Έρευνα

Γνωρίζετε αν διατρέχετε κίνδυνο οστεοπόρωσης;:

Χρυσός από το στόμα (Auranofin)

Η α­ου­ρα­νο­φί­νη εί­ναι ε­νερ­γό σκεύ­α­σμα χρυ­σού χο­ρη­γού­με­νο per os. Α­πο­τε­λεί ορ­γα­νι­κό συ­στα­τι­κό, στο ο­ποί­ο ο χρυ­σός (Ι) συν­δέ­ε­ται με μί­α τρι­αι­θυλο­φω­σφο­νι­κή ο­μά­δα μέ­σω του α­τό­μου του φω­σφό­ρου και με τε­τρα­-α­κε­τυλο-­θει­ο­γλυ­κο­πυ­ρα­νό­ζη, μέ­σω του α­τό­μου του θεί­ου.

Πε­ρι­γρα­φή : Η α­ου­ρα­νο­φί­νη εί­ναι λευ­κή, ά­ο­σμη, κρυ­σταλ­λι­κή σκό­νη, πα­ρα­σκευ­α­ζό­με­νη συν­θε­τι­κά. Σε αν­τί­θε­ση με τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό, εί­ναι πο­λύ υ­δα­το­δι­α­λυ­τή, αλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο δι­α­λυ­τή σε ι­σχυ­ρό­τε­ρες αλ­κο­ό­λες, ό­πως η ο­κτα­νό­λη. Η δι­α­λυ­τό­τη­τά της αυ­ξά­νε­ται σε ό­ξι­νο και σε βα­σι­κό pH. Η α­ου­ρα­νο­φί­νη εί­ναι ε­λα­φρά μό­νο φορ­τι­σμέ­νη σε δι­ά­λυ­μα και δεν αν­τι­δρά ι­σχυ­ρά με σουλ­φυ­δρυ­λι­κές ο­μά­δες. Η δι­α­λυ­τό­τη­τα και η μο­νο­με­ρής φύ­ση της δι­α­φέ­ρουν ση­μαν­τι­κά α­πό τα υ­δα­το­δι­α­λυ­τά σύμ­πλο­κα και ευ­θύ­νον­ται για την α­πορ­ρό­φη­σή της α­πό τον ΓΕΣ. Οι ι­δι­ό­τη­τες αυ­τές μπο­ρεί να  δι­ευ­κο­λύ­νουν την με­τα­φο­ρά της στις βι­ο­λο­γι­κές μεμ­βρά­νες, ώ­στε να με­τα­βάλ­λει α­με­σό­τε­ρα τις κυτ­τα­ρι­κές δι­α­δι­κα­σί­ες. Η α­ου­ρα­νο­φί­νη εί­ναι ο­πτι­κά ε­νερ­γός. Στην κλι­νι­κή πρά­ξη χρη­σι­μο­ποι­εί­ται το πα­ρά­γω­γο της D-γλυ­κό­ζης.1.3.1  

ΧΗΜΕΙΑ

Α­ου­ρα­νο­φί­νη (Auranofin)

  • Χη­μι­κό ό­νο­μα : (1-Thio-β-D-glucopyranose-2,3,4,6-tetraceto-S) (triethylphosphine gold)
  • Μο­ρια­κός τύ­πος : C20H34AuO9PS

EIKONA 116 : Συν­τα­κτι­κός τύ­πος α­ου­ρα­νο­φί­νης

1.3.2   ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ

Η α­ου­ρα­νο­φί­νη πε­ρι­έ­χει 29% χρυ­σό σε βά­ρος. Εί­ναι μι­κτό σύμ­πλο­κο χρυ­σού, ό­που έ­να κεν­τρι­κό ά­το­μο χρυ­σού (Ι) στα­θε­ρο­ποι­εί­ται α­πό δε­σμούς μιας θει­ό­λης (τε­τρα-α­κε­τυ­λο­θει­ο­γλυ­κό­ζης) και τρι­αι­θυλ­οφω­σφί­νης. Ο τε­τρα-α­κε­τυ­λο­θει­ο­γλυ­κο­νι­κός δε­σμός εί­ναι λι­γό­τε­ρο ι­σχυ­ρός, γι’ αυ­τό και πα­ρε­κτο­πί­ζε­ται πριν α­πό τον τρι­αι­θυλο­φω­σφο­νι­κό. Η α­ου­ρα­νο­φί­νη εί­ναι α­φόρ­τι­στο μο­νο­με­ρές σύμ­πλο­κο, ε­νώ ο θει­ο­μη­λι­κός χρυσός και η χρυσοθειογλυκόζη, πο­λυ­με­ρή (ή ο­λι­γο­με­ρή) συ­στα­τι­κά.

Η δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ε­νός σκευ­ά­σμα­τος χρυ­σού δεν κα­θο­ρί­ζε­ται α­πο­κλει­στι­κά α­πό την πα­ρου­σί­α του με­τάλ­λου. Με­τα­βο­λές στην κα­τά­στα­ση ο­ξεί­δω­σης, τον βαθ­μό του πο­λυ­με­ρι­σμού, τους τύ­πους των δε­σμών και την γε­ω­με­τρι­κή δο­μή του μο­ρί­ου μπο­ρούν να με­τα­βάλ­λουν ση­μαν­τι­κά τις βι­ο­λο­γι­κές του πα­ρα­μέ­τρους (Crooke ST, 1982).

Η α­ου­ρα­νο­φί­νη έ­χει αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δεις και αν­τι­αρ­θρι­τι­κές ι­δι­ό­τη­τες, αν και ο α­κρι­βής μη­χα­νι­σμός δρά­σης της στη ΡΑ δεν εί­ναι γνω­στός. Δρα στην ο­ξεί­α και χρό­νια δι­α­δι­κα­σί­α της φλεγ­μο­νής, ό­πως και σε κυτ­τα­ρι­κές και α­νο­σο­πα­θο­λο­γι­κές δι­α­δι­κα­σί­ες που εμ­πλέ­κον­ται στη δι­αι­ώ­νι­ση της φλεγ­μο­νής και της ι­στι­κής βλά­βης.

ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ – ΤΡΟΠΟΣ ΔΡΑΣΗΣ

1.   ΖΩΪΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΦΛΕΓΜΟΝΗΣ

  •  Ε­λάτ­τω­ση οι­δή­μα­τος πο­δών α­ρου­ραί­ων
  • Ε­λάτ­τω­ση ε­ρυ­θή­μα­τος α­πό υ­πε­ρι­ώ­δες φως
  • Βελ­τί­ω­ση αρ­θρί­τι­δας α­πό α­νο­σο­ε­νι­σχυ­τι­κό (σε α­ρου­ραί­ους)

2.   ΦΛΕΓΜΟΝΩΔΕΙΣ ΚΥΤΤΑΡΙΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ

  • Ε­ξα­σθέ­νη­ση χη­μει­ο­τα­ξί­ας
  • Ε­ξα­σθέ­νη­ση φα­γο­κυτ­τά­ρω­σης
  • Ε­λάτ­τω­ση πα­ρα­γω­γής ρι­ζών ο­ξυ­γό­νου
  • Ε­λάτ­τω­ση α­πε­λευ­θέ­ρω­σης λυ­σο­σω­μι­κών εν­ζύ­μων

3.   ΚΥΤΤΑΡΟ-ΕΠΑΓΟΜΕΝΗ ΑΝΟΣΙΑ

  • Αύ­ξη­ση ε­πι­βρα­δυ­νό­με­νης υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας α­πό την ο­ξα­ζο­λό­νη
  • Αύ­ξη­ση με­τα­σχη­μα­τι­σμού λεμ­φο­κυτ­τά­ρων
  • Αύ­ξη­ση, ε­λάτ­τω­ση ή έλ­λει­ψη δρά­σης στις δερ­μα­τι­κές δο­κι­μα­σί­ες ε­πι­βρα­δυ­νό­με­νης υ­πε­ρ-ευ­αι­σθη­σί­ας

4.   ΧΥΜΙΚΗ ΑΝΟΣΙΑ

5.   ΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΑΝΟΣΙΑ

  • Ε­λάτ­τω­ση αν­τι­σω­μα­το-επαγόμενης κυτ­τα­ρο­το­ξι­κό­τη­τας
  • Ε­λάτ­τω­ση λύ­σης αν­τι­σω­μα­το-ε­ξαρ­τώ­με­νου συμ­πλη­ρώ­μα­τος
  • Ε­λάτ­τω­ση κυ­κλο­φο­ρούν­των α­νο­σο­συμ­πλεγ­μά­των

1.3.2.1   ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΕ ΖΩΪΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΦΛΕΓΜΟΝΗΣ

  • Κα­τα­στέλ­λει ση­μαν­τι­κά το οί­δη­μα των πο­δών το προ­κα­λού­με­νο α­πό κα­ρα­γε­νί­νη, σε α­ρου­ραί­ους, σε δό­σεις 20 ή 40 mg/kg, σε αν­τί­θε­ση με τον θει­ο­μη­λι­κό χρυσό και την χρυσοθειογλυκόζη, το θει­ο­μα­λι­κό ο­ξύ, την θει­ο­γλυ­κό­ζη και τους μη-χρυ­σούς δε­σμούς της α­ου­ρα­νο­φί­νης. Αν­τί­θε­τα, ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός κα­τα­στέλ­λει σε μέ­τριο μό­νο βαθ­μό το ε­πι­νε­φρι­διο-ε­ξαρ­τώ­με­νο οί­δη­μα, δε­δο­μέ­νου ό­τι έ­χει ι­σχυ­ρό­τε­ρη δρά­ση σε μη ε­πι­νε­φρι­δι­ε­κτο­μη­θέν­τες πον­τι­κούς.
  • Κα­τα­στέλ­λει, με δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νο τρό­πο, τις πρω­το­πα­θείς και δευ­τε­ρο­πα­θείς αλ­λοι­ώ­σεις, σε α­ρου­ραί­ους με αρ­θρί­τι­δα α­πό α­νο­σο­ε­νι­σχυ­τι­κό ε­ξί­σου ή πε­ρισ­σό­τε­ρο και με μι­κρό­τε­ρη το­ξι­κό­τη­τα α­πό τον θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό.
  • Έ­χει την ί­δια αν­τι­ε­ρυ­θη­μα­τι­κή δρά­ση με 100 mg/kg θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού, σε ιν­δό­χοι­ρους ε­κτε­θει­μέ­νους σε υ­πε­ρι­ώ­δες φως (Lewis AJ et al, 1980).
  • Έ­χει ι­σο­δύ­να­μη ή με­γα­λύ­τε­ρη δρά­ση α­πό τον θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό, σε μον­τέ­λα α­ρου­ραί­ων με αρ­θρί­τι­δα α­πό α­νο­σο­ε­νι­σχυ­τι­κό (Newbould BB, 1963; Walz DT et al, 1976; Walz DT et al, 1977).
  • Ε­λατ­τώ­νει ση­μαν­τι­κά την ε­ξω­κυτ­τά­ρια α­πε­λευ­θέ­ρω­ση λυ­σο­σω­μι­κών εν­ζύ­μων (β-γλυ­κου­ρο­νι­δά­ση, λυ­σο­ζύ­μη) α­πό λευ­κά αι­μο­σφαί­ρια α­ρου­ραί­ων δι­ε­γερ­μέ­νων α­πό ζυ­μο­ζά­νη, in vitro, σε αν­τί­θε­ση με τον θει­ο­γλυ­κο­νι­κό και τον θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό.
  • Α­να­στέλ­λει ση­μαν­τι­κά την πα­θη­τι­κή δερ­μα­τι­κή α­να­φυ­λα­ξί­α την προ­κα­λού­με­νη α­πό ο­βα­λευ­κω­μα­τί­νη, σε α­ρου­ραί­ους, και κα­τα­στέλ­λει την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση της ι­στα­μί­νης της επαγόμενης από την IgE α­πό με­μο­νω­μέ­να πα­θη­τι­κά ευ­αι­σθη­το­ποι­η­μέ­να τμή­μα­τα πνεύ­μο­να θη­λα­στι­κών.
  • Α­να­στέλ­λει την αν­τι­σω­μα­το-επαγόμενη λύ­ση του συμ­πλη­ρώ­μα­τος, ε­νώ ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός την αυ­ξά­νει, στον ο­ρό α­ρου­ραί­ων (Walz ET et al, 1983).

1.3.2.2   ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΦΛΕΓΜΟΝΩΔΕΙΣ ΚΥΤΤΑΡΙΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ

  • Τρο­πο­ποι­εί την λει­τουρ­γί­α των μεμ­βρα­νών του πλά­σμα­τος, α­να­στέλ­λον­τας την πα­ρα­γω­γή του cΑΜΡ α­πό την PGE1 (Lamprecht SA et al, 1982).
  • Α­να­στέλ­λει την εν­σω­μά­τω­ση της (3Η) θυ­μι­δί­νης και των (14C) α­μι­νο­ξέ­ων στα αν­θρώ­πι­να λεμ­φο­κύτ­τα­ρα (Finkelstein AE et al, 1977), σε αν­τί­θε­ση με τον θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό. Α­σθε­νείς που πή­ραν α­ου­ρα­νο­φί­νη ε­πί 6 μή­νες εμ­φά­νι­σαν προ­ο­δευ­τι­κή ε­λάτ­τω­ση του με­τα­σχη­μα­τι­σμού των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων στην κον­κα­βα­λί­νη Α (Coughlan RJ et al, 1984).
  • Οι δρά­σεις αυ­τές πι­θα­νώς ο­φεί­λον­ται σε πα­ρέμ­βα­ση της α­ου­ρα­νο­φί­νης στη δρα­στη­ρι­ό­τη­τα της με­τα­φο­ράς της μεμ­βρά­νης των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων, δε­δο­μέ­νου ό­τι η α­ου­ρα­νο­φί­νη δεν δρα στους μη­χα­νι­σμούς σύν­θε­σης των πρω­τε­ϊ­νών σε εν­δο­κυτ­τά­ριο ε­πί­πε­δο.
  • Έ­χει αν­τι­πολ­λα­πλα­σι­α­στι­κή δρά­ση στο λέμ­φω­μα RAJI, στο καρ­κί­νω­μα HeLa και σε με­τασχη­μα­τι­σμέ­να α­πό ι­ό Epstein-Barr κύτ­τα­ρα (Simon TM et al, 1979).

Ε­ξα­σθέ­νη­ση χη­μει­ο­τα­ξί­ας :

  • Ε­λατ­τώ­νει ση­μαν­τι­κά την χη­μει­ο­τα­ξί­α των αν­θρώ­πι­νων μο­νο­κυτ­τά­ρων και, σε μι­κρό­τε­ρο βαθ­μό, των ου­δε­τε­ρο­φί­λων (Scheinberg MA et al, 1979).
  • Α­να­στέλ­λει την χη­μει­ο­τα­ξί­α των μο­νο­κυτ­τά­ρων, πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό το πο­λυ­πε­πτί­διο του χρυ­σού (gold keratinate), σε υ­γι­είς δό­τες, και α­πό τον θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό, σε φυ­σι­ο­λο­γι­κά ά­το­μα ή σε α­σθε­νείς με ΡΑ (Scheinberg MA et al, 1982).

Ε­ξα­σθέ­νη­ση φα­γο­κυτ­τά­ρω­σης :

  • Έ­χει πα­ρό­μοι­α δρά­ση με τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό στη φα­γο­κυτ­τά­ρω­ση των IgG ο­ψω­νι­νο­ποι­η­μέ­νων ε­ρυ­θρών αι­μο­σφαι­ρί­ων προ­βά­του, στην Candida albicans και στην κα­τα­κρά­τη­ση του νι­τρο­κυα­νού του τε­τρα­ζο­λί­ου (Scheinberg MA et al, 1982; Davis P et al, 1982).
  • Ο ε­νέ­σι­μος χρυ­σός ε­λατ­τώ­νει την φα­γο­κυτ­τα­ρι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα των μα­κρο­φά­γων σε α­σθε­νείς με ΡΑ σε βαθ­μό πα­ρό­μοι­ο με φυ­σι­ο­λο­γι­κά ά­το­μα (Jessop JD et al, 1973).

Ε­λάτ­τω­ση πα­ρα­γω­γής ρι­ζών ο­ξυ­γό­νου :

  • Κα­τα­στέλ­λει την πα­ρα­γω­γή ρι­ζών υ­πε­ρο­ξει­δί­ου, με δι­φα­σι­κό και δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νο τρό­πο (Davis P et al, 1982), σε αν­τί­θε­ση με τον θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό, ο ο­ποί­ος έ­χει ε­λά­χι­στη κα­τα­σταλ­τι­κή δρά­ση.

Ε­λάτ­τω­ση α­πε­λευ­θέ­ρω­σης λυ­σο­σω­μι­κών εν­ζύ­μων :

  • Α­να­στέλ­λει με δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νο τρό­πο την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση λυ­σο­σω­μι­κών εν­ζύ­μων α­πό την β-γλυ­κου­ρο­νι­δά­ση και τους δεί­κτες λυ­σο­ζύ­μης, σε λευ­κά αι­μο­σφαί­ρια α­ρου­ραί­ων (Di Martino MJ et al, 1977) και in vivo, σε πει­ρα­μα­τό­ζω­α (Ladizesky MG et al, 1979). Σε υ­γι­είς ε­θε­λον­τές και σε α­σθε­νείς με ΡΑ έ­χει ι­σχυ­ρό­τε­ρη δρά­ση α­πό τον θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό (Wolach B et al, 1982; Finkelstein AE et al, 1982).
  • Σε α­σθε­νείς με ΡΑ θε­ρα­πευ­ό­με­νους με α­ου­ρα­νο­φί­νη, η κλι­νι­κή βελ­τί­ω­ση σχε­τί­ζε­ται με ε­λάτ­τω­ση της α­πε­λευ­θέ­ρω­σης λυ­σο­σω­μι­κών εν­ζύ­μων κα­τά 43-68% (Finkelstein AE et al, 1982).

1.3.2.3   ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΧΥΜΙΚΗ ΑΝΟΣΙΑ

  • Α­να­στέλ­λει το αν­τί­σω­μα έ­ναν­τι της επαγόμενης α­πό την IgE α­πε­λευ­θέ­ρω­σης ι­στα­μί­νης στον άν­θρω­πο και της SRS-A α­πό πνεύ­μο­να θη­λα­στι­κών και κα­τα­στέλ­λει την “7S” αιμοσυγκολλητινοποιημένη αν­τι­σω­μα­τι­κή απάντηση, σε ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια προ­βά­του (Salmeron G et al, 1982).
  • Ε­λατ­τώ­νει τα ε­πί­πε­δα των αν­τι­σω­μά­των που εμ­πλέ­κον­ται στην αν­τι­σω­μα­το-επαγόμενη κυτ­τα­ρο­το­ξι­κό­τη­τα και λύ­ση του συμ­πλη­ρώ­μα­τος (Walz DT et al, 1982). Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός δεν ε­πη­ρε­ά­ζει την αν­τι­σω­μα­το-επαγόμενη κυτ­τα­ρο­το­ξι­κό­τη­τα, αλ­λά αυ­ξά­νει την αν­τι­σω­μα­το-επαγόμενη λύ­ση του συμ­πλη­ρώ­μα­τος σε ά­νο­σο ο­ρό α­ρου­ραί­ων.
  • Κα­τα­στέλ­λει την επαγόμενη α­πό μι­το­γό­νο Pokeweed πα­ρα­γω­γή των κυτ­τά­ρων που πα­ρά­γουν α­νο­σο­σφαι­ρί­νες, σε συγ­κεν­τρώ­σεις ι­σο­δύ­να­μες με το 1/10 του θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού (Salmeron G et al, 1982).
  • Μει­ώ­νει λι­γό­τε­ρο α­πό τον θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό τα κυ­κλο­φο­ρούν­τα ε­πί­πε­δα των α­νο­σο­σφαι­ρι­νών και του RF σε α­σθε­νείς με ΡΑ, in vivo (Lorber A et al, 1982). Πα­ρό­μοι­α δρά­ση στις κυ­κλο­φο­ρού­σες α­νο­σο­σφαι­ρί­νες έ­χει σε α­σθε­νείς με ΡΑ ε­άν χο­ρη­γη­θεί στη θέ­ση του θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού (Wenger ME et al, 1983).
  • Α­να­στέλ­λει, ό­πως ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός, την λεμ­φο­βλα­στο­γέ­νε­ση in vitro, με ά­με­ση α­να­στο­λή της φα­γο­κυτ­τα­ρι­κής λει­τουρ­γί­ας των μο­νο­πυ­ρή­νων κυτ­τά­ρων, σε συγ­κεν­τρώ­σεις 10-20 φο­ρές μι­κρό­τε­ρες του θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού (Salmeron G et al, 1983), και έ­χει α­να­σταλ­τι­κή δρά­ση στη λει­τουρ­γί­α των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων, σε αν­τί­θε­ση με τον θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό. Αρ­χι­κά, οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό εμ­φα­νί­ζουν κα­τα­στο­λή της μιτογονο-διεγερθείσας λεμ­φο­βλα­στο­γέ­νε­σης, αλ­λά οι ανταποκριθέντες στο φάρ­μα­κο έχουν φυσιολογική ικανότητα απάντησης των λεμφοκυττάρων, in vitro (Percy JS et al, 1978). Αν­τί­θε­τα, στους α­σθε­νείς που παίρνουν α­ου­ρα­νο­φί­νη η ικανότητα απάντησης των λεμφοκυττάρων καταστέλλεται σημαντικά (Lorber A et al, 1978).

