Έρευνα

Γνωρίζετε αν διατρέχετε κίνδυνο οστεοπόρωσης;:

Σουλφασαλαζίνη

Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εί­ναι γνω­στή σαν σα­λι­κυ­λα­ζο­σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη, σα­λα­ζο­πυ­ρί­νη ή α­ζο­πυ­ρί­νη. Συν­τί­θε­ται με ει­σα­γω­γή μιας ο­μά­δας –Ν=Ν- στη σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη και σύ­ζευ­ξη του δι­α­ζω­νια­κού ά­λα­τος με σα­λι­κυ­λι­κό ο­ξύ. Γε­νι­κά θε­ω­ρεί­ται προ­φάρ­μα­κο, δε­δο­μέ­νου ό­τι ο δε­σμός με την ο­μά­δα –Ν=Ν- δι­α­σπά­ται in vivo, πα­ρέ­χον­τας σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη και 5-ASA (με­σα­λα­ζί­νη). Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη υ­πάρ­χει σαν λαμ­πε­ρή κί­τρι­νη ή κα­φε-κί­τρι­νη, ά­ο­σμη, λε­πτή σκό­νη. Έ­χει δι­α­λυ­τό­τη­τα <0.1 mg/ml στο ύ­δωρ και 0.34 mg/ml σε οι­νό­πνευ­μα θερ­μο­κρα­σί­ας 25ο C και μο­ρια­κό βά­ρος 398.39. 

5.1   ΧΗΜΕΙΑ

Σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη (Sulphasalazine)

  • Χη­μι­κό ό­νο­μα : 2-Hydroxy-5-[[4-[(2-pyridinylamino)-sulfonyl]phenyl]azo]benzoic acid
  • Μο­ρια­κός τύ­πος : C18H14N4O5S

ΕΙΚΟΝΑ 121 : Συν­τα­κτι­κός τύ­πος σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης 

5.2   ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ

Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη έ­χει αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δεις, α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές και αν­τι­βι­ο­τι­κές δρά­σεις. Με­τά την per os χο­ρή­γη­σή της, σε πο­σο­στό πε­ρί­που 80% φθά­νει στο πα­χύ έν­τε­ρο, ό­που δι­α­σπά­ται α­πό τα βα­κτη­ρί­δια σε σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη και 5-α­μι­νο­σα­λι­κυ­λι­κό ο­ξύ (5-ASA). Το 5-ASA α­νι­χνεύ­ε­ται σε ε­λά­χι­στα ε­πί­πε­δα στον ο­ρό, γι' αυ­τό και φαί­νε­ται ό­τι δρα το­πι­κά στο πα­χύ έν­τε­ρο α­να­στέλ­λον­τας τους μεσολαβητές της φλεγ­μο­νής (Hawkey CJ et al, 1985).

Στη ΡΑ, ο μη­χα­νι­σμός δρά­σης της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης εί­ναι ά­γνω­στος, πι­θα­νώς ό­μως εί­ναι πα­ρό­μοι­ος με τον πα­ρα­τη­ρού­με­νο στις φλεγ­μο­νώ­δεις εν­τε­ρο­πά­θει­ες. Στα νο­σή­μα­τα αυ­τά η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη δρα με α­νο­σο­λο­γι­κούς μη­χα­νι­σμούς και πι­θα­νώς τρο­πο­ποι­εί την πα­ρα­γω­γή των προ­στα­γλαν­δι­νών, τον με­τα­βο­λι­σμό του φυλ­λι­κού ο­ξέ­ος και την εν­τε­ρι­κή χλω­ρί­δα. Στη ΡΑ, δρα με τρό­πο πα­ρό­μοι­ο με την σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη, ε­νώ το 5-ASA εί­ναι α­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κό (Neumann VC et al, 1986).

Στην ελ­κώ­δη κο­λί­τι­δα, η ω­φέ­λι­μη δρά­ση της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης φαί­νε­ται ό­τι ο­φεί­λε­ται α­πο­κλει­στι­κά στο μό­ριο του 5-ASA (Peppercorn MA, 1984). Η σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη εί­ναι σουλ­φο­να­μι­δι­κό αν­τι­βι­ο­τι­κό που ε­ξον­τώ­νει τα βα­κτη­ρί­δια α­να­στέλ­λον­τας την εν­σω­μά­τω­ση του α­μι­νο­βεν­ζο­ϊ­κού ο­ξέ­ος σε δι­ϋ­δρο­πτε­ρο­ϊ­κό ο­ξύ.

ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ – ΤΡΟΠΟΣ ΔΡΑΣΗΣ ΣΟΥΛΦΑΣΑΛΑΖΙΝΗΣ

In vitro : 

  • Κα­τα­στο­λή της επαγόμενης από μιτογόνα τρο­πο­ποί­η­σης των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων
  • Α­να­στο­λή της επαγόμενης α­πό φυ­το­αι­μο­συγ­κολ­λη­τί­νη κυτ­τα­ρο­το­ξι­κό­τη­τας των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων
  • Α­να­στο­λή της επαγόμενης α­πό μι­το­γό­νο Pokeweed και ρευ­μα­το­ει­δή πα­ρά­γον­τα σύν­θε­σης των α­νο­σο­σφαι­ρι­νών
  • Δρά­ση στο φυλ­λι­κό ο­ξύ στα λεμ­φο­κύτ­τα­ρα
  • Α­να­στο­λή της χη­μει­ο­τα­ξί­ας των ου­δε­τε­ρο­φί­λων
  • Α­να­στο­λή της σύν­θε­σης των προ­στα­γλαν­δι­νών
  • Α­να­στο­λή της πα­ρα­γω­γής ε­λεύ­θε­ρου ο­ξυ­γό­νου μέ­σω α­να­στο­λής της σύν­δε­σης των ου­δε­τε­ρο­φί­λων α­πό την FMLP
  • Α­να­στο­λή της  πα­ρα­γω­γής αν­τι­σω­μά­των α­πό αν­τι­γό­να ε­ξαρ­τώ­με­να α­πό τα Τ- λεμ­φο­κύτ­τα­ρα
  • Α­να­στο­λή της ο­δού της 5-λι­πο­ξυ­γε­νά­σης στο με­τα­βο­λι­σμό του α­ρα­χι­δο­νι­κού ο­ξέ­ος
  • Ε­λάτ­τω­ση της α­νά­πτυ­ξης του Clostridium difficile

In vivo : Ε­λάτ­τω­ση της με­τα­φο­ράς του Clostridium Perfringens και Escherichia coli στην εν­τε­ρι­κή χλω­ρί­δα α­σθε­νών με ΡΑ.

5.2.1  ΑΝΤΙΒΑΚΤΗΡΙΔΙΑΚΗ ΔΡΑΣΗ

Η θε­ρα­πευ­τι­κή χρή­ση της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης στη ΡΑ έ­χει βα­σι­σθεί στην υ­πό­θε­ση ό­τι η νό­σος αυ­τή εί­ναι λοι­μώ­δους αρχής. Η α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης στην ελ­κώ­δη κο­λί­τι­δα και την εν­τε­ρο­πα­θη­τι­κή αν­τι­δρα­στι­κή αρ­θρί­τι­δα έ­χει τρο­φο­δο­τή­σει την υ­πό­θε­ση ό­τι η α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τά της στη ΡΑ μπο­ρεί να α­σκεί­ται μέ­σω της δρά­σης της στο έν­τε­ρο.

Σε α­σθε­νείς με φλεγ­μο­νώ­δεις εν­τε­ρο­πά­θει­ες, η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη με­τα­βάλ­λει την σύν­θε­ση της εν­τε­ρι­κής χλω­ρί­δας, αλ­λά σε βαθ­μό σχε­τι­κά μέ­τριο, συγ­κρι­τι­κά με άλ­λα αν­τι­βι­ο­τι­κά (West B et al, 1974; Krook A, 1981).

Σε α­σθε­νείς με ΡΑ, η δρά­ση της στην εν­τε­ρι­κή χλω­ρί­δα εί­ναι ά­γνω­στη, αν και η σουλ­φα­με­θο­ξα­ζό­λη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή (Ash G et al, 1986). Στη θε­ρα­πεί­α της ελ­κώ­δους κο­λί­τι­δας το 5-ASA φαί­νε­ται ό­τι εί­ναι το ε­νερ­γό μό­ριο.

Οι α­σθε­νείς με ε­νερ­γό ΡΑ έ­χουν πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρο α­ριθ­μό Clostridium perfringens α­π' ό,τι οι α­σθε­νείς με α­νε­νερ­γό νό­σο ή οι υ­γι­είς μάρ­τυ­ρες (Shinebaum R et al, 1984), γι' αυ­τό και πι­θα­νο­λο­γεί­ται ό­τι εν­τε­ρι­κή χλω­ρί­δα πλού­σια σε Clostridia perfringens παί­ζει αι­τι­ο­λο­γι­κό ρό­λο στη γέ­νε­ση της ΡΑ (Olhagen B et al, 1968).

Οι α­σθε­νείς με ΡΑ που παίρ­νουν σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη έ­χουν ε­λατ­τω­μέ­νο α­ριθ­μό ο­ρι­σμέ­νων βα­κτη­ρι­δια­κών ει­δών στο έν­τε­ρο, ό­πως το Clostridium perfringens (West B et al, 1974; Krook A et al, 1981). Στους χοί­ρους, η αλ­λα­γή του δι­αι­το­λό­γιου προ­κα­λεί φλεγ­μο­νώ­δη αρ­θρί­τι­δα και αυ­ξά­νει τον α­ριθ­μό των Clostridia στην εν­τε­ρι­κή χλω­ρί­δα (Mansson I et al, 1971).

Σε α­σθε­νείς με ελ­κώ­δη κο­λί­τι­δα, η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη, χο­ρη­γού­με­νη per os, με­τα­βάλ­λει τον α­ριθ­μό των Clostridia στα κό­πρα­να (West B et al, 1974). Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη και η σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη α­να­στέλ­λουν την α­νά­πτυ­ξη ο­ρι­σμέ­νων βα­κτη­ρι­δια­κών στε­λε­χών, in vitro (Sandberg-Ger-tzen H et al, 1985).

Η ΡΑ και η ΑΣ μπο­ρεί να ο­φεί­λον­ται σε δι­α­σταυ­ρού­με­νη αν­τι­δρα­στι­κό­τη­τα με­τα­ξύ βα­κτη­ρι­δια­κών αν­τι­γό­νων και ι­στι­κών συ­στα­τι­κών (Avakian H et al, 1980; Bahr GM et al, 1988). Οι ρευ­μα­το­πα­θείς έ­χουν με­γα­λύ­τε­ρη συ­χνό­τη­τα φλεγ­μο­νής και αυ­ξη­μέ­νη δι­α­πε­ρα­τό­τη­τα του εν­τε­ρι­κού βλεν­νο­γό­νου (Marcolongo R et al, 1979; Segal AW et al, 1986), η ο­ποί­α μπο­ρεί να ε­πι­τρέ­πει την είσ­δυ­ση βα­κτη­ρι­δια­κών αν­τι­γό­νων. Λό­γω της τρο­πο­ποι­η­τι­κής της δρά­σης στην εν­τε­ρι­κή χλω­ρί­δα, η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη μπο­ρεί να με­τα­βάλ­λει το φορ­τί­ο των υ­πο­θε­τι­κών αυ­τών αν­τι­γό­νων (Smedegard G and Bjork J, 1995).

Η με­γα­λύ­τε­ρη συ­χνό­τη­τα της εν­τε­ρι­κής φλεγ­μο­νής σε α­σθε­νείς με ΡΑ μπο­ρεί να ο­φεί­λε­ται στην χρή­ση των ΜΣΑΦ. Η φλεγ­μο­νή και η α­πώ­λεια αί­μα­τος στο λε­πτό έν­τε­ρο που προ­κα­λεί­ται α­πό τα ΜΣΑΦ α­να­στέλ­λε­ται α­πό την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη (Del Soldato P et al, 1985; Bjarnas­son I et al, 1990; Hayllar J et al, 1994). Η δρά­ση αυ­τή πι­θα­νώς ο­φεί­λε­ται στην ε­ξοι­κο­νό­μη­ση προ­στα­γλαν­δι­νών α­πό την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη, μέ­σω α­να­στο­λής της 15-προ­στα­γλαν­δι­νο-δε­ϋ­δρο­γε­νά­σης (Smedegard G and Bjork J, 1995).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η υ­πό­θε­ση ό­τι η ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα εί­ναι μί­α εν­τε­ρο­πα­θη­τι­κή αρ­θρο­πά­θεια φαί­νε­ται ό­τι δεν ευ­στα­θεί, δε­δο­μέ­νου ό­τι, αν και η σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη έ­χει αν­τι­βα­κτη­ρι­δια­κές ι­δι­ό­τη­τες και φαί­νε­ται ό­τι εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή στην ρευματοειδή αρθρίτιδα, δύ­ο άλ­λες σουλ­φο­να­μί­δες, η σουλ­φα­με­θο­ξα­ζό­λη και φθα­λυλ­σουλ­φα­θει­α­ζό­λη δεν έ­χουν κλι­νι­κό α­πο­τέ­λε­σμα στη ρευματοειδή αρθρίτιδα.

Α­κό­μα, η έλ­λει­ψη συ­σχέ­τι­σης με­τα­ξύ με­τα­βο­λών της εν­τε­ρι­κής χλω­ρί­δας και της κλι­νι­κής αν­τα­πό­κρι­σης στη σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εί­ναι έν­δει­ξη ό­τι οι αν­τι­βα­κτη­ρι­δια­κές ι­δι­ό­τη­τες της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης δεν συμ­με­τέ­χουν στον μη­χα­νι­σμό δρά­σης του φαρ­μά­κου.

5.2.2   ΑΝΤΙΦΛΕΓΜΟΝΩΔΕΙΣ ΔΡΑΣΕΙΣ

5.2.2.1   ΔΡΑΣΗ ΣΤΑ ΕΝΖΥΜΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗ ΤΟΥ ΑΡΑΧΙΔΟΝΙΚΟΥ ΟΞΕΟΣ

  • Α­να­στέλ­λει (ό­πως και οι κύ­ριοι με­τα­βο­λί­τες της) α­σθε­νώς την COX-1 και την COX-2 (Hoult JRS and Moore PK, 1980).
  • Α­να­στέλ­λει δυ­νη­τι­κά την 15-προ­στα­γλαν­δι­νο-δε­ϋ­δρο­γε­νά­ση, έν­ζυ­μο ση­μαν­τι­κό στην κύ­ρια ο­δό α­πε­νερ­γο­ποί­η­σης των προ­στα­γλαν­δι­νών, ε­νώ η σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη και το 5-ASA εί­ναι α­δρα­νείς. Πα­ρό­μοι­α, α­να­στέλ­λει τον με­τα­βο­λι­σμό των προ­στα­γλαν­δι­νών σε πνεύ­μο­νες α­ρου­ραί­ων και σε αν­θρώ­πι­νο έν­τε­ρο (Hoult JRS and Moore PK, 1980; Hillier K et al, 1982).
  • Α­να­στέλ­λει την 5- και 15- λι­πο­ξυ­γε­νά­ση, ό­πως και την τραν­σφε­ρά­ση της γλου­τα­θει­ό­νης (η ο­ποί­α συμ­με­τέ­χει στον σχη­μα­τι­σμό της λευ­κο­τρι­έ­νης C4) (Sircar JC et al, 1983; Bach MK et al, 1985), και την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση των πα­ρα­γώ­γων της λι­πο­ξυ­γε­νά­σης α­πό φλεγ­μο­νώ­δη κύτ­τα­ρα και ι­στούς, ε­νώ οι με­τα­βο­λί­τες της εί­ναι εί­τε λι­γό­τε­ρο δρα­στι­κοί, εί­τε α­νε­νερ­γείς (Allgayer H and Stenson WF, 1988; Tornhamre S et al, 1989).
  • Α­να­στέλ­λει την πα­ρα­γω­γή υ­πε­ρο­ξει­δί­ου α­πό τα ου­δε­τε­ρό­φι­λα, των λευ­κο­τρι­ε­νών και ο­ρι­σμέ­νων άλ­λων υ­δρο­ξυ-λι­πα­ρών ο­ξέ­ων (Peskar BM et al, 1986)
  • Α­να­στέλ­λει την συν­θε­τά­ση της θρομ­βο­ξά­νης των αι­μο­πε­τα­λί­ων (Stenson WF and Lobos E, 1983)
  • Α­να­στέλ­λει (ό­πως και το 5-ASA) την σύν­θε­ση των προ­στα­γλαν­δι­νών, in vitro (Gould SR, 1975). Η δρά­ση αυ­τή δεν εί­ναι γνω­στό κα­τά πό­σον σχε­τί­ζε­ται με την δρά­ση της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης στη ΡΑ ή τις φλεγ­μο­νώ­δεις εν­τε­ρο­πά­θει­ες.
  • Α­να­στέλ­λει την σύν­δε­ση με ι­ώ­διο την επαγόμενη από την μυελοϋπεροξειδάση (Molin L and Sten­dahl O, 1979).

5.2.2.2   ΔΡΑΣΗ ΣΤΟΝ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟ ΤΟΥ ΦΥΛΛΙΚΟΥ ΟΞΕΟΣ

Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη, αλ­λ' ό­χι η σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη και το 5-ASA, α­να­στέλ­λουν την με­τα­φο­ρά του φυλ­λι­κού ο­ξέ­ος κα­τά μή­κος του λε­πτού εν­τέ­ρου (Franklin JL and Rosenberg IH, 1973) και δι­ά­φο­ρα έν­ζυ­μα του με­τα­βο­λι­σμού των φυλ­λι­κού ο­ξέ­ος (ό­πως την δε­ϋ­δρο­φο­λι­κή ρε­δου­κτά­ση) (Selhub J et al, 1978), με α­πο­τέ­λε­σμα μεί­ω­ση της α­πορ­ρό­φη­σης και του με­τα­βο­λι­σμού του φυλ­λι­κού ο­ξέ­ος. Πα­ρό­μοι­α δρά­ση σε έν­ζυ­μα ε­ξαρ­τώ­με­να α­πό το φυλ­λι­κό ο­ξύ έ­χει και η με­θο­τρε­ξά­τη.

Συ­νέ­πεια της δυ­σα­πορ­ρό­φη­σης του φυλ­λι­κού ο­ξέ­ος εί­ναι η ε­λάτ­τω­ση των ε­πι­πέ­δων του στον ο­ρό και η α­να­στο­λή της δρά­σης της δε­ϋ­δρο­φο­λι­κής και της με­θυ­λε­νο-τε­τρα­ϋ­δρο­φο­λι­κής ρε­δου­κτά­σης και της σε­ρι­νο­τραν­συ­δρο­ξυ­με­θυ­λά­σης, εν­ζύ­μων που συμ­με­τέ­χουν στον με­τα­βο­λι­σμό του φυλ­λι­κού ο­ξέ­ος (Sel­hub J et al, 1978), ο­δη­γών­τας ε­νί­ο­τε σε με­γα­λο­βλα­στι­κή α­ναι­μί­α (Grindulis KA and McConkey B, 1984). Οι δρά­σεις αυ­τές φαί­νε­ται ό­τι ο­φεί­λον­ται σ' ο­λό­κλη­ρο το μό­ριο της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης (Franklin JL and Rosenberg IH, 1973).

Σε α­σθε­νείς με ελ­κώ­δη κο­λί­τι­δα, η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη, σε δό­σεις >2 gr/24ωρο, μει­ώ­νει τα ε­πί­πε­δα του φυλ­λι­κού ο­ξέ­ος στα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια (Longstreth GF and Green R, 1983). Πάν­τως, οι πά­σχον­τες α­πό ΡΑ, αν και συ­χνά έ­χουν χα­μη­λά ε­πί­πε­δα φυλ­λι­κού ο­ξέ­ος, στη διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας με σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εμ­φα­νί­ζουν μέ­τρια αύ­ξη­ση του MCV, μη σχε­τι­ζό­με­νη με α­ναι­μί­α, ό­χι ό­μως ε­λάτ­τω­ση της α­πορ­ρό­φη­σης ή των ε­πι­πέ­δων του φυλ­λι­κού ο­ξέ­ος στον ο­ρό και τα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια (Grindulis KA and McConkey B, 1985), έν­δει­ξη ό­τι η ε­ξα­σθέ­νη­ση του με­τα­βο­λι­σμού του φυλ­λι­κού ο­ξέ­ος δεν παί­ζει ση­μαν­τι­κό ρό­λο στη δρά­ση της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης.

Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με με­θο­τρε­ξά­τη, η συμ­πλη­ρω­μα­τι­κή χο­ρή­γη­ση φυλ­λι­κού ο­ξέ­ος μει­ώ­νει την το­ξι­κό­τη­τα, χω­ρίς ό­μως να ε­πη­ρε­ά­ζει την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα, της μεθοτρεξάτης, έν­δει­ξη ό­τι η α­να­στο­λή της δε­ϋ­δρο­φο­λι­κής ρε­δου­κτά­σης δεν παί­ζει ση­μαν­τι­κό ρό­λο στον μη­χα­νι­σμό δρά­σης των φαρ­μά­κων που χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται στη θε­ρα­πεί­α της ΡΑ (Morgan SL et al, 1990). Πάν­τως, η πα­ρέμ­βα­ση στην δράση άλ­λων εν­ζύ­μων ε­ξαρ­τώ­με­νων α­πό το φυλ­λι­κό ο­ξύ, ό­πως η τραν­σφορ­μυ­λά­ση του AICAR (aminoimidazolecarboxamide ribonucleotide transformylase), μπο­ρεί να έ­χει με­γα­λύ­τε­ρη ση­μα­σί­α σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με αν­τα­γω­νι­στές του φυλ­λι­κού ο­ξέ­ος (Baggot JE et al, 1993). Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο δυ­νη­τι­κός α­να­στο­λέ­ας της τραν­σφορ­μυ­λά­σης του AI­CAR α­πό την με­θο­τρε­ξά­τη, ε­νώ η σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη εί­ναι α­νε­νερ­γός (Baggot JE et al, 1992).

Η αν­τι­πολ­λα­πλα­σι­α­στι­κή δρά­ση της με­θο­τρε­ξά­της θε­ω­ρεί­ται υ­πεύ­θυ­νη, εν μέ­ρει, για την κλι­νι­κή της α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα στη ΡΑ (Olsen NJ and Murray LM, 1989). Η με­θο­τρε­ξά­τη α­να­στέλ­λει τον πολ­λα­πλα­σια­σμό των Τ- και Β-λεμ­φο­κυτ­τά­ρων και την σύν­θε­ση των α­νο­σο­σφαι­ρι­νών in vitro και η α­να­στο­λή αυ­τή α­να­στρέ­φε­ται με την προ­σθή­κη φυλ­λι­νι­κού ο­ξέ­ος (Olsen NJ and Murray LM, 1989). Μο­λο­νό­τι η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη α­σκεί τις ί­δι­ες α­να­σταλ­τι­κές δρά­σεις στη λει­τουρ­γί­α των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων με την με­θο­τρε­ξά­τη, οι δρά­σεις αυ­τές δεν πε­ρι­ο­ρί­ζον­ται με την χο­ρή­γη­ση φυλ­λι­νι­κού ο­ξέ­ος.

5.2.2.3   ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΑ ΚΥΤΤΑΡΑ ΠΟΥ ΕΠΑΓΟΥΝ ΤΗΝ ΦΛΕΓΜΟΝΗ

  • Α­να­στέλ­λει (ό­πως και το 5-ASA) την τυ­χαί­α με­τα­νά­στευ­ση και την χη­μει­ο­τα­ξί­α των πο­λυ­μορ­φο­πυ­ρή­νων λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων (Rhodes JM et al, 1981). Η δρά­ση αυ­τή μπο­ρεί να ο­φεί­λε­ται στο 5-ASA και να μην ε­ξαρ­τά­ται α­πό την α­να­σταλ­τι­κή δρά­ση της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης στη σύν­θε­ση των προ­στα­γλαν­δι­νών.
  • Α­να­στέλ­λει την πα­ρα­γω­γή υ­πε­ρο­ξει­δί­ου και εν­ζύ­μων, ε­νώ η σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη και το 5-ASA εί­ναι ανενεργείς ή λι­γό­τε­ρο ε­νερ­γείς (Molin L and Stendahl O, 1979; Carlin G et al, 1989)
  • Α­να­στέλ­λει την κυτ­τα­ρι­κή ε­νερ­γο­ποί­η­ση, πα­ρεμ­βαί­νον­τας στον με­τα­βο­λι­σμό της φω­σφο­ϊ­νο­σι­τί­δης στο ε­πί­πε­δο της φω­σφο­λι­πά­σης C ή της ρυθ­μι­στι­κής της φωσφολιπάσης C πρω­τεΐ­νης (G-πρω­τεΐ­νη) (Carlin G et al, 1989; Carlin G et al, 1992).
  • Α­να­στέλ­λει την πα­ρα­γω­γή της cΑΜΡ α­πό τις προ­στα­γλαν­δί­νες στα κοκ­κι­ο­κύτ­τα­ρα, τα λεμ­φο­κύτ­τα­ρα και τα μο­νο­κύτ­τα­ρα, α­πάν­τη­ση ε­πί­σης ε­ξαρ­τώ­με­νη α­πό τις ετεροτριμερείς G-πρω­τεΐ­νες, αλ­λ' ό­χι α­πό την φω­σφο­λι­πά­ση C (Carlin G et al, 1993).

Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη μπο­ρεί να ε­ξου­δε­τε­ρώ­νει τα βλα­πτι­κά πα­ρά­γω­γα που α­πε­λευ­θε­ρώ­νον­ται σ' αυ­τές τις δι­α­δι­κα­σί­ες, δε­δο­μέ­νου ό­τι το 5-ASA δρα σαν ι­σχυ­ρός εκ­κα­θα­ρι­στής των ρι­ζών ο­ξυ­γό­νου, πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των α­νι­όν­των του υ­πε­ρο­ξει­δί­ου, και ό­τι η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη πα­ρεμ­βαί­νει στην εν­ζυ­μι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα των πρω­τε­α­σών των κοκ­κι­ο­κυτ­τά­ρων (Klessen C, 1980). Αρ­κε­τές α­πό τις πα­ρα­πά­νω κυτ­τα­ρι­κές λει­τουρ­γί­ες επάγονται με εν­δο­κυτ­τά­ρια σή­μα­τα ε­ξαρ­τώ­με­να α­πό την φω­σφο­ϊ­νο­σι­τί­δη, τα ο­ποί­α με­τα­δί­δουν το φλεγ­μο­νώ­δες ε­ρέ­θι­σμα στον υ­πο­δο­χέ­α του κυτ­τά­ρου, ο­δη­γών­τας σε κυτ­τα­ρι­κή α­πάν­τη­ση.

5.2.3   ΑΝΟΣΟΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ

5.2.3.1   ΔΡΑΣΗ ΣΕ ΚΥΤΤΑΡΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

  • Α­να­στέλ­λει τον πολ­λα­πλα­σια­σμό των Τ-λεμ­φο­κυτ­τά­ρων και την δρα­στη­ρι­ό­τη­τα των φυ­σι­κών κυτ­τά­ρων-φο­νέ­ων, in vitro (Gibson PR and Jewell DP, 1985; Comer SS and Jasin HE, 1988).
  • Α­να­στέλ­λει την in vitro ε­νερ­γο­ποί­η­ση των Β-λεμ­φο­κυτ­τά­ρων, εκ­φρα­ζό­με­νη με πολ­λα­πλα­σια­σμό, σύν­θε­ση α­νο­σο­σφαι­ρι­νών, πα­ρα­γω­γή RF ή σχη­μα­τι­σμό πλά­κας (Imai F et al, 1991). Στα συ­στή­μα­τα αυ­τά, η σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη και το 5-ASA εί­ναι λι­γό­τε­ρο δρα­στι­κά α­πό την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη.
  • Α­να­στέλ­λει την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση της IL-2 και της IFN-γ α­πό τα Τ-λεμ­φο­κύτ­τα­ρα ό­πως και της IL-1, της IL-6 και του TNF-α α­πό τα μο­νο­κύτ­τα­ρα (Remvig L and Andersen B, 1990) και αν­τα­γω­νί­ζε­ται τους υ­πο­δο­χείς του TNF (Shanahan F et al, 1990, Bruck W et al, 1992).
  • Μει­ώ­νει ση­μαν­τι­κά την ι­κα­νό­τη­τα πα­ρα­γω­γής IL-6 α­πό τα κυ­κλο­φο­ρούν­τα μο­νο­κύτ­τα­ρα (Crilly A et al, 1994).

Η α­να­σταλ­τι­κή δρά­ση της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης στην in vitro ε­νερ­γο­ποί­η­ση των Τ- λεμ­φο­κυτ­τά­ρων μπο­ρεί να σχε­τί­ζε­ται με μει­ω­μέ­νη α­πε­λευ­θέ­ρω­ση μιας ρυθ­μι­στι­κής κυτ­τα­ρο­κί­νης, ό­πως η IL-2, αν και η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη α­να­στέλ­λει τον πολ­λα­πλα­σια­σμό των κυτ­τά­ρων περισσότερο α­πό την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση της IL-2. Αν­τί­θε­τα, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη-Α α­να­στέλ­λει πα­ράλ­λη­λα και τον πολ­λα­πλα­σια­σμό των κυτ­τά­ρων και την πα­ρα­γω­γή της IL-2 (Fujiwara M et al, 1990).

5.2.3.2  ΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗ

  • Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη (ό­χι ό­μως και οι με­τα­βο­λί­τες της) α­να­στέλ­λει τον πολ­λα­πλα­σια­σμό των εν­δο­θη­λια­κών κυτ­τά­ρων α­ορ­τής βο­ών σε καλ­λι­έρ­γει­ες (Sharon P et al, 1992).
  • Η σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη α­να­στέλ­λει τον πολ­λα­πλα­σια­σμό των εν­δο­θη­λια­κών κυτ­τά­ρων του φλε­βι­κού τοι­χώ­μα­τος αν­θρώ­πι­νου ομ­φά­λιου λώ­ρου, περισσότερο α­πό την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη (Madhok R et al, 1991).

