Έρευνα

Γνωρίζετε αν διατρέχετε κίνδυνο οστεοπόρωσης;:

Υποτροπιάζουσα πολυχονδρίτιδα

Η υποτροπιάζουσα πολυχονδρίτιδα (RP) είναι σπάνια, μακροχρόνια, και δυνητικά απειλητική για την ζωή, νόσος, χαρακτηριζόμενη από επεισόδια φλεγμονής, τα οποία μπορεί να οδηγήσουν σε καταστροφή των χόνδρων των ώτων, της ρινός, του λάρυγγα και του τραχειοβρογχικού δένδρου, και συχνά από εκδηλώσεις από άλλα όργανα (καρδιαγγειακό και νευρικό σύστημα, οφθαλμοί, δέρμα, αρθρώσεις, μέσο και έσω ούς).

1.5.3.1   ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ

Συχνότητα: Η RP είναι σπάνια νόσος. Μέχρι το 1997 είχαν αναφερθεί 600 περίπου περιπτώσεις σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Στο Ρότσεστερ (Μιννεσότα) των ΗΠΑ, η ετήσια συχνότητα της RP υπολογίζεται σε 3.5 περιπτώσεις/1.000.000 πληθυσμού.

Φυλή: Η RP προσβάλλει συνήθως άτομα Καυκάσιας φυλής, αλλά και όλων των εθνικών ομάδων.

Ηλικία: Η RP παρατηρείται σε οποιαδήποτε ηλικία (Navarro MJ et al, 2002), αλλά συνήθως σε άτομα μέσης ηλικίας (μέσος όρος 43ο έτος). Στα παιδιά, είναι σπάνια.

Φύλο: Η RP φαίνεται ότι είναι συχνότερη στα θήλεα, σε αναλογία 1.2-3/1 προς τα άρρενα (Trentham DE and Le CH, 1998). Οικογενείς περιπτώσεις είναι εξαιρετικά σπάνιες. Εχει αναφερθεί μια μόνο περίπτωση μετάδοσης της νόσου από μια μητέρα στο παιδί της (Arundell F Wand Haserick JR, 1960).

Η κύηση δεν φαίνεται να επηρεάζει την διαδρομή της RP και στις περισσότερες γυναίκες έχει περατωθεί επιτυχώς. Η εφιππιοειδής παραμόρφωση της ρινός παρατηρείται συχνότερα στις θήλεις, αν και η διαφορά αυτή μπορεί να οφείλεται στις διαφορές που εμφανίζουν ο όγκος και το σχήμα του ρινικού χόνδρου στα θήλεα.

1.5.3.2   ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

Η αιτιολογία της RP είναι άγνωστη.

Κακώσεις: Η RP συνδέεται σπάνια με μηχανική τρώση του χόνδρινου τμήματος του ωτός (Alissa H et al, 2001). 

Ορμονικοί παράγοντες: Ενας άνδρας ανέπτυξε RP μετά από ένεση LH (Labarthe MP et al, 1997). Ακόμα, μια γυναίκα με RP και ακρωτηριαστική αρθρίτιδα παρουσίασε αιφνίδια επιδείνωση της νόσου και επανεμφάνιση της ατροφίας του ωτιαίου χόνδρου και του ρινικού διαφράγματος, απώλεια βάρους και κώφωση μετά από μία ένεση χοριονικής γοναδοτροπίνης (Rogers FB and Lansbury J, 1955).

Ενζυμικοί μηχανισμοί : Η καταστροφή του χόνδρου στην RP μπορεί να οφείλεται στη δράση αποδομητικών ενζύμων (Arkin CR and Masi AF, 1975; Giroux L et al, 1983) τα οποία απελευθερώνονται πιθανώς σαν αποτέλεσμα αυτοάνοσων αντιδράσεων. 

Ανοσολογικοί μηχανισμοί: Φαίνεται ότι παίζουν σημαντικό ρόλο στην παθογένεση της RP, δεδομένου ότι :

  • Οι φλεγμαίνοντες χόνδροι των ασθενών με RP παρουσιάζουν διήθηση από Τ- λεμφοκύτταρα και εναποθέσεις ανοσοσυμπλεγμάτων
  • Η RPσυνδέεται με αυτοάνοσα νοσήματα σε μεγάλη συχνότητα (ΠΙΝΑΚΑΣ 113) και οι περισσότερες εκδηλώσεις της καταστέλλονται με την ανοσοκατασταλτική θεραπεία
  • H RP συνδέεται θετικά σε μεγάλη συχνότητα με το HLA-DR4 (Zeuner M et al, 1997) και αρνητικά, με το HLA-DR6 (Lang B et al, 1993; Zeuner M et al, 1997
  • Η ανοσοποίηση HLA-DQ6/8 διαγονιδιακών ποντικών και αρουραίων με βόειο κολλαγόνο τύπου ΙΙ ή ματριλλίνη-1 συνοδεύεται από αρθρίτιδα και αμφοτερόπλευρη ωτιαία χονδρίτιδα, ιστολογικά παρόμοια με την παρατηρούμενη στην ανθρώπινη RP (Cremer MA et al, 1998; Bradley DS et al, 1998). 
  • Σε σοβαρές περιπτώσεις, η ωτιαία χονδρίτιδα συνοδεύεται από εναποθέσεις IgG και C3 στον προσβληθέντα χόνδρο και κυκλοφορούσες IgG, οι οποίες αντιδρούν κατά του βόειου κολλαγόνου τύπου ΙΙ.
  • Στο 30-70% των ασθενών με RPανευρίσκονται κυκλοφορούντα αντισώματα έναντι του κολλαγόνου ΙΙ, ΙΧ και ΧΙ, τα οποία όμως στερούνται ειδικότητας και ευαισθησίας (Foidart JM et al, 1978; Ebringer R et al, 1981; Yang CL et al, 1993; Alsalameh S et al, 1993). Τα αντισώματα έναντι του κολλαγόνου τύπου ΙΙ ανιχνεύονται στην διάρκεια των οξέων επεισοδίων του RP και τα επίπεδά τους σχετίζονται με την βαρύτητα των επεισοδίων. Η θεραπεία με πρεδνιζόνη ελαττώνει τους τίτλους των αντισωμάτων.
  • Σε ασθενείς με RP έχουν ανευρεθεί αντιουδετερόφιλα κυτταροπλασματικά αντισώματα (PapoT et al, 1993), τα οποία όμως μπορεί να στερούνται ειδικότητας ή συνδέονται με σύνδρομα επικάλυψης
  • Στην πρώιμη οξεία φάση της RP ανευρίσκονται υψηλοί τίτλοι IgG αντισωμάτων έναντι του εμβρυϊκού χόνδρου (Ebringer R et al, 1981
  • Σε αρουραίους, η ευαισθητοποίηση στο κολλαγόνο τύπου ΙΙ προκαλεί αρθρίτιδα και φλεγμονώδη καταστροφή του ωτιαίου χόνδρου μορφολογικά παρόμοια με την παρατηρούμενη στην ανθρώπινη RP (McCune WJ et al, 1982).

ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΥΠΟΤΡΟΠΙΑΖΟΥΣΑΣ ΠΟΛΥΧΟΝΔΡΙΤΙΔΑΣ ΜΕ ΑΥΤΟΑΝΟΣΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Το 25-35% των ασθενών με RP παρουσιάζει ποικίλες αγγειΐτιδες (από δερματική λευκοκυτταροκλαστική αγγειΐτιδα, έως συστηματική πολυαγγειΐτιδα) και διάφορα άλλα ρευματικά νοσήματα στη διαδρομή της νόσου. Οι αγγειΐτιδες αφορούν αγγεία όλων των μεγεθών. Η αγγειΐτιδα των μεγάλων αγγείων μπορεί να έχει θανατηφόρα κατάληξη. Από τα ρευματικά νοσήματα τα συνδεόμενα με RP, συχνότερα είναι η ΡΑ και ο ΣΕΛ.

1.5.3.3   ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ

Η RP εισβάλλει συνήθως οξέως και χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλομορφία σημείων και συμπτωμάτων. Η πρώτη και κύρια εκδήλωση σε όλους σχεδόν τους ασθενείς είναι η προσβολή του έξω ωτός (ωτιαία χονδρίτιδα). Οι εξάρσεις συνοδεύονται από πυρετό, αδυναμία, απώλεια βάρους και ενίοτε διόγκωση του ήπατος ή των λεμφαδένων. Σε μερικές περιπτώσεις, η νόσος έχει σαν πρώτη εκδήλωση :

  • Πολυαρθρίτιδα
  • Λαρυγγοτραχειακά συμπτώματα
  • Επισκληρίτιδα
  • Διπλωπία (Marie I et al, 1998)
  • Ορχίτιδα
  • Εγκεφαλικό επεισόδιο (Bouton R and Capon A, 1994)
  • Ασηπτη μηνιγγίτιδα σε συνδυασμό με οζώδες ερύθημα και φυγόκεντρο δακτυλιοειδές ερύθημα (Ramos JM et al, 2000)
  • Οξεία δύσπνοια με συριγμό και πολυαρθρίτιδα (Knipp S et al, 2000)

1.5.3.3.1   Ωτιαία χονδρίτιδα

Είναι η κυριότερη εκδήλωση της RP και παρατηρείται σε όλους σχεδόν τους ασθενείς. Εκδηλώνεται με πόνο, ευαισθησία, διόγκωση, θερμότητα και έντονη ερυθρότητα ή ιόχρου υπέρχρωση του πτερυγίου του ωτός. Είναι ετερόπλευρη ή αμφοτερόπλευρη και αφορά την έλικα, την ανθέλικα και ενίοτε τον τράγο, αλλά φείδεται του λοβίου του ωτός, το οποίο στερείται χόνδρου.

Υφίεται αυτόματα ή με την θεραπεία μέσα σε μερικές ημέρες έως 2-4 εβδομάδες, αλλά αργότερα υποτροπιάζει. Εάν υποτροπιάσει ή επιμείνει, οδηγεί σε καταστροφή του ωτιαίου χόνδρου ή, συχνότερα, αλλοιώσεις του πτερυγίου του ωτός. Το πτερύγιο του ωτός μαλακώνει, χαλαρώνει ή αποκτά οζώδη ή ανθοκραμβοειδή όψη, ενώ ο έξω ακουστικός πόρος, μετά από ένα ή περισσότερα επεισόδια, αποφράσσεται. Στο 40% των περιπτώσεων αναπτύσσονται ασβεστώσεις.

Συνοδεύεται από βαρηκοΐα λόγω απόφραξης του έξω ακουστικού πόρου και της ευσταχιανής σάλπιγγας και ανάπτυξης μέσης ορώδους ωτίτιδας. Η μέση ωτίτιδα μπορεί να προκαλέσει νευροαισθητήρια απώλεια της ακοής και αιθουσαία δυσλειτουργία με ίλιγγο, αταξία, ναυτία και εμέτους

1.5.3.3.2   Ρινική χονδρίτιδα

Σε αντίθεση με την ωτιαία χονδρίτιδα, γίνεται λιγότερο αντιληπτή στη διάρκεια των οξέων επεισοδίων. Εκδηλώνεται με έντονο, οξύ πόνο, ευαισθησία, διόγκωση και ερυθρότητα του ρινικού χόνδρου, συνοδευόμενη ενίοτε από πληρότητα πάνω από την ρινική γέφυρα, σχηματισμό εφελκίδων, ρινόρροια και σπάνια επίσταξη. Οι επανειλημμένες προσβολές χονδρίτιδας μπορεί να οδηγήσουν σε καταστροφή της ρινικής γέφυρας, δημιουργώντας χαρακτηριστική «εφιππιοειδή» (saddle-nose) παραμόρφωση της ρινός.

1.5.3.3.3   Χονδρίτιδα λάρυγγα, τραχείας, βρόγχων, πλευρών 

Το αναπνευστικό δένδρο προσβάλλεται σε οποιοδήποτε τμήμα του, μέχρι και τους τελικούς βρόγχους, στο 40-56% των ασθενών με RP.

Η προσβολή του εκδηλώνεται με βράγχος της φωνής ή αφωνία, βήχα και ψηλαφητικά ευαισθησία του θυροειδούς χόνδρου ή της πρόσθιας επιφάνειας της τραχείας. Οι αεροφόρες οδοί προοδευτικά στενώνονται και αντικαθίστανται από ινώδη συνδετικό ιστό.

Η φλεγμονή της γλωττίδας, του λάρυγγα και των υποεπιγλωττιδικών ιστών μπορεί να είναι τόσο έντονη, ώστε να απαιτήσει επείγουσα τραχειοστομία. Οι άνωθεν του θωρακικού στομίου αεροφόρες οδοί κλείνουν στην εισπνοή, ενώ οι κάτωθεν της θωρακικής, στην εκπνοή, γι΄αυτό και ο ασθενής μπορεί να εμφανίσει εισπνευστικό ή/και εκπνευστικό συριγμό.

Σοβαρή αναπνευστική ανεπάρκεια σαν αποτέλεσμα μόνιμης στένωσης ή/και σύγκλεισης των αεροφόρων οδών στην εκπνοή οφειλόμενη σε μαλάκυνση του χόνδρου της τραχείας και των βρόγχων μπορεί να οδηγήσει στο θάνατο.

