Χλωραμβουκίλη (Leukeran)
Η χλωραμβουκίλη παρασκευάστηκε για πρώτη φορά από τον Everett και τους συνεργάτες του. Είναι αλκυλιωτικός παράγοντας του τύπου του αζωθυπερίτη (nitrogen mustard), όπου η μεθυλομάδα της μουστάρδας έχει αντικατασταθεί από φαινυλοβουτυρικό οξύ. Στις συνιστώμενες δόσεις είναι ο βραδύτερα δρων αζωθυπερίτης στην κλινική πράξη και αποτελεσματικός σε ορισμένα νεοπλασματικά νοσήματα. Η χλωραμβουκίλη υπάρχει σαν υπόλευκη, ελαφρώς κοκκώδης, σκόνη, η οποία είναι πολύ διαλυτή στο ύδωρ και έχει pKa 1.3 και 5.8. Το ενδοφλέβιο σκεύασμα είναι ασταθές, δεδομένου ότι υδρολύεται ταχέως
2.1 ΧΗΜΕΙΑ
Χλωραμβουκίλη (Chlorambucil)
- Χημικό όνομα : 4-[Bis(2-chloroethyl)amino]benzene-butanoic acid
- Μοριακός τύπος : C14H19Cl2NO2
ΕΙΚΟΝΑ 125 : Συντακτικός τύπος χλωραμβουκίλης
2.2 ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ
Ο μηχανισμός δράσης της χλωραμβουκίλης είναι παρόμοιος με της κυκλοφωσφαμίδης και των άλλων αλκυλιωτικών παραγόντων. Η χλωραμβουκίλη δρα σ' όλα τα στάδια του κυτταρικού κύκλου, κυρίως όμως στην S φάση, αλλά μπλοκάρεται στο προμιτωτικό στάδιο. Κύριος στόχος της είναι το DNA του κυττάρου, με το οποίο προκαλεί διασταυρούμενους δεσμούς. Σε μικρές δόσεις, ο αριθμός των διασταυρούμενων δεσμών είναι μικρός και έτσι το DNA μπορεί να επανέλθει σε φυσιολογική σχεδόν κατάσταση. Σε μεγαλύτερες όμως δόσεις, το DNA υφίσταται διασταυρούμενους δεσμούς σε μεγάλη έκταση, αποδομείται και το κύτταρο οδηγείται στο θάνατο.
2.3 ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ
- Μπορεί να προκαλέσει ατροφία του εντερικού βλεννογόνου και του λεμφικού ιστού, σοβαρή λεμφοπενία (η οποία κορυφώνεται μετά από 4 ημέρες), αναιμία και θρομβοπενία, εάν χορηγηθεί εφάπαξ ενδοπεριτοναϊκά σε δόση 12.5 mg/kg, σε αρουραίους. Μετά την χορήγησή του, τα ζώα ανανήπτουν μετά από 3 ημέρες και φαίνονται φυσιολογικά μετά από μία περίπου εβδομάδα, αν και ο μυελός των οστών αποκαθίσταται πλήρως μετά από 3 εβδομάδες.
- Προκαλεί τον θάνατο στο 50% περίπου των αρουραίων, εάν ενεθεί ενδοπεριτοναϊκά σε δόση 18.5 mg/kg εφάπαξ.
- Προκαλεί βραδυκαρδία, σιελόρροια, αιματουρία, σπασμούς και αναπνευστική δυσλειτουργία, χορηγούμενη per os σε δόση 50 mg/kg, σε αρουραίους.
Στους αρουραίους, η LD50 της χλωραμβουκίλης είναι 123 mg/kg-1 και η ED50, 8.5 mg/kg-1.
2.4 ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ
Η χλωραμβουκίλη χορηγείται per os ή ενδοφλέβια. Μετά την per os χορήγησή της, απορροφάται ταχέως από τον γαστρεντερικό σωλήνα σε ποσοστό >70% και ανιχνεύεται στο πλάσμα μετά από 15', φθάνοντας σε μέγιστες συγκεντρώσεις μετά από 0.5-2 ώρες. Ο t(1/2) της αποβολής της είναι 1-2 ώρες και του μείζονα μεταβολίτη της, της μουστάρδας του φαινυλοξεικού οξέος (phe-nylacetic acid mustard), 3 ώρες.
Η χορήγηση της χλωραμβουκίλης προ φαγητού συνοδεύεται από σημαντική αύξηση των μέγιστων συγκεντρώσεών της στο πλάσμα. Και η χλωραμβουκίλη και ο ενεργός μεταβολίτης της συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με τις πρωτεΐνες του πλάσματος.
Η χλωραμβουκίλη, στο μεγαλύτερο ποσοστό της (20-70%), και οι μεταβολίτες της αποβάλλονται από τα ούρα εντός 24 ωρών (McLean A et al, 1979; McLean A et al, 1980). Σε ελάχιστα μόνο ποσά (<1%) η χλωραμβουκίλη απεκκρίνεται αναλλοίωτη από τα ούρα.
Η χλωραμβουκίλη, αυτή καθαυτή, δεν είναι κυτταροτοξική. Στον άνθρωπο, μεταβολίζεται πλήρως κυρίως στο ήπαρ και τους νεφρούς σε αρκετούς μεταβολίτες και κυρίως με β-οξείδωση του βουτυρικού οξέος σε μουστάρδα του φαινυλοξεικού οξέος, που είναι και ο κύριος ενεργός μεταβολίτης της. Στους αρουραίους, οι μείζονες μεταβολίτες είναι η 3-4-δεϋδροχλωραμβουκίλη και η μουστάρδα του φαινυλοξεικού οξέος (McLean A et al, 1976).
Η χλωραμβουκίλη δεν έχει προσυστηματικό μεταβολισμό στο εντερικό τοίχωμα. Το μόριο της διαιρείται στο ήπαρ, δεδομένου ότι τα 2 μέρη, οι αλκυλιωτικές ομάδες και το μόριο του φαινυλοβουτυρικού οξέος, συμπεριφέρονται διαφορετικά. Το αλκυλιωτικό τμήμα συγκεντρώνεται στον θύμο αδένα και τον μυελό των οστών.
2.5 ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ–ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ
Δεν έχει αναφερθεί.
2.6 ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
2.6.1 ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Αλδεσλευκίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η αλδεσλευκίνη μπορεί να αυξήσει την τοξικότητα των μυελοτοξικών φαρμάκων (π.χ. κυτταροστατικά χημειοθεραπευτικά).
Συστάσεις : Ο συνδυασμός των φαρμάκων αυτών είναι προτιμότερο να αποφεύγεται.
Φαινυλοβουταζόνη/βαρφαρίνη
Αλληλεπιδράσεις : Ανταγωνίζονται την σύνδεση της χλωραμβουκίλης με την λευκωματίνη, in vitro, γι' αυτό και μπορεί να δυνητικοποιήσουν τις δράσεις της χλωραμβουκίλης.
