Λεφλουνομίδη
Η λεφλουνομίδη είναι αναστολέας της βιοσύνθεσης της πυριμιδίνης. Είναι παράγωγο της ισοξαζόλης και έχει ανοσοτροποποιητική δράση, αλλά διαφέρει δομικά και φαρμακολογικά από τους άλλους ανοσοτροποποιητικούς παράγοντες που είναι σε χρήση στη θεραπεία των ρευματικών νοσημάτων. Yπάρχει σαν άοσμη, λευκή σκόνη με 2 πολυμορφικούς τύπους. Έχει pKa 10.8 σε 23ο C, μοριακό βάρος 270.2 και σημείο τήξης, –165ο C. Είναι ελεύθερα διαλυτή στην αιθανόλη, διαλυτή στον διαιθυλεστέρα και πρακτικά αδιάλυτη στο ύδωρ
ΧΗΜΕΙΑ
Λεφλουνομίδη (Leflunomide)
- Χημικό όνομα : N-(4-trifluoromethylphenyl)-5-methylisoxazole-4-carboxamide
- Μοριακός τύπος : C12H9F3N2O2
ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ
Η λεφλουνομίδη είναι ανοσοτροποποιητικός παράγοντας, με αντιφλεγμονώδεις και ανοσοκατασταλτικές ιδιότητες. Περιέχει έναν αρωματικό δακτύλιο με μία τριφθοριομεθυλομάδα, έναν ισοξαζολικό δακτύλιο και ένα μόριο καρβοξαμίδης. Θεωρείται προφάρμακο, δεδομένου ότι μεταβολίζεται in vivo ταχέως και σχεδόν πλήρως στον φαρμακολογικά ενεργό μεταβολίτη Α77 1726 (M1).
Ο M1 είναι μία μαλονονιτριλαμίδη, ένας μεταβολίτης ανοικτού δακτυλίου του κυανοξεικού οξέος. Είναι ουσιαστικά υπεύθυνος για όλες τις in vivo δράσεις της λεφλουνομίδης και έχει μεγαλύτερη ανοσοτροποποιητική δράση από την μητρική ένωση. Η ύπαρξη μιας β-κετοαμίδης με μίαν ενολική υδροξυλομάδα cis στο μόριο της αμίδης παίζει σημαντικό ρόλο στην ανοσοτροποποιητική δράση της λεφλουνομίδης.
Ο ακριβής μηχανισμός δράσης της λεφλουνομίδης στη ΡΑ δεν είναι πλήρως γνωστός, αλλά φαίνεται ότι περιλαμβάνει κυρίως ρύθμιση των αυτοάνοσων λεμφοκυττάρων που εμπλέκονται στην παθογένεση της ΡΑ. Η λεφλουνομίδη ασκεί πιθανώς τις ανοσοτροποποιητικές της δράσεις αποτρέποντας την ανάπτυξη των ενεργοποιημένων αυτοάνοσων λεμφοκυττάρων μέσω παρέμβασης στον κυτταρικό κύκλο. Σε ασθενείς με ΡΑ, η δράση αυτή έχει σαν αποτέλεσμα προοδευτική απομάκρυνση των αυτοάνοσων λεμφοκυττάρων και απορρύθμιση της αυτοάνοσης διαδικασίας.
ΑΝΟΣΟΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ
1. ΔΡΑΣΕΙΣ ΛΕΦΛΟΥΝΟΜΙΔΗΣ
- Αναστέλλει αναστρέψιμα την διϋδροοροτική δεϋδρογενάση, ένζυμο σημαντικό για την de novo παραγωγή της μονοφωσφορικής ουριδίνης του ριβονουκλεοτιδίου της πυριμιδίνης (pyrimidine ribonucleotide uridine monophosphate) (rUMP).Η ανθρώπινη διϋδροοροτική δεϋδρογενάση αποτελείται από 2 τμήματα : ένα τμήμα άλφα/βήτα κυλινδροειδούς διαμόρφωσης, το οποίο περιέχει το ενεργό σημείο, και ένα τμήμα άλφα έλικας, που σχηματίζει σήραγγα η οποία οδηγεί στο ενεργό σημείο.Ο M1 συνδέεται με την υδρόφοβη σήραγγα σε σημείο προσκείμενο του μονονουκλεοτιδίου της φλαβίνης. Η καρβονυλική ομάδα της M1 είναι υδρογόνο συνδεδεμένο με ύδωρ, συνδεόμενο με το Arg 136. Η ενολική υδροξυ-ομάδα είναι υδρογόνο συνδεδεμένο με Tyr 356 και ο τριφθοριο-μεθυλαρωματικός δακτύλιος έρχεται σε επαφή με ορισμένα τμήματα της σήραγγας. Η IC50 του M1 για την ανασυνδυασμένη ανθρώπινη διϋδροοροτική δεϋδρογενάση είναι περίπου 1 µmol/L, in vitro.Τα ριβονουκλεοτίδια της πυριμιδίνης, στην οποία περιλαμβάνεται η rUMP, προέρχονται είτε από τις οδούς της de novo σύνθεσης οι οποίες απαιτούν διϋδροοροτική δεϋδρογενάση, είτε από οδούς διαφυγής μη εξαρτώμενες από την διϋδροοροτική δεϋδρογενάση. Επειδή τα ενεργοποιημένα λεμφοκύτταρα απαιτούν αυξημένα επίπεδα rUMP και άλλα ριβονουκλεοτίδια της πυριμιδίνης για να μεταβούν από την G1, στη S φάση του κυτταρικού κύκλου, τα ενεργοποιημένα λεμφοκύτταρα εξαρτώνται και από την de novo σύνθεση και από τις οδούς διαφυγής.Η αναστολή της διϋδροοροτικής δεϋδρογενάσης από τον M1 προλαβαίνει την παραγωγή rUMP μέσω της de novo οδού. Η δράση αυτή έχει σαν αποτέλεσμα μείωση των επιπέδων της rUMP και της σύνθεσης DNA και RNA, αναστολή του κυτταρικού πολλαπλασιασμού και ανακοπή του G1 κυτταρικού κύκλου (Davis JP et al, 1996; Fox RI, 1998; Prakash A and Jarvis B, 1999; Fox RI et al, 1999). Η ελάττωση των επιπέδων της rUMP μπορεί να έχει σαν συνέπεια παρέμβαση στη συγκόλληση των ενεργοποιημένων λεμφοκυττάρων στα ενδοθηλιακά κύττταρα των αγγείων του υμένα και αύξηση της σύνθεσης των ανοσοκατασταλτικών κυτταροκινών, όπως ο TGF-β.
- Δεν φαίνεται να επηρεάζει τα μη λεμφοειδή κύτταρα, επειδή τα αναπαραγόμενα κύτταρα του γαστρεντερικού σωλήνα και του αιμοποιητικού συστήματος μπορεί να διατηρήσουν τις βασικές απαιτήσεις για αιμόσταση και κυτταρική διαίρεση για νουκλεοτίδια της πυριμιδίνης με την χρήση οδών διαφυγής μη εξαρτώμενων από την διϋδροοροτική δεϋδρογενάση (Fox RI, 1998; Fox RI et al, 1999).
- Αναστέλλει την δραστηριότητα της τυροσινοκινάσης σε ενεργά διαιρούμενα κύτταρα, in vitro. Η δράση αυτή μπορεί να ευθύνεται για την θεραπευτική δράση του φαρμάκου σε ποντικούς με λεμφοϋπεροπλαστικά νοσήματα (Silva HT Jr and Morris RE, 1997; Fox RI, 1998; Prakash A and Jarvis B, 1999). Πάντως, δεν φαίνεται να παίζει ρόλο στην ανοσοτροποποιητική δράση της λεφλουνομίδης στη ΡΑ, δεδομένου ότι οι συγκεντρώσεις του M1 οι απαιτούμενες για την αναστολή της δραστηριότητας της τυροσινοκινάσης είναι 5-1.000 φορές μεγαλύτερες από τις απαιτούμενες για την αναστολή της διυδροοροτικής δεϋδρογενάσης.