Πνευμονικές λοιμώξεις είναι συχνές, οφειλόμενες σε αδυναμία αποβολής των εκκρίσεων

Η προσβολή του χόνδρου των πλευρών προκαλεί τοπικό πόνο και διόγκωση, αλλά σπάνια οδηγεί σε συμπίεση του πρόσθιου θωρακικού τοιχώματος (LimMCetal, 1990)

1.5.3.3.4   Αρθρικές εκδηλώσεις

Αρθραλγίες

Αρθρίτιδα:

  • Είναι ολιγο- ή πολυ-αρθρική, οξεία, επεισοδιακή και μεταναστευτική ή, λιγότερο συχνά, χρόνια. Η οξεία αρθρίτιδα μπορεί να υποδύεται κρυσταλλογενή αρθροπάθεια.
  • Είναι συνήθως ασύμμετρη και αφορά κυρίως τους καρπούς, τις ΜΚΦ και ΕΜΦ, αγκώνες, γόνατα, ποδοκνημικές και παραστερνικές διαρθρώσεις.
  • Είναι συνήθως οροαρνητική, μη διαβρωτική και μη παραμορφωτική και δεν συνοδεύεται από οζίδια, αν και έχει αναφερθεί ένας ασθενής με φλυκταινώδη ψωρίαση, HLA-B27 θετική σπονδυλίτιδα και ακρωτηριαστική αρθρίτιδα (arthritis mutilans) (Hager MH and Moore ME, 1987).
  • Μπορεί να συνοδεύεται από τενοντοελυτρίτιδα και άλλες παρα-αρθρικές εκδηλώσεις, όπως και αυχεναλγία και οσφυαλγία φλεγμονώδους τύπου.
  • Το αρθρικό υγρό είναι ελαφρώς φλεγμονώδες.

1.5.3.3.5   Οφθαλμική προσβολή

  • Παρατηρείται έως το 80% των ασθενών με RP και συνδέεται με την RP ή με σύνδρομο Sjögren (Isaak BL et al, 1986; Letko E et al, 2002).
  • Χαρακτηρίζεται από υποτροπιάζουσα επισκληρίτιδα, σκληρίτιδα ή επιπεφυκίτιδα και, λιγότερο συχνά, κερατίτιδα ή ραγοειδίτιδα. Οι εκδηλώσεις αυτές πολύ συχνά παρουσιάζουν υποτροπές ή εξάρσεις.
  • Η σκληρίτιδα και η επισκληρίτιδα συνήθως παραλληλίζονται με φλεγμονή σε άλλες περιοχές, συνήθως της ρινός και των αρθρώσεων. Η ραγοειδίτιδα παρατηρείται στο 25% περίπου των ασθενών με RP και είναι συνήθως πρόσθια ραγοειδίτιδα ή σκληροραγοειδίτιδα.

ΑΛΛΕΣ, ΛΙΓΟΤΕΡΟ, ΣΥΧΝΕΣ ΟΦΘΑΛΜΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ :

  • Αγγειΐτιδα αμφιβληστροειδούς
  • Αμφιβληστροειδοπάθεια
  • Βλεφαρόπτωση
  • Οπτική νευρίτιδα, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε τύφλωση
  • Ιρίτιδα
  • Καταράκτες 
  • Οίδημα βλεφάρων
  • Οίδημα οπτικής θηλής
  • Πάρεση οφθαλμικών μυών
  • Περιφερική ελκωτική κερατίτιδα, η οποία συνδέεται με διάτρηση, ενδοφθαλμίτιδα και αμφοτερόπλευρη αποπυρήνωση.

Στο 50-65% των ασθενών με RP αναπτύσσονται υπολειμματικές οφθαλμικές αλλοιώσεις λόγω της επεισοδιακής φλεγμονής της ίριδας, του ακτινωτού σώματος, του χοριοειδή χιτώνα, του επιπεφυκότα, του σκληρού ή/και του κερατοειδούς. Το κολλαγόνο τύπου II, IX και XI, το οποίο αποτελεί φυσιολογικό συστατικό του χόνδρου, ανευρίσκεται επίσης και στον κερατοειδή και τον σκληρό χιτώνα του οφθαλμού των ασθενών με RP. Οι οφθαλμικές εκδηλώσεις της RP μπορεί να οφείλονται σε αυτοαντισώματα έναντι των τύπων αυτών του κολλαγόνου.

1.5.3.3.6   ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΑΙΘΟΥΣΑΣ ΤΟΥ ΩΤΟΣ

Το 46-50% των ασθενών με RP αναπτύσσει αιθουσαία βλάβη, συνήθως σε συνδυασμό με ωτιαία χονδρίτιδα, οδηγώντας σε απώλεια της ακοής, ίλιγγο, ναυτία, εμέτους, νυσταγμό και ζάλη.

Η βαρηκοΐα μπορεί να είναι αποτέλεσμα στένωσης του έξω ακουστικού πόρου, μέσης ωτίτιδας οφειλόμενης σε χονδρίτιδα του ευσταχιανού σωλήνα ή νευροαισθητήριων διαταραχών οφειλόμενων σε αγγειΐτιδα της έσω ακουστικής αρτηρίας. Στην τελευταία περίπτωση η απώλεια της ακοής είναι απότομη, ετερόπλευρη ή αμφοτερόπλευρη, ποικίλης έντασης, συνοδεύεται από βόμβο και αναστρέφεται μετά από άμεση θεραπεία με μεγάλες δόσεις κορτικοειδών. Η αιφνίδια απώλεια της ακοής είναι συνήθως μόνιμη, ενώ ο ίλιγγος, η ναυτία, οι έμετοι, ο νυσταγμός και η ζάλη μπορεί να υποχωρήσουν. Σε μερικές περιπτώσεις, οφείλεται σε αγγειιτιδική βλάβη του 8ου κρανιακού νεύρου.

1.5.3.3.7   Καρδιαγγειακές επιπλοκές

Παρουσιάζονται συνήθως μετά από αρκετά χρόνια σε ασθενείς με λανθάνουσα ή και ασυμπτωματική νόσο, ακόμα και θεραπευόμενους με ανοσοκατασταλτικά (Barretto SN et al, 2002). Αν και ασυνήθιστες, είναι η 2η συχνότερη αιτία θανάτου των ασθενών με RP.

Ανεπάρκεια αορτής : Μπορεί να οφείλεται σε διάταση του αορτικού δακτυλίου συνδεόμενη με ανευρύσματα της ανιούσας αορτής.

Ανεπάρκεια μιτροειδούς (ενίοτε σαν αποτέλεσμα ενεργού φλεγμονής).

Αορτίτιδα (Selim AG et al, 2001) : Χαρακτηρίζεται ιστοπαθολογικά από λεμφοκυτταρικές διηθήσεις γύρω από τα vasa vasorum του μέσου αγγειακού χιτώνα, κατάτμηση ή ολική απώλεια του ελαστικού ιστού και αντικατάσταση από ινώδη συνδετικό ιστό με υαλινοποίηση (Esdaile J et al, 1977).

Ανευρύσματα: Αναπτύσσονται στα όψιμα στάδια της RP συνήθως στην ανιούσα θωρακική και την κοιλιακή αορτή, αλλά και στις στεφανιαίες και άλλες μεγάλες αρτηρίες. Τα ανευρύσματα της κοιλιακής αορτής μπορεί να εγκατασταθούν αθόρυβα και να ραγούν, οδηγώντας στο θάνατο.

