Έρευνα

Γνωρίζετε αν διατρέχετε κίνδυνο οστεοπόρωσης;:

Προβενεσίδη (Probenecid)

Η προ­βε­νε­σί­δη εί­ναι ου­ρι­κο­ζου­ρι­κός πα­ρά­γον­τας, πα­ρά­γω­γο της σουλ­φο­να­μί­δης. Εί­ναι τυ­πι­κός αν­τα­γω­νι­στι­κός α­να­στο­λέ­ας της με­τα­φο­ράς των ορ­γα­νι­κών ο­ξέ­ων στους νε­φρούς και άλ­λα όρ­γα­να. Η προ­βε­νε­σί­δη εί­ναι λευ­κή ή υ­πό­λευ­κη, ά­ο­σμη, λε­πτή κρυ­σταλ­λι­κή σκό­νη με ε­λα­φρώς πι­κρή γεύ­ση. Εί­ναι δι­α­λυ­τή στο οι­νό­πνευ­μα, την α­κε­τό­νη, το χλω­ρο­φόρ­μιο και τα α­ραι­ω­μέ­να αλ­κά­λε­α, ε­λα­φρά δι­α­λυ­τή σε ά­νυ­δρη αλ­κο­ό­λη, ε­λα­φρώς ή πο­λύ ε­λα­φρά δι­α­λυ­τή στον αι­θέ­ρα, πρα­κτι­κά α­δι­ά­λυ­τη στο ύ­δωρ και σε α­ραι­ω­μέ­να ο­ξέ­α. Έ­χει μο­ρια­κό βά­ρος 285. 36 και pKa, 3.4.

Προ­βε­νε­σί­δη (Probenecid)

Χη­μι­κό ό­νο­μα : 4-[Dipropylamino)sulfonyl] benzoic acid

Μο­ρια­κός τύ­πος : C13H19NO4S

ΕΙΚΟΝΑ 73 : Συν­τα­κτι­κός τύ­πος προ­βε­νε­σί­δης 

3.2   ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ

 

ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ-ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΡΑΣΗΣ

  • Αυ­ξά­νει την νε­φρι­κή α­πέκ­κρι­ση του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος και μει­ώ­νει τα ε­πί­πε­δα του ου­ρι­κού στο πλά­σμα, α­να­στέλ­λον­τας την ε­νερ­γό ε­πα­ναρ­ρό­φη­σή του α­πό τα εγ­γύς ε­σπει­ρα­μέ­να νε­φρι­κά σω­λη­νά­ρια (Diamond HS and Paolino JS, 1973; Steele TH and Boner G, 1973). Η δρά­ση αυ­τή δεν ε­πη­ρε­ά­ζει ση­μαν­τι­κά την α­πέκ­κρι­ση της ξαν­θί­νης ή της υ­πο­ξαν­θί­νης, αλ­λά πα­ρεμ­βαί­νει στην ε­πα­ναρ­ρό­φη­ση, μει­ώ­νον­τας ε­πο­μέ­νως τον t(1/2), της ο­ξυ­που­ρι­νό­λης. Η υ­πε­ρι­κο­ζου­ρί­α ε­λατ­τώ­νει την δε­ξα­με­νή του ου­ρι­κού, ε­πι­βρα­δύ­νει τις ε­να­πο­θέ­σεις και προ­ά­γει την α­πορ­ρό­φη­σή τους. 
  • Α­να­στέλ­λει αν­τα­γω­νι­στι­κά την α­πέκ­κρι­ση πολ­λών α­σθε­νών ορ­γα­νι­κών ο­ξέ­ων α­πό τα  εγ­γύς και ά­πω νε­φρι­κά σω­λη­νά­ρια, ό­πως οι πε­νι­κιλ­λί­νες, οι πε­ρισ­σό­τε­ρες κε­φα­λο­σπο­ρί­νες και με­ρι­κά άλ­λα αν­τι­βι­ο­τι­κά που α­να­στέλ­λουν την β-λα­κτα­μά­ση.  

Γε­νι­κά, η δρά­ση της στις συγ­κεν­τρώ­σεις των α­σθε­νών ο­ξέ­ων στο πλά­σμα ε­ξαρ­τά­ται α­πό την σχέ­ση της πο­σό­τη­τας των ορ­γα­νι­κών ο­ξέ­ων που α­πεκ­κρί­νον­ται α­πό τους νε­φρούς με την πο­σό­τη­τα που δι­η­θεί­ται στα νε­φρι­κά σπει­ρά­μα­τα. Ε­πο­μέ­νως, η προ­βε­νε­σί­δη αυ­ξά­νει ση­μαν­τι­κά στο πλά­σμα τις συγ­κεν­τρώ­σεις των ο­ξει­δω­τι­κών φαρ­μά­κων που α­πεκ­κρί­νον­ται κυ­ρί­ως μέ­σω των νε­φρών, αλ­λά αυ­ξά­νει ε­λα­φρώς τις συγ­κεν­τρώ­σεις αυ­τών που α­πεκ­κρί­νον­ται κυ­ρί­ως με δι­ή­θη­ση. 

Ο κυτ­τα­ρι­κός μη­χα­νι­σμός ο υ­πεύ­θυ­νος για την α­να­στο­λή της νε­φρι­κής σω­λη­να­ρια­κής με­τα­φο­ράς α­πό την προ­βε­νε­σί­δη δεν εί­ναι γνω­στός. Η προ­βε­νε­σί­δη μπο­ρεί να α­να­στέλ­λει έν­ζυ­μα με­τα­φο­ράς τα ο­ποί­α α­παι­τούν μί­α πη­γή φω­σφο­ρι­κών δε­σμών υ­ψη­λής ε­νέρ­γειας ή/και πα­ρεμ­βαί­νει στην είσ­δυ­ση του υ­πο­κα­τά­στα­του στους πρω­τε­ϊ­νι­κούς υ­πο­δο­χείς στα νε­φρι­κά σω­λη­νά­ρια.

  • Πα­ρα­τεί­νει τον t(1/2) και μει­ώ­νει τον όγ­κο κα­τα­νο­μής των πε­νι­κιλ­λι­νών και των κε­φα­λο­σπο­ρι­νών
  • Α­να­στέλ­λει την νε­φρι­κή με­τα­φο­ρά πολ­λών φαρ­μά­κων (α­μι­νο­ϊπ­που­ρι­κό και α­μι­νο­σα­λι­κυ­λι­κό ο­ξύ, ιν­δο­με­θα­κί­νη, ι­ω­δο­με­θα­μά­τη και άλ­λα σχε­τι­κά ι­ω­δι­ω­μέ­να ορ­γα­νι­κά ο­ξέ­α, 17-κε­το­στε­ρο­ει­δή, παν­το­θε­νι­κό ο­ξύ, φαι­νο­λο­σουλ­φο­φθα­λεί­νη, σουλ­φο­να­μί­δες, σουλ­φο­νυ­λου­ρί­ες) 
  • Μει­ώ­νει την νε­φρι­κή και η­πα­τι­κή α­πέκ­κρι­ση της BSP 
  • Α­να­στέλ­λει την σω­λη­να­ρια­κή ε­πα­ναρ­ρό­φη­ση του φω­σφό­ρου, σε υ­πο­πα­ρα­θυ­ρε­ο­ει­δι­κούς, αλλ΄ ό­χι σε ευ­πα­ρα­θυ­ρε­ο­ει­δι­κούς, α­σθε­νείς 
  • Αυ­ξά­νει τις συγ­κεν­τρώ­σεις του 5-υ­δρο­ξυιν­δο­λο­ξει­κού και ο­μο­βαλ­λι­νι­κού ο­ξέ­ος, της κυ­κλι­κής α­δε­νο­σί­νης και της 4-υ­δρο­ξυ-3-με­θο­ξυ­φαι­νυ­λο­γλυ­κό­λης στο ΕΝΥ, πι­θα­νώς λό­γω α­να­στο­λής της ε­νερ­γού με­τα­φο­ράς των ο­ξέ­ων αυ­τών α­πό το ΕΝΥ στο αί­μα  
  • Αν­τα­γω­νί­ζε­ται την κα­τα­κρά­τη­ση και ε­πο­μέ­νως μει­ώ­νει την α­πέκ­κρι­ση της ρι­φαμ­πι­κί­νης και της βρω­μο­σουλ­φο­φθα­λεί­νης α­πό το ή­παρ και α­να­στέλ­λει την εν­τε­ρι­κή α­πορ­ρό­φη­ση της ρι­βο­φλα­βί­νης
  • Δεν ε­πη­ρε­ά­ζει την νε­φρι­κή αι­μα­τι­κή ρο­ή και την σπει­ρα­μα­τι­κή δι­ή­θη­ση ή την σω­λη­να­ρια­κή ε­πα­ναρ­ρό­φη­ση της γλυ­κό­ζης, της αρ­γι­νί­νης, της ου­ρί­ας, του να­τρί­ου, του κα­λί­ου, του χλω­ρί­ου και του φω­σφό­ρου, σε φυ­σι­ο­λο­γι­κά ά­το­μα (Gutman AB, 1966)
  • Δεν ε­πη­ρε­ά­ζει τις συγ­κεν­τρώ­σεις των σα­λι­κυ­λι­κών στο πλά­σμα και την α­πέκ­κρι­ση της στρε­πτο­μυ­κί­νης, της χλω­ραμ­φαι­νι­κό­λης, της χλω­ρο­τε­τρα­κυ­κλί­νης, της ο­ξυ­τε­τρα­κυ­κλί­νης και της νε­ο­μυ­κί­νης
  • Αυ­ξά­νει την συ­χνό­τη­τα των α­να­πνο­ών και προ­κα­λεί μυι­κές συ­στρο­φές, ε­μέ­τους, α­πώ­λεια κο­πρά­νων και ού­ρων και κλο­νι­κούς και το­νι­κούς σπα­σμούς, ε­άν χο­ρη­γη­θεί σε το­ξι­κές δό­σεις σε πον­τι­κούς, α­ρου­ραί­ους, κου­νέ­λια και σκύ­λους (ΠΙΝΑΚΑΣ 13).

·         Δεν έ­χει αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δη ή α­ναλ­γη­τι­κή δρά­ση.

3.3   ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ 13

     ΟΞΕΙΑ ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ ΠΡΟΒΕΝΕΣΙΔΗΣ ΣΤΑ ΖΩΑ

          Εί­δος    

         Ο­δός χο­ρή­γη­σης

 LD50 (mg.kg-1)

        Πον­τι­κοί

                 Per os

         1.666

 

              Υ­πο­δό­ρια

         1.156

 

            Εν­δο­φλέ­βια

          458

       Α­ρου­ραί­οι           

                 Per os

         1.604

 

              Υ­πο­δό­ρια

           611

 

         Εν­δο­πε­ρι­το­να­ϊ­κά

           394

       Κου­νέ­λια

             Εν­δο­φλέ­βια

           304

         Σκύ­λοι   

             Εν­δο­φλέ­βια

           270

 

  • Μει­ώ­νει την πρόσ­λη­ψη σω­μα­τι­κού βά­ρους, ε­άν χο­ρη­γη­θεί σε δό­σεις 200 και 400 mg/kg-1    /24ωρο, 5 η­μέ­ρες την ε­βδο­μά­δα ε­πί 12 ε­βδο­μά­δες, σε α­ρου­ραί­ους
  • Προ­κα­λεί πα­ρο­δι­κή α­νο­ρε­ξί­α και α­πώ­λεια βά­ρους, συ­νο­δευ­ό­με­νη α­πό αυ­ξη­μέ­νη πρόσ­λη­ψη τρο­φής, ε­λάτ­τω­ση της Hb, του Ht και του α­ριθ­μού των ε­ρυ­θρών αι­μο­σφαι­ρί­ων, ε­άν χο­ρη­γη­θεί σε σκύ­λους σε δό­σεις 50, 100 και 200 mg/kg-1/24ωρο, 5 η­μέ­ρες την ε­βδο­μά­δα ε­πί 8 ε­βδο­μά­δες. 

3.4   ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ

Η προ­βε­νε­σί­δη, με­τά την per os χο­ρή­γη­σή της, α­πορ­ρο­φά­ται τα­χέ­ως και πλή­ρως α­πό τον γα­στρεν­τε­ρι­κό σω­λή­να. Τα ε­πί­πε­δα στον ο­ρό που ε­πι­τυγ­χά­νον­ται με­τά α­πό την per os χο­ρή­γη­σή της, δεν δι­α­φέ­ρουν ση­μαν­τι­κά α­πό αυ­τά που ε­πι­τυγ­χά­νον­ται με­τά α­πό εν­δο­φλέ­βια χο­ρή­γη­ση.

Ε­άν χο­ρη­γη­θεί per os σε δό­ση 1 gr ε­φά­παξ, φθά­νει σε ε­πί­πε­δα 25 μg/ml στο πλά­σμα με­τά α­πό 30΄, ε­νώ σε δό­ση 2 gr ε­φά­παξ, φθά­νει σε μέ­γι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις 150-200 μg/ml στο πλά­σμα με­τά α­πό 4 ώ­ρες, ό­που πα­ρα­μέ­νει σε ε­πί­πε­δα >50 μg/ml ε­πί 8 ώ­ρες.

Η μέ­γι­στη νε­φρι­κή κά­θαρ­ση του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος πα­ρα­τη­ρεί­ται συ­νή­θως 30΄ με­τά την χο­ρή­γη­ση της προ­βε­νε­σί­δης, ε­νώ η μέ­γι­στη δρά­ση στις συγ­κεν­τρώ­σεις της πε­νι­κιλ­λί­νης στο πλά­σμα, με­τά α­πό 2 ώ­ρες. Σε συγ­κεν­τρώ­σεις 40-60 μg/ml στο πλά­σμα, η προ­βε­νε­σί­δη α­να­στέλ­λει την νε­φρι­κή α­πέκ­κρι­ση της πε­νι­κιλ­λί­νης, ε­νώ σε συγ­κεν­τρώ­σεις 100—200 µg/ml, έ­χει ου­ρι­κο­ζου­ρι­κή δρά­ση. Η ου­ρι­κο­ζου­ρί­α αρ­χί­ζει 40΄με­τά την ε­φά­παξ χο­ρή­γη­ση μιας δό­σης προ­βε­νε­σί­δης per os.

