Μουκορμυκητίαση (Mucormycosis)
Οι μουκορμύκητες (Mucormycetes) ή ζυμομύκητες είναι το αίτιο της μουκορμυκητίασης (mucormycosis) (Lehrer RI, 1980; Galetta SL et al, 1990). Η μουκορμυκητίαση είναι μία από τις περισσότερο επιθετικές μυκητιασικές λοιμώξεις, οφειλόμενη συνήθως στα στελέχη Rhizopus, Mucor και Absidia. Οι μουκορμύκητες προκαλούν ευκαιριακές λοιμώξεις σε ανοσοκατεσταλμένους ξενιστές και σε ασθενείς με πτωχά ρυθμιζόμενο σακχαρώδη διαβήτη, ιδιαίτερα με οξείδωση (Ho K-L, 1979).
Ο ρινοεγκεφαλικός τύπος μουκορμυκητίασης συνδέεται με λοίμωξη της ρινός και των παραρρινίων κόλπων, η οποία επεκτείνεται στους κόγχους, τους σηραγγώδεις κόλπους και το παρέγχυμα του ΚΝΣ (Wilson WB et al, 1979; Press GA et al, 1988). Οι ασθενείς παρουσιάζονται με ρινοφαρυγγίτιδα, στοματοφαρυγγίτιδα ή παραρρινοκολπίτιδα. Οι μικρο-οργανισμοί διαχέονται ταχέως άμεσα ή εισδύοντας στις αρτηρίες, οδηγώντας σε νεκρωτική αγγειΐτιδα.
Η σηπτική θρόμβωση του σηραγγώδους κόλπου και της έσω καρωτίδας προκαλεί απώλεια της όρασης, ετερόπλευρο πόνο στο πρόσωπο, λήθαργο, κεφαλαλγία, περικογχικό οίδημα, πρόπτωση και οφθαλμοπληγία. Σαν συνέπεια της είσδυσης των μικρο-οργανισμών στα εγκεφαλικά αιμοφόρα αγγεία, αναπτύσσεται παρεγχυματικό έμφρακτο. Σπάνια, αναπτύσσονται μυκωτικά ανευρύσματα (Ho K-L, 1979).
Οι νευροαπεικονιστικές μελέτες μπορεί να δείξουν θολερότητα των κόλπων και οστικές διαβρώσεις. Το ΕΝΥ μπορεί να είναι φυσιολογικό ή δείχνει μη ειδικές αλλοιώσεις.
Η θνητότητα κυμαίνεται από 30-80%, ανάλογα με την υποκείμενη νοσογόνο διαδικασία, με υπολειπόμενη θνητότητα έως το 70% των επιζησάντων ασθενών.