Έρευνα

Γνωρίζετε αν διατρέχετε κίνδυνο οστεοπόρωσης;:

Τενοξικάμη

Η τενοξικάμη είναι μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο, με αναλγητικές και αντιπυρετικές ιδιότητες. Ανήκει στην ομάδα της οξικάμης (της οποίας τα κυριότερα μέλη είναι η πιροξικάμη και η μελοξικάμη). Παράγεται με υποκατάσταση του δακτυλίου της φαινοθειαζίνης από δακτύλιο θιενοθειαζίνης, η οποία οδηγεί στο σχηματισμό ενός περισσότερο υδρόφιλου μορίου, συγκριτικά με τον σχετικά λιπόφιλο χαρακτήρα της πιροξικάμης.

16.5.8.1   ΧΗΜΕΙΑ

Τενοξικάμη (Tenoxicam)

  • Χημικό όνομα : 4-Hydroxy-2-methyl-N-2-pyridinyl-2H-thienol(2,3e)-1,2-thiazine-3-carboxa-mide-1,1-dioxide
  • Μοριακός τύπος : C13H11N3O4S2

EIKONA 57 : Συντακτικός τύπος τενοξικάμης

Περιγραφή : Η τενοξικάμη είναι λεπτή, κίτρινη, πρακτικά άοσμη, κρυσταλλική σκόνη. Έχει μοριακό βάρος 337.38, pKa περίπου 5.3, συντελεστή μερισμού οκτανόλης/ύδωρ (pH 7.4) 0.3 και σημείο τήξης 205οC. Είναι σχετικά αδιάλυτη στο ύδωρ και τους συνήθεις οργανικούς διαλύτες, αλλά διαλυτή στο διχλωρομεθάνιο και το διμεθυλοσουλφοξείδιο. Η διαλυτότητά της σε αιθανόλη 95% θερμοκρασίας 25οC είναι περίπου 0.05 g/100 ml, σε ύδωρ θερμοκρασίας 37οC, 0.01 g/100 ml, σε τεχνητό γαστρικό υγρό (pH 1.2), 0.01 g/100 ml και σε τεχνητό εντερικό υγρό (pH 7.5), 0.42 g/100 ml. Το διάλυμα 0.5% σε διχλωρομεθάνη είναι σχεδόν διαυγές και έχει πρασινο-κίτρινο χρώμα. Το pH του φαρμάκου σε υδατικό εναιώρημα (1:100) είναι 4.0-6.0.

16.5.8.2   ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ

Η τενοξικάμη έχει ιδιότητες παρόμοιες με των άλλων μελών της οικογένειας των οξικαμών. Δρα κυρίως αναστέλλοντας την σύνθεση των προσταγλανδινών και είναι εξίσου αποτελεσματική με την πιροξικάμη στις περισσότερες αρθροπάθειες. Η σχέση της COX-2/COX-1 με την τενοξικάμη είναι μικρότερη της ινδομεθακίνης (Lora M et al, 1997).

Αντιφλεγμονώδης δράση :

  • Αναστέλλει την σύνθεση των προσταγλανδινών περίπου 100 φορές λιγότερο από την ινδομεθακίνη, αλλά, σε θεραπευτικές συγκεντρώσεις, δεν αναστέλλει την οδό της λιποξυγενάσης (Bradshaw D et al, 1984; Todd PA and Clissold SP, 1991)
  • Αναστέλλει την σύνθεση και απελευθέρωση των PGE2 από ζυμοζάνη σε περιτοναϊκά μακροφάγα ποντικών, 260 φορές λιγότερο από την ινδομεθακίνη (Fenner H, 1987) 
  •  Αναστέλλει την απελευθέρωση των PGE2 από πολυμορφοπύρηνα λευκά αιμοσφαίρια αρουραίων, 10 φορές λιγότερο από την ινδομεθακίνη (Bradshaw D et al, 1984)
  •  Αναστέλλει την απελευθέρωση των PGE2 από ανθρώπινα ρευματοειδή υμενικά κύτταρα, in vitro (Bradshaw D et al, 1984), περισσότερο από την ινδομεθακίνη.
  •  Εκκαθαρίζει τις υδροξυλικές ρίζες, in vitro
  •  Αναστέλλει την σύνδεση του 3Η-FMLP με τα ουδετερόφιλα, με δοσοεξαρτώμενο τρόπο
  •  Μειώνει την χημειοτακτική δράση της ουσίας P και της IL-8 σε ανθρώπινα μονοκύτταρα και ουδετερόφιλα (Sacerdote P and Panerai AE, 1993)
  •  Αναστέλλει την χημειοτακτική απάντηση των πολυμορφοπυρήνων λευκών αιμοσφαιρίων, σε ασθενείς με ΡΑ (Hascelik Z et al, 1994).

Δράσεις στα αιμοπετάλια : Αναστέλλει αναστρέψιμα την προκαλούμενη από κολλαγόνο δευτερογενή φάση της συγκόλλησης των αιμοπεταλίων, όχι όμως την πρωτογενή φάση την προκαλούμενη από την ADP.

Δράση στον αρθρικό χόνδρο : Μειώνει την δραστηριότητα της πρωτεογλυκανάσης και της κολλαγενάσης σε οστεοαρθριτικό ανθρώπινο χόνδρο. Σε φυσιολογικό χόνδρο δεν επηρεάζει τον μεταβολισμό των πρωτεογλυκανών, αλλά μειώνει την σύνθεση της υαλουρονάνης. Στον οστεοαρθριτικό χόνδρο αναστέλλει την σύνθεση των πρωτεογλυκανών, αλλά και μειώνει την απώλεια της πρωτεογλυκάνης και της υαλουρονάνης, ιδιαίτερα σε ασθενείς με βαρύτερη νόσο (Manicourt DH et al, 1994).

16.5.8.3   ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ

Μεταλλαξιογόνος/καρκινογόνος/τερατογόνος δράση : Η τενοξικάμη δεν έχει μεταλλαξιογόνο ή τερατογόνο δράση, αλλά μπορεί να παρατείνει και να καθυστερήσει τον τοκετό και έχει ανάστροφη επίδραση στη νεογνική επιβίωση όταν χορηγηθεί σε όψιμα στάδια της κύησης, στα ζώα.

Δράση στο γαστρεντερικό (γαστροτοξικότητα) : Η τενοξικάμη μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό του βλεννογόνου του ανώτερου ΓΕΣ και ελάττωση της αντίστασης στις ελκογόνες δράσεις του γαστρικού οξέος, σαν αποτέλεσμα της αναστολής της σύνθεσης των γαστρικών προσταγλανδινών. Σε ποντικούς και αρουραίους, έχει ελκογόνο δράση στον στόμαχο και το δωδεκαδάκτυλο ισοδύναμη της δικλοφενάκης και πολύ μικρότερη της ινδομεθακίνης. Στους αρουραίους έχει μεγαλύτερη ελκογόνο δράση από την δικλοφενάκη και την πιροξικάμη (Al-Ghamdi MS et al, 1991).

Στον άνθρωπο, προκαλεί λιγότερες γαστρικές διαβρώσεις από την δικλοφενάκη (Al-Quorain AA et al, 1993) και απώλεια αίματος από τα κόπρανα μεγαλύτερη από placebo, αλλά παρόμοια με την πιροξικάμη (Bird HA et al, 1985; Bird HA, 1988), και, σε δόση 40 mg/24ωρο, μικρότερη από 3.6 gr ασπιρίνης ημερησίως (Bird HA et al, 1983).

