Έρευνα

Γνωρίζετε αν διατρέχετε κίνδυνο οστεοπόρωσης;:

Ναβουμετόνη

Η ναβουμετόνη είναι ένα νεότερο μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο, αποτελεσματικό στην οστεοαρθρίτιδα, την ρευματοειδή αρθρίτιδα και την αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα. Είναι ουσιαστικά προφάρμακο και ασκεί τις φαρμακολογικές της δράσεις μέσω του κύριου μεταβολίτη της, του 6-μεθοξυ-2-ναφθυλοξεικού οξέος (6-ΜΝΑ). Επειδή είναι προφάρμακο, είναι λιγότερο γαστροτοξικό από άλλα ΜΣΑΦ, γι΄αυτό και, σε συνδυασμό με την ισχυρή αντιφλεγμονώδη δράση του, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν ΜΣΑΦ πρώτης εκλογής στα ρευματικά νοσήματα.

16.6.1.1   ΧΗΜΕΙΑ

Ναβουμετόνη (nabumetone)

  • Χημικό όνομα : 4-(6-methoxy-2-naphthyl)-2-butan-2-one
  • Μοριακός τύπος : C15H16O2

ΕΙΚΟΝΑ 59 : Συντακτικός τύπος ναβουμετόνης

ΕΙΚΟΝΑ 60 : Συντακτικός τύπος 6-μεθοξυ-2-ναφθυλοξεικού οξέος

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ : Η ναβουμετόνη είναι λευκή έως υπόλευκη κρυσταλλική ουσία, μοριακού βάρους 228.3, πρακτικά αδιάλυτη στο ύδωρ, αλλά ελεύθερα διαλυτή στην ασετόνη και ελαφρά διαλυτή στη μεθυλική αλκοόλη. Έχει συντελεστή μερισμού οκτανόλης/φωσφορικού ρυθμιστικού διαλύματος 2400 σε pH 7.4.

16.6.1.2   ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ

16.6.1.2.1   ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ - ΤΡΟΠΟΣ ΔΡΑΣΗΣ ΝΑΒΟΥΜΕΤΟΝΗΣ

Η ναβουμετόνη έχει αντιφλεγμονώδεις, αναλγητικές και αντιπυρετικές ιδιότητες. Όπως άλλα ΜΣΑΦ, ο ακριβής τρόπος δράσης της δεν είναι γνωστός, αν και η ικανότητά της να αναστέλλει την σύνθεση των προσταγλανδινών ευθύνεται πιθανώς για την αντιφλεγμονώδη δράση της. Η μητρική ένωση είναι προφάρμακο και βιομετατρέπεται στο ήπαρ στο ενεργό συστατικό 6-μεθοξυ-2-ναφθυλοξεικό οξύ (6-ΜΝΑ), που είναι δυνητικός αναστολέας της σύνθεσης των προσταγλανδινών.

Αντιφλεγμονώδης δράση :

  • Αναστέλλει ασθενώς την σύνθεση των προσταγλανδινών και έχει ιδιότητες παρόμοιες με της φενμπουτένης και της ναπροξένης (Mangan FR, 1987).
  • Αναστέλλει την εμφάνιση του ερυθήματος του προκαλούμενου από υπεριώδες φως
  • Αναστέλλει την αρθρίτιδα από ανοσοενισχυτικό και τον σχηματισμό κοκκιώματος μετά την υποδόρια εμφύτευση σφαιριδίων βάμβακος, στους αρουραίους (Boyle EA et al, 1982)
  • Καταστέλλει το φλεγμονώδες οίδημα των ποδών το προκαλούμενο από καραγενίνη και την ανοσιακή αρθρίτιδα
  • Δεν δρα στην χημειοτακτική απάντηση των ουδετεροφίλων σε θεραπευτικές δόσεις, in vitro, αλλά καταστέλλει την χημειοταξία, in vivo (Ip M et al, 1990).
  • Δεν αναστέλλει την σύνθεση των γαστροπροστατευτικών PG1 και PG2 in vitro, ενώ το 6-ΜΝΑ αναστέλλει μεν την σύνθεση των προστανοειδών στους ιστικούς στόχους, αλλά λιγότερο από την ινδομεθακίνη και την ναπροξένη (Jeremy JY et al, 1990; Dandona P and Jeremy JY, 1990).

Δράση στα αιμοπετάλια :

  • Έχει ασθενή αντιαιμοπεταλιακή δράση, μέσω αναστολής της παραγωγής θρομβοξάνης Α2 των αιμοπεταλίων.
  • Αυξάνει την συγκολλητικότητα των αιμοπεταλίων, αλλά πολύ λιγότερο από την ναπροξένη, και δεν παρατείνει τον χρόνο ροής (Nunn B and Chamberlain PD, 1982).

16.6.1.2.2   ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ - ΤΡΟΠΟΣ ΔΡΑΣΗΣ 6-ΜΝΑ

Το 6-μεθοξυ-2-ναφθυλοξεικό οξύ έχει αναλγητικές, αντιπυρετικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες. Είναι δυνητικός αναστολέας της σύνθεσης των προσταγλανδινών και ευθύνεται για την αντιφλεγμονώδη δράση της ναβουμετόνης. Είναι πολύ ισχυρότερος δυνητικός αναστολέας της κυκλοξυγενάσης από την μητρική ένωση και έχει εκλεκτική δράση στην COX-2.

Αντιφλεγμονώδης δράση :

  • Μειώνει την προσέλευση των ουδετεροφίλων σε φλεγμαίνοντες ιστούς
  • Αναστέλλει με δοσοεξαρτώμενο τρόπο τον σχηματισμό του οιδήματος του προκληθέντος από καραγενίνη, σε αρουραίους (Boyle EA et al, 1982), αλλά λιγότερο από την ινδομεθακίνη ή την ναπροξένη.
  • Δεν έχει εκκαθαριστική δράση στη παραγωγή ριζών οξυγόνου από πολυμορφοπύρηνα λευκά αιμοσφαίρια (Allegrezza-Giulietti A et al, 1993).

16.6.1.3   ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ

Μεταλλαξιογόνος/καρκινογόνος/τερατογόνος δράση : Σε ποντικούς και αρουραίους, η ναβουμετόνη δεν έχει στατιστικά σημαντική ογκογόνο δράση. Σύμφωνα με τις δοκιμασίες Ames και μικροπυρήνα ποντικών, δεν έχει μεταλλαξιογόνο δράση, in vivo. Πάντως, σε καλλιέργειες λεμφοκυττάρων θεραπευόμενες με ναβουμετόνη και 6-ΜΝΑ σε συγκεντρώσεις ≥ 80 mcg/ml (ισοδύναμες με την μέση ανθρώπινη έκθεση στις μέγιστες συνιστώμενες δόσεις της ναβουμετόνης) έχουν παρατηρηθεί χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Η ναβουμετόνη, χορηγούμενη per os σε δόσεις 320 mg/kg/24ωρο (1.888 mg/m2) πριν από την γονιμοποίηση, δεν επηρεάζει την γονιμότητα σε άρρενες ή θήλεις αρουραίους.