2.6.2 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Στον ορό :
- Λευκωματίνες : ελάττωση
- Αλκαλική φωσφατάση : αύξηση
- Χολερυθρίνη : αύξηση
- Ουρία : αύξηση
- Ασβέστιο : ελάττωση
- Κρεατινίνη : αύξηση
- LDH : αύξηση
- Μαγνήσιο : ελάττωση
- Φωσφόρος : ελάττωση
- Πρωτεΐνες πλάσματος : ελάττωση
- Κάλιο : αύξηση ή ελάττωση
- SGOT : αύξηση
- SGPT : αύξηση
- Ουρικό οξύ : αύξηση
Στα ούρα :
- Ουρικό οξύ : αύξηση
2.7 ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία
- Λέμφωμα Hodgkin
- Μη-Hodgkin λέμφωμα
ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗ ΧΛΩΡΑΜΒΟΥΚΙΛΗ :
Α) ΡΕΥΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Νόσος Αδαμαντιάδη-Behcet
- Κοκκιωμάτωση Wegener
- Δερματομυοσίτιδα/πολυμυοσίτιδα
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Νεανική ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος
- Συστηματική σκληροδερμία
Β) ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Καρκίνωμα όρχεων
- Καρκίνωμα ωοθηκών
- Καρκίνωμα μαστού
- Λευχαιμία εκ τριχωτών κυττάρων
Γ) ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Νεφρωσικό σύνδρομο
- Μακροσφαιριναιμία Waldenstrom
- Αληθής πολυκυτταραιμία
2.8 ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Λευκοπενία ή θρομβοπενία
- Ακτινοθεραπεία
- Θεραπεία με άλλους κυτταροστατικούς παράγοντες
2.9 ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Η χλωραμβουκίλη έχει χρησιμοποιηθεί λιγότερο συχνά από άλλα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα στη θεραπεία των ρευματικών νοσημάτων. Οι ανοσοκατασταλτικές δράσεις της δεν έχουν μελετηθεί τόσο εκτεταμένα, όσο της κυκλοφωσφαμίδης. Γενικά, δεν έχει τόσο δυνητικές ανοσοκατασταλτικές ιδιότητες, όσο η κυκλοφωσφαμίδη και, αν και κάπως λιγότερο τοξική απ' αυτήν, καταστέλλει σε μικρότερο βαθμό την δραστηριότητα των μη νεοπλασματικών νοσημάτων, όπως π. χ. της γενικευμένης κοκκιωμάτωσης Wegener. Πάντως, έχει χρησιμοποιηθεί με σχετική επιτυχία σε ορισμένα νοσήματα του συνδετικού ιστού.
Στη θεραπεία των οφθαλμικών επιπλοκών ορισμένων νοσημάτων του συνδετικού ιστού έχει χρησιμοποιηθεί περισσότερο από άλλους αλκυλιωτικούς παράγοντες, αν και η προτίμηση αυτή δεν βασίζεται σε αντικειμενική ένδειξη ότι είναι περισσότερο αποτελεσματική.
2.10.1 ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η χλωραμβουκίλη είναι αποτελεσματική στο 50-75% των ασθενών, βελτιώνει τις εξωαρθρικές εκδηλώσεις και βοηθά στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών (Aymard JP et al, 1983; Cannon GW et al, 1985; Aeschlimann A et al, 1987).
Συνήθως, η βελτίωση εμφανίζεται μετά από 2-3 μήνες και διαρκεί αρκετούς μήνες ή χρόνια μετά την διακοπή του φαρμάκου, αν και υποτροπές είναι συχνές ένα χρόνο μετά την διακοπή του (Renier JC et al, 1975).
ΕΞΩΑΡΘΡΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗΝ ΧΛΩΡΑΜΒΟΥΚΙΛΗ
Σκληρίτιδα/ραγοειδίτιδα (Godfrey WA et al, 1974)
Αμυλοείδωση : Η χλωραμβουκίλη διατηρεί την νεφρική λειτουργία και μειώνει την θνητότητα σε ασθενείς με αμυλοείδωση συνδεόμενη με νοσήματα του συνδετικού ιστού (ΡΑ, ΑΣ και ιδιαίτερα ΝΡΑ) (Deschenes G et al, 1990; Vouyiouka O et al, 1990; Berglund K et al, 1993; David J et al, 1993).
Η πρωτεϊνουρία συχνά μειώνεται σημαντικά ή υφίεται πλήρως (Schnitzer TJ and Ansell BM, 1977) και το αμυλοειδές απομακρύνεται από τους νεφρούς (Hawkins PN et al, 1993).
Ρευματοειδής αγγειίτιδα : Η χλωραμβουκίλη μπορεί να βελτιώσει τις δερματικές, νευροπαθητικές και συστηματικές εκδηλώσεις (Thorpe P et al, 1976 ).
Γαγγραινώδες πυόδερμα : Η χλωραμβουκίλη, σε συνδυασμό με κορτικοειδή, μπορεί να βελτιώσει τις αλλοιώσεις του γαγγραινώδους πυοδέρματος σε ασθενείς ανθεκτικούς στα κορτικοειδή ή/και άλλα ανοσοκατασταλτικά (Burruss JB et al, 1996).
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Μειώνει την ΤΚΕ (JC et al, 1975)
- Ελαττώνει τους τίτλους του Ra-test (Renier JC et al, 1975)
- Βελτιώνει την αναιμία (Kahn MF et al, 1971)
- Ελαττώνει την μιτογονο-επαγόμενη βλαστογένεση των λεμφοκυττάρων (Cayla J et al, 1971)
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ : Η χλωραμβουκίλη μπορεί να ανακόψει ή επιβραδύνει τις οστεοαρθρικές αλλοιώσεις (Renier JC et al, 1975).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η χλωραμβουκίλη είναι αποτελεσματική στη ρευματοειδή αρθρίτιδα, επειδή όμως συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης δερματικών και αιματολογικών κακοήθων νοσημάτων, ενδείκνυται κυρίως σε ηλικιωμένους ασθενείς με βαριά νόσο μη ανταποκρινόμενη σε άλλα DMARDS.
2.10.2 ΝΕΑΝΙΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
Η χλωραμβουκίλη είναι αποτελεσματική (Prieur AM et al, 1979; Manners PJ and Ansell BM, 1986; Deschenes G et al, 1990) και βοηθά στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών (Prieur AM et al, 1979), αλλά συνοδεύεται από λευχαιμία σε μεγάλη συχνότητα (Kauppi MJ et al, 1996).
ΕΞΩΑΡΘΡΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗ ΧΛΩΡΑΜΒΟΥΚΙΛΗ
Ραγοειδίτιδα : Η χλωραμβουκίλη μπορεί να βελτιώσει την ραγοειδίτιδα που ανθίσταται στη συμβατική αγωγή (Mehra R et al, 1981; Palmer RG et al, 1985). Πάντως, η αποτελεσματικότητά της είναι αμφιλεγόμενη και μάλλον βραχυχρόνια.
Αμυλοείδωση : Η χλωραμβουκίλη μπορεί να περιορίσει ή να εξαφανίσει την πρωτεϊνουρία και παρατείνει σημαντικά την επιβίωση (Deschenes G et al, 1990; David J et al, 1993; Rostropo-wicz-Denisiewicz K, 1994).
2.10.3 ΝΟΣΟΣ ΑΔΑΜΑΝΤΙΑΔΗ-BEHCET
ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗΝ ΧΛΩΡΑΜΒΟΥΚΙΛΗ
Οφθαλμική προσβολή : Η χλωραμβουκίλη βελτιώνει την οπτική οξύτητα σε περιπτώσεις ανθεκτικές στα κορτικοειδή, επιτρέποντας την μείωση ή διακοπή τους (O' Duffy JD et al, 1984; Rimon D et al, 1985; Tessler HH and Jennings T, 1990), άλλοτε όμως δεν έχει αποτέλεσμα (Tabbara KF, 1983).
Αφθώδης στοματίτιδα (Smulders FM and Oosterhuis JA, 1975)
Μηνιγγοεγκεφαλίτιδα (O' Duffy JD et al, 1984)
Χρόνια μεταναστευτική επιπολής θρομβοφλεβίτιδα και λευκοκυτταροκλαστική αγγειίτιδα με επίμονα έλκη των κνημών (Plotkin GR et al, 1985)
Πολλαπλά ανευρύσματα πνευμονικής αρτηρίας (Park JY et al, 1995)
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Κολχικίνη : Η χλωραμβουκίλη, σε δόση 0.1 mg/kg/24ωρο, είναι περισσότερο αποτελεσματική (O' Duffy TD et al, 1984).