1.3.2.4   ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΥΤΤΑΡΟ-ΕΠΑΓΟΜΕΝΗ ΑΝΟΣΙΑ

  • Αυ­ξά­νει την κυτ­τα­ρο-επαγόμενη α­νο­σί­α
  • Αυ­ξά­νει, ό­πως και ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός, την α­πάν­τη­ση της ε­πι­βρα­δυ­νό­με­νης υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας στην ο­ξα­ζο­λό­νη, σε πον­τι­κούς, και δι­ε­γεί­ρει την α­πάν­τη­ση αυ­τή σε α­νο­σο­κα­τε­σταλ­μέ­να ζώ­α (Walz DT and Griswold DE, 1978).
  • Δι­ε­γεί­ρει την α­πάν­τη­ση των ευ­αι­σθη­το­ποι­η­μέ­νων πον­τι­κών σε ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια προ­βά­των, ε­ξί­σου με τον θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό.
  • Μει­ώ­νει ά­με­σα και α­πό­το­μα την λεμ­φο­πα­ρα­γω­γι­κή α­πάν­τη­ση την επαγόμενη α­πό την φυ­το­αι­μο­συγ­κολ­λη­τί­νη και κα­τα­στέλ­λει έν­το­να την εν­σω­μά­τω­ση της (3Η) θυ­μι­δί­νης με ι­ό Ep­stein -Barr, σε α­σθε­νείς με ΡΑ, in vitro (Simon TM et al, 1979; Lorber A et al, 1982). Αν­τί­θε­τα, οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό έ­χουν βρα­δύ­τε­ρη εμ­φά­νι­ση και η­πι­ό­τε­ρη κα­τα­στο­λή της λεμ­φο­πα­ρα­γω­γι­κής μι­το­γο­νι­κής α­πάν­τη­σης με φυ­το­αι­μο­συγ­κολ­λη­τί­νη και δεν εμ­φα­νί­ζουν κα­τα­στο­λή της δι­έ­γερ­σης των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων α­πό τον ι­ό Epstein-Barr.
  • Α­να­στέλ­λει την πα­ρα­γω­γή της IL-1 α­πό αν­θρώ­πι­να μο­νο­κύτ­τα­ρα, in vitro, και τον μι­το­γο­νο-επαγόμενο πολ­λα­πλα­σια­σμό των αν­θρώ­πι­νων Τ-λεμ­φο­κυτ­τά­ρων
  • Α­να­στέλ­λει την IL-1β και τον TNF-α mRNA, σε πον­τι­κούς (Bondeson J and Sundler R, 1995).

Δρά­σεις στις δερ­μα­τι­κές δο­κι­μα­σί­ες υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας :

  • Κα­τα­στέλ­λει την δερ­μα­τι­κή α­πάν­τη­ση σε δι­νι­τρο­χλω­ρο­βεν­ζέ­νη, ε­νώ η α­πάν­τη­ση με τον θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό εί­ναι φυ­σι­ο­λο­γι­κή (Lorber A et al, 1981). Α­σθε­νείς που υ­πο­βλή­θη­καν σε δερ­μα­τι­κές δο­κι­μα­σί­ες με κα­θαρ­μέ­νο πρω­τε­ϊ­νι­κό πα­ρά­γω­γο, τρι­χό­φυ­το και ι­ό της πα­ρω­τί­τι­δας εί­χαν φυ­σι­ο­λο­γι­κές απαντήσεις και στα δύ­ο σκευ­ά­σμα­τα του χρυ­σού. Άλ­λοι α­σθε­νείς που πή­ραν α­ου­ρα­νο­φί­νη ε­πί 6 μή­νες εμ­φά­νι­σαν αύ­ξη­ση κα­τά 33 % της δερ­μα­τι­κής α­πάν­τη­σης σε κα­θαρ­μέ­νο πρω­τε­ϊ­νι­κό πα­ρά­γω­γο και κα­τά 119% αύ­ξη­ση της α­πάν­τη­σης στην στρε­πτο­κι­νά­ση/στρε­πτο­δορ­νά­ση (Felix-Davies DD et al, 1982).

1.3.2.5   ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Κα­τα­στέλ­λει τον σχη­μα­τι­σμό αι­μο­λυ­τι­κής πλά­κας σε πον­τι­κούς και την αν­τι­σω­μα­το-επαγόμενη κυτ­τα­ρο­το­ξι­κό­τη­τα, σε α­ρου­ραί­ους, in vivo, ε­νώ ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός έ­χει μι­κρή δρά­ση στα δο­κι­μα­στι­κά αυ­τά συ­στή­μα­τα.
  • Κα­τα­στέλ­λει την α­πάν­τη­ση των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων σε μι­το­γό­να, in vivo και in vitro, ό­πως και ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός, αλ­λά σε πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρο βαθ­μό και ε­νω­ρί­τε­ρα α­π’ αυ­τόν.
  • Συν­δέ­ε­ται με δο­μι­κές α­νω­μα­λί­ες της μεμ­βρά­νης των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων α­σθε­νών (στο η­λε­κτρο­νι­κό μι­κρο­σκό­πιο)
  • Α­να­στέλ­λει την κα­τα­κρά­τη­ση της θυ­μι­δί­νης, της ου­ρι­δί­νης και της λευ­κί­νης σε με­τα­σχη­μα­τι­σμέ­να α­πό ι­ό Epstein-Barr λεμ­φο­κύτ­τα­ρα, in vitro, σε αν­τί­θε­ση με τον θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό. Οι δι­α­φο­ρές στις φαρ­μα­κο­λο­γι­κές ι­δι­ό­τη­τες με­τα­ξύ α­ου­ρα­νο­φί­νης και πα­ρεν­τε­ρι­κών πα­ρα­γώ­γων χρυ­σού α­πο­δί­δον­ται στην λι­πο­δι­α­λυ­τό­τη­τα της α­ου­ρα­νο­φί­νης, που ε­πι­τρέ­πει αυ­ξη­μέ­νη συγ­γέ­νεια σε μεμ­βρά­νες α­νο­σο­κα­τε­σταλ­μέ­νων κυτ­τά­ρων, και στην α­που­σί­α α­να­σταλ­τι­κής δρά­σης στα σουλ­φυ­δρύ­λια της μεμ­βρά­νης α­πό την α­ου­ρα­νο­φί­νη, σε αν­τί­θε­ση με τον θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό.
  • Έ­χει πι­θα­νώς αν­τι­αγ­γει­ο­γε­νε­τι­κή δρά­ση, in vivo (Saura R et al, 1994). Η δρά­ση αυ­τή εί­ναι έν­δει­ξη ό­τι τα σύμ­πλο­κα του χρυ­σού κα­τα­στέλ­λουν την ρευ­μα­το­ει­δή υ­με­νί­τι­δα μει­ώ­νον­τας τον α­ριθ­μό των μι­κρών αι­μο­φό­ρων αγ­γεί­ων που χρει­ά­ζον­ται για την μο­νο­πυ­ρη­νι­κή κυτ­τα­ρι­κή δι­ή­θη­ση και την υ­περ­πλα­σί­α του υ­με­νι­κού ι­στού.

1.3.2.6   ΑΛΛΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ

  • Μει­ώ­νει την πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α σε πον­τι­κούς με λυ­κο­ει­δή σπει­ρα­μα­το­νε­φρί­τι­δα, σε δό­ση 2 mg/kg/24ωρο
  • Α­να­στέλ­λει την συσ­σώ­ρευ­ση των αι­μο­πε­τα­λί­ων την επαγόμενη α­πό ADP, ε­πι­νε­φρί­νη και κολ­λα­γό­νο (Nathan I et al, 1982) και πι­θα­νώς την αν­τί­δρα­ση α­πε­λευ­θέ­ρω­σης και την συσ­σώ­ρευ­ση των αι­μο­πε­τα­λί­ων.   
  • Μει­ώ­νει ση­μαν­τι­κά τα ε­πί­πε­δα του χαλ­κού στον ο­ρό και συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό α­να­στρο­φή της σχέ­σης με­τα­ξύ ε­πι­πέ­δων χαλ­κού και συγ­κεν­τρώ­σε­ων ψευ­δαρ­γύ­ρου στο πλά­σμα (Ward RJ et al, 1981). Α­σθε­νείς με ΡΑ και προ­θε­ρα­πευ­τι­κή σχέ­ση χαλ­κού στο πλά­σμα/σε­ρου­λο­πλα­σμί­νη > 7 αν­τα­πο­κρί­νον­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο στη χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α α­πό α­σθε­νείς με τι­μές < 7 (Ward RJ et al, 1983).
  • Ε­λατ­τώ­νει, ό­πως και ο θει­ο­γλυ­κο­νι­κός και ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός, την διά­ρκεια ζω­ής των ο­στε­ο­κλα­στών και α­να­στέλ­λει την ο­στε­ο­κλα­στι­κή ο­στι­κή α­πορ­ρό­φη­ση, in vitro (Hall TJ et al, 1996).
  • Αυ­ξά­νει ση­μαν­τι­κά τον όγ­κο και την ω­σμω­τι­κό­τη­τα των κο­πρά­νων και την συγ­κέν­τρω­ση του να­τρί­ου στα κό­πρα­να, χω­ρίς να ε­πη­ρε­ά­ζει τις λεί­ες μυϊκές ί­νες του εν­τέ­ρου, σε πει­ρα­μα­τό­ζω­α (Fondacaro JD et al, 1986).
  • Α­να­στέλ­λει την α­πορ­ρό­φη­ση του Να+ και του Κ+ και την δρα­στη­ρι­ό­τη­τα της ATP, με τρό­πο ε­ξαρ­τώ­με­νο α­πό τις συγ­κεν­τρώ­σεις του φαρ­μά­κου, σε πει­ρα­μα­τό­ζω­α (Fondacaro JD et al, 1986; Hardcastle J et al, 1986).  Η δι­άρ­ροι­α που προ­κα­λεί η α­ου­ρα­νο­φί­νη α­πο­δί­δε­ται σε α­να­στο­λή της φυ­σι­ο­λο­γι­κής α­πορ­ρό­φη­σης ύ­δα­τος και η­λε­κτρο­λυ­τών μέ­σω α­να­στρέ­ψι­μης α­να­στο­λής του ε­νερ­γού με­τα­φο­ράς ι­όν­των (Fondacaro JD et al, 1986).
  • Α­να­στέλ­λει την ε­πα­ναρ­ρό­φη­ση των χο­λι­κών ο­ξέ­ων, πι­θα­νώς μέ­σω της δρά­σης στο Να+, το Κ+ και την ATPάση (Hardcastle J et al, 1987).

1.3.3   ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ

  • Προ­κα­λεί δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νη σι­ελόρ­ροι­α, δυ­σκαμ­ψί­α και ευ­ε­ρε­θι­στό­τη­τα και μα­λα­κώ­νει τα κό­πρα­να, ε­άν χο­ρη­γη­θεί ε­πί 3 μή­νες σε δό­σεις έ­ως 360 φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρες της αν­θρώ­πι­νης, και α­πώ­λεια σω­μα­τι­κού βά­ρους, ε­άν χο­ρη­γη­θεί >3 μή­νες, σε σκύ­λους και α­ρου­ραί­ους (Payne BJ and Arena E, 1978).
  • Προ­κα­λεί α­πώ­λεια βά­ρους, δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νους ε­μέ­τους, δι­άρ­ροι­α, α­ναι­μί­α και ε­λάτ­τω­ση της προσ­λαμ­βα­νό­με­νης τρο­φής, δευ­τε­ρο­πα­θώς σε γα­στρεν­τε­ρι­κό ε­ρε­θι­σμό, ε­άν χο­ρη­γη­θεί σε σκύ­λους σε δό­σεις 180 φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρες της αν­θρώ­πι­νης. Δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νους ε­μέ­τους, σι­ε­λόρ­ροι­α, μα­λα­κά κό­πρα­να, υ­πο­κλι­νι­κή εν­δαγ­γεια­κή αι­μο­λυ­τι­κή α­ναι­μί­α και υ­περ­πλα­σί­α του θυ­ρε­ο­ει­δούς μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει στους σκύ­λους και έ­να πα­ρό­μοι­ο πα­ρά­γω­γο της α­ου­ρα­νο­φί­νης.
  • Μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει ε­μέ­τους, δι­άρ­ροι­α, υ­πο­κλι­νι­κή αι­μο­λυ­τι­κή α­ναι­μί­α, υ­πο­πρω­τε­ϊ­ναι­μί­α και υ­περ­πλα­σί­α του θυ­ρε­ο­ει­δούς α­δέ­να, ε­άν χο­ρη­γη­θεί σε σκύ­λους ε­πί 12 μή­νες σε δό­σεις 6-60 φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρες της αν­θρώ­πι­νης (Payne BJ and Arena E, 1978).

Με­ταλ­λα­ξι­ο­γό­νος/καρ­κι­νο­γό­νος δρά­ση :

  • Προ­κα­λεί ση­μαν­τι­κή αύ­ξη­ση της συ­χνό­τη­τας της κα­ρυ­ο­με­γα­λί­ας των κυτ­τά­ρων των νε­φρι­κών σω­λη­να­ρί­ων και νε­φρι­κά α­δε­νώ­μα­τα σε α­ρου­ραί­ους, ε­άν χο­ρη­γη­θεί σε δό­σεις 1.0 ή 2.5 mg /kg/24ωρο (8 και 21 φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρες της αν­θρώ­πι­νης, αν­τί­στοι­χα). Πα­ρό­μοι­ες αλ­λοι­ώ­σεις μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει και ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός σε δό­σεις 2 ή 6 mg/kg/2 φο­ρές ε­βδο­μα­δια­ίως (4 ή 12 φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρες της αν­θρώ­πι­νης, αν­τί­στοι­χα) (Payne BJ and Arena E, 1978).
  • Μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει όγ­κους του νε­φρι­κού σω­λη­να­ρια­κού ε­πι­θη­λί­ου σε α­ρου­ραί­ους, ε­άν χο­ρη­γη­θεί ε­πί 12 μή­νες σε δό­ση 23 mg/kg/24ωρο (192 φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρη της αν­θρώ­πι­νης). Πάν­τως, ε­άν χο­ρη­γη­θεί per os ε­πί 18 μή­νες σε δό­σεις 1, 3 και 9 mg/kg/24ωρο (8, 24 και 72 φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρες της αν­θρώ­πι­νης, αν­τί­στοι­χα) δεν συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό στα­τι­στι­κά ση­μαν­τι­κή αύ­ξη­ση των όγ­κων, συγ­κρι­τι­κά με μάρ­τυ­ρες.
  • Αυ­ξά­νει την συ­χνό­τη­τα με­τάλ­λα­ξης με την πα­ρου­σί­α μι­κρο­σω­μι­κού πα­ρα­σκευ­ά­σμα­τος ή­πα­τος α­ρου­ραί­ων στη δο­κι­μα­σί­α με­τάλ­λα­ξης λεμ­φώ­μα­τος πον­τι­κών, σε με­γά­λες συγ­κεν­τρώ­σεις (313-700 ng/ml). Σύμ­φω­να με άλ­λες δο­κι­μα­σί­ες, δεν έ­χει με­ταλ­λα­ξι­ο­γό­νο δρά­ση.
  • H ο­ξεί­α per os LD50 της α­ου­ρα­νο­φί­νης εί­ναι 310 mg/kg σε ε­νή­λι­κες πον­τι­κούς και 265 mg/ kg, σε ε­νή­λι­κες α­ρου­ραί­ους. Η ε­λά­χι­στη θα­να­τη­φό­ρα δό­ση στους α­ρου­ραί­ους εί­ναι 30 mg/kg.

Τε­ρα­το­γό­νος δρά­ση :

  • Ε­λατ­τώ­νει την πρόσ­λη­ψη τρο­φής και το βά­ρος του εμ­βρύ­ου και της μη­τέ­ρας και αυ­ξά­νει την συ­χνό­τη­τα α­πορ­ρό­φη­σης, α­πο­βο­λής και συγ­γε­νών α­νω­μα­λι­ών του εμ­βρύ­ου, κυ­ρί­ως γα­στρό­χυ­σης και ομ­φα­λο­κή­λης, ε­άν χο­ρη­γη­θεί σε έγ­κυ­α κου­νέ­λια σε δό­ση 0.5, 3 ή 6 mg /kg/24ωρο (4.2-50 φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρη της αν­θρώ­πι­νης) (Szabo KT et al, 1978a).
  • Αυ­ξά­νει την συ­χνό­τη­τα α­πορ­ρό­φη­σης και μει­ώ­νει το μέ­γε­θος και το βά­ρος του νε­ο­γνού,  ε­άν χο­ρη­γη­θεί σε έγ­κυ­ους α­ρου­ραί­ους σε δό­ση 5 mg/kg/24ωρο (42 φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρη της αν­θρώ­πι­νης), ό­χι ό­μως σε δό­ση 2.5 mg/kg/24ωρο (21 φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρη της αν­θρώ­πι­νης). Πα­ρό­μοι­α, σε έγ­κυ­ους πον­τι­κούς, σε δό­ση 5 mg/kg/ 24ωρο (42 φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρη της αν­θρώ­πι­νης), δεν έ­χει τε­ρα­το­γό­νο δρά­ση.

1.3.4   ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ

Η α­ου­ρα­νο­φί­νη α­πορ­ρο­φά­ται τα­χέ­ως, αλ­λ΄ α­τε­λώς. Σε φυ­σι­ο­λο­γι­κούς ε­νή­λι­κες, με­τά την ε­φά­παξ χο­ρή­γη­ση 6 mg α­ου­ρα­νο­φί­νης per os, οι μέ­σες μέ­γι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις του χρυ­σού στο αί­μα με­τά α­πό 2 ώ­ρες α­νέρ­χον­ται σε 0.025 mcg/ml. Σε α­σθε­νείς με ΡΑ, 1.2-2 ώ­ρες με­τά α­πό την χο­ρή­γη­ση δι­α­λύ­μα­τος αλ­κο­ό­λης που περιέχει 6 mg ρα­δι­ο­ση­μα­σμέ­νου 195 Au-α­ου­ρα­νο­φί­νης, ο χρυ­σός απορροφάται σε πο­σο­στό 15-33% και οι μέ­γι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις του φθάνουν τα 0.066 mcg/ml (Blocka K et al, 1982).