- Εχει αντιφλεγμονώδη δράση, αναστέλλοντας την COX-2.
- Δεν επηρεάζει την φαγοκυττάρωση από ανθρώπινα κοκκιοκύτταρα και δεν αναστέλλει την σύνθεση λεμφοκίνης σε murine T-λεμφοκύτταρα.
- Δεν παρεμβαίνει στα πρώιμα βήματα της ενεργοποίησης των λεμφοκυττάρων, σε αντίθεση με την κυκλοσπορίνη, και επομένως δεν επηρεάζει τα αναμνηστικά Τ-λεμφοκύτταρα που κυκλοφορούν στην Go φάση.
2. ΔΡΑΣΕΙΣ ΕΝΕΡΓΟΥ ΜΕΤΑΒΟΛΙΤΗ ΛΕΦΛΟΥΝΟΜΙΔΗΣ
- Αναστέλλει την παραγωγή της PGE2, της μεταλλοπρωτεϊνάσης 1 της θεμέλιας ουσίας και την IL-6 σε ανθρώπινα υμενοκύτταρα παρόμοια με ινοβλάστες (Βurger D et al, 2003). Στη δράση αυτή μπορεί να οφείλεται ένα μέρος της αποτελεσματικότητας της λεφλουνομίδης σε ασθενείς με ΡΑ.
- Μειώνει τον αριθμό των θετικών μακροφάγων για τον ενδοκυττάριο TNF-α και την IL-1β σε καλλιέργειες υμενικών ιστών από ασθενείς με ΡΑ (Cutolo M et al, 2003)
ΕΙΚΟΝΑ 132 : Αναστολή διϋδροοροτικής δεϋδρογενάσης από την λεφλουνομίδη
ΕΙΚΟΝΑ 133 : Αναστολή παραγωγής Τ-λεμφοκυττάρων από την λεφλουνομίδη
3. ΑΝΤΙ-ΙΟΓΕΝΕΙΣ ΔΡΑΣΕΙΣ
Ο ενεργός μεταβολίτης της λεφλουνομίδης έχει αντι-ιογενή δράση σε ανθρώπινους ινοβλάστες και ενδοθηλιακά κύτταρα μολυνθέντα από κυτταρομεγαλοϊό, in vitro. Η δράση αυτή ασκείται τόσο σε ευαίσθητα, όσο και σε ανθεκτικά στην γκανσικλοβίρη, στελέχη του ιού.
Ο μηχανισμός της αντι-ιογενούς δράσης του M1 δεν έχει προσδιορισθεί. Πάντως, διαφέρει των άλλων φαρμάκων με γνωστή δράση κατά του κυτταρομεγαλοϊού (σιδοφοβίρη, φοσκαρνέτη, γκανσικλοβίρη), δεδομένου ότι ο M1 δεν φαίνεται να επηρεάζει την σύνθεση του DNA του κυτταρομεγαλοϊού. Ακόμα, αν και δεν επηρεάζει την σύνθεση της τριφωσφατάσης της πυριμιδίνης, φαίνεται ότι προλαβαίνει την ωρίμανση και συγκέντρωση των σωματιδίων του ιού, πιθανώς μέσω αναστολής της φωσφορυλίωσης των πρωτεϊνών του ιού.
Παρόμοια, ο ενεργός μεταβολίτης της λεφλουνομίδης, σε φαρμακολογικές συγκεντρώσεις, αναστέλλει με δοσοεξαρτώμενο τρόπο την παραγωγή του ιού του απλού έρπητα τύπου 1 (HSV-1). Ο μηχανισμός της αντι-ιογενούς αυτής δράσης αποδίδεται σε διαταραχή της συναρμολόγησης του ιϊκού σωματιδίου λόγω παρεμπόδισης του σχηματισμού του νουκλεοκαψιδικού περιβλήματος (Knight DA et al, 2001).
4. ΟΥΡΙΚΟΖΟΥΡΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
Η λεφλουνομίδη, λόγω ειδικής δράσης στην ψηκτροειδή παρυφή του εγγύς νεφρικού σωληναρίου, έχει ουρικοζουρική δράση.
ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ
- Έχει καρκινογόνο δράση, χορηγούμενη σε δόσεις 6 mg/kg/24ωρο (περίπου 2.5% της μέγιστης ανθρώπινης συστηματικής έκθεσης στον M1 με βάση την AUC), σε αρουραίους. Σε άρρενες ποντικούς, σε δόσεις 15 mg/kg, (1.7 φορές την ανθρώπινη έκθεση στον M1 με βάση την AUC) συνδέεται με αυξημένη συχνότητα λεμφωμάτων και στις θήλεις, σε δόσεις 1.5 mg/kg (περίπου 10% της ανθρώπινης έκθεσης στον M1 με βάση την AUC), με δοσοεξαρτώμενη αύξηση της συχνότητας βρογχοκυψελιδικών αδενωμάτων και καρκινωμάτων.
- Δεν έχει μεταλλαξιογόνο και κλαστογενική δράση, στην in vivo δοκιμασία του μικροπυρήνα ποντικών ή την κυτταρογενετική δοκιμασία των κυττάρων του μυελού των οστών κινέζικου χάμστερ. Πάντως, ο TFMA (4- τριφθοριομεθυλαλανίνη), ένας ελάσσων μεταβολίτης της λεφλουνομίδης, έχει μεταλλαξιογόνο και κλαστογενική δράση και προκαλεί σημειακή μετάλλαξη in vitro, όχι όμως in vivo.
- Είναι εμβρυοτοξική. Σε δόσεις 1 mg/kg, δεν έχει τερατογόνο δράση σε αρουραίους και κουνέλια. Σε αρουραίους, χορηγούμενη στη διάρκεια της οργανογένεσης σε δόσεις 15 mg/kg per os, προκαλεί ανοφθαλμία ή μικροφθαλμία και εσωτερικό υδροκέφαλο. Ακόμα, αυξάνει την εμβρυϊκή θνητότητα και μειώνει το σωματικό βάρος των μητέρων και των επιζώντων εμβρύων. Σε δόση 10 mg/kg προκαλεί δυσπλασία και συνένωση του στερνιδίου στα κουνέλια. Σε θήλεις αρουραίους, χορηγούμενη σε δόσεις 1,25 mg/kg τουλάχιστον 14 ημέρες προ της αναπαραγωγής και μέχρι τέλους της γαλουχίας, μειώνει σημαντικά (> 90%) την επιβίωση των απογόνων.
ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ
Μετά την per os χορήγησή της, η λεφλουνομίδη μετατρέπεται ταχέως στον γαστρεντερικό βλεννογόνο και το ήπαρ στον ενεργό μεταβολίτη M1. Ο M1, μετά την per os χορήγησή του, φθάνει σε μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα συνήθως μετά από 6-12 ώρες. Τα επίπεδά του στο πλάσμα σχετίζονται γραμμικά με την δόση της λεφλουνομίδης.
Επειδή ο Μ1 έχει μακρό t(1/2) (περίπου 2 εβδομάδες), η λεφλουνομίδη πρέπει να χορηγείται σε δόση εφόδου 100 mg επί 3 ημέρες, προκειμένου ο M1 να φθάσει ταχέως σε σταθερά επίπεδα, ειδάλλως φθάνει σε κατάσταση ισορροπίας στον ορό μετά από 2 μήνες. Σε ασθενείς με ΡΑ, μετά από την εφάπαξ χορήγηση 50 ή 100 mg λεφλουνομίδης, οι συγκεντρώσεις του M1 στο πλάσμα μετά από 24 ώρες φθάνουν σε επίπεδα 4 ή 8.4-8.5 µg/ml, αντίστοιχα. Μετά την χορήγηση 100 mg λεφλουνομίδης per os επί 3 ημέρες και στη συνέχεια 10-25 mg, οι συγκεντρώσεις του M1 στο πλάσμα μετά από 24 ώρες φθάνουν σε επίπεδα 18 ή 63 μg/ml, αντίστοιχα.