Κορτικοειδή : Είναι λιγότερο αποτελεσματικά από την χλωραμβουκίλη στην ραγοειδίτιδα, την οπτική οξύτητα και την μηνιγγοεγκεφαλίτιδα (O' Duffy JD et al, 1984).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η χλωραμβουκίλη είναι αποτελεσματική στην μηνιγγοεγκεφαλίτιδα και την ραγοειδίτιδα της νόσου Αδαμαντιάδη-Behcet, αλλά, λόγω της τοξικότητάς της και ιδιαίτερα της αζωοσπερμίας που προκαλεί, δεν χρησιμοποιείται πλέον σαν φάρμακο πρώτης εκλογής στην θεραπεία της ραγοειδίτιδας και έχει αντικατασταθεί από την κυκλοσπορίνη.
2.10.4 ΚΟΚΚΙΩΜΑΤΩΣΗ WEGENER
Η χλωραμβουκίλη, σε συνδυασμό με κορτικοειδή, είναι αποτελεσματική στην κ. Wegener (Mc Ilvanie SK, 1966; Berglund G et al, 1972; Westberg NG and Swolin B, 1976). Σε ασθενείς με εξωνεφρικές κυρίως εκδηλώσεις είναι λιγότερο αποτελεσματική, αλλά και τοξική, από την κυκλοφωσφαμίδη (Israel HL and Patchefsky AS, 1975).
2.10.5 ΚΑΛΟΗΘΗΣ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΑΓΓΕΙΙΤΙΔΑ ΚΑΙ ΚΟΚΚΙΩΜΑΤΩΣΗ (Gracey DR et al, 1988).
2.10.6 ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΣΚΛΗΡΟΔΕΡΜΙΑ
Η χλωραμβουκίλη είναι αποτελεσματική (MacKenzie AH, 1970). Σε μακροχρόνια χορήγηση, μπορεί να μειώσει σημαντικά την πάχυνση του δέρματος σε ασθενείς με διάχυτη, αλλ' όχι περιορισμένη, συστηματική σκληροδερμία (Clements P et al, 1993).
Κατ' άλλους, δεν έχει αποτέλεσμα στη συστηματική σκληροδερμία (Steigerwald JC, 1985; Furst DE et al, 1989) και δεν βελτιώνει την πνευμονική λειτουργία (Greenwald GI et al, 1987).
2.10.7 ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΣ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗΣ ΛΥΚΟΣ
ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Σε ασθενείς με νεφρική προσβολή βελτιώνει την νεφρική λειτουργία και παρατείνει την διάρκεια της επιβίωσης, μόνη της ή σε συνδυασμό με κορτικοειδή (Snaith MI et al, 1974; Sabbour MS and Osman LM, 1979; Abuelo JG et al, 1984)
- Βοηθά στη μείωση της δόσης ή επιτρέπει την διακοπή των κορτικοειδών (Snaith MI et al, 1974)
- Βελτιώνει την αιμόλυση, τα δερματικά έλκη και άλλες εκδηλώσεις της αγγειίτιδας (Snaith MI et al, 1974)
Κατ΄άλλους, δεν έχει αποτέλεσμα ή δεν διαφέρει σημαντικά σε αποτελεσματικότητα από την πρεδνιζόνη μόνη της (Amor B et al, 1972).
ΑΛΛΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΣΕΛ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗΝ ΧΛΩΡΑΜΒΟΥΚΙΛΗ :
- Απόφραξη του ουρητήρα λόγω αγγειίτιδας
- Προσβολή ΚΝΣ (Snaith et al, 1973)
- Αγγειίτιδα (Snaith et al, 1973)
- Πολυσυστηματική προσβολή (Snaith et al, 1973)
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ : Αρνητικοποιεί τα κύτταρα λύκου στο περιφερικό αίμα και τα ΑΝΑ (Snaith MI et al, 1974).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΝΕΦΡΙΚΟ ΛΥΚΟ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Κορτικοειδή : Η χλωραμβουκίλη, σε συνδυασμό με μεθυλπρεδνιζολόνη, μπορεί να προκαλέσει σταθερή ύφεση του νεφρωσικού συνδρόμου και να προφυλάξει την νεφρική λειτουργία περισσότερο από τα κορτικοειδή μόνα τους.
Αζαθειοπρίνη : Η χλωραμβουκίλη, σε συνδυασμό με κορτικοειδή, μπορεί να βελτιώσει τις ιστολογικές νεφρικές αλλοιώσεις, την νεφρική λειτουργία και την διάρκεια της επιβίωσης, σε αντίθεση με τον συνδυασμό της αζαθειοπρίνης με κορτικοειδή (Sabbour MS and Osman LM, 1979).
Κατ' άλλους, η χλωραμβουκίλη είναι εξίσου αποτελεσματική με την αζαθειοπρίνη (Ivanova MM et al, 1981).
Κυκλοφωσφαμίδη : Είναι περισσότερο αποτελεσματική από την χλωραμβουκίλη (Ivanova MM et al, 1981).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η χλωραμβουκίλη είναι αποτελεσματική στη νεφρική προσβολή και τις εξωνεφρικές εκδηλώσεις του ΣΕΛ περισσότερο από τα κορτικοειδή, και στις εξωνεφρικές εκδηλώσεις, εξίσου με την αζαθειοπρίνη.
Στο νεφρικό ΣΕΛ έχει πιθανώς μικρότερη ογκογόνο δράση, αλλά και αποτελεσματικότητα, από την κυκλοφωσφαμίδη, αλλά είναι καλό εναλλακτικό φάρμακο σε ασθενείς που δεν ανέχονται την κυκλοφωσφαμίδη. Δεν προκαλεί βλάβη της ουροδόχου κύστης, αλλά προκαλεί μη αναστρέψιμη μυελική καταστολή συχνότερα από την κυκλοφωσφαμίδη και λευχαιμία σε μεγάλη συχνότητα, γι' αυτό και η χρήση της στη θεραπεία του νεφρικού λύκου έχει περιορισθεί.
2.10.8 ΔΕΡΜΑΤΟΜΥΟΣΙΤΙΔΑ/ΠΟΛΥΜΥΟΣΙΤΙΔΑ
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ :
- Βελτιώνει την ανθεκτική στα κορτικοειδή ή/και άλλα ανοσοκατασταλτικά μυοσίτιδα (Sino-way PA and Callen JP, 1993) και την μυοσίτιδα εξ εγκλείστων σωματίων (Jongen PJ et al, 1995), αλλά δεν επηρεάζει το δερματικό εξάνθημα (Sinoway PA and Callen JP, 1993).
- Επιτρέπει την μείωση της δόσης των κορτικοειδών.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η ωφέλιμη δράση της χλωραμβουκίλης στη δερματομυοσίτιδα οφείλεται πιθανώς στην κυτταροτοξική δράση της στα λεμφοκύτταρα.
ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΙ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΔΕΙΧΘΕΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΙ ΣΤΗ ΔΕΡΜΑΤΟΜΥΟΣΙΤΙΔΑ/ΠΟΛΥΜΥΟΣΙΤΙΔΑ
Χλωραμβουκίλη + πρεδνιζολόνη (30 mg/24ωρο) per os (Whallett AJ et al, 1998)
Χλωραμβουκίλη + μεθοτρεξάτη (σε μικρές εβδομαδιαίες δόσεις per os) + κορτικοειδή : Μπορεί να βελτιώσει περιπτώσεις ανθεκτικές στα κορτικοειδή ή άλλες θεραπείες (πλασμαφαίρεση, κυκλοφωσφαμίδη, αζαθειοπρίνη ή μεθοτρεξάτη) (Cagnoli M et al, 1991).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η χλωραμβουκίλη, μόνη της ή σε συνδυασμό με κορτικοειδή, είναι αποτελεσματική σε ασθενείς με δερματομυοσίτιδα που δεν ανταποκρίνονται ή εμφανίζουν επιπλοκές στα κορτικοειδή ή δυσανεξία σε άλλα ανοσοκατασταλτικά. Ακόμα, μπορεί να είναι το φάρμακο εκλογής σε μιαν υπο-ομάδα ασθενών με φλεγμονώδεις μυοπάθειες, αν και αυτό δεν έχει αποδειχθεί.