Αγγειΐτιδα δέρματος και εσωτερικών οργάνων(νεφρών, εγκεφάλου, σκληρού, έσω ωτός ή/και όρχεων) (Michet CJ Jr et al, 1986; Chang-Miller A et al, 1987; Michet CJ Jr, 1990). 

Φλεβικές και αρτηριακές θρομβώσεις (Barretto SN et al, 2002), σχετιζόμενες συνήθως με τα αντιφωσφολιπιδικά αντισώματα (Balsa-Criado A et al, 1990) ή με την αγγειΐτιδα.

Ηλεκτροκαρδιογραφικές διαταραχές.

Κολποκοιλιακός αποκλεισμός (1ου βαθμού ή ακόμα και πλήρης)

Έμφραγμα του μυοκαρδίου(συνήθως αθόρυβο)

Μυοκαρδίτιδα

Περικαρδίτιδα (Del Rosso A et al, 1997)

Παροξυσμικές κολπικές ταχυκαρδίες

Σύνδρομο αορτικού τόξου παρόμοιο με νόσο Takayasu (Giordano M et al, 1984

Παλινδρόμηση αορτής ή/και μιτροειδούς: Η παλινδρόμηση της αορτής είναι η συχνότερη καρδιαγγειακή επιπλοκή της RP, παρατηρούμενη στο 4-10% των ασθενών (Del Rosso A et al, 1997; Selim AG e tal, 2001).

Αποδίδεται συνήθως σε βλάβη των αορτικών βαλβίδων ή διάταση του αορτικού δακτυλίου λόγω καταστροφής των υποστηρικτικών ιστών και εκδηλώνεται με ανεπάρκεια της αριστερής κοιλίας. Σπάνια, η διάταση του δακτυλίου της μιτροειδούς και της τριγλώχινος μπορεί να οδηγήσει σε παλινδρόμηση των βαλβίδων αυτών.

1.5.3.3.8   Βλεννογονοδερματικές αλλοιώσεις (17-39%)

  • Αγγειοοίδημα
  • Ακτινικά κοκκιώματα
  • Καθολική αλωπεκία
  • Αφθώδη έλκη στόματος
  • Βλατιδώδες εξάνθημα
  • Δερματική αγγειΐτιδα
  • Δερματική οζώδης πολυαρτηρίτιδα
  • Δικτυωτή πελίδνωση
  • Έλκη στόματος και γεννητικών οργάνων με φλεγμονή του χόνδρου (σύνδρομο MAGIC) (Μouth And Genital ulcers with Inflamed Cartilage) (LeThi Huong D et al, 1993; Imai H et al, 1997)
  • Εντοπισμένες ελκωτικές ουδετεροφιλικές αλλοιώσεις υποδυόμενες φλύκταινες, δοθιήνωση και ελκωτικά αποστήματα.
  • Επιπολής φλεβίτιδα
  • Ερυθηματώδεις κηλιδώδεις πλάκες
  • Erythema elevatum diutinum
  • Κνίδωση
  • Κνιδωτικές – κυανέρυθρες βλατίδες
  • Περιφερική νέκρωση
  • Πολύμορφο ερύθημα
  • Πορφυρικά εξανθήματα
  • Υπέρχρωση δέρματος
  • Υποδερματίτιδα
  • Υποδόρια φλεγμονώδη οζίδια υποδυόμενα οζώδες ερύθημα ή οζώδη πολυαρτηρίτιδα
  • Φλύκταινες
  • Φλυκταινώδης ψωρίαση
  • Φλεγμονώδεις διηθητικές ουδετεροφιλικές καταστάσεις παρόμοιες με erythema elevatum diutinum ή σύνδρομο Sweet
  • Λευκοκυτταροκλαστική αγγειΐτιδα, ουδετεροφιλικές διηθήσεις και θρομβωτικές αποφράξεις των δερματικών αγγείων. Οι αλλοιώσεις αυτές συχνά σχετίζονται με μυελοδυσπλασία και μερικές φορές υποδύονται τις παρατηρούμενες στoσύνδρομο Αδαμαντιάδη-Behcet.

1.5.3.3.9   Νεφρική προσβολή

Αν και σπάνια, έχει κακή πρόγνωση. Η 10ετής επιβίωση σε ασθενείς με νεφρική προσβολή ανέρχεται σε 30% (ChangMiller A et al, 1987). Ιστοπαθολογικά, συνήθως παρατηρείται ήπια μεσαγγειακή υπερπλασία, ακολουθούμενη από εστιακή και τμηματική σπειραματονεφρίτιδα με ημισεληνοειδείς σχηματισμούς.

Άλλες ανωμαλίες περιλαμβάνουν σπειραματοσκλήρυνση, νεφροπάθεια IgA και σωληναριακή – διάμεση νεφρίτιδα. Στον ανοσοφθορισμό συχνά παρατηρούνται μικρές εναποθέσεις C3, IgG ή IgM, κυρίως στο μεσάγγειο. Οι αλλοιώσεις οφείλονται πιθανώς σε βλάβη των σπειραμάτων λόγω εναπόθεσης ανοσοσυμπλεγμάτων (Chang-Miller A et al, 1987).

1.5.3.3.10   Νευρολογικές εκδηλώσεις

Μπορεί να προηγούνται των άλλων εκδηλώσεων της RP :

  • Αγγειΐτιδα ΚΝΣ
  • Αδυναμία μέλους
  • Διπλωπία, οφειλόμενη σε παράλυση κρανιακών νεύρων συνεπεία αγγειΐτιδας του ΚΝΣ. Μπορεί να είναι η πρώτη εκδήλωση της RP (ΜarieΙ etal, 1998). Βλάβη των κρανιακών νεύρων παρατηρείται συχνά σε ασθενείς με εγκεφαλική αγγειΐτιδα συνδεόμενη με RP και συνήθως αφορά το 2ο και, λιγότερο συχνά, το 6ο, 7ο και 8ο κρανιακό νεύρο
  • Ημιπληγία
  • Θρομβοεγκεφαλίτιδα
  • Λεμφοκυτταρική ή άσηπτη ουδετεροφιλική μηνιγγίτιδα (Hanslik T et al, 1994; Kothare SV et al, 1998)
  • Περιφερικές ή κρανιακές νευροπάθειες
  • Παραισθησίες ή διαταραχές της βάδισης ή άλλες παρεγκεφαλιδικές εκδηλώσεις
  • Σπασμοί

