Μεθοτρεξάτη
Η μεθοτρεξάτη είναι δομικό ανάλογο του φυλλικού οξέος (4-ΝΗ2 Ν10-methylfolic acid). Εχει μίαν αμινομάδα (ΝΗ2) στη θέση C4, μία μεθυλομάδα (CH3) στη θέση Ν10 και ένα πλήρως οξειδωμένο δακτύλιο πτεριδίνης, που καθιστά το μόριο ανενεργό σαν συμπαράγοντα. Eίναι ασθενές οξύ, περιέχον τουλάχιστον 85% 4-αμινο-10-μεθυλοφυλλικό οξύ και μικρά ποσά σχετικών συστατικών. Υπάρχει σαν πορτοκαλόχρους-καφεοειδής κρυσταλλική σκόνη, πρακτικά αδιάλυτη στο ύδωρ και το οινόπνευμα και έχει μοριακό βάρος 454.45. Η νατριούχος μεθοτρεξάτη υπάρχει σαν κίτρινη, μη υδατοδιαλυτή, σκόνη. Η ενέσιμη μεθοτρεξάτη έχει pH 7.5-9. Τα εμπορικά σκευάσματα της ενέσιμης νατριούχου μεθοτρεξάτης περιέχουν βενζυλική αλκοόλη σαν συντηρητικό ή δεν περιέχουν συντηρητικά.
2.4.1 ΧΗΜΕΙΑ
Μεθοτρεξάτη (αμεθοπτερίνη) (Methotrexate)
- Χημικό όνομα:N-[4-[[2,4-Diamino-6-pteridinyl)methyl]-methylamino]benzoyl]-L-glutamic acid
- Μοριακός τύπος : C20H22N8O5
ΕΙΚΟΝΑ 128 : Συντακτικός τύπος μεθοτρεξάτης
2.4.2 ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ
ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ - ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΡΑΣΗΣ
2.4.2.1 Αναστολή διϋδροφολικής αναγωγάσης
Η μεθοτρεξάτη είναι δομικά παρόμοια με το φολικό ή 7, 8-διϋδροφολικό (FH2), το φυσικό υπόστρωμα και δυνητικός ανταγωνιστικός αναστολέας της διϋδροφολικής αναγωγάσης (DHFR). Η DHFR είναι το εξαρτώμενο από το ανηγμένο φωσφορικό νικοτιναμιδο-αδενινο-δινουκλεοτίδιο (NADPH) ένζυμο, το οποίο καταλύει την αναγωγή του FH2 σε 5,6,7,8-τετραϋδροφολικό (FH4), και, σε μικρότερο βαθμό, του φολικού οξέος σε FH2.Το FH4 αποτελεί απαραίτητο μεταβολίτη κατά την κυτταρική διαίρεση και την βιοσύνθεση των αμινοξέων. Χρησιμεύει στην μετατροπή της 2-δεοξυουριδιλάτης σε θυμιδιλικό οξύ, το οποίο είναι απαραίτητο για την σύνθεση της πυριμιδίνης και του DNA των κυττάρων και την μεταφορά μιας ομάδας άνθρακα στη βιοσυνθετική οδό των πουρινών και στην παραγωγή της αμινογλυκίνης.
Το FH4 προσφέρει έναν απλό άνθρακα σε πολλές αντιδράσεις που εμπλέκονται στην de novo σύνθεση των πουρινών και των πυριμιδινών, τον σχηματισμό των πολυαμινών και την τρανσμεθυλίωση των φωσφολιπιδίων και των πρωτεϊνών. Το FH2 δεν μπορεί να δράσει σαν υπόστρωμα στις αντιδράσεις μετατροπής του FH4 στα παράγωγά του, γι' αυτό και η άθροισή του συνδέεται με έλλειψη της δεξαμενής των αναχθέντων συμπαραγόντων του φολικού.
Η μεθοτρεξάτη δεσμεύει την DHFR αναστέλλοντας την μετατροπή του FH2 σε FH4 και τις ενδοκυττάριες διαδικασίες οι οποίες εξαρτώνται από την μεταφορά μιας ομάδας άνθρακα. Η αναγωγή του FH4 αναστέλλει στη συνέχεια την μετατροπή της μονοφωσφορικής δεοξυουριδίνης σε μονοφωσφορική δεοξυθυμιδίνη και την παραγωγή του θυμιδιλικού και ινοσινικού οξέος.
Η μεθοτρεξάτη και τα παράγωγά της παρεμβαίνουν στις συνθετικές οδούς οι οποίες απαιτούν συμπαράγοντες του φολικού έμμεσα, μέσω αναστολής της DHFR, και με άμεσο ανταγωνισμό στα συμπαράγοντα σημεία σύνδεσης.
΄Εμμεσος μηχανισμός : Εξαρτάται από την σύνθεση θυμιδιλικού οξέος, το οποίο αποτελεί ένα βήμα στη σύνθεση του DNA και περιορίζεται στην ενεργό διαίρεση των κυττάρων. Στη διάρκεια της σύνθεσης της θυμιδιλάτης, το μεθυλενο-FH4 προσφέρει μία μεθυλομάδα και οξειδώνεται σε FH2. Για να δράσει επίσης σαν συμπαράγοντας, το FH2 πρέπει να αναχθεί σε FH4 από την DHFR.
Η μεθοτρεξάτη αναστέλλει την DHFR με μεγάλη συγγένεια, οδηγώντας σε άθροιση διϋδροφολικών (FH2 και FH2-glun) και σχετική ανεπάρκεια της FH4. Τα μερικά οξειδωμένα φολικά (FH2 και FH2-glun) διατηρούν την συγγένειά τους με ένζυμα που απαιτούν συμπαράγοντες του φολικού και αναστέλλουν ανταγωνιστικά το υπολειπόμενο FH4 (Bleyer WA, 1978; Jolivet J et al, 1983; Calabresi P and Chabner BA, 1990).
Η 7-υδροξυμεθοτρεξάτη (7-OH-MTX) αναστέλλει 200 φορές λιγότερο την DHFR από την μεθοτρεξάτη. Τα πολυγλουταμικά παράγωγα της μεθοτρεξάτης αναστέλλουν την DHFR με μεγαλύτερη συγγένεια (Fry DW et al, 1982), την αποχωρίζουν βραδύτερα και μένουν στα κύτταρα περισσότερο (Balinska M et al, 1981; Fry DW et al, 1982; Jolivet J et al, 1982) από την μεθοτρεξάτη, παρατείνοντας την αντιφολική δράση.
΄Αμεσος μηχανισμός : Η άμεση σύνδεση της μεθοτρεξάτης με ένζυμα τα οποία απαιτούν φολικά είναι σημαντική μόνο για κύτταρα που περιέχουν υψηλά επίπεδα πολυγλουταματών της μεθοτρεξάτης. Η μεθοτρεξάτη και η 7-OH-MTX αναστέλλουν τα βιοσυνθετικά ένζυμα τα εξαρτώμενα από το φολικό σε μικρότερο βαθμό από τις πολυγλουταμάτες μακράς αλύσου.
Η μεθοτρεξάτη ασκεί την μεγαλύτερη ανασταλτική της δράση σε κύτταρα υφιστάμενα ενεργό σύνθεση του DNA, ιδιαίτερα ευρισκόμενα στην S φάση του κυτταρικού κύκλου, όπως είναι κυρίως τα κύτταρα της επιδερμίδας και του γαστρεντερικού συστήματος.
Στη θεραπεία της ΡΑ, αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό των λεμφοκυττάρων ή άλλων κυττάρων υπεύθυνων για την αρθρική φλεγμονή. Πάντως, αντίθετα από την αναμενόμενη μείωση του αριθμού των CD4 λεμφοκυττάρων του περιφερικού αίματος, ο αριθμός των CD3 και CD4 λεμφοκυττάρων αυξάνεται (Weinblatt ME et al, 1988). Ακόμα, φαίνεται ότι δεν δρα στη ΡΑ απλώς και μόνο σαν κυτταροτοξικό στα κύτταρα τα υπεύθυνα για την φλεγμονή, δεδομένου ότι :
α) Το φολικό συχνά χορηγείται συμπληρωματικά για να προφυλάξει από τις επιπλοκές της θεραπείας με μικρές δόσεις μεθοτρεξάτης per os, αλλά δεν μειώνει την θεραπευτική της αποτελεσματικότητα (Morgan SL et al, 1990; Morgan SL et al, 1994).
β) Η καταστολή του μυελού και η στοματίτιδα από την μεθοτρεξάτη οφείλονται μάλλον σε αναστολή του πολλαπλασιασμού των κυττάρων, αλλά δεν σχετίζονται με τις θεραπευτικές δράσεις του φαρμάκου. Οι τοξικές δράσεις της μεθοτρεξάτης σχετίζονται περισσότερο με χαμηλά επίπεδα φολικών στον ορό και τους ιστούς (Weinblatt ME and Fraser P, 1989; al-Awadhi A et al, 1993).
2.4.2.2 Πολυγλουταμινοποίηση
Η μεθοτρεξάτη, χορηγούμενη σε μίαν εφάπαξ δόση, ανευρίσκεται στην κυκλοφορία για σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, μετά το οποίο ανακατανέμεται στους ιστούς, όπου κατακρατάται από τα κύτταρα και μετατρέπεται σε πολυγλουταμάτες της μεθοτρεξάτης, παράγωγα με μακροχρόνια ζωή που διατηρούν την βιοχημική και βιολογική ενδοκυττάρια δραστηριότητα (Chabner BA et al, 1985).
Οι πολυγλουταμινοποιημένες μορφές μπορούν να ανιχνευθούν στους ιστούς πολλούς μήνες μετά την χορήγηση της μεθοτρεξάτης. Οι πολυγλουταμάτες της μεθοτρεξάτης έχουν ανευρεθεί στο δέρμα αρουραίων 2 εβδομάδες μετά την εφάπαξ χορήγηση μιας δόσης μεθοτρεξάτης (Zim-merman CL et al, 1984). Σε ασθενείς με ΡΑ θεραπευόμενους με μικρές διακοπτόμενες δόσεις μεθοτρεξάτης, η μεθοτρεξάτη αθροίζεται στο ηπατικό παρέγχυμα, κυρίως με πολυγλουταμινοποιημένη μορφή (Kremer JM et al, 1986). Η ευαισθησία των όγκων στις κυτταροτοξικές δράσεις της μεθοτρεξάτης σχετίζεται πιθανώς με την ικανότητά τους να μεταβολίζουν την μεθοτρεξάτη σε πολυγλουταμινοποιημένες μορφές (Mc Guire JJ et al, 1983; Fabre I et al, 1984).
Η πολυγλουταμινοποίηση αυξάνει την σύνδεση της μεθοτρεξάτης με άλλα ένζυμα τα οποία χρησιμοποιούν αναχθέντες συμπαράγοντες φολικού, όπως συμβαίνει με τα φυσικά φολικά. Η μεθοτρεξάτη, στην μονογλουταμινοποιημένη μορφή της, αναστέλλει το ένζυμο συνθάση της θυμιδιλάτης ασθενώς, αλλά 250 περίπου φορές περισσότερο μετά την πολυγλουταμινοποίησή της, δεδομένου ότι η Κ1 της ΜΤΧ-Glu5 για την συνθάση της θυμιδιλάτης ανέρχεται σε 5Χ10-8 Μ.
Πάντως, η ανασταλτική δράση της μεθοτρεξάτης στην DHFR δεν αυξάνεται μετά την πολυγλουταμινοποίηση, γι' αυτό και η σχετική αύξηση της αναστολής των άλλων ενζύμων που εξαρτώνται από το φολικό μπορεί να παίζει σημαντικό ρόλο στις κυτταροτοξικές δράσεις της μεθοτρεξάτης. Επομένως, οι αντιπουρινικές δράσεις της μεθοτρεξάτης μπορεί να οφείλονται σε αναστολή των ενζύμων που συμμετέχουν στην σύνθεση των πουρινών από τις πολυγλουταμάτες της μεθοτρεξάτης και όχι σε ανεπάρκεια των αναχθέντων φολικών.
Επιπρόσθετα με την άμεση δράση των πολυγλουταματών της μεθοτρεξάτης στην συνθάση της θυμιδιλάτης, η αναστολή του ενζύμου αυτού από τις πολυγλουταμάτες της FH2 μπορεί να παίζει ρόλο στην κυτταροτοξική δράση της μεθοτρεξάτης. Η αναστολή της DHFR οδηγεί σε άθροιση της FH2 και των πολυγλουταματών της, που αναστέλλουν την συνθάση της θυμιδιλάτης (Gold-man ID and Matherly LH, 1987).
Η συνθάση της θυμιδιλάτης αναστέλλεται είτε έμμεσα, είτε άμεσα από την μεθοτρεξάτη, δεδομένου ότι απαιτείται θυμιδίνη, επιπρόσθετα με τις πουρίνες, για να προστατευθούν οι καλλιέργειες κυττάρων από τις δράσεις της μεθοτρεξάτης (Schornagel JH et al, 1982). Η θυμιδίνη προστατεύει ορισμένα κύτταρα από τις ογκογόνες δράσεις (Tattersall MHN et al, 1974) και μπορεί να αναστρέψει την μυελοτοξικότητα, της μεθοτρεξάτης.
Οι πολυγλουταμάτες της μεθοτρεξάτης αναστέλλουν πολλές ενζυμικές αντιδράσεις, όπως την διϋδροφολική αναγωγάση, κυρίως όμως την μετατροπή του AICAR (5-aminoimidazole-4-carbo-xamide ribonucleotide) σε φορμυλ-AICAR, μία ενζυμική αντίδραση καταλυόμενη από την τρανσφορμυλάση του AICAR (Allegra CJ et al, 1985; Baggott JE et al, 1986).
Η αναστολή του ενζύμου αυτού από τις πολυγλουταμάτες της μεθοτρεξάτης μπορεί να οδηγήσει σε ενδοκυττάρια άθροιση του AICAR. Στα ούρα ασθενών με κακοήθη νοσήματα θεραπευόμενων με μεγάλες δόσεις μεθοτρεξάτης έχουν ανευρεθεί πολύ υψηλότερα επίπεδα ριβονουκλεοσιδίου του AICAR (AICARibonucleoside) (ενός προδρόμου του AICAR, ο οποίος προσλαμβάνεται από τα κύτταρα και φωσφορυλιώνεται για να σχηματίσει AICAR) (Luhby AL and Cooperman JH, 1962).
Η ενδοκυττάρια άθροιση του AICAR μπορεί να περιορίσει την φλεγμονή με τον παρακάτω μηχανισμό (ΕΙΚΟΝΑ 129).
ΕΙΚΟΝΑ 129 : Πιθανός μηχανισμός αναστολής της τρανσφορμυλάσης του AICAR και προαγωγής της απελευθέρωσης αδενοσίνης από τις πολυγλουταμάτες της μεθοτρεξάτης
ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ : (1) = απαμινάση AMP. (2 )= απαμινάση αδενοσίνης. (3 )= Εκτο-5΄–νουκλεοτιδάση.
AICAR = 5-aminoimidazole-4-carboxamide ribonucleotide. FAICAR=5-formamidoimidazole-4-car- boxamide ribonucleotide. IMP = μονοφωσφορική ινοσίνη. ATP = τριφωσφορική αδενοσίνη. ADP = διφωσφορική αδενοσίνη. AMP = μονοφωσφορική αδενοσίνη.
Η θεραπεία ζώων με πολύ μεγάλες συγκεντρώσεις ριβονουκλεοσιδίου του AICAR αυξάνει την απελευθέρωση της αδενοσίνης στο αίμα (Gruber HE et al, 1989). Η θεραπεία ορισμένων κυττάρων με AICAR προάγει επίσης την απελευθέρωση αδενοσίνης, in vitro (Barankiewicz J et al, 1990). Η αύξηση της απελευθέρωσης της αδενοσίνης οφείλεται πιθανώς σε αναστολή της απαμινάσης της AMP, μέσω της οποίας η AMP μετατρέπεται σε ΙΜΡ, από αυξημένες συγκεντρώσεις AICAR (Baggott JE et al, 1986). Η αναστολή της απαμινάσης της ΑΜΡ μπορεί να οδηγήσει σε ενδοκυττάρια ή εξωκυττάρια αύξηση της παραγωγής αδενοσίνης από την ΑΜΡ.
Κατ΄άλλους, το ριβονουκλεοσίδιο του AICAR αναστέλλει την απαμινάση της αδενοσίνης μέσω μείωσης του μεταβολισμού της αδενοσίνης (Baggott JE et al, 1986). Η αδενοσίνη που αθροίζεται σαν αποτέλεσμα αυξημένης παραγωγής ή/και μειωμένου μεταβολισμού μπορεί να μεταφερθεί εξωκυττάρια. Σε ποντικούς, η εβδομαδιαία χορήγηση της μεθοτρεξάτης συνοδεύεται από 3πλάσια άθροιση του AICAR στα σπληνοκύτταρα (Cronstein BN et al, 1993).
Η μεθοτρεξάτη προάγει την απελευθέρωση αδενοσίνης από ενδοθηλιακά κύτταρα και ινοβλάστες, πολύ περισσότερο όταν τα θεραπευόμενα κύτταρα είναι σε κατάσταση μεταβολικού stress (έκθεση σε διεγερμένα ουδετερόφιλα ή Η2Ο2), όπως συμβαίνει σε περιοχές φλεγμονής (Crons-tein BN et al, 1991). Ακόμα, η αδενοσίνη έχει ανευρεθεί σε μεγάλες συγκεντρώσεις στα φλεγμονώδη εξιδρώματα ποντικών θεραπευθέντων με μεθοτρεξάτη (Cronstein BN et al, 1993). Η αυξημένη απελευθέρωση αδενοσίνης από τα καλλιεργημένα κύτταρα, in vitro, ή στο φλεγμονώδες εξίδρωμα, in vivo, ευθύνεται για τις αντιφλεγμονώδεις δράσεις της μεθοτρεξάτης, δεδομένου ότι η απομάκρυνση της αδενοσίνης με την προσθήκη εξωγενούς απαμινάσης της αδενοσίνης καταργεί πλήρως τις δράσεις της μεθοτρεξάτης στη φλεγμονή και στα δύο αυτά πειραματικά συστήματα (Cronstein BN et al, 1991; Cronstein BN et al, 1993).
Αντιφλεγμονώδεις δράσεις αδενοσίνης
Η αδενοσίνη ρυθμίζει διάφορες φυσιολογικές διαδικασίες μέσω κατάληψης ειδικών υποδοχέων (Α1, Α2α, Α2β, Α3) που ευρίσκονται στην επιφάνεια των κυττάρων. Η κατάληψη των υποδοχέων Α2α, Α2β και Α3 σε διεγερμένα ουδετερόφιλα αναστέλλει την παραγωγή μεταβολιτών αντιδραστικού οξυγόνου, την συγκόλληση με τα ενδοθηλιακά κύτταρα και την βλάβη των κυττάρων αυτών (Cronstein BN et al, 1992), την σύνθεση και απελευθέρωση της LBT4 (Krump E et al, 1996) και την παραγωγή του TNF-α (Thiel M and Chouker A, 1995).
Η αδενοσίνη, δρώντας στους υποδοχείς της στα μονοκύτταρα/μακροφάγα, αναστέλλει τον TNF-α και την παραγωγή της IL-6 και IL-8, προάγει την μεταγραφή του μηνύματος για τον ανταγωνιστή των υποδοχέων της IL-1 (Cronstein BN et al, 1995) και αυξάνει την απέκκριση της IL-10 (Krump E et al, 1996). Η κατάληψη των υποδοχέων της αδενοσίνης στα ανθρώπινα ενδοθηλιακά κύτταρα οδηγεί σε αναστολή της παραγωγής IL-6 και IL-8 και μειώνει την έκφραση της Ε-σελεκτίνης (Bouma MG et al, 1996). Σε ασθενείς με ΡΑ θεραπευόμενους με μεθοτρεξάτη, αναστέλλεται ειδικά η σύνθεση της κολλαγενάσης από τα υμενικά κύτταρα, πιθανώς λόγω δράσης μεταβιβαζόμενης μέσω των υποδοχέων της αδενοσίνης (Boyle DL et al, 1996).
Στα murine μοντέλα οξείας φλεγμονής, η αντιφλεγμονώδης δράση της μεθοτρεξάτης μεταβιβάζεται πιθανώς κυρίως μέσω των Α2 υποδοχέων της αδενοσίνης, δεδομένου ότι οι αντιφλεγμονώδεις δράσεις της μεθοτρεξάτης αναστρέφονται πλήρως από έναν ανταγωνιστή των Α2 υποδοχέων (Cronstein BN et al, 1993).
Κατ' άλλους, οι ανταγωνιστές των Α1 υποδοχέων έχουν αντιφλεγμονώδη δράση στα πειραματόζωα (Schrier DJ et al, 1990; Lesch ME et al, 1991). Η αναστολή της σύνθεσης του TNF-α φαίνεται ότι μεταβιβάζεται μέσω κατάληψης των Α3 υποδοχέων της αδενοσίνης (Parmely MJ et al, 1993; Sajjadi FG et al, 1996), ενώ η αναστολή της έκκρισης κολλαγενάσης, των Α2b υποδοχέων (Boyle DL et al, 1996).
Δεν υπάρχει άμεση ένδειξη ότι η μεθοτρεξάτη απελευθερώνει αδενοσίνη στις φλεγμαίνουσες αρθρώσεις ασθενών με ΡΑ. Πάντως, η απελευθέρωση αδενοσίνης στο ΚΝΣ μπορεί να ευθύνεται για τον λήθαργο και το κώμα που παρατηρούνται σε λευχαιμικά παιδιά θεραπευόμενα με μεγάλες δόσεις μεθοτρεξάτης, δεδομένου ότι : α) έχουν ανευρεθεί πολύ μεγαλύτερες συγκεντρώσεις αδενοσίνης στο ΕΝΥ παιδιών θεραπευόμενων με μεθοτρεξάτη, ιδιαίτερα με επιπλοκές από το ΚΝΣ (Bernini JC et al, 1995) και β) η χορήγηση αμινοφυλλίνης (η οποία ανταγωνίζεται την αδενοσίνη) αναστρέφει ταχέως το κώμα και τον λήθαργο. Η αυξημένη απελευθέρωση αδενοσίνης από την μεθοτρεξάτη μπορεί να ευθύνεται για τον αυξημένο σχηματισμό ρευματοειδών οζιδίων σε επιρρεπείς ασθενείς με ΡΑ.
Η μεθοτρεξάτη, σε σχετικά μεγάλες συγκεντρώσεις, προάγει την απελευθέρωση της αδενοσίνης από καλλιεργημένα μονοκύτταρα του περιφερικού αίματος. Η αδενοσίνη, δρώντας στους Α1 υποδοχείς, αυξάνει σημαντικά τον σχηματισμό γιγαντοκυττάρων, ένα in vitro υποκατάστατο για τον σχηματισμό οζιδίων (Merrill JT et al, 1995). Η κολχικίνη παρεμβαίνει με δοσοεξαρτώμενο τρόπο στον σχηματισμό των κοκκιωμάτων, με/ή χωρίς την παρουσία μεθοτρεξάτης και, σε δόση 0.6 mg/12ωρο, προκαλεί ύφεση στο 50% των ρευματοειδών οζιδίων, παρά την συνέχιση της μεθοτρεξάτης (Merrill JT et al, 1996).
Οι ρευματοπαθείς που θεραπεύονται με μεθοτρεξάτη μπορεί να εμφανίσουν έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας, ενώ η νεφρική κάθαρση βελτιώνεται αμέσως μετά την διακοπή του φαρμάκου (Seideman P et al, 1993). Η αδενοσίνη, δρώντας στους Α1 υποδοχείς, μειώνει επίσης την νεφρική αιματική ροή και επομένως την νεφρική λειτουργία, γι' αυτό και η αυξημένη απελευθέρωση αδενοσίνης στο νεφρικό παρέγχυμα ευθύνεται πιθανώς για την έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας την οφειλόμενη στη μεθοτρεξάτη (Osswald H et al, 1995).
2.4.2.3 Αναστολή αντιδράσεων τρανσμεθυλίωσης
Η μεθυλίωση της ομοκυστεΐνης σε μεθειονίνη απαιτεί την προσφορά μίας μεθυλομάδας από το τετραϋδροφολικό. Η μεθειονίνη συνεπακόλουθα μετατρέπεται σε S-αδενοσυλ-μεθειονίνη, η οποία προσφέρει μία μεθυλομάδα σε διάφορες ενδοκυττάριες αντιδράσεις, όπως η μεθυλίωση του RNA, του DNA, των αμινοξέων, των πρωτεϊνών και των φωσφολιπιδίων, και στη σύνθεση των πολυαμινών, όπως η σπερμιδίνη και η σπερμίνη.
ΕΙΚΟΝΑ 130 : Αναστολή αντιδράσεων τρανσμεθυλίωσης και σχηματισμού πολυαμίνης από την μεθοτρεξάτη
ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ : DHF=Διϋδροφολικό. THF=τετραϋδροφολικό. Me-THF=N5-CH3-τετραϋδροφολικό. ATP=τριφωσφορική αδενοσίνη. SAM=S-αδενοσυλ-μεθειονίνη. SAH=S-αδενοσυλ-ομοκυστείνη
Στη φάση της απομεθυλίωσης της S-αδενοσυλ-μεθειονίνης σε S-αδενοσυλ-ομοκυστεΐνη, η S-αδενοσυλ-ομοκυστεΐνη μετατρέπεται σε αδενοσίνη και ομοκυστεΐνη από την υδρολάση της S-αδενοσυλ-ομοκυστεΐνης. Η αδενοσίνη, στη συνέχεια, μπορεί να απελευθερωθεί, να αποαμινοποιηθεί ή να φωσφορυλιωθεί σε νουκλεοτίδια και η ομοκυστεϊνη να χρησιμοποιηθεί στην σύνθεση των πρωτεϊνών ή να επαναμεθυλιωθεί σε μεθειονίνη, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί εκ νέου σαν δότης μεθυλομάδων. Όλες οι αντιδράσεις μεθυλίωσης οι εξαρτώμενες από την S-αδενοσυλ-μεθειονίνη και τα μεθυλιωμένα της παράγωγα είναι απαραίτητες για την λειτουργία και επιβίωση των κυττάρων.
Σε ασθενείς με σοβαρή συνδυασμένη ανοσοανεπάρκεια, η S-αδενοσυλ-ομοκυστεΐνη αθροίζεται σε κύτταρα με ανεπάρκεια απαμινάσης της αδενοσίνης (Kredich NM and Martin DV Jr, 1977; Hershfield MS et al, 1985), διακόπτοντας τον κύκλο παραγωγής της S-αδενοσυλ-μεθειονίνης και επομένως αναστέλλοντας τις αντιδράσεις τρανσμεθυλίωσης (ΕΙΚΟΝΑ 130). Η αναστολή των αντιδράσεων τρανσμεθυλίωσης μπορεί να έχει ανοσοκατασταλτικές δράσεις, δεδομένου ότι καταστέλλει σημαντικά την λειτουργία των μονοπυρήνων και των λεμφοκυττάρων (Pike MC et al, 1978; Snyderman R et al, 1980).
Η 3-ντεαζα-αδενοσίνη (3-deaza-adenosine), ένας δυνητικός αναστολέας των αντιδράσεων τρανσμεθυλίωσης, αναστέλλει ποικίλες αυτοάνοσες και φλεγμονώδεις αντιδράσεις, in vitro και σε πειραματόζωα (Jurgensen CH et al, 1990; Williams AS et al, 1994). Σε ασθενείς με ΡΑ, αναστέλλει τις αντιδράσεις τρανσμεθυλίωσης, αλλά και διαθέτει πολλές αντιφλεγμονώδεις δράσεις ανεξάρτητες από την ανασταλτική της δράση στις αντιδράσεις αυτές (Sung SSJ and Silvestein SC, 1985).
2.4.2.4 Μηχανισμός δράσης στα αυτοάνοσα και φλεγμονώδη νοσήματα
Η μεθοτρεξάτη δεν είναι γνωστό κατά πόσον δρα σαν ανοσοκατασταλτικό ή/και σαν αντιφλεγμονώδες, ή απ' ευθείας στα ταχέως αναπτυσσόμενα κύτταρα του αρθρικού υμένα, φαίνεται όμως ότι, επειδή συνοδεύεται από σχετικά ταχεία κλινική ανταπόκριση, έχει περισσότερο αντιφλεγμονώδη, παρά ανοσοκατασταλτική, δράση.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΜΕΘΟΤΡΕΞΑΤΗΣ ΣΥΜΒΑΛΛΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΔΡΑΣΗΣ ΤΗΣ
1. ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ
- Κανένα αποτέλεσμα
- Μείωση παραγωγής
2. ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΟΞΕΙΑΣ ΦΑΣΗΣ
3. ΠΛΗΘΥΣΜΟΙ ΜΟΝΟΠΥΡΗΝΩΝ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΩΝ
- Κανένα αποτέλεσμα
- Αύξηση Τ-λεμφοκυττάρων
- Αύξηση Τ-βοηθητικών λεμφοκυττάρων
- Ελάττωση Τ-κατασταλτικών λεμφοκυττάρων και απόλυτου αριθμού λεμφοκυττάρων
- Ελάττωση μονοκυττάρων
4. ΠΑΡΑΓΩΓIΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΩΝ
- Αύξηση παραγωγής (με την χρήση 3H-TdR)
- Καταστολή παραγωγής (με την χρήση 3H-UdR)
- Αύξηση παραγωγής (με την χρήση 3H-UdR)
5. ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΕΝΔΟΘΗΛΙΑΚΩΝ ΚΥΤΤΑΡΩΝ
6. ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΙΝΟΒΛΑΣΤΩΝ ΥΜΕΝΑ
7. ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΥΤΤΑΡΟΚΙΝΩΝ
- Έλλειψη δράσης στην παραγωγή IL-1 από φυσιολογικά πολυμορφοπύρηνα
- Αναστολή δραστηριότητας IL-1
- Αναστολή IL-1
- Αναστολή IL-1 από μακροφάγα
- Αύξηση παραγωγής IL-2
- Αναστολή sIL-2r
- Αναστολή IL-6
- Αναστολή IL-8
- Αναστολή sTNFR
8. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕIΚΟΣΑΝΟΕΙΔΩΝ
- Έλλειψη δράσης στις προσταγλανδίνες ή τις λευκοτριένες
- Αναστολή λευκοτριενών
9. ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ Ig
10. ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΟΥΔΕΤΕΡΟΦIΛΩΝ
- Αναστολή χημειοταξίας
- Aναστολή συγκόλλησης ουδετεροφίλων λόγω αυξημένης απελευθέρωσης αδενοσίνης
11. ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΚΟΛΛΑΓΕΝΟΛΥΤIΚΩΝ ΠΡΩΤΕΑΣΩΝ
2.4.2.4.1 ΔΡΑΣΗ ΣΤΗ ΧΥΜΙΚΗ ΑΝΟΣΙΑ
α) Δράση στις ανοσοσφαιρίνες : Ελαττώνει τα επίπεδα των IgG, IgM και IgA, παράλληλα με την κλινική βελτίωση, πιθανώς λόγω γενικότερης βελτίωσης της δραστηριότητας, της νόσου (An-dersen PA et al, 1985).