16.5.8.4   ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ

Η τενοξικάμη, χορηγούμενη per os, απορροφάται πλήρως από τον ΓΕΣ και φθάνει σε μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα μετά από 1-4 ώρες.

Οι τροφές και τα αντιόξινα δεν επηρεάζουν σημαντικά την φαρμακοκινητική της τενοξικάμης. Η ταυτόχρονη λήψη τροφής μειώνει μεν τον βαθμό, αλλ’ όχι την έκταση, της απορρόφησης της τενοξικάμης. Τα αντιόξινα έχουν μικρή ή ουδεμία επίπτωση στην απορρόφηση, αυξάνοντας σε μικρό πιθανώς βαθμό τις μέγιστες συγκεντρώσεις της τενοξικάμης στο πλάσμα (Francis RJ et al, 1985; Day RO et al, 1987b; Gugler R and Allgayer H, 1990). 

Η ενδομυϊκά χορηγούμενη τενοξικάμη απορροφάται ταχύτερα από την per os. Η τενοξικάμη έχει παρόμοια φαρμακοκινητική χορηγούμενη είτε παρεντερικά (ενδοφλέβια και ενδομυϊκά), είτε per os, επειδή απορροφάται ταχέως μέσω των εξωαγγειακών οδών και απομακρύνεται βραδέως από το πλάσμα.

Η τενοξικάμη, χορηγούμενη per os, έχει βιοδιαθεσιμότητα 100%, ενώ από το ορθό, 80%. Όπως η πιροξικάμη, έχει μικρό όγκο κατανομής και μικρή κάθαρση στο πλάσμα και καθαίρεται με ηπατικό μεταβολισμό. Ο μέσος t(1/2) της αποβολής της ανέρχεται σε 67 ώρες (49-81 ώρες). Η φαρμακοκινητική της δεν εξαρτάται από την ηλικία ή συνυπάρχοντα νεφρικά ή ηπατικά νοσήματα.

Χορηγούμενη εφάπαξ σε δόση 20 mg προ φαγητού σε υγιή άτομα φθάνει σε μέγιστες συγκεντρώσεις 2.3-3.0 mg/l στο πλάσμα μετά από 1-5 ώρες. Λόγω της μικρής λιπόφιλης δράσης και του μεγάλου βαθμού ιονισμού στο αίμα (περίπου 99%), κατανέμεται σε μικρό βαθμό στους ιστούς του σώματος και κατακρατάται αργά από τα ηπατοκύτταρα. Σε υγιή άτομα, μετά από ενδοφλέβια ή per os χορήγηση, έχει μικρό φαινόμενο όγκο κατανομής (7.5-11.5 L) και χαμηλή ολική κάθαρση στο πλάσμα. Η τενοξικάμη κατανέμεται ταχέως σ’ όλο το σώμα. Συνδέεται κατά 99% με τις πρωτείνες του πλάσματος, κυρίως τις λευκωματίνες. Στα ερυθρά αιμοσφαίρια συγκεντρώνεται σε ποσοστό 20-30% εκείνων του πλάσματος. In vitro, συνδέεται με την ανθρώπινη λευκωματίνη του ορού ταυτόχρονα στα σημεία Ι και ΙΙ. Η διαζεπάμη, που συνδέεται με το σημείο ΙΙ, αυξάνει την σύνδεση της τενοξικάμης στο σημείο Ι (Bree F et al, 1990; Bree F et al, 1993a). Η σύνδεση της τενοξικάμης με τις πρωτείνες εξαρτάται από το pH. Η τενοξικάμη είναι ασθενές οξύ, ιονιζόμενο πλήρως σε φυσιολογικό pH, και απομακρύνεται από το πλάσμα βραδέως, με μέσο τελικό t(1/2) 72 ώρες. Ο Cmax και η AUC αυξάνονται αναλογικά με την δόση. Η τενοξικάμη, χορηγούμενη καθημερινά σε δόση 20 mg, λόγω του μακρού της t(1/2), φθάνει σε θεραπευτικές συγκεντρώσεις σταθερής κατάστασης στο πλάσμα μετά από 10-15 ημέρες. 

Στο αρθρικό υγρό, οι μέγιστες συγκεντρώσεις της τενοξικάμης επιτυγχάνονται 20, κατά μέσον όρο, ώρες (10-34 ώρες) μετά την per os εφάπαξ χορήγηση του φαρμάκου και προσεγγίζουν το 1/3-1/2 του πλάσματος. Πάντως, ο μέσος t(1/2) της τενοξικάμης στο αρθρικό υγρό είναι πολύ παρόμοιος με τον t(1/2) του πλάσματος. Οι συγκεντρώσεις σταθερής κατάστασης της τενοξικάμης στο αρθρικό υγρό, μετά από επανειλημμένη χορήγησή της σε δόση 20 mg, ανέρχονται περίπου στο 40% εκείνων του πλάσματος. Στο αρθρικό υγρό, η σύνδεση της τενοξικάμης με τις πρωτείνες, κυρίως τις λευκωματίνες, είναι ισοδύναμη με του πλάσματος. Η τενοξικάμη συγκεντρώνεται περισσότερο στον αρθρικό υμένα, παρά στον χόνδρο (Bannwarth B et al, 1991).

Οι συγκεντρώσεις της ολικής και της ελεύθερης τενοξικάμης στο αρθρικό υγρό και το πλάσμα μειώνονται παράλληλα με το πέρασμα του χρόνου. Σε ασθενείς με ΡΑ, in vivo διαφορές του pH μεταξύ αρθρικού υγρού και πλάσματος μπορεί να σημαίνουν ότι οι συγκεντρώσεις της ελεύθερης ιονισμένης τενοξικάμης είναι πολύ χαμηλότερες στο αρθρικό υγρό, απ’ ό, τι στο πλάσμα.

Σε ασθενείς με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, η απορρόφηση και διάθεση της τενοξικάμης δεν μεταβάλλονται (Horber FF et al, 1986), αν και η νεφρική αποβολή του ανενεργού της μεταβολίτη 5’-υδροξυ-τενοξικάμη μειώνεται, γι’ αυτό και, στους ασθενείς αυτούς, όπως και σε αιμοδιϋλιζόμενους ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου, η δόση της τενοξικάμης δεν χρειάζεται τροποποίηση.  Παρόμοια, σε ασθενείς με ηπατική κίρρωση, η δόση της τενοξικάμης δεν χρειάζεται να τροποποιηθεί, δεδομένου ότι η φαρμακοκινητική της τενοξικάμης είναι παρόμοια με των ατόμων με φυσιολογική ηπατική λειτουργία (Crevoisier C et al, 1989). Η ασπιρίνη, χορηγούμενη μακροχρόνια και σε μεγάλες δόσεις, αυξάνει πάνω από το διπλάσιο τις ελεύθερες συγκεντρώσεις της τενοξικάμης στο πλάσμα, λόγω ανταγωνιστικής δράσης στη σύνδεση με τις λευκωματίνες του ορού. Αντίστοιχα, αυξάνει κατά 49% τον όγκο κατανομής της τενοξικάμης και κατά 98%, την κάθαρσή της και μειώνει κατά 24% τον t(1/2) (Day RO et al, 1994), με αποτέλεσμα μείωση των συγκεντρώσεων σταθερής κατάστασης στο πλάσμα κατά 55%.

