Σοβαρή συνδυασμένη ανοσοανεπάρκεια
Η σοβαρή συνδυασμένη ανοσοανεπάρκεια (SCID) είναι σπάνιο νόσημα χαρακτηριζόμενο από συγγενείς ανωμαλίες της κυτταρικής και χυμικής ανοσίας (Rosen FS et al, 1995; Buckley RH, 2000; Fischer A, 2004).
Περίπου 20% των παιδιών με SCIDέχουν ανεπάρκεια της απαμινάσης της αδενοσίνης (ADA) ή της πουρινικής νουκλεοσιδικής φωσφορυλάσης (PNP), η οποία κληρονομείται σύμφωνα με το αυτοσωμικό επικρατές πρότυπο κληρονομικότητας (Markert ML et al, 1991). Οι ασθενείς με BLS (bare lymphocyte syndrome), το οποίο χαρακτηρίζεται από ανωμαλία της έκφρασης των αντιγόνων MHC, αποτελούν το 2-5% των περιπτώσεων SCID(Reith W et al, 1988).
ΠΙΝΑΚΑΣ 99 ΠΡΩΤΟΠΑΘΕΙΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΕΣ ΤΗΣ ΧΥΜΙΚΗΣ ΑΝΟΣΙΑΣ |
|
ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ. Η συχνότητα της SCID είναι περίπου 1/75.000 γεννήσεις. Οι ασθενείς με SCIDστην πλειοψηφία τους είναι άρρενες.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ. Η SCID εκδηλώνεται τους πρώτους μήνες της ζωής με αποτυχία της ανάπτυξης, μέση ωτίτιδα, χρόνια διάρροια, σμηγματορροϊκή δερματίτιδα ή ερυθροδερμία, επίμονη βλεννογονοδερματική καντίτιαση, πνευμονία, σηψαιμία και σοβαρές βακτηριδιακές λοιμώξεις οι οποίες οδηγούν στο θάνατο. Οι εκδηλώσεις αυτές οφείλονται σε απουσία της Τ-κυτταρικής ανοσίας.
Χρόνιες ιογενείς λοιμώξεις, ιδιαίτερα οφειλόμενες σε εντεροϊούς, μπορεί να οδηγήσουν σε βραδέως εξελισσόμενη εγκεφαλίτιδα.
Τα παιδιά με SCID παρουσιάζουν απλασία του λεμφικού ιστού και συνήθως απουσία της σκιάς του θύμου αδένα στις απλές ακτινογραφίες.
Ρευματικά νοσήματα σε παιδιά με SCID δεν έχουν αναφερθεί, πιθανώς επειδή τα παιδιά αυτά πεθαίνουν συνήθως πριν από το 2ο έτος της ηλικίας, εκτός εάν υποβληθούν σε μεταμόσχευση αρχέγονων κυττάρων.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ. Τα βρέφη με SCID παρουσιάζουν λεμφοπενία (<2.000/mm3) (Gossage DL and Buckley RH, 1990) και απουσία των λεμφοκυτταρικών υπερπλαστικών αποκρίσεων σε μιτογόνα, αντιγόνα και αλλογενικά κύτταρα, invitro.
Οι ασθενείς με ανεπάρκεια της απαμινάσης της αδενοσίνης (ADA) έχουν τον χαμηλότερο απόλυτο αριθμό λεμφοκυττάρων, συνήθως <500/mm3.
Οι ανοσοσφαιρίνες του ορού είναι πολύ χαμηλές ή απουσιάζουν και αντισώματα δεν σχηματίζονται μετά από ανοσοποίηση. Οι IgAκαι IgMσχεδόν δεν ανιχνεύονται, ενώ η IgGείναι <200 mg/dl. Σπάνια, τα επίπεδα των ισότυπων των ανοσοσφαιρινών του ορού είναι αυξημένα. Τα Τ-λεμφοκύτταρα είναι πολύ χαμηλά ή απουσιάζουν.
Τα περισσότερα αγόρια με Χ-φυλοσύνδετη συνδυασμένη ανοσοανεπάρκεια (X-SCID) έχουν αυξημένο ποσοστό Β-λεμφοκυττάρων στο περιφερικό αίμα, αλλά τα φυσικά κύτταρα-φονείς απουσιάζουν. Στους ασθενείς αυτούς (Τ - Β+ SCID), η αγαμμασφαιριναιμία είναι άμεση συνέπεια της ανεπάρκειας των βοηθητικών Τ-λεμφοκυττάρων.
Ο Χ-φυλοσύνδετος τύπος είναι αποτέλεσμα ανωμαλίας του γονιδίου IL2RG στο χρωμόσωμα Χq12-13 (De Saint Basile G et al, 1987; Noguchi M et al, 1993). Στον αυτοσωμικό υπολειπόμενο τύπο SCID, τα Β-λεμφοκύτταρα απουσιάζουν, αλλά φυσικά κύτταρα – φονείς μπορεί να υπάρχουν (Τ- Β- SCID).