Είναι ίσως λιγότερο αποτελεσματική από άλλες θεραπείες, γι' αυτό και δεν συνιστάται πριν από την αζαθειοπρίνη ή την μεθοτρεξάτη και δεν έχει προσδιορισθεί κατά πόσον μπορεί να χορηγηθεί πριν από την κυκλοφωσφαμίδη. Πάντως, μπορεί να χορηγηθεί στη θέση της κυκλοφωσφαμίδης, όταν αυτή αποδειχθεί τοξική στην ουροδόχο κύστη ή δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική θεραπεία.
2.10.9 ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗΝ ΧΛΩΡΑΜΒΟΥΚΙΛΗ
Ένα παιδί με τρισωμία 5q, έλλειψη του τελικού 2p, πνευματική καθυστέρηση και πολυαρθρική, συμμετρική αρθροπάθεια, παρόμοια με ΝΡΑ (Ihnat DH et al, 1993).
2.11 ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Το αιμοποιητικό σύστημα έχει ιδιαίτερη ευαισθησία στις δράσεις της χλωραμβουκίλης, όπως και όλων των αλκυλιωτικών παραγόντων. Η χλωραμβουκίλη, όπως και οι άλλοι αλκυλιωτικοί παράγοντες, προκαλεί βλάβη των επιθηλιακών ιστών, ιδιαίτερα αυτών που διαθέτουν αυξημένη κυτταρική εναλλαγή, όπως το επιθήλιο του γαστρεντερικού σωλήνα.
2.11.1 ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Γαστρεντερικά ενοχλήματα (Arlet J et al, 1971; Renier JC et al, 1975)
- Στοματικά έλκη (Cadman E et al, 1982)
- Ανορεξία
- Αίσθημα πνιγμονής (Globus hystericus)
- Ναυτία και έμετοι
- Επιγαστρική δυσφορία
- Διάρροια, ενίοτε συνδεόμενη με Clostridium difficile (Ramos A et al, 1997)
2.11.2 ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ (20%)
Η κυριότερη ανεπιθύμητη ενέργεια της χλωραμβουκίλης είναι η καταστολή του μυελού, η οποία, υπό συνήθεις θεραπευτικές συνθήκες, είναι αναστρέψιμη. Εάν όμως, παρά την ελάττωση των έμμορφων συστατικών του αίματος, η χλωραμβουκίλη συνεχισθεί ή χορηγηθεί σε δόση 6.5 mg/kg-1, μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμη μυελική καταστολή (Rudd P et al, 1975).
- Λευκοπενία (14-50%). Εάν είναι ήπια και παροδική, δεν επιβάλλει διακοπή της θεραπείας. Εάν όμως είναι σοβαρή, επίμονη ή συνδέεται με θρομβοπενία, η χλωραμβουκίλη πρέπει να διακόπτεται.
- Λευκοκυττάρωση
- Θρομβοπενία (8-37%). Συχνά επιβάλλει διακοπή της θεραπείας
- Αναιμία ή αύξηση του Ht (Renier JC et al, 1967; Kahn MF et al, 1971)
- Ηωσινοφιλία
- Παγκυτταροπενία (3%), ενίοτε θανατηφόρα
2.11.3 ΑΠΟ ΤΟ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Νεφρικός κολικός με μικροσκοπική αιματουρία (Godfrey WA et al, 1974)
- Δυσουρία
- Κυστίτιδα
2.11.4 ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Η χλωραμβουκίλη συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο νεοπλασιών, ιδιαίτερα από το αιμοποιητικό, τόσο σε ασθενείς με νεοπλασματικά, όσο και με ρευματικά νοσήματα (Seidenfeld AM et al, 1976; Kahn MF et al, 1979; Berk PD et al, 1981; Palmer RG and Denman AM, 1984), άλλοι όμως διαφωνούν (Thorpe P et al, 1976).
Οι ασθενείς με φλεγμονώδη νοσήματα του συνδετικού ιστού είναι ίσως ιδιαίτερα ευαίσθητοι στις ογκογόνες δράσεις της χλωραμβουκίλης (Palmer RG and Denman AM, 1984). Σε ασθενείς με ΡΑ, η χλωραμβουκίλη συνδέεται με αυξημένη συχνότητα νεοπλασιών του δέρματος και του αιμοποιητικού (Patapanian H et al, 1988).
Η συχνότητα των όγκων των συνδεόμενων με την χλωραμβουκίλη δεν είναι γνωστό αν διαφέρει από τους συνδεόμενους με την κυκλοφωσφαμίδη. Μερικοί υποστηρίζουν ότι τα φάρμακα αυτά προκαλούν κακοήθη νοσήματα με δοσοεξαρτώμενο τρόπο.
2.11.4.1 ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η λευχαιμία είναι η συχνότερη από τις κακοήθεις επιπλοκές της χλωραμβουκίλης (Berk PD et al, 1981; Aymard JP et al, 1983). Η συχνότητα της υπολογίζεται σε 0.74%.
Έχει αναφερθεί σε ασθενείς με χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία, αν και δεν είναι γνωστό κατά πόσον, στους ασθενείς αυτούς, αποτελεί εκδήλωση της φυσικής ιστορίας της νόσου ή οφείλεται στη χημειοθεραπεία, σε γυναίκες με καρκίνο των ωοθηκών (Cameron S, 1977) ή του μαστού και σε ασθενείς με ΡΑ (Kahn MF et al, 1979).
ΤΥΠΟΙ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΧΛΩΡΑΜΒΟΥΚΙΛΗ :
Συχνότεροι :
- Οξεία μυελοβλαστική (Cannon GW et al, 1985)
Λιγότερο συχνοί :
- Μονοκυτταρική (Aymard JP et al, 1983)
- Μυελομονοκυτταρική (Aynard JP et al, 1983)
- DiGuglielmo (Renier JC et al, 1978; Kahn MF et al, 1979)
- Μεγακαρυοκυτταρική (Menkes CJ et al, 1975)
- Λεμφοβλαστική (Renier JC et al, 1978; Kahn MF et al, 1979)
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
Ασθενείς με νοσήματα του συνδετικού ιστού : Eίναι ίσως περισσότερο ευαίσθητοι στη λευχαιμογόνο δράση της χλωραμβουκίλης από ασθενείς με άλλα μη κακοήθη νοσήματα (Palmer RG and Denman AM, 1984).
Νεανική ρευματοειδής αρθρίτιδα (Kauppi MJ et al, 1996)
Ταυτόχρονη θεραπεία με χλωραμβουκίλη και κυκλοφωσφαμίδη (Renier JC et al, 1978).
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Δεν είναι γνωστός, αν και ενοχοποιούνται χρωμοσωμικές ανωμαλίες λόγω βλάβης του DNA. Η χλωραμβουκίλη σπάνια προκαλεί χρωμοσωμικές ανωμαλίες σε ασθενείς με νόσο Αδαμαντιάδη-Behcet και ραγοειδίτιδα (Reeves BR et al, 1974) και ουδέποτε σε ασθενείς με ΣΕΛ (Snaith ML et al, 1973).
Τα λεμφοκύτταρα ασθενών με νοσήματα του συνδετικού ιστού που θεραπεύονται με χλωραμβουκίλη εμφανίζουν δοσοεξαρτώμενη και αθροιστική ανταλλαγή αδελφών χρωματιδών σε αυξημένη συχνότητα (Palmer RG et al, 1984). Παρόμοια ευρήματα έχουν παρατηρηθεί σε ενήλικες και παιδιά. Σε ασθενείς με νοσήματα του συνδετικού ιστού, η κυκλοφωσφαμίδη ευθύνεται για χρωσμοσωμικές βλάβες πιθανώς περισσότερο από την χλωραμβουκίλη (Palmer RG et al, 1986).