Η τενοξικάμη αποβάλλεται σχεδόν πλήρως με ηπατικό μεταβολισμό. Το 67% μιας per os δόσης αποβάλλεται από τα ούρα και το υπόλοιπο, με τα κόπρανα. Λιγότερο από 0.5% μιας δόσης απεκκρίνεται αναλλοίωτο από τα ούρα ή τα κόπρανα (Todd PA and Clissold SP, 1991). Η χολεστυραμίνη, χορηγούμενη ταυτόχρονα με τενοξικάμη, αυξάνει κατά 2 φορές την αποβολή και κατά 112% την κάθαρση της τενοξικάμης στο πλάσμα, ένδειξη ότι η τενοξικάμη συμμετέχει στον εντεροηπατικό κύκλο.

Ο βαθμός απέκκρισης της τενοξικάμης στο μητρικό γάλα δεν έχει διευκρινισθεί, αν και σε πειραματόζωα και in vitro, η τενοξικάμη κατανέμεται σε υψηλές συγκεντρώσεις και συνδέεται άμεσα με την καζείνη (Stebler T and Guentert TW, 1990; Todd PA and Clissold SP, 1991). Οι 2 κύριοι μεταβολίτες της τενοξικάμης, ο ανενεργός 5’-υδροξυ- και ο 6-0-γλυκουρονιδικός μεταβολίτης, αποβάλλονται από την χολή και τα ούρα, αντίστοιχα. Η νεφρική αποβολή του 5’-υδροξυμεταβολίτη μειώνεται σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια. Οι συγκεντρώσεις του 5’- υδροξυμεταβολίτη στο πλάσμα φθάνουν το 1-5% της μητρικής ένωσης και η μείωσή τους συμβαδίζει με αυτήν.

Η τενοξικάμη μεταβολίζεται σχεδόν πλήρως με οξείδωση και σύνδεση στο ήπαρ σε ανενεργούς μεταβολίτες. Η κύρια οδός μεταβολισμού είναι η αρωματική υδροξυλίωση σε 5’-υδροξυτενοξικάμη, που είναι ο κύριος μεταβολίτης της τενοξικάμης στα ούρα. Η τενοξικάμη επίσης υδροξυλιώνεται στον τριοφαινικό δακτύλιο. Τα παράγωγα της αντίδρασης αυτής (7- και 8–υδροξυτενοξικάμη) μεταβολίζονται περαιτέρω συνδεόμενα με ουριδινοδι-φωσφογλυκουρονικό οξύ σε 7-0- και 8-0-γλυκουρονιδικά σύμπλοκα. Αυτοί είναι οι κύριοι μεταβολίτες που ανευρίσκονται στη χολή (Fenner H, 1987). Όλοι αυτοί οι μεταβολίτες είναι ανενεργοί.

EIKONA 58 : Μεταβολισμός τενοξικάμης

Οι συγκεντρώσεις της 5΄-υδροξυ-τενοξικάμης στο πλάσμα αποτελούν το 1-5% της μητρικής ένωσης και μειώνονται παράλληλα με της τενοξικάμης. Η 5΄-υδροξυ-τενοξικάμη αποτελεί το 22% μιας δόσης τενοξικάμης στα ούρα. Η νεφρική απέκκριση της 5΄-υδροξυ-τενοξικάμης μειώνεται σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια. Η τενοξικάμη μπορεί να οξειδωθεί από υπεροξειδάση προερχόμενη από λευκά αιμοσφαίρια, in vitro, όπου η αερόβια οξείδωση καταλύεται από την μυελοπεροξειδάση (Ichihara S et al, 1985; Nascimento AL et al, 1993).

Η οξείδωση της τενοξικάμης σε 5’-υδροξυ-τενοξικάμη καταλύεται από το σύστημα P450 του ενδοπλασματικού δικτύου του ήπατος. Η πιροξικάμη και η τενοξικάμη δρουν σαν ανταγωνιστικοί αναστολείς των μεταβολισμών τους, in vitro. Η 5’-υδροξυλίωση της τενοξικάμης αναστέλλεται από την μεφενυτοίνη, την τολβουταμίδη και την σουλφαφαιναζόλη, in vitro.

16.5.8.5  ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ-ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ

Σε ασθενείς με ΡΑ, οι ελάχιστες συγκεντρώσεις σταθερής κατάστασης της τενοξικάμης στο πλάσμα σχετίζονται πτωχά με την κλινική αποτελεσματικότητα (Todd PA and Clissold SP, 1991). Οι γαστρεντερικές επιπλοκές της τενοξικάμης είναι εξίσου συχνές τόσο σε ασθενείς με χαμηλά, όσο και με θεραπευτικά, επίπεδα σταθερής κατάστασης (Francis RJ et al, 1987).

16.5.8.6   ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

Αλλα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα

Αλληλεπιδράσεις :

  • Η τενοξικάμη, χορηγούμενη ταυτόχρονα με άλλα ΜΣΑΦ, μπορεί να επηρεάσει την λειτουργία των αιμοπεταλίων και να αυξήσει τον κίνδυνο γαστρεντερικού ερεθισμού, έλκους και αιμορραγίας.
  • Σε φυσιολογικά άτομα, η συγχορήγηση 20 mg τενοξικάμης με μεγάλες δόσεις ασπιρίνης (2.600 έως 3.900 mg/24ωρο) μειώνει τον t(1/2) κατά 24%, αυξάνει τον όγκο κατανομής κατά 49% και την κάθαρση της ασπιρίνης, κατά 98% (Day RO et al, 1988). Σε σταθερή κατάσταση, η ταυτόχρονη χορήγηση ασπιρίνης δεν φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά τις συγκεντρώσεις της τενοξικάμης στο πλάσμα

Συστάσεις : Η τενοξικάμη δεν πρέπει να χορηγείται παράλληλα με άλλα ΜΣΑΦ, γιατί μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο των σοβαρών γαστρεντερικών επιπλοκών, χωρίς αντίστοιχη αύξηση της αποτελεσματικότητας.

Αντιπηκτικά

Αλληλεπιδράσεις : Η τενοξικάμη δεν επηρεάζει σημαντικά τους παράγοντες πήξης του αίματος, τον χρόνο πήξης, προθρομβίνης ή ενεργοποιημένης θρομβοπλαστίνης. Πάντως, η ταυτόχρονη χορήγηση των ΜΣΑΦ με αντιπηκτικά αυξάνει τον κίνδυνο των γαστρεντερικών επιπλοκών, όπως το έλκος και η αιμορραγία.

Συστάσεις : Επειδή οι προσταγλανδίνες παίζουν σημαντικό ρόλο στην αιμόσταση και τα ΜΣΑΦ επηρεάζουν την λειτουργία των αιμοπεταλίων, η συγχορήγηση της τενοξικάμης με  βαρφαρίνη πρέπει να γίνεται κάτω από στενή παρακολούθηση.

Διουρητικά

Αλληλεπιδράσεις :

  • Η τενοξικάμη μπορεί να αυξήσει την υποτασική δράση της υδροχλωροθειαζίδης και την κορυφαία απέκκριση του Na+ και του C1 σε υπερτασικούς ασθενείς (Hartmann D et al, 1987)
  • Η τενοξικάμη, χορηγούμενη σε δόση 40 mg/24ωρο επί 2 ημέρες και στη συνέχεια 20 mg/24ωρο, δεν επηρεάζει σημαντικά την απέκκριση των ηλεκτρολυτών σε ασθενείς με φυσιολογική αρτηριακή πίεση θεραπευόμενους με φουροσεμίδη (40 mg/24ωρο)

Συστάσεις : Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό τενοξικάμης-υδροχλωροθειαζίδης πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή.