Η συ­νε­χής χο­ρή­γη­ση της α­ου­ρα­νο­φί­νης ε­ξα­σφα­λί­ζει σχε­τι­κά στα­θε­ρά ε­πί­πε­δα χρυ­σού στο αί­μα. Οι α­σθε­νείς που παίρνουν 1-9 mg α­ου­ρα­νο­φί­νης η­με­ρη­σί­ως έχουν στα­θε­ρή α­να­λο­γι­κή σχέ­ση με­τα­ξύ της δό­σης του φαρ­μά­κου και των συγ­κεν­τρώ­σε­ων στα­θε­ρής κα­τά­στα­σης του χρυ­σού στο αί­μα (Champion GD et al, 1982; Calin A et al, 1982).

Η μέ­ση συγ­κέν­τρω­ση του χρυ­σού στον ο­ρό αυ­ξά­νε­ται πε­ρί­που κα­τά 0.1 mcg/ml για κά­θε αύ­ξη­ση της η­με­ρή­σιας δό­σης της α­ου­ρα­νο­φί­νης κα­τά 1 mg. Ο­ταν η η­με­ρή­σια δό­ση της α­ου­ρα­νο­φί­νης εκ­φρά­ζε­ται σε mg/kg/24ωρο, συ­σχε­τί­ζε­ται σε με­γά­λο βαθ­μό με τις συγ­κεν­τρώ­σεις του χρυ­σού στον ο­ρό (Cham­pion GD et al, 1982).

Ο χρυ­σός ο πε­ρι­ε­χό­με­νος στην α­ου­ρα­νο­φί­νη α­πορ­ρο­φά­ται σε πο­σο­στό 20-25%, μάλ­λον χα­λα­ρά και α­να­στρέ­ψι­μα, α­πό την ε­πι­φά­νεια των κυτ­τά­ρων του βλεν­νο­γό­νου του λε­πτού εν­τέ­ρου, γι΄ αυ­τό και με­τα­κι­νεί­ται στο εν­τε­ρι­κό υ­γρό. Στη συ­νέ­χεια, α­πορ­ρο­φά­ται α­πό τα εν­τε­ρο­κύτ­τα­ρα, ο με­τα­φο­ρέ­ας α­πο­μα­κρύ­νε­ται, και με­γά­λο μέ­ρος του χρυ­σού ε­πα­νεκ­κρί­νε­ται στον αυ­λό του εν­τέ­ρου (Weisman MH et al, 1980).

Σε α­σθε­νείς που παίρ­νουν α­ου­ρα­νο­φί­νη σε δό­σεις 1-9 mg/24ωρο, τα ε­πί­πε­δα του χρυ­σού στο αί­μα φθά­νουν σε μέ­γι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις προ­ο­δευ­τι­κά σε δι­ά­στη­μα 12-16 ε­βδο­μά­δων και με­τά υ­πο­χω­ρούν βαθ­μια­ία. Ο χρυ­σός φθά­νει σε ε­πί­πε­δα στα­θε­ρής κα­τά­στα­σης στο πλά­σμα με­τά α­πό 10-16 ε­βδο­μά­δες, τα ο­ποί­α και στα­θε­ρο­ποι­ούν­ται μέ­χρι τον 24ο μή­να, πα­ρά την συ­νέ­χι­ση του φαρ­μά­κου (Bandilla K et al, 1979). Ό­ταν φθά­σει σε ε­πί­πε­δα στα­θε­ρής κα­τά­στα­σης, τα μέ­σα ε­πί­πε­δα του στο αί­μα αυ­ξο­μει­ώ­νον­ται ε­λά­χι­στα, ό­σο η α­ου­ρα­νο­φί­νη χο­ρη­γεί­ται συ­νε­χώς και σε κα­θη­με­ρι­νή βά­ση. Σε α­σθε­νείς που παίρ­νουν 3 mg α­ου­ρα­νο­φί­νης 2 φο­ρές η­με­ρη­σί­ως τα μέ­σα ε­πί­πε­δα του χρυ­σού στο αί­μα σε στα­θε­ρή κα­τά­στα­ση προ­σεγ­γί­ζουν τα 0.6-0.7 mcg/ ml (Berglof FE et al, 1978).

Σε α­σθε­νείς με ΡΑ που παίρνουν 6 mg ρα­δι­ο­ση­μα­σμέ­νης 195 Au-α­ου­ρα­νο­φί­νης πριν, και 6 μή­νες με­τά, α­πό την κα­θη­με­ρι­να χορηγούμενη α­ου­ρα­νο­φί­νη, ο μέ­σος t(1/2) στο πλά­σμα ανέρχεται σε 17 περίπου η­μέ­ρες με­τά την 1η δό­ση και 25.5 η­μέ­ρες, με­τά την 2η δόση (Blocka K et al, 1980), ενώ ο μέ­σος τε­λι­κός ο­λι­κός t(1/2), σε 58 και 81 η­μέ­ρες, αν­τί­στοι­χα. Αν­τί­θε­τα, την η­μέ­ρα που γί­νε­ται η έ­νε­ση του θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού, οι μέ­γι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις­ του χρυ­σού στο αί­μα φθά­νουν τα 7 mcg/ml και μει­ώ­νον­ται βαθ­μια­ία πε­ρί­που στα 3 mcg/ml με­τά α­πό μί­αν ε­βδο­μά­δα (Gottlieb NL, 1982).

Ο t(1/2) του θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού στον ο­ρό κυ­μαί­νε­ται σε 5-6 η­μέ­ρες και ε­πί­πε­δα στα­θε­ρής κα­τά­στα­σης ε­πι­τυγ­χά­νον­ται με­τά α­πό 6-8 ε­βδο­μά­δες (Gottlieb NL, 1982). Το ολικό φορτίο του χρυσού που προέρχεται από τον θειομηλικό χρυσό κατακρατάται από τον οργανισμό σε μεγαλύτερο βαθμό από την αουρανοφίνη (25-42%, συγ­κρι­τι­κά με <1%), αν και ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός έ­χει βρα­χύ­τε­ρο t(1/2) στον ο­ρό.

Σε α­ρου­ραί­ους που παίρ­νουν α­ου­ρα­νο­φί­νη, ο χρυ­σός συγ­κεν­τρώ­νε­ται σε με­γά­λες πο­σό­τη­τες, κα­τά φθί­νου­σα σει­ρά, στους νε­φρούς, τον σπλή­να, τα ε­πι­νε­φρί­δια, τους πνεύ­μο­νες και το ή­παρ. Ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός, χο­ρη­γού­με­νος σε δό­ση 10 mg/kg/24ωρο ε­πί 16 η­μέ­ρες, α­θροί­ζε­ται στους νε­φρούς πον­τι­κών 15 φο­ρές πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό την α­ου­ρα­νο­φί­νη. Ο χρυ­σός, χο­ρη­γού­με­νος σε μι­κρό­τε­ρες δό­σεις ε­πί 12 μή­νες, ε­να­πο­τί­θε­ται στο ή­παρ, τους νε­φρούς και τον σπλή­να σε πο­σο­στό <5%, σε σύγ­κρι­ση με τον θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό. Σε α­ρου­ραί­ους και ιν­δό­χοι­ρους, ο θει­ο­μη­λι­κός χρυ­σός συγ­κεν­τρώ­νε­ται στο ή­παρ, τους νε­φρούς και τον σπλή­να σε ε­πί­πε­δα 35-70 φο­ρές υ­ψη­λό­τε­ρα της α­ου­ρα­νο­φί­νης (Walz DT et al, 1979).

Στον άν­θρω­πο, η α­ου­ρα­νο­φί­νη, με­τά την α­πορ­ρό­φη­σή της, συν­δέ­ε­ται με τα κυτ­τα­ρι­κά στοι­χεί­α και τις πρω­τε­ΐ­νες του πλά­σμα­τος. Το 42% του χρυ­σού που υ­πάρ­χει στο αί­μα συν­δέ­ε­ται με κυτ­τα­ρι­κά στοι­χεί­α. Σε α­σθε­νείς που παίρνουν α­ου­ρα­νο­φί­νη ε­πί ένα μή­να, το 41% του φαρ­μά­κου συνδέεται με τα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια του αί­μα­τος (Walz DT et al, 1979) και τα ε­πί­πε­δα του χρυ­σού στο αί­μα είναι ί­σα ή υπερβαίνουν τα ε­πί­πε­δά του στον ο­ρό, α­νά­λο­γα με τον αι­μα­το­κρί­τη.

Α­πό το τμή­μα της α­ου­ρα­νο­φί­νης το συνδεδεμένο με τα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια (40%), το 37% εί­ναι εν­δο­κυτ­τά­ριο και το υ­πό­λοι­πο 3% συν­δέ­ε­ται με την κυτ­τα­ρι­κή μεμ­βρά­νη (Herrlinger JD et al, 1982). Αν­τί­θε­τα, ε­λά­χι­στα πο­σά θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού συν­δέ­ον­ται με τα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια του αί­μα­τος ή άλ­λα κυτ­τα­ρι­κά στοι­χεί­α. Το κά­πνι­σμα μπο­ρεί να αυ­ξή­σει την κα­τα­κρά­τη­ση του θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού α­πό τα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια (James DW et al, 1982), αν και πο­λύ λι­γό­τε­ρο α­πό την α­ου­ρα­νο­φί­νη (Lewis D et al, 1983).

Ο­ρι­σμέ­να σύμ­πλο­κα της α­ου­ρα­νο­φί­νης ει­σέρ­χον­ται στα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια. Στους α­ρου­ραί­ους, έ­να εί­δος χρυ­σού κα­τα­κρα­τά­ται σε πρό­σφα­τα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια ε­πί 48 ώ­ρες. Με­τά το χρο­νι­κό αυ­τό δι­ά­στη­μα παύ­ει να κα­τα­κρα­τά­ται, α­κό­μα και αν εί­ναι σε υ­ψη­λά ε­πί­πε­δα στο πλά­σμα, ί­σως λό­γω της ι­σχυ­ρής σύν­δε­σής του με τις πρω­τε­ΐ­νες του πλά­σμα­τος.

Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες σχε­τι­κά με τα μι­κρά σύμ­πλο­κα του χρυ­σού που μπο­ρεί να κυ­κλο­φο­ρούν με­τά την χο­ρή­γη­ση της α­ου­ρα­νο­φί­νης και ευ­θύ­νον­ται για την κα­τα­κρά­τη­ση του χρυ­σού α­πό τα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια και άλ­λα κύτ­τα­ρα εί­ναι πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νες. Έ­νας πι­θα­νός με­τα­βο­λί­της εί­ναι η δι­α­κε­τυ­λι­ω­μέ­νη α­ου­ρα­νο­φί­νη. Το σύμ­πλο­κο αυ­τό α­πορ­ρο­φά­ται α­πό το με­μο­νω­μέ­νο λε­πτό έν­τε­ρο α­ρου­ραί­ων και ιν­δό­χοι­ρων (Tepperman K et al, 1984). Ό­πως και στα πο­λυ­με­ρή σύμ­πλο­κα, ο μεί­ζων με­τα­βο­λί­της της α­ου­ρα­νο­φί­νης στην κυ­κλο­φο­ρί­α εί­ναι το σύμ­πλο­κο με την λευ­κω­μα­τί­νη.

Πε­ρί­που ≤ 1% της α­ου­ρα­νο­φί­νης συν­δέ­ε­ται με τα λευ­κά αι­μο­σφαί­ρια και τα αι­μο­πε­τά­λια. Η σύν­δε­ση με τα κυτ­τα­ρι­κά αυ­τά στοι­χεί­α μπο­ρεί να α­πο­τε­λεί βι­ο­λο­γι­κό σύ­στη­μα με­τα­φο­ράς ή α­πο­θή­κη χρυ­σού (Walz DT et al, 1979 ). Η κα­τα­κρά­τη­ση του χρυ­σού α­πό κύτ­τα­ρα πα­ρό­μοι­α με μα­κρο­φά­γα συν­δέ­ε­ται με α­πο­χω­ρι­σμό του α­πό τους δε­σμούς της θει­ό­λης και της φω­σφί­νης (Snyder RM et al, 1986).

Η α­ου­ρα­νο­φί­νη εισέρχεται στο αρ­θρι­κό υ­γρό. Σε α­σθε­νείς που παίρνουν α­ου­ρα­νο­φί­νη ε­πί 18 μή­νες, η σχέ­ση χρυ­σού στον αρ­θρι­κό υ­γρό/συ­νο­λι­κή ποσότητα χρυσού στο αί­μα ανέρχεται σε 1:1.7 (Gottlieb NL et al, 1980). Σ’ έ­ναν α­σθε­νή που έ­παιρ­νε α­ου­ρα­νο­φί­νη και σ’ ό­λους τους α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό έ­χει α­νευ­ρε­θεί χρυ­σός στην βι­ο­ψί­α του δέρ­μα­τος (Gottlieb NL, 1982).

Στον άν­θρω­πο, ο ε­νέ­σι­μος χρυ­σός κα­τα­νέ­με­ται με τρό­πο γε­νι­κά πα­ρό­μοι­ο με τον πα­ρα­τη­ρού­με­νο σε πει­ρα­μα­τό­ζω­α. Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό, ο χρυ­σός συγ­κεν­τρώ­νε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο στους λεμ­φα­δέ­νες, τα ε­πι­νε­φρί­δια, το ή­παρ, τους νε­φρούς, τον μυ­ε­λό των ο­στών και τον σπλή­να (Gottlieb NL et al, 1972), αλ­λά και σε άλ­λα όρ­γα­να ή ι­στούς, ό­πως το δέρ­μα, οι μύ­ες και οι εν­δο­κρι­νείς α­δέ­νες (Gottlieb NL, 1979).

Η α­ου­ρα­νο­φί­νη, πι­θα­νώς λό­γω της μο­νο­με­ρούς φύ­σης της, δι­α­περ­νά την μεμ­βρά­νη των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων ευ­κο­λό­τε­ρα α­πό τον θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό (Lorber A et al, 1979). Ο ε­λεύ­θε­ρος χρυ­σός στον ο­ρό μπο­ρεί να ευ­θύ­νε­ται για την κυτ­τα­ρι­κή δρά­ση της α­ου­ρα­νο­φί­νης και άλ­λων σκευ­α­σμά­των χρυ­σού. Η σχέ­ση της ε­λεύ­θε­ρης α­ου­ρα­νο­φί­νης στον ο­ρό με τα συ­νο­λι­κά ε­πί­πε­δα του χρυ­σού εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρη με την α­ου­ρα­νο­φί­νη, συγ­κρι­τι­κά με τον θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό (Lorber A et al, 1982).

Η α­ου­ρα­νο­φί­νη α­πο­βάλ­λε­ται κυ­ρί­ως α­πό τα κό­πρα­να και λι­γό­τε­ρο α­πό τα ού­ρα. Η α­θροι­στι­κή α­πο­βο­λή της α­πό τα κό­πρα­να σε δι­ά­στη­μα 6 μη­νών α­νέρ­χε­ται πε­ρί­που σε 85% και α­πό τα ού­ρα, στο 15% της δό­σης του (Blocka K et al, 1982). Πε­ρί­που 70% της χρυσοθειογλυκόζης α­πο­βάλ­λε­ται α­πό τα ού­ρα και 30%, α­πό τα κό­πρα­να.

Η α­ου­ρα­νο­φί­νη, ε­νώ α­πο­βάλ­λε­ται βραδέως, κα­τα­κρα­τά­ται πο­λύ μι­κρό­τε­ρο δι­ά­στη­μα στο σώ­μα α­πό τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό. Έ­τσι, < 5% του χρυ­σού πα­ρα­μέ­νει στο σώ­μα με­τά α­πό 100 η­μέ­ρες και, σε πο­σο­στό 0.4-1.3%, με­τά α­πό 6 μή­νες. Αν­τί­θε­τα, 6 μή­νες με­τά α­πό μί­αν ε­φά­παξ εν­δο­φλέ­βια έ­νε­ση 50 mg θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού, 25-42% του χρυ­σού κα­τα­κρα­τά­ται στο σώ­μα (Gerber RC et al, 1974). Η μι­κρό­τε­ρη κα­τα­κρά­τη­ση της α­ου­ρα­νο­φί­νης α­πό τους ι­στούς ε­ξη­γεί την η­πι­ό­τε­ρη το­ξι­κό­τη­τά της, συγ­κρι­τι­κά με τον ε­νέ­σι­μο. 

Ο α­πο­βαλ­λό­με­νος α­πό τα κό­πρα­να χρυ­σός α­πο­τε­λεί­ται, στο με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος του, πι­θα­νώς α­πό μη α­πορ­ρο­φη­θέν­τα χρυ­σό και, στο υ­πό­λοι­πο, α­πό χρυ­σό συν­δε­δε­μέ­νο με γα­στρι­κό ε­πι­θή­λιο και ε­να­πο­θη­κευ­μέ­νο στον γα­στρεν­τε­ρι­κό σω­λή­να με­τά την κυτ­τα­ρι­κή ε­ναλ­λα­γή.

Ο χρυ­σός, χο­ρη­γού­με­νος per os ε­πί 20 ε­βδο­μά­δες σε δό­ση 6 mg/24ωρο, κα­τα­κρα­τά­ται κα­τά 66%, ε­νώ με­τά α­πό θε­ρα­πεί­α 20 ε­βδο­μά­δων, σε πο­σο­στό πε­ρί­που 27% (Gottlieb NL, 1982). Η α­ου­ρα­νο­φί­νη δεν α­πεκ­κρί­νε­ται α­πό την χο­λή και δεν συμ­με­τέ­χει στον εν­τε­ρο­η­πα­τι­κό κύ­κλο. Στο αί­μα, πε­ρί­που 60% της α­ου­ρα­νο­φί­νης και 99% του θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού συν­δέ­ε­ται με τις πρω­τε­ΐ­νες του ο­ρού.

Στους α­ρου­ραί­ους, το ο­ξεί­διο της τρι­αι­θυλ­οφω­σφί­νης εί­ναι μεί­ζων με­τα­βο­λί­της της α­ου­ρα­νο­φί­νης και α­πο­βάλ­λε­ται α­πό τους νε­φρούς. Ο με­τα­βο­λί­της αυ­τός έ­χει ε­πί­σης α­νευ­ρε­θεί σε α­σθε­νείς με ΡΑ που έ­παιρ­ναν 3 mg α­ου­ρα­νο­φί­νης 2 φο­ρές η­με­ρη­σί­ως (Data on file, 1982).

1.3.5   ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ - ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ

Η κλι­νι­κή βελ­τί­ω­ση που προ­κα­λεί η α­ου­ρα­νο­φί­νη εμ­φα­νί­ζε­ται ό­ταν τα ε­πί­πε­δα του χρυ­σού στο αί­μα α­νέρ­χον­ται σε 0.7 mcg/ml (Finkelstein AE et al, 1980). Οι α­σθε­νείς που ανταποκρίνονται στην α­ου­ρα­νο­φί­νη έχουν ση­μαν­τι­κά χα­μη­λό­τε­ρα ε­πί­πε­δα χρυ­σού στο αί­μα με­τά α­πό 20 και 26 ε­βδο­μά­δες θε­ρα­πεί­ας, συγ­κρι­τι­κά με αυ­τούς που δεν ανταποκρίνονται στη θε­ρα­πεία (Weisman MH et al, 1979).