2.11.4.2 ΚΑΚΟΗΘΕΙΣ ΟΓΚΟΙ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : <1%. Σε ασθενείς με ΡΑ, η χλωραμβουκίλη συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο δερματικών και αιματολογικών νεοπλασιών (Patapanian H et al, 1988), παρόμοιο με την κυκλοφωσφαμίδη. Ο κίνδυνος αυτός πιθανώς σχετίζεται με την δόση και την διάρκεια της θεραπείας με χλωραμβουκίλη (Berk PD et al, 1981).
ΚΑΚΟΗΘΕΙΣ ΟΓΚΟΙ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΟΙ ΜΕ ΤΗΝ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΜΒΟΥΚΙΛΗΣ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
Λεμφώματα :
- Λεμφοκυτταρικό λέμφωμα (Deshayes P et al, 1971; Chaplin H, 1982)
- Λεμφοσάρκωμα (Zittoun R et al, 1972)
- Διάχυτο ιστιοκυτταρικό λέμφωμα (Chaplin H, 1982)
Καρκινώματα :
- Πολλαπλά βασικοκυτταρικά καρκινώματα (Thorpe P et al, 1976)
- Νεφρού-λεκάνης (Thorpe P et al, 1976)
- Πνεύμονα (Thorpe P et al, 1976; Renier JC et al, 1978)
- 'Ηπατος (Renier JC et al, 1978)
- Παχέος εντέρου (Renier JC et al, 1978)
- Στομάχου (Renier JC et al, 1978)
- Μήτρας (Renier JC et al, 1978)
- Αμυγδαλών (Renier JC et al, 1978)
Άλλα :
- Δικτυοκυτταρικό σάρκωμα (Osterberg G and Rausing A, 1970)
- Σύνδρομο Sezary (Ferme F et al, 1981)
- Κακοήθης ιστιοκυττάρωση (Cannon GW et al, 1985)
2.11.5 ΔΕΥΤΕΡΟΠΑΘΕΙΣ ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ
- Επίμονος βήχας
- Έρπητας ζωστήρας (Thorpe P et al, 1976; Renier JC et al, 1978; Prieur AM et al, 1979), ενίοτε θανατηφόρος (Sahgal SM and Sharma OP, 1984). Στη ΡΑ η συχνότητά του ανέρχεται σε 4-27% (μέση επίπτωση 13%)
- Πνευμονίτιδα (O' Duffy TD et al, 1984)
- Σηπτική αρθρίτιδα (Thorpe P et al, 1976)
- Σηψαιμία (Deshayes P et al, 1971; Renier JC et al, 1971; Renier JC et al, 1975).
2.11.6 ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
2.11.6.1 Διάμεση ίνωση
Έχει αναφερθεί σε ασθενείς με κακοήθη νοσήματα (Cole SR et al, 1978; Lane SD et al, 1981; Carr ME Jr, 1986) που έπαιρναν χλωραμβουκίλη τόσο καθημερινά, όσο και σε διακοπτόμενες, μεγάλες δόσεις (Lane SD et al, 1981).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Βήχας και δύσπνοια (Cole SR et al, 1978).
ΦΥΣΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Αμφοτερόπλευροι τρίζοντες.
ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Διάχυτος διάμεσος δικτυοοζώδης τύπος, ιδιαίτερα στις βάσεις των πνευμόνων.
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ : Δείχνουν ελάττωση της διάχυσης των πνευμόνων (Cole SR et al, 1978).
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Δυσπλασία των επενδυματικών κυψελιδικών κυττάρων, διήθηση του διάμεσου ιστού από κυκλοτερή κύτταρα, διάμεση ίνωση (Cole SR et al, 1978).
2.11.6.2 ΔΙΑΜΕΣΗ ΠΝΕΥΜΟΝΙΤΙΔΑ
Έχει αναφερθεί σε ασθενείς με λευχαιμία (Mohr M et al, 1993; Crestani B et al, 1994; Khong HT and McCarthy J, 1998).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Η πνευμονίτιδα από την χλωραμβουκίλη μπορεί να έχει κλινικές, ακτινολογικές και λειτουργικές εκδηλώσεις πνευμονίτιδας από υπερευαισθησία, με δύσπνοια, συσφιγκτικό αίσθημα στο θώρακα, πυρετό, κακουχία, ανορεξία, μη παραγωγικό βήχα, νυχτερινές εφιδρώσεις και ενίοτε αιμόπτυση.
Ο χρόνος που μεσολαβεί από την έναρξη της χλωραμβουκίλης μέχρι την εμφάνιση της πνευμονίτιδας κυμαίνεται από αρκετές ημέρες έως 72 εβδομάδες. Τα πνευμονικά συμπτώματα μπορεί να εμφανισθούν ακόμα και αρκετές εβδομάδες μετά την διακοπή της χλωραμβουκίλης (Refvem O, 1977; Carr ΜΕ, 1986).
ΦΥΣΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Διάχυτοι ρόγχοι και συρίττοντες, περιοριστικό σύνδρομο με υποξαιμία.
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ : Δείχνουν ελάττωση της FEV και της DLCO.
ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Διάχυτες αμφοτερόπλευρες δικτυοοζώδεις διηθήσεις στις πνευμονικές βάσεις.
ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΒΚΕ : Λεμφοκυττάρωση και ελάττωση της σχέσης CD4/CD8 Τ-λεμφοκυττάρων (Crestani B et al, 1994). Τα ευρήματα αυτά είναι παρόμοια με τα παρατηρούμενα σε ασθενείς με πνευμονίτιδα από υπερευαισθησία λόγω εισπνοής οργανικών κόνεων ή μετά από θεραπεία με άλλα φάρμακα.
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Υπερπλασία, ατυπία των πυρήνων και κυβοειδοποίηση των επενδυματικών κυψελιδικών κυττάρων, διήθηση κυψελίδων από μονοπύρηνα κύτταρα, κυρίως μακροφάγα, και εστιακή διάμεση και περιαγγειακή ίνωση (Cole SR et al, 1978; Lane SD et al, 1981).
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η πνευμονοτοξικότητα η συνδεόμενη με τους αλκυλιωτικούς παράγοντες οφείλεται μάλλον σε άμεση βλάβη του επενδυματικού επιθηλίου των κυψελίδων (πνευμονοκύτταρα τύπου Ι) και του ενδοθηλίου των πνευμονικών τριχοειδών (Giles FJ et al, 1990).
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ : Η πνευμονοτοξικότητα δεν φαίνεται να σχετίζεται με την αθροιστική δόση της χλωραμβουκίλης, δεδομένου ότι έχει εμφανισθεί σε ασθενείς που θεραπεύονταν με 2 gr (Giles FC et al, 1990) έως 7.5 gr χλωραμβουκίλης επί 6 μήνες έως 3.5 χρόνια
ΕΚΒΑΣΗ : Η πνευμονίτιδα υποχωρεί με την διακοπή του φαρμάκου, ακόμα και χωρίς κορτικοειδή (Godard P et al, 1979; Crestani B et al, 1994), συνήθως όμως έχει κακή έκβαση σε ποσοστό πάνω από 50% (Lane SD et al, 1981; Giles FJ et al, 1990; Mohr M et al, 1993).
