Έρευνα

Γνωρίζετε αν διατρέχετε κίνδυνο οστεοπόρωσης;:

Χλωραμβουκίλη (Leukeran)

Η χλω­ραμ­βου­κί­λη πα­ρα­σκευ­ά­στη­κε για πρώ­τη φο­ρά α­πό τον Everett και τους συ­νερ­γά­τες του. Εί­ναι αλ­κυ­λι­ω­τι­κός πα­ρά­γον­τας του τύ­που του α­ζω­θυ­πε­ρί­τη (nitrogen mustard), ό­που η με­θυ­λο­μά­δα της μου­στάρ­δας έ­χει αν­τι­κα­τα­στα­θεί α­πό φαι­νυ­λο­βου­τυ­ρι­κό ο­ξύ. Στις συ­νι­στώ­με­νες δό­σεις εί­ναι ο βρα­δύ­τε­ρα δρων α­ζω­θυ­πε­ρί­της στην κλι­νι­κή πρά­ξη και α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός σε ο­ρι­σμέ­να νε­ο­πλα­σμα­τι­κά νο­σή­μα­τα. Η χλω­ραμ­βου­κί­λη υ­πάρ­χει σαν υ­πό­λευ­κη, ελαφρώς κοκ­κώ­δης, σκό­νη, η ο­ποί­α εί­ναι πο­λύ δι­α­λυ­τή στο ύ­δωρ και έ­χει pKa 1.3 και 5.8. Το εν­δο­φλέ­βιο σκεύ­α­σμα εί­ναι α­στα­θές, δε­δο­μέ­νου ό­τι υ­δρο­λύ­ε­ται τα­χέ­ως

2.1   ΧΗΜΕΙΑ

Χλω­ραμ­βου­κί­λη (Chlorambucil

  • Χη­μι­κό ό­νο­μα : 4-[Bis(2-chloroethyl)amino]benzene-butanoic acid 
  • Μο­ρια­κός τύ­πος : C14H19Cl2NO2

ΕΙΚΟΝΑ 125 : Συν­τα­κτι­κός τύ­πος χλω­ραμ­βου­κί­λης 

2.2   ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ

Ο μη­χα­νι­σμός δρά­σης της χλω­ραμ­βου­κί­λης εί­ναι πα­ρό­μοι­ος με της κυ­κλο­φω­σφα­μί­δης και των άλ­λων αλ­κυ­λι­ω­τι­κών πα­ρα­γόν­των. Η χλω­ραμ­βου­κί­λη δρα σ' ό­λα τα στά­δια του κυτ­τα­ρι­κού κύ­κλου, κυ­ρί­ως ό­μως στην S φά­ση, αλ­λά μπλο­κά­ρε­ται στο προ­μι­τω­τι­κό στά­διο. Κύ­ριος στό­χος της εί­ναι το DNA του κυτ­τά­ρου, με το ο­ποί­ο προ­κα­λεί δι­α­σταυ­ρού­με­νους δε­σμούς. Σε μι­κρές δό­σεις, ο α­ριθ­μός των δι­α­σταυ­ρού­με­νων δε­σμών εί­ναι μι­κρός και έ­τσι το DNA μπο­ρεί να ε­πα­νέλ­θει σε φυ­σι­ο­λο­γι­κή σχε­δόν κα­τά­στα­ση. Σε με­γα­λύ­τε­ρες ό­μως δό­σεις, το DNA υ­φί­στα­ται δι­α­σταυ­ρού­με­νους δε­σμούς σε με­γά­λη έ­κτα­ση, α­πο­δο­μεί­ται και το κύτ­τα­ρο ο­δη­γεί­ται στο θά­να­το.  

2.3   ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ

  • Μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει α­τρο­φί­α του εν­τε­ρι­κού βλεν­νο­γό­νου και του λεμ­φι­κού ι­στού, σο­βα­ρή λεμ­φο­πε­νί­α (η ο­ποί­α κο­ρυ­φώ­νε­ται με­τά α­πό 4 η­μέ­ρες), α­ναι­μί­α και θρομ­βο­πε­νί­α, ε­άν χο­ρη­γη­θεί ε­φά­παξ εν­δο­πε­ρι­το­να­ϊ­κά σε δό­ση 12.5 mg/kg, σε α­ρου­ραί­ους. Με­τά την χο­ρή­γη­σή του, τα ζώ­α α­να­νή­πτουν με­τά α­πό 3 η­μέ­ρες και φαί­νον­ται φυ­σι­ο­λο­γι­κά με­τά α­πό μί­α πε­ρί­που ε­βδο­μά­δα, αν και ο μυ­ε­λός των ο­στών α­πο­κα­θί­στα­ται πλή­ρως με­τά α­πό 3 ε­βδο­μά­δες.
  • Προ­κα­λεί τον θά­να­το στο 50% πε­ρί­που των α­ρου­ραί­ων, ε­άν ε­νε­θεί εν­δο­πε­ρι­το­να­ϊ­κά σε δό­ση 18.5 mg/kg ε­φά­παξ.
  • Προ­κα­λεί βρα­δυ­καρ­δί­α, σι­ε­λόρ­ροι­α, αι­μα­του­ρί­α, σπα­σμούς και α­να­πνευ­στι­κή δυσ­λει­τουρ­γί­α, χο­ρη­γού­με­νη per os σε δό­ση 50 mg/kg, σε α­ρου­ραί­ους.

Στους α­ρου­ραί­ους, η LD50 της χλω­ραμ­βου­κί­λης εί­ναι 123 mg/kg-1 και η ED50, 8.5 mg/kg-1. 

2.4   ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ

Η χλω­ραμ­βου­κί­λη χο­ρη­γεί­ται per os ή εν­δο­φλέ­βια. Με­τά την per os χο­ρή­γη­σή της, α­πορ­ρο­φά­ται τα­χέ­ως α­πό τον γα­στρεν­τε­ρι­κό σω­λή­να σε πο­σο­στό >70% και α­νι­χνεύ­ε­ται στο πλά­σμα με­τά α­πό 15', φθά­νον­τας σε μέ­γι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις με­τά α­πό 0.5-2 ώ­ρες. Ο t(1/2) της α­πο­βο­λής της εί­ναι 1-2 ώ­ρες και του μεί­ζο­να με­τα­βο­λί­τη της, της μου­στάρ­δας του φαι­νυ­λο­ξει­κού ο­ξέ­ος (phe-nylacetic acid mustard), 3 ώ­ρες.                        

Η χο­ρή­γη­ση της χλω­ραμ­βου­κί­λης προ φα­γη­τού συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό ση­μαν­τι­κή αύ­ξη­ση των μέ­γι­στων συγ­κεν­τρώ­σε­ών της στο πλά­σμα. Και η χλω­ραμ­βου­κί­λη και ο ε­νερ­γός με­τα­βο­λί­της της συν­δέ­ον­ται σε με­γά­λο βαθ­μό με τις πρω­τε­ΐ­νες του πλά­σμα­τος.   

Η χλω­ραμ­βου­κί­λη, στο με­γα­λύ­τε­ρο πο­σο­στό της (20-70%), και οι με­τα­βο­λί­τες της α­πο­βάλ­λον­ται α­πό τα ού­ρα εντός 24 ωρών (McLean A et al, 1979; McLean A et al, 1980). Σε ε­λά­χι­στα μό­νο πο­σά (<1%) η χλωραμβουκίλη α­πεκ­κρί­νε­ται α­ναλ­λοί­ω­τη α­πό τα ού­ρα.

Η χλω­ραμ­βου­κί­λη, αυ­τή κα­θαυ­τή, δεν εί­ναι κυτ­τα­ρο­το­ξι­κή. Στον άν­θρω­πο, με­τα­βο­λί­ζε­ται πλή­ρως κυ­ρί­ως στο ή­παρ και τους νε­φρούς σε αρ­κε­τούς με­τα­βο­λί­τες και κυ­ρί­ως με β-ο­ξεί­δω­ση του βου­τυ­ρι­κού ο­ξέ­ος σε μου­στάρ­δα του φαι­νυ­λο­ξει­κού ο­ξέ­ος, που εί­ναι και ο κύ­ριος ε­νερ­γός με­τα­βο­λί­της της. Στους α­ρου­ραί­ους, οι μεί­ζο­νες με­τα­βο­λί­τες εί­ναι η 3-4-δε­ϋ­δρο­χλω­ραμ­βου­κί­λη και η μου­στάρ­δα του φαι­νυ­λο­ξει­κού ο­ξέ­ος (McLean A et al, 1976). 

Η χλω­ραμ­βου­κί­λη δεν έ­χει προ­συ­στη­μα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό στο εν­τε­ρι­κό τοί­χω­μα. Το μό­ριο της δι­αι­ρεί­ται στο ή­παρ, δε­δο­μέ­νου ό­τι τα 2 μέ­ρη, οι αλ­κυ­λι­ω­τι­κές ο­μά­δες και το μό­ριο του φαι­νυ­λο­βου­τυ­ρι­κού ο­ξέ­ος, συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται δι­α­φο­ρε­τι­κά. Το αλ­κυ­λι­ω­τι­κό τμή­μα συγ­κεν­τρώ­νε­ται στον θύ­μο α­δέ­να και τον μυ­ε­λό των ο­στών.  

2.5   ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ–ΤΟΞΙ­ΚΟΤΗΤΑ

Δεν έ­χει α­να­φερ­θεί.

2.6   ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

2.6.1   ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

Αλ­δεσ­λευ­κί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η αλ­δεσ­λευ­κί­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει την το­ξι­κό­τη­τα των μυ­ε­λο­το­ξι­κών φαρ­μά­κων (π.χ. κυτ­τα­ρο­στα­τι­κά χη­μει­ο­θε­ρα­πευ­τι­κά).

Συ­στά­σεις : Ο συν­δυα­σμός των φαρ­μά­κων αυ­τών εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρο να α­πο­φεύ­γε­ται.

Φαι­νυ­λο­βου­τα­ζό­νη/βαρ­φα­ρί­νη

Αλληλεπιδράσεις : Αν­τα­γω­νί­ζον­ται την σύν­δε­ση της χλω­ραμ­βου­κί­λης με την λευ­κω­μα­τί­νη, in vitro, γι' αυ­τό και μπο­ρεί να δυ­νη­τι­κο­ποι­ή­σουν τις δρά­σεις της χλω­ραμ­βου­κί­λης. 