Κορτικοειδή

Αλληλεπιδράσεις : Η ταυτόχρονη χορήγηση των ΜΣΑΦ με κορτικοειδή per os αυξάνει τον κίνδυνο γαστρεντερικών επιπλοκών (έλκος, αιμορραγία), ιδιαίτερα σε ασθενείς ηλικίας >65 ετών.

Συστάσεις : Τα ΜΣΑΦ πρέπει να συγχορηγούνται με κορτικοειδή με προσοχή και τακτική παρακολούθηση.

Λίθιο

Αλληλεπιδράσεις : Τα ΜΣΑΦ μπορεί να αυξήσουν τις συγκεντρώσεις σταθερής κατάστασης στο πλάσμα, και επομένως τις αναμενόμενες φαρμακολογικές δράσεις και την τοξικότητα (γαστρεντερική δυσανεξία, πολυουρία, μυϊκή αδυναμία, λήθαργος, τρόμος, κ.ά.), των αλάτων του λιθίου.

Μηχανισμός : Τα ΜΣΑΦ μειώνουν την νεφρική κάθαρση του λιθίου, πιθανώς λόγω ελάττωσης της παραγωγής των νεφρικών προσταγλανδινών.

Συστάσεις : Τα επίπεδα του λιθίου στο πλάσμα πρέπει να παρακολουθούνται στην έναρξη, τροποποίηση και διακοπή της θεραπείας με τενοξικάμη.

Μεθοτρεξάτη

Αλληλεπιδράσεις : Μερικά ΜΣΑΦ μπορεί να αυξήσουν τις συγκεντρώσεις στο πλάσμα, και επομένως τις φαρμακολογικές και πιθανώς τοξικές δράσεις (καταστολή μυελού, ηπατοτοξικότητα, νεφροτοξικότητα, σοβαρή στοματίτιδα, κ.ά.), της μεθοτρεξάτης.

Μηχανισμός : Τα ΜΣΑΦ μειώνουν πιθανώς την νεφρική κάθαρση ή/και την νεφρική σωληναριακή απέκκριση της μεθοτρεξάτης.

Συστάσεις :  

  • Σε ασθενείς θεραπευόμενους ταυτόχρονα με μεθοτρεξάτη και τενοξικάμη, τα επίπεδα της μεθοτρεξάτης πρέπει να παρακολουθούνται, ώστε να τροποποιείται κατάλληλα η δόση της.
  • Εάν υπάρχει κλινική ένδειξη αλληλεπίδρασης μεταξύ τενοξικάμης - μεθοτρεξάτης, μπορεί να χρειασθεί μείωση της δόσης της μεθοτρεξάτης ή αύξηση της δόσης διαφυγής της λευκοβορίνης.

Χολεστυραμίνη

Αλληλεπιδράσεις : Μετά την εφάπαξ ενδοφλέβια χορήγηση 20 mg τενοξικάμης, ο μέσος t(1/2) μειώνεται από 67.4, σε 31.9, ώρες μετά την χορήγηση χολεστυραμίνης (4 gr σε 200 ml ύδατος per os κάθε 8 ώρες) και η φαινόμενη κάθαρση της τενοξικάμης αυξάνεται κατά 105%.

Συστάσεις :

  • Εάν υπάρχει υποψία της αλληλεπίδρασης αυτής, μπορεί να χρειασθεί αύξηση της δόσης της τενοξικάμης εάν χορηγείται ταυτόχρονα χολεστυραμίνη
  • Εάν ο συνδυασμός αυτός είναι αναπόφευκτος, η τενοξικάμη πρέπει να χορηγείται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από την χολεστυραμίνη.

Φάρμακα συνδεόμενα ισχυρά με τις πρωτείνες

Η τενοξικάμη, όπως άλλα ΜΣΑΦ, συνδέεται ισχυρά με τις πρωτείνες του πλάσματος, γι΄αυτό και μπορεί θεωρητικά να παρεκτοπίσει άλλα φάρμακα συνδεόμενα ισχυρά με τις πρωτείνες, όπως τα αντιπηκτικά, οι σουφονυλουρίες, η φαινυτοίνη και οι σουλφοναμίδες, αν και δεν φαίνεται να δυνητικοποιεί τις αντιπηκτικές δράσεις των αντιπηκτικών τύπου κουμαρίνης ή την υπογλυκαιμική δράση των σουλφονυλουριών. Πάντως, όταν συγχορηγείται με αντιπηκτικά ή υπογλυκαιμικά per os ή άλλα φάρμακα συνδεόμενα ισχυρά με τις πρωτείνες, οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή και οι δόσεις των φαρμάκων αυτών να τροποποιείται, εάν χρειάζεται.

Φάρμακα που δεν αλληλεπιδρούν με την τενοξικάμη

  •  Αντιπηκτικά : Η τενοξικάμη δεν αλληλεπιδρά με την βαρφαρίνη
  •  Αντιδιαβητικά : Σε φυσιολογικά άτομα θεραπευόμενα με 2.5 mg γλυβουρίδης ημερησίως, η τενοξικάμη δεν επηρεάζει το πεπτίδιο C, την ινσουλίνη και το σάκχαρο του αίματος (Hartmann D et al, 1990).
  •  Διγοξίνη : Σε ηλικιωμένους με φυσιολογικά επίπεδα κρεατινίνης στον ορό, η τενοξικάμη (σε δόση 30 mg/24ωρο) δεν επηρεάζει τα επίπεδα της διγοξίνης στο πλάσμα
  •  Αντιόξινα : Η χορήγηση 15 ml υδροξειδίου του αλουμινίου ή ενός αντιόξινου περιέχοντος αλουμίνιο και υδροξείδιο του μαγνησίου πριν από την χορήγηση 20 mg τενοξικάμης per os δεν επηρεάζει την βιοδιαθεσιμότητα της τενοξικάμης.

16.5.8.7   ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

  • Ρευματοειδής αρθρίτιδα
  • Οστεοαρθρίτιδα
  • Αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα
  • Οξεία ουρική αρθρίτιδα
  • Οξέα μυοσκελετικά νοσήματα (εξαρθρήματα, ισχιαλγία, θυλακίτιδα, τενοντίτιδα, κακώσεις μαλακών μορίων)
  • Μετεγχειρητικός πόνος και φλεγμονή
  • Οξεία οσφυαλγία
  • Ινομυαλγία

16.5.8.8   ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

  • Ενεργό πεπτικό έλκος ή ιστορικό πεπτικού έλκους, οισοφαγίτιδας, γαστρίτιδας, γαστρεντερικής αιμορραγίας ή ενεργού φλεγμονώδους γαστρεντερικής νόσου
  • Γνωστή ή πιθανή υπερευαισθησία στο φάρμακο, άλλες οξικάμες ή άλλα ΜΣΑΦ
  • Ρινικοί πολύποδες, σε συνδυασμό με άσθμα, αναφυλαξία, κνίδωση, ρινίτιδα ή άλλες αλλεργικές εκδηλώσεις από την ασπιρίνη ή άλλα ΜΣΑΦ
  • Κύηση ή γαλουχία
  • Σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια ή ενεργός ηπατική νόσος
  • Σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια ή επιδεινούμενη νεφρική λειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης <30 ml/min)
  • Ταυτόχρονη θεραπεία με άλλα ΜΣΑΦ

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

  • Αντιπηκτική αγωγή
  • Θρομβοπενία
  • Χρόνια νεφρική ανεπάρκεια
  • Σοβαρή υπολευκωματιναιμία δευτεροπαθώς σε απώλεια ή ανεπάρκεια σύνθεσης των πρωτεϊνών
  • Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια

16.5.8.9   ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

16.5.8.9.1   ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

Η τενοξικάμη είναι αποτελεσματική στη θεραπεία της ΡΑ, περισσότερο από  placebo (Fiszman P et al, 1985; Orozco-Alcala JJ and Barrera-Tenorio EF, 1987; Langdon CG et al, 1990).