Η βιοδιαθεσιμότητα των δισκίων της λεφλουνομίδης ανέρχεται στο 80% εκείνης του πόσιμου διαλύματος. Η συγχορήγηση της λεφλουνομίδης με τροφές πλούσιες σε λίπη δεν φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά τα επίπεδα του M1 στο πλάσμα.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΛΕΦΛΟΥΝΟΜΙΔΗΣ
Ηλικία και φύλο : Δεν μεταβάλλουν σημαντικά την φαρμακοκινητική συμπεριφορά του M1, in vivo.
Κάπνισμα : Στους καπνιστές, η κάθαρση της λεφλουνομίδης αυξάνεται κατά 38%, συγκριτικά με τους μη καπνιστές.
Νεφρική ανεπάρκεια : Σε ασθενείς με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια η αιμοδιΰλιση δεν επηρεάζει σημαντικά τα επίπεδα του κυκλοφορούντος M1, αν και διπλασιάζει το ελεύθερο κλάσμα του.
Ηπατική ανεπάρκεια : Η φαρμακοκινητική της λεφλουνομίδης δεν έχει μελετηθεί σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια.
Η κατανομή του M1 στους ιστούς και τα υγρά του σώματος δεν έχει πλήρως χαρακτηρισθεί. Σε σταθερή κατάσταση, ο M1 έχει χαμηλό όγκο κατανομής (Vss=0.13 L/kg) (Prakash A and Jarvis B, 1999). Σε υγιείς ενήλικες, συνδέεται με τις λευκωματίνες σε ποσοστό > 99%. Ενώ συνδέεται ισχυρά με τις πρωτεΐνες και σε υγιή άτομα και σε πάσχοντες από ΡΑ, η αναλογία του ελεύθερου M1 είναι ελαφρώς υψηλότερη σε ασθενείς με ΡΑ.
Σε ασθενείς υποβαλλόμενους σε χρόνια περιπατητική περιτοναϊκή διΰλιση ή αιμοδιΰλιση, το ποσοστό του ελεύθερου M1 είναι διπλάσιο απ΄ό, τι σε υγιείς ενήλικες (1.51, σε σύγκριση με 0.62%). Δεν είναι γνωστό κατά πόσον ο M1 διέρχεται τον πλακούντα στον άνθρωπο ή κατανέμεται στο ανθρώπινο γάλα.
Ο t(1/2) της αποβολής του M1 στο πλάσμα ανέρχεται σε 14-18 ημέρες (εύρος 5-40 ημέρες). Η μεγάλη διάρκεια του t(1/2) του M1 είναι αποτέλεσμα της ισχυρής πρωτεϊνικής σύνδεσης και της ηπατοχολικής κυκλοφορίας του.
Η κάθαρση του M1 υπολογίζεται σε 31 ml/h, αυξανόμενη κατά 38% σε καπνιστές σιγαρέττων συγκριτικά με μη καπνιστές, χωρίς όμως αντίστοιχη αύξηση της αποτελέσματικότητας (Prakash A and Jarvis B; 1999; Silva HT et al, 1999).
Η λεφλουνομίδη απεκκρίνεται από τα ούρα σαν γλυκουρονιδικό σύμπλοκο. Ο M1 αποβάλλεται μέσω των νεφρών και της χολής. Στη διάρκεια των πρώτων 96 ωρών της θεραπείας, η λεφλουνομίδη αποβάλλεται κυρίως μέσω των νεφρών και στη συνέχεια, κυρίως με τα κόπρανα. Μετά την εφάπαξ per os χορήγηση ραδιοσημασμένης λεφλουνομίδης, περίπου 43% της δόσης αποβάλλεται από τα ούρα και 48%, με τα κόπρανα.
Οι βασικοί μεταβολίτες της λεφλουνομίδης στα ούρα είναι γλυκουρονικά προϊόντα προερχόμενα από την λεφλουνομίδη και ένα παράγωγο του οξαλινικού οξέος του M1. Ο κύριος μεταβολίτης της λεφλουνομίδης στα κόπρανα είναι ο M1.
Επειδή ο M1 επαναρροφάται μέσω του εντεροηπατικού κύκλου, η χορήγηση χολεστυραμίνης ή άνθρακα μπορεί να επιταχύνει την απομάκρυνση του M1 από τον οργανισμό. Σε ασθενείς με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, ο M1 δεν απομακρύνεται με την αιμοδιΰλιση.
Μετά την per os χορήγησή της, η λεφλουνομίδη μεταβολίζεται ταχέως στον γαστρεντερικό βλεννογόνο και το ήπαρ σε M1, κυανοξεικό οξύ και πολλούς ελάσσονες μεταβολίτες. Ο M1 αντιπροσωπεύει >90% των μεταβολιτών της λεφλουνομίδης. Από τους ελάσσονες μεταβολίτες, μόνον η 4-τριφθοριομεθυλανιλίνη (TFMA) ανιχνεύεται σε χαμηλές συγκεντρώσεις στο πλάσμα. Αν και δεν έχουν εντοπισθεί ειδικά ένζυμα εμπλεκόμενα στον πρωταρχικό μεταβολισμό της λεφλουνομίδης, έχουν ανευρεθεί ηπατικά κυτοσολικά και μικροσωμικά κυτταρικά τμήματα στις περιοχές του μεταβολισμού.
ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ -ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ
Δεν έχει αναφερθεί.
ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
1. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Άνθρακας
Αλληλεπιδράσεις : Η χορήγηση 50 gr εναιωρήματος ενεργού άνθρακα κάθε 6 ώρες επί 24 ώρες per os ή μέσω ρινογαστρικού σωλήνα μειώνει τις συγκεντρώσεις του M1 37 ή 48% σε 24 και 48 ώρες, αντίστοιχα.
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος.
Συστάσεις : Η ασφάλεια του συνδυασμού αυτού δεν έχει προσδιορισθεί, γι΄αυτό και είναι προτιμότερο να αποφεύγεται.
Αντιδιαβητικά
Αλληλεπιδράσεις : Η λεφλουνομίδη μπορεί να αυξήσει το ελεύθερο τμήμα της τολβουταμίδης κατά 13-50%. Η λεφλουνομίδη αλληλεπιδρά πιθανώς και με άλλες σουλφοναμίδες.
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος.
Συστάσεις : Η ασφάλεια του συνδυασμού της λεφλουνομίδης με per os αντιδιαβητικά δεν έχει προσδιορισθεί, γι΄αυτό και είναι προτιμότερο να αποφεύγεται.
Μεθοτρεξάτη
Αλληλεπιδράσεις : Η ταυτόχρονη χορήγηση της λεφλουνομίδης με χαμηλές δόσεις μεθοτρεξάτης (10-25 mg/εβδ.) μπορεί να αυξήσει τα ηπατικά ένζυμα κατά 2-3 φορές. Η ηπατοτοξικότητα συνήθως υποχωρεί μετά την διακοπή της λεφλουνομίδης ή/και της μεθοτρεξάτης. Η χορήγηση της λεφλουνομίδης ταυτόχρονα με ή αμέσως μετά την μεθοτρεξάτη μπορεί σπάνια να προκαλέσει παγκυτταροπενία.
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος.
Συστάσεις : Η συγχορήγηση της λεφλουνομίδης με μεθοτρεξάτη είναι προτιμότερο να αποφεύγεται.
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα
Αλληλεπιδράσεις : Τα ΜΣΑΦ δεν φαίνεται να επηρεάζουν την δράση της λεφλουνομίδης. Πάντως, η πιθανότητα αλληλεπίδρασης της λεφλουνομίδης με τα ΜΣΑΦ δεν μπορεί να αποκλεισθεί, δεδομένου ότι ο M1 αναστέλλει τα ένζυμα 2C9 του κυτοχρώματος P450, τα οποία είναι υπεύθυνα για τον μεταβολισμό πολλών ΜΣΑΦ, και επηρεάζει την πρωτεϊνική σύνδεση μερικών ΜΣΑΦ.
