Έρευνα

Γνωρίζετε αν διατρέχετε κίνδυνο οστεοπόρωσης;:

Θειαπροφενικό οξύ

Το θειαπροφαινικό οξύ είναι αποτελεσματικό μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο σε ποικιλία ρευματικών νοσημάτων, με αναλγητική δράση. Το περίγραμμα της ασφάλειάς του είναι παρόμοιο με των άλλων ΜΣΑΦ, αν και συνοδεύεται από άσηπτη κυστίτιδα περισσότερο απ΄όλα τα άλλα ΜΣΑΦ, γι΄αυτό και η χρήση του έχει περιορισθεί σημαντικά και έχει αντικατασταθεί από τα νεότερα ΜΣΑΦ, που είναι λιγότερο τοξικά.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ : Το θειαπροφαινικό οξύ είναι μικτό εναντιομερές παράγωγο του προπιονικού οξέος.

16.3.6.1   ΧΗΜΕΙΑ

Θειαπροφαινικό οξύ (Tiaprofenic acid)

  • Χημικό όνομα : 5-benzoyl-α-methyl-2-thiophene-acetic acid
  • Μοριακός τύπος : C14H12O3S

ΕΙΚΟΝΑ 39 : Συντακτικός τύπος θειαπροφαινικού οξέος

Περιγραφή : Το θειαπροφαινικό οξύ είναι υπόλευκη έως λευκή μικροκρυσταλλική ουσία, παρασκευαζόμενη συνθετικά. Έχει μοριακό βάρος 260.3 και pKa 3.0. Είναι πρακτικά αδιάλυτη στο ύδωρ, ελεύθερα διαλυτή στο οινόπνευμα σε αναλογία 1/5, την ακετόνη και το διχλωρομεθάνιο.

16.3.6.2   ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ

Ο μηχανισμός δράσης του θειαπροφαινικού οξέος, όπως και άλλων ΜΣΑΦ, δεν είναι πλήρως γνωστός. Το θειαπροφαινικό οξύ είναι δυνητικός αναστολέας της σύνθεσης των προσταγλανδινών, μέσω αναστολής της COX-1, με αναλγητικές και αντιπυρετικές ιδιότητες. Η ανασταλτική της δράση στη σύνθεση των προσταγλανδινών έχει πιθανώς κάποια εκλεκτικότητα σε μερικούς ιστούς, περισσότερο από άλλους. Πάντως, καταστέλλει την σύνθεση της θρομβοξάνης και της PGE2 στο πλάσμα σε συγκεντρώσεις που μερικά μόνο επηρεάζουν την σύνθεση των νεφρικών προσταγλανδινών.

Αντιφλεγμονώδης δράση :

  • Αναστέλλει την σύνθεση των προσταγλανδινών από το αραχιδονικό οξύ, τουλάχιστον 2 φορές περισσότερο από την ινδομεθακίνη και την δικλοφενάκη και πολύ περισσότερο από την ιμπουπροφαίνη, in vitro. 
  • Σε πειραματικά ζωικά μοντέλα φλεγμονής έχει δράση σχεδόν ισοδύναμη με την ινδομεθακίνη, αλλά πολύ μικρότερες ελκογόνες ιδιότητες (Sorkin EM and Brogden RN, 1985). Στα ζώα, η αναλγητική και αντιφλεγμονώδης δράση της είναι μεγαλύτερη της ασπιρίνης και της φαινυλοβουταζόνης.  
  • Μειώνει την κυτταροβρίθεια, τα επίπεδα τις LDH και της όξινης φωσφατάσης και ουσιαστικά εξαφανίζει πλήρως τις PGE1 και PGF2α , στο αρθρικό υγρό ασθενών με ΡΑ και έχει ID50 παρόμοια με την ινδομεθακίνη.

Αναλγητική δράση :

  • Έχει αναλγητική δράση ισχυρότερη της ασπιρίνης και της φαινυλοβουταζόνης στο φλεγμονώδες οίδημα των ποδών, σε αρουραίους.
  • Ανακουφίζει από τον πόνο περισσότερο από την ασπιρίνη (σε δόσεις 200 και 400 mg, συγκριτικά με 600 και 1.200 mg, αντίστοιχα), σε ασθενείς με πόνο οδοντικής προέλευσης ή μετά από αιδοιοτομία. Σε δόση 200 mg ανακουφίζει από τον πόνο μετά από εξαγωγή οδόντων εξίσου με 600 mg ασπιρίνης.

Αντιπυρετική δράση : Το θειαπροφαινικό οξύ έχει σημαντική αντιπυρετική δράση.

Δράση στα αιμοπετάλια :

  • Έχει αντιαιμοπεταλιακή δράση, σε συγκεντρώσεις 70 nM, παρόμοια με την ινδομεθακίνη
  • Αναστέλλει την συγκόλληση των αιμοπεταλίων και παρατείνει τον χρόνο ροής.

Δράση στον αρθρικό χόνδρο :

  • Καταστέλλει την αποδόμηση του υγιούς και εν μέρει του αρθριτικού χόνδρου (de Vries BJ et al, 1988).
  • Έχει σημαντική χονδροπροστατευτική δράση, σε σκύλους με πειραματική ΟΑ του γόνατος (Howell DS et al, 1991).
  • Δεν καταστέλλει την βιοσύνθεση των πρωτεογλυκανών σε χόνδρο και καλλιέργειες ανθρώπινων χονδροκυττάρων, in vitro και ex vivo
  • Δεν μεταβάλλει την διαφοροποίηση των εκκρινόμενων πρωτεογλυκανών
  • Αναστέλλει την αποδόμηση των συσσωρευμένων πρωτεογλυκανών
  • Δεν μειώνει σημαντικά τα επίπεδα των πρωτεογλυκανών στο αρθρικό υγρό ασθενών με ΡΑ
  • Μειώνει σημαντικά την δραστηριότητα της στρομελυσίνης (πρωτεογλυκανάσης) σε οστεοαρθριτικούς ασθενείς, in vivo.

Οι δράσεις αυτές δείχνουν ότι το θειαπροφαινικό οξύ είναι αποτελεσματικός αναστολέας της στρομελυσίνης και ότι προστατεύει τον αρθρικό χόνδρο υπό πειραματικές συνθήκες σε ασθενείς που παίρνουν θεραπευτικές δόσεις του φαρμάκου. Η κλινική σημασία των ευρημάτων αυτών δεν έχει προσδιορισθεί.