5.2.3.3   ΔΡΑΣΕΙΣ IN VITRO 

Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη έ­χει α­νο­σο­τρο­ποι­η­τι­κή δρά­ση σε κλι­νι­κές με­λέ­τες και σε πει­ρα­μα­τι­κά μον­τέ­λα αυ­το­ά­νο­σων νο­ση­μά­των.

  • Φυ­σι­ο­λο­γι­κο­ποι­εί τις δι­α­τα­ρα­χές της σχέ­σης δι­α­φο­ρε­τι­κών υ­πο-ο­μά­δων λεμ­φο­κυτ­τά­ρων στο αί­μα και το πα­χύ έν­τε­ρο (Rubinstein A et al, 1978; Miyazaki H et al, 1985) και μει­ώ­νει την δρα­στη­ρι­ό­τη­τα των φυ­σι­κών κυτ­τά­ρων-φο­νέ­ων στο πε­ρι­φε­ρι­κό αί­μα (Aparicio-Pages MN et al, 1990) σε α­σθε­νείς με ελ­κώ­δη κο­λί­τι­δα.

Κατ΄άλ­λους, δεν με­τα­βάλ­λει τον α­ριθ­μό των συ­νο­λι­κών λεμ­φο­κυτ­τά­ρων και των Τ- ή Β-  λεμ­φο­κυτ­τά­ρων στο αί­μα (Thayer WR et al, 1979; Samanta BA et al, 1992).

  • Μει­ώ­νει τον α­ριθ­μό των γ/δ+ λεμ­φο­κυτ­τά­ρων στον βλεν­νο­γό­νο του λε­πτού εν­τέ­ρου και του 12δακτύλου (Kanerud L et al, 1994) α­σθε­νών με αρ­θρί­τι­δα, έν­δει­ξη ό­τι έ­χει δρά­ση στο α­νο­σο­λο­γι­κό σύ­στη­μα του εν­τέ­ρου.
  • Μει­ώ­νει τα ε­πί­πε­δα της IgA (Jorgensen C et al, 1993), ό­πως και τον α­ριθ­μό των κυ­κλο­φο­ρούν­των κυτ­τά­ρων που πα­ρά­γουν IgA, η ο­ποί­α προ­η­γεί­ται και σχε­τί­ζε­ται με την κλι­νι­κή βελ­τί­ω­ση (Feltelius N et al, 1991). Οι α­σθε­νείς με φαρ­μα­κο­γε­νή ε­κλε­κτι­κή α­νε­πάρ­κεια της IgA ή πα­νυ­πο­γαμ­μα­σφαι­ρι­ναι­μί­α συ­χνά αν­τα­πο­κρί­νον­ται στην σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη (Farr M et al, 1991).
  • Μει­ώ­νει την α­νο­σο­α­πάν­τη­ση σε per os και πα­ρεν­τε­ρι­κά χο­ρη­γού­με­να αν­τι­γό­να, ό­πως φαί­νε­ται α­πό την ε­λάτ­τω­ση του α­ριθ­μού των κυ­κλο­φο­ρούν­των κυτ­τά­ρων που πα­ρά­γουν α­νο­σο­σφαι­ρί­νες, σε υ­γι­είς ε­θε­λον­τές (Gudmundsson S et al, 1993).

5.2.3.4   ΑΝΟΣΟΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΣΕ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΖΩΑ

  • Α­να­στέλ­λει την κολλαγονο-επαγόμενη αρ­θρί­τι­δα τύ­που ΙΙ, σε πον­τι­κούς και α­ρου­ραί­ους (Fener P et al, 1990)
  • Α­να­στέλ­λει τις ι­στο­λο­γι­κές αλ­λοι­ώ­σεις και την κα­τα­στρο­φή του χόν­δρου σε αρ­θρί­τι­δα προ­κλη­θεί­σα α­πό αν­τι­γό­νο, σε πον­τι­κούς και κου­νέ­λια (Hunneyball IM et al, 1986)
  • Τρο­πο­ποι­εί την δι­α­δρο­μή της πει­ρα­μα­τι­κής αλ­λερ­γι­κής εγ­κε­φα­λο­μυ­ε­λί­τι­δας, σε ιν­δό­χοι­ρους και α­ρου­ραί­ους (Correales J et al, 1991)
  • Πε­ρι­ο­ρί­ζει την α­νά­πτυ­ξη νό­σου πα­ρό­μοι­ας με λύ­κο, σε πον­τι­κούς (Abe C et al, 1991; Yamamoto I et al, 1991)
  • Μει­ώ­νει την α­νο­σο­α­πάν­τη­ση σε αν­τι­γο­νι­κά κύτ­τα­ρα όγ­κων, σε πον­τι­κούς (Laursen ML, 1978)
  • Πα­ρα­τεί­νει την ε­πι­βί­ω­ση των καρ­δια­κών αλ­λο­μο­σχευ­μά­των σε συν­δυα­σμό με κυ­κλο­σπο­ρί­νη, σε α­ρου­ραί­ους (Wanders A et al, 1988)
  • Έ­χει ω­φέ­λι­μη δρά­ση σε δι­ά­φο­ρα μον­τέ­λα πει­ρα­μα­τι­κής κο­λί­τι­δας (Axelsson L-G and Ahl-stedt S, 1993)
  • Α­να­στέλ­λει την μι­το­γο­νο-επαγόμενη με­τα­τρο­πή των σπλη­νι­κών κυτ­τά­ρων, σε με­γά­λες συγ­κεν­τρώ­σεις, σε πον­τι­κούς
  • Α­να­στέλ­λει την μι­το­γο­νο-επαγόμενη κυτ­τα­ρο­το­ξι­κό­τη­τα, in vitro (Holm G and Perlmann P, 1969)
  • Αυ­ξά­νει την ε­πιρ­ρέ­πεια στην α­νά­πτυ­ξη κα­κο­ή­θων α­σκι­τι­κών κυτ­τά­ρων στο λε­πτό έν­τε­ρο πον­τι­κών (Laursen ML, 1978)
  • Α­να­στέλ­λει την δρά­ση των κυτ­τά­ρων-φο­νέ­ων, ό­πως και η σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη, σε ε­πί­πε­δα υ­ψη­λό­τε­ρα α­πό τα θε­ρα­πευ­τι­κά, in vitro (Gibson P and Jewell D, 1985).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη φαί­νε­ται ό­τι έ­χει α­νο­σο­τρο­πο­ποι­η­τι­κή δρά­ση, η ο­ποί­α μπο­ρεί να ε­πι­τυγ­χά­νε­ται μέ­σω τρο­πο­ποί­η­σης της πα­ρα­γω­γής και της δρα­στη­ρι­ό­τη­τας των κυτ­τα­ρο­κι­νών. Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εμ­φα­νί­ζουν προ­ο­δευ­τι­κή μεί­ω­ση των ε­πι­πέ­δων της IL-1 και του TNF στον ο­ρό, σε συν­δυα­σμό με βελ­τί­ω­ση των κλι­νι­κών δει­κτών της δρα­στη­ρι­ό­τη­τας της νό­σου, έν­δει­ξη ό­τι η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη δρα στις προ­φλεγ­μο­νώ­δεις κυτ­τα­ρο­κί­νες. 

5.2.3.5   ΔΡΑΣΗ ΣΤΑ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΑ 

  • Ε­λατ­τώ­νει τα κυ­κλο­φο­ρούν­τα ε­νερ­γο­ποι­η­μέ­να λεμ­φο­κύτ­τα­ρα, σε α­σθε­νείς με ΡΑ, και την α­πο­κα­τά­στα­ση των φυ­σι­ο­λο­γι­κών α­παν­τή­σε­ων των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων στην κον­κα­βα­λί­νη-Α, ex vivo (Symmons D et al, 1988).
  • Κα­τα­στέλ­λει την πα­ρα­γω­γή α­νο­σο­σφαι­ρι­νών και IgM RF α­πό πε­ρι­φε­ρι­κά Β-λεμ­φο­κύτ­τα­ρα δι­ε­γερ­μέ­να με μι­το­γό­νο Pokeweed, α­νά­λο­γα με την δό­ση της (Comer SS and Jasin HE, 1988). Σε χα­μη­λές συγ­κεν­τρώ­σεις, η πα­ρα­γω­γή IgM RF α­να­στέλ­λε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό την συ­νο­λι­κή ΙgM.
  • Συν­δέ­ε­ται με ε­κλε­κτι­κή α­νε­πάρ­κεια της IgA, έν­δει­ξη ό­τι επηρεάζει την α­νο­σί­α του γα­στρεν­τε­ρι­κού βλεν­νο­γό­νου (Delamere J et al, 1983). 

5.2.3.6   ΔΡΑΣΗ ΣΤΑ ΜΟΝΟΠΥΡΗΝΑ

  • Κα­τα­στέλ­λει τις απαντήσεις των μο­νο­πυ­ρή­νων του πε­ρι­φε­ρι­κού αί­μα­τος σε δι­ά­φο­ρα μι­το­γό­να, in vi­tro (Symmons D et al, 1988)
  • Δεν με­τα­βάλ­λει την α­να­λο­γί­α των υ­πο­πλη­θυ­σμών των κυ­κλο­φο­ρούν­των μο­νο­πυ­ρή­νων, σε α­σθε­νείς με φλεγ­μο­νώ­δεις εν­τε­ρο­πά­θει­ες (Thayer WR et al, 1979).

5.2.3.7   ΑΛΛΕΣ ΑΝΟΣΟΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ

  • Έ­χει α­νο­σο­τρο­ποι­η­τι­κή δρά­ση στην λει­τουρ­γί­α των Τ-κα­τα­σταλ­τι­κών κυτ­τά­ρων, σε α­σθε­νείς με νό­σο του Crohn (Holdstock G et al, 1982)
  • Δρα ά­με­σα στην υ­περ­δρα­στη­ρι­ό­τη­τα των Β-λεμ­φο­κυτ­τά­ρων, σε α­σθε­νείς με ΡΑ (Imai F et al, 1994). Σε θε­ρα­πευ­τι­κές δό­σεις, κα­τα­στέλ­λει ση­μαν­τι­κά την α­πάν­τη­ση στην PFC και την πα­ρα­γω­γι­κή α­πάν­τη­ση των Β-λεμ­φο­κυτ­τά­ρων. Η σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη α­να­στέλ­λει την PFC α­πάν­τη­ση των Β-λεμ­φο­κυτ­τά­ρων σε α­σθε­νείς με ΡΑ
  • Μει­ώ­νει ση­μαν­τι­κά τα ε­πί­πε­δα των α­νο­σο­σφαι­ρι­νών, σε α­σθε­νείς με ΡΑ (Bird HA et al, 1982; Farr M et al, 1984).
  • Μει­ώ­νει τον α­ριθ­μό των κυ­κλο­φο­ρούν­των ε­νερ­γο­ποι­η­μέ­νων με­γά­λων λεμ­φο­κυτ­τά­ρων (Symmons DPM et al, 1988).
  • Μει­ώ­νει την πα­ρα­γω­γή IgM-RF (Comer SS et al, 1988).
  • Α­να­στέλ­λει τις πα­ρα­γω­γι­κές α­παν­τή­σεις των Τ- και Β- λεμ­φο­κυτ­τά­ρων με μι­το­γό­νο Pokeweed, σε υ­γι­ή ά­το­μα (Comer SS et al, 1988). Η σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη δεν έ­χει δρά­ση στην πα­ρα­γω­γή αν­τι­σω­μά­των.

5.2.4   ΔΡΑΣΗ ΣΤΗ ΘΕΙΟΛΗ

Η θει­ο­λι­κή ο­μά­δα συμ­βάλ­λει πι­θα­νώς στην τρο­πο­ποι­η­τι­κή δρά­ση ο­ρι­σμέ­νων φαρ­μά­κων. Αν­τιρ­ρευ­μα­τι­κά φάρ­μα­κα που πε­ρι­έ­χουν θει­ο­λι­κή ο­μά­δα εί­ναι η D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη, η λε­βα­μι­ζό­λη και ο θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός. O­ι θει­ο­λι­κές ο­μά­δες στα­θε­ρο­ποι­ούν τις πρω­τε­ΐ­νες που μπο­ρούν να μει­ώ­σουν την αν­τι­γο­νι­κό­τη­τα των με­του­σι­ω­μέ­νων πρω­τε­ϊ­νών. Οι θει­ό­λες εί­ναι ε­πί­σης χη­λι­κοί πα­ρά­γον­τες (Bacon P and Salmon M, 1987). Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη δεν πε­ρι­έ­χει θει­ο­λι­κή ο­μά­δα, αλ­λά με­τα­βάλ­λει τα ε­πί­πε­δα του θει­ο­λι­κού ο­ξέ­ος στα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια και το πλά­σμα.

Σε α­σθε­νείς με ελ­κώ­δη κο­λί­τι­δα, το ε­νερ­γό μό­ριο της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης εί­ναι το 5-ASA (Dew M et al, 1982). Στη ΡΑ, η σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη δρα σαν DMARD, βελ­τι­ώ­νον­τας τις κλι­νι­κές και ερ­γα­στη­ρια­κές πα­ρα­μέ­τρους της φλεγ­μο­νής, ε­νώ το 5-ASA φαί­νε­ται ό­τι δρα μό­νο σαν α­σθε­νές ΜΣΑΦ.

Οι συγ­κεν­τρώ­σεις της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης και της σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης δεν φαί­νε­ται να κα­θο­ρί­ζουν την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τά τους, πι­θα­νώς για­τί το ε­νερ­γό μό­ριο στην πε­ρι­ο­χή της δρά­σης δεν εί­ναι σε ι­σορ­ρο­πί­α με τον ο­ρό. Οι συγ­κεν­τρώ­σεις της σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης στο αρ­θρι­κό υ­γρό δεν συν­δέ­ον­ται στε­νά με τις συγ­κεν­τρώ­σεις στον ο­ρό, αλ­λά σχε­τί­ζον­ται με τον βαθ­μό της αρ­θρι­κής φλεγ­μο­νής.

5.2.5   ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΔΡΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΓΚΥΛΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΠΟΝΔΥΛΙΤΙΔΑ

Οι λοι­μώ­ξεις και φλεγ­μο­νές του γα­στρεν­τε­ρι­κού έ­χουν ε­νο­χο­ποι­η­θεί για την πα­θο­γέ­νε­ση των ρευ­μα­τι­κών νο­ση­μά­των των συν­δε­ό­με­νων με HLA-B27. Στην ΑΣ, ευ­ρή­μα­τα που συ­νη­γο­ρούν υ­πέρ της ά­πο­ψης αυ­τής εί­ναι :

  • Η αύ­ξη­ση της εν­τε­ρι­κής δι­α­πε­ρα­τό­τη­τας (Smith MD et al, 1985), οι φλεγ­μο­νώ­δεις αλ­λοι­ώ­σεις του βλεν­νο­γό­νου του τε­λι­κού ει­λε­ού και η χρό­νια φλεγ­μο­νώ­δης εν­τε­ρο­πά­θεια (Dekker-Saeys BJ et al, 1978). Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη δρα πι­θα­νώς στην ΑΣ τρο­πο­ποι­ών­τας την εν­τε­ρι­κή χλω­ρί­δα (West B et al, 1974; Krook A et al, 1981). 
  • Η αύ­ξη­ση της ΙgA (Cowling P et al, 1980) και των IgA αν­τι­σω­μά­των έ­ναν­τι της κλεμ­πσι­έλ­λας (Trull A et al, 1984), έν­δει­ξη α­νο­σο­α­πάν­τη­σης του εν­τε­ρι­κού βλεν­νο­γό­νου (Calguneri M et al, 1981).
  • Η αύ­ξη­ση της χη­μει­ο­τα­κτι­κής δρά­σης των πο­λυ­μορ­φο­πυ­ρή­νων του πε­ρι­φε­ρι­κού αί­μα­τος, η ο­ποί­α μπο­ρεί να συμ­βάλ­λει στα φλεγ­μο­νώ­δη συμ­πτώ­μα­τα στα σχε­τι­ζό­με­να με HLA-B27 νο­σή­μα­τα.
  • Η αυ­ξη­μέ­νη πα­ρα­γω­γή ε­λεύ­θε­ρων το­ξι­κών ρι­ζών ο­ξυ­γό­νου, σε α­σθε­νείς με προ­η­γη­θεί­σα σο­βα­ρή αρ­θρί­τι­δα α­πό Yersinia (Koivuranta-Vaara P et al, 1987).
  • Η αυ­ξη­μέ­νη πα­ρα­γω­γή λευ­κο­τρι­έ­νης Β4 α­πό ου­δε­τε­ρό­φι­λα α­σθε­νών με φλεγ­μο­νώ­δη εν­τε­ρο­πά­θεια (Nielsen OH et al, 1987).

5.2.6   ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΔΡΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΨΩΡΙΑΣΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

Η δρά­ση της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης στην ΨΑ μπο­ρεί να ο­φεί­λε­ται σε μεί­ω­ση του α­ριθ­μού και της λει­τουρ­γί­ας των Β-λεμ­φο­κυτ­τά­ρων (Newman ED et al, 1991).

5.2.7   ΤΟΠΟΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΣΟΥΛΦΑΣΑΛΑΖΙΝΗΣ

Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη δεν εί­ναι γνω­στό αν έ­χει ά­με­ση δρά­ση στις δι­ερ­γα­σί­ες της αρ­θρι­κής φλεγ­μο­νής ή δρα με συ­στη­μα­τι­κό α­νο­σο­τρο­πο­ποι­η­τι­κό μη­χα­νι­σμό. Υ­πέρ του τε­λευ­ταί­ου συ­νη­γο­ρεί το γε­γο­νός ό­τι η κλι­νι­κή και ερ­γα­στη­ρια­κή βελ­τί­ω­ση του φαρ­μά­κου εμ­φα­νί­ζε­ται με­τά α­πό αρ­κε­τές ε­βδο­μά­δες θε­ρα­πεί­ας. Οι πε­ρισ­σό­τε­ρες in vitro α­νο­σο­λο­γι­κές δρά­σεις της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης πα­ρα­τη­ρούν­ται σε συγ­κεν­τρώ­σεις του φαρ­μά­κου με­γα­λύ­τε­ρες α­π' αυ­τές που ε­πι­τυγ­χά­νον­ται στον ο­ρό.

Τα ε­πί­πε­δα της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης στο πλά­σμα δεν σχε­τί­ζον­ται με το κλι­νι­κό α­πο­τέ­λε­σμα, αν και τα ε­πί­πε­δα της σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης στο πλά­σμα σχε­τί­ζον­ται με την συ­χνό­τη­τα των επιπλοκών (Azad Khan AK et al, 1980; Pullar T et al, 1983) και η δό­ση της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης σε mg/kg μπο­ρεί να σχε­τί­ζε­ται με την κλι­νι­κή αν­τα­πό­κρι­ση.

Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη φαί­νε­ται ό­τι δρα στο α­νο­σο­λο­γι­κό σύ­στη­μα του εν­τέ­ρου (Sheldon P et al, 1987). Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη, η μεί­ω­ση του α­ριθ­μού των κυ­κλο­φο­ρούν­των κυτ­τά­ρων που πα­ρά­γουν IgA και των ε­πι­πέ­δων της IgA στον ο­ρό σχε­τί­ζε­ται με την βελ­τί­ω­ση της νό­σου (Feltelius N et al, 1991; Farr M et al, 1991), έν­δει­ξη ό­τι η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη δρα στους λεμ­φι­κούς ι­στούς του εν­τέ­ρου, ό­που κυ­ρί­ως πα­ρά­γε­ται η IgA. Α­κό­μα, η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη μει­ώ­νει τα γ/δ+ λεμ­φο­κύτ­τα­ρα στον βλεν­νο­γό­νο του εν­τέ­ρου σε α­σθε­νείς και, χο­ρη­γού­με­νη per os, τρο­πο­ποι­εί την α­νο­σο­α­πάν­τη­ση, σε πον­τι­κούς και υ­γι­είς ε­θε­λον­τές (Sheldon P and Pell P, 1993).

5.3   ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ

  • Προ­κα­λεί δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νη α­να­στρέ­ψι­μη υ­περ­πλα­σί­α του θυ­ρε­ο­ει­δούς, σε α­ρου­ραί­ους. Σε σκύ­λους,  χο­ρη­γού­με­νη ε­πί 6 μή­νες σε δό­σεις 250 και 500 mg/kg-1, μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει ή­πια υ­περ­πλα­σί­α του θυ­ρε­ο­ει­δούς. Σε δό­σεις 500 mg/kg-1 ε­πη­ρε­ά­ζει σε μι­κρό βαθ­μό το ε­πι­θή­λιο των όρ­χε­ων.
  • Έ­χει τε­ρα­το­γό­νο δρά­ση, σε δό­ση 800 mg/kg-1
  • Δεν έ­χει με­ταλ­λα­ξι­ο­γό­νο δρά­ση
  • Ε­ξα­σθε­νεί την γο­νι­μό­τη­τα σε άρ­ρε­νες α­ρου­ραί­ους και κου­νέ­λια, σε δό­σεις έ­ως 6 φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρες της αν­θρώ­πι­νης.

Η μα­κρο­πρό­θε­σμη καρ­κι­νο­γό­νος δυ­νη­τι­κό­τη­τα της σουλφασαλαζίνης δεν έ­χει με­λε­τη­θεί στα ζώ­α.

5.4   ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ

Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη, με­τά α­πό την per os χο­ρή­γη­σή της, α­πορ­ρο­φά­ται εν μέ­ρει και σε δι­ά­φο­ρο βαθ­μό. Σε φυ­σι­ο­λο­γι­κά ά­το­μα, ό­πως και σε α­σθε­νείς με φλεγ­μο­νώ­δεις εν­τε­ρο­πά­θει­ες, α­πορ­ρο­φά­ται α­πό το λε­πτό έν­τε­ρο σε πο­σο­στό 10-33% (Azad Khan K et al, 1982).

Με­τά την per os χο­ρή­γη­σή της, α­νι­χνεύ­ε­ται στον ο­ρό με­τά α­πό 6 ώ­ρες. Με­τά την κα­θη­με­ρι­νή χο­ρή­γη­σή της, τα ε­πί­πε­δά της στον ο­ρό στα­θε­ρο­ποι­ούν­ται με­τά α­πό 4-5 η­μέ­ρες. Οι μέ­γι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις της στον ο­ρό ε­πι­τυγ­χά­νον­ται 3-5 ώ­ρες με­τά την χο­ρή­γη­ση μιας δό­σης του φαρ­μά­κου. Με­τά α­πό την χο­ρή­γη­ση μιας δό­σης per os, ο φαι­νό­με­νος t(1/2) της α­πο­μά­κρυν­σης του φαρ­μά­κου α­πό το πλά­σμα κυ­μαί­νε­ται σε 6-17 ώ­ρες και πι­θα­νώς αν­τα­να­κλά τον t(1/2) της α­πορ­ρό­φη­σης (Azad Khan K et al, 1982).

Η σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη και οι με­τα­βο­λί­τες της εμ­φα­νί­ζον­ται στον ο­ρό 4-6 ώ­ρες με­τά την χο­ρή­γη­ση της πρώ­της δό­σης της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης. Η κα­θυ­στέ­ρη­ση αυ­τή μπο­ρεί να ο­φεί­λε­ται στο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα που α­παι­τεί­ται για την δι­ά­σπα­ση του α­ζω­τού­χου δε­σμού α­πό τα βα­κτη­ρί­δια του πα­χέ­ος εν­τέ­ρου και την συ­νε­πα­κό­λου­θη α­πορ­ρό­φη­ση των προ­ϊ­όν­των της α­πο­δό­μη­σης. Η ά­πο­ψη αυ­τή υ­πο­στη­ρί­ζε­ται α­πό το γε­γο­νός ό­τι η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη δεν δι­α­σπά­ται σε α­σθε­νείς με ει­λε­ο­στο­μί­α (Das KM et al, 1974).

Το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος του α­πορ­ρο­φού­με­νου φαρ­μά­κου φθά­νει στο πα­χύ έν­τε­ρο α­ναλ­λοί­ω­το μέ­σω του εν­τε­ρο­η­πα­τι­κού κύ­κλου και της α­πεκ­κρι­νό­με­νης χο­λής (Das KM et al, 1974), ό­που ο α­ζω­τού­χος δε­σμός δι­α­σπά­ται α­πό την μι­κρο­βια­κή χλω­ρί­δα και α­πε­λευ­θε­ρώ­νε­ται σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη και 5-ASA (Peppercorn MA and Goldman P, 1972) (ΕΙΚΟΝΑ 121).

ΕΙΚΟΝΑ 121 : Με­τα­βο­λι­σμός σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης α­πό εν­τε­ρι­κά βα­κτη­ρί­δια 

Το 5-ASA πι­θα­νώς α­κε­τυ­λι­ώ­νε­ται προ­συ­στη­μα­τι­κά στο εν­τε­ρι­κό τοί­χω­μα. Η σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη και το 5-ASA, που πα­ρά­γον­ται με­τά την υ­δρό­λυ­ση της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης α­πό τα βα­κτη­ρί­δια του εν­τέ­ρου, α­πορ­ρο­φών­ται α­πό το τοί­χω­μα του πα­χέ­ος εν­τέ­ρου.

Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη δε­σμεύ­ε­ται σε με­γά­λο βαθ­μό (95-99%) με τις πρω­τε­ΐ­νες και έχει με­γά­λη συγ­γέ­νεια για τον συν­δε­τι­κό ι­στό. Σε υψηλές συγ­κεν­τρώ­σεις α­νι­χνεύ­ε­ται στα πε­ρι­το­να­ϊ­κά, πλευ­ρι­τι­κά και αρ­θρι­κά υ­γρά. Η σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη κα­τα­νέ­με­ται σ΄ο­λό­κλη­ρο το σώ­μα και α­κε­τυ­λι­ώ­νε­ται στο ή­παρ.

Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη ει­σέρ­χε­ται σε ε­λά­χι­στα πο­σά στο μη­τρι­κό γά­λα, αλλ΄ ό­χι στον εγ­κέ­φα­λο. Οι συγ­κεν­τρώ­σεις της σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης στο γά­λα των μα­στών προ­σεγ­γί­ζει το 40% των συγ­κεν­τρώ­σε­ών της στον ο­ρό. Το 5-ASA, λό­γω των χα­μη­λών συγ­κεν­τρώ­σε­ών του στον ο­ρό, πι­θα­νώς δεν α­πεκ­κρί­νε­ται στο μη­τρι­κό γά­λα.

Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη α­πεκ­κρί­νε­ται κυ­ρί­ως α­πό τα ού­ρα και την χο­λή και συμ­με­τέ­χει στον εν­τε­ρο­η­πα­τι­κό κύ­κλο (Das K and Dubin R, 1976; Azad Khan K et al, 1982). Ου­σι­α­στι­κά δεν α­πο­βάλ­λε­ται με τα κό­πρα­να, ε­κτός ε­άν οι α­σθε­νείς έ­χουν υ­πο­στεί κο­λε­κτο­μή ή παίρ­νουν αν­τι­βι­ο­τι­κά (Azad Khan K et al, 1982).

Το 30% πε­ρί­που του α­πε­λευ­θε­ρού­με­νου 5-ASA α­κε­τυ­λι­ώ­νε­ται σε α­κε­τυ­λο-5-ASA, που α­πο­βάλ­λε­ται α­πό τα ού­ρα. Το 5-ASA α­πο­βάλ­λε­ται με τα κό­πρα­να α­ναλ­λοί­ω­το σε πο­σο­στό πε­ρί­που 80%, αν και μπο­ρεί να α­πορ­ρο­φη­θεί συ­στη­μα­τι­κά σε πο­σο­στό μέ­χρι 33% και να α­κε­τυ­λι­ω­θεί στο τοί­χω­μα του πα­χέ­ος εν­τέ­ρου και το ή­παρ. Σε μι­κρά πο­σά α­πο­βάλ­λε­ται ε­πί­σης α­πό τα ού­ρα σε πο­σο­στό >90% με την μορ­φή α­κε­τυ­λι­ω­μέ­νου α­μι­νο­σα­λι­κυ­λι­κού ο­ξέ­ος.

Η σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη με­τα­βο­λί­ζε­ται στο ή­παρ με α­κε­τυ­λί­ω­ση, υ­δρο­ξυ­λί­ω­ση και σύν­δε­ση με γλυ-κου­ρο­νι­κό ο­ξύ (Das KM and Rubin R, 1976). Οι με­τα­βο­λί­τες αυ­τοί, μα­ζί με την α­ναλ­λοί­ω­τη σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη, α­πο­βάλ­λον­ται α­πό τα ού­ρα (Schroder H and Campbell D, 1972). Το 50% της συ­νο­λι­κά α­πο­βαλ­λό­με­νης α­πό τα ού­ρα σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης συντελείται με την μορ­φή γλυ­κου­ρο­νι­δί­ων, εί­τε της σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης, εί­τε της α­κε­τυλ­σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης (ΕΙΚΟΝΑ 122).

ΕΙΚΟΝΑ 122 : Μεί­ζο­νες ο­δοί α­πο­βο­λής σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης  

Η υ­δρο­ξυ­λί­ω­ση της σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης γί­νε­ται α­πό το κυ­τό­χρω­μα Ρ-450, σε φλεγ­μο­νώ­δεις ό­μως κα­τα­στά­σεις η δρα­στη­ρι­ό­τη­τα του συ­στή­μα­τος της ο­ξει­δά­σης κα­τα­στέλ­λε­ται. Η κα­τα­σταλ­τι­κή αυ­τή δρά­ση α­πο­δί­δε­ται στην IL-1, την IL-6 και τον TNF, που δι­ε­γεί­ρουν τα η­πα­το­κύτ­τα­ρα για να συν­θέ­σουν πρω­τε­ΐ­νες ο­ξεί­ας φά­σης και να κα­τα­στεί­λουν τον επαγόμενο α­πό το κυ­τό­χρω­μα Ρ-450 με­τα­βο­λι­σμό του φαρ­μά­κου (Dinarello CA, 1988).

