Αζαθειοπρίνη
Η αζαθειοπρίνη είναι χημικό ανάλογο των φυσιολογικών πουρινών (αδενίνης, γουανίνης και υποξανθίνης). Όπως και η μερκαπτοπουρίνη και η θειογουανίνη, είναι αντιμεταβολίτης, ανταγωνιστής της πουρίνης, και χρησιμοποιείται κυρίως για την ανοσοκατασταλτική του δράση. Η αζαθειοπρίνη υπάρχει σαν ωχροκίτρινη, άοσμη σκόνη, αδιάλυτη στο ύδωρ και πολύ ελαφρά διαλυτή στο οινόπνευμα και έχει μοριακό βάρος 277.29. Η ενέσιμη νατριούχος αζαθειοπρίνη είναι στείρα, έντονα κίτρινη, άμορφη μάζα, παρασκευαζόμενη με λυοφιλοποίηση υδατικού διαλύματος αζαθειοπρίνης και υδροξείδιο του νατρίου. Μετά από ανασύσταση της ενέσιμης αζαθειοπρίνης με στείρο ενέσιμο ύδωρ σε συγκέντρωση 10 mg/ ml, το διάλυμα αποκτά pH περίπου 9.6.
ΧΗΜΕΙΑ
Αζαθειοπρίνη (Azathioprine)
- Χημικό όνομα : 6-[(1-Methyl-4-nitro-1H-imidazol-5-yl)thio)]-1H-purine
- Μοριακός τύπος : C9H7N7O2S
ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ
Οι περισσότερες φαρμακολογικές δράσεις της αζαθειοπρίνης αποδίδονται στη διάσπαση της 6- μερκαπτοπουρίνης και την απελευθέρωση του μεθυλο-νιτροϊμιδαζολικού μορίου.
Ο ακριβής μηχανισμός δράσης της αζαθειοπρίνης στα ρευματικά νοσήματα δεν έχει προσδιορισθεί. Η αζαθειοπρίνη είναι τοξική σε κύτταρα ευρισκόμενα στην S φάση του μιτωτικού κύκλου, που είναι ο χρόνος της σύνθεσης του DNA (Spina CA, 1984), δηλ. δεν έχει καθαρά κυτταροτοξική δράση, αλλά μάλλον μειώνει τον βαθμό της κυτταρικής διαίρεσης.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΡΑΣΗΣ :
- Αναστέλλει την λειτουργία των Τ- και Β- λεμφοκυττάρων (Yu DT et al, 1974)
- Καταστέλλει τον αριθμό των λεμφοκυττάρων, σε ασθενείς με ΡΑ (Pedersen BK and Abom B, 1988)
- Αναστέλλει την παραγωγή ανοσοσφαιρινών από τα Β-λεμφοκύτταρα (Levy J et al, 1972)
- Αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό των Β-λεμφοκυττάρων (Abdou NI et al, 1973)
- ‘Eχει αθροιστική δράση στη λειτουργία και τον αριθμό των φυσικών κυττάρων-φονέων, in vivo (Spina CA, 1984)
- Καταστέλλει την δραστηριότητα των φυσικών κυττάρων-φονέων, σε ασθενείς με ΡΑ (Abom B and Pedersen BK, 1987; Czeuz R et al, 1990)
- Καταστέλλει την παραγωγή αντισωμάτων
- Καταστέλλει την αντισωματο-επαγόμενη κυτταροτοξικότητα, σε ασθενείς με ΡΑ θεραπευόμενους με θειογλυκονικό χρυσό (Lewis P et al, 1982)
- Καταστέλλει την κυτταρική ανοσία (Al-Safi SA and Maddocks JL, 1985)
- Καταστέλλει την παραγωγή αυτοαντισωμάτων, σε πειραματόζωα με ΣΕΛ (Hahn BH et al, 1973)
- Μειώνει τους τίτλους του Ra-Test, σε ασθενείς με ΡΑ (Dwosh LJ et al, 1977)
- Συνδέεται με RIA (Rosette-Inhibiting Activity) (Bach J and Dardenne M, 1971), ένδειξη ότι διαθέτει ανοσοκατασταλτική δράση. Η RIA δεν ανιχνεύεται σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια, ένδειξη ότι η φυσιολογική ηπατική λειτουργία είναι απαραίτητη για την βιολογική ενεργοποίηση της αζαθειοπρίνης.
- Μειώνει τον αριθμό των λεμφοκυτταρικών εστιών, σε ποντικούς με αλλοιώσεις των σιελογόνων και δακρυϊκών αδένων παρόμοιες με τις παρατηρούμενες σε ασθενείς με σύνδρομο Sjogren (Yeoman CM and Franklin CD, 1994).
ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ
Δράσεις στο αιμοποιητικό :
- Καταστέλλει την παραγωγή των κοκκιοκυττάρων
- Προκαλεί θανατηφόρα ακοκκιοκυττάρωση, στους σκύλους (σε δόση 10 mg/kg-1)
- Μπορεί να προκαλέσει ατροφία του λεμφικού ιστού, σε πιθήκους (σε δόση 1 mg/kg-1)
Ηπατοτοξικότητα : Προκαλεί αναστρέψιμη ηπατική βλάβη, ακόμα και σε μικρές δόσεις (5 mg/ kg-1/24ωρο), σε σκύλους (Aronsen KF et al, 1969).
Τερατογένεση :
- Προκαλεί σκελετικές ανωμαλίες σε κουνέλια, εάν χορηγηθεί σε δόσεις 5-15 mg/kg-1 την 6η-14η ημέρα της κύησης
- Μπορεί να προκαλέσει τον θάνατο του εμβρύου, σε ποντικούς και αρουραίους, χορηγούμενη σε δόσεις 1-2 mg/kg-1 την 3η-12η ημέρα της κύησης
- Προκαλεί κυτταρογενετική βλάβη σε ανθρώπινα λεμφοκύτταρα (σε δόση 50 μg.kg-1) και σε λεμφοκύτταρα κουνελιών (σε δόσεις 5-20 mg/kg-1/24ωρο), in vitro (Obe G, 1971).
Δράση στην αναπαραγωγή : Η αζαθειοπρίνη, σε δόσεις 10πλάσιες της συνήθους ανθρώπινης δόσης, προκαλεί παροδική καταστολή της σπερματογένεσης και ελάττωση της διάρκειας ζωής και του αριθμού των σπερματοζωαρίων σε ποντικούς. Σε δόση 5 mg/kg μειώνει την αναπαραγωγή.
Μεταλλαξιογόνος/καρκινογόνος δράση : Η αζαθειοπρίνη έχει μεταλλαξιογόνο και καρκινογόνο δράση στα ζώα. Η καρκινογόνος δράση οφείλεται στον μεθυλο-νιτροϊμιδαζολικό μεταβολίτη της. Σε ποντικούς, προκαλεί λεμφοσάρκωμα και σε αρουραίους, καρκινώματα σε αυξημένη συχνότητα.
ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ
Η αζαθειοπρίνη είναι ανάλογο της πουρίνης, η οποία παρεμβαίνει στη σύνθεση της αδενοσίνης και της γουανίνης. Χορηγούμενη per os, απορροφάται ταχέως. Τα επίπεδα της στο αίμα, όπως και της 6-μερκαπτοπουρίνης, κορυφώνονται μετά από 2 ώρες και στη συνέχεια μειώνονται, με t(1/2) αποβολής 10-28' και 40-63', αντίστοιχα.
Η βιοδιαθεσιμότητα της 6-μερκαπτοπουρίνης, μετά την per os χορήγηση αζαθειοπρίνης, ανέρχεται σε 60%, συγκριτικά με την ενδοφλέβια χορηγούμενη αζαθειοπρίνη, ένδειξη ότι η per os χορηγούμενη αζαθειοπρίνη δεν απορροφάται πλήρως.
Η αζαθειοπρίνη κατανέμεται ταχέως σε ολόκληρο το σώμα. Ο t(1/2) στο πλάσμα ανέρχεται σε 3-5 ώρες (Elion GB, 1972). Η αζαθειοπρίνη και οι μεταβολίτες της εισέρχονται στον εγκέφαλο και, σε πολύ μικρές ποσότητες, στο μητρικό γάλα (Platzker ACD et al, 1980). Οι ενεργοί μεταβολίτες της αζαθειοπρίνης πιθανώς διέρχονται τον πλακούντα, δεδομένου ότι έχει αναφερθεί λευκοπενία σε βρέφη που οι μητέρες τους έπαιρναν αζαθειοπρίνη τους τελευταίους μήνες της κύησης (Saarikoski S and Seppala M, 1973).
Η αζαθειοπρίνη και οι μεταβολίτες της καθαίρονται ταχύτατα με την αιμοκάθαρση.
Η αζαθειοπρίνη και η 6-μερκαπτοπουρίνη συνδέονται με τις πρωτεΐνες του πλάσματος σε ποσοστό περίπου 30% και 20%, αντίστοιχα.
Η αζαθειοπρίνη αποβάλλεται κυρίως από τα ούρα. Έως 50% της δόσης απεκκρίνεται από τα ούρα εντός του πρώτου 24ώρου μετά την χορήγηση του φαρμάκου. Σε ποσοστό περίπου 10% αποβάλλεται αναλλοίωτη από τα ούρα και μόνο 10-15% από τα κόπρανα σε διάστημα 48 ωρών. Η αζαθειοπρίνη δεν φαίνεται να συμμετέχει στον εντεροηπατικό κύκλο.
Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια, οι μεταβολίτες της αζαθειοπρίνης αθροίζονται, αλλά η κινητική της, όπως και της 6-μερκαπτοπουρίνης, δεν μεταβάλλεται αξιόλογα, δεδομένου ότι μετατρέπεται σε ενεργούς και ανενεργούς μεταβολίτες εξωνεφρικά. Στους ασθενείς όμως αυτούς η λευκοπενία από την αζαθειοπρίνη είναι συνήθως αμεσότερη και συχνότερη, αν και, κατ΄ άλλους, η μυελοτοξικότητα δεν αυξάνεται σε συχνότητα (Bach J and Dardenne M, 1971). Γι' αυτό και, σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια, δεν είναι γνωστό κατά πόσον η αζαθειοπρίνη πρέπει να χορηγείται σε μειωμένη δόση, αν και, λόγω ελαττωμένης απέκκρισης των ενεργών μεταβολιτών της, μάλλον πρέπει να χορηγείται σε μικρότερη δόση.
ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ
Η αζαθειοπρίνη μεταβολίζεται ταχέως. Ο μείζων ενεργός μεταβολίτης της είναι η 6-μερκαπτοπουρίνη. Η μετατροπή της αζαθειοπρίνης σε 6-μερκαπτοπουρίνη γίνεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια και το ήπαρ μετά από αλληλεπίδραση με σουλφυδρυλικές ομάδες (Kaplowitz N, 1977). Η 6-μερκαπτοπουρίνη μετατρέπεται σε 6-θειοϊνοσινικό οξύ και ριβονουκλεοτίδιο της μεθυλμερκαπτοπουρίνης, το οποίο ευθύνεται εν μέρει για την δράση του φαρμάκου.
Άλλο παράγωγο που προκύπτει από την μετατροπή της αζαθειοπρίνης σε 6-μερκαπτοπουρίνη είναι η 1-μεθυλο-4-νιτρο-5-(S-γλουταθειονυλ)-ιμιδαζόλη. Η 6-μερκαπτοπουρίνη μπορεί να μεταβολισθεί σε 6-θειουρικό οξύ, που είναι ο μείζων μεταβολίτης της στα ούρα. Η αντίδραση αυτή καταλύεται από την ξανθινοξειδάση, η οποία αναστέλλεται από την αλλοπουρινόλη. Άλλοι μεταβολίτες είναι η 1-μεθυλο-4-νιτρο-5-θειο-ιμιδαζόλη και η 1-μεθυλο-4-νιτρο-ιμιδαζόλη.
ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ - ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ
Μετά την per os χορήγηση 100 mg αζαθειοπρίνης, οι μέγιστες συγκεντρώσεις της, όπως και των μεταβολιτών της, ισοδυναμούν με 2 mg/l-1 αζαθειοπρίνης. Επειδή οι ενεργοί μεταβολίτες της αζαθειοπρίνης σχηματίζονται ενδοκυττάρια και αδυνατούν να διαπεράσουν την κυτταρική μεμβράνη, κυκλοφορούν στο πλάσμα μόνο σε ελάχιστες ποσότητες. Αυτοί που διαπερνούν την κυτταρική μεμβράνη είναι γενικά ανενεργοί, γι' αυτό και η μέτρηση των επιπέδων της αζαθειοπρίνης ή των μεταβολιτών της στο πλάσμα έχει μικρή θεραπευτική αξία.
ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Αλλοπουρινόλη
Αλληλεπιδράσεις : Η αλλοπουρινόλη μειώνει τον ηπατικό μεταβολισμό «πρώτης διόδου» της μερκαπτοπουρίνης και της αζαθειοπρίνης λόγω αναστολής της ξανθινοξειδάσης, η οποία μετατρέπει το ενεργό 6-θειοϊνοσινικό οξύ σε ανενεργό 6-θειουρικό οξύ. Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να αυξήσει σημαντικά τις φαρμακολογικές, όπως και τις τοξικές, δράσεις της θειοπουρίνης.
Συστάσεις :
- Η αζαθειοπρίνη και η 6-μερκαπτοπουρίνη μεταβολίζονται από την ξανθινοξειδάση, γι' αυτό και πρέπει να συγχορηγούνται με αλλοπουρινόλη σε δόση μικρότερη κατά 25-33% της κανονικής και τα επίπεδα στο αίμα να παρακολουθούνται με προσοχή. Η 6-θειογουανίνη, αντίθετα, μπορεί να χορηγηθεί στην κανονική της δόση, γιατί μεταβολίζεται κυρίως με απαμινοποίηση της 6-μερκαπτοπουρίνης, παρά μέσω της ξανθινοξειδάσης.
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτών των φαρμάκων πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή μήπως εμφανίσουν αυξημένη μυελική καταστολή.
Αντιπηκτικά
Αλληλεπιδράσεις : Η αζαθειοπρίνη και η 6-μερκαπτοπουρίνη μπορεί να μειώσουν την υποπροθρομβιναιμική δράση των per os αντιπηκτικών (Rivier G et al, 1993).
Μηχανισμός : Οι θειοπουρίνες μπορεί να αυξήσουν την σύνθεση ή την ενεργοποίηση της προθρομβίνης και επομένως να μειώσουν την απάντηση του ασθενούς στα αντιπηκτικά.
Συστάσεις :
- Εάν υπάρχουν ενδείξεις της αλληλεπίδρασης αυτής, η δόση του αντιπηκτικού μπορεί να χρειασθεί να αυξηθεί.
- Η δραστηριότητα της προθρομβίνης πρέπει να παρακολουθείται και η δόση του αντιπηκτικού να τροποποιείται ανάλογα, όταν η θειοπουρίνη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται.
D-πενικιλλαμίνη
Η συγχορήγησή της με αζαθειοπρίνη δεν συνιστάται από την Αμερικανική Επιτροπή Ασφάλειας Φαρμάκων.
Κορτικοειδή
Οι αυτοάνοσες δράσεις τους μπορεί να έχουν συνεργική δράση με την αζαθειοπρίνη.
Κυκλοσπορίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η αζαθειοπρίνη μπορεί να μειώσει τις συγκεντρώσεις στο πλάσμα, και επομένως τις αναμενόμενες φαρμακολογικές δράσεις, της κυκλοσπορίνης.
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος.
Συστάσεις : Τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης στον ορό πρέπει να παρακολουθούνται, όπως και οι εκδηλώσεις τοξικότητας ή απόρριψης, όταν η αζαθειοπρίνη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται, αντίστοιχα.
