Προβενεσίδη (Probenecid)
Η προβενεσίδη είναι ουρικοζουρικός παράγοντας, παράγωγο της σουλφοναμίδης. Είναι τυπικός ανταγωνιστικός αναστολέας της μεταφοράς των οργανικών οξέων στους νεφρούς και άλλα όργανα. Η προβενεσίδη είναι λευκή ή υπόλευκη, άοσμη, λεπτή κρυσταλλική σκόνη με ελαφρώς πικρή γεύση. Είναι διαλυτή στο οινόπνευμα, την ακετόνη, το χλωροφόρμιο και τα αραιωμένα αλκάλεα, ελαφρά διαλυτή σε άνυδρη αλκοόλη, ελαφρώς ή πολύ ελαφρά διαλυτή στον αιθέρα, πρακτικά αδιάλυτη στο ύδωρ και σε αραιωμένα οξέα. Έχει μοριακό βάρος 285. 36 και pKa, 3.4.
Προβενεσίδη (Probenecid)
Χημικό όνομα : 4-[Dipropylamino)sulfonyl] benzoic acid
Μοριακός τύπος : C13H19NO4S
ΕΙΚΟΝΑ 73 : Συντακτικός τύπος προβενεσίδης
3.2 ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ
ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ-ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΡΑΣΗΣ
- Αυξάνει την νεφρική απέκκριση του ουρικού οξέος και μειώνει τα επίπεδα του ουρικού στο πλάσμα, αναστέλλοντας την ενεργό επαναρρόφησή του από τα εγγύς εσπειραμένα νεφρικά σωληνάρια (Diamond HS and Paolino JS, 1973; Steele TH and Boner G, 1973). Η δράση αυτή δεν επηρεάζει σημαντικά την απέκκριση της ξανθίνης ή της υποξανθίνης, αλλά παρεμβαίνει στην επαναρρόφηση, μειώνοντας επομένως τον t(1/2), της οξυπουρινόλης. Η υπερικοζουρία ελαττώνει την δεξαμενή του ουρικού, επιβραδύνει τις εναποθέσεις και προάγει την απορρόφησή τους.
- Αναστέλλει ανταγωνιστικά την απέκκριση πολλών ασθενών οργανικών οξέων από τα εγγύς και άπω νεφρικά σωληνάρια, όπως οι πενικιλλίνες, οι περισσότερες κεφαλοσπορίνες και μερικά άλλα αντιβιοτικά που αναστέλλουν την β-λακταμάση.
Γενικά, η δράση της στις συγκεντρώσεις των ασθενών οξέων στο πλάσμα εξαρτάται από την σχέση της ποσότητας των οργανικών οξέων που απεκκρίνονται από τους νεφρούς με την ποσότητα που διηθείται στα νεφρικά σπειράματα. Επομένως, η προβενεσίδη αυξάνει σημαντικά στο πλάσμα τις συγκεντρώσεις των οξειδωτικών φαρμάκων που απεκκρίνονται κυρίως μέσω των νεφρών, αλλά αυξάνει ελαφρώς τις συγκεντρώσεις αυτών που απεκκρίνονται κυρίως με διήθηση.
Ο κυτταρικός μηχανισμός ο υπεύθυνος για την αναστολή της νεφρικής σωληναριακής μεταφοράς από την προβενεσίδη δεν είναι γνωστός. Η προβενεσίδη μπορεί να αναστέλλει ένζυμα μεταφοράς τα οποία απαιτούν μία πηγή φωσφορικών δεσμών υψηλής ενέργειας ή/και παρεμβαίνει στην είσδυση του υποκατάστατου στους πρωτεϊνικούς υποδοχείς στα νεφρικά σωληνάρια.
- Παρατείνει τον t(1/2) και μειώνει τον όγκο κατανομής των πενικιλλινών και των κεφαλοσπορινών
- Αναστέλλει την νεφρική μεταφορά πολλών φαρμάκων (αμινοϊππουρικό και αμινοσαλικυλικό οξύ, ινδομεθακίνη, ιωδομεθαμάτη και άλλα σχετικά ιωδιωμένα οργανικά οξέα, 17-κετοστεροειδή, παντοθενικό οξύ, φαινολοσουλφοφθαλείνη, σουλφοναμίδες, σουλφονυλουρίες)
- Μειώνει την νεφρική και ηπατική απέκκριση της BSP
- Αναστέλλει την σωληναριακή επαναρρόφηση του φωσφόρου, σε υποπαραθυρεοειδικούς, αλλ΄ όχι σε ευπαραθυρεοειδικούς, ασθενείς
- Αυξάνει τις συγκεντρώσεις του 5-υδροξυινδολοξεικού και ομοβαλλινικού οξέος, της κυκλικής αδενοσίνης και της 4-υδροξυ-3-μεθοξυφαινυλογλυκόλης στο ΕΝΥ, πιθανώς λόγω αναστολής της ενεργού μεταφοράς των οξέων αυτών από το ΕΝΥ στο αίμα
- Ανταγωνίζεται την κατακράτηση και επομένως μειώνει την απέκκριση της ριφαμπικίνης και της βρωμοσουλφοφθαλείνης από το ήπαρ και αναστέλλει την εντερική απορρόφηση της ριβοφλαβίνης
- Δεν επηρεάζει την νεφρική αιματική ροή και την σπειραματική διήθηση ή την σωληναριακή επαναρρόφηση της γλυκόζης, της αργινίνης, της ουρίας, του νατρίου, του καλίου, του χλωρίου και του φωσφόρου, σε φυσιολογικά άτομα (Gutman AB, 1966)
- Δεν επηρεάζει τις συγκεντρώσεις των σαλικυλικών στο πλάσμα και την απέκκριση της στρεπτομυκίνης, της χλωραμφαινικόλης, της χλωροτετρακυκλίνης, της οξυτετρακυκλίνης και της νεομυκίνης
- Αυξάνει την συχνότητα των αναπνοών και προκαλεί μυικές συστροφές, εμέτους, απώλεια κοπράνων και ούρων και κλονικούς και τονικούς σπασμούς, εάν χορηγηθεί σε τοξικές δόσεις σε ποντικούς, αρουραίους, κουνέλια και σκύλους (ΠΙΝΑΚΑΣ 13).
· Δεν έχει αντιφλεγμονώδη ή αναλγητική δράση.
3.3 ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ
ΠΙΝΑΚΑΣ 13
ΟΞΕΙΑ ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ ΠΡΟΒΕΝΕΣΙΔΗΣ ΣΤΑ ΖΩΑ
Είδος |
Οδός χορήγησης |
LD50 (mg.kg-1) |
Ποντικοί |
Per os |
1.666 |
|
Υποδόρια |
1.156 |
|
Ενδοφλέβια |
458 |
Αρουραίοι |
Per os |
1.604 |
|
Υποδόρια |
611 |
|
Ενδοπεριτοναϊκά |
394 |
Κουνέλια |
Ενδοφλέβια |
304 |
Σκύλοι |
Ενδοφλέβια |
270 |
- Μειώνει την πρόσληψη σωματικού βάρους, εάν χορηγηθεί σε δόσεις 200 και 400 mg/kg-1 /24ωρο, 5 ημέρες την εβδομάδα επί 12 εβδομάδες, σε αρουραίους
- Προκαλεί παροδική ανορεξία και απώλεια βάρους, συνοδευόμενη από αυξημένη πρόσληψη τροφής, ελάττωση της Hb, του Ht και του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων, εάν χορηγηθεί σε σκύλους σε δόσεις 50, 100 και 200 mg/kg-1/24ωρο, 5 ημέρες την εβδομάδα επί 8 εβδομάδες.
3.4 ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ
Η προβενεσίδη, μετά την per os χορήγησή της, απορροφάται ταχέως και πλήρως από τον γαστρεντερικό σωλήνα. Τα επίπεδα στον ορό που επιτυγχάνονται μετά από την per os χορήγησή της, δεν διαφέρουν σημαντικά από αυτά που επιτυγχάνονται μετά από ενδοφλέβια χορήγηση.
Εάν χορηγηθεί per os σε δόση 1 gr εφάπαξ, φθάνει σε επίπεδα 25 μg/ml στο πλάσμα μετά από 30΄, ενώ σε δόση 2 gr εφάπαξ, φθάνει σε μέγιστες συγκεντρώσεις 150-200 μg/ml στο πλάσμα μετά από 4 ώρες, όπου παραμένει σε επίπεδα >50 μg/ml επί 8 ώρες.
Η μέγιστη νεφρική κάθαρση του ουρικού οξέος παρατηρείται συνήθως 30΄ μετά την χορήγηση της προβενεσίδης, ενώ η μέγιστη δράση στις συγκεντρώσεις της πενικιλλίνης στο πλάσμα, μετά από 2 ώρες. Σε συγκεντρώσεις 40-60 μg/ml στο πλάσμα, η προβενεσίδη αναστέλλει την νεφρική απέκκριση της πενικιλλίνης, ενώ σε συγκεντρώσεις 100—200 µg/ml, έχει ουρικοζουρική δράση. Η ουρικοζουρία αρχίζει 40΄μετά την εφάπαξ χορήγηση μιας δόσης προβενεσίδης per os.
Μετά την χορήγηση 0.5-2 gr προβενεσίδης, ο t(1/2) του φαρμάκου στον ορό ανέρχεται σε 4-12 ώρες και το εύρος του ποικίλλει από ατόμου σε άτομο (Cunningham RF et al, 1981). Μετά από την χορήγηση εφάπαξ δόσεων 0.5 και 1.0 gr, ο μέσος t(1/2) της προβενεσίδης στο πλάσμα ανέρχεται σε 4.2 και 4.9 ώρες αντίστοιχα, αλλά μετά την χορήγηση 2 gr αυξάνεται σε 8.5 ώρες.
Στον άνθρωπο, ο t(1/2) αποβολής της προβενεσίδης έχει σημαντικές ενδοατομικές διακυμάνσεις και εξαρτάται από την δόση. Σε χαμηλές δόσεις, οι συγκεντρώσεις της προβενεσίδης στο πλάσμα μειώνονται ταχύτερα (t(1/2) = 2-6 ώρες μετά την χορήγηση 0.5-1.0 gr, και 4-12 ώρες, μετά την χορήγηση 2 gr).
H κάθαρση της προβενεσίδης συντελείται κυρίως με ηπατικό μεταβολισμό. Η νεφρική κάθαρση δεν εξαρτάται από την δόση, αλλά από το pH και τον ρυθμό της ροής των ούρων. Η σωληναριακή απέκκριση της προβενεσίδης συντελείται σε αλκαλικά ούρα, ενώ η σωληναριακή επαναρρόφηση, σε όξινα. Η νεφρική κάθαρση της προβενεσίδης, σε pH 6, υπολογίζεται σε 6.8-16.9 ml/min-1.
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την απέκκριση της προβενεσίδης στο μητρικό γάλα.
Η απομάκρυνση της προβενεσίδης μειώνεται σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια. Με την αύξηση της ηλικίας, η έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας μπορεί να οδηγεί σε μείωση της αποβολής του φαρμάκου.
Μετά την ενδοφλέβια χορήγησή της, η προβενεσίδη κατανέμεται ταχέως, με όγκο κατανομής περίπου 11 l. Σε θεραπευτικά επίπεδα στο αίμα (14 µg/ml), δεσμεύεται κατά 89-94% με τις λευκωματίνες και παραμένει κατά κύριο λόγο εξωκυττάρια. Οι σχέσεις των συγκεντρώσεών της στο ΕΝΥ/πλάσμα κυμαίνονται μεταξύ 0.2 και 0.6, όταν τα επίπεδά της στο πλάσμα κυμαίνονται από 220-571 mg/l-1.
Μετά από την εφάπαξ χορήγηση 0.5-2 gr προβενεσίδης, 75-88% της δόσης αποβάλλεται από τα ούρα σε διάστημα 4 ημερών, ενώ <5% αποβάλλεται από τα ούρα σαν αναλλοίωτη προβενεσίδη εντός του πρώτου 24ώρου. Εάν τα ούρα είναι όξινα, η προβενεσίδη δεν αποβάλλεται.
Παρά την μικρή ποσότητα του φαρμάκου που αποβάλλεται από τα ούρα, η ικανότητα της προβενεσίδης να αναστέλλει την αποβολή οργανικών οξέων και να προάγει την απέκκριση ουρικού οξέος οφείλεται στην αλληλεπίδραση της με τα νεφρικά σωληνάρια.
Η προβενεσίδη, λόγω της εκτεταμένης πρωτεϊνικής σύνδεσής της, έχει χαμηλή GFR και αποβάλλεται από τα ούρα με ενεργό απέκκριση από τα εγγύς σωληνάρια στην περιοχή της μεταφοράς των οργανικών οξέων. Στα ούρα, επαναρροφάται σχεδόν πλήρως με παθητική, εξαρτώμενη από το pH, μη ιονική διάχυση, η οποία παρεμβαίνει στην μετεκκριτική επαναρρόφηση του ουρικού οξέος και ευθύνεται για τις ουρικοζουρικές ιδιότητες της προβενεσίδης.
Η προβενεσίδη, παρά την δυνητική ικανότητα αναστολής της απέκκρισης οργανικών οξέων που διαθέτει, προκαλεί ουρικοζουρία. Σε πολλά ζώα μπορεί να αναστείλει την απέκκριση των ουρικών αλάτων και σε μερικά δρα σαν αντι-ουρικοζουρικό. Σ' έναν ασθενή εμείωσε σημαντικά την αποβολή των ουρικών αλάτων.
Επειδή οι συγκεντρώσεις της προβενεσίδης στο αίμα είναι δύσκολο να προσδιορισθούν, χρησιμοποιούνται τα επίπεδα του ουρικού στον ορό για την παρακολούθηση της ουρικοζουρικής θεραπείας. Η ενδοφλέβια δοκιμασία απέκκρισης της PSP μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν δείκτης της δόσης της προβενεσίδης της απαιτούμενης για την μείωση της απέκκρισης της πενικιλλίνης. Η δόση της προβενεσίδης είναι επαρκής όταν η νεφρική κάθαρση της χρωστικής μειώνεται περίπου 20% κάτω από τις κανονικές τιμές.
Στον άνθρωπο, η προβενεσίδη υφίσταται γλυκουρονίδωση και οξείδωση/αποαλκυλίωση της πλευρικής αλύσου στο ήπαρ (Cunningham RF et al, 1981). Η αντίδραση αυτή δίνει γένεση σε μονοακυλ-γλυκουρονίδιο της προβενεσίδης (a), 2 μονουδροξυλιωμένα συστατικά (b και c), έναν καρβοξυλιωμένο μεταβολίτη (d) και ένα Ν- αποπροπυλιωμένο συστατικό (e). Οι μεταβολίτες αυτοί, εκτός από τον πρώτο, διαθέτουν ουρικοζουρική δράση (Israili ZH et al, 1972).
EIKONA 74 : Μεταβολίτες προβενεσίδης
Το μείζον μεταβολικό παράγωγο απεκκρίνεται σαν ακυλ-γλυκουρονίδιο της προβενεσίδης (σε ποσοστό 16-33%), ενώ το υπόλοιπο αποβάλλεται με την μορφή ισοδύναμων ποσοτήτων των 4 άλλων μεταβολιτών. Δεν είναι γνωστό κατά πόσον η προβενεσίδη και οι μεταβολίτες της απεκκρίνονται στην χολή και συμμετέχουν στον εντεροηπατικό κύκλο στον άνθρωπο, ούτε κατά πόσον η ηπατική δυσλειτουργία μειώνει την κάθαρση της προβενεσίδης.
Μικρά ποσά προβενεσίδης διηθούνται στα σπειράματα, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της απεκκρίνεται ενεργά στα εγγύς σωληνάρια. Η επαναρρόφηση της προβενεσίδης από τα νεφρικά σωληνάρια συντελείται σχεδόν πλήρως σε όξινο περιβάλλον, ενώ μειώνεται σε αλκαλικό. Οι μεταβολίτες της προβενεσίδης δεν επαναρροφώνται τόσο εκτεταμένα, όσο η μητρική ένωση.
3.5 ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ - ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ
Η προβενεσίδη ασκεί την μέγιστη ανασταλτική της δράση στη νεφρική απέκκριση της πενικιλλίνης σε συγκεντρώσεις 40-60 mg/l-1 στο πλάσμα. Σε συγκεντρώσεις 100-200 mg/l-1 έχει ουρικοζουρική δράση.
3.6 ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
3.6.1 ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Αζαθειοπρίνη
Στους ποντικούς, η προβενεσίδη αναστέλλει την δράση της γλουταθειονο-6-τρανσφεράσης και επομένως την μετατροπή της αζαθειοπρίνης σε 6-μερκαπτοπουρίνη.
Ακεταμινοφαίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η προβενεσίδη μπορεί να αυξήσει ελαφρά την αναλγητική δράση της ακεταμινοφαίνης.
Μηχανισμός : Η προβενεσίδη μπορεί να μειώσει τον μεταβολισμό και την νεφρική απέκκριση του γλυκουρονιδικού μεταβολίτη της ακεταμινοφαίνης.
Συστάσεις : Ιδιαίτερες προφυλάξεις δεν χρειάζονται εάν τα φάρμακα αυτά χορηγούνται στις συνήθεις δόσεις τους.
Αλλοπουρινόλη
Τα ουρικοζουρικά φάρμακα προάγουν την απέκκριση των ενεργών μεταβολιτών της αλλοπουρινόλης, αν και οι δράσεις της αλλοπουρινόλης και των ουρικοζουρικών είναι αθροιστικές και ο συνδυασμός των φαρμάκων αυτών πλεονεκτεί θεραπευτικά.
Αναστολείς ΜΕΑ
Αλληλεπιδράσεις : Η προβενεσίδη μπορεί να μειώσει την νεφρική αποβολή, και επομένως να αυξήσει την διάρκεια δράσης και τις αναμενόμενες φαρμακολογικές δράσεις, των αναστολέων του ΜΕΑ.
Συστάσεις :
- Εάν εμφανισθεί υπόταση και υπάρχουν ενδείξεις της αλληλεπίδρασης αυτής, η δόση των αναστολέων του ΜΕΑ μπορεί να χρειασθεί να μειωθεί.
- Οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται για μεταβολή της ανταπόκρισης στους αναστολείς του ΜΕΑ και η δόση τους να τροποποιείται ανάλογα όταν η προβενεσίδη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται.
Αντιβιοτικά
Αλληλεπιδράσεις :
- Η προβενεσίδη αναστέλλει την νεφρική απέκκριση των πενικιλλινών, των περισσότερων κεφαλοσπορινών και μερικών άλλων αντιβιοτικών που αναστέλλουν την β-λακταμάση, δρώντας ανταγωνιστικά στον κοινό εκκριτικό μηχανισμό των οργανικών οξέων.
- Η αλληλεπίδραση αυτή οδηγεί σε αύξηση των συγκεντρώσεων στο πλάσμα, και επομένως της αντιλοιμώδους δράσης και πιθανώς της τοξικότητας, των αντιβιοτικών.
- Η προβενεσίδη μειώνει πιθανώς τον όγκο κατανομής των αντιβιοτικών (Gibaldi M et al, 1968)
Συστάσεις :
- Επειδή η αλληλεπίδραση αυτή είναι επιθυμητή, ιδιαίτερες προφυλάξεις συνήθως δεν χρειάζονται εάν τα 2 αυτά φάρμακα χορηγούνται ταυτόχρονα.
- Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια, η ταυτόχρονη χορήγηση της προβενεσίδης με πενικιλλίνη ή κεφαλοσπορίνες δεν συνιστάται.
Αντιδιαβητικά
Αλληλεπιδράσεις :
- Η προβενεσίδη μπορεί να αυξήσει τις υπογλυκαιμικές δράσεις και πιθανώς τον t(1/2) της χλωροπροπαμίδης στο πλάσμα και ίσως άλλων per os χορηγούμενων αντιδιαβητικών.
- Η προβενεσίδη αυξάνει την νεφρική απέκκριση της ινσουλίνης, αλλά χωρίς κλινική σημασία.
Μηχανισμός : Η προβενεσίδη αναστέλλει πιθανώς την νεφρική σωληναριακή απέκκριση της χλωροπροπαμίδης.
Συστάσεις : Εάν υπάρχουν ενδείξεις της αλληλεπίδρασης αυτής, το σάκχαρο του αίματος πρέπει να μετράται και η δόση του αντιδιαβητικού να τροποποιείται ανάλογα, όταν η προβενεσίδη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται.
Αντιπηκτικά
Αλληλεπιδράσεις : Η προβενεσίδη παρεμβαίνει στη νεφρική αποβολή της ηπαρίνης και της καριναμίδης (Sanchez G, 1975) και μπορεί να παρατείνει τον χρόνο πήξης, αναστέλλοντας την απέκκριση της ηπαρίνης.
Βαλακυκλοβίρη
Αλληλεπιδράσεις : Η βαλακυκλοβίρη μεταβολίζεται σε ακυκλοβίρη. Η προβενεσίδη μπορεί να μειώσει την νεφρική αποβολή, και επομένως να αυξήσει τις φαρμακολογικές και τοξικές (ζάλη, κόπωση, κεφαλαλγίες και κατάθλιψη) δράσεις, της ακυκλοβίρης.
Συστάσεις : Σε ασθενείς θεραπευόμενους με προβενεσίδη ταυτόχρονα με βαλακυκλοβίρη, η βαλακυκλοβίρη μπορεί να χρειασθεί να χορηγηθεί σε μικρότερη δόση εάν εμφανισθούν τοξικές εκδηλώσεις.
Βενζοδιαζεπίνες
Αλληλεπιδράσεις : Η προβενεσίδη μπορεί να επιταχύνει την έναρξη δράσης και να παρατείνει το ηρεμιστικό αποτέλεσμα των βενζοδιαζεπινών.
Μηχανισμός : Η προβενεσίδη παρεμβαίνει πιθανώς στον ηπατικό μεταβολισμό των βενζοδιαζεπινών. Η αλληλεπίδραση αυτή παρατηρείται συνήθως με τις βενζοδιαζεπίνες ταχείας δράσης (π. χ. ιμιδαζολάμη).
Συστάσεις :
- Οι ασθενείς που παίρνουν προβενεσίδη ταυτόχρονα με βενζοδιαζεπίνες πρέπει να παρακολουθούνται στενότερα, γιατί μπορεί να εμφανίσουν έντονη καταστολή ή λήθαργο.
- Η δόση της βενζοδιαζεπίνης μπορεί να χρειασθεί να μειωθεί σε ασθενείς θεραπευόμενους με προβενεσίδη.
Γενικά αναισθητικά
Αλληλεπιδράσεις : Η αναισθησία η προκαλούμενη από την κεταμίνη και την νατριούχο θειοπεντάλη παρατείνεται σημαντικά σε αρουραίους θεραπευόμενους με προβενεσίδη.
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που παίρνουν προβενεσίδη μπορεί να χρειάζονται πολύ λιγότερα ποσά νατριούχου θειοπεντάλης για την πρόκληση αναισθησίας.
Διουρητικά
Αλληλεπιδράσεις :
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με θειαζιδικά διουρητικά, η προβενεσίδη αυξάνει την νεφρική απέκκριση του ασβεστίου, του μαγνησίου και των κιτρικών αλάτων.
- Η προβενεσίδη αυξάνει ή εξασθενεί την νατριούρηση την προκαλούμενη από τις θειαζίδες (Brater DC, 1978), την φουροσεμίδη ή το αιθακρυνικό οξύ (Honari J et al, 1977).
- Οι θειαζίδες αναστέλλουν την ουρικοζουρική δράση της προβενεσίδης.
- Τα διουρητικά της αγκύλης μειώνουν την ουρικοζουρική δράση της προβενεσίδης.
Ζιδοβουδίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η προβενεσίδη αυξάνει τα επίπεδα στον ορό, επιτρέποντας την μείωση της δόσης και την συχνότητα χορήγησης, αλλά και αυξάνει την τοξικότητα (δερματικά εξανθήματα συνοδευόμενα από κακουχία, μυαλγίες και πυρετό), της ζιδοβουδίνης.
Μηχανισμός : Η προβενεσίδη αναστέλλει πιθανώς τον μεταβολισμό και την νεφρική απέκκριση της ζιδοβουδίνης και του γλυκορουνιδικού της μεταβολίτη.
Συστάσεις :
- Η ζιδοβουδίνη πρέπει να χορηγείται σε μικρότερη δόση όταν συγχορηγείται με προβενεσίδη.
- Ο ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό πρέπει να παρακολουθούνται μήπως εμφανίσουν εξάνθημα και συστηματικά συμπτώματα.
- Η αλληλεπίδραση αυτή μειώνει το κόστος της θεραπείας με ζιδοβουδίνη, γιατί επιτρέπει την χορήγησή της κάθε 8 ώρες.
Κλοφιβράτη
Αλληλεπιδράσεις : Η προβενεσίδη μειώνει την κάθαρση και αυξάνει τις συγκεντρώσεις του κλοφιβρικού οξέος στον ορό.
Μηχανισμός : H προβενεσίδη αναστέλλει πιθανώς την νεφρική σωληναριακή απέκκριση του κλοφιβρικού οξέος, που είναι η ενεργός μορφή της κλοφιβράτης.
Συστάσεις :
- Η δόση της κλοφιβράτης μπορεί να χρειασθεί να μειωθεί σε ασθενείς θεραπευόμενους με προβενεσίδη.
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με προβενεσίδη ταυτόχρονα με κλοφιβράτη πρέπει να τροποποιούν την δόση της κλοφιβράτης ανάλογα, εάν εμφανίσουν εκδηλώσεις τοξικότητας από την κλοφιβράτη και απώλεια ελέγχου των λιποπρωτεινών στον ορό.
Μεθοτρεξάτη
Αλληλεπιδράσεις :
- Η προβενεσίδη αναστέλλει την νεφρική αποβολή, αυξάνοντας τις συγκεντρώσεις στο πλάσμα και την τοξικότητα, της μεθοτρεξάτης (Aherne GW et al, 1978).
- Η προβενεσίδη μπορεί να αυξήσει την δράση της μεθοτρεξάτης στα κακοήθη νοσήματα του ΚΝΣ, αναστέλλοντας την απομάκρυνσή της από το ΕΝΥ (Howell SB et al, 1979).
Συστάσεις :
- Η προβενεσίδη πρέπει να αποφεύγεται σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεθοτρεξάτη.
- Εάν τα φάρμακα αυτά χορηγούνται ταυτόχρονα, η μεθοτρεξάτη πρέπει να χορηγείται σε μειωμένη δόση και οι ασθενείς να παρακολουθούνται με προσοχή για σημεία τοξικότητας.
- Οι συγκεντρώσεις της μεθοτρεξάτης στον ορό πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή και η δόση της να τροποποιείται ανάλογα, όταν η προβενεσίδη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται.
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα
α) Ιμπουπροφαίνη, δικλοφαινάκη, φλουρμπιπροφαίνη, ετοδολάκη, οξαπροζίνη, μεκλοφαιναμάτη, πιροξικάμη, φαινοπροφαίνη, τολμετίνη, μεφαιναμικό οξύ
Αλληλεπιδράσεις : Η προβενεσίδη μπορεί να αναστείλει τον ηπατικό μεταβολισμό, αυξάνοντας επομένως τις φαρμακολογικές και τοξικές δράσεις, των παραπάνω ΜΣΑΦ.
Συστάσεις :
- Ιδιαίτερες προφυλάξεις δεν είναι απαραίτητες.
- Η δόση της προβενεσίδης μπορεί να χρειασθεί να τροποποιηθεί εάν εμφανισθούν εκδηλώσεις τοξικότητας από τα ΜΣΑΦ.
β) Ινδομεθακίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η προβενεσίδη αυξάνει τις συγκεντρώσεις στο πλάσμα, τον t(1/2) και την θεραπευτική δράση της ινδομεθακίνης, ενώ η ινδομεθακίνη δεν παρεμβαίνει στην ουρικοζουρική δράση της προβενεσίδης.
Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να περιορίσει την γαστρεντερική δυσανεξία που προκαλεί η ινδομεθακίνη, ενώ παράλληλα διατηρούνται τα θεραπευτικά της επίπεδα στο αίμα, και να προλάβει τις κεφαλαλγίες που ακολουθούν την κορύφωση των επιπέδων της ινδομεθακίνης στο πλάσμα.
Μηχανισμός : Αποδίδεται σε αναστολή της νεφρικής σωληναριακής απέκκρισης και παρέμβαση στη χολική κάθαρση της ινδομεθακίνης (Duggan DE et al, 1977).
Συστάσεις : Σε ασθενείς θεραπευόμενους με προβενεσίδη ταυτόχρονα με ινδομεθακίνη, η δόση της ινδομεθακίνης μπορεί να χρειασθεί να μειωθεί, χωρίς να μεταβληθεί το θεραπευτικό της αποτέλεσμα. Η αύξηση της δόσης, εάν χρειασθεί, πρέπει να γίνεται με προσοχή και σε μικρές κάθε φορά ποσότητες.
γ) Κετοπροφαίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η προβενεσίδη μπορεί να αυξήσει τις φαρμακολογικές, αλλά και τοξικές, δράσεις, της κετοπροφαίνης.
Μηχανισμός : Η προβενεσίδη αυξάνει σημαντικά τις ολικές και τις ελεύθερες συγκεντρώσεις στο πλάσμα και την ολική φαινόμενη κάθαρση της κετοπροφαίνης και την φαινόμενη κάθαρση της ελεύθερης κετοπροφαίνης στο πλάσμα. Ακόμα, αναστέλλει πιθανώς την σύνδεση της κετοπροφαίνης με τις πρωτεΐνες του πλάσματος και την νεφρική απέκκριση των συμπλόκων της.
Συστάσεις :
- Οι κατασκευαστές της κετοπροφαίνης συνιστούν να μην συγχορηγείται με προβενεσίδη.
- Εάν εμφανισθούν αυξημένες επιπλοκές (κεφαλαλγίες, ζάλη, καρηβαρία, ίλιγγος, νεφρική ανεπάρκεια, δυσπεψία, κοιλιακός πόνος, διάρροια), η δόση της κετοπροφαίνης πρέπει να μειώνεται.
δ) Κετορολάκη
Αλληλεπιδράσεις : Η προβενεσίδη μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις στον ορό, και επομένως τις νεφρικές, γαστρεντερικές και αιματολογικές επιπλοκές, της κετορολάκης.
Μηχανισμός : Η προβενεσίδη μπορεί να μειώσει την κάθαρση και να διπλασιάσει τον t(1/2) της κετορολάκης.
Συστάσεις : Οι κατασκευαστές της κετορολάκης συνιστούν να αποφεύγεται η συγχορήγησή της με προβενεσίδη.
ε) Ναπροξένη
Αλληλεπιδράσεις : Η προβενεσίδη αυξάνει τα επίπεδα στον ορό, και επομένως τις φαρμακολογικές δράσεις, της ναπροξένης.
Μηχανισμός : Η προβενεσίδη αναστέλλει την γλυκουρονίδωση της ναπροξένης στο ήπαρ και παρεμβαίνει στη νεφρική της αποβολή (Runkel R et al, 1978; Upton RA et al, 1982).
Συστάσεις :
- Ιδιαίτερες προφυλάξεις δεν είναι απαραίτητες.
- Εάν εμφανισθούν ανεπιθύμητες ενέργειες, η δόση της ναπροξένης μπορεί να χρειασθεί να μειωθεί.
στ) Διφλουνιζάλη
Αλληλεπιδράσεις : Η ταυτόχρονη χορήγηση της προβενεσίδης με διφλουνιζάλη μπορεί να αυξήσει τις αναμενόμενες φαρμακολογικές και τοξικές δράσεις της διφλουνιζάλης.
Μηχανισμός : Η προβενεσίδη μπορεί να αναστείλει τον μεταβολισμό και να παρεκτοπίσει την διφλουνιζάλη από τα σημεία σύνδεσής της με τις πρωτεΐνες του πλάσματος.
Συστάσεις : Εάν η θεραπεία και με τα 2 αυτά φάρμακα είναι απαραίτητη, οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται για σημεία τοξικότητας από την προβενεσίδη. Η αποτελεσματικότητα μπορεί να μειωθεί μετά την διακοπή της προβενεσίδης.
ζ) Σουλινδάκη
Αλληλεπιδράσεις :
- Η προβενεσίδη δεν επηρεάζει σημαντικά τα επίπεδα του σουλφιδικού μεταβολίτη της σουλινδάκης, ενώ αυξάνει τις συγκεντρώσεις της σουλινδάκης και της σουλφόνης, στο πλάσμα.
- Η σουλινδάκη μειώνει σε μέτριο βαθμό την ουρικοζουρική δράση της προβενεσίδης, αλλά μάλλον χωρίς κλινική σημασία.
Συστάσεις : Ιδιαίτερες προφυλάξεις δεν είναι απαραίτητες. Εάν εμφανισθούν εκδηλώσεις τοξικότητας από την σουλινδάκη η δόση της προβενεσίδης μπορεί να χρειασθεί να τροποποιηθεί.
η) Σαλικυλικά
Αλληλεπιδράσεις : Τα σαλικυλικά (σε επίπεδα 50 μg/ml) ανταγωνίζονται την ουρικοζουρική δράση της προβενεσίδης και η προβενεσίδη αναστέλλει την ουρικοζουρία την προκαλούμενη από τα σαλικυλικά. Οι αλληλεπιδράσεις αυτές είναι ιδιαίτερα σημαντικές σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεγάλες δόσεις ασπιρίνης και οδηγούν σε υπερουριχαιμία και πιθανώς κρίση οξείας ουρικής αρθρίτιδας.
Συστάσεις :
- Τα σαλικυλικά αντενδείκνυνται σε ασθενείς θεραπευόμενους με προβενεσίδη. Πάντως, αν χορηγηθούν περιστασιακά σαν αναλγητικά ή αντιπυρετικά, δεν συνοδεύονται από κλινικά σημαντικές αλληλεπιδράσεις.
- Στη θέση των σαλικυλικών μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακεταμινοφαίνη.
Ναλιδιξικό οξύ
Αλληλεπιδράσεις : Η προβενεσίδη αυξάνει τις συγκεντρώσεις του αντιβακτηριδιακού αυτού παράγοντα στον ορό.
Μηχανισμός : Η προβενεσίδη μπορεί να αναστείλει την νεφρική απέκκριση του ναλιδιξικού οξέος.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που παίρνουν ναλιδιξικό οξύ ταυτόχρονα με προβενεσίδη μπορεί να εμφανίσουν αύξηση της τοξικότητας ή της αποτελεσματικότητας του ναλιδιξικού οξέος, γι΄αυτό και πρέπει να παρακολουθούνται τακτικά.
Νιτροφουραντοίνη
Αλληλεπιδράσεις : H προβενεσίδη μπορεί να εξασθενήσει την αποτελεσματικότητα και να αυξήσει την τοξικότητα της νιτροφουραντοίνης.
Μηχανισμός : Η προβενεσίδη αναστέλλει την νεφρική απέκκριση της νιτροφουραντοίνης.
Συστάσεις : Η συγχορήγηση των 2 αυτών φαρμάκων πρέπει να αποφεύγεται.
Ξανθίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η προβενεσίδη αυξάνει τις αναμενόμενες φαρμακολογικές δράσεις της ξανθίνης.
Μηχανισμός : Η προβενεσίδη μειώνει την νεφρική απέκκριση της διφυλλίνης. Η διφυλλίνη αποβάλλεται αναλλοίωτη από τους νεφρούς, ενώ η θεοφυλλίνη μεταβολίζεται στο ήπαρ πριν αποβληθεί από τους νεφρούς.
Συστάσεις :
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με προβενεσίδη, η διφυλλίνη μπορεί να χρειασθεί να χορηγηθεί σε μειωμένη δόση.
- Τα επίπεδα της διφυλλίνης στο πλάσμα πρέπει να παρακολουθούνται και η δόση της να τροποποιείται ανάλογα όταν η προβενεσίδη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται.
- Η θεοφυλλίνη δεν αλληλεπιδρά με την προβενεσίδη, γι΄αυτό και μπορεί να χορηγηθεί σε ασθενείς θεραπευόμενους με προβενεσίδη.
D-πενικιλλαμίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η προβενεσίδη μειώνει την αναμενόμενη θεραπευτική αποτελεσματικότητα της D-πενικιλλαμίνης.
Μηχανισμός : Η προβενεσίδη μειώνει την νεφρική απέκκριση των μεταβολιτών της D-πενικιλλαμίνης.
Συστάσεις :
- Η προβενεσίδη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή ή να αποφεύγεται σε υπερουριχαιμικούς ασθενείς θεραπευόμενους με D-πενικιλλαμίνη.
- Εάν υπάρχουν ενδείξεις αλληλεπίδρασης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένας εναλλακτικός υποουριχαιμικός παράγοντας, όπως η αλλοπουρινόλη.
Ριφαμπικίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η προβενεσίδη αναστέλλει την σωληναριακή απέκκριση και την ηπατική κατακράτηση της ριφαμπικίνης αυξάνοντας σε μικρό βαθμό τις συγκεντρώσεις της στο πλάσμα, αλλά χωρίς κλινική σημασία.
Σουλφινπυραζόνη
Αλληλεπιδράσεις : H προβενεσίδη μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις της σουλφινπυραζόνης στον ορό. Η αλληλεπίδραση αυτή δεν έχει συνεργική ουρικοζουρική δράση, αλλά μπορεί να αυξήσει τις επιπλοκές της σουλφινπυραζόνης (ναυτία, έμετοι, διάρροια, επιγαστρικός πόνος, αταξία, εργώδης αναπνοή, σπασμοί και κώμα).
Μηχανισμός : Η προβενεσίδη αναστέλλει την νεφρική σωληναριακή απέκκριση της σουλφινπυραζόνης και των μειζόνων μεταβολιτών της.
Συστάσεις :
- Ιδιαίτερες προφυλάξεις δεν είναι απαραίτητες.
- Εάν εμφανισθούν εκδηλώσεις τοξικότητας από την σουλφινπυραζόνη, η δόση της προβενεσίδης μπορεί να χρειασθεί να τροποποιηθεί.
Σουλφοναμίδες
Αλληλεπιδράσεις :
- Η προβενεσίδη μειώνει την νεφρική απέκκριση των συνδεδεμένων σουλφοναμιδών
- Η προβενεσίδη αυξάνει τα ολικά επίπεδα της σουλφοναμίδης στο πλάσμα, αν και οι ελεύθερες συγκεντρώσεις της δεν επηρεάζονται και η ταυτόχρονη χορήγηση των φαρμάκων αυτών δεν πλεονεκτεί θεραπευτικά.
Συστάσεις : Τα ολικά επίπεδα της σουλφοναμίδης στο πλάσμα πρέπει να προσδιορίζονται τακτικά, εάν τα φάρμακα αυτά χορηγούνται ταυτόχρονα και για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Σουλφόνες
Αλληλεπιδράσεις : Η προβενεσίδη αυξάνει τις φαρμακολογικές δράσεις και τις επιπλοκές (αιμολυτική αναιμία, μεθαιμοσφαιριναιμία και περιφερική νευροπάθεια με μυική αδυναμία), της δαψόνης.
Μηχανισμός : H προβενεσίδη μπορεί να μειώσει την νεφρική απέκκριση της δαψόνης.
Συστάσεις :
- Εάν υπάρχουν ενδείξεις της αλληλεπίδρασης αυτής, η δόση της δαψόνης πρέπει να μειώνεται.
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό πρέπει να παρακολουθούνται γιατί μπορεί να εμφανίσουν αύξηση των επιπέδων της δαψόνης.
Φαμοτιδίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η προβενεσίδη μπορεί να αυξήσει τις αναμενόμενες φαρμακολογικές δράσεις της φαμοτιδίνης.
Μηχανισμός : Η προβενεσίδη αναστέλλει πιθανώς την νεφρική σωληναριακή απέκκριση της φαμοτιδίνης.
Συστάσεις : Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες προφυλάξεις.
Υπερουριχαιμικοί παράγοντες
Αλληλεπιδράσεις : Η πυραζιναμίδη, η διαξοξίδη, το οινόπνευμα, η μεκαμυλαμίνη και οι αντινεοπλασματικοί παράγοντες μπορεί να αυξήσουν τις συγκεντρώσεις του ουρικού στον ορό.
Συστάσεις :
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με τα φάρμακα αυτά η προβενεσίδη πρέπει να χορηγείται σε μεγαλύτερη δόση.
- Σε καρκινοπαθείς θεραπευόμενους με χημειοθεραπευτικούς παράγοντες, η προβενεσίδη, όπως και τα ουρικοζουρικά φάρμακα γενικά, μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο νεφροπάθειας από ουρικό οξύ, γι΄ αυτό και πρέπει να αποφεύγεται.
3.6.2 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Στον ορό :
- BSP ® αύξηση
- Ουρικό οξύ ® ελάττωση
Στα ούρα :
- 17-κετοστεροειδή ® ελάττωση
- Ασβέστιο ® αύξηση
- Χλώριο ® αύξηση
- Σάκχαρο ® αύξηση
- Μαγνήσιο ® αύξηση
- Παντοθενικό οξύ ® ελάττωση
- Κάλιο ® αύξηση
- Ριβοφλαβίνη ® αύξηση
- Νάτριο ® αύξηση
- Ουρικό οξύ ® αύξηση
3.6.3 ΑΛΛΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
- Η προβενεσίδη αναστέλλει την σωληναριακή απέκκριση του παντοθενικού οξέος και της ριβοφλαβίνης και την εντερική απορρόφηση της ριβοφλαβίνης και των αμινοξέων. Η σημασία των αλληλεπιδράσεων αυτών είναι άγνωστη.
- Η αιθανόλη μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα του ουρικού οξέος στον ορό και να ανταγωνισθεί την δράση της προβενεσίδης, αυξάνοντας την πιθανότητα προσβολής οξείας ουρικής αρθρίτιδας.
3.7 ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Υπερουριχαιμία συνδεόμενη με χρόνια ουρική αρθρίτιδα και θεραπεία με διουρητικά
- Μείωση νεφρικής σωληναριακής απέκκρισης ορισμένων αντιβιοτικών (πενικιλλίνη, μεθικιλλίνη, οξακιλλίνη, κλοξακιλλίνη ή ναφκιλλίνη).
3.8 ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Υπερευαισθησία στο φάρμακο
- Οξεία ουρική αρθρίτιδα
- Παιδιά ηλικίας <2 ετών
- Νεφρολιθίαση από ουρικό οξύ
- Αιματολογικές δυσκρασίες
- Ιστορικό πεπτικής ελκωτικής νόσου
- Νεφρική ανεπάρκεια
- Θεραπεία με σαλικυλικά
3.9 ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
3.9.1 ΥΠΕΡΟΥΡΙΧΑΙΜΙΑ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΗ ΜΕ ΟΥΡΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
Σκοπός της θεραπείας με προβενεσίδη είναι η ελάττωση των συγκεντρώσεων του ουρικού οξέος στον ορό σε ύψος περίπου 6 mg/dl, ώστε να προληφθούν ή περιορισθούν οι χρόνιες αρθρικές αλλοιώσεις και ο σχηματισμός ουρικών τόφων, να μειωθεί η συχνότητα των προσβολών οξείας ουρικής αρθρίτιδας και να βελτιωθεί η νεφρική λειτουργία.
Ο ιδανικός υποψήφιος για θεραπεία με προβενεσίδη έχει ηλικία <60 ετών, φυσιολογική νεφρική λειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης >80 ml/min-1), απέκκριση ουρικού οξέος <700 mg ημερησίως υπό γενικό διαιτολόγιο και έλλειψη ιστορικού νεφρικών λίθων από ουρικό οξύ.
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Ασθενείς με ουρική αρθρίτιδα και υπερουριχαιμία με χαμηλή απέκκριση ουρικού οξέος από τα ούρα (<700 mg/24ωρο) που δεν ακολουθούν ιδιαίτερο διαιτολόγιο
- Συχνές, αναπηρικές προσβολές οξείας ουρικής αρθρίτιδας
- Υπερουριχαιμία (ουρικό οξύ ορού >9 mg/dl), δεδομένου ότι στα επίπεδα αυτά αυξάνεται η συχνότητα των νεφρικών επιπλοκών και των αρθρικών αλλοιώσεων. Κατ΄άλλους, η ασυμπτωματική υπερουριχαιμία δεν είναι ένδειξη θεραπείας με προβενεσίδη
- Αύξηση των συγκεντρώσεων του ουρικού στον ορό >8.5-9 mg/dl ασθενών με οικογενειακό ιστορικό τοφώδους ουρικής αρθρίτιδας ή με χαμηλή νεφρική απέκκριση ουρικού οξέος
- Τοφώδης ουρική αρθρίτιδα.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ :
- Μειώνει τα επίπεδα του ουρικού οξέος στον ορό και αυξάνει την απέκκρισή του από τα ούρα, σε δόσεις 0.5-3.0 gr ημερησίως. Σε δόση 2 gr/24ωρο, αυξάνει την απέκκριση του ουρικού οξέος από τα ούρα κατά 67% και μειώνει τα επίπεδα του στον ορό κατά 43% την 1η εβδομάδα, ενώ σε δόση 500 mg/24ωρο, κατά 46% και 27%, αντίστοιχα.
Το10% περίπου των ασθενών ανταποκρίνεται επαρκώς σε 500 mg, το 50%, σε 1 gr, το 25%, σε 1.5-2.0 gr και το υπόλοιπο 15%, σε 2.5-3 gr προβενεσίδης ημερησίως.
- Περιορίζει το μέγεθος των ουρικών τόφων και προλαβαίνει τον σχηματισμό νέων
- Προλαβαίνει ή μειώνει την συχνότητα των προσβολών οξείας ουρικής αρθρίτιδας.
ΠΡΟΣΟΧΗ : Η προβενεσίδη πρέπει να χορηγείται MONO μετά την ύφεση των συμπτωμάτων της οξείας ουρικής αρθρίτιδας. Η χορήγησή της στην οξεία φάση της ουρικής αρθρίτιδας με σκοπό την ταχεία πτώση των επιπέδων του ουρικού οξέος στον ορό αποτελεί θεραπευτικό σφάλμα.
3.9.2 ΥΠΕΡΟΥΡΙΧΑΙΜΙΑ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΗ ΣΕ ΑΛΛΑ ΑΙΤΙΑ
Η προβενεσίδη προάγει την απέκκριση του ουρικού οξέος σε ασθενείς με υπερουριχαιμία δευτεροπαθώς στη θεραπεία με θειαζίδες και διουρητικά της αγκύλης. Πάντως, δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για την θεραπεία της υπερουριχαιμίας της συνδεόμενης με αντικαρκινικά χημειοθεραπευτικά φάρμακα, ακτινοβόληση ή μυελοϋπερπλαστικά νοσήματα, γιατί μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο της νεφροπάθειας από ουρικό οξύ.
3.9.3 ΔΕΡΜΑΤΟΜΥΟΣΙΤΙΔΑ
Ένα παιδί με δερματομυοσίτιδα είχε θεαματική υποχώρηση των υποδόριων και ενδομυϊκών ασβεστώσεων μετά από θεραπεία με προβενεσίδη (Skuterud E et al, 1981).
3.9.4 ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΙΚΡΟΒΙΑΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Η προβενεσίδη μπορεί να χρησιμοποιηθεί συμπληρωματικά σε ασθενείς θεραπευόμενους με αντιμικροβιακά φάρμακα, ιδιαίτερα για σοβαρές ή ανθιστάμενες λοιμώξεις. Παλαιότερα εχορηγείτο ταυτόχρονα με μεγάλες δόσεις πενικιλλίνης και σε φυματικούς θεραπευόμενους με παρα-αμινοσαλικυλικό οξύ. Σήμερα, χορηγείται ταυτόχρονα με πενικιλλίνη στη θεραπεία των γονοκοκκικών λοιμώξεων.
Η προβενεσίδη περιορίζει την κάθαρση των οξειδωτικών αντιβιοτικών (πενικιλλίνες, κεφαλοσπορίνες), αυξάνοντας τις συγκεντρώσεις τους στο πλάσμα έως το 4πλάσιο και επομένως την θεραπευτική τους δράση. Η ελάττωση της κάθαρσης των αντιβιοτικών αποδίδεται σε ανασταλτική δράση της προβενεσίδης στα νεφρικά σωληνάρια, και τα αυξημένα επίπεδα των αντιβιοτικών στους ιστούς, στην αύξηση των επιπέδων τους στο πλάσμα.
Η δοκιμασία PSP βοηθά στον καθορισμό της αποτελεσματικότητας της προβενεσίδης στην αναστολή απέκκρισης της πενικιλλίνης και στη διατήρηση των επιπέδων σε θεραπευτικό ύψος. Οταν η δόση της προβενεσίδης είναι επαρκής, η νεφρική κάθαρση της PSP μειώνεται στο 1/5 του φυσιολογικού.
3.10 ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Η προβενεσίδη γενικά είναι καλά ανεκτή και ελεύθερη σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών. Η συχνότητα των επιπλοκών της ανέρχεται σε 8-10%.
3.10.1 ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Ναυτία
- Εμετοι
- Ανορεξία
- Ουλοδυνία
3.10.2 ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ
- Ηπατική νέκρωση
3.10.3 ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ - ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ
- Δερματικά εξανθήματα (1.35-5%), συχνά συνδεόμενα με πυρετό
- Κνησμός
- Αλωπεκία
3.10.4 ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Κεφαλαλγία
- Ζάλη
3.10.5 ΑΠΟ ΤΟ ΟΥΡΟΠΟΙΟΓΕΝΝΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Νεφρωσικό σύνδρομο
- Ουρικόλιθοι με/ή χωρίς αιματουρία (1.4%)
- Νεφρικός κολικός
- Συχνουρία
- Ουρική νεφροπάθεια
3.10.6 ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΕΣ
- Κρίσεις οξείας ουρικής αρθρίτιδας (10%)
3.10.7 ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Απλαστική αναιμία
- Λευκοπενία
- Αναιμία
- Αιμολυτική αναιμία, σχετιζόμενη ενίοτε με γενετική ανεπάρκεια της G6PD των ερυθρών αιμοσφαιρίων
3.10.8 ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΥΠΕΡΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ (0.31%)
- Δερματίτιδα
- Κνησμός
- Πυρετός
- Εφιδρώσεις
- Υπόταση
- Δύσπνοια
- Κνίδωση
3.10.9 ΑΛΛΕΣ
- Πυρετός (0.36%)
- Οσφυαλγία
- Πόνος στο λαγόνιο οστούν (9%)
- Αγγειοοίδημα
- Δυσκολία στην αναπνοή
- Ερύθημα
- Πλευριτικός πόνος
- Συσφιγκτικό αίσθημα θώρακα
- Συριγμός
- Εξάψεις προσώπου
- Αλλεργική δερματίτιδα
- Αλλεργικός πυρετός
3.11 ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ
Εκδηλώσεις : Οι πληροφορίες για την οξεία τοξικότητα της προβενεσίδης στον άνθρωπο είναι περιορισμένες. Ένας ασθενής που πήρε 47.5 gr προβενεσίδης εμφάνισε εμέτους, τονικούς και κλονικούς σπασμούς, καταπληξία και κώμα και μεγάλη ελάττωση των επιπέδων του ουρικού στον ορό και θεραπεύθηκε με φαινοβαρβιτάλη και φαινυτοίνη.
Θεραπεία :
- Κένωση του στομάχου με προκλητό έμετο ή γαστρικό σωλήνα και βραχείας δράσης βαρβιτουρικά παρεντερικά, εάν εμφανισθούν σημεία διέγερσης του ΚΝΣ.
- Φαινοβαρβιτάλη ή/και φαινυτοίνη ενδοφλέβια, για τους σπασμούς.
3.12 ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΕ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ
Η προβενεσίδη μπορεί να δώσει ψευδώς αυξημένες τιμές για θεοφυλλίνη με την μέθοδο Schack και Waxle, in vitro. Ακόμα, παρεμβαίνει στην μέτρηση των 17-κετοστεροειδών στα ούρα και μπορεί να δώσει ψευδώς θετικά αποτελέσματα για σάκχαρο στα ούρα με τις μεθόδους Benedict και Clinitest.
3.13 ΚΥΗΣΗ
Η ασφάλεια της προβενεσίδης στη διάρκεια της κύησης δεν έχει προσδιορισθεί. Η προβενεσίδη διέρχεται τον πλακούντα και ανιχνεύεται στο αίμα του ομφάλιου λώρου. Έχει χρησιμοποιηθεί στη διάρκεια της κύησης χωρίς συνέπειες για την μητέρα ή το παιδί, αν και συνδέεται με τον θάνατο ενός νεογνού, ο οποίος όμως δεν αποδείχθηκε ότι οφείλετο στην προβενεσίδη. Η χρήση της προβενεσίδης στη διάρκεια της κύησης πρέπει να περιορίζεται στη θεραπεία της ουρικής αρθρίτιδας με υπερουριχαιμία.
3.14 ΓΑΛΟΥΧΙΑ
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την χρήση της προβενεσίδης στη διάρκεια της γαλουχίας, γι΄ αυτό και είναι προτιμότερο να αποφεύγεται σε γυναίκες που θηλάζουν.
3.15 ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ - ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ
Νεογνά : H προβενεσίδη αντενδείκνυται στα νεογνά.
Παιδιά : Η προβενεσίδη αντενδείκνυται σε παιδιά ηλικίας <2 ετών. Σε παιδιά που θεραπεύονται με αντιβιοτικά που αναστέλλουν την β-λακταμάση, μπορεί να χορηγηθεί σε δόση αρχικά 25 mg/kg-1 και στη συνέχεια, 40 mg/kg-1 ημερησίως σε διηρημένες δόσεις. Σε παιδιά βάρους >50 kg συνιστάται δόση ενήλικα.
Ηλικιωμένοι : Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες προφυλάξεις, εφ΄όσον έχουν επαρκή νεφρική λειτουργία.
Κύηση : Η προβενεσίδη μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη διάρκεια της κύησης, αλλά μόνο για την θεραπεία της ουρικής αρθρίτιδας με υπερουριχαιμία.
Γαλουχία : Η προβενεσίδη είναι προτιμότερο να αποφεύγεται σε γυναίκες που θηλάζουν.
Πεπτικό έλκος : Η προβενεσίδη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με πεπτικό έλκος.
Νεφρική ανεπάρκεια : Η προβενεσίδη έχει χρησιμοποιηθεί σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια, αλλά πιθανώς σε μεγαλύτερες δόσεις. Μπορεί να είναι αναποτελεσματική σε ασθενείς με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, ιδιαίτερα όταν η σπειραματική διήθηση είναι £ 30 ml/min. Λόγω του μηχανισμού δράσης της, δεν πρέπει να χορηγείται ταυτόχρονα με πενικιλλίνη σε ασθενείς με γνωστή νεφρική ανεπάρκεια.
Αιματολογικά νοσήματα : Η προβενεσίδη πρέπει να αποφεύγεται σε ασθενείς με αιματολογικές δυσκρασίες.
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας : Οι περισσότερες από τις σοβαρές αλλεργικές και αναφυλακτικές αντιδράσεις της προβενεσίδης εμφανίζονται μερικές ώρες μετά την χορήγησή της σε ασθενείς ήδη εκτεθειμένους στο φάρμακο. Εάν εμφανισθούν αντιδράσεις υπερευαισθησίας, η προβενεσίδη πρέπει να διακόπτεται. Εάν εμφανισθεί εξάνθημα σε ασθενείς θεραπευόμενους με προβενεσίδη ταυτόχρονα με πενικιλλίνη και ο υπεύθυνος παράγοντας δεν μπορεί να προσδιορισθεί, πρέπει να διακόπτονται και τα 2 φάρμακα.
3.16 ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
- Η προβενεσίδη μπορεί να αυξήσει την συχνότητα των επεισοδίων της οξείας ουρικής αρθρίτιδας στο διάστημα των πρώτων 6-12 μηνών της θεραπείας. Ο κίνδυνος αυτός περιορίζεται εάν χορηγηθεί σε μικρές δόσεις (π.χ. 250 mg 2 φορές ημερησίως) και ταυτόχρονα με κολχικίνη. Εάν προκαλέσει οξεία ουρική αρθρίτιδα, μπορεί να χορηγηθεί κολχικίνη ή άλλα φάρμακα
- Σε ασθενείς με ουρική αρθρίτιδα, η προβενεσίδη μπορεί να ευνοήσει την ανάπτυξη ουρικόλιθων, οι οποίοι μπορεί να προκαλέσουν αιματουρία, νεφρικό κολικό και πλευροστερνικό πόνο. Οι επιπλοκές αυτές μπορεί να προληφθούν με αλκαλοποίηση των ούρων και επαρκή ενυδάτωση, αλλά με προσεκτική παρακολούθηση της οξεοβασικής ισορροπίας
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με προβενεσίδη πρέπει να αποφεύγουν την κατάχρηση οινοπνεύματος.
- Τα σαλικυλικά, ανεξάρτητα από την δόση, αντενδείκνυνται σε ασθενείς θεραπευόμενους με προβενεσίδη, δεδομένου ότι ανταγωνίζονται την ουρικοζουρική δράση της προβενεσίδης. Σε ασθενείς θεραπευόμενους με προβενεσίδη που χρειάζονται έναν ήπιο αναλγητικό παράγοντα είναι προτιμότερη η ακεταμινοφαίνη, παρά η ασπιρίνη, ακόμα και σε μικρές δόσεις.
- Οι ασθενείς με ιστορικό νεφρολιθίασης από ουρικό οξύ ή/και αποβολή ουρικού οξέος από τα ούρα >700 mg ημερησίως πρέπει να θεραπεύονται με αλλοπουρινόλη και όχι με προβενεσίδη.
- Επειδή το ουρικό οξύ έχει την τάση να κρυσταλλοποιείται σε όξινα ούρα, οι ασθενείς που παίρνουν προβενεσίδη πρέπει να προσλαμβάνουν άφθονα υγρά, όπως και επαρκείς ποσότητες διττανθρακικού νατρίου (3-7.5 gr ημερησίως) ή κιτρικού καλίου (7.5 mg/24ωρο) για να διατηρηθεί η αλκαλοποίηση των ούρων. Τα ούρα πρέπει να παραμένουν αλκαλικά μέχρις ότου τα επίπεδα του ουρικού στον ορό επιστρέψουν σε φυσιολογικά όρια και οι τοφώδεις εναποθέσεις εξαφανισθούν, δηλ. όσο το ουρικό οξύ αποβάλλεται σε μεγάλα ποσά από τα ούρα.
3.17 ΔΟΣΕΙΣ - ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ
3.17.1 ΥΠΕΡΟΥΡΙΧΑΙΜΙΑ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΗ ΜΕ ΟΥΡΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
Θεραπευτικό σχήμα : 250 mg (1/2 δισκίο) 2 φορές ημερησίως Χ μίαν εβδομάδα, και στη συνέχεια 500 mg (1 δισκίο) 2 φορές ημερησίως.
Εάν η θεραπευτική ανταπόκριση δεν είναι ικανοποιητική, η δόση μπορεί να αυξηθεί κατά 500 mg κάθε 4 εβδομάδες, μέχρι 2 gr ημερησίως. Η μέγιστη δόση δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 3 gr ημερησίως. Το 50% των ασθενών έχει ικανοποιητική ανταπόκριση με 1 gr προβενεσίδης ημερησίως.
Εφ΄όσον ο ασθενής παραμείνει ελεύθερος προσβολών οξείας ουρικής αρθρίτιδας επί 6 τουλάχιστον μήνες και οι συγκεντρώσεις του ουρικού στο πλάσμα είναι εντός αποδεκτών ορίων, η καθημερινή δόση μπορεί προοδευτικά να μειωθεί κατά 500 mg κάθε 6 μήνες στο χαμηλότερο δυνατό αποτελεσματικό επίπεδο συντήρησης και να συνεχισθεί στο ύψος αυτό απεριόριστα. Ακανόνιστα δοσολογικά σχήματα μπορεί να οδηγήσουν σε αυξημένες συγκεντρώσεις ουρικού στον ορό.
Για να αποφευχθεί ο κίνδυνος οξείας ουρικής αρθρίτιδας ή ουρικής νεφρολιθίασης, η προβενεσίδη πρέπει να χορηγείται αρχικά σε μικρές δόσεις αυξανόμενες κατά διαστήματα, μέχρις ότου τα επίπεδα του ουρικού οξέος στον ορό σταθεροποιηθούν <7 mg/100 ml, δηλ. στο ελάχιστο ύψος όπου το ουρικό διαχέεται στο εξωκυττάριο υγρό.
Εάν, με το δοσολογικό αυτό σχήμα, τα συμπτώματα της ουρικής αρθρίτιδας δεν ελέγχονται ή εάν η 24ωρη απέκκριση του ουρικού οξέος από τα ούρα δεν υπερβαίνει τα 700 mg, η καθημερινή δόση της προβενεσίδης μπορεί να αυξηθεί κατά 500 mg/εβδομάδα κάθε 4 εβδομάδες μέχρι την μέγιστη δόση 2-3 gr ημερησίως, ιδιαίτερα σε ασθενείς με ήπια νεφρική ανεπάρκεια.
H προβενεσίδη δεν έχει αναλγητική ή αντιφλεγμονώδη δράση, γι΄αυτό και μπορεί να προκαλέσει έξαρση και να παρατείνει την φλεγμονή εάν χορηγηθεί στη διάρκεια επεισοδίου οξείας ουρικής αρθρίτιδας και πρέπει να χορηγείται 2-3 εβδομάδες μετά την ύφεση της αρθρίτιδας.
Ο κίνδυνος προσβολής οξείας ουρικής αρθρίτιδας στη διάρκεια των πρώτων μηνών της θεραπείας με προβενεσίδη μπορεί να περιορισθεί με την ταυτόχρονη χορήγηση κολχικίνης ή ενός ΜΣΑΦ. Εάν, στην έναρξη της θεραπείας με προβενεσίδη, προκληθεί επεισόδιο οξείας ουρικής αρθρίτιδας, η προβενεσίδη μπορεί να συνεχισθεί χωρίς να τροποποιηθεί η δόση της και να χορηγηθεί κολχικίνη σε πλήρεις δόσεις ή ένα ΜΣΑΦ.
Η προβενεσίδη, εάν δεν έχει ικανοποιητικό αποτέλεσμα, μπορεί να συνδυασθεί με σουλφινπυραζόνη, δεδομένου ότι παρατείνει την διάρκεια δράσης της δεύτερης αναστέλλοντας την απέκκρισή της (Perel JM et al, 1966).
Η προβενεσίδη είναι αποτελεσματική, μόνον όταν η νεφρική λειτουργία είναι φυσιολογική. Σε ασθενείς με προοδευτικά επιδεινούμενη νεφρική ανεπάρκεια, η δράση της βαθμιαία εξασθενεί, γι΄ αυτό και η προβενεσίδη πρέπει να χορηγείται σε μεγαλύτερες δόσεις όταν η κάθαρση της κρεατινίνης κυμαίνεται μεταξύ 40-50 ml/min, ενώ δεν έχει δράση όταν είναι <20 ml/min.
Μερικές ημέρες μετά την έναρξη της θεραπείας με προβενεσίδη, οι συγκεντρώσεις του ουρικού στον ορό συνήθως υποχωρούν στα κατώτερα όρια και η αποβολή του ουρικού οξέος από τα ούρα αυξάνεται πάνω από τα προθεραπευτικά επίπεδα. Παράλληλα, οι συγκεντρώσεις του ουρικού στα ούρα αυξάνονται, γι΄ αυτό και, για να αποφευχθεί ο σχηματισμός ουρικών κρυστάλλων, τα ούρα πρέπει να έχουν αλκαλικό pH. Η αύξηση της νεφρικής απέκκρισης του ουρικού οξέος, η οποία διαρκεί συνήθως μόνο μερικές ημέρες, μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη νεφρικών λίθων στο 9% των ασθενών.
Σε πάσχοντες από ουρική αρθρίτιδα, η προβενεσίδη (σε δόση 1.5 gr/24ωρο) μπορεί να προκαλέσει υπερασβεστιουρία (Weinberger A et al, 1983), γι' αυτό και πρέπει πιθανώς να αποφεύγεται σε ασθενείς με νεφρολιθίαση. Οι υπερουριχαιμικοί ασθενείς, επειδή παράγουν μεγάλες ποσότητες πουρινών, αποβάλλουν μεγάλες ποσότητες ουρικού οξέος, γι΄ αυτό και έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο νεφρολιθίασης. Ο κίνδυνος αυτός είναι μεγαλύτερος στην έναρξη της θεραπείας με ουρικοζουρικούς παράγοντες, οπότε αποβάλλονται αυξημένες ποσότητες ουρικού οξέος από τα ούρα. Γι' αυτό και οι ουρικοζουρικοί παράγοντες ενδείκνυνται σε ασθενείς που αποβάλλουν <700 mg ουρικών αλάτων ημερησίως, ενώ ακολουθούν δίαιτα ελεύθερη πουρινών.
Πάντως, και οι ασθενείς αυτοί έχουν αυξημένη αποβολή ουρικού οξέος στην αρχή της θεραπείας, που συνεχίζεται μέχρις ότου σταθεροποιηθούν οι νέες τιμές του ουρικού οξέος στον ορό, οπότε και η αποβολή του ουρικού οξέος επανέρχεται στα προθεραπευτικά επίπεδα. Ο κίνδυνος σχηματισμού λίθων μειώνεται με την έναρξη της αγωγής με μικρότερες δόσεις προβενεσίδης, με την άφθονη λήψη υγρών και, εάν είναι απαραίτητο, με την αλκαλοποίηση των ούρων με pH >6.
3.17.2 ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΜΕ ΑΝΤΙΒΙΟΤΙΚΑ
Η συνήθης δόση της προβενεσίδης για την ελάττωση της σωληναριακής απέκκρισης των πενικιλλινών και των κεφαλοσπορινών είναι 500 mg κάθε 6 ώρες ή λιγότερο σε ηλικιωμένους ασθενείς με πιθανή νεφρική ανεπάρκεια. Η προβενεσίδη δεν πρέπει να χορηγείται σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια ικανή να καθυστερήσει την απέκκριση των αντιμικροβιακών.
Στα παιδιά ηλικίας >2 ετών και βάρους <50 kg η δόση της προβενεσίδης είναι αρχικά 25 mg/kg/ 24ωρο (700 mg/m2), ακολουθούμενη από 10 mg/kg (300 mg/m2) κάθε 6 ώρες.
Οι εφάπαξ δόσεις 1 gr προβενεσίδης χορηγούνται ταυτόχρονα με τα per os αντιβιοτικά ή 30΄ πριν από την ένεση του αντιβιοτικού στη θεραπεία της γονόρροιας.
Οξεία μη επιπλακείσα γονοκοκκική λοίμωξη (ουρήθρας, κόλπου, ορθού) :
- Προκαϊνούχος πενικιλλίνη G 4.800.000 μονάδες IM, σε 2 τουλάχιστον δόσεις σε διαφορετικά σημεία στην ίδια επίσκεψη + 1 gr προβενεσίδης per os πριν από τις ενέσεις, ή 3.5 g αμπικιλλίνης ή 3 gr αμοξυκιλλίνης και 1 g προβενεσίδης ταυτόχρονα per os
Γονοκοκκική λοίμωξη φάρυγγα :
- Υδατική προκαϊνούχος πενικιλλίνη G 4.800.000 μονάδες IM, σε 2 τουλάχιστον δόσεις σε διαφορετικά σημεία στην ίδια επίσκεψη + 1 gr προβενεσίδης πριν από τις ενέσεις
Μη επιπλακείσα γονόρροια σε εγκύους :
- Υδατική προκαϊνούχος πενικιλλίνη G 4.800.000 μονάδες IM, σε 2 τουλάχιστον δόσεις σε διαφορετικά σημεία στην ίδια επίσκεψη ή 3.5 g αμπικιλλίνης per os + 1 g προβενεσίδης ταυτόχρονα per os
Οξεία γονοκοκκική σαλπιγγίτιδα :
- Υδατική προκαϊνούχος πενικιλλίνη G ή αμπικιλλίνη + προβενεσίδη, όπως στην γονόρροια των εγκύω, ακολουθούμενη από 500 mg αμπικιλλίνης κάθε 6 ώρες Χ 10 ημέρες
Διάχυτη γονοκοκκική λοίμωξη (σύνδρομο αρθρίτιδας-δερματίτιδας) :
- Κρυσταλλική πενικιλλίνη G 10.000.000 μονάδες ΕΦ καθημερινά Χ 3 ημέρες ή μέχρις ότου προκύψει σημαντική κλινική βελτίωση. Στη συνέχεια, μπορεί να χορηγηθούν 500 mg αμπικιλλίνης κάθε 6 ώρες per os μέχρις ότου συμπληρωθούν 7 ημέρες θεραπείας, ή 3.5 gr αμπικιλλίνης per os + 1 gr προβενεσίδης, ακολουθούμενη από 500 mg αμπικιλλίνης καθημερινά κάθε 6 ώρες Χ 7 τουλάχιστον ημέρες.
Νευροσύφιλη (στους ενήλικες) :
- Προκαϊνούχος πενικιλλίνη G 2.400.000 μονάδες ΙΜ κάθε 6 ώρες Χ 10 ημέρες + 500 mg προβενεσίδης per os. Στη συνέχεια, 2.400.000 μονάδες βενζαθινικής πενικιλλίνης G ενδομυϊκά κάθε εβδομάδα Χ 3 εβδομάδες, χωρίς προβενεσίδη. Οι κατασκευαστές συνιστούν η προβενεσίδη να χορηγείται τουλάχιστον 30΄πριν από την παρεντερική χορήγηση του αντιβιοτικού.
Γονοκοκκική λοίμωξη (στα παιδιά) :
- Παιδιά ηλικίας <2 ετών : H προβενεσίδη αντενδείκνυται.
- Παιδιά ηλικίας 2-14 ετών : Αρχική δόση : 25 mg/kg (ή 0.7 g/m2). Δόση συντήρησης : 40 mg/kg (ή 1.2 g/m2)/24ωρο, σε 4 δόσεις.
- Παιδιά μετεφηβικής ηλικίας ή/και βάρους >50 kg : Δοσολογικό σχήμα όπως στους ενήλικες.
- Μη επιπλακείσα αιδοιοκολπίτιδα και ουρηθρίτιδα : 75.000–100.000 μονάδες/kg υδατικής προκαϊνούχου πενικιλλίνης G IM + προβενεσίδη 23 mg/kg per os.
3.17.3 ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ PARKINSON ΚΑΙ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗΣ
Δοσολογικό σχήμα : 500 mg προβενεσίδης κάθε 12 ώρες (συνολικά 5 δόσεις). Δώδεκα ώρες μετά την τελευταία δόση μετράται η 5-ΗΙΑΑ ή το HVA στο ΕΝΥ. Οι συγκεντρώσεις του HVA σε ασθενείς με σύνδρομο Parkinson και του 5-ΗΙΑΑ σε ασθενείς με κατάθλιψη είναι χαμηλότερες απ΄ ό,τι σε υγιή άτομα.
3.18 ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ
Εμπορική ονομασία |
Μορφές-περιεκτικότητες |
Κατασκευαστής |
Benemid |
Tabl. 100 X 500 mg |
ΙΦΕΤ |
3.19 ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ
Η προβενεσίδη διατίθεται σε συνδυασμό με αμπικιλλίνη, αμοξυκιλλίνη ή κολχικίνη.
Δισκία : Κάθε δισκίο περιέχει 500 mg προβενεσίδης, στεαρικό ασβέστιο, D & C Yellow 10, ζελατίνη, υδροξυπροπυλομεθυλκυτταρίνη, οξείδιο σιδήρου, ανθρακικό μαγνήσιο, πολυαιθυλενο γλυκόλη, άμυλο, ταλκ και διοξείδιο του τιτανίου.
3.20 ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΥΛΑΞΗ ΤΩΝ ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΩΝ
Τα δισκία γενικά πρέπει να φυλάσσονται σε θερμοκρασία <25Ο C, σε ξηρό μέρος. Στην Αγγλία έχουν διάρκεια ζωής 5 χρόνια.
ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΒΕΝΕΣΙΔΗΣ
Η προβενεσίδη είναι χρήσιμο ουρικοζουρικό φάρμακο για την αντιμετώπιση της ιδιοπαθούς και δευτεροπαθούς υπερουριχαιμίας, ιδιαίτερα σε ασθενείς με χαμηλή αποβολή ουρικού οξέος από τα ούρα (<700 mg/24ωρο), αλλά δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της οξείας ουρικής αρθρίτιδας, γιατί μπορεί να προκαλέσει επιδείνωση της φλεγμονής.
Είναι προτιμότερη και πρέπει να χρησιμοποιείται πριν από την αλλοπουρινόλη, εφ΄όσον ενδείκνυται, δεδομένου ότι είναι αποτελεσματική και λιγότερο τοξική, αν και η αλλοπουρινόλη έχει επικρατήσει στην κλινική πράξη για την αντιμετώπιση της υπερουριχαιμίας. Ακόμα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αυξήσει το θεραπευτικό αποτέλεσμα ορισμένων αντιβιοτικών, αν και η ένδειξη αυτή τα τελευταία χρόνια έχει ατονήσει, ενώ στην Ελλάδα δεν χρησιμοποιείται από μακρού.