Η λεφλουνομίδη μπορεί να αυξήσει το ελεύθερο τμήμα της ιμπουπροφαίνης και της δικλοφενάκης κατά 13-50%, in vitro. Η κλινική σημασία της αλληλεπίδρασης αυτής δεν έχει διευκρινισθεί.
Συστάσεις : Ο συνδυασμός της λεφλουνομίδης με ιμπουπροφαίνη ή δικλοφενάκη, αν και η ασφάλεια του δεν έχει προσδιορισθεί, είναι προτιμότερο να αποφεύγεται.
Ριφαμπικίνη
Αλληλεπιδράσεις : Μετά από την εφάπαξ per os χορήγηση 100 mg λεφλουνομίδης σε ασθενείς θεραπευόμενους με ριφαμπικίνη (600 mg/24ωρο επί 8 ημέρες), οι μέγιστες συγκεντρώσεις του M1 στον ορό αυξάνονται κατά 40% περίπου.
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος.
Συστάσεις : Η λεφλουνομίδη μπορεί να αυξήσει σημαντικά τις συγκεντρώσεις του M1 στο πλάσμα, γι΄αυτό και η ριφαμπικίνη πρέπει να συγχορηγείται με προσοχή με την λεφλουνομίδη.
Τολβουταμίδη
Αλληλεπιδράσεις : Ο M1 αυξάνει την πρωτεϊνική σύνδεση της τολβουταμίδης κατά 13-50%, in vitro. Η κλινική σημασία της αλληλεπίδρασης αυτής δεν έχει διευκρινισθεί.
Χολεστυραμίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η χολεστυραμίνη, χορηγούμενη σε δόση 8 gr 3 φορές ημερησίως επί 24 ώρες, μειώνει τις συγκεντρώσεις του M1 στο πλάσμα κατά 40% ή 49-65% μετά από 24 ή 48 ώρες, αντίστοιχα.
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος.
Συστάσεις : Η ασφάλεια του συνδυασμού αυτού δεν έχει προσδιορισθεί, γι΄αυτό και είναι προτιμότερο να αποφεύγεται.
Φάρμακα που δεν αλληλεπιδρούν με την λεφλουνομίδη
- Αντιπηκτικά : Η βαρφαρίνη δεν επηρεάζει την πρωτεϊνική σύνδεση του M1, in vitro.
- Αντισυλληπτικά per os - σιμετιδίνη : Δεν αλληλεπιδρούν σημαντικά με την λεφλουνομίδη, in vivo.
2. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Στον ορό :
- SGOT → αύξηση
- SGPT → αύξηση
- Φωσφόρος → ελάττωση
- Κάλιο → ελάττωση
Στα ούρα :
- Ουρικό οξύ → αύξηση
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα
ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗ ΛΕΦΛΟΥΝΟΜΙΔΗ :
- Σύνδρομο Felty
- Αγγειίτιδα
- Σύνδρομο Sjogren
- Κοκκιωμάτωση Wegener
- Πομφολυγώδες πεμφιγοειδές
ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Κύηση
- Γνωστή υπερευαισθησία στην λεφλουνομίδη ή τα συστατικά της
- Σοβαρή ανοσοανεπάρκεια (π.χ. AIDS)
- Δυσπλασία μυελού οστών
- Σοβαρές λοιμώξεις
- Διαταραχές ηπατικής λειτουργίας
- Μέτρια έως σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια
- Βαριά υποπρωτεϊναιμία (π.χ. νεφρωσικό σύνδρομο)
ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
1. ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Αντιμετώπιση των σημείων και συμπτωμάτων και αναστολή των οστικών διαβρώσεων σε ενήλικες με μέτρια έως σοβαρή ΡΑ.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η λεφλουνομίδη, σε δόσεις 10 και 25 mg/24ωρο, μειώνει τον αριθμό των διογκωμένων αρθρώσεων, τον πόνο και την διάρκεια της πρωινής δυσκαμψίας και την δραστηριότητα της νόσου και βελτιώνει την ποιότητα της ζωής στο 41-49% των ασθενών με ΡΑ, περισσότερο από placebo (Mladenovic V et al, 1995; Rozman B, 1998; Smolen JS, 1999; Kalden JR et al, 2001; Scott DL et al, 2001). Σύμφωνα με πιλοτική μελέτη, 100 mg λεφλουνομίδης/εβδομάδα έχουν παρόμοια αποτελεσματικότητα με το συμβατικό δοσολογικό σχήμα (Jakez-Ocampo J et al, 2002). Η ανταπόκριση γενικά εμφανίζεται μετά τον 1ο μήνα, και η μέγιστη βελτίωση, εντός των 3-6 μηνών, της θεραπείας. Κατά την διάρκεια της θεραπείας με λεφλουνομίδη μπορεί να συνεχισθεί η χορήγηση ασπιρίνης, ΜΣΑΦ ή/και μικρών δόσεων κορτικοειδών.
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ : Η λεφλουνομίδη έχει πολύ μεγαλύτερη τροποποιητική δράση από placebo (Smolen JS, 1999; Larsen A et al, 2001) και καθυστερεί τις ακτινολογικές αλλοιώσεις εξίσου (Emery P, 1999; Sharp JT et al, 2000) ή περισσότερο (Larsen A et al, 2001) από την σουλφασαλαζίνη και εξίσου (Strand V et al, 1999; Sharp JT et al, 2000; Cohen S et al, 2001) ή περισσότερο (Emery P, 1999) από την μεθοτρεξάτη.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Μεθοτρεξάτη :
- Είναι περισσότερο αποτελεσματική και έχει μεγαλύτερη τροποποιητική δράση από την λεφλουνομίδη (Emery P et al, 2000). Κατ΄άλλους :
- Η μεθοτρεξάτη έχει ισοδύναμη (Strand V et al, 1999) ή μικρότερη (Ηu Y et al, 2001; Reece RJ et al, 2002) αποτελεσματικότητα συγκριτικά με την λεφλουνομίδη.
- Η λεφλουνομίδη έχει παρόμοια αποτελεσματικότητα (Reece RJ et al, 2002) και τροποποιητική δράση με την μεθοτρεξάτη, αλλά βελτιώνει πολύ περισσότερο τον δείκτη αναπηρίας και την ποιότητα της ζωής (Cohen S et al, 2001)
Σουλφασαλαζίνη : Είναι εξίσου αποτελεσματική με την λεφλουνομίδη (Smolen JS, 1999). Κατ΄άλλους, η λεφλουνομίδη έχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα (Kalden JR et al, 2001; Scott DL et al, 2001) και παρόμοια (Scott DL et al, 2001) ή μεγαλύτερη (Larsen A et al, 2001) τροποποιητική δράση, συγκριτικά με την σουλφασαλαζίνη.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Λεφλουνομίδη + μεθοτρεξάτη : Η λεφλουνομίδη είναι αποτελεσματική σε ασθενείς με ανεπαρκή ανταπόκριση στη μεθοτρεξάτη (Weinblatt ME et al, 1999; Mroczkowski PJ et al, 1999; Weinblatt ME et al, 1999; Kremer JM et al, 2002). Ο συνδυασμός αυτός είναι γενικά καλά ανεκτός και μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ασφάλεια με την κατάλληλη κλινική και εργαστηριακή παρακολούθηση (Kremer Jm et al, 2002).
Λεφλουνομίδη + ινφλιξιμάμπη (3 mg/kg) : Είναι πολύ αποτελεσματικός, αλλά δεν συνιστάται γιατί συνοδεύεται από ανεπιθύμητες ενέργειες, ενίοτε σοβαρές, σε αυξημένη συχνότητα (Kiely PD and Johnson DM, 2002).
ΨΩΡΙΑΣΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
Σ΄ έναν ασθενή, η λεφλουνομίδη εμείωσε τις αρθρικές διαβρώσεις και βοήθησε στην αποκατάσταση των αρθρικών αλλοιώσεων (Cuchacovich M and Soto L, 2002).
ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΣ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗΣ ΛΥΚΟΣ
Η λεφλουνομίδη είναι αποτελεσματική και ασφαλής σε ασθενείς με ΣΕΛ μετά από 2-3 μήνες θεραπείας (Remer CF et al, 2001).