Μεθοτρεξάτη
Αλληλεπιδράσεις : Η μεθοτρεξάτη μπορεί να αυξήσει την βιοδιαθεσιμότητα, και επομένως τις αναμενόμενες φαρμακολογικές δράσεις, της θειοπουρίνης.
Μηχανισμός : H αλληλεπίδραση αυτή οφείλεται πιθανώς σε μειωμένο ηπατικό μεταβολισμό «πρώτης διόδου», δευτεροπαθώς σε αναστολή της ξανθινοξειδάσης.
Συστάσεις : Εάν υπάρχουν ενδείξεις της αλληλεπίδρασης αυτής, η θειοπουρίνη μπορεί να χρειασθεί να χορηγηθεί σε μικρότερη δόση.
Νευρομυϊκοί αναστολείς
Αλληλεπιδράσεις : Η ταυτόχρονη χορήγηση της αζαθειοπρίνης με αναστολείς των νευρομυϊκών υποδοχέων μπορεί να μειώσει τις φαρμακολογικές δράσεις ή να αναστρέψει τις νευρομυϊκές ανασταλτικές δράσεις των μη αποπολωτικών μυοχαλαρωτικών (Dretchen KL et al, 1976).
Μηχανισμός : Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να οφείλεται σε αναστολή της φωσφοδιεστεράσης στα τελικά κινητικά νεύρα.
Συστάσεις :
- Οι ασθενείς που παίρνουν αζαθειοπρίνη ή 6-μερκαπτοπουρίνη και ένα μη αποπολωτικό μυοχαλαρωτικό μπορεί να χρειασθούν μεγαλύτερες δόσεις μυοχαλαρωτικών.
- Η αναπνευστική λειτουργία του ασθενούς πρέπει να παρακολουθείται με προσοχή και να παρέχεται μηχανική αναπνευστική υποστήριξη, εάν χρειάζεται.
Ολσαλαζίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η ταυτόχρονη χορήγηση της ολσαλαζίνης με αζαθειοπρίνη μπορεί να αυξήσει τις αναμενόμενες φαρμακολογικές και τοξικές δράσεις της θειοπουρίνης.
Μηχανισμός : Η ολσαλαζίνη μπορεί να προκαλέσει άθροιση της αζαθειοπρίνης λόγω αναστολής της δραστηριότητας της μεθυλοτρανσφεράσης της θειοπουρίνης των ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Συστάσεις : Εάν ο συνδυασμός αυτών των φαρμάκων είναι απαραίτητος, πρέπει να παρακολουθείται με προσοχή η λειτουργία του αιμοποιητικού του ασθενούς και να τροποποιείται η θεραπεία, ανάλογα με τις ανάγκες.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Στον ορό :
- Λευκωματίνη ελάττωση
- Αλκαλική φωσφατάση αύξηση
- Αμυλάση αύξηση
- Χολερυθρίνη αύξηση
- SGOT αύξηση
- SGPT αύξηση
- Ουρικό οξύ ελάττωση
Στα ούρα :
- Ουρικό οξύ ελάττωση
ΑΛΛΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
- Ανταγωνίζεται το φυλλικό οξύ, γι΄αυτό και, σε μακροχρόνια χορήγηση, μπορεί να προκαλέσει μεγαλοβλαστική αναιμία.
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Απόρριψη μεταμοσχευμένων οργάνων
ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗΝ ΑΖΑΘΕΙΟΠΡΙΝΗ
ΡΕΥΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα
- Ρευματοειδής αγγειίτιδα
- Νεανική ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Νόσος Still των ενηλίκων
- Ψωριασική αρθρίτιδα
- Σύνδρομο Reiter
- Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος
- Ρευματική πολυμυαλγία
- Κροταφική αρτηρίτιδα
- Νόσος Αδαμαντιάδη-Behcet
- Δερματομυοσίτιδα/πολυμυοσίτιδα
- Συστηματική σκληροδερμία
- Οζώδης πολυαρτηρίτιδα
ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Ελκώδης κολίτιδα
- Χρόνια ενεργός ηπατίτιδα
- Κοινή πέμφιγα
- Πεμφιγοειδές
- Επίκτητη αιμολυτική αναιμία
- Βαριά μυασθένεια
- Ιδιοπαθής θρομβοπενική πορφύρα
- Νόσος Crohn
- Σπειραματονεφρίτιδα
- Νεφρωσικό σύνδρομο
- Χολική κίρρωση
ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Νεφρική ανεπάρκεια
- Ηπατική ανεπάρκεια
- Κύηση
- Ανοσοποίηση με ζώντα εμβόλια
- Υπερευαισθησία στην αζαθειοπρίνη
- Προηγηθείσα θεραπεία με αλκυλιωτικούς παράγοντες (κυκλοφωσφαμίδη, μελφαλάνη, χλωραμβουκίλη, κ.ά.)
ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
1. ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Σοβαρή, ενεργός, διαβρωτική νόσος μη ανταποκρινόμενη στην παραδοσιακή θεραπεία (ανάπαυση, σαλικυλικά ή άλλο ΜΣΑΦ και DMARDS)
- Προοδευτική νόσος, η οποία οδηγεί σε παραμορφώσεις ή επιδεινώνεται ακτινολογικά
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η αζαθειοπρίνη, σε δόσεις 1-1.25 ή 2-2.5 mg/kg/24ωρο, είναι αποτελεσματική και βοηθά στην μείωση της δόσης των κορτικοειδών στο 56-80% των ασθενών με ΡΑ (Speerstra F et al, 1982; van Wanghe P, 1982; Dixon JS et al, 1983; Jenkins EA et al, 1985). Κατ' άλλους, είναι λιγότερο αποτελεσματική και περισσότερο τοξική και δεν βοηθά σημαντικά στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών (Thomas MH et al, 1975).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Προκαλεί υποκειμενική βελτίωση
- Βελτιώνει τον αρθρικό δείκτη και την σύσφιγξη των δακτύλων, μειώνει τον αριθμό των φλεγμαινουσών αρθρώσεων και την διάρκεια της πρωινής δυσκαμψίας και διατηρεί την λειτουργικότητα των προσβληθεισών αρθρώσεων
- Μειώνει την διάρκεια της νοσοκομειακής νοσηλείας και αυξάνει την μακροπρόθεσμη επιβίωση
Η βελτίωση εμφανίζεται μετά από 6-16 εβδομάδες θεραπείας και μπορεί να διαρκέσει ακόμα και 6 μήνες μετά την διακοπή του φαρμάκου. Μετά την διακοπή του, η νόσος συνήθως υποτροπιάζει μετά από 4-8 εβδομάδες, ενώ η επαναχορήγησή του συχνά δεν ακολουθείται εκ νέου από βελτίωση.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Ελαττώνει τις πρωτεΐνες οξείας φάσης και αυξάνει τα ολικά σουλφυδρύλια και την ιστιδίνη του ορού (Dixon JS et al, 1983)
- Μειώνει την ΤΚΕ και αρνητικοποιεί ή μειώνει τους τίτλους του Ra-test και τα επίπεδα των ανοσοσφαιρινών (Goebel KM et al, 1976; van Wanghe P and Dequeker J, 1982). Κατ' άλλους, δεν επηρεάζει την ΤΚΕ και τους τίτλους του Ra-test (Urowitz MB et al, 1973).
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ : Η αζαθειοπρίνη έχει αμφιλεγόμενη τροποποιητική δράση στη ΡΑ. Η τροποποιητική της ικανότητα είναι μεγαλύτερη του ενέσιμου χρυσού και παρόμοια με την κυκλοφωσφαμίδη (Currey HLF et al, 1974) και μικρότερη (Jeurissen MEC et al, 1991) ή παρόμοια (Hamdy H et al, 1987; Willkens RF et al, 1995) με την μεθοτρεξάτη.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Φάρμακα εξίσου αποτελεσματικά με την αζαθειοπρίνη
- Ενέσιμος χρυσός (Halberg P, 1984)
- D-πενικιλλαμίνη : Είναι εξίσου (Halberg P et al, 1984) ή περισσότερο (Ward JR and Williams HJ, 1982) αποτελεσματική από την αζαθειοπρίνη
- Χλωροκίνη
- Υδροξυχλωροκίνη (Halberg P, 1984)
- Κυκλοσπορίνη (Kruger K and Schattenkirchner M, 1994)
- Κυκλοφωσφαμίδη : Δρα ταχύτερα, αλλά είναι περισσότερο τοξική, από την αζαθειοπρίνη (Currey HLF et al, 1974)
- Λεβαμιζόλη (Halberg P et al, 1984).
Φάρμακα περισσότερο αποτελεσματικά από την αζαθειοπρίνη
- Μεθοτρεξάτη : Είναι περισσότερο (Willkens RF et al, 1992; Willkens RF et al, 1995) ή εξίσου (Arnold MH et al, 1990) αποτελεσματική με την αζαθειοπρίνη.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Αζαθειοπρίνη + ενέσιμος χρυσός : Είναι αποτελεσματικός (De Silva M and Hazleman BL, 1981).
Αζαθειοπρίνη + σουλφασαλαζίνη : Είναι αποτελεσματικός, αλλά και τοξικός (Helliwell PS, 1996).
Αζαθειοπρίνη + κορτικοειδή : Οι ΕΦ ώσεις πρεδνιζολόνης επιταχύνουν, αλλά δεν επαυξάνουν, την κλινική βελτίωση που προκαλεί η αζαθειοπρίνη (Hantzchel H et al, 1988), ενώ οι ΕΦ ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης δεν βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα της αζαθειοπρίνης (Bijlsma JWJ et al, 1986; Hansen TM et al, 1990).
Αζαθειοπρίνη + μεθοτρεξάτη : Είναι περισσότερο αποτελεσματικός, όπως και η μεθοτρεξάτη μόνη της, από την αζαθειοπρίνη, αλλά δεν διαφέρει στην έκβαση της νόσου (Willkens RF et al, 1992).
Κατ' άλλους, δεν είναι περισσότερο αποτελεσματικός ή τοξικός από την αζαθειοπρίνη ή την μεθοτρεξάτη μόνη της (Willkens RF et al, 1995) και ο συνδυασμός αυτός και η αζαθειοπρίνη ή η μεθοτρεξάτη μόνη της προκαλούν σημαντική κλινική βελτίωση, αλλά η αζαθειοπρίνη βελτιώνει περισσότερο την έκβαση της νόσου (McKendry RJ, 1990).
Αζαθειοπρίνη + υδροξυχλωροκίνη + μεθοτρεξάτη (Langewitz P et al, 1989; Mc Carty DJ et al, 1995)
Αζαθειοπρίνη + υδροξυχλωροκίνη + κυκλοφωσφαμίδη : Είναι πολύ αποτελεσματικός (
Mc Carty DJ and Carrera GF, 1982; Csuka M et al, 1986 ), αλλά και τοξικός (Csuka M et al, 1986).ΕΞΩΑΡΘΡΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗΝ ΑΖΑΘΕΙΟΠΡΙΝΗ
Διάμεση πνευμονική ίνωση (Cohen JM et al, 1977)
Ρευματοειδής αγγειίτιδα (Pinals RS, 1976). Η πρεδνιζόνη, σε συνδυασμό με αζαθειοπρίνη, συνοδεύεται λιγότερο συχνά από υποτροπή της αγγειίτιδας, λιγότερες σοβαρές επιπλοκές και σχετικά μικρότερη θνητότητα (Heurkens AHM et al, 1991).
Μία διπλή-τυφλή, placebo-ελεγχόμενη μελέτη εγκαταλείφθηκε λόγω της μεγάλης θνητότητας και στις 2 ομάδες (Nicholls A et al, 1973).
Νεφρική αμυλοείδωση (Shapiro DL and Spiera H, 1995).
Γαγγραινώδες πυόδερμα : Η αζαθειοπρίνη, σε συνδυασμό με κυκλοσπορίνη και τοπικές διηθήσεις τριαμσινολόνης, επουλώνει τα έλκη (Duffill MB, 1994). Η αποτελεσματικότητά της στη διάμεση ίνωση, τα δερματικά έλκη και την περιφερική νευροπάθεια είναι παρόμοια με την κυκλοφωσφαμίδη και άλλα DMARDs.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η αζαθειοπρίνη είναι αποτελεσματικό, αλλά 3ης επιλογής αντιρρευματικό φάρμακο, στη θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Στη θεραπευτική πυραμίδα της ρευματοειδούς αρθρίτιδας ενδείκνυται μετά την αποτυχία όλων των άλλων DMARDs. Σε ασθενείς με βαριά ρευματοειδή αρθρίτιδα έχει παρόμοια αποτελεσματικότητα με τα καθιερωμένα DMARDs, χωρίς μεγαλύτερη τοξικότητα, γι' αυτό και συχνά είναι περισσότερο αποδεκτή σε μακροχρόνια χρήση, ιδιαίτερα από τους ηλικιωμένους. Πάντως, είναι λιγότερο αποτελεσματική από την μεθοτρεξάτη και έχει αμφιλεγόμενη τροποποιητική δράση.
2. ΝΕΑΝΙΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Λόγω της δυνητικά σοβαρής τοξικότητάς της, η αζαθειοπρίνη ενδείκνυται μόνο σε παιδιά με προοδευτικά επιδεινούμενη, παρά την επαρκή θεραπεία με DMARDS και κορτικοειδή, νόσο (Kvien TK et al, 1986).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η αζαθειοπρίνη, σε δόση 2.5 mg/kg/24ωρο, είναι αποτελεσματική στο 50% περίπου των παιδιών με ΝΡΑ, μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών και έχει μικρή τοξικότητα (Stoeber E, 1978; Kvien TK et al, 1986; Savolainen AH et al, 1997). Η βελτίωση εμφανίζεται μετά από 2 έως 3 ή 8 εβδομάδες θεραπείας.
Κατ' άλλους, η 6-μερκαπτοπουρίνη δεν έχει πάντα αποτέλεσμα στη ΝΡΑ και έχει σχετικά συχνές επιπλοκές, ενώ η αζαθειοπρίνη βελτιώνει περισσότερο τα υποκειμενικά ενοχλήματα (Kvien TK et al, 1986) και δεν έχει αποτέλεσμα στην ιριδοκυκλίτιδα (Stoeber E, 1978; Savolainen AH et al, 1997).
3. ΝΟΣΟΣ STILL ΤΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ
Η αζαθειοπρίνη, σε συνδυασμό με σουλφαλαζίνη, είναι αποτελεσματική, αλλά η δεύτερη πρέπει να χορηγείται με προσοχή, γιατί έχει προκαλέσει λευκοπενία και αναστρέψιμη ακοκκιοκυττάρωση (Bliddal H and Helin P, 1987).
4. ΨΩΡΙΑΣΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Αρθρίτιδα μη ελεγχόμενη επαρκώς με αναλγητικά και αντιφλεγμονώδη φάρμακα
- Προοδευτικά επιδεινούμενες αρθρικές αλλοιώσεις
- Έλλειψη ανταπόκρισης στη μεθοτρεξάτη ή την κυκλοσπορίνη (που είναι πρώτης εκλογής)
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Σύμφωνα με μη ελεγχόμενες μελέτες, η αζαθειοπρίνη βελτιώνει την δραστηριότητα (Mason M et al, 1969; Pinals RS, 1976), τις δερματικές αλλοιώσεις (Feldges DH and Barnes CG, 1974; Pinals RS, 1976; Le Quintrec JL et al, 1990) και τις αρθρικές εκδηλώσεις στο 90-100% των ασθενών με ΨΑ, που όμως παροξύνονται με την διακοπή της.
