Έρευνα

Γνωρίζετε αν διατρέχετε κίνδυνο οστεοπόρωσης;:

Υμενίτιδα ισχίου

Είναι η συχνότερη αιτία αναπηρίας σε παιδιά προεφηβικής ηλικίας. Μπορεί να οφείλεται σε συγκεκριμένα (ειδική υμενίτιδα) ή άλλα, απροσδιόριστα (μη ειδική υμενίτιδα), αίτια (ΠΙΝΑΚΑΣ). Η μη ειδική υμενίτιδα είναι ο συνηθέστερος τύπος υμενίτιδας στην παιδική ηλικία. Αποτελεί ένδειξη φλεγμονώδους αντίδρασης του αρθρικού υμένα, χωρίς να υπάρχει εμφανής πρωτοπαθής οστική νόσος. Η διάγνωσή της μπαίνει εφ’ όσον αποκλεισθούν δευτεροπαθή αίτια που προκαλούν υμενίτιδα. Η ειδική υμενίτιδα οφείλεται σε συγκεκριμένα αίτια που προσβάλλουν απ’ ευθείας τον αρθρικό υμένα (π.χ. λευχαιμία, φυματίωση).

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΥΜΕΝΙΤΙΔΑΣ ΙΣΧΙΟΥ

Η υμενίτιδα του ισχίου εκδηλώνεται με πόνο, χωλότητα, «ψοϊτικό» βάδισμα ή σημεία τάσης της αρθρικής κάψας και περιορισμό της κινητικότητας του ισχίου. Ο πόνος είναι εντοπισμένος ή/και αντανακλάται στο γόνατο και συχνά είναι διαλείπων. Μερικές φορές η πρώτη εντόπισή του αναφέρεται στο γόνατο. Μπορεί να αναφέρεται σαν ήπια ενόχληση ή είναι εντονότατος και ακινητοποιεί τον ασθενή. Εάν είναι φλεγμονώδους προέλευσης συνήθως υπάρχει σ’ όλη την διάρκεια της ημέρας.Εάν είναι «μηχανικού» τύπου, επιδεινώνεται στην όρθια θέση με την φόρτιση του σκέλους και υποχωρεί με την ανάπαυση.

Η χωλότητα είναι ανταλγικού τύπου. Το παιδί, κάθε φορά που φορτίζει το πάσχον σκέλος, μορφάζει από τον πόνο και κάμπτει τον κορμό προς την υγιή πλευρά. Η δυσκολία στη βάδιση χαρακτηρίζεται από το «ψοϊτικό» βάδισμα : Το παιδί συγκρατεί το πάσχον σκέλος σε προσαγωγή, έξω στροφή και μικρή κάμψη. Το γόνατο μπορεί επίσης να συγκρατείται σε κάμψη και το πόδι, σε θέση ιπποποδίας.

Εάν το παιδί δεν βαδίζει η θέση αυτή συνήθως διατηρείται και το σκέλος σχεδόν πάντα συγκρατείται σε έξω στροφή. Στη θέση αυτή ελαττώνεται η τάση η ασκούμενη στον λαγονοψοΐτη και τον θύλακό του, οι οποίοι κείνται ακριβώς πάνω από την κάψα της άρθρωσης του ισχίου, και έτσι περιορίζεται ο ερεθισμός του θυλάκου και του υμένα της άρθρωσης.

Ακόμα και η πιο ήπια υμενίτιδα προκαλεί περιορισμό της έκτασης του ισχίου, χαρακτηριστική της προσβολής της άρθρωσης. Προοδευτικά, περιορίζονται και οι στροφικές κινήσεις και, αργότερα, και η κάμψη.

ΚΛΙΝΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΥΜΕΝΙΤΙΔΑΣ ΤΟΥ ΙΣΧΙΟΥ

Κλινικά παρατηρείται επώδυνος περιορισμός της απαγωγής, έξω στροφής και έκτασης του ισχίου, γιατί με τους εξεταστικούς χειρισμούς αυξάνεται η τάση που ασκείται στον αρθρικό θύλακο και τον λαγονοψοΐτη.

Τα κλινικά αυτά ευρήματα ποικίλλουν σε βαθμό ανάλογο με την ένταση του πόνου και αναπτύσσονται με μηχανισμό παρόμοιο με το ψοϊτικό βάδισμα. Μπορεί να είναι περισσότερο ευαίσθητοι δείκτες όταν απουσιάζει η χαρακτηριστική διαγνωστική χωλότητα.

ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΥΜΕΝΙΤΙΔΑΣ ΙΣΧΙΟΥ

Τα 2/3 των παιδιών με θετικά κλινικά σημεία υμενίτιδας έχουν φυσιολογικές ακτινογραφίες, το ⅓, αμφίβολα σημεία και μόνο το υπόλοιπο ⅓, θετικά ευρήματα. 

Περιθυλακικά σημεία φλεγμονής : Η φλεγμονή του αρθρικού υμένα επεκτείνεται στα παρα-αρθρικά μαλακά μόρια. Ο θύλακος της άρθρωσης, όταν φλεγμαίνει, διατείνεται και προκαλεί πάχυνση της σκιάς των μυών και μετατόπιση και αύξηση της κυρτότητας των λιπωδών κρημνών.

Εάν έχει μετατοπισθεί μόνο ο έσω λιπώδης κρημνός, η φλεγμονή εντοπίζεται μάλλον στο ανώνυμο οστούν, γειτονικά με την λαγονοκτενιαία γραμμή, παρά στην άρθρωση αυτή καθαυτή. Εάν είναι εντονότερη και οξύτερη, η υπεραιμία και το οίδημα προκαλούν αύξηση της πυκνότητας και ασαφοποίηση των κρημνών του λίπους. Στην οξεία σηπτική αρθρίτιδα, το οίδημα μπορεί περιστασιακά να επεκταθεί μέχρι το υποδόριο λίπος.