Μεταλλαγμένα γονίδια σε αυτοσωμικά χρωμοσώματα έχουν ανευρεθεί σε 6 τύπους SCID:
- Ανεπάρκεια απαμινάσης αδενοσίνης (ADA)
- Aνεπάρκεια Jak3 - κινάσης
- Ανεπάρκεια IL-7Rα
- Ανεπάρκεια RAG1 ή RAG2
- Ανεπάρκεια Artemis
- Ανεπάρκεια CD45
Ανεπάρκεια ADA. Παρατηρείται στο 15% περίπου των ασθενών με SCID, σαν αποτέλεσμα μεταλλάξεων του γονιδίου ADAστο χρωμόσωμα 20q13-ter. Η ανοσοανεπάρκεια οφείλεται σε σημαντική άθροιση αδενοσίνης, 2′-δεοξυαδενοσίνης και 2′-O-μεθυλαδενοσίνης, η οποία οδηγεί σε απόπτωση των Τ-λεμφοκυττάρων.
Οι ασθενείς με ανεπάρκεια της ADAσυνήθως έχουν εντονότερη λεμφοπενία από βρέφη με άλλους τύπους SCID, με μέσο απόλυτο αριθμό λεμφοκυττάρων <500/mm3. Ο απόλυτος αριθμός των Τ, Β και φυσικών κυττάρων – φονέων είναι πολύ χαμηλός.
Οι ασθενείς με SCID και ανεπάρκεια της ADA παρουσιάζουν ακόμα ανωμαλίες του θωρακικού κλωβού παρόμοιες με ραχιτικό κομβολόγιο, και οστεοχόνδρινες δυσπλαστικές ανωμαλίες κυρίως στους πλευρικούς χόνδρους, στις αποφύσεις των λαγόνιων οστών και στα σπονδυλικά σώματα όπου δίνουν την εικόνα «οστού εντός οστού».
Ανεπάρκεια JAK-3κινάσης.? Η ανεπάρκεια της JAK-3 κινάσης οδηγεί σε αυτοσωμική υπολειπόμενη SCID, συνεπεία μετάλλαξης του γονιδίου της JAK-3 κινάσης (JAK3) (Fischer A et al, 1997). Tα συμπτώματα είναι παρόμοια με τα παρατηρούμενα σε ασθενείς με X-SCIDκαι περιλαμβάνουν λοιμώξεις των ανώτερων και κατώτερων αναπνευστικών οδών, επίμονες λοιμώξεις από ευκαιριακούς μικρο-οργανισμούς και αυξημένη επιρρέπεια σε GVHD.
Ανεπάρκεια ZAP-70. Είναι ένας άλλος αυτοσωμικός υπολειπόμενος τύπος SCID. Το ZAP-70 εμπλέκεται στην μειορύθμιση της TCR, καθιστώντας τα Τ-λεμφοκύτταρα ανεργικά. Η μετάλλαξη του γονιδίου το οποίο κωδικοποιεί μία περιοχή SH2 του ZAP-70 προκαλεί χρόνια αυτοάνοση αρθρίτιδα σε ποντικούς, παρόμοια με την ανθρώπινη ρευματοειδή αρθρίτιδα (Sakaguchi N et al, 2003).
Ανεπάρκεια πουρινικής νουκλεοσιδικής φωσφορυλάσης. Οι ασθενείς με ανεπάρκεια της PNPπαρουσιάζουν λεμφοπενία και σημαντική μείωση των CD3+ Tκυττάρων (<15%), αλλά το ποσοστό και ο αριθμός των Β-λεμφοκυττάρων είναι σε φυσιολογικά επίπεδα. Η λειτουργία των Τ-λεμφοκυττάρων μπορεί να είναι φυσιολογική στη γέννηση, αλλά μειώνεται με την πάροδο της ηλικίας.
Πριν από την μεταμόσχευση αρχέγονων κυττάρων, η ανεπάρκεια της ΡΝΡ συνδεόταν με αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα, ιδιοπαθή θρομβοπενία, ΣΕΛ και εγκεφαλική αγγειΐτιδα (Markert ML, 1991).
ΘΕΡΑΠΕΙΑ SCID: Αλλογενής μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων. Οι ασθενείς με ADA και Χ-φυλοσύνδετη ανεπάρκεια της IL-2Rμπορεί να βελτιωθούν με γονιδιακή θεραπεία (Hacein-Bey-Abina S et al, 2002). Ένα παιδί με SCIDείχε μερική βελτίωση με γονιδιακή θεραπεία (Ginn SL et al, 2005). Πάντως, η θεραπεία αυτή συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο οξείας λεμφογενούς λευχαιμίας (Hacein-Bey-Abina S et al, 2003).