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΚΕΤΥΛΙΩΤΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΤΥΠΟΥ

Ο με­τα­βο­λι­σμός της σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης έ­χει με­γά­λες εν­δο­α­το­μι­κές δι­α­κυ­μάν­σεις, οι ο­ποί­ες ο­φεί­λον­ται εν μέ­ρει σε γε­νε­τι­κά κα­θο­ρι­σμέ­νες αυ­ξο­μει­ώ­σεις της ι­κα­νό­τη­τας α­κε­τυ­λί­ω­σης και ο­ξεί­δω­σης (Schroder H and Campbell D, 1972).

Οι α­σθε­νείς με βρα­δύ α­κε­τυ­λι­ω­τι­κό φαι­νό­τυ­πο έ­χουν ση­μαν­τι­κά με­γα­λύ­τε­ρες συγ­κεν­τρώ­σεις στα­θε­ρής κα­τά­στα­σης σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης στο πλά­σμα α­πό α­σθε­νείς με τα­χύ α­κε­τυ­λι­ω­τι­κό φαι­νό­τυ­πο (Schroder H and Campbell D, 1972), λό­γω μει­ω­μέ­νης νε­φρι­κής κά­θαρ­σης της σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης και των με­τα­βο­λι­τών της. Το φαι­νό­με­νο αυ­τό μπο­ρεί να ερ­μη­νεύ­σει την αυ­ξη­μέ­νη συ­χνό­τη­τα ε­πι­πλο­κών (κυ­ρί­ως ναυ­τί­ας και ε­μέ­των) της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης σε α­σθε­νείς με φλεγ­μο­νώ­δεις εν­τε­ρο­πά­θει­ες ή ΡΑ και βρα­δύ α­κε­τυ­λι­ω­τι­κό φαι­νό­τυ­πο (Schroder H and Evans DA, 1972; Das KM and Eastwood MA, 1975). Πάν­τως, οι σο­βα­ρό­τε­ρες ι­δι­ο­συγ­κρα­σια­κές αν­τι­δρά­σεις της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης (ό­πως η λευ­κο­πε­νί­α) δεν φαί­νε­ται να σχε­τί­ζον­ται με το εί­δος του α­κε­τυ­λι­ω­τι­κού φαι­νό­τυ­που (Capell H et al, 1986).

Πα­ράλ­λη­λα, σε α­σθε­νείς με ΡΑ και τα­χύ α­κε­τυ­λι­ω­τι­κό φαι­νό­τυ­πο, η αν­τα­πό­κρι­ση στη σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη μπο­ρεί να εί­ναι μι­κρό­τε­ρη (Bax DE et al, 1986), αλ­λά δεν δι­α­φέ­ρει σε α­σθε­νείς με ΡΑ και δι­α­φο­ρε­τι­κούς α­κε­τυ­λι­ω­τι­κούς φαι­νό­τυ­πους ή δι­α­φο­ρε­τι­κά ε­πί­πε­δα φαρ­μά­κου στο αί­μα (Martin L et al, 1985; Bax DE et al, 1986). Πάν­τως, ο κα­θο­ρι­σμός του α­κε­τυ­λι­ω­τι­κού φαι­νό­τυ­που πριν α­πό την έ­ναρ­ξη της θε­ρα­πεί­ας με σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη δεν φαί­νε­ται να εί­ναι α­πα­ραί­τη­τος.

Η η­λι­κί­α δεν φαί­νε­ται να έ­χει ση­μαν­τι­κές ε­πι­πτώ­σεις στην φαρ­μα­κο­κι­νη­τι­κή της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης και της σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης (Taggart A et al, 1987b).

5.5  ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟΝ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ - ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ

Η συ­σχέ­τι­ση των συγ­κεν­τρώ­σε­ων της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης στο πλά­σμα με την θε­ρα­πευ­τι­κή της δρά­ση δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί. Ο­λι­κές συγ­κεν­τρώ­σεις σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης στον ο­ρό 20-50 mg/l-1 συμ­πί­πτουν πι­θα­νώς με την κλι­νι­κή βελ­τί­ω­ση. 

5.6   ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

Τα ε­πί­πε­δα του 5-ASA στον ο­ρό που ε­πι­τυγ­χά­νον­ται στη διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας με σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εί­ναι α­με­λη­τέ­α, γι' αυ­τό και οι φαρ­μα­κευ­τι­κές αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις οι βα­σι­ζό­με­νες στο σα­λι­κυ­λι­κό αυ­τό μό­ριο δεν έ­χουν κλι­νι­κή ση­μα­σί­α.

5.6.1   ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

Αν­τι­δι­α­βη­τι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Οι σουλ­φο­να­μί­δες μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν την υ­πο­γλυ­και­μι­κή δρά­ση των per os χο­ρη­γού­με­νων αν­τι­δι­α­βη­τι­κών. Η κλι­νι­κή ση­μα­σί­α της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής ε­ξαρ­τά­ται α­πό το είδος των σουλφονυλουριών και των σουλφοναμιδών.

Μη­χα­νι­σμός : Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή ο­φεί­λε­ται πι­θα­νώς σε πα­ρε­κτό­πι­ση των αν­τι­δι­α­βη­τι­κών α­πό τις πρω­τε­ΐ­νες του πλά­σμα­τος και σε α­να­στο­λή του η­πα­τι­κού με­τα­βο­λι­σμού τους α­πό την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη.

Συ­στά­σεις :

  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με τον συν­δυα­σμό αυ­τό το σάκ­χα­ρο του αί­μα­τος πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται συ­χνά.
  • Η δό­ση του αν­τι­δι­α­βη­τι­κού πρέ­πει να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν η σουλ­φο­να­μί­δη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται.

Δι­γο­ξί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : H σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη μει­ώ­νει την βι­ο­δι­α­θε­σι­μό­τη­τα και την α­να­με­νό­με­νη θε­ρα­πευ­τι­κή δρά­ση της δι­γο­ξί­νης. Η δι­γι­το­ξί­νη εί­ναι λι­γό­τε­ρο πι­θα­νό να αλ­λη­λε­πι­δρά­σει με την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη.

Μη­χα­νι­σμός : Δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί. Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη μπο­ρεί να α­να­στέλ­λει την α­πορ­ρό­φη­ση της  per os χο­ρη­γού­με­νης δι­γο­ξί­νης.

Συ­στά­σεις :

  • H συγ­χο­ρή­γη­ση της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης με δι­γο­ξί­νη δεν εί­ναι α­πα­ραί­τη­το να α­πο­φεύ­γε­ται.
  • Τα ε­πί­πε­δα της δι­γο­ξί­νης στον ο­ρό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη.

Κορ­τι­κο­ει­δή

Η συ­χνό­τη­τα των ε­πι­πλο­κών της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης εί­ναι μι­κρό­τε­ρη σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους ταυ­τό­χρο­να με κορ­τι­κο­ει­δή (Gran JT and Myklebust G, 1993). Κατ΄άλ­λους, τα κορ­τι­κο­ει­δή δεν προ­σφέ­ρουν ση­μαν­τι­κό ό­φε­λος και ί­σως έ­χουν βλα­πτι­κή δρά­ση αν προ­στε­θούν στη θε­ρα­πεί­α με σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη (Gough A et al, 1994).

Με­θο­τρε­ξά­τη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Οι σουλ­φο­να­μί­δες μπο­ρεί να πα­ρε­κτο­πί­σουν την με­θο­τρε­ξά­τη α­πό τα ση­μεία σύν­δε­σης με τις πρω­τε­ΐ­νες και να αυ­ξή­σουν τα ε­πί­πε­δα στον ο­ρό και την το­ξι­κό­τη­τα της  

Συ­στά­σεις : Οι α­σθε­νείς που παίρνουν με­θο­τρε­ξά­τη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με μεγαλύτερη προσοχή μήπως εμφανίσουν εκδηλώσεις αι­μα­το­λο­γι­κών δι­α­τα­ρα­χών ό­ταν στη θε­ρα­πεί­α προστεθεί μί­α σουλ­φο­να­μί­δη.

Ρι­φαμ­πι­κί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ρι­φαμ­πι­κί­νη μπο­ρεί να μει­ώ­σει τα ε­πί­πε­δα της σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης στον ο­ρό, αυ­ξά­νον­τας τον με­τα­βο­λι­σμό της ή μει­ώ­νον­τας την με­τα­τρο­πή της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης σε σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη και α­μι­νο­σα­λι­κυ­λι­κό ο­ξύ α­πό τα βα­κτη­ρί­δια του πα­χέ­ος εν­τέ­ρου. 

Συ­στά­σεις : Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται στε­νό­τε­ρα για με­τα­βο­λή της αν­τα­πό­κρι­σης στη σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη ό­ταν η ρι­φαμ­πι­κί­νη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται.

Σί­δη­ρος

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης με per os σκευ­ά­σμα­τα σι­δή­ρου μει­ώ­νει την α­πορ­ρό­φη­ση της πρώ­της, αλ­λά δεν ε­πη­ρε­ά­ζει τις συγ­κεν­τρώ­σεις της σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης.

Φυλ­λι­κό ο­ξύ

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη μπο­ρεί να πα­ρέμ­βει στον με­τα­βο­λι­σμό και την με­τα­φο­ρά του δι­αι­τη­τι­κά προσ­λαμ­βα­νό­με­νου φυλ­λι­κού ο­ξέ­ος, α­να­στέλ­λον­τας την σύν­δε­ση του στη νή­στι­δα (Franklin JL and Rosenberg ΗH, 1973; Reisenauer AM and Halsted CH, 1981).

Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε α­νε­πάρ­κεια φυλ­λι­κού ο­ξέ­ος, η ο­ποί­α εκ­δη­λώ­νε­ται με χα­μη­λά ε­πί­πε­δα φο­λι­κού στον ο­ρό και τα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια, με­γα­λο­βλα­στι­κή α­ναι­μί­α, μα­κρο­κυτ­τά­ρω­ση και δι­κτυ­ο­κυτ­τά­ρω­ση.

Συ­στά­σεις :

  • Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη πρέ­πει να ε­λέγ­χουν πε­ρι­ο­δι­κά τα ε­πί­πε­δα του φο­λι­κού στο αί­μα.
  • Ε­άν εμ­φα­νί­σουν την αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή, συ­νι­στά­ται να αυ­ξά­νουν την δι­αι­τη­τι­κή πρόσ­λη­ψη φο­λι­κού, να παίρ­νουν την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη με­τα­ξύ των γευ­μά­των και συμ­πλη­ρω­μα­τι­κό φυλ­λι­κό ή φυλ­λι­νι­κό ο­ξύ.

Άλ­λα φάρ­μα­κα

  • Η χο­λε­στυ­ρα­μί­νη (Pieniaszek HJ Jr and Bates TR, 1976), το γλυ­κο­νι­κό α­σβέ­στιο και αν­τι­βι­ο­τι­κά ευ­ρέ­ος φά­σμα­τος (Peppercorn MA and Goldman P, 1972; Peppercorn MA and Goldman P, 1973) μπο­ρεί να με­τα­βάλ­λουν τον με­τα­βο­λι­σμό και την α­πορ­ρό­φη­ση της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης.
  • Η χο­λε­στυ­ρα­μί­νη μει­ώ­νει πι­θα­νώς την δι­α­θε­σι­μό­τη­τα της σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης, δε­δο­μέ­νου ό­τι συν­δέ­ε­ται με την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη και έ­τσι πα­ρεμ­πο­δί­ζει την κα­τα­νά­λω­σή της α­πό τα βα­κτη­ρί­δια του εν­τέ­ρου.
  • Η σιμετιδίνη δεν αλ­λη­λε­πι­δρά ση­μαν­τι­κά με την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη (Pirmohamed M et al, 1993).

5.6.2   ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

α)   Στον ο­ρό : 

  • Σάκ­χα­ρο                            ε­λάτ­τω­ση
  • Κα­τα­κρά­τη­ση Ι-131           ε­λάτ­τω­ση
  • PBI                                    ε­λάτ­τω­ση                             

β)   Στα ού­ρα : 

  • Σάκ­χα­ρο                            αύ­ξη­ση
  • Πορ­φυ­ρί­νες                       αύ­ξη­ση
  • Λεύ­κω­μα                              +
  • Βι­τα­μί­νη C                         αύ­ξη­ση

5.7   ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

  • Ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα
  • Νε­α­νι­κή ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα
  • Ελ­κώ­δης κο­λί­τι­δα

ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗ ΣΟΥΛΦΑΣΑΛΑΖΙΝΗ

Α)   ΡΕΥΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Νό­σος Still των ε­νη­λί­κων
  • Ψω­ρι­α­σι­κή αρ­θρί­τι­δα
  • Αγ­κυ­λο­ποι­η­τι­κή σπον­δυ­λί­τι­δα
  • Σύν­δρο­μο Reiter συν­δε­ό­με­νο με AIDS
  • Αν­τι­δρα­στι­κές αρ­θρί­τι­δες
  • HLA B27 (+) πε­ρι­φε­ρι­κή αρ­θρο­πά­θεια
  • Συ­στη­μα­τι­κή σκλη­ρο­δερ­μί­α
  • Η­ω­σι­νο­φι­λι­κή πε­ρι­το­νι­ί­τι­δα

Β)   ΕΝΤΕΡΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Νό­σος Crohn
  • Κολ­λα­γο­νώ­δης κο­λί­τι­δα
  • Κοκ­κι­ω­μα­τώ­δης κο­λί­τι­δα

Γ)   ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Γε­νι­κευ­μέ­νη μορ­φέ­α
  • Πα­λίν­δρο­μος ρευ­μα­τι­σμός
    • Εν­τε­ρο­πα­θη­τι­κή αρ­θρί­τι­δα  

5.8   ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

  • Υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α στις σουλ­φο­να­μί­δες ή τα σα­λι­κυ­λι­κά
  • Πορ­φυ­ρί­α
  • Αλ­λερ­γί­α στα συν­τη­ρη­τι­κά του φαρ­μά­κου (με­θυλ­πα­ραμ­πέ­νη, προ­πυλ­πα­ραμ­πέ­νη, βεν­ζο­ϊ­κό νά­τριο)
  • Α­νε­πάρ­κεια G6PD
  • Παι­διά η­λι­κί­ας <2 ε­τών
  • Εν­τε­ρι­κή α­πό­φρα­ξη
  • Α­πο­φρα­κτι­κή ου­ρο­πά­θεια
  • Η­πα­τι­κή α­νε­πάρ­κεια
  • Νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια.

5.9   ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

5.9.1   ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Η κύ­ρια έν­δει­ξη της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης εί­ναι ε­νερ­γός φλεγ­μο­νώ­δης νό­σος, πτω­χά ε­λεγ­χό­με­νη με ΜΣΑΦ, ι­δι­αί­τε­ρα με­τά την α­κτι­νο­λο­γι­κή α­πει­κό­νι­ση των αρ­θρι­κών δι­α­βρώ­σε­ων. Λό­γω της ευ­κο­λί­ας στη χρή­ση, την σχε­τι­κή α­σφά­λεια και την σχε­τι­κά τα­χεί­α έ­ναρ­ξη της κλι­νι­κής της δρά­σης, η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη μπο­ρεί να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί σαν φάρ­μα­κο ε­κλο­γής σε α­σθε­νείς με πρώϊμη και ή­πια ΡΑ πριν α­πό τον χρυ­σό, την D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη ή την με­θο­τρε­ξά­τη.

Ό­πως και τα αν­θε­λο­νο­σια­κά, μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί σε α­σθε­νείς με μη πα­ρα­μορ­φω­τι­κή πο­λυ­αρ­θρί­τι­δα και θε­τι­κά ΑΝΑ, με προ­σο­χή ό­μως για­τί συνδέεται με φαρ­μα­κο­γε­νή ΣΕΛ (Walker EM and Carty JE, 1994). Σε α­σθε­νείς με πι­θα­νές εκ­δη­λώ­σεις νο­σή­μα­τος του συν­δε­τι­κού ι­στού εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρα τα αν­θε­λο­νο­σια­κά.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή στη ΡΑ (Martin L et al, 1985; Skosey JL, 1988; Farr M et al, 1995) και συ­χνά προ­κα­λεί πλή­ρη ύ­φε­ση της νό­σου (Bax DE and Amos RS, 1985; Chalmers IM et al, 1990).

Κα­τ' άλ­λους, δεν έ­χει α­πο­τέ­λε­σμα (Svartz N, 1942) και δεν πλε­ο­νε­κτεί της α­σπι­ρί­νης, της α­νά­παυ­σης και της φυ­σι­ο­θε­ρα­πεί­ας (Sinclair RJG and Duthie JJR, 1948).

ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :

  • Βελ­τι­ώ­νει ση­μαν­τι­κά τον αρ­θρι­κό δεί­κτη, την ι­σχύ σύ­σφιγ­ξης και τον δεί­κτη δρα­στη­ρι­ό­τη­τας της νό­σου, αν και οι δι­α­φο­ρές αυ­τές δεν εί­ναι ση­μαν­τι­κές συγ­κρι­τι­κά με placebo (Pul-lar T et al, 1983).
  • Ε­ξα­φα­νί­ζει τα ρευ­μα­τι­κά ο­ζί­δια (Englert HJ et al, 1987)

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :

  • Μει­ώ­νει τους τίτ­λους του Ra test, τις πρω­τε­ΐ­νες ο­ξεί­ας φά­σης, την ΤΚΕ, το C3 του ο­ρού και τα ε­πί­πε­δα των αι­μο­πε­τα­λί­ων και των α­νο­σο­σφαι­ρι­νών (κυ­ρί­ως των IgG και λι­γό­τε­ρο των IgA και IgM) (Bax DE et al, 1986; Chalmers IM et al, 1990)
  • Αυ­ξά­νει την Hb και τον MCV.

Η κλι­νι­κή και η ερ­γα­στη­ρια­κή βελ­τί­ω­ση εμ­φα­νί­ζε­ται 8 ε­βδο­μά­δες με­τά την χο­ρή­γη­ση της σουλφασαλαζίνης σε πλήρεις δόσεις (2 gr/24ωρο) και είναι παρόμοια με άλλα DMARDs (άλατα χρυσού, D-πενικιλλαμίνη, αζαθειοπρίνη, μεθοτρεξάτη). Η βελ­τί­ω­ση των ερ­γα­στη­ρια­κών πα­ρα­μέ­τρων μπο­ρεί να σχε­τί­ζε­ται με την αν­τα­πό­κρι­ση στη θε­ρα­πεί­α. 

Πάντως, όπως με άλλα ΒΔΑΦ, o α­ριθ­μός των α­σθε­νών που συ­νε­χί­ζει να παίρ­νει σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη πά­νω α­πό 3-5 χρό­νια προ­ο­δευ­τι­κά μει­ώ­νε­ται (Wijnands MJH et al, 1992; Porter DR et al, 1994). Το 1/4 των α­σθε­νών δι­α­κό­πτει την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη τους πρώ­τους 3 μή­νες της θε­ρα­πεί­ας λό­γω το­ξι­κό­τη­τας και >1/3, 6-24 μή­νες με­τά την έ­ναρ­ξη της θε­ρα­πεί­ας, λό­γω έλ­λει­ψης α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας (Situnayake RD et al, 1987; Chalmers IM et al, 1990).

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΟΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΟΥΛΦΑΣΑΛΑΖΙΝΗΣ

Η­λι­κί­α-διά­ρκεια νό­σου : Οι α­σθε­νείς που έχουν μικρότερη ηλικία και βρα­χύ­τε­ρης διάρκειας νό­σο αν­τα­πο­κρί­νον­ται συ­χνό­τε­ρα, ε­νώ οι ο­ρο­αρ­νη­τι­κοί έ­χουν κα­λύ­τε­ρη αν­τα­πό­κρι­ση (Hannonen P et al, 1993) στη σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη.

Κατ΄άλ­λους, το φύ­λο, η η­λι­κί­α, η διά­ρκεια της νό­σου, η ο­ρο­θε­τι­κό­τη­τα και προ­η­γη­θεί­σα θε­ρα­πεί­α με άλ­λα DMARDs δεν φαί­νε­ται να ε­πη­ρε­ά­ζουν την κλι­νι­κή αν­τα­πό­κρι­ση στη σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη (Pullar T and Capell HA, 1986).

Α­κε­τυ­λι­ω­τι­κός φαι­νό­τυ­πος : Οι βρα­δείς α­κε­τυ­λι­ω­τές πι­θα­νώς αν­τα­πο­κρί­νον­ται συ­χνό­τε­ρα στη σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη (Bax DE et al, 1986).

Κατ΄άλ­λους, οι τα­χείς α­κε­τυ­λι­ω­τές αν­τα­πο­κρί­νον­ται κα­λύ­τε­ρα α­πό τους βρα­δείς και ο α­κε­τυ­λι­ω­τι­κός φαι­νό­τυ­πος δεν παί­ζει ση­μαν­τι­κό ρό­λο στην πρό­βλε­ψη της βρα­χυ- ή μα­κρο-πρό­θε­σμης α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας ή της φύ­σης και της βα­ρύ­τη­τας των ε­πι­πλο­κών της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης (Kitas GD et al, 1992).

Δεί­κτες ο­ξεί­ας φά­σης : Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με χρυ­σό, D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη ή σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη και έ­χουν υ­ψη­λό­τε­ρη ΤΚΕ και πρωϊ­μό­τε­ρη νό­σο εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο πι­θα­νό να συ­νε­χί­σουν την α­γω­γή ε­πί 12 μή­νες (Capell HA et al, 1993).

Ρευ­μα­το­ει­δής πα­ρά­γον­τας : Οι ο­ρο­θε­τι­κοί α­σθε­νείς δι­α­κό­πτουν λι­γό­τε­ρο συ­χνά την θε­ρα­πεί­α με σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη (Gran JT and Myklebust G, 1993), ε­νώ άλ­λοι υ­πο­στη­ρί­ζουν ό­τι οι ο­ρο­αρ­νη­τι­κοί α­σθε­νείς έ­χουν κα­λύ­τε­ρη έκ­βα­ση. Πάν­τως, τό­σο οι ο­ρο­αρ­νη­τι­κοί, ό­σο και οι ο­ρο­θε­τι­κοί, ό­πως και οι πά­σης η­λι­κί­ας, α­σθε­νείς μπορούν να ανταποκριθούν εξίσου στη σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη (Pullar T and Capell HA, 1986).

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ : Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη έ­χει τρο­πο­ποι­η­τι­κή δρά­ση στη ΡΑ (Hannonen P et al, 1993), δε­δο­μέ­νου ό­τι μπο­ρεί να κα­θυ­στε­ρή­σει, ι­δί­ως με­τά τον 2ο χρό­νο της θε­ρα­πεί­ας ή, σε α­σθε­νείς με πρώϊμη νό­σο, να α­πο­τρέ­ψει (Van der Heijde DM et al, 1989) τις α­κτι­νο­λο­γι­κές αλ­λοι­ώ­σεις, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό την βελ­τί­ω­ση των δει­κτών της φλεγ­μο­νής. Σε σύγ­κρι­ση με την υ­δρο­ξυ­χλω­ρο­κί­νη, φαί­νε­ται ό­τι κα­θυ­στε­ρεί πε­ρισ­σό­τε­ρο την εμ­φά­νι­ση των δι­α­βρώ­σε­ων (van der Heijde DM et al, 1989; van der Heijde DMFM et al, 1990).

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Θει­ο­γλυ­κο­νι­κός χρυ­σός : Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εί­ναι λι­γό­τε­ρο ή ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή και λι­γό­τε­ρο το­ξι­κή (Pullar T et al, 1983; Bax DE and Amor RS, 1985; Williams HJ et al, 1988).

Α­ου­ρα­νο­φί­νη : Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη έ­χει τα­χύ­τε­ρη έ­ναρ­ξη δρά­σης και με­γα­λύ­τε­ρη α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα και πα­ρό­μοι­α ή μι­κρό­τε­ρη το­ξι­κό­τη­τα (Porter D et al, 1992; McEntegart A et al, 1996).

Υ­δρο­ξυ­χλω­ρο­κί­νη : Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη δρα τα­χύ­τε­ρα και α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρα και έ­χει με­γα­λύ­τε­ρη τρο­πο­ποι­η­τι­κή ι­κα­νό­τη­τα (van der Heijde DM et al, 1989), αλ­λά και το­ξι­κό­τη­τα (Nuver-Zwart IH et al, 1989).

D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη : Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη έ­χει πα­ρό­μοι­α α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα, αλ­λά τα­χύ­τε­ρη δρά­ση και πα­ρό­μοι­α ή μι­κρό­τε­ρη το­ξι­κό­τη­τα (Neumann VC et al, 1983; Carroll G et al, 1989) το­ξι­κό­τη­τα.

Σύμ­φω­να με με­τα-α­να­λύ­σεις με­λε­τών, εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή (Felson DT et al, 1990; Felson DT et al, 1992) και βελ­τι­ώ­νει την λει­τουρ­γι­κό­τη­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο (Capell HA et al, 1990) α­πό την D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη.

Α­ζα­θει­ο­πρί­νη: Εί­ναι λι­γό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή α­πό την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη (Felson DT et al, 1990; Fel­son DT et al, 1992).

Με­θο­τρε­ξά­τη : Εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή και λι­γό­τε­ρο το­ξι­κή α­πό την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη (Felson DT et al, 1990; Felson DT et al, 1992; Rains CP et al, 1995).

Κορ­τι­κο­ει­δή : Ο συν­δυα­σμός τους με σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εί­ναι λι­γό­τε­ρο το­ξι­κός (Gran JT and Myklebust G, 1993). Κατ΄άλ­λους, δεν προ­σφέ­ρει με­γα­λύ­τε­ρο ό­φε­λος συγ­κρι­τι­κά με placebo (Gough A et al, 1994).

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη + ε­νέ­σι­μος χρυ­σός : Η προ­σθή­κη ε­νέ­σι­μου χρυ­σού σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή και κα­λά α­νε­κτή (Farr M et al, 1988a).

Σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη + υ­δρο­ξυ­χλω­ρο­κί­νη : Δεν δι­α­φέ­ρει σε α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα α­πό την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη μό­νη της (Faarvang KL et al, 1993).

Σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη + D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη : Η προ­σθή­κη D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νης σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή και κα­λά α­νε­κτή (Farr M et al, 1988a). Κατ΄άλ­λους, ο συν­δυα­σμός αυ­τός εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός, αλ­λά και το­ξι­κός, α­πό την D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη μό­νη της (Taggart AJ et al, 1987a).

Σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη + με­θο­τρε­ξά­τη : Εί­ναι περισσότερο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός και ε­ξί­σου ή λί­γο πε­ρισ­σό­τε­ρο το­ξι­κός (Morand EF et al, 1993; Haagsma CJ et al, 1994; Nisar M et al, 1994; Haagsma CJ et al, 1995) από την μεθοτρεξάτη μόνη της.

Σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη + α­ζα­θει­ο­πρί­νη : Εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός α­πό το κά­θε έ­να φάρ­μα­κο ξε­χω­ρι­στά (Waterworth RF, 1989).

Σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη + υ­δρο­ξυ­χλω­ρο­κί­νη + με­θο­τρε­ξά­τη :

  • Η προ­σθή­κη σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης και υ­δρο­ξυ­χλω­ρο­κί­νης σε α­σθε­νείς με με­ρι­κή αν­τα­πό­κρι­ση στη με­θο­τρε­ξά­τη ή στο συν­δυα­σμό σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης με υ­δρο­ξυ­χλω­ρο­κί­νη εί­ναι πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή α­πό την με­θο­τρε­ξά­τη μό­νη της ή α­πό τον συν­δυα­σμό της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης με υ­δρο­ξυ­χλω­ρο­κί­νη (O' Dell JR et al, 1996). 
  • Εί­ναι κα­λά α­νε­κτός και πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός α­πό τον συν­δυα­σμό της με­θο­τρε­ξά­της με σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη και ο­ρια­κά α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρος α­πό τον συν­δυα­σμό της με υ­δρο­ξυ­χλω­ρο­κί­νη (O’ Dell JR et al, 2002).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή στη ρευματοειδή αρθρίτιδα, έ­χει τα­χύ­τε­ρη έ­ναρ­ξη δρά­σης α­πό άλ­λους δεύτερης γραμμής πα­ρά­γον­τες, βελ­τι­ώ­νει την νό­σο ε­πί 3-5 χρό­νια σε βαθ­μό πα­ρό­μοι­ο με τον χρυ­σό (ε­νέ­σι­μο ή per os), την D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη, την υ­δρο­ξυ­χλω­ρο­κί­νη, την με­θο­τρε­ξά­τη και την α­ζα­θει­ο­πρί­νη και μπο­ρεί να κα­θυ­στε­ρή­σει την πρόοδο των α­κτι­νο­λο­γι­κών αλ­λοι­ώ­σε­ων.

Οι ε­πι­πλο­κές της, αν και πα­ρό­μοι­ες με τις πα­ρα­τη­ρού­με­νες με άλ­λους πα­ρά­γον­τες, πε­ρι­ο­ρί­ζουν την χρή­ση της στο 20-30% πε­ρί­που των α­σθε­νών. Οι πε­ρισ­σό­τε­ρες εί­ναι ή­πι­ες και εμ­φα­νί­ζον­ται συ­νή­θως στο δι­ά­στη­μα των 3 πρώ­των μη­νών της θε­ρα­πεί­ας.

5.9.2   ΝΕΑΝΙΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Ο­λι­γο- ή πο­λυ- ­αρ­θρι­κή ΝΡΑ μη αν­τα­πο­κρι­νό­με­νη ε­παρ­κώς στα ΜΣΑΦ.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Σύμ­φω­να με α­νοι­χτές με­λέ­τες (Gedalia A et al, 1993; Huang JL and Chen LC, 1998; Varbanova BB and Dyankov ED, 1999) και δι­πλή-τυ­φλή, placebo-ε­λεγ­χό­με­νη με­λέ­τη (van Rossum MA et al, 1998), η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή στο 48-90% των παι­δι­ών με ο­λι­γο­αρ­θρι­κή, πο­λυ­αρ­θρι­κή και συ­στη­μα­τι­κή νό­σο.