Με­τά την χο­ρή­γη­ση 0.5-2 gr προ­βε­νε­σί­δης, ο t(1/2) του φαρ­μά­κου στον ο­ρό α­νέρ­χε­ται σε 4-12 ώ­ρες και το εύ­ρος του ποι­κίλ­λει α­πό α­τό­μου σε ά­το­μο (Cunningham RF et al, 1981). Με­τά α­πό την χο­ρή­γη­ση ε­φά­παξ δό­σε­ων 0.5 και 1.0 gr, ο μέ­σος t(1/2) της προ­βε­νε­σί­δης στο πλά­σμα α­νέρ­χε­ται σε 4.2 και 4.9 ώ­ρες αν­τί­στοι­χα, αλ­λά με­τά την χο­ρή­γη­ση 2 gr αυ­ξά­νε­ται σε 8.5 ώ­ρες.

Στον άν­θρω­πο, ο t(1/2) α­πο­βο­λής της προ­βε­νε­σί­δης έ­χει ση­μαν­τι­κές εν­δο­α­το­μι­κές δι­α­κυ­μάν­σεις και ε­ξαρ­τά­ται α­πό την δό­ση. Σε χα­μη­λές δό­σεις, οι συγ­κεν­τρώ­σεις της προ­βε­νε­σί­δης στο πλά­σμα μει­ώ­νον­ται τα­χύ­τε­ρα (t(1/2) = 2-6 ώ­ρες με­τά την χο­ρή­γη­ση 0.5-1.0 gr, και 4-12 ώ­ρες, με­τά την χο­ρή­γη­ση 2 gr).

H κά­θαρ­ση της προ­βε­νε­σί­δης συν­τε­λεί­ται κυ­ρί­ως με η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό. Η νε­φρι­κή κά­θαρ­ση δεν ε­ξαρ­τά­ται α­πό την δό­ση, αλ­λά α­πό το pH και τον ρυθ­μό της ρο­ής των ού­ρων. Η σω­λη­να­ρια­κή α­πέκ­κρι­ση της προ­βε­νε­σί­δης συν­τε­λεί­ται σε αλ­κα­λι­κά ού­ρα, ε­νώ η σω­λη­να­ρια­κή ε­πα­ναρ­ρό­φη­ση, σε ό­ξι­να. Η νε­φρι­κή κά­θαρ­ση της προ­βε­νε­σί­δης, σε pH 6, υ­πο­λο­γί­ζε­ται σε 6.8-16.9 ml/min-1.

Δεν υ­πάρ­χουν πλη­ρο­φο­ρί­ες για την α­πέκ­κρι­ση της προ­βε­νε­σί­δης στο μη­τρι­κό γά­λα.

Η α­πο­μά­κρυν­ση της προ­βε­νε­σί­δης μει­ώ­νε­ται σε α­σθε­νείς με νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια. Με την αύ­ξη­ση της η­λι­κί­ας, η έκ­πτω­ση της νε­φρι­κής λει­τουρ­γί­ας μπο­ρεί να ο­δη­γεί σε μεί­ω­ση της α­πο­βο­λής του φαρ­μά­κου.

Με­τά την εν­δο­φλέ­βια χο­ρή­γη­σή της, η προ­βε­νε­σί­δη κα­τα­νέ­με­ται τα­χέ­ως, με όγ­κο κα­τα­νο­μής πε­ρί­που 11 l. Σε θε­ρα­πευ­τι­κά ε­πί­πε­δα στο αί­μα (14 µg/ml), δε­σμεύ­ε­ται κα­τά 89-94% με τις λευ­κω­μα­τί­νες και πα­ρα­μέ­νει κα­τά κύ­ριο λό­γο ε­ξω­κυτ­τά­ρια. Οι σχέ­σεις των συγ­κεν­τρώ­σε­ών της στο ΕΝΥ/πλά­σμα κυ­μαί­νον­ται με­τα­ξύ 0.2 και 0.6, ό­ταν τα ε­πί­πε­δά της στο πλά­σμα κυ­μαί­νον­ται α­πό 220-571 mg/l-1.

Με­τά α­πό την ε­φά­παξ χο­ρή­γη­ση 0.5-2 gr προ­βε­νε­σί­δης, 75-88% της δό­σης α­πο­βάλ­λε­ται α­πό τα ού­ρα σε δι­ά­στη­μα 4 η­με­ρών, ε­νώ <5% α­πο­βάλ­λε­ται α­πό τα ού­ρα σαν α­ναλ­λοί­ω­τη προ­βε­νε­σί­δη εν­τός του πρώ­του 24ώρου. Ε­άν τα ού­ρα εί­ναι ό­ξι­να, η προ­βε­νε­σί­δη δεν α­πο­βάλ­λε­ται.

Πα­ρά την μι­κρή πο­σό­τη­τα του φαρ­μά­κου που α­πο­βάλ­λε­ται α­πό τα ού­ρα, η ι­κα­νό­τη­τα της προ­βε­νε­σί­δης να α­να­στέλ­λει την α­πο­βο­λή ορ­γα­νι­κών ο­ξέ­ων και να προ­ά­γει την α­πέκ­κρι­ση ου­ρι­κού ο­ξέ­ος ο­φεί­λε­ται στην αλ­λη­λε­πί­δρα­ση της με τα νε­φρι­κά σω­λη­νά­ρια.

Η προ­βε­νε­σί­δη, λό­γω της ε­κτε­τα­μέ­νης πρω­τε­ϊ­νι­κής σύν­δε­σής της, έ­χει χα­μη­λή GFR και α­πο­βάλ­λε­ται α­πό τα ού­ρα με ε­νερ­γό α­πέκ­κρι­ση α­πό τα εγ­γύς σω­λη­νά­ρια στην πε­ρι­ο­χή της με­τα­φο­ράς των ορ­γα­νι­κών ο­ξέ­ων. Στα ού­ρα, ε­πα­ναρ­ρο­φά­ται σχε­δόν πλή­ρως με πα­θη­τι­κή, ε­ξαρ­τώ­με­νη α­πό το pH, μη ι­ο­νι­κή δι­ά­χυ­ση, η ο­ποί­α πα­ρεμ­βαί­νει στην με­τεκ­κρι­τι­κή ε­πα­ναρ­ρό­φη­ση του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος και ευ­θύ­νε­ται για τις ου­ρι­κο­ζου­ρι­κές ι­δι­ό­τη­τες της προ­βε­νε­σί­δης.

Η προ­βε­νε­σί­δη, πα­ρά την δυ­νη­τι­κή ι­κα­νό­τη­τα α­να­στο­λής της α­πέκ­κρι­σης ορ­γα­νι­κών ο­ξέ­ων που δι­α­θέ­τει, προ­κα­λεί ου­ρι­κο­ζου­ρί­α. Σε πολ­λά ζώ­α μπο­ρεί να α­να­στεί­λει την α­πέκ­κρι­ση των ου­ρι­κών α­λά­των και σε με­ρι­κά δρα σαν αν­τι-ου­ρι­κο­ζου­ρι­κό. Σ' έ­ναν α­σθε­νή ε­μεί­ω­σε ση­μαν­τι­κά την α­πο­βο­λή των ου­ρι­κών α­λά­των. 

Ε­πει­δή οι συγ­κεν­τρώ­σεις της προ­βε­νε­σί­δης στο αί­μα εί­ναι δύ­σκο­λο να προσ­δι­ο­ρι­σθούν, χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται τα ε­πί­πε­δα του ου­ρι­κού στον ο­ρό για την πα­ρα­κο­λού­θη­ση της ου­ρι­κο­ζου­ρι­κής θε­ρα­πεί­ας. Η εν­δο­φλέ­βια δο­κι­μα­σί­α α­πέκ­κρι­σης της PSP μπο­ρεί να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί σαν δεί­κτης της δό­σης της προ­βε­νε­σί­δης της α­παι­τού­με­νης για την μεί­ω­ση της α­πέκ­κρι­σης της πε­νι­κιλ­λί­νης. Η δό­ση της προ­βε­νε­σί­δης εί­ναι ε­παρ­κής ό­ταν η νε­φρι­κή κά­θαρ­ση της χρω­στι­κής μει­ώ­νε­ται πε­ρί­που 20% κά­τω α­πό τις κα­νο­νι­κές τι­μές.

Στον άν­θρω­πο, η προ­βε­νε­σί­δη υ­φί­στα­ται γλυ­κου­ρο­νί­δω­ση και ο­ξεί­δω­ση/α­πο­αλ­κυ­λί­ω­ση της πλευ­ρι­κής α­λύ­σου στο ή­παρ (Cunningham RF et al, 1981). Η αν­τί­δρα­ση αυ­τή δί­νει γέ­νε­ση σε μο­νο­α­κυλ-γλυ­κου­ρο­νί­διο της προ­βε­νε­σί­δης (a), 2 μο­νου­δρο­ξυ­λι­ω­μέ­να συ­στα­τι­κά (b και c), έ­ναν καρ­βο­ξυ­λι­ω­μέ­νο με­τα­βο­λί­τη (d) και έ­να Ν- α­πο­προ­πυ­λι­ω­μέ­νο συ­στα­τι­κό (e). Οι με­τα­βο­λί­τες αυ­τοί, ε­κτός α­πό τον πρώ­το, δι­α­θέ­τουν ου­ρι­κο­ζου­ρι­κή δρά­ση (Israili ZH et al, 1972).

 

EIKONA 74 : Με­τα­βο­λί­τες προ­βε­νε­σί­δης 

Το μεί­ζον με­τα­βο­λι­κό πα­ρά­γω­γο α­πεκ­κρί­νε­ται σαν α­κυλ-γλυ­κου­ρο­νί­διο της προ­βε­νε­σί­δης (σε πο­σο­στό 16-33%), ε­νώ το υ­πό­λοι­πο α­πο­βάλ­λε­ται με την μορ­φή ι­σο­δύ­να­μων πο­σο­τή­των των 4 άλ­λων με­τα­βο­λι­τών. Δεν εί­ναι γνω­στό κα­τά πό­σον η προ­βε­νε­σί­δη και οι με­τα­βο­λί­τες της α­πεκ­κρί­νον­ται στην χο­λή και συμ­με­τέ­χουν στον εν­τε­ρο­η­πα­τι­κό κύ­κλο στον άν­θρω­πο, ού­τε κα­τά πό­σον η η­πα­τι­κή δυσ­λει­τουρ­γί­α μει­ώ­νει την κά­θαρ­ση της προ­βε­νε­σί­δης.

Μι­κρά πο­σά προ­βε­νε­σί­δης δι­η­θούν­ται στα σπει­ρά­μα­τα, αλ­λά το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της α­πεκ­κρί­νε­ται ε­νερ­γά στα εγ­γύς σω­λη­νά­ρια. Η ε­πα­ναρ­ρό­φη­ση της προ­βε­νε­σί­δης α­πό τα νε­φρι­κά σω­λη­νά­ρια συν­τε­λεί­ται σχε­δόν πλή­ρως σε ό­ξι­νο πε­ρι­βάλ­λον, ε­νώ μει­ώ­νε­ται σε αλ­κα­λι­κό. Οι με­τα­βο­λί­τες της προ­βε­νε­σί­δης δεν ε­πα­ναρ­ρο­φών­ται τό­σο ε­κτε­τα­μέ­να, ό­σο η μη­τρι­κή έ­νω­ση.

3.5   ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ - ΤΟΞΙ­ΚΟΤΗΤΑ

Η προ­βε­νε­σί­δη α­σκεί την μέ­γι­στη α­να­σταλ­τι­κή της δρά­ση στη νε­φρι­κή α­πέκ­κρι­ση της πε­νι­κιλ­λί­νης σε συγ­κεν­τρώ­σεις 40-60 mg/l-1 στο πλά­σμα. Σε συγ­κεν­τρώ­σεις 100-200 mg/l-1 έ­χει ου­ρι­κο­ζου­ρι­κή δρά­ση.

 

3.6   ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

3.6.1   ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

Α­ζα­θει­ο­πρί­νη

Στους πον­τι­κούς, η προ­βε­νε­σί­δη α­να­στέλ­λει την δρά­ση της γλου­τα­θει­ο­νο-6-τραν­σφε­ρά­σης και ε­πο­μέ­νως την με­τα­τρο­πή της α­ζα­θει­ο­πρί­νης σε 6-μερ­κα­πτο­που­ρί­νη.

Α­κε­τα­μι­νο­φαί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η προ­βε­νε­σί­δη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει ε­λα­φρά την α­ναλ­γη­τι­κή δρά­ση της α­κε­τα­μι­νο­φαί­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Η προ­βε­νε­σί­δη μπο­ρεί να μει­ώ­σει τον με­τα­βο­λι­σμό και την νε­φρι­κή α­πέκ­κρι­ση του γλυ­κου­ρο­νι­δι­κού με­τα­βο­λί­τη της α­κε­τα­μι­νο­φαί­νης.

Συ­στά­σεις : Ι­δι­αί­τε­ρες προ­φυ­λά­ξεις δεν χρει­ά­ζον­ται ε­άν τα φάρ­μα­κα αυ­τά χο­ρη­γούν­ται στις συ­νή­θεις δό­σεις τους.