Άλλες δράσεις : Καθυστερεί την έναρξη του τοκετού, μέσω της ανασταλτικής της δράσης στη σύνθεση των προσταγλανδινών στη μήτρα.

16.3.6.3   ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ

Η L50 του θειαπροφαινικού οξέος εξαρτάται από το είδος, το φύλο και την οδό χορήγησης, κυμαινόμενη μεταξύ 190-870 mg/kg. Σε πιθήκους, είναι καλά ανεκτό σε δόσεις <20 mg/kg. Σε δόσεις >20 mg/kg προκαλεί αλλοιώσεις του γαστρεντερικού σωλήνα και των νεφρών.

Μεταλλαξιογόνος/καρκινογόνος/τερατογόνος δράση : Το θειαπροφαινικό οξύ δεν έχει μεταλλαξιογόνο ή καρκινογόνο δράση στα ζώα. Σε αρουραίους και κουνέλια δεν έχει τερατογόνο δράση. Σε ποντικούς, σε δόσεις 100 mg/24ωρο, αυξάνει την εμβρυϊκή απώλεια.

Δράση στο γαστρεντερικό (γαστροτοξικότητα) : Το θειαπροφαινικό οξύ μπορεί να προκαλέσει γαστρικές διαβρώσεις εν μέρει με άμεσο ερεθισμό του γαστρικού βλεννογόνου και εν μέρει αναστέλλοντας την σύνθεση των κυτταροπροστατευτικών προσταγλανδινών. Σε ασθενείς με ΡΑ είναι λιγότερο γαστροτοξική από άλλα ΜΣΑΦ, πιθανώς λόγω της ηπιότερης ανασταλτικής δράσης του στην in vivo παραγωγή των γαστρικών προσταγλανδινών (Sorkin EM and Brogden RN, 1985).

Σε δόση 200 mg/8ωρο προκαλεί μικρότερη απώλεια αίματος από τα κόπρανα από την ασπιρίνη (600 mg/8ωρο), αλλά ισοδύναμη με την ιμπουπροφαίνη (400 mg/8ωρο) (Warrington SJ et al, 1982).

16.3.6.4   ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ

Το θειαπροφαινικό οξύ, χορηγούμενο σε μίαν εφάπαξ δόση per os, απορροφάται ταχέως και σχεδόν πλήρως από τον γαστρεντερικό σωλήνα, ιδιαίτερα το 12δάκτυλο. Ο βαθμός της απορρόφησης είναι σχετικά σταθερός από άτομο σε άτομο. Μετά από την από το ορθό χορήγησή του, απορροφάται καλώς, αλλά βραδύτερα απ΄ό, τι per os. Οι τροφές μειώνουν την βιοδιαθεσι-μότητα κατά 10%, αυξάνουν τον λανθάνοντα χρόνο και μειώνουν τις μέγιστες συγκεντρώσεις του θειαπροφαινικού οξέος στον ορό.

Σε νήστεις υγιείς ενήλικες, χορηγούμενο per os, φθάνει σε μέγιστες συγκεντρώσεις μετά από 30-60’. Οι μέγιστες συγκεντρώσεις του στο πλάσμα εξαρτώνται από την δόση του. Σε δόση 200 mg, ανέρχονται σε 20.5-32.2 mg/l-1, σε δόση 300 mg, 18.6-73.3 mg/l-1 και σε δόση 300 mg (βραδείας απελευθέρωσης), 19.5-34.9 mg/l-1.

Σε υγιή άτομα, μετά από την ένεση 300 mg θειαπροφαινικού οξέος, ο όγκος κατανομής στο πλάσμα είναι χαμηλός (6.5 l), ένδειξη ότι συνδέεται ισχυρά με τις πρωτείνες. Σε ηλικιωμένα άτομα με ΟΑ, σε δόση 300 mg/12ωρο, δεν έχει σημαντικές διαφορές σε όλες τις φαρμακοκινητικές παραμέτρους, ένδειξη ότι δεν αθροίζεται.

Μετά από ενδοφλέβια ένεση, τα επίπεδα του θειαπροφαινικού οξέος στο πλάσμα μειώνονται σε 2 φάσεις : Η πρώτη φάση έχει απότομη απόκλιση (t(1/2) 0.09 ± 0.01 ώρες), ενώ η δεύτερη είναι περισσότερο βαθμιαία (t(1/2) 0.54 ± 0.07 ώρες) και καθορίζει τον t(1/2) απομάκρυνσης του φαρμάκου από το πλάσμα, ο οποίος ανέρχεται σε 2 ώρες.

Σε παιδιά που πήραν 3 mg θειαπροφαινικού οξέος ημερησίως, ο Tmax ήταν 2.12 ώρες, ο Cmax, 8.78 mg/l-1, ο t(1/2), 2.35 ώρες, η CL, 0.094 l.-1/kg-1, η νεφρική κάθαρση, 14 ml/h-1/kg-1 και 33% της δόσης αποβλήθηκε από τα ούρα εντός 24 ωρών, εκ της οποίας το 48% ήταν συνδεδεμένο, ενώ ο όγκος κατανομής και ο t(1/2) δεν διέφερε σημαντικά από τους ενήλικες (Bertin L et al, 1991).

O t(1/2) του θειαπροφαινικού οξέος στο πλάσμα είναι 1.5-2 ώρες (Nichol FE et al, 1988). Σε δόση 200 mg/8ωρο, το θειαπροφαινικό οξύ έχει παρόμοια φαρμακοκινητική τόσο σε ασθενείς, όσο και σε υγιή άτομα. Η φαρμακοκινητική του R και S ισομερούς είναι πιθανώς παρόμοια στον άνθρωπο, αλλά διαφέρει στους αρουραίους (Vakily M and Jamali F, 1994).

Το θειαπροφαινικό οξύ συνδέεται κατά 99% με τις πρωτείνες του πλάσματος και αθροίζεται στο σώμα σε μικρό μόνο βαθμό μετά από επανειλημμένη χορήγηση. Ο όγκος κατανομής του ανέρχεται στο 10% του σωματικού βάρους. Μολονότι απομακρύνεται ταχέως, παραμένει στο αρθρικό υγρό 8 ώρες μετά την χορήγησή του. Εισέρχεται στο ΕΝΥ σε ελάχιστα ποσά (<0.165% συνολική δόση/100 gr ιστού).