Η α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τά της εί­ναι πι­θα­νώς με­γα­λύ­τε­ρη σε παι­διά > 9 ε­τών με αρ­θρο­πά­θεια συν­δε­ό­με­νη με HLA-B27 (που αρ­γό­τε­ρα μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν ΑΣ). Συγ­κρι­τι­κά με τα ά­λα­τα χρυ­σού και την D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη, έ­χει το πλε­ο­νέ­κτη­μα ό­τι δρα τα­χύ­τε­ρα (εντός 6 εβδομάδων). Ό­πως και στους ε­νή­λι­κες, εί­ναι πι­θα­νώς πε­ρισ­σό­τε­ρο το­ξι­κή σε παι­διά με βρα­δύ α­κε­τυ­λι­ω­τι­κό φαι­νό­τυ­πο.

Κατ΄άλ­λους, δεν έ­χει α­πο­τέ­λε­σμα στην πο­λυ­αρ­θρι­κή και συ­στη­μα­τι­κή ΝΡΑ (Dulgeroglu M, 1988; Ansell BM et al, 1991), ε­νώ στη συ­στη­μα­τι­κή ΝΡΑ συ­νο­δεύ­ε­ται συ­χνό­τε­ρα α­πό ε­πι­πλο­κές, ε­νί­ο­τε σο­βα­ρές (γε­νι­κευ­μέ­νο ε­ξάν­θη­μα, υ­ψη­λός πυ­ρε­τός, τραν­σα­μι­να­σαι­μί­α) (Ozdogan H et al, 1986; Hertzberger-ten Cate R et al, 1991). Οι ε­πι­πλο­κές αυ­τές μπο­ρεί να εκ­προ­σω­πούν αλ­λερ­γι­κές αν­τι­δρά­σεις, ο­φει­λό­με­νες πι­θα­νώς στο θει­ού­χο συ­στα­τι­κό της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης.

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ : Μει­ώ­νει την ΤΚΕ και αυ­ξά­νει τα ε­πί­πε­δα της Hb (Gedalia A et al, 1993).

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη + α­ζα­θει­ο­πρί­νη/ΜΣΑΦ : Εί­ναι α­σφα­λής και α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός σε παι­διά με ΝΡΑ, ι­δι­αί­τε­ρα ο­λι­γο- και πο­λυ-αρ­θρι­κής έ­ναρ­ξης (Chen CC et al, 2002).

ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ : Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη, αν και φαί­νε­ται ό­τι εί­ναι γε­νι­κά α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή στη ΝΡΑ, συ­νι­στά­ται κυ­ρί­ως σε παι­διά με ο­λι­γο­αρ­θρι­κή και πο­λυ­αρ­θρι­κή νό­σο, ε­νώ, λό­γω των δυ­νη­τι­κών της ε­πι­πλο­κών, πρέ­πει να α­πο­φεύ­γε­ται σε παι­διά με συ­στη­μα­τι­κή νό­σο.

5.9.3   ΝΟΣΟΣ STILL ΤΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ

Η εμ­πει­ρί­α με την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη στη νό­σο του Still των ε­νη­λί­κων εί­ναι πο­λύ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη και βα­σί­ζε­ται σε πε­ρι­γρα­φές πε­ρι­πτώ­σε­ων.

Ο συν­δυα­σμός της σουλφασαλαζίνης με α­ζα­θει­ο­πρί­νη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός, αλ­λά συ­νο­δεύ­ε­ται συ­χνά α­πό λευ­κο­πε­νί­α (Bliddal H and Helin P, 1987), γι' αυ­τό και, τις πρώ­τες ε­βδο­μά­δες της θε­ρα­πεί­ας, συ­νι­στά­ται κα­θη­με­ρι­νή μέ­τρη­ση του α­ριθ­μού των λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων.

Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη φαί­νε­ται ό­τι εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο το­ξι­κή στη νό­σο Still των ε­νη­λί­κων (Amos RS, 1995), ό­πως και στη συ­στη­μα­τι­κή ΝΡΑ (Jung JH et al, 2000). Οι ε­πι­πλο­κές της κυ­μαί­νον­ται α­πό κοι­λια­κό πό­νο, ναυ­τί­α και ε­μέ­τους, κνί­δω­ση και ε­ξά­ψεις του προ­σώ­που, έ­ως υ­ψη­λό πυ­ρε­τό, υ­πό­τα­ση και σο­βα­ρή μυ­ε­λο­κα­τα­στο­λή και κε­ραυ­νο­βό­λο, ε­νί­ο­τε θα­να­τη­φό­ρα, η­πα­τί­τι­δα (Jung JH et al, 2000).

5.9.4   ΑΓΚΥΛΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΠΟΝΔΥΛΙΤΙΔΑ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Σύμ­φω­να με α­νοι­χτές (Amor B et al, 1984) και δι­πλές-τυ­φλές, ε­λεγ­χό­με­νες (Feltelius N and Hallgren R, 1986; Dougados M et al, 1986; Nissila M et al, 1988) με­λέ­τες και με­τα-α­νά­λυ­ση ε­λεγ­χό­με­νων με­λε­τών (Ferraz MB et al, 1990), η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή α­πό placebo στις κλι­νι­κές και ερ­γα­στη­ρια­κές εκ­δη­λώ­σεις και α­σφα­λής και α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή στη βρα­χυ­χρό­νια (3-6 μή­νες) θε­ρα­πεί­α της ΑΣ.

Κατ΄άλ­λους, δεν εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή α­πό placebo (Corkill MM et al, 1990b; Clegg DO et al, 1996).

ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :

  • Βελ­τι­ώ­νει τα υ­πο­κει­με­νι­κά συμ­πτώ­μα­τα (Feltelius N et al, 1986)
  • Αυ­ξά­νει την έκ­πτυ­ξη του θώ­ρα­κα
  • Ε­λατ­τώ­νει ση­μαν­τι­κά την διά­ρκεια και την βα­ρύ­τη­τα της πρωϊ­νής δυ­σκαμ­ψί­ας
  • Μει­ώ­νει την έν­τα­ση του πό­νου και τον α­ριθ­μό των φλεγ­μαι­νου­σών αρ­θρώ­σε­ων και βελ­τι­ώ­νει την πε­ρι­φε­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα και την εν­θε­σο­πά­θεια (Amor B et al, 1984; Mielants H et al, 1985; Mielants R et al, 1986; Fraser SM and Sturrock RD, 1990; Taylor HG et al, 1991; Kirwan J et al, 1993), αλ­λά δεν α­να­στέλ­λει τις α­κτι­νο­λο­γι­κές αλ­λοι­ώ­σεις (Taylor HG et al, 1991).
  • Έχει αμ­φι­λε­γό­με­νη α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα στην α­ξο­νι­κή προ­σβο­λή : Άλ­λο­τε βελ­τι­ώ­νει την κι­νη­τι­κό­τη­τα της σπον­δυ­λι­κής στή­λης και την δο­κι­μα­σί­α Schοber (Dougados M et al, 1986; Nissila M et al, 1988) και μει­ώ­νει την α­πό­στα­ση α­κρο­δα­κτύ­λων-ε­δά­φους, άλ­λο­τε ό­μως δεν έ­χει α­πο­τέ­λε­σμα (Corkhill J et al, 1990; Kirwan J et al, 1993).

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :

  • Μει­ώ­νει τα ε­πί­πε­δα των IgG, IgA και IgM και του συμ­πλό­κου IgA-α1 αν­τι­θρυ­ψί­νης (Davis MJ et al, 1989) στον ο­ρό
  • Μει­ώ­νει τα ε­πί­πε­δα της α­πτο­σφαι­ρί­νης του ο­ρού (Feltelius N et al, 1986)
  • Μει­ώ­νει την ΤΚΕ, την CRP και την α1-ό­ξι­νη γλυ­κο­πρω­τεί­νη στο πλά­σμα (Taylor HG et al, 1991).

Η κλι­νι­κή και ερ­γα­στη­ρια­κή βελ­τί­ω­ση εμ­φα­νί­ζε­ται με­τά α­πό 2-3 μή­νες. Οι α­σθε­νείς με πρώϊμη νό­σο, ε­νερ­γό φλεγ­μο­νή (υ­ψη­λή ΤΚΕ ή CRP ή πο­λύ­ω­ρη πρωϊ­νή δυ­σκαμ­ψί­α) και πε­ρι­φε­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα έ­χουν γε­νι­κά ί­σως με­γα­λύ­τε­ρη, αλ­λ' ό­χι στα­τι­στι­κά ση­μαν­τι­κή, κλι­νι­κή και ερ­γα­στη­ρια­κή βελ­τί­ω­ση α­πό τους α­σθε­νείς με α­ξο­νι­κή προ­σβο­λή (McConkey B, 1990).

5.9.5   ΝΕΑΝΙΚΗ ΑΓΚΥΛΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΠΟΝΔΥΛΙΤΙΔΑ

Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει ση­μαν­τι­κή βελ­τί­ω­ση ή ύ­φε­ση της νό­σου (Huang JL and Chen LC, 1998).

ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ : Στη νε­α­νι­κή αγ­κυ­λο­ποι­η­τι­κή σπον­δυ­λί­τι­δα η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή και α­σφα­λής και μπο­ρεί να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί σαν αρ­χι­κό φάρ­μα­κο ε­κλο­γής.

5.9.6   ΨΩΡΙΑΣΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη μπορείνα βελτιώσει τις αρ­θρι­κές εκ­δη­λώ­σεις της ΨΑ (Farr M et al, 1988b; Farr M et al, 1990; Newman ED et al, 1991; Fraser SM et al, 1993). Η α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τά της εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρη σε α­σθε­νείς με συμ­με­τρι­κή πο­λυ­αρ­θρί­τι­δα τύ­που ΡΑ και αυ­ξη­μέ­νους δεί­κτες ο­ξεί­ας φά­σης (Farr M et al, 1988b; Farr M et al, 1990). Το ψω­ρι­α­σι­κό ε­ξάν­θη­μα μπο­ρεί να ε­πι­δει­νω­θεί ή και να βελ­τι­ω­θεί (Farr M et al, 1990), αλ­λά συ­νή­θως δεν ε­πη­ρε­ά­ζε­ται.

Η κλι­νι­κή βελ­τί­ω­ση εμ­φα­νί­ζε­ται με­τά α­πό 4 ε­βδο­μά­δες και συ­νή­θως αυ­ξά­νε­ται ση­μαν­τι­κά με­τά α­πό 8 ε­βδο­μά­δες θε­ρα­πεί­ας, πο­λύ ε­νω­ρί­τε­ρα α­πό άλ­λα DMARDs (χρυ­σός, υ­δρο­ξυ­χλω­ρο­κί­νη, D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη).

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Αν­θε­λο­νο­σια­κά - με­θο­τρε­ξά­τη : Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη υ­πε­ρέ­χει των αν­θε­λο­νο­σια­κών στη θε­ρα­πεί­α της ΨΑ, για­τί τα αν­θε­λο­νο­σια­κά μπορεί να ε­πι­δει­νώ­σουν το ψω­ρι­α­σι­κό ε­ξάν­θη­μα (Roberts MET et al, 1976), και η με­θο­τρε­ξά­τη, λό­γω των δυ­νη­τι­κά σο­βα­ρών ε­πι­πλο­κών της, συ­νή­θως πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται σε α­σθε­νείς με βα­ριά ψω­ρί­α­ση.

ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ : Στην ΨΑ, η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη έ­χει επιπλοκές γε­νι­κά ή­πι­ες και πα­ρό­μοι­ες σε φύ­ση, συ­χνό­τη­τα και χρο­νι­κή εμ­φά­νι­ση με τις πα­ρα­τη­ρού­με­νες στην ΡΑ, αν και προ­κα­λεί γα­στρεν­τε­ρι­κές δι­α­τα­ρα­χές σε με­γά­λη συ­χνό­τη­τα. Οι ε­πι­πλο­κές αυ­τές υ­πο­χω­ρούν αυ­τό­μα­τα ή με­τά α­πό μεί­ω­σης της δό­σης ή δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου.

Η συ­χνό­τη­τα των α­σθε­νών που δι­α­κό­πτουν την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη λό­γω ε­πι­πλο­κών (26%) εί­ναι πα­ρό­μοι­α με την α­να­φε­ρό­με­νη σε α­σθε­νείς με φλεγ­μο­νώ­δεις εν­τε­ρο­πά­θει­ες (30%) (Nielsen OH, 1982), ΡΑ (17-30%) και ψω­ρί­α­ση (26%) (Gupta AK et al, 1990).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός και α­σφα­λής ε­ναλ­λα­κτι­κός δεύ­τε­ρης γραμ­μής παράγοντας στη θε­ρα­πεί­α της ψω­ρι­α­σι­κής αρ­θρί­τι­δας, αν και ί­σως σε βαθ­μό μι­κρό­τε­ρο α­π' ό,τι στη ρευματοειδή αρθρίτιδα.Πάν­τως, χρει­ά­ζον­ται πε­ρισ­σό­τε­ρες μα­κρο­πρό­θε­σμες με­λέ­τες για να προσ­δι­ο­ρι­σθεί κα­τά πό­σον έ­χει τρο­πο­ποι­η­τι­κή δρά­ση.

5.9.7   HLA B27 (+) ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΗ ΑΡΘΡΟΠΑΘΕΙΑ

Σύμ­φω­να με μη ε­λεγ­χό­με­νες με­λέ­τες (Mielants H et al, 1985; Veys EM et al, 1986; Nordstrom DM et al, 1987), η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή σε α­σθε­νείς με θε­τι­κό HLA B27 και πε­ρι­φε­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα μη ε­λεγ­χό­με­νη με ΜΣΑΦ.

5.9.8   ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΕΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΕΣ

Σύμ­φω­να με placebo-ε­λεγ­χό­με­νες και α­νοι­χτές με­λέ­τες, ό­πως και πε­ρι­γρα­φές πε­ρι­πτώ­σε­ων, η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη μει­ώ­νει τον πό­νο των αρ­θρώ­σε­ων και της ΣΣ και τον α­ριθ­μό των φλεγ­μαι­νου­σών αρ­θρώ­σε­ων και βελ­τι­ώ­νει τις ερ­γα­στη­ρια­κές πα­ρα­μέ­τρους (ΤΚΕ, CRP, α­νο­σο­σφαι­ρί­νες) (Stroehmann I et al, 1987; Trnavsky T et al, 1987; Zwillich SH et al, 1988; Egsmose C et al, 1997).

5.9.9   ΣΥΝΔΡΟΜΟ REITER ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΟ ΜΕ AIDS

Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη μπο­ρεί να βελ­τι­ώ­σει την αρ­θρί­τι­δα (Youssef PP et al, 1992) και μει­ώ­νει τον α­ριθ­μό των CD4 λεμ­φο­κυτ­τά­ρων (Disla E et al, 1994).

5.9.10   ΣΠΟΝΔΥΛΟΑΡΘΡΟΠΑΘΕΙΑ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΗ ΜΕ ΛΟΙΜΩΞΗ ΑΠΟ HIV

Αν­τα­πο­κρί­νε­ται στη σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη (Youssef PP et al, 1992; Mijiyawa M and David M, 1993; Njobvu PD and Mc Gill PE, 1996). 

5.9.11   ΝΟΣΟΣ ΑΔΑΜΑΝΤΙΑΔΗ-BEHCET

Σύμ­φω­να με μη ε­λεγ­χό­με­νες με­λέ­τες, η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή στη φλεγ­μο­νώ­δη εν­τε­ρο­πά­θεια της νό­σου Behcet (Mori S, 1986).

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη + πρεδ­νι­ζο­λό­νη (0.5 mg/kg/24ωρο) : Εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός σε α­σθε­νείς με ρα­γο­ει­δί­τι­δα, χω­ρίς αγ­γει­ί­τι­δα του αμ­φι­βλη­στρο­ει­δούς, συν­δε­ό­με­νη με την νό­σο Beh-cet (Samangooei SH et al, 1997).

5.9.12   ΧΡΟΝΙΑ ΡΑΓΟΕΙΔΙΤΙΔΑ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΗ ΜΕ ΡΕΥΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη μπο­ρεί να προ­λά­βει τις υ­πο­τρο­πές και να μει­ώ­σει την βα­ρύ­τη­τα της πρό­σθιας ρα­γο­ει­δί­τι­δας της συν­δε­ό­με­νης με ΑΣ (Benitez-Del-Castillo JM et al, 2000).

Σε παι­διά με ΝΡΑ και ΑΣ και χρό­νια ρα­γο­ει­δί­τι­δα αν­θε­κτι­κή στη συμ­βα­τι­κή α­γω­γή, μει­ώ­νει ση­μαν­τι­κά τον α­ριθ­μό των φλεγ­μο­νω­δών κυτ­τά­ρων στον πρό­σθιο θά­λα­μο και βελ­τι­ώ­νει την ο­πτι­κή ο­ξύ­τη­τα (Huang JL et al, 1997).  

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή στην αγ­κυ­λο­ποι­η­τι­κή σπον­δυ­λί­τι­δα, ι­δι­αί­τε­ρα στην πε­ρι­φε­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα, ό­πως και στις αρ­θρι­κές εκ­δη­λώ­σεις της αν­τι­δρα­στι­κής και της ψω­ρι­α­σι­κής αρ­θρί­τι­δας και στις ε­ξω­αρ­θρι­κές εκ­δη­λώ­σεις (ψω­ρί­α­ση-ρα­γο­ει­δί­τι­δα) των ο­ρο­αρ­νη­τι­κών σπον­δυ­λαρ­θρο­πα­θει­ών, αλ­λά η κλι­νι­κή έν­δει­ξη για την χρή­ση της εί­ναι αν­τι­κρου­ό­με­νη και η μα­κρο­πρό­θε­σμη δρά­ση της δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί.

5.9.13   ΕΝΤΕΡΟΠΑΘΗΤΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

Η ά­με­ση δρά­ση της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης στην εν­τε­ρο­πα­θη­τι­κή αρ­θρί­τι­δα δεν έ­χει ε­κτι­μη­θεί, δε­δο­μέ­νου ό­τι η αρ­θρί­τι­δα μπο­ρεί να α­πο­δρά­μει αυ­τό­μα­τα, συ­χνά οι α­σθε­νείς παίρ­νουν ταυ­τό­χρο­να κορ­τι­κο­ει­δή και οι συ­νέ­πει­ες της ύ­φε­σης ή της κα­τα­στο­λής της εν­τε­ρο­πά­θειας α­πό την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη στην δρα­στη­ρι­ό­τη­τα της αρ­θρί­τι­δας δεν μπο­ρούν να προσ­δι­ο­ρι­σθούν.

5.9.14   ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΣΚΛΗΡΟΔΕΡΜΙΑ

Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη δεν έ­χει σχε­δόν κα­νέ­να α­πο­τέ­λε­σμα.

5.9.15   ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗ ΜΟΡΦΕΑ

Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει ύ­φε­ση των δερ­μα­τι­κών αλ­λοι­ώ­σε­ων (Stava Z et al, 1977; Czarnecki DB et al, 1982).

5.9.16   ΗΩΣΙΝΟΦΙΛΙΚΗ ΠΕΡΙΤΟΝΙΙΤΙΔΑ

Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη βελ­τί­ω­σε έ­ναν α­σθε­νή με ό­ψι­μη αρ­θρί­τι­δα (Jones AC and Doherty M, 1993).

5.9.17   ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΟΣ ΡΕΥΜΑΤΙΣΜΟΣ

Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη μπο­ρεί να μει­ώ­σει την συ­χνό­τη­τα και την διά­ρκεια των προ­σβο­λών (Golding DN, 1988).

5.9.18   ΕΛΚΩΔΗΣ ΚΟΛΙΤΙΔΑ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :

  • Ή­πια έ­ως μέ­τρια ελ­κώ­δης κο­λί­τι­δα, σε συν­δυα­σμό με τα συ­νή­θη υ­πο­στη­ρι­κτι­κά και δι­αι­τη­τι­κά μέ­τρα.
  • Ε­ναλ­λα­κτι­κά στη θε­ρα­πεί­α της σο­βα­ρής ελ­κώ­δους κο­λί­τι­δας

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Τα κορ­τι­κο­ει­δή εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κά α­πό την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη στη θε­ρα­πεί­α των ο­ξέ­ων προ­σβο­λών. Οι α­σθε­νείς που δεν αν­τα­πο­κρί­νον­ται στην ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης με το­πι­κά κορ­τι­κο­ει­δή ή έ­χουν ε­κτε­τα­μέ­νη προ­σβο­λή του εν­τέ­ρου μπο­ρεί να χρεια­σθούν συ­στη­μα­τι­κά κορ­τι­κο­ει­δή. Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή στη μεί­ω­ση της συ­χνό­τη­τας και της βα­ρύ­τη­τας των υ­πο­τρο­πών και χρη­σι­μο­ποι­εί­ται συ­νή­θως σαν θε­ρα­πεί­α συν­τή­ρη­σης.

5.9.19   ΝΟΣΟΣ CROHN

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Ή­πια έ­ως μέ­τρια ε­νερ­γός νό­σος, ι­δί­ως με εν­δεί­ξεις προ­σβο­λής του πα­χέ­ος εν­τέ­ρου.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή στη θε­ρα­πεί­α της ε­νερ­γού νό­σου Crohn, αλ­λά ο ρό­λος της στην αν­τι­με­τώ­πι­ση της νό­σου αυ­τής, ό­πως στην ελ­κώ­δη κο­λί­τι­δα, δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί.

Στην ει­λεΐ­τι­δα η α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα της δεν εί­ναι γνω­στή, αν και υ­πο­στη­ρί­ζε­ται ό­τι μπο­ρεί να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί σαν αρ­χι­κή θε­ρα­πεί­α. Ο συν­δυα­σμός της με κορ­τι­κο­ει­δή δεν φαί­νε­ται να συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό βελ­τί­ω­ση με­γα­λύ­τε­ρη απ΄ό,τι κά­θε έ­να φάρ­μα­κο ξε­χω­ρι­στά, αν και μπο­ρεί να εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός σε με­ρι­κές υ­πο-ο­μά­δες α­σθε­νών (π.χ. με εν­τό­πι­ση της νό­σου στο πα­χύ έν­τε­ρο).

Με­τά την ύ­φε­ση της νό­σου, η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη δεν φαί­νε­ται να εί­ναι χρή­σι­μη σαν θε­ρα­πεί­α συν­τή­ρη­σης και η α­ξί­α της στην πρό­λη­ψη των υ­πο­τρο­πών με­τά α­πό εν­τε­ρε­κτο­μή δεν έ­χει προ-σ­δι­ο­ρι­σθεί.

5.9.20   ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη έ­χει κά­ποι­α α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα στην κοκ­κι­ω­μα­τώ­δη κο­λί­τι­δα και μπο­ρεί να βελ­τι­ώ­σει την κολ­λα­γο­νώ­δη κο­λί­τι­δα (Farah DA et al, 1985; Wengrower D et al, 1987; Rokkas T et al, 1988).

5.10   ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Οι ε­πι­πλο­κές της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης εί­ναι συ­χνές, αλ­λά συ­νή­θως α­να­στρέ­ψι­μες και σπά­νια σο­βα­ρές ή α­πει­λη­τι­κές για την ζω­ή του α­σθε­νούς ή θα­να­τη­φό­ρες. Εμ­φα­νί­ζον­ται συ­νή­θως τους 2-3 πρώ­τους μή­νες της θε­ρα­πεί­ας και σπά­νια αρ­γό­τε­ρα και συ­χνό­τε­ρα σε πά­σχον­τες α­πό φλεγ­μο­νώ­δεις εν­τε­ρο­πά­θει­ες ή ΡΑ.

Στη ΡΑ, η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εί­ναι κα­λύ­τε­ρα α­νε­κτή, για­τί χο­ρη­γεί­ται σε δό­σεις μι­κρό­τε­ρες α­πό τις χρη­σι­μο­ποι­ού­με­νες στις φλεγ­μο­νώ­δεις εν­τε­ρο­πά­θει­ες. Οι πε­ρισ­σό­τε­ρες α­πό τις ε­πι­πλο­κές της εί­ναι μάλ­λον «ε­νο­χλη­τι­κές», πα­ρά σο­βα­ρές. Πάν­τως, η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη έ­χει ε­νο­χο­ποι­η­θεί για θα­νά­τους, ι­δι­αί­τε­ρα σε α­σθε­νείς με ελ­κώ­δη κο­λί­τι­δα, αν και σε 774 α­σθε­νείς με ΡΑ που έ­παιρ­ναν σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη ε­πί 1-11 χρό­νια δεν α­να­φέρ­θη­καν θά­να­τοι ή άλ­λες μα­κρο­πρό­θε­σμες ε­πι­πλο­κές (Amos RS et al, 1986).

ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΕΣ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΣΟΥΛΦΑΣΑΛΑΖΙΝΗΣ  

  • Α­πλα­στι­κή α­ναι­μί­α
  • Α­κοκ­κι­ο­κυτ­τα­ραι­μί­α
  • Ι­νω­δο­ποι­ός κυ­ψε­λι­δί­τι­δα
  • Αν­τι­δρά­σεις υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας
  • Μη α­να­στρέ­ψι­μες ε­πι­πλο­κές α­πό το νευ­ρο­μυϊκό και κεν­τρι­κό νευ­ρι­κό σύ­στη­μα
  • Νε­φρι­κή βλά­βη
  • Η­πα­τι­κή βλά­βη

Το 58% των α­σθε­νών που παίρ­νει σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εμ­φα­νί­ζει μί­α του­λά­χι­στον ε­πι­πλο­κή, αν και μό­νο 10-25% δι­α­κό­πτει ο­ρι­στι­κά την θε­ρα­πεί­α λό­γω το­ξι­κό­τη­τας. Το υ­πό­λοι­πο συ­νε­χί­ζει την θε­ρα­πεί­α, εί­τε για­τί η νό­σος βελ­τι­ώ­νε­ται, εί­τε για­τί τα ε­νο­χλή­μα­τα υ­πο­χω­ρούν με μεί­ω­ση της δό­σης του φαρ­μά­κου. Τε­λι­κά, μό­νο 5% των α­σθε­νών που παίρ­νει σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εμ­φα­νί­ζει δυ­νη­τι­κά σο­βα­ρές ε­πι­πλο­κές (Farr Μ et al, 1986).

Οι κυ­ρι­ό­τε­ροι λό­γοι δι­α­κο­πής της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης εί­ναι οι ε­πι­πλο­κές α­πό το γα­στρεν­τε­ρι­κό σύστημα/ΚΝΣ (ναυ­τί­α, κε­φα­λαλ­γί­ες, ζά­λη και δυ­σπε­ψί­α) και τα δερ­μα­τι­κά ε­ξαν­θή­μα­τα.

Οι ε­πι­πλο­κές α­πό το α­νώ­τε­ρο τμή­μα του γα­στρεν­τε­ρι­κού ευ­θύ­νον­ται για την α­πό­συρ­ση του φαρ­μά­κου στα 2/3 των α­σθε­νών που δι­α­κό­πτουν την α­γω­γή λό­γω το­ξι­κό­τη­τας. Εί­ναι μάλ­λον ε­νο­χλη­τι­κές, πα­ρά σο­βα­ρές, και υ­πο­χω­ρούν τα­χέ­ως με την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου. Οι αι­μα­το­λο­γι­κές ε­πι­πλο­κές ευ­θύ­νον­ται για το 1-3% των α­σθε­νών που δι­α­κό­πτουν ο­ρι­στι­κά την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη.

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Το μό­ριο της σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης εί­ναι υ­πεύ­θυ­νο για τις πε­ρισ­σό­τε­ρες ε­πι­πλο­κές (ναυ­τί­α, έ­με­τοι, κοι­λια­κός πό­νος, ί­λιγ­γος, α­στά­θεια, αλ­λοι­ώ­σεις ε­ρυ­θρών αι­μο­σφαι­ρί­ων, αν­δρι­κή στει­ρό­τη­τα) της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης. Η λευ­κο­πε­νί­α, η α­κοκ­κι­ο­κυτ­τα­ραι­μί­α και οι σπα­νι­ό­τε­ρες ε­πι­πλο­κές φαί­νε­ται ό­τι εί­ναι ι­δι­ο­συγ­κρα­σια­κές και δεν σχε­τί­ζον­ται με τους με­τα­βο­λί­τες της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης. 

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ :

Υ­πο­κεί­με­νη νό­σος : Οι ρευ­μα­το­πα­θείς έ­χουν αυ­ξη­μέ­νη ε­πιρ­ρέ­πεια στις αι­μα­το­λο­γι­κές και η­πα­τι­κές ε­πι­πλο­κές της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης (Wijnands MJH et al, 1993). Η συ­χνό­τη­τα των ε­πι­πλο­κών και των α­σθε­νών που δι­α­κό­πτουν την α­γω­γή λό­γω το­ξι­κό­τη­τας εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρη σε α­σθε­νείς με ΡΑ και μι­κρό­τε­ρη σε πάσχοντες από φλεγ­μο­νώ­δεις εν­τε­ρο­πά­θει­ες ή ο­ρο­αρ­νη­τι­κές σπον­δυ­λαρ­θρο­πά­θει­ες (Wijnands MJH et al, 1993).

Ρευ­μα­το­ει­δής πα­ρά­γον­τας : Οι ε­πι­πλο­κές της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης εί­ναι πο­λύ λι­γό­τε­ρες στους ο­ρο­θε­τι­κούς, πα­ρά στους ο­ρο­αρ­νη­τι­κούς, α­σθε­νείς με ΡΑ (Gran JT and Myklebust G, 1993).

Κατ΄άλ­λους, εί­ναι λί­γο πε­ρισ­σό­τε­ρο συ­χνές σε α­σθε­νείς με αρ­νη­τι­κό Ra test, η­λι­κί­ας >50 ε­τών και ε­πι­πλο­κές σε άλ­λα DMARDs (Farr M et al, 1986). Οι δι­α­φο­ρές αυ­τές στη συ­χνό­τη­τα εί­ναι μι­κρές και δεν α­πο­κλεί­ουν την θε­ρα­πεί­α με σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη.

Η­λι­κί­α α­σθε­νούς : Η συ­χνό­τη­τα των α­σθε­νών που δι­α­κό­πτουν την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη λό­γω ε­νο­χλη­μά­των α­πό το α­νώ­τε­ρο τμή­μα του γα­στρεν­τε­ρι­κού εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρη στους η­λι­κι­ω­μέ­νους.

