τόσο έντονη, ώστε δίνει ηλιοκαμένη όψη στον άρρωστο και τονίζει τα χαρακτηριστικά του. Οι μεταβολές αυτές είναι επίσης αναστρέψιμες.
Η μεπακρίνη προσδίδει χαρακτηριστική κίτρινη-λεμονόχρου χροιά στο δέρμα, που είναι και η σφραγίδα του φαρμάκου.
β) Εκχυμωτική κυανόμαυρη χρώση : Όλα τα ανθελονοσιακά μπορεί να προκαλέσουν εκχυμωτική κυανόμαυρη χρώση του προσώπου και των εκτεθειμένων στο ηλιακό φως περιοχών του σώματος, της υπερώας, των ονύχων και των προκνημιαίων περιοχών. Οι κοίτες των ονύχων μπορεί να εμφανίσουν διάχυτη υπέρχρωση ή εγκάρσιες υπερχρωστικές γραμμώσεις.
Η χλωροκίνη συνδέεται με την μελανίνη in vivo και in vitro με την βοήθεια ηλεκτροστατικής προσέλκυσης θετικά φορτισμένων μορίων του φαρμάκου σε αρνητικές ομάδες των πολυμερών της μελανίνης. Η δράση αυτή πιθανώς ενισχύεται από δυνάμεις van der Waals ή φορτισμένα μεταφορικά συμπλέγματα.
Οι κυανόμαυρες κηλίδες από την ατεβρίνη οφείλονται στην σύνδεση ενδοκυτταρίων κοκκίων του φαρμάκου συνδεδεμένων με την μεμβράνη με μεγάλες ποσότητες σιδήρου και θείου. Η βιοψία της κυανόμαυρης περιοχής δείχνει αύξηση της μελανίνης στη βασική κυτταρική στιβάδα, όπως και εναποθέσεις αιμοσιδηρίνης στην επιδερμίδα. Οι μεταβολές αυτές της χροιάς υποχωρούν βραδέως με την διακοπή της χλωροκίνης.
γ) Φαιόχρους χρώση : Τα ανθελονοσιακά μπορεί να προσδώσουν φαιόχρου όψη στις ρίζες των τριχών της κεφαλής, των οφρύων, των βλεφαρίδων και του γενείου, σε συνδυασμό με φαιόχροες ραβδώσεις στο τριχωτό της κεφαλής. Έχει αναφερθεί στο παρελθόν σε ασθενείς που έπαιρναν μεγαλύτερες δόσεις ανθελονοσιακών και είναι αναστρέψιμη (Dubois EL, 1978).
δ) Λεύκανση τριχών κεφαλής και προσώπου (βλεφαρίδων και οφρύων) : Μπορεί να παρατηρηθεί με όλα τα ανθελονοσιακά, ιδιαίτερα σε ασθενείς με κόκκινα μαλλιά (Koranda FC, 1981), και είναι αναστρέψιμη.
Αλωπεκία : Είναι λιγότερο συχνή. Σε ασθενείς με ΣΕΛ πρέπει να διαχωρίζεται κατά πόσον οφείλεται στα ανθελονοσιακά ή στην υποκείμενη νόσο.
Κνησμός : Παρατηρείται στο 3% και 5% των ασθενών που παίρνουν κινακρίνη ή χλωροκίνη, αντίστοιχα (Dubois EL, 1978).
Παρόξυνση όψιμης δερματικής πορφυρίας : Συνδέεται συνήθως με γριπώδεις εκδηλώσεις, κοιλιακό πόνο, ναυτία και μεγάλη αύξηση των ηπατικών ενζύμων (Bailin PL and Matkaluk RM, 1982; Kutz DC and Bridges AJ, 1994).
Αποδίδεται σε αυξημένη διαλυτότητα του συμπλόκου φαρμάκου-πορφυρίνης, η οποία οδηγεί σε κινητοποίηση των πορφυρινών από το ήπαρ και έξαρση της όψιμης δερματικής πορφυρίας, ακολουθούμενη από απέκκριση των πορφυρινών μέσω των νεφρών και ύφεση των συμπτωμάτων (Taljaard JJF et al, 1972; Scholnick PL et al, 1973).
1.1.10.5 ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ - ΜΥΪΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Μυασθενικό (Dubois E, 1978) ή νευρομυϊκό (Hicklin JA, 1968; Estes ML et al, 1987) σύνδρομο.
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Νευρομυϊκό σύνδρομο αναπτύσσει <1% των ασθενών που παίρνει χλωροκίνη, 12 ή και περισσότερους μήνες μετά την έναρξη του φαρμάκου. Η υδροξυχλωροκίνη προκαλεί σπάνια μυοπάθεια και συνήθως σε μεγάλες καθημερινές δόσεις, που δεν χρησιμοποιούνται πλέον. Η χλωροκίνη είναι νευρομυοτοξίνη, η οποία προσβάλλει νεύρα και τους μυς της καρδιάς και του σκελετού.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Κεντρομελική αδυναμία των μυών των κάτω άκρων, που αργότερα επεκτείνεται και στα άνω, ενώ σπάνια προσβάλλονται και οι μύες της κεφαλής και του κορμού. Τα εν τω βάθει αντανακλαστικά μειώνονται ή καταργούνται.
Η κλινική εικόνα ενίοτε είναι παρόμοια με βαριά μυασθένεια με πτώση, η οποία αναστρέφεται με την διακοπή του φαρμάκου, ή με οξεία πολυνευροπάθεια. Σ’ έναν ασθενή, η χλωροκίνη συνδέθηκε με περιοριστική μυοκαρδιοπάθεια.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Η CPK και άλλα ένζυμα του ορού ενδεικτικά μυϊκής βλάβης είναι φυσιολογικά.
ΗΛΕΚΤΡΟΜΥΟΓΡΑΦΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Μυοπαθητικές και ενίοτε νευροπαθητικές βλάβες.
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ :
- Κενοτοπιώδης εκφύλιση των μυϊκών ινών κυρίως τύπου Ι : Είναι το τυπικότερο ιστολογικό εύρημα της μυοπάθειας από ανθελονοσιακά (Hicklin JA, 1968). Παρατηρείται κυρίως στις ίνες των μυών του σκελετού και, λιγότερο συχνά, μόνο της καρδιάς (Estes ML et al, 1987). Σπανιότερα η βιοψία δείχνει άτυπες αλλοιώσεις ή είναι φυσιολογική.
- Σε πειραματόζωα, η χρόνια χορήγηση χλωροκίνης προκαλεί μυοπάθεια των μυών του σκελετού και της καρδιάς ιστολογικά παρόμοια με την ανθρώπινη (Sugita H et al, 1987).
- Παρόμοια ευρήματα έχουν παρατηρηθεί με το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σε ασθενείς με μυοκαρδιοπάθεια από ανθελονοσιακά (Ratliff NB et al, 1987), σε ασθενείς με ΣΕΛ που δεν παίρνουν ανθελονοσιακά, όπως και σε πάσχοντες από μυοπάθεια από κορτικοειδή (A-fifi AK et al, 1968), μυοσίτιδα εξ εγκλείστων σωματίων ή κληρονομικά μυϊκά νοσήματα (Carpenter S et al, 1978; Nonaka I et al, 1981).
- Καμπυλογραμμωτά σωμάτια (Estes ML et al, 1987), τα οποία μπορεί να είναι σχετικά ασφαλείς δείκτες της θεραπείας με ανθελονοσιακά, και
- Μυελοειδή σωμάτια προερχόμενα από λυσοσώματα (Estes ML et al, 1987).
ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Γίνεται από την κλινική εικόνα και την βελτίωση των συμπτωμάτων μετά την διακοπή του φαρμάκου. Η απουσία των κενοτοπίων στη βιοψία του μυός δεν αποκλείει την διάγνωση.
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Το νευρομυϊκό σύνδρομο μπορεί να συγχυθεί με την στεροειδική μυοπάθεια ή να αποδοθεί στη βασική νόσο.
ΕΚΒΑΣΗ : Οι κλινικές εκδηλώσεις και τα ιστολογικά ευρήματα της μυοπάθειας υποχωρούν συνήθως μερικές εβδομάδες ή μήνες μετά την διακοπή του φαρμάκου, αν και 2 ασθενείς απεβίωσαν λόγω μυοκαρδιοπάθειας (Hughes JT et al, 1971; Iglesias-Cubero G et al, 1993).
Διέγερση του φλοιού του εγκεφάλου : Έχει αναφερθεί με την ατεβρίνη και λιγότερο με την χλωροκίνη. Η ατεβρίνη, χορηγούμενη καθημερινά σε δόσεις 200-1.200 mg σε υγιή άτομα επί 10 ημέρες, μπορεί να προκαλέσει έντονη ψυχική διέγερση στο ΗΕΓ.
Τοξική (μανιακού τύπου) ψύχωση : Έχει αναφερθεί στο 0.4% των στρατιωτών που έπαιρναν 100 mg ατεβρίνης ημερησίως, όπως και στο 0.09% των ασθενών που θεραπεύονταν για ελονοσία.
Ψύχωση, επιληπτικοί σπασμοί και υπερευερεθιστότητα : Έχει παρατηρηθεί με όλα τα ανθελονοσιακά, ιδιαίτερα με μεγάλες δόσεις ατεβρίνης (McChesney EW, 1983; Evans RL et al, 1984).