β) Δράση στον ρευματοειδή παράγοντα: Καταστέλλει τον RF, in vitro (Olsen NJ et al, 1987; Olsen NJ and Murray LM, 1989) και τον IgM RF, in vivo. Η καταστολή του IgM RF σχετίζεται περισσότερο με την θεραπεία με μεθοτρεξάτη, παρά με την κλινική βελτίωση. Η παραγωγή του RF αναστέλλεται και ex vivo, αλλά η δράση αυτή δεν είναι ειδική, γιατί παρατηρείται και με τον χρυσό (Olsen NJ et al, 1991). Η δράση της μεθοτρεξάτης στην παραγωγή του RF μπορεί να οφείλεται σε αναστολή των αντιδράσεων τρανσμεθυλίωσης (Nesher G and Moore TL, 1990).
Κατ' άλλους, η μεθοτρεξάτη δεν επηρεάζει την παραγωγή RF από τον ορό ασθενών με ΡΑ (Andersen PA et al, 1985; Kremer JM and Phelps CT, 1992).
2.4.2.4.2 ΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΑΝΟΣΙΑ
α) Δράση στους υποπληθυσμούς των λεμφοκυττάρων
- Δεν δρα στα μονοκύτταρα και τα μακροφάγα και τις υπο-ομάδες των λεμφοκυττάρων (Russell AS et al, 1984; Andersen PA et al, 1985; Olsen NJ et al, 1987). Πάντως, αυξάνει σημαντικά τον αριθμό των Τ-βοηθητικών λεμφοκυττάρων στον ίδιο πληθυσμό ασθενών μετά από 24 μήνες, και τον αριθμό των κρυοδιατηρημένων Τ-λεμφοκυττάρων συγκριτικά με τα μονοκύτταρα, μετά από 12 εβδομάδες, θεραπείας (Andersen PA et al, 1985)
- Μειώνει σημαντικά τα Τ-κατασταλτικά λεμφοκύτταρα και τον απόλυτο αριθμό των λεμφοκυττάρων, σε ασθενείς με ΡΑ.
β) Δράση στις παραγωγικές απαντήσεις των μονοπυρήνων
- Δεν μειώνει τις παραγωγικές απαντήσεις των μονοπυρήνων, μετά από διέγερσή τους με μιτογόνα (φυτοαιμοσυγκολλητίνη, κονκαβαλίνη Α, μιτογόνο Pokeweed) ή διαφορετικά αντιγόνα (με την χρήση 3Η-θυμιδίνης για την εκτίμηση της μεταβολικής δραστηριότητας), σε ασθενείς με ΡΑ (Andersen PA et al, 1985; Olsen NJ et al, 1987).
- Μειώνει σημαντικά την παραγωγή των περιφερικών μονοπυρήνων ασθενών με ΡΑ, όπως έχει δειχθεί με την χρήση 3Η-δεοξυουριδίνης ή άλατος του τετραζολίου αντί 3Η-θυμιδίνης, in vitro (Olsen NJ and Murray LM, 1989). Σε ινοβλάστες επωασμένους με μεθοτρεξάτη, η κατακράτηση της δεοξυουριδίνης καταστέλλεται κατά 90%, ενώ η ενσωμάτωση της θυμιδίνης αυξάνεται σε μικρό βαθμό (Rosenblatt DS et al, 1978).
- Μειώνει κατά 40% την αυτόματη κατακράτηση της θυμιδίνης από τα περιφερικά λεμφοκύτταρα του αίματος, 2 ημέρες μετά την ένεσή της (Johnston CA et al, 1986).
- Αναστέλλει, ανάλογα με την δόση της, την βασική και μετά από διέγερση από τον παράγοντα ανάπτυξης, ενσωμάτωση της 3Η-δεοξυουριδίνης στα ενδοθηλιακά κύτταρα του φλεβικού τοιχώματος ανθρώπινου ομφάλιου λώρου, όπως και τον σχηματισμό νέων αγγείων στον κερατοειδή κουνελιών (Hirata S et al, 1989).
Τα ευρήματα αυτά δείχνουν ότι μεθοτρεξάτη έχει αντιαγγειογενετική δράση, η οποία πιθανώς συμβάλλει στον μηχανισμό δράσης της καταστέλλοντας τον πολλαπλασιασμό των μικρών αιμοφόρων αγγείων στον ρευματοειδή υμένα, αλλά δεν ερμηνεύουν την κλινική βελτίωση που προκαλεί στη ΡΑ.
- Δεν διεγείρει σταθερά τα λεμφοκύτταρα, όπως έχει δειχθεί με την χρήση 3Η θυμιδίνης ή 3Η γουανοσίνης, in vivo, ενώ μειώνει σημαντικά την ενσωμάτωση της 3Η γουανοσίνης, in vitro (Johnston CA et al, 1988).
- Μειώνει την σύνθεση του RNA (σύμφωνα με την κατακράτηση της ουριδίνης) και την σύνθεση των πρωτεϊνών (σύμφωνα με την μέτρηση της λευκίνης), αλλά σε μικρότερο βαθμό συγκριτικά με την σύνθεση του DNA (σύμφωνα με την μέτρηση της δεοξυουριδίνης) (White JC et al, 1975; Olsen NJ and Murray LM, 1989).
- Μειώνει την θυμιδιλάτη στα κύτταρα, δεδομένου ότι αναστέλλει την συνθάση της θυμιδιλάτης, η οποία μπορεί να αυξήσει την κατακράτηση 3H-TdR προστιθέμενη σε κύτταρα εκτεθειμένα σε μεθοτρεξάτη (Hryniuk WM et al, 1969; Chabner BA and Young RC, 1973).
Η άθροιση της μεθοτρεξάτης στο αρθρικό υγρό και τους υμενικούς ιστούς, οδηγώντας σε αυξημένο σχηματισμό πολυγλουταμάτης στα υμενικά και φλεγμονώδη κύτταρα, έχει ίσως τοπική ειδική αντιπαραγωγική δράση στα ενεργοποιημένα λεμφοκύτταρα, όπως και σε άλλα κύτταρα που συμμετέχουν στην φλεγμονώδη αρθρική διεργασία (Rodenhuis S et al, 1987; Shiroky J et al, 1988).
γ) Δράση στην υπερευαισθησία επιβραδυνόμενου τύπου
- Καταστέλλει την απάντηση στην πρωτοπαθή επιβραδυνόμενη υπερευαισθησία, τόσο σε ζώα (A-sherson GL et al, 1970), όσο και στον άνθρωπο (Mitchell MS et al, 1969), σε μεγάλες δόσεις. Στους ποντικούς, η απάντηση στην πρωτοπαθή επιβραδυνόμενη υπερευαισθησία καταστέλλεται ακόμα και όταν η τελευταία δόση της μεθοτρεξάτης χορηγηθεί 4 ημέρες πριν από το αντιγόνο (O' Callaghan JW et al, 1986).
- Δεν καταστέλλει την δευτεροπαθή επιβραδυνόμενη υπερευαισθησία, τόσο σε μικρές (Calla-ghan JW et al, 1986), όσο και μεγάλες (Mitchell MS et al, 1969), δόσεις.
2.4.2.4.3 ΑΝΤΙΦΛΕΓΜΟΝΩΔΕΙΣ ΔΡΑΣΕΙΣ
Η μεθοτρεξάτη τροποποιεί την λειτουργία πολλών κυττάρων που συμμετέχουν στη φλεγμονή που χαρακτηρίζει την ΡΑ. Στη ΡΑ φαίνεται ότι έχει ταχεία αντιφλεγμονώδη δράση, δεδομένου ότι βελτιώνει ταχέως τις κλινικές εκδηλώσεις της νόσου, οι οποίες όμως εξίσου ταχέως υποτροπιάζουν μετά την διακοπή της, και μειώνει σημαντικά την CRP και την ΤΚΕ μετά από μίαν ένεση (Segal R et al, 1989a).
α) Δράση στην πειραματική αρθρίτιδα :
- Καταστέλλει την αρθρίτιδα από ανοσοενισχυτικό, σε αρουραίους (Kourounakis L et al, 1976; Ridge SC et al, 1988)
- Δεν επηρεάζει την δραστηριότητα της κυκλοξυγενάσης ή της 5-λιποξυγενάσης, in vitro, και δεν αναστέλλει το οίδημα των ώτων το προκαλούμενο από αραχιδονικό οξύ, in vivo (Welles WL et al, 1985), ένδειξη ότι δεν επηρεάζει την βιοσύνθεση των προσταγλανδινών ή των λευκοτριενών
- Βελτιώνει σημαντικά την φλεγμονή των ποδών, χορηγούμενη per os σε χαμηλές δόσεις (Wel-les WL et al, 1985), τις ακτινολογικές παραμέτρους της αρθρικής καταστροφής και την λειτουργία των Τ-λεμφοκυττάρων, σε αρουραίους με αρθρίτιδα προκληθείσα από κύτταρα του τοιχώματος στρεπτοκόκκων (Ridge SC et al, 1986). Αντίθετα, η D-πενικιλλαμίνη και τα άλατα του χρυσού δεν επηρεάζουν την φλεγμονή των ποδών και την ακτινολογική καταστροφή των αρθρώσεων (Ridge SC et al, 1986).
β) Δράση στα πολυμορφοπύρηνα
- Ελαττώνει την χημειοταξία και τις συγκεντρώσεις των πολυμορφοπυρήνων λευκών αιμοσφαιρίων σε περιοχές φλεγμονής (Ternowitz T et al, 1987; Suarez CR et al, 1987).
- Ελαττώνει απότομα το ποσοστό των πολυμορφοπυρήνων λευκών αιμοσφαιρίων και των πυρηνοφιλικών μονοπυρήνων κυττάρων στο αρθρικό υγρό, ενιέμενη ενδαρθρικά στα γόνατα ασθενών με ΨΑ (Hall GH et al, 1978)
- Δεν έχει αντιφλεγμονώδη δράση σε διάφορα μοντέλα οξείας φλεγμονής (O' Callaghan JW et al, 1986).
γ) Δράση στην ενεργοποίηση των μακροφάγων
- Αναστέλλει την ενεργοποίηση των μακροφάγων σε επίμυς με αρθρίτιδα από ανοσοενισχυτικό (Conolly KM et al, 1988), ένδειξη ότι δρα έμμεσα στη νόσο και όχι άμεσα στην κυτταρική ενεργοποίηση.
- Δεν επηρεάζει την ικανότητα απάντησης των μακροφάγων μετά από διέγερση ή την παραγωγή της IL-1, PGE2 ή IL-2, σε αρουραίους. Η επώαση των κυττάρων με μεθοτρεξάτη, in vitro, ελαχιστοποιεί την άμεση δράση του φαρμάκου στην κυτταρική ενεργοποίηση. Γι' αυτό και η αναστολή της ενεργοποίησης των μακροφάγων η συνδεόμενη με την νόσο είναι ίσως αποτέλεσμα της κλινικής βελτίωσης που προκαλεί η μεθοτρεξάτη.
δ) Δράση στις λευκοτριένες
- Δεν έχει άμεση δράση στην παραγωγή λευκοτριενών από ουδετερόφιλα ή μονοκύτταρα, in vitro. Σε εθελοντές ή σε ασθενείς με ΡΑ, χορηγούμενη σε μίαν εφάπαξ δόση, μειώνει σημαντικά την παραγωγή LBT4 από τα ουδετερόφιλα (Sperling RI et al, 1992; Hawkes JS et al, 1994).
Πάντως, η ελάττωση των συγκεντρώσεων της LBT4 στο αρθρικό υγρών ασθενών με ΡΑ θεραπευόμενων με μεθοτρεξάτη δεν φαίνεται να ευθύνεται πλήρως για τις αντιφλεγμονώδεις δράσεις της μεθοτρεξάτης, δεδομένου ότι παρόμοια δράση έχει και το ιχθυέλαιο (Kremer JM, 1994). Η ελάττωση των συγκεντρώσεων της LBT4 στο αρθρικό υγρό και της ex vivo παραγωγής LBT4 μπορεί να οφείλεται στην ανασταλτική δράση της αδενοσίνης στην παραγωγή LBT4 από τα ουδετερόφιλα (Krump E et al, 1996).
ε) Δράση στις κυτταροκίνες
- Δεν αναστέλλει την παραγωγή IL-1, in vitro και in vivo, αν και καταστέλλει την δραστηριότητα της IL-1 σε ασθενείς με ΡΑ (Chang DM et al, 1992), σε ποντικούς με αρθρίτιδα από ανοσοενισχυτικό (Connoly KM et al, 1988) και στον ορό ασθενών, ex vivo (Kremer JM et al, 1992). Κατ΄άλλους, αναστέλλει την παραγωγή της IL-1, τόσο in vivo, όσο και ex vivo (Hu SK et al, 1988). Η ανασταλτική αυτή δράση παρεμποδίζεται από το φυλλινικό οξύ (Segal R et al, 1990).
- Μειώνει τις κυτταρικές απαντήσεις στην IL-1 στα ζώα και στον άνθρωπο (Segal R et al, 1990), παρεμβαίνοντας άμεσα στην σύνδεση της IL-1 με τους υποδοχείς της (Brody M et al, 1993). Η δράση αυτή δεν φαίνεται να ευθύνεται για τις αντιφλεγμονώδεις δράσεις της.Η αδενοσίνη, δρώντας στους Α3 υποδοχείς, προάγει την μεταγραφή του ανταγωνιστή των υποδοχέων της IL-1 και επομένως την παραγωγή της. Η δράση αυτή μπορεί να ευθύνεται για την αντίσταση στην IL-1, τόσο in vitro, όσο και in vivo, δεδομένου ότι έχουν ανευρεθεί αυξημένες συγκεντρώσεις ανταγωνιστών των υποδοχέων της IL-1 στον αρθρικό υμένα.
- Αυξάνει σημαντικά την παραγωγή IL-2 σε ασθενείς με ΡΑ, ex vivo (Kremer JM et al, 1993). Σε ασθενείς με ΡΑ και ΣΕΛ τα λεμφοκύτταρα όχι μόνο παράγουν λιγότερη IL-2 από τα φυσιολογικά άτομα, αλλ' έχουν και πτωχές παραγωγικές και άλλες αυτοάνοσες απαντήσεις στην εξωγενή IL-2 (Miyasaka N et al, 1984; Combe B et al, 1985).
- Αυξάνει σε μικρό βαθμό την δραστηριότητα της IL-2, εκφραζόμενη με την παραγωγή Τ-κυτταρικών κλώνων, σε χαμηλές συγκεντρώσεις, in vitro (Segal R et al, 1989b)
- Αυξάνει κατά 3-4 φορές την σύνθεση της IL-2 από μονοπύρηνα κύτταρα, in vitro (Miller LC et al, 1988)
- Αυξάνει την παραγωγή IL-2 από σπληνικά λεμφοκύτταρα πειραματοζώων με αρθρίτιδα από ανοσοενισχυτικό (Johnson WJ et al, 1988) ή αρθρίτιδα προκληθείσα από το κυτταρικό τοίχωμα στρεπτοκόκκων (Ridge SC et al, 1986). Το εύρημα αυτό δείχνει ότι δρα έμμεσα στη δραστηριότητα της νόσου και όχι άμεσα στην ενεργοποίηση των Τ-λεμφοκυττάρων, δεδομένου ότι δεν αυξάνει την σύνθεση της IL-2 σε φυσιολογικούς επίμυς.
- Μειώνει τα επίπεδα των διαλυτών υποδοχέων της IL-2 και της IL-8, όπως και της IL-6 (Barrera P et al, 1993; Kremer JM et al, 1993).
- Αναστέλλει την δραστηριότητα της IL-6, ένδειξη ότι έχει αντιφλεγμονώδη δράση (Segal R et al, 1990).
- Μειώνει την παραγωγή IL-6 (Lacki JK et al, 1995). Η αδενοσίνη, δρώντας σ' έναν υποδοχέα της επιφάνειας του κυττάρου, αναστέλλει την παραγωγή της IL-6 από καλλιεργημένα ενδοθηλιακά κύτταρα (Bouma MG et al, 1996).
- Αναστέλλει την παραγωγή της IL-8 από καλλιεργημένα περιφερικά μονοπύρηνα του αίματος (Bouma MG et al, 1996). Η αδενοσίνη αναστέλλει την παραγωγή IL-8, in vitro (Bouma MG et al, 1996), και μπορεί να ευθύνεται για την δράση της μεθοτρεξάτης στην παραγωγή της IL-8 (Seitz M et al, 1992).
- Δεν αναστέλλει σημαντικά την παραγωγή TNF-α, in vitro, ενώ οι λιποσωμικές μορφές της μειώνουν την παραγωγή TNF-α τόσο in vitro, όσο και in vivo (Williams AS et al, 1995).
- Μειώνει σημαντικά τον TNF-α στο αρθρικό υγρό ζώων, αλλ΄όχι ανθρώπων, με αρθρίτιδα (Smith-Oliver T et al, 1993). Ο μηχανισμός ελάττωσης της παραγωγής TNF-α από την μεθοτρεξάτη in vitro ή σε πειραματόζωα δεν είναι γνωστός, αν και η αδενοσίνη, δρώντας σε ειδικούς υποδοχείς, μειώνει σημαντικά την παραγωγή TNF-α (Sajjadi FG et al, 1996).
στ) Δράση στις κολλαγενολυτικές πρωτεάσες
- Ελαττώνει την δράση των ουδέτερων μεταλλοκολλαγενολυτικών ενζύμων στον αρθρικό χόνδρο και υμένα ασθενών με ΡΑ, συγκριτικά με ασθενείς με ΡΑ θεραπευόμενους με ΜΣΑΦ, κορτικοειδή ή άλατα χρυσού (Pelletier JM et al, 1988). Η δράση αυτή μπορεί να εξηγήσει την βελτίωση που προκαλεί στις αλλοιώσεις των χόνδρων πειραματοζώων.
ζ) Δράση στον κυτταρικό μεταβολισμό
- Αναστέλλει την συνθάση της θυμιδιλάτης και την διαμεθυλίωση των πρωτεϊνών
- Παρεμβαίνει στην de novo βιοσύνθεση των πουρινών, αναστέλλοντας την AICAR, με αποτέλεσμα άθροιση και αύξηση της απελευθέρωσης της αδενοσίνης, ενός δυνητικού αναστολέα της συγκόλλησης των ουδετεροφίλων (Cronstein BN et al, 1991), και δευτερογενή αναστολή της απαμινάσης της αδενοσίνης η οποία οδηγεί σε άθροιση αδενοσίνης (Baggott JE et al, 1986; Baggott JE et al, 1993).
- Δρα στην χημειοταξία των ουδετεροφίλων (Cream JJ and Pole DS, 1980).
η) Δράση στον οστικό μεταβολισμό
Σε πειραματόζωα :
- Συγκεντρώνεται περισσότερο σε φλεγμαίνουσες, παρά σε υγιείς, αρθρώσεις (Stewart CF et al, 1987)
- Μπορεί να αναστείλει την πώρωση των καταγμάτων, σε μικρές δόσεις (McAuley JP et al, 1992)
- Μειώνει τον βαθμό της οστικής παραγωγής, τον όγκο και το πάχος του οστεοειδούς, σε αρουραίους (Nevinny HB et al, 1965)
- Προκαλεί οστεοπενία λόγω καταστολής της δραστηριότητας των οστεοβλαστών και αύξησης των οστεοκλαστών (May KP et al, 1994)
- Μειώνει σημαντικά τα επίπεδα της αλκαλικής φωσφατάσης και της οστεοκαλσίνης στον ορό (May KP et al, 1994)
- Αυξάνει την υδροξυπρολίνη των ούρων και τον αριθμό των οστεοκλαστών (May KP et al, 1994).
Στον άνθρωπο :
- Συγκεντρώνεται σε υψηλά επίπεδα στον αρθρικό υμένα και το φλοιώδες και το δοκιδώδες οστούν ασθενών με ΡΑ (Bologna C et al, 1994)
- Μειώνει σημαντικά τα επίπεδα της οστεοκαλσίνης του ορού, ένδειξη ότι καταστέλλει την δραστηριότητα των οστεοβλαστών (Ward SB et al, 1992).
- Μπορεί να επιδεινώσει την οστεοπόρωση (Ansell G et al, 1983) και να προκαλέσει δοσοεξαρτώμενη οστεοπάθεια (Gnudi S et al, 1988), σε ασθενείς με ΨΑ
- Προκαλεί δοσοεξαρτώμενη ελάττωση της οστικής πυκνότητας, πιθανώς λόγω αναστολής της οστεογένεσης, σε ενήλικες με οστεοσάρκωμα (Gnudi S et al, 1988). Αντίθετα, σε παιδιά με πολυαρθρική ΝΡΑ, αυξάνει την οστική πυκνότητα κατά 50% (Cimaz R et al, 1996)
- Αυξάνει την συχνότητα των αυτόματων καταγμάτων σε άτομα με γεροντική οστεοπόρωση, σε μεγάλες δόσεις (Gnudi S et al, 1988)
- Αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό, αλλ' όχι την διαφοροποίηση, των οστεοβλαστών, in vitro (van der Veen MJ et al, 1996a)
- Μειώνει την οστική πυκνότητα και αυξάνει τα επίπεδα του οστικού κλάσματος της αλκαλικής φωσφατάσης και του Ν-τελοπεπτιδίου, σε ασθενείς με πρωτοπαθή χολική κίρρωση (Blum M et al, 1994), όχι όμως με ΡΑ (Katz JN et al, 1989).
2.4.3 ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ
- Αναστέλλει την ανάπτυξη και προκαλεί θάνατο του εμβρύου, σε ποντικούς (σε δόσεις 5-20 mg/kg) (Elmazar MM and Nau H, 1992). Η κλινική σημασία της δράσης αυτής στο ανθρώπινο κύημα δεν έχει προσδιορισθεί.
- Μπορεί να προκαλέσει καταστολή του μυελού, ανάλογα με το δοσολογικό σχήμα (Goldie JH et al, 1972).
2.4.4 ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ
2.4.4.1 ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗ
Η μεθοτρεξάτη, χορηγούμενη per os σε δόσεις <40 mg/m2, απορροφάται καλώς από τον γαστρεντερικό σωλήνα, μάλλον από την εγγύς περιοχή του 12δακτύλου, μέσω ενός ενεργού συστήματος μεταφοράς. Η απορρόφηση της per os χορηγούμενης μεθοτρεξάτης είναι αντιστρόφως ανάλογη με την δόση της. Γενικά, όσο μεγαλύτερη είναι η δόση, τόσο και η απορροφούμενη ποσότητα της μεθοτρεξάτης ελαττώνεται, λόγω αποδόμησής της στο έντερο σε ανενεργούς μεταβολίτες και κορεσμού της απορροφητικής ικανότητας του εντέρου.
Το εντερικό σύστημα μεταφοράς του φολικού συχνά κορέννυται στο υψηλότερο όριο των συνήθων per os χορηγούμενων δόσεων. Ακόμα και σε μέτριες δόσεις, η απορρόφηση της μεθοτρεξάτης ποικίλλει σημαντικά μεταξύ δόσεων και ατόμων και επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΘΟΤΡΕΞΑΤΗΣ
- Τροφές
- Νοσήματα που προκαλούν βλάβη του κεντρικού τμήματος του εντέρου
- Οδός χορήγησης
- Φάρμακα :
- Σαλικυλικά
- Ινδομεθακίνη
- Φαινυλοβουταζόνη
- Νεότερα ΜΣΑΦ
- Προβενεσίδη
- Κολχικίνη
- Παρα-αμινοϊππουρικό οξύ
- Σουλφοναμίδες
- Τετρακυκλίνη
- Χλωραμφαινικόλη
- Παρα-αμινοβενζοϊκό οξύ
- Βαρβιτουρικά
- Διφαινυλυδαντοίνη
- Νεομυκίνη
- Καναμυκίνη
- Τριμεθοπρίμη + σουλφαμεθοξαζόλη
- Θεοφυλλίνη
Τροφές : Η χορήγηση της μεθοτρεξάτης προ φαγητού δεν επηρεάζει την απορρόφησή της. Κατ' άλλους, η διάρκεια της απορρόφησης βραχύνεται, με μείωση του Tmax και αύξηση του Cmax, και η βιοδιαθεσιμότητα βελτιώνεται όταν η μεθοτρεξάτη χορηγείται προ φαγητού (Dupuis LL et al, 1995)
Σε αρουραίους που ακολούθησαν στοιχειώδη δίαιτα, η μεθοτρεξάτη είχε διαφορετικές ανταποκρίσεις, συγκριτικά με αυτούς που ακολούθησαν κανονική δίαιτα. Οι πρώτοι παρουσίασαν αυξημένη εντερική τοξικότητα, πιθανώς λόγω σημαντικής αύξησης των επιπέδων της μεθοτρεξάτης στη χολή (McAnena OJ et al, 1987).
Στον άνθρωπο, τα γαλακτοκομικά προϊόντα μειώνουν σημαντικά τις μέγιστες συγκεντρώσεις της μεθοτρεξάτης στον ορό.
Βλάβες του εγγύς τμήματος του εντέρου : Μειώνουν την απορρόφηση της μεθοτρεξάτης λόγω τοξικής δράσης της μεθοτρεξάτης, βράχυνσης του εντέρου ή φλεγμονωδών εντεροπαθειών (Rosenberg I, 1976).
Οδός χορήγησης : Μπορεί να επηρεάσει την κινητική της μεθοτρεξάτης. Η κινητική της απορρόφησης δεν διαφέρει μεταξύ της ενδοφλέβια και της ενδομυϊκά χορηγούμενης μεθοτρεξάτης.
Φάρμακα :
- Τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα μπορούν να μειώσουν την απορρόφηση της μεθοτρεξάτης στο κατώτερο τμήμα του γαστρεντερικού σωλήνα.
- Φάρμακα που επηρεάζουν τον χρόνο μεταφοράς και ουσίες συνδεόμενες με την μεθοτρεξάτη (π.χ. χολεστυραμίνη) μπορεί να επηρεάσουν την απορρόφηση της μεθοτρεξάτης (Calabresi P et al, 1990).
- Ορισμένα αντιβιοτικά, κυρίως τα δυσαπορρόφητα, μπορεί να μεταβάλλουν την κινητική της μεθοτρεξάτης, πιθανώς λόγω παρέμβασής της στον μεταβολισμό των βακτηριδίων. Π.χ. η καναμυκίνη αυξάνει, ενώ η νεομυκίνη μειώνει κατά 30-50%, την γαστρεντερική απορρόφηση της μεθοτρεξάτης (Henderson ES et al, 1965; Shen DD and Azarnoff DL, 1978).
- Τα συμπληρωματικά σκευάσματα φολικού ανταγωνίζονται άμεσα την κατακράτηση της μεθοτρεξάτης, αλλά σε μέτριο βαθμό, σε αναλογία 1-2 mg φυλλικού οξέος/5-25 mg μεθοτρεξάτης.
Στα ρευματοπαθή παιδιά, η μεθοτρεξάτη μπορεί να χορηγηθεί μαζί με το γεύμα, στα λευχαιμικά όμως η απορρόφηση και τα συνεπακόλουθα επίπεδα της μεθοτρεξάτης στον ορό μπορεί να ποικίλλουν ευρέως. Κατ' άλλους, σε παιδιά με ΝΡΑ η μεθοτρεξάτη φθάνει σε υψηλότερες συγκεντρώσεις στον ορό όταν λαμβάνεται προ φαγητού, γι΄αυτό και συνιστάται να χορηγείται πριν από τα γεύματα (Dupuis L et al, 1995).
Η μεθοτρεξάτη, χορηγούμενη σε δόσεις 20 mg/m-2, φθάνει σε μέγιστες συγκεντρώσεις 1Χ10-6 Μ στο πλάσμα. Οι συγκεντρώσεις της κορυφώνονται 1-5 ώρες μετά την χορήγησή της και παραμένουν σε ύψος 1Χ10-7 Μ επί 6 περίπου ώρες (Canfell C and Sadee W, 1980). Σε μεγαλύτερες δόσεις, η μεθοτρεξάτη έχει πιθανώς μικρότερη βιοδιαθεσιμότητα. Σε δόσεις 50 mg/m-2 η βιοδιαθεσιμότητά της ανέρχεται σε 20-50%, ενώ σε δόσεις 200 mg/m-2, μόνο στο 25% περίπου της χορηγούμενης δόσης.
Σε παιδιά με ΝΡΑ, η φαρμακοκινητική της per os χορηγούμενης μεθοτρεξάτης φαίνεται ότι εξαρτάται από την ηλικία (Albertioni F et al, 1995). Σε παιδιά με οξεία λεμφοκυτταρική λευχαιμία, η βιοδιαθεσιμότητα της ενδομυϊκά χορηγούμενης είναι πολύ υψηλότερη της per os χορηγούμενης (Teresi M et al, 1987) μεθοτρεξάτης. Αντίστροφα, η δόση της ενδομυϊκά χορηγούμενης μεθοτρεξάτης δεν σχετίζεται σημαντικά με την βιοδιαθεσιμότητα, ένδειξη ότι η παρεντερική χορήγηση της μεθοτρεξάτης δεν έχει δυνητική αξία.
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ : Σε ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται σε αυξανόμενες δόσεις μεθοτρεξάτης per os πρέπει να αναζητούνται αίτια εντερικής βλάβης που μπορεί να εξασθενούν την απορρόφηση της μεθοτρεξάτης και να περιορίζεται η χορήγηση του συμπληρωματικού φυλλικού οξέος 24 ώρες πριν και 12 ώρες μετά, την χορήγηση της μεθοτρεξάτης.
Η μεθοτρεξάτη, εάν, χορηγούμενη per os, δεν συνοδεύεται από ικανοποιητική κλινική ανταπόκριση, μπορεί να χορηγηθεί υποδόρια ή ενδομυϊκά. Εάν αποφασισθεί αλλαγή της οδού χορήγησης, ο ασθενής πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά για εκδηλώσεις τοξικότητας, δεδομένου ότι η μέσω της νέας οδού δόση μπορεί να αποδειχθεί πολύ μεγαλύτερη.
2.4.4.2 ΚΑΤΑΝΟΜΗ
Η μεθοτρεξάτη παραλαμβάνεται από το κεντρικό τμήμα του εντέρου με ειδικό μηχανισμό μεταφοράς φολικού και μεταφέρεται στην κυκλοφορία, όπου και φθάνει σε μικρομοριακές συγκεντρώσεις. Στη συνέχεια, όσο κατανέμεται στους ιστούς, τα επίπεδά της ελαττώνονται ταχέως και μετά μηδενίζονται. Ο όγκος κατανομής της μεθοτρεξάτης ισοδυναμεί περίπου με τον συνολικό όγκο του ύδατος του σώματος. Η μεθοτρεξάτη, σαν ασθενές οργανικό οξύ, φορτίζεται αρνητικά σε ουδέτερο pH και έχει μικρή λιποδιαλυτότητα και επομένως διαχέεται βραδέως κατά μήκος των φυσιολογικών μεμβρανών και εισέρχεται στα κύτταρα και το μεσοκυττάριο υγρό και παθητικά και ενεργητικά.