Αλ­λο­που­ρι­νό­λη

Τα ου­ρι­κο­ζου­ρι­κά φάρ­μα­κα προ­ά­γουν την α­πέκ­κρι­ση των ε­νερ­γών με­τα­βο­λι­τών της αλ­λο­που­ρι­νό­λης, αν και οι δρά­σεις της αλ­λο­που­ρι­νό­λης και των ου­ρι­κο­ζου­ρι­κών εί­ναι α­θροι­στι­κές και ο συν­δυα­σμός των φαρ­μά­κων αυ­τών πλε­ο­νε­κτεί θε­ρα­πευ­τι­κά.

Α­να­στο­λείς ΜΕΑ

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η προ­βε­νε­σί­δη μπο­ρεί να μει­ώ­σει την νε­φρι­κή α­πο­βο­λή, και ε­πο­μέ­νως να αυ­ξή­σει την διά­ρκεια δρά­σης και τις α­να­με­νό­με­νες φαρ­μα­κο­λο­γι­κές δρά­σεις, των α­να­στο­λέ­ων του ΜΕΑ.

Συ­στά­σεις :

  • Ε­άν εμ­φα­νι­σθεί υ­πό­τα­ση και υ­πάρ­χουν εν­δεί­ξεις της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής, η δό­ση των α­να­στο­λέ­ων του ΜΕΑ μπο­ρεί να χρεια­σθεί να μει­ω­θεί.
  • Οι α­σθε­νείς πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται για με­τα­βο­λή της αν­τα­πό­κρι­σης στους α­να­στο­λείς του ΜΕΑ και η δό­ση τους να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν η προ­βε­νε­σί­δη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται.

Αν­τι­βι­ο­τι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Η προ­βε­νε­σί­δη α­να­στέλ­λει την νε­φρι­κή α­πέκ­κρι­ση των πε­νι­κιλ­λι­νών, των πε­ρισ­σό­τε­ρων κε­φα­λο­σπο­ρι­νών και με­ρι­κών άλ­λων αν­τι­βι­ο­τι­κών που α­να­στέλ­λουν την β-λα­κτα­μά­ση, δρών­τας αν­τα­γω­νι­στι­κά στον κοι­νό εκ­κρι­τι­κό μη­χα­νι­σμό των ορ­γα­νι­κών ο­ξέ­ων.
  • Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή ο­δη­γεί σε αύ­ξη­ση των συγ­κεν­τρώ­σε­ων στο πλά­σμα, και ε­πο­μέ­νως της αν­τι­λοι­μώ­δους δρά­σης και πι­θα­νώς της το­ξι­κό­τη­τας, των αν­τι­βι­ο­τι­κών.
  • Η προ­βε­νε­σί­δη μει­ώ­νει πι­θα­νώς τον όγ­κο κα­τα­νο­μής των αν­τι­βι­ο­τι­κών (Gibaldi M et al, 1968)

Συ­στά­σεις :

  • Ε­πει­δή η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή εί­ναι ε­πι­θυ­μη­τή, ι­δι­αί­τε­ρες προ­φυ­λά­ξεις συ­νή­θως δεν χρει­ά­ζον­ται ε­άν τα 2 αυ­τά φάρ­μα­κα χο­ρη­γούν­ται ταυ­τό­χρο­να.
  • Σε α­σθε­νείς με νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια, η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση της προ­βε­νε­σί­δης με πε­νι­κιλ­λί­νη ή κε­φα­λο­σπο­ρί­νες δεν συ­νι­στά­ται.

Αν­τι­δι­α­βη­τι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Η προ­βε­νε­σί­δη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις υ­πο­γλυ­και­μι­κές δρά­σεις και πι­θα­νώς τον t(1/2) της χλω­ρο­προ­πα­μί­δης στο πλά­σμα και ί­σως άλ­λων per os χο­ρη­γού­με­νων αν­τι­δι­α­βη­τι­κών.
  • Η προ­βε­νε­σί­δη αυ­ξά­νει την νε­φρι­κή α­πέκ­κρι­ση της ιν­σου­λί­νης, αλ­λά χω­ρίς κλι­νι­κή ση­μα­σί­α.

Μη­χα­νι­σμός : Η προ­βε­νε­σί­δη α­να­στέλ­λει πι­θα­νώς την νε­φρι­κή σω­λη­να­ρια­κή α­πέκ­κρι­ση της χλω­ρο­προ­πα­μί­δης.

Συ­στά­σεις : Ε­άν υ­πάρ­χουν εν­δεί­ξεις της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής, το σάκ­χα­ρο του αί­μα­τος πρέ­πει να με­τρά­ται και η δό­ση του αν­τι­δι­α­βη­τι­κού να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα, ό­ταν η προ­βε­νε­σί­δη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται.

Αν­τι­πη­κτι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η προ­βε­νε­σί­δη πα­ρεμ­βαί­νει στη νε­φρι­κή α­πο­βο­λή της η­πα­ρί­νης και της κα­ρι­να­μί­δης (Sanchez G, 1975) και μπο­ρεί να πα­ρα­τεί­νει τον χρό­νο πή­ξης, α­να­στέλ­λον­τας την α­πέκ­κρι­ση της η­πα­ρί­νης.

Βα­λα­κυ­κλο­βί­ρη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η βα­λα­κυ­κλο­βί­ρη με­τα­βο­λί­ζε­ται σε α­κυ­κλο­βί­ρη. Η προ­βε­νε­σί­δη μπο­ρεί να μει­ώ­σει την νε­φρι­κή α­πο­βο­λή, και ε­πο­μέ­νως να αυ­ξή­σει τις φαρ­μα­κο­λο­γι­κές και το­ξι­κές (ζά­λη, κό­πω­ση, κε­φα­λαλ­γί­ες και κα­τά­θλι­ψη) δρά­σεις, της α­κυ­κλο­βί­ρης.

Συ­στά­σεις : Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με προ­βε­νε­σί­δη ταυ­τό­χρο­να με βα­λα­κυ­κλο­βί­ρη, η βα­λα­κυ­κλο­βί­ρη μπο­ρεί να χρεια­σθεί να χο­ρη­γη­θεί σε μι­κρό­τε­ρη δό­ση ε­άν εμ­φα­νι­σθούν το­ξι­κές εκ­δη­λώ­σεις.

Βεν­ζο­δι­α­ζε­πί­νες

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η προ­βε­νε­σί­δη μπο­ρεί να ε­πι­τα­χύ­νει την έ­ναρ­ξη δρά­σης και να πα­ρα­τεί­νει το η­ρε­μι­στι­κό α­πο­τέ­λε­σμα των βεν­ζο­δι­α­ζε­πι­νών.

Μη­χα­νι­σμός : Η προ­βε­νε­σί­δη πα­ρεμ­βαί­νει πι­θα­νώς στον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό των βεν­ζο­δι­α­ζε­πι­νών. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή πα­ρα­τη­ρεί­ται συ­νή­θως με τις βεν­ζο­δι­α­ζε­πί­νες τα­χεί­ας δρά­σης (π. χ. ι­μι­δα­ζο­λά­μη).

Συ­στά­σεις :

  • Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν προ­βε­νε­σί­δη ταυ­τό­χρο­να με βεν­ζο­δι­α­ζε­πί­νες πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται στε­νό­τε­ρα, για­τί μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν έν­το­νη κα­τα­στο­λή ή λή­θαρ­γο.
  • Η δό­ση της βεν­ζο­δι­α­ζε­πί­νης μπο­ρεί να χρεια­σθεί να μει­ω­θεί σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με προ­βε­νε­σί­δη.

Γε­νι­κά α­ναι­σθη­τι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η α­ναι­σθη­σί­α η προ­κα­λού­με­νη α­πό την κε­τα­μί­νη και την να­τρι­ού­χο θει­ο­πεν­τά­λη πα­ρα­τεί­νε­ται ση­μαν­τι­κά σε α­ρου­ραί­ους θε­ρα­πευ­ό­με­νους με προ­βε­νε­σί­δη.

Μη­χα­νι­σμός : Εί­ναι ά­γνω­στος.

Συ­στά­σεις : Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν προ­βε­νε­σί­δη μπο­ρεί να χρει­ά­ζον­ται πο­λύ λι­γό­τε­ρα πο­σά να­τρι­ού­χου θει­ο­πεν­τά­λης για την πρό­κλη­ση α­ναι­σθη­σί­ας.

Δι­ου­ρη­τι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με θει­α­ζι­δι­κά δι­ου­ρη­τι­κά, η προ­βε­νε­σί­δη αυ­ξά­νει την νε­φρι­κή α­πέκ­κρι­ση του α­σβε­στί­ου, του μα­γνη­σί­ου και των κι­τρι­κών α­λά­των.
  • Η προ­βε­νε­σί­δη αυ­ξά­νει ή ε­ξα­σθε­νεί την να­τρι­ού­ρη­ση την προ­κα­λού­με­νη α­πό τις θει­α­ζί­δες (Brater DC, 1978), την φου­ρο­σε­μί­δη ή το αι­θα­κρυ­νι­κό ο­ξύ (Honari J et al, 1977).
  • Οι θει­α­ζί­δες α­να­στέλ­λουν την ου­ρι­κο­ζου­ρι­κή δρά­ση της προ­βε­νε­σί­δης.
  • Τα δι­ου­ρη­τι­κά της αγ­κύ­λης μει­ώ­νουν την ου­ρι­κο­ζου­ρι­κή δρά­ση της προ­βε­νε­σί­δης.

Ζι­δο­βου­δί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η προ­βε­νε­σί­δη αυ­ξά­νει τα ε­πί­πε­δα στον ο­ρό, ε­πι­τρέ­πον­τας την μεί­ω­ση της δό­σης και την συ­χνό­τη­τα χο­ρή­γη­σης, αλ­λά και αυ­ξά­νει την το­ξι­κό­τη­τα (δερ­μα­τι­κά ε­ξαν­θή­μα­τα συ­νο­δευ­ό­με­να α­πό κα­κου­χί­α, μυ­αλ­γί­ες και πυ­ρε­τό), της ζι­δο­βου­δί­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Η προ­βε­νε­σί­δη α­να­στέλ­λει πι­θα­νώς τον με­τα­βο­λι­σμό και την νε­φρι­κή α­πέκ­κρι­ση της ζι­δο­βου­δί­νης και του γλυ­κο­ρου­νι­δι­κού της με­τα­βο­λί­τη.

Συ­στά­σεις :

  • Η ζι­δο­βου­δί­νη πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται σε μι­κρό­τε­ρη δό­ση ό­ταν συγ­χο­ρη­γεί­ται με προ­βε­νε­σί­δη.
  • Ο α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό αυ­τό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται μή­πως εμ­φα­νί­σουν ε­ξάν­θη­μα και συ­στη­μα­τι­κά συμ­πτώ­μα­τα.
  • Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή μει­ώ­νει το κό­στος της θε­ρα­πεί­ας με ζι­δο­βου­δί­νη, για­τί ε­πι­τρέ­πει την χο­ρή­γη­σή της κά­θε 8 ώ­ρες.
Κλο­φι­βρά­τη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η προ­βε­νε­σί­δη μει­ώ­νει την κά­θαρ­ση και αυ­ξά­νει τις συγ­κεν­τρώ­σεις του κλο­φι­βρι­κού ο­ξέ­ος στον ο­ρό.

Μη­χα­νι­σμός : H προ­βε­νε­σί­δη α­να­στέλ­λει πι­θα­νώς την νε­φρι­κή σω­λη­να­ρια­κή α­πέκ­κρι­ση του κλο­φι­βρι­κού ο­ξέ­ος, που εί­ναι η ε­νερ­γός μορ­φή της κλο­φι­βρά­της.

Συ­στά­σεις :

  • Η δό­ση της κλο­φι­βρά­της μπο­ρεί να χρεια­σθεί να μει­ω­θεί σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με προ­βε­νε­σί­δη.
  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με προ­βε­νε­σί­δη ταυ­τό­χρο­να με κλο­φι­βρά­τη πρέ­πει να τρο­πο­ποι­ούν την δό­ση της κλο­φι­βρά­της α­νά­λο­γα, ε­άν εμ­φα­νί­σουν εκ­δη­λώ­σεις το­ξι­κό­τη­τας α­πό την κλο­φι­βρά­τη και α­πώ­λεια ε­λέγ­χου των λι­πο­πρω­τει­νών στον ο­ρό.

Με­θο­τρε­ξά­τη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Η προ­βε­νε­σί­δη α­να­στέλ­λει την νε­φρι­κή α­πο­βο­λή, αυ­ξά­νον­τας τις συγ­κεν­τρώ­σεις στο πλά­σμα και την το­ξι­κό­τη­τα, της με­θο­τρε­ξά­της (Aherne GW et al, 1978).
  • Η προ­βε­νε­σί­δη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει την δρά­ση της με­θο­τρε­ξά­της στα κα­κο­ή­θη νο­σή­μα­τα του ΚΝΣ, α­να­στέλ­λον­τας την α­πο­μά­κρυν­σή της α­πό το ΕΝΥ (Howell SB et al, 1979).

Συ­στά­σεις :

  • Η προ­βε­νε­σί­δη πρέ­πει να α­πο­φεύ­γε­ται σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με με­θο­τρε­ξά­τη.
  • Ε­άν τα φάρ­μα­κα αυ­τά χο­ρη­γούν­ται ταυ­τό­χρο­να, η με­θο­τρε­ξά­τη πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται σε μει­ω­μέ­νη δό­ση και οι α­σθε­νείς να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή για ση­μεί­α το­ξι­κό­τη­τας.
  • Οι συγ­κεν­τρώ­σεις της με­θο­τρε­ξά­της στον ο­ρό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή και η δό­ση της να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα, ό­ταν η προ­βε­νε­σί­δη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται.