1.5.3.4   ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ

  • Αύξηση δεικτών οξείας φάσης (ΤΚΕ, CRP) στη διάρκεια των εξάρσεων
  • Ηπια έως μέτρια αναιμία χρόνιας νόσου
  • Ηπια λευκοκυττάρωση
  • Ηωσινοφιλία (10%)
  • Θρομβοκυττάρωση
  • Αναιμία, η οποία είναι συνήθως νορμόχρωμη και νορμοκυτταρική και συνδέεται με πτωχή πρόγνωση
  • Πολυκλωνική αύξηση IgA, IgGή IgM
  • Θετικό RA test (16%)
  • Ψευδώς θετικές ορολογικές δοκιμασίες για σύφιλη
  • Αντιφωσφολιπιδικά αντισώματα
  • ΑΝΑ (στο 2% των ασθενών), σε χαμηλούς τίτλους. Υψηλοί τίτλοι είναι ενδεικτικοί συνδρόμου επικάλυψης με ΡΑ, ΣΣκ ή ΣΕΛ. Ο τύπος των ΑΝΑ είναι ομοιογενής ή στικτός
  • Θετικά ANCA (ενίοτε) (PapoT et al, 1993)
  • Αντισώματα έναντι της ματριλίνης-1 (Buckner JH et al, 2000; Hansson AS et al, 2001). Η ματριλίνη-1 είναι πρωτεΐνη της θεμέλιας ουσίας του χόνδρου, ευρισκόμενη φυσιολογικά μόνο στην τραχεία, τα πτερύγια των ώτων και τον ρινικό χόνδρο των ενηλίκων.
  • Τα αντισώματα έναντι της ματριλίνης-1 συνδέονται με τον λαρυγγοτραχειακό χόνδρο, in vivo, και σχετίζονται με τις φλεγμονώδεις προσβολές του χόνδρου του λάρυγγα και της τραχείας που παρατηρούνται στην RP (Hansson AS et al, 2001).
  • Αντισώματα έναντι του χόνδρου και του κολλαγόνου τύπου ΙΙ. Ανευρίσκονται σε υψηλούς τίτλους με έμμεσο ανοσοφθορισμό στα πρώιμα στάδια (Ebringer R et al, 1981) και θεωρούνται ευαίσθητα και ειδικά της RP (Foidart JM et al, 1978). Κατ΄άλλους, τα αντισώματα έναντι του κολλαγόνου τύπου ΙΙ έχουν περιορισμένη κλινική σημασία (Cremer MA et al, 1998).

1.5.3.5   ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ

Είναι ασυνήθιστα στις περιφερικές αρθρώσεις ή την ΣΣ των ασθενών με RP και ενδεικτικά επικάλυψης από άλλα νοσήματα, κυρίως ΡΑ ή σπονδυλαρθροπάθειες.

  • Στένωση της τραχείας
  • Πνευμονικές θολερότητες δευτεροπαθώς σε πνευμονία ή ατελεκτασία λόγω της απόφραξης των αεροφόρων οδών
  • Αυξημένη πνευμονική αγγείωση ή πνευμονικό οίδημα
  • Ασβέστωση του χόνδρου της τραχείας ή του λάρυγγα

1.5.3.6   ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ

  • Εκφυλιστικές αλλοιώσεις με φλεγμονώδεις διηθήσεις κυρίως από CD4+ λεμφοκύτ- ταρα, μακροφάγα, πολυμορφοπύρηνα κύτταρα και τριχοειδή τα οποία διηθούν τον χόνδρο σε βάθος (Arkin CR and Masi AF, 1975; McAdam LP et al, 1976; Riccieri V et al, 1988). Προοδευτικά, η χόνδρινη θεμέλια ουσία καταστρέφεται και αντικαθίσταται από κοκκιωματώδη και ινώδη συνδετικό ιστό, ο οποίος μπορεί να αποτιτανωθεί ή και να οστεοποιηθεί. Ο χόνδρος εμφανίζει εκφυλιστικές αλλοιώσεις και σε φυσιολογικά άτομα ηλικίας ≥ 40 ετών, γι΄ αυτό και η βιοψία, για να διαπιστωθούν αντικειμενικά οι φλεγμονώδεις διηθήσεις, πρέπει να γίνεται στην οξεία φάση
  • Απώλεια της φυσιολογικής βασεοφιλίας του χόνδρου, πιθανώς λόγω απελευθέρωσης θειικών πρωτεογλυκανών από την θεμέλια ουσία
  • Ελάττωση του αριθμού των χονδροκυττάρων, τα οποία εμφανίζουν κενοτόπια και πυκνωτική όψη
  • Εναποθέσεις ανοσοσφαιρίνης και C3 κατά μήκος της ινοχόνδρινης συμβολής και στα αγγειακά τοιχώματα του περιχονδρίου (στον ανοσοφθορισμό) (Valenzuela R et al, 1980).

1.5.3.7   ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Η ποικιλία των συμπτωμάτων με τα οποία εκδηλώνεται η RPκαι η επεισοδιακή φύση τους μπορεί να καθυστερήσουν σημαντικά την διάγνωση. Από το πρώτο σύμπτωμα της νόσου μέχρι την διάγνωσή της διαρρέουν κατά μέσον όρο 2.9 χρόνια.

Η διάγνωση της RP γίνεται εμπειρικά από την χαρακτηριστική κλινική της εικόνα (ΠΙΝΑΚΑΣ 114), με βάση 2 μείζονα κριτήρια ή 1 μείζον και 2 ελάσσονα.

ΑΛΛΑ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΥΠΟΤΡΟΠΙΑΖΟΥΣΑΣ ΠΟΛΥΧΟΝΔΡΙΤΙΔΑΣ :

Κριτήρια McAdam et al:

  1. Αμφοτερόπλευρη ωτιαία χονδρίτιδα 
  2. Μη διαβρωτική, οροαρνητική φλεγμονώδης πολυαρθρίτιδα
  3. Ρινική χονδρίτιδα
  4. Οφθαλμική φλεγμονή
  5. Χονδρίτιδα αναπνευστικού σωλήνα
  6. Αιθουσαία βλάβη

Για την διάγνωση απαιτούνται 3/6 κριτήρια.

Κριτήρια Damiani και Levine :

  1. Τρία κριτήρια McAdam et al
  2. Ένα κριτήριο McAdam et al + θετικά ιστολογικά ευρήματα
  3. 2 κριτήρια McAdam et al + ανταπόκριση στη θεραπεία με κορτικοειδή ή δαψόνη  Για την διάγνωση απαιτούνται 1/3 κριτήρια.

Κριτήρια Michet et al:

  1. Αποδεδειγμένη φλεγμονή σε 2/3 χόνδρους ωτός, ρινός ή λάρυγγα - τραχείας
  2. Αποδεδειγμένη φλεγμονή σε 1 από 3 ωτιαίους, ρινικούς ή λαρυγγοτραχειακούς χόνδρους + 2 άλλες εκδηλώσεις (οφθαλμική φλεγμονή, αιθουσαία δυσλειτουργία, οροαρνητική φλεγμονώδης αρθρίτιδα, απώλεια ακοής)

Για την διάγνωση απαιτούνται 1/2 κριτήρια.