2.6.2   ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ 

Στον ο­ρό : 

  • Λευ­κω­μα­τί­νες                       :  ε­λάτ­τω­ση
  • Αλ­κα­λι­κή φω­σφα­τά­ση          :  αύ­ξη­ση
  • Χο­λε­ρυ­θρί­νη                         :  αύ­ξη­ση
  • Ου­ρί­α                                   :  αύ­ξη­ση
  • Α­σβέ­στιο                              :  ε­λάτ­τω­ση
  • Κρε­α­τι­νί­νη                            :   αύ­ξη­ση
  • LDH                                      :   αύ­ξη­ση
  • Μα­γνή­σιο                             :  ε­λάτ­τω­ση
  • Φω­σφό­ρος                           :  ε­λάτ­τω­ση
  • Πρω­τε­ΐ­νες πλά­σμα­τος          :  ε­λάτ­τω­ση
  • Κά­λιο                                    :  αύ­ξη­ση ή ε­λάτ­τω­ση
  • SGOT                                    : αύ­ξη­ση
  • SGPT                                    : αύ­ξη­ση
  • Ου­ρι­κό ο­ξύ                            : αύ­ξη­ση

Στα ού­ρα : 

  • Ου­ρι­κό ο­ξύ                            :  αύ­ξη­ση

2.7   ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

  • Χρό­νια λεμ­φο­κυτ­τα­ρι­κή λευ­χαι­μί­α
  • Λέμ­φω­μα Hodgkin
  • Μη-Hodgkin λέμ­φω­μα

ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗ ΧΛΩΡΑΜΒΟΥΚΙΛΗ :

Α)   ΡΕΥΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Νό­σος Α­δα­μαν­τιά­δη-Behcet 
  • Κοκ­κι­ω­μά­τω­ση Wegener 
  • Δερ­μα­το­μυ­ο­σί­τι­δα/πο­λυ­μυ­ο­σί­τι­δα
  • Ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα
  • Νε­α­νι­κή ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα
  • Συ­στη­μα­τι­κός ε­ρυ­θη­μα­τώ­δης λύ­κος
  • Συ­στη­μα­τι­κή σκλη­ρο­δερ­μί­α

Β)   ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Καρ­κί­νω­μα όρ­χε­ων
  • Καρ­κί­νω­μα ω­ο­θη­κών
  • Καρ­κί­νω­μα μα­στού
  • Λευ­χαι­μί­α εκ τρι­χω­τών κυτ­τά­ρων

Γ)   ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Νε­φρω­σι­κό σύν­δρο­μο
  • Μα­κρο­σφαι­ρι­ναι­μί­α Waldenstrom 
  • Α­λη­θής πο­λυ­κυτ­τα­ραι­μί­α

2.8   ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

  • Λευ­κο­πε­νί­α ή θρομ­βο­πε­νί­α
  • Α­κτι­νο­θε­ρα­πεί­α
  • Θε­ρα­πεί­α με άλ­λους κυτ­τα­ρο­στα­τι­κούς πα­ρά­γον­τες

2.9   ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Η χλω­ραμ­βου­κί­λη έ­χει χρη­σι­μο­ποι­η­θεί λι­γό­τε­ρο συ­χνά α­πό άλ­λα α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κά φάρ­μα­κα στη θε­ρα­πεί­α των ρευ­μα­τι­κών νο­ση­μά­των. Οι α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές δρά­σεις της δεν έ­χουν με­λε­τη­θεί τό­σο ε­κτε­τα­μέ­να, ό­σο της κυ­κλο­φω­σφα­μί­δης. Γε­νι­κά, δεν έ­χει τό­σο δυ­νη­τι­κές α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές ι­δι­ό­τη­τες, ό­σο η κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη και, αν και κά­πως λι­γό­τε­ρο το­ξι­κή α­π' αυ­τήν, κα­τα­στέλ­λει σε μι­κρό­τε­ρο βαθ­μό την δρα­στη­ρι­ό­τη­τα των μη νε­ο­πλα­σμα­τι­κών νο­ση­μά­των, ό­πως π. χ. της γε­νι­κευ­μέ­νης κοκ­κι­ω­μά­τω­σης Wegener. Πάν­τως, έ­χει χρη­σι­μο­ποι­η­θεί με σχε­τι­κή ε­πι­τυ­χί­α σε ο­ρι­σμέ­να νο­σή­μα­τα του συν­δε­τι­κού ι­στού. 

Στη θε­ρα­πεί­α των ο­φθαλ­μι­κών ε­πι­πλο­κών ο­ρι­σμέ­νων νο­ση­μά­των του συν­δε­τι­κού ι­στού έ­χει χρη­σι­μο­ποι­η­θεί πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό άλ­λους αλ­κυ­λι­ω­τι­κούς πα­ρά­γον­τες, αν και η προ­τί­μη­ση αυ­τή δεν βα­σί­ζε­ται σε αν­τι­κει­με­νι­κή έν­δει­ξη ό­τι εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή.  

2.10.1   ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ 

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η χλω­ραμ­βου­κί­λη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή στο 50-75% των α­σθε­νών, βελ­τι­ώ­νει τις ε­ξω­αρ­θρι­κές εκ­δη­λώ­σεις και βο­η­θά στη μεί­ω­ση της δό­σης των κορ­τι­κο­ει­δών (Aymard JP et al, 1983; Cannon GW et al, 1985; Aeschlimann A et al, 1987). 

Συ­νή­θως, η βελ­τί­ω­ση εμ­φα­νί­ζε­ται με­τά α­πό 2-3 μή­νες και δια­ρκεί αρ­κε­τούς μή­νες ή χρό­νια με­τά την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου, αν και υ­πο­τρο­πές εί­ναι συ­χνές έ­να χρό­νο με­τά την δι­α­κο­πή του (Renier JC et al, 1975).

ΕΞΩΑΡΘΡΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗΝ ΧΛΩΡΑΜΒΟΥΚΙΛΗ 

Σκλη­ρί­τι­δα/ρα­γο­ει­δί­τι­δα (Godfrey WA et al, 1974) 

Α­μυ­λο­εί­δω­ση : Η χλω­ραμ­βου­κί­λη δι­α­τη­ρεί την νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α και μει­ώ­νει την θνη­τό­τη­τα σε α­σθε­νείς με α­μυ­λο­εί­δω­ση συν­δε­ό­με­νη με νο­σή­μα­τα του συν­δε­τι­κού ι­στού (ΡΑ, ΑΣ και ι­δι­αί­τε­ρα ΝΡΑ) (Deschenes G et al, 1990; Vouyiouka O et al, 1990; Berglund K et al, 1993; David J et al, 1993). 

Η πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α συ­χνά μει­ώ­νε­ται ση­μαν­τι­κά ή υ­φί­ε­ται πλή­ρως (Schnitzer TJ and Ansell BM, 1977) και το α­μυ­λο­ει­δές α­πο­μα­κρύ­νε­ται α­πό τους νε­φρούς (Hawkins PN et al, 1993). 

Ρευ­μα­το­ει­δής αγ­γει­ί­τι­δα : Η χλω­ραμ­βου­κί­λη μπο­ρεί να βελ­τι­ώ­σει τις δερ­μα­τι­κές, νευ­ρο­πα­θη­τι­κές και συ­στη­μα­τι­κές εκ­δη­λώ­σεις (Thorpe P et al, 1976 ). 

Γαγ­γραι­νώ­δες πυ­ό­δερ­μα : Η χλω­ραμ­βου­κί­λη, σε συν­δυα­σμό με κορ­τι­κο­ει­δή, μπο­ρεί να βελ­τι­ώ­σει τις αλ­λοι­ώ­σεις του γαγ­γραι­νώ­δους πυ­ο­δέρ­μα­τος σε α­σθε­νείς αν­θε­κτι­κούς στα κορ­τι­κο­ει­δή ή/και άλ­λα α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κά (Burruss JB et al, 1996).

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :

  • Μει­ώ­νει την ΤΚΕ (JC et al, 1975) 
  • Ε­λατ­τώ­νει τους τίτ­λους του Ra-test (Renier JC et al, 1975) 
  • Βελ­τι­ώ­νει την α­ναι­μί­α (Kahn MF et al, 1971) 
  • Ε­λατ­τώ­νει την μιτογονο-επαγόμενη βλα­στο­γέ­νε­ση των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων (Cayla J et al, 1971)  

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ : Η χλω­ραμ­βου­κί­λη μπορεί να ανακόψει ή επιβραδύνει τις ο­στε­ο­αρ­θρι­κές αλ­λοι­ώ­σεις (Renier JC et al, 1975). 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η χλω­ραμ­βου­κί­λη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή στη ρευματοειδή αρθρίτιδα, ε­πει­δή ό­μως συν­δέ­ε­ται με αυ­ξη­μέ­νο κίν­δυ­νο α­νά­πτυ­ξης δερ­μα­τι­κών και αι­μα­το­λο­γι­κών κα­κο­ή­θων νο­ση­μά­των, εν­δεί­κνυ­ται κυ­ρί­ως σε η­λι­κι­ω­μέ­νους α­σθε­νείς με βα­ριά νό­σο μη αν­τα­πο­κρι­νό­με­νη σε άλ­λα DMARDS.  

2.10.2   ΝΕΑΝΙΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ 

Η χλω­ραμ­βου­κί­λη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή (Prieur AM et al, 1979; Manners PJ and Ansell BM, 1986; Deschenes G et al, 1990) και βο­η­θά στη μεί­ω­ση της δό­σης των κορ­τι­κο­ει­δών (Prieur AM et al, 1979), αλ­λά συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό λευ­χαι­μί­α σε με­γά­λη συ­χνό­τη­τα (Kauppi MJ et al, 1996). 

ΕΞΩΑΡΘΡΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗ ΧΛΩΡΑΜΒΟΥΚΙΛΗ 

Ρα­γο­ει­δί­τι­δα : Η χλω­ραμ­βου­κί­λη μπο­ρεί να βελ­τι­ώ­σει την ρα­γο­ει­δί­τι­δα που αν­θί­στα­ται στη συμ­βα­τι­κή α­γω­γή (Mehra R et al, 1981; Palmer RG et al, 1985). Πάν­τως, η α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τά της εί­ναι αμ­φι­λε­γό­με­νη και μάλ­λον βραχυχρόνια. 

Α­μυ­λο­εί­δω­ση : Η χλω­ραμ­βου­κί­λη μπο­ρεί να πε­ρι­ο­ρί­σει ή να ε­ξα­φα­νί­σει την πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α και πα­ρα­τεί­νει ση­μαν­τι­κά την ε­πι­βί­ω­ση (Deschenes G et al, 1990; David J et al, 1993; Ros­tropo-wicz-Den­isiewicz K, 1994). 

2.10.3   ΝΟΣΟΣ ΑΔΑΜΑΝΤΙΑΔΗ-BEHCET 

ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗΝ ΧΛΩ­ΡΑΜΒΟΥΚΙΛΗ 

Ο­φθαλ­μι­κή προ­σβο­λή : Η χλω­ραμ­βου­κί­λη βελ­τι­ώ­νει την ο­πτι­κή ο­ξύ­τη­τα σε πε­ρι­πτώ­σεις αν­θε­κτι­κές στα κορ­τι­κο­ει­δή, ε­πι­τρέ­πον­τας την μεί­ω­ση ή δι­α­κο­πή τους (O' Duffy JD et al, 1984; Ri­mon D et al, 1985; Tessler HH and Jennings T, 1990), άλ­λο­τε ό­μως δεν έ­χει α­πο­τέ­λε­σμα (Tabbara KF, 1983). 

Α­φθώ­δης στο­μα­τί­τι­δα (Smulders FM and Oosterhuis JA, 1975) 

Μη­νιγ­γο­εγ­κε­φα­λί­τι­δα (O' Duffy JD et al, 1984) 

Χρό­νια με­τα­να­στευ­τι­κή ε­πι­πο­λής θρομ­βο­φλε­βί­τι­δα και λευ­κο­κυτ­τα­ρο­κλα­στι­κή αγ­γει­ί­τι­δα με ε­πί­μο­να έλ­κη των κνη­μών (Plotkin GR et al, 1985) 

Πολ­λα­πλά α­νευ­ρύ­σμα­τα πνευ­μο­νι­κής αρ­τη­ρί­ας (Park JY et al, 1995) 

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ 

Κολ­χι­κί­νη : Η χλω­ραμ­βου­κί­λη, σε δό­ση 0.1 mg/kg/24ωρο, εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή (O' Duffy TD et al, 1984). 