ΘΕΡΑΠΕΙΑ : Διακοπή φαρμάκου, κορτικοειδή σε μεγάλες δόσεις (πρεδνιζόνη 75-100 mg/24ωρο). Τα κορτικοειδή πιθανώς δεν προλαβαίνουν τις πνευμονικές επιπλοκές της χλωραμβουκίλης, δεδομένου ότι η πνευμονίτιδα έχει εμφανισθεί και σε ασθενείς θεραπευόμενους με χλωραμβουκίλη σε συνδυασμό με κορτικοειδή (Rose MS, 1975; Refvem O, 1977; Lane SD et al, 1979; Giles FC et al, 1990).
2.11.7 ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ-ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ
- Δερματικά εξανθήματα (Renier JC et al, 1971; Renier JC et al, 1975; Hitchins RN et al, 1987)
- Τοξική επιδερμόλυση (Pietrantonio F et al, 1990; Barone C et al, 1990)
- Κνησμός
- Σύνδρομο Stevens-Johnson
2.11.8 ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Μυοκλονικοί σπασμοί, σε ενήλικες (LaDelfa I et al, 1985; Salloum E et al, 1997; Wyllie AR et al, 1997), αλλά σχεδόν αποκλειστικά σε παιδιά με νεφρωσικό σύνδρομο ή μετά από την λήψη μεγάλων δόσεων του φαρμάκου (Williams SA et al, 1978; Ammenti A et al, 1980). Μπορεί να συνδυάζονται με οξεία νεφρική ανεπάρκεια (Blank DW et al, 1983).
- Εφιάλτες (Walsh KP et al, 1984)
- Προοδευτική πολυεστιακή λευκοεγκεφαλοπάθεια (Sponzilli EE et al, 1975)
- Παροδικές ηλεκτροεγκεφαλογραφικές διαταραχές, σε παιδιά με νεφρωσικό σύνδρομο θεραπευόμενα με χλωραμβουκίλη και πρεδνιζολόνη (Ichida F et al, 1985).
2.11.9 ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ
Η χλωραμβουκίλη, συνήθως σε δόσεις πολύ μεγαλύτερες από τις χρησιμοποιούμενες στα νοσήματα του συνδετικού ιστού, προκαλεί συχνά ολιγοσπερμία ή αζωοσπερμία και ορμονικές διαταραχές, ιδιαίτερα αύξηση των επιπέδων της FSH (Guesry P et al, 1978; Callis L et al, 1980). Η αζωοσπερμία εμφανίζεται συνήθως σε ασθενείς που έχουν πάρει συνολικά 400 mg χλωραμβουκίλης. Η σπερματογένεση μπορεί να αποκατασταθεί σε ασθενείς που θεραπεύθηκαν με μικρότερες δόσεις, ακόμα και πολλά χρόνια μετά την διακοπή του φαρμάκου (Marmor D et al, 1992).
2.11.10 ΑΛΛΕΣ
- Αμηνόρροια (Renier JC et al, 1971; Deshayes P et al, 1971)
- Υπογαμμασφαιριναιμία (Arlet J et al, 1971)
- Φαρμακευτικός πυρετός (Sawitsky A et al, 1971)
- Υπερευαισθησία : Είναι ασυνήθιστη, αλλά μπορεί να συνοδεύεται από βαρύ δερματικό εξάνθημα (Hitchins RN et al, 1987)
- Απώλεια όρασης και ατροφία οπτικού νεύρου (Yiannakis PH and Larner AJ, 1993)
- Αλλεργικές αντιδράσεις (ρίγη, υψηλός πυρετός και αιμολυτική αναιμία) (Thompson-Moya L et al, 1989)
- Ακατάλληλη έκκριση αντιδιουρητικής ορμόνης (Wagner AM et al, 1999)
- Μυελοΐνωση (Gisser SD and Chung KB, 1979; Gaminara EJ and Pearson TC, 1984)
2.12 ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ
Εκδηλώσεις :
- Μη αναστρέψιμη μυελική απλασία
- Αναστρέψιμη παγκυτταροπενία, σ΄έναν ασθενή που πήρε συνολικά 28 gr χλωραμβουκίλης (4.1 mg/kg) σε διάστημα 5 ημερών
- Ευερεθιστότητα, μυϊκά αντανακλαστικά μυοκλονικού τύπου, έμετοι, ηλεκτροεγκεφαλογραφικές διαταραχές (Vandenberg SA et al, 1988)
- Οξεία νεφρική ανεπάρκεια και σπασμοί (Blank DW et al, 1983)
- Έμετοι, αταξία, κοιλιακός πόνος, μυϊκές συστροφές ή/και επιθετική συμπεριφορά, σε 4 παιδιά που πήραν 1.5-5 mg/kg χλωραμβουκίλης. Ένα παιδί εμφάνισε κώμα διάρκειας 24 ωρών και κινητικούς σπασμούς 5 ώρες μετά την λήψη 5 mg/kg χλωραμβουκίλης. Το πρώτο 24ωρο παρουσίασε πολλαπλούς σπασμούς, αλλά βελτιώθηκε σημαντικά, με πλήρη εξαφάνιση των σημείων και συμπτωμάτων, εντός 24-48 ωρών (Byrne TN Jr et al, 1981).
Ένα άλλο εμφάνισε πολυεστιακούς μυοκλονικούς σπασμούς 16 ώρες μετά την λήψη του φαρμάκου, οι οποίοι υφέθηκαν αυτόματα μετά από 32 ώρες, και ένα τρίτο, λήθαργο, ευερεθιστότητα και περιόδους υπερδραστηριότητας με απότομες κινήσεις σε διάστημα 48 ωρών που υποχώρησαν μετά από 3-5 ημέρες. Μετά από 1-6 εβδομάδες όλα τα παιδιά εμφάνισαν μέτρια παγκυτταροπενία, η οποία αποκαταστάθηκε 3-7 εβδομάδες μετά την λήψη του φαρμάκου.
Θεραπεία : Δεν υπάρχει γνωστό αντίδοτο. Η δηλητηρίαση από την χλωραμβουκίλη αντιμετωπίζεται με γενικά υποστηρικτικά μέτρα.
- Προκλητός έμετος, εάν ο ασθενής έχει πάρει πρόσφατα το φάρμακο και διατηρεί τις αισθήσεις του. Εάν είναι σε κώμα, έχει σπασμούς ή χάσει τα αντανακλαστικά του εμέτου πρέπει να γίνεται γαστρική πλύση με ενδοτραχειακό σωλήνα για να αποφευχθεί η αναρρόφηση του γαστρικού περιεχομένου.
- Ενεργός άνθρακας, μετά την γαστρική πλύση ή/και τον προκλητό έμετο.
- Αιμοδιύλιση : Δεν είναι ικανή να απομακρύνει την χλωραμβουκίλη.
- Μεταγγίσεις αίματος ή άλλων συστατικών, εάν χρειάζονται.
- Πλήρεις εξετάσεις αίματος τουλάχιστον 3 φορές εβδομαδιαίως και επί 3 τουλάχιστον εβδομάδες, μέχρις ότου υποχωρήσει η καταστολή του μυελού.
2.13 ΚΥΗΣΗ
Στα ζώα : Σε ποντικούς, η χλωραμβουκίλη έχει 3 φορές μεγαλύτερη τερατογόνο δράση από την κυκλοφωσφαμίδη (Ashby R et al, 1982), η οποία μπορεί να δυνητικοποιηθεί από την καφεΐνη (Fujii T and Nakatasuka T, 1983).
Στα τρωκτικά, προκαλεί αποδιοργάνωση των χονδροβλαστών, η οποία συμβάλλει σε ανωμαλίες της ουράς και στον σχηματισμό των μακρών οστών (Brummett ES and Johnson EM, 1979) και υποπλασία των νεφρών και των ουρητήρων λόγω αναστολής της ανάπτυξης των νεφρικών σωληναρίων και σπειραμάτων (Kavlock RT et al, 1986).