Κα­τ’ άλ­λους, η κλι­νι­κή βελ­τί­ω­ση ή/και το­ξι­κό­τη­τα δεν σχε­τί­ζον­ται με τα ε­πί­πε­δα του χρυ­σού στο αί­μα (Bandilla K et al, 1982).

1.3.6   ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

Φαι­νυ­τοΐνη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση της α­ου­ρα­νο­φί­νης με φαι­νυ­τοΐνη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τα ε­πί­πε­δα της φαι­νυ­τοΐνης στο πλά­σμα.

Συ­στά­σεις : Η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση της α­ου­ρα­νο­φί­νης με φαι­νυ­τοΐνη πρέ­πει να γί­νε­ται με προ­σο­χή.

1.3.7   ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

  • Ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα

ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗΝ ΑΟΥΡΑΝΟΦΙΝΗ :

  • Νε­α­νι­κή ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα
  • Σύν­δρο­μο Felty
  • Σύν­δρο­μο Sjogren
  • Νό­σος Still των ε­νη­λί­κων
  • Ψω­ρι­α­σι­κή αρ­θρί­τι­δα
  • Αγ­κυ­λο­ποι­η­τι­κή σπον­δυ­λί­τι­δα
  • Χρό­νιος δι­σκο­ει­δής ε­ρυ­θη­μα­τώ­δης λύ­κος
  • Συ­στη­μα­τι­κός ε­ρυ­θη­μα­τώ­δης λύ­κος
  • Βρογ­χι­κό ά­σθμα

1.3.8   ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

  • Ι­στο­ρι­κό ε­πι­πλο­κών στα ά­λα­τα του χρυ­σού (νε­κρω­τι­κή εν­τε­ρο­κο­λί­τι­δα, πνευ­μο­νι­κή ί­νω­ση, α­πο­φο­λι­δω­τι­κή δερ­μα­τί­τι­δα, α­πλα­σί­α μυ­ε­λού ο­στών και άλ­λες βα­ρι­ές αι­μα­το­λο­γι­κές δι­α­τα­ρα­χές)
  • Προ­ο­δευ­τι­κή νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια
  • Σο­βα­ρή η­πα­τι­κή νό­σος
  • Σο­βα­ρή οργανική ε­ξα­σθέ­νη­ση
  • Κνί­δω­ση

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

  • Κα­τα­στο­λή μυ­ε­λού
  • Φλεγ­μο­νώ­δεις εν­τε­ρο­πά­θει­ες
  • Ε­ξαν­θή­μα­τα
  • Νε­φρι­κή/η­πα­τι­κή α­νε­πάρ­κεια

1.3.9   ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

1.3.9.1   ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Η α­ου­ρα­νο­φί­νη, ό­πως και ο ε­νέ­σι­μος χρυ­σός, εν­δεί­κνυ­ται σε ό­λους τους α­σθε­νείς με ΡΑ, ε­φ’ ό­σον έ­χουν έν­δει­ξη χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό την η­λι­κί­α τους.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Σύμ­φω­να με α­νοι­χτές (Brenol JC et al, 1986; Bandilla K et al, 1986; Itokazu M et al, 1995) και δι­πλές-τυ­φλές ε­λεγ­χό­με­νες (Johnsen V et al, 1989; Egmose C et al, 1995; Glennas A et al, 1997) με­λέ­τες, η α­ου­ρα­νο­φί­νη, σε δό­ση 3-6 mg/24ωρο, εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή α­πό placebo. Η α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τά της μπο­ρεί να εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρη σε νε­ό­τε­ρους α­σθε­νείς με πρώϊμη, σο­βα­ρή νό­σο (Singh G et al, 1990). 

ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :

  • Μει­ώ­νει τον πό­νο και την ευ­αι­σθη­σί­α των αρ­θρώ­σε­ων και την διά­ρκεια της πρω­ι­νής δυ­σκαμ­ψί­ας
  • Ε­λατ­τώ­νει τον α­ριθ­μό των ευ­αί­σθη­των και δι­ογ­κω­μέ­νων αρ­θρώ­σε­ων και αυ­ξά­νει την μυϊκή ι­σχύ σύ­σφιγ­ξης των δα­κτύ­λων
  • Βο­η­θά στη μεί­ω­ση της δό­σης των κορ­τι­κο­ει­δών σε α­σθε­νείς με πρώϊμης έ­ναρ­ξης νό­σο

Η θε­ρα­πευ­τι­κή δρά­ση της α­ου­ρα­νο­φί­νης εμ­φα­νί­ζε­ται με­τά α­πό 3-4 και, σε με­ρι­κούς α­σθε­νείς, 6 μή­νες θε­ρα­πεί­ας. Η βελ­τί­ω­ση με­ρι­κές φο­ρές εί­ναι ση­μαν­τι­κή, αλ­λά υ­φέ­σεις δεν εί­ναι συ­χνές και η α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα δεν δι­α­τη­ρεί­ται στα­θε­ρή για με­γά­λο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα. Με­γα­λύ­τε­ρο δυ­νη­τι­κό ό­φε­λος έ­χουν οι α­σθε­νείς με ε­νερ­γό υ­με­νί­τι­δα, ι­δι­αί­τε­ρα σε πρώϊμο στά­διο, αν και οι υ­πο­λειμ­μα­τι­κές αλ­λοι­ώ­σεις ο­στών και χόν­δρων δεν α­να­στρέ­φον­ται. Σχε­δόν 1/3 των α­σθε­νών δι­α­κό­πτει την θε­ρα­πεί­α λό­γω α­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας.

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ : Μει­ώ­νει τους τίτ­λους του RA test, τα ε­πί­πε­δα της IgG και της α2- μα­κρο­σφαι­ρί­νης (Finkelstein AE et al, 1976).

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ : Η α­ου­ρα­νο­φί­νη κα­θυ­στε­ρεί την πρόοδο των α­κτι­νο­λο­γι­κών αλ­λοι­ώ­σε­ων (Gofton JP and O’ Brien WM, 1983; Gofton JP et al, 1984), αλ­λά λι­γό­τε­ρο α­πό τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό (Larsen A et al, 1984; Van Riel PL et al, 1986; Rau R et al, 1990) και την με­θο­τρε­ξά­τη (Weinblatt ME et al, 1993). Κα­τ’ άλ­λους (Caruso J et al, 1992; Lopez-Mendez A et al, 1993), δεν α­να­στέλ­λει τις α­κτι­νο­λο­γι­κές αλ­λοι­ώ­σεις.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Ε­νέ­σι­μος χρυ­σός : Η α­ου­ρα­νο­φί­νη έ­χει πα­ρό­μοι­α α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα και εί­ναι λι­γό­τε­ρο το­ξι­κή (van Riel PL et al, 1984; Davis P et al, 1985; Schattenkirchner M et al, 1988).

Κα­τ’ άλ­λους, ο ε­νέ­σι­μος χρυ­σός εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός, αλ­λά και το­ξι­κός (Harth M et al, 1987; Rau R et al, 1990; Prete PE et al, 1994), έ­χει τα­χύ­τε­ρη έ­ναρ­ξη δρά­σης και με­γα­λύ­τε­ρη τρο­πο­ποι­η­τι­κή ι­κα­νό­τη­τα (Ward JR et al, 1983; Rau R et al, 1990) α­πό την α­ου­ρα­νο­φί­νη. Πάν­τως, αν και πε­ρισ­σό­τε­ροι α­σθε­νείς δι­α­κό­πτουν την α­ου­ρα­νο­φί­νη λό­γω α­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας, αυ­τοί που συ­νε­χί­ζουν τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό έ­χουν πα­ρό­μοι­α βελ­τί­ω­ση με την α­ου­ρα­νο­φί­νη (Capell HA et al, 1986).

Οι βλεν­νο­γο­νο­δερ­μα­τι­κές αντιδράσεις, ι­δι­αί­τε­ρα το ε­ξάν­θη­μα και ο κνη­σμός, εί­ναι συ­χνό­τε­ρες με τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό και η δι­άρ­ροι­α, με την α­ου­ρα­νο­φί­νη (Schattenkirchner M et al, 1982). Ο κυ­ρι­ό­τε­ρος λό­γος δι­α­κο­πής του ε­νέ­σι­μου χρυ­σού εί­ναι η το­ξι­κό­τη­τα και της α­ου­ρα­νο­φί­νης, η έλ­λει­ψη α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας (van Riel PL et al, 1984).

ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΑΟΥΡΑΝΟΦΙΝΗΣ, ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΝΕΣΙΜΟ ΧΡΥΣΟ :

  • Ε­να­πο­τί­θε­ται και κα­τα­κρα­τά­ται α­πό τους ι­στούς σε μι­κρό­τε­ρο βαθ­μό
  • Χο­ρη­γεί­ται per os, και ό­χι πα­ρεν­τε­ρι­κά
  • Συ­νο­δεύ­ε­ται λι­γό­τε­ρο συ­χνά α­πό σο­βα­ρές ε­πι­πλο­κές που α­παι­τούν δι­α­κο­πή της θε­ρα­πεί­ας (ι­δι­αί­τε­ρα κυτ­τα­ρο­πε­νί­α, δερ­μα­τι­κές αν­τι­δρά­σεις και πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α)
  • Μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί με α­σφά­λεια σε α­σθε­νείς με ε­πι­πλο­κές ή μι­κρή αν­τα­πό­κρι­ση στον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό (Tosi S et al, 1985)
  • Μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί α­μέ­σως με­τά την δι­α­κο­πή του ε­νέ­σι­μου χρυ­σού και ταυ­τό­χρο­να με αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δη ή α­ναλ­γη­τι­κά φάρ­μα­κα
  • Μπο­ρεί να δι­α­τη­ρή­σει την κλι­νι­κή βελ­τί­ω­ση που έ­χει προ­κα­λέ­σει ο ε­νέ­σι­μος χρυ­σός (Tosi S et al, 1985).

Κα­τ’ άλ­λους :

  • Ο ε­νέ­σι­μος χρυ­σός δεν έ­χει α­πο­τέ­λε­σμα σε α­σθε­νείς μη αν­τα­πο­κρι­θέν­τες στην α­ου­ρα­νο­φί­νη (Wes­sel J et al, 1983)
  • Η α­ου­ρα­νο­φί­νη αν­τεν­δεί­κνυ­ται σε α­σθε­νείς που έ­χουν δι­α­κό­ψει τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό λό­γω α­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας ή το­ξι­κό­τη­τας (McEntegart A et al, 1996).
  • Η α­ου­ρα­νο­φί­νη δεν εί­ναι ι­κα­νή να δι­α­τη­ρή­σει την ύ­φε­ση που έ­χει ε­πι­τευ­χθεί με τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό και προ­κα­λεί έ­ξαρ­ση της νό­σου (Prete PE et al, 1994), η ο­ποί­α ό­μως συ­χνά υ­φί­ε­ται με την ε­πα­να­χο­ρή­γη­ση του ε­νέ­σι­μου χρυ­σού (Blackburn WD, 1987).

D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη : Η α­ου­ρα­νο­φί­νη έ­χει πα­ρό­μοι­α α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα (Felix-Davies DD et al, 1983; Manthorpe R et al, 1986), αν και ευ­θύ­νε­ται συ­χνό­τε­ρα για δι­α­κο­πή της θε­ρα­πεί­ας λό­γω α­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας (Huskisson EC and Scott J, 1982).

Κα­τ’ άλ­λους, εί­ναι λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή και λι­γό­τε­ρο το­ξι­κή (Barraclough D et al, 1982; Felix-Davies DD et al, 1983; Hochberg MC, 1986) α­πό την D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη.

Λε­βα­μι­ζό­λη : Εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή με την α­ου­ρα­νο­φί­νη (Huskisson EC et al, 1982).

Με­θο­τρε­ξά­τη : Δρα τα­χύ­τε­ρα και α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρα, εί­ναι λι­γό­τε­ρο το­ξι­κή (Weinblatt ME et al, 1990) και κα­θυ­στε­ρεί πε­ρισ­σό­τε­ρο την ε­ξέ­λι­ξη των α­κτι­νο­λο­γι­κών αλ­λοι­ώ­σε­ων (Weinblatt ME et al, 1993; Lopez-Mendez A et al, 1993) α­πό την α­ου­ρα­νο­φί­νη.

OM-8980 : Έ­χει πα­ρό­μοι­α α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα και μι­κρό­τε­ρη το­ξι­κό­τη­τα, κυ­ρί­ως α­πό τον ΓΕΣ, α­πό την α­ου­ρα­νο­φί­νη (Vischer TL, 1988; Vischer TL, 1990).

CPH-82 (Reumacon) : Έ­χει τα­χύ­τε­ρη δρά­ση, αλ­λά πα­ρό­μοι­α α­νο­χή και α­σφά­λεια, α­πό την α­ου­ρα­νο­φί­νη (Bjorneboe O et al, 1998).

Πυ­ρι­τι­νό­λη (600 mg/24ωρο) : E­ί­ναι πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή, αλ­λά και το­ξι­κή, α­πό 6 mg α­ου­ρα­νο­φί­νης η­με­ρη­σί­ως (Lemmel EM, 1993).

Σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη : Έ­χει τα­χύ­τε­ρη δρά­ση και εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή και α­νε­κτή με την α­ου­ρα­νο­φί­νη (Porter D et al, 1992). Κα­τ’ άλ­λους, έ­χει με­γα­λύ­τε­ρη α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα ή/και α­νο­χή α­πό την α­ου­ρα­νο­φί­νη (McEntegart A et al, 1996).

Υ­δρο­ξυ­χλω­ρο­κί­νη (400 mg/24ωρο) : Η α­ου­ρα­νο­φί­νη εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή, αλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο το­ξι­κή (Bird HA et al, 1984).

Ρι­φα­μυ­κί­νη : Χο­ρη­γού­με­νη εν­δαρ­θρι­κά σε δό­ση 525 mg/ε­βδο­μά­δα εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή με την αουρανοφίνη, αλλ΄ έ­χει με­γα­λύ­τε­ρη τρο­πο­ποι­η­τι­κή δρά­ση και μι­κρό­τε­ρη το­ξι­κό­τη­τα (Caruso I et al, 1992).

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Α­ου­ρα­νο­φί­νη + υ­δρο­ξυ­χλω­ρο­κί­νη : Εί­ναι σχε­δόν ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός με κα­θέ­να α­πό τα φάρ­μα­κα αυ­τά ξεχωριστά (Luthra HS et al, 1990).

Α­ου­ρα­νο­φί­νη + με­θο­τρε­ξά­τη : Εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός με την α­ου­ρα­νο­φί­νη ή την με­θο­τρε­ξά­τη μό­νη της, αλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο το­ξι­κός (Williams HJ et al, 1992). Κα­τ’ άλ­λους, εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός α­πό την α­ου­ρα­νο­φί­νη (Kantor SM et al, 1990).  

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η α­ου­ρα­νο­φί­νη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή στη ρευ­μα­το­ει­δή αρ­θρί­τι­δα, αλ­λά λι­γό­τε­ρο α­πό άλ­λα ΤΝΑΡΦ. Εί­ναι λι­γό­τε­ρο το­ξι­κή σε α­σθε­νείς με ε­πι­πλο­κές α­πό άλ­λα ΤΝΑΡΦ (εν­δο­μυϊκός χρυ­σός, D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη, υ­δρο­ξυ­χλω­ρο­κί­νη), ε­κτός ί­σως με σο­βα­ρά δερ­μα­τι­κά ε­ξαν­θή­μα­τα α­πό τον εν­δο­μυϊκό χρυ­σό.

Αν και η τε­λι­κή της θέ­ση έ­ναν­τι του ε­νέ­σι­μου χρυ­σού στη θε­ρα­πεί­α της ρευ­μα­το­ει­δούς αρ­θρί­τι­δας δεν έ­χει κα­θι­ε­ρω­θεί, φαί­νε­ται ό­τι εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρη σε η­πι­ό­τε­ρες μορ­φές και πρω­ι­μό­τε­ρες φά­σεις της νό­σου. Γι’ αυ­τό και μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί σαν αρ­χι­κό ΤΝΑΡΦ σε α­σθε­νείς με ή­πια ή μέ­τριας βα­ρύ­τη­τας νό­σο που ε­πι­λέ­γον­ται για χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α και να αν­τι­κα­τα­στα­θεί α­πό τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό, ε­άν, με­τά α­πό 4-6 μή­νες θε­ρα­πεί­ας, δεν έ­χει ι­κα­νο­ποι­η­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση. 

1.3.9.2   ΝΕΑΝΙΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Σύμ­φω­να με α­νοι­χτές, μη ε­λεγ­χό­με­νες, με­λέ­τες (Giannini EH et al, 1986; Fantini F et al, 1986; Mar­colongo et al, 1988) και με ε­λεγ­χό­με­νη με­λέ­τη (Kvien TK et al, 1986), η α­ου­ρα­νο­φί­νη βελ­τι­ώ­νει κλι­νι­κά και ερ­γα­στη­ρια­κά το 50-100% των α­σθε­νών με ΝΡΑ και μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει ύ­φε­ση της νό­σου, η ο­ποί­α ό­μως συ­χνά α­να­ζω­πυ­ρώ­νε­ται με­τά την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου.

Κα­τ’ άλ­λους, δεν υ­πε­ρέ­χει ση­μαν­τι­κά σε α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα α­πό placebo (Giannini EH et al, 1993) και ε­λέγ­χει μα­κρο­πρό­θε­σμα την νό­σο σε μι­κρό α­ριθ­μό α­σθε­νών (Giannini EH et al, 1991) και σε μέ­τριο μό­νο βαθ­μό, συγ­κρι­τι­κά με placebo (Giannini EH et al, 1990).

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :

  • Μει­ώ­νει την ΤΚΕ και τους τίτ­λους του RA test (Brewer EJ Jr et al, 1983)
  • Μει­ώ­νει την σύν­θε­ση IgM, in vitro, και του CH50, σε α­σθε­νείς αν­τα­πο­κρι­νό­με­νους στο φάρ­μα­κο (Mar­tini A et al, 1985)
  • Μει­ώ­νει την σχέ­ση Τ4/Τ8 και τα ε­πί­πε­δα των IgG και C3c στον ο­ρό (Fantini F et al, 1986).

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ :

Ε­νέ­σι­μος χρυ­σός : Έ­χει πα­ρό­μοι­α α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα με την α­ου­ρα­νο­φί­νη (Giannini EH et al, 1983).

Με­θο­τρε­ξά­τη : Εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή α­πό την α­ου­ρα­νο­φί­νη (Giannini EH et al, 1993).

ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ : Η α­ου­ρα­νο­φί­νη εί­ναι λι­γό­τε­ρο το­ξι­κή α­πό τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό στα παι­διά, ό­πως και στους ε­νή­λι­κες, με ΡΑ (Marcolongo R et al, 1988). Στα παι­διά φαί­νε­ται ό­τι προ­κα­λεί δι­άρ­ροι­α πο­λύ λι­γό­τε­ρο συ­χνά α­π’ ό, τι στους ε­νή­λι­κες (Giannini EH et al, 1990), αλ­λά προκαλεί τα­χυ­φυ­λα­ξί­α στο 1/3 των πε­ρι­πτώ­σε­ων (Giannini EH et al, 1986).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η α­ου­ρα­νο­φί­νη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή και πε­ρισ­σό­τε­ρο α­σφα­λής α­πό τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό στη ΝΡΑ, αν και, κα­τ’ άλ­λους, δεν έ­χει α­πο­τέ­λε­σμα.

1.3.9.3   ΣΥΝΔΡΟΜΟ FELTY

Η α­ου­ρα­νο­φί­νη μπο­ρεί να βελ­τι­ώ­σει τις αρ­θρι­κές εκ­δη­λώ­σεις και να φυ­σι­ο­λο­γι­κο­ποι­ή­σει τον α­ριθ­μό των λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων (Belleli A et al, 1987).

