Χρυσός από το στόμα (Auranofin)
Η αουρανοφίνη είναι ενεργό σκεύασμα χρυσού χορηγούμενο per os. Αποτελεί οργανικό συστατικό, στο οποίο ο χρυσός (Ι) συνδέεται με μία τριαιθυλοφωσφονική ομάδα μέσω του ατόμου του φωσφόρου και με τετρα-ακετυλο-θειογλυκοπυρανόζη, μέσω του ατόμου του θείου.
Περιγραφή : Η αουρανοφίνη είναι λευκή, άοσμη, κρυσταλλική σκόνη, παρασκευαζόμενη συνθετικά. Σε αντίθεση με τον ενέσιμο χρυσό, είναι πολύ υδατοδιαλυτή, αλλά περισσότερο διαλυτή σε ισχυρότερες αλκοόλες, όπως η οκτανόλη. Η διαλυτότητά της αυξάνεται σε όξινο και σε βασικό pH. Η αουρανοφίνη είναι ελαφρά μόνο φορτισμένη σε διάλυμα και δεν αντιδρά ισχυρά με σουλφυδρυλικές ομάδες. Η διαλυτότητα και η μονομερής φύση της διαφέρουν σημαντικά από τα υδατοδιαλυτά σύμπλοκα και ευθύνονται για την απορρόφησή της από τον ΓΕΣ. Οι ιδιότητες αυτές μπορεί να διευκολύνουν την μεταφορά της στις βιολογικές μεμβράνες, ώστε να μεταβάλλει αμεσότερα τις κυτταρικές διαδικασίες. Η αουρανοφίνη είναι οπτικά ενεργός. Στην κλινική πράξη χρησιμοποιείται το παράγωγο της D-γλυκόζης.1.3.1
ΧΗΜΕΙΑ
Αουρανοφίνη (Auranofin)
- Χημικό όνομα : (1-Thio-β-D-glucopyranose-2,3,4,6-tetraceto-S) (triethylphosphine gold)
- Μοριακός τύπος : C20H34AuO9PS
EIKONA 116 : Συντακτικός τύπος αουρανοφίνης
1.3.2 ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ
Η αουρανοφίνη περιέχει 29% χρυσό σε βάρος. Είναι μικτό σύμπλοκο χρυσού, όπου ένα κεντρικό άτομο χρυσού (Ι) σταθεροποιείται από δεσμούς μιας θειόλης (τετρα-ακετυλοθειογλυκόζης) και τριαιθυλοφωσφίνης. Ο τετρα-ακετυλοθειογλυκονικός δεσμός είναι λιγότερο ισχυρός, γι’ αυτό και παρεκτοπίζεται πριν από τον τριαιθυλοφωσφονικό. Η αουρανοφίνη είναι αφόρτιστο μονομερές σύμπλοκο, ενώ ο θειομηλικός χρυσός και η χρυσοθειογλυκόζη, πολυμερή (ή ολιγομερή) συστατικά.
Η δραστηριότητα ενός σκευάσματος χρυσού δεν καθορίζεται αποκλειστικά από την παρουσία του μετάλλου. Μεταβολές στην κατάσταση οξείδωσης, τον βαθμό του πολυμερισμού, τους τύπους των δεσμών και την γεωμετρική δομή του μορίου μπορούν να μεταβάλλουν σημαντικά τις βιολογικές του παραμέτρους (Crooke ST, 1982).
Η αουρανοφίνη έχει αντιφλεγμονώδεις και αντιαρθριτικές ιδιότητες, αν και ο ακριβής μηχανισμός δράσης της στη ΡΑ δεν είναι γνωστός. Δρα στην οξεία και χρόνια διαδικασία της φλεγμονής, όπως και σε κυτταρικές και ανοσοπαθολογικές διαδικασίες που εμπλέκονται στη διαιώνιση της φλεγμονής και της ιστικής βλάβης.
ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ – ΤΡΟΠΟΣ ΔΡΑΣΗΣ
1. ΖΩΪΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΦΛΕΓΜΟΝΗΣ
- Ελάττωση οιδήματος ποδών αρουραίων
- Ελάττωση ερυθήματος από υπεριώδες φως
- Βελτίωση αρθρίτιδας από ανοσοενισχυτικό (σε αρουραίους)
2. ΦΛΕΓΜΟΝΩΔΕΙΣ ΚΥΤΤΑΡΙΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ
- Εξασθένηση χημειοταξίας
- Εξασθένηση φαγοκυττάρωσης
- Ελάττωση παραγωγής ριζών οξυγόνου
- Ελάττωση απελευθέρωσης λυσοσωμικών ενζύμων
3. ΚΥΤΤΑΡΟ-ΕΠΑΓΟΜΕΝΗ ΑΝΟΣΙΑ
- Αύξηση επιβραδυνόμενης υπερευαισθησίας από την οξαζολόνη
- Αύξηση μετασχηματισμού λεμφοκυττάρων
- Αύξηση, ελάττωση ή έλλειψη δράσης στις δερματικές δοκιμασίες επιβραδυνόμενης υπερ-ευαισθησίας
4. ΧΥΜΙΚΗ ΑΝΟΣΙΑ
5. ΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΑΝΟΣΙΑ
- Ελάττωση αντισωματο-επαγόμενης κυτταροτοξικότητας
- Ελάττωση λύσης αντισωματο-εξαρτώμενου συμπληρώματος
- Ελάττωση κυκλοφορούντων ανοσοσυμπλεγμάτων
1.3.2.1 ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΕ ΖΩΪΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΦΛΕΓΜΟΝΗΣ
- Καταστέλλει σημαντικά το οίδημα των ποδών το προκαλούμενο από καραγενίνη, σε αρουραίους, σε δόσεις 20 ή 40 mg/kg, σε αντίθεση με τον θειομηλικό χρυσό και την χρυσοθειογλυκόζη, το θειομαλικό οξύ, την θειογλυκόζη και τους μη-χρυσούς δεσμούς της αουρανοφίνης. Αντίθετα, ο θειομηλικός χρυσός καταστέλλει σε μέτριο μόνο βαθμό το επινεφριδιο-εξαρτώμενο οίδημα, δεδομένου ότι έχει ισχυρότερη δράση σε μη επινεφριδιεκτομηθέντες ποντικούς.
- Καταστέλλει, με δοσοεξαρτώμενο τρόπο, τις πρωτοπαθείς και δευτεροπαθείς αλλοιώσεις, σε αρουραίους με αρθρίτιδα από ανοσοενισχυτικό εξίσου ή περισσότερο και με μικρότερη τοξικότητα από τον θειομηλικό χρυσό.
- Έχει την ίδια αντιερυθηματική δράση με 100 mg/kg θειομηλικού χρυσού, σε ινδόχοιρους εκτεθειμένους σε υπεριώδες φως (Lewis AJ et al, 1980).
- Έχει ισοδύναμη ή μεγαλύτερη δράση από τον θειομηλικό χρυσό, σε μοντέλα αρουραίων με αρθρίτιδα από ανοσοενισχυτικό (Newbould BB, 1963; Walz DT et al, 1976; Walz DT et al, 1977).
- Ελαττώνει σημαντικά την εξωκυττάρια απελευθέρωση λυσοσωμικών ενζύμων (β-γλυκουρονιδάση, λυσοζύμη) από λευκά αιμοσφαίρια αρουραίων διεγερμένων από ζυμοζάνη, in vitro, σε αντίθεση με τον θειογλυκονικό και τον θειομηλικό χρυσό.
- Αναστέλλει σημαντικά την παθητική δερματική αναφυλαξία την προκαλούμενη από οβαλευκωματίνη, σε αρουραίους, και καταστέλλει την απελευθέρωση της ισταμίνης της επαγόμενης από την IgE από μεμονωμένα παθητικά ευαισθητοποιημένα τμήματα πνεύμονα θηλαστικών.
- Αναστέλλει την αντισωματο-επαγόμενη λύση του συμπληρώματος, ενώ ο θειομηλικός χρυσός την αυξάνει, στον ορό αρουραίων (Walz ET et al, 1983).
1.3.2.2 ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΦΛΕΓΜΟΝΩΔΕΙΣ ΚΥΤΤΑΡΙΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ
- Τροποποιεί την λειτουργία των μεμβρανών του πλάσματος, αναστέλλοντας την παραγωγή του cΑΜΡ από την PGE1 (Lamprecht SA et al, 1982).
- Αναστέλλει την ενσωμάτωση της (3Η) θυμιδίνης και των (14C) αμινοξέων στα ανθρώπινα λεμφοκύτταρα (Finkelstein AE et al, 1977), σε αντίθεση με τον θειομηλικό χρυσό. Ασθενείς που πήραν αουρανοφίνη επί 6 μήνες εμφάνισαν προοδευτική ελάττωση του μετασχηματισμού των λεμφοκυττάρων στην κονκαβαλίνη Α (Coughlan RJ et al, 1984).
- Οι δράσεις αυτές πιθανώς οφείλονται σε παρέμβαση της αουρανοφίνης στη δραστηριότητα της μεταφοράς της μεμβράνης των λεμφοκυττάρων, δεδομένου ότι η αουρανοφίνη δεν δρα στους μηχανισμούς σύνθεσης των πρωτεϊνών σε ενδοκυττάριο επίπεδο.
- Έχει αντιπολλαπλασιαστική δράση στο λέμφωμα RAJI, στο καρκίνωμα HeLa και σε μετασχηματισμένα από ιό Epstein-Barr κύτταρα (Simon TM et al, 1979).
Εξασθένηση χημειοταξίας :
- Ελαττώνει σημαντικά την χημειοταξία των ανθρώπινων μονοκυττάρων και, σε μικρότερο βαθμό, των ουδετεροφίλων (Scheinberg MA et al, 1979).
- Αναστέλλει την χημειοταξία των μονοκυττάρων, περισσότερο από το πολυπεπτίδιο του χρυσού (gold keratinate), σε υγιείς δότες, και από τον θειομηλικό χρυσό, σε φυσιολογικά άτομα ή σε ασθενείς με ΡΑ (Scheinberg MA et al, 1982).
Εξασθένηση φαγοκυττάρωσης :
- Έχει παρόμοια δράση με τον ενέσιμο χρυσό στη φαγοκυττάρωση των IgG οψωνινοποιημένων ερυθρών αιμοσφαιρίων προβάτου, στην Candida albicans και στην κατακράτηση του νιτροκυανού του τετραζολίου (Scheinberg MA et al, 1982; Davis P et al, 1982).
- Ο ενέσιμος χρυσός ελαττώνει την φαγοκυτταρική δραστηριότητα των μακροφάγων σε ασθενείς με ΡΑ σε βαθμό παρόμοιο με φυσιολογικά άτομα (Jessop JD et al, 1973).
Ελάττωση παραγωγής ριζών οξυγόνου :
- Καταστέλλει την παραγωγή ριζών υπεροξειδίου, με διφασικό και δοσοεξαρτώμενο τρόπο (Davis P et al, 1982), σε αντίθεση με τον θειομηλικό χρυσό, ο οποίος έχει ελάχιστη κατασταλτική δράση.
Ελάττωση απελευθέρωσης λυσοσωμικών ενζύμων :
- Αναστέλλει με δοσοεξαρτώμενο τρόπο την απελευθέρωση λυσοσωμικών ενζύμων από την β-γλυκουρονιδάση και τους δείκτες λυσοζύμης, σε λευκά αιμοσφαίρια αρουραίων (Di Martino MJ et al, 1977) και in vivo, σε πειραματόζωα (Ladizesky MG et al, 1979). Σε υγιείς εθελοντές και σε ασθενείς με ΡΑ έχει ισχυρότερη δράση από τον θειομηλικό χρυσό (Wolach B et al, 1982; Finkelstein AE et al, 1982).
- Σε ασθενείς με ΡΑ θεραπευόμενους με αουρανοφίνη, η κλινική βελτίωση σχετίζεται με ελάττωση της απελευθέρωσης λυσοσωμικών ενζύμων κατά 43-68% (Finkelstein AE et al, 1982).
1.3.2.3 ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΧΥΜΙΚΗ ΑΝΟΣΙΑ
- Αναστέλλει το αντίσωμα έναντι της επαγόμενης από την IgE απελευθέρωσης ισταμίνης στον άνθρωπο και της SRS-A από πνεύμονα θηλαστικών και καταστέλλει την “7S” αιμοσυγκολλητινοποιημένη αντισωματική απάντηση, σε ερυθρά αιμοσφαίρια προβάτου (Salmeron G et al, 1982).
- Ελαττώνει τα επίπεδα των αντισωμάτων που εμπλέκονται στην αντισωματο-επαγόμενη κυτταροτοξικότητα και λύση του συμπληρώματος (Walz DT et al, 1982). Ο θειομηλικός χρυσός δεν επηρεάζει την αντισωματο-επαγόμενη κυτταροτοξικότητα, αλλά αυξάνει την αντισωματο-επαγόμενη λύση του συμπληρώματος σε άνοσο ορό αρουραίων.
- Καταστέλλει την επαγόμενη από μιτογόνο Pokeweed παραγωγή των κυττάρων που παράγουν ανοσοσφαιρίνες, σε συγκεντρώσεις ισοδύναμες με το 1/10 του θειομηλικού χρυσού (Salmeron G et al, 1982).
- Μειώνει λιγότερο από τον θειομηλικό χρυσό τα κυκλοφορούντα επίπεδα των ανοσοσφαιρινών και του RF σε ασθενείς με ΡΑ, in vivo (Lorber A et al, 1982). Παρόμοια δράση στις κυκλοφορούσες ανοσοσφαιρίνες έχει σε ασθενείς με ΡΑ εάν χορηγηθεί στη θέση του θειομηλικού χρυσού (Wenger ME et al, 1983).
