Σουλφασαλαζίνη
Η σουλφασαλαζίνη είναι γνωστή σαν σαλικυλαζοσουλφαπυριδίνη, σαλαζοπυρίνη ή αζοπυρίνη. Συντίθεται με εισαγωγή μιας ομάδας –Ν=Ν- στη σουλφαπυριδίνη και σύζευξη του διαζωνιακού άλατος με σαλικυλικό οξύ. Γενικά θεωρείται προφάρμακο, δεδομένου ότι ο δεσμός με την ομάδα –Ν=Ν- διασπάται in vivo, παρέχοντας σουλφαπυριδίνη και 5-ASA (μεσαλαζίνη). Η σουλφασαλαζίνη υπάρχει σαν λαμπερή κίτρινη ή καφε-κίτρινη, άοσμη, λεπτή σκόνη. Έχει διαλυτότητα <0.1 mg/ml στο ύδωρ και 0.34 mg/ml σε οινόπνευμα θερμοκρασίας 25ο C και μοριακό βάρος 398.39.
5.1 ΧΗΜΕΙΑ
Σουλφασαλαζίνη (Sulphasalazine)
- Χημικό όνομα : 2-Hydroxy-5-[[4-[(2-pyridinylamino)-sulfonyl]phenyl]azo]benzoic acid
- Μοριακός τύπος : C18H14N4O5S
ΕΙΚΟΝΑ 121 : Συντακτικός τύπος σουλφασαλαζίνης
5.2 ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ
Η σουλφασαλαζίνη έχει αντιφλεγμονώδεις, ανοσοκατασταλτικές και αντιβιοτικές δράσεις. Μετά την per os χορήγησή της, σε ποσοστό περίπου 80% φθάνει στο παχύ έντερο, όπου διασπάται από τα βακτηρίδια σε σουλφαπυριδίνη και 5-αμινοσαλικυλικό οξύ (5-ASA). Το 5-ASA ανιχνεύεται σε ελάχιστα επίπεδα στον ορό, γι' αυτό και φαίνεται ότι δρα τοπικά στο παχύ έντερο αναστέλλοντας τους μεσολαβητές της φλεγμονής (Hawkey CJ et al, 1985).
Στη ΡΑ, ο μηχανισμός δράσης της σουλφασαλαζίνης είναι άγνωστος, πιθανώς όμως είναι παρόμοιος με τον παρατηρούμενο στις φλεγμονώδεις εντεροπάθειες. Στα νοσήματα αυτά η σουλφασαλαζίνη δρα με ανοσολογικούς μηχανισμούς και πιθανώς τροποποιεί την παραγωγή των προσταγλανδινών, τον μεταβολισμό του φυλλικού οξέος και την εντερική χλωρίδα. Στη ΡΑ, δρα με τρόπο παρόμοιο με την σουλφαπυριδίνη, ενώ το 5-ASA είναι αναποτελεσματικό (Neumann VC et al, 1986).
Στην ελκώδη κολίτιδα, η ωφέλιμη δράση της σουλφασαλαζίνης φαίνεται ότι οφείλεται αποκλειστικά στο μόριο του 5-ASA (Peppercorn MA, 1984). Η σουλφαπυριδίνη είναι σουλφοναμιδικό αντιβιοτικό που εξοντώνει τα βακτηρίδια αναστέλλοντας την ενσωμάτωση του αμινοβενζοϊκού οξέος σε διϋδροπτεροϊκό οξύ.
ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ – ΤΡΟΠΟΣ ΔΡΑΣΗΣ ΣΟΥΛΦΑΣΑΛΑΖΙΝΗΣ
In vitro :
- Καταστολή της επαγόμενης από μιτογόνα τροποποίησης των λεμφοκυττάρων
- Αναστολή της επαγόμενης από φυτοαιμοσυγκολλητίνη κυτταροτοξικότητας των λεμφοκυττάρων
- Αναστολή της επαγόμενης από μιτογόνο Pokeweed και ρευματοειδή παράγοντα σύνθεσης των ανοσοσφαιρινών
- Δράση στο φυλλικό οξύ στα λεμφοκύτταρα
- Αναστολή της χημειοταξίας των ουδετεροφίλων
- Αναστολή της σύνθεσης των προσταγλανδινών
- Αναστολή της παραγωγής ελεύθερου οξυγόνου μέσω αναστολής της σύνδεσης των ουδετεροφίλων από την FMLP
- Αναστολή της παραγωγής αντισωμάτων από αντιγόνα εξαρτώμενα από τα Τ- λεμφοκύτταρα
- Αναστολή της οδού της 5-λιποξυγενάσης στο μεταβολισμό του αραχιδονικού οξέος
- Ελάττωση της ανάπτυξης του Clostridium difficile
In vivo : Ελάττωση της μεταφοράς του Clostridium Perfringens και Escherichia coli στην εντερική χλωρίδα ασθενών με ΡΑ.