Φάρμακα εξίσου αποτελεσματικά με την τενοξικάμη

  •  Πιροξικάμη (O’ Brien K et al, 1989; Atkinson M et al, 1992). Κατ’ άλλους, η τενοξικάμη βελτιώνει περισσότερο την γενική κατάσταση του ασθενούς και τον πόνο στην κίνηση της άρθρωσης και είναι λιγότερο τοξική από την πιροξικάμη.
  • Δικλοφενάκη
  •  Ασεκλοφενάκη
  •  Ναπροξένη
  •  Ινδομεθακίνη
  • Ιμπουπροφαίνη (800 mg/8ωρο)

16.5.8.9.2   ΟΣΤΕΟΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

Η τενοξικάμη είναι αποτελεσματική στην ΟΑ (Lund B et al, 1987; Orozco-Alcala JJ and Barrera - Tenorio EF, 1987; Langdon CG et al, 1990). Σε ασθενείς με ΟΑ του γόνατος, χορηγούμενη ενδαρθρικά εφάπαξ σε δόση 20 mg, ελαττώνει τον πόνο και τον ύδραρθρο και βελτιώνει την κινητικότητα της άρθρωσης (Papathanassiou NP, 1994).

Φάρμακα εξίσου αποτελεσματικά με την τενοξικάμη

  •  Δικλοφενάκη (150 mg/24ωρο)
  • Ετοδολάκη (600 mg/8ωρο)
  •  Πιροξικάμη-β-κυκλοδεξτρίνη
  •  Πιροξικάμη : Είναι εξίσου (Simpson J et al, 1989; Moser U et al, 1989) ή λιγότερο (Riedemann PJ et al, 1993) αποτελεσματική από την τενοξικάμη.
  • Κετοπροφαίνη (100 mg/12ωρο)
  • Ινδομεθακίνη (75 mg/24ωρο) : Είναι εξίσου (Hooper PA et al, 1989) ή λιγότερο (Riedemann PJ et al, 1993) αποτελεσματική από την τενοξικάμη.

16.5.8.9.3   ΑΓΚΥΛΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΠΟΝΔΥΛΙΤΙΔΑ

Η τενοξικάμη είναι αποτελεσματική στην ΑΣ (Bird HA et al, 1986b).

Φάρμακα εξίσου αποτελεσματικά με την τενοξικάμη

  •  Πιροξικάμη (Standel W and Josenhants G, 1985). Κατ΄άλλους, ανακουφίζει περισσότερο από τον πόνο από την τενοξικάμη (Bird HA et al, 1986b)
  •  Ασεκλοφενάκη (100 mg/12ωρο)
  •  Δικλοφενάκη (50 mg/24ωρο)

16.5.8.9.4   ΕΞΩΑΡΘΡΙΚΟΣ ΡΕΥΜΑΤΙΣΜΟΣ

Σε ασθενείς με ρευματισμό των μαλακών μορίων, η τενοξικάμη έχει παρόμοια αποτελεσματικότητα με την πιροξικάμη και την δικλοφενάκη (Moser U et al, 1989).

Στην τενοντίτιδα και την θυλακίτιδα είναι εξίσου αποτελεσματική με την πιροξικάμη. Σε ασθενείς με τενοντίτιδα των στροφέων του ώμου, ενιέμενη τοπικά σε δόση 20 mg εφάπαξ, ανακουφίζει από τον πόνο και βελτιώνει την κινητικότητα του ώμου (Itzkowitch D et al, 1996).

16.5.8.9.5   ΙΝΟΜΥΑΛΓΙΑ

Η τενοξικάμη, σε συνδυασμό με βρωμαζεπάνη, δεν διαφέρει σημαντικά σε αποτελεσματικότητα από placebo (Quijada-Carrera J et al, 1996).

16.5.8.9.6   ΟΞΕΙΑ ΟΥΡΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

Η τενοξικάμη, σε δόση αρχικά 40 mg ημερησίως επί 2 ημέρες και μετά 20 mg ημερησίως επί 5 ημέρες, είναι αποτελεσματική στο 79% των ασθενών (Waterworth RF and Waterworth SM, 1987).

16.5.8.9.7   ΟΞΕΙΑ ΟΣΦΥΑΛΓΙΑ

Η τενοξικάμη είναι περισσότερο αποτελεσματική από placebo.

16.5.8.10   ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

16.5.8.10.1   ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ (10.4-23%)

  •  Δυσπεψία (0.1-9.7%)
  • Ναυτία (2-6.7%)
  • Δυσκοιλιότητα (0.5-2.9%)
  • Κοιλιακός πόνος (0.7-3.3%)
  • Διάρροια (0.5-2.3%)
  • Μετεωρισμός (0.04-1.9%)
  • Εμετοι (0.2-1.1%)
  • Ελκωτική στοματίτιδα (0.1-0.7%)
  • Γαστρίτιδα (0.1-0.8%)
  • Οισοφαγίτιδα (0.2%)
  • Κοιλιακές ενοχλήσεις (1.4-2.2%)
  • Πύρωση (1.3-1.9%)
  • Επιγαστρική δυσανεξία (0.2-0.4%)
  • Επιγαστρικός πόνος (1.8-2.5%)
  • Υπερχλωρυδρία (0.02-0.4%)
  • Ανορεξία (0.05-0.4%)
  • Δυσπεψία (0.1-0.2%)
  • Ξηροστομία (0.1-0.3%)
  • Γλωσσίτιδα (<0.1%)
  • Στοματίτιδα (<0.1%)
  • Δυσφαγία (<0.1%)
  • Παλίνδρομη οισοφαγίτιδα (<0.1%)
  • Έλκος στομάχου ή 12δακτύλου (<1%)
  • Διαβρωτική γαστρίτιδα (<1%)
  • Δωδεκαδακτυλίτιδα (<1%)
  • Γαστρεντερική αιμορραγία (<1%)

16.5.8.10.2   ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Ακοκκιοκυττάρωση
  • Αναιμία (0.04-0.3%)
  • Λευκοπενία (0.04-0.4%)
  • Θρομβοπενία ( 0.1%)

16.5.8.10.3    ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ-ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ (1.6-3.9%)

  • Εξάνθημα (0.2-1.4%)
  • Κνησμός (0.3-1.3%)
  • Εφιδρώσεις (0.06-0.3%)
  • Εξάνθημα (0.2-0.3%)
  • Πορφύρα (0.02-0.2%)
  • Αντιδράσεις φωτοευαισθησίας ( 0.1%)
  • Σμηγματόρροια ( 0.1%)
  • Κνίδωση ( 0.1%)
  • Έκζεμα (( 0.1%)
  • Ερύθημα
  • Αγγειοοίδημα
  • Φαρμακευτικό εξάνθημα
  • Ονυχοδυστροφία
  • Αλωπεκία
  • Αγγειίτιδα
  • Φυσαλιδοφλυκταινώδη εξανθήματα
  • Σύνδρομο Stevens-Johnson
  • Σύνδρομο Lyell
  • Τοξική δερματίτιδα