     ΠΙΝΑΚΑΣ 114

ΕΜΠΕΙΡΙΚΑ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΥΠΟΤΡΟΠΙΑΖΟΥΣΑΣ ΠΟΛΥΧΟΝΔΡΙΤΙΔΑΣ

Μείζονα κριτήρια :

  • Αποδεδειγμένα επεισόδια φλεγμονής του ωτιαίου χόνδρου 
  • Αποδεδειγμένα επεισόδια φλεγμονής του ρινικού χόνδρου
  • Αποδεδειγμένα επεισόδια φλεγμονής του χόνδρου του λάρυγγα και της τραχείας

Ελάσσονα κριτήρια :

  • Οφθαλμική φλεγμονή (επιπεφυκίτιδα, κερατίτιδα, επισκληρίτιδα, ραγοειδίτιδα)
  • Απώλεια ακοής
  • Αιθουσαία δυσλειτουργία
  • Οροαρνητική φλεγμονώδης αρθρίτιδα

1.5.3.8   ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Ωτιαία χονδρίτιδα:

  • Κακώσεις (τρώση του ωτιαίου χόνδρου)
  • Ερεθισμός από χημικές ουσίες
  • Κρυοπαγήματα
  • Λοιμώδης περιχονδρίτιδα
  • Λοιμώξεις (λέπρα, λεϊσμανίαση, οξείες στρεπτοκοκκικές λοιμώξεις, φυματίωση, μυκητιασικές λοιμώξεις, σύφιλη)
  • Τσίμπημαεντόμων
  • Chondrodermatitis helicis nodularis. Είναι φλεγμονώδης και εκφυλιστικού τύπου δερματική αλλοίωση, υποδυόμενη ιστολογικά RP. Είναι περισσότερο εντοπισμένη, περιγεγραμμένη και δεν συνοδεύεται από άλλες εκδηλώσεις  

Κυστική χονδρομαλάκυνση (cystic chondromalacia) : Χαρακτηρίζεται από ανώδυνη, μη ευαίσθητη, κυστική διόγκωση εντοπιζόμενη στην ανώτερη περιοχή του ωτός. Η παρακέντηση συχνά αποκαλύπτει ορώδες υγρό.

Ρινική χονδρίτιδα :

  • Αμεση κάκωση
  • Εφιππιοειδής παραμόρφωση λόγω συγγενούς σύφιλης
  • Διάτρηση ρινικού διαφράγματος
  • Καρκίνωμα
  • Λεμφοσάρκωμα
  • Κοκκιωμάτωση Wegener
  • Λεμφωματοειδής κοκκιωμάτωση
  • Λοιμώξεις (τοπικές μυκητιασικές λοιμώξεις, φυματίωση, λέπρα)
  • Θανατηφόρο κοκκίωμα μέσης γραμμής
  • Υπολειμματική γενετική ανωμαλία, η οποία προσβάλλει την έκφραση του μεταφορέα του συνδεόμενου με αντιγονο-παρουσιαστικά γονίδια (Moins-Teisserenc HT et al, 1999
  • Σύνδρομο CINCA (Prieur AM et al, 1987)
  • Εκφυλιστική χονδροπάθεια κληρονομούμενη σύμφωνα με το αυτοσωμικό επικρατές πρότυπο κληρονομικότητας (Kurien M et al, 1995)

Κοστοχονδρίτιδα:

  • Σύνδρομο Tietze
  • Λοιμώξεις (φυματίωση, μυκητιασικές και ιογενείς λοιμώξεις)
  • Κακώσεις
  • Ακτινοβόληση θωρακικού τοιχώματος
  • Κοστοχονδρίτιδα από αιματογενή επινέμηση Candida albicans (σε χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών ουσιών)

Οφθαλμική προσβολή:

  • Κερατίτιδα και σκληρίτιδα συνδεόμενη με άλλα νοσήματα (ΡΑ, κοκκιωμάτωση Wegener, οζώδης πολυαρτηρίτιδα, σύνδρομο Αδαμαντιάδη-Behcet, σύνδρομο Cogan).

Προσβολή κατώτερων αναπνευστικών οδών :

  • Αμυλοείδωση
  • Ασθμα
  • Κακώσεις συνεπεία ενδοτραχειακής διασωλήνωσης
  • Κοκκιωμάτωση Wegener
  • Κοινήπέμφιγα. Μπορεί σπάνια να προσβάλει τον λάρυγγα, προκαλώνταςερυθη-ματώδεις ελκωτικές αλλοιώσεις με ινιδώδες εξίδρωμα στον βλεννογόνο της υπερεπιγλωττιδικής περιοχής
  • Λοιμώξεις (φυματίωση, ιστοπλάσμωση)
  • Νεοπλασματικά νοσήματα
  • Οστεοχονδροπλαστική τραχειοβρογχοπάθεια(Tracheobronchopathia osteochondroplastica). Χαρακτηρίζεται από οστεοχόνδρινα βλεννογονικά οζίδια τα οποία προβάλλουν μέσα στον αυλό του λάρυγγα, της τραχείας και των βρόγχων
  • Ρινοσκλήρωμα.Είναι χρόνια κοκκιωματώδης νόσος οφειλόμενη στην Klebsiella rhinoscleromatis και ενδημεί στην Ασία, την Αφρική και την Νότια Αμερική. Μπορεί να οδηγήσει σε ινώδη στένωση του λάρυγγα ή της τραχείας
  • Σαρκοείδωση
  • Φλεγμονώδεις εντεροπάθειες
  • Χρόνια βρογχίτιδα

Προσβολή αρτηριών:

  • Αρτηρίτιδα Takayasu
  • Σύνδρομο Αδαμαντιάδη-Behcet
  • Σύνδρομο Cogan

Προσβολή αορτικής ρίζας :

  • Σύνδρομο Μarfan ή Ehlers-Danlos
  • Σύφιλη
  • Κυστική νέκρωση μέσου αγγειακού χιτώνα
  • Σπονδυλαρθροπάθειες

Οφθαλμική φλεγμονή, αιθουσαία δυσλειτουργία και πολυαρθρίτιδα μπορεί να παρατηρηθούν και στις συστηματικές νεκρωτικές αγγειΐτιδες, όπως η οζώδης πολυαρτηρίτιδα, η κοκκιωμάτωση Wegener, το σύνδρομο Cogan και το σύνδρομο Αδαμαντιάδη-Behcet.

Η κοκκιωμάτωση Wegener είναι το κυριότερο νόσημα από το οποίο πρέπει να διαφο-ροδιαγιγνώσκεται η RP. Και τα δύο αυτά νοσήματα προκαλούν εφιππιοειδή παραμόρφωση της ρινός, υποεπιγλωττιδική στένωση, σκληρίτιδα και ενίοτε προσβολή της αίθουσας του ωτός ή ολιγο-άνοση σπειραματοπάθεια. Ακόμα, ωτιαία χονδρίτιδα έχει περιγραφεί στην WG (Chang-Miller A et al, 1987) και πρόπτωση ή διάτρηση του ρινικού διαφράγματος, σε ασθενείς με πολυχονδρίτιδα (Esdaile J et al, 1977).