- Αναστέλλει, όπως ο θειομηλικός χρυσός, την λεμφοβλαστογένεση in vitro, με άμεση αναστολή της φαγοκυτταρικής λειτουργίας των μονοπυρήνων κυττάρων, σε συγκεντρώσεις 10-20 φορές μικρότερες του θειομηλικού χρυσού (Salmeron G et al, 1983), και έχει ανασταλτική δράση στη λειτουργία των λεμφοκυττάρων, σε αντίθεση με τον θειομηλικό χρυσό. Αρχικά, οι ασθενείς που θεραπεύονται με θειομηλικό χρυσό εμφανίζουν καταστολή της μιτογονο-διεγερθείσας λεμφοβλαστογένεσης, αλλά οι ανταποκριθέντες στο φάρμακο έχουν φυσιολογική ικανότητα απάντησης των λεμφοκυττάρων, in vitro (Percy JS et al, 1978). Αντίθετα, στους ασθενείς που παίρνουν αουρανοφίνη η ικανότητα απάντησης των λεμφοκυττάρων καταστέλλεται σημαντικά (Lorber A et al, 1978).
1.3.2.4 ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΥΤΤΑΡΟ-ΕΠΑΓΟΜΕΝΗ ΑΝΟΣΙΑ
- Αυξάνει την κυτταρο-επαγόμενη ανοσία
- Αυξάνει, όπως και ο θειομηλικός χρυσός, την απάντηση της επιβραδυνόμενης υπερευαισθησίας στην οξαζολόνη, σε ποντικούς, και διεγείρει την απάντηση αυτή σε ανοσοκατεσταλμένα ζώα (Walz DT and Griswold DE, 1978).
- Διεγείρει την απάντηση των ευαισθητοποιημένων ποντικών σε ερυθρά αιμοσφαίρια προβάτων, εξίσου με τον θειομηλικό χρυσό.
- Μειώνει άμεσα και απότομα την λεμφοπαραγωγική απάντηση την επαγόμενη από την φυτοαιμοσυγκολλητίνη και καταστέλλει έντονα την ενσωμάτωση της (3Η) θυμιδίνης με ιό Epstein -Barr, σε ασθενείς με ΡΑ, in vitro (Simon TM et al, 1979; Lorber A et al, 1982). Αντίθετα, οι ασθενείς που θεραπεύονται με θειομηλικό χρυσό έχουν βραδύτερη εμφάνιση και ηπιότερη καταστολή της λεμφοπαραγωγικής μιτογονικής απάντησης με φυτοαιμοσυγκολλητίνη και δεν εμφανίζουν καταστολή της διέγερσης των λεμφοκυττάρων από τον ιό Epstein-Barr.
- Αναστέλλει την παραγωγή της IL-1 από ανθρώπινα μονοκύτταρα, in vitro, και τον μιτογονο-επαγόμενο πολλαπλασιασμό των ανθρώπινων Τ-λεμφοκυττάρων
- Αναστέλλει την IL-1β και τον TNF-α mRNA, σε ποντικούς (Bondeson J and Sundler R, 1995).
Δράσεις στις δερματικές δοκιμασίες υπερευαισθησίας :
- Καταστέλλει την δερματική απάντηση σε δινιτροχλωροβενζένη, ενώ η απάντηση με τον θειομηλικό χρυσό είναι φυσιολογική (Lorber A et al, 1981). Ασθενείς που υποβλήθηκαν σε δερματικές δοκιμασίες με καθαρμένο πρωτεϊνικό παράγωγο, τριχόφυτο και ιό της παρωτίτιδας είχαν φυσιολογικές απαντήσεις και στα δύο σκευάσματα του χρυσού. Άλλοι ασθενείς που πήραν αουρανοφίνη επί 6 μήνες εμφάνισαν αύξηση κατά 33 % της δερματικής απάντησης σε καθαρμένο πρωτεϊνικό παράγωγο και κατά 119% αύξηση της απάντησης στην στρεπτοκινάση/στρεπτοδορνάση (Felix-Davies DD et al, 1982).
1.3.2.5 ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Καταστέλλει τον σχηματισμό αιμολυτικής πλάκας σε ποντικούς και την αντισωματο-επαγόμενη κυτταροτοξικότητα, σε αρουραίους, in vivo, ενώ ο θειομηλικός χρυσός έχει μικρή δράση στα δοκιμαστικά αυτά συστήματα.
- Καταστέλλει την απάντηση των λεμφοκυττάρων σε μιτογόνα, in vivo και in vitro, όπως και ο θειομηλικός χρυσός, αλλά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό και ενωρίτερα απ’ αυτόν.
- Συνδέεται με δομικές ανωμαλίες της μεμβράνης των λεμφοκυττάρων ασθενών (στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο)
- Αναστέλλει την κατακράτηση της θυμιδίνης, της ουριδίνης και της λευκίνης σε μετασχηματισμένα από ιό Epstein-Barr λεμφοκύτταρα, in vitro, σε αντίθεση με τον θειομηλικό χρυσό. Οι διαφορές στις φαρμακολογικές ιδιότητες μεταξύ αουρανοφίνης και παρεντερικών παραγώγων χρυσού αποδίδονται στην λιποδιαλυτότητα της αουρανοφίνης, που επιτρέπει αυξημένη συγγένεια σε μεμβράνες ανοσοκατεσταλμένων κυττάρων, και στην απουσία ανασταλτικής δράσης στα σουλφυδρύλια της μεμβράνης από την αουρανοφίνη, σε αντίθεση με τον θειομηλικό χρυσό.
- Έχει πιθανώς αντιαγγειογενετική δράση, in vivo (Saura R et al, 1994). Η δράση αυτή είναι ένδειξη ότι τα σύμπλοκα του χρυσού καταστέλλουν την ρευματοειδή υμενίτιδα μειώνοντας τον αριθμό των μικρών αιμοφόρων αγγείων που χρειάζονται για την μονοπυρηνική κυτταρική διήθηση και την υπερπλασία του υμενικού ιστού.
1.3.2.6 ΑΛΛΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ
- Μειώνει την πρωτεϊνουρία σε ποντικούς με λυκοειδή σπειραματονεφρίτιδα, σε δόση 2 mg/kg/24ωρο
- Αναστέλλει την συσσώρευση των αιμοπεταλίων την επαγόμενη από ADP, επινεφρίνη και κολλαγόνο (Nathan I et al, 1982) και πιθανώς την αντίδραση απελευθέρωσης και την συσσώρευση των αιμοπεταλίων.
- Μειώνει σημαντικά τα επίπεδα του χαλκού στον ορό και συνοδεύεται από αναστροφή της σχέσης μεταξύ επιπέδων χαλκού και συγκεντρώσεων ψευδαργύρου στο πλάσμα (Ward RJ et al, 1981). Ασθενείς με ΡΑ και προθεραπευτική σχέση χαλκού στο πλάσμα/σερουλοπλασμίνη > 7 ανταποκρίνονται περισσότερο στη χρυσοθεραπεία από ασθενείς με τιμές < 7 (Ward RJ et al, 1983).
- Ελαττώνει, όπως και ο θειογλυκονικός και ο θειομηλικός χρυσός, την διάρκεια ζωής των οστεοκλαστών και αναστέλλει την οστεοκλαστική οστική απορρόφηση, in vitro (Hall TJ et al, 1996).
- Αυξάνει σημαντικά τον όγκο και την ωσμωτικότητα των κοπράνων και την συγκέντρωση του νατρίου στα κόπρανα, χωρίς να επηρεάζει τις λείες μυϊκές ίνες του εντέρου, σε πειραματόζωα (Fondacaro JD et al, 1986).
- Αναστέλλει την απορρόφηση του Να+ και του Κ+ και την δραστηριότητα της ATP, με τρόπο εξαρτώμενο από τις συγκεντρώσεις του φαρμάκου, σε πειραματόζωα (Fondacaro JD et al, 1986; Hardcastle J et al, 1986). Η διάρροια που προκαλεί η αουρανοφίνη αποδίδεται σε αναστολή της φυσιολογικής απορρόφησης ύδατος και ηλεκτρολυτών μέσω αναστρέψιμης αναστολής του ενεργού μεταφοράς ιόντων (Fondacaro JD et al, 1986).
- Αναστέλλει την επαναρρόφηση των χολικών οξέων, πιθανώς μέσω της δράσης στο Να+, το Κ+ και την ATPάση (Hardcastle J et al, 1987).
1.3.3 ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ
- Προκαλεί δοσοεξαρτώμενη σιελόρροια, δυσκαμψία και ευερεθιστότητα και μαλακώνει τα κόπρανα, εάν χορηγηθεί επί 3 μήνες σε δόσεις έως 360 φορές μεγαλύτερες της ανθρώπινης, και απώλεια σωματικού βάρους, εάν χορηγηθεί >3 μήνες, σε σκύλους και αρουραίους (Payne BJ and Arena E, 1978).
- Προκαλεί απώλεια βάρους, δοσοεξαρτώμενους εμέτους, διάρροια, αναιμία και ελάττωση της προσλαμβανόμενης τροφής, δευτεροπαθώς σε γαστρεντερικό ερεθισμό, εάν χορηγηθεί σε σκύλους σε δόσεις 180 φορές μεγαλύτερες της ανθρώπινης. Δοσοεξαρτώμενους εμέτους, σιελόρροια, μαλακά κόπρανα, υποκλινική ενδαγγειακή αιμολυτική αναιμία και υπερπλασία του θυρεοειδούς μπορεί να προκαλέσει στους σκύλους και ένα παρόμοιο παράγωγο της αουρανοφίνης.
- Μπορεί να προκαλέσει εμέτους, διάρροια, υποκλινική αιμολυτική αναιμία, υποπρωτεϊναιμία και υπερπλασία του θυρεοειδούς αδένα, εάν χορηγηθεί σε σκύλους επί 12 μήνες σε δόσεις 6-60 φορές μεγαλύτερες της ανθρώπινης (Payne BJ and Arena E, 1978).
Μεταλλαξιογόνος/καρκινογόνος δράση :
- Προκαλεί σημαντική αύξηση της συχνότητας της καρυομεγαλίας των κυττάρων των νεφρικών σωληναρίων και νεφρικά αδενώματα σε αρουραίους, εάν χορηγηθεί σε δόσεις 1.0 ή 2.5 mg /kg/24ωρο (8 και 21 φορές μεγαλύτερες της ανθρώπινης, αντίστοιχα). Παρόμοιες αλλοιώσεις μπορεί να προκαλέσει και ο θειομηλικός χρυσός σε δόσεις 2 ή 6 mg/kg/2 φορές εβδομαδιαίως (4 ή 12 φορές μεγαλύτερες της ανθρώπινης, αντίστοιχα) (Payne BJ and Arena E, 1978).
- Μπορεί να προκαλέσει όγκους του νεφρικού σωληναριακού επιθηλίου σε αρουραίους, εάν χορηγηθεί επί 12 μήνες σε δόση 23 mg/kg/24ωρο (192 φορές μεγαλύτερη της ανθρώπινης). Πάντως, εάν χορηγηθεί per os επί 18 μήνες σε δόσεις 1, 3 και 9 mg/kg/24ωρο (8, 24 και 72 φορές μεγαλύτερες της ανθρώπινης, αντίστοιχα) δεν συνοδεύεται από στατιστικά σημαντική αύξηση των όγκων, συγκριτικά με μάρτυρες.
- Αυξάνει την συχνότητα μετάλλαξης με την παρουσία μικροσωμικού παρασκευάσματος ήπατος αρουραίων στη δοκιμασία μετάλλαξης λεμφώματος ποντικών, σε μεγάλες συγκεντρώσεις (313-700 ng/ml). Σύμφωνα με άλλες δοκιμασίες, δεν έχει μεταλλαξιογόνο δράση.
- H οξεία per os LD50 της αουρανοφίνης είναι 310 mg/kg σε ενήλικες ποντικούς και 265 mg/ kg, σε ενήλικες αρουραίους. Η ελάχιστη θανατηφόρα δόση στους αρουραίους είναι 30 mg/kg.
Τερατογόνος δράση :
- Ελαττώνει την πρόσληψη τροφής και το βάρος του εμβρύου και της μητέρας και αυξάνει την συχνότητα απορρόφησης, αποβολής και συγγενών ανωμαλιών του εμβρύου, κυρίως γαστρόχυσης και ομφαλοκήλης, εάν χορηγηθεί σε έγκυα κουνέλια σε δόση 0.5, 3 ή 6 mg /kg/24ωρο (4.2-50 φορές μεγαλύτερη της ανθρώπινης) (Szabo KT et al, 1978a).
- Αυξάνει την συχνότητα απορρόφησης και μειώνει το μέγεθος και το βάρος του νεογνού, εάν χορηγηθεί σε έγκυους αρουραίους σε δόση 5 mg/kg/24ωρο (42 φορές μεγαλύτερη της ανθρώπινης), όχι όμως σε δόση 2.5 mg/kg/24ωρο (21 φορές μεγαλύτερη της ανθρώπινης). Παρόμοια, σε έγκυους ποντικούς, σε δόση 5 mg/kg/ 24ωρο (42 φορές μεγαλύτερη της ανθρώπινης), δεν έχει τερατογόνο δράση.
1.3.4 ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ
Η αουρανοφίνη απορροφάται ταχέως, αλλ΄ ατελώς. Σε φυσιολογικούς ενήλικες, μετά την εφάπαξ χορήγηση 6 mg αουρανοφίνης per os, οι μέσες μέγιστες συγκεντρώσεις του χρυσού στο αίμα μετά από 2 ώρες ανέρχονται σε 0.025 mcg/ml. Σε ασθενείς με ΡΑ, 1.2-2 ώρες μετά από την χορήγηση διαλύματος αλκοόλης που περιέχει 6 mg ραδιοσημασμένου 195 Au-αουρανοφίνης, ο χρυσός απορροφάται σε ποσοστό 15-33% και οι μέγιστες συγκεντρώσεις του φθάνουν τα 0.066 mcg/ml (Blocka K et al, 1982).