16.5.8.10.4   ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ

  • Ηπατική δυσλειτουργία (0.3%)
  • Ίκτερος (<0.1%)
  • Μικρή αύξηση τρανσαμινασών, αλκαλικής φωσφατάσης, γ-GT και χολερυθρίνης (<0.1%)
  • Ηπατική βλάβη (Katsinelos P et al, 1997)
  • Ηπατική ανεπάρκεια - ηπατικό κώμα (σπάνια)
  • Οξεία ηπατίτιδα (σπάνια) (Sungur C et al, 1994)
  • Χολοστατική ηπατίτιδα (σπάνια)

16.5.8.10.5   ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ (2-9.1%)

Είναι λιγότερο συχνές με την τενοξικάμη, συγκριτικά με την τενοξικάμη και την δικλοφενάκη.

  • Κεφαλαλγία (0.9-4.3%)
  • Ζάλη (0.8-3.3%)
  • Κακουχία (0.04-0.8%)
  • Παραισθησίες (0.02-0.5%)
  • Υπνηλία (0.1-0.7%)
  • Ίλιγγος (0.2-0.4%)
  • Σύγχυση (0.2%
  • Κόπωση (0.1-0.9%)
  • Κατάθλιψη (0.6%)
  • Αϋπνία (0.1-0.2%)
  • Κράμπες κνημών (<0.1%)
  • Νευρικότητα (<0.1%)
  • Πυρετός (<0.1%)
  • Πάρεση (<0.1%)
  • Διαταραχές του ύπνου
  • Υπνηλία
  • Περιφερικές νευροαισθητικές διαταραχές

16.5.8.10.6   ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Υπέρταση (0.02-0.3%)
  • Παλμοί (0.02-0.2%)
  • Εξάψεις (0.02-0.03%)
  • Ταχυκαρδία (<0.1%)

16.5.8.10.7   ΑΠΟ ΤΟ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Αιματουρία (0.02=0.2%)
  • Οίδημα (0.2-1,3%)
  • Συχνουρία (0.02-0.3%)
  • Πολυουρία (0.03-0.1%)
  • Δυσουρία (<0.1%)
  • Κυστίτιδα (<0.1%)
  • Αύξηση ουρίας-κρεατινίνης (<0.1%)

16.5.8.10.8   ΑΠΟ ΤΑ ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΑ ΟΡΓΑΝΑ

  • Διαταραχές της όρασης (0.02-0.3%)
  • Διπλωπία
  • Επιπεφυκίτιδα
  • Ίλιγγος
  • Κώφωση
  • Επίσταξη
  • Διαταραχές δακρύων

16.5.8.10.9   ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Δύσπνοια (0.2%)
  • Βρογχόσπασμος (0.1%)

16.5.8.10.10   ΑΛΛΕΣ

  • Περιφερικό οίδημα λόγω κατακράτησης υγρών, ιδίως σε ασθενείς με προϋπάρχουσα συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
  • Διόγκωση-ερεθισμός οφθαλμών
  • Υπεργλυκαιμία
  • Αύξηση σωματικού βάρους

16.5.8.11   ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ

Περιπτώσεις υπερδοσολογίας με την τενοξικάμη δεν έχουν αναφερθεί. Στις περιπτώσεις αυτές συνιστάται υποστηρικτική και συμπτωματική αγωγή.

16.5.8.12   ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΕ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ

Δεν έχει αναφερθεί.

16.5.8.13   ΚΥΗΣΗ

Στα ζώα : Η τενοξικάμη δεν έχει τερατογόνες δράσεις.

Στον άνθρωπο : Η τενοξικάμη δεν συνιστάται στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, δεδομένου ότι η ασφάλειά της δεν έχει προσδιορισθεί.

16.5.8.14   ΓΑΛΟΥΧΙΑ

Σε αρουραίους που θηλάζουν, η τενοξικάμη διέρχεται αμέσως στο γάλα.

Στον άνθρωπο, η τενοξικάμη δεν είναι γνωστό κατά πόσον είναι ασφαλής στη διάρκεια της γαλουχίας, γι΄αυτό και δεν συνιστάται σε γυναίκες που θηλάζουν.

16.5.8.15   ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ - ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ

Νεογνά : Η τενοξικάμη δεν συνιστάται στα νεογνά.

Παιδιά : Η τενοξικάμη δεν συνιστάται σε παιδιά <16 ετών, δεδομένου ότι η δόση και οι ενδείξεις της δεν έχουν καθορισθεί.

Ηλικιωμένοι : Οι εξασθενημένοι ή ανάπηροι ασθενείς ή ηλικίας >65 ετών είναι περισσότερο επιρρεπείς σε πολλές από τις παρενέργειες των ΜΣΑΦ. Η συχνότητα των επιπλοκών αυξάνεται με την αύξηση της δόσης και της διάρκειας της θεραπείας. Οι ασθενείς αυτοί είναι λιγότερο ανθεκτικοί στις επιπτώσεις του έλκους και της αιμορραγίας και εμφανίζουν συνήθως θανατηφόρες γαστρεντερικές επιπλοκές. Στους ασθενείς αυτούς, η αρχική δόση της τενοξικάμης συνιστάται να είναι μικρότερη της συνιστώμενης και να τροποποιείται, εάν είναι απαραίτητο, και κάτω από στενή παρακολούθηση.

Κύηση : Η τενοξικάμη δεν συνιστάται στη διάρκεια της κύησης.

Γαλουχία : Η τενοξικάμη πρέπει να αποφεύγεται στη διάρκεια της γαλουχίας.

Αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις : Η τενοξικάμη αντενδείκνυται σε ασθενείς με μερικό ή πλήρες σύνδρομο ρινικών πολυπόδων και ιστορικό άσθματος, αναφυλαξίας, κνίδωσης, ρινίτιδας ή άλλων αλλεργικών εκδηλώσεων στην ασπιρίνη ή άλλα ΜΣΑΦ, δεδομένου ότι μπορεί να προκαλέσει σοβαρές, ακόμα και θανατηφόρες, αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις.

Γαστροτοξικότητα : Τα περισσότερα ΜΣΑΦ, σε μακροχρόνια χορήγηση, μπορεί να προκαλέσουν πεπτικό έλκος, γαστρεντερική αιμορραγία και διάτρηση, με θανατηφόρα, σπάνια, κατάληξη.

Οι περισσότεροι ασθενείς εμφανίζουν ήπια συμπτώματα από το ανώτερο γαστρεντερικό, π.χ. δυσπεψία, συνήθως πρώιμα στη διάρκεια της θεραπείας, αν και μπορεί να εμφανίσουν πεπτικό έλκος και διάτρηση χωρίς προειδοποιητικά γαστρεντερικά ενοχλήματα.

Σε ασθενείς θεραπευόμενους με ΜΣΑΦ επί 3-6 ή 12 μήνες, η συχνότητα των συμπτωματικών ελκών του ανώτερου γαστρεντερικού, της γαστρεντερικής αιμορραγίας και της διάτρησης ανέρχεται περίπου σε 1% και 2-4%, αντίστοιχα.