Το μεγαλύτερο ποσοστό (50-70%) της μεθοτρεξάτης του πλάσματος συνδέεται χαλαρά με τις πρωτεΐνες, κυρίως τις λευκωματίνες, ενώ <20% δεσμεύεται με τις πρωτεΐνες του μεσοκυττάριου υγρού. Η μεθοτρεξάτη μπορεί να παρεκτοπισθεί από την σύνδεσή της με τις πρωτεΐνες από ασθενή οργανικά οξέα, όπως η ασπιρίνη (Liegler DG et al, 1969), χωρίς όμως κλινική σημασία.
Η μεθοτρεξάτη, χορηγούμενη απευθείας μέσα στο ΕΝΥ με οσφυονωτιαία παρακέντηση, κατανέμεται πτωχά στα εγκεφαλικά ημισφαίρια και στο διάστημα των κοιλιών. Η κατανομή της μειώνεται ακόμα περισσότερο όταν ο ασθενής εγείρεται μετά την παρακέντηση. Μετά από ενδοφλέβια έγχυση, οι συγκεντρώσεις σταθερής κατάστασης στο ΕΝΥ προσεγγίζουν το 3% του πλάσματος. Η χορήγηση της μεθοτρεξάτης σε συνεχή έγχυση έχει το πλεονέκτημα ότι παρέχει προβλέψιμα επίπεδα στο αίμα και το ΕΝΥ.
Η μεθοτρεξάτη, χορηγούμενη ενδοθηκικά σε δόση 12 mg, φθάνει σε μέγιστες συγκεντρώσεις στο ΕΝΥ σε ύψος 1Χ10-4 Μ. Για να επιτευχθούν συγκεντρώσεις στο ΕΝΥ παραπλήσιες με αυτές που επιτυγχάνονται μετά από ενδοθηκική χορήγηση 12 mg μεθοτρεξάτης, απαιτούνται ενδοφλέβιες εγχύσεις εξαιρετικά μεγάλων δόσεων μεθοτρεξάτης (15-30 g/m-2). Σχήματα που περιλαμβάνουν μεθοτρεξάτη σε δόσεις £ 50 mg/m-2 δεν είναι σε θέση να αποτρέψουν τις υποτροπές της λευχαιμικής μηνιγγίτιδας. Σε άτομα ηλικίας ≤3 ετών, ο συνολικός όγκος κατανομής της ενδοθηκικά χορηγούμενης μεθοτρεξάτης ανέρχεται σε 120 ml.
Οι συγκεντρώσεις της μεθοτρεξάτης στο ΕΝΥ της ΟΜΣΣ ελαττώνονται με διφασικό τύπο, με t(1/2) περίπου 2 και 7 ώρες. Η μεθοτρεξάτη απομακρύνεται από το ΕΝΥ σαν παθητικός μεταφορέας στην επαναρρόφηση του ΕΝΥ και με ενεργό διαδικασία μεταφοράς. Η τελική φάση απομάκρυνσης της μεθοτρεξάτης από το ΕΝΥ μπορεί να παραταθεί από την προβενεσίδη, στους ηλικιωμένους (Bleyer WA et al, 1973) και σε ασθενείς με ενεργό μηνιγγική νόσο ή αυξημένη ενδοκρανιακή πίεση (Bode U et al, 1980b).
Η μεθοτρεξάτη, σε δόσεις 25-100 mg/m-2, φθάνει σε μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα 1-10Χ10-6 Μ, ενώ, εγχεόμενη ενδοφλέβια σε μεγάλες δόσεις (≥ 1.5 g/ m-2), 1-10 Χ 10-4 Μ. Μετά την αρχική φάση κατανομής, η οποία διαρκεί λίγα λεπτά, η μεθοτρεξάτη απομακρύνεται από το πλάσμα σε 2 φάσεις. Η 2η φάση έχει t(1/2) 2-3 ώρες, δεν σχετίζεται με την δόση και καθορίζεται κυρίως από την νεφρική απέκκριση της μεθοτρεξάτης. Η τελική φάση της κάθαρσης της μεθοτρεξάτης έχει σημαντικά μεγαλύτερο t(1/2) (8-10 ώρες), επηρεάζεται από την δόση και μπορεί να παραταθεί περισσότερο σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία, πλευριτικές συλλογές ή ασκίτη.
Μετά από την χορήγηση 25-100 mg/m-2 μεθοτρεξάτης, η έναρξη της τελικής φάσης συμπίπτει με συγκεντρώσεις ισοδύναμες με το όριο της τοξικότητας στον μυελό (1Χ10-8 Μ) και το γαστρεντερικό επιθήλιο (5Χ10-9 Μ), γι΄αυτό και η παράταση του τελικού t(1/2) της μεθοτρεξάτης μπορεί να συνδέεται με σοβαρές και απρόβλεπτες επιπλοκές.
Στις ασκιτικές και πλευριτικές συλλογές, η μεθοτρεξάτη εισδύει παθητικά και εναποθηκεύεται σε επίπεδα υψηλότερα από του πλάσματος. Εκεί, επειδή εισδύει και επανεισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος με βραδύ ρυθμό, η αποβολή της από τον οργανισμό μπορεί να παραταθεί σημαντικά, ιδίως όταν οι συλλογές είναι μεγάλες. Παρόμοια, η ενδοθηκικά χορηγούμενη μεθοτρεξάτη παρέχει επίσης μία βραδείας αποδέσμευσης δεξαμενή μεθοτρεξάτης στην κυκλοφορία του αίματος. Γι' αυτό και, σε ασθενείς με συλλογές «3ου διαστήματος» πρέπει, πριν από την έναρξη της θεραπείας με μεθοτρεξάτη, να παροχετεύονται οι συλλογές και στη συνέχεια να παρακολουθούνται οι συγκεντρώσεις της μεθοτρεξάτης.
2.4.4.3 ΑΠΟΒΟΛΗ
Η μεθοτρεξάτη, σε ποσοστό >80%, αποβάλλεται αναλλοίωτη από τους νεφρούς σε διάστημα 48 ωρών, ανεξάρτητα από την οδό χορήγησης. Σε μικρότερο ποσοστό (10-30%) αποβάλλεται μέσω της χολής και των κοπράνων. Σε ελάχιστες ποσότητες ανιχνεύεται στο μητρικό γάλα, το ΕΝΥ και τον σίελο. Η χολική αποβολή της μεθοτρεξάτης είναι ειδική για κάθε είδος. Στα κουνέλια αποτελεί την κύρια, στους αρουραίους, την μείζονα, και στον άνθρωπο, την ελάσσονα, οδό αποβολής.
Στους σκύλους και τους πιθήκους, η μεθοτρεξάτη απεκκρίνεται ενεργά από τα εγγύς νεφρικά σωληνάρια. Η αποβολή της παρατείνεται με νεφρική σωληναριακή επαναρρόφηση και μέσω του εντεροηπατικού κύκλου. Η μεθοτρεξάτη επαναρροφάται στο μεγαλύτερο μέρος της, παρατείνοντας τον τελικό t(1/2). Στον άνθρωπο, η νεφρική κάθαρση της μεθοτρεξάτης προσεγγίζει την της κρεατινίνης, ένδειξη ότι η μεθοτρεξάτη υφίσταται ενεργό σωληναριακή απέκκριση και από τους ανθρώπινους νεφρούς.
Η μεθοτρεξάτη, εγχεόμενη σε μεγάλες δόσεις, απεκκρίνεται ταχέως οδηγώντας σε αύξηση των συγκεντρώσεών της στους νεφρούς σε επίπεδα περίπου 1Χ10-2 Μ, τα οποία προσεγγίζουν την διαλυτότητα της (σε pH ούρων <7.0) και μπορεί να οδηγήσουν σε ενδονεφρική καθίζηση της μητρικής ένωσης και πιθανώς της 7-OH-MTX και νεφρική ανεπάρκεια. Γι' αυτό και, σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεγάλες δόσεις μεθοτρεξάτης, πρέπει να γίνεται ενυδάτωση (1.5 l/m-2) 12 ώρες πριν και 24 ώρες, μετά την θεραπεία και αλκαλοποίηση των ούρων (100 mEq διττανθρακικών/lt υγρού ενυδάτωσης).
Η μητρική ένωση αποβάλλεται μέσω της χολής και, μέσω του λεπτού εντέρου, επαναρροφάται στη συστηματική κυκλοφορία. Η χολική αποβολή και η ηπατική κατακράτηση της μεθοτρεξάτης επηρεάζονται από άλλους χημειοθεραπευτικούς παράγοντες. Π.χ. η βινκριστίνη και η κυκλοφωσφαμίδη αναστέλλουν την ηπατική κατακράτηση και την χολική αποβολή της μεθοτρεξάτης μειώνοντας τις συγκεντρώσεις της στο ήπαρ.
Η δακτινομυκίνη αναστέλλει ισχυρά την χολική απέκκριση της μεθοτρεξάτης, με μικρή δράση στην ηπατική κατακράτηση, αυξάνοντας σημαντικά τις συγκεντρώσεις της στο ήπαρ. Στον άνθρωπο, ο συνδυασμός της με μεθοτρεξάτη μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα στο ήπαρ και, επομένως, την ηπατοτοξικότητα της τελευταίας.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΝΕΦΡΙΚΗ ΑΠΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΜΕΘΟΤΡΕΞΑΤΗΣ
Φάρμακα : Η απέκκριση της μεθοτρεξάτης αναστέλλεται από ασθενή οργανικά οξέα, όπως π.χ. η ασπιρίνη και η προβενεσίδη, που αναστέλλουν την απέκκριση των οργανικών οξέων. Η λευκοβορίνη παρεμποδίζει την επαναρρόφηση, ένδειξη ότι επιταχύνει την απέκκριση, της μεθοτρεξάτης.
Νεφρική ανεπάρκεια : Μπορεί να αυξήσει σημαντικά την τοξικότητα της μεθοτρεξάτης, λόγω της συνεπακόλουθης παρατεταμένης έκθεσης των ιστών στο φάρμακο.
Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια και κάθαρση κρεατινίνης <50 ml/min, η μεθοτρεξάτη έχει περιορισμένη ικανότητα απέκκρισης, γι' αυτό και συνιστάται να χορηγείται αρχικά σε δόση 2.5 mg/εβδ., αυξανόμενη προοδευτικά ανάλογα με τις επιπλοκές και την ανταπόκριση. Πάντως, μικρές μειώσεις της κάθαρσης της μεθοτρεξάτης μπορεί να βελτιώσουν την κλινική ανταπόκριση ή να επιτρέψουν την χρήση μικρότερων δόσεων.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΟΙ ΜΕ ΝΕΦΡΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΟΥΣ ΜΕ ΜΙΚΡΕΣ ΔΟΣΕΙΣ ΜΕΘΟΤΡΕΞΑΤΗΣ (Berthelot JM et al, 1995)
- Σηψαιμία
- Καρδιακή ανεπάρκεια
- Αφυδάτωση συνδεόμενη με απότομη διακοπή των κορτικοειδών
- Γαστρεντερίτιδα
- Απόφραξη ουρητήρων
- Σωληναριακή βλάβη οφειλόμενη στη σιμετιδίνη
- Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα
- Μεγάλες δόσεις μεθοτρεξάτης
Αλκαλοποίηση των ούρων και πρόσληψη μεγάλων ποσοτήτων υγρών : Αυξάνουν την νεφρική αποβολή της μεθοτρεξάτης.
Αιμοκάθαρση : Δεν μπορεί να απομακρύνει ικανοποιητικά την μεθοτρεξάτη. Οι αιμοκαθαιρόμενοι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν παράταση του t(1/2) αποβολής της μεθοτρεξάτης και της 7-OH-MTX και σημαντική μείωση της νεφρικής κάθαρσης και της κάθαρσης διύλισης της μεθοτρεξάτης και μεγάλη, αλλά παροδική, πτώση των επιπέδων της (Janknegt R et al, 1988).
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα : Σε ασθενείς με έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας, δεν επηρεάζουν την κινητική, αλλά παρατείνουν την αποβολή, της μεθοτρεξάτης.
Βιταμίνη C (1-3 gr/24ωρο) : Δεν μεταβάλλει την απέκκριση μικρών δόσεων μεθοτρεξάτης (Sketris IS et al, 1984). Πάντως, επειδή αναστέλλει την σωληναριακή απέκκριση των οργανικών οξέων, πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεγάλες δόσεις μεθοτρεξάτης, δεδομένου ότι, σε δόσεις 4-8 gr ημερησίως, μπορεί να προκαλέσει οξείδωση των ούρων.
Διακοπή του εντεροηπατικού κύκλου : Μπορεί να αυξήσει την αποβολή της μεθοτρεξάτης.
Χολεστυραμίνη : Μπορεί να μειώσει απότομα τα επίπεδα της μεθοτρεξάτης στον ορό, ένδειξη ότι αυξάνει την αποβολή της μεθοτρεξάτης.
2.4.4.4 ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ
Μετά την απορρόφησή της από το έντερο, η μεθοτρεξάτη εισέρχεται στην πυλαία κυκλοφορία και διέρχεται μέσω του ήπατος, όπου υφίσταται πολυγλουταμινοποίηση, κατακρατάται από τα ηπατοκύτταρα και εναποθηκεύεται. Η per os χορηγούμενη μεθοτρεξάτη αποδομείται περαιτέρω από εντερικά συμβιούντα βακτηρίδια σε 2,4-διαμινο-Ν10-μεθυλοπτεροϊκό οξύ (DAMPA), έναν φαρμακολογικά ανενεργό μεταβολίτη.
Η μεθοτρεξάτη, στο μεγαλύτερο μέρος της, μεταφέρεται στα κύτταρα σαν μητρική ένωση με την βοήθεια ενός υψηλής συγγένειας μεταφορέα και, όταν είναι σε μεγάλες συγκεντρώσεις, ενός δεύτερου μηχανισμού κατακράτησης. Η σημασία των 2 αυτών μηχανισμών κατακράτησης δεν έχει προσδιορισθεί.
Μέσα στα κύτταρα, η μεθοτρεξάτη μπορεί να γίνει δυνητικό υπόστρωμα για το ένζυμο φολυλπολυγλουταμυλσυνθετάση. Το γλουταμυλ-υπόλειμμα της μεθοτρεξάτης συνδέεται μέσω ενός g-πεπτιδικού δεσμού σε περαιτέρω υπόλοιπα γλουταμάτης. Η διαδικασία αυτή χαρακτηρίζεται σαν πολυγλουταμινοποίηση και επιπροστίθενται 5 επιπλέον γλουταμάτες. Η πολυγλουταμινοποίηση συνδέεται με αυξανόμενη σύνδεση ενός αριθμού ενζύμων εξαρτώμενων από το φολικό. H επιπρόσθετη αρνητική φόρτιση η συνδεόμενη με τις πολυγλουταμάτες της μεθοτρεξάτης παίζει ρόλο στην ενδοκυττάρια κατακράτησή της.
Η πολυγλουταμινοποίηση λαμβάνει χώρα σε ποικιλία ιστών, όπως στον μυελό των οστών, σε καλλιεργημένους ινοβλάστες και λευχαιμικά κύτταρα. Η κατακράτηση της ΜΤΧ-glun διαφέρει σημαντικά στους διάφορους ιστούς.
Μέρος της ενδοκυττάριας μεθοτρεξάτης και 7-OH-MTX μεταβολίζεται σε πολυγλουταμάτες με τον ίδιο τρόπο όπως και τα φυσικά προερχόμενα φολικά. Όταν η μεθοτρεξάτη μεταφέρεται στα κύτταρα σε υψηλές συγκεντρώσεις (π.χ. όταν χρησιμοποιείται στη θεραπεία των όγκων ή πειραματικά σε μεγάλες δόσεις) ενεργοποιούνται μη ειδικοί μηχανισμοί κατακράτησής της, αυξάνοντας την ποικιλία των κυττάρων που εκτίθενται σ' αυτήν. Η κατακράτηση της μεθοτρεξάτης ποικίλλει στους διάφορους τύπους κυττάρων, λόγω διαφορών στον τύπο και τον αριθμό των συστημάτων μεταφοράς του φολικού.
Μέσα στα κύτταρα σχηματίζονται οι πολυγλουταμάτες της μεθοτρεξάτης. Ο βαθμός της παραγωγής των ουσιών αυτών αυξάνεται με τις ενδοκυττάριες συγκεντρώσεις, τον χρόνο και την δραστηριότητα της φολυλπολυγλουταμάτης και μειώνεται με την δραστηριότητα της γ-γλουταμυλ-υδροξυλάσης.
Η μεθοτρεξάτη και η ΜΤΧ-glun συνδέονται με την διϋδροφολική αναγωγάση, ενώ η ΜΤΧ-glun και με ένζυμα που απαιτούν συμπαράγοντες φολικού. Όταν οι συγκεντρώσεις στους ιστούς ελαττωθούν, ελεύθερη μεθοτρεξάτη αποχωρεί ταχέως από τα κύτταρα. Οι πολυγλουταμάτες αποχωρούν βραδύτερα, πιθανώς μετά από την απογλουταμινοποίηση από την γ- γλουταμυλκαρβοξυπεπτιδάση.
Παράγοντες που αυξάνουν την ενδοκυττάρια άθροιση των πολυγλουταματών της μεθοτρεξάτης μπορεί να επηρεάσουν την αποτελεσματικότητα και την μακροπρόθεσμη τοξικότητά της. Η δι-άρκεια της έκθεσης στη μεθοτρεξάτη καθορίζει το τμήμα της μεθοτρεξάτης το μεταβολιζόμενο σε πολυγλουταμάτες. Οι χαμηλές συγκεντρώσεις του φαρμάκου τείνουν να μειώσουν τον ρυθμό της πολυγλουταμινοποίησης.
Οι επανειλημμένες δόσεις οδηγούν σε προοδευτική αύξηση των συγκεντρώσεων της μεθοτρεξάτης σε κύτταρα που κατακρατούν τις πολυγλουταμάτες, όπως τα ανθρώπινα ηπατοκύτταρα. Στο ήπαρ ασθενών με ΡΑ που έπαιρναν χαμηλές δόσεις μεθοτρεξάτης, μετά από μήνες έως χρόνια, οι πολυγλουταμάτες έφθασαν σε επίπεδα σταθερής κατάστασης 0.1 μΜ (Furst DE et al, 1993). Σε ασθενείς που παίρνουν χαμηλότερες δόσεις μεθοτρεξάτης, αλλά σε συχνότερα διαστήματα, οι συγκεντρώσεις της πολυγλουταμάτης στο ήπαρ είναι μεγαλύτερες.
Σε ασθενείς με ΡΑ, η καθημερινή χορήγηση της μεθοτρεξάτης είναι περισσότερο αποτελεσματική από την ίδια δόση χορηγούμενη μία φορά την εβδομάδα. Πάντως, η ηπατοτοξικότητα είναι ίσως μεγαλύτερη με την καθημερινή χορήγηση 1-5 mg/m2, παρά με την διακοπτόμενη χορήγηση μεγαλύτερων δόσεων (Millward-Sadler GH et al, 1974) μεθοτρεξάτης.
Η μεθοτρεξάτη μεταβολίζεται επίσης σε 7-ΟΗ-ΜΤΧ και DAMPA. Το κλάσμα της μεθοτρεξάτης που ανιχνεύεται στα ούρα με την μορφή μεταβολιτών μετά από 24-48 ώρες ανέρχεται σε 86% (Jacobs SA et al, 1976). Επίσης, οι μεταβολίτες αυτοί αποτελούν ένα ποσοστό φαρμάκου προερχόμενου από την μεθοτρεξάτη που υπάρχει στο πλάσμα. Και οι 2 μεταβολίτες δεν έχουν σημαντική ικανότητα αναστολής της DHFR.
H 7-ΟΗ-ΜΤΧ διαθέτει το 1/10 της δράσης της μεθοτρεξάτης και το DAMPA, <1/100 της ανασταλτικής δράσης της μεθοτρεξάτης. Η 7-ΟΗ-ΜΤΧ αποτελεί το 26-46% του φαρμάκου που απεκκρίνεται από τα ούρα 24-48 ώρες μετά την έναρξη της έγχυσης. Σχηματίζεται πιθανώς από την οξειδάση της αλδεϋδης στο ήπαρ κουνελιών, αλλ' όχι στον άνθρωπο.
Η 7-ΟΗ-ΜΤΧ μεταφέρεται στα κύτταρα μέσω του μεταφορέα του συμπαράγοντα του τετραϋδροφολικού, ο οποίος επίσης προκαλεί εκροή της μεθοτρεξάτης από τα κύτταρα. Επομένως, στα θεραπευτικά σχήματα που περιλαμβάνουν μεγάλες δόσεις μεθοτρεξάτης, η παρουσία μεγάλων συγκεντρώσεων 7-ΟΗ-ΜΤΧ στο πλάσμα μπορεί να μειώσει την κατακράτηση ή/και να αυξήσει την εκροή της μεθοτρεξάτης από τα κύτταρα (Gaukroger JM and Wilson L, 1984). Η 7-ΟΗ-ΜΤΧ φθάνει σε ισοδύναμα με την μεθοτρεξάτη επίπεδα στο πλάσμα 10 ώρες μετά την χορήγηση μίας ώσης. Μετά από 24 ώρες, η σχέση της 7-ΟΗ-ΜΤΧ με την μεθοτρεξάτη ανέρχεται σε 1:1 έως 30:1.
Οι μέγιστες συγκεντρώσεις της 7-ΟΗ-ΜΤΧ προσεγγίζουν το 1/10 των επιπέδων της μεθοτρεξάτης, αλλά η 7-ΟΗ-ΜΤΧ κατανέμεται και αποβάλλεται βραδύτερα. Γι' αυτό και μετά από 8-12 ώρες, οι συγκεντρώσεις της 7-OH-MTX στην κυκλοφορία συχνά προσεγγίζουν τα επίπεδα της μεθοτρεξάτης και η AUC σχεδόν εξομοιώνεται με την της μεθοτρεξάτης.
Ο ρόλος της 7-ΟΗ-ΜΤΧ στην τοξικότητα ή την θεραπευτική αποτελεσματικότητα της μεθοτρεξάτης δεν είναι γνωστός. Η 7-ΟΗ-ΜΤΧ είναι λιγότερο διαλυτή από την μητρική ένωση. Έχει ανευρεθεί σε ποσοστό >50% στο ενδονεφρικό ίζημα πιθήκων με νεφρική ανεπάρκεια από την μεθοτρεξάτη (Jacobs SA et al, 1976). Η συνθετική 7-ΟΗ-ΜΤΧ έχει τοξική δράση στους νεφρούς και το ήπαρ αρουραίων, μετά από την χορήγηση μεγάλων δόσεων μεθοτρεξάτης (Sme-land E et al, 1996).
Το DAMPA σχηματίζεται πιθανώς στο γαστρεντερικό σωλήνα με την δράση των καρβοξυπεπτιδασών των βακτηριδίων. Αποτελεί το 25%, κατά μέσον όρο, του φαρμάκου του απεκκρινόμενου από τα ούρα 24-48 ώρες μετά την έγχυση της μεθοτρεξάτης.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ :
- Η παρατεταμένη έκθεση σε χαμηλές δόσεις μεθοτρεξάτης μπορεί να βελτιώσει την αποτελεσματικότητά της
- Η επιλογή ενός θεραπευτικού σχήματος με μεθοτρεξάτη που διαφέρει από την συνήθη κλινική πράξη απαιτεί στενή παρακολούθηση
- Η μεθοτρεξάτη μπορεί να χορηγηθεί ταυτόχρονα με πολλά φάρμακα που μεταβάλλουν τον μεταβολισμό της, με εξαίρεση την τριμεθοπρίμη, λόγω της τοξικότητάς της
- Η ηλικία, η κατάσταση του όγκου, η δραστηριότητα και η δίαιτα του ασθενούς και οι δράσεις των φαρμάκων μπορεί να επηρεάσουν την κάθαρση της μεθοτρεξάτης δρώντας στην σπειραματική διήθηση, την σωληναριακή ή χολική απέκκριση και την εντεροηπατική επαναρρόφησή της.
2.4.5 ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ- ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ
Η μεθοτρεξάτη, σε συγκεντρώσεις <1Χ10-8 Μ στο πλάσμα, δεν φαίνεται να έχει αντινεοπλασματικές δράσεις. Η διάρκεια της έκθεσης είναι πιθανώς εξίσου σημαντική, όσο και οι συγκεντρώσεις, της μεθοτρεξάτης στο πλάσμα.
Σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεγάλες δόσεις μεθοτρεξάτης, οι συγκεντρώσεις του φαρμάκου στο πλάσμα σχετίζονται με την τοξικότητά του. Επίπεδα μεθοτρεξάτης στο πλάσμα 10-5 Μ μετά από 24 ώρες, 10-6 Μ, μετά από 48 ώρες και 10-7 Μ, μετά από 72 ώρες, συνδέονται με αυξημένη τοξικότητα. Στις περιπτώσεις αυτές, η λευκοβορίνη πρέπει να χορηγείται σε μεγαλύτερες δόσεις και να συνεχίζεται στις δόσεις αυτές μέχρις ότου οι συγκεντρώσεις της μεθοτρεξάτης στο πλάσμα μειωθούν <5Χ10-8.
Τα επίπεδα της μεθοτρεξάτης στο πλάσμα αυξομειώνονται σημαντικά, τόσο μεταξύ διαφορετικών ατόμων, όσο και στο ίδιο το άτομο. Ακόμα, ποικίλλουν, δεν μπορούν να προβλεφθούν μετά από αύξηση της δόσης και δεν διαφέρουν μεταξύ ασθενών με ΝΡΑ ανταποκριθέντων και μη στη θεραπεία.
Σε ασθενείς με ΡΑ ή ΝΡΑ, τα μέσα θεραπευτικά επίπεδα της μεθοτρεξάτης στον ορό (μέση δόση 9 mg/m2) ανέρχονται σε 3.45Χ10-7 mol/l, αν και σε ασθενείς με ΡΑ τα επίπεδά της δεν σχετίζονται πάντα με την θεραπευτική ανταπόκριση.
Στα νεότερα παιδιά, η μεθοτρεξάτη έχει πιθανώς περισσότερο εκτεταμένο μεταβολισμό και πρέπει να χορηγείται σε μεγαλύτερες δόσεις απ΄ ό, τι στους ενήλικες για να έχει θεραπευτικό αποτέλεσμα (Albertioni F et al, 1995). Στα παιδιά, η μεθοτρεξάτη φαίνεται ότι παίζει σημαντικότερο ρόλο στις αντιρρευματικές δράσεις από την 7-ΟΗ-ΜΤΧ. Μερικά παιδιά με ΝΡΑ χρειάζονται μεγαλύτερες από τις καθιερωμένες για τον έλεγχο της αρθρίτιδας δόσεις per os χορηγούμενης μεθοτρεξάτης, πιθανώς λόγω επιπτώσεων της ηλικίας και του χρόνου χορήγησης στη βιοδιαθεσιμότητα της μεθοτρεξάτης.
Στα λευχαιμικά παιδιά, η υποτροπή της νόσου φαίνεται ότι σχετίζεται με τις συγκεντρώσεις σταθερής κατάστασης που επιτυγχάνονται στη διάρκεια της 24ωρης έγχυσης 1 g/m-2 μεθοτρεξάτης. Τα παιδιά με C55 >16 μΜ έχουν πολύ μικρότερο κίνδυνο συστηματικής υποτροπής και δεν εμφανίζουν υποτροπή από το ΚΝΣ (Evans WE et al, 1986).
Η μέτρηση των επιπέδων της μεθοτρεξάτης στον ορό δεν προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες. Σε ασθενείς με ΡΑ ή ΨΑ που θεραπεύονται με χαμηλές εβδομαδιαίες δόσεις μεθοτρεξάτης, τα επίπεδα της μεθοτρεξάτης στον ορό δεν αυξάνονται σημαντικά στη διάρκεια, συγκριτικά με την αρχική φάση, της θεραπείας. Ακόμα, δεν φαίνεται να σχετίζονται με την ολική αθροιστική δόση και την συχνότητα των επιπλοκών της μεθοτρεξάτης, την κλινική εικόνα και την μεταβολή των εργαστηριακών παραμέτρων.
Σε παιδιά με ΝΡΑ, η παρακολούθηση των επιπέδων της μεθοτρεξάτης σαν εξέταση ρουτίνας έχει περιορισμένη κλινική αξία, αν και άλλοι διαφωνούν (Wallace C et al, 1989).
2.4.6 ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Έχουν αναφερθεί σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεγάλες, ογκολογικές, δόσεις, αλλά και σε ασθενείς με ΡΑ θεραπευόμενους με μικρές δόσεις, μεθοτρεξάτης.
2.4.6.1 ΤΥΠΟΙ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΩΝ ΜΕΘΟΤΡΕΞΑΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΟΝ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΤΟΥΣ
- Άμεσες δράσεις
- Αλληλεπιδράσεις σχετιζόμενες με την απορρόφηση, τον μεταβολισμό και την απέκκριση της μεθοτρεξάτης
- Δράσεις στην πρωτεϊνική σύνδεση
- Αλληλεπιδράσεις σε κυτταρικό επίπεδο
- Αλληλεπιδράσεις με άλλους μηχανισμούς
2.4.6.1.1 ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗ, ΤΟΝ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΕΚΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΜΕΘΟΤΡΕΞΑΤΗΣ
2.4.6.1.1.1 ΦΑΡΜΑΚΑ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΘΟΤΡΕΞΑΤΗΣ
Τα per os χορηγούμενα δυσαπορρόφητα αντιβιοτικά (πολυμυξίνη Β, νυστατίνη, παρομομυκίνη, βανκομυκίνη, νεομυκίνη) μειώνουν την απορρόφηση της μεθοτρεξάτης από το ΓΕΣ κατά 30-50% (Shen DD and Azarnoff DL, 1978).
Η καναμυκίνη αυξάνει τις συγκεντρώσεις της μεθοτρεξάτης στο πλάσμα, πιθανώς λόγω μείωσης του μεταβολισμού της μεθοτρεξάτης από τα βακτηρίδια του εντέρου (Shen DD and Azarnoff DL, 1978).
2.4.6.1.1.2 ΦΑΡΜΑΚΑ ΠΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΖΟΝΤΑΙ ΤΗΝ ΝΕΦΡΙΚΗ ΑΠΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΜΕΘΟΤΡΕΞΑΤΗΣ
- Σισπλατίνη
- PABA
- Πενικιλλίνη
- Φαινυλοβουταζόνη
- Προβενεσίδη
- Σαλικυλικά
- Σουλφοναμίδες
Τα σαλικυλικά, η πενικιλλίνη, η φαινυλοβουταζόνη και οι σουλφοναμίδες, ως οργανικά οξέα, μπορoύν να αναστείλουν ανταγωνιστικά την νεφρική σωληναριακή απέκκριση της μεθοτρεξάτης η οποία συντελείται, σε μεγάλο βαθμό, μέσω της οδού οργανικών οξέων.