Κορ­τι­κο­ει­δή : Εί­ναι λι­γό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κά α­πό την χλω­ραμ­βου­κί­λη στην ρα­γο­ει­δί­τι­δα, την ο­πτι­κή ο­ξύ­τη­τα και την μη­νιγ­γο­εγ­κε­φα­λί­τι­δα (O' Duffy JD et al, 1984). 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η χλω­ραμ­βου­κί­λη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή στην μη­νιγ­γο­εγ­κε­φα­λί­τι­δα και την ρα­γο­ει­δί­τι­δα της νό­σου Α­δα­μαν­τιά­δη-Behcet, αλ­λά, λό­γω της το­ξι­κό­τη­τάς της και ι­δι­αί­τε­ρα της α­ζω­ο­σπερ­μί­ας που προ­κα­λεί, δεν χρη­σι­μο­ποι­εί­ται πλέ­ον σαν φάρ­μα­κο πρώ­της ε­κλο­γής στην θε­ρα­πεί­α της ρα­γο­ει­δί­τι­δας και έ­χει αν­τι­κα­τα­στα­θεί α­πό την κυ­κλο­σπο­ρί­νη.  

2.10.4   ΚΟΚΚΙΩΜΑΤΩΣΗ WEGENER  

Η χλω­ραμ­βου­κί­λη, σε συν­δυα­σμό με κορ­τι­κο­ει­δή, εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή στην κ. Wegener (Mc Ilvanie SK, 1966; Berglund G et al, 1972; Westberg NG and Swolin B, 1976). Σε α­σθε­νείς με ε­ξω­νε­φρι­κές κυ­ρί­ως εκ­δη­λώ­σεις εί­ναι λι­γό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή, αλ­λά και το­ξι­κή, α­πό την κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη (Israel HL and Patchefsky AS, 1975). 

2.10.5  ΚΑΛΟΗΘΗΣ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΑΓΓΕΙΙΤΙΔΑ ΚΑΙ ΚΟΚΚΙΩΜΑΤΩΣΗ (Gracey DR et al, 1988).

2.10.6   ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΣΚΛΗΡΟΔΕΡΜΙΑ  

Η χλωραμβουκίλη είναι αποτελεσματική (MacKenzie AH, 1970). Σε μα­κρο­χρό­νια χο­ρή­γη­ση, μπο­ρεί να μει­ώ­σει ση­μαν­τι­κά την πά­χυν­ση του δέρ­μα­τος σε α­σθε­νείς με δι­ά­χυ­τη, αλ­λ' ό­χι πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη, συ­στη­μα­τι­κή σκλη­ρο­δερ­μί­α (Clements P et al, 1993). 

Κα­τ' άλ­λους, δεν έ­χει α­πο­τέ­λε­σμα στη συ­στη­μα­τι­κή σκλη­ρο­δερ­μί­α (Steigerwald JC, 1985; Furst DE et al, 1989) και δεν βελ­τι­ώ­νει την πνευ­μο­νι­κή λει­τουρ­γί­α (Greenwald GI et al, 1987). 

2.10.7   ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΣ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗΣ ΛΥΚΟΣ  

ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :

  • Σε α­σθε­νείς με νε­φρι­κή προ­σβο­λή βελ­τι­ώ­νει την νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α και πα­ρα­τεί­νει την διά­ρκεια της ε­πι­βί­ω­σης, μό­νη της ή σε συν­δυα­σμό με κορ­τι­κο­ει­δή (Snaith MI et al, 1974; Sabbour MS and Os­man LM, 1979; Abuelo JG et al, 1984)
  • Βο­η­θά στη μεί­ω­ση της δό­σης ή ε­πι­τρέ­πει την δι­α­κο­πή των κορ­τι­κο­ει­δών (Snaith MI et al, 1974) 
  • Βελ­τι­ώ­νει την αι­μό­λυ­ση, τα δερ­μα­τι­κά έλ­κη και άλ­λες εκ­δη­λώ­σεις της αγ­γει­ί­τι­δας (Snaith MI et al, 1974) 

Κατ΄άλ­λους, δεν έ­χει α­πο­τέ­λε­σμα ή δεν δι­α­φέ­ρει ση­μαν­τι­κά σε α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα α­πό την πρεδ­νι­ζό­νη μό­νη της (Amor B et al, 1972). 

ΑΛΛΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΣΕΛ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗΝ ΧΛΩΡΑΜΒΟΥΚΙΛΗ :

  • Α­πό­φρα­ξη του ου­ρη­τή­ρα λό­γω αγ­γει­ί­τι­δας
  • Προ­σβο­λή ΚΝΣ (Snaith et al, 1973) 
  • Αγ­γει­ί­τι­δα (Snaith et al, 1973) 
  • Πο­λυ­συ­στη­μα­τι­κή προ­σβο­λή (Snaith et al, 1973) 

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ : Αρ­νη­τι­κο­ποι­εί τα κύτ­τα­ρα λύ­κου στο πε­ρι­φε­ρι­κό αί­μα και τα ΑΝΑ (Snaith MI et al, 1974).

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΝΕΦΡΙΚΟ ΛΥΚΟ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ 

Κορ­τι­κο­ει­δή : Η χλω­ραμ­βου­κί­λη, σε συν­δυα­σμό με με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη, μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει στα­θε­ρή ύ­φε­ση του νε­φρω­σι­κού συν­δρό­μου και να προ­φυ­λά­ξει την νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή μό­να τους. 

Α­ζα­θει­ο­πρί­νη : Η χλω­ραμ­βου­κί­λη, σε συν­δυα­σμό με κορ­τι­κο­ει­δή, μπο­ρεί να βελ­τι­ώ­σει τις ι­στο­λο­γι­κές νε­φρι­κές αλ­λοι­ώ­σεις, την νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α και την διά­ρκεια της ε­πι­βί­ω­σης, σε αν­τί­θε­ση με τον συν­δυα­σμό της α­ζα­θει­ο­πρί­νης με κορ­τι­κο­ει­δή (Sabbour MS and Osman LM, 1979).

Κα­τ' άλ­λους, η χλω­ραμ­βου­κί­λη εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή με την α­ζα­θει­ο­πρί­νη (Ivanova MM et al, 1981).

Κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη : Εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή α­πό την χλω­ραμ­βου­κί­λη (Ivanova MM et al, 1981). 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η χλω­ραμ­βου­κί­λη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή στη νε­φρι­κή προ­σβο­λή και τις ε­ξω­νε­φρι­κές εκ­δη­λώ­σεις του ΣΕΛ πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή, και στις ε­ξω­νε­φρι­κές εκ­δη­λώ­σεις, ε­ξί­σου με την α­ζα­θει­ο­πρί­νη. 

Στο νε­φρι­κό ΣΕΛ έ­χει πι­θα­νώς μι­κρό­τε­ρη ογ­κο­γό­νο δρά­ση, αλ­λά και α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα, α­πό την κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη, αλ­λά εί­ναι κα­λό ε­ναλ­λα­κτι­κό φάρ­μα­κο σε α­σθε­νείς που δεν α­νέ­χον­ται την κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη. Δεν προ­κα­λεί βλά­βη της ου­ρο­δό­χου κύ­στης, αλ­λά προκαλεί μη α­να­στρέ­ψι­μη μυ­ε­λι­κή κα­τα­στο­λή συ­χνό­τε­ρα α­πό την κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη και λευχαιμία σε μεγάλη συχνότητα, γι' αυ­τό και η χρή­ση της στη θε­ρα­πεί­α του νε­φρι­κού λύ­κου έ­χει πε­ρι­ο­ρι­σθεί.  

2.10.8   ΔΕΡΜΑΤΟΜΥΟΣΙΤΙΔΑ/ΠΟΛΥΜΥΟΣΙΤΙΔΑ  

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ :

  • Βελ­τι­ώ­νει την ανθεκτική στα κορ­τι­κο­ει­δή ή/και άλ­λα α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κά μυοσίτιδα (Si­no-way PA and Callen JP, 1993) και την μυ­ο­σί­τι­δα εξ εγ­κλεί­στων σω­μα­τί­ων (Jongen PJ et al, 1995), αλλά δεν ε­πη­ρε­ά­ζει το δερ­μα­τι­κό ε­ξάν­θη­μα (Sinoway PA and Callen JP, 1993).
  • Ε­πι­τρέ­πει την μεί­ω­ση της δό­σης των κορ­τι­κο­ει­δών.

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η ω­φέ­λι­μη δρά­ση της χλω­ραμ­βου­κί­λης στη δερ­μα­το­μυ­ο­σί­τι­δα ο­φεί­λε­ται πι­θα­νώς στην κυτ­τα­ρο­το­ξι­κή δρά­ση της στα λεμ­φο­κύτ­τα­ρα.

ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΙ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΔΕΙΧΘΕΙ ΑΠΟΤΕ­ΛΕΣΜΑΤΙΚΟΙ ΣΤΗ ΔΕΡΜΑΤΟΜΥΟΣΙΤΙΔΑ/ΠΟΛΥΜΥΟΣΙΤΙΔΑ 

Χλω­ραμ­βου­κί­λη + πρεδ­νι­ζο­λό­νη (30 mg/24ωρο) per os (Whallett AJ et al, 1998) 

Χλω­ραμ­βου­κί­λη + με­θο­τρε­ξά­τη (σε μι­κρές ε­βδο­μα­δια­ίες δό­σεις per os) + κορ­τι­κο­ει­δή : Μπο­ρεί να βελ­τι­ώ­σει πε­ρι­πτώ­σεις αν­θε­κτι­κές στα κορ­τι­κο­ει­δή ή άλ­λες θε­ρα­πεί­ες (πλα­σμα­φαί­ρε­ση, κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη, α­ζα­θει­ο­πρί­νη ή με­θο­τρε­ξά­τη) (Cagnoli M et al, 1991). 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η χλω­ραμ­βου­κί­λη, μό­νη της ή σε συν­δυα­σμό με κορ­τι­κο­ει­δή, εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή σε α­σθε­νείς με δερ­μα­το­μυ­ο­σί­τι­δα που δεν αν­τα­πο­κρί­νον­ται ή εμφανίζουν ε­πι­πλο­κές στα κορ­τι­κο­ει­δή ή δυ­σα­νε­ξί­α σε άλ­λα α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κά. Α­κό­μα, μπο­ρεί να εί­ναι το φάρ­μα­κο ε­κλο­γής σε μιαν υ­πο-ο­μά­δα α­σθε­νών με φλεγ­μο­νώ­δεις μυ­ο­πά­θει­ες, αν και αυ­τό δεν έ­χει α­πο­δει­χθεί. 