Μη στε­ρο­ει­δή αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δη φάρ­μα­κα

α)  Ιμ­που­προ­φαί­νη, δι­κλο­φαι­νά­κη, φλουρ­μπι­προ­φαί­νη, ε­το­δο­λά­κη, ο­ξα­προ­ζί­νη, με­κλο­φαι­να­μά­τη, πι­ρο­ξι­κά­μη, φαι­νο­προ­φαί­νη, τολ­με­τί­νη, με­φαι­να­μι­κό ο­ξύ

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η προ­βε­νε­σί­δη μπο­ρεί να α­να­στεί­λει τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό, αυ­ξά­νον­τας ε­πο­μέ­νως τις φαρ­μα­κο­λο­γι­κές και το­ξι­κές δρά­σεις, των πα­ρα­πά­νω ΜΣΑΦ.

Συ­στά­σεις :

  • Ι­δι­αί­τε­ρες προ­φυ­λά­ξεις δεν εί­ναι α­πα­ραί­τη­τες.
  • Η δό­ση της προ­βε­νε­σί­δης μπο­ρεί να χρεια­σθεί να τρο­πο­ποι­η­θεί ε­άν εμ­φα­νι­σθούν εκ­δη­λώ­σεις το­ξι­κό­τη­τας α­πό τα ΜΣΑΦ.

β)   Ιν­δο­με­θα­κί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η προ­βε­νε­σί­δη αυ­ξά­νει τις συγ­κεν­τρώ­σεις στο πλά­σμα, τον t(1/2) και την θε­ρα­πευ­τι­κή δρά­ση της ιν­δο­με­θα­κί­νης, ε­νώ η ιν­δο­με­θα­κί­νη δεν πα­ρεμ­βαί­νει στην ου­ρι­κο­ζου­ρι­κή δρά­ση της προ­βε­νε­σί­δης.

Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή μπο­ρεί να πε­ρι­ο­ρί­σει την γα­στρεν­τε­ρι­κή δυ­σα­νε­ξί­α που προ­κα­λεί η ιν­δο­με­θα­κί­νη, ε­νώ πα­ράλ­λη­λα δι­α­τη­ρούν­ται τα θε­ρα­πευ­τι­κά της ε­πί­πε­δα στο αί­μα, και να προ­λά­βει τις κε­φα­λαλ­γί­ες που α­κο­λου­θούν την κο­ρύ­φω­ση των ε­πι­πέ­δων της ιν­δο­με­θα­κί­νης στο πλά­σμα.

Μη­χα­νι­σμός : Α­πο­δί­δε­ται σε α­να­στο­λή της νε­φρι­κής σω­λη­να­ρια­κής α­πέκ­κρι­σης και πα­ρέμ­βα­ση στη χο­λι­κή κά­θαρ­ση της ιν­δο­με­θα­κί­νης (Duggan DE et al, 1977).

Συ­στά­σεις : Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με προ­βε­νε­σί­δη ταυ­τό­χρο­να με ιν­δο­με­θα­κί­νη, η δό­ση της ιν­δο­με­θα­κί­νης μπο­ρεί να χρεια­σθεί να μει­ω­θεί, χω­ρίς να με­τα­βλη­θεί το θε­ρα­πευ­τι­κό της α­πο­τέ­λε­σμα. Η αύ­ξη­ση της δό­σης, ε­άν χρεια­σθεί, πρέ­πει να γί­νε­ται με προ­σο­χή και σε μι­κρές κά­θε φο­ρά πο­σό­τη­τες.

γ)   Κε­το­προ­φαί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η προ­βε­νε­σί­δη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις φαρ­μα­κο­λο­γι­κές, αλ­λά και το­ξι­κές, δρά­σεις, της κε­το­προ­φαί­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Η προ­βε­νε­σί­δη αυ­ξά­νει ση­μαν­τι­κά τις ο­λι­κές και τις ε­λεύ­θε­ρες συγ­κεν­τρώ­σεις στο πλά­σμα και την ο­λι­κή φαι­νό­με­νη κά­θαρ­ση της κε­το­προ­φαί­νης και την φαι­νό­με­νη κά­θαρ­ση της ε­λεύ­θε­ρης κε­το­προ­φαί­νης στο πλά­σμα. Α­κό­μα, α­να­στέλ­λει πι­θα­νώς την σύν­δε­ση της κε­το­προ­φαί­νης με τις πρω­τε­ΐ­νες του πλά­σμα­τος και την νε­φρι­κή α­πέκ­κρι­ση των συμ­πλό­κων της.

Συ­στά­σεις :

  • Οι κα­τα­σκευα­στές της κε­το­προ­φαί­νης συ­νι­στούν να μην συγ­χο­ρη­γεί­ται με προ­βε­νε­σί­δη.
  • Ε­άν εμ­φα­νι­σθούν αυ­ξη­μέ­νες ε­πι­πλο­κές (κε­φα­λαλ­γί­ες, ζά­λη, κα­ρη­βα­ρί­α, ί­λιγ­γος, νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια, δυ­σπε­ψί­α, κοι­λια­κός πό­νος, δι­άρ­ροι­α), η δό­ση της κε­το­προ­φαί­νης πρέ­πει να μει­ώ­νε­ται.
δ)   Κε­το­ρο­λά­κη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η προ­βε­νε­σί­δη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις στον ο­ρό, και ε­πο­μέ­νως τις νε­φρι­κές, γα­στρεν­τε­ρι­κές και αι­μα­το­λο­γι­κές ε­πι­πλο­κές, της κε­το­ρο­λά­κης. 

Μη­χα­νι­σμός : Η προ­βε­νε­σί­δη μπο­ρεί να μει­ώ­σει την κά­θαρ­ση και να δι­πλα­σιά­σει τον t(1/2) της κε­το­ρο­λά­κης.

Συ­στά­σεις : Οι κα­τα­σκευα­στές της κε­το­ρο­λά­κης συ­νι­στούν να α­πο­φεύ­γε­ται η συγ­χο­ρή­γη­σή της με προ­βε­νε­σί­δη.

ε)   Να­προ­ξέ­νη 

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η προ­βε­νε­σί­δη αυ­ξά­νει τα ε­πί­πε­δα στον ο­ρό, και ε­πο­μέ­νως τις φαρ­μα­κο­λο­γι­κές δρά­σεις, της να­προ­ξέ­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Η προ­βε­νε­σί­δη α­να­στέλ­λει την γλυ­κου­ρο­νί­δω­ση της να­προ­ξέ­νης στο ή­παρ και πα­ρεμ­βαί­νει στη νε­φρι­κή της α­πο­βο­λή (Runkel R et al, 1978; Upton RA et al, 1982).

Συ­στά­σεις :

  • Ι­δι­αί­τε­ρες προ­φυ­λά­ξεις δεν εί­ναι α­πα­ραί­τη­τες.
  • Ε­άν εμ­φα­νι­σθούν α­νε­πι­θύ­μη­τες ε­νέρ­γει­ες, η δό­ση της να­προ­ξέ­νης μπο­ρεί να χρεια­σθεί να μει­ω­θεί.
στ)   Δι­φλου­νι­ζά­λη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση της προ­βε­νε­σί­δης με δι­φλου­νι­ζά­λη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις α­να­με­νό­με­νες φαρ­μα­κο­λο­γι­κές και το­ξι­κές δρά­σεις της δι­φλου­νι­ζά­λης.

Μη­χα­νι­σμός : Η προ­βε­νε­σί­δη μπο­ρεί να α­να­στεί­λει τον με­τα­βο­λι­σμό και να πα­ρε­κτο­πί­σει την δι­φλου­νι­ζά­λη α­πό τα ση­μεί­α σύν­δε­σής της με τις πρω­τε­ΐ­νες του πλά­σμα­τος.

Συ­στά­σεις : Ε­άν η θε­ρα­πεί­α και με τα 2 αυ­τά φάρ­μα­κα εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη, οι α­σθε­νείς πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται για ση­μεί­α το­ξι­κό­τη­τας α­πό την προ­βε­νε­σί­δη. Η α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα μπο­ρεί να μει­ω­θεί με­τά την δι­α­κο­πή της προ­βε­νε­σί­δης.

ζ)  Σου­λιν­δά­κη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Η προ­βε­νε­σί­δη δεν ε­πη­ρε­ά­ζει ση­μαν­τι­κά τα ε­πί­πε­δα του σουλ­φι­δι­κού με­τα­βο­λί­τη της σου­λιν­δά­κης, ε­νώ αυ­ξά­νει τις συγ­κεν­τρώ­σεις της σου­λιν­δά­κης και της σουλ­φό­νης, στο πλά­σμα.
  • Η σου­λιν­δά­κη μει­ώ­νει σε μέ­τριο βαθ­μό την ου­ρι­κο­ζου­ρι­κή δρά­ση της προ­βε­νε­σί­δης, αλ­λά μάλ­λον χω­ρίς κλι­νι­κή ση­μα­σί­α.

Συ­στά­σεις : Ι­δι­αί­τε­ρες προ­φυ­λά­ξεις δεν εί­ναι α­πα­ραί­τη­τες. Ε­άν εμ­φα­νι­σθούν εκ­δη­λώ­σεις το­ξι­κό­τη­τας α­πό την σου­λιν­δά­κη η δό­ση της προ­βε­νε­σί­δης μπο­ρεί να χρεια­σθεί να τρο­πο­ποι­η­θεί.

η)  Σα­λι­κυ­λι­κά  

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα σα­λι­κυ­λι­κά (σε ε­πί­πε­δα 50 μg/ml) αν­τα­γω­νί­ζον­ται την ου­ρι­κο­ζου­ρι­κή δρά­ση της προ­βε­νε­σί­δης και η προ­βε­νε­σί­δη α­να­στέλ­λει την ου­ρι­κο­ζου­ρί­α την προ­κα­λού­με­νη α­πό τα σα­λι­κυ­λι­κά. Οι αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις αυ­τές εί­ναι ι­δι­αί­τε­ρα ση­μαν­τι­κές σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με με­γά­λες δό­σεις α­σπι­ρί­νης και ο­δη­γούν σε υ­πε­ρου­ρι­χαι­μί­α και πι­θα­νώς κρί­ση ο­ξεί­ας ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας.

Συ­στά­σεις :

  • Τα σα­λι­κυ­λι­κά αν­τεν­δεί­κνυν­ται σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με προ­βε­νε­σί­δη. Πάν­τως, αν χο­ρη­γη­θούν πε­ρι­στα­σια­κά σαν α­ναλ­γη­τι­κά ή αν­τι­πυ­ρε­τι­κά, δεν συ­νο­δεύ­ον­ται α­πό κλι­νι­κά ση­μαν­τι­κές αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις.
  • Στη θέ­ση των σα­λι­κυ­λι­κών μπο­ρεί να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί α­κε­τα­μι­νο­φαί­νη.
Να­λι­δι­ξι­κό ο­ξύ

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η προ­βε­νε­σί­δη αυ­ξά­νει τις συγ­κεν­τρώ­σεις του αν­τι­βα­κτη­ρι­δια­κού αυ­τού πα­ρά­γον­τα στον ο­ρό.

Μη­χα­νι­σμός : Η προ­βε­νε­σί­δη μπο­ρεί να α­να­στεί­λει την νε­φρι­κή α­πέκ­κρι­ση του να­λι­δι­ξι­κού ο­ξέ­ος.

Συ­στά­σεις : Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν να­λι­δι­ξι­κό ο­ξύ ταυ­τό­χρο­να με προ­βε­νε­σί­δη μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν αύ­ξη­ση της το­ξι­κό­τη­τας ή της α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας του να­λι­δι­ξι­κού ο­ξέ­ος, γι΄αυ­τό και πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται τα­κτι­κά.

Νι­τρο­φου­ραν­τοί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : H προ­βε­νε­σί­δη μπο­ρεί να ε­ξα­σθε­νή­σει την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα και να αυ­ξή­σει την το­ξι­κό­τη­τα της νι­τρο­φου­ραν­τοί­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Η προ­βε­νε­σί­δη α­να­στέλ­λει την νε­φρι­κή α­πέκ­κρι­ση της νι­τρο­φου­ραν­τοί­νης.

Συ­στά­σεις : Η συγ­χο­ρή­γη­ση των 2 αυ­τών φαρ­μά­κων πρέ­πει να α­πο­φεύ­γε­ται.

Ξαν­θί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η προ­βε­νε­σί­δη αυ­ξά­νει τις α­να­με­νό­με­νες φαρ­μα­κο­λο­γι­κές δρά­σεις της ξαν­θί­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Η προ­βε­νε­σί­δη μει­ώ­νει την νε­φρι­κή α­πέκ­κρι­ση της δι­φυλ­λί­νης. Η δι­φυλ­λί­νη α­πο­βάλ­λε­ται α­ναλ­λοί­ω­τη α­πό τους νε­φρούς, ε­νώ η θε­ο­φυλ­λί­νη με­τα­βο­λί­ζε­ται στο ή­παρ πριν α­πο­βλη­θεί α­πό τους νε­φρούς. 

Συ­στά­σεις :

  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με προ­βε­νε­σί­δη, η δι­φυλ­λί­νη μπο­ρεί να χρεια­σθεί να χο­ρη­γη­θεί σε μει­ω­μέ­νη δό­ση.
  • Τα ε­πί­πε­δα της δι­φυλ­λί­νης στο πλά­σμα πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται και η δό­ση της να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν η προ­βε­νε­σί­δη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται.
  • Η θε­ο­φυλ­λί­νη δεν αλ­λη­λε­πι­δρά με την προ­βε­νε­σί­δη, γι΄αυ­τό και μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με προ­βε­νε­σί­δη.
D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η προ­βε­νε­σί­δη μει­ώ­νει την α­να­με­νό­με­νη θε­ρα­πευ­τι­κή α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα της D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Η προ­βε­νε­σί­δη μει­ώ­νει την νε­φρι­κή α­πέκ­κρι­ση των με­τα­βο­λι­τών της D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νης.