ΣΥΝΔΡΟΜΟ FELTY
Ενας ασθενής είχε θεαματική βελτίωση της λευκοπενίας, της ουδετεροπενίας και της αρθρίτιδας με λεφλουνομίδη (Talip F et al, 2001).
ΑΡΤΗΡΙΤΙΔΑ TAKAYASU
H λεφλουνομίδη είναι αποτελεσματική σε ασθενείς με αρτηρίτιδα Takayasu ανθεκτική στα κορτικοειδή και την μεθοτρεξάτη (Haberhauer G et al, 2001).
ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΣΥΜΠΑΓΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ
Στα ζώα, η λεφλουνομίδη, σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα, μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη της απόρριψης αλλομοσχευμάτων.
Σε λήπτες συμπαγών μοσχευμάτων, μπορεί να παίζει ρόλο σαν ανοσοκατασταλτικός και αντι-ιογενής παράγοντας. Αν και η ασφάλεια και αποτελεσματικότητά της δεν έχουν προσδιορισθεί, η λεφλουνομίδη έχει χαρακτηρισθεί ως «ορφανό» φάρμακο από το FDA για την πρόληψη της οξείας και χρόνιας απόρριψης μεταμοσχευθέντων συμπαγών οργάνων.
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
1. ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
-
Υπέρταση (10%)
Συχνότητα 1-3%
- Στηθάγχη
- Θωρακικός πόνος
- Ημικρανία
- Παλμοί
- Ταχυκαρδία
- Αγγειίτιδα (Holm EA et al, 2001; Chan AT et al, 2003)
- Αγγειοδιαστολή
- Κιρσοί
2. ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Συχνότητα >3%
- Ανορεξία (3%)
- Διάρροια (22%)
- Δυσπεψία (6%)
- Γαστρεντερίτιδα (3%)
- Διαταραχές ηπατικών ενζύμων (6%)
- Ναυτία (13%)
- Γαστρεντερικός/κοιλιακός πόνος (8%)
- Στοματικά έλκη (3%)
- Εμετοι (3%)
Συχνότητα 1-3%
- Χολολιθίαση
- Κολίτιδα
- Διάρροια
- Δυσκοιλιότητα
- Οισοφαγίτιδα
- Μετεωρισμός
- Γαστρίτιδα
- Ουλίτιδα
- Μέλαινα
- Στοματική μονιλίαση
- Φαρυγγίτιδα
- Αύξηση σιελογόνων αδένων
- Στοματίτιδα (ή αφθώδης στοματίτιδα)
- Νοσήματα οδόντων
3. ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΝΔΟΚΡΙΝΕΙΣ ΑΔΕΝΕΣ
Συχνότητα 1-3%
- Σακχαρώδης διαβήτης
- Υπερθυρεοειδισμός
4. ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ-ΛΕΜΦΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Ηωσινοφιλία
- θρομβοπενία (σπάνια)
- Λευκοπενία (<2.000 g/l) (σπάνια)
Συχνότητα 1-3%
- Αναιμία
- Εκχυμώσεις
5. ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΘΡΕΨΗΣ
- Υποκαλιαιμία (1%)
- Απώλεια βάρους (2%) (Coblyn JS et al, 2001)
Συχνότητα 1-3%
- Αύξηση CPK
- Περιφερικό οίδημα
- Υπεργλυκαιμία
- Υπερλιπιδαιμία
6. ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΟΣΚΕΛΕΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Συχνότητα 1-3%
- Αρθρίτιδα
- Θυλακίτιδα
- Μυϊκές συσπάσεις
- Οστική νέκρωση
- Οστικά άλγη
- Ρήξη τενόντων
7. ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Συχνότητα 1-3%
- Άγχος
- Κατάθλιψη
- Ξηροστομία
- Αϋπνία
- Νευραλγία
- Νευρίτιδα
- Διαταραχές ύπνου
- Εφιδρώσεις
- Ίλιγγος
8. ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Βρογχίτιδα (8%)
- Βήχας (5%)
- Αναπνευστικές λοιμώξεις (27%)
- Φαρυγγίτιδα (3%)
- Άσθμα
- Δύσπνοια
- Ρινορραγία
- Πνευμονία (2%)
- Ρινίτιδα (2%)
- Κολπίτιδα (1%)
Συχνότητα 1-3%
9. ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ-ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ
- Αλωπεκία (17%)
- Έκζεμα (3%)
- Κνησμός (6%)
- Εξάνθημα (11%)
- Ξηροδερμία (3%)
Συχνότητα 1-3%
- Ακμή
- Δερματίτιδα εξ επαφής
- Μυκητιασική δερματίτιδα
- Αποχρωματισμός μαλλιών - δέρματος
- Αιμάτωμα
- Απλός έρπητας
- Έρπητας ζωστήρας
- Νοσήματα ονύχων
- Δερματικά-υποδόρια οζίδια
- Κηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα
- Δερματικές εξελκώσεις
10. ΑΠΟ ΤΑ ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΑ ΟΡΓΑΝΑ
Συχνότητα 1-3%
- Θόλωση όρασης
- Καταρράκτης
- Επιπεφυκίτιδα
- Οπτικές διαταραχές
- Διαταραχές γεύσης
11. ΑΠΟ ΤΟ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Συχνότητα 1-3%
- Πρωτεϊνουρία
- Κυστίτιδα
- Δυσουρία
- Αιματουρία
- Διαταραχές εμμηνορρυσίας
- Κολπική καντιτίαση
- Νοσήματα προστάτη
- Συχνουρία
12. ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ
- Τρανσαμινασαιμία
- Αύξηση αλκαλικής φωσφατάσης και χολερυθρίνης (σπάνια)
- Ηπατίτιδα και ίκτερος/χολόσταση (σπάνια)
- Ηπατική ανεπάρκεια και οξεία ηπατική νέκρωση (σπανιότατα)
13. ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
14. ΑΛΛΕΣ
- Αλλεργικές αντιδράσεις (1%)
- Ασθένεια (3%)
- Κοιλιακός πόνος (6%)
- Οσφυαλγία (8%)
- Αναφυλακτική αντίδραση
- Κνίδωση
- Υποφωσφαταιμία
Συχνότητα 1-3%
- Απόστημα
- Κύστη
- Πυρετός
- Κήλη
- Κακουχία
- Άλγος στον αυχένα ή την πύελο
ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ
- Τρανσαμινασαιμία : Η λεφλουνομίδη προκαλεί συχνά αύξηση των ηπατικών ενζύμων και ειδικότερα της SGPT και της SGOT. Η αύξηση των ηπατικών ενζύμων είναι μικρή (ίση έως μικρότερη από το 2πλάσιο των ανώτερων φυσιολογικών ορίων) και υποχωρεί συνήθως παρά την συνέχιση του φαρμάκου. Μεγάλη αύξηση της SGPT ή της SGOT (> 3πλάσιο των ανώτερων φυσιολογικών ορίων) έχει αναφερθεί στο 1.5-4.4 ή 1.4-2.2% των ασθενών που θεραπεύονται με λεφλουνομίδη, αντίστοιχα.Τα ηπατικά ένζυμα επιστρέφουν συνήθως σε επίπεδα ίσα ή, λιγότερο συχνά, μεγαλύτερα από το 2πλάσιο των ανώτερων φυσιολογικών ορίων με την συνέχιση της θεραπείας σε μικρότερες δόσεις ή με την διακοπή της λεφλουνομίδης.
- Αύξηση αλκαλικής φωσφατάσης και χολερυθρίνης (σπάνια). Σ΄έναν ασθενή, η βιοψία του ήπατος έδειξε ήπια ίνωση βαθμού ΙΙΙΑ κατά Roenigk (Strand V et al, 1999).