Δράση στο γαστρεντερικό (γαστροτοξικότητα) : Η ναβουμετόνη είναι λιγότερο γαστροτοξική από άλλα ΜΣΑΦ. Σε αρουραίους, χορηγούμενη σε δόση 79 mg/kg-1/24ωρο επί ένα μήνα, δεν είναι γαστροτοξική, σε αντίθεση με την ιμπουπροφαίνη (88 mg/kg-1), την δικλοφενάκη (11.5 mg/kg-1), το θειαπροφαινικό οξύ και την ετοδολάκη (Spangler RS, 1993).

Στον άνθρωπο, παρόμοια, έχει πολύ μικρή γαστροερεθιστική δράση (Mangan FR, 1987), σε αντίθεση με άλλα ΜΣΑΦ. Πάντως, μπορεί να προκαλέσει γαστρεντερικό έλκος μέσω συστηματικής αναστολής της παραγωγής των προσταγλανδινών.

Σε ποντικούς, το 6-ΜΝΑ δεν προκαλεί γαστρεντερική βλάβη ή απώλεια αίματος, ακόμα κι’ αν χορηγηθεί ενδοφλέβια σε μεγάλες δόσεις, σε αντίθεση με την ετοδολάκη (Melarange R et al, 1994b).

ΜΣΑΦ περισσότερο γαστροτοξικά από την ναβουμετόνη :

  • Ιμπουπροφαίνη
  • Ναπροξένη
  • Ασπιρίνη
  • Ινδομεθακίνη
  • Δικλοφενάκη

Η μικρότερη γαστροτοξικότητα της ναβουμετόνης, συγκριτικά με τα άλλα ΜΣΑΦ, οφείλεται στο ότι :

  • Αναστέλλει εκλεκτικά την σύνθεση των περιφερικών προσταγλανδινών
  • Είναι προφάρμακο και αναστέλλει ασθενώς την κυκλοξυγενάση
  • Έχει μη οξειδωτική δομή, η οποία αποτρέπει την παγίδευσή του στον βλεννογόνο του ΓΕΣ και την τοπική βλάβη
  • Αναστέλλει εκλεκτικά την COX-2 και
  • Απορροφάται εκλεκτικά από το λεπτό έντερο, συγκριτικά με τον στόμαχο.

Δράση στους νεφρούς (νεφροτοξικότητα) : Η ναβουμετόνη μπορεί να προκαλέσει κατακράτηση άλατος και ύδατος και, σε ασθενείς με μέτρια ή σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια, ελάττωση της σπειραματικής διήθησης.

16.6.1.4   ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ

16.6.1.4.1   ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ ΝΑΒΟΥΜΕΤΟΝΗΣ

Η ναβουμετόνη, χορηγούμενη per os, απορροφάται από τον γαστρεντερικό σωλήνα σε ποσοστό 80%, αλλά, σαν μη οξειδωτικό φάρμακο, δεν διαλύεται στον στόμαχο, σε αντίθεση με τα οξειδωτικά ΜΣΑΦ (Blower PR, 1992). Μετά την απορρόφησή της, δεν ανιχνεύεται αυτούσια στο πλάσμα, επειδή βιομετατρέπεται ταχέως στον κύριο ενεργό μεταβολίτη της, το N-6-μεθοξυ-2- ναφθυλοξεικό οξύ (6-MNA). Η συγχορήγηση της ναβουμετόνης με τροφές αυξάνει την απορρόφηση και επομένως την εμφάνιση του 6-ΜΝΑ στο πλάσμα, αλλά δεν επηρεάζει την μετατροπή της σε 6-ΜΝΑ. Οι μέγιστες συγκεντρώσεις του 6-ΜΝΑ στο πλάσμα αυξάνονται περίπου κατά 1/3. Η ταυτόχρονη χορήγηση της ναβουμετόνης με αντιόξινα περιέχοντα αλουμίνιο δεν επηρεάζει σημαντικά την βιοδιαθεσιμότητα του 6-ΜΝΑ.

Μετά την per os χορήγηση της ναβουμετόνης, οι συγκεντρώσεις του αναλλοίωτου φαρμάκου στο πλάσμα είναι συνήθως ελάχιστες. Σε υγιή άτομα, η ναβουμετόνη, χορηγούμενη σε δόση 500 gr κάθε 12 ώρες ή 1 gr κάθε βράδυ επί 10 ημέρες, φθάνει σε συγκεντρώσεις σταθερής κατάστασης στο πλάσμα μετά από 3 ημέρες. Σε ηλικιωμένα άτομα, οι συγκεντρώσεις των ενεργών μεταβολιτών της ναβουμετόνης στο πλάσμα είναι υψηλότερες απ΄ό, τι σε νεότερα.

Σε ασθενείς που παίρνουν ναβουμετόνη κάθε 12 ώρες οι συγκεντρώσεις σταθερής κατάστασης του φαρμάκου στο πλάσμα πριν από την πρωινή δόση ανέρχονται σε 17-21 mg/l-1, ενώ σ’ αυτούς που παίρνουν ναβουμετόνη εφάπαξ ημερησίως, σε 27-42 mg/l-1. Αύξηση της δόσης σε 1 gr/12ωρο δεν αυξάνει τις πρωινές συγκεντρώσεις σταθερής κατάστασης (35-42 mg/l-1) περισσότερο απ΄ό,τι μετά την εφάπαξ χορήγηση 1 gr ναβουμετόνης κάθε βράδυ (Von Schrader HW et al, 1984).

Το 6-MNA συνδέεται με τις πρωτείνες του πλάσματος >99%. Το ελεύθερο κλάσμα εξαρτάται από τις ολικές συγκεντρώσεις του 6-ΜΝΑ και, σε δοσολογικό εύρος 1-2 gr, είναι ανάλογο με την δόση. Σε συγκεντρώσεις που επιτυγχάνονται μετά από την χορήγηση 1 gr ναβουμετόνης ανέρχεται σε 0.2-0.3% και περίπου 0.6-0.8% των ολικών συγκεντρώσεων σε σταθερή κατάσταση μετά από την καθημερινή χορήγηση 2 gr ναβουμετόνης. Οι συγκεντρώσεις σταθερής κατάστασης του 6-ΜΝΑ στο πλάσμα είναι κάπως χαμηλότερες από τις αναμενόμενες μετά από απλές δόσεις, πιθανώς λόγω του μεγαλύτερου κλάσματος του ελεύθερου 6-ΜΝΑ που υφίσταται μεγαλύτερη ηπατική κάθαρση.

Σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια νεφρική ανεπάρκεια, η φαρμακοκινητική της ναβουμετόνης δεν μεταβάλλεται (Hyneck ML, 1992), ενώ η κάθαρση της κρεατινίνης ή η κρεατινίνη του ορού δεν διαφέρει σημαντικά σε φυσιολογικά άτομα ή σε πάσχοντες από νεφρική ανεπάρκεια (Aronoff GR, 1992).

Σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατινίνης <30 ml/min/1.73 m2),  ο μέσος τελικός t(1/2) του 6-ΜΝΑ αυξάνεται. Σε αιμοδιϋλιζόμενους ασθενείς, οι συγκεντρώσεις σταθερής κατάστασης του ενεργού μεταβολίτη στο πλάσμα είναι παρόμοιες με τις παρατηρούμενες σε υγιή άτομα. Λόγω της ισχυρής πρωτεϊνικής σύνδεσης, το 6-ΜΝΑ δεν αποκαθαίρεται με την αιμοδιύλιση.

Η βιομετατροπή του 6-ΜΝΑ και ο περαιτέρω μεταβολισμός του σε ανενεργούς μεταβολίτες εξαρτάται από την ηπατική λειτουργία και μπορεί να μειωθεί σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια. Σε ηλικιωμένους ασθενείς, οι συγκεντρώσεις σταθερής κατάστασης στο πλάσμα είναι γενικά υψηλότερες απ΄ ό, τι σε νεότερα υγιή άτομα.

Στα ζώα και στον άνθρωπο, η ναβουμετόνη, μετά την απορρόφησή της από τον ΓΕΣ, υφίσταται εκτεταμένο προσυστηματικό ηπατικό μεταβολισμό (Friedel HA and Todd PA, 1988), παράγοντας ποικίλους μεταβολίτες, μεταξύ των οποίων και ο κύριος μεταβολίτης, το 6-μεθοξυ-2-ναφθυλ-οξεικό οξύ, που είναι και φαρμακολογικά ενεργός. Οι ελάσσονες μεταβολίτες, όπως και πολλοί άλλοι, ανευρίσκονται στα ούρα κυρίως σαν σύμπλοκα.

Οι μεταβολίτες της ναβουμετόνης παράγονται με Ο-απομεθυλίωση, αναγωγή της κετόνης σε αλκοόλη και οξειδωτική διάσπαση της πλευρικής αλύσου.

Το ελεύθερο και το συνδεδεμένο 6-ΜΝΑ και ο Ο-διμεθυλιωμένος μεταβολίτης του αποβάλλονται από τα ούρα σε ποσοστό 32% (24% της δόσης). Λιγότερο από 1% της ναβουμετόνης αποβάλλεται από τα ούρα σαν μείζων ενεργός μεταβολίτης (Haddock RE et al, 1984). Δύο άλλοι μη οξειδωτικοί μεταβολίτες αποτελούν το 23% της νεφρικής αποβολής (16% της δόσης), ενώ το υπόλοιπο 45% συνίσταται από διάφορους ελάσσονες μεταβολίτες. 

Η ναβουμετόνη δεν απεκκρίνεται αναλλοίωτη από τα ούρα, ενώ <1% του 6-ΜΝΑ αποβάλλεται αναλλοίωτο από τα ούρα. Συνολικά, 80% μιας δόσης ναβουμετόνης αποβάλλεται από τα ούρα και 10%, με τα κόπρανα (Haddock RE et al, 1984).

16.6.1.4.2   ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ 6-ΜΝΑ

Το 6-ΜΝΑ έχει πολύ χαμηλό βαθμό κάθαρσης. Οι μέγιστες συγκεντρώσεις του στο πλάσμα επιτυγχάνονται μετά από 1-4 ώρες και φθάνουν σε επίπεδα σταθερής κατάστασης μετά από 3-5 ημέρες (von Schrader HW et al, 1984). Γενικά, οι συγκεντρώσεις σταθερής κατάστασης του 6-ΜΝΑ στο πλάσμα αυξάνονται αναλογικά με την αύξηση της δόσης της ναβουμετόνης και είναι λίγο μεγαλύτερες στους ηλικιωμένους, συγκριτικά με υγιείς εθελοντές, χωρίς όμως κλινική σημασία.

Σε υγιή άτομα, η μέση απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα του 6-ΜΝΑ, μετά από την per os χορήγησή του, ανέρχεται σε 38%. Η βιοδιαθεσιμότητα του 6-ΜΝΑ δεν επηρεάζεται από τις τροφές, αλλά αυξάνεται όταν η ναβουμετόνη συγχορηγηθεί με γάλα. Μετά από την per os χορήγηση 1-2 gr ναβουμετόνης, η μέση κάθαρση του 6-ΜΝΑ στο πλάσμα είναι 20-30 ml/min και ο t(1/2) αποβολής, περίπου 24 ώρες.

Σε ασθενείς με ΡΑ ή ΟΑ που πήραν 1 gr ναβουμετόνης per os εφάπαξ, οι μέγιστες συγκεντρώσεις του ενεργού μεταβολίτη στο αρθρικό υγρό ανήλθαν περίπου σε 10-16 mg/l-1 και γενικά επιτεύχθηκαν 4-12 ώρες μετά την χορήγησή του.

Στον άνθρωπο, το 6-ΜΝΑ συνδέεται εκτεταμένα με τις πρωτείνες του πλάσματος (>99%). Η ισχυρή αυτή σύνδεση μπορεί να οδηγήσει σε παροδική αύξηση των ελεύθερων συγκεντρώσεων άλλων, επίσης ισχυρά συνδεόμενων με τις πρωτείνες, φαρμάκων, όπως οι σουλφονυλουρίες, η βαρφαρίνη και η φαινυτοίνη. Το 6-ΜΝΑ έχει όγκο κατανομής 7.5 l.kg-1. Κατανέμεται στο μητρικό γάλα των μαστών και διέρχεται τον πλακούντα σε αρουραίους.

Το 6-ΜΝΑ βιομετατρέπεται στο ήπαρ, παράγοντας ανενεργούς μεταβολίτες που αποβάλλονται σαν ελεύθεροι μεταβολίτες και σαν σύμπλοκα. Κανένας από τους γνωστούς μεταβολίτες του 6-ΜΝΑ δεν ανιχνεύεται στο πλάσμα. Ο ενεργός μεταβολίτης, σε αντίθεση με άλλα ΜΣΑΦ, δεν συμμετέχει στον εντεροηπατικό κύκλο. Περίπου 75% της ραδιοσημασμένης δόσης απεκκρίνεται από τα ούρα σε διάστημα 48 ωρών και 80% σε διάστημα 168 ωρών και επιπλέον 9%, με τα κόπρανα.