Ο κίνδυνος ανάπτυξης πεπτικού έλκους και γαστρεντερικής αιμορραγίας από τα ΜΣΑΦ, εκτός από το ιστορικό σοβαρών γαστρεντερικών νοσημάτων, αλκοολισμού, καπνίσματος, κ. ά., δεν φαίνεται να συνδέεται με άλλους παράγοντες κινδύνου (π.χ. ηλικία, φύλο). Πάντως, οι ηλικιωμένοι ή εξασθενημένοι ασθενείς φαίνεται ότι ανέχονται το έλκος ή την αιμορραγία λιγότερο από άλλους. Η γαστρεντερική αιμορραγία συνοδεύεται από μεγαλύτερη νοσηρότητα και θνητότητα σε οξέως πάσχοντες από άλλες καταστάσεις, στους ηλικιωμένους και σε ασθενείς με αιμορραγικά νοσήματα.

Οι ασθενείς που θεωρούνται ότι έχουν αυξημένο κίνδυνο δυνητικά σοβαρών γαστρεντερικών επιπλοκών, όπως οι ηλικιωμένοι και αυτοί που παίρνουν μεγάλες δόσεις ΜΣΑΦ ή ταυτόχρονα αντιπηκτικά ή κορτικοειδή ή έχουν ιστορικό πεπτικής ελκωτικής νόσου, πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά για σημεία και συμπτώματα διάτρησης του έλκους ή γαστρεντερικής αιμορραγίας.

Ηπατοτοξικότητα : Όπως άλλα ΜΣΑΦ, η τενοξικάμη μπορεί να προκαλέσει οριακή αύξηση ενός ή περισσότερων λειτουργικών ηπατικών δοκιμασιών έως το 15% των ασθενών. Οι ανωμαλίες αυτές μπορεί να επιδεινωθούν, να παραμείνουν ουσιαστικά αμετάβλητες ή να επιστρέψουν σε φυσιολογικά όρια παρά την συνέχιση του φαρμάκου. Σε λιγότερο από 1% των ασθενών, η αύξηση της SGOT και της SGPT προσεγγίζει το 3πλάσιο των ανώτερων φυσιολογικών ορίων.

Συμπτώματα ή/και σημεία ηπατικής δυσλειτουργίας ή διαταραχές των ηπατικών δοκιμασιών στη διάρκεια της θεραπείας με τενοξικάμη μπορεί να υποκρύπτουν βαρύτερες ηπατικές αντιδράσεις (ίκτερος, θανατηφόρα ηπατική ανεπάρκεια). Αν και οι αντιδράσεις αυτές είναι σπάνιες, εάν οι διαταραχές των ηπατικών δοκιμασιών επιμένουν ή επιδεινώνονται ή εμφανισθούν κλινικά σημεία και συμπτώματα ηπατικής νόσου ή συστηματικές εκδηλώσεις (π.χ. ηωσινοφιλία, εξάνθημα, κ.ά.), η τενοξικάμη πρέπει να διακόπτεται.

Σε κιρρωτικούς ασθενείς, η τενοξικάμη είναι ασφαλής και καλά ανεκτή (Crevoisier C et al, 1989), αν και πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με κιρσούς του οισοφάγου, θρομβοπενία ή διαταραχές της πήξης.

Νεφροτοξικότητα : Σε καταστάσεις που οδηγούν σε ελάττωση της νεφρικής αιματικής ροής ή του όγκου του αίματος, όπου οι νεφρικές προσταγλανδίνες παίζουν υποστηρικτικό ρόλο στη διατήρηση της νεφρικής διάχυσης, τα ΜΣΑΦ μπορεί να προκαλέσουν δοσοεξαρτώμενη ελάττωση της σύνθεσης των προσταγλανδινών και της νεφρικής αιματικής ροής, η οποία μπορεί να προδιαθέσει σε νεφρική ανεπάρκεια.

Επιρρεπείς στην επιπλοκή αυτή είναι οι ηλικιωμένοι, οι ασθενείς που έχουν νεφρική, καρδιακή ή ηπατική ανεπάρκεια, σακχαρώδη διαβήτη, εξωκυττάρια υπο-ογκαιμία οποιασδήποτε αιτιολογίας (π.χ. λόγω ταυτόχρονης θεραπείας με διουρητικά), σηψαιμία, πυελονεφρίτιδα και αυξημένα επίπεδα αγγειοτενσίνης ΙΙ ή κατεχολαμινών ή θεραπεύονται με νεφροτοξικά φάρμακα. Γι΄αυτό και η τενοξικάμη πρέπει να χορηγείται με προσοχή και κάτω από στενή παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας σε ασθενείς με μειωμένες νεφρικές εφεδρείες. Μετά την διακοπή του, η νεφρική λειτουργία συνήθως αποκαθίσταται στα προθεραπευτικά επίπεδα. 

Η τενοξικάμη μπορεί να μειώσει την κάθαρση της κρεατινίνης σε πάσχοντες από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, αλλά είναι ασφαλής σε χρόνια αιμοδιϋλιζόμενους ασθενείς (Horber FF et al, 1986).

Κατακράτηση υγρών και περιφερικό οίδημα : Έχει αναφερθεί σε μερικούς ασθενείς θεραπευόμενους με τενοξικάμη, γι΄ αυτό και η τενοξικάμη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, υπέρταση ή άλλες καταστάσεις που προδιαθέτουν σε κατακράτηση υγρών.

Λοιμώξεις : Η τενοξικάμη, όπως τα περισσότερα ΜΣΑΦ, λόγω των αντιπυρετικών και αντιφλεγμονωδών ιδιοτήτων της, μπορεί να συγκαλύψει τις συνήθεις κλινικές εκδηλώσεις των λοιμώξεων, γι΄αυτό και πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με προϋπάρχουσες λοιμώξεις. 

16.5.8.16   ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

  • Η τενοξικάμη δεν πρέπει να χορηγείται ταυτόχρονα με άλλα ΜΣΑΦ, δεδομένου ότι δεν έχει συνεργική δράση και υπάρχει κίνδυνος αθροιστικής τοξικότητας
  • Πριν από την χορήγηση αναισθησίας ή χειρουργικές επεμβάσεις, η τενοξικάμη δεν πρέπει να χορηγείται σε ασθενείς μεγάλης ηλικίας ή επιρρεπείς στην ανάπτυξη νεφρικής ανεπάρκειας ή αιμορραγίας, λόγω αυξημένου κινδύνου οξείας νεφρικής ανεπάρκειας και πιθανώς εξασθένησης της αιμόστασης
  • Μερικά ΜΣΑΦ προκαλούν επίμονα συμπτώματα από το ουροποιητικό (δυσουρία, συχνουρία) ή αιματουρία. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να εμφανισθούν σε οποιαδήποτε φάση της θεραπείας και να επιδεινωθούν με την συνέχιση του φαρμάκου. Εάν εμφανισθούν, το φάρμακο πρέπει να διακόπτεται άμεσα.
  • Τα ΜΣΑΦ μπορεί να προκαλέσουν υπερκαλιαιμία, ιδιαίτερα σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη ή νεφρική ανεπάρκεια, μεγάλης ηλικίας ή θεραπευόμενους ταυτόχρονα με αναστολείς των β-υποδοχέων ή του ΜΕΑ ή διουρητικά. Στους ασθενείς αυτούς, οι ηλεκτρολύτες πρέπει να παρακολουθούνται περιοδικά στη διάρκεια της μακροχρόνιας θεραπείας με τενοξικάμη.
  • Τα φάρμακα που αναστέλλουν την βιοσύνθεση των προσταγλανδινών παρεμβαίνουν και στη λειτουργία των αιμοπεταλίων, γι΄αυτό και οι ασθενείς που έχουν κίνδυνο διαταραχής της αιμόστασης πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή στη διάρκεια της θεραπείας με τενοξικάμη
  • Η τενοξικάμη, όπως και άλλα ΜΣΑΦ, μπορεί να προκαλέσει θόλωση ή/και ελάττωση της όρασης, γι΄αυτό και οι ασθενείς που εμφανίζουν διαταραχές της όρασης στη διάρκεια της θεραπείας με τενοξικάμη πρέπει να διακόπτουν το φάρμακο και να υποβάλλονται σε οφθαλμολογική εξέταση. Η οφθαλμολογική εξέταση πρέπει να γίνεται κατά περιοδικά διαστήματα σε κάθε ασθενή θεραπευόμενο μακροχρόνια με τενοξικάμη.