- Ηπατίτιδα και ίκτερος/χολόσταση (σπάνια) και εξαιρετικά σπάνια ηπατική ανεπάρκεια και οξεία ηπατική νέκρωση, με κακή ενίοτε κατάληξη. Έχουν αναφερθεί συνήθως στη διάρκεια των 6 πρώτων μηνών της θεραπείας με άλλα ταυτόχρονα ηπατοτοξικά φάρμακα (π. χ. μεθοτρεξάτη), αν και δεν αποκλείεται να σχετίζονταν άμεσα αιτιολογικά με την λεφλουνομίδη.
Μέχρι τώρα έχουν αναφερθεί 65 περιπτώσεις σοβαρής αύξησης των ηπατικών δοκιμασιών και 64 άλλων σοβαρών ηπατικών επιπλοκών σε σύνολο 104.300 ατόμων που έχουν θεραπευθεί με λεφλουνομίδη σ΄ολόκληρο τον κόσμο. Από τις περιπτώσεις αυτές, οι 15 είχαν θανατηφόρα έκβαση. Εννέα από τους ασθενείς αυτούς απεβίωσαν από ηπατική ανεπάρκεια, 3, από «ηπατοτοξικότητα», 1, από ηπατίτιδα, 1, από χολοστατικό ίκτερο και 1, από αυξημένες ηπατικές δοκιμασίες.
Σε 10 περιπτώσεις, οι ηπατικές επιπλοκές δεν ήταν η άμεση αιτία θανάτου και σε όλες, η αιτιολογική τους συσχέτιση με την λεφλουνομίδη δεν αποδείχθηκε, δεδομένου ότι είχαν ηπατικά νοσήματα και άλλα προϋπάρχοντα νοσήματα (π.χ. καρδιακή ανεπάρκεια, λοίμωξη/σηψαιμία, πνευμονική ανεπάρκεια, παγκρεατίτιδα) ή/και θεραπεύονταν και με άλλα ηπατοτοξικά φάρμακα ή δεν ακολούθησαν τις συνιστώμενες ενδείξεις της θεραπείας με λεφλουνομίδη.
ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Όπως μερικά άλλα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα, η λεφλουνομίδη μπορεί να έχει ανοσοκατασταλτική δράση, αν και δεν συνδέεται με σημαντική αύξηση της συχνότητας ανάπτυξης κακοήθων νοσημάτων. Πάντως, δεν έχει προσδιορισθεί κατά πόσον συνοδεύεται από αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης κακοήθων νοσημάτων σε μακροχρόνια χορήγηση.
ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
H λεφλουνομίδη μπορεί να προκαλέσει παγκυτταροπενία (Auer J et al, 2000). Η επιπλοκή αυτή έχει αναφερθεί συχνότερα σε περιπτώσεις που η λεφλουνομίδη χορηγήθηκε ταυτόχρονα ή αμέσως μετά από έναν άλλο ανοσοκατασταλτικό παράγοντα ή DMARD ή αντικαταστάθηκε από ένα άλλο DMARD με γνωστή αιματολογική τοξικότητα (όπως π.χ. μεθοτρεξάτη) (Mladenovic V et al, 1995; Prakash A and Jarvis B, 1999). Σε μερικές περιπτώσεις, οι ασθενείς είχαν ιστορικό κλινικά σημαντικής αιματολογικής διαταραχής.
ΑΛΛΕΣ
- Υψηλός πυρετός, φωτοφοβία, θρομβοκυττάρωση και λευκοκυττάρωση, σ΄έναν ασθενή θεραπευόμενο με 30 mg λεφλουνομίδης ημερησίως (Koenig AS and Abruzzo JL, 2002).
- Δερματικό έλκος (McCoy CM, 2002)
- Γυροειδής αλωπεκία (Gottenberg JE et al, 2002)
ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΕ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ
Δεν έχει αναφερθεί.
ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ
Εκδηλώσεις : Στα ζώα, η λεφλουνομίδη μπορεί να προκαλέσει μείωση της κινητικότητας, δακρύρροια, εμέτους, τρόμο, σπασμούς και έλκος του πυλωρού. Σε ποντικούς και αρουραίους, η ελάχιστη τοξική δόση της per os χορηγούμενης λεφλουνομίδης είναι 200-500 ή 100 mg/kg, αντίστοιχα. Σε ποντικούς, αρουραίους και κουνέλια, η LD50 της per os χορηγούμενης λεφλουνομίδης είναι 445, 235, or 132 mg/kg, αντίστοιχα.
Στον άνθρωπο, δεν υπάρχει εμπειρία από την υπέρβαση της δοσολογίας με την λεφλουνομίδη. Η οξεία θανατηφόρα δόση της λεφλουνομίδης στον άνθρωπο δεν είναι γνωστή.
Θεραπεία :
- Χολεστυραμίνη ή ενεργός άνθρακας, για να επιταχυνθεί η αποβολή της λεφλουνομίδης.
- Υποστηρικτική και συμπτωματική αγωγή
- Στενή παρακολούθηση του ασθενούς.
ΚΥΗΣΗ
Στα ζώα : Σε αρουραίους και κουνέλια, η λεφλουνομίδη, χορηγούμενη per os σε δόση 1 mg/ kg, δεν προκαλεί βλάβη του εμβρύου. Εάν όμως χορηγηθεί σε δόση 15 mg/kg/24ωρο (ισοδύναμη με την συστηματική έκθεση περίπου 10% των επιπέδων του Μ1 στον άνθρωπο με βάση την AUC) στη διάρκεια της οργανογένεσης, προκαλεί συγγενείς ανωμαλίες (κυρίως ανοφθαλμία ή μικροφθαλμία και εσωτερικό υδροκέφαλο), αύξηση της συχνότητας του εμβρυϊκού θανάτου και μείωση του σωματικού βάρους των επιζώντων βρεφών και της μητέρας.
Σε κουνέλια, χορηγούμενη per os στη διάρκεια της οργανογένεσης σε δόσεις 10 mg/kg/24ω-ρο (έκθεση ισοδύναμη με την μέγιστη ανθρώπινη έκθεση στον M1 με βάση την AUC), μπορεί να προκαλέσει αγκύλωση και δυσπλασία του στέρνου του εμβρύου.
Σε θήλεις αρουραίους, χορηγούμενη σε δόσεις 1.25 mg/kg/24ωρο (συστηματική έκθεση περίπου 1% των επιπέδων της ανθρώπινης έκθεσης στον M1 με βάση την AUC) 14 ημέρες πριν από την γονιμοποίηση και μέχρι τέλους της γαλουχίας, μειώνει σημαντικά (>90%) την νεογνική επιβίωση. Σε άρρενες και θήλεις αρουραίους, σε δόσεις έως 4 mg/kg (ισοδύναμες με 3.3% του M1 στον άνθρωπο με βάση την AUC), δεν εξασθενεί την γονιμότητα.
Στον άνθρωπο : Δεν υπάρχουν επαρκείς και καλά ελεγχόμενες πληροφορίες για τις επιπτώσεις της λεφλουνομίδης στις έγκυες γυναίκες. Οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας μπορούν να θεραπευθούν με λεφλουνομίδη εφ΄όσον δεν είναι έγκυες και εφαρμόζουν επαρκή αντισύλληψη. Οι γυναίκες αυτές πρέπει να ενημερώνονται για τις σοβαρές βλάβες που μπορεί να προκαλέσει η λεφλουνομίδη στο έμβρυο. Μετά την διακοπή του φαρμάκου, οι κατασκευαστές συνιστούν στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας να ακολουθούν την διαδικασία έκπλυσης για να μειωθούν οι συγκεντρώσεις του M1 στο πλάσμα σε μη ανιχνεύσιμα επίπεδα (<0.02 μg/l), τα οποία, όπως έχει δειχθεί στα πειραματόζωα, δεν είναι επιβλαβή στο έμβρυο.
Οι γυναίκες που παίρνουν λεφλουνομίδη, εφ΄όσον έχουν καθυστέρηση της έμμηνης ρύσης ή πιθανή εγκυμοσύνη, πρέπει να κάνουν τέστ κύησης και, εάν είναι θετικό, να συζητήσουν με τον γιατρό τους τον κίνδυνο για το κύημα. Μετά την αρχική καθυστέρηση του κύκλου, μπορεί, εφ΄όσον με την διαδικασία έκπλυσης μειωθούν ταχέως τα επίπεδα του M1, να περιορισθεί ο κίνδυνος της λεφλουνομίδης για το έμβρυο.