Η συνεχής χορήγηση της αουρανοφίνης εξασφαλίζει σχετικά σταθερά επίπεδα χρυσού στο αίμα. Οι ασθενείς που παίρνουν 1-9 mg αουρανοφίνης ημερησίως έχουν σταθερή αναλογική σχέση μεταξύ της δόσης του φαρμάκου και των συγκεντρώσεων σταθερής κατάστασης του χρυσού στο αίμα (Champion GD et al, 1982; Calin A et al, 1982).
Η μέση συγκέντρωση του χρυσού στον ορό αυξάνεται περίπου κατά 0.1 mcg/ml για κάθε αύξηση της ημερήσιας δόσης της αουρανοφίνης κατά 1 mg. Οταν η ημερήσια δόση της αουρανοφίνης εκφράζεται σε mg/kg/24ωρο, συσχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τις συγκεντρώσεις του χρυσού στον ορό (Champion GD et al, 1982).
Ο χρυσός ο περιεχόμενος στην αουρανοφίνη απορροφάται σε ποσοστό 20-25%, μάλλον χαλαρά και αναστρέψιμα, από την επιφάνεια των κυττάρων του βλεννογόνου του λεπτού εντέρου, γι΄ αυτό και μετακινείται στο εντερικό υγρό. Στη συνέχεια, απορροφάται από τα εντεροκύτταρα, ο μεταφορέας απομακρύνεται, και μεγάλο μέρος του χρυσού επανεκκρίνεται στον αυλό του εντέρου (Weisman MH et al, 1980).
Σε ασθενείς που παίρνουν αουρανοφίνη σε δόσεις 1-9 mg/24ωρο, τα επίπεδα του χρυσού στο αίμα φθάνουν σε μέγιστες συγκεντρώσεις προοδευτικά σε διάστημα 12-16 εβδομάδων και μετά υποχωρούν βαθμιαία. Ο χρυσός φθάνει σε επίπεδα σταθερής κατάστασης στο πλάσμα μετά από 10-16 εβδομάδες, τα οποία και σταθεροποιούνται μέχρι τον 24ο μήνα, παρά την συνέχιση του φαρμάκου (Bandilla K et al, 1979). Όταν φθάσει σε επίπεδα σταθερής κατάστασης, τα μέσα επίπεδα του στο αίμα αυξομειώνονται ελάχιστα, όσο η αουρανοφίνη χορηγείται συνεχώς και σε καθημερινή βάση. Σε ασθενείς που παίρνουν 3 mg αουρανοφίνης 2 φορές ημερησίως τα μέσα επίπεδα του χρυσού στο αίμα σε σταθερή κατάσταση προσεγγίζουν τα 0.6-0.7 mcg/ ml (Berglof FE et al, 1978).
Σε ασθενείς με ΡΑ που παίρνουν 6 mg ραδιοσημασμένης 195 Au-αουρανοφίνης πριν, και 6 μήνες μετά, από την καθημερινα χορηγούμενη αουρανοφίνη, ο μέσος t(1/2) στο πλάσμα ανέρχεται σε 17 περίπου ημέρες μετά την 1η δόση και 25.5 ημέρες, μετά την 2η δόση (Blocka K et al, 1980), ενώ ο μέσος τελικός ολικός t(1/2), σε 58 και 81 ημέρες, αντίστοιχα. Αντίθετα, την ημέρα που γίνεται η ένεση του θειομηλικού χρυσού, οι μέγιστες συγκεντρώσεις του χρυσού στο αίμα φθάνουν τα 7 mcg/ml και μειώνονται βαθμιαία περίπου στα 3 mcg/ml μετά από μίαν εβδομάδα (Gottlieb NL, 1982).
Ο t(1/2) του θειομηλικού χρυσού στον ορό κυμαίνεται σε 5-6 ημέρες και επίπεδα σταθερής κατάστασης επιτυγχάνονται μετά από 6-8 εβδομάδες (Gottlieb NL, 1982). Το ολικό φορτίο του χρυσού που προέρχεται από τον θειομηλικό χρυσό κατακρατάται από τον οργανισμό σε μεγαλύτερο βαθμό από την αουρανοφίνη (25-42%, συγκριτικά με <1%), αν και ο θειομηλικός χρυσός έχει βραχύτερο t(1/2) στον ορό.
Σε αρουραίους που παίρνουν αουρανοφίνη, ο χρυσός συγκεντρώνεται σε μεγάλες ποσότητες, κατά φθίνουσα σειρά, στους νεφρούς, τον σπλήνα, τα επινεφρίδια, τους πνεύμονες και το ήπαρ. Ο θειομηλικός χρυσός, χορηγούμενος σε δόση 10 mg/kg/24ωρο επί 16 ημέρες, αθροίζεται στους νεφρούς ποντικών 15 φορές περισσότερο από την αουρανοφίνη. Ο χρυσός, χορηγούμενος σε μικρότερες δόσεις επί 12 μήνες, εναποτίθεται στο ήπαρ, τους νεφρούς και τον σπλήνα σε ποσοστό <5%, σε σύγκριση με τον θειομηλικό χρυσό. Σε αρουραίους και ινδόχοιρους, ο θειομηλικός χρυσός συγκεντρώνεται στο ήπαρ, τους νεφρούς και τον σπλήνα σε επίπεδα 35-70 φορές υψηλότερα της αουρανοφίνης (Walz DT et al, 1979).
Στον άνθρωπο, η αουρανοφίνη, μετά την απορρόφησή της, συνδέεται με τα κυτταρικά στοιχεία και τις πρωτεΐνες του πλάσματος. Το 42% του χρυσού που υπάρχει στο αίμα συνδέεται με κυτταρικά στοιχεία. Σε ασθενείς που παίρνουν αουρανοφίνη επί ένα μήνα, το 41% του φαρμάκου συνδέεται με τα ερυθρά αιμοσφαίρια του αίματος (Walz DT et al, 1979) και τα επίπεδα του χρυσού στο αίμα είναι ίσα ή υπερβαίνουν τα επίπεδά του στον ορό, ανάλογα με τον αιματοκρίτη.
Από το τμήμα της αουρανοφίνης το συνδεδεμένο με τα ερυθρά αιμοσφαίρια (40%), το 37% είναι ενδοκυττάριο και το υπόλοιπο 3% συνδέεται με την κυτταρική μεμβράνη (Herrlinger JD et al, 1982). Αντίθετα, ελάχιστα ποσά θειομηλικού χρυσού συνδέονται με τα ερυθρά αιμοσφαίρια του αίματος ή άλλα κυτταρικά στοιχεία. Το κάπνισμα μπορεί να αυξήσει την κατακράτηση του θειομηλικού χρυσού από τα ερυθρά αιμοσφαίρια (James DW et al, 1982), αν και πολύ λιγότερο από την αουρανοφίνη (Lewis D et al, 1983).
Ορισμένα σύμπλοκα της αουρανοφίνης εισέρχονται στα ερυθρά αιμοσφαίρια. Στους αρουραίους, ένα είδος χρυσού κατακρατάται σε πρόσφατα ερυθρά αιμοσφαίρια επί 48 ώρες. Μετά το χρονικό αυτό διάστημα παύει να κατακρατάται, ακόμα και αν είναι σε υψηλά επίπεδα στο πλάσμα, ίσως λόγω της ισχυρής σύνδεσής του με τις πρωτεΐνες του πλάσματος.
Οι πληροφορίες σχετικά με τα μικρά σύμπλοκα του χρυσού που μπορεί να κυκλοφορούν μετά την χορήγηση της αουρανοφίνης και ευθύνονται για την κατακράτηση του χρυσού από τα ερυθρά αιμοσφαίρια και άλλα κύτταρα είναι περιορισμένες. Ένας πιθανός μεταβολίτης είναι η διακετυλιωμένη αουρανοφίνη. Το σύμπλοκο αυτό απορροφάται από το μεμονωμένο λεπτό έντερο αρουραίων και ινδόχοιρων (Tepperman K et al, 1984). Όπως και στα πολυμερή σύμπλοκα, ο μείζων μεταβολίτης της αουρανοφίνης στην κυκλοφορία είναι το σύμπλοκο με την λευκωματίνη.
Περίπου ≤ 1% της αουρανοφίνης συνδέεται με τα λευκά αιμοσφαίρια και τα αιμοπετάλια. Η σύνδεση με τα κυτταρικά αυτά στοιχεία μπορεί να αποτελεί βιολογικό σύστημα μεταφοράς ή αποθήκη χρυσού (Walz DT et al, 1979 ). Η κατακράτηση του χρυσού από κύτταρα παρόμοια με μακροφάγα συνδέεται με αποχωρισμό του από τους δεσμούς της θειόλης και της φωσφίνης (Snyder RM et al, 1986).
Η αουρανοφίνη εισέρχεται στο αρθρικό υγρό. Σε ασθενείς που παίρνουν αουρανοφίνη επί 18 μήνες, η σχέση χρυσού στον αρθρικό υγρό/συνολική ποσότητα χρυσού στο αίμα ανέρχεται σε 1:1.7 (Gottlieb NL et al, 1980). Σ’ έναν ασθενή που έπαιρνε αουρανοφίνη και σ’ όλους τους ασθενείς που θεραπεύονται με θειομηλικό χρυσό έχει ανευρεθεί χρυσός στην βιοψία του δέρματος (Gottlieb NL, 1982).
Στον άνθρωπο, ο ενέσιμος χρυσός κατανέμεται με τρόπο γενικά παρόμοιο με τον παρατηρούμενο σε πειραματόζωα. Σε ασθενείς θεραπευόμενους με θειομηλικό χρυσό, ο χρυσός συγκεντρώνεται περισσότερο στους λεμφαδένες, τα επινεφρίδια, το ήπαρ, τους νεφρούς, τον μυελό των οστών και τον σπλήνα (Gottlieb NL et al, 1972), αλλά και σε άλλα όργανα ή ιστούς, όπως το δέρμα, οι μύες και οι ενδοκρινείς αδένες (Gottlieb NL, 1979).
Η αουρανοφίνη, πιθανώς λόγω της μονομερούς φύσης της, διαπερνά την μεμβράνη των λεμφοκυττάρων ευκολότερα από τον θειομηλικό χρυσό (Lorber A et al, 1979). Ο ελεύθερος χρυσός στον ορό μπορεί να ευθύνεται για την κυτταρική δράση της αουρανοφίνης και άλλων σκευασμάτων χρυσού. Η σχέση της ελεύθερης αουρανοφίνης στον ορό με τα συνολικά επίπεδα του χρυσού είναι μεγαλύτερη με την αουρανοφίνη, συγκριτικά με τον θειομηλικό χρυσό (Lorber A et al, 1982).
Η αουρανοφίνη αποβάλλεται κυρίως από τα κόπρανα και λιγότερο από τα ούρα. Η αθροιστική αποβολή της από τα κόπρανα σε διάστημα 6 μηνών ανέρχεται περίπου σε 85% και από τα ούρα, στο 15% της δόσης του (Blocka K et al, 1982). Περίπου 70% της χρυσοθειογλυκόζης αποβάλλεται από τα ούρα και 30%, από τα κόπρανα.
Η αουρανοφίνη, ενώ αποβάλλεται βραδέως, κατακρατάται πολύ μικρότερο διάστημα στο σώμα από τον ενέσιμο χρυσό. Έτσι, < 5% του χρυσού παραμένει στο σώμα μετά από 100 ημέρες και, σε ποσοστό 0.4-1.3%, μετά από 6 μήνες. Αντίθετα, 6 μήνες μετά από μίαν εφάπαξ ενδοφλέβια ένεση 50 mg θειομηλικού χρυσού, 25-42% του χρυσού κατακρατάται στο σώμα (Gerber RC et al, 1974). Η μικρότερη κατακράτηση της αουρανοφίνης από τους ιστούς εξηγεί την ηπιότερη τοξικότητά της, συγκριτικά με τον ενέσιμο.
Ο αποβαλλόμενος από τα κόπρανα χρυσός αποτελείται, στο μεγαλύτερο μέρος του, πιθανώς από μη απορροφηθέντα χρυσό και, στο υπόλοιπο, από χρυσό συνδεδεμένο με γαστρικό επιθήλιο και εναποθηκευμένο στον γαστρεντερικό σωλήνα μετά την κυτταρική εναλλαγή.
Ο χρυσός, χορηγούμενος per os επί 20 εβδομάδες σε δόση 6 mg/24ωρο, κατακρατάται κατά 66%, ενώ μετά από θεραπεία 20 εβδομάδων, σε ποσοστό περίπου 27% (Gottlieb NL, 1982). Η αουρανοφίνη δεν απεκκρίνεται από την χολή και δεν συμμετέχει στον εντεροηπατικό κύκλο. Στο αίμα, περίπου 60% της αουρανοφίνης και 99% του θειομηλικού χρυσού συνδέεται με τις πρωτεΐνες του ορού.
Στους αρουραίους, το οξείδιο της τριαιθυλοφωσφίνης είναι μείζων μεταβολίτης της αουρανοφίνης και αποβάλλεται από τους νεφρούς. Ο μεταβολίτης αυτός έχει επίσης ανευρεθεί σε ασθενείς με ΡΑ που έπαιρναν 3 mg αουρανοφίνης 2 φορές ημερησίως (Data on file, 1982).
1.3.5 ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ - ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ
Η κλινική βελτίωση που προκαλεί η αουρανοφίνη εμφανίζεται όταν τα επίπεδα του χρυσού στο αίμα ανέρχονται σε 0.7 mcg/ml (Finkelstein AE et al, 1980). Οι ασθενείς που ανταποκρίνονται στην αουρανοφίνη έχουν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα χρυσού στο αίμα μετά από 20 και 26 εβδομάδες θεραπείας, συγκριτικά με αυτούς που δεν ανταποκρίνονται στη θεραπεία (Weisman MH et al, 1979).