Συ­στά­σεις :

  • Η προ­βε­νε­σί­δη πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­εί­ται με προ­σο­χή ή να α­πο­φεύ­γε­ται σε υ­πε­ρου­ρι­χαι­μι­κούς α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη.
  • Ε­άν υ­πάρ­χουν εν­δεί­ξεις αλ­λη­λε­πί­δρα­σης, μπο­ρεί να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί έ­νας ε­ναλ­λα­κτι­κός υ­πο­ου­ρι­χαι­μι­κός πα­ρά­γον­τας, ό­πως η αλ­λο­που­ρι­νό­λη.

Ρι­φαμ­πι­κί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η προ­βε­νε­σί­δη α­να­στέλ­λει την σω­λη­να­ρια­κή α­πέκ­κρι­ση και την η­πα­τι­κή κα­τα­κρά­τη­ση της ρι­φαμ­πι­κί­νης αυ­ξά­νον­τας σε μι­κρό βαθ­μό τις συγ­κεν­τρώ­σεις της στο πλά­σμα, αλ­λά χω­ρίς κλι­νι­κή ση­μα­σί­α.

 

Σουλ­φιν­πυ­ρα­ζό­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : H προ­βε­νε­σί­δη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις της σουλ­φιν­πυ­ρα­ζό­νης στον ο­ρό. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή δεν έ­χει συ­νερ­γι­κή ου­ρι­κο­ζου­ρι­κή δρά­ση, αλ­λά μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις ε­πι­πλο­κές της σουλ­φιν­πυ­ρα­ζό­νης (ναυ­τί­α, έ­με­τοι, δι­άρ­ροι­α, ε­πι­γα­στρι­κός πό­νος, α­τα­ξί­α, ερ­γώ­δης α­να­πνο­ή, σπα­σμοί και κώ­μα).

Μη­χα­νι­σμός : Η προ­βε­νε­σί­δη α­να­στέλ­λει την νε­φρι­κή σω­λη­να­ρια­κή α­πέκ­κρι­ση της σουλ­φιν­πυ­ρα­ζό­νης και των μει­ζό­νων με­τα­βο­λι­τών της.

Συ­στά­σεις :

  • Ι­δι­αί­τε­ρες προ­φυ­λά­ξεις δεν εί­ναι α­πα­ραί­τη­τες.
  • Ε­άν εμ­φα­νι­σθούν εκ­δη­λώ­σεις το­ξι­κό­τη­τας α­πό την σουλ­φιν­πυ­ρα­ζό­νη, η δό­ση της προ­βε­νε­σί­δης μπο­ρεί να χρεια­σθεί να τρο­πο­ποι­η­θεί.

Σουλ­φο­να­μί­δες

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Η προ­βε­νε­σί­δη μει­ώ­νει την νε­φρι­κή α­πέκ­κρι­ση των συν­δε­δε­μέ­νων σουλ­φο­να­μι­δών
  • Η προ­βε­νε­σί­δη αυ­ξά­νει τα ο­λι­κά ε­πί­πε­δα της σουλ­φο­να­μί­δης στο πλά­σμα, αν και οι ε­λεύ­θε­ρες συγ­κεν­τρώ­σεις της δεν ε­πη­ρε­ά­ζον­ται και η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση των φαρ­μά­κων αυ­τών δεν πλε­ο­νε­κτεί θε­ρα­πευ­τι­κά. 

Συ­στά­σεις : Τα ο­λι­κά ε­πί­πε­δα της σουλ­φο­να­μί­δης στο πλά­σμα πρέ­πει να προσ­δι­ο­ρί­ζον­ται τα­κτι­κά, ε­άν τα φάρ­μα­κα αυ­τά χο­ρη­γούν­ται ταυ­τό­χρο­να και για με­γά­λο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα.

Σουλ­φό­νες

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η προ­βε­νε­σί­δη αυ­ξά­νει τις φαρ­μα­κο­λο­γι­κές δρά­σεις και τις ε­πι­πλο­κές (αι­μο­λυ­τι­κή α­ναι­μί­α, με­θαι­μο­σφαι­ρι­ναι­μί­α και πε­ρι­φε­ρι­κή νευ­ρο­πά­θεια με μυι­κή α­δυ­να­μί­α), της δα­ψό­νης.

Μη­χα­νι­σμός : H προ­βε­νε­σί­δη μπο­ρεί να μει­ώ­σει την νε­φρι­κή α­πέκ­κρι­ση της δα­ψό­νης.

Συ­στά­σεις :

  • Ε­άν υ­πάρ­χουν εν­δεί­ξεις της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής, η δό­ση της δα­ψό­νης πρέ­πει να μει­ώ­νε­ται.
  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό αυ­τό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται για­τί μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν αύ­ξη­ση των ε­πι­πέ­δων της δα­ψό­νης.
Φα­μο­τι­δί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η προ­βε­νε­σί­δη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις α­να­με­νό­με­νες φαρ­μα­κο­λο­γι­κές δρά­σεις της φα­μο­τι­δί­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Η προ­βε­νε­σί­δη α­να­στέλ­λει πι­θα­νώς την νε­φρι­κή σω­λη­να­ρια­κή α­πέκ­κρι­ση της φα­μο­τι­δί­νης.

Συ­στά­σεις : Δεν χρει­ά­ζον­ται ι­δι­αί­τε­ρες προ­φυ­λά­ξεις.

Υ­πε­ρου­ρι­χαι­μι­κοί πα­ρά­γον­τες

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η πυ­ρα­ζι­να­μί­δη, η δι­α­ξο­ξί­δη, το οι­νό­πνευ­μα, η με­κα­μυ­λα­μί­νη και οι αν­τι­νε­ο­πλα­σμα­τι­κοί πα­ρά­γον­τες μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τις συγ­κεν­τρώ­σεις του ου­ρι­κού στον ο­ρό.

Συ­στά­σεις :

  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με τα φάρ­μα­κα αυ­τά η προ­βε­νε­σί­δη πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται σε με­γα­λύ­τε­ρη δό­ση.
  • Σε καρ­κι­νο­πα­θείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με χη­μει­ο­θε­ρα­πευ­τι­κούς πα­ρά­γον­τες, η προ­βε­νε­σί­δη, ό­πως και τα ου­ρι­κο­ζου­ρι­κά φάρ­μα­κα γε­νι­κά, μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τον κίν­δυ­νο νε­φρο­πά­θειας α­πό ου­ρι­κό ο­ξύ, γι΄ αυ­τό και πρέ­πει να α­πο­φεύ­γε­ται.

3.6.2   ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

Στον ο­ρό : 

  • BSP                                    ®  αύ­ξη­ση
  • Ου­ρι­κό ο­ξύ                         ®  ε­λάτ­τω­ση

 

Στα ού­ρα :

  • 17-κε­το­στε­ρο­ει­δή                ®  ε­λάτ­τω­ση
  • Α­σβέ­στιο                             ®  αύ­ξη­ση
  • Χλώ­ριο                               ®  αύ­ξη­ση
  • Σάκ­χα­ρο                             ®  αύ­ξη­ση
  • Μα­γνή­σιο                           ®  αύ­ξη­ση
  • Παν­το­θε­νι­κό ο­ξύ                 ®  ε­λάτ­τω­ση
  • Κά­λιο                                  ®  αύ­ξη­ση
  • Ρι­βο­φλα­βί­νη                       ®  αύ­ξη­ση
  • Νά­τριο                                ®  αύ­ξη­ση
  • Ου­ρι­κό ο­ξύ                         ®  αύ­ξη­ση

3.6.3   ΑΛΛΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

  • Η προ­βε­νε­σί­δη α­να­στέλ­λει την σω­λη­να­ρια­κή α­πέκ­κρι­ση του παν­το­θε­νι­κού ο­ξέ­ος και της ρι­βο­φλα­βί­νης και την εν­τε­ρι­κή α­πορ­ρό­φη­ση της ρι­βο­φλα­βί­νης και των α­μι­νο­ξέ­ων. Η ση­μα­σί­α των αλ­λη­λε­πι­δρά­σε­ων αυ­τών εί­ναι ά­γνω­στη.
  • Η αι­θα­νό­λη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τα ε­πί­πε­δα του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος στον ο­ρό και να αν­τα­γω­νι­σθεί την δρά­ση της προ­βε­νε­σί­δης, αυ­ξά­νον­τας την πι­θα­νό­τη­τα προ­σβο­λής ο­ξεί­ας ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας.

3.7   ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

  • Υ­πε­ρου­ρι­χαι­μί­α συν­δε­ό­με­νη με χρό­νια ου­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα και θε­ρα­πεί­α με δι­ου­ρη­τι­κά
  • Μεί­ω­ση νε­φρι­κής σω­λη­να­ρια­κής α­πέκ­κρι­σης ο­ρι­σμέ­νων αν­τι­βι­ο­τι­κών (πε­νι­κιλ­λί­νη, με­θι­κιλ­λί­νη, ο­ξα­κιλ­λί­νη, κλο­ξα­κιλ­λί­νη ή ναφ­κιλ­λί­νη).

3.8   ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

  • Υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α στο φάρ­μα­κο
  • Ο­ξεί­α ου­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα
  • Παι­διά η­λι­κί­ας <2 ε­τών
  • Νε­φρο­λι­θί­α­ση α­πό ου­ρι­κό ο­ξύ
  • Αι­μα­το­λο­γι­κές δυ­σκρα­σί­ες
  • Ι­στο­ρι­κό πε­πτι­κής ελ­κω­τι­κής νό­σου
  • Νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια
  • Θε­ρα­πεί­α με σα­λι­κυ­λι­κά

3.9   ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

3.9.1   ΥΠΕΡΟΥΡΙΧΑΙΜΙΑ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΗ ΜΕ ΟΥΡΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

Σκο­πός της θε­ρα­πεί­ας με προ­βε­νε­σί­δη εί­ναι η ε­λάτ­τω­ση των συγ­κεν­τρώ­σε­ων του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος στον ο­ρό σε ύ­ψος πε­ρί­που 6 mg/dl, ώ­στε να προ­λη­φθούν ή πε­ρι­ο­ρι­σθούν οι χρό­νι­ες αρ­θρι­κές αλ­λοι­ώ­σεις και ο σχη­μα­τι­σμός ου­ρι­κών τό­φων, να μει­ω­θεί η συ­χνό­τη­τα των προ­σβο­λών ο­ξεί­ας ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας και να βελ­τι­ω­θεί η νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α.

Ο ι­δα­νι­κός υ­πο­ψή­φιος για θε­ρα­πεί­α με προ­βε­νε­σί­δη έ­χει η­λι­κί­α <60 ε­τών, φυ­σι­ο­λο­γι­κή νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α (κά­θαρ­ση κρε­α­τι­νί­νης >80 ml/min-1), α­πέκ­κρι­ση ου­ρι­κού ο­ξέ­ος <700 mg η­με­ρη­σί­ως υ­πό γε­νι­κό δι­αι­το­λό­γιο και έλ­λει­ψη ι­στο­ρι­κού νε­φρι­κών λί­θων α­πό ου­ρι­κό ο­ξύ.

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :

  • Α­σθε­νείς με ου­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα και υ­πε­ρου­ρι­χαι­μί­α με χα­μη­λή α­πέκ­κρι­ση ου­ρι­κού ο­ξέ­ος α­πό τα ού­ρα (<700 mg/24ωρο) που δεν α­κο­λου­θούν ι­δι­αί­τε­ρο δι­αι­το­λό­γιο
  • Συ­χνές, α­να­πη­ρι­κές προ­σβο­λές ο­ξεί­ας ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας
  • Υ­πε­ρου­ρι­χαι­μί­α (ου­ρι­κό ο­ξύ ο­ρού >9 mg/dl), δε­δο­μέ­νου ό­τι στα ε­πί­πε­δα αυ­τά αυ­ξά­νε­ται η συ­χνό­τη­τα των νε­φρι­κών ε­πι­πλο­κών και των αρ­θρι­κών αλ­λοι­ώ­σε­ων. Κατ΄άλ­λους, η α­συμ­πτω­μα­τι­κή υ­πε­ρου­ρι­χαι­μί­α δεν εί­ναι έν­δει­ξη θε­ρα­πεί­ας με προ­βε­νε­σί­δη
  • Αύ­ξη­ση των συγ­κεν­τρώ­σε­ων του ου­ρι­κού στον ο­ρό >8.5-9 mg/dl α­σθε­νών με οι­κο­γε­νεια­κό ι­στο­ρι­κό το­φώ­δους ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας ή με χα­μη­λή νε­φρι­κή α­πέκ­κρι­ση ου­ρι­κού ο­ξέ­ος
  • Το­φώ­δης ου­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ :

  • Μει­ώ­νει τα ε­πί­πε­δα του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος στον ο­ρό και αυ­ξά­νει την α­πέκ­κρι­σή του α­πό τα ού­ρα, σε δό­σεις 0.5-3.0 gr η­με­ρη­σί­ως. Σε δό­ση 2 gr/24ωρο, αυ­ξά­νει την α­πέκ­κρι­ση του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος α­πό τα ού­ρα κα­τά 67% και μει­ώ­νει τα ε­πί­πε­δα του στον ο­ρό κα­τά 43% την 1η  ε­βδο­μά­δα, ε­νώ σε δό­ση 500 mg/24ωρο, κα­τά 46% και 27%, αν­τί­στοι­χα.

Το­10% πε­ρί­που των α­σθε­νών αν­τα­πο­κρί­νε­ται ε­παρ­κώς σε 500 mg, το 50%, σε 1 gr, το 25%, σε 1.5-2.0 gr και το υ­πό­λοι­πο 15%, σε 2.5-3 gr προ­βε­νε­σί­δης η­με­ρη­σί­ως.

  • Πε­ρι­ο­ρί­ζει το μέ­γε­θος των ου­ρι­κών τό­φων και προ­λα­βαί­νει τον σχη­μα­τι­σμό νέ­ων
  • Προ­λα­βαί­νει ή μει­ώ­νει την συ­χνό­τη­τα των προ­σβο­λών ο­ξεί­ας ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας.