Οι περισσότερες νευρολογικές επιπλοκές έχουν μικρή κλινική σημασία, δεδομένου ότι είναι ήπιες και αναστρέφονται με ελάττωση της δόσης.
1.1.10.6 ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ
1.1.10.6.1 ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ ‘Η ΣΥΓΚΛΙΣΗΣ/ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ
Διαταραχές της προσαρμογής και καταρράκτης είναι σπάνιες επιπλοκές της μακροχρόνιας θεραπείας με χλωροκίνη. Οι διαταραχές της προσαρμογής εκδηλώνονται με θόλωση της όρασης ή δυσκολία στην γρήγορη μεταβολή της εστίασης από κοντινά, σε μακρινά αντικείμενα. Μπορεί να σχετίζονται με υψηλά επίπεδα ανθελονοσιακών στο αίμα (Gustafsson LL et al, 1983). Οφείλονται πιθανώς σε άμεση δράση στα νευρικά κέντρα που ελέγχουν την σύγκλιση και την προσαρμογή ή σε περιφερική δράση στους οφθαλμικούς μυς (Rubin ML and Thomas WC Jr, 1970). Σε μερικούς ασθενείς η διπλωπία μπορεί να οφείλεται σε παράλυση των εξωφθάλμιων μυών (Percival SPB and Meanock I, 1968).
1.1.10.6.2 ΕΝΑΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΕΡΑΤΟΕΙΔΟΥΣ (ΚΕΡΑΤΟΠΑΘΕΙΑ)
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Εναποθέσεις στον κερατοειδή παρατηρούνται στο 18-95% των ασθενών, 2-3 εβδομάδες μετά την έναρξη της θεραπείας με μεγάλες δόσεις χλωροκίνης (Rubin M, 1968).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Η κερατοπάθεια είναι συμπτωματική στο 50% των ασθενών. Οι ασθενείς βλέπουν στεφάνη γύρω από τα φώτα και έχουν θόλωση της όρασης ή φωτοφοβία, όχι όμως ελάττωση της οπτικής οξύτητας. Παρόμοια συμπτώματα έχει και το στεροειδικό γλαύκωμα, από το οποίο και πρέπει να διαχωρίζονται.
Η κερατοπάθεια περιορίζεται στο επιθήλιο του κερατοειδούς. Κατά την εξέταση με σχισμοειδή λυχνία, οι εναποθέσεις συχνά έχουν γραμμοειδή διαμόρφωση κάτω από την κόρη, εντοπίζονται στο μέσο τριτημόριο του κερατοειδούς και μπορεί να συνοδεύονται από ελάττωση της αισθητικότητας κατά 50%. Μερικές φορές στο δακρυϊκό φίλμ ανευρίσκονται κρύσταλλοι υδροξυχλωροκίνης (Beebe WE et al, 1986).
ΠΡΟΓΝΩΣΗ : Οι διαταραχές της προσαρμογής και οι εναποθέσεις του κερατοειδούς είναι καλοήθεις και αναστρέφονται τελείως μερικές ημέρες μετά την διακοπή του φαρμάκου. Δεν φαίνεται να έχουν σοβαρές συνέπειες στην όραση και μπορεί να υποχωρήσουν παρά την συνέχιση της θεραπείας.
1.1.10.6.3 ΑΜΦΙΒΛΗΣΤΡΟΕΙΔΟΠΑΘΕΙΑ
Οι αλλοιώσεις του αμφιβληστροειδούς μπορούν να διακριθούν σε 2 ομάδες : Στην πρώϊμη ωχροπάθεια και στην πραγματική αμφιβληστροειδοπάθεια.
1.1.10.6.3.1 ΠΡΩΪΜΗ ΩΧΡΟΠΑΘΕΙΑ (PREMACULOPATHY)
Πρόκειται για πρώϊμες αλλοιώσεις της ωχράς κηλίδας (Percival SPB and Meanock I, 1968), οι οποίες είναι γενικά αναστρέψιμες με την διακοπή του φαρμάκου. Συνίστανται σε ήπια χρωστική διάστιξη (Arden GB and Kolb H, 1966; Fleck BW et al, 1985) και απώλεια των οπτικών πεδίων στην εξέταση ερυθρού αντικειμένου (Percival SPB and Meanock I, 1968).
1.1.10.6.3.2 ΑΜΦΙΒΛΗΣΤΡΟΕΙΔΟΠΑΘΕΙΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η αμφιβληστροειδοπάθεια από τα ανθελονοσιακά είναι σπάνια. Από το 1957, έχουν αναφερθεί περισσότερες από 300 περιπτώσεις από την υδροξυχλωροκίνη και κυρίως την χλωροκίνη και μόνο 18 περιπτώσεις πραγματικής απώλειας της όρασης σε ασθενείς θεραπευόμενους συνήθως με μεγάλες δόσεις υδροξυχλωροκίνης (Wallace DJ, 1993).
Η χλωροκίνη επιπλέκεται συχνότερα με αμφιβληστροειδοπάθεια, λιγότερο συχνά η υδροξυχλωροκίνη, ίσως γιατί έχει χρησιμοποιηθεί σε σχετικά μικρότερες δόσεις (Easterbrook M, 1987), και πολύ σπάνια η κινακρίνη.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Η αμφιβληστροειδοπάθεια μπορεί να εμφανισθεί πρώϊμα, συνήθως όμως εμφανίζεται μετά τον πρώτο χρόνο της θεραπείας. Οι ασθενείς μπορεί να είναι ασυμπτωματικοί, μολονότι μπορεί να έχουν διαταραχές του βυθού ή/και των οπτικών πεδίων. Αρχικά, δυσκολεύονται να διαβάσουν μακροσκελείς φράσεις, γιατί ο περιορισμός των οπτικών πεδίων τους επιτρέπει να διαβάσουν μόνο λίγα γράμματα κάθε φορά. Η οπτική οξύτητα μπορεί να μειωθεί σε συνδυασμό με πυκνό κεντρικό σκότωμα, περιορισμό των περιφερικών πεδίων και αργότερα εντονότερη απώλεια των πεδίων.
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Aπώλεια των κωνίων και των ραβδίων και μετανάστευση ομάδων χρωστικής (Bernstein HN and Ginsberg J, 1964). Σε αντίθεση με την πρώϊμη ωχροπάθεια, οι εναποθέσεις της χρωστικής είναι εντονότερες, στικτές ή κατά ομάδες, ενώ μερικές φορές διατάσσονται δακτυλιοειδώς γύρω από το κεντρικό βοθρίο του αμφιβληστροειδούς, δίνοντας την εικόνα στόχου («bull’s eye»).
Οι αλλοιώσεις της αμφιβληστροειδοπάθειας δεν είναι ειδικές για τα ανθελονοσιακά. Αμφιβληστροειδοπάθεια, ακόμα και εικόνα στόχου, μπορεί να παρατηρηθεί ακόμα και όταν απουσιάζουν προδιαθεσικοί παράγοντες (Weise EE et al, 1974).
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
Δόση : Η αμφιβληστροειδοπάθεια έχει αναφερθεί σε ασθενείς που έπαιρναν >400 mg υδροξυχλωροκίνης (Morsman CDG et al, 1990; Mavrikakis M et al, 1996) ή >250 mg χλωροκίνης (Marks JS, 1982) ημερησίως. Μεγάλες αθροιστικές δόσεις δεν είναι τοξικές, εφ’ όσον η ημερήσια δόση είναι μικρή (MacKenzie AH, 1983). Η αμφιβληστροειδοπάθεια η συνδεόμενη με την χλωροκίνη πιθανώς σχετίζεται με την αθροιστική δόση.
Κίνδυνος αμφιβληστροειδοπάθειας από τα ανθελονοσιακά δεν υφίσταται όταν η δόση συντήρησης της χλωροκίνης είναι <4.0 mg/kg/24ωρο και της υδροξυχλωροκίνης, <6.5 mg/kg/24 ωρο (Johnson MW and Vine AK, 1987; Easterbrook M, 1993), η διάρκεια της θεραπείας μικρότερη των 10 ετών και δεν υπάρχει ένδειξη νεφρικής ανεπάρκειας (MacKenzie AH, 1983).
Διάρκεια θεραπείας : Η αμφιβληστροειδοπάθεια αυξάνεται σε συχνότητα όσο αυξάνεται η διάρκεια της θεραπείας με ανθελονοσιακά (Mavrikakis M et al, 1996), ιδιαίτερα σε ασθενείς θεραπευόμενους με χλωροκίνη.
Ηλικία : Ασθενείς ηλικίας > 50 ετών ίσως έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο αμφιβληστροειδοπάθειας από ανθελονοσιακά (Banks CN, 1987), αν και δεν έχει προσδιορισθεί κατά πόσον η ηλικία σχετίζεται με την τοξικότητα, ανεξάρτητα από την δόση και την διάρκεια της θεραπείας.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η αμφιβληστροειδοπάθεια από τα ανθελονοσιακά αποδίδεται σε δέσμευση των 4-αμινοκινολινών από την μελανίνη του χρωστικού επιθηλίου του αμφιβληστροειδούς, με αποτέλεσμα μείωση της προστατευτικής του δράσης (Bernstein HN and Ginsberg J, 1964) και απώλεια της όρασης. Οι διαταραχές του χρωστικού επιθηλίου μπορεί ακόμα να οφείλονται σε δυσλειτουργία των λυσοσωμάτων. Η χλωροκίνη, χορηγούμενη μακροχρόνια σε πειραματόζωα, προκαλεί αλλοιώσεις τοξικής αμφιβληστροειδοπάθειας παρόμοιες με τις παρατηρούμενες στον άνθρωπο (Dale AJD et al, 1965; Meier-Ruge W, 1965).