Κατ’ άλλους, η κλινική βελτίωση ή/και τοξικότητα δεν σχετίζονται με τα επίπεδα του χρυσού στο αίμα (Bandilla K et al, 1982).
1.3.6 ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Φαινυτοΐνη
Αλληλεπιδράσεις : Η ταυτόχρονη χορήγηση της αουρανοφίνης με φαινυτοΐνη μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα της φαινυτοΐνης στο πλάσμα.
Συστάσεις : Η ταυτόχρονη χορήγηση της αουρανοφίνης με φαινυτοΐνη πρέπει να γίνεται με προσοχή.
1.3.7 ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα
ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗΝ ΑΟΥΡΑΝΟΦΙΝΗ :
- Νεανική ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Σύνδρομο Felty
- Σύνδρομο Sjogren
- Νόσος Still των ενηλίκων
- Ψωριασική αρθρίτιδα
- Αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα
- Χρόνιος δισκοειδής ερυθηματώδης λύκος
- Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος
- Βρογχικό άσθμα
1.3.8 ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Ιστορικό επιπλοκών στα άλατα του χρυσού (νεκρωτική εντεροκολίτιδα, πνευμονική ίνωση, αποφολιδωτική δερματίτιδα, απλασία μυελού οστών και άλλες βαριές αιματολογικές διαταραχές)
- Προοδευτική νεφρική ανεπάρκεια
- Σοβαρή ηπατική νόσος
- Σοβαρή οργανική εξασθένηση
- Κνίδωση
ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Καταστολή μυελού
- Φλεγμονώδεις εντεροπάθειες
- Εξανθήματα
- Νεφρική/ηπατική ανεπάρκεια
1.3.9 ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
1.3.9.1 ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Η αουρανοφίνη, όπως και ο ενέσιμος χρυσός, ενδείκνυται σε όλους τους ασθενείς με ΡΑ, εφ’ όσον έχουν ένδειξη χρυσοθεραπείας, ανεξάρτητα από την ηλικία τους.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Σύμφωνα με ανοιχτές (Brenol JC et al, 1986; Bandilla K et al, 1986; Itokazu M et al, 1995) και διπλές-τυφλές ελεγχόμενες (Johnsen V et al, 1989; Egmose C et al, 1995; Glennas A et al, 1997) μελέτες, η αουρανοφίνη, σε δόση 3-6 mg/24ωρο, είναι περισσότερο αποτελεσματική από placebo. Η αποτελεσματικότητά της μπορεί να είναι μεγαλύτερη σε νεότερους ασθενείς με πρώϊμη, σοβαρή νόσο (Singh G et al, 1990).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Μειώνει τον πόνο και την ευαισθησία των αρθρώσεων και την διάρκεια της πρωινής δυσκαμψίας
- Ελαττώνει τον αριθμό των ευαίσθητων και διογκωμένων αρθρώσεων και αυξάνει την μυϊκή ισχύ σύσφιγξης των δακτύλων
- Βοηθά στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών σε ασθενείς με πρώϊμης έναρξης νόσο
Η θεραπευτική δράση της αουρανοφίνης εμφανίζεται μετά από 3-4 και, σε μερικούς ασθενείς, 6 μήνες θεραπείας. Η βελτίωση μερικές φορές είναι σημαντική, αλλά υφέσεις δεν είναι συχνές και η αποτελεσματικότητα δεν διατηρείται σταθερή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μεγαλύτερο δυνητικό όφελος έχουν οι ασθενείς με ενεργό υμενίτιδα, ιδιαίτερα σε πρώϊμο στάδιο, αν και οι υπολειμματικές αλλοιώσεις οστών και χόνδρων δεν αναστρέφονται. Σχεδόν 1/3 των ασθενών διακόπτει την θεραπεία λόγω αναποτελεσματικότητας.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ : Μειώνει τους τίτλους του RA test, τα επίπεδα της IgG και της α2- μακροσφαιρίνης (Finkelstein AE et al, 1976).
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ : Η αουρανοφίνη καθυστερεί την πρόοδο των ακτινολογικών αλλοιώσεων (Gofton JP and O’ Brien WM, 1983; Gofton JP et al, 1984), αλλά λιγότερο από τον ενέσιμο χρυσό (Larsen A et al, 1984; Van Riel PL et al, 1986; Rau R et al, 1990) και την μεθοτρεξάτη (Weinblatt ME et al, 1993). Κατ’ άλλους (Caruso J et al, 1992; Lopez-Mendez A et al, 1993), δεν αναστέλλει τις ακτινολογικές αλλοιώσεις.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Ενέσιμος χρυσός : Η αουρανοφίνη έχει παρόμοια αποτελεσματικότητα και είναι λιγότερο τοξική (van Riel PL et al, 1984; Davis P et al, 1985; Schattenkirchner M et al, 1988).
Κατ’ άλλους, ο ενέσιμος χρυσός είναι περισσότερο αποτελεσματικός, αλλά και τοξικός (Harth M et al, 1987; Rau R et al, 1990; Prete PE et al, 1994), έχει ταχύτερη έναρξη δράσης και μεγαλύτερη τροποποιητική ικανότητα (Ward JR et al, 1983; Rau R et al, 1990) από την αουρανοφίνη. Πάντως, αν και περισσότεροι ασθενείς διακόπτουν την αουρανοφίνη λόγω αναποτελεσματικότητας, αυτοί που συνεχίζουν τον ενέσιμο χρυσό έχουν παρόμοια βελτίωση με την αουρανοφίνη (Capell HA et al, 1986).
Οι βλεννογονοδερματικές αντιδράσεις, ιδιαίτερα το εξάνθημα και ο κνησμός, είναι συχνότερες με τον ενέσιμο χρυσό και η διάρροια, με την αουρανοφίνη (Schattenkirchner M et al, 1982). Ο κυριότερος λόγος διακοπής του ενέσιμου χρυσού είναι η τοξικότητα και της αουρανοφίνης, η έλλειψη αποτελεσματικότητας (van Riel PL et al, 1984).
ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΑΟΥΡΑΝΟΦΙΝΗΣ, ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΝΕΣΙΜΟ ΧΡΥΣΟ :
- Εναποτίθεται και κατακρατάται από τους ιστούς σε μικρότερο βαθμό
- Χορηγείται per os, και όχι παρεντερικά
- Συνοδεύεται λιγότερο συχνά από σοβαρές επιπλοκές που απαιτούν διακοπή της θεραπείας (ιδιαίτερα κυτταροπενία, δερματικές αντιδράσεις και πρωτεϊνουρία)
- Μπορεί να χορηγηθεί με ασφάλεια σε ασθενείς με επιπλοκές ή μικρή ανταπόκριση στον ενέσιμο χρυσό (Tosi S et al, 1985)
- Μπορεί να χορηγηθεί αμέσως μετά την διακοπή του ενέσιμου χρυσού και ταυτόχρονα με αντιφλεγμονώδη ή αναλγητικά φάρμακα
- Μπορεί να διατηρήσει την κλινική βελτίωση που έχει προκαλέσει ο ενέσιμος χρυσός (Tosi S et al, 1985).
Κατ’ άλλους :
- Ο ενέσιμος χρυσός δεν έχει αποτέλεσμα σε ασθενείς μη ανταποκριθέντες στην αουρανοφίνη (Wessel J et al, 1983)
- Η αουρανοφίνη αντενδείκνυται σε ασθενείς που έχουν διακόψει τον ενέσιμο χρυσό λόγω αναποτελεσματικότητας ή τοξικότητας (McEntegart A et al, 1996).
- Η αουρανοφίνη δεν είναι ικανή να διατηρήσει την ύφεση που έχει επιτευχθεί με τον ενέσιμο χρυσό και προκαλεί έξαρση της νόσου (Prete PE et al, 1994), η οποία όμως συχνά υφίεται με την επαναχορήγηση του ενέσιμου χρυσού (Blackburn WD, 1987).
D-πενικιλλαμίνη : Η αουρανοφίνη έχει παρόμοια αποτελεσματικότητα (Felix-Davies DD et al, 1983; Manthorpe R et al, 1986), αν και ευθύνεται συχνότερα για διακοπή της θεραπείας λόγω αναποτελεσματικότητας (Huskisson EC and Scott J, 1982).
Κατ’ άλλους, είναι λιγότερο ή περισσότερο αποτελεσματική και λιγότερο τοξική (Barraclough D et al, 1982; Felix-Davies DD et al, 1983; Hochberg MC, 1986) από την D-πενικιλλαμίνη.
Λεβαμιζόλη : Είναι εξίσου αποτελεσματική με την αουρανοφίνη (Huskisson EC et al, 1982).
Μεθοτρεξάτη : Δρα ταχύτερα και αποτελεσματικότερα, είναι λιγότερο τοξική (Weinblatt ME et al, 1990) και καθυστερεί περισσότερο την εξέλιξη των ακτινολογικών αλλοιώσεων (Weinblatt ME et al, 1993; Lopez-Mendez A et al, 1993) από την αουρανοφίνη.
OM-8980 : Έχει παρόμοια αποτελεσματικότητα και μικρότερη τοξικότητα, κυρίως από τον ΓΕΣ, από την αουρανοφίνη (Vischer TL, 1988; Vischer TL, 1990).
CPH-82 (Reumacon) : Έχει ταχύτερη δράση, αλλά παρόμοια ανοχή και ασφάλεια, από την αουρανοφίνη (Bjorneboe O et al, 1998).
Πυριτινόλη (600 mg/24ωρο) : Eίναι πολύ περισσότερο αποτελεσματική, αλλά και τοξική, από 6 mg αουρανοφίνης ημερησίως (Lemmel EM, 1993).
Σουλφασαλαζίνη : Έχει ταχύτερη δράση και είναι εξίσου αποτελεσματική και ανεκτή με την αουρανοφίνη (Porter D et al, 1992). Κατ’ άλλους, έχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα ή/και ανοχή από την αουρανοφίνη (McEntegart A et al, 1996).
Υδροξυχλωροκίνη (400 mg/24ωρο) : Η αουρανοφίνη είναι εξίσου αποτελεσματική, αλλά περισσότερο τοξική (Bird HA et al, 1984).
Ριφαμυκίνη : Χορηγούμενη ενδαρθρικά σε δόση 525 mg/εβδομάδα είναι εξίσου αποτελεσματική με την αουρανοφίνη, αλλ΄ έχει μεγαλύτερη τροποποιητική δράση και μικρότερη τοξικότητα (Caruso I et al, 1992).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Αουρανοφίνη + υδροξυχλωροκίνη : Είναι σχεδόν εξίσου αποτελεσματικός με καθένα από τα φάρμακα αυτά ξεχωριστά (Luthra HS et al, 1990).
Αουρανοφίνη + μεθοτρεξάτη : Είναι εξίσου αποτελεσματικός με την αουρανοφίνη ή την μεθοτρεξάτη μόνη της, αλλά περισσότερο τοξικός (Williams HJ et al, 1992). Κατ’ άλλους, είναι περισσότερο αποτελεσματικός από την αουρανοφίνη (Kantor SM et al, 1990).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η αουρανοφίνη είναι αποτελεσματική στη ρευματοειδή αρθρίτιδα, αλλά λιγότερο από άλλα ΤΝΑΡΦ. Είναι λιγότερο τοξική σε ασθενείς με επιπλοκές από άλλα ΤΝΑΡΦ (ενδομυϊκός χρυσός, D-πενικιλλαμίνη, υδροξυχλωροκίνη), εκτός ίσως με σοβαρά δερματικά εξανθήματα από τον ενδομυϊκό χρυσό.
Αν και η τελική της θέση έναντι του ενέσιμου χρυσού στη θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας δεν έχει καθιερωθεί, φαίνεται ότι είναι αποτελεσματικότερη σε ηπιότερες μορφές και πρωιμότερες φάσεις της νόσου. Γι’ αυτό και μπορεί να χορηγηθεί σαν αρχικό ΤΝΑΡΦ σε ασθενείς με ήπια ή μέτριας βαρύτητας νόσο που επιλέγονται για χρυσοθεραπεία και να αντικατασταθεί από τον ενέσιμο χρυσό, εάν, μετά από 4-6 μήνες θεραπείας, δεν έχει ικανοποιητική ανταπόκριση.
1.3.9.2 ΝΕΑΝΙΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Σύμφωνα με ανοιχτές, μη ελεγχόμενες, μελέτες (Giannini EH et al, 1986; Fantini F et al, 1986; Marcolongo et al, 1988) και με ελεγχόμενη μελέτη (Kvien TK et al, 1986), η αουρανοφίνη βελτιώνει κλινικά και εργαστηριακά το 50-100% των ασθενών με ΝΡΑ και μπορεί να προκαλέσει ύφεση της νόσου, η οποία όμως συχνά αναζωπυρώνεται μετά την διακοπή του φαρμάκου.
Κατ’ άλλους, δεν υπερέχει σημαντικά σε αποτελεσματικότητα από placebo (Giannini EH et al, 1993) και ελέγχει μακροπρόθεσμα την νόσο σε μικρό αριθμό ασθενών (Giannini EH et al, 1991) και σε μέτριο μόνο βαθμό, συγκριτικά με placebo (Giannini EH et al, 1990).
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Μειώνει την ΤΚΕ και τους τίτλους του RA test (Brewer EJ Jr et al, 1983)
- Μειώνει την σύνθεση IgM, in vitro, και του CH50, σε ασθενείς ανταποκρινόμενους στο φάρμακο (Martini A et al, 1985)
- Μειώνει την σχέση Τ4/Τ8 και τα επίπεδα των IgG και C3c στον ορό (Fantini F et al, 1986).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ :
Ενέσιμος χρυσός : Έχει παρόμοια αποτελεσματικότητα με την αουρανοφίνη (Giannini EH et al, 1983).
Μεθοτρεξάτη : Είναι περισσότερο αποτελεσματική από την αουρανοφίνη (Giannini EH et al, 1993).