Το θειαπροφαινικό οξύ εισδύει ικανοποιητικά στο αρθρικό υγρό (Daymond TJ and Herbert R, 1982), όπου και παραμένει σε υψηλά επίπεδα ακόμα και μετά την ελάττωσή τους στο πλάσμα. Η αύξηση των συγκεντρώσεων του φαρμάκου συνοδεύεται από ελάττωση των PGE2 στο αρθρικό υγρό (Daymond TJ and Rowell FJ, 1988). Μετά από 24 ώρες, οι συγκεντρώσεις στο αρθρικό υγρό εξισώνονται με του πλάσματος (Nichol FE et al, 1988).

Σε ασθενείς με ΡΑ ή μηνισκεκτομή, οι συγκεντρώσεις του θειαπροφαινικού οξέος στο αρθρικό υγρό παραμένουν σχετικά σταθερές για διάστημα 8 ωρών και δεν εξαρτώνται από τις συγκεντρώσεις του στον ορό. Σε δόσεις 300 mg, οι μέσες μέγιστες συγκεντρώσεις ανέρχονται σε 11 g/ml, αλλά μειώνονται σε 5.3 g/ml μετά από 7.5-8 ώρες. Μετά από 7-8 ώρες τα επίπεδα του θειαπροφαινικού οξέος στο αρθρικό υγρό εξισώνονται με του ορού.

Το θειαπροφαινικό οξύ, σε 3 δόσεις των 300 mg/ώρα, αυξάνει σημαντικά την αποβολή ουρικού οξέος από τα ούρα (Sinigaglia L et al, 1988).

Το θειαπροφαινικό οξύ ευρίσκεται με την μορφή αναλλοίωτου φαρμάκου στο πλάσμα, ενώ σε ελάχιστα ποσά αποβάλλεται από τα ούρα. Το 60% περίπου μιας per os χορηγούμενης δόσης αποβάλλεται από τα ούρα, κυρίως με την μορφή αναλλοίωτου φαρμάκου ή συμπλόκου με τα γλυκουρονίδια. Οι μεταβολίτες αποτελούν μόνο 10% της νεφρικής αποβολής (Pottier J et al, 1977). Το υπόλοιπο της δόσης (40%) αποβάλλεται από την χολή. Στους αρουραίους, το θειαπροφαινικό οξύ συμμετέχει στον εντεροηπατικό κύκλο. 

Το θειαπροφαινικό οξύ μεταβολίζεται κυρίως με αναγωγή και υδροξυλίωση. Εχουν απομονωθεί 2 μεταβολίτες, μία φαινόλη και μία κετόνη. Η μητρική ένωση και οι μεταβολίτες της αποβάλλονται κυρίως με την μορφή γλυκουρονιδικών συμπλόκων. Οι μεταβολίτες είναι φαρμακολογικά ανενεργοί και αποβάλλονται από τα ούρα σε ποσοστό <5% (Pottier J et al, 1977). Τα σύμπλοκα είναι σχετικά ασταθή και υδρολύονται αμέσως στις μητρικές τους ενώσεις με την αποθήκευση ή την προσθήκη αλκάλεος.

Το θειαπροφαινικό οξύ, επειδή η αποβολή του εξαρτάται από την νεφρική αποβολή των συμπλόκων, μπορεί να επηρεασθεί από την έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας ή την παρουσία άλλων φαρμάκων (Jamali F et al, 1985).

16.3.6.5  ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ -ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ

Η αποτελεσματικότητα του θειαπροφαινικού οξέος δεν σχετίζεται άμεσα με τα επίπεδά του στο πλάσμα.

16.3.6.6   ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

Αντιπηκτικά

Αλληλεπιδράσεις : Το θειαπροφαινικό οξύ μπορεί να αυξήσει την δράση των παραγώγων της κουμαρίνης και να παρατείνει τον χρόνο προθρομβίνης, προκαλώντας σοβαρή, δυνητικά θανατηφόρα, αλληλεπίδραση με την νικουμαλόνη (Whittaker Sj et al, 1986).

Συστάσεις : Η συγχορήγηση του θειαπροφαινικού οξέος με αντιπηκτικά per os πρέπει να αποφεύγεται.

Αντιϋπερτασικά

Αλληλεπιδράσεις : Τα ΜΣΑΦ μπορεί να εξασθενήσουν την αντιϋπερτασική δράση της προπρανολόλης και άλλων β-αναστολέων, όπως και άλλων αντιϋπερτασικών παραγόντων.

Συστάσεις : Το θειαπροφαινικό οξύ πρέπει να χορηγείται με προσοχή και κάτω από συχνό έλεγχο της αρτηριακής πίεσης σε ασθενείς θεραπευόμενους με αντιϋπερτασικούς παράγοντες.

Ασπιρίνη

Αλληλεπιδράσεις : Η ασπιρίνη δεν επηρεάζει την βιοδιαθεσιμότητα του θειαπροφαινικού οξέος. Η ταυτόχρονη χορήγησή της με θειαπροφαινικό οξύ οδηγεί σε μείωση των μέγιστων συγκεντρώσεων του θειαπροφαινικού οξέος στον ορό και μικρή αύξηση της κάθαρσης και του φαινόμενου t(1/2). Η κλινική σημασία της αλληλεπίδρασης αυτής δεν είναι γνωστή.

Συστάσεις : Η συγχορήγηση του θειαπροφαινικού οξέος με ασπιρίνη πρέπει να αποφεύγεται, γιατί δεν αυξάνει την αποτελεσματικότητα, ενώ μπορεί να συνοδευθεί από μεγαλύτερη αθροιστική τοξικότητα.

Διουρητικά

Αλληλεπιδράσεις : Το θειαπροφαινικό οξύ, όπως και η ινδομεθακίνη, δεν επηρεάζει την διούρηση την προκαλούμενη από την φουροσεμίδη. Επιπρόσθετα, δεν επηρεάζει την απέκκριση του καλίου ή του νατρίου, ενώ η ινδομεθακίνη μειώνει την πρώτη και αυξάνει την δεύτερη.