1.3.9.4   ΝΟΣΟΣ STILL ΤΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ

Έ­νας α­σθε­νής αν­τα­πο­κρί­θη­κε σε 9 mg α­ου­ρα­νο­φί­νης η­με­ρη­σί­ως (Take H et al, 1994).

1.3.9.5   ΨΩΡΙΑΣΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Σύμ­φω­να με α­νοι­χτές με­λέ­τες, η α­ου­ρα­νο­φί­νη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή στο 50% των α­σθε­νών με ΨΑ και έ­χει μι­κρή το­ξι­κό­τη­τα (Dequeker J et al, 1984; Tumiati B et al, 1986; Salvarani C et al, 1989). Σύμ­φω­να ό­μως με δι­πλή-τυ­φλή με­λέ­τη, εί­ναι μεν πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή α­πό placebo σε α­σθε­νείς κυ­ρί­ως με πο­λυ­αρ­θρί­τι­δα, αλ­λά δεν πλε­ο­νε­κτεί ση­μαν­τι­κά της μο­νο­θε­ρα­πεί­ας με ΜΣΑΦ (Carette S et al, 1989).

Έ­νας α­σθε­νής με ΨΑ συν­δε­ό­με­νη με AIDS εί­χε ύ­φε­ση των δερ­μα­τι­κών αλ­λοι­ώ­σε­ων και της αρ­θρί­τι­δας και αύ­ξη­ση των CD4 και α­παλ­λά­χθη­κε α­πό τις ευ­και­ρια­κές λοι­μώ­ξεις με­ την θε­ρα­πεία με α­ου­ρα­νο­φί­νη (Shapiro DL and Masci JR, 1996).

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ :

Ε­νέ­σι­μος χρυ­σός : Η α­ου­ρα­νο­φί­νη εί­ναι λι­γό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή, αν και βελ­τι­ώ­νει πε­ρισ­σό­τε­ρους α­σθε­νείς, και το­ξι­κή α­πό τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό (Marcolongo R et al, 1988; Palit J et al, 1990; Bruckle W et al, 1994) και λι­γό­τε­ρο συ­χνά ε­πι­δει­νώ­νει το ψω­ρι­α­σι­κό ε­ξάν­θη­μα ή δι­α­κό­πτε­ται λό­γω το­ξι­κό­τη­τας (Bruckle W et al, 1994).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η α­ου­ρα­νο­φί­νη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή στην ψω­ρι­α­σι­κή αρ­θρί­τι­δα, αλ­λά λι­γό­τε­ρο α­π’ ό,τι στη ρευματοειδή αρθρίτιδα και α­πό τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό, δεν προ­κα­λεί συ­χνό­τε­ρα έ­ξαρ­ση του δερ­μα­τι­κού ε­ξαν­θή­μα­τος και εί­ναι ε­ξί­σου το­ξι­κός ό­πως και στη ρευματοειδή αρθρίτιδα. Σε συν­δυα­σμό με ΜΣΑΦ, εί­ναι ί­σως πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός α­πό την μο­νο­θε­ρα­πεί­α με ΜΣΑΦ.

1.3.9.6   ΑΓΚΥΛΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΠΟΝΔΥΛΙΤΙΔΑ

Η α­ου­ρα­νο­φί­νη δεν έ­χει δρά­ση στην α­ξο­νι­κή προ­σβο­λή, ού­τε στα συμ­πτώ­μα­τα ή την λει­τουρ­γι­κό­τη­τα και τις πα­ρα­μέ­τρους της φλεγ­μο­νής, αν και μπο­ρεί να βελ­τι­ώ­σει την πε­ρι­φε­ρι­κή αρ­θρο­πά­θεια (Grase­dyck K et al, 1990).

1.3.9.7   ΧΡΟΝΙΟΣ ΔΙΣΚΟΕΙΔΗΣ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗΣ ΛΥΚΟΣ

Σύμ­φω­να με α­νοι­χτή με­λέ­τη, η α­ου­ρα­νο­φί­νη βελ­τι­ώ­νει τις αλ­λοι­ώ­σεις του σο­βα­ρού μα­κρο­χρό­νιου δι­σκο­ει­δούς ε­ρυ­θη­μα­τώ­δους λύ­κου που αν­θί­στα­ται στη συμ­βα­τι­κή θε­ρα­πεί­α (Dalziel K et al, 1986).

1.3.9.8   ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΣ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗΣ ΛΥΚΟΣ

Σε α­σθε­νείς με ΣΕΛ, αλ­λά χω­ρίς νε­φρι­κή προ­σβο­λή, η α­ου­ρα­νο­φί­νη μει­ώ­νει σε μέ­τριο βαθ­μό την συ­νο­λι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα της νό­σου και βοηθά στη μεί­ω­ση της δό­σης των κορ­τι­κο­ει­δών, αλ­λά δεν βελ­τι­ώ­νει τα ερ­γα­στη­ρια­κά ευ­ρή­μα­τα και τους αν­τι­κει­με­νι­κούς κλι­νι­κούς δεί­κτες δρα­στη­ρι­ό­τη­τας της νό­σου (Weisman MH et al, 1983).

1.3.9.9   ΣΥΝΔΡΟΜΟ SJOGREN

Σε α­σθε­νείς με υ­πο­γαμ­μα­σφαι­ρι­νι­κή πορ­φύ­ρα συν­δε­ό­με­νη με σύν­δρο­μο Sjogren, η α­ου­ρα­νο­φί­νη κα­τα­στέλ­λει τα υ­πο­τρο­πι­ά­ζον­τα ε­πει­σό­δια της πορ­φύ­ρας και τα ε­πί­πε­δα των IgG στον ο­ρό και βελ­τι­ώ­νει την πα­ρα­γω­γή σι­έ­λου και τα ε­πί­πε­δα της α­μυ­λά­σης στον ο­ρό (Katayama I, 1995).

1.3.9.10   ΒΡΟΓΧΙΚΟ ΑΣΘΜΑ

Η α­ου­ρα­νο­φί­νη δεν ε­πη­ρε­ά­ζει τον εκ­πνευ­στι­κό και τον πνευ­μο­νι­κό όγ­κο, αλ­λά ε­λατ­τώ­νει τις α­παι­τή­σεις σε κορ­τι­κο­ει­δή και την αν­τα­πό­κρι­ση στις ει­σπνο­ές με­τα­χο­λί­νης (Bernstein DΙ et al, 1988).

1.3.10   ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Οι ανεπιθύμητες ενέργειες του per os χορηγούμενου χρυσού εί­ναι πα­ρό­μοι­ες με τις του ε­νέ­σι­μου, αλ­λά σπα­νι­ό­τε­ρες, η­πι­ό­τε­ρες, δεν δια­ρκούν πο­λύ και συ­νή­θως υ­πο­χω­ρούν αυ­τό­μα­τα πα­ρά την συ­νέ­χι­ση της θε­ρα­πεί­ας ή με την ε­λάτ­τω­ση της δό­σης ή την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου. 

Η συ­χνό­τη­τα δι­α­κο­πής της α­ου­ρα­νο­φί­νης λό­γω το­ξι­κό­τη­τας εί­ναι 11%, ε­νώ του θει­ο­μη­λι­κού χρυ­σού, 15-30% τους πρώ­τους 6 μή­νες και 49-59%, με­τά την πρώ­τη 5ετία (Luukkainen R, 1980) της θε­ρα­πεί­ας.

ΤΥΠΟΙ : Οι κυ­ρι­ό­τε­ρες ε­πι­πλο­κές της α­ου­ρα­νο­φί­νης εί­ναι οι γα­στρεν­τε­ρι­κές δι­α­τα­ρα­χές και οι βλεν­νο­γο­νο­δερ­μα­τι­κές αν­τι­δρά­σεις. Εμφανίζονται σε ο­ποι­α­δή­πο­τε φά­ση, συ­νή­θως ό­μως τους πρώ­τους 6 μή­νες, της θε­ρα­πεί­ας.

1.   ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Μα­λα­κά κό­πρα­να ή δι­άρ­ροι­α (47%)
  • Κοι­λια­κός πό­νος (4%)
  • Ναυ­τί­α με ή χω­ρίς ε­μέ­τους (10%)
  • Δυ­σκοι­λι­ό­τη­τα (1-3%)
  • Α­νο­ρε­ξί­α (3-9%)
  • Με­τε­ω­ρι­σμός (1-3%)
  • Δυ­σπε­ψί­α (3-9%)
  • Δυ­σγευ­σί­α (1-3%)
  • Δυ­σφα­γί­α (<1%)
  • Γα­στρεν­τε­ρι­κή αι­μορ­ρα­γί­α (0.1-1%)
  • Μέ­λαι­να (0.1-1%)
  • Ελ­κω­τι­κή εν­τε­ρο­κο­λί­τι­δα (<0.1%)

2.   ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ-ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ

  • Ε­ξάν­θη­μα (24%)
  • Κνη­σμός (17%)
  • Τρι­χό­πτω­ση (1-3%)
  • Κνί­δω­ση (1-3%)
  • Στο­μα­τί­τι­δα (13%)
  • Ε­πι­πε­φυ­κί­τι­δα (3-9%)
  • Γλωσ­σί­τι­δα (1-3%)
  • Αγγειοοίδημα (<0.1%)
  • Ου­λί­τι­δα (0.1-1%)

3.   ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Θρομ­βο­πε­νί­α (0.5%)
  • Α­ναι­μί­α (0.1%)
  • Λευ­κο­πε­νί­α (0.1%)
  • Η­ω­σι­νο­φι­λί­α (0.1%) 
  • Ου­δε­τε­ρο­πε­νί­α (0.1-1%)
  • Α­κοκ­κι­ο­κυτ­τα­ραι­μί­α (<0.1%)

4.   ΑΠΟ ΤΟ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α (3-9%)
  • Αι­μα­του­ρί­α (1-3%)

5.   ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ

  • Αύ­ξη­ση η­πα­τι­κών εν­ζύ­μων (1-3%)
  • Χο­λο­στα­τι­κός ί­κτε­ρος (<0.1%)

6.   ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Δι­ά­με­ση πνευ­μο­νί­τι­δα (<0.1%)
  • Βρογ­χί­τι­δα
  • Ι­νω­ση

7.   ΑΓΓΕΙΟΚΙΝΗΤΙΚΕΣ (ΝΙΤΡΟΕΙΔΕΙΣ) ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ

8.   ΔΙΑΦΟΡΕΣ

  • Πε­ρι­φε­ρι­κή νευ­ρο­πά­θεια (<0.1%)
  • Πυ­ρε­τός.

1.3.10.1   ΑΓΓΕΙΟΚΙΝΗΤΙΚΕΣ (ΝΙΤΡΟΕΙΔΕΙΣ) ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ

Έ­χουν α­να­φερ­θεί σε μί­αν α­σθε­νή με πα­ρό­μοι­ες αν­τι­δρά­σεις στον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό (Proudman SM et al, 1992).

1.3.10.2   ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Οι συ­χνό­τε­ρες γα­στρεν­τε­ρι­κές ε­πι­πλο­κές της α­ου­ρα­νο­φί­νης εί­ναι ε­πι­γα­στραλ­γία, κοι­λια­κοί σπα­σμοί, ναυ­τί­α, έ­με­τοι, α­νο­ρε­ξί­α, μα­λα­κά κό­πρα­να, αύ­ξη­ση της συ­χνό­τη­τας των κε­νώ­σε­ων ή δι­άρ­ροι­α (πά­νω α­πό 3 κε­νώ­σεις την η­μέ­ρα). Άλ­λοι υ­πο­στη­ρί­ζουν ό­τι τα ε­νο­χλή­μα­τα α­πό το α­νώ­τε­ρο ΓΕΣ, ό­πως η ναυ­τί­α, οι έ­με­τοι και ο με­τε­ω­ρι­σμός της κοι­λιάς, εί­ναι πα­ρό­μοι­α με placebo (Katz WA et al, 1982).

1.3.10.2.1   ΔΙΑΡΡΟΙΑ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η δι­άρ­ροι­α εί­ναι η συ­χνό­τε­ρη ε­πι­πλο­κή του per os χο­ρη­γού­με­νου χρυ­σού. Πα­ρα­τη­ρεί­ται στο 10-74% των α­σθε­νών που παίρ­νει α­ου­ρα­νο­φί­νη (Bombardier C et al, 1986; Schattenkirchner M et al, 1986; Wallin BA et al, 1988). Γε­νι­κά, το 29-44% των α­σθε­νών που παίρ­νει α­ου­ρα­νο­φί­νη εμ­φα­νί­ζει αύ­ξη­ση της συ­χνό­τη­τας των κε­νώ­σε­ων και μα­λα­κά κό­πρα­να, μέ­χρι πραγ­μα­τι­κή δι­άρ­ροι­α (Chaffman M et al, 1984; Heuer MA et al, 1985).

Η συ­χνό­τη­τα της δι­άρ­ροι­ας μει­ώ­νε­ται με την πά­ρο­δο του χρό­νου, πα­ρά την συ­νέ­χι­ση του φαρ­μά­κου. Τους 3 πρώ­τους μή­νες της θε­ρα­πεί­ας υ­περ­βαί­νει το 50%, το πρώ­το ε­ξά­μη­νο προ­σεγ­γί­ζει το 30-40%, με­τά α­πό 12 μή­νες, το 20%, και, με­τά α­πό 18-24 μή­νες θε­ρα­πεί­ας, το 10% (Wallin BA et al, 1988).

ΚΛΙΝΙΚΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ ΔΙΑΡΡΟΙΑΣ :

  • Ποι­κίλ­λει σε διά­ρκεια, έν­τα­ση και συ­χνό­τη­τα. Πάν­τως, συ­νή­θως εί­ναι ή­πια, αυ­το­πε­ρι­ο­ρι­ζό­με­νη, δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νη και πα­ρο­δι­κή και γε­νι­κά ε­λέγ­χε­ται με μεί­ω­ση της δό­σης (π.χ. α­πό 6, σε 3 mg/24ω­ρο) και σε μι­κρό μό­νο πο­σο­στό (3-5%) ε­πι­βάλ­λει ο­ρι­στι­κή δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου
  • Μπο­ρεί να εί­ναι αι­μα­τη­ρή και να συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό κοι­λια­κές κράμ­πες, ναυ­τί­α και ε­μέ­τους
  • Μπο­ρεί να εμ­φα­νι­σθεί ο­ποι­α­δή­πο­τε στιγ­μή στη διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας, αλ­λά κα­τά κα­νό­να εμ­φα­νί­ζε­ται στη διά­ρκεια των 3 πρώ­των μη­νών και συ­νή­θως με­ρι­κές ώ­ρες με­τά την χο­ρή­γη­ση του φαρ­μά­κου
  • Σε με­ρι­κούς α­σθε­νείς εμ­φα­νί­ζε­ται μί­α μό­νον η­μέ­ρα ή σ’ ό­λη την διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας, αλ­λ’ ό­χι στη διά­ρκεια της νύ­χτας
  • Δεν προ­κα­λεί α­πώ­λεια βά­ρους, γα­στρεν­τε­ρι­κή αι­μορ­ρα­γί­α ή σύν­δρο­μο δυ­σα­πορ­ρό­φη­σης (Bandilla K et al, 1982; Van Riel P et al, 1983; Behrens R et al, 1986)
  • Δεν προ­κα­λεί αλ­λοι­ώ­σεις του ορ­θού (Bandilla K et al, 1982; Behrens R et al, 1986), του 12 δα­κτύ­λου (Higgins CS et al, 1986) και του λε­πτού εν­τέ­ρου.
  • Μπο­ρεί να συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό ή­πια στε­α­τόρ­ροι­α (Wallin BA et al, 1988).

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η δι­άρ­ροι­α μπο­ρεί να ο­φεί­λε­ται στη φαρ­μα­κο­λο­γι­κή δρά­ση της α­ου­ρα­νο­φί­νης στο έν­τε­ρο και ό­χι σε εν­τε­ρι­κή αλ­λοί­ω­ση. Η α­ου­ρα­νο­φί­νη δρα πι­θα­νώς στην εν­τε­ρι­κή δι­α­πε­ρα­τό­τη­τα ή με­τα­βάλ­λει την ε­νερ­γό με­τα­φο­ρά ι­όν­των, δε­δο­μέ­νου ό­τι οι δι­αρ­ρο­ϊ­κές κε­νώ­σεις έ­χουν φυ­σι­ο­λο­γι­κή ω­σμω­τι­κή πί­ε­ση και αυ­ξη­μέ­νες συγ­κεν­τρώ­σεις να­τρί­ου (Behrens R et al, 1986). Κατ΄ άλ­λους, οι προ­στα­γλαν­δί­νες ευ­θύ­νον­ται για την δι­α­τα­ρα­χή της εν­τε­ρι­κής λει­τουρ­γί­ας α­πό την α­ου­ρα­νο­φί­νη (Backon J, 1983).

Μί­α α­σθε­νής με δι­άρ­ροι­α α­πό την α­ου­ρα­νο­φί­νη εί­χε ή­πια και α­να­στρέ­ψι­μη με­ρι­κή α­τρο­φί­α των λα­χνών του δω­δε­κα­δα­κτύ­λου, με αυ­ξο­μει­ώ­σεις της σχέ­σης λα­χνών/κρύ­πτες και της αρ­χι­τε­κτο­νι­κής και αυ­ξη­μέ­να χρό­νια φλεγ­μο­νώ­δη κύτ­τα­ρα στο χόριο του βλεννογόνου (Cook NJ et al, 1995).

ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Η δι­άρ­ροι­α α­πό την α­ου­ρα­νο­φί­νη πρέ­πει να δι­α­κρί­νε­ται α­πό την βα­ρύ­τε­ρη κο­λί­τι­δα που μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει ο ε­νέ­σι­μος χρυ­σός (Rocha MP et al, 1987), αλ­λά και η α­ου­ρα­νο­φί­νη.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ : Η δι­άρ­ροι­α μπο­ρεί να μει­ω­θεί σε συ­χνό­τη­τα ε­άν η α­ου­ρα­νο­φί­νη χο­ρη­γη­θεί σε μι­κρό­τε­ρη αρ­χι­κά δό­ση, π.χ. 3 mg η­με­ρη­σί­ως ε­πί 2 ε­βδο­μά­δες, αυ­ξα­νό­με­νη στη συ­νέ­χεια στην πλή­ρη δό­ση (6 mg/24ωρο) (Bobrove AM et al, 1988).

Η θε­ρα­πεί­α με α­ου­ρα­νο­φί­νη μπο­ρεί να συ­νε­χι­σθεί ε­άν συ­νο­δεύ­ε­ται μό­νο α­πό μα­λα­κές κε­νώ­σεις ή μι­κρή αύ­ξη­ση του α­ριθ­μού των κε­νώ­σε­ων (2-3/24ωρο). Ε­άν η δι­άρ­ροι­α εί­ναι έν­το­νη και ε­πί­μο­νη, η δό­ση της α­ου­ρα­νο­φί­νης πρέ­πει να μει­ώ­νε­ται ή το φάρ­μα­κο να δι­α­κό­πτε­ται προ­σω­ρι­νά και να χο­ρη­γούν­ται αν­τι­δι­αρ­ρο­ϊ­κά φάρ­μα­κα (Caopectate ή Lomotil), ογ­κω­τι­κές ύ­λες, σκευ­ά­σμα­τα σι­δή­ρου και πί­του­ρο. Ε­άν, πα­ρ’ ό­λ’ αυ­τά, η δι­άρ­ροι­α δεν ε­λέγ­χε­ται, η α­ου­ρα­νο­φί­νη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται ο­ρι­στι­κά. Ε­άν οι κράμ­πες εί­ναι έν­το­νες, η α­ου­ρα­νο­φί­νη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται, αν και μπο­ρεί να υ­πο­χω­ρή­σουν με μεί­ω­ση της δό­σης ή και συ­νέ­χι­ση του φαρ­μά­κου.