ΠΡΟΣΟΧΗ : Η προ­βε­νε­σί­δη πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται MONO με­τά την ύ­φε­ση των συμ­πτω­μά­των της ο­ξεί­ας ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας. Η χο­ρή­γη­σή της στην ο­ξεί­α φά­ση της ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας με σκο­πό την τα­χεί­α πτώ­ση των ε­πι­πέ­δων του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος στον ο­ρό α­πο­τε­λεί θε­ρα­πευ­τι­κό σφάλ­μα.

3.9.2   ΥΠΕΡΟΥΡΙΧΑΙΜΙΑ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΗ ΣΕ ΑΛΛΑ ΑΙΤΙΑ

Η προ­βε­νε­σί­δη προ­ά­γει την α­πέκ­κρι­ση του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος σε α­σθε­νείς με υ­πε­ρου­ρι­χαι­μί­α δευ­τε­ρο­πα­θώς στη θε­ρα­πεί­α με θει­α­ζί­δες και δι­ου­ρη­τι­κά της αγ­κύ­λης. Πάν­τως, δεν πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­εί­ται για την θε­ρα­πεί­α της υ­πε­ρου­ρι­χαι­μί­ας της συν­δε­ό­με­νης με αν­τι­καρ­κι­νι­κά χη­μει­ο­θε­ρα­πευ­τι­κά φάρ­μα­κα, α­κτι­νο­βό­λη­ση ή μυ­ε­λο­ϋ­περ­πλα­στι­κά νο­σή­μα­τα, για­τί μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τον κίν­δυ­νο της νε­φρο­πά­θειας α­πό ου­ρι­κό ο­ξύ.

3.9.3   ΔΕΡΜΑΤΟΜΥΟΣΙΤΙΔΑ

Έ­να παι­δί με δερ­μα­το­μυ­ο­σί­τι­δα εί­χε θε­α­μα­τι­κή υ­πο­χώ­ρη­ση των υ­πο­δό­ρι­ων και εν­δο­μυ­ϊ­κών α­σβε­στώ­σε­ων με­τά α­πό θε­ρα­πεί­α με προ­βε­νε­σί­δη (Skuterud E et al, 1981).

3.9.4   ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΙΚΡΟΒΙΑΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Η προ­βε­νε­σί­δη μπο­ρεί να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί συμ­πλη­ρω­μα­τι­κά σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με αν­τι­μι­κρο­βια­κά φάρ­μα­κα, ι­δι­αί­τε­ρα για σο­βα­ρές ή αν­θι­στά­με­νες λοι­μώ­ξεις. Πα­λαι­ό­τε­ρα ε­χο­ρη­γεί­το ταυ­τό­χρο­να με με­γά­λες δό­σεις πε­νι­κιλ­λί­νης και σε φυ­μα­τι­κούς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με πα­ρα-α­μι­νο­σα­λι­κυ­λι­κό ο­ξύ. Σή­με­ρα, χο­ρη­γεί­ται ταυ­τό­χρο­να με πε­νι­κιλ­λί­νη στη θε­ρα­πεί­α των γο­νο­κοκ­κι­κών λοι­μώ­ξε­ων.

Η προ­βε­νε­σί­δη πε­ρι­ο­ρί­ζει την κά­θαρ­ση των ο­ξει­δω­τι­κών αν­τι­βι­ο­τι­κών (πε­νι­κιλ­λί­νες, κε­φα­λο­σπο­ρί­νες), αυ­ξά­νον­τας τις συγ­κεν­τρώ­σεις τους στο πλά­σμα έ­ως το 4πλάσιο και ε­πο­μέ­νως την θε­ρα­πευ­τι­κή τους δρά­ση. Η ε­λάτ­τω­ση της κά­θαρ­σης των αν­τι­βι­ο­τι­κών α­πο­δί­δε­ται σε α­να­σταλ­τι­κή δρά­ση της προ­βε­νε­σί­δης στα νε­φρι­κά σω­λη­νά­ρια, και τα αυ­ξη­μέ­να ε­πί­πε­δα των αν­τι­βι­ο­τι­κών στους ι­στούς, στην αύ­ξη­ση των ε­πι­πέ­δων τους στο πλά­σμα.

Η δο­κι­μα­σί­α PSP βο­η­θά στον κα­θο­ρι­σμό της α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας της προ­βε­νε­σί­δης στην α­να­στο­λή α­πέκ­κρι­σης της πε­νι­κιλ­λί­νης και στη δι­α­τή­ρη­ση των ε­πι­πέ­δων σε θε­ρα­πευ­τι­κό ύ­ψος. Ο­ταν η δό­ση της προ­βε­νε­σί­δης εί­ναι ε­παρ­κής, η νε­φρι­κή κά­θαρ­ση της PSP μει­ώ­νε­ται στο 1/5 του φυ­σι­ο­λο­γι­κού.

3.10   ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

Η προ­βε­νε­σί­δη γε­νι­κά εί­ναι κα­λά α­νε­κτή και ε­λεύ­θε­ρη σο­βα­ρών α­νε­πι­θύ­μη­των ε­νερ­γει­ών. Η συ­χνό­τη­τα των ε­πι­πλο­κών της α­νέρ­χε­ται σε 8-10%.

3.10.1   ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Ναυ­τί­α
  • Ε­με­τοι
  • Α­νο­ρε­ξί­α
  • Ου­λο­δυ­νί­α

3.10.2   ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ

  • Η­πα­τι­κή νέ­κρω­ση

 

 

3.10.3   ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ - ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ

  • Δερ­μα­τι­κά ε­ξαν­θή­μα­τα (1.35-5%), συ­χνά συν­δε­ό­με­να με πυ­ρε­τό
  • Κνη­σμός
  • Α­λω­πε­κί­α

3.10.4   ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Κε­φα­λαλ­γί­α
  • Ζά­λη

3.10.5   ΑΠΟ ΤΟ ΟΥΡΟΠΟΙΟΓΕΝΝΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Νε­φρω­σι­κό σύν­δρο­μο
  • Ου­ρι­κό­λι­θοι με/ή χω­ρίς αι­μα­του­ρί­α (1.4%)
  • Νε­φρι­κός κο­λι­κός
  • Συ­χνου­ρί­α
  • Ου­ρι­κή νε­φρο­πά­θεια

3.10.6   ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΕΣ

  • Κρί­σεις ο­ξεί­ας ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας (10%)

3.10.7   ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Α­πλα­στι­κή α­ναι­μί­α
  • Λευ­κο­πε­νί­α
  • Α­ναι­μί­α
  • Αι­μο­λυ­τι­κή α­ναι­μί­α, σχε­τι­ζό­με­νη ε­νί­ο­τε με γε­νε­τι­κή α­νε­πάρ­κεια της G6PD των ε­ρυ­θρών αι­μο­σφαι­ρί­ων

3.10.8   ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΥΠΕΡΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ (0.31%)

  • Δερ­μα­τί­τι­δα
  • Κνη­σμός
  • Πυ­ρε­τός
  • Ε­φι­δρώ­σεις
  • Υ­πό­τα­ση
  • Δύ­σπνοι­α
  • Κνί­δω­ση

3.10.9   ΑΛΛΕΣ

  • Πυ­ρε­τός (0.36%)
  • Ο­σφυ­αλ­γί­α  
  • Πό­νος στο λα­γό­νιο ο­στούν (9%)
  • Αγ­γει­ο­οί­δη­μα
  • Δυ­σκο­λί­α στην α­να­πνο­ή
  • Ε­ρύ­θη­μα
  • Πλευ­ρι­τι­κός πό­νος
  • Συ­σφιγ­κτι­κό αί­σθη­μα θώ­ρα­κα
  • Συ­ριγ­μός
  • Ε­ξά­ψεις προ­σώ­που
  • Αλ­λερ­γι­κή δερ­μα­τί­τι­δα
  • Αλ­λερ­γι­κός πυ­ρε­τός

3.11   ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ

Εκ­δη­λώ­σεις : Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες για την ο­ξεί­α το­ξι­κό­τη­τα της προ­βε­νε­σί­δης στον άν­θρω­πο εί­ναι πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νες. Έ­νας α­σθε­νής που πή­ρε 47.5 gr προ­βε­νε­σί­δης εμ­φά­νι­σε ε­μέ­τους, το­νι­κούς και κλο­νι­κούς σπα­σμούς, κα­τα­πλη­ξί­α και κώ­μα και με­γά­λη ε­λάτ­τω­ση των ε­πι­πέ­δων του ου­ρι­κού στον ο­ρό και θε­ρα­πεύ­θη­κε με φαι­νο­βαρ­βι­τά­λη και φαι­νυ­τοί­νη.

 

Θε­ρα­πεί­α :

  • Κέ­νω­ση του στο­μά­χου με προ­κλη­τό έ­με­το ή γα­στρι­κό σω­λή­να και βρα­χεί­ας δρά­σης βαρ­βι­του­ρι­κά πα­ρεν­τε­ρι­κά, ε­άν εμ­φα­νι­σθούν ση­μεί­α δι­έ­γερ­σης του ΚΝΣ.
  • Φαι­νο­βαρ­βι­τά­λη ή/και φαι­νυ­τοί­νη εν­δο­φλέ­βια, για τους σπα­σμούς.

3.12   ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΕ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ

Η προ­βε­νε­σί­δη μπο­ρεί να δώ­σει ψευ­δώς αυ­ξη­μέ­νες τι­μές για θε­ο­φυλ­λί­νη με την μέ­θο­δο Schack και Waxle, in vitro. Α­κό­μα, πα­ρεμ­βαί­νει στην μέ­τρη­ση των 17-κε­το­στε­ρο­ει­δών στα ού­ρα και μπο­ρεί να δώ­σει ψευ­δώς θε­τι­κά α­πο­τε­λέ­σμα­τα για σάκ­χα­ρο στα ού­ρα με τις με­θό­δους Benedict και Clinitest.

3.13   ΚΥΗΣΗ

Η α­σφά­λεια της προ­βε­νε­σί­δης στη διά­ρκεια της κύ­η­σης δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί. Η προ­βε­νε­σί­δη δι­έρ­χε­ται τον πλα­κούν­τα και α­νι­χνεύ­ε­ται στο αί­μα του ομ­φά­λιου λώ­ρου. Έ­χει χρη­σι­μο­ποι­η­θεί στη διά­ρκεια της κύ­η­σης χω­ρίς συ­νέ­πει­ες για την μη­τέ­ρα ή το παι­δί, αν και συν­δέ­ε­ται με τον θά­να­το ε­νός νε­ο­γνού, ο ο­ποί­ος ό­μως δεν α­πο­δεί­χθη­κε ό­τι ο­φεί­λε­το στην προ­βε­νε­σί­δη. Η χρή­ση της προ­βε­νε­σί­δης στη διά­ρκεια της κύ­η­σης πρέ­πει να πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται στη θε­ρα­πεί­α της ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας με υ­πε­ρου­ρι­χαι­μί­α.

3.14   ΓΑΛΟΥΧΙΑ

Δεν υ­πάρ­χουν πλη­ρο­φο­ρί­ες για την χρή­ση της προ­βε­νε­σί­δης στη διά­ρκεια της γα­λου­χί­ας, γι΄ αυ­τό και εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρο να α­πο­φεύ­γε­ται σε γυ­ναί­κες που θη­λά­ζουν.

3.15   ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ - ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ

Νε­ο­γνά : H προ­βε­νε­σί­δη αν­τεν­δεί­κνυ­ται στα νε­ο­γνά. 

Παι­διά : Η προ­βε­νε­σί­δη αν­τεν­δεί­κνυ­ται σε παι­διά η­λι­κί­ας <2 ε­τών. Σε παι­διά που θε­ρα­πεύ­ον­ται με αν­τι­βι­ο­τι­κά που α­να­στέλ­λουν την β-λα­κτα­μά­ση, μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί σε δό­ση αρ­χι­κά 25 mg/kg-1 και στη συ­νέ­χεια, 40 mg/kg-1 η­με­ρη­σί­ως σε δι­η­ρη­μέ­νες δό­σεις. Σε παι­διά βά­ρους >50 kg συ­νι­στά­ται δό­ση ε­νή­λι­κα.

Η­λι­κι­ω­μέ­νοι : Δεν χρει­ά­ζον­ται ι­δι­αί­τε­ρες προ­φυ­λά­ξεις, εφ΄ό­σον έ­χουν ε­παρ­κή νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α.

Κύ­η­ση : Η προ­βε­νε­σί­δη μπο­ρεί να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί στη διά­ρκεια της κύ­η­σης, αλ­λά μό­νο για την θε­ρα­πεί­α της ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας με υ­πε­ρου­ρι­χαι­μί­α.

Γα­λου­χί­α : Η προ­βε­νε­σί­δη εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρο να α­πο­φεύ­γε­ται σε γυ­ναί­κες που θη­λά­ζουν. 

Πε­πτι­κό έλ­κος : Η προ­βε­νε­σί­δη πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­εί­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με πε­πτι­κό έλ­κος.

Νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια : Η προ­βε­νε­σί­δη έ­χει χρη­σι­μο­ποι­η­θεί σε α­σθε­νείς με νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια, αλ­λά πι­θα­νώς σε με­γα­λύ­τε­ρες δό­σεις. Μπο­ρεί να εί­ναι α­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κή σε α­σθε­νείς με χρό­νια νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια, ι­δι­αί­τε­ρα ό­ταν η σπει­ρα­μα­τι­κή δι­ή­θη­ση εί­ναι £ 30 ml/min. Λό­γω του μη­χα­νι­σμού δρά­σης της, δεν πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται ταυ­τό­χρο­να με πε­νι­κιλ­λί­νη σε α­σθε­νείς με γνω­στή νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια.