Συστάσεις : Το θειαπροφαινικό οξύ μπορεί να προκαλέσει κατακράτηση ύδατος και επομένως να παρέμβει στη δράση των διουρητικών στη θεραπεία της υπέρτασης, γι΄αυτό και πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε υπερτασικούς ασθενείς θεραπευόμενους με διουρητικά.

Λίθιο

Αλληλεπιδράσεις : Το θειαπροφαινικό οξύ μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα στον ορό, και επομένως τις αναμενόμενες φαρμακολογικές δράσεις και την τοξικότητα (γαστρεντερική δυσανεξία, πολυουρία, μυϊκή αδυναμία, λήθαργος, τρόμος, κ.ά.), των αλάτων του λιθίου.

Μηχανισμός : Το θειαπροφαινικό οξύ μειώνει την νεφρική κάθαρση του λιθίου, πιθανώς λόγω αύξησης της επαναρρόφησής του από τα ουροφόρα σωληνάρια (Alderman CP and Lindsay KS, 1996).

Συστάσεις :

  • Η συγχορήγηση του θειαπροφαινικού οξέος με άλατα λιθίου είναι προτιμότερο να αποφεύγεται
  • Εάν είναι απαραίτητη, οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή για εκδηλώσεις τοξικότητας από το λίθιο
  • Εάν το λίθιο χορηγείται ταυτόχρονα με θειαπροφαινικό οξύ μπορεί να χρειασθεί μείωση της δόσης του
  • Τα επίπεδα του λιθίου πρέπει να παρακολουθούνται και η δόση του λιθίου να τροποποιείται ανάλογα όταν το θειαπροφαινικό οξύ προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται
  • Σε ασθενείς θεραπευόμενους με άλατα λιθίου, στη θέση του θειαπροφαινικού οξέος μπορεί να χορηγηθεί ασπιρίνη, η οποία δεν επηρεάζει τις συγκεντρώσεις του λιθίου στο πλάσμα.

Άλλα φάρμακα

To θειαπροφαινικό οξύ, λόγω της ισχυρής σύνδεσής του με τις πρωτείνες, μπορεί να αλληλεπιδράσει με τις σουλφονυλουρίες, τις σουλφοναμίδες, την φαινυτοίνη, διάφορους υπογλυκαιμικούς παράγοντες και χημειοθεραπευτικά φάρμακα, όπως η μεθοτρεξάτη, γι΄αυτό και πρέπει να χορηγείται με προσοχή ταυτόχρονα με τους παράγοντες αυτούς.

Φάρμακα που δεν αλληλεπιδρούν με το θειαπροφαινικό οξύ

  • Πεντοξυφιλλίνη : Δεν επηρεάζει την βιοδιαθεσιμότητα του θειαπροφαινικού οξέος.
  • Αντιόξινα : Το υδροξείδιο του αλουμινίου δεν επηρεάζει την βιοδιαθεσιμότητα του θειαπροφαινικού οξέος.

16.3.6.7   ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

  • Ρευματοειδής αρθρίτιδα
  • Οστεοαρθρίτιδα
  • Αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα
  • Οξεία ουρική αρθρίτιδα
  • Επικονδυλίτιδα
  • Κατάγματα
  • Διάστρεμμα
  • Μετεγχειρητικές φλεγμονές
  • Μετεγχειρητικός πόνος (μετά από μηνισκεκτομή, οδοντικές, ορθοπεδικές ή γυναικολογικές επεμβάσεις)

16.3.6.8   ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

  • Ενεργό γαστροδωδεκαδακτυλικό έλκος
  • Προηγηθείσα υπερευαισθησία στο φάρμακο
  • Βαριά νεφρική ανεπάρκεια
  • Προϋπάρχοντα νοσήματα του ουροποιητικού
  • Ασθματικές προσβολές, κνίδωση ή άλλες αλλεργικές αντιδράσεις από την ασπιρίνη ή άλλα ΜΣΑΦ

16.3.6.9   ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

16.3.6.9.1   ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

Το θειαπροφαινικό οξύ μειώνει σημαντικά την ένταση του πόνου, βελτιώνει τον δείκτη Ritchie, την πρωινή δυσκαμψία και την κινητικότητα και περιορίζει τις ανάγκες σε αναλγητικά, περισσότερο από placebo, και είναι καλά ανεκτό (Essigman W et al, 1987; Palmer M et al, 1988; Nagaya T et al, 1988).

Φάρμακα εξίσου αποτελεσματικά με το θειαπροφαινικό οξύ

  • Ασπιρίνη
  • Ινδομεθακίνη (75 mg/24ωρο)
  • Φαινυλοβουταζόνη
  • Δικλοφενάκη (150 mg/24ωρο)
  • Ιμπουπροφαίνη (1.200 mg/24ωρο)
  • Πιροξικάμη
  • Ναπροξένη
  • Μπενοξαπροφαίνη

16.3.6.9.2   ΟΣΤΕΟΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

Το θειαπροφαινικό οξύ ανακουφίζει από τον πόνο, βελτιώνει την κινητικότητα και μειώνει τα τοπικά σημεία της φλεγμονής σε ασθενείς με ΟΑ του ισχίου ή/και του γόνατος, περισσότερο από placebo (Thompson M et al, 1982).

Φάρμακα λιγότερο αποτελεσματικά από το θειαπροφαινικό οξύ

  • Ακετυλοσαλικυλική λυσίνη (1.800 mg/24ωρο)

Φάρμακα εξίσου αποτελεσματικά με το θειαπροφαινικό οξύ

  • Ινδομεθακίνη (75-100 mg/24ωρο). Σε ασθενείς με ΟΑ του γόνατος, σε δόση 75 mg/24ωρο, επιδεινώνει την ακτινολογική στένωση του μεσάρθριου διαστήματος, σε αντίθεση με το θειαπροφαινικό οξύ
  • Ιμπουπροφαίνη (1.200 mg/24ωρο)
  • Πιροξικάμη
  • Ναπροξένη (500-750 mg/24ωρο)
  • Μπενοξαπροφαίνη
  • Δικλοφενάκη (150 mg)
  • Σουλινδάκη (600 mg/24ωρο)

16.3.6.9.3   ΑΓΚΥΛΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΠΟΝΔΥΛΙΤΙΔΑ

Το θειαπροφαινικό οξύ βελτιώνει τα συμπτώματα της ΑΣ.