Δό­ση φαρ­μά­κου : Στις φλεγ­μο­νώ­δεις εν­τε­ρο­πά­θει­ες και την ΡΑ οι επιπλοκές της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης, ι­δι­αί­τε­ρα οι γαστρεντερικές, εί­ναι δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νες (Azad-Khan AK et al, 1980).

Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν 3 gr σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης η­με­ρη­σί­ως έ­χουν με­γα­λύ­τε­ρη, αλ­λ' ό­χι στα­τι­στι­κά ση­μαν­τι­κή, συ­χνό­τη­τα ε­πι­πλο­κών, κυ­ρί­ως α­πό το α­νώ­τε­ρο τμή­μα του γα­στρεν­τε­ρι­κού, απ΄αυ­τούς που παίρ­νουν 1.5 gr η­με­ρη­σί­ως, ε­νώ δεν μπο­ρούν να α­νε­χθούν 6 gr σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης η­με­ρη­σί­ως (Sinclair RJG and Duthie JJR, 1949).

Ε­πί­πε­δα φαρ­μά­κου στον ο­ρό : Η το­ξι­κό­τη­τα της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης ή των με­τα­βο­λι­τών της δεν φαί­νε­ται να σχε­τί­ζε­ται με τα ε­πί­πε­δά τους στον ο­ρό. Πάν­τως, υ­ψη­λό­τε­ρες μέ­γι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις στον ο­ρό εμ­φα­νί­ζουν οι α­σθε­νείς που α­να­πτύσ­σουν ε­πι­πλο­κές α­πό το α­νώ­τε­ρο τμή­μα του γα­στρεν­τε­ρι­κού (Workshop Report, 1984). Τα ε­πί­πε­δα της σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης στον ο­ρό σχε­τί­ζον­ται με την συ­χνό­τη­τα των ε­πι­πλο­κών (Das K and Dubin R, 1976). Τα ε­πί­πε­δα της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης στο πλά­σμα δεν φαί­νε­ται να σχε­τί­ζον­ται με την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα ή την το­ξι­κό­τη­τα του φαρ­μά­κου (Chalmers IM et al, 1990).

Α­κε­τυ­λι­ω­τι­κός φαι­νό­τυ­πος :

Συ­σχέ­τι­ση με την το­ξι­κό­τη­τα της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης : Η συ­σχέ­τι­ση του α­κε­τυ­λι­ω­τι­κού φαι­νό­τυ­που με την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα και α­σφά­λεια της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης εί­ναι αμ­φι­λε­γό­με­νη. Η κά­θαρ­ση της σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης και των με­τα­βο­λι­τών της εί­ναι μει­ω­μέ­νη στους βρα­δείς α­κε­τυ­λι­ω­τές, ο­δη­γών­τας σε αύ­ξη­ση των συγ­κεν­τρώ­σε­ων της σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης στον ο­ρό και ε­πο­μέ­νως των ε­πι­πλο­κών, κυ­ρί­ως α­πό το γα­στρεν­τε­ρι­κό (ναυ­τί­α ή/και έ­με­τοι). Κα­τ' άλ­λους, η το­ξι­κό­τη­τα της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης δεν σχε­τί­ζε­ται με τον α­κε­τυ­λι­ω­τι­κό φαι­νό­τυ­πο (Amos RS et al, 1986) και οι βρα­δείς α­κε­τυ­λι­ω­τές δεν εμ­φα­νί­ζουν ε­πι­πλο­κές συ­χνό­τε­ρα α­πό τους τα­χείς (Chalmers IM et al, 1990). Ο α­κε­τυ­λι­ω­τι­κός φαι­νό­τυ­πος ε­πί­σης δεν ε­πη­ρε­ά­ζει την πι­θα­νό­τη­τα εμ­φά­νι­σης ι­δι­ο­συγ­κρα­σια­κών ε­πι­πλο­κών, ό­πως η λευ­κο­πε­νί­α (Capell H et al, 1986).

Συ­σχέ­τι­ση με την αν­τα­πό­κρι­ση στη σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη : Ο α­κε­τυ­λι­ω­τι­κός φαι­νό­τυ­πος δεν σχε­τί­ζε­ται με την πι­θα­νό­τη­τα ή τον βαθμό της αν­τα­πό­κρι­σης στην σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη (Pullar et al, 1985; Bax et al, 1986). Η ά­πο­ψη αυ­τή ε­νι­σχύ­ε­ται α­πό το γε­γο­νός ό­τι οι συγ­κεν­τρώ­σεις της σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης στον ο­ρό δεν σχε­τί­ζον­ται με την αν­τα­πό­κρι­ση. Κα­τ' άλ­λους, οι βρα­δείς α­κε­τυ­λι­ω­τές αν­τα­πο­κρί­νον­ται συ­χνό­τε­ρα στην σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη (Bax DE et al, 1986) και οι τα­χείς έ­χουν κα­λύ­τε­ρη αν­τα­πό­κρι­ση α­πό τους βρα­δείς.

Συ­σχέ­τι­ση με την βα­ρύ­τη­τα της νό­σου : Οι τα­χείς α­κε­τυ­λι­ω­τές έ­χουν πι­θα­νώς βα­ρύ­τε­ρη νό­σο α­πό τους βρα­δείς (Pullar T et al, 1985), αν και αυ­τό δεν έ­χει ε­πι­βε­βαι­ω­θεί α­πό άλ­λους (Chal-mers IM et al, 1990). Οι πά­σχον­τες α­πό βα­ριά ΡΑ εί­ναι πι­θα­νό­τε­ρο να έ­χουν τα­χύ α­κε­τυ­λι­ω­τι­κό φαι­νό­τυ­πο και ε­πο­μέ­νως να α­νέ­χον­ται κα­λύ­τε­ρα την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη (Ehrlich GE, 1985).

ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ : Στην ελ­κώ­δη κο­λί­τι­δα, οι ε­πι­πλο­κές της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης εί­ναι συ­χνό­τε­ρες σε α­σθε­νείς με βρα­δύ α­κε­τυ­λι­ω­τι­κό φαι­νό­τυ­πο. Σε α­σθε­νείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα, ο α­κε­τυ­λι­ω­τι­κός φαι­νό­τυ­πος δεν φαί­νε­ται να παί­ζει ση­μαν­τι­κό ρό­λο στην α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα ή την το­ξι­κό­τη­τα της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης, γι' αυ­τό και δεν εί­ναι α­νάγ­κη να προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται πριν α­πό την έ­ναρ­ξη του φαρ­μά­κου. O βρα­δύς α­κε­τυ­λι­ω­τι­κός φαι­νό­τυ­πος έ­χει πα­ρό­μοι­α σχέ­ση με τον τα­χύ στο γε­νι­κό πλη­θυ­σμό, αν και ε­πι­κρα­τεί σε βα­ρέ­ως πά­σχον­τες με ρευματοειδή αρθρίτιδα που χρει­ά­ζον­ται θε­ρα­πεί­α με δεύ­τε­ρης γραμ­μής πα­ρά­γον­τες.

Ταυ­τό­χρο­νη θε­ρα­πεί­α με κορ­τι­κο­ει­δή : Σε με­ρι­κούς α­σθε­νείς δεν προ­σφέ­ρει κα­νέ­να ό­φε­λος και έ­χει πι­θα­νώς ε­λα­φρώς βλα­πτι­κή δρά­ση. Κα­τ' άλ­λους η συ­χνό­τη­τα των ε­πι­πλο­κών της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης εί­ναι πο­λύ μι­κρό­τε­ρη σε α­σθε­νείς που παίρ­νουν ταυ­τό­χρο­να μι­κρές δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών (2.5-5 mg/24ωρο) per os (Gran JT et al, 1993).

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑΣ : Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη θε­ω­ρεί­ται γε­νι­κά α­σφα­λέ­στε­ρη α­πό την D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη ή τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό, γι' αυ­τό και εν­δεί­κνυ­ται σαν DMARD πρώ­της ε­κλο­γής πριν α­πό τα φάρ­μα­κα αυ­τά σε πάσχοντες από βα­ριά ΡΑ. Ε­άν δεν υ­πάρ­ξει ι­κα­νο­ποι­η­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση, μπο­ρεί να αν­τι­κα­τα­στα­θεί από ένα ή να χο­ρη­γη­θεί ταυ­τό­χρο­να με έ­να από τα παραπάνω DMARDs. Η συ­χνό­τη­τα των α­σθε­νών που δι­α­κό­πτουν την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εί­ναι πα­ρό­μοι­α με την α­να­φε­ρό­με­νη με τον χρυ­σό και την D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη και ε­λα­φρώς με­γα­λύ­τε­ρη με την υ­δρο­ξυ­χλω­ρο­κί­νη και την χλω­ρο­κί­νη.

Ο τύ­πος των ε­πι­πλο­κών α­πό το γα­στρεν­τε­ρι­κό και το κεν­τρι­κό νευ­ρι­κό σύ­στη­μα εί­ναι μο­να­δι­κός για την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη, ε­νώ νε­φρι­κές ε­πι­πλο­κές εί­ναι σπά­νι­ες. Α­πό τις αι­μα­το­λο­γι­κές ε­πι­πλο­κές συ­χνό­τε­ρες εί­ναι η ου­δε­τε­ρο­πε­νί­α και η μα­κρο­κυτ­τά­ρω­ση. Θρομ­βο­πε­νί­α μπο­ρεί να πα­ρα­τη­ρη­θεί με την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη, αλ­λά εί­ναι συ­χνό­τε­ρη με τον χρυ­σό και την D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη. Οι α­νο­σο­λο­γι­κές ε­πι­πλο­κές της D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νης δεν πα­ρα­τη­ρούν­ται με την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη. Σε αν­τί­θε­ση με τα αν­θε­λο­νο­σια­κά, ο­φθαλ­μι­κές ε­πι­πλο­κές με την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη δεν έ­χουν α­να­φερ­θεί.

ΤΥΠΟΙ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ :

1.  Δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νες : Ναυ­τί­α, έ­με­τοι, κε­φα­λαλ­γί­ες, κα­κου­χί­α και σπά­νια αι­μο­λυ­τι­κή α­ναι­μί­α, δι­κτυ­ο­κυτ­τά­ρω­ση και με­θαι­μο­σφαι­ρι­ναι­μί­α. Εί­ναι εν­το­νό­τε­ρες ό­ταν η δό­ση της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης υ­περ­βαί­νει τα 4 gr/24ωρο και μπο­ρεί να σχε­τί­ζον­ται με τον βρα­δύ α­κε­τυ­λι­ω­τι­κό φαι­νό­τυ­πο.

2.  Ι­δι­ο­συγ­κρα­σια­κές ή αν­τι­δρά­σεις υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας : Ε­ξαν­θή­μα­τα, σχε­τι­κά συ­χνά, και σπά­νια το­ξι­κή η­πα­τί­τι­δα, πνευ­μο­νί­τι­δα, α­πλα­στι­κή α­ναι­μί­α και α­κοκ­κι­ο­κυτ­τα­ραι­μί­α. Οι ε­πι­πλο­κές αυ­τές εμ­φα­νί­ζον­ται πρώϊμα στη δι­α­δρο­μή της θε­ρα­πεί­ας, εί­ναι α­πρό­βλε­πτες και σχε­τί­ζον­ται με τον α­κε­τυ­λι­ω­τι­κό φαι­νό­τυ­πο του ασθενούς.

1.   ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΕΣ

  • Πυ­ρε­τός
  • Κε­φα­λαλ­γί­ες
  • Έν­το­νη ε­φί­δρω­ση
  • Κα­κου­χί­α
  • Κό­πω­ση
  • Παλ­μοί και τα­χυ­καρ­δί­α

2.   ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Ναυ­τί­α/έ­με­τοι
  • Κοι­λια­κά ε­νο­χλή­μα­τα
  • Παγ­κρε­α­τί­τι­δα
  • Δι­άρ­ροι­α
  • Ψευ­δο­μεμ­βρα­νώ­δης κο­λί­τι­δα
  • Δυ­σα­πορ­ρό­φη­ση
  • Α­νο­ρε­ξί­α
  • Δυ­σγευ­σί­α
  • Με­τε­ω­ρι­σμός κοι­λιάς
  • Καύ­σος

3.   ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Αύ­ξη­ση MCV
  • Σω­μά­τια Heinz
  • Ου­δε­τε­ρο­πε­νί­α
  • Λευ­κο­πε­νί­α
  • Α­πλα­στι­κή α­ναι­μί­α
  • Α­κοκ­κι­ο­κυτ­τα­ραι­μί­α
  • Θρομ­βο­πε­νί­α
  • Με­γα­λο­βλα­στι­κή α­ναι­μί­α
  • Αι­μο­λυ­τι­κή α­ναι­μί­α
  • Με­θαι­μο­σφαι­ρι­ναι­μί­α
  • Θειομεθαιμοσφαιριναιμία
  • Α­πλα­σί­α ε­ρυ­θρών αι­μο­σφαι­ρί­ων

4.   ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ

  • Πα­ρο­δι­κές δι­α­τα­ρα­χές η­πα­τι­κών δο­κι­μα­σι­ών
  • Η­πα­τί­τι­δα
  • Η­πα­τι­κή νέ­κρω­ση
  • Χο­λό­στα­ση

5.   ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ-ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ

  • Κη­λι­δο­βλα­τι­δώ­δες ε­ξάν­θη­μα
  • Κνη­σμός
  • Κνί­δω­ση
  • Φω­το­ευ­αι­σθη­σί­α
  • Το­ξι­κή ε­πι­δερ­μό­λυ­ση
  • Α­πο­φο­λι­δω­τι­κή δερ­μα­τί­τι­δα
  • Σύν­δρο­μο Stevens-Johnson
  • «Κυ­ά­νω­ση»
  • Πο­λύ­μορ­φο ε­ρύ­θη­μα
  • Έλ­κη στό­μα­τος
  • Τρι­χό­πτω­ση

6.   ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Πνευ­μο­νί­τι­δα α­πό υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α
  • Δι­ά­χυ­τη δι­ά­με­ση ί­νω­ση
  • Α­πο­φρα­κτι­κή βρογ­χι­ο­λί­τι­δα
  • Τρα­χει­ο­λα­ρυγ­γί­τι­δα με βρογ­χό­σπα­σμο
  • Δύ­σπνοι­α

7.   ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Αι­σθη­τι­κο­κι­νη­τι­κή νευ­ρο­πά­θεια
  • Α­τα­ξί­α και ε­λάτ­τω­ση της αι­σθη­τι­κό­τη­τας στα κά­τω ά­κρα (Merrin P and Williams IA, 1991)
  • Α­ϋ­πνί­α
  • Δυ­σκαμ­ψί­α αυ­χέ­να
  • Δυ­σφα­σί­α, σπα­σμοί, ε­ξάν­θη­μα και έν­το­να θε­τι­κά pANCA (Hill ME et al, 1994)
  • Εγ­κάρ­σια μυ­ε­λί­τι­δα
  • Εγ­κε­φα­λι­κό έμ­φρα­κτο
  • Ευ­ε­ρε­θι­στό­τη­τα
  • Ε­φιά­λτες και ε­πι­λη­πτι­κοί σπα­σμοί
  • Ζά­λη
  • Η­μι­πά­ρε­ση
  • Κε­φα­λαλ­γί­α
  • Κα­τά­θλι­ψη
  • Μη­νιγ­γί­τι­δα (Merrin P and Williams IA, 1991)
  • Πα­ραι­σθη­σί­ες
  • Νευ­ρο­πά­θεια
  • Νευ­ρο­το­ξι­κό­τη­τα
  • Πε­ρι­φε­ρι­κή πα­ρά­λυ­ση προ­σω­πι­κού νεύ­ρου και θό­λω­ση εγ­γύς ό­ρα­σης (Magnus JH et al, 1993)
  • Σύγ­χυ­ση και δυ­σκαμ­ψί­α του αυ­χέ­να
  • Χο­ρεί­α

8.   ΑΥΤΟΑΝΟΣΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ

  • Φαρ­μα­κο­γε­νής λύ­κος
  • Φαι­νό­με­να Raynaud
  • Υ­πο­γαμ­μα­σφαι­ρι­ναι­μί­α
  • Ε­κλε­κτι­κή α­νε­πάρ­κεια IgA

9.   ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Αν­δρι­κή στεί­ρω­ση
  • Εμβρυϊ­κή α­πώ­λεια

10.  ΑΛΛΕΣ

  • Α­νο­σμί­α
  • Νε­φρι­κές ε­πι­πλο­κές

5.10.1   ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΕΣ

  • Πυ­ρε­τός και κε­φα­λαλ­γί­ες : Εί­ναι πρώϊμες επιπλοκές και υποχωρούν με ε­λάτ­τω­ση της δό­σης της σουλφασαλαζίνης.

5.10.2   ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

ΤΥΠΟΙ :

  • Ναυ­τί­α με/ή χω­ρίς ε­μέ­τους, κοι­λια­κά ε­νο­χλή­μα­τα, καύ­σος, α­νο­ρε­ξί­α, δυ­σπε­ψί­α : Εί­ναι οι συ­χνό­τε­ρες γα­στρεν­τε­ρι­κές ε­πι­πλο­κές της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης και ο­φεί­λον­ται κυ­ρί­ως σε ά­με­σο ε­ρε­θι­σμό του γα­στρι­κού βλεν­νο­γό­νου. Η ναυ­τί­α και οι έ­με­τοι εί­ναι πι­θα­νώς και κεν­τρι­κής αι­τι­ο­λο­γί­ας, δε­δο­μέ­νου ό­τι συ­χνά συν­δυ­ά­ζον­ται με συμ­πτώ­μα­τα α­πό το ΚΝΣ.
  • Πο­νό­λαι­μος (Pullar T et al, 1983).
  • Παγ­κρε­α­τί­τι­δα (Block et al, 1970; Brazer SR  and Medoff JR, 1988). Έ­νας α­σθε­νής με παγ­κρε­α­τί­τι­δα εί­χε θε­τι­κή δο­κι­μα­σί­α δι­έ­γερ­σης των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων στη σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη, έν­δει­ξη υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας ε­πι­βρα­δυ­νό­με­νου τύ­που (Chiba M et al, 1987).
  • Αι­μα­τη­ρή δι­άρ­ροι­α (Werlin S and Grand R, 1978; Schwartz AG et al, 1982) : Εί­ναι πο­λύ λι­γό­τε­ρο συ­χνή και σπά­νια σο­βα­ρή. Έ­χει α­να­φερ­θεί και σ' έ­να βρέ­φος που ε­θή­λα­ζε α­πό την μη­τέ­ρα του που έ­παιρ­νε σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη (Branski D et al, 1986).
  • Ψευ­δο­μεμ­βρα­νώ­δης κο­λί­τι­δα (Pokorney BH and Nichols TW, 1981).
  • Δυ­σα­πορ­ρό­φη­ση φυλ­λι­κού ο­ξέ­ος (McConkey B et al, 1980; Swinson C et al, 1981; Halsted CH et al, 1981) και δι­γο­ξί­νης (Juhl R et al, 1976)
  • Δι­α­τα­ρα­χές της γεύ­σης (δυ­σγευ­σί­α, υ­πο­γευ­σί­α ή α­γευ­σί­α).
  • Έ­ξαρ­ση κο­λί­τι­δας (Schwartz AG et al, 1982).

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ : Η ναυ­τί­α, οι έ­με­τοι, η α­νο­ρε­ξί­α η ε­πι­γα­στρι­κή δυ­σφο­ρί­α, ο καύ­σος και οι κε­φα­λαλ­γί­ες πι­θα­νώς σχε­τί­ζον­ται με τα ε­πί­πε­δα του μο­ρί­ου της σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης στον ο­ρό, γι' αυ­τό και ε­ξαρ­τών­ται α­πό την δό­ση της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης και τον α­κε­τυ­λι­ω­τι­κό φαι­νό­τυ­πο (Das DM et al, 1973). Οι α­σθε­νείς με βρα­δύ α­κε­τυ­λι­ω­τι­κό φαι­νό­τυ­πο εμ­φα­νί­ζουν συ­χνό­τε­ρα γα­στρεν­τε­ρι­κές ε­πι­πλο­κές α­πό τους α­σθε­νείς με τα­χύ α­κε­τυ­λι­ω­τι­κό φαι­νό­τυ­πο.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ : Δι­α­κο­πή της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης ε­πί 3-4 η­μέ­ρες και ε­πα­νέ­ναρ­ξή της σε χα­μη­λό­τε­ρες δό­σεις. Η ναυ­τί­α γε­νι­κά ε­ξα­φα­νί­ζε­ται 1-2 η­μέ­ρες με­τά την δι­α­κο­πή της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης ή μει­ώ­νε­ται με ε­λάτ­τω­ση της δό­σης και την χο­ρή­γη­ση αν­τι­ε­με­τι­κών (π.χ. με­το­κλο­πρα­μί­δης). Τα δυ­σπε­πτι­κά ε­νο­χλή­μα­τα μπο­ρεί να πε­ρι­ο­ρι­σθούν με την χρή­ση ε­πι­κα­λυμ­μέ­νων εν­τε­ρο­δι­α­λυ­τών δι­σκί­ων.

5.10.3   ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Ουδετεροπενία

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : 1-5%. Η λευ­κο­πε­νί­α εί­ναι η συ­χνό­τε­ρη σο­βα­ρή ε­πι­πλο­κή της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης και ε­πι­βάλ­λει δι­α­κο­πή της θε­ρα­πεί­ας στο 1/3-1/2 των α­σθε­νών (Pullar T et al, 1983; Pinals RS et al, 1986; Chalmers IM et al, 1990). Η συ­χνό­τη­τά της εί­ναι ί­σως με­γα­λύ­τε­ρη σε α­σθε­νείς με ΡΑ, πα­ρά με ελ­κώ­δη κο­λί­τι­δα. Κοκ­κι­ο­κυτ­τα­ρο­πε­νί­α α­πό την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη έ­χει α­να­φερ­θεί στο 0.5% των α­σθε­νών με ΡΑ (Danielson DA et al, 1984).

Η λευ­κο­πε­νί­α και η ου­δε­τε­ρο­πε­νί­α πα­ρα­τη­ρούν­ται συ­χνό­τε­ρα τις 24 πρώ­τες ε­βδο­μά­δες, αλ­λά και σε ο­ποι­α­δή­πο­τε φά­ση, της θε­ρα­πεί­ας. Βα­ριά λευ­κο­πε­νί­α α­πό την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν α­σθε­νείς με ΡΑ και πα­ρό­μοι­α αν­τί­δρα­ση στον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό (Bliddal H et al, 1987). Ή­πια έ­ως μέ­τρια λευ­κο­πε­νί­α, χω­ρίς α­κραί­α μεί­ω­ση του α­πό­λυ­του α­ριθ­μού των κοκ­κι­ο­κυτ­τά­ρων, πα­ρό­μοι­α με την πα­ρα­τη­ρού­με­νη σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με χρυ­σό, μπο­ρεί α­κό­μα να πα­ρα­τη­ρη­θεί στη διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας με σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη.

ΕΚΒΑΣΗ : Η λευ­κο­πε­νί­α και η ου­δε­τε­ρο­πε­νί­α συ­νή­θως αυ­το­πε­ρι­ο­ρί­ζον­ται, αλ­λά ε­νί­ο­τε έ­χουν θα­να­τη­φό­ρα κα­τά­λη­ξη. Ε­άν δι­α­γνω­σθούν έγ­και­ρα, συ­νή­θως συ­νο­δεύ­ον­ται α­πό α­πο­κα­τά­στα­ση του α­ριθ­μού των λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων, αν και έ­χουν α­να­φερ­θεί με­ρι­κές πε­ρι­πτώ­σεις α­κοκ­κι­ο­κυτ­τα­ραι­μί­ας (Guillemin F et al, 1989). Σε με­ρι­κές πε­ρι­πτώ­σεις η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη μπο­ρεί να δι­α­κο­πεί προ­σω­ρι­νά και να ε­πα­να­χο­ρη­γη­θεί σε μει­ω­μέ­νη δό­ση.

Α­κοκ­κι­ο­κυτ­τά­ρω­ση

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η α­κοκ­κι­ο­κυτ­τά­ρω­ση α­πό την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εί­ναι πο­λύ λι­γό­τε­ρο συ­χνή α­πό την λευ­κο­πε­νί­α, αν και μπο­ρεί να εμ­φα­νι­σθεί α­πό­το­μα και να εκ­δη­λω­θεί με εν­δο­γε­νή λοί­μω­ξη. Έ­χει α­να­φερ­θεί με­τά α­πό 3.5 ε­βδο­μά­δες, κα­τά μέ­σον ό­ρο (εύ­ρος 2-233 ε­βδο­μά­δες) θε­ρα­πεί­ας με σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη και μέ­ση α­θροι­στι­κή δό­ση 115 gr (εύ­ρος 20-316 gr) (Cochrane P et al, 1973; Mitrane MP et al, 1986).

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Πυ­ρε­τός, το­ξι­κό­τη­τα και ε­ξάν­θη­μα και συ­χνά α­νο­ρε­ξί­α και κα­κου­χί­α, ε­νί­ο­τε σε συν­δυα­σμό με σο­βα­ρή η­πα­τι­κή αν­τί­δρα­ση και το­ξι­κή ε­πι­δερ­μό­λυ­ση (Maddocks JL and Slater DN, 1980).

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ : Η α­κοκ­κι­ο­κυτ­τα­ραι­μί­α εί­ναι συ­χνό­τε­ρη σε α­σθε­νείς με ΡΑ, πα­ρά με φλεγ­μο­νώ­δεις εν­τε­ρο­πά­θει­ες (Marabani M et al, 1989), ί­σως για­τί στη ΡΑ οι συγ­κεν­τρώ­σεις της σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης στο πλά­σμα εί­ναι υ­ψη­λό­τε­ρες (Astbury C et al, 1990).

ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Ο μυ­ε­λός των ο­στών δεί­χνει πλή­ρη σχε­δόν ε­ξα­φά­νι­ση των μυ­ε­λο­ει­δών κυτ­τά­ρων, ά­ω­ρες μορ­φές (κυ­ρί­ως προ­μυ­ε­λο­κύτ­τα­ρα και μυ­ε­λο­κύτ­τα­ρα), έν­το­νες πα­ρο­δι­κές δι­η­θή­σεις α­πό πλα­σμα­το­κύτ­τα­ρα (Jamshidi K et al, 1972; Wheelan KR et al, 1982) και, σπά­νια, υ­πο­πλα­σί­α της ε­ρυ­θράς σει­ράς.

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Εί­ναι ά­γνω­στος. Το 5-ASA δεν προ­κα­λεί α­κοκ­κι­ο­κυτ­τα­ραι­μί­α, έν­δει­ξη ό­τι για την ε­πι­πλο­κή αυ­τή ευ­θύ­νε­ται το σουλ­φο­να­μι­δι­κό συ­στα­τι­κό της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης (Jacobson IM et al, 1985).

ΘΕΡΑΠΕΙΑ : Δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου. Σ' έ­ναν α­σθε­νή, o GM-CSF α­πο­κα­τέ­στη­σε την λει­τουρ­γία του μυ­ε­λού (Kuipers EJ et al, 1992).

ΕΚΒΑΣΗ : Η α­κοκ­κι­ο­κυτ­τα­ραι­μί­α συ­νή­θως υ­πο­χω­ρεί 1-3 ε­βδο­μά­δες με­τά την δι­α­κο­πή της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης, αν και συ­χνά έχει κακή κατάληξη. Τα ώ­ρι­μα κοκ­κι­ο­κύτ­τα­ρα ε­πα­νεμ­φα­νί­ζον­ται με­τά α­πό μί­αν ε­βδο­μά­δα, και ο α­ριθ­μός των λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων α­πο­κα­θί­στα­ται έ­να μή­να με­τά την δι­α­κο­πή της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης. Θα­να­τη­φό­ρες πε­ρι­πτώ­σεις έ­χουν α­να­φερ­θεί κυ­ρί­ως σε γα­στρεν­τε­ρο­λο­γι­κούς α­σθε­νείς και σπά­νια σε α­σθε­νείς με ΡΑ (Mitrane MP et al, 1986).

Θρομ­βο­πε­νί­α (Davies GE and Palek J, 1980)

Με­μο­νω­μέ­νη θρομ­βο­πε­νί­α α­πό την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εί­ναι σπά­νια. Συ­νή­θως συν­δέ­ε­ται με λευ­κο­πε­νί­α, υ­πο­γαμ­μα­σφαι­ρι­ναι­μί­α ή ε­ρυ­θρο­ει­δή α­πλα­σί­α.

Μορ­φο­λο­γι­κές α­νω­μα­λί­ες ε­ρυ­θρών αι­μο­σφαι­ρί­ων

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Οι μορφολογικές ανωμαλίες των ερυθρών αιμοσφαιρίων (σω­μά­τια Heinz, ο­δόν­τω­ση, με­θαι­μο­σφαι­ρι­ναι­μί­α), εί­ναι συ­χνές ε­πι­πλο­κές της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης.

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Οι μορ­φο­λο­γι­κές δι­α­τα­ρα­χές των ε­ρυ­θρών αι­μο­σφαι­ρί­ων α­πό την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη ο­φεί­λον­ται σε α­νω­μα­λί­α της κυτ­τα­ρι­κής μεμ­βρά­νης λό­γω ο­ξει­δω­τι­κής βλά­βης και μπορεί να οδηγήσουν σε ή­πια αι­μό­λυ­ση (Pounder RE et al, 1973). Η ο­δόν­τω­ση σχε­τί­ζε­ται με την δό­ση της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης και τις συγ­κεν­τρώ­σεις της σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης στον ο­ρό.

ΕΚΒΑΣΗ : Οι α­νω­μα­λί­ες των ε­ρυ­θρών αι­μο­σφαι­ρί­ων α­να­στρέ­φον­ται με την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου, γι' αυ­τό και η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη, ε­φ' ό­σον η αι­μό­λυ­ση δεν προ­κα­λεί κλι­νι­κό πρό­βλη­μα, μπο­ρεί να συ­νε­χι­σθεί. Πάν­τως, η μεγάλη με­θαι­μο­σφαι­ρι­ναι­μί­α (>10%) μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει κε­φα­λαλ­γί­ες, γι' αυ­τό και επιβάλλει μείωση της δόσης της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης.