ΜΕΘΟΔΟΙ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ ΑΜΦΙΒΛΗΣΤΡΟΕΙΔΟΠΑΘΕΙΑΣ ΑΠΟ ΑΝΘΕΛΟΝΟΣΙΑΚΑ
- 1. Βυθοσκόπηση και εξέταση οπτικών πεδίων
- 2. Διάγραμμα Amsler
- 3. Ηλεκτρο-αμφιβληστροειδογράφημα
- 4. Ηλεκτρο-οφθαλμογράφημα
- 5. Δοκιμασίες ανίχνευσης χρωμάτων
- 6. Μετρήσεις προσαρμογής στο σκότος
- 7. Φλουροαγγειογραφία
ΠΡΟΣΟΧΗ : Οι μέθοδοι 3-7 δεν ενδείκνυνται σαν εξετάσεις ρουτίνας γιατί δεν είναι ειδικές, ενώ οι 3, 4, 6 και 7 μπορεί να είναι φυσιολογικές ακόμα και σε ασθενείς με εγκατεστημένη αμφιβληστροειδοπάθεια.
1. Βυθοσκόπηση και εξέταση οπτικών πεδίων : Είναι οι περισσότερο ειδικές και ευαίσθητες μέθοδοι εκτίμησης της οφθαλμικής τοξικότητας από τα ανθελονοσιακά (Percival SPB and Behrman J, 1969). Η εξέταση του κερατοειδούς με σχισμοειδή λυχνία και η διαστολή της κόρης μπορεί να αποκαλύψουν υπερδοσολογία από την υδροξυχλωροκίνη, κατευθύνοντας σε προσεκτικότερη εξέταση για πρώϊμη ωχροπάθεια.
Διάγραμμα Amsler Τροποποιημένο διάγραμμα Amsler
ΕΙΚΟΝΑ 113 : Διάγραμμα AMSLER
2. Διάγραμμα Amsler (Amsler grid) (Percival SPB and Behrman J, 1969; Easterbrook M, 1984) : Είναι απλή, ανέξοδη, αναπαραγόμενη και πολύ ευαίσθητη μέθοδος έγκαιρης ανίχνευσης μικρών ρηχών παρακεντρικών σκοτωμάτων και γίνεται από τον ίδιο τον ασθενή (βλ. ΕΙΚΟΝΑ 113). Ρωτήστε τους ασθενείς σας εάν παρατηρούν εξασθένηση των τετραγωνιδίων του διαγράμματος. Εάν η δοκιμασία είναι θετική μπορεί να επιβεβαιωθεί με το περίμετρο του Humphrey (Humprhey’s perimetry).
|
- Το τροποποιημένο διάγραμμα Amsler (Yannuzzi card) μπορεί να το μεταφέρει ο ασθενής μαζί του (βλ. ΕΙΚΟΝΑ 113).
Στο περίμετρο του Humphrey, η εξέταση των οπτικών πεδίων με ερυθρό φώς έχει μεγάλη ευαισθησία, αλλά μικρή ειδικότητα, για την ανίχνευση της αμφιβληστροειδοπάθειας από την χλωροκίνη (Easterbrook M and Trope G, 1989). Το διάγραμμα Amsler απαιτεί επίπεδο συνεργασίας που είναι δύσκολο να κατορθωθεί, μπορεί να μην είναι ευαίσθητο και δεν είναι ειδικό.
3. Ηλεκτρο-αμφιβληστροειδογράφημα : Μπορεί να εντοπίσει όψιμες αλλοιώσεις, αλλά είναι δύσκολο να ερμηνεύσει πρώϊμες αλλοιώσεις και συχνά είναι παθολογικό σε φυσιολογικά άτομα.
4. Ηλεκτρο-οφθαλμογράφημα : Αντανακλά την μεταβολική ακεραιότητα του χρωστικού επιθηλίου του αμφιβληστροειδούς, αλλά σχετίζεται πτωχά με τις κηλιδώδεις αλλοιώσεις που προκαλεί η χλωροκίνη. Θεωρείται ευαίσθητη δοκιμασία της λειτουργίας του αμφιβληστροειδούς, αν και είναι παθολογικό στο 20% των ασθενών με ΡΑ που δεν παίρνουν ανθελονοσιακά (Pinckers A and Broekhuyse RM, 1983).
5. Δοκιμασία αντίληψης χρωμάτων (color detection test) : Θεωρείται από μερικούς η πλέον ευαίσθητη μέθοδος διάγνωσης της αμφιβληστροειδοπάθειας από τα ανθελονοσιακά (Cruess AF et al, 1985). Μπορεί να εντοπίσει έγκαιρα σχετικά σκοτώματα, ιδιαίτερα σε ηλικιωμένα άτομα με αμφίβολα οπτικά πεδία. Αν και η έγχρωμη όραση μπορεί να είναι φυσιολογική, παρά την ύπαρξη σχετικών σκοτωμάτων, η αδυναμία αναγνώρισης των έγχρωμων αντικειμένων είναι συνήθως ενδεικτική ύπαρξης απόλυτων σκοτωμάτων και δυσοίωνης οπτικής πρόγνωσης, ακόμα και μετά την διακοπή του φαρμάκου (Easterbrook M, 1988; Easterbrook M, 1992).
Οι διαταραχές στη δοκιμασία ανίχνευσης των χρωμάτων είναι δύσκολο να ερμηνευθούν, δεδομένου ότι μερικοί ασθενείς με ΡΑ έχουν διαταραχές των χρωμάτων σε αυξημένη συχνότητα (Feichter JJ et al, 1980). Τα σκοτώματα σε ερυθρό αντικείμενο δεν είναι ειδικά, δεδομένου ότι παρατηρούνται στο 6% των φυσιολογικών ατόμων (Percival SPB and Meancock I, 1968).
6. Αγγειογραφία με φλουροσκεΐνη : Μπορεί να δείξει εντυπωσιακή κηλιδώδη κατακράτηση. Έχει όμως μικρή ευαισθησία και ειδικότητα και μπορεί να μην είναι τόσο ευαίσθητη όσο η δοκιμασία ανίχνευσης των χρωμάτων (ή η οφθαλμοσκόπηση) στη διάγνωση της αμφιβληστροειδοπάθειας από την χλωροκίνη (Cruess AF et al, 1985).
7. Δοκιμασία φωτισμού ωχράς κηλίδας (macular duzzle test) : Με την μέθοδο αυτή προ-σδιορίζεται ο χρόνος ο απαιτούμενος για την αποκατάσταση της λειτουργίας της ωχράς κηλίδας μετά από έκθεση του αμφιβληστροειδούς σε φωτεινή πηγή. Σε ασθενείς με πρώϊμη ωχροπάθεια από ανθελονοσιακά, το χρονικό αυτό διάστημα μπορεί να είναι παρατεταμένο. Πάντως, η δοκιμασία αυτή υποστηρίζεται ότι είναι παθολογική σ’ όλους σχεδόν του ασθενείς που παίρνουν ανθελονοσιακά και αδυνατεί να διαχωρίσει τους πάσχοντες από τους μη πάσχοντες από αμφιβληστροειδοπάθεια.
8. Δοκιμασία προσαρμογής στο σκότος (dark adaptation test) : Έχει πιθανώς μικρή διαγνωστική αξία.
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ :
Κηλιδώδεις διαταραχές της χρωστικής, οι οποίες απαντώνται :
- Συχνά σε ηλικιωμένα άτομα, σαν εκδήλωση της γήρανσης του οργανισμού. Η πρώϊμη αμφιβληστροειδοπάθεια από τα ανθελονοσιακά δύσκολα διακρίνεται από την εκφύλιση της ωχράς κηλίδας την σχετιζόμενη με την ηλικία, γι’ αυτό και μερικοί γιατροί αποκλείουν τα ανθελονοσιακά σε ασθενείς με προϋπάρχουσα ωχροπάθεια
- Στην κηλιδώδη κληρονομική δυστροφία (νόσος Stargart). Η νόσος Stargart χαρακτηρίζεται από ατροφία, ενώ η αμφιβληστροειδοπάθεια από την χλωροκίνη, από τοξική αλλοίωση του χρωστικού επιθηλίου.