16.3.6.9.4   ΟΞΕΙΑ ΟΥΡΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

Το θειαπροφαινικό οξύ έχει ταχύτερη και μεγαλύτερη αναλγητική δράση από την κετοπροφαίνη (Katona G and Burgos-Vargas R, 1988).

16.3.6.9.5   ΜΥΟΣΚΕΛΕΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Το θειαπροφαινικό οξύ βελτιώνει σημαντικά τον πόνο της δισκοπάθειας, της νευραλγίας και της τενοντίτιδας (Donald JF and Layes-Molla A, 1980). Σε ασθενείς με εξωαρθρικό ρευματισμό, ινομυαλγία, εξαρθρήματα και κακώσεις των μαλακών μορίων ανακουφίζει από τον πόνο περισσότερο από την ασπιρίνη (Donald JF and Molla AL, 1980).

16.3.6.9.6   ΠΟΝΟΣ

Στον μετεγχειρητικό και μετατραυματικό πόνο το θειαπροφαινικό οξύ είναι περισσότερο αποτελεσματικό από placebo και εξίσου με την ασπιρίνη και την ινδομεθακίνη (Ormiston MC et al, 1981; Cutting CJ and Thornton EJ, 1981).

16.3.6.10   ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

Το θειαπροφαινικό οξύ έχει σχετικά μικρή συχνότητα επιπλοκών, κυρίως από το ΓΕΣ, όπου και φαίνεται ότι είναι λιγότερο τοξικό από την ασπιρίνη και άλλα ΜΣΑΦ. Σε σύγκριση με την ινδομεθακίνη (100 mg/24ωρο), σε δόση 600 mg/24ωρο, είναι λιγότερο τοξικό.

16.3.6.10.1   ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Ανορεξία
  • Γαστρίτιδα
  • Ναυτία
  • Εμετοι
  • Ξηρότητα στόματος/γλώσσας
  • Στοματίτιδα (1.1%)
  • Δυσπεψία
  • Πύρωση
  • Επιγαστρικός πόνος
  • Κοιλιακός πόνος
  • Δυσκοιλιότητα
  • Μετεωρισμός
  • Διάρροια
  • Εντεροκολίτιδα
  • Μέλαινα
  • Γαστρικό ή 12δακτυλικό έλκος (σπάνια)

16.3.6.10.2   ΑΠΟ ΤΟ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Οξεία νεφρική ανεπάρκεια, λόγω σωληναριακής-διάμεσης νεφρίτιδας
  • Δυσουρία (0.8%)
  • Κυσταλγία
  • Οίδημα (1.2-1.9%)
  • Πολυουρία (<1%)
  • Ολιγουρία (<1%)
  • Ακράτεια ούρων (<1%)
  • Αύξηση ουρίας ή/και κρεατινίνης, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους (11.8%)
  • Συχνουρία
  • Αιματουρία (0.7%) (Harrison WJ et al, 1994)
  • Άσηπτη κυστίτιδα, σε συχνότητα πολύ μεγαλύτερη των άλλων ΜΣΑΦ (2.6%), κυρίως σε ηλικιωμένους (Greene GF et al, 1994).

Άσηπτη κυστίτιδα

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Στείρα πυουρία, συχνουρία ή/και νυκτουρία, συχνά επώδυνη, αιματουρία και πρωτεϊνουρία, ενίοτε σε συνδυασμό με οξεία διάμεση νεφρίτιδα (van Gameren II and Gokemeijer JD, 1997).

ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Εικόνα διάμεσης κυστίτιδας, με αρκετά ηωσινόφιλα και πολυάριθμα ενδοεπιθηλιακά χρόνια φλεγμονώδη κύτταρα. Οι φλεγμονώδεις αυτές αλλοιώσεις μπορεί να επεκτείνονται στον βλεννογόνο των ουρητήρων (Mayall FG et al, 1994).

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η κυστίτιδα από το θειαπροφαινικό οξύ αποδίδεται σε άμεση τοξική δράση του φαρμάκου ή των μεταβολιτών του στην ουροδόχο κύστη (Bateman DN, 1994) ή σε ανοσιακή απόκριση υπερευαισθησίας (Mayall FG et al, 1994).

ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Πρέπει να γίνει από την ιδιοπαθή διάμεση κυστίτιδα ή την ηωσινοφιλική κυστίτιδα. Η διάκριση είναι δυνατή μόνο με ιστολογική εξέταση.

ΕΚΒΑΣΗ : Η κυστίτιδα υποχωρεί συνήθως ταχέως μετά την διακοπή του φαρμάκου, ιδιαίτερα σε διάστημα ενός μηνός από της έναρξης της θεραπείας. Εάν όμως δεν διακοπεί έγκαιρα, μπορεί να οδηγήσει σε μη αναστρέψιμη ίνωση του τοιχώματος της ουροδόχου κύστης ή αμφοτερόπλευρη απόφραξη των ουρητήρων, υδρονέφρωση και νεφρική ανεπάρκεια (Mayall FG et al, 1994; Crew JP et al, 1997). Ακόμα, εάν δεν συνδυασθεί με την χρήση του φαρμάκου, μπορεί να υποχρεώσει τον άρρωστο σε εκτενέστατο έλεγχο, ακόμα και σε κυστεκτομή.

16.3.6.10.3   ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ - ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ

  • Σύνδρομο Stevens-Johnson, ενίοτε θανατηφόρο (Davidson I and Speed B, 1993)
  • Φωτοδερματίτιδα : Αποδίδεται στην ύπαρξη ειδών υπεροξειδίου προερχόμενων από το δεκαρβοξυθειαπροφαινικό οξύ (Castell JV et al, 1994)
  • Εξανθήματα
  • Ερύθημα
  • Κνησμός
  • Ξηροδερμία
  • Ονυχόλυση

16.3.6.10.4   ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Ίλιγγος
  • Καρηβαρία
  • Τρόμος
  • Κεφαλαλγίες
  • Κατάθλιψη
  • Αποπροσανατολισμός
  • Αϋπνία
  • Κόπωση/αδυναμία
  • Παραισθησίες
  • Παραλήρημα (Allison N and Shantz I, 1987)

16.3.6.10.5   ΑΠΟ ΤΑ ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΑ ΟΡΓΑΝΑ

  • Επιπεφυκίτιδα/ερυθρότητα-κνησμός οφθαλμών
  • Μικρά οφθαλμικά έλκη
  • Θόλωση όρασης