Εκδηλώσεις ενδεικτικές WG είναι η παραρρινοκολπίτιδα, η προσβολή του πνευμονικού παρεγχύματος, η κοκκιωματώδης αγγειΐτιδα, η πολλαπλή μονονευρίτιδα και τα θετικά c-ANCA. Αντίστροφα, η γενικευμένη τραχειομαλάκυνση είναι ιδιαίτερη εκδήλωση της RP.

Οι ασθενείς με RP που παρουσιάζονται με οφθαλμική φλεγμονή και πολυαρθρίτιδα πρέπει να διακρίνονται από την ΡΑ, τις οροαρνητικές σπονδυλαρθροπάθειες και την σαρκοείδωση. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ενός από τα νοσήματα αυτά επιτρέπουν την σωστή διάγνωση.

Η αορτίτιδα και τα αορτικά ανευρύσματα πρέπει να προσανατολίζουν την σκέψη στα αναπτυξιακά νοσήματα του συνδετικού ιστού, όπως τα σύνδρομα Marfan και Ehlers-Danlos, όπως και στην ιδιοπαθή κυστική νέκρωση του μέσου αγγειακού χιτώνα, την σύφιλη και την αρτηριοσκλήρυνση.

1.5.3.9   ΘΕΡΑΠΕΙΑ

1.5.3.9.1   Ηπια φλεγμονώδη επεισόδια 

Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα.

Κολχικίνη (0.6 mg/12ωρο) : Είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική στην ωτιαία χονδρίτιδα. Η βελτίωση εμφανίζεται μέσα σε μερικές ημέρες.

Δαψόνη (50-200 mg/24ωρο) : Είναι αποτελεσματική, αλλά και τοξική (Barranco VP et al, 1976; Martin J et al, 1976). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με κορτικοστεροειδή.

1.5.3.9.2   ΣΟΒΑΡΟΤΕΡΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ – ΕΞΩΧΟΝΔΡΙΝΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ

Τα κορτικοειδή (πρεδνιζόνη) είναι η θεραπεία εκλογής για τα οξέα επεισόδια και τον μακροπρόθεσμο έλεγχο της φλεγμονής. Προκαλούν ύφεση της χονδρίτιδας και, χορηγούμενα μακροχρόνια, μειώνουν την βαρύτητα, διάρκεια και συχνότητα των υποτροπών.

Η δόση της πρεδνιζόνης κυμαίνεται σε 0.75-1 mg/kg/24ωρο.

ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ :

Ηπια έως μέτρια ωτιαία ή ρινική χονδρίτιδα: 10-20 mg/24ωρο 

Νευροαισθητήρια απώλεια ακοής, προσβολή αίθουσας, αγγείων, πνευμόνων ή νεφρών:

  • 20-60 mg (0.5-1 mg/kg)/24ωρο
  • 80-100 mg/24ωρο (σε σοβαρές εξάρσεις)
  • Προοδευτική μείωση σε δόση συντήρησης 5-25 mg/24ωρο. Οι περισσότεροι ασθενείς χρειάζονται μικρές καθημερινές δόσεις πρεδνιζόνης για συντήρηση. Σπάνια, απαιτούνται μεγάλες δόσεις κορτικοειδών στη διάρκεια των οξέων επεισοδίων.

Εξάρσεις πνευμονικής προσβολής, πρόσφατη νευροαισθητήρια απώλεια ακοής, συστηματική μικροαγγειΐτιδα:

  • ΕΦ ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης (1 gr/24ωρο Χ 3 ημέρες).

1.5.3.9.3  ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΟΥ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ ΔΟΣΕΙΣ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΩΝ ΓΙΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΄Η ΑΝΘΙΣΤΑΝΤΑΙ ΣΤΑ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ

Αζαθειοπρίνη (McAdam LP et al, 1976; Mohnesifar Z et al, 1982; Crockford Mp and Kerr IH, 1988).

Δαψόνη (Ridgway HB et al, 1985; Barranco VP et al, 1976; Martin J et al, 1976). Κατ΄ άλλους, δεν έχει αποτέλεσμα και είναι τοξική (Trentham DE and Le CH, 1998).

Κυκλοφωσφαμίδη per os (1-2 mg/kg/24ωρο) ή σε ΕΦ ώσεις (0.6 g/m2), σε ασθενείς με σοβαρή προσβολή των πνευμόνων, της καρδιάς και των νεφρών (McAdam LP et al, 1976; Ruhlen JL et al, 1981; Stewart KA and Mazanec DJ, 1992). Σε σοβαρές ή ανθεκτικές περιπτώσεις, όπως π.χ. νεκρωτικής σκληρίτιδας μη ανταποκρινόμενης στην αζαθειοπρίνη ή την μεθοτρεξάτη, μπορεί να είναι η θεραπεία εκλογής.

Μεθοτρεξάτη (0.3 mg/kg/εβδ.) (Park J et al, 1996; Trentham DE and Le CH, 1998). Είναι πιθανώς η αποτελεσματικότερη 2ης γραμμής θεραπεία και επιτρέπει την μείωση της δόσης των κορτικοειδών.

Μινοκυκλίνη per os.Βελτίωσε έναν ασθενή με τοξικότητα στη μεθοτρεξάτη (Trentham DE et al, 1995)

Μυκοφαινολική μοφετίλη.

Πενικιλλαμίνη (Crockford MP and Kerr IH, 1988)

Χλωραμβουκίλη.

Κυκλοσπορίνη (5-15 mg/kg/24ωρο) (Svenson KL et al, 1984; Priori R et al, 1993).

Πλασμαφαίρεση (Botey A et al, 1984; Neily JB et al, 1985)

Βιολογικοί παράγοντες. Η Ινφλιξιμάμπη είναι αποτελεσματική σε περιπτώσεις ανθεκτικές σε άλλες θεραπείες (Ehresmann GR, 2002; Saadoun D et al, 2003; Richez C et al, 2004). Κατ΄ άλλους, δεν έχει αποτέλεσμα, ενώ ένας διαβητικός με RP ανέπτυξε σοβαρή σηψαιμία, παραστερνικό απόστημα και απεβίωσε μετά την έναρξη της θεραπείας με ινφλιξιμάμπη (Matzkies FG et al, 2003).

Ακόμα, έχει χρησιμοποιηθεί ετανερσέπτη, αδαλιμουμάμπη και αβατασέπτη [De Barros AP et al, 2010; Subrahmanyam P et al, 2008; Navarrete VM et al, 2014; Peng SL and Rodriguez D, 2013].

Η τοσιλιζουμάμπη έχει δειχθεί χρήσιμη σε ασθενείς ανθεκτικούς στη θεραπεία με αντι-TNF παράγοντες [Wendling D et al, 2013].