Το 6-ΜΝΑ παράγεται με οξειδωτική διάσπαση της πλευρικής αλύσου της μητρικής ένωσης, αποτελώντας το 70-90% της ραδιενέργειας στο πλάσμα. Στη συνέχεια, μεταβολίζεται σε δισμεθυλ-6-ΜΝΑ, αν και αυτό και οι άλλοι μεταβολίτες της ναβουμετόνης έχουν ελάχιστη φαρμακολογική δράση, συγκριτικά με το 6-ΜΝΑ.

Το 6-ΜΝΑ αποβάλλεται κυρίως με σύζευξη και Ο-απομεθυλίωση σε 6-υδροξυ-2-ναφθυλοξεικό οξύ, που είναι μερικά μόνο συνδεδεμένο (Mangan FR et al, 1987). Το συστατικό αυτό δεν έχει αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες και αναστέλλει ασθενώς την κυκλοξυγενάση. Ο t(1/2) αποβολής είναι 17-74 ώρες.

Το 6-ΜΝΑ καθαίρεται στο ήπαρ με μεταβολισμό «πρώτης διόδου». Δεν συμμετέχει στον εντεροηπατικό κύκλο, γεγονός που μπορεί να συμβάλλει στην ήπια γαστροερεθιστική του δράση (Blower P, 1991).

16.6.1.5  ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ -ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ

Δεν έχει αναφερθεί.

16.6.1.6   ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

Αμινογλυκοσίδες

Αλληλεπιδράσεις : Στα πρόωρα νεογνά, η ναβουμετόνη, όπως και άλλα ΜΣΑΦ, αυξάνει τις συγκεντρώσεις των αμινογλυκοσιδών στο πλάσμα.

Μηχανισμός : Η ναβουμετόνη μπορεί να προκαλέσει άθροιση των αμινογλυκοσιδών στο πλάσμα μειώνοντας την σπειραματική διήθηση.

Συστάσεις :

  • Η δόση των αμινογλυκοσιδών πρέπει να μειώνεται πριν από την έναρξη της θεραπείας με ναβουμετόνη.
  • Στη διάρκεια της θεραπείας με ναβουμετόνη η δόση των αμινογλυκοσιδών πρέπει να τροποποιείται ανάλογα με τα επίπεδά τους στον ορό και την νεφρική λειτουργία.

Αντιπηκτικά

Αλληλεπιδράσεις : Η ναβουμετόνη, χορηγούμενη ταυτόχρονα με βαρφαρίνη, δεν επηρεάζει τον χρόνο προθρομβίνης και αναστέλλει ήπια την συγκέντρωση των αιμοπεταλίων, πιθανώς λόγω του ότι αναστέλλει εκλεκτικά την COX-2 (Hilleman DE et al, 1993).

Συστάσεις : Η συγχορήγηση της ναβουμετόνης με βαρφαρίνη πρέπει να γίνεται με προσοχή, δεδομένου ότι έχουν αναφερθεί αλληλεπιδράσεις με άλλα ΜΣΑΦ.

Επτιφιμπατίδη

Αλληλεπιδράσεις : Η επτιφιμπατίδη αναστέλλει την συγκόλληση των αιμοπεταλίων, γι΄αυτό και πρέπει να συγχορηγείται με προσοχή με άλλα φάρμακα που επηρεάζουν την αιμόσταση (θρομβολυτικά, αντιπηκτικά per os, ΜΣΑΦ, διπυριδαμόλη, τικλοπιδίνη, κλοπιδογρέλη). Εκτός από την επτιφιμπατίδη, και άλλοι αναστολείς GP IΙb/IIIa των αιμοπεταλίων μπορεί να προκαλέσουν δυνητικές αθροιστικές φαρμακολογικές δράσεις.

Συστάσεις : Ο συνδυασμός της ναβουμετόνης με επτιφιμπατίδη πρέπει να αποφεύγεται.

Κυκλοσπορίνη

Αλληλεπιδράσεις : Η ταυτόχρονη χορήγηση της κυκλοσπορίνης με ναβουμετόνη μπορεί να αυξήσει την νεφροτοξικότητα και των 2 αυτών φαρμάκων.

Μηχανισμός : Είναι άγνωστος.

Συστάσεις : Οταν τα 2 αυτά φάρμακα χορηγούνται ταυτόχρονα πρέπει να παρακολουθείται η νεφρική λειτουργία.

Μεθοτρεξάτη

Αλληλεπιδράσεις : Η ναβουμετόνη μπορεί να μειώσει την νεφρική κάθαρση ή/και την νεφρική σωληναριακή απέκκριση, και επομένως να αυξήσει τις φαρμακολογικές δράσεις και την τοξικότητα (καταστολή μυελού, ηπατοτοξικότητα, νεφροτοξικότητα, σοβαρή στοματίτιδα, κ. ά.), της μεθοτρεξάτης.

Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής δεν είναι γνωστός.

Συστάσεις :

  • Εάν υπάρχει κλινική υποψία της αλληλεπίδρασης αυτής, μπορεί να χρειασθεί μείωση της δόσης της μεθοτρεξάτης ή αύξηση της δόσης διαφυγής της λευκοβορίνης.
  • Σε ασθενείς θεραπευόμενους με ναβουμετόνη ταυτόχρονα με μεθοτρεξάτη. τα επίπεδα της μεθοτρεξάτης στο πλάσμα πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή ώστε η δόση της να τροποποιηθεί, εαν χρειάζεται.

Προβενεσίδη

Αλληλεπιδράσεις : Η προβενεσίδη μπορεί να αναστείλει τον ηπατικό μεταβολισμό, και επομένως να αυξήσει τις φαρμακολογικές και τοξικές δράσεις, της ναβουμετόνης.

Συστάσεις :

  • Αν και δεν χρειάζεται άμεση παρέμβαση, επιβάλλεται προσοχή για την δυνητική αυτή αλληλεπίδραση.
  • Εάν προκύψει τοξικότητα από το ΜΣΑΦ, η δόση του πρέπει να τροποποιείται ανάλογα.

Σαλικυλικά

Αλληλεπιδράσεις : Η ασπιρίνη μπορεί να μειώσει τις συγκεντρώσεις της ναβουμετόνης στον ορό.

Μηχανισμός : Τα σαλικυλικά ανταγωνίζονται πιθανώς την πρωτεϊνική σύνδεση και αυξάνουν τον μεταβολισμό της ναβουμετόνης.