Εί­ναι ί­σως λι­γό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή α­πό άλ­λες θε­ρα­πεί­ες, γι' αυ­τό και δεν συ­νι­στά­ται πριν α­πό την α­ζα­θει­ο­πρί­νη ή την με­θο­τρε­ξά­τη και δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί κα­τά πό­σον μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί πριν α­πό την κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη. Πάν­τως, μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί στη θέ­ση της κυ­κλο­φω­σφα­μί­δης, ό­ταν αυ­τή α­πο­δει­χθεί το­ξι­κή στην ου­ρο­δό­χο κύ­στη ή δεν υ­πάρ­χει άλ­λη ε­ναλ­λα­κτι­κή θε­ρα­πεί­α.  

2.10.9   ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗΝ ΧΛΩΡΑΜΒΟΥΚΙΛΗ 

Έ­να παι­δί με τρι­σω­μί­α 5q, έλ­λει­ψη του τε­λι­κού 2p, πνευ­μα­τι­κή κα­θυ­στέ­ρη­ση και πο­λυ­αρ­θρι­κή, συμ­με­τρι­κή αρ­θρο­πά­θεια, πα­ρό­μοι­α με ΝΡΑ (Ihnat DH et al, 1993). 

2.11   ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

Το αι­μο­ποι­η­τι­κό σύ­στη­μα έ­χει ι­δι­αί­τε­ρη ευ­αι­σθη­σί­α στις δρά­σεις της χλω­ραμ­βου­κί­λης, ό­πως και ό­λων των αλ­κυ­λι­ω­τι­κών πα­ρα­γόν­των. Η χλω­ραμ­βου­κί­λη, ό­πως και οι άλ­λοι αλ­κυ­λι­ω­τι­κοί πα­ρά­γον­τες, προ­κα­λεί βλά­βη των ε­πι­θη­λια­κών ι­στών, ι­δι­αί­τε­ρα αυ­τών που δι­α­θέ­τουν αυ­ξη­μέ­νη κυτ­τα­ρι­κή ε­ναλ­λα­γή, ό­πως το ε­πι­θή­λιο του γα­στρεν­τε­ρι­κού σω­λή­να. 

2.11.1   ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Γα­στρεν­τε­ρι­κά ε­νο­χλή­μα­τα (Arlet J et al, 1971; Renier JC et al, 1975) 
  • Στο­μα­τι­κά έλ­κη (Cadman E et al, 1982) 
  • Α­νο­ρε­ξί­α
  • Αί­σθη­μα πνιγ­μο­νής (Globus hystericus) 
  • Ναυ­τί­α και έ­με­τοι
  • Ε­πι­γα­στρι­κή δυ­σφο­ρί­α
  • Δι­άρ­ροι­α, ε­νί­ο­τε συν­δε­ό­με­νη με Clostridium difficile (Ramos A et al, 1997) 

2.11.2   ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ (20%) 

Η κυ­ρι­ό­τε­ρη α­νε­πι­θύ­μη­τη ε­νέρ­γεια της χλω­ραμ­βου­κί­λης εί­ναι η κα­τα­στο­λή του μυ­ε­λού, η ο­ποία, υ­πό συ­νή­θεις θε­ρα­πευ­τι­κές συν­θή­κες, εί­ναι α­να­στρέ­ψι­μη. Ε­άν ό­μως, πα­ρά την ε­λάτ­τω­ση των έμ­μορ­φων συ­στα­τι­κών του αί­μα­τος, η χλω­ραμ­βου­κί­λη συ­νε­χι­σθεί ή χο­ρη­γη­θεί σε δό­ση 6.5 mg/kg-1, μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε μό­νι­μη μυ­ε­λι­κή κα­τα­στο­λή (Rudd P et al, 1975). 

  • Λευ­κο­πε­νί­α (14-50%). Ε­άν εί­ναι ή­πια και πα­ρο­δι­κή, δεν ε­πι­βάλ­λει δι­α­κο­πή της θε­ρα­πεί­ας. Ε­άν ό­μως εί­ναι σο­βα­ρή, ε­πί­μο­νη ή συν­δέ­ε­ται με θρομ­βο­πε­νί­α, η χλω­ραμ­βου­κί­λη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται.  
  • Λευ­κο­κυτ­τά­ρω­ση
  • Θρομ­βο­πε­νί­α (8-37%). Συ­χνά ε­πι­βάλ­λει δι­α­κο­πή της θε­ρα­πεί­ας
  • Α­ναι­μί­α ή αύ­ξη­ση του Ht (Renier JC et al, 1967; Kahn MF et al, 1971) 
  • Η­ω­σι­νο­φι­λί­α
  • Παγ­κυτ­τα­ρο­πε­νί­α (3%), ε­νί­ο­τε θα­να­τη­φό­ρα

2.11.3   ΑΠΟ ΤΟ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Νε­φρι­κός κο­λι­κός με μι­κρο­σκο­πι­κή αι­μα­του­ρί­α (Godfrey WA et al, 1974) 
  • Δυ­σου­ρί­α
  • Κυ­στί­τι­δα

2.11.4   ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ 

Η χλω­ραμ­βου­κί­λη συν­δέ­ε­ται με αυ­ξη­μέ­νο κίν­δυ­νο νε­ο­πλα­σι­ών, ι­δι­αί­τε­ρα α­πό το αι­μο­ποι­η­τι­κό, τό­σο σε α­σθε­νείς με νε­ο­πλα­σμα­τι­κά, ό­σο και με ρευ­μα­τι­κά νο­σή­μα­τα (Seidenfeld AM et al, 1976; Kahn MF et al, 1979; Berk PD et al, 1981; Palmer RG and Denman AM, 1984), άλ­λοι ό­μως δι­α­φω­νούν (Thorpe P et al, 1976).  

Οι α­σθε­νείς με φλεγ­μο­νώ­δη νο­σή­μα­τα του συν­δε­τι­κού ι­στού εί­ναι ί­σως ι­δι­αί­τε­ρα ευ­αί­σθη­τοι στις ογ­κο­γό­νες δρά­σεις της χλω­ραμ­βου­κί­λης (Palmer RG and Denman AM, 1984). Σε α­σθε­νείς με ΡΑ, η χλω­ραμ­βου­κί­λη συν­δέ­ε­ται με αυ­ξη­μέ­νη συ­χνό­τη­τα νε­ο­πλα­σι­ών του δέρ­μα­τος και του αι­μο­ποι­η­τι­κού (Patapanian H et al, 1988).  

Η συ­χνό­τη­τα των όγ­κων των συν­δε­ό­με­νων με την χλω­ραμ­βου­κί­λη δεν εί­ναι γνω­στό αν δι­α­φέ­ρει α­πό τους συν­δε­ό­με­νους με την κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη. Με­ρι­κοί υ­πο­στη­ρί­ζουν ό­τι τα φάρ­μα­κα αυ­τά προ­κα­λούν κα­κο­ή­θη νο­σή­μα­τα με δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νο τρό­πο. 

2.11.4.1   ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η λευ­χαι­μί­α εί­ναι η συ­χνό­τε­ρη α­πό τις κα­κο­ή­θεις ε­πι­πλο­κές της χλω­ραμ­βου­κί­λης (Berk PD et al, 1981; Aymard JP et al, 1983). Η συ­χνό­τη­τα της υ­πο­λο­γί­ζε­ται σε 0.74%.

Έ­χει α­να­φερ­θεί σε α­σθε­νείς με χρό­νια λεμ­φο­κυτ­τα­ρι­κή λευ­χαι­μί­α, αν και δεν εί­ναι γνω­στό κα­τά πό­σον, στους α­σθε­νείς αυ­τούς, α­πο­τε­λεί εκ­δή­λω­ση της φυ­σι­κής ι­στο­ρί­ας της νό­σου ή ο­φεί­λε­ται στη χη­μει­ο­θε­ρα­πεί­α, σε γυ­ναί­κες με καρ­κί­νο των ω­ο­θη­κών (Cameron S, 1977) ή του μα­στού και σε α­σθε­νείς με ΡΑ (Kahn MF et al, 1979). 

ΤΥΠΟΙ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΧΛΩΡΑΜΒΟΥΚΙΛΗ :

Συ­χνό­τε­ροι

  • Ο­ξεί­α μυ­ε­λο­βλα­στι­κή (Cannon GW et al, 1985) 

Λι­γό­τε­ρο συ­χνοί

  • Μο­νο­κυτ­τα­ρι­κή (Aymard JP et al, 1983) 
  • Μυ­ε­λο­μο­νο­κυτ­τα­ρι­κή (Aynard JP et al, 1983) 
  • DiGuglielmo (Renier JC et al, 1978; Kahn MF et al, 1979) 
  • Με­γα­κα­ρυ­ο­κυτ­τα­ρι­κή (Menkes CJ et al, 1975)  
  • Λεμ­φο­βλα­στι­κή (Renier JC et al, 1978; Kahn MF et al, 1979)

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ  

Α­σθε­νείς με νο­σή­μα­τα του συν­δε­τι­κού ι­στού : E­ί­ναι ί­σως πε­ρισ­σό­τε­ρο ευ­αί­σθη­τοι στη λευ­χαι­μο­γό­νο δρά­ση της χλω­ραμ­βου­κί­λης α­πό α­σθε­νείς με άλ­λα μη κα­κο­ή­θη νο­σή­μα­τα (Palmer RG and Denman AM, 1984).  

Νε­α­νι­κή ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα (Kauppi MJ et al, 1996) 

Ταυ­τό­χρο­νη θε­ρα­πεί­α με χλω­ραμ­βου­κί­λη και κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη (Renier JC et al, 1978).  

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Δεν εί­ναι γνω­στός, αν και ε­νο­χο­ποι­ούν­ται χρω­μο­σω­μι­κές α­νω­μα­λί­ες λό­γω βλά­βης του DNA. Η χλω­ραμ­βου­κί­λη σπά­νια προ­κα­λεί χρω­μο­σω­μι­κές α­νω­μα­λί­ες σε α­σθε­νείς με νό­σο Α­δα­μαν­τιά­δη-Behcet και ρα­γο­ει­δί­τι­δα (Reeves BR et al, 1974) και ου­δέ­πο­τε σε α­σθε­νείς με ΣΕΛ (Snaith ML et al, 1973).

Τα λεμ­φο­κύτ­τα­ρα α­σθε­νών με νο­σή­μα­τα του συν­δε­τι­κού ι­στού που θε­ρα­πεύ­ον­ται με χλω­ραμ­βου­κί­λη εμ­φα­νί­ζουν δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νη και α­θροι­στι­κή αν­ταλ­λα­γή α­δελ­φών χρω­μα­τι­δών σε αυ­ξη­μέ­νη συ­χνό­τη­τα  (Palmer RG et al, 1984). Πα­ρό­μοι­α ευ­ρή­μα­τα έ­χουν πα­ρα­τη­ρη­θεί σε ε­νή­λι­κες και παι­διά. Σε α­σθε­νείς με νο­σή­μα­τα του συν­δε­τι­κού ι­στού, η κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη ευθύνεται για χρωσμοσωμικές βλάβες πι­θα­νώς περισσότερο α­πό την χλω­ραμ­βου­κί­λη (Palmer RG et al, 1986). 