16.5.8.17   ΔΟΣΕΙΣ - ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ

Ρευματοειδής αρθρίτιδα-αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα-οστεοαρθρίτιδα : 20 mg εφάπαξ ημερησίως. Μεγαλύτερη δόση αυξάνει την συχνότητα και βαρύτητα των παρενεργειών, αλλ’ όχι το αποτέλεσμα (Vischer TL, 1987). Σε μερικούς ασθενείς, μικρότερη δόση (10 mg/24 ωρο) είναι επαρκής.

Εξωαρθρικός ρευματισμός : 20 mg/24ωρο επί 2 εβδομάδες.

Οξεία ουρική αρθρίτιδα-οξέα μυοσκελετικά νοσήματα : Αρχικά 40 mg/24ωρο επί 2 ημέρες. Μετά, 20 mg/24ωρο.

16.5.8.18   ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ

  Εμπορική ονομασία

  Μορφές-περιεκτικότητες

        Κατασκευαστής

Admiral

Caps 10 x 20 mg

ΖΑΡΜΠΗ Ε.Ι.& ΣΙΑ Ο.Ε.

 

Caps 30 x 20 mg

 

Algin-Vek

Tabl. coat. 30 x 20 mg

FARAN ABEE

Amcinafal

Tabl. fc 10 x 20 mg

RELYO HELLAS ΕΠΕ

Artroxicam

Tabl. coat. 10 x 20 mg

MEDICHROM ΑΒΕΕ

Aspagine

Caps 10 x 20 mg

 PROEL

Biodruff

Caps 10 x 20 mg

VILCO

Docticam

Tabl. fc 10 x 20 mg

DOCTUM

Dranat

Tabl. coat. 10 x 20 mg

REMEDINA

Hobaticam

Tabl. fc 30 x 20 mg

ΦΟΙΝΙΞ ΦΑΡΜ ΕΠΕ

 

Tabl. fc 10 x 20 mg

 

Indo-Bros

Tabl. fc 10 x 20 mg

BROS ΕΠΕ

Istotosal

Tabl. fc 10 x 20 mg

ΖΗΚΙΔΗΣ Ν.

 

Tabl. fc 30 x 20 mg

 

Liaderyl

Caps 10 x 20 mg

KLEVA ΕΠΕ 

Neo-Adlibamin

Tabl. fc 10 x 20 mg

ΝΟΡΜΑ ΕΛΛΑΣ Α.Ε.

Neo-Antiperstam

Tabl. coat. 10 x 20 mg

ΒΙΟΣΤΑΜ Κ.ΜΠΟΥΓΙΑ&ΣΙΑ ΟΕ

Neo-Endusix

Inj. 1 x 20 mg + Solv.

ΑΝΦΑΡΜ ΕΛΛΑΣ ΑΕ

 

Tabl. fc 10 x 20 mg

 

Octiveran

Caps 10 x 20 mg

RAFARM AE

Oxytel

Tabl. fc 30 x 20 mg

COUP OE

 

Caps 10 x 20 mg

 

Palitenox

Caps 10 x 20 mg

ΦΑΡΜΑΤΕΝ ΕΠΕ 

Ponsolit

Caps 10 x 20 mg

BIOMEDICA-CHEMICA ΑΕ

Portonal

Tabl. coat. 10 x 20 mg

DEMO ΑΕΒΕ

Redac

Tabl. fc 10 x 20 mg

ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΣ ΠΝ ΑΕΒΕ

 

Gran. sach. 10 x 20 mg

 

Soral

Caps 10 x 20 mg

HELP ΑΒΕΕ

Tenox

Caps 30 x 20 mg

ΛΑΜΔΑ ΑΕ

 

Amp. 1 x 20 mg + solv.

 

Tentepanil

Tabl. coat. 10 x 20 mg

ΜΕΝΤΙΝΟΒΑ ΑΕ

Tilcitin

Gran. sach. 10 x 20 mg

ROCHE HELLAS AE

 

Tabl. eff. 10 x 20 mg

 

 

Inj. 1 x 20 mg + Solv.

 

  Εμπορική ονομασία

  Μορφές-περιεκτικότητες

          Κατασκευαστής

 

Supp. 5 x 20 mg

 

Toscacalm

Tabl. fc 10 x 20 mg

GENEPHARM A.E

Voir

Tabl. fc 10 x 20 mg

VELKA HELLAS A.E

Zibelant

Tabl. fc 10 x 20 mg

ΧΡΙΣΠΑ ΑΕ

16.5.8.19   ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ

Δισκία : Περιέχουν 20 mg τενοξικάμης, λακτόζη, άμυλο αραβοσίτου, ταλκ, στεαρικό μαγνήσιο, υδροξυπροπυλ-κυτταρίνη, διοξείδιο του τιτανίου και οξείδιο του σιδήρου. Τα δισκία πρέπει να φυλάσσονται σε θερμοκρασία 15-30ο C.

Ενέσιμα σκευάσματα : Η ενέσιμη τενοξικάμη κυκλοφορεί σε φιαλίδια λυοφιλοποιημένης σκόνης περιέχοντα 20 mg τενοξικάμης και ασπαρτάμη. Η ανασύσταση της σκόνης πρέπει να γίνεται αμέσως πριν από την ένεση με 2 ml στείρου ενέσιμου ύδατος. Τα ενέσιμα σκευάσματα προορίζονται για ενδομυϊκή ή ενδοφλέβια χρήση.

16.5.8.20   ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΥΛΑΞΗ ΤΩΝ ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΩΝ

Τα φιαλίδια της τενοξικάμης πρέπει να φυλάσσονται σε θερμοκρασία <25ο C και δεν πρέπει να καταψύχονται.

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΕΝΟΞΙΚΑΜΗΣ

Η τενοξικάμη έχει τουλάχιστον παρόμοια αποτελεσματικότητα με άλλα ΜΣΑΦ και καλύτερη ανοχή από την δικλοφενάκη, την ινδομεθακίνη και την κετοπροφαίνη. Συγκριτικά με άλλα ΜΣΑΦ, έχει το πλεονέκτημα ότι χορηγείται σε μίαν εφάπαξ δόση που δεν χρειάζεται τροποποίηση σε ασθενείς μεγάλης ηλικίας ή με νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια.

 

 



Who is who

Θέματα

Συλλογή Φωτογραφιών

Τι είναι ο ρευματολόγος

Βότανα-Φυσικές ουσίες