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ : Η αουρανοφίνη είναι λιγότερο τοξική από τον ενέσιμο χρυσό στα παιδιά, όπως και στους ενήλικες, με ΡΑ (Marcolongo R et al, 1988). Στα παιδιά φαίνεται ότι προκαλεί διάρροια πολύ λιγότερο συχνά απ’ ό, τι στους ενήλικες (Giannini EH et al, 1990), αλλά προκαλεί ταχυφυλαξία στο 1/3 των περιπτώσεων (Giannini EH et al, 1986).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η αουρανοφίνη είναι αποτελεσματική και περισσότερο ασφαλής από τον ενέσιμο χρυσό στη ΝΡΑ, αν και, κατ’ άλλους, δεν έχει αποτέλεσμα.
1.3.9.3 ΣΥΝΔΡΟΜΟ FELTY
Η αουρανοφίνη μπορεί να βελτιώσει τις αρθρικές εκδηλώσεις και να φυσιολογικοποιήσει τον αριθμό των λευκών αιμοσφαιρίων (Belleli A et al, 1987).
1.3.9.4 ΝΟΣΟΣ STILL ΤΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ
Ένας ασθενής ανταποκρίθηκε σε 9 mg αουρανοφίνης ημερησίως (Take H et al, 1994).
1.3.9.5 ΨΩΡΙΑΣΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Σύμφωνα με ανοιχτές μελέτες, η αουρανοφίνη είναι αποτελεσματική στο 50% των ασθενών με ΨΑ και έχει μικρή τοξικότητα (Dequeker J et al, 1984; Tumiati B et al, 1986; Salvarani C et al, 1989). Σύμφωνα όμως με διπλή-τυφλή μελέτη, είναι μεν περισσότερο αποτελεσματική από placebo σε ασθενείς κυρίως με πολυαρθρίτιδα, αλλά δεν πλεονεκτεί σημαντικά της μονοθεραπείας με ΜΣΑΦ (Carette S et al, 1989).
Ένας ασθενής με ΨΑ συνδεόμενη με AIDS είχε ύφεση των δερματικών αλλοιώσεων και της αρθρίτιδας και αύξηση των CD4 και απαλλάχθηκε από τις ευκαιριακές λοιμώξεις με την θεραπεία με αουρανοφίνη (Shapiro DL and Masci JR, 1996).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ :
Ενέσιμος χρυσός : Η αουρανοφίνη είναι λιγότερο αποτελεσματική, αν και βελτιώνει περισσότερους ασθενείς, και τοξική από τον ενέσιμο χρυσό (Marcolongo R et al, 1988; Palit J et al, 1990; Bruckle W et al, 1994) και λιγότερο συχνά επιδεινώνει το ψωριασικό εξάνθημα ή διακόπτεται λόγω τοξικότητας (Bruckle W et al, 1994).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η αουρανοφίνη είναι αποτελεσματική στην ψωριασική αρθρίτιδα, αλλά λιγότερο απ’ ό,τι στη ρευματοειδή αρθρίτιδα και από τον ενέσιμο χρυσό, δεν προκαλεί συχνότερα έξαρση του δερματικού εξανθήματος και είναι εξίσου τοξικός όπως και στη ρευματοειδή αρθρίτιδα. Σε συνδυασμό με ΜΣΑΦ, είναι ίσως περισσότερο αποτελεσματικός από την μονοθεραπεία με ΜΣΑΦ.
1.3.9.6 ΑΓΚΥΛΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΠΟΝΔΥΛΙΤΙΔΑ
Η αουρανοφίνη δεν έχει δράση στην αξονική προσβολή, ούτε στα συμπτώματα ή την λειτουργικότητα και τις παραμέτρους της φλεγμονής, αν και μπορεί να βελτιώσει την περιφερική αρθροπάθεια (Grasedyck K et al, 1990).
1.3.9.7 ΧΡΟΝΙΟΣ ΔΙΣΚΟΕΙΔΗΣ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗΣ ΛΥΚΟΣ
Σύμφωνα με ανοιχτή μελέτη, η αουρανοφίνη βελτιώνει τις αλλοιώσεις του σοβαρού μακροχρόνιου δισκοειδούς ερυθηματώδους λύκου που ανθίσταται στη συμβατική θεραπεία (Dalziel K et al, 1986).
1.3.9.8 ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΣ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗΣ ΛΥΚΟΣ
Σε ασθενείς με ΣΕΛ, αλλά χωρίς νεφρική προσβολή, η αουρανοφίνη μειώνει σε μέτριο βαθμό την συνολική δραστηριότητα της νόσου και βοηθά στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών, αλλά δεν βελτιώνει τα εργαστηριακά ευρήματα και τους αντικειμενικούς κλινικούς δείκτες δραστηριότητας της νόσου (Weisman MH et al, 1983).
1.3.9.9 ΣΥΝΔΡΟΜΟ SJOGREN
Σε ασθενείς με υπογαμμασφαιρινική πορφύρα συνδεόμενη με σύνδρομο Sjogren, η αουρανοφίνη καταστέλλει τα υποτροπιάζοντα επεισόδια της πορφύρας και τα επίπεδα των IgG στον ορό και βελτιώνει την παραγωγή σιέλου και τα επίπεδα της αμυλάσης στον ορό (Katayama I, 1995).
1.3.9.10 ΒΡΟΓΧΙΚΟ ΑΣΘΜΑ
Η αουρανοφίνη δεν επηρεάζει τον εκπνευστικό και τον πνευμονικό όγκο, αλλά ελαττώνει τις απαιτήσεις σε κορτικοειδή και την ανταπόκριση στις εισπνοές μεταχολίνης (Bernstein DΙ et al, 1988).
1.3.10 ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Οι ανεπιθύμητες ενέργειες του per os χορηγούμενου χρυσού είναι παρόμοιες με τις του ενέσιμου, αλλά σπανιότερες, ηπιότερες, δεν διαρκούν πολύ και συνήθως υποχωρούν αυτόματα παρά την συνέχιση της θεραπείας ή με την ελάττωση της δόσης ή την διακοπή του φαρμάκου.
Η συχνότητα διακοπής της αουρανοφίνης λόγω τοξικότητας είναι 11%, ενώ του θειομηλικού χρυσού, 15-30% τους πρώτους 6 μήνες και 49-59%, μετά την πρώτη 5ετία (Luukkainen R, 1980) της θεραπείας.
ΤΥΠΟΙ : Οι κυριότερες επιπλοκές της αουρανοφίνης είναι οι γαστρεντερικές διαταραχές και οι βλεννογονοδερματικές αντιδράσεις. Εμφανίζονται σε οποιαδήποτε φάση, συνήθως όμως τους πρώτους 6 μήνες, της θεραπείας.
1. ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Μαλακά κόπρανα ή διάρροια (47%)
- Κοιλιακός πόνος (4%)
- Ναυτία με ή χωρίς εμέτους (10%)
- Δυσκοιλιότητα (1-3%)
- Ανορεξία (3-9%)
- Μετεωρισμός (1-3%)
- Δυσπεψία (3-9%)
- Δυσγευσία (1-3%)
- Δυσφαγία (<1%)
- Γαστρεντερική αιμορραγία (0.1-1%)
- Μέλαινα (0.1-1%)
- Ελκωτική εντεροκολίτιδα (<0.1%)
2. ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ-ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ
- Εξάνθημα (24%)
- Κνησμός (17%)
- Τριχόπτωση (1-3%)
- Κνίδωση (1-3%)
- Στοματίτιδα (13%)
- Επιπεφυκίτιδα (3-9%)
- Γλωσσίτιδα (1-3%)
- Αγγειοοίδημα (<0.1%)
- Ουλίτιδα (0.1-1%)
3. ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Θρομβοπενία (0.5%)
- Αναιμία (0.1%)
- Λευκοπενία (0.1%)
- Ηωσινοφιλία (0.1%)
- Ουδετεροπενία (0.1-1%)
- Ακοκκιοκυτταραιμία (<0.1%)
4. ΑΠΟ ΤΟ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Πρωτεϊνουρία (3-9%)
- Αιματουρία (1-3%)
5. ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ
- Αύξηση ηπατικών ενζύμων (1-3%)
- Χολοστατικός ίκτερος (<0.1%)
6. ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Διάμεση πνευμονίτιδα (<0.1%)
- Βρογχίτιδα
- Ινωση
7. ΑΓΓΕΙΟΚΙΝΗΤΙΚΕΣ (ΝΙΤΡΟΕΙΔΕΙΣ) ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ
8. ΔΙΑΦΟΡΕΣ
- Περιφερική νευροπάθεια (<0.1%)
- Πυρετός.
1.3.10.1 ΑΓΓΕΙΟΚΙΝΗΤΙΚΕΣ (ΝΙΤΡΟΕΙΔΕΙΣ) ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ
Έχουν αναφερθεί σε μίαν ασθενή με παρόμοιες αντιδράσεις στον ενέσιμο χρυσό (Proudman SM et al, 1992).
1.3.10.2 ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Οι συχνότερες γαστρεντερικές επιπλοκές της αουρανοφίνης είναι επιγαστραλγία, κοιλιακοί σπασμοί, ναυτία, έμετοι, ανορεξία, μαλακά κόπρανα, αύξηση της συχνότητας των κενώσεων ή διάρροια (πάνω από 3 κενώσεις την ημέρα). Άλλοι υποστηρίζουν ότι τα ενοχλήματα από το ανώτερο ΓΕΣ, όπως η ναυτία, οι έμετοι και ο μετεωρισμός της κοιλιάς, είναι παρόμοια με placebo (Katz WA et al, 1982).
1.3.10.2.1 ΔΙΑΡΡΟΙΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η διάρροια είναι η συχνότερη επιπλοκή του per os χορηγούμενου χρυσού. Παρατηρείται στο 10-74% των ασθενών που παίρνει αουρανοφίνη (Bombardier C et al, 1986; Schattenkirchner M et al, 1986; Wallin BA et al, 1988). Γενικά, το 29-44% των ασθενών που παίρνει αουρανοφίνη εμφανίζει αύξηση της συχνότητας των κενώσεων και μαλακά κόπρανα, μέχρι πραγματική διάρροια (Chaffman M et al, 1984; Heuer MA et al, 1985).
Η συχνότητα της διάρροιας μειώνεται με την πάροδο του χρόνου, παρά την συνέχιση του φαρμάκου. Τους 3 πρώτους μήνες της θεραπείας υπερβαίνει το 50%, το πρώτο εξάμηνο προσεγγίζει το 30-40%, μετά από 12 μήνες, το 20%, και, μετά από 18-24 μήνες θεραπείας, το 10% (Wallin BA et al, 1988).
ΚΛΙΝΙΚΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ ΔΙΑΡΡΟΙΑΣ :
- Ποικίλλει σε διάρκεια, ένταση και συχνότητα. Πάντως, συνήθως είναι ήπια, αυτοπεριοριζόμενη, δοσοεξαρτώμενη και παροδική και γενικά ελέγχεται με μείωση της δόσης (π.χ. από 6, σε 3 mg/24ωρο) και σε μικρό μόνο ποσοστό (3-5%) επιβάλλει οριστική διακοπή του φαρμάκου
- Μπορεί να είναι αιματηρή και να συνοδεύεται από κοιλιακές κράμπες, ναυτία και εμέτους
- Μπορεί να εμφανισθεί οποιαδήποτε στιγμή στη διάρκεια της θεραπείας, αλλά κατά κανόνα εμφανίζεται στη διάρκεια των 3 πρώτων μηνών και συνήθως μερικές ώρες μετά την χορήγηση του φαρμάκου
- Σε μερικούς ασθενείς εμφανίζεται μία μόνον ημέρα ή σ’ όλη την διάρκεια της θεραπείας, αλλ’ όχι στη διάρκεια της νύχτας
- Δεν προκαλεί απώλεια βάρους, γαστρεντερική αιμορραγία ή σύνδρομο δυσαπορρόφησης (Bandilla K et al, 1982; Van Riel P et al, 1983; Behrens R et al, 1986)
- Δεν προκαλεί αλλοιώσεις του ορθού (Bandilla K et al, 1982; Behrens R et al, 1986), του 12 δακτύλου (Higgins CS et al, 1986) και του λεπτού εντέρου.
- Μπορεί να συνοδεύεται από ήπια στεατόρροια (Wallin BA et al, 1988).
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η διάρροια μπορεί να οφείλεται στη φαρμακολογική δράση της αουρανοφίνης στο έντερο και όχι σε εντερική αλλοίωση. Η αουρανοφίνη δρα πιθανώς στην εντερική διαπερατότητα ή μεταβάλλει την ενεργό μεταφορά ιόντων, δεδομένου ότι οι διαρροϊκές κενώσεις έχουν φυσιολογική ωσμωτική πίεση και αυξημένες συγκεντρώσεις νατρίου (Behrens R et al, 1986). Κατ΄ άλλους, οι προσταγλανδίνες ευθύνονται για την διαταραχή της εντερικής λειτουργίας από την αουρανοφίνη (Backon J, 1983).
Μία ασθενής με διάρροια από την αουρανοφίνη είχε ήπια και αναστρέψιμη μερική ατροφία των λαχνών του δωδεκαδακτύλου, με αυξομειώσεις της σχέσης λαχνών/κρύπτες και της αρχιτεκτονικής και αυξημένα χρόνια φλεγμονώδη κύτταρα στο χόριο του βλεννογόνου (Cook NJ et al, 1995).
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Η διάρροια από την αουρανοφίνη πρέπει να διακρίνεται από την βαρύτερη κολίτιδα που μπορεί να προκαλέσει ο ενέσιμος χρυσός (Rocha MP et al, 1987), αλλά και η αουρανοφίνη.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ : Η διάρροια μπορεί να μειωθεί σε συχνότητα εάν η αουρανοφίνη χορηγηθεί σε μικρότερη αρχικά δόση, π.χ. 3 mg ημερησίως επί 2 εβδομάδες, αυξανόμενη στη συνέχεια στην πλήρη δόση (6 mg/24ωρο) (Bobrove AM et al, 1988).