2.11.4.2   ΚΑΚΟΗΘΕΙΣ ΟΓΚΟΙ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : <1%. Σε α­σθε­νείς με ΡΑ, η χλω­ραμ­βου­κί­λη συν­δέ­ε­ται με αυ­ξη­μέ­νο κίν­δυ­νο δερ­μα­τι­κών και αι­μα­το­λο­γι­κών νε­ο­πλα­σι­ών (Patapanian H et al, 1988), πα­ρό­μοι­ο με την κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη. Ο κίν­δυ­νος αυ­τός πι­θα­νώς σχε­τί­ζε­ται με την δό­ση και την διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας με χλωραμβουκίλη (Berk PD et al, 1981).

ΚΑΚΟΗΘΕΙΣ ΟΓΚΟΙ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΟΙ ΜΕ ΤΗΝ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΜΒΟΥΚΙΛΗΣ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

Λεμ­φώ­μα­τα :  

  • Λεμ­φο­κυτ­τα­ρι­κό λέμ­φω­μα (Deshayes P et al, 1971; Chaplin H, 1982) 
  • Λεμ­φο­σάρ­κω­μα (Zittoun R et al, 1972) 
  • Δι­ά­χυ­το ι­στι­ο­κυτ­τα­ρι­κό λέμ­φω­μα (Chaplin H, 1982) 

Καρ­κι­νώ­μα­τα :  

  • Πολ­λα­πλά βα­σι­κο­κυτ­τα­ρι­κά καρ­κι­νώ­μα­τα (Thorpe P et al, 1976)
  • Νε­φρού-λε­κά­νης (Thorpe P et al, 1976) 
  • Πνεύ­μο­να (Thorpe P et al, 1976; Renier JC et al, 1978) 
  • 'Ηπατος (Renier JC et al, 1978) 
  • Πα­χέ­ος εν­τέ­ρου (Renier JC et al, 1978) 
  • Στο­μά­χου (Renier JC et al, 1978) 
  • Μή­τρας (Renier JC et al, 1978) 
  • Α­μυ­γδα­λών (Renier JC et al, 1978) 

Άλ­λα :  

  • Δι­κτυ­ο­κυτ­τα­ρι­κό σάρ­κω­μα (Osterberg G and Rausing A, 1970) 
  • Σύν­δρο­μο Sezary (Ferme F et al, 1981) 
  • Κα­κο­ή­θης ι­στι­ο­κυτ­τά­ρω­ση (Cannon GW et al, 1985) 

2.11.5   ΔΕΥΤΕΡΟΠΑΘΕΙΣ ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ 

  • Ε­πί­μο­νος βή­χας
  •  Έρ­πη­τας ζω­στή­ρας (Thorpe P et al, 1976; Renier JC et al, 1978; Prieur AM et al, 1979), ε­νί­ο­τε θα­να­τη­φό­ρος (Sahgal SM and Sharma OP, 1984). Στη ΡΑ η συ­χνό­τη­τά του α­νέρ­χε­ται σε 4-27% (μέ­ση ε­πί­πτω­ση 13%)
  • Πνευ­μο­νί­τι­δα (O' Duffy TD et al, 1984)  
  • Ση­πτι­κή αρ­θρί­τι­δα (Thorpe P et al, 1976)  
  • Ση­ψαι­μί­α (Deshayes P et al, 1971; Renier JC et al, 1971; Renier JC et al, 1975).
      

2.11.6   ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ  

2.11.6.1   Διάμεση ίνωση

Έ­χει α­να­φερ­θεί σε α­σθε­νείς με κα­κο­ή­θη νο­σή­μα­τα (Cole SR et al, 1978; Lane SD et al, 1981; Carr ME Jr, 1986) που έ­παιρ­ναν χλω­ραμ­βου­κί­λη τό­σο κα­θη­με­ρι­νά, ό­σο και σε δι­α­κο­πτό­με­νες, με­γά­λες δό­σεις (Lane SD et al, 1981).  

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Βή­χας και δύ­σπνοι­α (Cole SR et al, 1978). 

ΦΥΣΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Αμ­φο­τε­ρό­πλευ­ροι τρί­ζον­τες. 

ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Δι­ά­χυ­τος δι­ά­με­σος δι­κτυ­ο­ο­ζώ­δης τύ­πος, ι­δι­αί­τε­ρα στις βά­σεις των πνευ­μό­νων. 

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ : Δεί­χνουν ε­λάτ­τω­ση της δι­ά­χυ­σης των πνευ­μό­νων (Cole SR et al, 1978). 

ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Δυσπλασία των επενδυματικών κυψελιδικών κυττάρων, διήθηση του διάμε­σου ιστού από κυκλοτερή κύτταρα, διάμεση ίνωση (Cole SR et al, 1978). 

2.11.6.2   ΔΙΑΜΕΣΗ ΠΝΕΥΜΟΝΙΤΙΔΑ

Έ­χει α­να­φερ­θεί σε α­σθε­νείς με λευ­χαι­μί­α (Mohr M et al, 1993; Crestani B et al, 1994; Khong HT and McCarthy J, 1998). 

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Η πνευ­μο­νί­τι­δα α­πό την χλω­ραμ­βου­κί­λη μπο­ρεί να έ­χει κλι­νι­κές, α­κτι­νο­λο­γι­κές και λει­τουρ­γι­κές εκ­δη­λώ­σεις πνευ­μο­νί­τι­δας α­πό υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α, με δύ­σπνοι­α, συ­σφιγ­κτι­κό αί­σθη­μα στο θώ­ρα­κα, πυ­ρε­τό, κα­κου­χί­α, α­νο­ρε­ξί­α, μη πα­ρα­γω­γι­κό βή­χα, νυ­χτε­ρι­νές ε­φι­δρώ­σεις και ε­νί­ο­τε αι­μό­πτυ­ση.

Ο χρό­νος που με­σο­λα­βεί α­πό την έναρξη της χλω­ραμ­βου­κί­λης μέ­χρι την εμ­φά­νι­ση της πνευ­μο­νί­τι­δας κυ­μαί­νε­ται α­πό αρ­κε­τές η­μέ­ρες έ­ως 72 ε­βδο­μά­δες. Τα πνευ­μο­νι­κά συμ­πτώ­μα­τα μπο­ρεί να εμ­φα­νι­σθούν α­κό­μα και αρ­κε­τές ε­βδο­μά­δες με­τά την δι­α­κο­πή της χλω­ραμ­βου­κί­λης (Refvem O, 1977; Carr ΜΕ, 1986). 

ΦΥΣΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Δι­ά­χυ­τοι ρόγ­χοι και συ­ρίτ­τον­τες, πε­ρι­ο­ρι­στι­κό σύν­δρο­μο με υ­πο­ξαι­μί­α.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ : Δεί­χνουν ε­λάτ­τω­ση της FEV και της DLCO.

ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Δι­ά­χυ­τες αμ­φο­τε­ρό­πλευ­ρες δι­κτυ­ο­ο­ζώ­δεις δι­η­θή­σεις στις πνευ­μο­νι­κές βά­σεις.

ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΒΚΕ : Λεμ­φο­κυτ­τά­ρω­ση και ε­λάτ­τω­ση της σχέ­σης CD4/CD8 Τ-λεμ­φο­κυτ­τά­ρων (Cre­stani B et al, 1994). Τα ευ­ρή­μα­τα αυ­τά εί­ναι πα­ρό­μοι­α με τα πα­ρα­τη­ρού­με­να σε α­σθε­νείς με πνευ­μο­νί­τι­δα α­πό υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α λό­γω ει­σπνο­ής ορ­γα­νι­κών κό­νε­ων ή με­τά α­πό θε­ρα­πεί­α με άλ­λα φάρ­μα­κα. 

ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Υ­περ­πλα­σί­α, α­τυ­πί­α των πυ­ρή­νων και κυ­βο­ει­δο­ποί­η­ση των ε­πεν­δυ­μα­τι­κών κυ­ψε­λι­δι­κών κυτ­τά­ρων, δι­ή­θη­ση κυ­ψε­λί­δων α­πό μο­νο­πύ­ρη­να κύτ­τα­ρα, κυ­ρί­ως μα­κρο­φά­γα, και ε­στια­κή δι­ά­με­ση και πε­ρι­αγ­γεια­κή ί­νω­ση (Cole SR et al, 1978; Lane SD et al, 1981). 

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η πνευ­μο­νο­το­ξι­κό­τη­τα η συν­δε­ό­με­νη με τους αλ­κυ­λι­ω­τι­κούς πα­ρά­γον­τες ο­φεί­λε­ται μάλ­λον σε ά­με­ση βλά­βη του ε­πεν­δυ­μα­τι­κού ε­πι­θη­λί­ου των κυ­ψε­λί­δων (πνευ­μο­νο­κύτ­τα­ρα τύ­που Ι) και του εν­δο­θη­λί­ου των πνευ­μο­νι­κών τρι­χο­ει­δών (Giles FJ et al, 1990).  

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ : Η πνευ­μο­νο­το­ξι­κό­τη­τα δεν φαί­νε­ται να σχε­τί­ζε­ται με την α­θροι­στι­κή δό­ση της χλω­ραμ­βου­κί­λης, δε­δο­μέ­νου ό­τι έ­χει εμ­φα­νι­σθεί σε α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ταν με 2 gr (Giles FC et al, 1990) έ­ως 7.5 gr χλω­ραμ­βου­κί­λης ε­πί 6 μή­νες έ­ως 3.5 χρό­νια

ΕΚΒΑΣΗ : Η πνευ­μο­νί­τι­δα υ­πο­χω­ρεί με την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου, α­κό­μα και χω­ρίς κορ­τι­κο­ει­δή (Go­dard P et al, 1979; Crestani B et al, 1994), συ­νή­θως ό­μως έ­χει κα­κή έκ­βα­ση σε πο­σο­στό πά­νω α­πό 50% (Lane SD et al, 1981; Giles FJ et al, 1990; Mohr M et al, 1993).

ΘΕΡΑΠΕΙΑ : Δι­α­κο­πή φαρ­μά­κου, κορ­τι­κο­ει­δή σε με­γά­λες δό­σεις (πρεδ­νι­ζό­νη 75-100 mg/24ω­ρο). Τα κορ­τι­κο­ει­δή πι­θα­νώς δεν προ­λα­βαί­νουν τις πνευ­μο­νι­κές ε­πι­πλο­κές της χλω­ραμ­βου­κί­λης, δε­δο­μέ­νου ό­τι η πνευ­μο­νί­τι­δα έ­χει εμ­φα­νι­σθεί και σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με χλω­ραμ­βου­κί­λη σε συν­δυα­σμό με κορ­τι­κο­ει­δή (Rose MS, 1975; Refvem O, 1977; Lane SD et al, 1979; Giles FC et al, 1990). 