Αι­μα­το­λο­γι­κά νο­σή­μα­τα : Η προ­βε­νε­σί­δη πρέ­πει να α­πο­φεύ­γε­ται σε α­σθε­νείς με αι­μα­το­λο­γι­κές δυ­σκρα­σί­ες.

Αν­τι­δρά­σεις υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας : Οι πε­ρισ­σό­τε­ρες α­πό τις σο­βα­ρές αλ­λερ­γι­κές και α­να­φυ­λα­κτι­κές αν­τι­δρά­σεις της προ­βε­νε­σί­δης εμ­φα­νί­ζον­ται με­ρι­κές ώ­ρες με­τά την χο­ρή­γη­σή της σε α­σθε­νείς ή­δη ε­κτε­θει­μέ­νους στο φάρ­μα­κο. Ε­άν εμ­φα­νι­σθούν αν­τι­δρά­σεις υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας, η προ­βε­νε­σί­δη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται. Ε­άν εμ­φα­νι­σθεί ε­ξάν­θη­μα σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με προ­βε­νε­σί­δη ταυ­τό­χρο­να με πε­νι­κιλ­λί­νη και ο υ­πεύ­θυ­νος πα­ρά­γον­τας δεν μπο­ρεί να προσ­δι­ο­ρι­σθεί, πρέ­πει να δι­α­κό­πτον­ται και τα 2 φάρ­μα­κα.

3.16   ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

  • Η προ­βε­νε­σί­δη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει την συ­χνό­τη­τα των ε­πει­σο­δί­ων της ο­ξεί­ας ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας στο δι­ά­στη­μα των πρώ­των 6-12 μη­νών της θε­ρα­πεί­ας. Ο κίν­δυ­νος αυ­τός πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται ε­άν χο­ρη­γη­θεί σε μι­κρές δό­σεις (π.χ. 250 mg 2 φο­ρές η­με­ρη­σί­ως) και ταυ­τό­χρο­να με κολ­χι­κί­νη. Ε­άν προ­κα­λέ­σει ο­ξεί­α ου­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα, μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί κολ­χι­κί­νη ή άλ­λα φάρ­μα­κα
  • Σε α­σθε­νείς με ου­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα, η προ­βε­νε­σί­δη μπο­ρεί να ευ­νο­ή­σει την α­νά­πτυ­ξη ου­ρι­κό­λι­θων, οι ο­ποί­οι μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν αι­μα­του­ρί­α, νε­φρι­κό κο­λι­κό και πλευ­ρο­στερ­νι­κό πό­νο. Οι ε­πι­πλο­κές αυ­τές μπο­ρεί να προ­λη­φθούν με αλ­κα­λο­ποί­η­ση των ού­ρων και ε­παρ­κή ε­νυ­δά­τω­ση, αλ­λά με προ­σε­κτι­κή πα­ρα­κο­λού­θη­ση της ο­ξε­ο­βα­σι­κής ι­σορ­ρο­πί­ας
  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με προ­βε­νε­σί­δη πρέ­πει να α­πο­φεύ­γουν την κα­τά­χρη­ση οι­νο­πνεύ­μα­τος.
  • Τα σα­λι­κυ­λι­κά, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό την δό­ση, αν­τεν­δεί­κνυν­ται σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με προ­βε­νε­σί­δη, δε­δο­μέ­νου ό­τι αν­τα­γω­νί­ζον­ται την ου­ρι­κο­ζου­ρι­κή δρά­ση της προ­βε­νε­σί­δης. Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με προ­βε­νε­σί­δη που χρει­ά­ζον­ται έ­ναν ή­πιο α­ναλ­γη­τι­κό πα­ρά­γον­τα εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρη η α­κε­τα­μι­νο­φαί­νη, πα­ρά η α­σπι­ρί­νη, α­κό­μα και σε μι­κρές δό­σεις.
  • Οι α­σθε­νείς με ι­στο­ρι­κό νε­φρο­λι­θί­α­σης α­πό ου­ρι­κό ο­ξύ ή/και α­πο­βο­λή ου­ρι­κού ο­ξέ­ος α­πό τα ού­ρα >700 mg η­με­ρη­σί­ως πρέ­πει να θε­ρα­πεύ­ον­ται με αλ­λο­που­ρι­νό­λη και ό­χι με προ­βε­νε­σί­δη. 
  • Ε­πει­δή το ου­ρι­κό ο­ξύ έ­χει την τά­ση να κρυ­σταλ­λο­ποι­εί­ται σε ό­ξι­να ού­ρα, οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν προ­βε­νε­σί­δη πρέ­πει να προσ­λαμ­βά­νουν ά­φθο­να υ­γρά, ό­πως και ε­παρ­κείς πο­σό­τη­τες διτ­ταν­θρα­κι­κού να­τρί­ου (3-7.5 gr η­με­ρη­σί­ως) ή κι­τρι­κού κα­λί­ου (7.5 mg/24ωρο) για να δι­α­τη­ρη­θεί η αλ­κα­λο­ποί­η­ση των ού­ρων. Τα ού­ρα πρέ­πει να πα­ρα­μέ­νουν αλ­κα­λι­κά μέ­χρις ό­του τα ε­πί­πε­δα του ου­ρι­κού στον ο­ρό ε­πι­στρέ­ψουν σε φυ­σι­ο­λο­γι­κά ό­ρια και οι το­φώ­δεις ε­να­πο­θέ­σεις ε­ξα­φα­νι­σθούν, δηλ. ό­σο το ου­ρι­κό ο­ξύ α­πο­βάλ­λε­ται σε με­γά­λα πο­σά α­πό τα ού­ρα. 

3.17   ΔΟΣΕΙΣ - ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ

3.17.1   ΥΠΕΡΟΥΡΙΧΑΙΜΙΑ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΗ ΜΕ ΟΥΡΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

Θεραπευτικό σχήμα : 250 mg (1/2 δι­σκί­ο) 2 φο­ρές η­με­ρη­σί­ως Χ μί­αν ε­βδο­μά­δα, και στη συ­νέ­χεια 500 mg (1 δι­σκί­ο) 2 φο­ρές η­με­ρη­σί­ως.

Ε­άν η θε­ρα­πευ­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση δεν εί­ναι ι­κα­νο­ποι­η­τι­κή, η δό­ση μπο­ρεί να αυ­ξη­θεί κα­τά 500 mg κά­θε 4 ε­βδο­μά­δες, μέ­χρι 2 gr η­με­ρη­σί­ως. Η μέ­γι­στη δό­ση δεν πρέ­πει να υ­περ­βαί­νει τα 3 gr η­με­ρη­σί­ως. Το 50% των α­σθε­νών έ­χει ι­κα­νο­ποι­η­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση με 1 gr προ­βε­νε­σί­δης η­με­ρη­σί­ως.

Εφ΄ό­σον ο α­σθε­νής πα­ρα­μεί­νει ε­λεύ­θε­ρος προ­σβο­λών ο­ξεί­ας ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας ε­πί 6 του­λά­χι­στον μή­νες και οι συγ­κεν­τρώ­σεις του ου­ρι­κού στο πλά­σμα εί­ναι εν­τός α­πο­δε­κτών ο­ρί­ων, η κα­θη­με­ρι­νή δό­ση μπο­ρεί προ­ο­δευ­τι­κά να μει­ω­θεί κα­τά 500 mg κά­θε 6 μή­νες στο χα­μη­λό­τε­ρο δυ­να­τό α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό ε­πί­πε­δο συν­τή­ρη­σης και να συ­νε­χι­σθεί στο ύ­ψος αυ­τό α­πε­ρι­ό­ρι­στα. Α­κα­νό­νι­στα δο­σο­λο­γι­κά σχή­μα­τα μπο­ρεί να ο­δη­γή­σουν σε αυ­ξη­μέ­νες συγ­κεν­τρώ­σεις ου­ρι­κού στον ο­ρό.

Για να α­πο­φευ­χθεί ο κίν­δυ­νος ο­ξεί­ας ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας ή ου­ρι­κής νε­φρο­λι­θί­α­σης, η προ­βε­νε­σί­δη πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται αρ­χι­κά σε μι­κρές δό­σεις αυ­ξα­νό­με­νες κα­τά δι­α­στή­μα­τα, μέ­χρις ό­του τα ε­πί­πε­δα του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος στον ο­ρό στα­θε­ρο­ποι­η­θούν <7 mg/100 ml, δηλ. στο ε­λά­χι­στο ύ­ψος ό­που το ου­ρι­κό δι­α­χέ­ε­ται στο ε­ξω­κυτ­τά­ριο υ­γρό.

Ε­άν, με το δο­σο­λο­γι­κό αυ­τό σχή­μα, τα συμ­πτώ­μα­τα της ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας δεν ε­λέγ­χον­ται ή ε­άν η 24ωρη α­πέκ­κρι­ση του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος α­πό τα ού­ρα δεν υ­περ­βαί­νει τα 700 mg, η κα­θη­με­ρι­νή δό­ση της προ­βε­νε­σί­δης μπο­ρεί να αυ­ξη­θεί κα­τά 500 mg/ε­βδο­μά­δα κά­θε 4 ε­βδο­μά­δες μέ­χρι την μέ­γι­στη δό­ση 2-3 gr η­με­ρη­σί­ως, ι­δι­αί­τε­ρα σε α­σθε­νείς με ή­πια νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια.

H προ­βε­νε­σί­δη δεν έ­χει α­ναλ­γη­τι­κή ή αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δη δρά­ση, γι΄αυ­τό και μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει έ­ξαρ­ση και να πα­ρα­τεί­νει την φλεγ­μο­νή ε­άν χο­ρη­γη­θεί στη διά­ρκεια ε­πει­σο­δί­ου ο­ξεί­ας ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας και πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται 2-3 ε­βδο­μά­δες με­τά την ύ­φε­ση της αρ­θρί­τι­δας.

Ο κίν­δυ­νος προ­σβο­λής ο­ξεί­ας ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας στη διά­ρκεια των πρώ­των μη­νών της  θε­ρα­πεί­ας με προ­βε­νε­σί­δη μπο­ρεί να πε­ρι­ο­ρι­σθεί με την ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση κολ­χι­κί­νης ή ε­νός ΜΣΑΦ. Ε­άν, στην έ­ναρ­ξη της θε­ρα­πεί­ας με προ­βε­νε­σί­δη, προ­κλη­θεί ε­πει­σό­διο ο­ξεί­ας ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας, η προ­βε­νε­σί­δη μπο­ρεί να συ­νε­χι­σθεί χω­ρίς να τρο­πο­ποι­η­θεί η δό­ση της και να χο­ρη­γη­θεί κολ­χι­κί­νη σε πλή­ρεις δό­σεις ή έ­να ΜΣΑΦ.

Η προ­βε­νε­σί­δη, ε­άν δεν έ­χει ι­κα­νο­ποι­η­τι­κό α­πο­τέ­λε­σμα, μπο­ρεί να συν­δυα­σθεί με σουλ­φιν­πυ­ρα­ζό­νη, δε­δο­μέ­νου ό­τι πα­ρα­τεί­νει την διά­ρκεια δρά­σης της δεύ­τε­ρης α­να­στέλ­λον­τας την α­πέκ­κρι­σή της (Perel JM et al, 1966). 

Η προ­βε­νε­σί­δη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή, μό­νον ό­ταν η νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α εί­ναι φυ­σι­ο­λο­γι­κή. Σε α­σθε­νείς με προ­ο­δευ­τι­κά ε­πι­δει­νού­με­νη νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια, η δρά­ση της βαθ­μια­ία ε­ξα­σθε­νεί, γι΄ αυ­τό και η προ­βε­νε­σί­δη πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται σε με­γα­λύ­τε­ρες δό­σεις ό­ταν η κά­θαρ­ση της κρε­α­τι­νί­νης κυ­μαί­νε­ται με­τα­ξύ 40-50 ml/min, ε­νώ δεν έ­χει δρά­ση ό­ταν εί­ναι <20 ml/min.

Με­ρι­κές η­μέ­ρες με­τά την έ­ναρ­ξη της θε­ρα­πεί­ας με προ­βε­νε­σί­δη, οι συγ­κεν­τρώ­σεις του ου­ρι­κού στον ο­ρό συ­νή­θως υ­πο­χω­ρούν στα κα­τώ­τε­ρα ό­ρια και η α­πο­βο­λή του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος α­πό τα ού­ρα αυ­ξά­νε­ται πά­νω α­πό τα προ­θε­ρα­πευ­τι­κά ε­πί­πε­δα. Πα­ράλ­λη­λα, οι συγ­κεν­τρώ­σεις του ου­ρι­κού στα ού­ρα αυ­ξά­νον­ται, γι΄ αυ­τό και, για να α­πο­φευ­χθεί ο σχη­μα­τι­σμός ου­ρι­κών κρυ­στάλ­λων, τα ού­ρα πρέ­πει να έ­χουν αλ­κα­λι­κό pH. Η αύ­ξη­ση της νε­φρι­κής α­πέκ­κρι­σης του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος, η ο­ποί­α δια­ρκεί συ­νή­θως μό­νο με­ρι­κές η­μέ­ρες, μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει στην α­νά­πτυ­ξη νε­φρι­κών λί­θων στο 9% των α­σθε­νών.