Η δι­άρ­ροι­α δεν εί­ναι έν­δει­ξη ο­ρι­στι­κής δι­α­κο­πής της α­ου­ρα­νο­φί­νης, για­τί η συ­χνό­τη­τά της ε­λατ­τώ­νε­ται με την πά­ρο­δο του χρό­νου και συ­νή­θως δεν πα­ρεμ­πο­δί­ζει την συ­νέ­χι­ση της θε­ρα­πεί­ας. Τε­λι­κά, το 50% των α­σθε­νών με δι­άρ­ροι­α α­πό την α­ου­ρα­νο­φί­νη δεν χρει­ά­ζε­ται κα­μιά θε­ρα­πεί­α ή τρο­πο­ποί­η­ση της δό­σης και μπο­ρεί να συ­νε­χί­σει το φάρ­μα­κο χω­ρίς ι­δι­αί­τε­ρα προ­βλή­μα­τα (Wallin BA et al, 1988). Οι υ­πό­λοι­ποι μπο­ρεί να χρεια­σθούν ε­λάτ­τω­ση της δό­σης ή αν­τι­δι­αρ­ρο­ϊ­κά σκευ­ά­σμα­τα.

1.3.10.2.2   ΕΝΤΕΡΟΚΟΛΙΤΙΔΑ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η εν­τε­ρο­κο­λί­τι­δα εί­ναι σπά­νια ε­πι­πλο­κή της α­ου­ρα­νο­φί­νης (Jarner D et al, 1983; Langer HE et al, 1987; Michet CJ et al, 1987) και μπο­ρεί να συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό η­ω­σι­νο­φι­λί­α (Michet CJ et al, 1987).

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Εί­ναι ά­γνω­στος. Έ­νας α­σθε­νής εί­χε ε­να­πο­θέ­σεις χρυ­σού στο βλεν­νο­γό­νο του πα­χέ­ος εν­τέ­ρου, έν­δει­ξη ά­με­σης το­πι­κής το­ξι­κό­τη­τας του φαρ­μά­κου (Langer HE et al, 1987).

ΠΡΟΣΟΧΗ : Δι­άρ­ροι­α στη διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας με ά­λα­τα χρυ­σού πρέ­πει πάν­τα να λαμ­βά­νε­ται σο­βα­ρά υ­πό­ψη και, σε ύ­πο­πτες πε­ρι­πτώ­σεις, να γί­νε­ται έγ­και­ρα κο­λο­νο­σκό­πη­ση και βι­ο­ψί­α του ορ­θού.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ :

  • Πρεδ­νι­ζό­νη 50 mg/24ωρο + σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη 1.5 gr/6ωρο (Langer HE et al, 1987)
  • Με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη 60 mg/24ωρο + αν­τι­βι­ο­τι­κά ευ­ρέ­ος φά­σμα­τος και πα­ρεν­τε­ρι­κή σί­τι­ση (Jarner D et al, 1983)
  • Ο­κτρε­ο­τί­δη, αρ­χι­κά 0.05 mg 3 φο­ρές ημερησίως και στη συ­νέ­χεια 0.1 mg/12ωρο (Dorta G, 1993)
  • BAL
  • Χρω­μο­γλυ­κο­νι­κό νά­τριο
  • Κο­λε­κτο­μή, σε βαριές περιπτώσεις ανθεκτικές στη συντηρητική αγωγή. 

ΕΚΒΑΣΗ : Με­τά την δι­α­κο­πή της α­ου­ρα­νο­φί­νης τα συμ­πτώ­μα­τα υ­πο­χω­ρούν πλή­ρως, αν και έ­νας α­σθε­νής α­νέ­πτυ­ξε το­ξι­κό με­γά­κο­λο (Jarner D et al, 1983).

1.3.10.3   ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ - ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ

Η συ­χνό­τη­τα και βα­ρύ­τη­τα των βλεν­νο­γο­νο­δερ­μα­τι­κών αν­τι­δρά­σε­ων, ό­πως και η α­νάγ­κη δι­α­κο­πής της θε­ρα­πεί­ας λό­γω των ε­πι­πλο­κών αυ­τών, εί­ναι μι­κρό­τε­ρη με την α­ου­ρα­νο­φί­νη, συγ­κρι­τι­κά με τον θει­ο­μη­λι­κό χρυ­σό.

Α)   ΔΕΡΜΑΤΙΚΑ ΕΞΑΝΘΗΜΑΤΑ, ΚΝΗΣΜΟΣ

Το 30% των α­σθε­νών που παίρ­νει α­ου­ρα­νο­φί­νη εμ­φα­νί­ζει δερ­μα­τι­κές αν­τι­δρά­σεις (ε­ξάν­θη­μα, κνη­σμό και σπά­νια α­λω­πε­κί­α). Τα ε­ξαν­θή­μα­τα εμ­φα­νί­ζον­ται συ­χνό­τε­ρα τον πρώ­το χρό­νο, αλ­λά μπο­ρεί και σε ο­ποι­α­δή­πο­τε φά­ση, της θε­ρα­πεί­ας. Τα πε­ρισ­σό­τε­ρα εί­ναι ή­πια και ε­πι­βάλ­λουν ο­ρι­στι­κή δι­α­κο­πή της θε­ρα­πεί­ας μό­νο στο 2-3% των α­σθε­νών. Ε­άν εμ­φα­νι­σθούν, η α­ου­ρα­νο­φί­νη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται μέ­χρις ό­του τα ε­ξαν­θή­μα­τα υ­πο­χω­ρή­σουν.

ΠΡΟΣΟΧΗ : Κά­θε ε­ξάν­θη­μα, ι­δι­αί­τε­ρα κνη­σμώ­δες, στη διά­ρκεια της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας πρέ­πει να θε­ω­ρεί­ται σαν αν­τί­δρα­ση στον χρυ­σό, μέ­χρις ό­του η πι­θα­νό­τη­τα αυ­τή α­πο­κλει­σθεί. Κνη­σμός συ­χνά προ­η­γεί­ται της δερ­μα­τί­τι­δας, γι’ αυ­τό και πρέ­πει να θε­ω­ρεί­ται προ­ει­δο­ποι­η­τι­κό ση­μεί­ο ε­πι­κεί­με­νης δερ­μα­τι­κής αν­τί­δρα­σης.

Β)   ΕΠΙΠΕΦΥΚΙΤΙΔΑ

Έ­χει α­να­φερ­θεί στο 10% των α­σθε­νών που θε­ρα­πεύ­ον­ται με α­ου­ρα­νο­φί­νη και σπά­νια ε­πι­βάλ­λει δι­α­κο­πή της θε­ρα­πεί­ας (Heur MA et al, 1983).

Γ)   ΣΤΟΜΑΤΙΤΙΔΑ

Πα­ρα­τη­ρεί­ται στο 1-12% των α­σθε­νών, συ­χνό­τε­ρα τον πρώ­το μή­να, αλ­λά και σε ο­ποι­α­δή­πο­τε φά­ση, της θε­ρα­πεί­ας (Ward JR et al, 1983). Χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­πό α­βα­θή, ε­πώ­δυ­να ή α­νώ­δυ­να, βλεν­νο­γό­νια έλ­κη στα ό­ρια της γλώσ­σας και την υ­πε­ρώ­α ή τον φά­ρυγ­γα. Μπο­ρεί να εί­ναι η μο­να­δι­κή εκ­δή­λω­ση το­ξι­κό­τη­τας ή να προ­η­γεί­ται της εμ­φά­νι­σης φλυ­κται­νω­δών δερ­μα­τι­κών αλ­λοι­ώ­σε­ων, πα­ρό­μοι­ων με πεμ­φι­γο­ει­δές. Πριν α­πό την εμ­φά­νι­ση των αν­τι­δρά­σε­ων αυ­τών α­πό τους βλεν­νο­γό­νους μπο­ρεί να προ­η­γεί­ται αί­σθη­μα με­ταλ­λι­κής γεύ­σης.

ΠΡΟΣΟΧΗ : Τα στο­μα­τι­κά έλ­κη εί­ναι α­πό­λυ­τη αν­τέν­δει­ξη της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας, μέ­χρις ό­του υ­πο­χω­ρή­σουν.

Δ)   ΕΡΠΗΤΑΣ ΖΩΣΤΗΡΑΣ

Εί­ναι σπά­νιος και συ­νή­θως υ­πο­χω­ρεί αυ­τό­μα­τα, πα­ρά την συ­νέ­χι­ση του φαρ­μά­κου (Ragozzino MW et al, 1982). Η συ­χνό­τη­τά του σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με α­ου­ρα­νο­φί­νη α­νέρ­χε­ται σε 0.8%, δι­πλά­σια α­π’ ό, τι σε α­σθε­νείς με ΡΑ που δεν θεραπεύονται με ά­λα­τα χρυ­σού (0.4%), και μι­κρό­τε­ρη (3.15%) α­π’ αυ­τούς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με πα­ρεν­τε­ρι­κά σκευ­ά­σμα­τα χρυ­σού (Mazur MH and Dolin R, 1978).

1.3.10.4   ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Η α­ου­ρα­νο­φί­νη ε­πι­πλέ­κε­ται σπά­νια με θρομ­βο­πε­νί­α, α­ναι­μί­α, λευ­κο­κυτ­τά­ρω­ση ή λευ­κο­πε­νί­α, η­ω­σι­νο­φι­λί­α, ου­δε­τε­ρο­πε­νί­α και α­κοκ­κι­ο­κυτ­τα­ραι­μί­α. Οι ε­πι­πλο­κές αυ­τές μπο­ρεί να εμ­φα­νι­σθούν με­μο­νω­μέ­να ή σε συν­δυα­σμό και σε ο­ποι­α­δή­πο­τε φά­ση της θε­ρα­πεί­ας. Αν και ε­πι­βάλ­λουν δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου σε <1% των α­σθε­νών, μπο­ρεί να έ­χουν δυ­νη­τι­κά σο­βα­ρές συ­νέ­πει­ες, γι’ αυ­τό και πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται σε μη­νια­ία βά­ση.

1.3.10.4.1   ΑΝΑΙΜΙΑ

Η α­ου­ρα­νο­φί­νη μπο­ρεί να μει­ώ­σει τα ε­πί­πε­δα της Hb κα­τά μέ­σον ό­ρο 0.5 g/dl τους πρώ­τους 3 μή­νες της θε­ρα­πεί­ας, τα ο­ποί­α ό­μως α­πο­κα­θί­σταν­ται προ­ο­δευ­τι­κά στο προ­θε­ρα­πευ­τι­κό ύ­ψος (Heuer MA et al, 1983). Η α­ναι­μί­α σπά­νια εί­ναι τό­σο βα­ριά, ώ­στε να ε­πι­βάλ­λει δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου.

1.3.10.4.2   ΛΕΥΚΟΚΥΤΤΑΡΩΣΗ/ΛΕΥΚΟΠΕΝΙΑ

Η α­ου­ρα­νο­φί­νη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει πα­ρο­δι­κή λευ­κο­κυτ­τά­ρω­ση ή λευ­κο­πε­νί­α. H λευ­κο­πε­νί­α συ­χνά συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό εν­δεί­ξεις πε­ρι­φε­ρι­κής κα­τα­στρο­φής των ου­δε­τε­ρο­φί­λων και ε­πι­βάλ­λει δι­α­κο­πή της θε­ρα­πεί­ας στο 0.4% των α­σθε­νών (Heuer MA et al, 1983). Τα λευ­κά αι­μο­σφαί­ρια α­πο­κα­θί­σταν­ται στο φυ­σι­ο­λο­γι­κό με­τά την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου.

1.3.10.4.3   ΗΩΣΙΝΟΦΙΛΙΑ

Μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε δι­α­κο­πή της θε­ρα­πεί­ας (Heuer MA et al, 1983).

1.3.10.4.5   ΘΡΟΜΒΟΠΕΝΙΑ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η συ­χνό­τη­τα της θρομ­βο­πε­νί­ας με την α­ου­ρα­νο­φί­νη εί­ναι μι­κρή (0.5%), μι­κρό­τε­ρη α­πό την συν­δε­ό­με­νη με τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό (1-3%) και την D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη. Μάλ­λον δεν σχε­τί­ζε­ται με την συ­νο­λι­κή δό­ση του φαρ­μά­κου ή την διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας και μπο­ρεί να έ­χει τα­χεί­α ε­ξέ­λι­ξη. Προ­ο­δευ­τι­κή μεί­ω­ση του α­ριθ­μού των αι­μο­πε­τα­λί­ων, α­κό­μα και εντός των φυσιολογικών ορίων, μπο­ρεί να εί­ναι πρώϊμο ση­μεί­ο θρομ­βο­πε­νί­ας.

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η θρομ­βο­πε­νί­α α­πό την α­ου­ρα­νο­φί­νη εί­ναι πι­θα­νώς α­νο­σο­λο­γι­κής αρ­χής (Cicuttini FM et al, 1988; Kosty MP et al, 1989). E­νας α­σθε­νής με σο­βα­ρή θρομ­βο­πε­νί­α α­πό την α­ου­ρα­νο­φί­νη εί­χε θε­τι­κά IgM αν­τι­σώ­μα­τα έ­ναν­τι της καρ­δι­ο­λι­πί­νης και των αι­μο­πε­τα­λί­ων και ε­λάτ­τω­ση της διά­ρκειας ζω­ής των αι­μο­πε­τα­λί­ων και αυ­ξη­μέ­νη κα­τα­στρο­φή τους στον σπλή­να (Sykes HR et al, 1991).

ΘΕΡΑΠΕΙΑ :

  • Ε­άν τα αι­μο­πε­τά­λια εί­ναι <200.000/mm3, η α­ου­ρα­νο­φί­νη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται προ­σω­ρι­νά. Με­τά την δι­α­κο­πή της, τα αι­μο­πε­τά­λια ε­πι­στρέ­φουν σε φυ­σι­ο­λο­γι­κά ε­πί­πε­δα με­τά α­πό 1-8 ε­βδο­μά­δες.
  • Ε­άν τα αι­μο­πε­τά­λια μει­ω­θούν α­πό­το­μα, π.χ. α­πό 400.000/mm3, σε 210.000 mm3, η α­ου­ρα­νο­φί­νη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται μέ­χρις ό­του σε 2 νέ­ες δι­α­δο­χι­κές με­τρή­σεις με με­σο­δι­ά­στη­μα μιας ε­βδο­μά­δας αυ­ξη­θούν στα­θε­ρά >200.000 mm3.
  • Ε­άν τα αι­μο­πε­τά­λια μει­ω­θούν <100.000 mm3 ή εμ­φα­νι­σθούν εκδηλώσεις (π.χ. πορ­φύ­ρα, εκ­χυ­μώ­σεις ή πε­τέ­χει­ες) εν­δει­κτι­κές θρομ­βο­πε­νί­ας, η α­ου­ρα­νο­φί­νη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται. Με­τά την ε­πά­νο­δο των αι­μο­πε­τα­λί­ων σε φυ­σι­ο­λο­γι­κά ό­ρια, η α­ου­ρα­νο­φί­νη μπο­ρεί να ε­πα­να­χο­ρη­γη­θεί.
  • Ε­άν η θρομ­βο­πε­νί­α εί­ναι σο­βα­ρή, μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θούν 60 mg πρεδ­νι­ζο­λό­νης η­με­ρη­σί­ως σε συν­δυα­σμό με ΕΦ εγ­χύ­σεις γ-σφαι­ρί­νης (40 mg/kg) (Sykes HR et al, 1991).

1.3.10.4.6   ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΜΥΕΛΟΥ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Εί­ναι σπά­νια, αλ­λά σο­βα­ρή, γι’ αυ­τό και ε­πι­βάλ­λει αυ­στη­ρή πα­ρα­κο­λού­θη­ση των αι­μα­το­λο­γι­κών πα­ρα­μέ­τρων σε ε­βδο­μα­δια­ία βά­ση (Kean WF and Anastassiades TP, 1979).

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η κα­τα­στο­λή του μυ­ε­λού δευ­τε­ρο­πα­θώς στην α­ου­ρα­νο­φί­νη, ό­πως και στον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό, μπο­ρεί να ο­φεί­λε­ται σε ά­με­ση δρά­ση του φαρ­μά­κου στα μυ­ε­λι­κά κύτ­τα­ρα (Howell A et al, 1975).

ΘΕΡΑΠΕΙΑ :

  • Ε­άν τα αι­μο­πε­τά­λια ε­λατ­τω­θούν (ό­πως πα­ρα­πά­νω), η Hb <10 gr% ή/και τα λευ­κά αι­μο­σφαί­ρια <4.000/mm3, η α­ου­ρα­νο­φί­νη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται ά­με­σα, μέ­χρις ό­του δι­ευ­κρι­νι­σθούν τα αί­τια της κα­τα­στο­λής του μυ­ε­λού.
  • Ε­άν α­να­στρα­φεί η δι­α­φο­ρι­κή σχέ­ση των λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων ή/και αυ­ξη­θούν τα μο­νο­κύτ­τα­ρα >10%, η αουρανοφίνη πρέπει να διακόπτεται αμέσως, μέ­χρις ό­του α­νευ­ρε­θούν του­λά­χι­στον 2 φυ­σι­ο­λο­γι­κές τι­μές με δι­α­φο­ρά μιας ε­βδο­μά­δας.
  • Ε­άν ο­ποι­οσ­δή­πο­τε α­πό τους πα­ρα­πά­νω δεί­κτες αι­μο­ποί­η­σης συ­νε­χί­ζει να εί­ναι πα­θο­λο­γι­κός, πρέ­πει να γί­νε­ται μυ­ε­λό­γραμ­μα και να α­να­ζη­τούν­ται αυ­το­αν­τι­σώ­μα­τα έ­ναν­τι των λευ­κών και των ε­ρυ­θρών αι­μο­σφαι­ρί­ων και των αι­μο­πε­τα­λί­ων. Η κα­τα­στο­λή του μυ­ε­λού εί­ναι α­πό­λυ­τη αν­τέν­δει­ξη πε­ραι­τέ­ρω συ­νέ­χι­σης της θε­ρα­πεί­ας με α­ου­ρα­νο­φί­νη.

1.3.10.5   ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ

Αύξηση τρανσαμινασών και αλκαλικής φωσφατάσης : Είναι ήπια και παροδική, γι΄ αυτό και η συ­χνό­τη­τα των α­σθε­νών που δι­α­κό­πτουν την α­ου­ρα­νο­φί­νη λό­γω τραν­σα­μι­να­σαι­μί­ας εί­ναι μι­κρή (0.4%).

1.3.10.6   ΑΠΟ ΤΟ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

1.3.10.6.1   ΑΥΞΗΣΗ ΟΥΡΙΑΣ, ΚΡΕΑΤΙΝΙΝΗΣ ΚΑΙ ΟΥΡΙΚΟΥ ΟΞΕΟΣ ΣΤΟΝ ΟΡΟ

Εί­ναι ή­πια και πα­ρο­δι­κή και ε­πι­βάλ­λει δι­α­κο­πή της θε­ρα­πεί­ας μό­νο στο 0.1% των α­σθε­νών.

1.3.10.6.2   ΠΡΩΤΕΪΝΟΥΡΙΑ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α εμ­φα­νί­ζει το 5% των α­σθε­νών που θεραπεύονται με α­ου­ρα­νο­φί­νη (Ward JR et al, 1983) και μπο­ρεί να πα­ρα­τη­ρη­θεί σ’ ο­ποι­α­δή­πο­τε φά­ση της θε­ρα­πεί­ας. Εί­ναι συ­νή­θως ή­πια και πα­ρο­δι­κή, ε­πι­βάλ­λον­τας δι­α­κο­πή της θε­ρα­πεί­ας μό­νο στο 1.6% των α­σθε­νών, αλλά ε­νί­ο­τε σο­βα­ρή (Revach M et al, 1979; Wilson APR et al, 1984). Η νε­φρι­κή βι­ο­ψί­α μπο­ρεί να δεί­ξει μεμ­βρα­νώ­δη σπει­ρα­μα­το­νε­φρί­τι­δα τύ­που Ι (Wilson AP et al, 1984).