Αι­μο­λυ­τι­κή α­ναι­μί­α

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η αι­μο­λυ­τι­κή α­ναι­μί­α εί­ναι συ­χνό­τε­ρη σε πά­σχον­τες α­πό φλεγ­μο­νώ­δεις εν­τε­ρο­πά­θει­ες (Goodacre RL et al, 1978) ή ΡΑ (Wijnands MJ et al, 1991). Μπο­ρεί να εί­ναι με­μο­νω­μέ­νη ή να συν­δυ­ά­ζε­ται με σω­μά­τια Heinz (Taffet SL and Das KM, 1983).

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ : Στις φλεγ­μο­νώ­δεις εν­τε­ρο­πά­θει­ες, η συ­χνό­τη­τά της αι­μο­λυ­τι­κής α­ναι­μί­ας α­πό την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη σχε­τί­ζε­ται με την δό­ση, τα ε­πί­πε­δα της σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης στον ο­ρό και τον α­κε­τυ­λι­ω­τι­κό φαι­νό­τυ­πο του α­σθε­νούς. Η αι­μο­λυ­τι­κή α­ναι­μί­α α­πό την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη ο­φεί­λε­ται γε­νι­κά στην σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη και εί­ναι συ­χνό­τε­ρη σε α­σθε­νείς με βρα­δύ α­κε­τυ­λι­ω­τι­κό φαι­νό­τυ­πο ή α­νε­πάρ­κεια της G6PD (Cohen SM et al, 1968). 

Η χρό­νια αι­μό­λυ­ση μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει α­νε­πάρ­κεια των α­πο­θε­μά­των του φυλ­λι­κού ο­ξέ­ος, και, δε­δο­μέ­νου ό­τι η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη πα­ρεμ­βαί­νει στην α­πορ­ρό­φη­ση του δι­αι­τη­τι­κά προσ­λαμ­βα­νό­με­νου φο­λι­κού, μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε με­γα­λο­βλα­στι­κή α­ναι­μί­α (Schneider RE and Beeley L, 1977).

ΠΡΟΣΟΧΗ : Η φαρ­μα­κο­γε­νής υ­πο­κλι­νι­κή αι­μό­λυ­ση πρέ­πει να μπαί­νει στην σκέ­ψη σε ρευ­μα­το­πα­θείς με αν­τα­πό­κρι­ση σε σχε­τι­κά μι­κρές δό­σεις σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης, η ο­ποί­α ό­μως δεν συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό σχε­τι­κή αύ­ξη­ση της αιμοσφαιρίνης.

Παγ­κυτ­τα­ρο­πε­νί­α

Παγ­κυτ­τα­ρο­πε­νί­α σε συν­δυα­σμό με με­γα­λο­βλα­στι­κές αλ­λοι­ώ­σεις στον μυ­ε­λό των ο­στών έ­χει α­να­φερ­θεί σε με­ρι­κούς α­σθε­νείς με φλεγ­μο­νώ­δεις εν­τε­ρο­πά­θει­ες που έ­παιρ­ναν 3-4 gr σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης η­με­ρη­σί­ως (Logan EC et al, 1986), εξ ων οι 2 ή­ταν βρα­δείς α­κε­τυ­λι­ω­τές. Οι α­σθε­νείς αυ­τοί αν­τα­πο­κρί­θη­καν στη συμ­πλη­ρω­μα­τι­κή χο­ρή­γη­ση φυλ­λι­κού ο­ξέ­ος.

Μα­κρο­κυτ­τα­ρι­κή (με­γα­λο­βλα­στι­κή) α­ναι­μί­α

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Το 1-3% των α­σθε­νών που παίρ­νει σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη α­να­πτύσ­σει μα­κρο­κυτ­τα­ρι­κή α­ναι­μί­α, συ­νή­θως με­τά α­πό αρ­κε­τούς μή­νες θε­ρα­πεί­ας. Η μα­κρο­κυτ­τα­ρι­κή α­ναι­μί­α χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­πό ε­λάτ­τω­ση των συγ­κεν­τρώ­σε­ων της Hb <12 gr/dl και σε ε­πί­πε­δα χα­μη­λό­τε­ρα α­πό τα προ­θε­ρα­πευ­τι­κά, μα­κρο­κυτ­τά­ρω­ση και συ­νή­θως ε­λάτ­τω­ση των ε­πι­πέ­δων του φυλ­λι­κού ο­ξέ­ος στα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια. Η συ­χνό­τη­τα της μα­κρο­κυτ­τά­ρω­σης αυ­ξά­νε­ται σε α­σθε­νείς που παίρ­νουν >2 gr σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης η­με­ρη­σί­ως (Hopkinson ND et al, 1989).

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες για την δρά­ση της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης στις συγ­κεν­τρώ­σεις του φυλ­λι­κού ο­ξέ­ος στον ο­ρό ή τα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια εί­ναι αμ­φι­λε­γό­με­νες. Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη α­να­στέλ­λει αν­τα­γω­νι­στι­κά την α­πορ­ρό­φη­ση του φυλ­λι­κού ο­ξέ­ος α­πό το λε­πτό έν­τε­ρο και μπο­ρεί να ε­πι­δει­νώ­σει την α­νε­πάρ­κεια του φυλ­λι­κού ο­ξέ­ος που έ­χουν με­ρι­κοί α­σθε­νείς με ΡΑ. Α­κό­μα, μπο­ρεί να δρα ά­με­σα στα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια, ο­δη­γών­τας σε πρό­ω­ρη αι­μό­λυ­ση, δι­κτυ­ο­κυτ­τά­ρω­ση και συ­νε­πα­κό­λου­θη μα­κρο­κυτ­τά­ρω­ση.

Σε α­σθε­νείς που παίρ­νουν 2 gr σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης η­με­ρη­σί­ως, τα ε­πί­πε­δα του φυλ­λι­κού ο­ξέ­ος στον ο­ρό ή τα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια δεν ε­λατ­τώ­νον­ται (Grindulis K and Mc Conkey B, 1985). Σε με­γα­λύ­τε­ρες δό­σεις, το φυλ­λι­κό ο­ξύ στα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια των  α­σθε­νών με ελ­κώ­δη κο­λί­τι­δα και πι­θα­νώς ΡΑ μπο­ρεί να μει­ω­θεί.

ΕΚΒΑΣΗ : Η μα­κρο­κυτ­τά­ρω­ση και η μα­κρο­κυτ­τα­ρι­κή α­ναι­μί­α α­πό την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη σπά­νια ε­πι­βάλ­λουν δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου και συ­νή­θως δι­ορ­θώ­νον­ται με ε­λάτ­τω­ση της δό­σης της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης ή συμ­πλη­ρω­μα­τι­κή χο­ρή­γη­ση φυλ­λι­κού ο­ξέ­ος. Σε με­ρι­κές πε­ρι­πτώ­σεις, η θε­ρα­πεί­α μπο­ρεί να συ­νε­χι­σθεί με συμ­πλη­ρω­μα­τι­κή χο­ρή­γη­ση φυλ­λι­κού ο­ξέ­ος.

Α­πλα­σί­α ε­ρυ­θρών αι­μο­σφαι­ρί­ων

Εί­ναι σπά­νια (Dunn AM and Kerr GD, 1981). Έ­νας α­σθε­νής εμ­φά­νι­σε έλ­λει­ψη της α­πτο­σφαι­ρί­νης στο πλά­σμα και αύ­ξη­ση της Hb στον ο­ρό, έν­δει­ξη αι­μό­λυ­σης (Anttila PM et al, 1985).

 Πα­νυ­πο­γαμ­μα­σφαι­ρι­ναι­μί­α

Η ελάττωση μπο­ρεί να α­φο­ρά ε­κλε­κτι­κά την IgA και να συν­δέ­ε­ται με HLA B12 και Β40 (Delamere JP et al, 1983). Τα ε­πί­πε­δα των α­νο­σο­σφαι­ρι­νών του ο­ρού α­πο­κα­θί­σταν­ται στο φυσιολογικό σε δι­ά­στη­μα μι­κρό­τε­ρο των 3 μη­νών.

Μυ­ε­λι­κή α­πλα­σί­α (Jamshidi K et al, 1972; Davies GE and Palek J, 1980).

ΠΡΟΣΟΧΗ : Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη πρέ­πει να ε­νη­με­ρώ­νον­ται για την πιθανότητα εμφάνισης σοβαρών αιμτολογικών διαταραχών, ώ­στε να δι­α­κό­πτουν α­μέ­σως το φάρ­μα­κο και να συμ­βου­λεύ­ον­ται τον για­τρό τους ε­άν εμ­φα­νί­σουν πο­νό­λαι­μο, στο­μα­τι­κά έλ­κη, πυ­ρε­τό και έν­το­νη κα­κου­χί­α.

Για να προ­λη­φθούν οι αι­μα­το­λο­γι­κές ε­πι­πλο­κές, πολ­λοί συ­νι­στούν συ­χνές ε­ξε­τά­σεις αί­μα­τος, π.χ. κά­θε 2-4 ε­βδο­μά­δες στη διά­ρκεια των 3 πρώ­των μη­νών της θε­ρα­πεί­ας και λι­γό­τε­ρο συ­χνά στη συ­νέ­χεια, ε­νώ άλ­λοι κά­νουν τις πρώ­τες αι­μα­το­λο­γι­κές ε­ξε­τά­σεις 6 ε­βδο­μά­δες με­τά την έ­ναρ­ξη της θε­ρα­πεί­ας και με­τά, κά­θε 3 μή­νες.

5.10.4   ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ

Οι η­πα­τι­κές ε­πι­πλο­κές της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης εί­ναι σχε­τι­κά σπά­νι­ες, εμ­φα­νί­ζον­ται 11-90 η­μέ­ρες με­τά την έ­ναρ­ξη του φαρ­μά­κου και δεν εί­ναι δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νες (Sotolongo RP et al, 1978; Caspi D et al, 1992).

Αύ­ξη­ση η­πα­τι­κών εν­ζύ­μων

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η τραν­σα­μι­να­σαι­μί­α α­πό την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εί­ναι σπά­νια (<5%).

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Δύ­ο α­σθε­νείς με ΡΑ εμ­φά­νι­σαν με­γά­λη αύ­ξη­ση των ε­πι­πέ­δων της αλ­κα­λι­κής φω­σφα­τά­σης και της SGOT, χω­ρίς ί­κτε­ρο, που υ­πο­χώ­ρη­σαν με την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου (Farr M et al, 1985). Οι δι­α­τα­ρα­χές των λει­τουρ­γι­κών η­πα­τι­κών δο­κι­μα­σι­ών μπο­ρεί να συν­δέ­ον­ται με κη­λι­δο­βλα­τι­δώ­δες ε­ξάν­θη­μα, λεμ­φα­δε­νο­πά­θεια και η­πα­το­με­γα­λί­α. 

ΕΚΒΑΣΗ : Η τραν­σα­μι­να­σαι­μί­α από την σουλφασαλαζίνη εί­ναι συ­νή­θως ή­πια και πα­ρο­δι­κή και δεν φαί­νε­ται να εί­ναι προ­άγ­γε­λος σο­βα­ρής η­πα­τι­κής αν­τί­δρα­σης, γι' αυ­τό και η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη, στις πε­ρισ­σό­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις, μπο­ρεί να συ­νε­χι­σθεί. Ε­άν ό­μως η αύ­ξη­ση των η­πα­τι­κών εν­ζύ­μων εί­ναι με­γά­λη, η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται ο­ρι­στι­κά, για­τί μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε ε­στια­κή η­πα­το­κυτ­τα­ρι­κή νέ­κρω­ση (Dujovne CA et al, 1967) ή χρό­νια κοκ­κι­ω­μα­τώ­δη η­πα­τί­τι­δα (Espiritu CR et al, 1967).

Το­ξι­κή/αλ­λερ­γι­κή η­πα­τί­τι­δα

Έ­χει α­να­φερ­θεί κυ­ρί­ως σε α­σθε­νείς με φλεγ­μο­νώ­δεις εν­τε­ρο­πά­θει­ες (Ribe J et al, 1986; Jen-nings PE et al, 1986; Poland GA and Love KR, 1986). Σε πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις η η­πα­τι­κή προ­σβο­λή α­πο­τε­λεί αν­τί­δρα­ση, ή μέ­ρος των αν­τι­δρά­σε­ων, υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας (Gulley RM et al, 1979; Jennings PE et al, 1986). 

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Ί­κτε­ρος, πυ­ρε­τός, γε­νι­κευ­μέ­νο κη­λι­δο­βλα­τι­δώ­δες ή κνη­σμώ­δες ε­ξάν­θη­μα, λεμ­φα­δε­νο­πά­θεια, η­πα­το­με­γα­λί­α, με­γά­λη αύ­ξη­ση των η­πα­τι­κών εν­ζύ­μων, η­ω­σι­νο­φι­λί­α και υ­περ­χο­λε­ρυ­θρι­ναι­μί­α.

Η η­πα­τί­τι­δα μπο­ρεί να συν­δυ­ά­ζε­ται με α­κοκ­κι­ο­κυτ­τα­ραι­μί­α (Mitrane MP et al, 1986), νευ­ρο­λο­γι­κές εκ­δη­λώ­σεις, πα­ρο­δι­κή νε­φρί­τι­δα, ε­λάτ­τω­ση των ε­πι­πέ­δων του συμ­πλη­ρώ­μα­τος και αύ­ξη­ση των κυ­κλο­φο­ρούν­των α­νο­σο­συμ­πλεγ­μά­των στον ο­ρό (Chester AC et al, 1978, Mihas AA et al, 1978; Smith MD et al, 1982).

ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Ε­στια­κή η­πα­το­κυτ­τα­ρι­κή νέ­κρω­ση πα­ρό­μοι­α με ι­ο­γε­νή η­πα­τί­τι­δα, πε­ρι­βαλ­λό­με­νη α­πό φλεγ­μο­νώ­δεις δι­η­θή­σεις, η­ω­σι­νό­φι­λα και, σπά­νια, κοκ­κι­ώ­μα­τα (Carvatti CM and Hooker TH, 1971).

ΕΚΒΑΣΗ : Η η­πα­τί­τι­δα συ­νή­θως υ­πο­χω­ρεί με την δι­α­κο­πή της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης, αν και έ­χει α­να­φερ­θεί σο­βα­ρή η­πα­το­το­ξι­κό­τη­τα και θα­να­τη­φό­ρα η­πα­τι­κή νέ­κρω­ση, κυ­ρί­ως σε α­σθε­νείς με φλεγ­μο­νώ­δεις εν­τε­ρο­πά­θει­ες (Haines JD, 1986; Ribe J et al, 1986; Jennings PE et al, 1986). Οι α­σθε­νείς αυ­τοί μπο­ρεί να α­να­πτύ­ξουν αν­τί­δρα­ση υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας με πυ­ρε­τό και ε­ξάν­θη­μα συ­νή­θως με­ρι­κές ε­βδο­μά­δες με­τά την έ­ναρ­ξη του φαρ­μά­κου.

Κοκ­κι­ω­μα­τώ­δης η­πα­τί­τι­δα (Callen J and Soderstrom RM, 1978; Gulley RM et al, 1979; Namias A et al, 1981).

Χο­λο­στα­τι­κός ί­κτε­ρος. Μπορεί να συνδυάζεται με α­κοκ­κι­ο­κυτ­τα­ραι­μί­α και να έχει κα­κή κα­τά­λη­ξη (Mitrane MP et al, 1986).

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΗΠΑΤΟΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑΣ : Η η­πα­το­το­ξι­κό­τη­τα α­πό την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη ο­φεί­λε­ται πι­θα­νώς σε ι­δι­ο­συγ­κρα­σια­κό μη­χα­νι­σμό υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας πα­ρό­μοι­ο με ο­ξεί­α ο­ρο­νο­σί­α, α­πο­τέ­λε­σμα του μο­ρί­ου της σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης (Losek JD and Werlin SL, 1981; Lennard TWJ and Farndon JR, 1983). Η ά­πο­ψη αυ­τή υ­πο­στη­ρί­ζε­ται α­πό την χρο­νι­κή εμ­φά­νι­ση και την σχε­τι­κή σπα­νι­ό­τη­τα των ηπατικών επιπλοκών της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης, τα συ­νο­δά κλι­νι­κά και ερ­γα­στη­ρια­κά ευ­ρή­μα­τα και την υ­πο­τρο­πή των εκ­δη­λώ­σε­ων α­μέ­σως με­τά την ε­πα­να­χο­ρή­γη­ση της σουλφασαλαζίνης (Gulley RM et al, 1979; Losek JD and Werlin SL, 1981; Smith MD et al, 1982).

5.10.5   ΑΠΟ ΤΟ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Νε­φρι­κοί λί­θοι α­πό α­κε­τυλ­σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη
  • Θει­ού­χοι νε­φρό­λι­θοι (Sillar DB and Kleinig D, 1993)
  • Σπει­ρα­μα­το­νε­φρί­τι­δα (Chester AC et al, 1978)
  • Πορ­το­κα­λό­χρους χρώ­ση ού­ρων (χω­ρίς κλι­νι­κή ση­μα­σί­α).

5.10.6   ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ-ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ

ΤΥΠΟΙ :

  • Δερ­μα­τι­κά ε­ξαν­θή­μα­τα (1-5%). Εί­ναι συ­νή­θως κνι­δω­τι­κά, κη­λι­δο­βλα­τι­δώ­δη ή γε­νι­κευ­μέ­να και ε­πι­βάλ­λουν δι­α­κο­πή της θε­ρα­πεί­ας στο 15% των πε­ρι­πτώ­σε­ων. Τα κη­λι­δώ­δη ή/και βλα­τι­δώ­δη κνι­δω­τι­κά ε­ξαν­θή­μα­τα συ­νή­θως εμ­φα­νί­ζον­ται πρώϊμα και συ­χνά στο πρώ­το 24ωρο της θε­ρα­πεί­ας. 
  • Κνί­δω­ση.
  • Φω­το­ευ­αι­σθη­σί­α.
  • Α­λω­πε­κί­α (Chalmers IM et al, 1990).
  • Το­ξι­κή ε­πι­δερ­μό­λυ­ση (Strom J, 1969; Hensen EJ et al, 1981), ε­νί­ο­τε σε συν­δυα­σμό με θα­να­τη­φό­ρα α­κοκ­κι­ο­κυτ­τα­ραι­μί­α και υ­πο­πλα­σί­α των ε­ρυ­θρών αι­μο­σφαι­ρί­ων (Maddocks JL and Slater D, 1980).
  • Ο­ρο­νο­σί­α, με πυ­ρε­τό, γε­νι­κευ­μέ­νο κη­λι­δο­βλα­τι­δώ­δες ε­ξάν­θη­μα, στο­μα­τι­κά έλ­κη, δι­όγ­κω­ση και ευ­αι­σθη­σί­α των τρα­χη­λι­κών λεμ­φα­δέ­νων, με­γά­λη λευ­κο­κυτ­τά­ρω­ση, πο­λυ­κλω­νι­κή υ­περ­γαμ­μα­σφαι­ρι­ναι­μί­α με με­γά­λη αύ­ξη­ση της IgE και IgM και ε­λάτ­τω­ση των ε­πι­πέ­δων του C3 και C4 (Pettersson T et al, 1990).
  • Α­πο­φο­λι­δω­τι­κή δερ­μα­τί­τι­δα, ψω­ρι­α­σι­κού τύ­που (Bliddal H and Stangerup M, 1991)
  • Σύν­δρο­μο Stevens-Johnson (Rafoth RJ, 1974) και πο­λύ­μορ­φο ε­ρύ­θη­μα (Pearl RK et al, 1986), ε­νί­ο­τε σε συν­δυα­σμό με η­πα­τι­κή βλά­βη.
  • «Κυ­ά­νω­ση», με­θαι­μο­σφαι­ρι­ναι­μί­α και θει­ο­μεθαι­μο­σφαι­ρι­ναι­μί­α (Das KM et al, 1973).
  • Στο­μα­τι­κά έλ­κη.
  • Ο­μα­λός λει­χή­νας (Alstead EM et al, 1991; Kaplan S et al, 1995).

ΕΚΒΑΣΗ : Τα ε­ξαν­θή­μα­τα υ­πο­χω­ρούν συ­νή­θως αυτομάτως και ταχέως με­τά την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου. Με­ρι­κοί α­σθε­νείς μπο­ρούν να α­πευ­αι­σθη­το­ποι­η­θούν ε­πι­τυ­χώς α­πό την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη. Οι δερ­μα­τι­κές αν­τι­δρά­σεις, ε­άν εί­ναι σο­βα­ρές, εί­ναι έν­δει­ξη ο­ρι­στι­κής δι­α­κο­πής της σουλφασαλαζίνης και αν­τέν­δει­ξη για την ε­πα­να­χο­ρή­γη­σή της.

5.10.7   ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Οι πλευ­ρο­πνευ­μο­νι­κές ε­πι­πλο­κές της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης εί­ναι σπά­νι­ες (Jordan A and Cowan RE, 1988; Scherpenisse J et al, 1988; Hamadeh MA et al, 1992).

Α­πό τις πνευ­μο­νι­κές ε­πι­πλο­κές, συ­χνό­τε­ρη εί­ναι η πνευ­μο­νί­τι­δα α­πό υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α. Οι άλ­λες εί­ναι λι­γό­τε­ρο συ­χνές. Θε­ω­ρούν­ται σαν υ­πο-ο­μά­δα της πνευ­μο­νί­τι­δας α­πό υ­πε­ρευ­αι­σθη­σία, δε­δο­μέ­νου ό­τι έ­χουν πα­ρό­μοι­α ση­μεί­α και συμ­πτώ­μα­τα και συ­χνά συν­δέ­ον­ται με πυ­ρε­τό και πε­ρι­φε­ρι­κή η­ω­σι­νο­φι­λί­α. Η δό­ση της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης η συν­δε­ό­με­νη με την πνευ­μο­νο­το­ξι­κό­τη­τα κυ­μαί­νε­ται συ­νή­θως σε 4-6 gr η­με­ρη­σί­ως.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ : Συ­νή­θως δεί­χνουν ε­λάτ­τω­ση της DLCO (Eade OE et al, 1980) και ε­νί­ο­τε πνευ­μο­νο­πά­θεια α­πο­φρα­κτι­κού και, σπά­νια, πε­ρι­ο­ρι­στι­κού τύ­που (Sigvaldason A and Sorenson S, 1983). 

ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Πνευ­μο­νι­κές σκιά­σεις συμ­με­τρι­κές ή α­σύμ­με­τρες, στα μέ­σα ή κα­τώ­τε­ρα πνευ­μο­νι­κά πε­δί­α, με­ρι­κές φο­ρές με­τα­να­στευ­τι­κές, που συ­νή­θως υ­πο­χω­ρούν.

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ : Με­γα­λύ­τε­ρη ε­πιρ­ρέ­πεια στις πνευ­μο­νι­κές ε­πι­πλο­κές της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης έ­χουν οι α­σθε­νείς με υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α στα σα­λι­κυ­λι­κά (Jones GR and Malone NS, 1972) ή αλ­λερ­γί­α στις σουλ­φο­να­μί­δες (Wang KK et al, 1984).

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Οι πνευ­μο­νι­κές ε­πι­πλο­κές της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης εί­ναι πι­θα­νώς ι­δι­ο­συγ­κρα­σια­κές και μπο­ρεί να ο­φεί­λον­ται στο μό­ριο της σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης. Έ­νας α­σθε­νής με η­ω­σι­νο­φι­λι­κή πνευ­μο­νί­τι­δα α­πό την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη βελ­τι­ώ­θη­κε με­τά την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου, αλ­λά υ­πο­τρο­πί­α­σε με την χο­ρή­γη­ση σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης και αν­τα­πο­κρί­θη­κε στην ολ­σα­λα­ζί­νη (πα­ρά­γω­γο του 5-ASA), χω­ρίς υ­πο­τρο­πή των πνευ­μο­νι­κών συμ­πτω­μά­των (Scherpenisse J et al, 1988). Πα­ρό­μοι­α συμ­πτώ­μα­τα και ευ­ρή­μα­τα πα­ρα­τη­ρούν­ται και σε α­σθε­νείς με ι­στο­λο­γι­κή ει­κό­να ι­νω­δο­ποι­ού κυ­ψε­λι­δί­τι­δας ή βρογ­χι­ο­λί­τι­δας α­πό την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη.

ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Πρέ­πει να γί­νει α­πό τα νε­κρο­βι­ω­τι­κά πνευ­μο­νι­κά ο­ζί­δια, τις πλευ­ρι­τι­κές συλ­λο­γές, την α­πο­φρα­κτι­κή βρογ­χι­ο­λί­τι­δα και την ι­νω­δο­ποι­ό κυ­ψε­λι­δί­τι­δα που πα­ρα­τη­ρούν­ται σε α­σθε­νείς με ΡΑ που δεν παίρ­νουν σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη.

ΠΡΟΓΝΩΣΗ : Η πρό­γνω­ση των πνευ­μο­νι­κών ε­πι­πλο­κών της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης εί­ναι γε­νι­κά κα­λή. Με­τά την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι α­σθε­νείς βελ­τι­ώ­νον­ται αυ­τό­μα­τα και η πνευ­μο­νι­κή λει­τουρ­γί­α α­πο­κα­θί­στα­ται στο φυ­σι­ο­λο­γι­κό, αν και η δι­α­τα­ρα­χή της DLCO μπο­ρεί να ε­πι­μεί­νει. Πάν­τως, 2 α­σθε­νείς, ο έ­νας με ι­νω­δο­ποι­ό κυ­ψε­λι­δί­τι­δα και ο άλ­λος με ί­νω­ση, αν και δι­έ­κο­ψαν το φάρ­μα­κο, κα­τέ­λη­ξαν κα­κώς (Davies D and MacFarlane A, 1974; Baillie J, 1984).

ΤΥΠΟΙ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΠΛΟΚΩΝ : Οι συ­νη­θέ­στε­ρες πνευ­μο­νι­κές ε­πι­πλο­κές της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης εί­ναι η η­ω­σι­νο­φι­λι­κή πνευ­μο­νί­τι­δα, συ­νή­θως συ­νο­δευ­ό­με­νη α­πό πε­ρι­φε­ρι­κή η­ω­σι­νο­φι­λί­α, και η ι­νω­δο­ποι­ός κυ­ψε­λι­δί­τι­δα, η ο­ποί­α μπο­ρεί να α­πο­δο­θεί στην υ­πο­κεί­με­νη νό­σο.

Ε­κτός α­πό την πε­ρι­φε­ρι­κή η­ω­σι­νο­φι­λί­α, δεν υ­πάρ­χουν κλι­νι­κές εκ­δη­λώ­σεις που να ε­πι­τρέ­πουν την δι­ά­κρι­ση με­τα­ξύ των δύ­ο αυ­τών κα­τα­στά­σε­ων. Έ­νας α­σθε­νής εί­χε πε­ρι­φε­ρι­κή η­ω­σι­νο­φι­λί­α, αλ­λά η βι­ο­ψί­α έ­δει­ξε δι­ά­με­ση πνευ­μο­νί­τι­δα χω­ρίς η­ω­σι­νό­φι­λα, έν­δει­ξη ό­τι σε με­ρι­κές πε­ρι­πτώ­σεις μπο­ρεί να υ­πάρ­χει ε­πι­κά­λυ­ψη. Αν­τί­στρο­φα, η η­ω­σι­νο­φι­λι­κή πνευ­μο­νί­τι­δα δεν συ­νο­δεύ­ε­ται α­πα­ραί­τη­τα α­πό με­γά­λη πε­ρι­φε­ρι­κή η­ω­σι­νο­φι­λί­α.

Πνευ­μο­νί­τι­δα α­πό υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α

Εί­ναι η συ­νη­θέ­στε­ρη εκ­δή­λω­ση πνευ­μο­νο­το­ξι­κό­τη­τας, ι­δί­ως σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με με­γά­λες δό­σεις σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης (4-6 gr/24ωρο) (Kolbe J et al, 1994).

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Βή­χας, πυ­ρε­τός, ε­ξαν­θή­μα­τα (Berliner S et al, 1980), θω­ρα­κι­κός πό­νος και δύ­σπνοι­α (Berliner S et al, 1980; Amos RS et al, 1986), συνήθως σε συν­δυα­σμό με πε­ρι­φε­ρι­κή η­ω­σι­νο­φι­λί­α (Averbuch M et al, 1985; Moseley RH et al, 1985).

Οι εκ­δη­λώ­σεις αυ­τές εμ­φα­νί­ζον­ται 1-8 μή­νες με­τά την έ­ναρ­ξη της θεραπείας με σουλφασαλαζίνη και υ­πο­χω­ρούν μερικές ε­βδο­μά­δες με­τά την δι­α­κο­πή του. Η ε­πα­να­χο­ρή­γη­ση της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης α­κο­λου­θεί­ται συ­νή­θως α­πό υ­πο­τρο­πή των συμ­πτω­μά­των και των πνευ­μο­νι­κών δι­η­θή­σε­ων (Davies D and MacFarlane A, 1974; Sullivan SN, 1987; Scherpenisse J et al, 1988).

ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Αμ­φο­τε­ρό­πλευ­ρες, συ­χνά πε­ρι­φε­ρι­κές και σπα­νι­ό­τε­ρα δι­ά­χυ­τες και δι­κτυ­ω­τές, κυ­ψε­λι­δι­κές δι­η­θή­σεις.

ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Κυ­ψε­λι­δί­τι­δα πε­ρι­βαλ­λό­με­νη α­πό δι­ά­με­ση ί­νω­ση, δι­ά­με­ση δι­ή­θη­ση με η­ω­σι­νό­φι­λα, ί­νω­ση και α­πο­φρα­κτι­κή βρογ­χι­ο­λί­τι­δα, και φλεγ­μο­νώ­δης δι­ά­με­ση κυτ­τα­ρι­κή δι­ή­θη­ση με ί­νω­ση.

ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Οι φλεγ­μο­νώ­δεις εν­τε­ρο­πά­θει­ες συ­νο­δεύ­ον­ται α­πό προ­σβο­λή του πνεύ­μο­να, που συ­χνά δύ­σκο­λα δι­α­χω­ρί­ζε­ται α­πό την πνευ­μο­νο­πά­θεια την ο­φει­λό­με­νη στη σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη. Α­κό­μα, η πνευ­μο­νί­τι­δα α­πό την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη πρέ­πει να δι­α­κρι­θεί α­πό την συν­δε­ό­με­νη με την ΡΑ.

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΠΝΕΥΜΟΝΙΤΙΔΑΣ ΑΠΟ ΣΟΥΛΦΑΣΑΛΑΖΙΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ :

  • Έ­χει ο­ξεί­α έ­ναρ­ξη και δι­α­φο­ρε­τι­κά ι­στο­πα­θο­λο­γι­κά ευ­ρή­μα­τα
  • Εμ­φα­νί­ζε­ται συ­νή­θως σε α­σθε­νείς με μα­κρο­χρό­νια αρ­θρι­κή νό­σο
  • Έ­χει ε­ξαί­ρε­τη αν­τα­πό­κρι­ση στα κορ­τι­κο­ει­δή
  • Χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­πό πε­ρι­φε­ρι­κή η­ω­σι­νο­φι­λί­α, η ο­ποί­α ό­μως α­που­σιά­ζει στο 25% των πε­ρι­πτώ­σε­ων
  • Υ­πο­τρο­πιά­ζει με­τά την ε­πα­να­χο­ρή­γη­ση της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης.

Υ­πο­ξεί­α ι­νω­δο­ποι­ός βρογ­χι­ο­λί­τι­δα

Εί­ναι σπά­νια. Έ­χει α­να­φερ­θεί κυ­ρί­ως σε α­σθε­νείς με φλεγ­μο­νώ­δεις εν­τε­ρο­πά­θει­ες και σ΄ έ­ναν α­σθε­νή με ΡΑ (Williams T et al, 1982; Wang KK et al, 1984; Boyd O et al, 1990). Μπο­ρεί να συν­δυ­ά­ζε­ται με πνευ­μο­νί­τι­δα α­πό υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α και α­πο­φρα­κτι­κή βρογ­χι­ο­λί­τι­δα και να α­πο­δο­θεί στη βα­σι­κή νό­σο.

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Δύ­σπνοι­α, μη πα­ρα­γω­γι­κός βή­χας, ει­σπνευ­στι­κοί τρί­ζον­τες

ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Ε­τε­ρό­πλευ­ρες ή αμ­φο­τε­ρό­πλευ­ρες, συ­νή­θως πα­ρο­δι­κές, πνευ­μο­νι­κές σκιά­σεις.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ : Δεί­χνουν πνευ­μο­νο­πά­θεια πε­ρι­ο­ρι­στι­κού τύ­που.

ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Δι­ή­θη­ση του δι­ά­με­σου πνευ­μο­νι­κού ι­στού και των κυ­ψε­λί­δων κυ­ρί­ως α­πό λεμ­φο­κύτ­τα­ρα και ε­νί­ο­τε ου­δε­τε­ρό­φι­λα, και με­τα­πλα­σί­α των κυ­ψε­λι­δι­κών εν­δο­θη­λια­κών κυτ­τά­ρων.

ΠΡΟΓΝΩΣΗ : Εί­ναι χει­ρό­τε­ρη α­πό την πνευ­μο­νί­τι­δα α­πό υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α, δε­δο­μέ­νου ό­τι συ­νή­θως δεν υ­πο­χω­ρεί με την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου και μπο­ρεί να κα­τα­λή­ξει κα­κώς (Davies D and MacFarlane A, 1974).

γ)  Ι­νω­δο­ποι­ός πνευ­μο­νι­κή κυ­ψε­λι­δί­τι­δα και η­ω­σι­νο­φι­λι­κή πνευ­μο­νί­τι­δα (Tydd TE, 1976; Kanner RS et al, 1978; Berliner S et al, 1980; Wang KK et al, 1984).

δ)   Τρα­χει­ο­λα­ρυγ­γί­τι­δα με βρογ­χό­σπα­σμο (Collins JR, 1968).

ε)   Πνευ­μο­νι­κές δι­η­θή­σεις με η­ω­σι­νο­φι­λί­α (Yamakado S et al, 1992)

Έ­νας α­σθε­νής α­νέ­πτυ­ξε με­λάγ­χρω­ση του δέρ­μα­τος και δι­ά­χυ­τες α­συμ­πτω­μα­τι­κές πνευ­μο­νι­κές σκιά­σεις, που υ­φέ­θη­καν αυ­τό­μα­τα με­τά την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου. Η βι­ο­ψί­α έ­δει­ξε α­πο­φρα­κτι­κή κυ­ψε­λι­δί­τι­δα και ι­νω­δο­ποι­ό κυ­ψε­λι­δί­τι­δα, πι­θα­νώς σαν α­πο­τέ­λε­σμα αν­τί­δρα­σης υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας (Gabazza EC et al, 1992).

5.10.8   ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ 

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Κα­τά­θλι­ψη, ευ­ε­ρε­θι­στό­τη­τα, κε­φα­λαλ­γί­ες και ζά­λη α­να­φέ­ρει < 5% των α­σθε­νών που παίρ­νουν σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη, και γε­νι­κά πρώϊμα στη διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας. Οι ε­πι­πλο­κές αυ­τές μπο­ρεί να συν­δυ­ά­ζον­ται με ε­μέ­τους, ναυ­τί­α, πυ­ρε­τό και ε­ξάν­θη­μα.

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η νευ­ρο­το­ξι­κό­τη­τα της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης μπο­ρεί να ο­φεί­λε­ται σε αυ­το­ά­νο­ση αν­τί­δρα­ση στην σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη που πε­ρι­έ­χε­ται στην σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη (Peppercorn MA, 1984). Οι ε­λάσ­σο­νες νευ­ρο­λο­γι­κές ε­πι­πλο­κές της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης πι­θα­νώς εί­ναι δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νες, ε­νώ οι μεί­ζο­νες εί­ναι ι­δι­ο­συγ­κρα­σια­κές ή αν­τι­δρά­σεις υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας και μπο­ρεί να εμ­φα­νι­σθούν α­κό­μα και μετά την χο­ρή­γη­ση μι­κρών δό­σε­ων του φαρ­μά­κου.

ΕΚΒΑΣΗ : Οι ή­πι­ες νευ­ρο­λο­γι­κές δι­α­τα­ρα­χές της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης εμ­φα­νί­ζον­ται συνήθως εντός του πρώτου 3μήνου της θε­ρα­πεί­ας και συ­χνά υ­πο­χω­ρούν με μεί­ω­ση της δό­σης. Οι ο­ξεί­ες νευ­ρο­λο­γι­κές ε­πι­πλο­κές υ­πο­χω­ρούν εν­τός 2 μη­νών α­πό της δι­α­κο­πής του φαρ­μά­κου.

5.10.9   ΦΑΡ­ΜΑ­ΚΟ­ΓΕ­ΝΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΣ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗΣ ΛΥΚΟΣ

Έ­χει α­να­φερ­θεί σε α­σθε­νείς με φλεγ­μο­νώ­δεις εν­τε­ρο­πά­θει­ες και ΡΑ. Οι α­σθε­νείς με ΡΑ και θε­τι­κά ΑΝΑ δεν εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­πιρ­ρε­πείς στις ε­πι­πλο­κές της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης.

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Αρ­θραλ­γί­ες, λεμ­φα­δε­νο­πά­θεια, πλευ­ρο­πε­ρι­καρ­δί­τι­δα, υ­πο­δό­ρια ο­ζί­δια, ε­ξάν­θη­μα, δα­κτυ­λι­κή αγ­γει­ί­τι­δα, καρ­δια­κός ε­πι­πω­μα­τι­σμός (σπά­νια).

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ :

  • Αύ­ξη­ση ΤΚΕ
  • Θε­τι­κό Ra test
  • Θε­τι­κά ΑΝΑ και αν­τι-dsDNA : Παρατηρούνται στο 12-21% και στο 12% των α­σθε­νών με φλεγ­μο­νώ­δεις εν­τε­ρο­πά­θει­ες και φλεγ­μο­νώ­δη ρευ­μα­τι­κά νο­σή­μα­τα, αν­τί­στοι­χα (Chalmers IM et al, 1990; Mielke H et al, 1993), πι­θα­νώς λό­γω του ό­τι η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη α­πο­κα­λύ­πτει δι­ά­θε­ση για λύ­κο (Alarcon-Se­govia D and Kraus A, 1991). Δεν έ­χουν κλι­νι­κή ση­μα­σί­α και δεν ε­πι­βάλ­λουν δι­α­κο­πή της θε­ρα­πεί­ας, ε­κτός ε­άν συν­δυ­ά­ζον­ται με άλ­λες εκ­δη­λώ­σεις ΣΕΛ.
  • Αν­τι­σώ­μα­τα έ­ναν­τι των ι­στο­νών στο 90% των α­σθε­νών με φαρ­μα­κο­γε­νή ΣΕΛ, συγ­κρι­τι­κά με 25% στον ι­δι­ο­πα­θή.
  • Θε­τι­κά pANCA με ει­δι­κό­τη­τα για την μυελοϋπεροξειδάση
  • Κυ­κλο­φο­ρούν­τα α­νο­σο­συμ­πλέγ­μα­τα (Caulier M et al, 1994)
  • Υ­πο­συμ­πλη­ρω­μα­τι­ναι­μί­α.

Οι κλι­νι­κές εκ­δη­λώ­σεις και τα ερ­γα­στη­ρια­κά ευ­ρή­μα­τα α­να­στρέ­φον­ται μετά την δι­α­κο­πή, μπο­ρεί ό­μως και να υ­πο­τρο­πιά­σουν μετά την ε­πα­να­χο­ρή­γη­ση, του φαρ­μά­κου. Οι κλι­νι­κές εκ­δη­λώ­σεις συ­νή­θως υ­πο­χω­ρούν τα­χέ­ως με­τά την δι­α­κο­πή της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης, ε­νώ οι ο­ρο­λο­γι­κές μπο­ρεί να υ­φε­θούν με­τά α­πό έ­να χρό­νο.

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΟΔΗΓΑ ΣΗΜΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΟΓΕΝΟΥΣ ΣΕΛ :

  1. Ση­μεί­α και συμ­πτώ­μα­τα ΣΕΛ σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με πα­ρά­γον­τες συν­δε­ό­με­νους με φαρ­μα­κο­γε­νή ΣΕΛ
  2. Α­που­σί­α ι­στο­ρι­κού εν­δει­κτι­κού ι­δι­ο­πα­θούς ΣΕΛ πριν α­πό την λή­ψη του φαρ­μά­κου
  3. Κλι­νι­κές εκ­δη­λώ­σεις εν­δει­κτι­κές φαρ­μα­κο­γε­νούς ΣΕΛ (συ­νή­θως πυ­ρε­τός, μυ­αλ­γί­ες, αρ­θραλ­γί­ες και πλευ­ρο­πε­ρι­καρ­δί­τι­δα. Σπά­νια, κλασ­σι­κό ε­ξάν­θη­μα πα­ρει­ών, δι­σκο­ει­δείς αλ­λοι­ώ­σεις, α­λω­πε­κί­α και έλ­κη βλεν­νο­γό­νου). Πο­λυ­συ­στη­μα­τι­κή προ­σβο­λή και σο­βα­ρή προ­σβο­λή του ΚΝΣ ή προ­σβο­λή των νε­φρών εί­ναι σπά­νια και εν­δει­κτι­κή ι­δι­ο­πα­θούς ΣΕΛ
  4. Θε­τι­κά αν­τι­σώ­μα­τα έ­ναν­τι των ι­στο­νών, ι­δι­αί­τε­ρα έ­ναν­τι του συμ­πλό­κου (Η2a2b)- μεί­ω­ση του τίτ­λου των αν­τι­σω­μά­των με­τά την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου
  5. Ο­ρο­λο­γι­κή με­τα­τρο­πή των ΑΝΑ α­πό αρ­νη­τι­κά ή θε­τι­κά σε χα­μη­λό τίτ­λο, σε θε­τι­κά υ­πό θε­ρα­πεί­α
  6. Αρ­νη­τι­κά αν­τι-dsDNA, Sm, RNP, Ro/SSA και La/SSB
  7. Φυ­σι­ο­λο­γι­κό συμ­πλή­ρω­μα ο­ρού
  8. Τα­χεί­α βελ­τί­ω­ση των αρ­θρι­κών εκ­δη­λώ­σε­ων και βαθ­μια­ία ε­ξα­φά­νι­ση των αυ­το­αν­τι­σω­μά­των με­ρι­κές η­μέ­ρες ή ε­βδο­μά­δες με­τά την δι­α­κο­πή του υ­πεύ­θυ­νου φαρ­μά­κου.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ : ΜΣΑΦ ή/και υ­δρο­ξυ­χλω­ρο­κί­νη (Caulier M et al, 1994).

5.10.10   ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΥΠΕΡΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ – ΑΛΛΕΡΓΙΚΕΣ ΑΝΤΙΔΡΆΣΕΙΣ

  • Η­πα­τί­τι­δα, πυ­ρε­τός και ε­ξάν­θη­μα, σε συν­δυα­σμό με υ­πο­συμ­πλη­ρω­μα­τι­ναι­μί­α, κυ­κλο­φο-ρούν­τα α­νο­σο­συμ­πλέγ­μα­τα και ά­τυ­πη λεμ­φο­κυτ­τά­ρω­ση (Mihas AA et al, 1978)
  • Πυ­ρε­τός, ε­ξάν­θη­μα, η­ω­σι­νο­φι­λί­α, νε­φρί­τι­δα και η­πα­τί­τι­δα (Chester AC et al, 1978)
  • Πυ­ρε­τός, δερ­μα­τι­κό ε­ξάν­θη­μα, ερ­γα­στη­ρια­κά ευ­ρή­μα­τα η­πα­το­κυτ­τα­ρι­κής βλά­βης (Kanner RS et al, 1978)
  • Το­ξι­κή ε­πι­δερ­μό­λυ­ση, α­κοκ­κι­ο­κυτ­τά­ρω­ση και ε­ρυ­θρο­ει­δής υ­πο­πλα­σί­α (Maddocks JL and Slater DN, 1980)
  • Σύν­δρο­μο πα­ρό­μοι­ο με μο­νο­πυ­ρή­νω­ση, σε συν­δυα­σμό με η­πα­τί­τι­δα και άλ­λες εκ­δη­λώ­σεις υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας (Carr-Locke DL and Ali M, 1982; Iwatsuki K et al, 1984; Poland AG and Love KR, 1986)
  • Σύν­δρο­μο πα­ρό­μοι­ο με ο­ρο­νο­σί­α και θα­να­τη­φό­ρα μα­ζι­κή η­πα­τι­κή νέ­κρω­ση (Ribe J et al, 1986)
  • Γε­νι­κευ­μέ­νο ε­ξάν­θη­μα και θα­να­τη­φό­ρα η­πα­τι­κή νέ­κρω­ση (Haines JD Jr, 1986)
  • Κα­κου­χί­α, σύγ­χυ­ση, πυ­ρε­τός και ε­ξάν­θη­μα, σ' έ­ναν α­σθε­νή, που κα­τέ­λη­ξε εν μέ­σω δι­ά­χυ­της εν­δαγ­γεια­κής πή­ξης συ­νε­πεί­α ο­ξεί­ας η­πα­το­κυτ­τα­ρι­κής νέ­κρω­σης (Pears JS and Mor-ley KD, 1989)
  • Αλ­λερ­γι­κή αν­τί­δρα­ση με η­πα­το­το­ξι­κό­τη­τα, λεμ­φα­δε­νο­πά­θεια, ε­ξάν­θη­μα, σο­βα­ρή θρομ­βο­πε­νί­α και α­ναι­μί­α (Gremse DA et al, 1989)
  • Υ­ψη­λός πυ­ρε­τός και γε­νι­κευ­μέ­νο ε­ξάν­θη­μα, σε παι­διά με συ­στη­μα­τι­κή ΝΡΑ. Η ε­πι­πλο­κή αυ­τή α­πο­τε­λεί αλ­λερ­γι­κή αν­τί­δρα­ση, ο­φει­λό­με­νη πι­θα­νώς στο θει­ού­χο συ­στα­τι­κό της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης (Hertzberger-ten Cate R and Cats A, 1991)
  • Δερ­μα­τι­κό ε­ξάν­θη­μα, πυ­ρε­τός, η­πα­τί­τι­δα και ε­νερ­γο­ποί­η­ση των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων (Leroux JL et al, 1992)
  • Ι­λα­ρ­ο­ει­δές ε­ξάν­θη­μα, η­πα­τί­τι­δα, λεμ­φα­δε­νο­πά­θεια με πυ­ρε­τό, α­πο­φο­λι­δω­τι­κή δερ­μα­τί­τι­δα, αι­μο­λυ­τι­κή α­ναι­μί­α με θε­τι­κή Coombs, αυ­το­ά­νο­ση θρομ­βο­πε­νί­α με υ­περ­γαμ­μα­σφαι­ρι­ναι­μί­α και έν­δει­ξη σχη­μα­τι­σμού αυ­το­αν­τι­σω­μά­των (Vyse T and So AKL, 1992)
  • Πυ­ρε­τός, ε­ξάν­θη­μα και η­πα­τί­τι­δα, σε συν­δυα­σμό με αύ­ξη­ση των Τ-λεμ­φο­κυτ­τά­ρων, η­ω­σι­νο­φι­λί­α και έν­δει­ξη ε­νερ­γο­ποί­η­σης της κλασ­σι­κής ο­δού του συμ­πλη­ρώ­μα­τος (Brooks H et al, 1992)
  • Πυ­ρε­τός, δι­άρ­ροι­α και δερ­μα­τι­κό ε­ξάν­θη­μα, με συ­νε­πα­κό­λου­θη α­πο­λέ­πι­ση, έν­το­νη ά­τυ­πη λεμ­φο­κυτ­τά­ρω­ση και σο­βα­ρή η­πα­το­το­ξι­κό­τη­τα (Hautekeete ML et al, 1992)
  • Βα­ριά η­πα­τί­τι­δα, δι­ά­χυ­τη εν­δαγ­γεια­κή πή­ξη, υ­ψη­λός αιχ­μη­ρός πυ­ρε­τός, σύν­δρο­μο πα­ρό­μοι­ο με μο­νο­πυ­ρή­νω­ση και γε­νι­κευ­μέ­νο δερ­μα­τι­κό ε­ξάν­θη­μα, που υ­πο­χώ­ρη­σαν με την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου και την εν­δο­φλέ­βια χο­ρή­γη­ση Ν-α­κε­τυ­λο­κυ­στε­ΐ­νης (Gabay C et al, 1993)
  • Το­ξι­κή η­πα­τί­τι­δα και δερ­μα­τί­τι­δα, α­κο­λου­θού­με­νη α­πό ο­ξεί­α εγ­κε­φα­λο­πά­θεια (ο­ξεί­α μο­νο­πά­ρε­ση α­ρι­στε­ρού ά­νω ά­κρου, εμ­βρον­τη­σί­α και κώ­μα, θε­τι­κό ση­μεί­ο Babinski) (Scho-onjans R et al, 1993)
  • Δερ­μα­τι­κό ε­ξάν­θη­μα, θα­να­τη­φό­ρα η­πα­τι­κή α­νε­πάρ­κεια και νε­κρω­τι­κή παγ­κρε­α­τί­τι­δα (Ru-bin R, 1994)
  • Ε­ρυ­θρο­δερ­μί­α, λεμ­φα­δε­νο­πά­θεια, λευ­κο­πε­νί­α και θρομ­βο­πε­νί­α, σε μί­αν α­σθε­νή με ψω­ρί­α­ση, που υ­πο­χώ­ρη­σε τα­χέ­ως με την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου (Mc Kenna KE and Burrows D, 1994)
  • Κη­λι­δο­βλα­τι­δώ­δες ε­ξάν­θη­μα ε­ξε­λισ­σό­με­νο σε α­πο­φο­λι­δω­τι­κή ε­ρυ­θρο­δερ­μί­α, πυ­ρε­τός, λεμ­φα­δε­νο­πά­θεια με λευ­κο­κυτ­τά­ρω­ση, ά­τυ­πα λεμ­φο­κύτ­τα­ρα και η­πα­τι­κή και νε­φρι­κή δυσ­λει­τουρ­γί­α (Tohyama M et al, 1998)
  • Εκ­ζε­μα­τώ­δες ε­ξάν­θη­μα σε πε­ρι­ο­χές του σώ­μα­τος ε­κτε­θει­μέ­νες στο φως, η­πα­το­με­γα­λί­α, πυ­ρε­τός με λευ­κο­κυτ­τά­ρω­ση, η­ω­σι­νο­φι­λί­α και η­πα­τι­κή κυτ­τα­ρό­λυ­ση (Bouyssou-Gauthier ML et al, 1999)
  • Ο­ξεί­α γε­νι­κευ­μέ­νη ε­ξαν­θη­μα­τώ­δης φλυ­κταί­νω­ση, με πυ­ρε­τό και κα­κου­χί­α και θε­τι­κή δο­κι­μα­σί­α δι­έ­γερ­σης των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων (Kawaguchi M et al, 1999).

5.10.11   ΑΝΟΣΟΑΝΕΠΑΡΚΕΙΕΣ

  • Ε­κλε­κτι­κή α­νε­πάρ­κεια της IgA, ε­λάτ­τω­ση των IgG και IgM (Delamere JP et al, 1983) και υ­πο­γαμ­μα­σφαι­ρι­ναι­μί­α, πι­θα­νώς λό­γω ά­με­σης α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κής δρά­σης του φαρ­μά­κου (Symmons DPM et al, 1988).

5.10.12   ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Στους άν­δρες, η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη ε­ξα­σθε­νεί την κι­νη­τι­κό­τη­τα, ε­λατ­τώ­νει τον α­πό­λυ­το α­ριθ­μό και δι­α­τα­ράσ­σει την μορ­φο­λο­γί­α των σπερ­μα­το­ζω­α­ρί­ων (Birnie GG et al, 1981; Toovey S et al, 1981). Η γο­νι­μό­τη­τα α­πο­κα­θί­στα­ται αρ­κε­τές ε­βδο­μά­δες με­τά την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου, εί­ναι ό­μως ά­γνω­στο αν καταλείπονται μόνιμες βλάβες των σπερματοζωαρίων.

Η στεί­ρω­ση ο­φεί­λε­ται στο μό­ριο της σουλ­φο­να­μί­δης. Η συ­χνό­τη­τά της α­νέρ­χε­ται σε 10-100%, α­νά­λο­γα με τον προσ­δι­ο­ρι­σμό του σπέρ­μα­τος σαν ά­γο­νου. Γε­νι­κά, οι δρά­σεις της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης στο σπέρ­μα δεν θε­ω­ρούν­ται αν­τέν­δει­ξη για την θε­ρα­πεί­α σε νέ­ους άν­δρες, αλ­λά το φάρ­μα­κο πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται σ' αυ­τούς που θέ­λουν να τε­κνο­ποι­ή­σουν.

5.10.13   ΑΛΛΕΣ

  • Φαι­νό­με­να Raynaud (Reid J et al, 1980)
  • Παλ­μοί
  • Λι­πο­θυ­μι­κή τά­ση
  • Ε­φι­δρώ­σεις
  • Τα­χυ­καρ­δί­α (Neeman A et al, 1980)
  • Α­νο­σμί­α
  • Ου­δε­τε­ρο­πε­νι­κή εν­τε­ρο­κο­λί­τι­δα, με αι­μορ­ρα­γί­α α­πό το ορ­θό και πυ­ρε­τό, με θα­να­τη­φό­ρα κα­τά­λη­ξη (Chakravarty K et al, 1992)
  • Ρα­βδο­μυ­ό­λυ­ση, με με­γά­λη αύ­ξη­ση της CPK
  • Μυ­ο­πά­θεια με δι­ά­χυ­τη μυϊκή ευ­αι­σθη­σί­α, αύ­ξη­ση της CPK και των η­πα­τι­κών εν­ζύ­μων που υ­πο­χώ­ρη­σαν πλή­ρως με την δι­α­κο­πή της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης (Norden DK et al, 1994).
  • Α­δυ­να­μί­α κάτω άκρων και δυσβασία, σ' έ­ναν α­σθε­νή που έ­παιρ­νε 3 gr σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης η­με­ρη­σί­ως, η ο­ποί­α υ­πο­χώ­ρη­σε με την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου (Bhalotra R et al, 1990).
  • Εκ­δη­λώ­σεις πα­ρό­μοι­ες με λοι­μώ­δη μο­νο­πυ­ρή­νω­ση (Iwatsuki K et al, 1984)
  • Υ­ψη­λός πυ­ρε­τός (Hearing SD et al, 1995)
  • Δερ­μα­τι­κή αγ­γει­ί­τι­δα, νό­σος πα­ρό­μοι­α με λύ­κο ή ά­τυ­πες ο­ρο­λο­γι­κές εκ­δη­λώ­σεις (Laversuch CJ et al, 1995)
  • Νέ­κρω­ση του μυ­ε­λού των ο­στών (Van de Pette JE et al, 1984)
  • Αγ­γει­ο­α­νο­σο­βλα­στι­κή λεμ­φα­δε­νο­πά­θεια, σ΄έ­να παι­δί με ΝΡΑ (Pay S et al, 2000).

5.11   ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ

Η υ­περ­δο­σο­λο­γί­α με την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη εί­ναι σπά­νια. Η συ­χνό­τη­τα και βα­ρύ­τη­τα των εκ­δη­λώ­σε­ών της φαί­νε­ται ό­τι σχε­τί­ζον­ται ά­με­σα με τις ο­λι­κές συγ­κεν­τρώ­σεις της σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης στον ο­ρό. Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν κα­θη­με­ρι­νά ≥ 4 gr σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης ή έ­χουν ε­πί­πε­δα σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης στον ο­ρό >50 mcg/ml έ­χουν αυ­ξη­μέ­νη συ­χνό­τη­τα ε­πι­πλο­κών. Οι συγ­κεν­τρώ­σεις της σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης στον ο­ρό μπο­ρεί να χρη­σι­μεύ­σουν στην πα­ρα­κο­λού­θη­ση των εκ­δη­λώ­σε­ων της υ­περ­δο­σο­λο­γί­ας.

Εκ­δη­λώ­σεις :

  • Ναυ­τί­α, έ­με­τοι, γα­στρι­κά ε­νο­χλή­μα­τα και κοι­λια­κός πό­νος
  • Συμ­πτώ­μα­τα α­πό το ΚΝΣ (κα­ρη­βα­ρί­α, σπα­σμοί, κ.ά.), σε προ­χω­ρη­μέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις
  • Ο­ξεί­δω­ση, υ­περ­γλυ­και­μί­α, δι­α­τα­ρα­χές της πή­ξης και με­θαι­μο­σφαι­ρι­ναι­μί­α, σ΄έ­ναν α­σθε­νή που πή­ρε 50 gr σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης και 50 gr πα­ρα­κε­τα­μό­λης (Dunn RJ, 1998). Οι εκ­δη­λώ­σεις αυ­τές υ­φέ­θη­καν με διτ­ταν­θρα­κι­κό νά­τριο, εν­δο­φλέ­βια χο­ρή­γη­ση Ν-α­κε­τυ­λο­κυ­στε­ΐ­νης και υ­πο­στη­ρι­κτι­κή α­γω­γή.

Η LD50 per os δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί σε πει­ρα­μα­τό­ζω­α, δε­δο­μέ­νου ό­τι η μέ­γι­στη κα­θη­με­ρι­νή δό­ση που μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί (12 gr/kg) δεν εί­ναι θα­να­τη­φό­ρα.

Θε­ρα­πεί­α :

  • Γα­στρι­κή πλύ­ση ή προ­κλη­τός έ­με­τος, σε συν­δυα­σμό με κά­θαρ­ση
  • Αλ­κα­λο­ποί­η­ση των ού­ρων
  • Προ­κλη­τή δι­ού­ρη­ση, ε­άν η νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α εί­ναι φυ­σι­ο­λο­γι­κή
  • Πε­ρι­ο­ρι­σμός πρόσ­λη­ψης υ­γρών και ά­λα­τος, ε­άν υ­πάρ­χει α­νου­ρί­α
  • Κα­θε­τη­ρια­σμός των ου­ρη­τή­ρων, για να α­πο­φευ­χθεί η συγ­κέν­τρω­ση κρυ­στάλ­λων σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης στους νε­φρούς
  • Δι­ΰλι­ση : Μπο­ρεί να δι­ευ­κο­λύ­νει την α­πο­μά­κρυν­ση της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης και των με­τα­βο­λι­τών της.

5.12   ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΕ ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ

Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη μπο­ρεί να επηρεάσει μη ει­δι­κές φα­σμα­το­φω­το­με­τρι­κές δο­κι­μα­σί­ες και να προ­κα­λέ­σει ψευ­δώς θε­τι­κές δο­κι­μα­σί­ες για χο­λε­ρυ­θρί­νη στα ού­ρα με dip-stick.

5.13   ΚΥΗΣΗ

Στα ζώ­α : Σε α­ρου­ραί­ους και κου­νέ­λια, η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη, σε δό­σεις έ­ως 6 φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρες της αν­θρώ­πι­νης, δεν ε­ξα­σθε­νεί την γο­νι­μό­τη­τα και δεν προ­κα­λεί βλά­βη του εμ­βρύ­ου.

Στον άν­θρω­πο : Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη δι­α­σπά­ται σε α­μι­νο­σα­λι­κυ­λι­κό ο­ξύ και σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη. Τα ε­πί­πε­δα του α­μι­νο­σα­λι­κυ­λι­κού ο­ξέ­ος στο αί­μα του εμ­βρύ­ου εί­ναι α­με­λη­τέ­α, ε­νώ η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη και η σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη δι­έρ­χον­ται α­μέ­σως τον πλα­κούν­τα και ει­σέρ­χον­ται στο αί­μα του ομ­φά­λιου λώ­ρου (Jarnerot G et al, 1981).