Το παρα-αμινοϊππουρικό οξύ αναστέλλει την σωληναριακή απέκκριση και μειώνει την κάθαρση της μεθοτρεξάτης κατά 43-61% (Liegler DG et al, 1969).
Η προβενεσίδη αναστέλλει την σωληναριακή απέκκριση της μεθοτρεξάτης (Liegler DG et al, 1969; Evans WE and Christensen ML, 1985) και την νεφρική και χολική απέκκριση των οργανικών οξέων. Στους καρκινοπαθείς αυξάνει τις συγκεντρώσεις της μεθοτρεξάτης στο πλάσμα κατά 2-3 φορές και την AUC, > 25% (Lilly MB et al, 1985).
Οι αμινογλυκοσίδες, η αμφοτερικίνη Β και η σισπλατίνη μπορεί να μειώσουν άμεσα την νεφρική αποβολή της μεθοτρεξάτης (Evans WE and Christensen ML, 1985).
2.4.6.1.1.3 ΜΗ ΣΤΕΡΟΕΙΔΗ ΑΝΤΙΦΛΕΓΜΟΝΩΔΗ ΦΑΡΜΑΚΑ
Τα ΜΣΑΦ μπορεί να αλληλεπιδράσουν με την μεθοτρεξάτη. Οι αλληλεπιδράσεις αυτές έχουν αναφερθεί κυρίως σε ογκολογικούς ασθενείς θεραπευόμενους με μεγάλες δόσεις, αλλά και σε ασθενείς με ΡΑ και άλλα νοσήματα θεραπευόμενους με μικρές δόσεις, μεθοτρεξάτης. Συνήθως δεν έχουν κλινική σημασία, ενίοτε όμως είναι σοβαρές, ακόμα και απειλητικές για την ζωή, ή θανατηφόρες.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗΣ ΜΣΑΦ ΜΕ ΤΗΝ ΜΕΘΟΤΡΕΞΑΤΗ
Ελάττωση σπειραματικής διήθησης : Η μεθοτρεξάτη αποβάλλεται κυρίως με νεφρική κάθαρση, γι' αυτό και ελάττωση της σπειραματικής διήθησης με οποιοδήποτε μηχανισμό μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της νεφρικής κάθαρσης του φαρμάκου.
Τα ΜΣΑΦ δρουν ανάστροφα στη νεφρική λειτουργία πιθανώς μόνον όταν έχουν ενεργοποιηθεί οι νεφρικές προσταγλανδίνες. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, οι προσταγλανδίνες παίζουν μικρό ρόλο στη διατήρηση της σπειραματικής διήθησης. Εάν υπάρχει προνεφρική μείωση του όγκου, η σύνθεση των προσταγλανδινών διεγείρεται για να διατηρήσει την σπειραματική διήθηση. Εάν δεν υπάρχουν καταστάσεις που προδιαθέτουν σε ενεργοποίηση των νεφρικών προσταγλανδινών, τα ΜΣΑΦ δεν προκαλούν έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας.
H μεθοτρεξάτη, σε χαμηλές δόσεις, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με ασπιρίνη, εξασθενεί την σπειραματική διήθηση και την σωληναριακή απέκκριση (Seideman P and Muller-Suur R, 1993; Seideman P et al,1993), αν και άλλοι δεν συμφωνούν (Ahern M et al, 1988). Σε ογκολογικούς ασθενείς, σε δόσεις 1 mg/kg, μειώνει την κάθαρση της ινουλίνης κατά 15-20% (Condit P et al, 1969) και, σε ασθενείς με ΡΑ, την κάθαρση της κρεατινίνης και την νεφρική κάθαρση.
Σε ασθενείς με ΡΑ που παίρνουν μεθοτρεξάτη η νεφρική λειτουργία μπορεί να ευαισθητοποιηθεί περισσότερο στις δράσεις των ΜΣΑΦ, με αποτέλεσμα μείωση της κάθαρσης της μεθοτρεξάτης από τα ΜΣΑΦ. Αυξημένη ευαισθησία στα ΜΣΑΦ έχουν και οι ασθενείς με υποκλινική νεφρίτιδα και ΣΕΛ, πιθανώς λόγω εξασθένησης της εξαρτώμενης από τις προσταγλανδίνες σπειραματικής διήθησης.
Παρεκτόπιση μεθοτρεξάτης από τις πρωτεΐνες του πλάσματος (Ng HWK et al, 1987) : Η δράση αυτή θα είχε σαν αποτέλεσμα αύξηση του ελεύθερου τμήματος στο πλάσμα, και επομένως της νεφρικής κάθαρσης, της μεθοτρεξάτης. Επειδή όμως είναι αντίθετη με το παρατηρούμενο αποτέλεσμα, οι μεταβολές της πρωτεϊνικής σύνδεσης της μεθοτρεξάτης δεν φαίνεται να συμβάλλουν σημαντικά στη μειωμένη νεφρική κάθαρση του φαρμάκου. Ακόμα, επειδή η μεθοτρεξάτη συνδέεται με τις πρωτεΐνες του ορού μόνο κατά 50%, η παρεκτόπισή της από τις πρωτεΐνες από τα ΜΣΑΦ πιθανώς δεν συνοδεύεται από αλληλεπιδράσεις (Taylor JR and Halprin KM, 1977).
Αντίθετα, η 7-ΟΗ-ΜΤΧ έχει πολύ μικρότερο όγκο κατανομής από την μεθοτρεξάτη, συνδέεται κατά 91-93% με τις πρωτεΐνες, είναι κυτταροτοξική, in vitro, και νεφροτοξική σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεθοτρεξάτη (Jacobs SA et al, 1976). Η ινδομεθακίνη και η ναπροξένη αυξάνουν το ελεύθερο τμήμα της 7-ΟΗ-ΜΤΧ, in vitro και in vivo. Η δράση αυτή δείχνει ότι οι αλληλεπιδράσεις της μεθοτρεξάτης με ΜΣΑΦ ή άλλα φάρμακα μπορεί, τουλάχιστον εν μέρει, να οφείλεται σε παρεκτόπιση της 7-ΟΗ-ΜΤΧ από τα σημεία σύνδεσής της στον ορό και τους ιστούς.
Αναστολή σωληναριακής απέκκρισης μεθοτρεξάτης (Ng HWK et al, 1987) : Η μεθοτρεξάτη, όπως και τα ΜΣΑΦ, απεκκρίνονται ενεργά από τα νεφρικά σωληνάρια μέσω της αντλίας οργανικών οξέων. Τα ΜΣΑΦ, σαν οργανικά οξέα, παρεμποδίζουν την σωληναριακή απέκκριση της μεθοτρεξάτης, τόσο στα ζώα (Chen TS et al, 1983; Nierenberg DW, 1983), όσο και στον άνθρωπο (Liegler DG et al, 1969). Η ανταγωνιστική αυτή δράση μπορεί να συμβάλλει στην τοξικότητα της μεθοτρεξάτης.
Η ανταγωνιστική αναστολή της σωληναριακής απέκκρισης της μεθοτρεξάτης από τα ΜΣΑΦ στην αντλία οργανικών οξέων στα νεφρικά σωληνάρια μπορεί να ερμηνεύσει την μείωση της νεφρικής κάθαρσης και της κρεατινίνης σε ασθενείς με ΡΑ θεραπευόμενους με 16.6 mg μεθοτρεξάτης εβδομαδιαίως (Kremer JM and Hamilton RA, 1995). ΜΣΑΦ που μπορεί να μειώσουν σημαντικά την νεφρική κάθαρση της μεθοτρεξάτης είναι τα σαλικυλικά, η ιμπουπροφαίνη, η ναπροξένη και η ινδομεθακίνη (Tracy TS et al,1992; Kremer JM and Ha-milton RA, 1995).
2.4.6.1.2 ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΕΪΝΙΚΗ ΣΥΝΔΕΣΗ
Φάρμακα συνδεόμενα έντονα με τις πρωτεΐνες του πλάσματος (>90%), μπορεί να παρεκτοπίσουν την μεθοτρεξάτη από τις πρωτεΐνες, αυξάνοντας την ποσότητα της ελεύθερης στο πλάσμα και τους ιστούς μεθοτρεξάτης.
Η μεθοτρεξάτη, σε χαμηλές δόσεις, συνδέεται μόνο κατά 50-60% με τις πρωτεΐνες του πλάσματος, γι' αυτό και μικρή, παροδική αύξηση της ελεύθερης μεθοτρεξάτης λόγω παρεκτόπισής της από την λευκωματίνη συνήθως έχει μικρή κλινική σημασία.
Αντίθετα, η 7-ΟΗ-ΜΤΧ συνδέεται κατά 91-93% με τις λευκωματίνες, γι' αυτό και η παρεκτόπισή της από τις πρωτεΐνες, εάν είναι σημαντική, μπορεί να μεταβάλλει τις φαρμακοκινητικές της ιδιότητες. Π. χ. μείωση της πρωτεϊνικής σύνδεσης κατά 19% μπορεί να τριπλασιάσει το ελεύθερο τμήμα της. Πάντως, η επιπρόσθετη αναστολή της διϋδροφολικής αναγωγάσης που προκύπτει από το παρεκτοπισμένο από τις πρωτεΐνες ελεύθερο τμήμα της υδροξυμεθοτρεξάτης είναι μικρή, δεδομένου ότι :
- Αν και η AUC της 7-ΟΗ-ΜΤΧ προσεγγίζει την της μεθοτρεξάτης, οι ελεύθερες συγκεντρώσεις της 7-ΟΗ-ΜΤΧ, ακόμα και αν τριπλασιασθούν, φθάνουν μόνο τα 10-8 Μ, δηλ. σε ύψος παρόμοιο με εκείνο των κυκλοφορούντων φολικών και δεν επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα ή την τοξικότητα.
- Η 7-ΟΗ-ΜΤΧ αναστέλλει την διϋδροφολική αναγωγάση 200 φορές λιγότερο από την μητρική ένωση (Farquhar D et al, 1972), αναστέλλει άμεσα την τρανσφορμυλάση του AICAR περισσότερο από την μεθοτρεξάτη και υφίσταται πολυγλουταμινοποίηση 2.7 φορές ταχύτερα απ' αυτήν (Baggott JE et al, 1994).
2.4.6.1.3 ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΕ ΚΥΤΤΑΡΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (ΒΛ. ΠΙΝΑΚΑ)
2.4.6.2 ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Ασιτρετίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η ασιτρετίνη μπορεί να αυξήσει την ηπατοτοξικότητα της μεθοτρεξάτης.
Συστάσεις :
- Η ταυτόχρονη χρήση της ασιτρετίνης με μεθοτρεξάτη δεν συνιστάται.
- Εάν ο συνδυασμός αυτός είναι απαραίτητος, οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται για κλινικές και εργαστηριακές ενδείξεις ηπατοτοξικότητας.
Αζαθειοπρίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η μεθοτρεξάτη μπορεί να αυξήσει την βιοδιαθεσιμότητα της per os χορηγούμενης θειοπουρίνης και επομένως τις αναμενόμενες φαρμακολογικές της δράσεις.
Μηχανισμός : Η αζαθειοπρίνη μπορεί να προκαλέσει αναγωγή του ηπατικού μεταβολισμού «πρώτης διόδου» της μεθοτρεξάτης, δευτεροπαθώς σε αναστολή της ξανθινοξειδάσης.
Συστάσεις : Εάν η αζαθειοπρίνη συγχορηγείται με μεθοτρεξάτη και υπάρχουν ενδείξεις αλληλεπίδρασης μεταξύ των 2 αυτών φαρμάκων, η θειοπουρίνη μπορεί να χρειασθεί να χορηγηθεί σε μικρότερη δόση.
Αλδεσλευκίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η ταυτόχρονη χορήγηση αλδεσλευκίνης με ηπατοτοξικά φάρμακα (όπως π.χ. η μεθοτρεξάτη) μπορεί να αυξήσει την ηπατοτοξικότητα.
Συστάσεις : Ο συνδυασμός της μεθοτρεξάτης με αλδεσλευκίνη είναι προτιμότερο να αποφεύγεται.
Αλλοπουρινόλη
Αλληλεπιδράσεις : Η αλλοπουρινόλη αναστρέφει μερικά τις δράσεις της μεθοτρεξάτης, in vitro (Grindey G and Moran R, 1975).
Μηχανισμός : Η αλληλεπίδραση αυτή είναι αποτέλεσμα ενδοκυττάριας άθροισης πουρινών λόγω αναστολής της ξανθινοξειδάσης από την αλλοπουρινόλη, η οποία προάγει την οδό των πουρινών για να διατηρηθεί η ενδοκυττάρια σύνθεση του DNA (Wilke MS and MacKenzie AH, 1986).
Αμινογλυκοσίδες
Αλληλεπιδράσεις : Οι αμινογλυκοσίδες, χορηγούμενες per os σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεθοτρεξάτη per os, μπορεί να μειώσουν την γαστρεντερική απορρόφηση, και επομένως τις φαρμακολογικές δράσεις, της μεθοτρεξάτης. Η παρομομυκίνη (όπως και άλλα αντιβιοτικά, π.χ. η πολυμυξίνη Β, η νυστατίνη και η βανκομυκίνη) μειώνει την απορρόφηση της μεθοτρεξάτης κατά μέσον όρο από 69%, σε 44%.
Συστάσεις :
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με αμινογλυκοσίδες ταυτόχρονα με μεθοτρεξάτη πρέπει να παρακολουθούνται γιατί μπορεί να εμφανίσουν μειωμένη ανταπόκριση στη μεθοτρεξάτη.
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με μίαν αμινογλυκοσίδη per os, η μεθοτρεξάτη μπορεί να χορηγηθεί παρεντερικά για να αποφευχθεί η αλληλεπίδραση αυτή.
Αμινοκινολίνες
Αλληλεπιδράσεις :
- Ο αμινοκινολίνες μπορεί να μειώσουν τις αντιρρευματικές δράσεις της μεθοτρεξάτης.
- Η χλωροκίνη μπορεί να μειώσει την βιοδιαθεσιμότητα της μεθοτρεξάτης.
Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής είναι άγνωστος.
Συστάσεις : Η ανταπόκριση στη μεθοτρεξάτη πρέπει να παρακολουθείται σε ασθενείς θεραπευόμενους ταυτόχρονα με αμινοκινολίνες. Εάν υπάρχουν ενδείξεις αλληλεπίδρασης, μπορεί να απαιτηθεί αύξηση της δόσης της μεθοτρεξάτης.
Αμιοδαρόνη
Αλληλεπιδράσεις : Οι ψωριασικοί ασθενείς που θεραπεύονται με μεθοτρεξάτη μπορεί να εμφανίσουν δερματικές διαβρώσεις εάν παίρνουν ταυτόχρονα αμιοδαρόνη.
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που παίρνουν μεθοτρεξάτη πρέπει να παρακολουθούνται μήπως εμφανίσουν τοξικές εκδηλώσεις όταν στη θεραπεία προστεθεί αμιοδαρόνη.
Ανθρακας
Αλληλεπιδράσεις : Ο άνθρακας μπορεί να μειώσει την γαστρεντερική απορρόφηση της μεθοτρεξάτης και να την παρεκτοπίσει από την συστηματική κυκλοφορία. Η αλληλεπίδραση αυτή αναστέλλει την αναμενόμενη θεραπευτική αποτελεσματικότητα, αλλά και περιορίζει τις δυνητικές επιπλοκές, της μεθοτρεξάτης.
Συστάσεις : Εάν ο άνθρακας χορηγείται για την αντιμετώπιση του μετεωρισμού ή της διάρροιας, μπορεί να αντικατασταθεί από έναν άλλο παράγοντα. Σαν αντίδοτο, μπορούν να χορηγηθούν 300 gr ενεργού άνθρακα το ταχύτερο δυνατόν μετά την λήψη του φαρμάκου.
Βινκριστίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η βινκριστίνη μπορεί δευτεροπαθώς να παρατείνει τις συγκεντρώσεις της μεθοτρεξάτης στον ορό λόγω γαστρεντερικής απόφραξης (Evans WE et al, 1981)
Μηχανισμός : Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να οφείλεται σε βραδεία εντεροηπατική εναλλαγή της μεθοτρεξάτης σε ασθενείς με μειωμένο γαστρεντερικό χρόνο μεταφοράς.
Βισμούθιο
Αλληλεπιδράσεις: Το υποσαλικυλικό βισμούθιο και άλλα σαλικυλικά μπορεί να παρεκτοπίσουν την μεθοτρεξάτη από τα σημεία σύνδεσής της με τις πρωτεΐνες και να αναστείλουν την νεφρική της απέκκριση. Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να αυξήσει σημαντικά τις θεραπευτικές και τοξικές δράσεις (καταστολή μυελού, ηπατοτοξικότητα), της μεθοτρεξάτης.
Συστάσεις :
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με μεθοτρεξάτη πρέπει να αποφεύγουν προϊόντα που περιέχουν σαλικυλικά.
- Εάν ο συνδυασμός αυτός είναι αναπόφευκτος, πρέπει να παρακολουθούνται τα επίπεδα της μεθοτρεξάτης στο πλάσμα και να τροποποιείται κατάλληλα η δόση της
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό, μπορεί να χρειασθούν μικρότερη δόση μεθοτρεξάτης ή μεγαλύτερη λευκοβορίνης.
Δακτυλίτιδα
Αλληλεπιδράσεις : Οι φαρμακολογικές δράσεις της per os χορηγούμενης δακτυλίτιδας μπορεί να μειωθούν σε ασθενείς θεραπευόμενους με αντινεοπλασματικούς παράγοντες. Ο αντινεοπλασματικός παράγοντας μπορεί να προκαλέσει μεταβολές του εντερικού βλεννογόνου και, επομένως, να μειώσει την γαστρεντερική απορρόφηση του φαρμάκου. Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να συνεχισθεί αρκετές ημέρες μετά την διακοπή του αντινεοπλασματικού παράγοντα. Η διγιτοξίνη είναι λιγότερο πιθανό να αλληλεπιδράσει με τα κυτταροτοξικά φάρμακα από την διγοξίνη.
Συστάσεις :
- Η δακτυλίτιδα μπορεί να χρειασθεί να χορηγηθεί σε μεγαλύτερη δόση εάν συγχορηγείται με έναν αντινεοπλασματικό παράγοντα.
- Τα επίπεδα της δακτυλίτιδας στον ορό πρέπει να παρακολουθούνται και να τροποποιείται ανάλογα η δόση της όταν ένας αντινεοπλασματικός παράγοντας προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται.
Διττανθρακικό νάτριο
Αλληλεπιδράσεις : Η αλκαλοποίηση των ούρων με διττανθρακικό νάτριο μπορεί να αυξήσει την νεφρική αποβολή, και επομένως να μειώσει τις αναμενόμενες φαρμακολογικές δράσεις, της μεθοτρεξάτης.
Συστάσεις : Ιδιαίτερες προφυλάξεις δεν χρειάζονται.
Ετρετινάτη
Αλληλεπιδράσεις : Η ετρετινάτη μπορεί να αυξήσει τις φαρμακολογικές και τοξικές δράσεις της μεθοτρεξάτης. Σε ασθενείς θεραπευόμενους ταυτόχρονα με τα 2 αυτά φάρμακα έχει αναφερθεί σοβαρή ηπατίτιδα.
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος.
Συστάσεις :
- Εάν ο συνδυασμός αυτός είναι αναγκαίος, η μεθοτρεξάτη μπορεί να χρειασθεί να χορηγηθεί σε μικρότερη δόση.
- Εάν υπάρχουν ενδείξεις της αλληλεπίδρασης αυτής, τα επίπεδα της μεθοτρεξάτης στο πλάσμα πρέπει να παρακολουθούνται και η δόση της να τροποποιείται ανάλογα όταν η ετρετινάτη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται.
Θειαζίδες
Αλληλεπιδράσεις : Η ταυτόχρονη χορήγηση ενός θειαζιδικού διουρητικού μπορεί να παρατείνει την λευκοπενία την προκαλούμενη από την μεθοτρεξάτη και να αυξήσει τα επίπεδά της στο πλάσμα.
Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής είναι άγνωστος, αλλά μπορεί να οφείλεται σε αναστολή της νεφρικής απέκκρισης της μεθοτρεξάτης
Συστάσεις :
- Τα θειαζιδικά διουρητικά πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή ή να αποφεύγονται σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεθοτρεξάτη.
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με ένα θειαζιδικό διουρητικό ταυτόχρονα με μεθοτρεξάτη πρέπει να παρακολουθούνται τακτικά γιατί μπορεί να εμφανίσουν καταστολή του μυελού και να τροποποιείται ανάλογα η δόση της μεθοτρεξάτης όταν το θειαζιδικό διουρητικό προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται.
Ινσουλίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η ινσουλίνη αυξάνει την κυτταροτοξικότητα της μεθοτρεξάτης (Alabaster O et al, 1981).
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος.
Κορτικοειδή
- Η υδροκορτιζόνη μειώνει την αντι-ογκογόνο δράση της μεθοτρεξάτης, σε ποντικούς, in vivo (Zager RF et al, 1973).
- Η πρεδνιζόνη, σε δόση 2.5 mg/24ωρο, μειώνει τις ενδαρθρικές συγκεντρώσεις της μεθοτρεξάτης σε σκύλους με αρθρίτιδα από ανοσοενισχυτικό, περισσότερο από τα σαλικυλικά (Stewart CF et al, 1987).
- Η υδροκορτιζόνη, η πρεδνιζόνη και η μεθυλπρεδνιζολόνη αναστέλλουν την κατακράτηση της μεθοτρεξάτης από καλλιεργημένα murine και ανθρώπινα λευχαιμικά κύτταρα (Zager RF et al, 1973; Bender RA et al, 1975; Bruckner HW et al, 1975). Η κλινική σημασία της αλληλεπίδρασης αυτής είναι άγνωστη.
Κυκλοσπορίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η συγχορήγηση της μεθοτρεξάτης με κυκλοσπορίνη σε ασθενείς με ψωρίαση μπορεί να αυξήσει την τοξικότητα και των 2 αυτών φαρμάκων.
Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής είναι άγνωστος. Η μεθοτρεξάτη μπορεί να αναστείλει την κάθαρση της κυκλοσπορίνης και η κυκλοσπορίνη, την αποβολή της μεθοτρεξάτης.
Συστάσεις :
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό κυκλοσπορίνης με μεθοτρεξάτη πρέπει να παρακολουθούνται για εκδηλώσεις τοξικότητας και από τα 2 αυτά φάρμακα.
- Οι συγκεντρώσεις και των 2 φαρμάκων στον ορό πρέπει να παρακολουθούνται και η δόση του ενός ή και των 2 μπορεί να χρειασθεί να τροποποιηθεί.
Λευκοβορίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η λευκοβορίνη αναστρέφει τις κυτταροτοξικές δράσεις της μεθοτρεξάτης, τουλάχιστον εν μέρει, παρέχοντας εξωγενή πηγή αναχθέντων φολικών.
Μηχανισμός : Η παρεκτόπιση της μεθοτρεξάτης από την DHFR από την λευκοβορίνη μπορεί να συμβάλλει στην αναστροφή των δράσεων της μεθοτρεξάτης.
Συστάσεις : Οι ασθενείς με σταθερά υψηλά επίπεδα μεθοτρεξάτης (>10 μΜ) μπορεί να χρειάζονται λευκοβορίνη σε μεγάλες δόσεις, λόγω ανταγωνισμού μεταξύ μεθοτρεξάτης και φυλλινικού οξέος στην ενεργό μεμβρανική μεταφορά (Pinedo HM et al, 1976).
Λεφλουνομίδη
Αλληλεπιδράσεις : Η συγχορήγηση της μεθοτρεξάτης με λεφλουνομίδη μπορεί να αυξήσει τα ηπατικά ένζυμα κατά 2-3 φορές. Η ηπατοτοξικότητα υποχωρεί μετά την διακοπή και των 2 φαρμάκων ή μόνο της λεφλουνομίδης.
Μηχανισμός : Δεν είναι γνωστός.
Συστάσεις : Ο συνδυασμός μεθοτρεξάτης με λεφλουνομίδη ίναι προτιμότερο να αποφεύγεται.
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα
α) Ετοδολάκη : Μπορεί να μειώσει τις μέγιστες συγκεντρώσεις και να αυξήσει τον μέσο χρόνο παραμονής της μεθοτρεξάτης (Anaya JM et al, 1994).
β) Ιμπουπροφαίνη : Μπορεί να μειώσει την συστηματική και την νεφρική κάθαρση της μεθοτρεξάτης (Tracy TS et al, 1992). Κατ' άλλους, δεν αλληλεπιδρά σημαντικά με μικρές δόσεις μεθοτρεξάτης (Skeith KJ et al, 1990; Iqbal MP et al, 1998) και δεν παρεκτοπίζει την μεθοτρεξάτη από τις πρωτεΐνες (Tracy TS et al, 1992).
γ) Ινδομεθακίνη :
- Παρατείνει τον μέσο t(1/2) αποβολής και αυξάνει την AUC της μεθοτρεξάτης (Dupuis L et al, 1990)
- Μειώνει την νεφρική κάθαρση της μεθοτρεξάτης (Taylor JR and Halprin KM, 1977)
- Αυξάνει το ελεύθερο τμήμα της 7-ΟΗ-ΜΤΧ στον ανθρώπινο ορό κατά 100%, in vitro
- Επαυξάνει την φονικότητα της μεθοτρεξάτης στα κύτταρα, in vitro
- Αυξάνει την τοξικότητα της μεθοτρεξάτης, σε κουνέλια (Najjar TA et al, 1992)
Κατ' άλλους :
- Δεν αλληλεπιδρά σημαντικά με μικρές δόσεις μεθοτρεξάτης (Ahern M et al, 1988; Iqbal MP et al, 1998)
- Δεν επηρεάζει την σύνδεση της μεθοτρεξάτης με τις πρωτεΐνες (Taylor JR and Halprin KM, 1977; Raveendran R et al, 1992).
δ) Κετοπροφαίνη :
- Μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα της μεθοτρεξάτης στον ορό, οδηγώντας σε οξεία νεφρική ανεπάρκεια, μυελική απλασία και σοβαρή στοματίτιδα, με θανατηφόρα κατάληξη (Thyss A et al, 1986)
- Μπορεί να προκαλέσει δοσοεξαρτώμενη αύξηση της ουρίας και της κρεατινίνης του αίματος και μείωση της ολικής και νεφρικής κάθαρσης και του τμήματος της μεθοτρεξάτης του αποβαλλόμενου από τα ούρα και της πρωτεϊνικής σύνδεσης της μεθοτρεξάτης, σε κουνέλια (Perrin A et al, 1990).
Κατ' άλλους, δεν επηρεάζει την διάθεση της μεθοτρεξάτης (Tracy TS et al, 1994).
ε) Ναπροξένη :
- Μπορεί να παρατείνει τον μέσο t(1/2) της αποβολής και να αυξήσει την AUC της μεθοτρεξάτης (Dupuis L et al, 1990)
- Σε παιδιά με χρόνια αρθρίτιδα μπορεί να μεταβάλλει την κινητική της μεθοτρεξάτης, κατά 30% και η μεθοτρεξάτη, την κινητική της ναπροξένης (Wallace C et al, 1993).
- Μπορεί να μειώσει την συστηματική κάθαρση (Tracy TS et al, 1992) και την πρωτεϊνική σύνδεση (Claudepierre P et al, 1994) της μεθοτρεξάτης
- Μπορεί να προκαλέσει αύξηση του ελεύθερου τμήματος της 7-ΟΗ-ΜΤΧ (1 μmol/l)≥100%, με ολικές συγκεντρώσεις ναπροξένης 200-400 μmol/l σε ανθρώπινο ορό, in vitro, και αύξηση της ελεύθερης 7-ΟΗ-ΜΤΧ στον ορό κατά 2-3 φορές, in vivo (Slordal L et al, 1988).
Κατ' άλλους :
- Δεν επηρεάζει την διάθεση της μεθοτρεξάτης (Iqbal MP et al, 1998)
- Δεν παρεκτοπίζει την μεθοτρεξάτη από τις πρωτεΐνες (Tracy TS et al, 1992)
στ) Σαλικυλικά :
- Παρεκτοπίζουν την μεθοτρεξάτη από τα σημεία σύνδεσής της με τις πρωτεΐνες, τόσο in vivo (Tracy TS et al, 1992), όσο και in vitro (Taylor JR and Halprin KM, 1977). Η in vivo παρεκτόπιση της μεθοτρεξάτης από τις πρωτεΐνες του πλάσματος μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της συστηματικής και νεφρικής κάθαρσης και αύξηση του ελεύθερου τμήματος της μεθοτρεξάτης
- Αυξάνουν την έκθεση στην 7-OH-MTX (Furst DE et al, 1990)
- Μπορεί να παρατείνουν τον μέσο t(1/2) αποβολής και να αυξήσουν την AUC της μεθοτρεξάτης (Dupuis L et al, 1990)
Κατ' άλλους, η ασπιρίνη :
- Δεν αλληλεπιδρά σημαντικά με την μεθοτρεξάτη (Iqbal MP et al, 1998)
- Δεν είναι περισσότερο τοξική από άλλα ΜΣΑΦ σε ασθενείς με ΡΑ θεραπευόμενους με μεθοτρεξάτη (Rooney TW et al, 1993)
- Δεν επηρεάζει την συστηματική κάθαρση της μεθοτρεξάτης (Furst DE et al, 1990)
ζ) Σουλινδάκη : Μπορεί να μειώσει την ολική κάθαρση της μεθοτρεξάτης και να αυξήσει την παραγωγή 7-OH-MTX (Furst DE et al, 1990). Κατ' άλλους, δεν επηρεάζει την συστηματική κάθαρση της μεθοτρεξάτης (Ahern M et al, 1988).
η) Τολμετίνη : Μπορεί να παρατείνει τον μέσο t(1/2) της αποβολής και να αυξήσει την AUC της μεθοτρεξάτης (Dupuis L et al, 1990).
θ) Φλουρμπιπροφαίνη : Μπορεί να μειώσει την συστηματική κάθαρση της μεθοτρεξάτης (Tracy TS et al, 1994).
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ :
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με ΜΣΑΦ, η δόση της μεθοτρεξάτης πρέπει να καθορίζεται με προσοχή και να αυξάνεται κάτω από στενή παρακολούθηση για ενδεχόμενες εκδηλώσεις τοξικότητας
- Η νεφρική λειτουργία πρέπει να παρακολουθείται τακτικά μετά από την προσθήκη οποιουδήποτε φαρμάκου που αναστέλλει την νεφρική απέκκριση της μεθοτρεξάτης, όπως π.χ. τα ΜΣΑΦ, η κυκλοσπορίνη και η προβενεσίδη.