Εάν τα σημεία διάτασης της αρθρικής κάψας είναι έντονα και η ευκρίνεια των κρημνών του λίπους σημαντικά μειωμένη, πρέπει να γίνεται διαγνωστική παρακέντηση χωρίς καθυστέρηση, ακόμα και αν δεν υπάρχουν συστηματικές εκδηλώσεις.

Διεύρυνση μεσάρθριου διαστήματος : Μπορεί να οφείλεται σε πάχυνση του αρθρικού υμένα ή ενδαρθρική συλλογή και συνοδεύεται από πλάγια παρεκτόπιση της κεφαλής του μηριαίου.

Αφορά συνήθως το κεντρικό και σπάνια το ανώτερο ή κορυφαίο τμήμα του μεσάρθριου διαστήματος, δεδομένου ότι οι ισχυρότεροι μύες των κάτω άκρων φυσιολογικά ωθούν την κεφαλή του μηριαίου προς τα άνω και έσω, επάνω στην άνω επιφάνεια της κοτύλης.

Πρέπει να υπερβαίνει τα 2 mm για να αξιολογηθεί, δεδομένου ότι μέχρι 2 mm μπορεί να παρατηρηθεί και σε φυσιολογικά παιδιά. Εάν υπάρχει, πρέπει να γίνεται παρακέντηση της άρθρωσης και εξέταση του υγρού για το ενδεχόμενο σηπτικής αρθρίτιδας.

Μεγάλη διεύρυνση του μεσάρθριου διαστήματος παρατηρείται σε άσηπτες ή, εφ’ όσον υπάρχουν και συστηματικές εκδηλώσεις (πυρετός, λευκοκυττάρωση), σηπτικές συλλογές.

Απομετάλλωση : Απεικονίζεται σαν διάχυτη οστεοπόρωση, ιδίως στις υποχόνδριες και παραεπιφυσιακές περιοχές. Οφείλεται στην υπεραιμία λόγω της χρόνιας φλεγμονής και στην αχρησία του σκέλους. Είναι περισσότερο εμφανής στο μηριαίο, παρά το λαγόνιο, οστούν και, αν και μη ειδικό εύρημα, δείκτης χρονιότητας της φλεγμονώδους εξεργασίας.

Υπερτροφία κεφαλής μηριαίου : Αναπτύσσεται μέσα σε λίγες εβδομάδες από της έναρξης της υμενίτιδας. Στα μικρότερα παιδιά αντανακλά την διάρκεια της φλεγμονώδους υπεραιμίας. Μπορεί να είναι εντυπωσιακή, εάν η υπεραιμία είναι έντονη και επιμένει αρκετούς μήνες.

Υδραρθρος : Πρέπει να εντοπίζεται πρώιμα, δεδομένου ότι η αύξηση της ενδοθυλακικής πίεσης μπορεί να προκαλέσει ισχαιμία της επίφυσης του μηριαίου (Kloiber R et al, 1983; Wingstrand H et al, 1985).

Στο ισχίο απεικονίζεται δύσκολα στις απλές ακτινογραφίες (Brown I, 1975). Μεγαλύτερη ευαισθησία και ακρίβεια έχουν το υπερηχογράφημα και η αξονική και μαγνητική τομογραφία. Μπορεί ακόμα να γίνει παρακέντηση της άρθρωσης, η οποία όμως στα μικρότερα παιδιά απαιτεί γενική αναισθησία.

Το υπερηχογράφημα είναι η μέθοδος εκλογής για την ανίχνευση του υγρού στην παροδική υμενίτιδα του ισχίου (Egund N et al, 1986). Εξετάζονται πάντα και τα 2 ισχία συγκριτικά. Αρχικά, το υγρό διατείνει τον αρθρικό θύλακο προς τα εμπρός και μετά, προς τα πλάγια και έσω. Διαφορά >3 mm μεταξύ των δύο ισχίων είναι ένδειξη ύπαρξης αρθρικής συλλογής.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΥΜΕΝΙΤΙΔΑΣ ΙΣΧΙΟΥ

Η μη ειδική υμενίτιδα, στα αρχικά στάδια, κλινικά είναι αδύνατο να διακριθεί από την συνδεόμενη με ειδικά νοσήματα του ισχίου, γι’ αυτό και η διάγνωσή της μπαίνει μόνο εφ’ όσον αποκλεισθούν τα αίτια που προκαλούν ειδική υμενίτιδα. Συχνά η διάκριση είναι δυνατή μόνον όταν, με το πέρασμα του χρόνου, προκύψουν οστικές αλλοιώσεις, ειδικές για κάθε νόσημα.

Επειδή η υμενίτιδα του ισχίου είναι μία από τις πρωϊμότερες εκδηλώσεις των νοσημάτων αυτών και ειδικότερα της νόσου Legg-Calve-Perthes, κάθε παιδί με θετικά ευρήματα από τα μαλακά μόρια πρέπει να παρακολουθείται ακτινολογικά σε τακτικά χρονικά διαστήματα μέχρις ότου αποκαλυφθεί το υποκείμενο νόσημα ή τα συμπτώματα υποχωρήσουν τελείως.



Who is who

Θέματα

Συλλογή Φωτογραφιών

Τι είναι ο ρευματολόγος

Βότανα-Φυσικές ουσίες