Αν και έ­χουν α­να­φερ­θεί δι­ά­φο­ρες συγ­γε­νείς α­νω­μα­λί­ες σε 3 παι­διά 2 γυ­ναι­κών που έ­παιρ­ναν σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη στη διά­ρκεια της κύ­η­σης (Newman NM and Correy JF, 1983), η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη, σύμ­φω­να με την ση­μαν­τι­κή εμ­πει­ρί­α που έ­χει α­πο­κτη­θεί σε έγ­κυ­ες γυ­ναί­κες με φλεγ­μο­νώ­δεις εν­τε­ρο­πά­θει­ες, δεν έ­χει βλα­πτι­κές δρά­σεις στο έμ­βρυ­ο (Mogadam M et al, 1981; Vender RJ and Spiro HW, 1982).

Για τους λό­γους αυ­τούς, με­ρι­κοί κλι­νι­κοί θε­ω­ρούν την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη DMARD ε­κλο­γής σε γυ­ναί­κες που ε­πι­θυ­μούν να συλ­λά­βουν ή εί­ναι ή­δη έγ­κυ­ες. Ο κίν­δυ­νος α­νά­πτυ­ξης πυ­ρη­νι­κού ι­κτέ­ρου στα νε­ο­γνά γυ­ναι­κών που παίρνουν σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη στο τε­λευ­ταί­ο 3μηνο της κύ­η­σης φαί­νε­ται ό­τι εί­ναι χα­μη­λός. Πάν­τως, έ­να νε­ο­γνό που η μη­τέ­ρα του έ­παιρ­νε σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη και πρεδ­νι­ζό­νη στη διά­ρκεια της κύ­η­σης γεν­νή­θη­κε με α­κοκ­κι­ο­κυτ­τά­ρω­ση.

5.14   ΓΑΛΟΥΧΙΑ

Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη και η σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νη, με­τά α­πό την χο­ρή­γη­ση μιας α­πλής δό­σης, α­νι­χνεύ­ον­ται στο μη­τρι­κό γά­λα σε πο­σο­στό 30% και 50%, αν­τί­στοι­χα (Khan A and Truelove SC, 1979). Πάν­τως, δεν α­πορ­ρο­φών­ται α­πό το νε­ο­γνό σε πο­σό­τη­τες ι­κα­νές να πα­ρε­κτο­πί­σουν την χο­λε­ρυ­θρί­νη ή να προ­κα­λέ­σουν άλ­λα προ­βλή­μα­τα (Esbjorner Ε et al, 1986), γι΄αυ­τό και η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί στη διά­ρκεια της γα­λου­χί­ας. Πάν­τως, οι κα­τα­σκευα­στές του φαρ­μά­κου συ­νι­στούν να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή τό­σο τα νε­ο­γνά, ό­σο και οι μη­τέ­ρες που παίρ­νουν σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη στη διά­ρκεια της γα­λου­χί­ας.

5.15   ΔΟΣΕΙΣ-ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ

5.15.1   ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

ΑΡΧΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ : 2-3 gr/24ωρο, σε 3-4 δι­η­ρη­μέ­νες δό­σεις. Σε με­ρι­κές πε­ρι­πτώ­σεις η θε­ρα­πεί­α μπο­ρεί να αρ­χί­σει με μι­κρό­τε­ρες δό­σεις, π.χ. 500-1.000 mg/24ωρο, για να πε­ρι­ο­ρι­σθούν οι γα­στρεν­τε­ρι­κές δι­α­τα­ρα­χές. Δό­σεις >4 gr/24ωρο συ­νο­δεύ­ον­ται α­πό αυ­ξη­μέ­νο κίν­δυ­νο το­ξι­κό­τη­τας.

ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ :

  • 1η ε­βδο­μά­δα : 500 mg/24ωρο (1 δι­σκί­ο το βρά­δυ)
  • 2η ε­βδο­μά­δα : 1 gr/24ωρο (1 δι­σκί­ο πρω­ί-1 βρά­δυ)
  • 3η ε­βδο­μά­δα : 1.5 gr/24ωρο (1 δι­σκί­ο πρω­ί-2 δι­σκί­α βρά­δυ)
  • 4η  ε­βδο­μά­δα : 1 gr/12ωρο (2 δι­σκί­α πρω­ί-2 βρά­δυ).

ΔΟΣΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ : 2 gr/24ωρο. Ε­άν δεν έ­χει ι­κα­νο­ποι­η­τι­κό α­πο­τέ­λε­σμα, μπο­ρεί να αυ­ξη­θεί μέ­χρι 3 gr ή 40 mg/kg/24ωρο. Ε­άν έ­χει αν­τα­πό­κρι­ση, μπο­ρεί να μει­ω­θεί, η βελ­τί­ω­ση ό­μως γε­νι­κά δεν δι­α­τη­ρεί­ται σε δό­σεις <1.5 gr/24ωρο.

ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ : Η κλι­νι­κή αν­τα­πό­κρι­ση εμ­φα­νί­ζε­ται με­τά α­πό 4-12 ε­βδο­μά­δες θε­ρα­πεί­ας. Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη πρέ­πει να χο­ρη­γη­θεί ε­πί 4 του­λά­χι­στον μή­νες πριν θε­ω­ρη­θεί α­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κή. Ε­άν έ­χει ι­κα­νο­ποι­η­τι­κό α­πο­τέ­λε­σμα, μπο­ρεί να συ­νε­χι­σθεί ε­πί πολ­λά χρό­νια, ό­πως τα πε­ρισ­σό­τε­ρα DMARDs.

Η α­πό­το­μη δι­α­κο­πή της συ­νο­δεύ­ε­ται συ­νή­θως, με­τά α­πό η­μέ­ρες ή ε­βδο­μάδες, α­πό έ­ξαρ­ση της νό­σου, η οποία γε­νι­κά ε­λέγ­χε­ται εφ΄όσον η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη ε­πα­να­χο­ρη­γη­θεί τα­χύ­τε­ρα α­π' ό, τι αρ­χι­κά. Τα ΜΣΑΦ ή/και τα κορ­τι­κο­ει­δή, ε­άν έ­παιρ­νε ο α­σθε­νής, μπο­ρούν να συ­νε­χί­ζουν να χο­ρη­γούν­ται ή να προ­στε­θούν στην α­γω­γή.

5.15.2   ΝΕΑΝΙΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

ΑΡΧΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ (ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΗΛΙΚΙΑΣ ≥ 2 ΕΤΩΝ) : 40-60 mg/kg/24ωρο, σε 3-6 δι­η­ρη­μέ­νες δό­σεις, με­τά τα γεύ­μα­τα ή το γά­λα. Η μέ­γι­στη δό­ση συ­νή­θως εί­ναι 2 gr/24ωρο.

Για να μει­ω­θούν οι γα­στρεν­τε­ρι­κές δι­α­τα­ρα­χές, οι κα­τα­σκευα­στές του φαρ­μά­κου συ­νι­στούν η θε­ρα­πεί­α με σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη στα παι­διά να αρ­χί­ζει με το 1/3-1/4 της υ­πο­λο­γι­ζό­με­νης δό­σης συν­τή­ρη­σης, αυ­ξα­νό­με­νη προ­ο­δευ­τι­κά κά­θε ε­βδο­μά­δα μέ­χρις ό­του ε­πι­τευ­χθεί η ε­πι­θυ­μη­τή δό­ση συν­τή­ρη­σης (συ­νή­θως με­τά α­πό 4 ε­βδο­μά­δες).

ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ :

  • 1η ε­βδο­μά­δα : 12.5 mg/kg το βρά­δυ (μέ­γι­στη η­με­ρή­σια δό­ση 500 mg)
  • 2η ε­βδο­μά­δα : 12.5 mg/24ωρο 2 φο­ρές την η­μέ­ρα (μέ­γι­στη η­με­ρή­σια δό­ση 1 gr)
  • 3η ε­βδο­μά­δα : 12.5 mg/24ωρο το πρω­ί και 25 mg/24ωρο το βρά­δυ (μέ­γι­στη η­με­ρή­σια δό­ση 1.5 gr)
  • 4η ε­βδο­μά­δα : 25 mg/24ωρο 2 φο­ρές την η­μέ­ρα (μέ­γι­στη η­με­ρή­σια δό­ση 2 gr).

ΔΟΣΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ (ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΗΛΙΚΙΑΣ ≥ 2 ΕΤΩΝ) : 30 mg/kg/24ωρο, δι­η­ρη­μέ­νη σε 4 δό­σεις.

5.15.3   ΨΩΡΙΑΣΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

ΔΟΣΗ : 2 gr/24ωρο. Η δό­ση αυ­τή, ε­άν δεν έ­χει ι­κα­νο­ποι­η­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση, μπο­ρεί να αυ­ξη­θεί σε 3 gr/24ωρο, αν και στο ύ­ψος αυ­τό εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο το­ξι­κή.

5.15.4   ΕΛΚΩΔΗΣ ΚΟΛΙΤΙΔΑ

α)   Ενήλικες 

ΑΡΧΙΚΗ ΔΟΣΗ : 3-4 gr/24ωρο, σε ί­σες δι­η­ρη­μέ­νες δό­σεις. Το δι­ά­στη­μα με­τα­ξύ των δό­σε­ων δεν πρέ­πει να υ­περ­βαί­νει τις 8 ώ­ρες. Σε με­ρι­κούς α­σθε­νείς, η θε­ρα­πεί­α μπο­ρεί να αρ­χί­σει με 1-2 gr/24ωρο για να πε­ρι­ο­ρι­σθούν οι γα­στρεν­τε­ρι­κές δι­α­τα­ρα­χές. Αν και έ­χουν χο­ρη­γη­θεί δό­σεις α­κό­μα και 12 gr/24ωρο, δό­σεις > 4 gr/24ωρο συ­νο­δεύ­ον­ται α­πό αυ­ξη­μέ­νη το­ξι­κό­τη­τα. Με­ρι­κοί κλι­νι­κοί συ­νι­στούν η δό­ση της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης να μην υ­περ­βαί­νει τα 4 gr/24ωρο, ε­κτός ε­άν δεν υ­πάρ­χουν πλη­ρο­φο­ρί­ες για τις συγ­κεν­τρώ­σεις της ο­λι­κής σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης στον ο­ρό και τον φαι­νό­τυ­πο του α­σθε­νούς.

ΔΟΣΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ : 2 gr/24ωρο. Με­ρι­κοί κλι­νι­κοί χο­ρη­γούν 1-1.5 gr/24ωρο για να α­πο­φευ­χθούν οι γα­στρεν­τε­ρι­κές δι­α­τα­ρα­χές. Η α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα της θε­ρα­πεί­ας συν­τή­ρη­σης φαί­νε­ται ό­τι εί­ναι δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νη, αλ­λά η δυ­νη­τι­κή α­ξί­α δό­σε­ων > 2 gr/24ωρο πρέ­πει να σταθ­μί­ζε­ται σε σχέ­ση με τον κίν­δυ­νο αύ­ξη­σης της το­ξι­κό­τη­τας και την α­νάγ­κη πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­σε­κτι­κής πα­ρα­κο­λού­θη­σης του α­σθε­νούς.

β)   Παιδιά (≥ 2 ετών)

ΑΡΧΙΚΗ ΔΟΣΗ : 40-60 mg/kg/24ωρο, σε 3-6 δι­η­ρη­μέ­νες δό­σεις.

ΔΟΣΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ : 30 mg/kg/24ωρο, σε 4 δι­η­ρη­μέ­νες δό­σεις.

Η αν­τα­πό­κρι­ση στη θε­ρα­πεί­α και η τρο­πο­ποί­η­ση της δό­σης, ε­άν χρει­ά­ζε­ται, μπο­ρούν να προσ­δι­ο­ρι­σθούν με πε­ρι­ο­δι­κή ε­ξέ­τα­ση του α­σθε­νούς. Η αν­τα­πό­κρι­ση στη σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη μπο­ρεί να ε­κτι­μη­θεί α­πό την θερ­μο­κρα­σί­α και τις με­τα­βο­λές του βά­ρους του σώ­μα­τος του α­σθε­νούς, τον βαθ­μό και την συ­χνό­τη­τα της δι­άρ­ροι­ας και της αι­μορ­ρα­γί­ας, ό­πως και με την σιγ­μο­ει­δο­σκό­πη­ση και την ι­στο­λο­γι­κή ε­ξέ­τα­ση.

Η συ­νέ­χι­ση της θε­ρα­πεί­ας με σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη μπο­ρεί να εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη, α­κό­μα και με­τά την ύ­φε­ση των κλι­νι­κών συμ­πτω­μά­των (ό­πως η δι­άρ­ροι­α). Ε­άν η κλι­νι­κή βελ­τί­ω­ση ε­πι­βε­βαι­ω­θεί με σιγ­μο­ει­δο­σκό­πη­ση, η δό­ση της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης μπο­ρεί να μει­ω­θεί σε ε­πί­πε­δα συν­τή­ρη­σης. Ε­άν η δι­άρ­ροι­α υ­πο­τρο­πιά­σει, η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη πρέ­πει να αυ­ξά­νε­ται στο προ­η­γού­με­νο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό της ύ­ψος.

Οι γα­στρεν­τε­ρι­κές δι­α­τα­ρα­χές (α­νο­ρε­ξί­α, ναυ­τί­α, έ­με­τοι), ε­άν εμ­φα­νι­σθούν με­τά τις πρώ­τες δό­σεις της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης, ο­φεί­λον­ται πι­θα­νώς σε ε­ρε­θι­σμό του γα­στρεν­τε­ρι­κού βλεν­νο­γό­νου και μπο­ρούν να πε­ρι­ο­ρι­σθούν με την χο­ρή­γη­ση εν­τε­ρο­δι­α­λυ­τών δι­σκί­ων ή συ­χνό­τε­ρη χο­ρή­γη­ση της κα­θη­με­ρι­νής ο­λι­κής δό­σης. Ε­άν εμ­φα­νι­σθεί δι­άρ­ροι­α, η δό­ση πρέ­πει να αυ­ξά­νε­ται στο προ­η­γού­με­νο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό ε­πί­πε­δο.

Ε­άν τα συμ­πτώ­μα­τα αυ­τά εμ­φα­νι­σθούν με­τά α­πό τις πρώ­τες η­μέ­ρες της θε­ρα­πεί­ας, ο­φεί­λον­ται πι­θα­νώς σε αύ­ξη­ση των ε­πι­πέ­δων της ο­λι­κής σουλ­φα­πυ­ρι­δί­νης στον ο­ρό και μπο­ρεί να υ­πο­χω­ρή­σουν με μεί­ω­ση της δό­σης κα­τά 50% και στη συ­νέ­χεια βαθ­μια­ία αύ­ξη­σή της σε δι­ά­στη­μα με­ρι­κών η­με­ρών. Ε­άν ό­μως ε­πι­μέ­νουν, η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται ε­πί 5-7 η­μέ­ρες και με­τά να ε­πα­να­χο­ρη­γεί­ται σε χα­μη­λό­τε­ρες δό­σεις.

5.16   ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ - ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ

Νε­ο­γνά : Δεν υ­πάρ­χουν εν­δεί­ξεις για την χρή­ση της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης στα νε­ο­γνά.

Παι­διά : Η α­σφά­λεια και α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης σε παι­διά η­λι­κί­ας κά­τω των 2 ε­τών δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί. Δεν υ­πάρ­χουν συ­στά­σεις για την χρή­ση της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης στα παι­διά με ΝΡΑ.

Η­λι­κι­ω­μέ­νοι : Δεν α­παι­τούν­ται ι­δι­αί­τε­ρες προ­φυ­λά­ξεις.

Κύ­η­ση : Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη φαί­νε­ται ό­τι εί­ναι α­σφα­λής στη διά­ρκεια της κύ­η­σης. Πάν­τως, ε­πει­δή δεν υ­πάρ­χουν ε­παρ­κείς και κα­λά ε­λεγ­χό­με­νες με­λέ­τες, πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται μό­νον ε­φό­σον εί­ναι α­πο­λύ­τως α­πα­ραί­τη­τη.

Γα­λου­χί­α : Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί στη διά­ρκεια της γα­λου­χί­ας.

Αν­τι­δρά­σεις υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας : Α­πο­τε­λούν α­πό­λυ­τη αν­τέν­δει­ξη συ­νέ­χι­σης της θε­ρα­πεί­ας με σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη.

Συ­νυ­πάρ­χον­τα νο­σή­μα­τα :

  • Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται με­τά α­πό προ­σε­κτι­κή ε­κτί­μη­ση σε α­σθε­νείς με προ­ϋ­πάρ­χου­σα η­πα­τι­κή ή νε­φρι­κή βλά­βη ή αι­μα­το­λο­γι­κές δυ­σκρα­σί­ες.
  • Η πορ­φυ­ρί­α μπο­ρεί να προ­κλη­θεί ή να ε­πι­δει­νω­θεί α­πό τις σουλ­φο­να­μί­δες.
  • Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με σο­βα­ρή αλ­λερ­γί­α ή βρογ­χι­κό ά­σθμα.

Α­νε­πάρ­κεια G6PD : Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται με προ­σο­χή σε ά­το­μα με α­νε­πάρ­κεια της G6PD, δε­δο­μέ­νου ό­τι τα ά­το­μα αυ­τά έ­χουν με­γα­λύ­τε­ρο κίν­δυ­νο αι­μο­λυ­τι­κής α­ναι­μί­ας α­πό τα φυ­σι­ο­λο­γι­κά.

Δι­α­τα­ρα­χές γο­νι­μό­τη­τας : Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει ο­λι­γο­σπερ­μί­α και στει­ρό­τη­τα στους άν­δρες. Οι άρ­ρε­νες α­σθε­νείς που πρό­κει­ται να θε­ρα­πευ­θούν με σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη πρέ­πει να ε­νη­με­ρώ­νον­ται για την δυ­νη­τι­κή αυ­τή ε­πι­πλο­κή.

5.17   ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

  • Οι α­σθε­νείς πρέ­πει να ε­νυ­δα­τώ­νον­ται ε­παρ­κώς στη διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας με σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη για να προ­λη­φθεί η κρυ­σταλ­λου­ρί­α και ο σχη­μα­τι­σμός λί­θων
  • Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει θα­να­τη­φό­ρες ε­πι­πλο­κές (αν­τι­δρά­σεις υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας, α­κοκ­κι­ο­κυτ­τά­ρω­ση, α­πλα­στι­κή α­ναι­μί­α, νε­φρι­κή και η­πα­τι­κή βλά­βη, νευ­ρο­μυϊκές αλ­λοι­ώ­σεις και βλά­βη του ΚΝΣ, ι­νω­δο­ποι­ό κυ­ψε­λι­δί­τι­δα). Η εμ­φά­νι­ση κλι­νι­κών ση­μεί­ων (πο­νό­λαι­μος, πυ­ρε­τός, ω­χρό­τη­τα, πορ­φύ­ρα ή ί­κτε­ρος) μπο­ρεί να εί­ναι εν­δεί­ξεις σο­βα­ρών αι­μα­το­λο­γι­κών ε­πι­πλο­κών.
  • Οι α­σθε­νείς πρέ­πει να ε­νη­με­ρώ­νον­ται ό­τι η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη μπο­ρεί να προσ­δώ­σει κί­τρι­νη-πορ­το­κα­λό­χρου χροι­ά στα ού­ρα και το δέρ­μα.
  • Τα βρα­δεί­ας α­πο­δέ­σμευ­σης δι­σκί­α μπο­ρεί να μην α­πο­σα­θρω­θούν, πι­θα­νώς λό­γω έλ­λει­ψης των εν­τε­ρι­κών ε­στε­ρα­σών. Στην πε­ρί­πτω­ση αυ­τή, πρέ­πει να δι­α­κό­πτον­ται α­μέ­σως.

5.18   ΚΛΙΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ - ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ

Ο ερ­γα­στη­ρια­κός έ­λεγ­χος ρου­τί­νας εί­ναι γε­νι­κά ο ί­διος ό­πως και στα άλ­λα DMARDs.

H γε­νι­κή αί­μα­τος στα κα­θο­ρι­σμέ­να δι­α­στή­μα­τα που γί­νε­ται ο έ­λεγ­χος ρου­τί­νας (π.χ. κά­θε μή­να) μπο­ρεί να μην εν­το­πί­σει έγ­και­ρα α­πό­το­μη ε­λάτ­τω­ση των λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων, γι' αυ­τό και συ­νι­στά­ται να γί­νε­ται κά­θε 2-3 ε­βδο­μά­δες τους 3 πρώ­τους μή­νες και με­τά, κά­θε 6-12 ε­βδο­μά­δες για το υ­πό­λοι­πο της θε­ρα­πεί­ας. Οι βι­ο­χη­μι­κές ε­ξε­τά­σεις μπο­ρούν να γί­νον­ται λι­γό­τε­ρο συ­χνά α­πό το αι­μο­δι­ά­γραμ­μα, ε­κτός ε­άν υ­πάρ­χει κλι­νι­κή έν­δει­ξη το­ξι­κό­τη­τας.

Ε­ξέ­τα­ση ού­ρων κά­θε 4-6 μή­νες εί­ναι αρ­κε­τή και ί­σως α­χρεί­α­στη, δε­δο­μέ­νου ό­τι νε­φρι­κές ε­πι­πλο­κές α­πό την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη δεν έ­χουν α­να­φερ­θεί. Πιο συ­χνές ή ε­πι­πρό­σθε­τες ερ­γα­στη­ρια­κές ε­ξε­τά­σεις συ­νι­στών­ται ε­φ' ό­σον υ­πάρ­χουν ε­πι­πλο­κές, ι­δι­αί­τε­ρα ε­ξάν­θη­μα ή πυ­ρε­τός, που μπο­ρεί να συν­δυ­ά­ζον­ται με η­πα­τι­κές ή αι­μα­το­λο­γι­κές δι­α­τα­ρα­χές.

Ή­πι­ες ε­πι­πλο­κές, ό­πως ναυ­τί­α και έ­με­τοι, δεν ε­πι­βάλ­λουν δι­α­κο­πή της θε­ρα­πεί­ας. Ε­άν ό­μως εμ­φα­νι­σθούν σο­βα­ρές ε­πι­πλο­κές (βλ. παρακάτω), η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται.

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΟΡΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΤΗΣ ΣΟΥΛΦΑΣΑΛΑΖΙΝΗΣ :

  • Το­ξι­κή ε­πι­δερ­μό­λυ­ση
  • Ι­νω­δο­ποι­ός πνευ­μο­νι­κή βρογ­χι­ο­λί­τι­δα/η­ω­σι­νο­φι­λι­κή πνευ­μο­νί­τι­δα
  • Κοκ­κι­ω­μα­τώ­δης η­πα­τί­τι­δα
  • Παγ­κρε­α­τί­τι­δα
  • Μα­ζι­κή αι­μο­λυ­τι­κή α­ναι­μί­α
  • Α­κοκ­κι­ο­κυτ­τα­ραι­μί­α
  • Α­πλα­σί­α μυ­ε­λού
  • Νευ­ρο­το­ξι­κό­τη­τα
  • Φαρ­μα­κο­γε­νής λύ­κος
  • Η­πα­τί­τι­δα, πυ­ρε­τός και δερ­μα­τι­κό ε­ξάν­θη­μα, με υ­πο­συμ­πλη­ρω­μα­τι­ναι­μί­α και α­νο­σο­συ-μπλέγ­μα­τα
  • Φαι­νό­με­να Raynaud

5.19   ΑΠΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗ

Μπο­ρεί να γί­νει σε α­σθε­νείς με αλ­λερ­γι­κές αν­τι­δρά­σεις (ε­ξάν­θη­μα, πυ­ρε­τός, αρ­θραλ­γί­ες) στην σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη. Γε­νι­κά γί­νε­ται με ε­πι­τυ­χί­α, αν και, με­τά την δι­α­δι­κα­σί­α αυ­τή, το ε­ξάν­θη­μα μπο­ρεί να ε­πα­νεμ­φα­νι­σθεί και μά­λι­στα βα­ρύ­τε­ρο. Δεν πρέ­πει να ε­πι­χει­ρεί­ται σε α­σθε­νείς με ι­στο­ρι­κό α­κοκ­κι­ο­κυτ­τά­ρω­σης ή α­να­φυ­λα­κτι­κών αν­τι­δρά­σε­ων στην διά­ρκεια προ­η­γη­θεί­σας θε­ρα­πεί­ας με σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη. Ε­άν τα συμ­πτώ­μα­τα της ευ­αι­σθη­σί­ας υ­πο­τρο­πιά­σουν, η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται.

ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΠΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗΣ : Αρ­χι­κά χο­ρη­γούν­ται μι­κρές δό­σεις του φαρ­μά­κου (1-125 mg/24ωρο), αυ­ξα­νό­με­νες προ­ο­δευ­τι­κά σε πλή­ρεις θε­ρα­πευ­τι­κές δό­σεις σε δι­ά­στη­μα 25-56 η­με­ρών. Π.χ. 1 mg αυ­ξα­νό­με­νο προ­ο­δευ­τι­κά σε 800 mg/24ωρο σε δι­ά­στη­μα 25 η­με­ρών και, στη συ­νέ­χεια, 500 mg μέ­χρι την πλή­ρη δό­ση των 2 gr ημερησίως (ΒΛ. ΠΙΝΑΚΑ 53).

5.20   ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ

Εμ­πο­ρι­κή ο­νο­μα­σί­α

Μορ­φές-πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τες

  Κα­τα­σκευα­στής

Salopyrine

Tabl. 50 x 500 mg

    ADELCO Α.Ε

5.21   ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ

Δι­σκί­α : Κά­θε δι­σκί­ο πε­ρι­έ­χει 500 mg σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης, α­ρα­βό­σι­το, ζε­λα­τί­νη, ταλκ και στε­α­ρι­κό μα­γνή­σιο.

Δι­σκί­α βρα­δεί­ας α­πο­δέ­σμευ­σης : Πε­ρι­έ­χουν 500 mg σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης και ό­ξι­νη φθα­λε­ϊ­κή κυτ­τα­ρί­νη, για να προ­λη­φθεί η α­πο­σύν­θε­σή τους στο στό­μα­χο και ε­πο­μέ­νως να μει­ω­θεί η πι­θα­νό­τη­τα ε­ρε­θι­σμού του γα­στρι­κού βλεν­νο­γό­νου.

Ε­ναι­ώ­ρη­μα : Έ­χει κί­τρι­νη χροι­ά, ά­ρω­μα πορ­το­κα­λιού-λε­μο­νιού και πε­ρι­έ­χει 250 mg σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης/5 ml, σου­κρό­ζη, πο­λυ­σορ­βά­τη 80 και βεν­ζο­ϊ­κό νά­τριο.

Υ­πό­θε­τα : Έ­χουν κί­τρι­νο χρώ­μα, εί­ναι ά­ο­σμα και πε­ρι­έ­χουν 500 mg σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης.

Υ­πο­κλυ­σμοί : Πε­ρι­έ­χουν σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη 3% w/v σε φιά­λες των 100 ml, χλω­ρι­ού­χο νά­τριο, με­θυλ­πα­ραμ­πέ­νη και προ­πυλ­πα­ραμ­πέ­νη.

5.22   ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΥΛΑΞΗ ΤΩΝ ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΩΝ

Τα συμ­βα­τι­κά δι­σκί­α και τα δι­σκί­α βρα­δεί­ας α­πο­δέ­σμευ­σης πρέ­πει να φυ­λάσ­σον­ται σε θερ­μο­κρα­σί­α δω­μα­τί­ου (25ο C), αλ­λά μπο­ρούν να ε­κτε­θούν σε θερ­μο­κρα­σί­ες κυ­μαι­νό­με­νες α­πό 15-30ο C. Τα υ­πό­θε­τα πρέ­πει να φυ­λάσ­σον­ται σε ψυ­χρό μέ­ρος. Στις ΗΠΑ τα δι­σκί­α (συμ­βα­τι­κά και βρα­δεί­ας α­πο­δέ­σμευ­σης) έ­χουν διά­ρκεια ζω­ής 3 χρό­νια. Στην Αγ­γλί­α, τα δι­σκί­α (συμ­βα­τι­κά και βρα­δεί­ας α­πο­δέ­σμευ­σης) και τα υ­πό­θε­τα έ­χουν διά­ρκεια ζω­ής 5 χρό­νια, το ε­ναι­ώ­ρη­μα, 2 χρό­νια και οι υ­πο­κλυ­σμοί, 3 χρό­νια.

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΣΟΥΛΦΑΣΑΛΑΖΙΝΗΣ

Η σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη μοι­ρά­ζε­ται πολ­λά α­πό τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά των άλ­λων DMARDs, ό­πως ο χρυ­σός και η D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη. Στη ρευματοειδή αρθρίτιδα, μπο­ρεί να βελ­τι­ώ­σει τις κλι­νι­κές και ερ­γα­στη­ρια­κές πα­ρα­μέ­τρους της δρα­στη­ρι­ό­τη­τας της νό­σου και πι­θα­νώς έ­χει τρο­πο­ποι­η­τι­κή δρά­ση. Α­κό­μα, μπο­ρεί να εί­ναι χρή­σι­μη στην πρώϊμη αγ­κυ­λο­ποι­η­τι­κή σπον­δυ­λί­τι­δα και την ψω­ρι­α­σι­κή και αν­τι­δρα­στι­κή αρ­θρί­τι­δα και σε με­ρι­κούς άλ­λους τύ­πους φλεγ­μο­νω­δών αρ­θρο­πα­θει­ών, ό­ταν δεν υ­πάρ­χουν άλ­λες ε­ναλ­λα­κτι­κές θε­ρα­πεί­ες. Συγ­κρι­τι­κά με άλ­λα DMARDs, φαί­νε­ται ό­τι εί­ναι σχε­τι­κά κα­λά α­νε­κτή. Οι ε­πι­πλο­κές εί­ναι συ­χνές, συ­νή­θως ό­μως ε­λέγ­χον­ται με μεί­ω­ση της δό­σης του φαρ­μά­κου και δεν εί­ναι τό­σο σο­βα­ρές, ώ­στε να ε­πι­βάλ­λουν δι­α­κο­πή της θε­ρα­πεί­ας.

 

 



Who is who

Θέματα

Συλλογή Φωτογραφιών

Τι είναι ο ρευματολόγος

Βότανα-Φυσικές ουσίες