Στον άνθρωπο : Οι πληροφορίες σχετικά με τις βλαπτικές δράσεις της χλωραμβουκίλης στο ανθρώπινο κύημα είναι περιορισμένες. Γυναίκες που θεραπεύονταν με χλωραμβουκίλη στη διάρκεια της κύησης γέννησαν τόσο φυσιολογικά, όσο και παραμορφωμένα, βρέφη (Steege JF and Caldwell DS, 1980; Jacobs C et al, 1981).
ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΜΒΟΥΚΙΛΗΣ ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΗΣΗΣ
- Αγενεσία του αριστερού νεφρού και ουρητήρα σε άρρενα έμβρυα, μετά από έκθεση στη χλωραμβουκίλη στη διάρκεια του 1ου τριμήνου της κύησης (Steege JF and Caldwell DS, 1980)
- Θάνατος από πολλαπλές καρδιαγγειακές ανωμαλίες ενός βρέφους ηλικίας 3 ημερών που εκτέθηκε στην χλωραμβουκίλη στη διάρκεια της 10ης εβδομάδας της κύησης.
Σύμφωνα με πληροφορίες από 6 έμβρυα που εκτέθηκαν στη χλωραμβουκίλη, ο κίνδυνος των εμβρυϊκών συγγενών ανωμαλιών από την χρήση της χλωραμβουκίλης στη διάρκεια της κύησης υπολογίζεται σε 33%. Μολονότι έχουν γεννηθεί φυσιολογικά παιδιά από γυναίκες που θεραπεύθηκαν με χλωραμβουκίλη στη διάρκεια της κύησης, η χλωραμβουκίλη πρέπει να αποφεύγεται στην διάρκεια της κύησης. Οι γυναίκες που εκτέθηκαν στο φάρμακο στη διάρκεια της κύησης πρέπει να συμβουλεύονται τον γιατρό τους για τον σοβαρό κίνδυνο που διατρέχει το έμβρυο.
2.14 ΓΑΛΟΥΧΙΑ
Δεν είναι γνωστό κατά πόσον η χλωραμβουκίλη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Επειδή πολλά φάρμακα απεκκρίνονται στο μητρικό γάλα και η χλωραμβουκίλη μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές σε βρέφη που θηλάζουν, πρέπει να σταθμίζεται κατά πόσον να διακόπτεται ο θηλασμός ή το φάρμακο, λαμβάνοντας υπόψη την σημασία του φαρμάκου για την μητέρα.
2.15 ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ-ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ
Νεογνά : Η χλωραμβουκίλη αντενδείκνυται στα νεογνά.
Παιδιά : Η χλωραμβουκίλη μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία των παιδιών με νόσο Hod-gkin και μη-Hodgkin λέμφωμα.
Ηλικιωμένοι : Σε άτομα μεγάλης ηλικίας θεραπευόμενα με χλωραμβουκίλη η λειτουργία του ήπατος και των νεφρών πρέπει να παρακολουθείται με προσοχή, ιδιαίτερα εάν είναι εξασθενημένη.
Κύηση : Η χλωραμβουκίλη είναι δυνητικά τερατογόνος, γι' αυτό και η χρήση της πρέπει να αποφεύγεται, όποτε είναι δυνατόν, στη διάρκεια της κύησης, ιδιαίτερα το 1ο τρίμηνο. Σε εξατομικευμένες περιπτώσεις, ο κίνδυνος της βλάβης του εμβρύου πρέπει να σταθμίζεται με το αναμενόμενο όφελος για την μητέρα.
Γαλουχία : Επειδή και άλλοι αλκυλιωτικοί παράγοντες αντενδείκνυνται στη διάρκεια της γαλουχίας, η χλωραμβουκίλη συνιστάται να αποφεύγεται σε γυναίκες που θηλάζουν.
Νεφρική-ηπατική ανεπάρκεια : Η χλωραμβουκίλη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με εξασθενημένη νεφρική ή ηπατική λειτουργία.
Σπασμοί : Τα παιδιά με νεφρωσικό σύνδρομο και οι ασθενείς που θεραπεύονται με ενδοφλέβιες ώσεις χλωραμβουκίλης σε μεγάλες δόσεις, μπορεί να εμφανίσουν σπασμούς, γι΄αυτό και η χλωραμβουκίλη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό σπασμών ή τραύματος του εγκεφάλου ή θεραπευόμενους με άλλα δυνητικά επιληπτογόνα φάρμακα.
2.16 ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
- Η χλωραμβουκίλη δεν πρέπει να χορηγείται σε πλήρεις δόσεις πριν από την παρέλευση 4 εβδομάδων σε ασθενείς που θεραπεύθηκαν με ακτινοβολία ή χημειοθεραπευτικά φάρμακα, δεδομένου ότι στο διάστημα αυτό ο μυελός των οστών είναι επιρρεπής σε βλάβη.Εάν τα προθεραπευτικά επίπεδα των λευκών αιμοσφαιρίων ή των αιμοπεταλίων είναι χαμηλά λόγω μυελικής καταστολής, η χλωραμβουκίλη πρέπει να χορηγείται σε μειωμένη δόση. Επίμονη μείωση του αριθμού των ουδετεροφίλων και των αιμοπεταλίων ή περιφερική λεμφοκυττάρωση είναι ένδειξη διήθησης του μυελού των οστών. Εάν το εύρημα αυτό επιβεβαιωθεί στο μυελόγραμμα, η καθημερινή δόση της χλωραμβουκίλης δεν πρέπει να υπερβαίνει το 0.1 mg/kg.
- Στη διάρκεια της θεραπείας με χλωραμβουκίλη, πρέπει να προσδιορίζονται κάθε εβδομάδα τα επίπεδα της Hb και ο αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων και των αιμοπεταλίων. Στη διάρκεια των 3-6 πρώτων εβδομάδων της θεραπείας συνιστάται να εξετάζεται ο αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων 3-4 ημέρες μετά από κάθε εβδομαδιαία εξέταση αίματος.
- Η θεραπεία με χλωραμβουκίλη συνδέεται συχνά με οξεία λευχαιμία σε ασθενείς τόσο με κακοήθη, όσο και μη κακοήθη, νοσήματα, ιδιαίτερα εάν έχει προηγηθεί ακτινοθεραπεία ή χημειοθεραπεία. Ο κίνδυνος λευχαιμίας ή καρκινώματος στον άνθρωπο από την χλωραμβουκίλη και άλλους αλκυλιωτικούς παράγοντες δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί.
- Ο κίνδυνος λευχαιμογένεσης είναι πιθανώς μεγαλύτερος σε ασθενείς θεραπευόμενους μακροχρόνια και με μεγάλες αθροιστικές δόσεις χλωραμβουκίλης. Πάντως, είναι αδύνατο να προσδιορισθεί το ύψος της συνολικής δόσης, κάτω από το οποίο δεν υπάρχει κίνδυνος ανάπτυξης δευτεροπαθών κακοήθων νοσημάτων. Για τους λόγους αυτούς, σε κάθε ασθενή, το δυνητικό όφελος της θεραπείας με χλωραμβουκίλη πρέπει να σταθμίζεται με τον πιθανό κίνδυνο ανάπτυξης κακοήθους νοσήματος.
2.17 ΔΟΣΕΙΣ-ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ
2.17.1 ΜΗ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ : 0.1-0.2 mg/kg/24ωρο Χ 3-6 εβδομάδες. Στον μέσο ασθενή, η συνήθης ημερήσια δόση κυμαίνεται σε 4-10 mg και μπορεί να ληφθεί εφάπαξ.
Οι δόσεις αυτές χορηγούνται στην αρχή της θεραπείας ή για μικρά χρονικά διαστήματα. Πρέπει να τροποποιούνται με προσοχή ανάλογα με την ανταπόκριση του ασθενούς και τον αριθμό των ουδετεροφίλων και των αιμοπεταλίων και να μειώνονται εάν ο αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων σημειώσει απότομη πτώση. Εάν η καταστολή του μυελού είναι σοβαρή, η χλωραμβουκίλη πρέπει να διακόπτεται. Μετά την διακοπή της, η μυελική βλάβη συνήθως αποκαθίσταται ταχέως, αλλά ενίοτε δεν αναστρέφεται (Rudd P t al, 1975).