Συστάσεις : Ο συνδυασμός των σαλικυλικών με ναβουμετόνη δεν φαίνεται να πλεονεκτεί της θεραπείας με κάθε ένα φάρμακο ξεχωριστά, ενώ μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο των επιπλοκών.

Φάρμακα που δεν αλληλεπιδρούν με την ναβουμετόνη

  • Αντιόξινα : Η ταυτόχρονη χορήγηση αντιόξινων περιεχόντων αλουμίνιο δεν επηρεάζει την βιοδιαθεσιμότητα του 6-ΜΝΑ. Το 6-ΜΝΑ, όταν χορηγείται ταυτόχρονα με τροφές ή γάλα, απορροφάται ταχύτερα, αν και η ολική ποσότητά του στο πλάσμα δεν μεταβάλλεται.
  • Αντιϋπερτασικά
  • Διουρητικά.

16.6.1.7   ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

  • Ρευματοειδής αρθρίτιδα
  • Οστεοαρθρίτιδα
  • Αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα
  • Εξωαρθρικός ρευματισμός
  • Αθλητικές κακώσεις

16.6.1.8   ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΝΑΒΟΥΜΕΤΟΝΗΣ

  • Ενεργό πεπτικό έλκος
  • Σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια
  • Υπερευαισθησία στο φάρμακο
  • Ιστορικό άσθματος, κνίδωσης ή άλλων αλλεργικού τύπου αντιδράσεων από την ναβουμετόνη, την ασπιρίνη ή άλλα ΜΣΑΦ

16.6.1.9   ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

16.6.1.9.1  ΟΣΤΕΟΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

Η ναβουμετόνη, σε δόσεις 1 gr, 1 ή 2 φορές ημερησίως, είναι αποτελεσματική στην ΟΑ, πολύ περισσότερο από placebo (Gillgrass J and Grahame R, 1984; Verbruggen LA and Pintens H, 1984; Blechman WJ, 1987; Ben Dallah SK and Lenghi M, 1994).

Φάρμακα εξίσου αποτελεσματικά με την ναβουμετόνη

  • Ασπιρίνη (3.6 gr/24ωρο)
  • Ινδομεθακίνη
  • Ναπροξένη
  • Πιροξικάμη : Είναι εξίσου (Lister BJ et al, 1993) ή περισσότερο (De Bock GH et al, 1993) αποτελεσματική από την ναβουμετόνη
  • Δικλοφενάκη (100 mg/24ωρο)
  • Ετοδολάκη
  • Ιμπουπροφαίνη (600 mg/24ωρο)
  • Οξαπροζίνη (1.200 mg/24ωρο) : Είναι εξίσου (Makarowski W et al, 1996)  ή περισσότερο (Weaver A et al, 1995) αποτελεσματική από την ναβουμετόνη

16.6.1.9.2   ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

Η ναβουμετόνη, σε δόση 1.000 mg ημερησίως, είναι πολύ περισσότερο  αποτελεσματική από placebo (Turner RA Jr et al, 1987; Lanier BG et al, 1987).

Φάρμακα λιγότερο αποτελεσματικά από την ναβουμετόνη

  • Ιμπουπροφαίνη : Είναι λιγότερο ή εξίσου (Morgan GJ et al, 1993) αποτελεσματική με την ναβουμετόνη
  • Δικλοφενάκη (100-200 mg) : Είναι λιγότερο ή εξίσου (Morgan GJ et al, 1993) αποτελεσματική με την ναβουμετόνη
  • Πιροξικάμη : Είναι λιγότερο ή εξίσου (Morgan GJ et al, 1993) αποτελεσματική με την ναβουμετόνη
  • Ναπροξένη (1.000 mg/24ωρο) : Είναι λιγότερο, εξίσου (Richards AM et al, 1983; Morgan GJ et al, 1993) ή περισσότερο (Porro GB et al, 1995) αποτελεσματική από την ναβουμετόνη
  • Ινδομεθακίνη (150 mg/24ωρο)

Φάρμακα εξίσου αποτελεσματικά με την ναβουμετόνη

  • Ασπιρίνη (900 mg/6ωρο) (Bernhard GC et al, 1987; Fleiscmann RM, 1992).

16.6.1.9.3   ΑΓΚΥΛΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΠΟΝΔΥΛΙΤΙΔΑ

Η ναβουμετόνη είναι εξίσου αποτελεσματική με την ινδομεθακίνη (Palferman TG and Webley M, 1991). Σε δόση 1.5 gr/24ωρο είναι κάπως λιγότερο αποτελεσματική από 175 mg ινδομεθακίνης ημερησίως. Σε δόση 1 gr/12ωρο έχει παρόμοια αποτελεσματικότητα και ασφάλεια με 50 mg ινδομεθακίνης/8ωρο, αν και φαίνεται ότι προκαλεί λιγότερο συχνές και σοβαρές γαστρεντερικές επιπλοκές (Palferman TG and Webley M, 1991).

16.6.1.9.4   ΑΘΛΗΤΙΚΕΣ ΚΑΚΩΣΕΙΣ

Η ναβουμετόνη είναι εξίσου αποτελεσματική με την ασπιρίνη, την ιμπουπροφαίνη και την ναπροξένη (Janner PN, 1987).

16.6.1.10   ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ 

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Γενικά, η συχνότητα των επιπλοκών της ναβουμετόνης ανέρχεται σε 9.6%. Το 27% των ασθενών που παίρνει ναβουμετόνη διακόπτει την αγωγή λόγω αναποτελεσματικότητας και το 3-13%, λόγω τοξικότητας, ενώ σοβαρές επιπλοκές ή κακή κατάληξη έχει το 0.1% των ασθενών.

Οι παρενέργειες της ναβουμετόνης είναι παρόμοιες με τις παρατηρούμενες με άλλα ΜΣΑΦ. Προέρχονται κυρίως από το ΓΕΣ και λιγότερο συχνά από το ΚΝΣ και το δέρμα, γι’ αυτό και η ναβουμετόνη, από πλευράς ασφάλειας, δεν φαίνεται να υπερέχει των άλλων ΜΣΑΦ. Η ασπιρίνη προκαλεί περισσότερες επιπλοκές από το ΓΕΣ και το ΚΝΣ και η ινδομεθακίνη, περισσότερες γαστρεντερικές επιπλοκές (Brobyn RD, 1987) από την ναβουμετόνη.