2.11.7   ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ-ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ

  • Δερ­μα­τι­κά ε­ξαν­θή­μα­τα (Renier JC et al, 1971; Renier JC et al, 1975; Hitchins RN et al, 1987)
  • Το­ξι­κή ε­πι­δερ­μό­λυ­ση (Pietrantonio F et al, 1990; Barone C et al, 1990) 
  • Κνη­σμός
  • Σύν­δρο­μο Stevens-Johnson 

2.11.8   ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ  

  • Μυ­ο­κλο­νι­κοί σπα­σμοί, σε ε­νή­λι­κες (LaDelfa I et al, 1985; Salloum E et al, 1997; Wyllie AR et al, 1997), αλ­λά σχε­δόν α­πο­κλει­στι­κά σε παι­διά με νε­φρω­σι­κό σύν­δρο­μο ή με­τά α­πό την λή­ψη με­γά­λων δό­σε­ων του φαρ­μά­κου (Williams SA et al, 1978; Ammenti A et al, 1980). Μπο­ρεί να συν­δυ­ά­ζον­ται με ο­ξεί­α νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια (Blank DW et al, 1983).  
  • Ε­φιά­λτες (Walsh KP et al, 1984) 
  • Προ­ο­δευ­τι­κή πο­λυ­ε­στια­κή λευ­κο­εγ­κε­φα­λο­πά­θεια (Sponzilli EE et al, 1975) 
  • Πα­ρο­δι­κές η­λε­κτρο­εγ­κε­φα­λο­γρα­φι­κές δι­α­τα­ρα­χές, σε παι­διά με νε­φρω­σι­κό σύν­δρο­μο θε­ρα­πευ­ό­με­να με χλω­ραμ­βου­κί­λη και πρεδ­νι­ζο­λό­νη (Ichida F et al, 1985). 

2.11.9   ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ  

Η χλω­ραμ­βου­κί­λη, συ­νή­θως σε δό­σεις πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρες α­πό τις χρη­σι­μο­ποι­ού­με­νες στα νο­σή­μα­τα του συν­δε­τι­κού ι­στού, προ­κα­λεί συ­χνά ο­λι­γο­σπερ­μί­α ή α­ζω­ο­σπερ­μί­α και ορμονικές διαταραχές, ι­δι­αί­τε­ρα αύ­ξη­ση των ε­πι­πέ­δων της FSH (Guesry P et al, 1978; Callis L et al, 1980). Η α­ζω­ο­σπερ­μί­α εμ­φα­νί­ζε­ται συ­νή­θως σε α­σθε­νείς που έ­χουν πά­ρει συ­νο­λι­κά 400 mg χλω­ραμ­βου­κί­λης. Η σπερ­μα­το­γέ­νε­ση μπο­ρεί να α­πο­κα­τα­στα­θεί σε α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­θη­καν με μι­κρό­τε­ρες δό­σεις, α­κό­μα και πολ­λά χρό­νια με­τά την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου (Marmor D et al, 1992). 

2.11.10   ΑΛΛΕΣ 

  • Α­μη­νόρ­ροι­α (Renier JC et al, 1971; Deshayes P et al, 1971) 
  • Υ­πο­γαμ­μα­σφαι­ρι­ναι­μί­α (Arlet J et al, 1971) 
  • Φαρ­μα­κευ­τι­κός πυ­ρε­τός (Sawitsky A et al, 1971) 
  • Υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α : Εί­ναι α­συ­νή­θι­στη, αλ­λά μπο­ρεί να συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό βα­ρύ δερ­μα­τι­κό ε­ξάν­θη­μα (Hitchins RN et al, 1987) 
  • Α­πώ­λεια ό­ρα­σης και α­τρο­φί­α ο­πτι­κού νεύ­ρου (Yiannakis PH and Larner AJ, 1993) 
  • Αλ­λερ­γι­κές αν­τι­δρά­σεις (ρί­γη, υ­ψη­λός πυ­ρε­τός και αι­μο­λυ­τι­κή α­ναι­μί­α) (Thompson-Moya L et al, 1989) 
  • Α­κα­τάλ­λη­λη έκ­κρι­ση αν­τι­δι­ου­ρη­τι­κής ορ­μό­νης (Wagner AM et al, 1999) 
  • Μυ­ε­λοΐνω­ση (Gisser SD and Chung KB, 1979; Gaminara EJ and Pearson TC, 1984) 

2.12   ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ

Εκ­δη­λώ­σεις :

  • Μη α­να­στρέ­ψι­μη μυ­ε­λι­κή α­πλα­σί­α
  • Α­να­στρέ­ψι­μη παγ­κυτ­τα­ρο­πε­νί­α, σ΄έ­ναν α­σθε­νή που πή­ρε συ­νο­λι­κά 28 gr χλω­ραμ­βου­κί­λης (4.1 mg/kg) σε δι­ά­στη­μα 5 η­με­ρών 
  • Ευ­ε­ρε­θι­στό­τη­τα, μυ­ϊ­κά αν­τα­να­κλα­στι­κά μυ­ο­κλο­νι­κού τύ­που, έ­με­τοι, η­λε­κτρο­εγ­κε­φα­λο­γρα­φι­κές δι­α­τα­ρα­χές (Vandenberg SA et al, 1988) 
  • Ο­ξεί­α νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια και σπα­σμοί (Blank DW et al, 1983) 
  • Έ­με­τοι, α­τα­ξί­α, κοι­λια­κός πό­νος, μυ­ϊ­κές συ­στρο­φές ή/και ε­πι­θε­τι­κή συμ­πε­ρι­φο­ρά, σε 4 παι­διά που πή­ραν 1.5-5 mg/kg χλω­ραμ­βου­κί­λης. Έ­να παι­δί εμ­φά­νι­σε κώ­μα διά­ρκειας 24 ω­ρών και κι­νη­τι­κούς σπα­σμούς 5 ώ­ρες με­τά την λή­ψη 5 mg/kg χλω­ραμ­βου­κί­λης. Το πρώ­το 24ωρο πα­ρου­σί­α­σε πολ­λα­πλούς σπα­σμούς, αλ­λά βελ­τι­ώ­θη­κε ση­μαν­τι­κά, με πλή­ρη ε­ξα­φά­νι­ση των ση­μεί­ων και συμ­πτω­μά­των, εν­τός 24-48 ω­ρών (Byrne TN Jr et al, 1981).

 Έ­να άλ­λο εμ­φά­νι­σε πο­λυ­ε­στια­κούς μυ­ο­κλο­νι­κούς σπα­σμούς 16 ώ­ρες μετά την λήψη του φαρμάκου, οι ο­ποί­οι υ­φέ­θη­καν αυ­τό­μα­τα με­τά α­πό 32 ώ­ρες, και έ­να τρί­το, λή­θαρ­γο, ευ­ε­ρε­θι­στό­τη­τα και πε­ρι­ό­δους υ­περ­δρα­στη­ρι­ό­τη­τας με α­πό­το­μες κι­νή­σεις σε δι­ά­στη­μα 48 ω­ρών που υ­πο­χώ­ρη­σαν με­τά α­πό 3-5 η­μέ­ρες. Με­τά α­πό 1-6 ε­βδο­μά­δες ό­λα τα παι­διά εμ­φά­νι­σαν μέ­τρια παγ­κυτ­τα­ρο­πε­νί­α, η ο­ποί­α α­πο­κα­τα­στά­θη­κε 3-7 ε­βδο­μά­δες με­τά την λή­ψη του φαρ­μά­κου.

Θε­ρα­πεί­α : Δεν υ­πάρ­χει γνω­στό αν­τί­δο­το. Η δη­λη­τη­ρί­α­ση α­πό την χλω­ραμ­βου­κί­λη αν­τι­με­τω­πί­ζε­ται με γε­νι­κά υ­πο­στη­ρι­κτι­κά μέ­τρα.

  • Προ­κλη­τός έ­με­τος, ε­άν ο α­σθε­νής έ­χει πά­ρει πρό­σφα­τα το φάρ­μα­κο και δι­α­τη­ρεί τις αι­σθή­σεις του. Ε­άν εί­ναι σε κώ­μα, έ­χει σπα­σμούς ή χά­σει τα αν­τα­να­κλα­στι­κά του ε­μέ­του πρέ­πει να γί­νε­ται γα­στρι­κή πλύ­ση με εν­δο­τρα­χεια­κό σω­λή­να για να α­πο­φευ­χθεί η α­ναρ­ρό­φη­ση του γα­στρι­κού πε­ρι­ε­χο­μέ­νου.
  • Ε­νερ­γός άν­θρα­κας, με­τά την γα­στρι­κή πλύ­ση ή/και τον προ­κλη­τό έ­με­το.
  • Αι­μο­δι­ύ­λι­ση : Δεν εί­ναι ι­κα­νή να α­πο­μα­κρύ­νει την χλω­ραμ­βου­κί­λη.
  • Με­ταγ­γί­σεις αί­μα­τος ή άλ­λων συ­στα­τι­κών, ε­άν χρει­ά­ζον­ται.
  • Πλή­ρεις ε­ξε­τά­σεις αί­μα­τος του­λά­χι­στον 3 φο­ρές ε­βδο­μα­δια­ίως και ε­πί 3 του­λά­χι­στον ε­βδο­μά­δες, μέ­χρις ό­του υ­πο­χω­ρή­σει η κα­τα­στο­λή του μυ­ε­λού.

2.13   ΚΥΗΣΗ

Στα ζώ­α : Σε πον­τι­κούς, η χλω­ραμ­βου­κί­λη έ­χει 3 φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρη τε­ρα­το­γό­νο δρά­ση α­πό την κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη (Ashby R et al, 1982), η ο­ποί­α μπο­ρεί να δυ­νη­τι­κο­ποι­η­θεί α­πό την κα­φε­ΐ­νη (Fujii T and Nakatasuka T, 1983). 

Στα τρω­κτι­κά, προ­κα­λεί α­πο­δι­ορ­γά­νω­ση των χον­δρο­βλα­στών, η ο­ποί­α συμ­βάλ­λει σε α­νω­μα­λί­ες της ου­ράς και στον σχη­μα­τι­σμό των μα­κρών ο­στών (Brummett ES and Johnson EM, 1979) και υ­πο­πλα­σί­α των νε­φρών και των ου­ρη­τή­ρων λό­γω α­να­στο­λής της α­νά­πτυ­ξης των νε­φρι­κών σω­λη­να­ρί­ων και σπει­ρα­μά­των (Kavlock RT et al, 1986). 

Στον άν­θρω­πο : Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες σχε­τι­κά με τις βλα­πτι­κές δρά­σεις της χλω­ραμ­βου­κί­λης στο αν­θρώ­πι­νο κύ­η­μα εί­ναι πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νες. Γυ­ναί­κες που θε­ρα­πεύ­ον­ταν με χλω­ραμ­βου­κί­λη στη διά­ρκεια της κύ­η­σης γέν­νη­σαν τό­σο φυ­σι­ο­λο­γι­κά, ό­σο και πα­ρα­μορ­φω­μέ­να, βρέ­φη (Steege JF and Caldwell DS, 1980; Ja­cobs C et al, 1981).

ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΜΒΟΥΚΙΛΗΣ ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΗΣΗΣ

  • Α­γε­νε­σί­α του α­ρι­στε­ρού νε­φρού και ου­ρη­τή­ρα σε άρ­ρε­να έμ­βρυ­α, με­τά α­πό έκ­θε­ση στη χλω­ραμ­βου­κί­λη στη διά­ρκεια του 1ου τρι­μή­νου της κύ­η­σης (Steege JF and Caldwell DS, 1980)
  • Θά­να­τος α­πό πολ­λα­πλές καρ­δι­αγ­γεια­κές α­νω­μα­λί­ες ε­νός βρέ­φους η­λι­κί­ας 3 η­με­ρών που ε­κτέ­θη­κε στην χλω­ραμ­βου­κί­λη στη διά­ρκεια της 10ης ε­βδο­μά­δας της κύ­η­σης.