Η κλινική ανταπόκριση είναι παρόμοια με την παρατηρούμενη στην ΡΑ. Η μεθοτρεξάτη φαίνεται ότι είναι περισσότερο αποτελεσματική στις ψωριασικές δερματικές αλλοιώσεις, ενώ η αζαθειοπρίνη, στις αρθρικές εκδηλώσεις.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Στην ψωριασική αρθρίτιδα η αζαθειοπρίνη είναι αποτελεσματική τόσο στις ψωριασικές αλλοιώσεις, όσο και την αρθρίτιδα, αλλά, λόγω των δυνητικών της επιπλοκών, πρέπει να χρησιμοποιείται μετά την μεθοτρεξάτη, την κυκλοσπορίνη και πιθανώς τους αναστολείς του TNF-α.
5. ΑΓΚΥΛΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΠΟΝΔΥΛΙΤΙΔΑ
Σύμφωνα με ανοιχτή, μη ελεγχόμενη μελέτη, η αζαθειοπρίνη, σε δόση 200 mg/24ωρο (συνολική δόση 6-8 gr) και στη συνέχεια 100 mg/24ωρο, βελτιώνει περιπτώσεις μη ανταποκρινόμενες στα ΜΣΑΦ.
Ένας ασθενής είχε θεαματική βελτίωση μετά από την χορήγηση αρχικά 40 mg/kg αζαθειοπρίνης ενδοφλέβια επί 36 ώρες και στη συνέχεια 2 mg/kg/24ωρο per os (Durez P and Horsmans Y, 2000).
6. ΣΥΝΔΡΟΜΟ REITER
H αζαθειοπρίνη βελτιώνει την αρθρίτιδα και βοηθά στη μείωση της δόσης των ΜΣΑΦ και των αναλγητικών (Calin A, 1986).
7. ΡΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΥΜΥΑΛΓΙΑ-ΚΡΟΤΑΦΙΚΗ ΑΡΤΗΡΙΤΙΔΑ
H αζαθειοπρίνη βοηθά στη μείωση των κορτικοειδών (De Silva M and Hazleman B, 1986).
8. ΔΕΡΜΑΤΟΜΥΟΣΙΤΙΔΑ/ΠΟΛΥΜΥΟΣΙΤΙΔΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Δερματομυοσίτιδα/πολυμυοσίτιδα ανθεκτική στα κορτικοειδή, αν και προτιμάται η μεθοτρεξάτη.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ :
- Βελτιώνει την δερματομυοσίτιδα/πολυμυοσίτιδα σε ασθενείς μη ανταποκρινόμενους στα κορτικοειδή και βοηθά στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών (McFarlin DE and Griggs RC, 1968; Benson MD and Aldo MA, 1973), περισσότερο από τα κορτικοειδή μόνα τους (Benson MD and Aldo MA, 1973; Bradley WG and Walton JN, 1976).
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με αζαθειοπρίνη σε συνδυασμό με πρεδνιζόνη έχουν μεγαλύτερη λειτουργική βελτίωση και χρειάζονται μικρότερες δόσεις πρεδνιζόνης απ' αυτούς που παίρνουν μόνο πρεδνιζόνη (Bunch TW, 1981). Κατ' άλλους, ο συνδυασμός αυτός δεν είναι περισσότερο αποτελεσματικός από την πρεδνιζόνη μόνη της (Bunch TW et al, 1980).
- Βελτιώνει την πνευμονική προσβολή (Rowen AJ and Reichel J, 1983)
- Μπορεί να βελτιώσει την νεανική δερματομυοσίτιδα (Jacobs JC, 1977). Σε συνδυασμό με κορτικοειδή, μπορεί να είναι το φάρμακο πρώτης εκλογής σε ασθενείς κυρίως με χρόνια, ανθεκτική, νόσο (Ng YT et al, 1998).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Μεθοτρεξάτη : Είναι περισσότερο αποτελεσματική από την αζαθειοπρίνη (Joffe MM et al, 1993).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Αζαθειοπρίνη 2.5 mg/kg (έως 150 mg/24ωρο) + πρεδνιζολόνη (150 mg/24ωρο per os, που μειώθηκε σε 20 mg μετά από 10 ημέρες) + ενδοφλέβιες εγχύσεις 750 mg αντιλεμφοκυτταρικής σφαιρίνης Χ 15 ημέρες και στη συνέχεια θεραπεία συντήρησης με αζαθειοπρίνη + πρεδνιζολόνη : Βελτιώνει την δερματομυοσίτιδα ή αναστέλλει την επιδείνωση της, ιδίως σε ασθενείς με πρώιμη νόσο (Hollingworth P et al, 1982).
9. ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΣΚΛΗΡΟΔΕΡΜΙΑ (Jansen GT et al, 1968).
10. ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΣ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗΣ ΛΥΚΟΣ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Απειλητικός για την ζωή ΣΕΛ, μη ανταποκρινόμενος σε άλλα μέτρα και με ενεργό οργανική προσβολή μη ανταποκρινόμενη στα κορτικοειδή (Lieberman JD and Schatten S, 1988)
- Ενδιάμεσης βαρύτητας ΣΕΛ, με σκοπό την βελτίωση της μακροπρόθεσμης έκβασης της νόσου (π.χ. την πρόληψη νεφρικής νόσου τελικού σταδίου) (Steinberg AD, 1986)
- Μείωση της δόσης των κορτικοειδών.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ : Η αζαθειοπρίνη βελτιώνει την νεφρική προσβολή και τις εξωνεφρικές εκδηλώσεις, μειώνει την συχνότητα των εξάρσεων, παρατείνει την διάρκεια της επιβίωσης και βοηθά στην ελάττωση της δόσης ή την διακοπή των κορτικοειδών (Barnett EV et al, 1978; Felson DT and Anderson J, 1984; Swaak AJ et al, 1984).
Κατ' άλλους, δεν έχει αποτέλεσμα στις νεφρικές ή συστηματικές εκδηλώσεις του ΣΕΛ (Donadio JV et al, 1974) και μετά την διακοπή της η νόσος συνήθως υποτροπιάζει (Shelp WD et al, 1971; Sharon E et al, 1973).
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ : Μειώνει τους τίτλους των ΑΝΑ και των αντι-DNA και τα επίπεδα των IgG στον ορό (Drinkard JP et al, 1970; Forbes MJ and Sinclair L, 1974; Swaak AJ et al, 1984).
ΕΞΩΝΕΦΡΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗΝ ΑΖΑΘΕΙΟΠΡΙΝΗ
Λυκοειδής ηπατίτιδα (Mistilis SP and Blackburn CRB, 1967; Murray-Lyon IM et al, 1973)
Δερματικές αλλοιώσεις (ύποξυς δερματικός λύκος, δισκοειδείς αλλοιώσεις, λευκοκυτταροκλαστική αγγειίτιδα) (Ashinoff R et al, 1988; Callen JP et al, 1991)
Οξεία πνευμονίτιδα (Matthay RA et al, 1973)
Προσβολή ΚΝΣ (Ginzler E et al, 1975)
Ενεργός πολυσυστηματικός ΣΕΛ : Η αζαθειοπρίνη δεν βελτιώνει τις οξείες, σοβαρές εξάρσεις της νόσου, αλλά μειώνει την νοσηρότητα, την θνητότητα και την δόση των κορτικοειδών (Sztejnbok M et al, 1971).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΑ ΦΑΡΜΑΚΑ
Κορτικοειδή : Είναι λιγότερο (Dinant HJ et al, 1982; Felson DT and Anderson J, 1984) ή εξίσου (Donadio JV et al, 1972; Hahn BH et al, 1975a) αποτελεσματικά με την αζαθειοπρίνη.
Κυκλοφωσφαμίδη per os/ΕΦ ώσεις : Είναι περισσότερο αποτελεσματική, αλλά και τοξική, από την αζαθειοπρίνη μόνη της ή από τον συνδυασμό της αζαθειοπρίνης με κορτικοειδή ή κυκλοφωσφαμίδη (Cameron JS et al, 1979; Austin HA III et al, 1986).
Κατ' άλλους, η αζαθειοπρίνη :
- Είναι εξίσου αποτελεσματική με ΕΦ ώσεις κυκλοφωσφαμίδης (500 mg/m2/μήνα) σε συνδυασμό με πρεδνιζολόνη (2 mg/kg κάθε 2η ημέρα) (Abraham MA et al, 1997)
- Είναι προτιμότερη από την κυκλοφωσφαμίδη, λόγω της τοξικότητας της δεύτερης στην ουροδόχο κύστη (Cameron JS et al, 1979)
- Έχει παρόμοια έκβαση με τις ΕΦ ώσεις κυκλοφωσφαμίδης στη νεφρική προσβολή (Nossent HC and Koldingsnes W, 2000).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Αζαθειοπρίνη + κορτικοειδή : Βελτιώνει την επιβίωση και την νεφρική λειτουργία και μειώνει την νοσηρότητα, την θνητότητα και την δόση των κορτικοειδών (Sztejnbok M et al, 1971). Η αποτελεσματικότητα της είναι μεγαλύτερη σε ασθενείς με ενδιάμεσες χρόνιες ιστολογικές νεφρικές αλλοιώσεις (Carette S et al, 1983).
Κατ' άλλους :
- Δεν καταστέλλει τις εξωνεφρικές και συστηματικές εκδηλώσεις, την διάρκεια της επιβίωσης, την νεφρική λειτουργία και την πρόγνωση περισσότερο από την πρεδνιζόνη μόνη της (Decker JL et al, 1975; Lindeman RD et al, 1976; Sabbour MS and Osman LM, 1979)
- Βελτιώνει τον ΣΕΛ (Lindeman RD et al, 1976), αυξάνει την μακροχρόνια επιβίωση (Barnett EV et al, 1978) και διατηρεί την νεφρική λειτουργία καλύτερα από την πρεδνιζόνη μόνη της, αλλ' όχι σε βαθμό στατιστικά σημαντικό
- Είναι εξίσου αποτελεσματικός με τον συνδυασμό αζαθειοπρίνης με πρεδνιζόνη και κυκλοφωσφαμίδη (Ginzler E et al, 1976)
- Δεν διαφέρει σε αποτελεσματικότητα από τον συνδυασμό αζαθειοπρίνης (σε μικρές δόσεις) με κυκλοφωσφαμίδη, αν και τα 2 σχήματα διατηρούν την νεφρική λειτουργία περισσότερο από την πρεδνιζόνη μόνη της (Klippel JH et al, 1987; Klippel JH, 1988)
- Δεν βοηθά στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών (Hahn BH et al, 1975a)
Αζαθειοπρίνη + ηπαρίνη : Βελτιώνει την νεφρική προσβολή περισσότερο από τα κορτικοειδή μόνα τους (Cade R et al, 1973).
Αζαθειοπρίνη + κυκλοφωσφαμίδη per os : Διατηρεί την νεφρική λειτουργία περισσότερο από την πρεδνιζόνη μόνη της, αλλ' όχι σε βαθμό στατιστικά σημαντικό (Dinant HJ et al, 1982; Felson DT and Anderson JA, 1986; Austin HA III et al, 1986).
ΑΛΛΑ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΜΕ ΑΖΑΘΕΙΟΠΡΙΝΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΑ ΣΤΟ ΝΕΦΡΙΚΟ ΛΥΚΟ
Αζαθειοπρίνη + πρεδνιζολόνη 150 mg/24ωρο per os (που μειώθηκε σε 20 mg μετά από 10 ημέρες) + 15 ενδοφλέβιες εγχύσεις 750 mg αντιλεμφοκυτταρικής σφαιρίνης και στη συνέχεια θεραπεία συντήρησης με αζαθειοπρίνη και πρεδνιζολόνη : Δεν είναι περισσότερο αποτελεσματικός από 60 mg πρεδνιζολόνης/24ωρο (Hollingworth P et al, 1982).
Πρεδνιζολόνη + κυκλοφωσφαμίδη, ακολουθούμενη από μικρές δόσεις πρεδνιζολόνης και αζαθειοπρίνης (Chan TM et al, 1995)
ΕΦ ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης, ακολουθούμενες από αζαθειοπρίνη + πρεδνιζόνη (20 mg/ 24ωρο) (de Glas-Vos JW et al, 1995)
ΕΦ ώσεις κυκλοφωσφαμίδης (500 mg/εβδομάδα) + πρεδνιζολόνη, ακολουθούμενες από αζαθειοπρίνη (D' Cruz D et al, 1997).
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Καταστολή μυελού : Είναι η κυριότερη επιπλοκή της αζαθειοπρίνης σε ασθενείς με ΣΕΛ. Συχνότερη είναι η λευκοπενία, ακολουθούμενη από θρομβοπενία και αναιμία. Οι επιπλοκές αυτές μπορεί να είναι ιδιοσυγκρασιακές (Nossent JC and Swaak AJ, 1990).
Λοιμώξεις : Σοβαρές λοιμώξεις αναπτύσσει το 11% των ασθενών που παίρνει αζαθειοπρίνη, το 14%, αζαθειοπρίνη μαζί με κυκλοφωσφαμίδη, και το 29%, μόνο πρεδνιζόνη.
Κακοήθη νεοπλάσματα – λευχαιμία (4%) :
- Καρκίνωμα φλοιού επινεφριδίων (Wallace EZ et al, 1979)
- Λεμφοκυτταρικό λέμφωμα (Walden PA et al, 1977)
- Ανοσοβλαστικό λέμφωμα (Berliner S et al, 1983)
- Δικτυοκυτταρικό σάρκωμα (Hehir ME et al, 1979)
- Οξεία μυελοειδής λευχαιμία (Kwong YL et al, 1998)
- Μυελομονοκυτταρική λευχαιμία (Vismans JJ et al, 1980)
- Ατυπία των κυττάρων του τραχήλου της μήτρας (Nyberg G et al, 1981; Ginzler E et al, 1989)
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η αζαθειοπρίνη είναι αποτελεσματική σε ασθενείς με πολυσυστηματικό, ενεργό ΣΕΛ. Είναι το φάρμακο εκλογής στην λυκοειδή ηπατίτιδα και βελτιώνει τις αρθρικές και δερματικές εκδηλώσεις της νόσου.
Σε ασθενείς με επιθετική, σοβαρή νόσο, ο συνδυασμός της με κορτικοειδή δεν έχει καλύτερη βραχυπρόθεσμη έκβαση από τα κορτικοειδή μόνα τους. Μακροπρόθεσμα όμως βελτιώνει την νεφρική λειτουργία και μειώνει τις χρόνιες νεφρικές αλλοιώσεις, την συχνότητα και βαρύτητα των εξάρσεων της νόσου και την δόση της κορτιζόνης, πιθανώς περισσότερο από την αζαθειοπρίνη μόνη της.
Συγκριτικά με την per os χορηγούμενη κυκλοφωσφαμίδη είναι ίσως λιγότερο αποτελεσματική, αλλά και τοξική. Ο συνδυασμός της με κορτικοειδή και κυκλοφωσφαμίδη είναι αποτελεσματικός, αλλά περισσότερο τοξικός. Ο συνδυασμός της με άλλα φάρμακα δεν έχει προσδιορισθεί κατά πόσον βελτιώνει την συνολική επιβίωση, συγκριτικά με τα κορτικοειδή μόνα τους.