ΘΕΡΑΠΕΙΑ : Ε­ξαρ­τά­ται α­πό το λεύ­κω­μα των ού­ρων 24ώρου :

  • Ε­άν εί­ναι <500 mg, η α­ου­ρα­νο­φί­νη μπο­ρεί να συ­νε­χι­σθεί. 
  • Ε­άν κυ­μαί­νε­ται α­πό 500-3.000 mg, η α­ου­ρα­νο­φί­νη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται, μέ­χρις ό­του ε­πι­βε­βαι­ω­θεί η α­κε­ραι­ό­τη­τα της νε­φρι­κής λει­τουρ­γί­ας
  • Ε­άν υ­περ­βαί­νει τα 3 gr, η α­ου­ρα­νο­φί­νη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται μέ­χρις ό­του η πρω­τε­ϊ­νουρί­α υ­φε­θεί.

ΕΚΒΑΣΗ : Η πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α α­πό την α­ου­ρα­νο­φί­νη δεν φαί­νε­ται να ο­δη­γεί μα­κρο­πρό­θε­σμα σε σο­βα­ρή ή μό­νι­μη νε­φρι­κή βλά­βη.

1.3.10.6.3   ΑΙΜΑΤΟΥΡΙΑ

Δεν εί­ναι γνω­στή ε­πι­πλο­κή της α­ου­ρα­νο­φί­νης. Ε­άν εμ­φα­νι­σθεί, η α­ου­ρα­νο­φί­νη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται α­μέ­σως και να α­να­ζη­τούν­ται τα αί­τιά της. Με­τά την ύ­φε­σή της, η α­ου­ρα­νο­φί­νη μπο­ρεί να ε­πα­να­χο­ρη­γη­θεί, σε μι­κρό­τε­ρη ό­μως δό­ση.

1.3.10.7   ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Α­πο­φρα­κτι­κή βρογ­χι­ο­λί­τι­δα (σπά­νια) (O’ Duffy JD et al, 1986).

1.3.10.8   ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Εί­ναι α­συ­νή­θι­στες και ή­πι­ες (Heuer MA et al, 1983). Έ­χουν α­να­φερ­θεί στο 2% των α­σθε­νών που παίρ­νουν α­ου­ρα­νο­φί­νη. Συ­νί­σταν­ται συ­νή­θως σε α­πλά ε­πει­σό­δια κε­φα­λαλ­γί­ας ή ζά­λης και δεν α­παι­τούν δι­α­κο­πή της θε­ρα­πεί­ας.

1.3.10.9   ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ

Χρυ­σί­α­ση σκλη­ρού : Εί­ναι σπά­νια με την α­ου­ρα­νο­φί­νη (Heuer MA et al, 1983), σε αν­τί­θε­ση με τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό. Εί­ναι α­συμ­πτω­μα­τι­κή και δεν α­παι­τεί τρο­πο­ποί­η­ση της θε­ρα­πεί­ας.

Χρυ­σί­α­ση φα­κού (Weidle EG, 1987).

1.3.10.10   ΑΛΛΕΣ

Γυ­ναι­κο­μα­στί­α, σ’ έ­ναν άν­δρα που έ­παιρ­νε με­γά­λες δό­σεις α­ου­ρα­νο­φί­νης (12 mg/24ωρο) και υ­πο­χώ­ρη­σε με την δι­α­κο­πή της (Williams HJ, 1988).

1.3.11   ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ

Εκ­δη­λώ­σεις : H εμ­πει­ρί­α με την α­ου­ρα­νο­φί­νη εί­ναι πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη. Μί­α γυ­ναί­κα με ΡΑ που έ­παιρ­νε 6 mg α­ου­ρα­νο­φί­νης η­με­ρη­σί­ως ε­πί 6 μή­νες εμ­φά­νι­σε εγ­κε­φα­λο­πά­θεια και πε­ρι­φε­ρι­κή νευ­ρο­πά­θεια (δι­ά­χυ­τη πο­λυ­ε­στια­κή μυ­ο­κλο­νί­α, α­πορ­ρύθ­μι­ση δι­α­νο­η­τι­κής λει­τουρ­γί­ας με έκ­πτω­ση της συ­νεί­δη­σης, α­νη­συ­χί­α, χο­ρι­ο­α­θε­τω­σι­κές κι­νή­σεις, αμ­φο­τε­ρό­πλευ­ρη πτώ­ση του ά­κρου πό­δα, δυ­σκι­νη­σί­α προ­σώ­που, δυ­σαρ­θρί­α και α­πώ­λεια ού­ρων και κο­πρά­νων) ό­ταν πή­ρε 27 mg α­ου­ρα­νο­φί­νης η­με­ρη­σί­ως ε­πί 10 η­μέ­ρες (Gambari P et al, 1984). Με­τά την δι­α­κο­πή της α­ου­ρα­νο­φί­νης και την χο­ρή­γη­ση D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νης βελ­τι­ώ­θη­κε προ­ο­δευ­τι­κά και α­νέ­νη­ψε πλή­ρως α­πό τα νευ­ρο­λο­γι­κά συμ­πτώ­μα­τα με­τά α­πό 3 πε­ρί­που μή­νες.

Θε­ρα­πεί­α :

  • Προ­κλη­τός έ­με­τος ή πλύ­ση στο­μά­χου και υ­πο­στη­ρι­κτι­κή α­γω­γή. Ε­άν ο α­σθε­νής εί­ναι σε κω­μα­τώ­δη κα­τά­στα­ση, έ­χει σπα­σμούς ή α­πώ­λεια του αν­τα­να­κλα­στι­κού του ε­μέ­του, η γα­στρι­κή πλύ­ση πρέ­πει να γί­νε­ται με εν­δο­τρα­χεια­κό σω­λή­να για να προ­λη­φθεί η πνευ­μο­νί­τι­δα α­πό εισ­ρό­φη­ση.
  • Χη­λι­κοί πα­ρά­γον­τες (δι­μερ­κα­πρό­λη, D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη) : Έ­χουν αμ­φι­λε­γό­με­νη α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα στην αν­τι­με­τώ­πι­ση των σο­βα­ρών ε­πι­πλο­κών του ε­νέ­σι­μου χρυ­σού, αλ­λά μπο­ρούν να χρη­σι­μο­ποι­η­θούν σε πε­ρι­πτώ­σεις υ­περ­δο­σο­λο­γί­ας α­πό την α­ου­ρα­νο­φί­νη.
  • Αι­μο­δι­ύ­λι­ση, πε­ρι­το­να­ϊ­κή δι­ύ­λι­ση : Δεν εί­ναι γνω­στό κα­τά πό­σον μπο­ρούν να α­πο­μα­κρύ­νουν τον χρυ­σό α­πό την α­ου­ρα­νο­φί­νη.

1.3.12   ΚΥΗΣΗ

Στα ζώ­α : Σε α­ρου­ραί­ους και κου­νέ­λια, η α­ου­ρα­νο­φί­νη δι­έρ­χε­ται τον πλα­κούν­τα (Szabo KT et al, 1978a). Σε ο­ρι­σμέ­να πει­ρα­μα­τό­ζω­α έ­χει τε­ρα­το­γό­νο δρά­ση και ι­δι­ό­τη­τες πα­ρό­μοι­ες με α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές.

Στον άν­θρω­πο : Α­νω­μα­λί­ες δεν έ­χουν α­να­φερ­θεί στα βρέ­φη 13 γυ­ναι­κών με ΡΑ που έ­παιρ­ναν α­ου­ρα­νο­φί­νη σ΄ό­λη την διά­ρκεια της κύ­η­σης (Ostensen M and Husby G, 1985). Πάν­τως, οι κα­τα­σκευα­στές του φαρ­μά­κου συ­νι­στούν η α­ου­ρα­νο­φί­νη να α­πο­φεύ­γε­ται στη διά­ρκεια της κύ­η­σης και οι γυ­ναί­κες α­να­πα­ρα­γω­γι­κής η­λι­κί­ας να ε­νη­με­ρώ­νον­ται για τους πι­θα­νούς κιν­δύ­νους που δι­α­τρέ­χει το κύ­η­μα.

1.3.13   ΓΑΛΟΥΧΙΑ

Ο χρυ­σός ο πε­ρι­ε­χό­με­νος στην α­ου­ρα­νο­φί­νη α­πεκ­κρί­νε­ται στο γά­λα πον­τι­κών και α­ρου­ραί­ων, αλ­λά δεν έ­χει α­νι­χνευ­θεί στον ο­ρό των νε­ο­γνών που θηλάζουν (Szabo KT et al, 1978a).

Στον άν­θρω­πο, δεν εί­ναι γνω­στό κα­τά πό­σον ο χρυ­σός ο πε­ρι­ε­χό­με­νος στην α­ου­ρα­νο­φί­νη α­πεκ­κρί­νε­ται στο μη­τρι­κό γά­λα. Μι­κρά πο­σά χρυ­σού έ­χουν α­νευ­ρε­θεί στο γά­λα γυ­ναι­κών που θε­ρα­πεύ­ον­ταν με ε­νέ­σι­μο χρυ­σό, ό­πως και στα θη­λά­ζον­τα βρέ­φη τους. Οι κα­τα­σκευα­στές του φαρ­μά­κου συ­νι­στούν στις γυ­ναί­κες που παίρ­νουν α­ου­ρα­νο­φί­νη να α­πο­φεύ­γουν την γα­λου­χί­α.

1.3.14   ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΕ ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ

Δεν έ­χουν α­να­φερ­θεί.

1.3.15   ΔΟΣΕΙΣ-ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ

1.3.15.1   ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

ΔΟΣΗ : 6 mg η­με­ρη­σί­ως. Η δό­ση αυ­τή μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί 1 φο­ρά (2 δι­σκί­α των 3 mg) ή 2 φο­ρές την η­μέ­ρα, δηλ. 1 δι­σκί­ο των 3 mg/12ωρο. Τα δι­σκί­α συ­νι­στών­ται να λαμ­βά­νον­ται με­τά το φα­γη­τό, για να προ­λη­φθούν ή πε­ρι­ο­ρι­σθούν οι γα­στρεν­τε­ρι­κές δι­α­τα­ρα­χές.

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟ ΣΧΗΜΑ :

  • Αρ­χι­κή δό­ση 6 mg/24ωρο. Λό­γω των δυ­νη­τι­κών γαστρεντερικών επιπλοκών και κυ­ρί­ως της δι­άρ­ροι­ας, η θε­ρα­πεί­α μπο­ρεί να αρ­χί­σει με 3 mg ε­φά­παξ η­με­ρη­σί­ως ε­πί 2-3 ε­βδο­μά­δες και να αυ­ξη­θεί στη συ­νέ­χεια σε 6 mg η­με­ρη­σί­ως, ε­άν η αρ­χι­κή δό­ση γί­νει κα­λά α­νε­κτή. Έ­ναρ­ξη της θε­ρα­πεί­ας με δό­σεις >6 mg/24ωρο δεν συ­νι­στά­ται, δε­δο­μέ­νου ό­τι συν­δέ­ε­ται με δι­άρ­ροι­α σε αυ­ξη­μέ­νη συ­χνό­τη­τα. Ε­άν εμ­φα­νι­σθεί δι­άρ­ροι­α ή α­πώ­λεια κο­πρά­νων, η ο­ποί­α δεν αυ­το­πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται ή δεν εί­ναι κα­λά α­νε­κτή, η α­ου­ρα­νο­φί­νη μπο­ρεί να μει­ω­θεί (π.χ. α­πό 6, σε 3 mg/24ωρο) ή να δι­α­κο­πεί προ­σω­ρι­νά (π.χ. ε­πί 3-7 η­μέ­ρες).
  • Αύ­ξη­ση σε 9 mg/24ωρο (3 mg/8ωρο), ε­άν με­τά α­πό 4-6 μή­νες δεν υ­πάρ­ξει ι­κα­νο­ποι­η­τι­κή βελ­τί­ω­ση. Ε­ναλ­λα­κτι­κά, με­ρι­κοί κλι­νι­κοί συ­νε­χί­ζουν την θε­ρα­πεί­α με 6 mg/24ωρο ε­πί 3-6 ε­πι­πλέ­ον μή­νες, ε­νώ άλλοι δι­α­κό­πτουν την α­ου­ρα­νο­φί­νη και χο­ρη­γούν έ­ναν άλ­λο αν­τιρ­ευ­μα­τι­κό πα­ρά­γον­τα.
  • Δι­α­κο­πή α­ου­ρα­νο­φί­νης, ε­άν με­τά α­πό 3 μή­νες δεν προ­κύ­ψει ι­κα­νο­ποι­η­τι­κή βελ­τί­ω­ση με 9 mg/24ω­ρο. Η α­σφά­λεια και η α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα δό­σε­ων >9 mg/ 24ωρο δεν έ­χει με­λε­τη­θεί. Με­ρι­κοί α­σθε­νείς βελ­τι­ώ­νον­ται και με 1 mg/24ωρο.

Η δό­ση της α­ου­ρα­νο­φί­νης πρέ­πει να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα με την κλι­νι­κή αν­τα­πό­κρι­ση και την α­νο­χή του α­σθε­νούς. Η θε­ρα­πευ­τι­κή του δρά­ση εμ­φα­νί­ζε­ται προ­ο­δευ­τι­κά και γε­νι­κά 3-4 μή­νες με­τά την έ­ναρ­ξη της θε­ρα­πεί­ας.

Ε­άν, για ο­ποι­α­δή­πο­τε λό­γο, η δό­ση της α­ου­ρα­νο­φί­νης μει­ω­θεί σε 3 mg η­με­ρη­σί­ως, πρέ­πει να γί­νε­ται προ­σπά­θεια να αυ­ξη­θεί στη βα­σι­κό θεραπευτικό ύψος (6 mg/24ωρο). Στο 1/3 πε­ρί­που των α­σθε­νών, ε­λάτ­τω­ση της δό­σης α­πό 6 mg, σε 3 mg η­με­ρη­σί­ως, α­κο­λου­θεί­ται α­πό κλι­νι­κή ε­πι­δεί­νω­ση της νό­σου.

Η α­ου­ρα­νο­φί­νη, ε­άν δεν γί­νει κα­λά α­νε­κτή σε δό­ση 6 mg η­με­ρη­σί­ως, μπο­ρεί να συ­νε­χι­σθεί σε δό­ση 3 mg η­με­ρη­σί­ως ε­πί 6 ή πε­ρισ­σό­τε­ρους μή­νες. Πάν­τως, ε­πει­δή η πι­θα­νό­τη­τα ε­παρ­κούς αν­τα­πό­κρι­σης στη δό­ση αυ­τή εί­ναι μι­κρή, πολ­λοί κλι­νι­κοί για­τροί δι­α­κό­πτουν την α­ου­ρα­νο­φί­νη και χο­ρη­γούν έ­να άλ­λο αντιρευμα­τι­κό φάρ­μα­κο.

Οι α­σθε­νείς που με­τα­πί­πτουν α­πό έ­ναν άλ­λο 2ης γραμ­μής αντιρευμα­τι­κό πα­ρά­γον­τα σε α­ου­ρα­νο­φί­νη, πρέ­πει να πλη­ρο­φο­ρούν­ται για την το­ξι­κό­τη­τα της α­ου­ρα­νο­φί­νης, ι­δι­αί­τε­ρα τις γα­στρεν­τε­ρι­κές ε­πι­πλο­κές. Η θε­ρα­πεί­α με α­ου­ρα­νο­φί­νη μπο­ρεί να αρ­χί­σει ευ­θύς α­μέ­σως με­τά την δι­α­κο­πή του πα­ρεν­τε­ρι­κού χρυ­σού. Ό­ταν οι α­σθε­νείς με­τα­φέ­ρον­ται α­πό θε­ρα­πεί­α με D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη σε α­ου­ρα­νο­φί­νη, η D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη συ­νι­στά­ται να δι­α­κό­πτε­ται έ­να μή­να πριν α­πό την έ­ναρ­ξη της θε­ρα­πεί­ας με α­ου­ρα­νο­φί­νη.

Η ι­δα­νι­κή διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας με α­ου­ρα­νο­φί­νη δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί. H α­ου­ρα­νο­φί­νη μπο­ρεί να συ­νε­χι­σθεί ό­σο έ­χει εμ­φα­νές κλι­νι­κό α­πο­τέ­λε­σμα και οι ε­πι­πλο­κές της δεν εί­ναι τό­σο σο­βα­ρές, ώ­στε να α­παι­τή­σουν δι­α­κο­πή της θε­ρα­πεί­ας.

1.3.15.2   ΝΕΑΝΙΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟ ΣΧΗΜΑ : Αρ­χι­κά 0.1 mg/kg/24ωρο, αυ­ξα­νό­με­νη έ­ως 0.2 mg/kg/24ωρο (μέ­γι­στη 6 mg/24ωρο).

1.3.16   ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ - ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

Νε­ο­γνά : Η χρή­ση της α­ου­ρα­νο­φί­νης δεν συ­νι­στά­ται στη νε­ο­γνι­κή η­λι­κί­α.

Παι­διά : Σύμ­φω­να με μη ε­λεγ­χό­με­νες κλι­νι­κές με­λέ­τες, η α­ου­ρα­νο­φί­νη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή και κα­λά α­νε­κτή σε παι­διά η­λι­κί­ας 4-16 ε­τών με ΝΡΑ. Πάν­τως, η α­σφά­λεια και α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τά της δεν έ­χει ε­λεγ­χθεί με ε­λεγ­χό­με­νες με­λέ­τες, γι΄αυ­τό και οι κα­τα­σκευα­στές του φαρ­μά­κου συ­νι­στούν να α­πο­φεύ­γε­ται στην παι­δι­κή η­λι­κί­α.

Η­λι­κι­ω­μέ­νοι : Συ­νι­στά­ται να θε­ρα­πεύ­ον­ται με μι­κρό­τε­ρες δό­σεις (π.χ. 3 mg η­με­ρη­σί­ως), αν και, σύμ­φω­να με σχε­τι­κές φαρ­μα­κο­κι­νη­τι­κές και κλι­νι­κές με­λέ­τες, δεν δι­α­τρέ­χουν ι­δι­αί­τε­ρο κίν­δυ­νο. 

Κύ­η­ση : Αν και η α­ου­ρα­νο­φί­νη δεν συν­δέ­ε­ται με συγ­γε­νείς α­νω­μα­λί­ες, οι κα­τα­σκευα­στές της συ­νι­στούν να α­πο­φεύ­γε­ται στη διά­ρκεια της κύ­η­σης. Οι γυ­ναί­κες α­να­πα­ρα­γω­γι­κής η­λι­κί­ας συ­νι­στά­ται να α­πο­φεύ­γουν την σύλ­λη­ψη στη διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας με α­ου­ρα­νο­φί­νη και 6 μή­νες με­τά την δι­α­κο­πή της.

Γα­λου­χί­α : Οι κα­τα­σκευα­στές του φαρ­μά­κου συ­νι­στούν η α­ου­ρα­νο­φί­νη να α­πο­φεύ­γε­ται στη διά­ρκεια της γα­λου­χί­ας.

Αλ­λερ­γί­α : Σε α­σθε­νείς με ι­στο­ρι­κό αλ­λερ­γί­ας η α­ου­ρα­νο­φί­νη πρέ­πει να α­πο­φεύ­γε­ται για­τί μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει ε­ξαν­θή­μα­τα.