Αγγειακές αλλοιώσεις του αμφιβληστροειδούς, σε ασθενείς με ΣΕΛ. Οι αλλοιώσεις αυτές είναι αποτέλεσμα της δραστηριότητας της νόσου και δεν σχετίζονται με τον τύπο της θεραπείας. Οι ιστολογικές οφθαλμικές αλλοιώσεις της χλωροκίνης συνήθως αναπτύσσονται μετά από χρόνια, ενώ η πρώϊμη αμφιβληστροειδοπάθεια είναι ασυμπτωματική. Οι πάσχοντες από ΣΕΛ που έχουν ενημερωθεί για την οφθαλμική τοξικότητα των ανθελονοσιακών, συχνά παραπονούνται για οπτικές διαταραχές μερικές εβδομάδες μετά την έναρξη της θεραπείας με ανθελονοσιακά. Οι εκδηλώσεις αυτές μπορεί να αποδοθούν στα κορτικοειδή ή τα ΜΣΑΦ ή είναι ψυχογενείς, αλλά δεν οφείλονται στα ανθελονοσιακά.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ : Διακοπή του φαρμάκου. Η οξείδωση με χλωριούχο αμμώνιο, ασκορβικό οξύ ή BAL μπορεί να αυξήσει την αποβολή των ανθελονοσιακών από τον οργανισμό, αλλά δεν βελτιώνει τις οφθαλμικές αλλοιώσεις (Bernstein NH, 1967).
ΕΚΒΑΣΗ : Η αμφιβληστροειδοπάθεια, εάν δεν γίνει έγκαιρα αντιληπτή, οδηγεί σε πλήρη τύφλωση. Εάν όμως διαγνωσθεί σε αρχικά στάδια, είναι πολύ πιθανό να αποκατασταθεί ή να σταθεροποιηθεί. Οι αλλοιώσεις του αμφιβληστροειδούς συνήθως δεν επιδεινώνονται μετά την διακοπή του ανθελονοσιακού. Άλλοτε όμως εξελίσσονται (Ogawa S et al, 1979), ιδιαίτερα όταν είναι προχωρημένες (Brinkley JR, 1979) ή εμφανισθούν μετά την διακοπή του (Burns RP, 1966; Martin LJ et al, 1978). Η αμφιβληστροειδοπάθεια μπορεί να εμφανισθεί και παρά την διακοπή της χλωροκίνης (Burns RP, 1966; Ehrefeld M et al, 1986).
Εάν η κεντρική όραση και η αντίληψη των χρωμάτων είναι φυσιολογική και τα σκοτώματα σχετικά ρηχά, η όραση διατηρείται μετά την διακοπή του φαρμάκου (Easterbrook M, 1987; Easterbrook M, 1992). Ασθενείς με όραση <20/20, απόλυτα σκοτώματα, παθολογική αντίληψη χρωμάτων και θετικά ευρήματα με την φλουροσκεΐνη, μπορεί να εμφανίσουν επιδείνωση ή και οριστική απώλεια της όρασης ακόμα και μετά την διακοπή του ανθελονοσιακού (Easterbrook M, 1992).
1.1.10.7 ΔΙΑΦΟΡΕΣ
- Ωτοτοξικότητα : Η χλωροκίνη μπορεί να προκαλέσει ίλιγγο και νευροαισθητήρια κώφωση (Dwivedi GS and Mehra YN, 1978). Η επιπλοκή αυτή μπορεί να οφείλεται στην αλληλεπίδραση φαρμάκου-μελανίνης στον κοχλία. Παρόμοια, η υδροξυχλωροκίνη μπορεί σπάνια να προκαλέσει νευροαισθητήρια απώλεια της ακοής (Coutinho MB and Duarte I, 2002).
- Κρίσεις διαλείπουσας πορφυρίας
- Όψιμη δυσκινησία (Osifo NG, 1979)
- Δυσκολία στην κατάποση και την προσαρμογή, διπλωπία και κόπωση (Hamilton EBD and Scott JT, 1962), μετά από ταχεία ενδοφλέβια έγχυση μεγάλων δόσεων χλωροκίνης.
- Θανατηφόρα ηπατική ανεπάρκεια (Makin AJ et al, 1993)
- Ελάττωση κάθαρσης κρεατινίνης (Landewe RBM et al, 1995).
1.1.11 ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ
Οι 4-αμινοκινολίνες, σε μεγάλες δόσεις, είναι επικίνδυνες, ιδιαίτερα στα βρέφη και τα παιδιά, αν και το όριο ασφάλειας στους ενήλικες είναι επίσης μικρό. Δόσεις 1-2 gr μπορεί να αποβούν θανατηφόρες 2 ώρες μετά την λήψη τους. Τα συμπτώματα μπορεί να εμφανισθούν εντός 30΄, δεδομένου ότι τα παράγωγα της 4-αμινοκινολίνης απορροφώνται ταχέως και πλήρως μετά την λήψη μεγάλων δόσεων ή, σε υπερευαίσθητα άτομα, ακόμα και μικρών δόσεων.
Στους ενήλικες, η υδροξυχλωροκίνη, εάν ληφθεί σε μεγάλες δόσεις (≥ 5 gr), συνήθως είναι θανατηφόρα, αν και ένα παιδί ηλικίας 3 ετών κατέληξε κακώς μετά την λήψη μικρότερων δόσεων (750 ή 1.000 mg). Πάντως, ένας ενήλικας επέζησε μετά την λήψη 36 δισκίων χλωροκίνης, ενώ είχε επίπεδα του φαρμάκου 6.1 mg/kg-1 στο πλάσμα.
Εκδηλώσεις :
- Kεφαλαλγίες, οπτικές διαταραχές, καρηβαρία, ναυτία, έμετοι, υποκαλιαιμία, καρδιαγγειακή ανεπάρκεια και σπασμοί. Οι εκδηλώσεις αυτές συνοδεύονται από αιφνίδια και πρώϊμη καρδιοαναπνευστική ανεπάρκεια, με κακή κατάληξη (Kiel FW, 1964). Η πτώση της αρτηριακής πίεσης, εάν δεν αντιμετωπισθεί, μπορεί να οδηγήσει ταχέως σε καταπληξία. Το ΗΚΓ μπορεί να δείξει κολπική παύση, κομβικό ρυθμό, παράταση του χρόνου ενδοκοιλιακής αγωγιμότητας, διεύρυνση του QRS διαστήματος και προοδευτική βραδυκαρδία, οδηγώντας σε ινιδισμό των κοιλιών ή/και ανακοπή.
- Οξεία καταστολή της αναπνοής. Μπορεί να είναι θανατηφόρα στα μικρά παιδιά, γιατί δεν υπάρχει αντίδοτο.
Θεραπεία :
- ΄Aμεση κένωση του στομάχου με προκλητό έμετο ή γαστρική πλύση : Μπορεί να μειώσει την απορρόφηση του φαρμάκου, αλλά πρέπει γενικά να εφαρμόζεται αφού προηγηθούν τα μέτρα για την διόρθωση των καρδιαγγειακών διαταραχών, εάν υπάρχουν, και η υποστήριξη της αναπνευστικής λειτουργίας με διασωλήνωση της τραχείας ή τραχειοστομία για να προληφθεί η αναρρόφηση του γαστρικού περιεχομένου (εάν ο ασθενής έχει και σπασμούς).
- Ενεργός άνθρακας, σε δόση τουλάχιστον 5πλάσια του ανθελονοσιακού, μετά την πλήρη απομάκρυνση του γαστρικού περιεχομένου. Μπορεί να αναστείλει την περαιτέρω εντερική απορρόφηση του φαρμάκου εντός 30΄μετά την λήψη του.
- Έλεγχος των σπασμών (εάν υπάρχουν), πριν από την γαστρική πλύση. Εάν οι σπασμοί οφείλονται σε διέγερση του εγκεφάλου, μπορεί να χορηγηθεί ένα βραχείας δράσης βαρβιτουρικό (π.χ. ενδοφλέβια διαζεπάμη). Εάν οφείλονται σε ανοξία, πρέπει να γίνεται τεχνητή αναπνοή και να χορηγείται συμπληρωματικό οξυγόνο και αγγειοσυσταλτική αγωγή για την αντιμετώπιση της καταπληξίας. Η διαζεπάμη μπορεί να θέσει υπό έλεγχο και άλλες εκδηλώσεις της εγκεφαλικής διέγερσης και, πιθανώς, να προλάβει ή μετριάσει και άλλες τοξικές δράσεις (π.χ. καρδιοτοξικότητα, διαταραχές του ΗΚΓ και της αγωγιμότητας) των παραγώγων της 4-αμινοκινολίνης.
- Ενδοφλέβια χορήγηση υγρών και τοποθέτηση του ασθενούς σε θέση Trendelemburg : Μπορεί να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση της υπότασης. Εάν όμως υπάρχουν ενδείξεις επικείμενης καταπληξίας, μπορεί να χρειασθεί επιθετικότερη θεραπεία με αγειοσυσταλτικά (π.χ. επινεφρίνη, ισοπροτερενόλη, ντοπαμίνη).
- Περιτοναϊκή διύλιση/αιμοδιϋλιση/αιμοδιήθηση : Δεν φαίνεται να έχουν αποτέλεσμα στην αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας από τις 4-αμινοκινολίνες.
- Αφαιμαξομεταγγίσεις : Μπορεί να μειώσουν τα επίπεδα της 4-αμινοκινολίνης στο αίμα.
- Επαρκής ενυδάτωση.
- Άμεση ενδοτραχειακή διασωλήνωση και μηχανική αναπνοή, εάν χρειάζεται.