11. AΓΓΕΙΙΤΙΔΕΣ
ΑΓΓΕΙΙΤΙΔΕΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗΝ ΑΖΑΘΕΙΟΠΡΙΝΗ
- Οζώδης πολυαρτηρίτιδα
- Μικροσκοπική οζώδης πολυαρτηρίτιδα (Hatama S et al, 1998)
- Αλλεργική αγγειίτιδα και κοκκιωμάτωση (Cooper BJ et al, 1978)
- Κοκκιωμάτωση Wegener
- Νόσος Αδαμαντιάδη-Behcet
- Λευκοκυτταροκλαστική αγγειίτιδα επί εδάφους δερματικού ερυθηματώδους λύκου (Callen JP et al, 1991)
11.1 ΟΖΩΔΗΣ ΠΟΛΥΑΡΤΗΡΙΤΙΔΑ
Η αζαθειοπρίνη, σε συνδυασμό με πρεδνιζόνη, είναι αποτελεσματική σε μερικές περιπτώσεις (Pogglitsch H and Kresbach H, 1969; Melam H and Patterson R, 1971; Brock PG and Richards P, 1973).
ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΜΕ ΑΖΑΘΕΙΟΠΡΙΝΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΑ ΣΤΗΝ ΟΖΩΔΗ ΠΟΛΥΑΡΤΗΡΙΤΙΔΑ
Αζαθειοπρίνη + πρεδνιζολόνη 150 mg/24ωρο per os (που μειώθηκε σε 20 mg μετά από 10 ημέρες) + 15 ΕΦ εγχύσεις 750 mg αντιλεμφοκυτταρικής σφαιρίνης και στη συνέχεια θεραπεία συντήρησης με αζαθειοπρίνη + πρεδνιζολόνη (Hollingworth P et al, 1982).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η αζαθειοπρίνη, αν και μπορεί να προκαλέσει ύφεση της οζώδους πολυαρτηρίτιδας, έχει αντικατασταθεί από την κυκλοφωσφαμίδη, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν θεραπεία συντήρησης μετά απ' αυτήν.
11.2 ΚΟΚΚΙΩΜΑΤΩΣΗ WEGENER
Σύμφωνα με περιγραφές περιπτώσεων, η αζαθειοπρίνη, μόνη της ή σε συνδυασμό με μικρές δόσεις κορτικοειδών, δουαζομυκίνη ή/και κυκλοφωσφαμίδη, βελτιώνει τις εκδηλώσεις της νόσου και παρατείνει την επιβίωση (Wishart JM, 1975; Keczkes K, 1976; Thorkelsen H and Berdal P, 1976; Pashley NR and Levitt MN, 1979; Al-Arfaj A, 2001). Η αποτελεσματικότητά της είναι μεγαλύτερη από τα κορτικοειδή (Aldo M et al, 1970), αλλά μάλλον μικρότερη της κυκλοφωσφαμίδης (Isreal HL and Patchefsky AS, 1975).
11.3 ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΔΑΜΑΝΤΙΑΔΗ-BEHCET
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
- Διατηρεί την οπτική οξύτητα, προλαβαίνει τις οφθαλμικές προσβολές, μειώνει σημαντικά την συχνότητα της τύφλωσης, των στοματικών και γεννητικών ελκών και της αρθρίτιδας (Nethercott J and Lester RS, 1974; Yazici H et al, 1990; Hamuryudan V et al, 1997)
- Μπορεί να βελτιώσει την μακροπρόθεσμη πρόγνωση της νόσου, εάν χορηγηθεί πρώιμα (Hamuryudan V et al, 1997)
- Σε συνδυασμό με μεθυλπρεδνιζολόνη (1.5 mg/kg/24ωρο) βελτιώνει τα ανευρύσματα της πνευμονικής αρτηρίας (Acican T and Gurkan OU, 2001).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η αζαθειοπρίνη είναι αποτελεσματική στη νόσο Αδαμαντιάδη-Behcet, αλλά, λόγω της μακροπρόθεσμης τοξικότητάς της, έχει αντικατασταθεί από την κυκλοσπορίνη.
12. ΣΥΝΔΡΟΜΟ SJOGREN
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ :
- Μπορεί να βελτιώσει την FVC σε ασθενείς με πρωτοπαθές σύνδρομο Sjogren και διάμεση πνευμονοπάθεια (Deheinzelin D et al, 1996).
- Βελτίωσε, σε συνδυασμό με κορτικοειδή, έναν ασθενή με επίκτητη αιμορροφιλία Α λόγω ύπαρξης ενός αναστολέα του παράγοντα VIII (Dannhauser D et al, 1994).
- Σύμφωνα με διπλή-τυφλή, placebo ελεγχόμενη μελέτη, δεν έχει αποτέλεσμα στο πρωτοπαθές σύνδρομο Sjogren (Price EJ et al, 1998).
13. ΥΠΟΤΡΟΠΙΑΖΟΥΣΑ ΠΟΛΥΧΟΝΔΡΙΤΙΔΑ
Η αζαθειοπρίνη μπορεί να βελτιώσει την νεκρωτική σκληρίτιδα (Hoang-Xaun T et al, 1990).
14. ΠΟΡΦΥΡΑ HENOCH-SCHONLEIN
Η αζαθειοπρίνη, σε συνδυασμό με κορτικοειδή, μπορεί να βελτιώσει την νεφρική προσβολή (Bergstein J et al, 1998; Foster BJ et al, 2000).
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Οι επιπλοκές της αζαθειοπρίνης προέρχονται συνήθως από το ΓΕΣ και είναι μάλλον δοσοεξαρτώμενες, συνήθως ήπιες και αναστρέφονται ταχέως μετά την διακοπή του φαρμάκου. Γαστρεντερικές διαταραχές και κυτταροπενίες μπορεί να εμφανίσει έως 30% των ασθενών που παίρνει αζαθειοπρίνη (McKendry JR et al, 1989; Singh G et al, 1989). Συνολικά, 15-32% των ασθενών διακόπτει την αζαθειοπρίνη λόγω τοξικότητας. Οι επιπλοκές της αζαθειοπρίνης μπορεί να οφείλονται σε άμεση τοξική δράση του φαρμάκου ή σε υπερευαισθησία.
ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Δυσγευσία ή αγευσία
- Ανορεξία
- Ναυτία
- ‘Εμετοι
- Καύσος
- Δυσπεψία
- Ερυγές
- Διάρροια
- Στεατόρροια
- Δυσκοιλιότητα
- Κοιλιακός πόνος
- Μετεωρισμός
- Στοματίτιδα
- Ξηροστομία
- Γαστρικό έλκος
- Γαστρεντερική αιμορραγία, νέκρωση ή διάτρηση
- Περιτοναϊκή αιμορραγία
- Παγκρεατίτιδα
ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Αναιμία
- Παγκυτταροπενία
- Πολυκυτταραιμία
- Απλασία ερυθρών αιμοσφαιρίων
- Λευκοπενία
- Θρομβοπενία
- Επίσταξη
ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ
- Αύξηση ηπατικών ενζύμων
- Ηπατίτιδα
- Χολοστατικός ίκτερος
- ‘Ινωση
- Κίρρωση
ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ
- Έρπητας ζωστήρας
ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ-ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ
- Πορφύρα
- Υπεριδρωσία
- Κνησμός
- Αλωπεκία
- Εξάνθημα
- Φωτοευαισθησία
- Οίδημα
- Οζώδες ερύθημα
- Κνίδωση
- Καθυστέρηση επούλωσης τραυμάτων
ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Θόλωση όρασης
- Ίλιγγος
- Κεφαλαλγία
- Ζάλη
- Κατάθλιψη
- Αμνησία
- Νευρικότητα
- Παραισθησία
- Δυσχέρεια σκέψης
- Άσηπτη μηνιγγίτιδα
- Περιφερική νευροπάθεια
ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Διάμεση πνευμονίτιδα
- Διάχυτη κυψελιδική βλάβη
- Δύσπνοια
ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Συγγενείς ανωμαλίες
- Χρωμοσωμικές βλάβες
ΑΠΟ ΤΟ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Διαταραχές έμμηνης ρύσης
- Δυσουρία
- Πρωτεϊνουρία
ΑΛΛΕΣ
- Σεξουαλική ανικανότητα
- Πυρετός
- Ρίγη
- Μυϊκή αδυναμία
- Διαταραχές ακοής
1. ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Γαστρεντερικές διαταραχές, μεμονωμένες ή σε συνδυασμό, παρατηρούνται στο 19% (Whisnant JK and Pelkey J, 1982) και ευθύνονται για διακοπή της θεραπείας στο 60% (Singh G et al, 1989), των ασθενών που παίρνουν αζαθειοπρίνη.
Ανορεξία, ναυτία, έμετοι : Είναι οι συχνότερες γαστρεντερικές επιπλοκές της αζαθειοπρίνης. Μπορεί να εμφανισθούν είτε μετά από την εφάπαξ, είτε την συνεχή, χορήγηση της αζαθειοπρίνης. Η ναυτία και οι έμετοι εμφανίζονται στο 10-12% των περιπτώσεων, συνήθως τις πρώτες εβδομάδες της θεραπείας. Είναι δοσοεξαρτώμενες και ποικίλλουν σημαντικά σε βαρύτητα από άτομο σε άτομο.
Οι γαστρεντερικές διαταραχές συχνά αποτελούν αντιδράσεις υπερευαισθησίας. Μερικές φορές συνδυάζονται με πυρετό και διάρροια, δίνοντας την εικόνα γαστρεντερίτιδας (Assini JF et al, 1986; Cochrane D et al, 1987). Περιορίζονται ή υφίενται με την χορήγηση του φαρμάκου σε διηρημένες ή μειωμένες δόσεις ή μετά τα γεύματα, ενίοτε όμως επιβάλλουν οριστική διακοπή του. Εάν η αζαθειοπρίνη προκαλέσει διάρροια και εμέτους, λόγω υπερευαισθησίας στο ιμιδαζολικό μόριο της, μπορεί να αντικατασταθεί από την 6-μερκαπτοπουρίνη, χωρίς υποτροπή των συμπτωμάτων.
Στοματίτιδα (Berry H et al, 1976; Halberg P et al, 1984).
Γαστρικό έλκος (Pinals RS, 1976)
Γαστρεντερική αιμορραγία, νέκρωση ή διάτρηση (Harris J et al, 1971)
Παγκρεατίτιδα, κυρίως σε ασθενείς με φλεγμονώδεις εντεροπάθειες ή λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων (Whisnant JK and Pelkey J, 1982; Guillaume P et al, 1984; Halberg P et al, 1984) και, λιγότερο συχνά, σε ασθενείς με ρευματικά νοσήματα (ΡΑ, ΣΕΛ) (Sturdevant RAL et al, 1979; Herskowitz LJ et al, 1979). Ο μηχανισμός της είναι άγνωστος, αλλά πιθανώς αποτελεί αντίδραση υπερευαισθησίας (Nogueira JR and Freedman MA, 1972).
2. ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Οι αιματολογικές επιπλοκές της αζαθειοπρίνης είναι δοσοεξαρτώμενες. Σε χαμηλές δόσεις (1-3 mg/kg/24ωρο) είναι ασυνήθιστες και συνίστανται σε μακροκυττάρωση, λευκοπενία και, λιγότερο συχνά, μεγαλοβλαστική αναιμία ή απλασία των ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Η καταστολή του μυελού είναι η συχνότερη επιπλοκή της αζαθειοπρίνης, όπως και όλων των κυτταροξικών φαρμάκων. Στη ΡΑ, η συχνότητά της ανέρχεται σε 11-14.5% (Whisnant JK and Pelkey J, 1982).
Η μυελοτοξικότητα είναι συνήθως πρώιμη ή και όψιμη και σπάνια σοβαρή. Παρατηρείται συνήθως σε ασθενείς θεραπευόμενους με αζαθειοπρίνη μακροχρόνια ή σε συνδυασμό με αλλοπουρινόλη (Bacon BR et al, 1981; Zazgornik J et al, 1981). Η αλλοπουρινόλη, χορηγούμενη ταυτόχρονα με αζαθειοπρίνη, αναστέλλει την ξανθινοξειδάση οδηγώντας σε αύξηση των επιπέδων της 6-μερκαπτοπουρίνης στο αίμα, η οποία μπορεί να προκαλέσει καταστολή του μυελού. Η αζαθειοπρίνη μετατρέπεται ταχέως σε 6-μερκαπτοπουρίνη, η οποία αποβάλλεται από τα ούρα κυρίως ως 6-θειουρικό οξύ. Η ξανθινοξειδάση είναι υπεύθυνη για την οξείδωση αυτή, η οποία αναστέλλεται από την αλλοπουρινόλη.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η μυελοτοξικότητα της αζαθειοπρίνης μπορεί να οφείλεται σε ανεπάρκεια της θειοπουρινομεθυλοτρανσφεράσης (Chocair PR et al, 1992; Schutz E et al, 1993) και της 5-νουκλεοτιδάσης. Πάντως, παρόμοιες επιπλοκές έχουν αναφερθεί και σε άτομα με φυσιολογικά επίπεδα θειοπουρινομεθυλοτρανσφεράσης (Soria-Royer C et al, 1993).
ΤΥΠΟΙ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΠΛΟΚΩΝ : Η συχνότερη εκδήλωση μυελικής καταστολής από την αζαθειοπρίνη είναι η λευκοπενία και, λιγότερο συχνά, η θρομβοπενία, μεμονωμένη ή σε συνδυασμό με λευκοπενία, και η αναιμία.
Λευκοπενία : Είναι μία από τις συχνότερες επιπλοκές της αζαθειοπρίνης. Παρατηρείται στο 22% των περιπτώσεων και είναι συνήθως αναστρέψιμη, αλλά μπορεί να οδηγήσει στο θάνατο λόγω δευτερογενών λοιμώξεων (Whisnant JK and Pelkey J, 1982). Η ελάττωση του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων δεν σχετίζεται με την κλινική ανταπόκριση και μπορεί να επιβάλλει μικρή μείωση της δόσης, αλλά συνήθως όχι διακοπή, του φαρμάκου (Urowitz MB et al, 1973).
Θρομβοπενία (0.8-4.8%) (Whisnant JK and Pelkey J, 1982). Κατά κανόνα συνδυάζεται με λευκοπενία.
Απλασία ερυθρών αιμοσφαιρίων : Είναι πολύ σπάνια και αναστρέψιμη με την διακοπή του φαρμάκου (Creemers GJ et al, 1993). Οφείλεται σε εκλεκτική τοξική δράση της αζαθειοπρίνης στην ερυθροποίηση και μπορεί να συνδυάζεται με μακροκυττάρωση.
Μακροκυττάρωση : Eχει αναφερθεί σε λήπτες μοσχευμάτων και αποδίδεται σε παρέμβαση του φαρμάκου στη σύνθεση του DNA (Nicholls AJ and Davidson RJL, 1978). Δεν έχει κλινική σημασία και δεν επιβάλλει διακοπή της θεραπείας.
Ακοκκιοκυτταραιμία : Είναι πολύ σπάνια. Έχει αναφερθεί μίαν εβδομάδα μετά την χορήγηση της αζαθειοπρίνης και πρόκειται μάλλον για ιδιοσυγκρασιακή αντίδραση (Decker JL and Steenberg AD, 1985).
Παγκυτταροπενία : Είναι σπάνια (Jeurissen MEC et al, 1988).
Μεγαλοβλαστική αναιμία : Είναι επίσης σπάνια και μπορεί να συνοδεύεται από αύξηση των επιπέδων του νουκλεοτιδίου της 6-θειογουανίνης στα ερυθρά αιμοσφαίρια (Lennard L et al, 1984).
ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗΣ ΜΥΕΛΟΥ :
Λευκοπενία : Μείωση της δόσης ή διακοπή της αζαθειοπρίνης, εάν η πτώση των λευκών αιμοσφαιρίων είναι ραγδαία ή επίμονη. Μετά την επάνοδο των λευκών αιμοσφαιρίων σε φυσιολογικά όρια, η αζαθειοπρίνη μπορεί να επαναχορηγηθεί σε δόση κατά 25% μικρότερη της προηγούμενης.