Λεφλουνομίδη. Σ΄ έναν ασθενή, χορηγούμενη σε δόση 30 mg ημερησίως, συνοδεύθηκε από υψηλούς πυρετούς, φωτοφοβία, θρομβοκυττάρωση και λευκοκυττάρωση (Koenig AS and Abruzzo JL).

Αντι-CD4 χειμερικό μονοκλωνικό αντίσωμα (Choy EH et al, 1991).

Αυτόλογη μεταμόσχευση αρχέγονων κυττάρων (Rosen O et al, 2000). Η αλλογενική και αυτόλογη μεταμόσχευση αρχέγονων κυττάρων έχει αμφιλεγόμενη αποτελεσματικότητα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ανθεκτικές περιπτώσεις [Daikeler T et al, 2007].

Βόειο εμβρυικό κολλαγόνο τύπου II (CII) PER OS: Βελτίωσε τα συμπτώματα και μετέβαλε την κυτταρική ανοσιακή απάντηση έναντι του CII σ΄ένα παιδί με RP (Navarro MJ et al, 2002).

1.5.3.9.4   ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΠΡΟΣΒΟΛΗΣ ΟΡΓΑΝΩΝ

Προσβολή αναπνευστικού σωλήνα :

  • Μεγάλες δόσεις πρεδνιζόνης per os
  • Ενδοφλέβιες ώσεις κορτικοειδών ή ψεκασμοί ρακεμεικής εφεδρίνης σε περιπτώσεις οξείας απόφραξης των αναπνευστικών οδών (Lipnick RN and Fink CW, 1991)
  • Συνεχής θετική αναπνευστική πίεση μπορεί να ανακουφίσει την μαλάκυνση της τραχείας και των βρόγχων, ιδιαίτερα στη διάρκεια της νύχτας
  • Τραχειοστομία (προσωρινή ή μόνιμη), σε ασθενείς με αναπνευστικό distress και σοβαρή εντοπισμένη υποεπιγλωττιδική προσβολή
  • Μεταλλικά stent βελτιώνουν άμεσα την ροή του αέρα στις αεροφόρους οδούς, αλλά έχουν επιπλοκές
  • Εξωτερική διάνοιξη ή αποκατάσταση των αεροφόρων οδών, σε εξαιρετικές περιπτώσεις

ΠΡΟΣΟΧΗ: Η τραχειοβρογχοσκόπηση μπορεί να επιδεινώσει την υποξία και να οδηγήσει ακόμα και στο θάνατο (Eng J and Sabanathan S, 1991; Tillie-Leblond I et al, 1998), γι΄ αυτό και στη θέση της μπορεί να γίνει αξονική ή μαγνητική τομογραφία.

Οφθαλμική προσβολή:

  • Οφθαλμικές σταγόνες κορτικοειδών ή, προτιμότερο, συστηματικά κορτικοειδή. Σε ανθεκτικές περιπτώσεις, ανοσοκατασταλτικά.

Αρθρίτιδα :

  • Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα
  • Ενδαρθρικές εγχύσεις κορτικοειδών

Νεφρική προσβολή:

  • Πρεδνιζόνη. Είναι περισσότερο αποτελεσματική σε ασθενείς με διάμεση νεφρίτιδα
  • Κυκλοφωσφαμίδη per os ή σε ενδοφλέβιες ώσεις, σε περιπτώσεις εστιακής νεκρωτικής σπειραματονεφρίτιδας με ημισεληνοειδείς σχηματισμούς (Chang-Miller A et al, 1987)

ΑΛΛΕΣ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ :

  • Αζαθειοπρίνη + κορτικοειδή + ηπαρίνη + διπυριδαμόλη (Neild GH et al, 1978)
  • Δαψόνη + στεροειδή (Botey A et al, 1984)
  • Πλασμαφαίρεση + κυκλοφωσφαμίδη (Botey A et al, 1984)

Καρδιαγγειακή προσβολή:

  • Προληπτική αντικατάσταση της ανιούσας αορτής με μόσχευμα που περιλαμβάνει την αορτική βαλβίδα, σε ασθενείς με σοβαρή ανεπάρκεια της αορτής
  • Μόνιμος βηματοδότης, σε ασθενείς με πλήρη κολποκοιλιακό αποκλεισμό
  • Αποκατάσταση αορτικού ανευρύσματος
  • Αντικατάσταση καρδιακών βαλβίδων, σε ασθενείς με παλινδρόμηση καρδιακών βαλβίδων. Ακολουθείται συχνά από περιβαλβιδικές απώλειες και διάνοιξη των βαλβίδων, λόγω της προϋπάρχουσας διάτασης της αορτικής ρίζας και του δακτυλίου της μιτροειδούς σαν συνέπεια προηγηθείσας ή ενεργού χρόνιας φλεγμονής. Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να χορηγηθεί κυκλοφωσφαμίδη per os και αζαθειοπρίνη (Bowness P et al, 1991).

ΠΙΝΑΚΑΣ 115

ΑΙΤΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΥΠΟΤΡΟΠΙΑΖΟΥΣΑ ΠΟΛΥΧΟΝΔΡΙΤΙΔΑ

  • Απόφραξη των αεροφόρων οδών ή/και πνευμονία (στις γυναίκες)
  • Ειδικές καρδιαγγειακές επιπλοκές (ρήξη ανευρύσματος/αγγειΐτιδα/ βαλβιδοπάθεια), στους άνδρες
  • Λοιμώξεις δευτεροπαθώς στην κορτικοειδοθεραπεία
  • Συστηματικές αγγειΐτιδες
  • Κακοήθειες μη σχετιζόμενες με την υποτροπιάζουσα πολυχονδρίτιδα

1.5.3.10   ΠΡΟΓΝΩΣΗ

Η RP διαδράμει αθόρυβα σε μικρό ποσοστό ασθενών, ενώ οι περισσότεροι έχουν εξάρσεις της προσβολής του χόνδρου, των αρθρώσεων ή των αγγείων. Μερικοί έχουν προοδευτικά επιδεινούμενη διαδρομή ανθεκτική στη θεραπεία και καταλήγουν κακώς από τις επιπλοκές της νόσου ή/και της θεραπείας (ΠΙΝΑΚΕΣ 115, 116).

Η 5ετής επιβίωση των ασθενών με RP ανέρχεται σε 66-94% (45%, εάν η RP συνδυάζεται με συστηματική αγγειΐτιδα), ενώ η 10ετής, σε 55% (Michet CJ Jr et al, 1986; Trentham DE and Le CH, 1998). Η επιβίωση είναι πτωχότερη σε ασθενείς που απαιτούν επανειλημμένες μεταγγίσεις για μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα (PietteT et al, 1999).

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ 2/3/2015



Who is who

Θέματα

Συλλογή Φωτογραφιών

Τι είναι ο ρευματολόγος

Βότανα-Φυσικές ουσίες