- Χλωριούχο αμμώνιο (8 g/24ωρο σε διηρημένες δόσεις, στους ενήλικες) per os 3-4 ημέρες/ εβδομάδα επί μερικούς μήνες, δεδομένου ότι η οξείδωση των ούρων αυξάνει την νεφρική απέκκριση των παραγώγων της 4-αμινοκινολίνης κατά 20-90%. Πάντως, το χλωριούχο αμμώνιο πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με εξασθενημένη νεφρική λειτουργία ή/και μεταβολική οξείδωση.
Οι ασθενείς που επιβιώνουν της οξείας φάσης της υπερδοσολογίας, αν και ασυμπτωματικοί, πρέπει να παρακολουθούνται στενά τουλάχιστον επί 48-96 ώρες μετά την λήψη του φαρμάκου. Πάντως, η διάρκεια της θεραπείας των εκδηλώσεων υπερδοσολογίας των παραγώγων της 4-αμινοκινολίνης δεν έχει προσδιορισθεί.
1.1.12 ΚΥΗΣΗ
Στα ζώα : Η χλωροκίνη, χορηγούμενη ενδοφλεβίως σε εγκύους ποντικούς, διέρχεται ταχέως τον πλακούντα και αθροίζεται εκλεκτικά στη μελανίνη των οφθαλμών του εμβρύου, όπου και κατακρατάται στους οφθαλμικούς ιστούς επί 5 μήνες μετά την απομάκρυνση του φαρμάκου από τον οργανισμό.
Στον άνθρωπο : Τα ανθελονοσιακά διέρχονται τον πλακούντα και συγκεντρώνονται στους εμβρυικούς ιστούς σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα της μητέρας, αλλ΄αθροίζονται στους οφθαλμούς του εμβρύου (Ullberg S et al, 1970; Parke AL, 1988). Επειδή έχουν μακρό t(1/2) εκθέτουν το έμβρυο στην τοξική τους δράση σ’ όλη την διάρκεια της οργανογένεσης, ακόμα και μετά την διακοπή τους (Tett SE et al, 1989). Ακόμα, μπορεί να προκαλέσουν χρωμοσωμική βλάβη, in vitro (Neill WA et al, 1973), αλλ΄όχι in vivo.
ΕΜΒΡΥΪΚΕΣ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΕΛΟΝΟΣΙΑΚΩΝ ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΗΣΗΣ
- Αισθητικονευρική απώλεια ακοής, σ’ ένα βρέφος που εκτέθηκε στην φωσφορική χλωροκίνη το πρώτο 3μηνο της κύησης
- Βλάβες του κοχλία και κώφωση, σε 3 παιδιά που γεννήθηκαν από μία γυναίκα που έπαιρνε 500 mg χλωροκίνης/24ωρο στη διάρκεια της κύησης (Matz GJ and Naunton RF, 1968).
- Απώλεια της λειτουργικότητας του 8ου νεύρου, ανωμαλίες της οπίσθιας δέσμης του νωτιαίου μυελού, διανοητική καθυστέρηση και εκφύλιση του αμφιβληστροειδούς, σε βρέφη γυναικών με ΣΕΛ που έπαιρναν 250 mg χλωροκίνης 2 φορές ημερησίως στη διάρκεια της κύησης.
Πάντως, αρκετές γυναίκες με ΣΕΛ που έπαιρναν ανθελονοσιακά στη διάρκεια της κύησης γέννησαν φυσιολογικά παιδιά (Parke AL, 1988). Οι γυναίκες αυτές είχαν μεγάλο ποσοστό εμβρυϊκής απώλειας σχετιζόμενης μάλλον με την δραστηριότητα της νόσου, παρά με την φαρμακευτική αγωγή. Για τους λόγους αυτούς, και παρά το γεγονός ότι πολλοί κλινικοί γιατροί συνιστούν η υδροξυχλωροκίνη, αν και δεν συνδέεται με εμβρυικές συγγενείς ανωμαλίες, να διακόπτεται στη διάρκεια της κύησης, τα ανθελονοσιακά μπορούν να συνεχισθούν σε έγκυες γυναίκες με ΡΑ ή ΣΕΛ, εφ΄όσον η νόσος είναι υπό έλεγχο.
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ : Τα ανθελονοσιακά μπορούν να χορηγηθούν ή να συνεχισθούν στη διάρκεια της κύησης σε γυναίκες με ΡΑ ή ΣΕΛ. Κατ΄άλλους, η χλωροκίνη πρέπει να αποφεύγεται στη διάρκεια της κύησης, εκτός εάν χρησιμοποιείται για την καταστολή ή θεραπεία της ελονοσίας και το όφελος υπερφαλαγγίζει τους πιθανούς κινδύνους για το βρέφος.
Σε γυναίκες με ΣΕΛ, η υδροξυχλωροκίνη μπορεί να συνεχισθεί στη διάρκεια της κύησης, δεδομένου ότι δεν φαίνεται να προκαλεί τερατογένεση και είναι λιγότερο τοξική από την χλωροκίνη, η διακοπή της συνοδεύεται από έξαρση της νόσου και ο ΣΕΛ και το αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο συνδέονται με αυξημένη εμβρυϊκή απώλεια.
Επειδή η ελονοσία μπορεί να αποβεί σοβαρή και να αυξήσει τον κίνδυνο των επιπλοκών της κύησης (π.χ. προωρότητα, αποβολή, θνησιγενή έμβρυα), οι γυναίκες που είναι σε κατάσταση εγκυμοσύνης ή επιθυμούν να συλλάβουν είναι προτιμότερο να μην επισκέπτονται περιοχές όπου ενδημεί η ελονοσία, ακόμα και αν παίρνουν ανθελονοσιακά για προληπτικούς λόγους.
1.1.13 ΓΑΛΟΥΧΙΑ
Η υδροξυχλωροκίνη και η χλωροκίνη ανιχνεύονται σε μικρά ποσά στο ανθρώπινο γάλα. Πάντως, οι συγκεντρώσεις των ανθελονοσιακών στο πλάσμα βρεφών που θηλάζουν δεν είναι επαρκείς για να τα προστατεύσουν από την ελονοσία.
Σε γυναίκες που θηλάζουν, μετά την εφάπαξ χορήγηση 300 ή 600 mg χλωροκίνης, η μέγιστη πρόσληψη του φαρμάκου από τα θηλάζοντα βρέφη υπολογίζεται σε 0.4-0.7% της καθημερινής δόσης (έως 4.2% μιας απλής δόσης σε διάστημα 9 ημερών γαλουχίας). Η σχέση της υδροξυχλωροκίνης στο μητρικό γάλα/συγκεντρώσεις στο πλάσμα υπολογίζεται σε 5.5 και το βρέφος πιθανώς εκτίθεται στο 2% περίπου της μητρικής καθημερινής δόσης (Nation RL et al, 1984).
Τα ανθελονοσιακά, αν και χρησιμοποιούνται ευρέως στη διάρκεια της γαλουχίας για προφύλαξη από την ελονοσία, δεν προκαλούν επιπλοκές στα βρέφη. Οι δυνητικοί κίνδυνοι στα βρέφη γυναικών θεραπευόμενων μακροχρόνια με ανθελονοσιακά για ρευματικά νοσήματα (π.χ. ΡΑ) δεν είναι γνωστοί. Πάντως, επειδή τα ανθελονοσιακά απεκκρίνονται, έστω και σε μικρά ποσά, στο μητρικό γάλα και αθροίζονται εκλεκτικά στο χρωστικό επιθήλιο του αμφιβληστροειδούς, η χρήση τους σε γυναίκες με χρόνια ρευματικά νοσήματα που θηλάζουν δεν θεωρείται ασφαλής (Goldsmith DP, 1989).
Οι κατασκευαστές της χλωροκίνης συνιστούν, λόγω των δυνητικών επιπλοκών της στα θηλάζοντα βρέφη, να αποφασίζεται κατά πόσον πρέπει να διακόπτεται ο θηλασμός ή η χλωροκίνη, λαμβάνοντας υπόψη την σημασία του φαρμάκου για την μητέρα.
1.1.14 ΔΟΣΕΙΣ-ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ
1.1.14.1 ΕΛΟΝΟΣΙΑ
Α) ΥΔΡΟΞΥΧΛΩΡΟΚΙΝΗ
Ένα δισκίο θειϊκής 200 mg υδροξυχλωροκίνης ισοδυναμεί με 155 mg βάσης.
Θεραπεία καταστολής :
- Ενήλικες : 400 mg (= 310 mg βάσης) ακριβώς την ίδια ημέρα κάθε εβδομάδα.
- Παιδιά και βρέφη : 5 mg/kg/εβδομάδα. Η δόση αυτή δεν πρέπει να υπερβαίνει του ενήλικα, ανεξάρτητα από το βάρος.
Η κατασταλτική θεραπεία πρέπει να αρχίζει 2 εβδομάδες πριν από την έκθεση στον αιτιοπαθογόνο μικρο-οργανισμό. Εάν αυτό δεν είναι δυνατόν, η υδροξυχλωροκίνη πρέπει να χορηγείται σε 2πλάσια δόση εφόδου (800 mg στους ενήλικες και 10 mg/kg στα παιδιά) κάθε 6 ώρες σε 2 δόσεις. Η κατασταλτική θεραπεία πρέπει να συνεχίζεται επί 8 εβδομάδες μετά την απομάκρυνση του ασθενούς από την ενδημική περιοχή.