Η λευκοπενία δεν συνδέεται με το θεραπευτικό αποτέλεσμα, γι' αυτό και η δόση της αζαθειοπρίνης δεν χρειάζεται να αυξάνεται σε σημείο λευκοπενίας, ώστε να προκύψει ικανοποιητική θεραπευτική ανταπόκριση. Εάν η αζαθειοπρίνη συγχορηγείται με αλλοπουρινόλη, η δόση της πρέπει να μειώνεται κατά 25%.
Θρομβοπενία : Έγχυση αιμοπεταλίων (σε σοβαρές περιπτώσεις).
3. ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η αζαθειοπρίνη είναι εκλεκτικά, όπως και η μεθοτρεξάτη, ηπατοτοξική σε ποσοστό 3-10% (Mourad G et al, 1987). Οι ηπατικές επιπλοκές έχουν περιγραφεί κυρίως σε λήπτες νεφρικών και, λιγότερο συχνά, ηπατικών μοσχευμάτων ή σε ασθενείς με ρευματικά νοσήματα (Sterneck M et al, 1991), 2 εβδομάδες έως 33 μήνες μετά την έναρξη της αζαθειοπρίνης. Εμφανίζονται γενικά 3 εβδομάδες έως 6 μήνες μετά την έναρξη του φαρμάκου, αλλά μπορεί και αργότερα.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ :
- Βλάβη των ενδοθηλιακών κυττάρων που επενδύουν τους ηπατικούς κόλπους και τα τελικά ηπατικά φλεβίδια (Haboubi NY et al, 1988)
- Αλλεργική αντίδραση, με ταυτόχρονα συστηματικά αλλεργικά συμπτώματα
- Άμεση ηπατοτοξικότητα, με άγνωστο μηχανισμό (Menard DB et al, 1980)
- Παρακώλυση της εξόδου του αίματος από το ήπαρ στην διασταύρωση των ηπατικών κόλπων και των κεντρολοβιωδών φλεβών, η οποία οδηγεί σε πελιωτική ηπατίτιδα (Degott C et al, 1978).
Η τοξική χολόσταση μπορεί να οφείλεται στην 6-μερκαπτοπουρίνη και η ηπατίτιδα από υπερευαισθησία, στο τμήμα της ιμιδαζόλης (Davis M et al, 1980).
ΤΥΠΟΙ ΗΠΑΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΛΟΚΩΝ :
- Αντιδράσεις υπερευαισθησίας
- Ενδοηπατική χολόσταση
- Φλεβο-αποφρακτική νόσος
- Οζώδης αναγεννητική υπερπλασία
- Πυλαία υπέρταση
- Πελιωτική ηπατίτιδα
- Περικολπική ίνωση
- Ηπατοπυλαία σκλήρυνση
- Συμφόρηση και διάταση ηπατικών κόλπων
- Κεντρολοβιώδης διάταση ή νέκρωση (Sterneck M et al, 1991)
- Ινωση ή στένωση ηπατικών φλεβών (Gerlag PG and van Hoof JP, 1987)
Αύξηση γGT, αλκαλικής φωσφατάσης, τρανσαμινασών και χολερυθρίνης, σε συνδυασμό με πυρετό, ναυτία, εμέτους, ρίγη, διάρροια και εξάνθημα (Jeurissen MEC et al, 1990).
Οι επιπλοκές αυτές ιστολογικά χαρακτηρίζονται από περιπυλαίες διηθήσεις και ηπατοκυτταρική νέκρωση. Η τρανσαμινασαιμία είναι η συχνότερη ηπατική επιπλοκή της αζαθειοπρίνης (DePinho RA et al, 1984 ). Eίναι ήπια και μπορεί να μην επιβάλλει διακοπή του φαρμάκου, αν και ενίοτε είναι προάγγελος ηπατικής ανεπάρκειας και κίρρωσης (Zarday Z et al, 1972).
Ηπατίτιδα από υπερευαισθησία
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Τρανσαμινασαιμία, ναυτία, έμετοι, κοιλιακός πόνος, πυρετός, αρθραλγίες, μυαλγίες, χολόσταση. Παρόμοιες εκδηλώσεις μπορεί να προκαλέσει η αζαθειοπρίνη σε ασθενείς με χρόνια ενεργό ηπατίτιδα, γι' αυτό και πρέπει να χορηγείται με προσοχή στους ηπατοπαθείς.
ΕΚΒΑΣΗ : Η ηπατίτιδα από την αζαθειοπρίνη συνήθως δεν είναι σοβαρή και η ηπατική λειτουργία αποκαθίσταται μετά την διακοπή του φαρμάκου. Εάν όμως η αζαθειοπρίνη συνεχισθεί, μπορεί να οδηγήσει σε ηπατική ανεπάρκεια.
Eνδοηπατική χολόσταση
Έχει αναφερθεί σε λήπτες μοσχευμάτων (Zarday Z et al, 1972) και σε ασθενείς με ΣΕΛ (DePinho RA et al, 1984), πολυμυοσίτιδα (Horsmans Y et al, 1991) και ψωρίαση (Munro DD, 1973).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Ίκτερος και βιοχημικές ενδείξεις ηπατικής δυσλειτουργίας.
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Ενδοηπατική χολόσταση με ηπατοκυτταρική εκφύλιση ή νέκρωση, ήπια περιπυλαία φλεγμονώδης αντίδραση, πυλαία ίνωση, κεντρολοβιώδης διόγκωση των ηπατοκυττάρων (DePinho RA et al, 1984), ενίοτε σε συνδυασμό με μεταβολές των κυττάρων και της αρχιτεκτονικής των ενδολοβιακών χοληφόρων πόρων (Horsmans Y et al, 1991).
ΕΚΒΑΣΗ : Η χολόσταση υποχωρεί με την διακοπή της αζαθειοπρίνης, μπορεί όμως να οδηγήσει στο θάνατο λόγω ηπατικής ανεπάρκειας (Zarday Z et al, 1972).
Φλεβο-αποφρακτική νόσος
Πρόκειται για προοδευτική, συγκεντρική, μη θρομβωτική, απόφραξη των μικρών ενδοηπατικών κλάδων των ηπατικών φλεβών από χαλαρό συνδετικό ιστό. Κλινικά, υποδύεται στενά το σύνδρομο Badd-Chiari και μπορεί να οδηγήσει σε πλήρη ινώδη απόφραξη του φλεβικού αυλού και περιφλεβική ίνωση. Σε τελικά στάδια δίνει κλινική και ιστολογική εικόνα κίρρωσης (Stuart KL and Brass G, 1957).
Έχει περιγραφεί σε λήπτες μοσχευμάτων νεφρού (Hola K et al, 1996; Kohli HS et al, 1996; Azoulay D et al, 1998), λιγότερο συχνά ήπατος (Mion F et al, 1993) ή μυελού των οστών (Rol-lins BJ, 1986) και πολύ σπάνια σε ασθενείς με ΡΑ ή ΣΕΛ (Lemley DE et al, 1989).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Ίκτερος, ηπατομεγαλία ή πόνος στο δεξιό άνω τεταρτημόριο της κοιλιάς, σύνδρομο παρόμοιο με ίωση (Rollins BJ, 1986), ενίοτε πυλαία υπέρταση με ηπατική ανεπάρκεια, ασκίτη και κιρσούς του οισοφάγου, συχνά θανατηφόρα (Adler M et al, 1987; Liano F et al, 1989).
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Αύξηση χολερυθρίνης, αλκαλικής φωσφατάσης και χρόνου προθρομβίνης.
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Ηπατική συμφόρηση, μη θρομβωτική απόφραξη κεντρολοβιωδών ηπατικών φλεβιδίων, με περιφλεβική νέκρωση και ίνωση και περικολπική ίνωση με διάταση των ηπατικών κόλπων, ενίοτε σε συνδυασμό με ηπατική πελίωση ή οζώδη αναγεννητική υπερπλασία (Katzka DA et al, 1986; Adler M et al, 1987).
ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Είναι δύσκολη, δεδομένου ότι οι ηπατικές διαταραχές δεν είναι ειδικές και οι περισσότεροι ασθενείς, εκτός από την αζαθειοπρίνη, παίρνουν και άλλα δυνητικά ηπατοτοξικά φάρμακα και η ΡΑ, αυτή καθαυτή, συνδέεται με ηπατική δυσλειτουργία.
ΕΚΒΑΣΗ : Η φλεβο-αποφρακτική νόσος μπορεί να υποχωρήσει με την διακοπή της αζαθειοπρίνης ή με πυλαιοφλεβική αναστόμωση (Kohli HS et al, 1996), αλλά συνήθως οδηγεί σε ηπατική ανεπάρκεια και θάνατο (Liano F et al, 1989). Στους επιζώντες, παρά την διακοπή του φαρμάκου, η κλινική διαδρομή κυριαρχείται από προοδευτική χρόνια ηπατική ανεπάρκεια και πυλαία υπέρταση.
Οζώδης αναγεννητική υπερπλασία
Πρόκειται για την ανάπτυξη οζιδίων από υπερπλαστικά ηπατοκύτταρα μέσα στην μάζα του, κατά τα άλλα φυσιολογικού, ήπατος. Έχει αναφερθεί σε λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων (Morales JM et al, 1987; Mion F et al, 1991; Gane E et al, 1994). Αν και κλινικά συνήθως υποδύεται κίρρωση, ίνωση ή ηπατοκυτταρική βλάβη συνήθως απουσιάζουν. Πιθανώς πρόκειται για προνεοπλασματική επεξεργασία, η οποία δίνει γένεση σε ηπατοκυτταρικά καρκινώματα ή αδενώματα.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Ηπατοσπληνομεγαλία και ασκίτης. Η εικόνα αυτή μπορεί κλινικά να συγχυθεί με κίρρωση. Μπορεί να συνδυάζεται με πελιωτική ηπατίτιδα, φλεβο-αποφρακτική νόσο ή ίνωση των διαστημάτων του Disse (Haboubi NY et al, 1988) και να επιπλακεί με πυλαία υπέρταση και ανεπάρκεια ή ρήξη του ήπατος (Fonseca V and Havard CW, 1988).
Πυλαία υπέρταση
Έχει αναφερθεί σε λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων (Yanagisawa N et al, 1990; Lorenz R et al, 1992).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Σπληνομεγαλία, κιρσοί οισοφάγου, διαταραχές των ηπατικών λειτουργιών με/ή χωρίς ασκίτη.
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Ήπια περιπυλαία ίνωση και εναπόθεση κολλαγόνου στα περικολπικά και μεσοκυττάρια διαστήματα (Yanagisawa N et al, 1990), ενίοτε ήπια διάχυτη ίνωση και οζώδης υπερπλασία εξελισσόμενη σε κίρρωση του ήπατος και ηπατική ανεπάρκεια.
Πελιωτική ηπατίτιδα
Συνίσταται σε κοιλότητες αίματος διεσπαρμένες τυχαία στη μάζα του ήπατος, χωρίς ζωναία προτίμηση (Zafrani ES et al, 1983). Έχει περιγραφεί σε λήπτες νεφρικών ή καρδιακών μοσχευμάτων και ενίοτε συνδυάζεται με οζώδη αναγεννητική υπερπλασία, πυλαία υπέρταση ή φλεβο-αποφρακτική νόσο ((Degott C et al, 1978; Haboubi NY et al, 1988).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Ηπατομεγαλία, πυλαία υπέρταση.
Περικολπική ίνωση
Συνίσταται σε άθροιση κολλαγόνου στα διαστήματα του Disse (Du Vivier A et al, 1974).
Ηπατοπυλαία σκλήρυνση
Οφείλεται σε αλλοιώσεις των πυλαίων φλεβών και εκδηλώνεται με πυλαία υπέρταση.
Διάταση ηπατικών κόλπων
Έχει περιγραφεί σε λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων (Sterneck M et al, 1991).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Κοιλιακός πόνος, αυξημένη αιμορραγική διάθεση, οίδημα, ηπατοσπληνομεγαλία, ασκίτης, κιρσοί οισοφάγου, αιμόλυση και κυτταροπενία (Gerlag PG et al, 1985).
ΕΚΒΑΣΗ : Μετά την διακοπή της αζαθειοπρίνης τα συμπτώματα και η διάταση των κόλπων υποχωρούν βαθμιαία, αλλά μπορεί να αναπτυχθεί ίνωση ή μικρο-οζώδης κίρρωση (Gerlag PG et al, 1985).
Αλλες ηπατικές επιπλοκές
- Θάνατος από λοίμωξη από κυτταρομεγαλοϊό και ηπατική νέκρωση (Savolainen AH et al, 1997)
- Ηπατοκυτταρική νέκρωση, σε ασθενείς που θεραπεύθηκαν με κυκλοφωσφαμίδη μετά από θεραπεία με αζαθειοπρίνη (Shaunak S et al, 1988)
- Ίκτερος, αύξηση τρανσαμινασών, υπεραιμία ηπατικών κόλπων και κεντρολοβιώδης ηπατοκυτταρική εκφύλιση, σε λήπτες ηπατικών μοσχευμάτων (Sterneck M et al, 1991)
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΗΠΑΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΛΟΚΩΝ ΑΖΑΘΕΙΟΠΡΙΝΗΣ (Harvey C et al, 1983)
- Εκλεκτική ανεπάρκεια IgA
- Ανδρικό φύλο
- Λευκοκυτταρικός τύπος αντιγόνου
ΠΡΟΣΟΧΗ : Η αζαθειοπρίνη πρέπει να διακόπτεται εάν εμφανισθούν τρανσαμινασαιμία, ηπατομεγαλία ή άλλες κλινικές ενδείξεις πυλαίας υπέρτασης και να γίνεται ηπατική βιοψία για να επιβεβαιωθεί η ύπαρξη φλεβο-αποφρακτικής νόσου. Σε ασθενείς με φλεγμονώδεις εντεροπάθειες, πολλές από τις εκδηλώσεις των ηπατικών επιπλοκών της αζαθειοπρίνης (ναυτία, κοιλιακοί πόνοι, διάρροια) μπορεί να είναι άτυπες και να συγχυθούν με έξαρση της εντερικής νόσου.
4. ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Οι πνευμονικές επιπλοκές της αζαθειοπρίνης είναι σπάνιες. Έχουν αναφερθεί κυρίως σε λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων και, λιγότερο συχνά, σε ασθενείς με φλεγμονώδεις εντεροπάθειες ή χρόνιες νεφροπάθειες. Συνηθέστερες είναι η οξεία πνευμονίτιδα από υπερευαισθησία και σπάνια η διάχυτη κυψελιδική βλάβη.
ΠΝΕΥΜΟΝΙΤΙΔΑ ΑΠΟ ΥΠΕΡΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Ξηρός βήχας, δύσπνοια και πυρετός (Rubin G et al, 1972).
ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Αμφοτερόπλευρες διάμεσες διηθήσεις στις βάσεις των πνευμόνων και πλευριτικές συλλογές (Weisenberger D, 1978).
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ : Δείχνουν περιοριστική νόσο και ελάττωση της DLCO.
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Πάχυνση κυψελιδικών διαφραγμάτων, υπερπλασία επιθηλιακών κυψελιδικών κυττάρων, ήπια διήθηση με ουδετερόφιλα και πλασματοκύτταρα, ενίοτε σχηματισμός υάλινων μεμβρανών και ίνωση (Bedrossian CWM et al, 1984).
ΕΚΒΑΣΗ : Η πνευμονίτιδα από την αζαθειοπρίνη συχνά καταλήγει κακώς από αναπνευστική ανεπάρκεια (Bedrossian CWM et al, 1984).
ΘΕΡΑΠΕΙΑ : Διακοπή αζαθειοπρίνης, κυκλοφωσφαμίδη και κορτικοειδή σε μεγάλες δόσεις (Weisenberger D, 1978).