Η θεραπεία με αουρανοφίνη μπορεί να συνεχισθεί εάν συνοδεύεται μόνο από μαλακές κενώσεις ή μικρή αύξηση του αριθμού των κενώσεων (2-3/24ωρο). Εάν η διάρροια είναι έντονη και επίμονη, η δόση της αουρανοφίνης πρέπει να μειώνεται ή το φάρμακο να διακόπτεται προσωρινά και να χορηγούνται αντιδιαρροϊκά φάρμακα (Caopectate ή Lomotil), ογκωτικές ύλες, σκευάσματα σιδήρου και πίτουρο. Εάν, παρ’ όλ’ αυτά, η διάρροια δεν ελέγχεται, η αουρανοφίνη πρέπει να διακόπτεται οριστικά. Εάν οι κράμπες είναι έντονες, η αουρανοφίνη πρέπει να διακόπτεται, αν και μπορεί να υποχωρήσουν με μείωση της δόσης ή και συνέχιση του φαρμάκου.
Η διάρροια δεν είναι ένδειξη οριστικής διακοπής της αουρανοφίνης, γιατί η συχνότητά της ελαττώνεται με την πάροδο του χρόνου και συνήθως δεν παρεμποδίζει την συνέχιση της θεραπείας. Τελικά, το 50% των ασθενών με διάρροια από την αουρανοφίνη δεν χρειάζεται καμιά θεραπεία ή τροποποίηση της δόσης και μπορεί να συνεχίσει το φάρμακο χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα (Wallin BA et al, 1988). Οι υπόλοιποι μπορεί να χρειασθούν ελάττωση της δόσης ή αντιδιαρροϊκά σκευάσματα.
1.3.10.2.2 ΕΝΤΕΡΟΚΟΛΙΤΙΔΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η εντεροκολίτιδα είναι σπάνια επιπλοκή της αουρανοφίνης (Jarner D et al, 1983; Langer HE et al, 1987; Michet CJ et al, 1987) και μπορεί να συνοδεύεται από ηωσινοφιλία (Michet CJ et al, 1987).
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Είναι άγνωστος. Ένας ασθενής είχε εναποθέσεις χρυσού στο βλεννογόνο του παχέος εντέρου, ένδειξη άμεσης τοπικής τοξικότητας του φαρμάκου (Langer HE et al, 1987).
ΠΡΟΣΟΧΗ : Διάρροια στη διάρκεια της θεραπείας με άλατα χρυσού πρέπει πάντα να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη και, σε ύποπτες περιπτώσεις, να γίνεται έγκαιρα κολονοσκόπηση και βιοψία του ορθού.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ :
- Πρεδνιζόνη 50 mg/24ωρο + σουλφασαλαζίνη 1.5 gr/6ωρο (Langer HE et al, 1987)
- Μεθυλπρεδνιζολόνη 60 mg/24ωρο + αντιβιοτικά ευρέος φάσματος και παρεντερική σίτιση (Jarner D et al, 1983)
- Οκτρεοτίδη, αρχικά 0.05 mg 3 φορές ημερησίως και στη συνέχεια 0.1 mg/12ωρο (Dorta G, 1993)
- BAL
- Χρωμογλυκονικό νάτριο
- Κολεκτομή, σε βαριές περιπτώσεις ανθεκτικές στη συντηρητική αγωγή.
ΕΚΒΑΣΗ : Μετά την διακοπή της αουρανοφίνης τα συμπτώματα υποχωρούν πλήρως, αν και ένας ασθενής ανέπτυξε τοξικό μεγάκολο (Jarner D et al, 1983).
1.3.10.3 ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ - ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ
Η συχνότητα και βαρύτητα των βλεννογονοδερματικών αντιδράσεων, όπως και η ανάγκη διακοπής της θεραπείας λόγω των επιπλοκών αυτών, είναι μικρότερη με την αουρανοφίνη, συγκριτικά με τον θειομηλικό χρυσό.
Α) ΔΕΡΜΑΤΙΚΑ ΕΞΑΝΘΗΜΑΤΑ, ΚΝΗΣΜΟΣ
Το 30% των ασθενών που παίρνει αουρανοφίνη εμφανίζει δερματικές αντιδράσεις (εξάνθημα, κνησμό και σπάνια αλωπεκία). Τα εξανθήματα εμφανίζονται συχνότερα τον πρώτο χρόνο, αλλά μπορεί και σε οποιαδήποτε φάση, της θεραπείας. Τα περισσότερα είναι ήπια και επιβάλλουν οριστική διακοπή της θεραπείας μόνο στο 2-3% των ασθενών. Εάν εμφανισθούν, η αουρανοφίνη πρέπει να διακόπτεται μέχρις ότου τα εξανθήματα υποχωρήσουν.
ΠΡΟΣΟΧΗ : Κάθε εξάνθημα, ιδιαίτερα κνησμώδες, στη διάρκεια της χρυσοθεραπείας πρέπει να θεωρείται σαν αντίδραση στον χρυσό, μέχρις ότου η πιθανότητα αυτή αποκλεισθεί. Κνησμός συχνά προηγείται της δερματίτιδας, γι’ αυτό και πρέπει να θεωρείται προειδοποιητικό σημείο επικείμενης δερματικής αντίδρασης.
Β) ΕΠΙΠΕΦΥΚΙΤΙΔΑ
Έχει αναφερθεί στο 10% των ασθενών που θεραπεύονται με αουρανοφίνη και σπάνια επιβάλλει διακοπή της θεραπείας (Heur MA et al, 1983).
Γ) ΣΤΟΜΑΤΙΤΙΔΑ
Παρατηρείται στο 1-12% των ασθενών, συχνότερα τον πρώτο μήνα, αλλά και σε οποιαδήποτε φάση, της θεραπείας (Ward JR et al, 1983). Χαρακτηρίζεται από αβαθή, επώδυνα ή ανώδυνα, βλεννογόνια έλκη στα όρια της γλώσσας και την υπερώα ή τον φάρυγγα. Μπορεί να είναι η μοναδική εκδήλωση τοξικότητας ή να προηγείται της εμφάνισης φλυκταινωδών δερματικών αλλοιώσεων, παρόμοιων με πεμφιγοειδές. Πριν από την εμφάνιση των αντιδράσεων αυτών από τους βλεννογόνους μπορεί να προηγείται αίσθημα μεταλλικής γεύσης.
ΠΡΟΣΟΧΗ : Τα στοματικά έλκη είναι απόλυτη αντένδειξη της χρυσοθεραπείας, μέχρις ότου υποχωρήσουν.
Δ) ΕΡΠΗΤΑΣ ΖΩΣΤΗΡΑΣ
Είναι σπάνιος και συνήθως υποχωρεί αυτόματα, παρά την συνέχιση του φαρμάκου (Ragozzino MW et al, 1982). Η συχνότητά του σε ασθενείς θεραπευόμενους με αουρανοφίνη ανέρχεται σε 0.8%, διπλάσια απ’ ό, τι σε ασθενείς με ΡΑ που δεν θεραπεύονται με άλατα χρυσού (0.4%), και μικρότερη (3.15%) απ’ αυτούς που θεραπεύονται με παρεντερικά σκευάσματα χρυσού (Mazur MH and Dolin R, 1978).
1.3.10.4 ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Η αουρανοφίνη επιπλέκεται σπάνια με θρομβοπενία, αναιμία, λευκοκυττάρωση ή λευκοπενία, ηωσινοφιλία, ουδετεροπενία και ακοκκιοκυτταραιμία. Οι επιπλοκές αυτές μπορεί να εμφανισθούν μεμονωμένα ή σε συνδυασμό και σε οποιαδήποτε φάση της θεραπείας. Αν και επιβάλλουν διακοπή του φαρμάκου σε <1% των ασθενών, μπορεί να έχουν δυνητικά σοβαρές συνέπειες, γι’ αυτό και πρέπει να παρακολουθούνται σε μηνιαία βάση.
1.3.10.4.1 ΑΝΑΙΜΙΑ
Η αουρανοφίνη μπορεί να μειώσει τα επίπεδα της Hb κατά μέσον όρο 0.5 g/dl τους πρώτους 3 μήνες της θεραπείας, τα οποία όμως αποκαθίστανται προοδευτικά στο προθεραπευτικό ύψος (Heuer MA et al, 1983). Η αναιμία σπάνια είναι τόσο βαριά, ώστε να επιβάλλει διακοπή του φαρμάκου.
1.3.10.4.2 ΛΕΥΚΟΚΥΤΤΑΡΩΣΗ/ΛΕΥΚΟΠΕΝΙΑ
Η αουρανοφίνη μπορεί να προκαλέσει παροδική λευκοκυττάρωση ή λευκοπενία. H λευκοπενία συχνά συνοδεύεται από ενδείξεις περιφερικής καταστροφής των ουδετεροφίλων και επιβάλλει διακοπή της θεραπείας στο 0.4% των ασθενών (Heuer MA et al, 1983). Τα λευκά αιμοσφαίρια αποκαθίστανται στο φυσιολογικό μετά την διακοπή του φαρμάκου.
1.3.10.4.3 ΗΩΣΙΝΟΦΙΛΙΑ
Μπορεί να οδηγήσει σε διακοπή της θεραπείας (Heuer MA et al, 1983).
1.3.10.4.5 ΘΡΟΜΒΟΠΕΝΙΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η συχνότητα της θρομβοπενίας με την αουρανοφίνη είναι μικρή (0.5%), μικρότερη από την συνδεόμενη με τον ενέσιμο χρυσό (1-3%) και την D-πενικιλλαμίνη. Μάλλον δεν σχετίζεται με την συνολική δόση του φαρμάκου ή την διάρκεια της θεραπείας και μπορεί να έχει ταχεία εξέλιξη. Προοδευτική μείωση του αριθμού των αιμοπεταλίων, ακόμα και εντός των φυσιολογικών ορίων, μπορεί να είναι πρώϊμο σημείο θρομβοπενίας.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η θρομβοπενία από την αουρανοφίνη είναι πιθανώς ανοσολογικής αρχής (Cicuttini FM et al, 1988; Kosty MP et al, 1989). Eνας ασθενής με σοβαρή θρομβοπενία από την αουρανοφίνη είχε θετικά IgM αντισώματα έναντι της καρδιολιπίνης και των αιμοπεταλίων και ελάττωση της διάρκειας ζωής των αιμοπεταλίων και αυξημένη καταστροφή τους στον σπλήνα (Sykes HR et al, 1991).
ΘΕΡΑΠΕΙΑ :
- Εάν τα αιμοπετάλια είναι <200.000/mm3, η αουρανοφίνη πρέπει να διακόπτεται προσωρινά. Μετά την διακοπή της, τα αιμοπετάλια επιστρέφουν σε φυσιολογικά επίπεδα μετά από 1-8 εβδομάδες.
- Εάν τα αιμοπετάλια μειωθούν απότομα, π.χ. από 400.000/mm3, σε 210.000 mm3, η αουρανοφίνη πρέπει να διακόπτεται μέχρις ότου σε 2 νέες διαδοχικές μετρήσεις με μεσοδιάστημα μιας εβδομάδας αυξηθούν σταθερά >200.000 mm3.
- Εάν τα αιμοπετάλια μειωθούν <100.000 mm3 ή εμφανισθούν εκδηλώσεις (π.χ. πορφύρα, εκχυμώσεις ή πετέχειες) ενδεικτικές θρομβοπενίας, η αουρανοφίνη πρέπει να διακόπτεται. Μετά την επάνοδο των αιμοπεταλίων σε φυσιολογικά όρια, η αουρανοφίνη μπορεί να επαναχορηγηθεί.
- Εάν η θρομβοπενία είναι σοβαρή, μπορεί να χορηγηθούν 60 mg πρεδνιζολόνης ημερησίως σε συνδυασμό με ΕΦ εγχύσεις γ-σφαιρίνης (40 mg/kg) (Sykes HR et al, 1991).
1.3.10.4.6 ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΜΥΕΛΟΥ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Είναι σπάνια, αλλά σοβαρή, γι’ αυτό και επιβάλλει αυστηρή παρακολούθηση των αιματολογικών παραμέτρων σε εβδομαδιαία βάση (Kean WF and Anastassiades TP, 1979).
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η καταστολή του μυελού δευτεροπαθώς στην αουρανοφίνη, όπως και στον ενέσιμο χρυσό, μπορεί να οφείλεται σε άμεση δράση του φαρμάκου στα μυελικά κύτταρα (Howell A et al, 1975).
ΘΕΡΑΠΕΙΑ :
- Εάν τα αιμοπετάλια ελαττωθούν (όπως παραπάνω), η Hb <10 gr% ή/και τα λευκά αιμοσφαίρια <4.000/mm3, η αουρανοφίνη πρέπει να διακόπτεται άμεσα, μέχρις ότου διευκρινισθούν τα αίτια της καταστολής του μυελού.
- Εάν αναστραφεί η διαφορική σχέση των λευκών αιμοσφαιρίων ή/και αυξηθούν τα μονοκύτταρα >10%, η αουρανοφίνη πρέπει να διακόπτεται αμέσως, μέχρις ότου ανευρεθούν τουλάχιστον 2 φυσιολογικές τιμές με διαφορά μιας εβδομάδας.
- Εάν οποιοσδήποτε από τους παραπάνω δείκτες αιμοποίησης συνεχίζει να είναι παθολογικός, πρέπει να γίνεται μυελόγραμμα και να αναζητούνται αυτοαντισώματα έναντι των λευκών και των ερυθρών αιμοσφαιρίων και των αιμοπεταλίων. Η καταστολή του μυελού είναι απόλυτη αντένδειξη περαιτέρω συνέχισης της θεραπείας με αουρανοφίνη.