H λεφλουνομίδη μπορεί να προκαλέσει βλάβη του εμβρύου εάν χορηγηθεί στη διάρκεια της κύησης. Σε έγκυες γυναίκες, επειδή οι κίνδυνοι της θεραπείας με λεφλουνομίδη υπερφαλαγγίζουν κάθε πιθανό όφελος, η λεφλουνομίδη δεν πρέπει να χορηγείται. Εάν χορηγηθεί στη διάρκεια της κύησης ή οι γυναίκες συλλάβουν ενώ παίρνουν λεφλουνομίδη, πρέπει να διακόπτεται και η ασθενής να ενημερώνεται για τον δυνητικό κίνδυνο για το έμβρυο.
Στους άνδρες, δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες κατά πόσον η λεφλουνομίδη συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο εμβρυοτοξικότητας. Για να ελαχιστοποιηθεί ο πιθανός αυτός κίνδυνος, οι άνδρες που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν πρέπει να διακόπτουν την λεφλουνομίδη και να ακολουθούν την διαδικασία έκπλυσης.
ΓΑΛΟΥΧΙΑ
Η λεφλουνομίδη δεν είναι γνωστό κατά πόσον απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα, γι΄ αυτό και δεν πρέπει να χορηγείται στη διάρκεια της γαλουχίας. Επειδή πολλά φάρμακα απεκκρίνονται στο μητρικό γάλα και η λεφλουνομίδη μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές σε βρέφη που θηλάζουν, πρέπει να αποφασισθεί κατά πόσον θα συνεχισθεί ο θηλασμός ή θα χορηγηθεί η λεφλουνομίδη, λαμβάνοντας υπόψη την σημασία του φαρμάκου για την μητέρα.
ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ - ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ
Νεογνά : Η λεφλουνομίδη δεν συνιστάται στα νεογνά.
Παιδιά : Η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της λεφλουνομίδης δεν έχει μελετηθεί στην παιδική ηλικία, γι΄αυτό και η χορήγησή της σε παιδιά ηλικίας < 18 ετών δεν συνιστάται.
Ηλικιωμένοι : Η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της λεφλουνομίδης δεν έχει μελετηθεί σε άτομα μεγάλης ηλικίας. Η φαρμακοκινητική της λεφλουνομίδης δεν διαφέρει στους ηλικιωμένους συγκριτικά με νεότερους, γι΄αυτό και οι κατασκευαστές του φαρμάκου δεν συνιστούν αναπροσαρμογή της δοσολογίας σε ασθενείς ηλικίας > 65 ετών.
Κύηση : Η λεφλουνομίδη έχει εμβρυοτοξική και τερατογόνο δράση, γι΄αυτό και δεν πρέπει να χορηγείται στη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, εκτός εάν έχει αποκλεισθεί η πιθανότητα κύησης και εφαρμόζεται αποτελεσματική αντισύλληψη.
Γαλουχία : Η λεφλουνομίδη δεν συνιστάται στη διάρκεια της γαλουχίας.
Εμβολιασμοί : Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα των εμβολιασμών σε ασθενείς θεραπευόμενους με λεφλουνομίδη. Η λεφλουνομίδη, αν και ανοσοτροποποιητικός παράγοντας, δεν είναι γνωστό κατά πόσον επηρεάζει την αυτοάνοση απάντηση στα εμβόλια ή την συχνότητα και βαρύτητα των επιπλοκών των εμβολιασμών.
Οι κατασκευαστές του φαρμάκου συνιστούν να αποφεύγονται οι εμβολιασμοί με ζώντες ιούς σε ασθενείς θεραπευόμενους με λεφλουνομίδη. Στους ασθενείς αυτούς θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο μακρός t(1/2) της λεφλουνομίδης, εάν μετά την διακοπή της προβλέπεται εμβολιασμός με ζώντα εμβόλια.
Δερματικές επιπλοκές : Η λεφλουνομίδη μπορεί σπάνια να προκαλέσει σύνδρομο Stevens-Johnson και τοξική επιδερμόλυση. Γι΄αυτό και οι ασθενείς που παίρνουν λεφλουνομίδη πρέπει να ενημερώνονται ότι μπορεί να εμφανίσουν τις σπάνιες αυτές, αλλά σοβαρές, επιπλοκές και να αναφέρουν στο γιατρό τους κάθε δερματικό εξάνθημα ή αλλοιώσεις των βλεννογόνων. Εάν εμφανισθούν οι αντιδράσεις αυτές, πρέπει να διακόπτεται αμέσως η λεφλουνομίδη και να ακολουθείται η διαδικασία έκπλυσης.
Νεφρικά νοσήματα : Σε αιμοκαθαιρόμενους ασθενείς, μετά από την χορήγηση εφάπαξ δόσεων λεφλουνομίδης, το δεσμευμένο κλάσμα το Μ1 στο πλάσμα διπλασιάζεται. Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια, η λεφλουνομίδη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή γιατί δεν υπάρχει κλινική εμπειρία, αν και οι κατασκευαστές του φαρμάκου δεν συνιστούν τροποποίηση της δόσης του.
Ηπατικά νοσήματα : Η λεφλουνομίδη μεταβολίζεται, αποβάλλεται και επανακυκλοφορεί μέσω του ήπατος, γι΄αυτό και αντενδείκνυται σε ασθενείς με σοβαρές διαταραχές της ηπατικής λειτουργίας ή οροθετικούς για ηπατίτιδα Β ή C.
Οι ασθενείς που παίρνουν λεφλουνομίδη εμφανίζουν συχνά τρανσαμινασαιμία, γι΄αυτό και πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή για σημεία ηπατοτοξικότητας. Η αύξηση των τρανσαμινασών είναι συνήθως μικρή (2πλάσια των ανώτερων φυσιολογικών ορίων) και συνήθως υποχωρεί παρά την συνέχιση του φαρμάκου. Σπάνια, είναι μεγάλη (3 φορές μεγαλύτερη από τα ανώτερα φυσιολογικά όρια), αλλά επανέρχεται σε φυσιολογικά επίπεδα μετά από ελάττωση της δόσης ή διακοπή του φαρμάκου.
Γι΄ αυτό και οι τρανσαμινάσες (ιδιαίτερα η SGPT) πρέπει να προσδιορίζονται πριν από την έναρξη και στη διάρκεια της θεραπείας με λεφλουνομίδη. Στην αρχική φάση της θεραπείας, η SGPT πρέπει να προσδιορίζεται τουλάχιστον μία φορά τον μήνα ή συχνότερα κατά τους πρώτους 6 μήνες της αγωγής και στη συνέχεια κάθε 8 εβδομάδες. Εάν τα επίπεδά της διατηρούνται σταθερά στη διάρκεια της αρχικής φάσης, η συχνότητα των επόμενων μετρήσεων προσδιορίζεται με βάση την κλινική κατάσταση του ασθενούς.
Εάν η SGPT υπερβαίνει κατά 2 φορές τα ανώτερα φυσιολογικά όρια, η λεφλουνομίδη μπορεί να συνεχισθεί σε μικρότερη δόση (10 mg/24ωρο) και κάτω από εβδομαδιαία παρακολούθηση. Εάν όμως, παρά την μείωση της δόσης σε 10 mg/24ωρο, συνεχίζει να υπερβαίνει το 2πλάσιο (αλλά ≤ 3πλάσιο) των ανώτερων φυσιολογικών ορίων συνιστάται βιοψία ήπατος, εάν είναι επιθυμητή η συνέχιση της θεραπείας με λεφλουνομίδη.