ΔΙΑΧΥΤΗ ΚΥΨΕΛΙΔΙΚΗ ΒΛΑΒΗ
ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Αμφοτερόπλευρες πνευμονικές διηθήσεις.
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Σχηματισμός υάλινων μεμβρανών, ενδοκυψελιδικό οίδημα και κυβοειδοποίηση του επιθηλίου των κυψελίδων (Bedrossian CWM et al, 1984).
ΚΥΨΕΛΙΔΙΤΙΔΑ
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Αιμόπτυση, πυρετός, υποξαιμία.
ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Διάχυτες δικτυοοζώδεις σκιάσεις.
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ : Δείχνουν ελάττωση των πνευμονικών όγκων και της διάχυσης των πνευμόνων (Refabert L et al, 1995).
5. ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ
Η λευκοπενία και η καταστολή του μυελού που προκαλεί η αζαθειοπρίνη αυξάνει την επιρρέπεια στην ανάπτυξη λοιμώξεων, συνήθως από ευκαιριακούς οργανισμούς (Pneymocystis carinii, ασπέργιλλος, κυτταρομεγαλοϊός). Μεγαλύτερο κίνδυνο, ακόμα και θάνατο, διατρέχουν οι ασθενείς που παίρνουν αζαθειοπρίνη για να αποτρέψουν την απόρριψη μεταμοσχευθέντων οργάνων, γι' αυτό και οι λοιμώξεις αυτές πρέπει να θεραπεύονται εντατικά.
6. ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ-ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ
- Κηλιδοβλατιδώδη εξανθήματα (Woodland J et al, 1981; Paulus HE et al, 1984)
- Κνιδωτικό εξάνθημα (Wijnands MJ et al, 1990)
- Αλωπεκία
- Υποδόρια οζίδια (Langevitz P et al, 1991)
- Απολέπιση του δέρματος (Hermanns-Le T and Pierard GE, 1996)
- Υπερκερατωσική σμηγματορροϊκή ακροχορδών (Moens CHR et al, 1990)
- Μέλαινα ακάνθωση, στο 10% των ληπτών νεφρικών μοσχευμάτων (Koranda FC et al, 1975).
7. ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΥΠΕΡΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ
Είναι σπάνιες, αλλά σημαντικές, δεδομένου ότι μπορεί να αποδοθούν στη βασική νόσο. Η συχνότητά τους ανέρχεται σε 12-24% (Jeurissen MEC et al, 1989). Κατ΄άλλους, σε ασθενείς με ΡΑ υπολογίζονται σε <1-5% (Paulus HE et al, 1984; Hamdy H et al, 1987). Συνήθως εμφανίζονται τις 2 πρώτες εβδομάδες της θεραπείας και υποχωρούν με την διακοπή της. Η φύση τους επιβεβαιώνεται από την επανεμφάνιση τους με την επαναχορήγηση του φαρμάκου και την θετική δοκιμασία μετασχηματισμού των λεμφοκυττάρων (King JO et al, 1972).
ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΥΠΕΡΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΑΦΕΡΘΕΙ ΣΕ ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ
- Βρογχικό άσθμα, οίδημα λάρυγγα και κνίδωση (Michot F, 1968)
- Ναυτία, αρθραλγίες, εξάνθημα, πυρετός, βήχας, αίσθημα επικείμενου θανάτου, διάρροια και αιματουρία (King JO et al, 1972)
- Ναυτία, έμετοι, ήπια διάρροια, ταχυκαρδία και υπεραμυλασαιμία (Pozniak AL et al, 1981)
- Νόσημα παρόμοιο με ιογενές σύνδρομο ή ορονοσία με πυρετό, διάχυτο ερυθηματώδες εξάνθημα, μυαλγίες, αρθραλγίες και ταχυκαρδία (Davis M et al, 1980)
- Μυϊκή αδυναμία λόγω περιφερικής νευροπάθειας, πυρετός και αρθραλγίες (Farthing MJG et al, 1980)
- Υπόταση με ολιγουρία και αύξηση της κρεατινίνης του ορού λόγω αιμοδυναμικής οξείας νεφρικής ανεπάρκειας, σε συνδυασμό με γενική κακουχία, γαστρεντερικές διαταραχές και αγγειονευρωτικό οίδημα (Trotta F et al, 1982)
- Πυρετός, ρίγη και κολπική μαρμαρυγή (Dodd HJ et al, 1985a)
- Πυρετός, ναυτία, έμετοι, κοιλιακός πόνος, ανορεξία, εξανθήματα και κνίδωση (Kissel JT et al, 1986), ενίοτε σε συνδυασμό με υπόταση, λευκοκυττάρωση, μυαλγίες, αρθραλγίες και ολιγουρία (Keystone EC and Schabas R, 1981)
- Κακουχία, πυρετός, ρίγος, ναυτία, έμετοι, ζάλη και καταπληξία (Cunningham T et al, 1981)
- Υπερευαισθησία, περιλαμβανομένης οξείας έξαρσης της υποκείμενης νόσου, σε έναν ασθενή με βαριά μυασθένεια (Watts GF and Corston R, 1984)
- Κυκλοφορική ανεπάρκεια (Rosenthal E, 1986; Fields CL et al, 1998)
- Λευκοκυττταροκλαστική αγγειίτιδα (Beckett CG et al, 1996), με πυρετό, κεφαλαλγία, μυαλγίες, εμέτους, ψηλαφητό πορφυρικό εξάνθημα, πετέχειες και κηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα (Bergman SM et al, 1988)
- Πυρετός (Koller H and Stoll G, 1996), ενίοτε σε συνδυασμό με ρίγη (Gregoor PJ et al, 1995), ναυτία, εμέτους, λευκοκυττάρωση και εξάνθημα (Garey KW et al, 1998), ρινική συμφόρηση και αύξηση της κρεατινίνης του ορού (Vande Walle JG and Donckerwolcke RA, 1990)
- Ναυτία, έμετοι και διάρροια (Riedel RR et al, 1990; Godeau B et al, 1995), ενίοτε σε συνδυασμό με πυρετό, υπόταση, ταχυκαρδία και ολιγουρία (Knowles SR et al, 1995)
- Σύνδρομο παρόμοιο με Goodpasture (υψηλός πυρετός, ρίγη, αρθραλγίες, διάρροια, μυαλγίες, πνευμονικές διηθήσεις με αιμόπτυση) (Stetter M et al, 1994)
- Οξεία πολυαρθρίτιδα (Pillans PI et al, 1995)
- Διαταραχές ηπατικής λειτουργίας, μυαλγίες, αρθραλγίες, κεφαλαλγία, γενικευμένη αδυναμία, πυρετός, ολιγουρία, ραβδομυόλυση και αύξηση της κρεατινίνης του ορού (Compton MR and Crosby DL, 1996)
- Περικαρδίτιδα (Simpson CD, 1997).
Ο πυρετός είναι συχνός και μερικές φορές υψηλός και συνοδεύεται από ρίγη.
Η υπόταση είναι λιγότερο συχνή, αλλά δυνητικά θανατηφόρα. Σε συνδυασμό με πυρετό μπορεί να υποδυθεί σηπτική καταπληξία. Μερικές φορές συνδυάζεται με ολιγουρία (Keystone EC and Schabas R, 1981).
Η διάρροια και οι έμετοι μπορεί να υποδύονται γαστρεντερίτιδα και αποδίδονται σε υπερευαισθησία στο ιμιδαζολικό μόριο της αζαθειοπρίνης (Godeau B et al, 1995).
Η νεφρική προσβολή μπορεί να είναι δευτεροπαθής σε υποδιάχυση λόγω απότομης πτώσης της αρτηριακής πίεσης (Rosenthal E, 1986), ενώ σπάνια έχει τον χαρακτήρα αλλεργικής διάμεσης νεφρίτιδας (King JO et al, 1972). Η ανεύρεση ηωσινοφίλων στα ούρα μπορεί να βοηθήσει στη διάγνωση. Ενδείξεις που συνηγορούν υπέρ του μηχανισμού υπερευαισθησίας σε περιπτώσεις διάμεσης νεφρίτιδας είναι η απουσία υπότασης, η ύφεση της πρωτεϊνουρίας μετά την διακοπή, η επανεμφάνισή της μετά την επαναχορήγηση και η εκ νέου εξαφάνισή της μετά την οριστική διακοπή, του φαρμάκου (Meys E et al, 1992).
Η ηπατοτοξικότητα εκδηλώνεται με τοξική χολόσταση, χωρίς γενικά συμπτώματα, ή με ηπατίτιδα από υπερευαισθησία με πυρετό, αρθραλγίες και μυαλγίες (Jeurissen MEC et al, 1990; Me-ys E et al, 1992).
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ : Οι πάσχοντες από ΡΑ μπορεί να έχουν γενετική προδιάθεση στην ανάπτυξη αντιδράσεων υπερευαισθησίας στην αζαθειοπρίνη (Jeurissen MEC et al, 1990).
ΠΡΟΣΟΧΗ : Οι αντιδράσεις υπερευαισθησίας από την αζαθειοπρίνη μπορεί να μιμηθούν έξαρση της υποκείμενης νόσου σε ασθενείς με νοσήματα του κολλαγόνου (π. χ. δερματομυοσίτιδα), οξεία γαστρεντερίτιδα, εκδηλώσεις απόρριψης του μοσχεύματος σε λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων ή πάσχοντες από σηπτική καταπληξία.
Μετά την αποδρομή των αντιδράσεων αυτών, η αζαθειοπρίνη μπορεί να επαναχορηγηθεί, αλλά με προσοχή και κάτω από νοσοκομειακή παρακολούθηση, γιατί μπορεί να οδηγήσει σε θανατηφόρα καταπληξία. Μετά την επαναχορήγησή της, οι αντιδράσεις εμφανίζονται ταχύτερα, συνήθως μετά από μερικές ώρες ή ημέρες. Μερικές φορές είναι σοβαρότερες από τις αρχικές και απειλητικές για την ζωή, αποθαρρύνοντας την επαναχορήγηση της αζαθειοπρίνης.
8. ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
8.1 ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ
Έχουν αναφερθεί σε λήπτες μοσχευμάτων, σε ασθενείς με ρευματικά νοσήματα, χρόνια ηπατικά νοσήματα (Viteri A et al, 1976; Tage-Jensen U et al, 1987) και νόσο Crohn (Lemann M et al, 1990; Larvol L and Soule JC, 1994).
Κατ' άλλους, η αζαθειοπρίνη δεν αυξάνει σημαντικά την συχνότητα των καρκινωμάτων σε ασθενείς με φλεγμονώδεις εντεροπάθειες (Connell WR et al, 1994) ή πολλαπλή σκλήρυνση (Amato MP et al, 1993; Confavreux C et al, 1996).
Σε λήπτες μοσχευμάτων, η θεραπεία με αζαθειοπρίνη, μόνη της ή σε συνδυασμό με κορτικοειδή, μπορεί να σχετίζεται με αυξημένη συχνότητα ανάπτυξης κακοήθων νοσημάτων (Penn I and Starzl TE, 1972). Οι ασθενείς που θεραπεύονται με αζαθειοπρίνη σε συνδυασμό με άλλα ανοσοκατασταλτικά εμφανίζουν 300πλάσια συχνότητα ανάπτυξης λεμφοϋπερπλαστικών όγκων, ιδιαίτερα στον εγκέφαλο (Penn I, 1978). Στους ασθενείς αυτούς, ο συνδυασμός των ανοσοκατασταλτικών παραγόντων μπορεί να μην ευθύνεται απαραίτητα για τον αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης λεμφωμάτων. Πάντως, αυτοί που θεραπεύονται με πολλαπλούς ανοσοκατασταλτικούς παράγοντες έχουν αυξημένο κίνδυνο ανοσοκαταστολής, γι΄αυτό και πρέπει να διατηρούν τις δόσεις των ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων στο χαμηλότερο δυνατόν αποτελεσματικό επίπεδο.
Σε ασθενείς με ρευματικά νοσήματα η αζαθειοπρίνη συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης νεοπλασιών του ανοσοποιητικού συστήματος (νόσος Hodgkin, μη-Hodgkin λέμφωμα, πολλαπλούν μυέλωμα, λεμφογενής ή μυελογενής λευχαιμία) και καρκίνου του δέρματος ή της ουροδόχου κύστης (Matteson EL et al, 1991). Ο κίνδυνος αυτός είναι μεγαλύτερος σε ασθενείς θεραπευόμενους με αζαθειοπρίνη πάνω από 6 χρόνια (Asten P et al, 1999).
Σε ασθενείς με ΡΑ θεραπευόμενους με αζαθειοπρίνη ο κίνδυνος ανάπτυξης λεμφοϋπερπλαστικών νοσημάτων είναι μεγαλύτερος απ΄ό,τι στο γενικό πληθυσμό. Η συχνότητα των νοσημάτων αυτών σε ασθενείς με ΡΑ που παίρνει αζαθειοπρίνη σε δόσεις μεγαλύτερες από τις συνιστώμενες ανέρχεται σε 1.8 περιπτώσεις/1.000 έτη ασθενών, συγκριτικά με 0.8/1.000 έτη ασθενών μη θεραπευόμενων με αζαθειοπρίνη.
Κατ' άλλους :
- H αζαθειοπρίνη δεν σχετίζεται με αυξημένη συχνότητα κακοήθων εξεργασιών σε ασθενείς με ΡΑ (Huskisson EC, 1984; Wessel G et al, 1987), μεγαλύτερη από την παρατηρούμενη σε ασθενείς που δεν παίρνουν κυτταροτοξικά φάρμακα (Singh G et al, 1989)
- H συχνότητα των συχνότερων καρκίνων είναι μικρότερη σε ασθενείς με ΡΑ θεραπευόμενους με αζαθειοπρίνη, παρά με ΡΑ γενικά (Hazleman BL, 1982).
ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΖΑΘΕΙΟΠΡΙΝΗΣ
Στα ζώα :
- Αιμαγγειοενδοθηλιώματα της μήτρας και λεμφώματα, σε ποντικούς (Ito A et al, 1989)
- Κακοήθη λεμφώματα σε αυξημένη συχνότητα, σε ποντικούς (Casey TP, 1968)
- Λεμφώματα και καρκινώματα από πλακώδες επιθήλιο, σε αυξημένη συχνότητα, σε αρουραίους (Cohen SM et al, 1983).
Στον άνθρωπο :
- Αδενοκαρκίνωμα πνεύμονα (McAdam L et al, 1974)
- Δυσπλασία των επιθηλιακών κυττάρων του τραχήλου της μήτρας (Gupta PK et al, 1969; Schramm G, 1970)
- Καρκίνωμα ενδομητρίου (Sekiya S et al, 1988) ή τραχήλου μήτρας (Balachandran I and Galagan KS, 1984)
- Λεμφοκυτταρικό λέμφωμα (Walden PA et al, 1977)
- Λέμφωμα Hodgkin, σε ασθενείς θεραπευόμενους με αζαθειοπρίνη σε συνδυασμό με κυκλοφωσφαμίδη (Colburn KK et al, 1985) ή, στη συνέχεια, μεθοτρεξάτη (Savolainen AH et al, 1997)
- Μη Hodgkin λέμφωμα (Phillips T et al, 1987; Aguilar HI et al, 1997)
- Ανοσοβλαστικό λέμφωμα (Berliner S et al, 1983)
- Ρετινοβλάστωμα (Savolainen AH et al, 1997)
- Δικτυοσάρκωμα (Slater A et al, 1976; Hehir ME et al, 1979) : Παρατηρείται σε 100πλάσια συχνότητα σε λήπτες μοσχευμάτων, ιδίως σε ασυνήθιστες θέσεις, όπως στον εγκέφαλο.