1.3.10.5 ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ
Αύξηση τρανσαμινασών και αλκαλικής φωσφατάσης : Είναι ήπια και παροδική, γι΄ αυτό και η συχνότητα των ασθενών που διακόπτουν την αουρανοφίνη λόγω τρανσαμινασαιμίας είναι μικρή (0.4%).
1.3.10.6 ΑΠΟ ΤΟ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
1.3.10.6.1 ΑΥΞΗΣΗ ΟΥΡΙΑΣ, ΚΡΕΑΤΙΝΙΝΗΣ ΚΑΙ ΟΥΡΙΚΟΥ ΟΞΕΟΣ ΣΤΟΝ ΟΡΟ
Είναι ήπια και παροδική και επιβάλλει διακοπή της θεραπείας μόνο στο 0.1% των ασθενών.
1.3.10.6.2 ΠΡΩΤΕΪΝΟΥΡΙΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Πρωτεϊνουρία εμφανίζει το 5% των ασθενών που θεραπεύονται με αουρανοφίνη (Ward JR et al, 1983) και μπορεί να παρατηρηθεί σ’ οποιαδήποτε φάση της θεραπείας. Είναι συνήθως ήπια και παροδική, επιβάλλοντας διακοπή της θεραπείας μόνο στο 1.6% των ασθενών, αλλά ενίοτε σοβαρή (Revach M et al, 1979; Wilson APR et al, 1984). Η νεφρική βιοψία μπορεί να δείξει μεμβρανώδη σπειραματονεφρίτιδα τύπου Ι (Wilson AP et al, 1984).
ΘΕΡΑΠΕΙΑ : Εξαρτάται από το λεύκωμα των ούρων 24ώρου :
- Εάν είναι <500 mg, η αουρανοφίνη μπορεί να συνεχισθεί.
- Εάν κυμαίνεται από 500-3.000 mg, η αουρανοφίνη πρέπει να διακόπτεται, μέχρις ότου επιβεβαιωθεί η ακεραιότητα της νεφρικής λειτουργίας
- Εάν υπερβαίνει τα 3 gr, η αουρανοφίνη πρέπει να διακόπτεται μέχρις ότου η πρωτεϊνουρία υφεθεί.
ΕΚΒΑΣΗ : Η πρωτεϊνουρία από την αουρανοφίνη δεν φαίνεται να οδηγεί μακροπρόθεσμα σε σοβαρή ή μόνιμη νεφρική βλάβη.
1.3.10.6.3 ΑΙΜΑΤΟΥΡΙΑ
Δεν είναι γνωστή επιπλοκή της αουρανοφίνης. Εάν εμφανισθεί, η αουρανοφίνη πρέπει να διακόπτεται αμέσως και να αναζητούνται τα αίτιά της. Μετά την ύφεσή της, η αουρανοφίνη μπορεί να επαναχορηγηθεί, σε μικρότερη όμως δόση.
1.3.10.7 ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Αποφρακτική βρογχιολίτιδα (σπάνια) (O’ Duffy JD et al, 1986).
1.3.10.8 ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Είναι ασυνήθιστες και ήπιες (Heuer MA et al, 1983). Έχουν αναφερθεί στο 2% των ασθενών που παίρνουν αουρανοφίνη. Συνίστανται συνήθως σε απλά επεισόδια κεφαλαλγίας ή ζάλης και δεν απαιτούν διακοπή της θεραπείας.
1.3.10.9 ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ
Χρυσίαση σκληρού : Είναι σπάνια με την αουρανοφίνη (Heuer MA et al, 1983), σε αντίθεση με τον ενέσιμο χρυσό. Είναι ασυμπτωματική και δεν απαιτεί τροποποίηση της θεραπείας.
Χρυσίαση φακού (Weidle EG, 1987).
1.3.10.10 ΑΛΛΕΣ
Γυναικομαστία, σ’ έναν άνδρα που έπαιρνε μεγάλες δόσεις αουρανοφίνης (12 mg/24ωρο) και υποχώρησε με την διακοπή της (Williams HJ, 1988).
1.3.11 ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ
Εκδηλώσεις : H εμπειρία με την αουρανοφίνη είναι περιορισμένη. Μία γυναίκα με ΡΑ που έπαιρνε 6 mg αουρανοφίνης ημερησίως επί 6 μήνες εμφάνισε εγκεφαλοπάθεια και περιφερική νευροπάθεια (διάχυτη πολυεστιακή μυοκλονία, απορρύθμιση διανοητικής λειτουργίας με έκπτωση της συνείδησης, ανησυχία, χοριοαθετωσικές κινήσεις, αμφοτερόπλευρη πτώση του άκρου πόδα, δυσκινησία προσώπου, δυσαρθρία και απώλεια ούρων και κοπράνων) όταν πήρε 27 mg αουρανοφίνης ημερησίως επί 10 ημέρες (Gambari P et al, 1984). Μετά την διακοπή της αουρανοφίνης και την χορήγηση D-πενικιλλαμίνης βελτιώθηκε προοδευτικά και ανένηψε πλήρως από τα νευρολογικά συμπτώματα μετά από 3 περίπου μήνες.
Θεραπεία :
- Προκλητός έμετος ή πλύση στομάχου και υποστηρικτική αγωγή. Εάν ο ασθενής είναι σε κωματώδη κατάσταση, έχει σπασμούς ή απώλεια του αντανακλαστικού του εμέτου, η γαστρική πλύση πρέπει να γίνεται με ενδοτραχειακό σωλήνα για να προληφθεί η πνευμονίτιδα από εισρόφηση.
- Χηλικοί παράγοντες (διμερκαπρόλη, D-πενικιλλαμίνη) : Έχουν αμφιλεγόμενη αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση των σοβαρών επιπλοκών του ενέσιμου χρυσού, αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περιπτώσεις υπερδοσολογίας από την αουρανοφίνη.
- Αιμοδιύλιση, περιτοναϊκή διύλιση : Δεν είναι γνωστό κατά πόσον μπορούν να απομακρύνουν τον χρυσό από την αουρανοφίνη.
1.3.12 ΚΥΗΣΗ
Στα ζώα : Σε αρουραίους και κουνέλια, η αουρανοφίνη διέρχεται τον πλακούντα (Szabo KT et al, 1978a). Σε ορισμένα πειραματόζωα έχει τερατογόνο δράση και ιδιότητες παρόμοιες με ανοσοκατασταλτικές.
Στον άνθρωπο : Ανωμαλίες δεν έχουν αναφερθεί στα βρέφη 13 γυναικών με ΡΑ που έπαιρναν αουρανοφίνη σ΄όλη την διάρκεια της κύησης (Ostensen M and Husby G, 1985). Πάντως, οι κατασκευαστές του φαρμάκου συνιστούν η αουρανοφίνη να αποφεύγεται στη διάρκεια της κύησης και οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας να ενημερώνονται για τους πιθανούς κινδύνους που διατρέχει το κύημα.
1.3.13 ΓΑΛΟΥΧΙΑ
Ο χρυσός ο περιεχόμενος στην αουρανοφίνη απεκκρίνεται στο γάλα ποντικών και αρουραίων, αλλά δεν έχει ανιχνευθεί στον ορό των νεογνών που θηλάζουν (Szabo KT et al, 1978a).
Στον άνθρωπο, δεν είναι γνωστό κατά πόσον ο χρυσός ο περιεχόμενος στην αουρανοφίνη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Μικρά ποσά χρυσού έχουν ανευρεθεί στο γάλα γυναικών που θεραπεύονταν με ενέσιμο χρυσό, όπως και στα θηλάζοντα βρέφη τους. Οι κατασκευαστές του φαρμάκου συνιστούν στις γυναίκες που παίρνουν αουρανοφίνη να αποφεύγουν την γαλουχία.
1.3.14 ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΕ ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ
Δεν έχουν αναφερθεί.
1.3.15 ΔΟΣΕΙΣ-ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ
1.3.15.1 ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΔΟΣΗ : 6 mg ημερησίως. Η δόση αυτή μπορεί να χορηγηθεί 1 φορά (2 δισκία των 3 mg) ή 2 φορές την ημέρα, δηλ. 1 δισκίο των 3 mg/12ωρο. Τα δισκία συνιστώνται να λαμβάνονται μετά το φαγητό, για να προληφθούν ή περιορισθούν οι γαστρεντερικές διαταραχές.
ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟ ΣΧΗΜΑ :
- Αρχική δόση 6 mg/24ωρο. Λόγω των δυνητικών γαστρεντερικών επιπλοκών και κυρίως της διάρροιας, η θεραπεία μπορεί να αρχίσει με 3 mg εφάπαξ ημερησίως επί 2-3 εβδομάδες και να αυξηθεί στη συνέχεια σε 6 mg ημερησίως, εάν η αρχική δόση γίνει καλά ανεκτή. Έναρξη της θεραπείας με δόσεις >6 mg/24ωρο δεν συνιστάται, δεδομένου ότι συνδέεται με διάρροια σε αυξημένη συχνότητα. Εάν εμφανισθεί διάρροια ή απώλεια κοπράνων, η οποία δεν αυτοπεριορίζεται ή δεν είναι καλά ανεκτή, η αουρανοφίνη μπορεί να μειωθεί (π.χ. από 6, σε 3 mg/24ωρο) ή να διακοπεί προσωρινά (π.χ. επί 3-7 ημέρες).
- Αύξηση σε 9 mg/24ωρο (3 mg/8ωρο), εάν μετά από 4-6 μήνες δεν υπάρξει ικανοποιητική βελτίωση. Εναλλακτικά, μερικοί κλινικοί συνεχίζουν την θεραπεία με 6 mg/24ωρο επί 3-6 επιπλέον μήνες, ενώ άλλοι διακόπτουν την αουρανοφίνη και χορηγούν έναν άλλο αντιρευματικό παράγοντα.
- Διακοπή αουρανοφίνης, εάν μετά από 3 μήνες δεν προκύψει ικανοποιητική βελτίωση με 9 mg/24ωρο. Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα δόσεων >9 mg/ 24ωρο δεν έχει μελετηθεί. Μερικοί ασθενείς βελτιώνονται και με 1 mg/24ωρο.
Η δόση της αουρανοφίνης πρέπει να τροποποιείται ανάλογα με την κλινική ανταπόκριση και την ανοχή του ασθενούς. Η θεραπευτική του δράση εμφανίζεται προοδευτικά και γενικά 3-4 μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας.
Εάν, για οποιαδήποτε λόγο, η δόση της αουρανοφίνης μειωθεί σε 3 mg ημερησίως, πρέπει να γίνεται προσπάθεια να αυξηθεί στη βασικό θεραπευτικό ύψος (6 mg/24ωρο). Στο 1/3 περίπου των ασθενών, ελάττωση της δόσης από 6 mg, σε 3 mg ημερησίως, ακολουθείται από κλινική επιδείνωση της νόσου.
Η αουρανοφίνη, εάν δεν γίνει καλά ανεκτή σε δόση 6 mg ημερησίως, μπορεί να συνεχισθεί σε δόση 3 mg ημερησίως επί 6 ή περισσότερους μήνες. Πάντως, επειδή η πιθανότητα επαρκούς ανταπόκρισης στη δόση αυτή είναι μικρή, πολλοί κλινικοί γιατροί διακόπτουν την αουρανοφίνη και χορηγούν ένα άλλο αντιρευματικό φάρμακο.
Οι ασθενείς που μεταπίπτουν από έναν άλλο 2ης γραμμής αντιρευματικό παράγοντα σε αουρανοφίνη, πρέπει να πληροφορούνται για την τοξικότητα της αουρανοφίνης, ιδιαίτερα τις γαστρεντερικές επιπλοκές. Η θεραπεία με αουρανοφίνη μπορεί να αρχίσει ευθύς αμέσως μετά την διακοπή του παρεντερικού χρυσού. Όταν οι ασθενείς μεταφέρονται από θεραπεία με D-πενικιλλαμίνη σε αουρανοφίνη, η D-πενικιλλαμίνη συνιστάται να διακόπτεται ένα μήνα πριν από την έναρξη της θεραπείας με αουρανοφίνη.
Η ιδανική διάρκεια της θεραπείας με αουρανοφίνη δεν έχει προσδιορισθεί. H αουρανοφίνη μπορεί να συνεχισθεί όσο έχει εμφανές κλινικό αποτέλεσμα και οι επιπλοκές της δεν είναι τόσο σοβαρές, ώστε να απαιτήσουν διακοπή της θεραπείας.
1.3.15.2 ΝΕΑΝΙΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟ ΣΧΗΜΑ : Αρχικά 0.1 mg/kg/24ωρο, αυξανόμενη έως 0.2 mg/kg/24ωρο (μέγιστη 6 mg/24ωρο).
1.3.16 ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ - ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
Νεογνά : Η χρήση της αουρανοφίνης δεν συνιστάται στη νεογνική ηλικία.
Παιδιά : Σύμφωνα με μη ελεγχόμενες κλινικές μελέτες, η αουρανοφίνη είναι αποτελεσματική και καλά ανεκτή σε παιδιά ηλικίας 4-16 ετών με ΝΡΑ. Πάντως, η ασφάλεια και αποτελεσματικότητά της δεν έχει ελεγχθεί με ελεγχόμενες μελέτες, γι΄αυτό και οι κατασκευαστές του φαρμάκου συνιστούν να αποφεύγεται στην παιδική ηλικία.
Ηλικιωμένοι : Συνιστάται να θεραπεύονται με μικρότερες δόσεις (π.χ. 3 mg ημερησίως), αν και, σύμφωνα με σχετικές φαρμακοκινητικές και κλινικές μελέτες, δεν διατρέχουν ιδιαίτερο κίνδυνο.