- Όλα τα ΜΣΑΦ μπορεί σπάνια να προκαλέσουν σοβαρή τοξικότητα από την μεθοτρεξάτη. Όταν η δόση του ΜΣΑΦ αυξάνεται ή επιπροστίθενται και άλλα ΜΣΑΦ στην αγωγή, η δόση της μεθοτρεξάτης πρέπει να μειώνεται
- Οι σοβαρότερες αλληλεπιδράσεις της μεθοτρεξάτης είναι με την ασπιρίνη. Γι' αυτό και οι ασθενείς που παίρνουν μεθοτρεξάτη είναι προτιμότερο να αποφεύγουν την ασπιρίνη (ή την ιμπουπροφαίνη) 2 ημέρες πριν και 1 ημέρα μετά από την λήψη της μεθοτρεξάτης
- Τα ΜΣΑΦ μπορούν να διακόπτονται ή να χορηγούνται σε μικρότερη δόση την ημέρα που χορηγείται η μεθοτρεξάτη ή σε διαστήματα ανάλογα με τον t(1/2) της κάθαρσής τους.
Ξανθίνη
Αλληλεπιδράσεις : Οι ασθενείς που παίρνουν σκευάσματα θεοφυλλίνης μπορεί να εμφανίσουν αύξηση των συγκεντρώσεων της θεοφυλλίνης στον ορό εάν θεραπεύονται ταυτόχρονα με εβδομαδιαίες ενδομυϊκές ενέσεις μεθοτρεξάτης. Η αλληλεπίδραση αυτή είναι εντονότερη σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεγάλες δόσεις μεθοτρεξάτης.
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που θεραπεύονται με σκευάσματα θεοφυλλίνης πρέπει να παρακολουθούνται μήπως εμφανίσουν αύξηση των συγκεντρώσεων της θεοφυλλίνης όταν αρχίζουν θεραπεία με μεθοτρεξάτη.
Οινόπνευμα
Αλληλεπιδράσεις : Ο κίνδυνος ηπατικής βλάβης από την μεθοτρεξάτη αυξάνεται σε χρήστες οινοπνευματωδών ποτών ή αλκοολικούς.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που θεραπεύονται μακροχρόνια με μεθοτρεξάτη πρέπει να αποφεύγουν την χρήση οινοπνευματωδών ποτών.
Ομεπραζόλη
Αλληλεπιδράσεις : Η ομεπραζόλη μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις στον ορό και την τοξικότητα της μεθοτρεξάτης.
Μηχανισμός : Η ομεπραζόλη μπορεί να μειώσει την νεφρική κάθαρση της μεθοτρεξάτης.
Συστάσεις :
- Η ομεπραζόλη συνιστάται να διακόπτεται αρκετές ημέρες πριν από την χορήγηση της μεθοτρεξάτης. Στη θέση της μπορεί να χορηγηθεί ένας Η2-αναστολέας, όπως η σιμετιδίνη.
- Εάν ο συνδυασμός αυτός είναι αναπόφευκτος, οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται για αυξημένη δράση της μεθοτρεξάτης.
Πενικιλλίνες (αμοξυκιλλίνη, πιπερακιλλίνη)
Αλληλεπιδράσεις : Οι πενικιλλίνες, σε μεγάλες δόσεις, μπορεί να παρέμβουν στην ενεργό σωληναριακή απέκκριση, αυξάνοντας επομένως τις συγκεντρώσεις στον ορό και την τοξικότητα, της μεθοτρεξάτης
Συστάσεις :
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με μεθοτρεξάτη ταυτόχρονα με πενικιλλινούχα σκευάσματα πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικότερα για ενδείξεις αυξημένης δράσης ή τοξικότητας της μεθοτρεξάτης και να παρακολουθούνται οι συγκεντρώσεις της μεθοτρεξάτης, εάν οι πενικιλλίνες χορηγούνται σε μεγάλες δόσεις. Η δόση και η διάρκεια της θεραπείας διαφυγής με λευκοβορίνη μπορεί να χρειασθεί να αυξηθούν.
- Η αμοξυκιλλίνη συνιστάται να χορηγείται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη χρονική απόσταση από την μεθοτρεξάτη. Εάν χρειάζεται θεραπεία με ευρέος φάσματος αντιβιοτικά, μπορεί να χορηγηθεί κεφταζιδίμη, η οποία είναι λιγότερο πιθανό να αλληλεπιδράσει με την μεθοτρεξάτη.
Πολυπεπτίδια
Αλληλεπιδράσεις : Τα δυσαπορρόφητα per os χορηγούμενα αντιβιοτικά μπορεί να μειώσουν την απορρόφηση της per os χορηγούμενης μεθοτρεξάτης κατά 30-50%. Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να παρατηρηθεί και με την παρεντερικά χορηγούμενη μεθοτρεξάτη.
Μηχανισμός : Ο μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής δεν έχει προσδιορισθεί.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που θεραπεύονται με μεθοτρεξάτη per os ή παρεντερικά πρέπει να αποφεύγουν τα δυσαπορρόφητα αντιβιοτικά.
Προβενεσίδη
Αλληλεπιδράσεις : Η προβενεσίδη μπορεί να αναστείλει την νεφρική απέκκριση της μεθοτρεξάτης. Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα στο πλάσμα και, επομένως, τις αναμενόμενες φαρμακολογικές και τοξικές δράσεις, της μεθοτρεξάτης.
Συστάσεις :
- Η προβενεσίδη πρέπει να αποφεύγεται σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεθοτρεξάτη.
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό των φαρμάκων μπορεί να χρειασθούν μικρότερη δόση μεθοτρεξάτης ή μεγαλύτερης διάρκειας θεραπεία με λευκοβορίνη για να αποφευχθούν οι επιπλοκές
- Τα επίπεδα της μεθοτρεξάτης στον ορό πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή και η δόση της να τροποποιείται ανάλογα όταν η προβενεσίδη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται.
Προκαρβαζίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η προκαρβαζίνη μπορεί να αυξήσει την δυνητικότητα και την βαρύτητα της νεφροτοξικής δράσης της μεθοτρεξάτης.
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος.
Συστάσεις : Σε ασθενείς θεραπευόμενους με προκαρβαζίνη η μεθοτρεξάτη πρέπει να χορηγείται τουλάχιστον 72 ώρες μετά την διακοπή της προκαρβαζίνης.
Σουλφοναμίδες, σουλφασαλαζίνη
Αλληλεπιδράσεις :
- Οι σουλφοναμίδες μπορεί να παρεκτοπίσουν την μεθοτρεξάτη από τα σημεία σύνδεσής της με τις πρωτεΐνες και να αυξήσουν τα επίπεδα της ελεύθερης μεθοτρεξάτης και την τοξικότητά της.
- Η σουλφασαλαζίνη, σε μεγάλες συγκεντρώσεις, έχει αντιφολική δράση (Cronstein BN, 1995). Ο συνδυασμός της με μεθοτρεξάτη είναι αποτελεσματικός στη ΡΑ, αν και μπορεί να συνοδευθεί από παγκυτταροπενία (Morgan SL et al, 1993).
Συστάσεις : Οι ασθενείς που παίρνουν σουλφοναμίδες ταυτόχρονα με μεθοτρεξάτη πρέπει να παρακολουθούνται στενότερα για σημεία αιματολογικής τοξικότητας.
Τριαμτερένη
Αλληλεπιδράσεις : Η τριαμτερένη αυξάνει τα επίπεδα της διϋδροφολικής αναγωγάσης σε ανθρώπινα λευκά αιμοσφαίρια.
Τριμεθοπρίμη-σουλφαμεθοξαζόλη
Αλληλεπιδράσεις : Η τριμεθοπρίμη-σουλφαμεθοξαζόλη μπορεί να προκαλέσει αιματολογικές επιπλοκές (παγκυτταροπενία, υποπλασία μυελού, μεγαλοβλαστική παγκυτταροπενία) σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεθοτρεξάτη.
Μηχανισμός : Η μεθοτρεξάτη μπορεί να προδιαθέτει σε ανεπάρκεια φυλλικού οξέος, οδηγώντας σε μεγαλοβλαστικές αλλοιώσεις. Ο συνδυασμός της τριμεθοπρίμης με σουλφαμεθοξαζόλη έχει, όπως και η μεθοτρεξάτη, αντιφολική δράση και παρεμποδίζει την αποβολή της μεθοτρεξάτης από τα ουροφόρα σωληνάρια.
Ο μηχανισμός της αντιβακτηριδιακής δράσης της τριμεθοπρίμης βασίζεται κυρίως στη σύνδεση με την βακτηριδιακή διϋδροφολική αναγωγάση, ενώ η τοξικότητα του συνδυασμού της με την μεθοτρεξάτη αποδίδεται σε ασυνήθιστη συνεργική δράση στο ανθρώπινο ένζυμο. Η τριμεθοπρίμη, ακόμα και μόνη της, είναι μυελοτοξική.
Συστάσεις :
- Ο συνδυασμός τριμεθοπρίμης-σουλφαμεθοξαζόλης είναι προτιμότερο να αποφεύγεται σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεθοτρεξάτη.
- Σε ασθενείς που θεραπεύονται με τριμεθοπρίμη-σουλφαμεθοξαζόλη ταυτόχρονα με μεθοτρεξάτη μπορεί να χρειασθεί να χορηγηθεί φυλλινικό οξύ για την αντιμετώπιση των μεγαλοβλαστικών επιπλοκών.
Φαινυτοΐνη
Αλληλεπιδράσεις : Οι αντινεοπλασματικοί παράγοντες (όπως η μεθοτρεξάτη) μπορεί να μειώσουν την φαρμακολογική δράση της φαινυτοϊνης. Η φαινυτοΐνη είναι η μόνη υδαντοΐνη που αλληλεπιδρά με αντινεοπλασματικούς παράγοντες.
Μηχανισμός : Η ελάττωση των επιπέδων της φαινυτοΐνης στο πλάσμα μπορεί να οφείλεται σε μείωση της απορρόφησης ή σε αύξηση του μεταβολισμού του φαρμάκου.
Συστάσεις :
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με αντινεοπλασματικούς παράγοντες ταυτόχρονα με φαινυτοΐνη μπορεί να χρειασθούν μεγαλύτερη δόση φαινυτοΐνης. Στους ασθενείς αυτούς, η φαινυτοΐνη είναι ίσως προτιμότερο να χορηγείται ενδοφλέβια.
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με αντινεοπλασματικούς παράγοντες, τα επίπεδα της φαινυτοΐνης στο πλάσμα και η συχνότητα εμφάνισης των σπασμών (για τους οποίους οι ασθενείς παίρνουν την φαινυτοΐνη) πρέπει να παρακολουθούνται και η δόση της φαινυτοΐνης να τροποποιείται ανάλογα.
Φυλλικό και φυλλινικό οξύ
Αλληλεπιδράσεις : Το φυλλικό και το φυλλινικό οξύ μπορεί να μειώσουν την κυτταρική κατακράτηση της μεθοτρεξάτης (Bender RA et al, 1975; Wilke WS and MacKenzie AH, 1986).
Τα συμπληρωματικά σκευάσματα φολικού ανταγωνίζονται άμεσα την κατακράτηση της μεθοτρεξάτης από τα κύτταρα, την φολυλ-πολυγλουταμάση και την σύνδεση των ενζύμων που απαιτούν φολικό. Οι αλληλεπιδράσεις αυτές μπορεί να μειώσουν την αποτελεσματικότητα, αλλά κυρίως την τοξικότητα, της μεθοτρεξάτης.
Χολεστυραμίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η χολεστυραμίνη μπορεί να συνδεθεί με την μεθοτρεξάτη στο έντερο και να διακόψει τον εντεροηπατικό κύκλο, μειώνοντας επομένως τις συγκεντρώσεις του αντινεοπλασματικού φαρμάκου στον ορό. Κατά πόσον η αλληλεπίδραση αυτή επηρεάζει την αναμενόμενη θεραπευτική ανταπόκριση της μεθοτρεξάτης δεν έχει προσδιορισθεί.
Συστάσεις :
- Η χολεστυραμίνη πρέπει να χορηγείται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη χρονική απόσταση από την μεθοτρεξάτη.
- Προσοχή για μεταβολή της ανταπόκρισης από μεγάλες ενδοφλέβιες δόσεις μεθοτρεξάτης, εάν χορηγείται ταυτόχρονα χολεστυραμίνη.
Χλωροκίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η χλωροκίνη, χορηγούμενη σε μίαν εφάπαξ δόση ταυτόχρονα με μικρές δόσεις μεθοτρεξάτης, μειώνει την AUC της τελευταίας, πιθανώς λόγω ελάττωσης της βιοδιαθεσιμότητάς της (Seideman P et al, 1994).
Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να ερμηνεύσει την ηπιότερη ηπατοτοξικότητα της μεθοτρεξάτης σε ασθενείς θεραπευόμενους ταυτόχρονα με χλωροκίνη.
2.4.6.3 ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
- Η μεθοτρεξάτη μπορεί να μειώσει την απορρόφηση της καροτένης, της χοληστερόλης, της λακτόζης, της ξυλόζης και του λίπους.
- Η μεθοτρεξάτη μειώνει την απορρόφηση της βιταμίνης Β12 και του φολικού, και πιθανώς τα επίπεδα της βιταμίνης Β12 στον ορό.
- Η μεθοτρεξάτη αναστέλλει ανταγωνιστικά την διϋδροφολική αναγωγάση και επομένως μπορεί να μειώσει την ενεργοποίηση του φολικού.
- Τα γαλακτοκομικά προϊόντα μπορεί να μειώσουν την απορρόφηση της μεθοτρεξάτης.
2.4.6.4 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Στον ορό :
- Ουρικό οξύ → αύξηση
- Ουρικό οξύ → αύξηση
Στα ούρα :
2.4.7 ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Οξεία λεμφοκυτταρική λευχαιμία
- Καρκίνωμα μαστού
- Καρκίνωμα κεφαλής και αυχένα
- Καρκίνωμα πνεύμονα
- Μηνιγγική λευχαιμία
- Σπογγοειδής μυκητίαση
- Μη-Hodgkin λέμφωμα
- Οστεοσάρκωμα
- Ψωρίαση
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Τροφοβλαστικά νεοπλάσματα
ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗ ΜΕΘΟΤΡΕΞΑΤΗ
ΡΕΥΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Δερματική αγγειίτιδα συνδεόμενη με ρευματοειδή αρθρίτιδα
- Σύνδρομο Felty
- Νεανική ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Νόσος Still των ενηλίκων
- Ψωριασική αρθρίτιδα
- Σύνδρομο Reiter
- Ρευματική πολυμυαλγία
- Κροταφική αρτηρίτιδα
- Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος
- Συστηματική σκληροδερμία
- Δερματομυοσίτιδα/πολυμυοσίτιδα
- Νόσος Αδαμαντιάδη-Behcet
- Αρτηρίτιδα Takayasu
- Κοκκιωμάτωση Wegener
- Οζώδης πολυαρτηρίτιδα
- Ηωσινοφιλική περιτονιίτιδα
- Πρωτοπαθές σύνδρομο Sjogren
- Σύνδρομο Cogan
ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Οξεία μυελογενής λευχαιμία
- Καρκίνωμα στομάχου
- Χοριοκαρκίνωμα
- Καρκίνωμα ουροδόχου κύστης
- Καρκίνωμα προστάτη
- Καρκίνωμα όρχεων
- Καρκίνωμα ωοθηκών
- Πολλαπλούν μυέλωμα
ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Σαρκοείδωση
- Σκληρυντική χολαγγειίτιδα
- Πρωτοπαθής χολική κίρρωση
- Φλεγμονώδεις εντεροπάθειες
- Άσθμα εξαρτώμενο από κορτικοειδή
- Πολυκεντρική δικτυοϊστιοκυττάρωση
- Υδατιδώδης μύλη
2.4.8 ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Νεφρική ανεπάρκεια
- Κυτταροπενία
- Περίοδος αναπαραγωγής ή εγκυμοσύνης
- Μη θεραπευθείσα ανεπάρκεια φυλλικού οξέος
- Ενεργός ηπατική νόσος
- Μεγάλη κατανάλωση οινοπνεύματος
- Σοβαρά συνυπάρχοντα παθολογικά νοσήματα
- Κακή συνεργασία
2.4.9 ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
2.4.9.1 ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Ασθενείς με βαριά διαβρωτική νόσο, οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται επαρκώς σε άλλους τροποποιητικούς παράγοντες ή έχουν επιπλοκές από την χρήση τους
- DMARD πρώτης εκλογής στη θέση του χρυσού ή της D-πενικιλλαμίνης, ιδιαίτερα σε ηλικιωμένα άτομα με επαρκή νεφρική λειτουργία
Σε ασθενείς με ήπια νόσο και καλή πρόγνωση (ήπια υμενίτιδα, αρνητικό Ra test, φυσιολογική ΤΚΕ ή CRP, απουσία ακτινολογικών διαβρώσεων, αρνητικά συνδεόμενα με την νόσο αλλήλια), οι κίνδυνοι της θεραπείας με μεθοτρεξάτη υπερβαίνουν τα οφέλη της.
ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Πολύ ήπια νόσος
- Νεφρική ανεπάρκεια
- Πνευμονοπάθεια
- Ηπατοπάθεια
- Άρνηση του ασθενούς να διακόψει την κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών στη διάρκεια της θεραπείας με μεθοτρεξάτη.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ :
Per os χορηγούμενη μεθοτρεξάτη : Η μεθοτρεξάτη, χορηγούμενη per os σε χαμηλές εβδομαδιαίες δόσεις (5-25 mg, μέση δόση 10 mg), είναι αποτελεσματική στο 66-70% των ασθενών με ΡΑ και βοηθά στην ελάττωση της δόσης των κορτικοειδών (Weinblatt ME et al, 1995; Weinblatt ME et al, 1996; Rau R et al, 1997a; Weinblatt ME et al, 1998).
Παρεντερικά χορηγούμενη μεθοτρεξάτη
- Ενδομυϊκά : Η μεθοτρεξάτη, χορηγούμενη ενδομυϊκά σε δόσεις 5-25 mg/εβδ., βελτιώνει τις κλινικές εκδηλώσεις και ελαττώνει την ΤΚΕ, την CRP και τους τίτλους του Ra test (Hoffmeister RT, 1983; Thompson RN et al, 1984; Rau R et al, 1997a).
- Υποδόρια : Μέσω της οδού αυτής η μεθοτρεξάτη είναι λιγότερο επώδυνη, χορηγείται ευκολότερα από την ενδομυϊκή και απορροφάται σε παρόμοιο βαθμό (Brooks PJ et al, 1990).
- Ενδοφλέβια : Η μεθοτρεξάτη, χορηγούμενη ενδοφλέβια σε δόσεις 10-50 mg/εβδ., είναι αποτελεσματική σε ασθενείς μη ανταποκρινόμενους στη θεραπεία με χαμηλές δόσεις μεθοτρεξάτης per os ή άλλα DMARDs (Shiroky J et al, 1988).
- Ενδαρθρικά : Η μεθοτρεξάτη, χορηγούμενη ενδαρθρικά σε μικρές δόσεις, δεν έχει δράση στην υμενίτιδα, ακόμα και μετά από επανειλημμένες εγχύσεις, προφανώς λόγω του βραχέος t(1/2) της απομάκρυνσής της από το αρθρικό υγρό (2.9 ώρες) (Wigginton SM et al, 1980). Χορηγούμενη ενδαρθρικά στα γόνατα ασθενών με ΡΑ σε δόση 0.035 mg/ kg μαζί με 1 cc δεξαμεθαζόνης είναι περισσότερο αποτελεσματική από την δεξαμεθαζόνη μόνη της (Tiliakos NA et al, 1982).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ : Η μεθοτρεξάτη σήμερα είναι ο πλέον διαδεδομένος δεύτερης γραμμής παράγοντας στη θεραπεία της ΡΑ, δεδομένου ότι διαθέτει την καλύτερη σχέση αποτελεσματικότητας/τοξικότητα απ' όλα τα DMARDs. Βελτιώνει κατά 50% το 1/3 περίπου των ασθενών με ΡΑ μετά από 2 ή 4 χρόνια θεραπείας, σπάνια όμως προκαλεί ύφεση της νόσου (Tugwell P et al, 1987a; Weinblatt ME et al, 1992) και στο 25% των ασθενών διακόπτεται λόγω αναποτελεσματικότητας ή τοξικότητας (Mielants H et al, 1991).
Η ανταπόκριση εμφανίζεται μετά από 1-3 μήνες και κορυφώνεται μετά από 6 μήνες, ενώ, σε μερικούς ασθενείς εμφανίζεται μέσα σε 3-6 μήνες και, σπάνια, μετά από 6 μήνες, θεραπείας. Στη συνέχεια, το κλινικό αποτέλεσμα σταθεροποιείται για το υπόλοιπο της θεραπείας.
Μετά από 5 χρόνια θεραπείας, η μεθοτρεξάτη συνεχίζει να είναι αποτελεσματική στο 56%, κατά μέσον όρο, των ασθενών και είναι καλύτερα ανεκτή από τα άλλα DMARDs. Πάντως, η μακροχρόνια χορήγησή της συχνά συνοδεύεται από έλλειψη αποτελεσματικότητας λόγω ελάττωσης της εντερικής απορρόφησης ή ανάπτυξης αντίστασης.
Αντίσταση στη μεθοτρεξάτη αναπτύσσουν συνήθως ασθενείς με κακοήθη νοσήματα θεραπευόμενοι με μεγάλες δόσεις μεθοτρεξάτης (Gorlick R et al, 1996). Παρόμοια, σε ασθενείς με ΡΑ, η μεθοτρεξάτη, χορηγούμενη συνεχώς σε μικρές εβδομαδιαίες δόσεις, μετά από 4 περίπου χρόνια συχνά παύει να έχει αποτέλεσμα και συνοδεύεται από έξαρση της νόσου, επιβάλλοντας προοδευτικά αύξηση της δόσης της. Πάντως, τα περιφερικά μονοπύρηνα ασθενών με ΡΑ δεν αναπτύσσουν αντίσταση στη μεθοτρεξάτη (Rodenhuis S et al, 1987).
Η αντίσταση στη μεθοτρεξάτη μπορεί να είναι ενδογενής ή επίκτητη και κλινικά σημαντική. Σε ενήλικες και παιδιά με μη θεραπευθείσα οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία (ALL), οι βλάστες της Β-κυτταρικής σειράς των ενηλίκων και των ασθενών με Τ-κυτταρικές σειρές συγκεντρώνουν μικρότερα ποσά ολικής μεθοτρεξάτης και πολυγλουταματών, ιδιαίτερα πολυγλουταματών της μεθοτρεξάτης μακράς αλύσου (glu-3-6), από τους βλάστες της Β-κυτταρικής σειράς των παιδιών (Goker E et al, 1993). Ο μειωμένος σχηματισμός πολυγλουταματών μπορεί να συμβάλλει στη μικρότερη συχνότητα ανταπόκρισης των ενηλίκων με ALL και T-κυτταρικές σειρές στη μεθοτρεξάτη, συγκριτικά με τα παιδιά με Β-κυτταρικές σειρές ALL.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Μειώνει την ΤΚΕ και την CRP
- Μειώνει τα επίπεδα των IgG, IgM και IgA ανοσοσφαιρινών (Andersen PA et al, 1985; Boer-booms AM et al, 1988)
- Μειώνει τους τίτλους του Ra test
- Βελτιώνει την αναιμία
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ : Η μεθοτρεξάτη έχει αμφιλεγόμενη τροποποιητική ικανότητα στη ΡΑ. Μετά από 2 χρόνια συνεχούς θεραπείας μπορεί να επουλώσει τις ακτινολογικές διαβρώσεις (Weinblatt M et al, 1991; Weinblatt ME et al, 1992), ενώ άλλοτε οι διαβρώσεις ή/και η στένωση του μεσάρθριου διαστήματος, ακόμα και παρά την κλινική βελτίωση, σταθεροποιούνται ή επιδεινώνονται (Kremer JM and Phelps CT, 1992; Lopez-Mendez A et al, 1993).
Τροποποιητική ικανότητα συγκριτικά με άλλα φάρμακα :
- Αουρανοφίνη/ενέσιμος χρυσός : Έχουν ισοδύναμη (Lopez-Mendez A et al, 1990) ή μικρότερη (Rau R et al, 1990; Weinblatt ME et al, 1993) τροποποιητική ικανότητα από την μεθοτρεξάτη.Κατ΄άλλους, ο ενέσιμος χρυσός έχει σημαντική και ελαφρά μεγαλύτερη τροποποιητική ικανότητα από την μεθοτρεξάτη (15 mg ενδομυϊκά/εβδ.) σε ασθενείς με πρώϊμη διαβρωτική νόσο (Rau R et al, 2002).
- Υδροξυχλωροκίνη : Εχει μικρότερη τροποποιητική ικανότητα από την μεθοτρεξάτη (Strani-ero NR et al, 1991).
- D-πενικιλλαμίνη : Έχει μικρότερη τροποποιητική ικανότητα από την μεθοτρεξάτη (Stranie-ro NR et al, 1991).
- Αζαθειοπρίνη : Έχει παρόμοια (Hamdy H et al, 1987) ή μικρότερη (Straniero NR et al, 1991) τροποποιητική ικανότητα από την μεθοτρεξάτη.
Πάντως, σύμφωνα με μετα-ανάλυση μελετών, ο βαθμός της ακτινολογικής επιδείνωσης σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεθοτρεξάτη δεν διαφέρει των άλλων DMARDs (Alarcon GS et al, 1992).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Αζαθειοπρίνη : Η μεθοτρεξάτη είναι εξίσου (Arnold MH et al, 1990) ή περισσότερο (Kerstens PJ et al, 2000) αποτελεσματική και εξίσου ή λιγότερο (Bell M et al, 1988; Jeurissen MEC et al, 1991) ή και περισσότερο (Αrnold MH et al, 1990) τοξική.
Αναστολείς TNF-α : Είναι περισσότερο ανεκτοί και αποτελεσματικοί από την μονοθεραπεία με μεθοτρεξάτη (Barrera P et al, 2002). Η ετανερσέπτη, χορηγούμενη ενδοφλέβια, βελτιώνει ταχύτερα τα συμπτώματα και καθυστερεί την αρθρική βλάβη περισσότερο από την μεθοτρεξάτη (Ba-thon JM et al, 2000).
Αουρανοφίνη : Είναι λιγότερο αποτελεσματική και περισσότερο τοξική από την μεθοτρεξάτη (Weinblatt ME et al, 1990; Felson DT et al, 1990).
CPH 82 : Εχει παρόμοια αποτελεσματικότητα και μικρότερη τοξικότητα από την μεθοτρεξάτη (10 mg/εβδ.), αν και η μεθοτρεξάτη καταστέλλει περισσότερο τους δείκτες οξείας φάσης (Lerndal T and Svensson B, 2000).
D-πενικιλλαμίνη : Είναι εξίσου αποτελεσματική με την μεθοτρεξάτη (Felson DT et al, 1990).
Eνέσιμος χρυσός : Είναι περισσότερο (Rau R et al, 1997b), λιγότερο ή εξίσου (Hamilton J et al, 2001) αποτελεσματικός και περισσότερο τοξικός (Suarez-Almazor ME et al, 1988) από την μεθοτρεξάτη.
6-μερκαπτοπουρίνη : Είναι λιγότερο αποτελεσματική από την μεθοτρεξάτη (Sambrook PN et al, 1986).
10-ντε-αζα-αμινοπτερίνη : Είναι εξίσου αποτελεσματική με την μεθοτρεξάτη (Alarcon GS et al, 1992). Σε πειραματόζωα, αποτρέπει την πειραματική αρθρίτιδα εξίσου με την μεθοτρεξάτη και είναι λιγότερο τοξική απ' αυτήν (Skeith KJ et al, 1994).
Κυκλοσπορίνη : Είναι λιγότερο αποτελεσματική από την μεθοτρεξάτη (Cohen S et al, 1993).
Λεφλουνομίδη : Η μεθοτρεξάτη έχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα τον 1ο χρόνο της θεραπείας και, μετά από 2 χρόνια, σημαντικά μεγαλύτερη τροποποιητική δράση από την λεφλουνομίδη (Emery P et al, 2000). Κατ΄άλλους, η λεφλουνομίδη έχει παρόμοια αποτελεσματικότητα με την μεθοτρεξάτη (Reece RJ et al, 2002).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΑ ΦΑΡΜΑΚΑ
Μεθοτρεξάτη + ανακίνρα : Είναι ασφαλής και πολύ περισσότερο αποτελεσματικός από την μονοθεραπεία με μεθοτρεξάτη (Cohen S et al, 2002).
Μεθοτρεξάτη + αουρανοφίνη : Δεν είναι περισσότερο αποτελεσματικός από το καθένα από τα φάρμακα αυτά ξεχωριστά (Williams HJ et al, 1992).
Μεθοτρεξάτη (5-15 mg/εβδ.) + D-πενικιλλαμίνη (μέση δόση 750 mg/24ωρο) : Βελτιώνει την λειτουργικότητα και τα εργαστηριακά ευρήματα της νόσου (Lee S and Solomon G, 1990), αλλά δεν είναι περισσότερο αποτελεσματικός από την μεθοτρεξάτη μόνη της (Rau R et al, 1998).
Μεθοτρεξάτη + ενέσιμος χρυσός : Σε ασθενείς θεραπευόμενους με ενέσιμο χρυσό, η προσθήκη μεθοτρεξάτης είναι αποτελεσματική και ασφαλής. Σε ασθενείς με πρωτεϊνουρία από τον ενέσιμο χρυσό, η μεθοτρεξάτη επιτρέπει την συνέχιση της χρυσοθεραπείας (Rau R et al, 1993). Κατ' άλλους, ο συνδυασμός αυτός δεν είναι περισσότερο αποτελεσματικός από την μεθοτρεξάτη μόνη της (Rau R et al, 1998).
Μεθοτρεξάτη + σουλφασαλαζίνη :
- Η προσθήκη μεθοτρεξάτης σε ασθενείς με μερική ανταπόκριση στη σουλφασαλαζίνη είναι περισσότερο αποτελεσματική από την μεθοτρεξάτη μόνη της (Shiroky JB, 1995). Κατ΄άλλους, ο συνδυασμός αυτός είναι περισσότερο τοξικός και δεν έχει μεγαλύτερο όφελος από την μεθοτρεξάτη μόνη της (Islam MN et al, 2000).
- Σε ασθενείς με πλήρη ύφεση της νόσου, η προσθήκη σουλφασαλαζίνης στη θεραπεία με μεθοτρεξάτη μπορεί να βελτιώσει την οζιδίωση (Chatham WW, 1993).
Μεθοτρεξάτη + υδροξυχλωροκίνη : Η προσθήκη υδροξυχλωροκίνης στη θεραπεία με μεθοτρεξάτη δεν προσφέρει κανένα επιπρόσθετο όφελος (Fries JF et al, 1990).Κατ΄άλλους, είναι ασφαλής και αποτελεσματικός (Clegg DO et al, 1997), περισσότερο από την υδροξυχλωροκίνη μόνη της (Trnavsky K et al, 1993).