- Καρκίνωμα φλοιού επινεφριδίων (Wallace EZ et al, 1979)
- Καρκίνωμα από πλακώδες επιθήλιο (Nachbar F et al, 1993; Bottomley WW et al, 1995)
- Κερατοακάνθωμα δέρματος
- Σάρκωμα μαλακών μορίων (Csuka ME and Hanson GA, 1996) – Caposi (Halpern SM et al, 1997; Vandercam B et al, 1997)
- Καρκίνος μαστού (Krutchik AN et al, 1978a)
- Αδενοκαρκίνωμα λεπτού εντέρου (Westaby S et al, 1977)
- Καρκίνωμα προστάτη, μετά από ταυτόχρονη θεραπεία με κυκλοφωσφαμίδη (Elliott GB et al, 1977)
- Καρκίνωμα ουροδόχου κύστης (Scharf J et al, 1977)
- Ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα (Lee FL et al, 1983; Gruber S et al, 1987; Cattan S et al, 2000)
8.2 ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ
- Μυελομονοκυτταρική λευχαιμία (Alexson E and Brandt KD, 1977; Vismans JJ et al, 1980)
- Οξεία μυελοειδής λευχαιμία, ενίοτε σε συνδυασμό με χρωμοσωμικές ανωμαλίες (Mok CC et al, 1995; Kwong YL et al, 1998)
- Οξεία μυελογενής λευχαιμία, κυρίως σε άρρενες
- Οξεία λευχαιμία, σε ασθενείς με ΡΑ θεραπευόμενους με αζαθειοπρίνη σε συνδυασμό με κυκλοφωσφαμίδη ή μελφαλάνη (Seidenfeld AM et al, 1976).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η αζαθειοπρίνη είναι καρκινογόνος στα ζώα και μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ανάπτυξης νεοπλασμάτων στον άνθρωπο.
Ο ακριβής κίνδυνος των νεοπλασιών των συνδεόμενων με την αζαθειοπρίνη δεν έχει προσδιορισθεί, αν και υπάρχουν ενδείξεις ότι είναι αυξημένος σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα και, ιδιαίτερα, σε λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων.
9. ΧΡΩΜΟΣΩΜΙΚΕΣ ΑΝΩΜΑΛΙΕΣ
Η αζαθειοπρίνη συνδέεται με αυξημένη συχνότητα χρωμοσωμικών ανωμαλιών και ανταλλαγή αδελφών χρωματιδών (Hunter T et al, 1975; Seidenfeld AM et al, 1976; DeWitte DB et al, 1984), άλλοι όμως διαφωνούν (Von Vormittag W, 1974).
Η συσχέτιση των χρωμοσωμικών ανωμαλιών με την τερατογένεση είναι άγνωστη. Παρόμοιες ανωμαλίες μπορεί να προκαλέσουν η φαινυλοβουταζόνη και άλλα φάρμακα (Hazleman BL, 1982), γι' αυτό και η σημασία τους αμφισβητείται.
10. ΔΙΑΦΟΡΕΣ
- Αρνητικό ισοζύγιο αζώτου (<1%)
- Πολυνευρίτιδα (Farthing MJG, 1980)
- Νόσημα παρόμοιο με γρίπη, εκδηλούμενο με πυρετό, κακουχία, γαστρεντερικές διαταραχές και ηπατοτοξικότητα.
- Πυρετός, λευκοκυττάρωση και δερματική λευκοκυτταροκλαστική αγγειίτιδα : Εχουν αναφερθεί σε ασθενείς με ΡΑ θεραπευόμενους με μεθοτρεξάτη (Blanco R et al, 1996) και μπορεί να υποδύονται σοβαρή λοιμώδη επιπλοκή σχετιζόμενη με τα ανοσοκατασταλτικά.
- Πανυπογαμμασφαιριναιμία (Epstein RJ et al, 1984)
ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΕ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ
Δεν έχει αναφερθεί.
ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ
Εκδηλώσεις :
- Λευκοπενία (Carney DM et al, 1974)
- Υποπλασία του μυελού, αιμορραγία, λοιμώξεις και θάνατος, μετά από την χορήγηση μαζικών δόσεων αζαθειοπρίνης.
- Ναυτία, έμετοι, διάρροια και ήπιες διαταραχές της ηπατικές λειτουργίας, μετά από την λήψη 7.5 gr αζαθειοπρίνης από έναν ασθενή με μεταμόσχευση νεφρού. Τα λευκά αιμοσφαίρια, η SGOT και η χολερυθρίνη επέστρεψαν σε φυσιολογικά όρια μετά από 6 ημέρες.
Σε ποντικούς και αρουραίους, η LD50 εφάπαξ δόσεων αζαθειοπρίνης είναι 2500 mg/kg και 400 mg/kg, αντίστοιχα.
Θεραπεία : Δεν υπάρχει ειδική θεραπεία. Η καταστολή του μυελού αντιμετωπίζεται με μεταγγίσεις αίματος και αιμοπεταλίων και αντιβίωση.
ΚΥΗΣΗ
Στα ζώα :
- Απορρόφηση του εμβρύου, σε ποντικούς, εάν η αζαθειοπρίνη χορηγηθεί εφάπαξ την 12η-14η ημέρα της κύησης (Connon AF, 1969)
- Εμβρυοτοξική δράση, σε δόσεις 20 mg/kg. Σε μικρότερες δόσεις (2-4 mg/kg), δεν διαταράσσει την εμφύτευση και ανάπτυξη του εμβρύου (Gross A et al, 1977)
- Ελάττωση της μάζας του θύμου αδένα (Rosenkrantz JG et al, 1967), χρωμοσωμικές ανωμαλίες και τερατογένεση (Zeuthen E and Friedrich U, 1971), σε εγκύους ποντικούς.
- Σκελετικές ανωμαλίες και αναστολή της ανάπτυξης του εμβρύου, σε τρωκτικά (Scott JR, 1977), και πολλαπλές ανωμαλίες, στα έμβρυα κουνελιών (Tuchmann-Duplessis H and Mercier-Parot I, 1966)
- Σχισμές της υπερώας (Burdett DN et al, 1988), αυξημένη εμβρυϊκή απώλεια και μείωση των ωοκυττάρων, διάταση των εγκεφαλικών κοιλιών και υδροκεφαλία (Arakawa T et al, 1967), σε τρωκτικά που εκτέθηκαν στην 6-μερκαπτοπουρίνη, in utero.
Στον άνθρωπο : Η αζαθειοπρίνη διέρχεται ταχέως τον πλακούντα και ανιχνεύεται σε ελάχιστα ποσά στο αίμα του εμβρύου, κυρίως με την μορφή της 6-μερκαπτοπουρίνης. Το ήπαρ του εμβρύου στερείται του ενζύμου inosinate pyrophosphorylase, το οποίο μετατρέπει την αζαθειοπρίνη στους ενεργούς της μεταβολίτες. Η ανεπάρκεια του ενζύμου αυτού στο έμβρυο θεωρητικά προστατεύει το κύημα από οποιαδήποτε τοξική δράση της αζαθειοπρίνης στα αρχικά στάδια της κύησης.
Η αζαθειοπρίνη είναι σχετικά ασφαλής στη διάρκεια της κύησης όταν χρησιμοποιείται για την διατήρηση του νεφρικού αλλομοσχεύματος (Rudolph JE et al, 1979) ή σε ασθενείς με ενεργό ΣΕΛ (Felson DT and Anderson J, 1984). Το 40% των γυναικών με μεταμόσχευση νεφρού που θεραπεύονταν με αζαθειοπρίνη σε συνδυασμό με κορτικοειδή στη διάρκεια της κύησης γέννησαν παιδιά με ενδομήτρια αναστολή της ανάπτυξης, σε σύγκριση με 8% στις μάρτυρες (Davison JM and Lindheimer MD, 1982; Marushak A et al, 1986). Η αναστολή της ανάπτυξης των εμβρύων αυτών δεν είναι γνωστό κατά πόσον οφείλεται στα φάρμακα ή στην υποκείμενη νόσο της μητέρας.
Πάντως, έχουν γεννηθεί φυσιολογικά παιδιά από γυναίκες που θεραπεύονταν με αζαθειοπρίνη στο πρώτο 3μηνο ή και σ΄όλη την διάρκεια της κύησης (Penn I et al, 1971; Sharon E et al, 1974; Schein PS and Winokur ST, 1975; Haugen G et al, 1994).
ΕΜΒΡΥΙΚΕΣ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΖΑΘΕΙΟΠΡΙΝΗΣ ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΗΣΗΣ
- Καταστολή του μυελού (Lower GD et al, 1971)
- Ανεπάρκεια των επινεφριδίων (Penn I et al, 1971)
- Παγκυτταροπενία και σοβαρή συνδυασμένη ανοσοανεπάρκεια, σ΄ένα πρόωρο βρέφος που εκτέθηκε σε 125 mg αζαθειοπρίνης και 12.5 mg πρεδνιζόνης ημερησίως σ΄όλη την διάρκεια της κύησης. Το βρέφος αυτό πέθανε μετά από 28 ημέρες από μη αναστρέψιμη υποπλασία του λεμφικού ιστού και του μυελού των οστών.
- Ανεπάρκεια IgA, σε μία γυναίκα με ΣΕΛ και το παιδί της
- Λεμφοπενία, ελάττωση της επιβίωσης των λεμφοκυττάρων στις καλλιέργειες, ελάττωση της ακτινολογικής σκιάς του θύμου αδένα, ανεπάρκεια IgM και χαμηλές συγκεντρώσεις IgG στον ορό και λοίμωξη από κυτταρομεγαλοϊό (Cote CJ et al, 1974), σ΄ ένα βρέφος που εκτέθηκε σε 150 mg αζαθειοπρίνης και 30 mg πρεδνιζόνης ημερησίως σ΄όλη την διάρκεια της κύησης. Οι ανωμαλίες αυτές αποκαταστάθηκαν περί την 10η εβδομάδα της ηλικίας.
- Μικρό σωματικό βάρος στη γέννηση, αποβολές, πρόωρος τοκετός ή νεογνικός θάνατος, έκτοποι ουρητήρες, ενδομήτρια αναστολή της ανάπτυξης, ίκτερος, σύνδρομο αναπνευστικής ανεπάρκειας, εισρόφηση μηκωνίου (Powell D, 1969; Caplan RM et al, 1970; Merkatz IR et al, 1971; Lower GD et al, 1971)
- Μικροκεφαλία, υποπλασία πέους, ασυνήθιστο προσωπείο, αναστολή ανάπτυξης, μετατόπιση μεταξύ των χρωμοσωμάτων 6 και 14 και μερική έλλειψη του χρωμοσώματος 7 (Ostrer H et al, 1984)
- Μυελομηνιγγοκήλη ανώτερης οσφυϊκής περιοχής, αμφοτερόπλευρη παρεκτόπιση των ισχίων και ραιβοϊπποποδία, σ΄ένα βρέφος που ο πατέρας του έπαιρνε μακροχρόνια αζαθειοπρίνη (Tallent ΜΒ et al, 1970)
- Κρανιοσυνόστωση, υποπλασία του μετωπιαίου λοβού και διόγκωση των κοιλιών του εγκεφάλου (Armenti VT et al, 1994)
- Προαξονική πολυδακτυλία, σ΄ένα βρέφος που η μητέρα του έπαιρνε 200 mg αζαθειοπρίνης ημερησίως και 20 mg πρεδνιζόνης κάθε 2η ημέρα στη διάρκεια της κύησης (Williamson RA and Karp LE, 1981)
- Αμφοτερόπλευρη ραιβοϊπποποδία
- Στένωση πνευμονικής βαλβίδας
- Υποθυρεοειδισμός και μεσοκολπική επικοινωνία (Burleson RL et al, 1983)
- Ήπια παλινδρόμηση μιτροειδούς
- Υποσπαδίας (Ogburn PLJ et al, 1986)
- Πλαγιοκεφαλία με νευρολογική βλάβη
- Αιμαγγείωμα μετώπου και εγκεφαλική αιμορραγία σε δίδυμα, τα οποία απεβίωσαν σε ηλικία 2 ετών
- Χρωμοσωμικές ανωμαλίες, σε 3 βρέφη που εκτέθηκαν στην αζαθειοπρίνη, in utero. Η συσχέτιση και η κλινική σημασία των ευρημάτων αυτών είναι άγνωστη (Leb DE et al, 1971)
- Λοιμώξεις από κυτταρομεγαλοϊό, σε βρέφη που οι μητέρες τους έπαιρναν αζαθειοπρίνη στη διάρκεια της κύησης (Cote CJ et al, 1974; Roubenoff R et al, 1988)
- Υπερωϊοσχιστία, μικροφθαλμία, υποπλασία των ωοθηκών και του θυρεοειδούς, θολερότητες σκληρού, κυτταρομεγαλία και ενδομήτρια αναστολή της ανάπτυξης, σ΄ένα βρέφος που εκτέθηκε στην 6-μερκαπτοπουρίνη και την βουσουλφάνη στη διάρκεια της κύησης.
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ :
- Οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας πρέπει να αποφεύγουν την κύηση στη διάρκεια της θεραπείας με αζαθειοπρίνη.
- Η αζαθειοπρίνη, σύμφωνα με τις υποδείξεις της κατασκευάστριας Εταιρείας, πρέπει να αποφεύγεται σε έγκυες γυναίκες με ΡΑ. Μερικοί κλινικοί γιατροί υποστηρίζουν ότι, επειδή έχει δυνητική καρκινογόνο δράση και άγνωστες μακροπρόθεσμες κατασταλτικές δράσεις στο ανοσολογικό σύστημα του εμβρύου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη διάρκεια της κύησης μόνο σε γυναίκες με απειλητική για την ζωή ΡΑ. Εάν χορηγηθεί στη διάρκεια της κύησης ή εάν η ασθενής συλλάβει στη διάρκεια της θεραπείας με αζαθειοπρίνη πρέπει να ενημερώνεται για τον δυνητικό κίνδυνο για το έμβρυο.
- Η λευκοπενία και η θρομβοπενία που συνοδεύουν την αζαθειοπρίνη στη διάρκεια της κύησης μπορεί να προληφθούν με μείωση της δόσης του φαρμάκου την 32η εβδομάδα της κύησης.
- Τα νεογνά που γεννήθηκαν από γυναίκες που έπαιρναν αζαθειοπρίνη σ΄όλη την διάρκεια της κύησης πρέπει να παρακολουθούνται πολύν καιρό μετά την γέννηση
- Σε γυναίκες με μεταμόσχευση νεφρού θεραπευόμενες με αζαθειοπρίνη σε συνδυασμό με κορτικοειδή στη διάρκεια της κύησης, η ανάπτυξη του εμβρύου και η υποκείμενη νόσος της μητέρας πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Σε λήπτες μοσχευμάτων ή ασθενείς με ΣΕΛ, η αζαθειοπρίνη είναι καλά ανεκτή στη διάρκεια της κύησης. Οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για το νεογνό είναι η πρόωρη γέννηση και το μικρό σωματικό βάρος. Ακόμα, έχουν γεννηθεί παιδιά με ανεπάρκεια των ανοσοσφαιρινών ή χρωμοσωμικές και συγγενείς ανωμαλίες από γυναίκες που έπαιρναν αζαθειοπρίνη στη διάρκεια της κύησης, αλλά δεν έχει προσδιορισθεί κατά πόσον οι επιπλοκές αυτές είναι συχνότερες από τις παρατηρούμενες σε υγιείς γυναίκες ή σχετίζονταν άμεσα με το φάρμακο.
Για τους λόγους αυτούς η αζαθειοπρίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη διάρκεια της κύησης μόνο σε περιπτώσεις που η ανοσοκαταστολή είναι επιβεβλημένη (π. χ. μεταμόσχευση οργάνων, σοβαρά αυτοάνοσα νοσήματα).