16.6.1.10.1   ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Γλωσσίτιδα
  • Ξηροστομία
  • Κοιλιακός πόνος/κράμπες/δυσφορία (12%)
  • Δυσπεψία (13%)
  • Στοματίτιδα (1-3%)
  • Ναυτία ή/και έμετοι (3-9%)
  • Εμετοι (1-3%)
  • Δυσκοιλιότητα (3-9%)
  • Διάρροια (14%) : Σε δόσεις 2 gr ημερησίως η συχνότητά της αυξάνεται (Willkens RF, 1990)
  • Ανορεξία (<1%)
  • Δυσφαγία
  • Ερυγές
  • Αύξηση όρεξης
  • Μετεωρισμός κοιλίας (3-9%)
  • Γαστρίτιδα
  • Γαστρεντερίτιδα
  • Δωδεκαδακτυλίτιδα
  • Δωδεκαδακτυλικό έλκος
  • Γαστρικό έλκος : Σε ασθενείς με οστεοαρθρίτιδα είναι λιγότερο συχνό με 1 gr ναβουμετόνης, παρά 2.4 gr ιμπουπροφαίνης ημερησίως, ενώ η κλινική αποτελεσματικότητα είναι παρόμοια (Roth SH et al, 1993).
  • Γαστρεντερική αιμορραγία
  • Διάτρηση
  • Παγκρεατίτιδα
  • Αιμορραγία από το ορθό

16.6.1.10.2   ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ

  • Αύξηση ηπατικών ενζύμων
  • Χολοστατικός ίκτερος

16.6.1.10.3    ΑΠΟ ΤΟ ΟΥΡΟΠΟΙΟΓΕΝΝΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Αύξηση κρεατινίνης και ουρίας (0.1%)
  • Νεφρική ανεπάρκεια
  • Μεμβρανώδης νεφροπάθεια (Radford MG Jr et al, 1996)
  • Διάμεση νεφρίτιδα (Blackwell E et al, 1995)
  • Λευκωματουρία
  • Νεφρωσικό σύνδρομο
  • Κολπική αιμορραγία
  • Δυσουρία
  • Αιματουρία
  • Ανικανότητα
  • Νεφρολιθίαση

16.6.1.10.4   ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Κεφαλαλγίες
  • Εμβοές
  • Ζάλη
  • Κόπωση
  • Αυξημένη εφίδρωση
  • Αϋπνία
  • Νευρικότητα
  • Υπνηλία
  • Σύγχυση
  • Αναστάτωση
  • Κατάθλιψη
  • Άγχος
  • Κακουχία
  • Παραισθησίες
  • Τρόμος
  • Εφιάλτες
  • Ίλιγγος

16.6.1.10.5   ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ - ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ

  • Εξάνθημα
  • Κνησμός
  • Ψευδοπορφυρία (Varma S and Lanigan SW, 1998)
  • Φλυκταινώδη εξανθήματα
  • Φωτοευαισθησία
  • Κνίδωση
  • Όψιμη δερματική πορφυρία
  • Τοξική επιδερμόλυση
  • Ακμή
  • Αλωπεκία
  • Πολύμορφο ερύθημα
  • Σύνδρομο Stevens-Johnson

16.6.1.10.6   ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Αναιμία
  • Λευκοπενία
  • Κοκκιοκυτταροπενία
  • Θρομβοπενία

16.6.1.10.7   ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Αρρυθμία
  • Εμφρακτο μυοκαρδίου
  • Παλμοί
  • Καρδιακή ανακοπή, λόγω σοβαρής υπερκαλιαιμίας (Pal B et al, 1995)
  • Θρομβοφλεβίτιδα
  • Αγγειίτιδα

16.6.1.10.8   ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΕΣ

  • Πρόσληψη ή απώλεια βάρους
  • Υπεργλυκαιμία
  • Υποκαλιαιμία

16.6.1.10.9   ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΥΠΕΡΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ

  • Αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις
  • Αναφυλαξία
  • Αγγειονευρωτικό οίδημα

16.6.1.10.10   ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Δύσπνοια
  • Ηωσινοφιλική πνευμονίτιδα
  • Πνευμονίτιδα από υπερευαισθησία
  • Άσθμα
  • Βήχας
  • Πνευμονική ίνωση (Morice A et al, 1991)

16.6.1.10.11   ΑΠΟ ΤΑ ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΑ ΟΡΓΑΝΑ

  • Ίλιγγος
  •  Διαταραχές όρασης

16.6.1.10.12   ΑΛΛΕΣ

  • Πυρετός
  • Ρίγη
  • Υπερουριχαιμία

16.6.1.11   ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ

Εκδηλώσεις : Η εμπειρία είναι περιορισμένη, γιατί έχει αναφερθεί ένα μόνο περιστατικό με κοιλιακό πόνο μετά την λήψη 30 gr ναβουμετόνης.

Θεραπεία :

  • Κένωση στομάχου με προκλητό έμετο ή ρινογαστρικό καθετήρα
  • Γενικά υποστηρικτικά μέτρα.
  • Ενεργός άνθρακας : Σε δόση έως 60 gr μπορεί να μειώσει την απορρόφηση της ναβουμετόνης. Στον άνθρωπο, η συγχορήγηση της ναβουμετόνης με άνθρακα μειώνει κατά 80% τις μέγιστες συγκεντρώσεις του ενεργού μεταβολίτη της ναβουμετόνης στο πλάσμα.

16.6.1.12   ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΕ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ

Δεν έχει αναφερθεί.

16.6.1.13   ΚΥΗΣΗ

Στα ζώα : Σε αρουραίους, η ναβουμετόνη, χορηγούμενη per os σε δόσεις έως 400 mg/kg (2360 mg/m2) και σε κουνέλια, έως 300 mg/kg (3540 mg/m2), δεν έχει τερατογόνο δράση. Πάντως, χορηγούμενη per os σε δόσεις 100 mg/kg (590 mg/m2) και σε μεγαλύτερες δόσεις (ισοδύναμες με την μέση ανθρώπινη έκθεση στο 6-ΜΝΑ στις μέγιστες συνιστώμενες ανθρώπινες δόσεις), συνοδεύεται από αυξημένη μετεμφυτευτική απώλεια. Σε αρουραίους, το 6-ΜΝΑ διέρχεται τον πλακούντα, φθάνοντας σε συγκεντρώσεις στο έμβρυο στο 1/10 των επιπέδων του στο μητρικό πλάσμα (Friedel H et al, 1993).

Η δράση της ναβουμετόνης στον τοκετό δεν είναι γνωστή. Όπως άλλα φάρμακα που αναστέλλουν την σύνθεση των προσταγλανδινών, η ναβουμετόνη μπορεί να προκαλέσει δυσκολία και καθυστέρηση του τοκετού εάν χορηγηθεί σε αρουραίους στη διάρκεια της κύησης.