Η­πα­τι­κά νο­σή­μα­τα : Η α­ου­ρα­νο­φί­νη αν­τεν­δεί­κνυ­ται σε α­σθε­νείς με σο­βα­ρά η­πα­τι­κά νο­σή­μα­τα και πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με μι­κρού ή μέ­τριου βαθ­μού η­πα­τι­κή α­νε­πάρ­κεια.

Βλεν­νο­γο­νο­δερ­μα­τι­κές αν­τι­δρά­σεις : Οι δερ­μα­τι­κές αν­τι­δρά­σεις εί­ναι η 2η, κα­τά σει­ρά συ­χνό­τη­τας, α­νε­πι­θύ­μη­τη ε­νέρ­γεια της α­ου­ρα­νο­φί­νης. Κά­θε ε­ξάν­θη­μα, ι­δι­αί­τε­ρα κνι­δω­τι­κό, στη διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας με α­ου­ρα­νο­φί­νη πρέ­πει να α­πο­δί­δε­ται στον χρυ­σό, μέ­χρις ό­του α­πο­δει­χθεί το αν­τί­θε­το. Ο κνη­σμός συ­χνά προ­η­γεί­ται της δερ­μα­τί­τι­δας, γι΄αυ­τό και πρέ­πει να θε­ω­ρεί­ται προ­ει­δο­ποι­η­τι­κό ση­μεί­ο ε­πι­κεί­με­νης δερ­μα­τι­κής αν­τί­δρα­σης.

Ε­άν εμ­φα­νι­σθεί ε­ξάν­θη­μα ή/και κνη­σμός ή μέ­τρια έ­ως σο­βα­ρή στο­μα­τί­τι­δα, η α­ου­ρα­νο­φί­νη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται προ­σω­ρι­νά. Με­τά την ύ­φε­ση των αν­τι­δρά­σε­ων αυ­τών η α­ου­ρα­νο­φί­νη μπο­ρεί να ε­πα­να­χο­ρη­γη­θεί σε μι­κρό­τε­ρες δό­σεις. Ε­άν ό­μως, με­τά την ε­πα­να­χο­ρή­γη­σή του, η αν­τί­δρα­ση ε­πα­νεμ­φα­νι­σθεί, η α­ου­ρα­νο­φί­νη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται ο­ρι­στι­κά.

Νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τα : Η α­ου­ρα­νο­φί­νη αν­τεν­δεί­κνυ­ται σε α­σθε­νείς με σο­βα­ρά νε­φρι­κά νο­σή­μα­τα και πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με μι­κρού ή μέ­τριου βαθ­μού νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια.

Ο χρυ­σός μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει νε­φρω­σι­κό σύν­δρο­μο ή σπει­ρα­μα­τί­τι­δα με πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α και αι­μα­του­ρί­α. Οι νε­φρι­κές αυ­τές ε­πι­πλο­κές εί­ναι συ­νή­θως σχε­τι­κά ή­πι­ες και υ­πο­χω­ρούν πλή­ρως ε­άν α­να­γνω­ρι­σθούν έγ­και­ρα και δι­α­κο­πεί η θε­ρα­πεί­α, μπο­ρεί ό­μως να γί­νουν χρό­νι­ες και σο­βα­ρές ε­άν ο χρυ­σός συ­νε­χι­σθεί. Γι΄αυ­τό και συ­νι­στών­ται τα­κτι­κές ε­ξε­τά­σεις ού­ρων στη διάρκεια της θε­ρα­πεί­ας με α­ου­ρα­νο­φί­νη και ά­με­ση δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου ε­άν εμ­φα­νι­σθεί πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α ή αι­μα­του­ρί­α.

Γα­στρεν­τε­ρι­κές ε­πι­πλο­κές : Η α­ου­ρα­νο­φί­νη αν­τεν­δεί­κνυ­ται σε α­σθε­νείς με εν­τε­ρι­κή φλεγ­μο­νή (σπα­στι­κή ή φλεγ­μο­νώ­δη κο­λί­τι­δα), για­τί μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει δι­άρ­ροι­α και ε­πι­δεί­νω­ση των εν­τε­ρι­κών συμ­πτω­μά­των.

Η α­ου­ρα­νο­φί­νη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει δι­άρ­ροι­α/μα­λα­κά κό­πρα­να στο 50% πε­ρί­που των α­σθε­νών και, σπά­νια, ελ­κω­τι­κή εν­τε­ρο­κο­λί­τι­δα, γι΄αυ­τό και οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με α­ου­ρα­νο­φί­νη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται μή­πως εμ­φα­νί­σουν γα­στρεν­τε­ρι­κή αι­μορ­ρα­γί­α.

Αι­μα­το­λο­γι­κές δι­α­τα­ρα­χές : Η α­ου­ρα­νο­φί­νη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει λευ­κο­πε­νί­α, κοκ­κι­ο­κυτ­τα­ρο­πε­νί­α, θρομ­βο­πε­νί­α και α­πλα­στι­κή α­ναι­μί­α, με­μο­νω­μέ­να ή σε συν­δυα­σμό και σε ο­ποι­α­δή­πο­τε φά­ση της θε­ρα­πεί­ας. Οι αι­μα­το­λο­γι­κές αυ­τές δι­α­τα­ρα­χές, ε­πει­δή έ­χουν δυ­νη­τι­κά σο­βα­ρές συ­νέ­πει­ες, πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται τα­κτι­κά του­λά­χι­στον κά­θε μή­να.

Ε­άν, στη διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας με α­ου­ρα­νο­φί­νη, τα αι­μο­πε­τά­λια μει­ω­θούν α­πό­το­μα ή  <100.000 mm3 ή ε­άν εμ­φα­νι­σθούν ση­μεί­α και συμ­πτώ­μα­τα (π.χ. πορ­φύ­ρα, εκ­χυ­μώ­σεις ή πε­τέ­χει­ες) εν­δει­κτι­κά θρομ­βο­πε­νί­ας, η α­ου­ρα­νο­φί­νη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται α­μέ­σως και να μην ε­πα­να­χο­ρη­γεί­ται, ε­κτός ε­άν η θρομ­βο­πε­νί­α υ­πο­χω­ρή­σει και α­πο­δει­χθεί ό­τι δεν σχε­τί­ζε­ται με την χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α.

Η α­ου­ρα­νο­φί­νη πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­εί­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με ι­δι­ο­πα­θή ή φαρ­μα­κο­γε­νή μυ­ε­λι­κή κα­τα­στο­λή.

1.3.17   ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

  • Τα αν­θε­λο­νο­σια­κά, οι α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κοί πα­ρά­γον­τες (κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη, α­ζα­θει­ο­πρί­νη, με­θο­τρε­ξά­τη), η D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη και η φαι­νυ­λο­βου­τα­ζό­νη δεν πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται ταυ­τό­χρο­να με ά­λα­τα χρυ­σού, για­τί μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν αι­μα­το­λο­γι­κές δυ­σκρα­σί­ες ή άλ­λες δυ­νη­τι­κά σο­βα­ρές ε­πι­πλο­κές (π.χ. πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α, δερ­μα­τί­τι­δα).
  • Η α­ου­ρα­νο­φί­νη αν­τεν­δεί­κνυ­ται σε α­σθε­νείς με ι­στο­ρι­κό σο­βα­ρών ε­πι­πλο­κών στα ά­λα­τα του χρυ­σού (α­να­φυ­λα­κτι­κές αν­τι­δρά­σεις, νε­κρω­τι­κή εν­τε­ρο­κο­λί­τι­δα, α­πο­φο­λι­δω­τι­κή δερ­μα­τί­τι­δα, πνευ­μο­νι­κή ί­νω­ση, μυ­ε­λι­κή α­πλα­σί­α ή άλ­λες σο­βα­ρές αι­μα­το­λο­γι­κές δι­α­τα­ρα­χές, κνί­δω­ση, έκ­ζε­μα, κο­λί­τι­δα, σο­βα­ρή ε­ξα­σθέ­νη­ση, αι­μορ­ρα­γι­κές κα­τα­στά­σεις) και σε α­σθε­νείς που έ­χουν υποβληθεί πρό­σφα­τα σε α­κτι­νο­θε­ρα­πεί­α. Τα ά­λα­τα του χρυ­σού γε­νι­κά αν­τεν­δεί­κνυν­ται σε α­σθε­νείς με ι­στο­ρι­κό σο­βα­ρής το­ξι­κό­τη­τας σε άλ­λα βα­ριά μέ­ταλ­λα.
  • Σε α­σθε­νείς με προ­ο­δευ­τι­κή νε­φρι­κή ή σο­βα­ρή η­πα­το­κυτ­τα­ρι­κή νό­σο, φλεγ­μο­νώ­δεις εν­τε­ρο­πά­θει­ες, ε­ξάν­θη­μα ή ι­στο­ρι­κό μυ­ε­λι­κής κα­τα­στο­λής, τα δυ­νη­τι­κά ω­φέ­λη της θε­ρα­πεί­ας με α­ου­ρα­νο­φί­νη πρέ­πει να σταθ­μί­ζον­ται σε σχέ­ση με τους κιν­δύ­νους της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας σε ορ­γα­νι­κά συ­στή­μα­τα με ε­ξα­σθε­νη­μέ­νη λει­τουρ­γί­α ή μει­ω­μέ­νες ε­φε­δρεί­ες.
  • Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν α­ου­ρα­νο­φί­νη πρέ­πει να πε­ρι­ο­ρί­ζουν την έκ­θε­σή τους στο η­λια­κό ή σε τε­χνη­τό υ­πε­ρι­ώ­δες φως, δε­δο­μέ­νου ό­τι μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν αν­τι­δρά­σεις φω­το­ευ­αι­σθη­σί­ας ή ε­πι­δεί­νω­ση της δερ­μα­τί­τι­δας α­πό τον χρυ­σό.
  • Οι α­σθε­νείς πρέ­πει να ε­νη­με­ρώ­νον­ται ό­τι οι θε­ρα­πευ­τι­κές δρά­σεις της α­ου­ρα­νο­φί­νης αρ­γούν να εμ­φα­νι­σθούν και γε­νι­κά δεν γί­νον­ται αν­τι­λη­πτές του­λά­χι­στον 3-4 μή­νες με­τά την έ­ναρ­ξη της θε­ρα­πεί­ας, ώ­στε να συ­νερ­γα­σθούν με το συ­νι­στώ­με­νο θε­ρα­πευ­τι­κό σχή­μα.

1.3.18   ΚΛΙΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ - ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ

Πριν α­πό την έ­ναρ­ξη της θε­ρα­πεί­ας με α­ου­ρα­νο­φί­νη πρέ­πει να γί­νε­ται πλή­ρης και ε­κτε­νής ερ­γα­στη­ρια­κός έ­λεγ­χος. Α­κό­μα, στη διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας με α­ου­ρα­νο­φί­νη συ­νι­στών­ται πλή­ρεις ερ­γα­στη­ρια­κές ε­ξε­τά­σεις αί­μα­τος και ού­ρων του­λά­χι­στον κά­θε μή­να.

1.3.18.1  ΠΑΡΑΚΛΙΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ 

  • Γε­νι­κή αί­μα­τος
  • Αι­μο­πε­τά­λια
  • Ου­ρί­α-κρε­α­τι­νί­νη
  • SGOT-SGPT
  • γGT-αλ­κα­λι­κή φω­σφα­τά­ση
  • Γεν. ού­ρων

Οι α­σθε­νείς που α­να­φέ­ρουν γα­στρεν­τε­ρι­κά συμ­πτώ­μα­τα ε­νώ θε­ρα­πεύ­ον­ται με α­ου­ρα­νο­φί­νη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται μή­πως εμ­φα­νί­σουν γα­στρεν­τε­ρι­κή αι­μορ­ρα­γί­α. Ε­άν εμ­φα­νι­σθούν κλι­νι­κά ή/και ερ­γα­στη­ρια­κά ση­μεί­α το­ξι­κό­τη­τας α­πό τον χρυ­σό, η α­ου­ρα­νο­φί­νη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται.

1.3.18.2  ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΠΟΥ ΕΠΙΒΑΛΛΟΥΝ ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΑΟΥΡΑΝΟΦΙΝΗΣ 

  • Πτώ­ση Hb
  • Ε­λάτ­τω­ση λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων <4.000 mm3
  • Ε­λάτ­τω­ση κοκ­κι­ο­κυτ­τά­ρων <1.500 mm3
  • Ε­λάτ­τω­ση αι­μο­πε­τα­λί­ων <150.000 mm3
  • Πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α
  • Αι­μα­του­ρί­α
  • Κνη­σμός
  • Ε­ξάν­θη­μα
  • Στο­μα­τί­τι­δα
  • Ε­πί­μο­νη δι­άρ­ροι­α

Ε­άν τα αι­μο­πε­τά­λια ση­μει­ώ­σουν α­πό­το­μη πτώ­ση ή μει­ω­θούν <100.000 mm3 ή εμ­φα­νι­σθούν εκ­δη­λώ­σεις εν­δει­κτι­κές θρομ­βο­πε­νί­ας (π.χ. πορ­φύ­ρα, εκ­χυ­μώ­σεις, πε­τέ­χει­ες, ουλορραγία), η α­ου­ρα­νο­φί­νη και άλ­λες θε­ρα­πεί­ες ή φάρ­μα­κα με δυ­νη­τι­κή θρομ­βο­πε­νι­κή δρά­ση πρέ­πει να δι­α­κό­πτον­ται α­μέ­σως. Στις πε­ρι­πτώ­σεις αυ­τές, η α­ου­ρα­νο­φί­νη μπο­ρεί να ε­πα­να­χο­ρη­γη­θεί μό­νο εφ΄ό­σον η θρομ­βο­πε­νί­α υ­φε­θεί και α­πο­δει­χθεί ό­τι δεν ο­φεί­λε­ται στον χρυ­σό.

Ε­άν εμ­φα­νι­σθεί κλι­νι­κά ση­μαν­τι­κή πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α (λεύ­κω­μα ού­ρων 24ώρου >500 mg) ή μι­κρο­σκο­πι­κή αι­μα­του­ρί­α, η α­ου­ρα­νο­φί­νη και άλ­λες θε­ρα­πεί­ες ή φάρ­μα­κα με δυ­νη­τι­κή νε­φρο­το­ξι­κή δρά­ση πρέ­πει να δι­α­κό­πτον­ται α­μέ­σως. Ε­άν η πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α μει­ω­θεί <500 mg/24ωρο, η α­ου­ρα­νο­φί­νη μπο­ρεί να ε­πα­να­χο­ρη­γη­θεί σε μι­κρό­τε­ρες δό­σεις. Ε­άν ό­μως αυ­ξη­θεί >500 mg/24ωρο με­τά την ε­πα­να­χο­ρή­γη­ση της α­ου­ρα­νο­φί­νης, η α­ου­ρα­νο­φί­νη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται ο­ρι­στι­κά.

Ε­λάτ­τω­ση του α­ριθ­μού των λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων <4.000 mm3 ε­πι­βάλ­λει δι­α­κο­πή της χρυ­σο­θε­ρα­πεί­ας μέ­χρις ό­του α­πο­δει­χθεί ό­τι δεν ο­φεί­λε­ται σ΄αυ­τήν.

1.3.19   ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ

      Εμ­πο­ρι­κή ο­νο­μα­σί­α

         Μορ­φές-πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τες

            Κα­τα­σκευα­στής

Ridaura

Caps. 20 x 3 mg

CONNETICS

1.3.20   ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ

Κά­ψου­λες : Πε­ρι­έ­χουν 3 mg α­ου­ρα­νο­φί­νης, βεν­ζυ­λι­κή αλ­κο­ό­λη, κυτ­τα­ρί­νη, χλω­ρι­ού­χο κε­τυλ­πυ­ρι­δί­νιο, D & C Red No 33, FD & C Blue No 1, FD & C Red no 40, FD & C Yellow No 6, ζε­λα­τί­νη, λα­κτό­ζη, στε­α­ρι­κό μα­γνή­σιο, πο­βι­δό­νη, να­τρι­ού­χο θει­ϊ­κό λα­ου­ρύ­λιο, να­τρι­ού­χο γλυ­κο­λι­κό ά­μυ­λο, ά­μυ­λο, δι­ο­ξεί­διο του τι­τα­νί­ου και ί­χνη άλ­λων α­νε­νερ­γών συ­στα­τι­κών.

Η σκό­νη της α­ου­ρα­νο­φί­νης σκου­ραί­νει ε­λα­φρώς ό­ταν ε­κτε­θεί σε ι­σχυ­ρό φως και εν μέ­ρει ό­ταν φυ­λάσ­σε­ται σε θερ­μο­κρα­σί­α ≥ 60ο C. Η με­τα­βο­λή της χροι­άς υ­πο­δη­λώ­νει έ­ναν μι­κρό βαθ­μό χη­μι­κής α­πο­δό­μη­σης, αλ­λά το α­πο­τέ­λε­σμά της στη βι­ο­λο­γι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα του φαρ­μά­κου εί­ναι ά­γνω­στο.

1.3.21   ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΥΛΑΞΗ ΤΟΥ ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΟΣ

Τα εμ­πο­ρι­κά σκευ­ά­σμα­τα της α­ου­ρα­νο­φί­νης πρέ­πει να φυ­λάσ­σον­ται σε θερ­μο­κρα­σί­ες 15-30ο C και μα­κριά α­πό το φως. Οι κά­ψου­λες της α­ου­ρα­νο­φί­νης έ­χουν η­με­ρο­μη­νί­α λή­ξης 4 χρό­νια με­τά την η­με­ρο­μη­νί­α του κα­τα­σκευα­στή.

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΑΟΥΡΑΝΟΦΙΝΗΣ

Η α­ου­ρα­νο­φί­νη έ­χει δι­α­φο­ρε­τι­κό φαρ­μα­κο­κι­νη­τι­κό και α­νο­σο­λο­γι­κό πε­ρί­γραμ­μα α­πό τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό. Ε­άν προ­στε­θεί στη θε­ρα­πεί­α με σα­λι­κυ­λι­κά ή/και άλ­λα ΜΣΑΦ μπο­ρεί να έ­χει ση­μαν­τι­κό ε­πι­πρό­σθε­το ό­φε­λος. Σε δό­ση 6 mg η­με­ρη­σί­ως έ­χει πα­ρα­πλή­σια α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα με τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό και εί­ναι λι­γό­τε­ρο το­ξι­κός. Οι συ­χνό­τε­ρες ε­πι­πλο­κές του εί­ναι οι γα­στρεν­τε­ρι­κές δι­α­τα­ρα­χές (κυ­ρί­ως δι­άρ­ροι­α) και οι βλεν­νο­γο­νο­δερ­μα­τι­κές αν­τι­δρά­σεις. Οι πε­ρισ­σό­τε­ρες εί­ναι ή­πι­ες και ε­πι­βάλ­λουν δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου σε μι­κρό μό­νο πο­σο­στό α­σθε­νών. Πάν­τως, η α­ου­ρα­νο­φί­νη, αν και μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει ύ­φε­ση της νό­σου σε α­σθε­νείς με ή­πια έ­ως μέ­τριας βα­ρύ­τη­τας ρευ­μα­το­ει­δή αρ­θρί­τι­δα και εί­ναι σχε­τι­κά α­σφα­λής σε μα­κρο­χρό­νια χο­ρή­γη­ση, έ­χει πα­ρα­χω­ρή­σει τη θέ­ση του σε νε­ό­τε­ρα, πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κά, αν και  ί­σως ό­χι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­σφα­λή, ΤΝΑΡΦ (με­θο­τρε­ξά­τη, κυ­κλο­σπο­ρί­νη, κ.ά.).



Who is who

Θέματα

Συλλογή Φωτογραφιών

Τι είναι ο ρευματολόγος

Βότανα-Φυσικές ουσίες