ΓΑΛΟΥΧΙΑ
Η αζαθειοπρίνη απεκκρίνεται σε ελάχιστες μόνο ποσότητες στο μητρικό γάλα, ενώ η 6-μερκαπτοπουρίνη έχει απομονωθεί στο γάλα των μαστών γυναικών θεραπευόμενων με αζαθειοπρίνη (Coulam CB et al, 1982; Grekas DM et al, 1984). Πάντως, οι υποθετικές βλαπτικές δράσεις της στο νεογνό (καταστολή ανοσίας και ανάπτυξης, καρκινογένεση) είναι μεγαλύτερες από το όφελος του θηλασμού, γι' αυτό και η αζαθειοπρίνη συνιστάται να αποφεύγεται στη διάρκεια της γαλουχίας. Παρόμοια, η 6-μερκαπτοπουρίνη είναι τερατογόνος στα ζώα και πρέπει να αποφεύγεται στη διάρκεια και της κύησης και της γαλουχίας.
ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ - ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ
Νεογνά-παιδιά : Η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της αζαθειοπρίνης στα παιδιά δεν έχει προσδιορισθεί.
Ηλικιωμένοι : Δεν υπάρχουν ιδιαίτερες οδηγίες για την χρήση της αζαθειοπρίνης στους ηλικιωμένους.
Κύηση : Η αζαθειοπρίνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται στη διάρκεια της κύησης, εκτός εάν το δυνητικό της όφελος υπερβαίνει τους πιθανούς κινδύνους για το έμβρυο.
Γαλουχία : Λόγω της δυνητικής καρκινογόνου δράσης της αζαθειοπρίνης, πρέπει να αποφασίζεται κατά πόσον θα διακοπεί η γαλουχία ή το φάρμακο, λαμβάνοντας υπόψη την σημασία του φαρμάκου για την μητέρα.
Νεφρική ανεπάρκεια : Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια, η αζαθειοπρίνη πρέπει να χορηγείται σε μικρότερες δόσεις, δεδομένου ότι, όπως και οι μεταβολίτες της, πιθανώς αποβάλλεται βραδύτερα και έχει μεγαλύτερη αθροιστική δράση.
Παρόμοια, σε λήπτες πτωματικών νεφρών, επειδή συχνά αναπτύσσεται σωληναριακή νέκρωση και η νεφρική λειτουργία καθυστερεί να αποκατασταθεί, η κάθαρση της αζαθειοπρίνης και της 6-μερκαπτοπουρίνης μπορεί να εξασθενήσει, γι΄αυτό και η δόση της αζαθειοπρίνης πρέπει να μειώνεται ανάλογα.
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας : Η αζαθειοπρίνη μπορεί να προκαλέσει γαστρεντερικές αντιδράσεις υπερευαισθησίας, χαρακτηριζόμενες από έντονη ναυτία και εμέτους συνοδευόμενες από διάρροια, πυρετό, κακουχία, μυαλγίες, τρανσαμινασαιμία και περιστασιακά υπόταση. Οι εκδηλώσεις αυτές εμφανίζονται συχνότερα μέσα στις πρώτες εβδομάδες της θεραπείας και αναστρέφονται με την διακοπή του φαρμάκου.
Ηπατικά νοσήματα : Η αζαθειοπρίνη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με προϋπάρχουσα ηπατική δυσλειτουργία. Γενικά, σε ασθενείς θεραπευόμενους μακροχρόνια με αζαθειοπρίνη, η ηπατική λειτουργία πρέπει να ελέγχεται περιοδικά με εργαστηριακές εξετάσεις για να διαπιστωθεί έγκαιρα κάθε επικείμενη εκδήλωση ηπατοτοξικότητας. Εάν εμφανισθεί ίκτερος, η αζαθειοπρίνη πρέπει να διακόπτεται. Παρόμοια, εάν υπάρχει κλινική υποψία φλεβο-αποφρακτικής ηπατικής νόσου, η αζαθειοπρίνη πρέπει να διακόπτεται άμεσα και οριστικά και να εφαρμόζονται τα κατάλληλα διαγνωστικά και θεραπευτικά μέτρα.
Αλκυλιωτικοί παράγοντες : Οι ασθενείς με ΡΑ που έχουν προηγουμένως θεραπευθεί με αλκυλιωτκούς παράγοντες (π.χ. κυκλοφωσφαμίδη, χλωραμβουκίλη, μελφαλάνη) μπορεί να διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο ανάπτυξης νεοπλασιών εάν θεραπευθούν με αζαθειοπρίνη.
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
- Η αζαθειοπρίνη είναι τοξικό φάρμακο και πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο κάτω από στενή ιατρική παρακολούθηση. Η τοξικότητά της μπορεί να αυξηθεί όταν συγχορηγείται με άλλα ανοσοκατασταλτικά.
- Οι λοιμώξεις, ενίοτε θανατηφόρες, είναι συχνές επιπλοκές των ανοσοκατασταλτικών. Οι ασθενείς που θεραπεύονται με αζαθειοπρίνη πρέπει να προειδοποιούνται για τον κίνδυνο λοιμώξεων που διατρέχουν και να αναφέρουν κάθε σημείο ή σύμπτωμα λοίμωξης στον γιατρό τους. Εάν εμφανίσουν λοίμωξη, η δόση της αζαθειοπρίνης πρέπει να μειώνεται και να εφαρμόζεται η κατάλληλη θεραπευτική αγωγή.
- Οι ασθενείς που παίρνουν αζαθειοπρίνη πρέπει να παρακολουθούν την κατάσταση του αιμοποιητικού τους συστήματος με περιοδικές εξετάσεις αίματος και να αναφέρουν κάθε ασυνήθιστη αιμορραγία ή μώλωπες στο γιατρό τους.
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με αζαθειοπρίνη πρέπει να παίρνουν προσεκτικές δοσολογικές οδηγίες, ιδιαίτερα εάν έχουν εξασθενημένη νεφρική λειτουργία ή παίρνουν ταυτόχρονα αλλοπουρινόλη
- Επειδή η δράση της αζαθειοπρίνης μπορεί να συνεχισθεί αρκετές ημέρες μετά την τελευταία δόση της, για να αποφευχθεί μη αναστρέψιμη βλάβη του μυελού η δόση του φαρμάκου πρέπει να μειώνεται ή να διακόπτεται η θεραπεία με το πρώτο σημείο μυελικής καταστολής, μέχρις ότου ο αριθμός των κυττάρων σταθεροποιηθεί. Η λευκοπενία η συνδεόμενη με την αζαθειοπρίνη δεν σχετίζεται με την θεραπευτική δράση του φαρμάκου, γι΄αυτό και η δόση του δεν πρέπει να αυξάνεται με σκοπό την ελάττωση του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων.
- Επίμονο αρνητικό ισοζύγιο αζώτου ή/και μυική ατροφία έχουν αναφερθεί σε μερικούς ασθενείς θεραπευόμενους μακροχρόνια με αζαθειοπρίνη και κορτικοειδή. Εάν οι επιπλοκές αυτές εμφανισθούν, η δόση της αζαθειοπρίνης πρέπει να μειώνεται.
- Η αζαθειοπρίνη αντενδείκνυται σε ασθενείς με υπερευαισθησία στο φάρμακο.
ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΜΕ ΑΖΑΘΕΙΟΠΡΙΝΗ
Πλήρης εργαστηριακός έλεγχος (γενική αίματος - ούρων, μέτρηση λευκών αιμοσφαιρίων και αιμοπεταλίων, αλκαλική φωσφατάση, γGT, χολερυθρίνη, τρανσαμινάσες ορού, ουρία- κρεατινίνη)
- Κάθε εβδομάδα, στη διάρκεια του 1ου μήνα της θεραπείας
- Κάθε 2 εβδομάδες, τους επόμενους 2-3 μήνες
- Μετά, κάθε μήνα ή συχνότερα, εάν γίνουν τροποποιήσεις στη δόση ή την θεραπεία
- Διακοπή της θεραπείας, εάν τα λευκά αιμοσφαίρια μειωθούν <2.000/ml3 ή τα ουδετερόφιλα, <1.000/ml3. Μικρότερη πτώση είναι ένδειξη για συχνότερες εξετάσεις αίματος και μείωση της δόσης του φαρμάκου.
ΔΟΣΕΙΣ-ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ
Νεφρική ομοιομεταμόσχευση
Η αζαθειοπρίνη χρησιμοποιείται σαν εναλλακτικό φάρμακο για την πρόληψη της απόρριψης νεφρικών μοσχευμάτων, συνήθως σε συνδυασμό με άλλες ανοσοκατασταλτικές θεραπείες (τοπική ακτινοθεραπεία, κορτικοειδή και άλλους κυτταροστατικούς παράγοντες).
Θεραπευτικό σχήμα : 3-5 mg/kg/24ωρο εφάπαξ την ημέρα της μεταμόσχευσης ή, ενίοτε, 1-3 ημέρες πριν από την μεταμόσχευση. Μετά την μεταμόσχευση, η αζαθειοπρίνη μπορεί να χορηγηθεί ενδοφλεβίως μέχρις ότου γίνει καλά ανεκτή per os (συνήθως μετά από 1-4 ημέρες). Στη συνέχεια, μειώνεται προοδευτικά σε επίπεδα συντήρησης (1-3 mg /kg/24ωρο).
Σε σχετικά ολιγουρικούς ασθενείς, ιδιαίτερα με σωληναριακή νέκρωση αμέσως μετά την μεταμόσχευση, η κάθαρση της αζαθειοπρίνης και των μεταβολιτών της επιβραδύνεται, γι΄αυτό και η αζαθειοπρίνη πρέπει να χορηγείται σε μικρότερες δόσεις.
Ρευματοειδής αρθρίτιδα
Θεραπευτικό σχήμα : 1.0 mg/kg/24ωρο (50-100 mg) σε 1-2 δόσεις. Η δόση αυτή αυξάνεται κατά 0.5 mg/kg/24ωρο (μέχρι την μέγιστη δόση 2.5 mg/kg/24ωρο) μετά από 6-8 εβδομάδες και στη συνέχεια κάθε 4 εβδομάδες, εάν η ανταπόκριση είναι ανεπαρκής ή δεν εμφανισθούν σοβαρές επιπλοκές.
Εάν προκύψει ικανοποιητική βελτίωση, η δόση μειώνεται κατά 0.5 mg/24ωρο ή 25 mg κάθε 4 εβδομάδες μέχρι το χαμηλότερο δυνατόν αποτελεσματικό ύψος. Εάν η αζαθειοπρίνη διακοπεί λόγω λευκοπενίας, μπορεί να επαναχορηγηθεί, αλλά σε μικρότερη δόση, μετά την αποκατάσταση της λειτουργίας του μυελού.
Αλλα, εξίσου αποτελεσματικά, θεραπευτικά σχήματα :
- 2.6 mg/kg/24ωρο Χ 5 ημέρες/εβδ. (De Silva M and Hazleman BL, 1981)
- 300 mg 3 φορές εβδομαδιαίως (π.χ. κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή (Cseuz R et al, 1992)
Διάρκεια θεραπείας : Η θεραπευτική ανταπόκριση στην αζαθειοπρίνη εμφανίζεται συνήθως μετά από 6-8 εβδομάδες. Εάν, μετά από 3-4 μήνες συνεχούς θεραπείας στη μέγιστη δόση, δεν υπάρξει βελτίωση, η αζαθειοπρίνη πρέπει να διακόπτεται οριστικά. Η αζαθειοπρίνη μπορεί να χορηγηθεί μακροχρόνια σε ασθενείς με ικανοποιητική κλινική ανταπόκριση, αλλά σε προοδευτικά μειούμενη δόση για να περιορισθούν οι επιπλοκές της.
Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος
Θεραπευτικό σχήμα : 1.0-4.0 mg/kg/24ωρο (Austin HA III, 1986)
Διάρκεια θεραπείας : Γενικά, η αζαθειοπρίνη δρα μετά από 6-12 μήνες. Μετά τον έλεγχο της νόσου και την μείωση των κορτικοειδών στη χαμηλότερη δυνατή αποτελεσματική δόση, πρέπει να μειώνεται προοδευτικά και να διακόπτεται, εφ΄όσον η νόσος ελέγχεται ικανοποιητικά επί 1 ή περισσότερα χρόνια.
ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ
Εμπορική ονομασία |
Μορφές-περιεκτικότητες |
Κατασκευαστής |
Azathioprine |
Tabl. 100 x 50 mg |
ΝΤΕΤΣΑΒΕΣ ΓΣ &ΣΙΑ ΕΕ |
Imuran |
Tabl. f c 25 x 50 mg |
GLAXO-WELLCOME AEBE |
|
Inj. 1 x 50 mg |
|
ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ
Δισκία : Περιέχουν 50 mg αζαθειοπρίνης, λακτόζη, στεαρικό μαγνήσιο και στεαρικό οξύ, άμυλο πατάτας και ποβικόνη.
Ενέσιμη αζαθειοπρίνη : Κυκλοφορεί σε φιαλίδια των 100 mg. Κάθε φιαλίδιο περιέχει 100 mg αζαθειοπρίνης, σαν νατριούχο άλας, στείρο λυοφιλοποιημένο υλικό και υδροξείδιο του νατρίου για την τροποποίηση του pH.
Το διάλυμα της αζαθειοπρίνης είναι σταθερό σε ουδέτερο ή όξινο pH, αλλά, σε αλκαλικό pH, όπως και με την παρουσία σουλφυδρυλ-συστατικών (κυστεΐνη, γλουταθειόνη, θειώδες υδρογόνο), υδρολύεται σε μερκαπτοπουρίνη. Μετά από ανασύσταση της ενέσιμης αζαθειοπρίνης σε συγκεντρώσεις 10 mg/ml, το διάλυμα διατηρείται σταθερό επί 2 περίπου εβδομάδες σε θερμοκρασία δωματίου. Πάντως, το ανασυσταθέν διάλυμα δεν περιέχει συντηρητικά, γι΄αυτό και συνιστάται να χρησιμοποιείται μέσα σε 24 ώρες μετά την ανασύσταση.
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΥΛΑΞΗ ΤΩΝ ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΩΝ
Τα δισκία και η ενέσιμη αζαθειοπρίνη πρέπει να προφυλάσσονται από το ηλιακό φως και να διατηρούνται καλά κλεισμένα στη συσκευασία τους σε θερμοκρασία <40ο C, προτιμότερο 15-30ο C.
ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΑΖΑΘΕΙΟΠΡΙΝΗΣ
Η αζαθειοπρίνη είναι χρήσιμο φάρμακο για την πρόληψη της απόρριψης μεταμoσχευμένων οργάνων και αποτελεσματικό στη ρευματοειδή αρθρίτιδα και μερικά άλλα ρευματικά νοσήματα.Πάντως, η χρήση της στη ρευματοειδή αρθρίτιδα τα τελευταία χρόνια έχει περιορισθεί σημαντικά, αφ΄ενός γιατί έχουν ανακαλυφθεί νεότερα και περισσότερο αποτελεσματικά και, αφ΄ετέρου, λιγότερο τοξικά, αντιρρευματικά, φάρμακα. Ιδιαίτερα ο κίνδυνος λοίμωξης ή ανάπτυξης νεοπλασματικών εξεργασιών που επικρέμαται σε μακροχρόνια χορήγηση έχει θέσει την αζαθειοπρίνη στο περιθώριο. Η μόνη ένδειξή της σήμερα στη ρευματοειδή αρθρίτιδα πιθανώς είναι ηλικιωμένα άτομα με βαριά νόσο μη ανταποκρινόμενη στα άλλα DMARDS.