Κύηση : Αν και η αουρανοφίνη δεν συνδέεται με συγγενείς ανωμαλίες, οι κατασκευαστές της συνιστούν να αποφεύγεται στη διάρκεια της κύησης. Οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας συνιστάται να αποφεύγουν την σύλληψη στη διάρκεια της θεραπείας με αουρανοφίνη και 6 μήνες μετά την διακοπή της.
Γαλουχία : Οι κατασκευαστές του φαρμάκου συνιστούν η αουρανοφίνη να αποφεύγεται στη διάρκεια της γαλουχίας.
Αλλεργία : Σε ασθενείς με ιστορικό αλλεργίας η αουρανοφίνη πρέπει να αποφεύγεται γιατί μπορεί να προκαλέσει εξανθήματα.
Ηπατικά νοσήματα : Η αουρανοφίνη αντενδείκνυται σε ασθενείς με σοβαρά ηπατικά νοσήματα και πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με μικρού ή μέτριου βαθμού ηπατική ανεπάρκεια.
Βλεννογονοδερματικές αντιδράσεις : Οι δερματικές αντιδράσεις είναι η 2η, κατά σειρά συχνότητας, ανεπιθύμητη ενέργεια της αουρανοφίνης. Κάθε εξάνθημα, ιδιαίτερα κνιδωτικό, στη διάρκεια της θεραπείας με αουρανοφίνη πρέπει να αποδίδεται στον χρυσό, μέχρις ότου αποδειχθεί το αντίθετο. Ο κνησμός συχνά προηγείται της δερματίτιδας, γι΄αυτό και πρέπει να θεωρείται προειδοποιητικό σημείο επικείμενης δερματικής αντίδρασης.
Εάν εμφανισθεί εξάνθημα ή/και κνησμός ή μέτρια έως σοβαρή στοματίτιδα, η αουρανοφίνη πρέπει να διακόπτεται προσωρινά. Μετά την ύφεση των αντιδράσεων αυτών η αουρανοφίνη μπορεί να επαναχορηγηθεί σε μικρότερες δόσεις. Εάν όμως, μετά την επαναχορήγησή του, η αντίδραση επανεμφανισθεί, η αουρανοφίνη πρέπει να διακόπτεται οριστικά.
Νεφροτοξικότητα : Η αουρανοφίνη αντενδείκνυται σε ασθενείς με σοβαρά νεφρικά νοσήματα και πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με μικρού ή μέτριου βαθμού νεφρική ανεπάρκεια.
Ο χρυσός μπορεί να προκαλέσει νεφρωσικό σύνδρομο ή σπειραματίτιδα με πρωτεϊνουρία και αιματουρία. Οι νεφρικές αυτές επιπλοκές είναι συνήθως σχετικά ήπιες και υποχωρούν πλήρως εάν αναγνωρισθούν έγκαιρα και διακοπεί η θεραπεία, μπορεί όμως να γίνουν χρόνιες και σοβαρές εάν ο χρυσός συνεχισθεί. Γι΄αυτό και συνιστώνται τακτικές εξετάσεις ούρων στη διάρκεια της θεραπείας με αουρανοφίνη και άμεση διακοπή του φαρμάκου εάν εμφανισθεί πρωτεϊνουρία ή αιματουρία.
Γαστρεντερικές επιπλοκές : Η αουρανοφίνη αντενδείκνυται σε ασθενείς με εντερική φλεγμονή (σπαστική ή φλεγμονώδη κολίτιδα), γιατί μπορεί να προκαλέσει διάρροια και επιδείνωση των εντερικών συμπτωμάτων.
Η αουρανοφίνη μπορεί να προκαλέσει διάρροια/μαλακά κόπρανα στο 50% περίπου των ασθενών και, σπάνια, ελκωτική εντεροκολίτιδα, γι΄αυτό και οι ασθενείς που θεραπεύονται με αουρανοφίνη πρέπει να παρακολουθούνται μήπως εμφανίσουν γαστρεντερική αιμορραγία.
Αιματολογικές διαταραχές : Η αουρανοφίνη μπορεί να προκαλέσει λευκοπενία, κοκκιοκυτταροπενία, θρομβοπενία και απλαστική αναιμία, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό και σε οποιαδήποτε φάση της θεραπείας. Οι αιματολογικές αυτές διαταραχές, επειδή έχουν δυνητικά σοβαρές συνέπειες, πρέπει να παρακολουθούνται τακτικά τουλάχιστον κάθε μήνα.
Εάν, στη διάρκεια της θεραπείας με αουρανοφίνη, τα αιμοπετάλια μειωθούν απότομα ή <100.000 mm3 ή εάν εμφανισθούν σημεία και συμπτώματα (π.χ. πορφύρα, εκχυμώσεις ή πετέχειες) ενδεικτικά θρομβοπενίας, η αουρανοφίνη πρέπει να διακόπτεται αμέσως και να μην επαναχορηγείται, εκτός εάν η θρομβοπενία υποχωρήσει και αποδειχθεί ότι δεν σχετίζεται με την χρυσοθεραπεία.
Η αουρανοφίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με ιδιοπαθή ή φαρμακογενή μυελική καταστολή.
1.3.17 ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
- Τα ανθελονοσιακά, οι ανοσοκατασταλτικοί παράγοντες (κυκλοφωσφαμίδη, αζαθειοπρίνη, μεθοτρεξάτη), η D-πενικιλλαμίνη και η φαινυλοβουταζόνη δεν πρέπει να χορηγούνται ταυτόχρονα με άλατα χρυσού, γιατί μπορεί να προκαλέσουν αιματολογικές δυσκρασίες ή άλλες δυνητικά σοβαρές επιπλοκές (π.χ. πρωτεϊνουρία, δερματίτιδα).
- Η αουρανοφίνη αντενδείκνυται σε ασθενείς με ιστορικό σοβαρών επιπλοκών στα άλατα του χρυσού (αναφυλακτικές αντιδράσεις, νεκρωτική εντεροκολίτιδα, αποφολιδωτική δερματίτιδα, πνευμονική ίνωση, μυελική απλασία ή άλλες σοβαρές αιματολογικές διαταραχές, κνίδωση, έκζεμα, κολίτιδα, σοβαρή εξασθένηση, αιμορραγικές καταστάσεις) και σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί πρόσφατα σε ακτινοθεραπεία. Τα άλατα του χρυσού γενικά αντενδείκνυνται σε ασθενείς με ιστορικό σοβαρής τοξικότητας σε άλλα βαριά μέταλλα.
- Σε ασθενείς με προοδευτική νεφρική ή σοβαρή ηπατοκυτταρική νόσο, φλεγμονώδεις εντεροπάθειες, εξάνθημα ή ιστορικό μυελικής καταστολής, τα δυνητικά ωφέλη της θεραπείας με αουρανοφίνη πρέπει να σταθμίζονται σε σχέση με τους κινδύνους της χρυσοθεραπείας σε οργανικά συστήματα με εξασθενημένη λειτουργία ή μειωμένες εφεδρείες.
- Οι ασθενείς που παίρνουν αουρανοφίνη πρέπει να περιορίζουν την έκθεσή τους στο ηλιακό ή σε τεχνητό υπεριώδες φως, δεδομένου ότι μπορεί να εμφανίσουν αντιδράσεις φωτοευαισθησίας ή επιδείνωση της δερματίτιδας από τον χρυσό.
- Οι ασθενείς πρέπει να ενημερώνονται ότι οι θεραπευτικές δράσεις της αουρανοφίνης αργούν να εμφανισθούν και γενικά δεν γίνονται αντιληπτές τουλάχιστον 3-4 μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας, ώστε να συνεργασθούν με το συνιστώμενο θεραπευτικό σχήμα.
1.3.18 ΚΛΙΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ - ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ
Πριν από την έναρξη της θεραπείας με αουρανοφίνη πρέπει να γίνεται πλήρης και εκτενής εργαστηριακός έλεγχος. Ακόμα, στη διάρκεια της θεραπείας με αουρανοφίνη συνιστώνται πλήρεις εργαστηριακές εξετάσεις αίματος και ούρων τουλάχιστον κάθε μήνα.
1.3.18.1 ΠΑΡΑΚΛΙΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
- Γενική αίματος
- Αιμοπετάλια
- Ουρία-κρεατινίνη
- SGOT-SGPT
- γGT-αλκαλική φωσφατάση
- Γεν. ούρων
Οι ασθενείς που αναφέρουν γαστρεντερικά συμπτώματα ενώ θεραπεύονται με αουρανοφίνη πρέπει να παρακολουθούνται μήπως εμφανίσουν γαστρεντερική αιμορραγία. Εάν εμφανισθούν κλινικά ή/και εργαστηριακά σημεία τοξικότητας από τον χρυσό, η αουρανοφίνη πρέπει να διακόπτεται.
1.3.18.2 ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΠΟΥ ΕΠΙΒΑΛΛΟΥΝ ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΑΟΥΡΑΝΟΦΙΝΗΣ
- Πτώση Hb
- Ελάττωση λευκών αιμοσφαιρίων <4.000 mm3
- Ελάττωση κοκκιοκυττάρων <1.500 mm3
- Ελάττωση αιμοπεταλίων <150.000 mm3
- Πρωτεϊνουρία
- Αιματουρία
- Κνησμός
- Εξάνθημα
- Στοματίτιδα
- Επίμονη διάρροια
Εάν τα αιμοπετάλια σημειώσουν απότομη πτώση ή μειωθούν <100.000 mm3 ή εμφανισθούν εκδηλώσεις ενδεικτικές θρομβοπενίας (π.χ. πορφύρα, εκχυμώσεις, πετέχειες, ουλορραγία), η αουρανοφίνη και άλλες θεραπείες ή φάρμακα με δυνητική θρομβοπενική δράση πρέπει να διακόπτονται αμέσως. Στις περιπτώσεις αυτές, η αουρανοφίνη μπορεί να επαναχορηγηθεί μόνο εφ΄όσον η θρομβοπενία υφεθεί και αποδειχθεί ότι δεν οφείλεται στον χρυσό.
Εάν εμφανισθεί κλινικά σημαντική πρωτεϊνουρία (λεύκωμα ούρων 24ώρου >500 mg) ή μικροσκοπική αιματουρία, η αουρανοφίνη και άλλες θεραπείες ή φάρμακα με δυνητική νεφροτοξική δράση πρέπει να διακόπτονται αμέσως. Εάν η πρωτεϊνουρία μειωθεί <500 mg/24ωρο, η αουρανοφίνη μπορεί να επαναχορηγηθεί σε μικρότερες δόσεις. Εάν όμως αυξηθεί >500 mg/24ωρο μετά την επαναχορήγηση της αουρανοφίνης, η αουρανοφίνη πρέπει να διακόπτεται οριστικά.
Ελάττωση του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων <4.000 mm3 επιβάλλει διακοπή της χρυσοθεραπείας μέχρις ότου αποδειχθεί ότι δεν οφείλεται σ΄αυτήν.
1.3.19 ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ
Εμπορική ονομασία |
Μορφές-περιεκτικότητες |
Κατασκευαστής |
Ridaura |
Caps. 20 x 3 mg |
CONNETICS |
1.3.20 ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ
Κάψουλες : Περιέχουν 3 mg αουρανοφίνης, βενζυλική αλκοόλη, κυτταρίνη, χλωριούχο κετυλπυριδίνιο, D & C Red No 33, FD & C Blue No 1, FD & C Red no 40, FD & C Yellow No 6, ζελατίνη, λακτόζη, στεαρικό μαγνήσιο, ποβιδόνη, νατριούχο θειϊκό λαουρύλιο, νατριούχο γλυκολικό άμυλο, άμυλο, διοξείδιο του τιτανίου και ίχνη άλλων ανενεργών συστατικών.
Η σκόνη της αουρανοφίνης σκουραίνει ελαφρώς όταν εκτεθεί σε ισχυρό φως και εν μέρει όταν φυλάσσεται σε θερμοκρασία ≥ 60ο C. Η μεταβολή της χροιάς υποδηλώνει έναν μικρό βαθμό χημικής αποδόμησης, αλλά το αποτέλεσμά της στη βιολογική δραστηριότητα του φαρμάκου είναι άγνωστο.
1.3.21 ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΥΛΑΞΗ ΤΟΥ ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΟΣ
Τα εμπορικά σκευάσματα της αουρανοφίνης πρέπει να φυλάσσονται σε θερμοκρασίες 15-30ο C και μακριά από το φως. Οι κάψουλες της αουρανοφίνης έχουν ημερομηνία λήξης 4 χρόνια μετά την ημερομηνία του κατασκευαστή.
ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΑΟΥΡΑΝΟΦΙΝΗΣ
Η αουρανοφίνη έχει διαφορετικό φαρμακοκινητικό και ανοσολογικό περίγραμμα από τον ενέσιμο χρυσό. Εάν προστεθεί στη θεραπεία με σαλικυλικά ή/και άλλα ΜΣΑΦ μπορεί να έχει σημαντικό επιπρόσθετο όφελος. Σε δόση 6 mg ημερησίως έχει παραπλήσια αποτελεσματικότητα με τον ενέσιμο χρυσό και είναι λιγότερο τοξικός. Οι συχνότερες επιπλοκές του είναι οι γαστρεντερικές διαταραχές (κυρίως διάρροια) και οι βλεννογονοδερματικές αντιδράσεις. Οι περισσότερες είναι ήπιες και επιβάλλουν διακοπή του φαρμάκου σε μικρό μόνο ποσοστό ασθενών. Πάντως, η αουρανοφίνη, αν και μπορεί να προκαλέσει ύφεση της νόσου σε ασθενείς με ήπια έως μέτριας βαρύτητας ρευματοειδή αρθρίτιδα και είναι σχετικά ασφαλής σε μακροχρόνια χορήγηση, έχει παραχωρήσει τη θέση του σε νεότερα, περισσότερο αποτελεσματικά, αν και ίσως όχι περισσότερο ασφαλή, ΤΝΑΡΦ (μεθοτρεξάτη, κυκλοσπορίνη, κ.ά.).