Σε πά­σχον­τες α­πό ου­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα, η προ­βε­νε­σί­δη (σε δό­ση 1.5 gr/24ωρο) μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει υ­πε­ρα­σβε­στι­ου­ρί­α (Weinberger A et al, 1983), γι' αυ­τό και πρέ­πει πι­θα­νώς να α­πο­φεύ­γε­ται σε α­σθε­νείς με νε­φρο­λι­θί­α­ση. Οι υ­πε­ρου­ρι­χαι­μι­κοί α­σθε­νείς, ε­πει­δή πα­ρά­γουν με­γά­λες πο­σό­τη­τες που­ρι­νών, α­πο­βάλ­λουν με­γά­λες πο­σό­τη­τες ου­ρι­κού ο­ξέ­ος, γι΄ αυ­τό και έ­χουν με­γα­λύ­τε­ρο κίν­δυ­νο νε­φρο­λι­θί­α­σης. Ο κίν­δυ­νος αυ­τός εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρος στην έ­ναρ­ξη της θε­ρα­πεί­ας με ου­ρι­κο­ζου­ρι­κούς πα­ρά­γον­τες, ο­πό­τε α­πο­βάλ­λον­ται αυ­ξη­μέ­νες πο­σό­τη­τες ου­ρι­κού ο­ξέ­ος α­πό τα ού­ρα. Γι' αυ­τό και οι ου­ρι­κο­ζου­ρι­κοί πα­ρά­γον­τες εν­δεί­κνυν­ται σε α­σθε­νείς που α­πο­βάλ­λουν <700 mg ου­ρι­κών α­λά­των η­με­ρη­σί­ως, ε­νώ α­κο­λου­θούν δί­αι­τα ε­λεύ­θε­ρη που­ρι­νών.

Πάν­τως, και οι α­σθε­νείς αυ­τοί έ­χουν αυ­ξη­μέ­νη α­πο­βο­λή ου­ρι­κού ο­ξέ­ος στην αρ­χή της θε­ρα­πεί­ας, που συ­νε­χί­ζε­ται μέ­χρις ό­του στα­θε­ρο­ποι­η­θούν οι νέ­ες τι­μές του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος στον ο­ρό, ο­πό­τε και η α­πο­βο­λή του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος ε­πα­νέρ­χε­ται στα προ­θε­ρα­πευ­τι­κά ε­πί­πε­δα. Ο κίν­δυ­νος σχη­μα­τι­σμού λί­θων μει­ώ­νε­ται με την έ­ναρ­ξη της α­γω­γής με μι­κρό­τε­ρες δό­σεις προ­βε­νε­σί­δης, με την ά­φθο­νη λή­ψη υ­γρών και, ε­άν εί­ναι α­πα­ραί­τη­το, με την αλ­κα­λο­ποί­η­ση των ού­ρων με pH >6.

3.17.2   ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΜΕ ΑΝΤΙΒΙΟΤΙΚΑ

Η συ­νή­θης δό­ση της προ­βε­νε­σί­δης για την ε­λάτ­τω­ση της σω­λη­να­ρια­κής α­πέκ­κρι­σης των πε­νι­κιλ­λι­νών και των κε­φα­λο­σπο­ρι­νών εί­ναι 500 mg κά­θε 6 ώ­ρες ή λι­γό­τε­ρο σε η­λι­κι­ω­μέ­νους α­σθε­νείς με πι­θα­νή νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια. Η προ­βε­νε­σί­δη δεν πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται σε α­σθε­νείς με νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια ι­κα­νή να κα­θυ­στε­ρή­σει την α­πέκ­κρι­ση των αν­τι­μι­κρο­βια­κών.

Στα παι­διά η­λι­κί­ας >2 ε­τών και βά­ρους <50 kg η δό­ση της προ­βε­νε­σί­δης εί­ναι αρ­χι­κά 25 mg/kg/ 24ωρο (700 mg/m2), α­κο­λου­θού­με­νη α­πό 10 mg/kg (300 mg/m2) κά­θε 6 ώ­ρες.

Οι ε­φά­παξ δό­σεις 1 gr προ­βε­νε­σί­δης χο­ρη­γούν­ται ταυ­τό­χρο­να με τα per os αν­τι­βι­ο­τι­κά ή 30΄ πριν α­πό την έ­νε­ση του αν­τι­βι­ο­τι­κού στη θε­ρα­πεί­α της γο­νόρ­ροι­ας.

Ο­ξεί­α μη ε­πι­πλα­κεί­σα γο­νο­κοκ­κι­κή λοί­μω­ξη (ου­ρή­θρας, κόλ­που, ορ­θού) :

  • Προ­κα­ϊ­νού­χος πε­νι­κιλ­λί­νη G 4.800.000 μο­νά­δες IM, σε 2 του­λά­χι­στον δό­σεις σε δι­α­φο­ρε­τι­κά ση­μεί­α στην ί­δια ε­πί­σκε­ψη + 1 gr προ­βε­νε­σί­δης per os πριν α­πό τις ε­νέ­σεις, ή 3.5 g αμ­πι­κιλ­λί­νης ή 3 gr α­μο­ξυ­κιλ­λί­νης και 1 g προ­βε­νε­σί­δης ταυ­τό­χρο­να per os

Γο­νο­κοκ­κι­κή λοί­μω­ξη φά­ρυγ­γα :

  • Υ­δα­τι­κή προ­κα­ϊ­νού­χος πε­νι­κιλ­λί­νη G 4.800.000 μο­νά­δες IM, σε 2 του­λά­χι­στον δό­σεις σε δι­α­φο­ρε­τι­κά ση­μεί­α στην ί­δια ε­πί­σκε­ψη + 1 gr προ­βε­νε­σί­δης πριν α­πό τις ε­νέ­σεις

Μη ε­πι­πλα­κεί­σα γο­νόρ­ροι­α σε εγ­κύ­ους : 

  • Υ­δα­τι­κή προ­κα­ϊ­νού­χος πε­νι­κιλ­λί­νη G 4.800.000 μο­νά­δες IM, σε 2 του­λά­χι­στον δό­σεις σε δι­α­φο­ρε­τι­κά ση­μεί­α στην ί­δια ε­πί­σκε­ψη ή 3.5 g αμ­πι­κιλ­λί­νης per os + 1 g προ­βε­νε­σί­δης ταυ­τό­χρο­να per os

Ο­ξεί­α γο­νο­κοκ­κι­κή σαλ­πιγ­γί­τι­δα : 

  • Υ­δα­τι­κή προ­κα­ϊ­νού­χος πε­νι­κιλ­λί­νη G ή αμ­πι­κιλ­λί­νη + προ­βε­νε­σί­δη, ό­πως στην γο­νόρ­ροι­α των εγ­κύ­ω, α­κο­λου­θού­με­νη α­πό 500 mg αμ­πι­κιλ­λί­νης κά­θε 6 ώ­ρες Χ 10 η­μέ­ρες

Δι­ά­χυ­τη γο­νο­κοκ­κι­κή λοί­μω­ξη (σύν­δρο­μο αρ­θρί­τι­δας-δερ­μα­τί­τι­δας) : 

  • Κρυ­σταλ­λι­κή πε­νι­κιλ­λί­νη G 10.000.000 μο­νά­δες ΕΦ κα­θη­με­ρι­νά Χ 3 η­μέ­ρες ή μέ­χρις ό­του προ­κύ­ψει ση­μαν­τι­κή κλι­νι­κή βελ­τί­ω­ση. Στη συ­νέ­χεια, μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θούν 500 mg αμ­πι­κιλ­λί­νης κά­θε 6 ώ­ρες per os μέ­χρις ό­του συμ­πλη­ρω­θούν 7 η­μέ­ρες θε­ρα­πεί­ας, ή 3.5 gr αμ­πι­κιλ­λί­νης per os + 1 gr προ­βε­νε­σί­δης, α­κο­λου­θού­με­νη α­πό 500 mg αμ­πι­κιλ­λί­νης κα­θη­με­ρι­νά κά­θε 6 ώ­ρες Χ 7 του­λά­χι­στον η­μέ­ρες.

Νευ­ρο­σύ­φι­λη (στους ε­νή­λι­κες) : 

  • Προ­κα­ϊ­νού­χος πε­νι­κιλ­λί­νη G 2.400.000 μο­νά­δες ΙΜ κά­θε 6 ώ­ρες Χ 10 η­μέ­ρες + 500 mg προ­βε­νε­σί­δης per os. Στη συ­νέ­χεια, 2.400.000 μο­νά­δες βεν­ζα­θι­νι­κής πε­νι­κιλ­λί­νης G εν­δο­μυ­ϊ­κά κά­θε ε­βδο­μά­δα Χ 3 ε­βδο­μά­δες, χω­ρίς προ­βε­νε­σί­δη. Οι κα­τα­σκευα­στές συ­νι­στούν η προ­βε­νε­σί­δη να χο­ρη­γεί­ται του­λά­χι­στον 30΄πριν α­πό την πα­ρεν­τε­ρι­κή χο­ρή­γη­ση του αν­τι­βι­ο­τι­κού.

Γο­νο­κοκ­κι­κή λοί­μω­ξη (στα παι­διά) :

  • Παι­διά η­λι­κί­ας <2 ε­τών : H προ­βε­νε­σί­δη αν­τεν­δεί­κνυ­ται.
  • Παι­διά η­λι­κί­ας 2-14 ε­τών : Αρ­χι­κή δό­ση : 25 mg/kg (ή 0.7 g/m2). Δό­ση συν­τή­ρη­σης : 40 mg/kg (ή 1.2 g/m2)/24ωρο, σε 4 δό­σεις.
  • Παι­διά με­τε­φη­βι­κής η­λι­κί­ας ή/και βά­ρους >50 kg : Δο­σο­λο­γι­κό σχή­μα ό­πως στους ε­νή­λι­κες.
  • Μη ε­πι­πλα­κεί­σα αι­δοι­ο­κολ­πί­τι­δα και ου­ρη­θρί­τι­δα : 75.000–100.000 μο­νά­δες/kg υ­δα­τι­κής προ­κα­ϊ­νού­χου πε­νι­κιλ­λί­νης G IM + προ­βε­νε­σί­δη 23 mg/kg per os.

3.17.3   ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ PARKINSON ΚΑΙ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗΣ

Δοσολογικό σχήμα : 500 mg προ­βε­νε­σί­δης κά­θε 12 ώ­ρες (συ­νο­λι­κά 5 δό­σεις). Δώ­δε­κα ώ­ρες με­τά την τε­λευ­ταί­α δό­ση με­τρά­ται η 5-ΗΙΑΑ ή το HVA στο ΕΝΥ. Οι συγ­κεν­τρώ­σεις του HVA σε α­σθε­νείς με σύν­δρο­μο Parkinson και του 5-ΗΙΑΑ σε α­σθε­νείς με κα­τά­θλι­ψη εί­ναι χα­μη­λό­τε­ρες απ΄ ό,τι σε υ­γι­ή ά­το­μα.

3.18   ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ

   Εμ­πο­ρι­κή ο­νο­μα­σί­α

    Μορ­φές-πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τες

       Κα­τα­σκευα­στής

  Benemid

Tabl. 100 X 500 mg      

ΙΦΕΤ 

3.19   ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ

Η προ­βε­νε­σί­δη δι­α­τί­θε­ται σε συν­δυα­σμό με αμ­πι­κιλ­λί­νη, α­μο­ξυ­κιλ­λί­νη ή κολ­χι­κί­νη.

Δι­σκί­α : Κά­θε δι­σκί­ο πε­ρι­έ­χει 500 mg προ­βε­νε­σί­δης, στε­α­ρι­κό α­σβέ­στιο, D & C Yellow 10, ζε­λα­τί­νη, υ­δρο­ξυ­προ­πυ­λο­με­θυλ­κυτ­τα­ρί­νη, ο­ξεί­διο σι­δή­ρου, αν­θρα­κι­κό μα­γνή­σιο, πο­λυ­αι­θυ­λε­νο γλυ­κό­λη, ά­μυ­λο, ταλκ και δι­ο­ξεί­διο του τι­τα­νί­ου.

3.20   ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΥΛΑΞΗ ΤΩΝ ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΩΝ

Τα δι­σκί­α γε­νι­κά πρέ­πει να φυ­λάσ­σον­ται σε θερ­μο­κρα­σί­α <25Ο C, σε ξη­ρό μέ­ρος. Στην Αγ­γλί­α έ­χουν διά­ρκεια ζω­ής 5 χρό­νια.

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΒΕΝΕΣΙΔΗΣ

Η προ­βε­νε­σί­δη εί­ναι χρή­σι­μο ου­ρι­κο­ζου­ρι­κό φάρ­μα­κο για την αν­τι­με­τώ­πι­ση της ι­δι­ο­πα­θούς και δευ­τε­ρο­πα­θούς υ­πε­ρου­ρι­χαι­μί­ας, ι­δι­αί­τε­ρα σε α­σθε­νείς με χα­μη­λή α­πο­βο­λή ου­ρι­κού ο­ξέ­ος α­πό τα ού­ρα (<700 mg/24ωρο), αλ­λά δεν πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­εί­ται για την αν­τι­με­τώ­πι­ση της ο­ξεί­ας ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας, για­τί μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει ε­πι­δεί­νω­ση της φλεγ­μο­νής.

Εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρη και πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­εί­ται πριν α­πό την αλ­λο­που­ρι­νό­λη, εφ΄ό­σον εν­δεί­κνυ­ται, δε­δο­μέ­νου ό­τι εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή και λι­γό­τε­ρο το­ξι­κή, αν και η αλ­λο­που­ρι­νό­λη έ­χει ε­πι­κρα­τή­σει στην κλι­νι­κή πρά­ξη για την αν­τι­με­τώ­πι­ση της υ­πε­ρου­ρι­χαι­μί­ας. Α­κό­μα, μπο­ρεί να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί για να αυ­ξή­σει το θε­ρα­πευ­τι­κό α­πο­τέ­λε­σμα ο­ρι­σμέ­νων αν­τι­βι­ο­τι­κών, αν και η έν­δει­ξη αυ­τή τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια έ­χει α­το­νή­σει, ε­νώ στην Ελ­λά­δα δεν χρη­σι­μο­ποι­εί­ται α­πό μα­κρού.

 

 

 

 



Who is who

Θέματα

Συλλογή Φωτογραφιών

Τι είναι ο ρευματολόγος

Βότανα-Φυσικές ουσίες