Σύμ­φω­να με πλη­ρο­φο­ρί­ες α­πό 6 έμ­βρυ­α που ε­κτέ­θη­καν στη χλω­ραμ­βου­κί­λη, ο κίν­δυ­νος των εμ­βρυ­ϊ­κών συγ­γε­νών α­νω­μα­λι­ών α­πό την χρή­ση της χλω­ραμ­βου­κί­λης στη διά­ρκεια της κύ­η­σης υ­πο­λο­γί­ζε­ται σε 33%. Μο­λο­νό­τι έ­χουν γεν­νη­θεί φυ­σι­ο­λο­γι­κά παι­διά α­πό γυ­ναί­κες που θε­ρα­πεύ­θη­καν με χλω­ραμ­βου­κί­λη στη διά­ρκεια της κύ­η­σης, η χλω­ραμ­βου­κί­λη πρέ­πει να α­πο­φεύ­γε­ται στην διά­ρκεια της κύ­η­σης. Οι γυ­ναί­κες που ε­κτέ­θη­καν στο φάρ­μα­κο στη διά­ρκεια της κύ­η­σης πρέ­πει να συμ­βου­λεύ­ον­ται τον για­τρό τους για τον σο­βα­ρό κίν­δυ­νο που δι­α­τρέ­χει το έμ­βρυ­ο. 

2.14   ΓΑΛΟΥΧΙΑ

Δεν εί­ναι γνω­στό κα­τά πό­σον η χλω­ραμ­βου­κί­λη α­πεκ­κρί­νε­ται στο μη­τρι­κό γά­λα. Ε­πει­δή πολ­λά φάρ­μα­κα α­πεκ­κρί­νον­ται στο μη­τρι­κό γά­λα και η χλω­ραμ­βου­κί­λη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει σο­βα­ρές ε­πι­πλο­κές σε βρέ­φη που θη­λά­ζουν, πρέ­πει να σταθ­μί­ζε­ται κα­τά πό­σον να δι­α­κό­πτε­ται ο θη­λα­σμός ή το φάρ­μα­κο, λαμ­βά­νον­τας υ­πό­ψη την ση­μα­σί­α του φαρ­μά­κου για την μη­τέ­ρα.

2.15   ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ-ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ

Νε­ο­γνά : Η χλω­ραμ­βου­κί­λη αν­τεν­δεί­κνυ­ται στα νε­ο­γνά. 

Παι­διά : Η χλω­ραμ­βου­κί­λη μπο­ρεί να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί στη θε­ρα­πεί­α των παι­δι­ών με νό­σο Hod-gkin και μη-Hodgkin λέμ­φω­μα.  

Η­λι­κι­ω­μέ­νοι : Σε ά­το­μα με­γά­λης η­λι­κί­ας θε­ρα­πευ­ό­με­να με χλω­ραμ­βου­κί­λη η λει­τουρ­γί­α του ή­πα­τος και των νε­φρών πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται με προ­σο­χή, ι­δι­αί­τε­ρα ε­άν εί­ναι ε­ξα­σθε­νη­μέ­νη.

Κύ­η­ση : Η χλω­ραμ­βου­κί­λη εί­ναι δυ­νη­τι­κά τε­ρα­το­γό­νος, γι' αυ­τό και η χρή­ση της πρέ­πει να α­πο­φεύ­γε­ται, ό­πο­τε εί­ναι δυ­να­τόν, στη διά­ρκεια της κύ­η­σης, ι­δι­αί­τε­ρα το 1ο τρί­μη­νο. Σε ε­ξα­το­μι­κευ­μέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις, ο κίν­δυ­νος της βλά­βης του εμ­βρύ­ου πρέ­πει να σταθ­μί­ζε­ται με το α­να­με­νό­με­νο ό­φε­λος για την μη­τέ­ρα. 

Γα­λου­χί­α : Ε­πει­δή και άλ­λοι αλ­κυ­λι­ω­τι­κοί πα­ρά­γον­τες αν­τεν­δεί­κνυν­ται στη διά­ρκεια της γα­λου­χί­ας, η χλω­ραμ­βου­κί­λη συ­νι­στά­ται να α­πο­φεύ­γε­ται σε γυ­ναί­κες που θη­λά­ζουν.

Νε­φρι­κή-η­πα­τι­κή α­νε­πάρ­κεια : Η χλω­ραμ­βου­κί­λη πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με ε­ξα­σθε­νη­μέ­νη νε­φρι­κή ή η­πα­τι­κή λει­τουρ­γί­α. 

Σπα­σμοί : Τα παι­διά με νε­φρω­σι­κό σύν­δρο­μο και οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με εν­δο­φλέ­βι­ες ώ­σεις χλω­ραμ­βου­κί­λης σε με­γά­λες δό­σεις, μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν σπα­σμούς, γι΄αυ­τό και η χλω­ραμ­βου­κί­λη πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με ι­στο­ρι­κό σπα­σμών ή τραύ­μα­τος του εγ­κε­φά­λου ή θε­ρα­πευ­ό­με­νους με άλ­λα δυ­νη­τι­κά ε­πι­λη­πτο­γό­να φάρ­μα­κα.

2.16   ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

  • Η χλω­ραμ­βου­κί­λη δεν πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται σε πλή­ρεις δό­σεις πριν α­πό την παρέλευση 4 εβδομάδων σε ασθενείς που θεραπεύθηκαν με α­κτι­νο­βο­λί­α ή χη­μει­ο­θε­ρα­πευ­τι­κά φάρ­μα­κα, δε­δο­μέ­νου ό­τι στο δι­ά­στη­μα αυ­τό ο μυ­ε­λός των ο­στών εί­ναι ε­πιρ­ρε­πής σε βλά­βη.Ε­άν τα προ­θε­ρα­πευ­τι­κά ε­πί­πε­δα των λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων ή των αι­μο­πε­τα­λί­ων εί­ναι χαμηλά λό­γω μυ­ε­λι­κής κα­τα­στο­λής, η χλω­ραμ­βου­κί­λη πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται σε μει­ω­μέ­νη δό­ση. Ε­πί­μο­νη μεί­ω­ση του α­ριθ­μού των ου­δε­τε­ρο­φί­λων και των αι­μο­πε­τα­λί­ων ή πε­ρι­φε­ρι­κή λεμ­φο­κυτ­τά­ρω­ση εί­ναι έν­δει­ξη δι­ή­θη­σης του μυ­ε­λού των ο­στών. Ε­άν το εύ­ρη­μα αυ­τό ε­πι­βε­βαι­ω­θεί στο μυ­ε­λό­γραμ­μα, η κα­θη­με­ρι­νή δό­ση της χλω­ραμ­βου­κί­λης δεν πρέ­πει να υ­περ­βαί­νει το 0.1 mg/kg.
  • Στη διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας με χλω­ραμ­βου­κί­λη, πρέ­πει να προσ­δι­ο­ρί­ζον­ται κά­θε ε­βδο­μά­δα τα ε­πί­πε­δα της Hb και ο α­ριθ­μός των λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων και των αι­μο­πε­τα­λί­ων. Στη διά­ρκεια των 3-6 πρώ­των ε­βδο­μά­δων της θε­ρα­πεί­ας συ­νι­στά­ται να ε­ξε­τά­ζε­ται ο α­ριθ­μός των λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων 3-4 η­μέ­ρες με­τά α­πό κά­θε ε­βδο­μα­δια­ία ε­ξέ­τα­ση αί­μα­τος.
  • Η θε­ρα­πεί­α με χλω­ραμ­βου­κί­λη συν­δέ­ε­ται συ­χνά με ο­ξεί­α λευ­χαι­μί­α σε α­σθε­νείς τό­σο με κα­κο­ή­θη, ό­σο και μη κα­κο­ή­θη, νο­σή­μα­τα, ι­δι­αί­τε­ρα ε­άν έ­χει προ­η­γη­θεί α­κτι­νο­θε­ρα­πεί­α ή χη­μει­ο­θε­ρα­πεί­α. Ο κίν­δυ­νος λευ­χαι­μί­ας ή καρ­κι­νώ­μα­τος στον άν­θρω­πο α­πό την χλω­ραμ­βου­κί­λη και άλ­λους αλ­κυ­λι­ω­τι­κούς πα­ρά­γον­τες δεν εί­ναι δυ­να­τόν να προσ­δι­ο­ρι­σθεί.
  • Ο κίν­δυ­νος λευ­χαι­μο­γέ­νε­σης εί­ναι πι­θα­νώς με­γα­λύ­τε­ρος σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους μα­κρο­χρό­νια και με με­γά­λες α­θροι­στι­κές δό­σεις χλω­ραμ­βου­κί­λης. Πάν­τως, εί­ναι α­δύ­να­το να προσ­δι­ο­ρι­σθεί το ύ­ψος της συ­νο­λι­κής δό­σης, κά­τω α­πό το ο­ποί­ο δεν υ­πάρ­χει κίν­δυ­νος α­νά­πτυ­ξης δευ­τε­ρο­πα­θών κα­κο­ή­θων νο­ση­μά­των. Για τους λό­γους αυ­τούς, σε κάθε ασθενή, το δυ­νη­τι­κό ό­φε­λος της θε­ρα­πεί­ας με χλω­ραμ­βου­κί­λη πρέ­πει να σταθ­μί­ζε­ται με τον πι­θα­νό κίν­δυ­νο α­νά­πτυ­ξης κα­κο­ή­θους νο­σή­μα­τος.

2.17   ΔΟΣΕΙΣ-ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ

2.17.1   ΜΗ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ : 0.1-0.2 mg/kg/24ωρο Χ 3-6 ε­βδο­μά­δες. Στον μέ­σο α­σθε­νή, η συ­νή­θης η­με­ρή­σια δό­ση κυ­μαί­νε­ται σε 4-10 mg και μπο­ρεί να λη­φθεί ε­φά­παξ.

Οι δό­σεις αυ­τές χο­ρη­γούν­ται στην αρ­χή της θε­ρα­πεί­ας ή για μι­κρά χρο­νι­κά δι­α­στή­μα­τα. Πρέ­πει να τρο­πο­ποι­ούν­ται με προ­σο­χή α­νά­λο­γα με την αν­τα­πό­κρι­ση του α­σθε­νούς και τον α­ριθ­μό των ου­δε­τε­ρο­φί­λων και των αι­μο­πε­τα­λί­ων και να μει­ώ­νον­ται ε­άν ο α­ριθ­μός των λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων ση­μει­ώ­σει α­πό­το­μη πτώ­ση. Ε­άν η κα­τα­στο­λή του μυ­ε­λού εί­ναι σο­βα­ρή, η χλω­ραμ­βου­κί­λη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται. Με­τά την δι­α­κο­πή της, η μυ­ε­λι­κή βλά­βη συ­νή­θως α­πο­κα­θί­στα­ται τα­χέ­ως, αλ­λά ε­νί­ο­τε δεν α­να­στρέ­φε­ται (Rudd P t al, 1975). 

2.17.2   ΝΟΣΟΣ HODGKIN

ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ : 0.2 mg/kg/24ωρο.