Θεραπεία οξείας εισβολής :
Eνήλικες : Αρχική δόση 800 mg (= 620 mg βάσης), ακολουθούμενη από 400 mg (= 310 mg βάσης) μετά από 6-8 ώρες και καθημερινά επί 2 συνεχείς ημέρες (συνολικά 2 gr θειϊκής υδροξυχλωροκίνης ή 1.55 gr βάσης). Εναλλακτικά, η υδροξυχλωροκίνη μπορεί να χορηγηθεί εφάπαξ σε δόση 800 mg (= 620 mg βάσης).
Η δόση στους ενήλικες μπορεί επίσης να υπολογισθεί με βάση το σωματικό βάρος. Η μέθοδος αυτή είναι προτιμότερη για τα βρέφη και τα παιδιά. Η υδροξυχλωροκίνη χορηγείται συνολικά σε δόση 25 mg/ kg επί 3 συνεχείς ημέρες ως εξής :
- 1η δόση : 10 mg βάσης/kg (μέγιστη δόση 620 mg βάσης).
- 2η δόση : 5 mg βάσης/kg (μέγιστη δόση 310 mg βάσης), 6 ώρες μετά την 1η δόση.
- 3η δόση : 5 mg βάσης/kg 18 ώρες μετά την 2η δόση.
- 4η δόση : 5 mg βάσης/kg 24 ώρες μετά την 3η δόση.
Β) ΧΛΩΡΟΚΙΝΗ
Η δόση της φωσφορικής χλωροκίνης συχνά εκφράζεται ή υπολογίζεται ως βάση. Κάθε δισκίο 500 mg φωσφορικής χλωροκίνης ισοδυναμεί με 300 mg βάσης. Σε βρέφη και παιδιά η δόση υπολογίζεται κατά προτίμηση με το σωματικό βάρος.
Θεραπεία καταστολής :
- Ενήλικες : 500 mg (= 300 mg βάσης) ακριβώς την ίδια ημέρα κάθε εβδομάδα.
- Παιδιά και βρέφη : 5 mg/kg/εβδομάδα. Η δόση αυτή δεν πρέπει να υπερβαίνει του ενήλικα, ανεξάρτητα από το βάρος.
Η κατασταλτική θεραπεία πρέπει να αρχίζει 2 εβδομάδες πριν από την έκθεση στον αιτιοπαθογόνο μικρο-οργανισμό. Εάν αυτό δεν είναι δυνατόν, η χλωροκίνη χορηγείται σε 2πλάσια δόση εφόδου 1 gr (= 600 mg βάσης στους ενήλικες και 10 mg/ kg στα παιδιά) κάθε 6 ώρες σε 2 δόσεις. Η κατασταλτική θεραπεία πρέπει να συνεχίζεται επί 8 εβδομάδες μετά την απομάκρυνση του ασθενούς από την ενδημική περιοχή.
Θεραπεία οξείας εισβολής :
Eνήλικες : Αρχική δόση 1 gr (= 600 mg βάσης), ακολουθούμενη από 500 mg (= 300 mg βάσης) μετά από 6-8 ώρες και καθημερινά επί 2 συνεχείς ημέρες (συνολικά 2.5 gr φωσφορικής χλωροκίνης ή 1.5 gr βάσης). Εναλλακτικά, η υδροξυχλωροκίνη μπορεί να χορηγηθεί εφάπαξ σε δόση 800 mg (= 620 mg βάσης).
Η δόση στους ενήλικες μπορεί επίσης να υπολογισθεί με βάση το σωματικό βάρος. Η μέθοδος αυτή είναι προτιμότερη για τα βρέφη και τα παιδιά. Η χλωροκίνη χορηγείται συνολικά σε δόση 25 mg/ kg επί 3 συνεχείς ημέρες ως εξής :
- 1η δόση : 10 mg βάσης/kg (μέγιστη εφάπαξ δόση 600 mg βάσης)
- 2η δόση : 5 mg βάσης/kg (μέγιστη εφάπαξ δόση 300 mg βάσης), 6 ώρες μετά την 1η δόση
- 3η δόση : 5 mg βάσης/kg 18 ώρες μετά την 2η δόση
- 4η δόση : 5 mg βάσης/kg 24 ώρες μετά την 3η δόση.
1.1.4.2 ΕΞΩ-ΕΝΤΕΡΙΚΗ ΑΜΟΙΒΑΔΙΑΣΗ
Χλωροκίνη : 1 gr (= 600 mg βάσης)/24ωρο επί 2 ημέρες, ακολουθούμενα από 500 mg (= 300 mg βάσης)/24ωρο, τουλάχιστον επί 2-3 εβδομάδες. Η θεραπεία συνήθως συνδυάζεται με ένα εντερικό αμοιβαδοκτόνο.
1.1.4.3 ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
Α) ΧΛΩΡΟΚΙΝΗ
- 500 mg ημερησίως 3 ημέρες/εβδομάδα ή 200-500 mg/24ωρο.
- Μέγιστη συνιστώμενη ημερήσια δόση 250 mg ή 4 mg/kg.
Β) ΥΔΡΟΞΥΧΛΩΡΟΚΙΝΗ
- Αρχική δόση : Στους ενήλικες η δόση κυμαίνεται από 400-600 mg/24ωρο (= 310-465 mg βάσης). Σε μερικούς ασθενείς οι επιπλοκές μπορεί να απαιτήσουν προσωρινή μείωση της αρχικής δόσης. Αργότερα (συνήθως μετά από 5-10 ημέρες), η δόση μπορεί βαθμιαία να αυξηθεί στο επίπεδο ανταπόκρισης, συχνά χωρίς υποτροπή των επιπλοκών.
- Ανάλογα με το μέγεθος του ασθενούς, η υδροξυχλωροκίνη μπορεί να χορηγηθεί σε αρχική δόση 400 mg/24ωρο σε κανονικής διάπλασης άνδρες, 300 mg/24ωρο σε κανονικού βάρους γυναίκες ή 200 mg/24ωρο σε μικρόσωμες γυναίκες.
- Δόση συντήρησης : Εάν υπάρξει ανταπόκριση (συνήθως μετά από 4-12 εβδομάδες), η υδροξυχλωροκίνη μπορεί να συνεχισθεί μέχρι πλήρους ύφεσης της νόσου. Στη συνέχεια, χορηγείται επί 6 μήνες σε δόση μειωμένη κατά 50% και μετά διακόπτεται, αν και αρκετά συχνά μετά την διακοπή της η νόσος υποτροπιάζει βαθμιαία σε διάστημα εβδομάδων ή μηνών.
Τα κορτικοειδή και τα σαλικυλικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε συνδυασμό με υδροξυχλωροκίνη και γενικά να μειωθούν σε δόση ή να διακοπούν μετά από μερικούς μήνες θεραπείας με υδροξυχλωροκίνη.
Διάρκεια θεραπείας : Όπως όλα τα άλλα ΒΔΑΦ, τα ανθελονοσιακά δρουν βαθμιαία. Η δράση τους εμφανίζεται μετά από αρκετές εβδομάδες (συνήθως 6-12) ή μήνες και το μέγιστο θεραπευτικό τους αποτέλεσμα, μετά από 6 ή περισσότερους μήνες, γι’ αυτό και πρέπει να χορηγούνται τουλάχιστον 6 μήνες πριν θεωρηθούν αναποτελεσματικά.
1.1.4.4 ΝΕΑΝΙΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
Α) ΧΛΩΡΟΚΙΝΗ
- 4 mg/kg/24ωρο
Β) YΔΡΟΞΥΧΛΩΡΟΚΙΝΗ
- 5-7 mg/kg/24ωρο, εφάπαξ (μέγιστη δόση 200 mg/24ωρο).
- Εάν αποδειχθεί αποτελεσματική, συνεχίζεται σε πλήρη δόση επί 6 μήνες, μετά μειώνεται βαθμιαία και μετά από 2 χρόνια διακόπτεται.
- Εάν, μετά από 6 μήνες θεραπείας, δεν έχει ανταπόκριση, πρέπει να διακόπτεται.
1.1.4.5 ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΣ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗΣ ΛΥΚΟΣ
Α) ΧΛΩΡΟΚΙΝΗ
- 500 mg ημερησίως Χ 1 μήνα, ακολουθούμενη από 250 mg/24ωρο Χ 1-2 μήνες και μετά, 3 φορές/εβδομάδα.
Η χλωροκίνη δρα μετά από 1 μήνα αλλά είναι περισσότερο τοξική από την υδροξυχλωροκίνη, γι’ αυτό και ασθενείς που ανταποκρίνονται στην χλωροκίνη πρέπει να μεταπίπτουν στην υδροξυχλωροκίνη οποτεδήποτε είναι δυνατόν. Μετά την διακοπή της, συχνά η νόσος υποτροπιάζει.
Β) ΚΙΝΑΚΡΙΝΗ
- Αρχική θεραπεία : 100 mg/24ωρο Χ 1-2 μήνες.
- Δόση συντήρησης : 25-50 mg/24ωρο και, σε μερικές περιπτώσεις, 100-200 mg/24ωρο.
Η δράση της κινακρίνης εμφανίζεται μετά από 4-6 εβδομάδες.