Μεθοτρεξάτη + χλωροκίνη : Είναι λίγο περισσότερο αποτελεσματικός από τον συνδυασμό της μεθοτρεξάτης με placebo (Ferraz MB et al, 1994), αν και, κατ΄άλλους, δεν είναι περισσότερο αποτελεσματικός από την μεθοτρεξάτη μόνη της (Rau R et al, 1998).
Μεθοτρεξάτη + κορτικοειδή : Είναι περισσότερο αποτελεσματικός από την μεθοτρεξάτη μόνη της (Bologna C et al, 1996).
Μεθοτρεξάτη + αζαθειοπρίνη : Είναι αποτελεσματικός και ασφαλής (McKendry RJ, 1990) και εξίσου τοξικός και αποτελεσματικός συγκριτικά με καθένα από τα φάρμακα αυτά (Willkens RF and Stablein D, 1996) και υπερέχει της αζαθειοπρίνης (Willkens RF et al, 1992).Σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεθοτρεξάτη, η προσθήκη αζαθειοπρίνης μπορεί να προκαλέσει πυρετό, λευκοκυττάρωση και δερματική λευκοκυτταροκλαστική αγγειίτιδα. Οι εκδηλώσεις αυτές υφίενται με την διακοπή των φαρμάκων, αλλά επανεμφανίζονται μετά την επαναχορήγηση της αζαθειοπρίνης (Blanco R et al, 1996).
Μεθοτρεξάτη + κυκλοσπορίνη :
- Είναι αποτελεσματικός σε αρουραίους με αρθρίτιδα από ανοσοενισχυτικό (Brahn E et al, 1991).
- Σε ασθενείς με μερική ανταπόκριση στη μεθοτρεξάτη ή τον ενδομυϊκό χρυσό, η προσθήκη κυκλοσπορίνης συνοδεύεται από σημαντική κλινική βελτίωση, χωρίς μεγάλη αύξηση της τοξικότητας (Stein CM et al, 1997).
- Ο συνδυασμός της μεθοτρεξάτης με κυκλοσπορίνη και ενδαρθρικές εγχύσεις κορτικοειδών καταστέλλει μεν ταχύτερα την νόσο, αλλά είναι εξίσου αποτελεσματικός με την σουλφασαλαζίνη (Proudman SM et al, 2000).
Μεθοτρεξάτη + χειμερικά μονοκλωνικά αντι-CD4 αντισώματα : Σε ασθενείς με ΡΑ ανθιστάμενους σε μικρές εβδομαδιαίες δόσεις μεθοτρεξάτης, η ενδοφλέβια χορήγηση 5, 10 ή 50 mg cM - T412 μειώνει σημαντικά τα περιφερικά CD4+ Τ- λεμφοκύτταρα, αλλά δεν αυξάνει την αποτελεσματικότητα ή την τοξικότητα (Moreland LW et al, 1995).
Μεθοτρεξάτη + ινφλιξιμάμπη : Σε ασθενείς μη ανταποκρινόμενους στη μεθοτρεξάτη, η θεραπεία με ινφλιξιμάμπη βελτιώνει σημαντικά τα σημεία και συμπτώματα της ΡΑ και την ποιότητα της ζωής και καταστέλλει τις ακτινολογικές ενδείξεις της αρθρικής βλάβης ανεξάρτητα από την κλινική ανταπόκριση, περισσότερο από την μεθοτρεξάτη μόνη της (Maini R et al, 1999; Kavanaugh A et al, 2000; Lipsky PE et al, 2000).
Μεθοτρεξάτη + σουλφασαλαζίνη + υδροξυχλωροκίνη :
- Η προσθήκη σουλφασαλαζίνης και υδροξυχλωροκίνης σε ασθενείς με μερική ανταπόκριση στη μεθοτρεξάτη ή στον συνδυασμό σουλφασαλαζίνης με υδροξυχλωροκίνη είναι πολύ περισσότερο αποτελεσματική από την μεθοτρεξάτη μόνη της ή από τον συνδυασμό της σουλφασαλαζίνης με υδροξυχλωροκίνη (O' Dell JR et al, 1996).
- Είναι καλά ανεκτός και περισσότερο αποτελεσματικός από τον συνδυασμό της μεθοτρεξάτης με σουλφασαλαζίνη και οριακά αποτελεσματικότερος από τον συνδυασμό της με υδροξυχλωροκίνη (O’ Dell JR et al, 2002).
- Οι ασθενείς με θετικά αλλήλια κοινού επίτοπου (DRB1 *0401, 0404/0408, 0405, 0101, 1001, και 1402) είναι πολύ περισσότερο πιθανό να ανταποκριθούν κατά 50% εάν θεραπευθούν με τον συνδυασμό της μεθοτρεξάτης με σουλφασαλαζίνη και υδροξυχλωροκίνη, συγκριτικά με την μεθοτρεξάτη μόνη της. Αντίθετα, οι ασθενείς με αρνητικά αλλήλια κοινού επίτοπου ανταποκρίνονται εξίσου στη μεθοτρεξάτη μόνη της ή σε συνδυασμό με υδροξυχλωροκίνη και σουλφασαλαζίνη (O' Dell JR et al, 1998).
Μεθοτρεξάτη (7.5 mg/εβδ.) + υδροξυχλωροκίνη (400 mg/24ωρο) + θειομηλικός χρυσός (50 mg/εβδ.) : Βελτιώνει σημαντικά τις κλινικές και εργαστηριακές παραμέτρους της νόσου και αναστέλλει την επιδείνωση των ακτινολογικών αλλοιώσεων (Biasi D et al, 2000).
Μεθοτρεξάτη + υδροξυχλωροκίνη + αζαθειοπρίνη : Είναι πολύ αποτελεσματικός και προκαλεί ύφεση στο 43% των ασθενών (McCarty DJ et al, 1995).
Μεθοτρεξάτη (5 mg/εβδ.) + υδροξυχλωροκίνη (400 mg/24ωρο) + κυκλοφωσφαμίδη (25 mg/24ωρο) : Είναι αποτελεσματικός, περισσότερο από την μεθοτρεξάτη μόνη της ή από τα μη ανοσοκατασταλτικά φάρμακα, επουλώνει τις διαβρώσεις, βελτιώνει την λειτουργική ικανότητα και είναι καλά ανεκτός.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
- Οι συχνότεροι συνδυασμοί DMARDs στη ρευματοειδή αρθρίτιδα είναι μεθοτρεξάτη με υδροξυχλωροκίνη ή σουλφασαλαζίνη.
- Η μεθοτρεξάτη θεωρείται το βασικό φάρμακο στους περισσότερους συνδυασμούς στη θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
2.4.9.2 ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΓΓΕIΙΤΙΔΑ
Σύμφωνα με περιγραφές περιπτώσεων, η μεθοτρεξάτη, σε χαμηλές εβδομαδιαίες δόσεις, βελτιώνει την οζιδίωση και τις δερματικές εκδηλώσεις της ανθεκτικής στη συμβατική αγωγή ρευματοειδούς αγγειίτιδας (Williams HC and Pembroke AC, 1989; Wilke WS, 1997). Πάντως, δεν έχει προσδιορισθεί κατά πόσον είναι αποτελεσματικότερη από άλλα DMARDs και φαίνεται ότι είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματική στην σπλαγχνική αγγειίτιδα (Schnabel A and Gross WL, 1994).
2.4.9.3 ΣΥΝΔΡΟΜΟ FELTY
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η μεθοτρεξάτη, σε δόσεις 7.5-12.5 mg/εβδ., βελτιώνει τις κλινικές και εργαστηριακές εκδηλώσεις που δεν έχουν ανταποκριθεί στην αζαθειοπρίνη, την πρεδνιζόνη, την υδροξυχλωροκίνη ή/και τον ενέσιμο χρυσό (Puechal X et al, 1991; Hoshina Y et al, 1994; Wassenberg S et al, 1998).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Βελτιώνει τα συμπτώματα και την γενική κατάσταση του ασθενούς (Isasi C et al, 1989)
- Περιορίζει την διόγκωση του σπληνός (Hughes GRV and Abdulla M, 1990)
- Ελαττώνει την συχνότητα των λοιμώξεων (Fiechtner JJ et al, 1989)
- Βελτιώνει την αρθρίτιδα (Wassenberg S et al, 1998)
- Βελτιώνει την διαλείπουσα χωλότητα (Hughes GRV and Abdulla M, 1990)
- Επουλώνει τα αγγειιτιδικά έλκη
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Αυξάνει τον αριθμό των κοκκιοκυττάρων (Wassenberg S et al, 1998)
- Βελτιώνει (Puechal X et al, 1991), αλλά μπορεί και να επιδεινώσει (Guillemin F and Pou-rel J, 1991), την ουδετεροπενία
- Αυξάνει τον αριθμό των ουδετεροφίλων (Hughes GRV and Abdulla M, 1990)
- Μειώνει τα επίπεδα της αντιδρώσας με ουδετερόφιλα IgG (Fiechtner JJ et al, 1989)
- Αυξάνει τον αριθμό των αιμοπεταλίων (Hughes GRV and Abdulla M, 1990)
- Μειώνει τα επίπεδα του RF (Hughes GRV and Abdulla M, 1990) και της ΤΚΕ (Hughes GRV and Abdulla M, 1990; Wassenberg S et al, 1998).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η μεθοτρεξάτη δεν έχει προσδιορισθεί κατά πόσον είναι χρήσιμη στις επιπλοκές της ρευματοειδούς αρθρίτιδας (οζιδίωση, αγγειίτιδα, σύνδρομο Felty). Στο σύνδρομο Felty φαίνεται ότι είναι αποτελεσματική, αν και σε μερικές περιπτώσεις δεν έχει αποτέλεσμα και δεν έχει προσδιορισθεί κατά πόσον υπερέχει των άλλων DMARDs. Αντίθετα, μπορεί να επιπλακεί με επιταχυνόμενη οζιδίωση και δερματική αγγειίτιδα, η οποία όμως αναστρέφεται μετά την διακοπή της.
2.4.9.4 ΝΟΣΟΣ STILL ΤΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Επιθετική ή ανθεκτική στη συμβατική θεραπεία, νόσος.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Σύμφωνα με περιγραφές περιπτώσεων, η μεθοτρεξάτη, σε δόσεις 5-30 mg/εβδ., μπορεί να βελτιώσει ασθενείς με νόσο Still των ενηλίκων που δεν ανταποκρίνονται στα ΜΣΑΦ ή/και τα κορτικοειδή (Aydintug AO et al, 1992; Fugii T et al, 1997; Fautrel B et al, 1999). Πάντως, δεν έχει αποτέλεσμα σ' όλες τις περιπτώσεις ή στον ίδιο βαθμό σ'όλες τις εκδηλώσεις της νόσου (Aydintug AO et al, 1992).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Βελτιώνει την αρθρίτιδα, κλινικά και ακτινολογικά (Kraus A et al, 1991)
- Ελαττώνει τον πυρετό και τις άλλες συστηματικές εκδηλώσεις της νόσου (Kraus A et al, 1991)
- Βοηθά στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών (Larson EB, 1984)
- Βελτίωσε θεαματικά, σε δόση 15-30 mg/εβδ. σε συνδυασμό με 60 mg πρεδνιζόνης ημερησίως έναν ασθενή με νόσο Still των ενηλίκων, φλεγμονώδη μυοπάθεια και οξεία ραβδομυόλυση (Samuels AJ et al, 1989).
2.4.9.5 ΑΓΚΥΛΟΠΟΙΗΤIΚΗ ΣΠΟΝΔΥΛΙΤΙΔΑ
Σύμφωνα με ανοιχτές μελέτες και περιγραφές περιπτώσεων, η μεθοτρεξάτη, σε χαμηλές δόσεις, μειώνει την ΤΚΕ, την CRP και την IgA, βελτιώνει την αξονική προσβολή και την περιφερική αρθρίτιδα και βοηθά στη μείωση της δόσης ή την διακοπή των ΜΣΑΦ (Yamane K et al, 1993; Creemers MXW et al, 1995; Sampaio-Barros PD et al, 2000).
2.4.9.6 ΨΩΡΙΑΣΗ
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η μεθοτρεξάτη, χορηγούμενη per os σε μικρές εβδομαδιαίες δόσεις ή παρεντερικά, βελτιώνει κλινικά το 75-81% των ενηλίκων και παιδιών με ψωρίαση όλων των τύπων, ιδίως φλυκταινώδη και ερυθηματολεπιδώδη (Collins P and Rogers S, 1992; Van Doreen-Greebe RJ et al, 1994; Kumar B et al, 1994). Πάντως, είναι σχετικά αναποτελεσματική στη χρόνια φλυκταινώδη ψωρίαση παλαμών και πελμάτων (Baker H, 1976) και μπορεί να προκαλέσει θανατηφόρα τοξική επιδερμόλυση (Collins R and Rogers S, 1992).
Σε ασθενείς με AIDS και σοβαρή ψωρίαση, αντενδείκνυται γιατί φαίνεται ότι δυνητικοποιεί τις ευκαιριακές λοιμώξεις και επιταχύνει την εξέλιξη της λοίμωξης από HIV. Κατ΄άλλους, δεν τροποποιεί την διαδρομή της λοίμωξης σε ασθενείς με AIDS και ψωριασική αρθρίτιδα (Espinoza LR et al, 1992; Maurer TA et al, 1994).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η μεθοτρεξάτη είναι αποτελεσματική στη θεραπεία της βαριάς, ανθεκτικής στην τοπική θεραπεία, ψωρίασης. Οι Αμερικανοί δερματολόγοι την χρησιμοποιούν μετά από την υπεριώδη ακτινοβολία Β (Peckham PE et al, 1987). Σημαντικό πλεονέκτημά της είναι ότι οι δερματικές αλλοιώσεις δεν αναζωπυρώνονται μετά την διακοπή της.
2.4.9.7 ΨΩΡΙΑΣIΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Πρώιμη νόσος (μόνη της ή σε συνδυασμό με ΜΣΑΦ)
- Βαριά νόσος (μόνη της ή σε συνδυασμό με άλλους ανοσοκατασταλτικούς παράγοντες, π.χ. σουλφασαλαζίνη, κυκλοσπορίνη).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Σύμφωνα με αναδρομικές και προοπτικές ανοιχτές μελέτες και περιγραφές περιπτώσεων, η μεθοτρεξάτη, χορηγούμενη per os ή παρεντερικά, είναι σχετικά ασφαλής και βελτιώνει σημαντικά την περιφερική αρθρίτιδα, την σπονδυλίτιδα και τις δερματικές αλλοιώσεις έως το 95% των ασθενών με ΨΑ (Singh YN et al, 1994; Abu-Shakra M et al, 1995; Tuzun C et al, 1996).
Σε ασθενείς με επίμονη αρθρίτιδα των γονάτων, εάν χορηγηθεί ενδαρθρικά, έχει τοπική αντιφλεγμονώδη δράση και μειώνει απότομα το ποσοστό των πολυμορφοπυρήνων και πυρηνοφιλικών μονοπυρήνων κυττάρων στο αρθρικό υγρό (Hall GH et al, 1978).
Κατ' άλλους, δεν διαφέρει σε αποτελεσματικότητα από placebo (Willkens RF et al, 1984) και, αν και βελτιώνει τις κλινικές εκδηλώσεις, δεν επηρεάζει τις ακτινολογικές αλλοιώσεις της νόσου (Gladman DD et al, 1990; Abu-Shakra M et al, 1995).
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ : Ελαττώνει την ΤΚΕ και την CRP (Pigatto PD et al, 1994).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Κυκλοσπορίνη (3-5 mg/kg/24ωρο) : Είναι εξίσου αποτελεσματική με την μεθοτρεξάτη (Spa-daro A et al, 1995).
Ενέσιμος χρυσός : Είναι λιγότερο αποτελεσματικός από την μεθοτρεξάτη (Lacaille D et al, 2000).
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ : Έως 50% των ασθενών με ψωρίαση και ΨΑ που θεραπεύονται με μεθοτρεξάτη εμφανίζουν μία τουλάχιστον ανεπιθύμητη ενέργεια και μέχρι 30% αυτών που θεραπεύονται μακροχρόνια με μεθοτρεξάτη την διακόπτουν λόγω σοβαρής τοξικότητας. Οι παρενέργειες αυτές είναι συνήθως ήπιες, αλλά ενίοτε σοβαρές και απειλητικές για την ζωή (Zacha-riae H, 1990; Berthelot J-M et al, 1995).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η μεθοτρεξάτη είναι αποτελεσματική και σχετικά ασφαλής σε ασθενείς με ψωριασική αρθρίτιδα ανθιστάμενη στα ΜΣΑΦ. Μεγάλο πλεονέκτημά της είναι η έλλειψη καρκινογόνου δράσης και η αποτελεσματικότητά της στην προσβολή των αρθρώσεων, αν και δεν έχει τροποποιητική δράση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί πρώιμα μόνη της ή μαζί με ΜΣΑΦ ή και, σε βαρύτερες μορφές ψωριασικής αρθρίτιδας, σε συνδυασμό με άλλα DMARDs.
2.4.9.8 ΣΥΣΤΗΜΑΤIΚΟΣ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗΣ ΛΥΚΟΣ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Κλινικές εκδηλώσεις μη ανταποκρινόμενες στα κορτικοειδή ή/και άλλες θεραπείες (υδροξυχλωροκίνη, κυκλοφωσφαμίδη, πλασμαφαίρεση).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η μεθοτρεξάτη μπορεί να βελτιώσει την νεφρική προσβολή και τις εξωνεφρικές εκδηλώσεις του ΣΕΛ και να επιτρέψει μείωση της δόσης των κορτικοειδών (Arfi S et al, 1995; Wise CM et al, 1996; Carneiro JR and Sato EI, 1999).
ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΣΕΛ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗΝ ΜΕΘΟΤΡΕΞΑΤΗ
- Συστηματικές εκδηλώσεις (πυρετός, κόπωση)
- Νεφρική προσβολή (Walz-LeBlan BAE et al, 1994). Σε ζωικά μοντέλα νεφρικού λύκου η μεθοτρεξάτη μειώνει την εναπόθεση των ανοσοσυμπλεγμάτων στους νεφρούς, την πρωτεϊνουρία, την IL-2, τον TNF και την IL-10 (Segal R et al, 1965)
- Βλεννογονοδερματικές αντιδράσεις (δερματίτιδα, δισκοειδές εξάνθημα, αγγειακή πορφύρα, στοματικά έλκη, δερματική αγγειίτιδα, αλωπεκία)
- Αρθρίτιδα
- Μυοσίτιδα
- Διάμεση πνευμονοπάθεια (Fink SD and Kremer JM, 1994)
- Προσβολή ΚΝΣ (Wise CM et al, 1996) : Ανθίσταται περισσότερο στη μεθοτρεξάτη. Πάντως, η μεθοτρεξάτη, χορηγούμενη ενδοθηκικά, μπορεί να βελτιώσει περιπτώσεις μη ανταποκρινόμενες σε μεγάλες δόσεις κορτικοειδών και ενδοφλέβιες ώσεις κυκλοφωσφαμίδης (Bottomley WW and Goodfield MJD, 1995), όπως και ασθενείς με οξεία εγκάρσια μυελίτιδα, ημιπάρεση και σημεία εστιακής και διάχυτης εγκεφαλικής δυσλειτουργίας (Valesini G et al, 1994)
- Ορογονίτιδα (Wise CM et al, 1996)
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΒΕΛΤΙΩΘΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΜΕΘΟΤΡΕΞΑΤΗ :
- ΤΚΕ
- Πρωτεϊνουρία
- Παγκυτταροπενία
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΔΡΑΣΗΣ : Σε ποντικούς με ΣΕΛ, η ωφέλιμη δράση της μεθοτρεξάτης μπορεί να οφείλεται σε ελάττωση της παραγωγής κυτταροκινών (Segal R et al, 1995).
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ : Παρατηρούνται στο 25-75%, οδηγώντας σε απόσυρση του φαρμάκου στο 25%, των ασθενών. Είναι πιθανώς πολύ συχνότερες στον ΣΕΛ, δεδομένου ότι η νεφρική προσβολή προδιαθέτει σε σοβαρή τοξικότητα, παρά στη ΡΑ (Willke WS et al, 1986). Πάντως, μπορεί να μην σχετίζονται άμεσα με την επίπτωση της νεφρικής προσβολής, αλλά είναι συχνότερες σε ασθενείς που παίρνουν διουρητικά μεμονωμένα ή ταυτόχρονα με ΜΣΑΦ.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η μεθοτρεξάτη, σε χαμηλές εβδομαδιαίες δόσεις, είναι αποτελεσματική σε ασθενείς με ήπιες εκδηλώσεις ΣΕΛ ανθεκτικές στα κορτικοειδή, ιδιαίτερα με αρθρίτιδα ή/και δερματίτιδα μη ανταποκρινόμενη στα ανθελονοσιακά και χαμηλές δόσεις πρεδνιζόνης, ή δεν μπορούν να μειώσουν την δόση της πρεδνιζόνης λόγω επιμονής των αρθρικών ή δερματικών εκδηλώσεων, αλλά επιτρέπει την μείωση των κορτικοειδών μόνον έως 50%.
Από πλευράς ασφάλειας, είναι σχετικά καλά ανεκτή, αν και συνοδεύεται συνήθως από ήπιες επιπλοκές, που συχνά δύσκολα διαχωρίζονται από τις εκδηλώσεις της βασικής νόσου. Σε σύγκριση με την ρευματοειδή αρθρίτιδα, δεν φαίνεται να είναι εξίσου χρήσιμη και πρέπει να χορηγείται σε σχετικά μεγαλύτερες δόσεις για να έχει αποτέλεσμα.
Στο νεφρικό ΣΕΛ, η χρήση της είναι αμφιλεγόμενη. Μπορεί να χορηγηθεί σε ασθενείς με ήπια νεφρική δυσλειτουργία (CLcr≥60 mL/min), χωρίς σοβαρές συνέπειες (Davidson JR et al, 1987; Ha-shimoto M et al, 1994), επειδή όμως μπορεί να προκαλέσει νεφρική ανεπάρκεια σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα, πρέπει να αποφεύγεται σε ασθενείς με ΣΕΛ και σοβαρή νεφρική προσβολή.
2.4.9.9 ΥΠΟΞΥΣ ΔΕΡΜΑΤΙΚΟΣ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗΣ ΛΥΚΟΣ
Ενας ασθενής με ύποξυ δερματικό ερυθηματώδη λύκο ανθιστάμενο στη θεραπεία με ανθελονοσιακά και κορτικοειδή είχε πλήρη ύφεση των δερματικών αλλοιώσεων με μικρές εβδομαδιαίες δόσεις μεθοτρεξάτης (Kuhn A et al, 2002).
2.4.9.10 ΔΕΡΜΑΤΟΜΥΟΣΙΤΙΔΑ/ΠΟΛΥΜΥΟΣΙΤΙΔΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Μερική ανταπόκριση στα κορτικοειδή
- Ταχέως εξελισσόμενη νόσος με σοβαρή οργανική προσβολή (π.χ.αναπνευστική ανεπάρκεια).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η μεθοτρεξάτη, χορηγούμενη per os ή ενδοφλεβίως σε δόσεις 7.5-15 ή 25-50 mg/εβδ., είναι αποτελεσματική στο 70-80% των παιδιών και ενηλίκων με δερματομυοσίτιδα/πολυμυοσίτιδα που δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στα κορτικοειδή (Miller LC et al, 1992; Cagnoli M et al, 1995; Ziegleschmid-Adams ME et al, 1995). Μικρότερες δόσεις (0.2 mg/kg/εβδ.) φαίνεται ότι έχουν παρόμοια αποτελεσματικότητα με μεγαλύτερες, που δεν είναι περισσότερο τοξικές.
Στη μυοσίτιδα εξ εγκλείστων σωματίων, σε δόσεις 5-20 mg/εβδ., μειώνει σημαντικά την δραστηριότητα της CPK, αλλά δεν βελτιώνει την μυϊκή αδυναμία (Badrising UA et al, 2002).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Αυξάνει την μυική ισχύ
- Βελτιώνει τις δερματικές εκδηλώσεις
- Βοηθά στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών
- Περιορίζει τις εξάρσεις της νόσου
Η βελτίωση εμφανίζεται μετά από 1-3 μήνες θεραπείας.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Αζαθειοπρίνη : Είναι πιθανώς λιγότερο αποτελεσματική από την μεθοτρεξάτη στις φλεγμονώδεις μυοπάθειες, ιδιαίτερα σε άνδρες με πολυμυοσίτιδα.
Κυκλοσπορίνη : Είναι εξίσου αποτελεσματική με την μεθοτρεξάτη (Vencovsky J et al, 2000).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Μεθοτρεξάτη + αζαθειοπρίνη : Βελτιώνει περιπτώσεις ανθεκτικές στη θεραπεία, ακόμα και εάν έχουν ανεπαρκή ανταπόκριση στην μεθοτρεξάτη ή την αζαθειοπρίνη μόνη της (Villalba L et al, 1998).
Μεθοτρεξάτη + ανοσοσφαιρίνη : Μπορεί να βελτιώσει την μυοσίτιδα την συνδεόμενη με χρόνια νόσο μοσχεύματος έναντι του ξενιστή (Blanche P et al, 1995).
Μεθοτρεξάτη + κυκλοσπορίνη (3 mg/kg/24ωρο) : Μπορεί να φυσιολογικοποιήσει την CPK και να βελτιώσει την μυική ισχύ σε ασθενείς με ανθεκτική πολυμυοσίτιδα (Mitsunaka H et al, 2000).
Μεθοτρεξάτη + ΕΦ ώσεις κυκλοφωσφαμίδης : Μπορεί να βελτιώσει ασθενείς με πολυμυοσίτιδα ανθεκτική στα κορτικοειδή (Hirano F et al, 1993)
Μεθοτρεξάτη + κορτικοειδή + χλωραμβουκίλη : Είναι αποτελεσματικός σε ασθενείς με ανεπαρκή ανταπόκριση ή με επιπλοκές στα κορτικοειδή (Wallace DI et al, 1985; Cagnoli M et al, 1991).
2.4.9.11 ΣΥΣΤΗΜΑΤIΚΗ ΣΚΛΗΡΟΔΕΡΜΙΑ
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η μεθοτρεξάτη, χορηγούμενη per os σε χαμηλές εβδομαδιαίες δόσεις, μπορεί να μειώσει την πάχυνση του δέρματος μετά από 2-3 μήνες θεραπείας και να βελτιώσει σημαντικά ή και να επουλώσει τα δακτυλικά έλκη (Bode DY et al, 1990; Seibold JR et al, 1994).
Κατ΄άλλους :
- Δεν έχει αποτέλεσμα σε ασθενείς με πρώιμη, διάχυτη συστηματική σκληροδερμία (Pope JE et al, 2001)
- Δεν αυξάνει την περισταλτικότητα του οισοφάγου (van den Hoogen FHJ et al, 1991)
- Δεν φαίνεται να επηρεάζει την πνευμονική προσβολή (van den Hoogen FHJ et al, 1996), αν και σ΄έναν ασθενή βελτίωσε την πνευμονική λειτουργία (Bode Y et al, 1990), ενώ μερικοί ασθενείς απεβίωσαν από πνευμονική ίνωση στη διάρκεια της θεραπείας με μεθοτρεξάτη (Arfi S et al, 1995).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η μεθοτρεξάτη, σε δόσεις 7.5-50 mg/εβδ., μπορεί να βελτιώσει τις δερματικές αλλοιώσεις και άλλες εκδηλώσεις της συστηματικής σκληροδερμίας, αλλά δεν έχει αποτέλεσμα στην προσβολή των εσωτερικών οργάνων.
Πάντως, ο ρόλος της στη θεραπεία της συστηματικής σκληροδερμίας δεν έχει προσδιορισθεί, γι' αυτό και συνιστάται μετά την D-πενικιλλαμίνη και την κυκλοσπορίνη, που είναι περισσότερο αποτελεσματικές. Ακόμα, επειδή μπορεί να συμβεί σοβαρή προσβολή των νεφρών στη διαδρομή της νόσου, η χρήση της σαν φάρμακο πρώτης γραμμής δεν συνιστάται.
2.4.9.12 ΣΥΝΔΡΟΜΟ REITER
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Αρθρίτιδα ή/και βλεννογονοδερματικές αλλοιώσεις ανθεκτικές στα ΜΣΑΦ, τα κορτικοειδή (συστηματικά, τοπικά ή ενδαρθρικά) ή άλλα φάρμακα (αζαθειοπρίνη, χλωροκίνη)
- Σοβαρή νόσος (χωρίς να προηγηθεί θεραπεία με ΜΣΑΦ ή κορτικοειδή)
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η μεθοτρεξάτη, σε μικρές εβδομαδιαίες δόσεις, βελτιώνει σημαντικά το 75-90% των ασθενών με σύνδρομο Reiter (Chu SM, 1976; Chee YC, 1977; Owen ET and Cohen ML, 1979).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Bελτιώνει σημαντικά τις βλεννογονοδερματικές αλλοιώσεις στο 90% των ασθενών εντός 2 εβδομάδων
- Βελτιώνει την αρθρίτιδα στο 75% των ασθενών, αν και με βραδύτερο ρυθμό σε σύγκριση με τις βλεννογονοδερματικές αλλοιώσεις
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η μεθοτρεξάτη είναι αποτελεσματική σε ασθενείς με σύνδρομο Reiter και βαριές βλεννογονοδερματικές και αρθρικές εκδηλώσεις ανθεκτικές στα ΜΣΑΦ ή/και τα κορτικοειδή ή άλλα φάρμακα (αζαθειοπρίνη, χλωροκίνη).
2.4.9.13 ΑΓΓΕΙΙΤΙΔΕΣ
Η μεθοτρεξάτη, σε φαρμακολογικές συγκεντρώσεις, αυξάνει την συγκέντρωση της αδενοσίνης και την απελευθέρωσή της από καλλιεργημένους ινοβλάστες και ενδοθηλιακά κύτταρα, τα οποία στη συνέχεια μειώνουν την συγκόλληση των ουδετεροφίλων στα κύτταρα αυτά (Cronstein BN, 1996).
Η δράση αυτή έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη θεραπεία των αγγειϊτίδων, δεδομένου ότι η συγκόλληση των ουδετεροφίλων στα ενδοθηλιακά κύτταρα μπορεί να παίζει σημαντικό ρόλο στην παθογένεση των αγγειιτίδων.