2.17.3    Αλλα λεμφώματα, χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία

ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ :

  • Αρ­χι­κή δό­ση 0.1 mg/kg/24ωρο. Ε­άν ο μυ­ε­λός των ο­στών εί­ναι δι­η­θη­μέ­νος α­πό λεμ­φο­κύτ­τα­ρα ή υ­πο­πλα­στι­κός, η κα­θη­με­ρι­νή δό­ση δεν πρέ­πει να υ­περ­βαί­νει το 0.1 mg/kg (πε­ρί­που 6 mg, κα­τά μέ­σον ό­ρο, η­με­ρη­σί­ως).
  • Δό­ση συν­τή­ρη­σης 0.03 mg/kg/24ωρο. Δεν πρέ­πει να υ­περ­βαί­νει το 0.1 mg/kg/24ωρο. Η τυ­πι­κή δό­ση συν­τή­ρη­σης α­νέρ­χε­ται σε ≤ 2-4 mg/24ωρο, α­νά­λο­γα με τις ε­ξε­τά­σεις του αί­μα­τος.

Στη χρό­νια λεμ­φο­κυτ­τα­ρι­κή λευ­χαι­μί­α, η χλω­ραμ­βου­κί­λη μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί κα­τά δι­α­στή­μα­τα, 2 φο­ρές ε­βδο­μα­δια­ίως ή σε ώ­σεις μια φο­ρά τον μή­να. Στα δι­α­κο­πτό­με­να σχή­μα­τα, χο­ρη­γεί­ται αρ­χι­κά σε δό­ση 0.4 mg/kg, αυ­ξα­νό­με­νη κα­τά 0.1 mg/kg μέ­χρις ό­του προ­κύ­ψει το­ξι­κό­τη­τα ή τε­θεί υ­πό έ­λεγ­χο η λεμφοκυττάρωση. Στη συ­νέ­χεια, οι δό­σεις τρο­πο­ποι­ούν­ται ώ­στε να προ­κύ­ψει ή­πια αι­μα­το­λο­γι­κή το­ξι­κό­τη­τα. Τα σχή­μα­τα αυ­τά έ­χουν πι­θα­νώς ι­σο­δύ­να­μη ή με­γα­λύ­τε­ρη α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα και μι­κρό­τε­ρη το­ξι­κό­τη­τα α­πό την κα­θη­με­ρι­νά χο­ρη­γού­με­νη χλω­ραμ­βου­κί­λη.

Η α­κτι­νο­βό­λη­ση και τα κυτ­τα­ρο­στα­τι­κά φάρ­μα­κα αυ­ξά­νουν την ε­πιρ­ρέ­πεια του μυ­ε­λού σε βλά­βη, γι΄αυ­τό και η χλω­ραμ­βου­κί­λη πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­εί­ται με ι­δι­αί­τε­ρη προ­σο­χή για χρονικό διάστημα 4 ε­βδο­μά­δων σε α­σθε­νείς που υ­πο­βλή­θη­καν σε α­κτι­νο­θε­ρα­πεί­α ή χη­μει­ο­θε­ρα­πεί­α. Ε­άν έ­χουν α­κτι­νο­βο­λη­θεί μι­κρές πε­ρι­ο­χές μα­κράν του μυ­ε­λού των ο­στών, η χλω­ραμ­βου­κί­λη μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί στη συ­νή­θη της δό­ση.

Η χλω­ραμ­βου­κί­λη προ­κα­λεί συ­χνά προ­ο­δευ­τι­κή ελάττωση του αριθμού των λεμφοκυττάρων. Με­τά την ο­λο­κλή­ρω­ση της θε­ρα­πεί­ας, ο α­ριθ­μός των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων ε­πι­στρέ­φει συ­νή­θως τα­χέ­ως σε φυ­σι­ο­λο­γι­κά ε­πί­πε­δα. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι α­σθε­νείς εμ­φα­νί­ζουν ου­δε­τε­ρο­πε­νί­α με­τά την 3η ε­βδο­μά­δα της θε­ρα­πεί­ας, η ο­ποί­α μπο­ρεί να δι­αρ­κέ­σει έ­ως και 10 η­μέ­ρες με­τά την τε­λευ­ταί­α δό­ση της χλω­ραμ­βου­κί­λης. Στη συ­νέ­χεια, τα ου­δε­τε­ρό­φι­λα συ­νή­θως ε­πι­στρέ­φουν τα­χέ­ως σε φυ­σι­ο­λο­γι­κά ε­πί­πε­δα.

Η σο­βα­ρή ου­δε­τε­ρο­πε­νί­α φαί­νε­ται ό­τι σχε­τί­ζε­ται με την δό­ση της χλω­ραμ­βου­κί­λης και συ­νή­θως πα­ρα­τη­ρεί­ται σε α­σθε­νείς που έ­χουν πά­ρει συ­νο­λι­κά ≥ 6.5 mg/kg χλω­ραμ­βου­κί­λης σε κα­θη­με­ρι­νή βά­ση. Πε­ρί­που 1/4 ό­λων των α­σθε­νών που έ­χουν πά­ρει χλω­ραμ­βου­κί­λη σε κα­θη­με­ρι­νή βά­ση και το 1/3, σε δι­ά­στη­μα ≤ 8 ε­βδο­μά­δων, μπο­ρεί να α­να­πτύ­ξει σο­βα­ρή ου­δε­τε­ρο­πε­νί­α.

Η πτώ­ση του α­ριθ­μού των ου­δε­τε­ρο­φί­λων μπο­ρεί να συ­νε­χι­σθεί 10 η­μέ­ρες με­τά την χο­ρή­γη­ση της τε­λευ­ταί­ας δό­σης του φαρ­μά­κου, ε­νώ, ό­ταν η συ­νο­λι­κή δό­ση προ­σεγ­γί­σει τα 6.5 mg/kg, υ­πάρ­χει κίν­δυ­νος μό­νι­μης βλά­βης του μυ­ε­λού. Ε­άν τα λευ­κά αι­μο­σφαί­ρια ή τα αι­μο­πε­τά­λια υ­πο­χω­ρή­σουν κά­τω α­πό τα φυ­σι­ο­λο­γι­κά ό­ρια, η δό­ση της χλω­ραμ­βου­κί­λης πρέ­πει να μει­ώ­νε­ται, ε­νώ ε­άν η κα­τα­στο­λή εί­ναι σο­βα­ρό­τε­ρη, η χλω­ραμ­βου­κί­λη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται ο­ρι­στι­κά.

2.18   ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ

Εμ­πο­ρι­κή ο­νο­μα­σί­α

   Μορ­φές-πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τες

        Κα­τα­σκευα­στής

Leukeran

Tabl. Coat. 25 x 2mg

GLAXO-WELLCOME AEBE

 

Tabl. Coat. 25 x 5 mg

 

2.19   ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ 

Δι­σκί­α : Κά­θε σακ­χα­ρό­πη­κτο πε­ρι­έ­χει 2 mg χλω­ραμ­βου­κί­λης και άλ­λα, α­νε­νερ­γή, συ­στα­τι­κά (α­κα­κί­α, ά­μυ­λο α­ρα­βο­σί­του και σί­του, λα­κτό­ζη, στε­α­ρι­κό μα­γνή­σιο, πο­λυ­σορ­βά­τη 60, σου­κρό­ζη και τάλκ).

Α­πό τα εμ­πο­ρι­κά δι­α­θέ­σι­μα δι­σκί­α χλω­ραμ­βου­κί­λης μπο­ρεί να πα­ρα­σκευα­σθεί δι­ά­λυ­μα χλω­ραμ­βου­κί­λης per os πε­ρι­έ­χον 2 mg/ml. Τα δι­σκί­α θρυμ­μα­τί­ζον­ται, α­να­μι­γνύ­ον­ται με Cologel σε πο­σό­τη­τα ι­σο­δύ­να­μη με το 1/3 του τε­λι­κού όγ­κου και το ε­ναι­ώ­ρη­μα α­πο­κτά τε­λι­κό όγ­κο 2:1 μείγ­μα­τος α­πλού σι­ρο­πιού και σι­ρο­πιού α­γρι­ο­κέ­ρα­σου. Το τε­λι­κό ε­ναι­ώ­ρη­μα δι­α­τη­ρεί­ται στα­θε­ρό ε­πί 7 η­μέ­ρες ε­άν δι­α­τη­ρη­θεί σε γυ­ά­λι­νο δο­χεί­ο σε θερ­μο­κρα­σί­α 5°C.

2.20   ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΥΛΑΞΗ ΤΩΝ ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΩΝ

Τα δι­σκί­α της χλω­ραμ­βου­κί­λης πρέ­πει να δι­α­τη­ρούν­ται στη συ­σκευ­α­σί­α τους, μα­κριά α­πό η­λια­κό φως, σε θερ­μο­κρα­σί­α 15-30ο C. Τα δι­σκί­α της εμ­πο­ρι­κά δι­α­θέ­σι­μης χλω­ραμ­βου­κί­λης έ­χουν η­με­ρο­μη­νί­α λή­ξης 1 χρό­νο με­τά την η­με­ρο­μη­νί­α λή­ξης του κα­τα­σκευα­στή.

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΧΛΩΡΑΜΒΟΥΚΙΛΗΣ

Η χλω­ραμ­βου­κί­λη έ­χει χρη­σι­μο­ποι­η­θεί ευ­ρύ­τα­τα στη θε­ρα­πεί­α των αι­μα­το­λο­γι­κών και νε­ο­πλα­σμα­τι­κών νο­ση­μά­των και πολ­λών ρευ­μα­τι­κών νο­ση­μά­των, ό­πως η αν­θε­κτι­κή σε άλ­λες θε­ρα­πεί­ες ρευματοειδής αρθρίτιδα, η ρα­γο­ει­δί­τι­δα και η μη­νιγ­γο­εγ­κε­φα­λί­τι­δα της νό­σου Α­δα­μαν­τιά­δη-Behcet, η δευ­τε­ρο­πα­θής σε νε­φρι­κά νο­σή­μα­τα νε­φρι­κή α­μυ­λο­εί­δω­ση, ο ΣΕΛ, η δερ­μα­το­μυ­ο­σί­τι­δα/πο­λυ­μυ­ο­σί­τι­δα και η κοκ­κι­ω­μά­τω­ση Wegener

Η συ­χνό­τε­ρη ε­πι­πλο­κή της εί­ναι η κα­τα­στο­λή του μυ­ε­λού, η ο­ποί­α, σε α­σθε­νείς με μη νε­ο­πλα­σμα­τι­κά νο­σή­μα­τα, μπο­ρεί να εί­ναι μό­νι­μη. Άλ­λες, σο­βα­ρές, ε­πι­πλο­κές της εί­ναι λοι­μώ­ξεις, τε­ρα­το­γέ­νε­ση, στει­ρό­τη­τα, γα­στρεν­τε­ρι­κή το­ξι­κό­τη­τα και αύ­ξη­ση της συ­χνό­τη­τας νε­ο­πλα­σι­ών, ι­δι­αί­τε­ρα α­πό το αι­μο­ποι­η­τι­κό και το δέρ­μα. Λό­γω των δυ­νη­τι­κά σο­βα­ρών ε­πι­πλο­κών της, η θε­ρα­πευ­τι­κή χρή­ση της στα ρευ­μα­τι­κά νο­σή­μα­τα έ­χει πε­ρι­ο­ρι­σθεί ση­μαν­τι­κά τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια.



Who is who

Θέματα

Συλλογή Φωτογραφιών

Τι είναι ο ρευματολόγος

Βότανα-Φυσικές ουσίες