Γ) ΥΔΡΟΞΥΧΛΩΡΟΚΙΝΗ
- Αρχική δόση 5-6.5 mg/kg/24ωρο (400 mg/24ωρο), 1-2 φορές ημερησίως. Μετά από 2 χρόνια θεραπείας στη δόση αυτή ή εάν εμφανισθούν επιπλοκές, η υδροξυχλωροκίνη μπορεί να χορηγηθεί σε δόση 200 mg/24ωρο εφ΄όσον η νόσος είναι υπό έλεγχο.
Σε δόσεις 600-1.200 mg/24ωρο, η υδροξυχλωροκίνη δρα μετά από 2-4 εβδομάδες, αλλά είναι εξίσου τοξική με την χλωροκίνη. Στις συνιστώμενες δόσεις (5 mg/kg/24ωρο ή 400 mg/24 ωρο) η δράση της εμφανίζεται μετά από 6 εβδομάδες και η αποτελεσματικότητά της κορυφώνεται μετά από 3-6 μήνες. Η υδροξυχλωροκίνη πρέπει να χορηγείται επί 12 συνεχείς μήνες πριν αποφασισθεί ότι είναι αναποτελεσματική. Στις εξάρσεις της νόσου μπορεί να χορηγηθεί επί 3-6 εβδομάδες σε δόση 600-800 mg/24ωρο.
1.1.15 ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ - ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ
Νεογνά : Η υδροξυχλωροκίνη δεν συνιστάται στα νεογνά.
Παιδιά : Η υδροξυχλωροκίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή στα παιδιά, ιδιαίτερα ηλικίας < 7 ετών, λόγω της δυσκολίας που έχουν στην ηλικία αυτή στην εκτίμηση της δοκιμασίας αντίληψης των χρωμάτων. Η μέγιστη δόση δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 6.5 mg/kg-1.
Ηλικιωμένοι : Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες προφυλάξεις.
Κύηση : Τα ανθελονοσιακά μπορούν να χορηγηθούν ή να συνεχισθούν στη διάρκεια της κύησης σε γυναίκες με ΡΑ ή ΣΕΛ. Κατ΄άλλους, η χλωροκίνη πρέπει να αποφεύγεται στη διάρκεια της κύησης, εκτός εάν χρησιμοποιείται για την καταστολή ή θεραπεία της ελονοσίας και το όφελος υπερφαλαγγίζει τους πιθανούς κινδύνους για το βρέφος.
Γαλουχία : Λόγω των δυνητικών επιπλοκών της χλωροκίνης στα βρέφη που θηλάζουν, πρέπει να αποφασίζεται κατά πόσον πρέπει να διακόπτεται ο θηλασμός ή το φάρμακο, λαμβάνοντας υπόψη την σημασία του φαρμάκου για την μητέρα. Σε γυναίκες με ρευματικά νοσήματα θεραπευόμενες μακροχρόνια με ανθελονοσιακά η γαλουχία είναι προτιμότερο να αποφεύγεται.
Επιληψία : Σε επιληπτικούς ασθενείς η χλωροκίνη μπορεί να προκαλέσει σπασμούς. Σε ασθενείς με ιστορικό σπασμών, η θεραπεία πρέπει να αρχίζει με 25-50% της κανονικής δόσης και να αυξάνεται προοδευτικά.
Νεφρικά νοσήματα : Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια, η δόση της υδροξυχλωροκίνης, σε μακροχρόνια χρήση, πρέπει να μειώνεται σύμφωνα με την σπειραματική διήθηση. Π.χ.
- Σπειραματική διήθηση 20-50 ml/min-1 Þ μέγιστη δόση 75 mg/24ωρο
- Σπειραματική διήθηση 10-20 ml/min-1 Þ μέγιστη δόση 50 mg/24ωρο
- Σπειραματική διήθηση <10 ml/min-1 Þ η υδροξυχλωροκίνη αντενδείκνυται
Ηπατικά νοσήματα : Η υδροξυχλωροκίνη αθροίζεται στο ήπαρ, γι΄ αυτό και πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με ηπατικά νοσήματα, αλκοολισμό ή θεραπευόμενους με άλλα δυνητικά ηπατοτοξικά φάρμακα.
Ψωριασική αρθρίτιδα : Οι πάσχοντες από ΨΑ πρέπει να ενημερώνονται ότι τα ανθελονοσιακά μπορεί να επιδεινώσουν τις δερματικές αλλοιώσεις και να παρακολουθούνται με προσοχή στη διάρκεια των 3 πρώτων μηνών της θεραπείας. Πάντως, στους ασθενείς αυτούς, η δυνητική επιδείνωση των ψωριασικών αλλοιώσεων δεν πρέπει να θεωρείται απόλυτη αντένδειξη της θεραπείας με ανθελονοσιακά.
1.1.16 ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
- Τα ανθελονοσιακά είναι πιθανώς περισσότερο αποτελεσματικά σε μεγαλύτερες από τις συνήθεις καθημερινές δόσεις, αλλά δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις μέγιστες συνιστώμενες
- Τα ανθελονοσιακά πρέπει να αποφεύγονται σε μανιοκαταθλιπτικούς ασθενείς και να μην χορηγούνται ταυτόχρονα με αμφεταμίνες.
- Τα ανθελονοσιακά πρέπει να αποφεύγονται σε ασθενείς που καταναλώνουν υπερβολικές ποσότητες καφεΐνης ή μεγάλες δόσεις θυρεοειδικών φαρμάκων.
- Οι χρήστες ανθελονοσιακών συνιστάται να χρησιμοποιούν γυαλιά ηλίου για να αποφύγουν την έκθεση του αμφιβληστροειδούς στο υπεριώδες φως. Η προφύλαξη αυτή μπορεί να αποτρέψει τις αλλοιώσεις του αμφιβληστροειδούς, όπως έχει δειχθεί πειραματικά σε αρουραίους.
- Τα ανθελονοσιακά μπορούν να διακόπτονται επί ένα μήνα στη διάρκεια του θέρους, για να περιορισθούν οι δυσμενείς επιδράσεις του ηλιακού φωτός.
- Οι ασθενείς που παίρνουν μακροχρόνια ανθελονοσιακά πρέπει να διερευνώνται περιοδικά για ενδείξεις μυϊκής αδυναμίας. Εάν εμφανίσουν αδυναμία, το φάρμακο πρέπει να διακόπτεται.
- Τα ανθελονοσιακά πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε ασθενείς με ανεπάρκεια της G6PD
- Η χλωροκίνη αντενδείκνυται σε ασθενείς με ευαισθησία στα παράγωγα των 4-αμινοκινολινών
- Τα παιδιά έχουν ιδιαίτερη ευαισθησία στα παράγωγα της 4-αμινοκινολίνης. Μερικά κατέληξαν κακώς μετά την εκ λάθους λήψη χλωροκίνης, ακόμα και σχετικά χαμηλών δόσεων, γι΄ αυτό και τα ανθελονοσιακά πρέπει να φυλάσσονται μακριά από τα παιδιά. Ανεξάρτητα πάντως από την ηλικία, τα παιδιά πρέπει να ακολουθούν προφυλακτική αγωγή με χλωροκίνη per os μόνον όταν υπάρχει ένδειξη. Στην ηλικία αυτή, επειδή το εύρος μεταξύ θεραπευτικών και τοξικών συγκεντρώσεων της χλωροκίνης είναι περιορισμένο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συνιστά να αποφεύγεται η παρεντερική χορήγηση της χλωροκίνης.
- Πάντως, σε παιδιά με σοβαρή ελονοσία ευαίσθητη στη χλωροκίνη, η χλωροκίνη μπορεί να χορηγηθεί παρεντερικά με μεγάλη προσοχή και με σχήματα που μπορεί να περιορίσουν τους κινδύνους μεγάλης, δυνητικά τοξικής, αύξησης των μέγιστων συγκεντρώσεων του φαρμάκου, π.χ. με συνεχή ενδοφλέβια έγχυση, ενδομυϊκά ή υποδόρια σε μικρές, συχνές, δόσεις.
- Η χλωροκίνη αντενδείκνυται σε ασθενείς με διαταραχές του αμφιβληστροειδούς ή των οπτικών πεδίων οφειλόμενες στα παράγωγα των 4-αμινοκινολινών ή σε οποιαδήποτε άλλα αίτια. Πάντως, μετά από εκτίμηση του πιθανού όφελους σε σχέση με τους κινδύνους, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση των οξέων προσβολών ελονοσίας από ευαίσθητα στελέχη του πλασμόδιου.
1.1.17 ΚΛΙΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ/ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ
1.1.17.1 ΟΦΘΑΛΜΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ
Συνιστάται πριν και κατά την διάρκεια της θεραπείας με ανθελονοσιακά.
Α) ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ
Πρέπει να γίνεται σε άτομα μεγαλύτερα των 60 ετών για να διαπιστωθεί αν έχουν γεροντικές εκφυλιστικές ή άλλες κηλιδώδεις αλλοιώσεις. Οι αλλοιώσεις αυτές είναι πανομοιότυπες με τις οφειλόμενες στα ανθελονοσιακά, γι’ αυτό και η ύπαρξή τους είναι ισχυρή αντένδειξη της θεραπείας με ανθελονοσιακά.