Στον άνθρωπο : Σε έγκυες γυναίκες, δεν υπάρχουν επαρκείς, καλά ελεγχόμενες, μελέτες, γι΄ αυτό και η ναβουμετόνη πρέπει να χρησιμοποιείται στη διάρκεια της κύησης μόνον όταν είναι απολύτως απαραίτητη. Λόγω της γνωστής δράσης των αναστολέων της σύνθεσης των προσταγλανδινών στο καρδιαγγειακό σύστημα του ανθρώπινου εμβρύου (πρόωρη σύγκλειση του βοτάλειου πόρου), η χρήση της ναβουμετόνης στη διάρκεια του 3ου τριμήνου της εγκυμοσύνης δεν συνιστάται.

16.6.1.14   ΓΑΛΟΥΧΙΑ

Η ναβουμετόνη δεν συνιστάται στη διάρκεια της γαλουχίας, λόγω των πιθανών επιπλοκών των φαρμάκων που αναστέλλουν την σύνθεση των προσταγλανδινών στα νεογνά. Δεν είναι γνωστό κατά πόσον η ναβουμετόνη ή οι μεταβολίτες της απεκκρίνονται στο ανθρώπινο γάλα. Πάντως, το 6-ΜΝΑ απεκκρίνεται στο γάλα αρουραίων που θηλάζουν, όπου οι συγκεντρώσεις του είναι παρόμοιες με τις παρατηρούμενες στο μητρικό πλάσμα (Friedel H et al, 1993).

16.6.1.15   ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ-ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ

Νεογνά : Η χρήση της ναβουμετόνης δεν συνιστάται στα νεογνά.

Παιδιά : Η χρήση της ναβουμετόνης δεν συνιστάται στα παιδιά, γιατί η ασφάλεια και αποτελεσματικότητά της στην ηλικία αυτή δεν έχουν τεκμηριωθεί.

Ηλικιωμένοι : Η συνολική αποτελεσματικότητα και ασφάλεια της ναβουμετόνης είναι παρόμοια σε άτομα ηλικίας μεγαλύτερης ή μικρότερης των 65 ή 70 ετών. Πάντως, μείωση της δόσης μπορεί να είναι απαραίτητη σε ασθενείς μεγάλης ηλικίας.

Κύηση : Η ασφάλεια της ναβουμετόνης στην ανθρώπινη εγκυμοσύνη δεν έχει τεκμηριωθεί, γι’ αυτό και η χρήση της στη διάρκεια της κύησης δεν συνιστάται.

Γαλουχία : Η ναβουμετόνη δεν συνιστάται στη διάρκεια της γαλουχίας.

Νεφροτοξικότητα : Η ναβουμετόνη, σε μακροχρόνια χορήγηση, όπως άλλα ΜΣΑΦ, μπορεί να προκαλέσει νεφρική θηλοειδή νέκρωση, στα ζώα, και οξεία διάμεση νεφρίτιδα με αιματουρία και λευκωματουρία και περιστασιακά νεφρωσικό σύνδρομο, στον άνθρωπο. Παράλληλα, σε ασθενείς με προνεφρικές και νεφρικές καταστάσεις που οδηγούν σε μείωση της νεφρικής αιματικής ροής ή του όγκου του αίματος, όπου οι νεφρικές προσταγλανδίνες έχουν υποστηρικτικό ρόλο στη διατήρηση της νεφρικής διάχυσης, η ναβουμετόνη, όπως και τα περισσότερα ΜΣΑΦ, μπορεί να προκαλέσει δοσοεξαρτώμενη μείωση της σύνθεσης των προσταγλανδινών και απορύθμιση της νεφρικής λειτουργίας.

Ασθενείς επιρρεπείς στην επιπλοκή αυτή είναι οι πάσχοντες από νεφρική ή ηπατική δυσλειτουργία, σακχαρώδη διαβήτη, προχωρημένη ηλικία, εξωκυττάρια υπο-ογκαιμία οποιασδήποτε αιτιολογίας, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, σηψαιμία, πυελονεφρίτιδα ή θεραπευόμενοι με νεφροτοξικά φάρμακα. Γι΄ αυτό και η ναβουμετόνη, όπως τα περισσότερα ΜΣΑΦ, πρέπει να χορηγείται με προσοχή και κάτω από παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας σε ασθενείς με μειωμένες νεφρικές εφεδρείες. Μετά την διακοπή του ΜΣΑΦ τυπικά ο ασθενής επανέρχεται στην προθεραπευτική κατάσταση. 

Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια, ο t(1/2) της αποβολής του 6-ΜΝΑ παρατείνεται σαν αντιστάθμισμα των μεταβολών της κατανομής που αποτρέπουν την άθροιση του φαρμάκου στον ορό, γι΄ αυτό και τροποποίηση της δόσης της ναβουμετόνης δεν είναι γενικά απαραίτητη (Brier ME et al, 1995). Πάντως, όπως με όλα τα ΜΣΑΦ, σε ασθενείς με σοβαρή έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας η ναβουμετόνη πρέπει να χορηγείται με προσοχή, δεδομένου ότι αποβάλλεται κυρίως μέσω των νεφρών, και σε μικρότερη δόση προκειμένου να αποφευχθεί υπερβολική άθροιση του φαρμάκου.

Οι οξειδωμένοι και συνδεδεμένοι μεταβολίτες του 6-ΜΝΑ αποβάλλονται κυρίως μέσω των νεφρών. Κατά πόσον οι ανενεργοί αυτοί μεταβολίτες αθροίζονται σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια δεν είναι γνωστό. Όπως με άλλα φάρμακα που οι μεταβολίτες τους αποβάλλονται μέσω των νεφρών, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πιθανότητα επιπλοκών οφειλόμενων στους μεταβολίτες αυτούς.

Ηπατοτοξικότητα : Σε ασθενείς με ηπατική κίρρωση οι μέσες τιμές του Cmax και της AUC του 6-ΜΝΑ δεν έχουν στατιστικά μεγάλη διαφορά από υγιή άτομα (Maleev A et al, 1986). Σε ασθενείς με βαρύτερη ηπατική ανεπάρκεια, η βιοδιαθεσιμότητα του 6-ΜΝΑ μειώνεται.

Η βιομετατροπή της ναβουμετόνης σε 6-ΜΝΑ, επειδή εξαρτάται από την ηπατική λειτουργία, μπορεί να μειωθεί σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία, γι΄ αυτό και η ναβουμετόνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή ή, σύμφωνα με την κατασκευάστρια Εταιρεία, αντενδείκνυται σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια. 