ΑΓΓΕΙΙΤΙΔΕΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΘΕΡΑΠΕΥΘΕΙ ΜΕ ΜΕΘΟΤΡΕΞΑΤΗ
- Αρτηρίτιδα Takayasu
- Κοκκιωμάτωση Wegener
- Οζώδης πολυαρτηρίτιδα
- Κροταφική αρτηρίτιδα
- Εγκεφαλική αγγειίτιδα
- Σύνδρομο Cogan
- Ρευματοειδής αγγειίτιδα
2.4.9.13.1 ΑΡΤΗΡΙΤΙΔΑ TAKAYASU
Η μεθοτρεξάτη, μόνη της ή σε συνδυασμό με κορτικοειδή, είναι αποτελεσματική σε ασθενείς με αρτηρίτιδα Takayasu που δεν ανταποκρίνονται στα κορτικοειδή, την κυκλοφωσφαμίδη ή την αζαθειοπρίνη ή χρειάζονται μεγάλες, τοξικές, δόσεις κορτικοειδών, και βοηθά στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών (Liang GC et al, 1989; Mevorach D et al, 1992; Shetty AK et al, 1998). Σε συνδυασμό με κορτικοειδή προκαλεί ύφεση στο 81%, αλλά και υποτροπή μετά την διακοπή της, στο 54% των ασθενών.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η μεθοτρεξάτη μπορεί να είναι αποτελεσματική σε ασθενείς με αρτηρίτιδα Ta-kayasu ανθιστάμενη στη συμβατική θεραπεία, αλλά η πραγματική της αξία δεν είναι γνωστή, δεδομένου ότι έχει χρησιμοποιηθεί σε μικρό μόνο αριθμό ασθενών σε λίγες μέχρι τώρα μελέτες και ότι η αρτηρίτιδα μπορεί να «αυτοπεριορισθεί» ή να υφεθεί χωρίς θεραπεία.
2.4.9.13.2 ΚΟΚΚΙΩΜΑΤΩΣΗ WEGENER
Σύμφωνα με περιγραφές περιπτώσεων, η μεθοτρεξάτη, χορηγούμενη σε χαμηλές εβδομαδιαίες δόσεις, per os ή ενδοφλέβια σε συνδυασμό με κορτικοειδή, είναι αποτελεσματική σε ασθενείς με κοκκιωμάτωση Wegener (Sneller MC et al, 1994; Gottlieb BS et al, 1996; de Groot K et al, 1998) και λιγότερο τοξική από την καθημερινά per os χορηγούμενη κυκλοφωσφαμίδη.
Σύμφωνα με ανοιχτή μελέτη, ο συνδυασμός της μεθοτρεξάτης με πρεδνιζόνη μπορεί να προκαλέσει ύφεση της σπειραματονεφρίτιδας που συνοδεύει την κοκκκιωμάτωση Wegener (Langford CA et al, 2000).
Η μεθοτρεξάτη συνοδεύεται από ύφεση στο 79%, και υποτροπή της νόσου, στο 58% των ασθενών μετά την μείωση της δόσης (<15 mg/εβδ.) ή την διακοπή της. Κατ΄άλλους, η θεραπεία με μεθοτρεξάτη (0.3 mg/kg/εβδ.), μετά την ύφεση της νόσου με κυκλοφωσφαμίδη, συνοδεύεται από υποτροπές στο 1/3 των περιπτώσεων (Reinhold-Keller E et al, 2002). Εάν η νόσος υποτροπιάσει μετά την διακοπή της μεθοτρεξάτης, η επαναχορήγησή της ακολουθείται από ύφεση της νόσου στο 85% των περιπτώσεων.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η μεθοτρεξάτη, σε συνδυασμό με κορτικοειδή, είναι αποτελεσματική και λιγότερο τοξική από την καθημερινά χορηγούμενη per os κυκλοφωσφαμίδη και μπορεί να προκαλέσει ύφεση σε ορισμένους ασθενείς με κοκκιωμάτωση Wegener. Γι' αυτό και μπορεί να είναι χρήσιμο εναλλακτικό φάρμακο στη βασική θεραπεία της νόσου (κορτικοειδή σε συνδυασμό με κυκλοφωσφαμίδη), ιδιαίτερα σε ασθενείς με σοβαρές επιπλοκές από την κυκλοφωσφαμίδη ή χωρίς σοβαρή, άμεσα απειλητική για την ζωή, νόσο.
Πάντως, λόγω της αυξημένης επιρρέπειας των ασθενών με κοκκιωμάτωση Wegener που θεραπεύονται με κυτταροστατικά (κυκλοφωσφαμίδη, μεθοτρεξάτη) και κορτικοειδή στην ανάπτυξη πνευμονίτιδας από Pneumocystis carinii, συνιστάται παράλληλα η προφυλακτική χορήγηση 160 mg τριμεθοπρίμης/800 mg σουλφαμεθοξαζόλης 3 φορές εβδομαδιαίως.
2.4.9.13.3 ΟΖΩΔΗΣ ΠΟΛΥΑΡΤΗΡΙΤΙΔΑ
Η μεθοτρεξάτη μπορεί να βελτιώσει την δερματική οζώδη πολυαρτηρίτιδα (Jorizzo JL et al, 1991) και βελτίωσε κλινικά και ιστοπαθολογικά μίαν ασθενή με κλασσική οζώδη πολυαρτηρίτιδα (Brody M et al, 1994).
2.4.9.13.4 ΚΡΟΤΑΦΙΚΗ ΑΡΤΗΡΙΤΙΔΑ/ΡΕΥΜΑΤIΚΗ ΠΟΛΥΜΥΑΛΓΙΑ
Η μεθοτρεξάτη, σε μικρές δόσεις per os ή ενδομυϊκά, επιτρέπει την μείωση της διάρκειας χορήγησης και της αθροιστικής δόσης των κορτικοειδών, ενώ διατηρεί την νόσο σε ύφεση (Nesher G and Sonnenblick M, 1994; Ferraccioli G et al, 1996; Jover JA et al, 2001).
Κατ' άλλους, δεν έχει αποτέλεσμα και δεν βοηθά στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών στη ρευματική πολυμυαλγία (Feinberg HL et al, 1996), αν και, μετά την διακοπή της, συνοδεύεται συχνότερα από έξαρση της νόσου (van der Veen MJ et al, 1996b), και στην κροταφική αρτηρίτιδα (Hoffman GS et al, 2002).
ΣΥΣΤΑΣΗ : Η μεθοτρεξάτη έχει αμφιλεγόμενη αποτελεσματικότητα στη ρευματική πολυμυαλγία ή/και την κροταφική αρτηρίτιδα, μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί ευθύς εξαρχής μαζί με κορτικοειδή, που είναι η βασική τους θεραπεία, με σκοπό την μείωση της δόσης των κορτικοειδών, ιδιαίτερα σε ηλικιωμένα άτομα, ή σε ασθενείς που διακόπτουν τα κορτικοειδή λόγω τοξικότητας.
2.4.9.13.5 ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΗ ΑΓΓΕΙΙΤΙΔΑ
Η μεθοτρεξάτη, σε χαμηλές δόσεις, συνοδεύθηκε από σημαντική κλινική βελτίωση και αποκατάσταση των αγγειακών ανωμαλιών σε μίαν ασθενή με ΡΑ και εγκεφαλική αγγειίτιδα ανθεκτική σε μεγάλες δόσεις κορτικοειδών (Ohno T et al, 1994).
2.4.9.13.6 ΣΥΝΔΡΟΜΟ COGAN
Σύμφωνα με περιγραφές περιπτώσεων, η μεθοτρεξάτη είναι αποτελεσματική και βοηθά στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών (Pouchot J et al, 1995; Casoli P and Tumiati B, 1995; Riente L et al, 1996).
2.4.9.14 ΥΠΟΤΡΟΠΙΑΖΟΥΣΑ ΠΟΛΥΧΟΝΔΡΙΤΙΔΑ
Η μεθοτρεξάτη βοηθά στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών (Miller SB et al, 1974; Park J et al, 1995), αλλά δεν είχε αποτέλεσμα σ' έναν ασθενή με ανθιστάμενη φλεγμονή των οφθαλμών και των ώτων (Choy EHS et al, 1991).
2.4.9.15 ΗΩΣΙΝΟΦΙΛΙΚΗ ΠΕΡΙΤΟΝΙΙΤΙΔΑ
Η μεθοτρεξάτη, σε δόση 10 mg/εβδ., βελτίωσε το εύρος της κινητικότητας, την λειτουργικότητα των μελών, την πρωτεϊνουρία και την αιματουρία σ' έναν ασθενή με ηωσινοφιλική περιτονιίτιδα, μορφέα, IgM υπεργαμμασφαιριναιμία και νεφρική προσβολή (Janzen L et al, 1995).
2.4.9.16 ΠΡΩΤΟΠΑΘΕΣ ΣΥΝΔΡΟΜΟ SJOGREN
Σύμφωνα με ανοιχτή μελέτη, η μεθοτρεξάτη, σε δόσεις 0.2 mg/kg/εβδ., βελτιώνει τα υποκειμενικά ενοχλήματα της νόσου (αρθραλγίες, ξηροφθαλμία, ξηροστομία) και ελαττώνει την συχνότητα της διόγκωσης των παρωτίδων και καταστέλλει τον βήχα και την πορφύρα (Skopouli FN et al, 1996).
2.4.9.17 ΠΟΛΥΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΚΤΥΟΪΣΤΙΟΚΥΤΤΑΡΩΣΗ
Η μεθοτρεξάτη, μόνη της (Gourmelen O et al, 1991) ή σε συνδυασμό με υδροξυχλωροκίνη (Cash JM et al, 1997), μπορεί να βελτιώσει την αρθρίτιδα. Σε συνδυασμό με κορτικοειδή και κυκλοσπορίνη μπορεί να προκαλέσει πλήρη ύφεση της νόσου (Liang GC and Cranston AS, 1996).
2.4.9.18 ΝΟΣΟΣ ΑΔΑΜΑΝΤΙΑΔΗ-BEHCET
Η μεθοτρεξάτη, σε χαμηλές δόσεις, βελτιώνει τις νευροψυχιατρικές εκδηλώσεις (Hirohata S et al, 1998) και τις δερματικές ουδετεροφιλικές αγγειακές αντιδράσεις (Jorizzo JL et al, 1991).
2.4.9.19 ΡΑΓΟΕΙΔΙΤΙΔΑ
Η μεθοτρεξάτη, σε συνδυασμό με κορτικοειδή per os και κυκλοσπορίνη, μπορεί να προκαλέσει ύφεση της χρόνιας (Kotaniemi K, 1998) ή ενδογενούς (Pascalis L et al, 1993) ραγοειδίτιδας. Σε ασθενείς με απειλητική για την όραση ραγοειδίτιδα, επιτρέπει την μείωση της δόσης των κορτικοειδών και του αριθμού των υποτροπών (Bom S et al, 2001; Samson CM et al, 2001).
2.4.10 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΜΕΘΟΤΡΕΞΑΤΗΣ ΣΤΑ ΡΕΥΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ
2.4.10.1 ΝΕΑΝIΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Ανεπαρκής ανταπόκριση στα ΜΣΑΦ ή άλλα DMARDs (π.χ. υδροξυχλωροκίνη, σουλφασαλαζίνη)
- Κλινικές ή ακτινολογικές ενδείξεις προοδευτικών παραμορφώσεων ή ανεπάρκειας της ανάπτυξης
- Σοβαρές επιπλοκές από τα κορτικοειδή ή άλλα φάρμακα
- Σημαντική δυσκολία στην εκτέλεση των σχολικών ή ανάλογων με την ηλικία του παιδιού καθημερινών δραστηριοτήτων
- Μακροχρόνια νόσος με αναιμία, αυξημένους δείκτες οξείας φάσης και ιδιαίτερα ακτινολογική απεικόνιση οστεοπενίας, στένωσης του μεσάρθριου διαστήματος, διαβρώσεων και παραμορφώσεων.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η μεθοτρεξάτη, χορηγούμενη per os ή ενδομυικά σε χαμηλές εβδομαδιαίες δόσεις, βελτιώνει τις αρθρικές, εξωαρθρικές και εργαστηριακές εκδηλώσεις στο 33- 100% των παιδιών με ΝΡΑ (al-Sewairy W et al, 1998; Ravelli A et al, 1998; Woo P et al, 2000). Κατ' άλλους, είναι λιγότερο αποτελεσματική σε ασθενείς με συστηματική ΝΡΑ απ' ό, τι με θετικά ΑΝΑ και πολυαρθρική έναρξη ή διαδρομή (Halle F and Prieur AM, 1991). Οι συστηματικές εκδηλώσεις βελτιώνονται άλλοτε στον ίδιο βαθμό με την αρθρίτιδα (Rose CD et al, 1990), άλλοτε όμως όχι (Halle F and Prieur AM, 1991). Η μεθοτρεξάτη, εάν δεν έχει αποτέλεσμα per os, μπορεί να χορηγηθεί ενδομυϊκά. Η ενδομυϊκή οδός είναι εξίσου αποτελεσματική και ανεκτή με την per os (Ravelli A et al, 1998).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Καταστέλλει τον πυρετό και βελτιώνει το εξάνθημα (Rose CD et al, 1990)
- Ελαττώνει τον αριθμό, το οίδημα και την διάρκεια της πρωινής δυσκαμψίας των προσβληθεισών αρθρώσεων και βελτιώνει την κινητικότητά τους
- Βοηθά στη μείωση της δόσης ή την διακοπή των κορτικοειδών
- Βελτιώνει τον καταρράκτη ή το γλαύκωμα (Hillson JL and Furst DE, 1997) και την ραγοειδίτιδα/οξεία ιρίτιδα σε περιπτώσεις ανθεκτικές στα τοπικά ή/και συστηματικά κορτικοειδή (Shetty AK et al, 1999)
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Ελαττώνει την ΤΚΕ και τον αριθμό των αιμοπεταλίων και βελτιώνει την αναιμία (Halle F and Prieur AM, 1991; al-Sewairy W et al, 1998).
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ : Σε αντίθεση με την ΡΑ, στη ΝΡΑ η κλινική ανταπόκριση στη μεθοτρεξάτη συνοδεύεται συνήθως και από βελτίωση των ακτινολογικών αλλοιώσεων (Reiff A et al, 1995; Ravelli A et al, 1998).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Η μεθοτρεξάτη βελτιώνει την αρθρίτιδα περισσότερο και είναι εξίσου ασφαλής συγκριτικά με την D-πενικιλλαμίνη, την αουρανοφίνη και την υδροξυχλωροκίνη (Giannini EH and Cassidy JT, 1993).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Μεθοτρεξάτη + ετανερσέπτη : Σύμφωνα με περιγραφές περιπτώσεων, βελτιώνει σημαντικά ασθενείς με πολυαρθρική ΝΡΑ που δεν ανέχονται ή δεν ανταποκρίνονται στην μεθοτρεξάτη ή άλλα DMARDs, αν και σ΄ένα παιδί με συστηματική νόσο δεν είχε αποτέλεσμα (Lovell DJ et al, 2000; Schmeling H et al, 2001).
ΕΦ ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης (30 mg/kg/24ωρο Χ 3 συνεχείς ημέρες) κάθε 3 μήνες + ΕΦ κυκλοφωσφαμίδη (0.4 gr/m2) την 3η ημέρα + μεθοτρεξάτη per os (10 mg/m2/ εβδ.) μετά την 3η ώση : Είναι πολύ αποτελεσματικός σε παιδιά με συστηματική ΝΡΑ (Shaikov A et al, 1992; Wallace CA and Sherry DD, 1997).
Μεθοτρεξάτη per os + πρεδνιζόνη + δακτυλίτιδα : Βελτίωσε την νόσο και την συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια ενός παιδιού με συστηματική ΝΡΑ και διατατική μυοκαρδιοπάθεια (Soy-lemezoglu O et al, 1994).
Μεθοτρεξάτη per os + κορτικοειδή per os + κυκλοσπορίνη (Kotaniemi K, 1998).
ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ : Στα παιδιά με ΝΡΑ που έχουν ανταποκριθεί στη μεθοτρεξάτη είναι άγνωστη. Η μεθοτρεξάτη μπορεί να συνεχισθεί ακόμα και μετά την κλινική ύφεση της νόσου (βλ. ΠΙΝΑΚΑ 58) κάθε εβδομάδα (Ravelli A et al, 1995) ή κάθε 2η εβδομάδα (Cimaz R et al, 1996), και να διακοπεί εφ΄όσον η νόσος είναι σε ύφεση επί ένα συνεχή χρόνο. Εάν διακοπεί ενωρίτερα, η αρθρίτιδα υποτροπιάζει στο 50% περίπου των ασθενών σε διάστημα 6 μηνών (Wallace CA, 1998).
ΠΙΝΑΚΑΣ 58
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΠΛΗΡΟΥΣ ΥΦΕΣΗΣ ΤΗΣ ΝΕΑΝΙΚΗΣ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΟΥΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑΣ
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η μεθοτρεξάτη είναι μεγάλο όπλο στη θεραπευτική φαρέτρα της ΝΡΑ. Καταστέλλει σημαντικά τις κλινικές εκδηλώσεις της νόσου και τις εργαστηριακές παραμέτρους της φλεγμονής και έχει μάλλον περισσότερα οφέλη από τους κινδύνους, αλλά δεν έχει θεραπευτική δράση.
Σε σύγκριση με τους ενήλικες, είναι περισσότερο ανεκτή στα παιδιά με ΝΡΑ. Οι επιπλοκές της είναι κατά κανόνα ήπιες και αναστρέψιμες. Σοβαρές αιματολογικές και βλεννογονοδερματικές επιπλοκές δεν έχουν περιγραφεί, ενώ η ηπατική ίνωση είναι σπάνια και κίρρωση δεν έχει αναφερθεί.
2.4.10.2 ΝΕΑΝΙΚΗ ΔΕΡΜΑΤΟΜΥΟΣΙΤΙΔΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Σοβαρές επιπλοκές των κορτικοειδών
- Σοβαρό εξάνθημα ή βλεννογονίτιδα ανθεκτική σε εναλλακτικές θεραπείες
- Προοδευτική ή αναπηρική μυϊκή αδυναμία
- Καρδιακές ή πνευμονικές επιπλοκές ανθεκτικές στη θεραπεία
- Υποτροπιάζουσες γαστρεντερικές κρίσεις
- Απειλητική για την ζωή εξασθένηση της κατάποσης ή της αναπνευστικής λειτουργίας
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η μεθοτρεξάτη φυσιολογικοποιεί την μυική ισχύ και βοηθά στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών σε παιδιά με δερματομυοσίτιδα ανθεκτική σε μεγάλες δόσεις κορτικοειδών per os ή σε ενδοφλέβιες ώσεις (Niakan E et al, 1980; Miller L et al, 1992).
Σε παιδιά με σοβαρή νόσο (κυρίως δυσφαγία και σοβαρή δερματική αγγειίτιδα), ο συνδυασμός της με ΕΦ ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης (30 mg/kg) βελτιώνει σημαντικά την κλινική δραστηριότητα της νόσου, επιτρέπει την μείωση της δόσης των per os χορηγούμενων κορτικοειδών και, εάν χορηγηθεί πρώιμα, αναστέλλει την ανάπτυξη ασβεστώσεων (Al-Mayouf S et al, 2000).
Πάντως, σε μερικές περιπτώσεις δεν έχει αποτέλεσμα (Niakan E et al, 1980) και, μετά την διακοπή της, η νόσος αναζωπυρώνεται, ένδειξη ότι έχει κατασταλτική μάλλον, παρά θεραπευτική, δράση (Miller L et al, 1992).
2.4.10.3 ΝΕΑΝΙΚΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΣ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗΣ ΛΥΚΟΣ
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η μεθοτρεξάτη, σε δόσεις 2.5-10 mg/εβδ. σε συνδυασμό με πρεδνιζόνη, βελτιώνει την νεφρική προσβολή, μερικές από τις εξωνεφρικές εκδηλώσεις και την δραστηριότητα της νόσου και επιτρέπει την μείωση της δόσης των κορτικοειδών (Abud-Mendoza C et al, 1993; Walz Leblanc BA et al, 1994; Valesini G et al, 1994; Wise CM et al, 1996).
Κατ' άλλους, σε δόσεις 12.5-17.0 mg/m2/εβδ. και σε συνδυασμό με πρεδνιζόνη, δεν βοηθά στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών (Ravelli A et al, 1998).
ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΝΕΑΝΙΚΟΥ ΣΕΛ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΕ ΧΑΜΗΛΕΣ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΕΣ ΔΟΣΕΙΣ ΜΕΘΟΤΡΕΞΑΤΗΣ (5-10 mg)
- Νεφρική προσβολή
- Προσβολή ΚΝΣ
- Σπασμοί
- Πορφύρα/θρομβωτική θρομβοπενική πορφύρα
- Πλευρομυοκαρδίτιδα
- Εξάνθημα
- Αρθρίτιδα
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η μεθοτρεξάτη, αν και η αποτελεσματικότητά της δεν έχει εκτιμηθεί επαρκώς στον νεανικό ΣΕΛ, μπορεί να είναι αποτελεσματική εάν προστεθεί στην θεραπεία με πρεδνιζόνη ή/και κυκλοφωσφαμίδη, ιδιαίτερα στην αρθρίτιδα και το εξάνθημα, σε ασθενείς με σοβαρή, ανθεκτική νόσο, ή να επιτρέψει μείωση της δόσης των κορτικοειδών.
2.4.10.4 ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΣΚΛΗΡΟΔΕΡΜΙΑ
- Η μεθοτρεξάτη, χορηγούμενη σε δόσεις 0.3-0.6 mg/kg/εβδ. επί 3, κατά μέσον όρο, εβδομάδες μπορεί να βελτιώσει την εντοπισμένη σκληροδερμία (Uziel Y et al, 2000).
- Η μεθοτρεξάτη (12.5 mg/m2/εβδ.) σε συνδυασμό με πρεδνιζόνη (2 mg/kg/24ωρο) συνοδεύθηκε από ύφεση των γαστρεντερικών εκδηλώσεων και σημαντική βελτίωση των δερματικών αλλοιώσεων ενός παιδιού με συστηματική σκληροδερμία
2.4.10.5 ΟΡΟΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΣΠΟΝΔΥΛΟΑΡΘΡΟΠΑΘΕΙΕΣ
ΟΡΟΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΣΠΟΝΔΥΛΑΡΘΡΟΠΑΘΕΙΕΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗ ΜΕΘΟΤΡΕΞΑΤΗ
- Ασθενείς με ΑΣ ή ΨΑ μη ανταποκρινόμενοι στα ΜΣΑΦ, την υδροξυχλωροκίνη και την σουλφασαλαζίνη ή με επιπλοκές στα κορτικοειδή (Hillson JL and Furst DE, 1997)
- Σύνδρομο Reiter ανθεκτικό σε άλλες θεραπείες (Singsen BH and Goldbach-Mansky R, 1997)
- Επίμονη αντιδραστική αρθρίτιδα (Singsen BH and Goldbach-Mansky R, 1997)
- Εντεροπαθητική αρθρίτιδα.
2.4.10.6 ΚΟΚΚΙΩΜΑΤΩΣΗ WEGENER
Η μεθοτρεξάτη, σε δόση 0.3-0.6 mg/kg/εβδ. σε συνδυασμό με πρεδνιζόνη, είναι αποτελεσματική στην παιδική κοκκιωμάτωση Wegener (Gottlieb BS et al, 1996).
2.4.10.7 ΨΩΡΙΑΣΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Ανεπαρκής ανταπόκριση στα ΜΣΑΦ
- Σοβαρή, μακροχρόνια, κορτικοειδο-εξαρτώμενη ή ταχέως εξελισσόμενη νόσος
- Αποτυχία ανταπόκρισης σε άλλα DMARDs (χρυσός, D-πενικιλλαμίνη, υδροξυχλωροκίνη)
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η μεθοτρεξάτη, σε δόση 3.75-25 mg ή 0.2 mg/kg/εβδ., βελτιώνει το ψωριασικό εξάνθημα ή/και την ΨΑ (Kumar B et al, 1994; Kalla G and Goyal A, 1996; Sin-gsen BH and Goldbach-Mansky R, 1997). Πάντως, η εμπειρία της στα νοσήματα αυτά είναι περιορισμένη.
2.4.10.8 ΑΡΤΗΡΙΤΙΔΑ TAKAYASU
Ένα κορίτσι είχε θεαματική βελτίωση των αγγειακών αλλοιώσεων και εμείωσε την δόση των κορτικοειδών μετά από θεραπεία με μεθοτρεξάτη 10 mg/m2/εβδ. και πρεδνιζόνη (2 mg/kg/24ω-ρο) (Shetty AK et al, 1998).
2.4.10.9 ΟΦΘΑΛΜΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Ιδιοπαθής ραγοειδίτιδα (Urban C et al, 1979; Singsen BH and Goldbach-Mansky R, 1997)
- Σαρκοειδική οξεία ιρίτιδα/πανραγοειδίτιδα (Dev S et al, 1999).
2.4.11 ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Είναι ο συχνότερος λόγος διακοπής της μεθοτρεξάτης. Εμφανίζονται πρώϊμα ή όψιμα στη διαδρομή της θεραπείας και προέρχονται κυρίως από ιστούς με υψηλή κυτταρική εναλλαγή. Είναι σχετικά ασυνήθιστες, σπάνια σοβαρές και παρατηρούνται συνήθως τα 2-3 πρώτα χρόνια της θεραπείας.
Το ποσοστό των ασθενών που διακόπτει την μεθοτρεξάτη λόγω τοξικότητας αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου, ώστε, μετά από 5 χρόνια θεραπείας, προσεγγίζει το 50-75%, αλλά είναι μικρότερο των άλλων DMARDs (ενέσιμος χρυσός, υδροξυχλωροκίνη, αουρανοφίνη, σουλφασαλαζίνη, D-πενικιλλαμίνη, αζαθειοπρίνη) (Furst DE, 1990).
Η τοξικότητα της μεθοτρεξάτης εξαρτάται από τις συγκεντρώσεις της και την διάρκεια της έκθεσης των κυττάρων σ΄αυτήν. Κύτταρα περισσότερο ευαίσθητα στη μεθοτρεξάτη είναι τα ευρισκόμενα σε φάση πολλαπλασιασμού. Τα επιθηλιακά κύτταρα του στόματος και του γαστρεντερικού σωλήνα είναι περισσότερο ευαίσθητα από τα κύτταρα του μυελού των οστών.
Κάθε εκδήλωση τοξικότητας της μεθοτρεξάτης πρέπει να διαχωρίζεται από τις επιπλοκές άλλων, ταυτόχρονα χορηγούμενων φαρμάκων, από τις συστηματικές εκδηλώσεις της υποκείμενης νόσου ή τις εκδηλώσεις άλλων ενδογενών νοσημάτων.
Οι επιπλοκές της μεθοτρεξάτης είναι συνήθως παροδικές και συχνά αποφεύγονται με μείωση της δόσης του φαρμάκου ή μετριάζονται μετά από σύντομη διακοπή ή υποχωρούν πλήρως με την οριστική διακοπή του και δεν υποτροπιάζουν μετά την επαναχορήγησή του. Γενικά, η προσωρινή διακοπή της μεθοτρεξάτης επί 1-3 εβδομάδες γίνεται καλά ανεκτή, χωρίς υποτροπή της νόσου.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ :
Μεγάλες δόσεις μεθοτρεξάτης (≥ 25 mg/εβδ.).
Διηρημένες δόσεις (π.χ. κάθε 12 ώρες) : Είναι ίσως περισσότερο τοξικές από την εφάπαξ εβδομαδιαία χορήγηση της μεθοτρεξάτης, επειδή εκθέτουν τον οργανισμό στο φάρμακο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Συνεχής, καθημερινή χορήγηση της μεθοτρεξάτης (Bleyer WA, 1977).
Παρατεταμένη (>36 ώρες) συνεχής ενδοφλέβια χορήγηση μεγάλων δόσεων μεθοτρεξάτης.
Συνολική ποσότητα και διάρκεια έκθεσης στη μεθοτρεξάτη : Η παρατεταμένη έκθεση των ανθρώπινων κυττάρων στην μεθοτρεξάτη, σε συγκεντρώσεις που αναστέλλουν τον πολλαπλασιασμό τους (≥ 10-8 Μ) με οποιοδήποτε μηχανισμό (νεφρική ανεπάρκεια, ασκιτικές ή πλευριτικές συλλογές, επανειλημμένες εγχύσεις-καθημερινή χορήγηση της μεθοτρεξάτης) μπορεί να αυξήσει την τοξικότητα (Bleyer WA, 1978).
Επίπεδα μεθοτρεξάτης στον ορό : Μερικές επιπλοκές (π.χ. τύπου Α) (βλ. κατωτέρω) εμφανίζονται όταν, 36-42 ώρες μετά την λήψη της μεθοτρεξάτης, τα επίπεδα της στον ορό είναι ≥ 1.0 Χ10-7 mol/L (Wallace CA and Sherry DD, 1995).
Επίπεδα στον ορό £ 1.0Χ10-7 mol/L 24 ώρες μετά την χορήγηση της μεθοτρεξάτης συνοδεύονται από σημαντική μείωση των επιπλοκών τύπου Α, όπως τα γαστρεντερικά συμπτώματα και πιθανώς η καταστολή του μυελού (Wallace CA and Sherry DD, 1995).
Νεφρική ανεπάρκεια : Αυξάνει την συχνότητα και βαρύτητα των επιπλοκών της μεθοτρεξάτης (Bleyer WA, 1977). Η προχωρημένη νεφρική ανεπάρκεια, σε συνδυασμό με υπο-ογκαιμία, μπορεί να οδηγήσει σε κλινικά σημαντική αλληλεπίδραση των ΜΣΑΦ με την μεθοτρεξάτη. Οι ηλικιωμένοι ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια και ενδογενείς λοιμώξεις που θεραπεύονται με 7.5-15 mg μεθοτρεξάτης εβδομαδιαίως ταυτόχρονα με ΜΣΑΦ μπορεί να αναπτύξουν παγκυτταροπενία (Kevat SG et al, 1988).
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ιδιαίτερα σαλικυλικά) : Εάν χορηγηθούν ταυτόχρονα με μεθοτρεξάτη, ακόμα και σε χαμηλές δόσεις, και ένα διουρητικό μπορεί να αυξήσουν σημαντικά την τοξικότητα της μεθοτρεξάτης.
Ανεπάρκεια φυλλικού οξέος (Kamen BA et al, 1981)
Ενδογενείς λοιμώξεις (Kevat S et al, 1988).
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η τοξικότητα της μεθοτρεξάτης μπορεί να οφείλεται σε ανεπάρκεια φυλλικού οξέος. Η μεθοτρεξάτη, χορηγούμενη μακροχρόνια, μπορεί να μειώσει τα επίπεδα του φολικού στα ερυθρά αιμοσφαίρια (Hendel J and Nyfors A, 1985) και, σε ασθενείς με ΡΑ, τα αποθέματά του στο ήπαρ (Calabrese LH et al, 1990). Σε ασθενείς με ΡΑ και παγκυτταροπενία από την μεθοτρεξάτη, ο μυελός των οστών δείχνει μεγαλοβλαστικές αλλοιώσεις ενδεικτικές ανεπάρκειας φολικού (MacKinnon SK et al, 1985).
ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΕΠΙΠΛΟΚΩΝ :
- Τύπος Α - δοσοεξαρτώμενες (π.χ. γαστρεντερικές επιπλοκές)
- Τύπος Β - ιδιοσυγκρασιακές (π.χ. πνευμονίτιδα)
- Τύπος Γ - προερχόμενες από μακροχρόνια θεραπεία, αλλά αναμενόμενες, βασισμένες στην συνολική έκθεση στο φάρμακο (π.χ. ηπατοτοξικότητα)
- Τύπος Δ - επιβραδυνόμενες, παρατηρούμενες ακόμα και μετά την διακοπή του φαρμάκου (π. χ. τερατογένεση, μετά από έκθεση στην μεθοτρεξάτη το 1ο τρίμηνο της κύησης).
ΤΥΠΟΙ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΜΕΘΟΤΡΕΞΑΤΗΣ :
1. ΜΕΤΑΔΟΣΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ
- Κατάθλιψη
- Αρθραλγίες, μυαλγίες, δυσκαμψία αρθρώσεων
- Εφιάλτες
- Κόπωση
- Χαμηλός πυρετός
- Κεφαλαλγίες
- Κακουχία
- Λιποθυμίες
- Ναυτία, έμετοι, ανορεξία, διάρροια, στοματίτιδα
2. ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ
- Αύξηση ηπατικών ενζύμων/μη ειδική ηπατίτιδα
- Λιπώδης διήθηση ήπατος
- Ινωση
- Κίρρωση
3. ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Ναυτία/έμετοι
- Στοματίτιδα
- Ανορεξία
- Διάρροια/δυσκοιλιότητα
- Γαστρικό έλκος/γαστρορραγία
- Βλάβη γαστρεντερικού βλεννογόνου
- Δυσαπορρόφηση
- Απώλεια βάρους
4. ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Λευκοπενία
- Θρομβοπενία
- Παγκυτταροπενία
- Μεγαλοβλαστική αναιμία
- Λευχαιμία
5. ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Διάμεση πνευμονίτιδα
- Διάμεση πνευμονική ίνωση
- Βήχας
- Επιταχυνόμενη πνευμονική οζιδίωση
- Φαρμακογενές άσθμα
- Υπερευαισθησία αναπνευστικών οδών
- Πνευμονικό οίδημα
- Πλευρίτιδα
- Πνευμονικές λοιμώξεις
6. ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Κεφαλαλγίες
- Σπασμοί
- Παράλυση νεύρων
- Ημιπάρεση
- Ταχέως εξελισσόμενη νευρομυϊκή παράλυση
- Συναισθηματικές διαταραχές
- Απώλεια συνείδησης
- Επιληπτική κατάσταση
- Διαταραχές ομιλίας
- Μεταβολές διανοητικής κατάστασης
- Παραπληγία
- Ψευδαισθήσεις
- Αταξία
- Κατάθλιψη
- Σύγχυση
- Ζάλη
- Εξασθένηση μνήμης
- Ίλιγγος
- Κακουχία
- Φωταψίες
7. ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ-ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ
- Δερματικά έλκη
- Υποδόρια οζίδια
- Αποφολιδωτικό ερύθημα
- Αγγειο-οίδημα
- Παροδικά ερυθηματώδη εξανθήματα
- Άτυπα κηλιδώδη εξανθήματα
- Έρπητας
- Οψιμη δερματική πορφυρία
- Λέπτυνση τριχών
- Αλωπεκία
- Υπέρχρωση δέρματος
- Κνίδωση
- Λευκοκυτταροκλαστική αγγειίτιδα
- Φωτοευαισθησία
- Έξαρση οξείας δερματίτιδας από ακτινοβολία
- Ενεργοποίηση ερυθήματος από υπεριώδη ακτινοβολία Β ή ψωραλένιο
8. ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Συγγενείς ανωμαλίες
- Ολιγοσπερμία
9. ΔΙΑΦΟΡΕΣ
- Λοιμώξεις
- Περικαρδίτιδα/περικαρδιακός επιπωματισμός
- Νεφρική ανεπάρκεια (σε μεγάλες δόσεις)
2.4.11.1 ΜΕΤΑΔΟΣΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ
Εμφανίζονται εντός του πρώτου 24ώρου από της λήψης της μεθοτρεξάτης. Μπορεί να περιορισθούν με την αλλαγή της οδού χορήγησης (π.χ. per os, ενδομυϊκά, ή το αντίστροφο), μείωση της συνολικής δόσης ή χορήγηση της μεθοτρεξάτης σε 2-3 διηρημένες δόσεις.
2.4.11.2 ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Οι γαστρεντερικές διαταραχές είναι οι συχνότερες επιπλοκές της per os χορηγούμενης μεθοτρεξάτης, λόγω της αυξημένης κυτταρικής εναλλαγής που διαθέτει ο γαστρεντερικός βλεννογόνος. Η συχνότητά τους τα 1-2 πρώτα χρόνια της θεραπείας ανέρχεται σε 20-70% και είναι πιθανώς μεγαλύτερη σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεθοτρεξάτη σε δόσεις >25 mg εβδομαδιαίως.
Εμφανίζονται ακόμα και μετά την ενδοφλέβια ή ενδομυϊκή χορήγηση της μεθοτρεξάτης. Είναι γενικά ήπιες, δοσοεξαρτώμενες, εμφανίζονται συνήθως στην αρχή της θεραπείας και υποχωρούν μετά από άλλοτε άλλο χρονικό διάστημα, αλλά επιβάλλουν διακοπή της μεθοτρεξάτης μόνο στο 5-10% των περιπτώσεων (Schnabel A et al, 1992).
ΤΥΠΟΙ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΩΝ ΕΠΙΠΛΟΚΩΝ :
Ναυτία : Εμφανίζεται γενικά την πρώτη ημέρα της λήψης της μεθοτρεξάτης. Εάν είναι ήπια, το φάρμακο μπορεί να συνεχισθεί, αν όμως είναι έντονη, πρέπει να διακόπτεται.
Διάρροια-δυσκοιλιότητα : Η διάρροια είναι συχνότερη από την δυσκοιλιότητα και μπορεί να συνοδεύεται από ρίγη και πυρετό. Οι επιπλοκές αυτές φαίνεται ότι είναι δοσοεξαρτώμενες (Sch-nabel A et al, 1992).
Κοιλιοκάκη (Houtman PM et al, 1995).
Ρήξη εκκολπώματος (Furst DE et al, 1990).
Στοματίτιδα : Εμφανίζεται στο 5-30% των ασθενών που παίρνει μεθοτρεξάτη (Mielants H et al, 1991; Schnabel A et al, 1992) και ευθύνεται για την διακοπή της θεραπείας στο 0-7% των περιπτώσεων.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Η στοματίτιδα εμφανίζεται συνήθως 1-5 ημέρες μετά την έναρξη της θεραπείας με μεθοτρεξάτη. Είναι συνήθως ήπια και λιγότερο συχνά έντονη. Χαρακτηρίζεται από ερύθημα, επώδυνα έλκη ή διαβρώσεις του βλεννογόνου του στόματος.
ΕΚΒΑΣΗ : Οι διαβρώσεις μπορεί να επουλωθούν τελείως μετά από ελάττωση της δόσης ή/και διακοπή της μεθοτρεξάτης, γενικά όμως η στοματίτιδα τείνει να υποτροπιάσει με την επαναχορήγηση του φαρμάκου.
ΣΥΣΤΑΣΗ : Σε ασθενείς που παίρνουν μεθοτρεξάτη per os, η στοματίτιδα δεν είναι απόλυτη ένδειξη διακοπής του φαρμάκου, δεδομένου ότι μπορεί να υποχωρήσει με την ταυτόχρονη χορήγηση φυλλικού οξέος ή με την παρεντερική χορήγηση της μεθοτρεξάτης.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ :
- Διακοπή της μεθοτρεξάτης - χορήγησή της την επόμενη φορά σε μικρότερη δόση. Εάν η στοματίτιδα δεν υποτροπιάσει η μεθοτρεξάτη συνεχίζεται κανονικά, αν όμως υποτροπιάσει διακόπτεται οριστικά.
- Ταυτόχρονη χορήγηση φυλλικού οξέος
- Παρεντερική χορήγηση της μεθοτρεξάτης
- Στοματικές πλύσεις με αλλοπουρινόλη (5 mg/ml διαλυμένα σε ύδωρ), 2-4 φορές ημερησίως επί 3 συνεχείς ημέρες (Montecucco C et al, 1994).
Πεπτικό έλκος : Η μεθοτρεξάτη δεν έχει αποδεδειγμένα ελκογόνο δράση, μπορεί όμως να εξασθενήσει την επούλωση των πεπτικών ελκών, γι' αυτό και συνιστάται να διακόπτεται πριν από την έναρξη της αντιελκωτικής αγωγής.
2.4.11.3 ΑΠΟ ΤΟ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Η μεθοτρεξάτη μπορεί να μειώσει την κάθαρση των νεφρών και της κρεατινίνης και την σπειραματική διήθηση (Seideman P et al, 1993) και, σε μικρές εβδομαδιαίες δόσεις, να αυξήσει σημαντικά την κρεατινίνη του ορού σε άτομα ηλικίας > 65 ετών (Wolfe F and Cathey MA, 1991). Η αύξηση της κρεατινίνης δεν μπορεί να προσδιορισθεί κατά πόσον οφείλεται στη μεθοτρεξάτη ή σε άλλους παράγοντες, όπως το γήρας ή ταυτόχρονα χορηγούμενα φάρμακα.
Κατ' άλλους, στους ψωριασικούς ασθενείς, η θεραπεία με χαμηλές δόσεις μεθοτρεξάτης δεν επηρεάζει την νεφρική λειτουργία (Kennedy C and Baker H, 1976) και δεν είναι νεφροτοξική (Zachariae H et al, 1990). Στις μεγάλες όμως δόσεις που χρησιμοποιούνται στους καρκινοπαθείς, μπορεί να μειώσει σημαντικά την σπειραματική διήθηση (Pitman SW et al, 1975) και να προκαλέσει νεφρική σωληναριακή βλάβη και νεφρική ανεπάρκεια λόγω καθίζησης του φαρμάκου και των ενεργών μεταβολιτών του στα νεφρικά σωληνάρια. Η νεφρική ανεπάρκεια μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της μεθοτρεξάτης σε τοξικά επίπεδα, δεδομένου ότι η μεθοτρεξάτη αποβάλλεται κυρίως από τους νεφρούς.
2.4.11.4 ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ-ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Οι βλεννογονοδερματικές αντιδράσεις, πλήν της στοματίτιδας και της παροδικής αλωπεκίας, είναι σπάνιες σε ασθενείς που παίρνουν μικρές δόσεις μεθοτρεξάτης, ενώ είναι πολύ συχνότερες με τις μεγαλύτερες δόσεις που παίρνουν οι καρκινοπαθείς.
ΤΥΠΟΙ ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΔΕΡΜΑΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΩΝ :
- Αποφολιδωτικό ερύθημα-αντιδράσεις υπερευαισθησίας (κνίδωση, αγγειο-οίδημα, παροδικά ερυθηματώδη εξανθήματα), σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεγάλες δόσεις μεθοτρεξάτης.
- Άτυπα κηλιδώδη εξανθήματα (0-20%) (Mielants H et al, 1991). Σπάνια επιβάλλουν διακοπή της θεραπείας. Η διάκρισή τους από άλλα φαρμακευτικά εξανθήματα είναι αδύνατη.
- Τοξική επιδερμόλυση.
- Έρπητας (τοπικός ή γενικευμένος) : Υποχωρεί με την προσωρινή διακοπή του φαρμάκου.
- Δερματική αγγειίτιδα : Εκδηλώνεται με ισχαιμικές αλλοιώσεις στις ράγες των δακτύλων ή περιονυχιαία και περιμετακάρπια νέκρωση, συχνά σε συνδυασμό με υποδόρια οζίδια (Tor-ner O et al, 1997; Simonart T et al, 1997; Halevy S et al, 1998).Κατ' άλλους, η μεθοτρεξάτη δεν σχετίζεται με αυξημένη συχνότητα δερματικής αγγειίτιδας (Kaye O et al, 1996). Η διάκριση της δερματικής αγγειίτιδας της συνδεόμενης με την μεθοτρεξάτη από την ρευματοειδή αγγειίτιδα με προσβολή μέσου μεγέθους αρτηριών είναι δυνατή μόνο με την διακοπή του φαρμάκου.
- Οψιμη δερματική πορφυρία (O' Neill T et al, 1993).
- Λέπτυνση τριχών, αλωπεκία, υπέρχρωση δέρματος, κνίδωση : Είναι ασυνήθιστες και γενικά υποχωρούν με μείωση της δόσης της μεθοτρεξάτης. Οι τρίχες, παρά την συνέχιση του φαρμάκου, ενίοτε αναγεννώνται.
- Φωτοευαισθησία
- Έξαρση οξείας δερματίτιδας από ακτινοβολία (Logan RA et al, 1988).
- Ενεργοποίηση ερυθήματος από υπεριώδη ακτινοβολία Β ή ψωραλένιο σε συνδυασμό με υπεριώδη ακτινοβολία Α, σε ασθενείς με ψωρίαση (Logan RA et al, 1988).
- Υποδόρια οζίδια ή διόγκωση ήδη υπαρχόντων ρευματικών οζιδίων (Alarcon GS and Koop-man WJ, 1993; Berris B et al, 1995).
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η επιταχυνόμενη οζιδίωση είναι συχνότερη με την μεθοτρεξάτη, παρά με άλλα 2ης γραμμής φάρμακα (Upchurch KS et al, 1987). Έχει αναφερθεί στο 8% των ασθενών με ΡΑ, ιδιαίτερα σε άνδρες με βαριά, οροθετική, μακροχρόνια νόσο (Kerstens PJ et al, 1992), όπως και σε παιδιά (Falcini F et al, 1997) και, σπάνια, σε ασθενείς με ψωρίαση ή ΨΑ (Berris B et al, 1995).
ΚΛΙΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ :
- Εμφανίζονται μετά από λίγους μήνες ή αρκετά χρόνια θεραπείας με μεθοτρεξάτη, συχνά όταν η αρθρίτιδα είναι σε ύφεση.
- Μπορεί να είναι πολλαπλά και μικρά σε μέγεθος και επώδυνα
- Συνήθως εντοπίζονται εκλεκτικά στις φάλαγγες των δακτύλων των χειρών, αλλά και σε άλλες, πλήν των κλασικών θέσεων εντόπισης των ρευματικών οζιδίων, περιοχές, όπως πτερύγια ώτων, πέος, πέλματα ποδών (Essig KM et al, 1994), καρδιά, πνεύμονες και μήνιγγες (Abu-Shakra M et al, 1994b)
- Μπορεί να συνδυάζονται με ελκώσεις ή περιφερικά έμφρακτα λόγω δερματικής αγγειίτιδας (Alarcon GS et al, 1993).
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Tα οζίδια από την μεθοτρεξάτη ιστολογικά είναι πανομοιότυπα με τα ρευματοειδή οζίδια, σε αντίθεση όμως με αυτά παρατηρούνται και σε οροαρνητικούς ασθενείς. Σ΄έναν ασθενή, η ανοσοκυτταρολογική εξέταση έδειξε 5% λεμφοκύτταρα με σχέση CD4/ CD8 25:1, με 85% των μονοπυρήνων κυττάρων αντιδρώντα για Leu-10 και 95%, για HLA-DR (Di Francesco L et al, 1994).
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η οζιδίωση από την μεθοτρεξάτη σχετίζεται έντονα με το HLA-DRB1* 0401 αλλήλιο (ή 8.7, 95% C.I. 2.2-36) (Ahmed SS et al, 1996).
ΘΕΡΑΠΕΙΑ :
- Διακοπή της μεθοτρεξάτης : Ακολουθείται συνήθως από πλήρη υποχώρηση των οζιδίων
- Σουλφασαλαζίνη 1.5-2 gr ή υδροξυχλωροκίνη 400 mg/24ωρο (Combe B et al, 1993; Sch-nabel A and Gross WL, 1994)
- Κολχικίνη 0.6 mg/12ωρο : Σε ασθενείς με πρόσφατη οζιδίωση μπορεί να μειώσει το μέγεθος, τον αριθμό και την ευαισθησία των οζιδίων σε ποσοστό >50% και σε διάστημα μικρότερο των 2 εβδομάδων.
2.4.11.5 ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
2.4.11.5.1 ΛΕΥΚΟΠΕΝΙΑ
Είναι μια από τις συχνότερες επιπλοκές της μεθοτρεξάτης, ιδιαίτερα όταν χορηγείται ταυτόχρονα με σαλικυλικά ή άλλα ΜΣΑΦ. Η συχνότητά της κυμαίνεται σε 2-20%. Είναι συνήθως παροδική, γι' αυτό, και εάν τα λευκά αιμοσφαίρια δεν μειωθούν <3.000 mm3, η μεθοτρεξάτη μπορεί να συνεχισθεί στην ίδια δόση, αν και ενίοτε πρέπει να μειώνεται προσωρινά ή και να διακόπτεται.
2.4.11.5.2 ΘΡΟΜΒΟΠΕΝΙΑ
Δεν είναι τόσο συχνή, όσο η λευκοπενία, ενίοτε εξαρτάται από την δόση της μεθοτρεξάτης και συνήθως διαρκεί μερικές μόνο ημέρες (Franck H et al, 1996; Lapadula G et al, 1997). Εάν οφείλεται σε ταυτόχρονη χορήγηση της μεθοτρεξάτης με ΜΣΑΦ, η μεθοτρεξάτη μπορεί να επαναχορηγηθεί με ασφάλεια σε διαφορετικές ημέρες ή διαστήματα από τα ΜΣΑΦ, ανάλογα με τον t(1/2) της κάθαρσής τους (Franck H et al, 1996).
2.4.11.5.3 ΠΑΓΚΥΤΤΑΡΟΠΕΝΙΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η παγκυτταροπενία από την μεθοτρεξάτη είναι σπάνια, αλλά μερικές φορές θανατηφόρα (Al-Awadhi Α et al, 1993). Μπορεί να εμφανισθεί αμέσως μετά την έναρξη ή μετά από αρκετούς μήνες συνεχούς θεραπείας με μεθοτρεξάτη και να συνδυάζεται με άλλες επιπλοκές (στοματίτιδα, υπογαμμασφαιριναιμία, εξάνθημα, ηπατίτιδα) (Mac Kinnon SK et al, 1985).
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Ελάττωση του αριθμού των κυττάρων και μεγαλοβλαστικές αλλοιώσεις στον μυελό.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ :
- Νεφρική ανεπάρκεια
- Προϋπάρχουσα μυελική βλάβη
- Αύξηση MCV
- Ανεπάρκεια φυλλικού οξέος
- Επαναλαμβανόμενα δοσολογικά σχήματα
- Συστηματικές λοιμώξεις
- Μεγάλη ηλικία ασθενούς (>60 ετών)
- Υπολευκωματιναιμία
- Ενδογενή νοσήματα
- Ταυτόχρονη χορήγηση 5 ή περισσότερων φαρμάκων
- Φάρμακα περιέχοντα ασθενή οργανικά οξέα
- ΜΣΑΦ
- Τριμεθοπρίμη/σουλφαμεθοξαζόλη
- Σιμετιδίνη
- Διουρητικά
- Σύγχυση στη δοσολογία
Συχνότητα χορήγησης μεθοτρεξάτης : Η καθημερινή, αντί της εβδομαδιαίας, χορήγηση της μεθοτρεξάτης είναι περισσότερο τοξική (Al-Awadhi A et al, 1993).
Εβδομαδιαία ή αθροιστική δόση μεθοτρεξάτης : Δεν φαίνεται να συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο παγκυτταροπενίας. Καταστολή του μυελού μπορεί να προκύψει ακόμα και με χαμηλές δόσεις μεθοτρεξάτης, ιδιαίτερα σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια ή θεραπευόμενους ταυτόχρονα με φάρμακα περιέχοντα ασθενή οργανικά οξέα.
Προχωρημένη ηλικία – θεραπεία με ΜΣΑΦ : Μπορεί έμμεσα να σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών, δεδομένου ότι συνδέονται με ελάττωση της νεφρικής κάθαρσης της μεθοτρεξάτης (Al-Awadhi A et al, 1993). Κατ΄άλλους, τα ΜΣΑΦ δεν ελαττώνουν την αποβολή της μεθοτρεξάτης (Ahern M et al, 1988).
Πενικιλλίνη : Η ταυτόχρονη χορήγησή της με μεθοτρεξάτη μπορεί να παρέμβει στη νεφρική απέκκριση της τελευταίας, οδηγώντας σε σοβαρή παγκυτταροπενία (Mayall B et al, 1991).
Νεφρική ανεπάρκεια (Doolittle GC et al, 1989), ακόμα και αν είναι ήπια (Al-Awadhi A et al, 1993). Γενικά, οι αιματολογικές επιπλοκές της μεθοτρεξάτης δεν είναι γνωστό κατά πόσον είναι συχνότερες σε ασθενείς με ήπια ή λανθάνουσα νεφρική ανεπάρκεια, δεδομένου ότι μπορεί να εμφανισθούν ακόμα και σε ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία. Πάντως, σε ασθενείς με βαριά νεφρική ανεπάρκεια η θεραπεία με μεθοτρεξάτη σχεδόν πάντα συνοδεύεται από σοβαρές αιματολογικές επιπλοκές.
Αύξηση MCV (Dodd HJ et al, 1985b; Weinblatt ME and Fraser P, 1989). Η θεραπεία με μικρές δόσεις μεθοτρεξάτης συνδέεται με μικρή αύξηση του MCV και σπάνια με μακροκυττάρωση (Stewart KA et al, 1991), πιθανώς λόγω ανεπάρκειας φυλλικού οξέος.
Τριμεθοπρίμη/σουλφαμεθοξαζόλη : Μπορεί να προκαλέσουν μεγαλοβλαστική παγκυτταροπενία εάν χορηγηθούν ταυτόχρονα με μεθοτρεξάτη (Jeurissen ME et al, 1989; Basin KS et al, 1991). Η επιπλοκή αυτή οφείλεται στην αντιφολική δράση της τριμεθοπρίμης, αν και η σουλφαμεθοξαζόλη και άλλα θειούχα φάρμακα μπορεί επίσης να προκαλέσουν μεμονωμένα παγκυτταροπενία.
Προβενεσίδη : Μπορεί να αυξήσει την τοξικότητα της μεθοτρεξάτης παρεκτοπίζοντάς την από τις πρωτεΐνες του πλάσματος (Paxton JW, 1984) και αναστέλλοντας την νεφρική (Iven H and Brasch H, 1988) και χολική (Kates RE et al, 1976) της απέκκριση.
2.4.11.5.4 ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ (Pointud P et al, 1992)
2.4.11.5.5 ΜΕΓΑΛΟΒΛΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΙΜΙΑ
Παρατηρείται σε ασθενείς θεραπευόμενους μακροχρόνια με μεθοτρεξάτη και πιθανώς οφείλεται σε ανεπάρκεια φυλλικού οξέος.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ :
- Aνεπάρκεια νεφρών ή φυλλικού οξέος
- Oξείες μικροβιακές ή ιογενείς λοιμώξεις
- Mεταβολές της φαρμακοδυναμικής της μεθοτρεξάτης από ταυτόχρονα χορηγούμενα φάρμακα (προβενεσίδη, τριμεθοπρίμη/σουλφαμεθοξαζόλη) (MacKinnon SK et al, 1985; Maricic M et al, 1986)
- Aύξηση MCV : Μπορεί να είναι δείκτης επικείμενων αιματολογικών διαταραχών της μεθοτρεξάτης (Weinblatt ME and Fraser P, 1989).
ΕΚΒΑΣΗ : Οι αιματολογικές επιπλοκές αναστρέφονται συνήθως μετά την διακοπή και δεν υποτροπιάζουν με την επαναχορήγηση της μεθοτρεξάτης, ενίοτε όμως έχουν κακή κατάληξη (Mie-lants H et al, 1991; Al-Awadhi A et al, 1993).
2.4.11.6 ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ
2.4.11.6.1 ΤΡΑΝΣΑΜΙΝΑΣΑΙΜΙΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η αύξηση των ηπατικών ενζύμων και κυρίως των τρανσαμινασών, είναι, μαζί με τις γαστρεντερικές διαταραχές, η συχνότερη επιπλοκή της μεθοτρεξάτης. Η συχνότητα και ο βαθμός της τρανσαμινασαιμίας εξαρτώνται από την δόση και την συχνότητα χορήγησης της μεθοτρεξάτης. Η τρανσαμινασαιμία παρατηρείται συνήθως στη διάρκεια των 10 πρώτων ημερών, ιδίως 2-3 ημέρες μετά την λήψη μιας απλής δόσης μεθοτρεξάτης, και γενικά στο 70% των ασθενών στη διάρκεια των 2-4 πρώτων χρόνων, της θεραπείας. Στη συνέχεια, η συχνότητά της μειώνεται, πιθανώς λόγω εξοικείωσης του ήπατος στη μεθοτρεξάτη. Αντίθετα, η αλκαλική φωσφατάση μπορεί να παραμείνει αυξημένη ακόμα και μετά από 5 χρόνια θεραπείας.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ : Στους ψωριασικούς ασθενείς, αύξηση των ηπατικών ενζύμων (αλκαλική φωσφατάση, SGOT, SGPT) και της κατακράτησης της BSP είναι συχνή, αλλά πτωχός δείκτης της βαρύτητας των ηπατικών ιστολογικών αλλοιώσεων (Weinstein G et al, 1973; Nyfors A, 1977), δεδομένου ότι οι ασθενείς αυτοί συχνά έχουν φυσιολογικές εξετάσεις στο χρόνο της ηπατικής βιοψίας και μπορεί να αναπτύξουν κίρρωση χωρίς να έχουν σταθερές βιοχημικές ενζυμικές διαταραχές (Weinstein G et al, 1973).
Σε ασθενείς με ΡΑ, η σημασία της τρανσαμινασαιμίας από την μεθοτρεξάτη δεν έχει προσδιορισθεί, επίμονη όμως αύξηση των τρανσαμινασών τουλάχιστον 2 φορές πάνω από τα ανώτερα φυσιολογικά όρια είναι ενδεικτική ηπατικής βλάβης. Πάντως, οι ασθενείς με ενεργό ΡΑ μπορεί να έχουν αύξηση των ηπατικών ενζύμων, ιδιαίτερα της αλκαλικής φωσφατάσης, και υπολευκωματιναιμία λόγω της χρόνιας φλεγμονής πριν από την έναρξη της θεραπείας με μεθοτρεξάτη.
Μεμονωμένη αύξηση των ηπατικών ενζύμων παρατηρείται στο 20-58% των ασθενών με ΡΑ που θεραπεύονται μακροχρόνια με μεθοτρεξάτη, αλλά είναι πτωχός προγνωστικός δείκτης της βαρύτητας των ιστολογικών αλλοιώσεων (Arias JM et al, 1993). Πάντως, επίμονη τρανσαμινασαιμία σε διαδοχικές, επανειλημμένες μετρήσεις κάθε 4-6 εβδομάδες φαίνεται ότι σχετίζεται με ηπατικές ιστολογικές αλλοιώσεις, ιδιαίτερα μετά από 2.5 χρόνια θεραπείας με μεθοτρεξάτη (Kre-mer JM et al, 1996).
Η αύξηση των τρανσαμινασών συνήθως υπερβαίνει κατά 2-4 φορές τα ανώτερα φυσιολογικά όρια, είναι γενικά παροδική και συχνά υποχωρεί αυτόματα ή 1-3 εβδομάδες μετά την προσωρινή διακοπή της μεθοτρεξάτης.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Σαν παθολογική θεωρείται η αύξηση της SGOT όταν υπερβαίνει κατά 2-3 φορές τα ανώτερα φυσιολογικά όρια, μπορεί όμως να κυμαίνεται και μέσα στα όρια αυτά.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ : Εάν η αύξηση των τρανσαμινασών είναι μικρή, η μεθοτρεξάτη μπορεί να συνεχισθεί. Εάν είναι επίμονη και υπερβαίνει το 3πλάσιο των ανώτερων φυσιολογικών ορίων, πρέπει να διακόπτεται οριστικά. Τελικά, πάντως, το ποσοστό των ασθενών που διακόπτει την μεθοτρεξάτη λόγω τρανσαμινασαιμίας δεν υπερβαίνει το 5%.
Μετά την επιστροφή των τρανσαμινασών σε φυσιολογικά επίπεδα, η μεθοτρεξάτη μπορεί να επαναχορηγηθεί, σε μικρότερη όμως δόση (π.χ. 15 mg, εάν εχορηγείτο σε δόση 20 mg/εβδ.), χωρίς υποτροπή της τρανσαμινασαιμίας. Εάν η αύξηση των τρανσαμινασών επιδεινώνεται 2-4 εβδομάδες μετά την διακοπή της μεθοτρεξάτης, μπορεί να χρειασθεί βιοψία ήπατος για να διευκρινισθούν τα αίτιά της.
2.4.11.6.2 ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ
2.4.11.6.2.1 ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΗΠΑΤΙΚΕΣ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΜΕ ΜΕΘΟΤΡΕΞΑΤΗ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΣΗΜΑ
ΨΩΡΙΑΣΗ ΜΗ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΗ ΜΕ ΜΕΘΟΤΡΕΞΑΤΗ
- Λιπώδεις αλλοιώσεις και μη ειδική αντιδραστική ηπατίτιδα (50%) (Lanse SB et al, 1985; Ro-enigk HH Jr et al, 1988)
- Ινωση (0-22%) (συνήθως ήπια)
- Κίρρωση (0-1.5%).
ΨΩΡΙΑΣΗ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΗ ΜΕ ΜΕΘΟΤΡΕΞΑΤΗ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Οι ηπατικές επιπλοκές, περιλαμβανομένης της ίνωσης και κίρρωσης, είναι συχνές σε ψωριασικούς ασθενείς θεραπευόμενους μακροχρόνια με μεθοτρεξάτη (Bjorkman DJ et al, 1988; Boffa MJ et al, 1995). Στους ασθενείς αυτούς, η επίπτωση της ίνωσης κυμαίνεται σε 14-34% και της κίρρωσης, σε 0-21%. Η συχνότητα της μέτριας ίνωσης που επιβάλλει διακοπή της μεθοτρεξάτης προσεγγίζει το 26%, και της κίρρωσης, το 7% (Ashton RE et al, 1982).
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ :
- Αλκοολισμός (παλαιός ή εν ενεργεία)
- Καθημερινή χορήγηση μεθοτρεξάτης
- Μακροχρόνια θεραπεία με μεθοτρεξάτη
- Μεγάλη ηλικία ασθενούς
- Αθροιστική δόση μεθοτρεξάτης
- Προϋπάρχουσα ηπατοπάθεια
- Παχυσαρκία
- Προηγηθείσα θεραπεία με αρσενικό ή βιταμίνη Α
- Νεφρική ανεπάρκεια
- HLA A1 και B8
Κατάχρηση οινοπνεύματος : Συνδέεται με σοβαρή ίνωση και κίρρωση (Themido R et al, 1992). Οι αλκοολικοί έχουν 2.5-5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο ηπατοτοξικότητας από την μεθοτρεξάτη (Whiting-O' Keefe QE et al, 1991). Η ίνωση είναι ηπιότερη και η κίρρωση, σπάνια, σε ασθενείς π&om