16.3.6.10.6   ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Πτώση του Ht ή/και της Hb (2.8%)
  • Λευκοκυττάρωση (0.6%) ή λευκοπενία (0.3%)
  • Ακοκκιοκυτταραιμία
  • Θρομβοπενία

16.3.6.10.7   ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Εξάψεις
  • Στηθάγχη
  • Παλμοί

16.3.6.10.8   ΑΛΛΕΣ

  • Εφιδρώσεις
  • Υπερκαλιαιμία (2.4%)
  • Θωρακικός πόνος (0.3-0.5%)
  • Εκχυμώσεις
  • Ρινορραγίες (0.1%)
  • Απόκτηση βάρους
  • Κράμπες
  • Δύσπνοια
  • Μηνορραγία
  • Πτέρνισμα
  • Αύξηση γ-GT και SGPT (<1%)
  • Αύξηση αλκαλικής φωσφατάσης (<1%)

16.3.6.11   ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ

Έχουν αναφερθεί 3 περιπτώσεις υπερδοσολογίας από το θειαπροφαινικό οξύ.

Εκδηλώσεις : Ναυτία, έμετοι, διάρροια και επιγαστρικός πόνος, σ΄έναν ασθενή που πήρε 2 gr (10 δισκία) θειαπροφαινικού οξέος.

Θεραπεία : Δεν υπάρχει ειδικό αντίδοτο. Εάν το φάρμακο έχει ληφθεί πρόσφατα πρέπει να γίνεται πλύση στομάχου και συμπτωματική και υποστηρικτική αγωγή.

16.3.6.12   ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΕ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ

Το θειαπροφαινικό οξύ δίνει ψευδώς αυξημένες τιμές στην αντίδραση Zimmerman, η οποία χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό των 17-οξοστεροειδών στα ούρα (Nahoul K, 1979).

16.3.6.13    ΚΥΗΣΗ

Στα ζώα : Το θειαπροφαινικό οξύ, αν και δεν έχει τερατογόνες δράσεις σε πειραματόζωα, μπορεί να προκαλέσει καθυστέρηση του τοκετού, όπως όλοι οι αντιφλεγμονώδεις παράγοντες, και αύξηση του αριθμού των θνησιγενών εμβρύων.

Στον άνθρωπο : Το θειαπροφαινικό οξύ δεν πρέπει να χορηγείται στη διάρκεια του πρώτου 3μήνου της κύησης. 3/12 γυναίκες που έπαιρναν θειαπροφαινικό οξύ στη διάρκεια του 1??ου τριμήνου της κύησης γέννησαν φυσιολογικά παιδιά, αλλ’ είχαν αυξημένο ποσοστό αποβολών (25%) (Pastuszak A et al, 1993).

16.3.6.14   ΓΑΛΟΥΧΙΑ

Το θειαπροφαινικό οξύ διέρχεται τον πλακούντα, αλλά δεν είναι γνωστό κατά πόσον απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Η ασφάλειά του στη διάρκεια της γαλουχίας δεν έχει προσδιορισθεί, γι΄ αυτό και δεν συνιστάται σε γυναίκες που θηλάζουν.

16.3.6.15   ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ - ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ

Νεογνά : Το θειαπροφαινικό οξύ δεν συνιστάται στα νεογνά.

Παιδιά : Στα παιδιά, η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα του θειαπροφαινικού οξέος δεν έχουν προσδιορισθεί, γι΄αυτό και η χρήση του δεν συνιστάται.

Ηλικιωμένοι : Στην ηλικία αυτή, το θειαπροφαινικό οξύ πρέπει να χορηγείται με προσοχή και η δόση του μπορεί να χρειασθεί να τροποποιηθεί.

Κύηση : Το θειαπροφαινικό οξύ δεν πρέπει να χορηγείται στη διάρκεια της κύησης.

Γαλουχία : Το θειαπροφαινικό οξύ πρέπει να αποφεύγεται στη διάρκεια της γαλουχίας.

Γαστροτοξικότητα : Τα περισσότερα ΜΣΑΦ, σε μακροχρόνια χορήγηση, μπορεί να προκαλέσουν πεπτικό έλκος, γαστρεντερική αιμορραγία και διάτρηση, με θανατηφόρα, ενίοτε, κατάληξη. Οι περισσότεροι ασθενείς εμφανίζουν ήπια συμπτώματα από το ανώτερο γαστρεντερικό, όπως π.χ. δυσπεψία, συνήθως πρώιμα στη διάρκεια της θεραπείας, αν και μπορεί να εμφανίσουν πεπτικό έλκος και διάτρηση χωρίς προειδοποιητικά γαστρεντερικά ενοχλήματα.

Σε ασθενείς θεραπευόμενους με ΜΣΑΦ επί 3-6 ή 12 μήνες, η συχνότητα των συμπτωματικών ελκών του ανώτερου γαστρεντερικού, της γαστρεντερικής αιμορραγίας και της διάτρησης ανέρχεται περίπου σε 1% και 2-4%, αντίστοιχα.

Ο κίνδυνος ανάπτυξης πεπτικού έλκους και γαστρεντερικής αιμορραγίας, εκτός από το ιστορικό σοβαρών γαστρεντερικών νοσημάτων, αλκοολισμού, καπνίσματος, κ.ά., δεν φαίνεται να συνδέεται με άλλους παράγοντες κινδύνου (π.χ. ηλικία, φύλο). Πάντως, οι ηλικιωμένοι και οι εξασθενημένοι ασθενείς φαίνεται ότι ανέχονται το έλκος και την αιμορραγία λιγότερο από άλλους. Η γαστρεντερική αιμορραγία συνοδεύεται από μεγαλύτερη νοσηρότητα και θνητότητα σε πάσχοντες από άλλες καταστάσεις ή αιμορραγικά νοσήματα και στους ηλικιωμένους. Η θεραπεία με μεγάλες δόσεις ΜΣΑΦ επίσης ενέχει μεγαλύτερο κίνδυνο γαστρεντερικών επιπλοκών.