Εάν, παρά την μείωση της δόσης, η SGPT συνεχίζει να υπερβαίνει το 3πλάσιο των ανώτερων φυσιολογικών ορίων, πρέπει να διακόπτεται η λεφλουνομίδη, να ακολουθείται η διαδικασία έκπλυσης, ο ασθενής να παρακολουθείται στενά και να χορηγείται, εάν χρειάζεται, επιπρόσθετα χολεστυραμίνη.
Αιματολογικές επιπλοκές : Η λεφλουνομίδη μπορεί σπάνια να προκαλέσει παγκυτταροπενία. Οι περισσότερες περιπτώσεις έχουν αναφερθεί σε ασθενείς που θεραπεύθηκαν με λεφλουνομίδη ταυτόχρονα ή αμέσως μετά από έναν άλλο ανοσοκατασταλτικό παράγοντα ή DMARD με γνωστή αιματολογική τοξικότητα (π.χ. μεθοτρεξάτη) ή σε ασθενείς με ιστορικό κλινικά σοβαρής αιματολογικής διαταραχής.
Οι ασθενείς αυτοί πρέπει να χρησιμοποιούν την λεφλουνομίδη με προσοχή και κάτω από συχνή κλινική και αιματολογική παρακολούθηση και να αναφέρουν στο γιατρό τους κάθε πιθανή εκδήλωση παγκυτταροπενίας (π.χ. εύκολους μώλωπες, συχνές λοιμώξεις, ωχρότητα, ασυνήθιστη κόπωση). Εάν υπάρχουν ενδείξεις καταστολής του μυελού πρέπει να διακόπτεται η λεφλουνομίδη και να ακολουθείται η διαδικασία έκπλυσης.
Κακοήθη νοσήματα : Ο κίνδυνος ανάπτυξης κακοήθων νοσημάτων, ιδιαίτερα λεμφοϋπερπλαστικών, είναι γενικά μεγαλύτερος σε ασθενείς θεραπευόμενους με ανοσοκατασταλτικά. Η θεραπεία με λεφλουνομίδη δεν συνδέεται με κακοήθη ή λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα σε αυξημένη συχνότητα, αν και χρειάζονται μακροπρόθεσμες μελέτες για να προσδιορισθεί κατά πόσον επηρεάζει την συχνότητα των νοσημάτων αυτών. Πάντως, λόγω των δυνητικών ανοσοκατασταλτικών της ιδιοτήτων, δεν συνιστάται σε ασθενείς με σοβαρή ανοσοανεπάρκεια, καταστολή του μυελού ή σοβαρή, μη ελεγχόμενη, λοίμωξη.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΠΛΥΣΗΣ
Σε περιπτώσεις που είναι επιθυμητή ή επιβάλλεται ταχύτερη απομάκρυνση του M1 από τον οργανισμό, οι κατασκευαστές του φαρμάκου συνιστούν την «διαδικασία έκπλυσης». Εάν δεν εφαρμοσθεί η διαδικασία αυτή και λόγω της εξατομικευμένης διακύμανσης της κάθαρσης του φαρμάκου, τα επίπεδα του M1 στο πλάσμα αναμένεται να υποχωρήσουν σε μη ανιχνεύσιμο ύψος (<0.02 mg/l) μετά από 2 χρόνια.
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν
- Εγκυμοσύνη
- Δυνητικά σοβαρές επιπλοκές στη διάρκεια της θεραπείας με λεφλουνομίδη που επιβάλλουν διακοπή του φαρμάκου (επίμονη αύξηση ηπατικών λειτουργικών δοκιμασιών, σοβαρές δερματικές ή αντιδράσεις ευαισθησίας, καταστολή μυελού, παγκυτταροπενία)
- Συνέχιση της θεραπείας, μετά την διακοπή της λεφλουνομίδης, με παράγοντες γνωστούς για την τοξική τους δράση στο αιμοποιητικό και το ήπαρ (π.χ. μεθοτρεξάτη)
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ :
- Χολεστυραμίνη 24 gr/24ωρο, σε 3 δόσεις (8 gr/8ωρο) Χ 11 ημέρες. Δεν χρειάζεται να χορηγηθεί επί 11 συνεχείς ημέρες, εκτός εάν απαιτείται ταχεία μείωση των επιπέδων της λεφλουνομίδης στο αίμα.
- Επιβεβαίωση με 2 διαφορετικές δοκιμασίες, αφού παρέλθει διάστημα τουλάχιστον 14 ημερών, ότι τα επίπεδα της λεφλουνομίδης στο αίμα είναι <0.02 mg/l (0.02 μg/l). Εάν υπερβαίνουν τα 0.02 mg/l, πρέπει να χορηγείται συμπληρωματικά χολεστυραμίνη.
ΔΟΣΕΙΣ-ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ
Ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Δόση εφόδου : 100 mg ημερησίως Χ 3 ημέρες
- Δόση συντήρησης : 20 mg ημερησίως.
Η λεφλουνομίδη μπορεί ακόμα να χορηγηθεί σε δόση 100 mg εφάπαξ μια ημέρα της εβδομάδας (π.χ. κάθε Δευτέρα) επί 3 εβδομάδες και 20 mg/24ωρο τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδας και στη συνέχεια σε δόση 20 mg ημερησίως (δόση συντήρησης).
Σύμφωνα με πιλοτική μελέτη, η λεφλουνομίδη, σε δόση 100 mg/εβδομάδα, έχει παρόμοια αποτελεσματικότητα με το καθιερωμένο θεραπευτικό σχήμα (Jakez-Ocampo J et al, 2002).
Εάν η δόση συντήρησης (20 mg/24ωρο) δεν είναι κλινικά ανεκτή (π.χ. λόγω αύξησης των ηπατικών ενζύμων), μπορεί να μειωθεί σε 10 mg/24ωρο. Επειδή η συχνότητα μερικών επιπλοκών αυξάνεται σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεγαλύτερες δόσεις (25 mg/24 ωρο), δόσεις > 20 mg/24ωρο δεν συνιστώνται.
ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ
Εμπορική ονομασία |
Μορφές-περιεκτικότητες |
Κατασκευαστής |
Arava |
Tabl. 3 x 100 mg |
AVENTIS PHARMA |
|
Tabl. 30 X 20 mg |
|
|
Tabl. 30 X 10 mg |
|
ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ
Δισκία 10, 20 ή 100 mg : Περιέχουν ισοδύναμη ποσότητα της δραστικής ουσίας και άλλα, ανενεργή, συστατικά (κολλοειδές διοξείδιο σιλικόνης, κροσποβιδόνη, υδροξυπροπυλ-μεθυλκυτταρίνη, μονοϋδρική λακτόζη, στεαρικό μαγνήσιο, πολυαιθυλενογλυκόλη, ποβιδόνη, άμυλο, ταλκ και διοξείδιο του τιτανίου). Τα δισκία των 20 mg περιέχουν και κίτρινο οξείδιο σιδήρου.
Τα δισκία της λεφλουνομίδης πρέπει να φυλάσσονται σε ελεγχόμενη θερμοκρασία δωματίου 25ο C, αν και μπορούν να εκτεθούν σε θερμοκρασίες κυμαινόμενες από 15-30ο C, και από το ηλιακό φως.
ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΛΕΦΛΟΥΝΟΜΙΔΗΣ
Η λεφλουνομίδη είναι ένα νέο ανοσοκατασταλτικό φάρμακο στη θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίρτιδας. Καταστέλλει τις εκδηλώσεις και πιθανώς καθυστερεί την ακτινολογική εξέλιξη της νόσου και είναι εξίσου αποτελεσματική και ανεκτή με την μεθοτρεξάτη και την σουλφασαλαζίνη. Μπορεί να χορηγηθεί μετά την αποτυχία άλλων φαρμάκων ή σε ασθενείς μερικά ανταποκρινόμενους σε άλλα αντιρρευματικά φάρμακα, όπως π.χ. μικρές δόσεις μεθοτρεξάτης. Πάντως, δεν υπάρχει αρκετή εμπειρία με τον συνδυασμό της με άλλα αντιρρευματικά φάρμακα και η τροποποιητική της δράση και η μακροπρόθεσμη ασφάλειά της δεν έχουν τεκμηριωθεί.