Β) ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΜΕ ΑΝΘΕΛΟΝΟΣΙΑΚΑ
- Χρήση του διαγράμματος Amsler αρχικά και στη συνέχεια κάθε μήνα από τον ασθενή.
- Επανεξέταση μετά από 6 μήνες, για να διαπιστωθεί κατά πόσον ο ασθενής χρησιμοποιεί σωστά το διάγραμμα Amsler (Easterbrook M, 1993).
- Οφθαλμολογική επανεξέταση μετά από ένα χρόνο εάν ο ασθενής παίρνει υδροξυχλωροκίνη σε δόσεις < 6.5 mg/kg/24ωρο. Σε ασθενείς με λιγότερο αξιόπιστα οπτικά πεδία, η οφθαλμολογική εξέταση συνιστάται να γίνεται κάθε 6 μήνες, με προσεκτική εξέταση της αντίληψης των χρωμάτων (Easterbrook M, 1993).
1.1.17.1.1 ΤΙ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ Η ΟΦΘΑΛΜΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ
- Έλεγχο οπτικών πεδίων : Αρχικά με εξέταση ερυθρού αντικειμένου 5 mm. Εξέταση λευκού αντικειμένου 3 mm στην αρχή και εφ’ όσον η εξέταση των πεδίων ερυθρού αντικειμένου είναι παθολογική.
- Έλεγχο οπτικής οξύτητας
- Έλεγχο αντίληψης χρωμάτων
- Βυθοσκόπηση.
1.1.17.1.2 ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΟΦΘΑΛΜΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ
Χλωροκίνη :
- Κάθε 3 μήνες
Υδροξυχλωροκίνη :
- Κάθε 6 ή 12 μήνες σε ασθενείς που παίρνουν ≤ 6.5 mg/kg/24ωρο ή 400 mg ημερησίως < 10 χρόνια ή έχουν συμπτώματα (Maksymowuch W and Russel AS, 1987).
- Κάθε χρόνο σε ασθενείς που παίρνουν > 6.5 mg/kg/24ωρο ή συνεχώς > 10 χρόνια (Levy GD et al, 1997).
Κατ’ άλλους, μετά την βασική οφθαλμολογική εξέταση, τακτική οφθαλμολογική παρακολούθηση δεν είναι απαραίτητη όταν η ημερήσια δόση της υδροξυχλωροκίνης είναι < 6.5 mg/kg/ 24ωρο και η αθροιστική δόση, < 200 gr (Levy GD et al, 1997; Grierson DJ, 1997), δεδομένου ότι αμφιβληστροειδοπάθεια δεν έχει αναφερθεί σε ασθενείς που έπαιρναν υδροξυχλωροκίνη σε δόσεις < 6.5 mg/kg ημερησίως πάνω από 10 χρόνια (Bernstein HN, 1992).
Ατεβρίνη : Δεν προκαλεί αμφιβληστροειδοπάθεια, γι’ αυτό και ειδικές προφυλάξεις δεν χρειάζονται.
1.1.17.1.3 ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ ΠΟΥ ΕΠΙΒΑΛΛΟΥΝ ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΩΝ ΑΝΘΕΛΟΝΟΣΙΑΚΩΝ
- Αλλοιώσεις της χρωστικής στη βυθοσκόπηση
- Περιορισμός των οπτικών πεδίων κατά 5 βαθμούς συγκριτικά με την βασική εξέταση
- Παρακεντρικό σκότωμα
1.1.18 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΡΟΥΤΙΝΑΣ
Σε αντίθεση με τα άλλα ΒΔΑΦ, όπου πρέπει να γίνεται σχεδόν κάθε μήνα, με τα ανθελονοσιακά μπορεί να γίνεται παράλληλα με την οφθαλμολογική εξέταση ρουτίνας. Εάν το φάρμακο είναι καλά ανεκτό, η παρακολούθηση δεν χρειάζεται να γίνεται συχνότερα απ’ ό, τι επιβάλλει η βαρύτητα της νόσου.
1.1.19 ΟΔΟΙ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ - ΕΠΙΛΟΓΗ ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΩΝ
Τα ανθελονοσιακά μπορούν να χορηγηθούν per os, ενδοφλέβια ή ακόμα και ενδαρθρικά. Γενικά, προτιμάται η λήψη τους per os, γιατί έτσι ο ασθενής συμμορφώνεται καλύτερα. Από τα σκευάσματα που είναι σε χρήση προτιμάται η υδροξυχλωροκίνη, παρ’ όλο που έχει μικρές διαφορές στην αποτελεσματικότητα από τα άλλα σκευάσματα, αλλά λιγότερες επιπλοκές από την χλωροκίνη.
Η κινακρίνη κιτρινίζει το δέρμα, αλλά δεν προκαλεί αμφιβληστροειδοπάθεια.
Η πριμακίνη μπορεί να προκαλέσει αιμόλυση σε ασθενείς με ανεπάρκεια της G6PD.
Για δόσεις μικρότερες από 200 mg το δισκίο της υδροξυχλωροκίνης μπορεί να κονιορτοποιηθεί και η απαιτούμενη δόση να τοποθετηθεί σε μία κάψουλα. Το περιεχόμενο της κάψουλας μπορεί να χορηγηθεί ταυτόχρονα με μαρμελάδα, ζελέ ή ζελατίνη.
1.1.20 ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ
1.1.20.1 ΥΔΡΟΞΥΧΛΩΡΟΚΙΝΗ
Εμπορική ονομασία |
Μορφές-περιεκτικότητες |
Κατασκευαστής |
Plaquenil |
Tabl. sc 30 x 200 mg |
ΙΦΕΤ |
1.1.20.2 ΧΛΩΡΟΚΙΝΗ
Εμπορική ονομασία |
Μορφές-περιεκτικότητες |
Κατασκευαστής |
Aralen |
Amp 40 mg/ml Chloroquine hydrοchloride |
SANOFI |
|
Tabl. fc 300 mg Chloroquine phosphate |
|
1.1.21 ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ
1.1.21.1 ΥΔΡΟΞΥΧΛΩΡΟΚΙΝΗ
Κυκλοφορεί σε δισκία. Κάθε δισκίο περιέχει 200 mg θειϊκής υδροξυχλωροκίνης και άλλα, ανενεργή, συστατικά (διβασικό φωσφορικό ασβέστιο, στεαρικό μαγνήσιο και άμυλο).
1.1.21.2 ΧΛΩΡΟΚΙΝΗ
Κυκλοφορεί σε δισκία και παρεντερικό διάλυμα.
Δισκία : Κάθε δισκίο χλωροκίνης περιέχει 300 mg φωσφορικής χλωροκίνης και άλλα, ανενεργή συστατικά (κηρό Carnauba, κολλοειδές διοξείδιο σιλικόνης, D & C Red No 27, διβασικό φωσφορικό ασβέστιο, υδροξυπροπυλμεθυλοκυτταρίνη, στεαρικό μαγνήσιο, μικροκρυσταλλική κυτταρίνη, πολυαιθυλενογλυκόλη, πολυσορβάτη 80, προζελατινοποιημένο άμυλο, νατριούχο γλυκολικό άμυλο, στεαρικό οξύ, διοξείδιο του τιτανίου).
Ενέσιμο διάλυμα : Κάθε ml του διαλύματος περιέχει 50 mg διϋδροχλωρικού άλατος ισοδύναμου με 40 mg βάσης χλωροκίνης.
1.1.22 ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΥΛΑΞΗ ΤΩΝ ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΩΝ
Η φωσφορική χλωροκίνη μπορεί να αποχρωματισθεί βραδέως όταν εκτεθεί στο φως. Τα δισκία της φωσφορικής χλωροκίνης πρέπει να φυλάσσονται σε θερμοκρασία <40ο C, κατά προτίμηση 15-30ο C. Η ενέσιμη υδροχλωρική χλωροκίνη πρέπει επίσης να φυλάσσεται σε θερμοκρασία <40ο C, προτιμότερα μεταξύ 15-30ο C, και να μην καταψύχεται.
ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΑΝΘΕΛΟΝΟΣΙΑΚΩΝ
Τα ανθελονοσιακά μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν αρχικό DMARD σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα, ιδιαίτερα ήπιας βαρύτητας. Πλεονεκτήματά τους είναι η ασφάλειά τους και το χαμηλό κόστος παρακολούθησης. Ακόμα και αν χρειάζεται οφθαλμολογική εξέταση κάθε 6 μήνες, αιματολογικές εξετάσεις και εξετάσεις ούρων ρουτίνας δεν είναι απαραίτητες. Εφ’ όσον το φάρμακο γίνει καλά ανεκτό, ο ασθενής δεν χρειάζεται να επισκέπτεται τον γιατρό του συχνότερα απ’ όσο επιβάλλει η δραστηριότητα της νόσου.
Η αποτελεσματικότητα της συνδυασμένης αγωγής των ανθελονοσιακών με άλλα DMARDs δεν έχει προσδιορισθεί. Ο συνδυασμός της υδροξυχλωροκίνης με μεθοτρεξάτη έχει πιθανώς μικρή τοξικότητα και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και μπορεί να επιτρέψει μείωση της δόσης της μεθοτρεξάτης.