Όπως τα περισσότερα ΜΣΑΦ, το θειαπροφαινικό οξύ μπορεί να προκαλέσει πεπτικό έλκος, έξαρση πεπτικού έλκους ή γαστρεντερική αιμορραγία. Γι΄ αυτό και οι ασθενείς που παίρνουν μακροχρόνια θειαπροφαινικό οξύ πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή μήπως αναπτύξουν έλκος και γαστρεντερική αιμορραγία, ακόμα και χωρίς προειδοποιητικά γαστρεντερικά ενοχλήματα. Ακόμα, στους ασθενείς αυτούς, το θειαπροφαινικό οξύ συνιστάται να χορηγείται στη χαμηλότερη δυνατή αποτελεσματική δόση.

Ηπατοτοξικότητα : Όπως άλλα ΜΣΑΦ, το θειαπροφαινικό οξύ μπορεί να προκαλέσει οριακή αύξηση ενός ή περισσότερων ηπατικών δοκιμασιών. Οι διαταραχές αυτές μπορεί να επιδεινωθούν, να παραμείνουν ουσιαστικά αμετάβλητες ή να υποχωρήσουν παρά την συνέχιση της θεραπείας. Συμπτώματα και/ή σημεία ηπατικής δυσλειτουργίας ή ανωμαλίες των ηπατικών δοκιμασιών στη διάρκεια της θεραπείας με θειαπροφαινικό οξύ μπορεί να υποκρύπτουν βαρύτερη ηπατική αντίδραση (π.χ. ίκτερο ή βαριά ηπατίτιδα, που μπορεί να αποβεί θανατηφόρα). Αν και οι αντιδράσεις αυτές είναι σπάνιες, εάν οι διαταραχές των ηπατικών δοκιμασιών επιμένουν ή επιδεινώνονται ή εμφανισθούν κλινικά σημεία και συμπτώματα ηπατικής νόσου ή συστηματικές εκδηλώσεις (π.χ. ηωσινοφιλία, εξάνθημα, κ.ά.), το θειαπροφαινικό οξύ πρέπει να διακόπτεται.

Σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια, η ηπατική λειτουργία πρέπει να παρακολουθείται με ιδιαίτερη προσοχή στη διάρκεια της θεραπείας με θειαπροφαινικό οξύ.

Νεφροτοξικότητα : Το θειαπροφαινικό οξύ, σε μακροχρόνια χορήγηση, μπορεί να προκαλέσει νεφρική θηλοειδή νέκρωση στα ζώα και οξεία διάμεση νεφρίτιδα με αιματουρία και πρωτεϊνουρία και περιστασιακά νεφρωσικό σύνδρομο, στον άνθρωπο. Παράλληλα, σε ασθενείς με προνεφρικές και νεφρικές καταστάσεις που οδηγούν σε μείωση της νεφρικής αιματικής ροής ή του όγκου του αίματος, όπου οι νεφρικές προσταγλανδίνες έχουν υποστηρικτικό ρόλο στη διατήρηση της νεφρικής διάχυσης, το θειαπροφαινικό οξύ, όπως και τα περισσότερα ΜΣΑΦ, μπορεί να προκαλέσει δοσοεξαρτώμενη μείωση της σύνθεσης των προσταγλανδινών και απορρύθμιση της νεφρικής λειτουργίας.

Επιρρεπείς στην επιπλοκή αυτή είναι οι ηλικιωμένοι, οι ασθενείς που έχουν νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια, σακχαρώδη διαβήτη, εξωκυττάρια υπο-ογκαιμία οποιασδήποτε αιτιολογίας (π.χ. λόγω ταυτόχρονης θεραπείας με διουρητικά), σηψαιμία, πυελονεφρίτιδα ή αυξημένα επίπεδα αγγειοτενσίνης ΙΙ ή κατεχολαμινών στο αίμα ή θεραπεύονται με νεφροτοξικά φάρμακα.

Γι΄αυτό και το θειαπροφαινικό οξύ, όπως τα περισσότερα ΜΣΑΦ, πρέπει να χορηγείται σε μικρότερες δόσεις και κάτω από στενή παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας σε ασθενείς με μειωμένες νεφρικές εφεδρείες. Σε περιπτώσεις βαριάς νεφρικής ανεπάρκειας πρέπει να χορηγείται σε μικρότερη δόση (200 mg/12ωρο). Μετά την διακοπή του η νεφρική λειτουργία συνήθως επιστρέφει στα προθεραπευτικά επίπεδα. 

Υπερευαισθησία στο θειαπροφαινικό οξύ : Το θειαπροφαινικό οξύ δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε ασθενείς με ιστορικό ασθματικών προσβολών, κνίδωσης, ρινίτιδας ή άλλων αλλεργικών εκδηλώσεων στην ασπιρίνη ή άλλα ΜΣΑΦ, γιατί μπορεί να προκαλέσει θανατηφόρες αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις.

Λοιμώξεις : Το θειαπροφαινικό οξύ, λόγω των αντιφλεγμονωδών και αντιπυρετικών ιδιοτήτων του, μπορεί να καταστείλει τον πυρετό και την φλεγμονή και επομένως να συγκαλύψει τις συνήθεις κλινικές εκδηλώσεις των λοιμώξεων ή άλλων νοσημάτων, γι΄ αυτό και πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με προϋπάρχουσες λοιμώξεις. 

Διαταραχές πηκτικού μηχανισμού : Τα φάρμακα που αναστέλλουν την βιοσύνθεση των προσταγλανδινών μπορεί να παρέμβουν στη λειτουργία των αιμοπεταλίων. Οι ασθενείς με επιρρέπεια στην επιπλοκή αυτή πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή στη διάρκεια της θεραπείας με θειαπροφαινικό οξύ. Σε ασθενείς θεραπευόμενους με αντιπηκτικά, η δόση του θειαπροφαινικού οξέος πρέπει να τροποποιείται ανάλογα με τον εκάστοτε χρόνο προθρομβίνης.

Καρδιακή ανεπάρκεια : Το θειαπροφαινικό οξύ μπορεί να προκαλέσει περιφερικό οίδημα, κατακράτηση υγρών και υπέρταση και, λιγότερο συχνά, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια σε ασθενείς με οριακή καρδιακή λειτουργία, γι΄αυτό και πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια.