2.17.2 ΝΟΣΟΣ HODGKIN
ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ : 0.2 mg/kg/24ωρο.
2.17.3 Αλλα λεμφώματα, χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία
ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ :
- Αρχική δόση 0.1 mg/kg/24ωρο. Εάν ο μυελός των οστών είναι διηθημένος από λεμφοκύτταρα ή υποπλαστικός, η καθημερινή δόση δεν πρέπει να υπερβαίνει το 0.1 mg/kg (περίπου 6 mg, κατά μέσον όρο, ημερησίως).
- Δόση συντήρησης 0.03 mg/kg/24ωρο. Δεν πρέπει να υπερβαίνει το 0.1 mg/kg/24ωρο. Η τυπική δόση συντήρησης ανέρχεται σε ≤ 2-4 mg/24ωρο, ανάλογα με τις εξετάσεις του αίματος.
Στη χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία, η χλωραμβουκίλη μπορεί να χορηγηθεί κατά διαστήματα, 2 φορές εβδομαδιαίως ή σε ώσεις μια φορά τον μήνα. Στα διακοπτόμενα σχήματα, χορηγείται αρχικά σε δόση 0.4 mg/kg, αυξανόμενη κατά 0.1 mg/kg μέχρις ότου προκύψει τοξικότητα ή τεθεί υπό έλεγχο η λεμφοκυττάρωση. Στη συνέχεια, οι δόσεις τροποποιούνται ώστε να προκύψει ήπια αιματολογική τοξικότητα. Τα σχήματα αυτά έχουν πιθανώς ισοδύναμη ή μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και μικρότερη τοξικότητα από την καθημερινά χορηγούμενη χλωραμβουκίλη.
Η ακτινοβόληση και τα κυτταροστατικά φάρμακα αυξάνουν την επιρρέπεια του μυελού σε βλάβη, γι΄αυτό και η χλωραμβουκίλη πρέπει να χρησιμοποιείται με ιδιαίτερη προσοχή για χρονικό διάστημα 4 εβδομάδων σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε ακτινοθεραπεία ή χημειοθεραπεία. Εάν έχουν ακτινοβοληθεί μικρές περιοχές μακράν του μυελού των οστών, η χλωραμβουκίλη μπορεί να χορηγηθεί στη συνήθη της δόση.
Η χλωραμβουκίλη προκαλεί συχνά προοδευτική ελάττωση του αριθμού των λεμφοκυττάρων. Μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας, ο αριθμός των λεμφοκυττάρων επιστρέφει συνήθως ταχέως σε φυσιολογικά επίπεδα. Οι περισσότεροι ασθενείς εμφανίζουν ουδετεροπενία μετά την 3η εβδομάδα της θεραπείας, η οποία μπορεί να διαρκέσει έως και 10 ημέρες μετά την τελευταία δόση της χλωραμβουκίλης. Στη συνέχεια, τα ουδετερόφιλα συνήθως επιστρέφουν ταχέως σε φυσιολογικά επίπεδα.
Η σοβαρή ουδετεροπενία φαίνεται ότι σχετίζεται με την δόση της χλωραμβουκίλης και συνήθως παρατηρείται σε ασθενείς που έχουν πάρει συνολικά ≥ 6.5 mg/kg χλωραμβουκίλης σε καθημερινή βάση. Περίπου 1/4 όλων των ασθενών που έχουν πάρει χλωραμβουκίλη σε καθημερινή βάση και το 1/3, σε διάστημα ≤ 8 εβδομάδων, μπορεί να αναπτύξει σοβαρή ουδετεροπενία.
Η πτώση του αριθμού των ουδετεροφίλων μπορεί να συνεχισθεί 10 ημέρες μετά την χορήγηση της τελευταίας δόσης του φαρμάκου, ενώ, όταν η συνολική δόση προσεγγίσει τα 6.5 mg/kg, υπάρχει κίνδυνος μόνιμης βλάβης του μυελού. Εάν τα λευκά αιμοσφαίρια ή τα αιμοπετάλια υποχωρήσουν κάτω από τα φυσιολογικά όρια, η δόση της χλωραμβουκίλης πρέπει να μειώνεται, ενώ εάν η καταστολή είναι σοβαρότερη, η χλωραμβουκίλη πρέπει να διακόπτεται οριστικά.
2.18 ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ
Εμπορική ονομασία |
Μορφές-περιεκτικότητες |
Κατασκευαστής |
Leukeran |
Tabl. Coat. 25 x 2mg |
GLAXO-WELLCOME AEBE |
|
Tabl. Coat. 25 x 5 mg |
|
2.19 ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ
Δισκία : Κάθε σακχαρόπηκτο περιέχει 2 mg χλωραμβουκίλης και άλλα, ανενεργή, συστατικά (ακακία, άμυλο αραβοσίτου και σίτου, λακτόζη, στεαρικό μαγνήσιο, πολυσορβάτη 60, σουκρόζη και τάλκ).
Από τα εμπορικά διαθέσιμα δισκία χλωραμβουκίλης μπορεί να παρασκευασθεί διάλυμα χλωραμβουκίλης per os περιέχον 2 mg/ml. Τα δισκία θρυμματίζονται, αναμιγνύονται με Cologel σε ποσότητα ισοδύναμη με το 1/3 του τελικού όγκου και το εναιώρημα αποκτά τελικό όγκο 2:1 μείγματος απλού σιροπιού και σιροπιού αγριοκέρασου. Το τελικό εναιώρημα διατηρείται σταθερό επί 7 ημέρες εάν διατηρηθεί σε γυάλινο δοχείο σε θερμοκρασία 5°C.
2.20 ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΥΛΑΞΗ ΤΩΝ ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΩΝ
Τα δισκία της χλωραμβουκίλης πρέπει να διατηρούνται στη συσκευασία τους, μακριά από ηλιακό φως, σε θερμοκρασία 15-30ο C. Τα δισκία της εμπορικά διαθέσιμης χλωραμβουκίλης έχουν ημερομηνία λήξης 1 χρόνο μετά την ημερομηνία λήξης του κατασκευαστή.
ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΧΛΩΡΑΜΒΟΥΚΙΛΗΣ
Η χλωραμβουκίλη έχει χρησιμοποιηθεί ευρύτατα στη θεραπεία των αιματολογικών και νεοπλασματικών νοσημάτων και πολλών ρευματικών νοσημάτων, όπως η ανθεκτική σε άλλες θεραπείες ρευματοειδής αρθρίτιδα, η ραγοειδίτιδα και η μηνιγγοεγκεφαλίτιδα της νόσου Αδαμαντιάδη-Behcet, η δευτεροπαθής σε νεφρικά νοσήματα νεφρική αμυλοείδωση, ο ΣΕΛ, η δερματομυοσίτιδα/πολυμυοσίτιδα και η κοκκιωμάτωση Wegener.
Η συχνότερη επιπλοκή της είναι η καταστολή του μυελού, η οποία, σε ασθενείς με μη νεοπλασματικά νοσήματα, μπορεί να είναι μόνιμη. Άλλες, σοβαρές, επιπλοκές της είναι λοιμώξεις, τερατογένεση, στειρότητα, γαστρεντερική τοξικότητα και αύξηση της συχνότητας νεοπλασιών, ιδιαίτερα από το αιμοποιητικό και το δέρμα. Λόγω των δυνητικά σοβαρών επιπλοκών της, η θεραπευτική χρήση της στα ρευματικά νοσήματα έχει περιορισθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια.