ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗ : Ορισμός
Η οστεοπόρωση είναι μία χρόνια πάθηση του μεταβολισμού των οστών, χαρακτηριζόμενη από προοδευτική μείωση της πυκνότητας και ποιότητάς τους, με αποτέλεσμα να γίνονται πιο εύθραυστα και λεπτά. Έτσι, επειδή μειώνεται η ανθεκτικότητα και η ελαστικότητά τους, αυξάνεται ο κίνδυνος να πάθουν κάταγμα [1].
Ετυμολογικά η λέξη οστεοπόρωση προέρχεται από το οστούν (= κόκκαλο) + πορώδης (= ο έχων πόρους).
ΟΡΙΣΜΟΣ
Η οστεοπόρωση ορίζεται με βάση τον στατιστικό δείκτη Τscore, ο οποίος συγκρίνει την οστική πυκνότητα σε νέα άτομα, της ίδιας εθνικότητας και φύλου.
Διαβάθμιση
ΤScore <-2,5 : οστεοπόρωση
TScore μεταξύ -2,5 και -1,0 : οστεοπενία
TScore >-1,0 : φυσιολογική οστική πυκνότητα [7]
Η οστεοπενία και η οστεοπόρωση είναι η ίδια νόσος, σε διαφορετικό όμως βαθμό, και οι δύο αυτές καταστάσεις χρειάζονται θεραπευτική αντιμετώπιση.