Όπως άλλα ΜΣΑΦ, η ναβουμετόνη μπορεί να προκαλέσει οριακή αύξηση μιας ή περισσότερων λειτουργικών ηπατικών δοκιμασιών. Οι ανωμαλίες αυτές μπορεί να επιδεινωθούν, να παραμείνουν ουσιαστικά αμετάβλητες ή να επιστρέψουν σε φυσιολογικά όρια παρά την συνέχιση του φαρμάκου. Σε λιγότερο από 1% των ασθενών, η αύξηση της SGOT και της SGPT προσεγγίζει το 3πλάσιο των ανώτερων φυσιολογικών ορίων.

Συμπτώματα ή/και σημεία ηπατικής δυσλειτουργίας ή ανωμαλίες των ηπατικών δοκιμασιών στη διάρκεια της θεραπείας με ναβουμετόνη μπορεί να υποκρύπτουν βαρύτερες ηπατικές αντιδράσεις. Αν και οι αντιδράσεις αυτές είναι σπάνιες, εφ΄όσον οι διαταραχές των ηπατικών δοκιμασιών επιμένουν ή επιδεινώνονται ή εμφανισθούν κλινικά σημεία και συμπτώματα ηπατικής νόσου ή συστηματικές εκδηλώσεις (π.χ. ηωσινοφιλία, εξάνθημα, κ.ά.), η ναβουμετόνη πρέπει να διακόπτεται.

Γαστροτοξικότητα : Τα περισσότερα ΜΣΑΦ, χορηγούμενα μακροχρόνια, μπορεί να προκαλέσουν, σε οποιαδήποτε φάση της θεραπείας, πεπτικό έλκος, γαστρεντερική αιμορραγία και διάτρηση, με θανατηφόρα, σπάνια, κατάληξη. Οι περισσότεροι ασθενείς εμφανίζουν ήπια συμπτώματα από το ανώτερο γαστρεντερικό, όπως π.χ. δυσπεψία, συνήθως πρώιμα στη διάρκεια της θεραπείας, αν και μπορεί να εμφανίσουν πεπτικό έλκος, αιμορραγία και διάτρηση χωρίς προειδοποιητικά γαστρεντερικά ενοχλήματα.

Η συχνότητα των συμπτωματικών ελκών του ανώτερου γαστρεντερικού, της γαστρεντερικής αιμορραγίας και της διάτρησης ανέρχεται περίπου σε 1% σε ασθενείς θεραπευόμενους με ΜΣΑΦ επί 3-6 μήνες και 2-4%, επί 12 μήνες.

Η γαστρεντερική αιμορραγία συνοδεύεται από μεγαλύτερη νοσηρότητα και θνητότητα σε οξέως πάσχοντες από άλλες καταστάσεις, στους ηλικιωμένους και σε ασθενείς με αιμορραγικά νοσήματα. Σε ασθενείς με ενεργό γαστρεντερική αιμορραγία ή πεπτικό έλκος πρέπει να σταθμίζεται το όφελος της θεραπείας με ναβουμετόνη σε σχέση με τους πιθανούς κινδύνους, να εφαρμόζεται η κατάλληλη αντιελκωτική αγωγή και να παρακολουθείται προσεκτικά ο ασθενής.

Κατακράτηση υγρών και περιφερικό οίδημα : Έχει αναφερθεί σε μερικούς ασθενείς θεραπευόμενους με ναβουμετόνη, γι΄ αυτό και η ναβουμετόνη, όπως άλλα ΜΣΑΦ, πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας, υπέρταση ή άλλες καταστάσεις που προδιαθέτουν σε κατακράτηση υγρών.

16.6.1.16   ΔΟΣΕΙΣ - ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ

Οστεοαρθρίτιδα-ρευματοειδής αρθρίτιδα : Η συνιστώμενη αρχική δόση είναι 1 gr, σε 1-2 δόσεις, πριν ή μετά το φαγητό. Σε μερικούς ασθενείς η δόση μπορεί να αυξηθεί σε 1.5-2 gr/ 24ωρο. Δόσεις μεγαλύτερες από 2 gr ημερησίως δεν έχουν μελετηθεί. Σε χρόνια χορήγηση, πρέπει να χρησιμοποιείται η χαμηλότερη αποτελεσματική δόση.

Στους ηλικιωμένους, η ναβουμετόνη, σε δόση 500 mg ημερησίως, μπορεί να προσφέρει ικανοποιητική ανακούφιση και δεν συνιστάται να υπερβαίνει το 1 gr.

16.6.1.17   ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ

 Εμπορική ονομασία

Μορφές-περιεκτικότητες

          Κατασκευαστής

Akratol

Tabl. fc 20 x 500 mg

RAFARM AE

Ameinon

Tabl. fc 20 x 500 mg

ΦΟΙΝΙΞ ΦΑΡΜ ΕΠΕ

Anfer

Tabl. fc 20 x 500 mg

ΑΝΦΑΡΜ ΕΛΛΑΣ ΑΕ

Mevedal

Tabl. fc 20 x 500 mg

HELP ΑΒΕΕ

Nabumetone/Hexal

Tabl. fc 20 x 500 mg

HEXAL HELLAS

Nabuton

Tabl. fc 20 x 500 mg

MEDICHROM ΑΒΕΕ

Naditone

Tabl. fc 20 x 500 mg

KLEVA ΕΠΕ

Relifex

Tabl. fc 20 x 500 mg

SMITH KLINE-BEECHAM ΑΕΒΕ

16.6.1.18   ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ

Δισκία : Περιέχουν 500 mg ναβουμετόνης και άλλα, ανενεργή, συστατικά (υδροξυπροπυλ- μεθυλοκυτταρίνη, μικροκρυσταλλική κυτταρίνη, πολυαιθυλενογλυκόλη, πολυσορβάτη 80, θειϊκό λαουρύλιο, γλυκολικό άμυλο και διοξείδιο του τιτανίου).

16.6.1.19   ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΥΛΑΞΗ ΤΩΝ ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΩΝ

Η ναβουμετόνη πρέπει να φυλάσσεται σε θερμοκρασία δωματίου (25ο C).

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΝΑΒΟΥΜΕΤΟΝΗΣ

Η ναβουμετόνη είναι ένα νεότερο μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο, αποτελεσματικό στην οστεοαρθρίτιδα, την ρευματοειδή αρθρίτιδα και την αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα. Επειδή είναι προφάρμακο, είναι λιγότερο γαστροτοξικό από άλλα ΜΣΑΦ, γι΄αυτό και, σε συνδυασμό με την ισχυρή αντιφλεγμονώδη δράση του, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν ΜΣΑΦ πρώτης εκλογής στα ρευματικά νοσήματα.

 

 



Who is who

Θέματα

Συλλογή Φωτογραφιών

Τι είναι ο ρευματολόγος

Βότανα-Φυσικές ουσίες