16.3.6.16   ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

  • Ο κίνδυνος τοξικότητας από τα ΜΣΑΦ φαίνεται ότι είναι μεγαλύτερος στους ηλικιωμένους, τους εξασθενημένους και ανάπηρους ασθενείς. Στους ασθενείς αυτούς, ανάλογα με την κλινική τους κατάσταση, η θεραπεία με θειαπροφαινικό οξύ πρέπει να αρχίζει με δόσεις μικρότερες από τις συνήθεις και κάτω από στενή ιατρική παρακολούθηση
  • Το θειαπροφαινικό οξύ, όπως τα περισσότερα ΜΣΑΦ, μπορεί να προκαλέσει πεπτικό έλκος, διάτρηση και γαστρεντερική αιμορραγία, ενίοτε σοβαρή και περιστασιακά θανατηφόρα. Εάν οι επιπλοκές αυτές εμφανισθούν στη διάρκεια της θεραπείας με θειαπροφαινικό οξύ επιβάλλεται διακοπή του φαρμάκου, κατάλληλη αντιμετώπιση και στενή παρακολούθηση του ασθενούς.
  • Το θειαπροφαινικό οξύ πρέπει να χορηγείται κάτω από στενή παρακολούθηση σε ασθενείς επιρρεπείς σε γαστρεντερικά νοσήματα, ιδιαίτερα με ιστορικό πεπτικού έλκους, εκκολπωματίτιδας ή άλλων φλεγμονωδών εντερικών νοσημάτων. Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να σταθμίζεται το όφελος της θεραπείας με θειαπροφαινικό οξύ σε σύγκριση με τους πιθανούς κινδύνους.
  • Το θειαπροφαινικό οξύ μπορεί να προκαλέσει κυστικά ενοχλήματα (κυστικός πόνος, δυσουρία και συχνουρία), αιματουρία ή κυστίτιδα. Εάν συνεχισθεί επί αρκετούς μήνες μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων αυτών μπορεί να προκαλέσει μη ειδικές φλεγμονώδεις αλλοιώσεις της ουροδόχου κύστης, ενίοτε σοβαρές. Εάν εμφανισθούν τα συμπτώματα αυτά, το θειαπροφαινικό οξύ πρέπει να διακόπτεται.
  • Οι ηλεκτρολύτες του ορού πρέπει να παρακολουθούνται περιοδικά, ιδιαίτερα σε επιρρεπείς ασθενείς θεραπευόμενους μακροχρόνια με θειαπροφαινικό οξύ
  • Η θεραπεία με ΜΣΑΦ συνοδεύεται από τον δυνητικό κίνδυνο εμφάνισης υπερκαλιαιμίας, ιδιαίτερα σε πάσχοντες από σακχαρώδη διαβήτη ή νεφρική ανεπάρκεια ή μεγάλης ηλικίας, όπως και θεραπευόμενους ταυτόχρονα με αναστολείς των β-υποδοχέων ή του ΜΕΑ ή ορισμένα διουρητικά.
  • Το θειαπροφαινικό οξύ, όπως άλλα ΜΣΑΦ, μπορεί να προκαλέσει θόλωση και/ή ελάττωση της όρασης. Εάν εμφανισθούν τα συμπτώματα αυτά, το φάρμακο πρέπει να διακόπτεται και οι ασθενείς να υποβάλλονται σε οφθαλμολογική εξέταση. Οι ασθενείς που θεραπεύονται με θειαπροφαινικό οξύ για μεγάλο χρονικό διάστημα πρέπει να εξετάζονται περιοδικά από Οφθαλμίατρο.

16.3.6.17   ΔΟΣΕΙΣ - ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ

Ρευματοειδής αρθρίτιδα : Η δόση έναρξης και συντήρησης είναι συνήθως 600 mg/24ωρο σε 2-3 διηρημένες δόσεις (200 mg/8ωρο ή 300 mg/12ωρο). Η μέγιστη καθημερινή δόση είναι 600 mg/24ωρο. Έχουν χρησιμοποιηθεί και δόσεις έως 1.200 mg/24ωρο, αλλά συνήθως συνοδεύονται συχνότερα από γαστρεντερικές επιπλοκές.

Οστεοαρθρίτιδα : Η δόση έναρξης και συντήρησης είναι 600 mg/24ωρο, σε 2-3 διηρημένες δόσεις. Μερικοί ασθενείς μπορεί να συνεχίσουν την θεραπεία με 300 mg/24ωρο σε διηρημένες δόσεις. Η μέγιστη δόση είναι 600 mg/24ωρο.

Οξεία ουρική αρθρίτιδα : 200 mg ενδομυικά/12ωρο Χ 5 ημέρες.

Νεφρική ανεπάρκεια : Σε ασθενείς με βαριά νεφρική ανεπάρκεια η δόση του θειαπροφαινικού οξέος πρέπει να μειώνεται σε 200 mg/12ωρο.

16.3.6.18   ΣΚΕΥΑΣΜΑΤ

Εμπορική ονομασία

Μορφές-περιεκτικότητες

Κατασκευαστής

  Surgam

Tabl. 20 x 300 mg

GALENICA A.E.

 

Tabl. 20 x 200 mg

 

 

Tabl. 20 x 200 mg

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ : To θειαπροφαινικό οξύ έχει αποσυρθεί από την Ελλάδα.

16.3.6.19   ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ

Δισκία : Περιέχουν 200 ή 300 mg θειαπροφαινικού οξέος και άλλα, ανενεργή, συστατικά.

Κάψουλες ελεγχόμενης αποδέσμευσης : Κάθε κάψουλα περιέχει 300 mg θειαπροφαινικού οξέος και άλλα, ανενεργή, συστατικά.

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΘΕΙΑΠΡΟΦΑΙΝΙΚΟΥ ΟΞΕΟΣ

Το θειαπροφαινικό οξύ είναι αποτελεσματικό μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο σε ποικιλία ρευματικών νοσημάτων, με αναλγητική δράση. Το περίγραμμα της ασφάλειάς του είναι παρόμοιο με των άλλων ΜΣΑΦ, αν και συνοδεύεται από άσηπτη κυστίτιδα περισσότερο απ΄όλα τα άλλα ΜΣΑΦ, γι΄αυτό και η χρήση του έχει περιορισθεί σημαντικά και έχει αντικατασταθεί από τα νεότερα ΜΣΑΦ, που είναι λιγότερο τοξικά.

 

 

 



Who is who

Θέματα

Συλλογή Φωτογραφιών

Τι είναι ο ρευματολόγος

Βότανα-Φυσικές ουσίες