5.2.1 ΑΝΤΙΒΑΚΤΗΡΙΔΙΑΚΗ ΔΡΑΣΗ
Η θεραπευτική χρήση της σουλφασαλαζίνης στη ΡΑ έχει βασισθεί στην υπόθεση ότι η νόσος αυτή είναι λοιμώδους αρχής. Η αποτελεσματικότητα της σουλφασαλαζίνης στην ελκώδη κολίτιδα και την εντεροπαθητική αντιδραστική αρθρίτιδα έχει τροφοδοτήσει την υπόθεση ότι η αποτελεσματικότητά της στη ΡΑ μπορεί να ασκείται μέσω της δράσης της στο έντερο.
Σε ασθενείς με φλεγμονώδεις εντεροπάθειες, η σουλφασαλαζίνη μεταβάλλει την σύνθεση της εντερικής χλωρίδας, αλλά σε βαθμό σχετικά μέτριο, συγκριτικά με άλλα αντιβιοτικά (West B et al, 1974; Krook A, 1981).
Σε ασθενείς με ΡΑ, η δράση της στην εντερική χλωρίδα είναι άγνωστη, αν και η σουλφαμεθοξαζόλη είναι αποτελεσματική (Ash G et al, 1986). Στη θεραπεία της ελκώδους κολίτιδας το 5-ASA φαίνεται ότι είναι το ενεργό μόριο.
Οι ασθενείς με ενεργό ΡΑ έχουν πολύ μεγαλύτερο αριθμό Clostridium perfringens απ' ό,τι οι ασθενείς με ανενεργό νόσο ή οι υγιείς μάρτυρες (Shinebaum R et al, 1984), γι' αυτό και πιθανολογείται ότι εντερική χλωρίδα πλούσια σε Clostridia perfringens παίζει αιτιολογικό ρόλο στη γένεση της ΡΑ (Olhagen B et al, 1968).
Οι ασθενείς με ΡΑ που παίρνουν σουλφασαλαζίνη έχουν ελαττωμένο αριθμό ορισμένων βακτηριδιακών ειδών στο έντερο, όπως το Clostridium perfringens (West B et al, 1974; Krook A et al, 1981). Στους χοίρους, η αλλαγή του διαιτολόγιου προκαλεί φλεγμονώδη αρθρίτιδα και αυξάνει τον αριθμό των Clostridia στην εντερική χλωρίδα (Mansson I et al, 1971).
Σε ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα, η σουλφασαλαζίνη, χορηγούμενη per os, μεταβάλλει τον αριθμό των Clostridia στα κόπρανα (West B et al, 1974). Η σουλφασαλαζίνη και η σουλφαπυριδίνη αναστέλλουν την ανάπτυξη ορισμένων βακτηριδιακών στελεχών, in vitro (Sandberg-Ger-tzen H et al, 1985).
Η ΡΑ και η ΑΣ μπορεί να οφείλονται σε διασταυρούμενη αντιδραστικότητα μεταξύ βακτηριδιακών αντιγόνων και ιστικών συστατικών (Avakian H et al, 1980; Bahr GM et al, 1988). Οι ρευματοπαθείς έχουν μεγαλύτερη συχνότητα φλεγμονής και αυξημένη διαπερατότητα του εντερικού βλεννογόνου (Marcolongo R et al, 1979; Segal AW et al, 1986), η οποία μπορεί να επιτρέπει την είσδυση βακτηριδιακών αντιγόνων. Λόγω της τροποποιητικής της δράσης στην εντερική χλωρίδα, η σουλφασαλαζίνη μπορεί να μεταβάλλει το φορτίο των υποθετικών αυτών αντιγόνων (Smedegard G and Bjork J, 1995).
Η μεγαλύτερη συχνότητα της εντερικής φλεγμονής σε ασθενείς με ΡΑ μπορεί να οφείλεται στην χρήση των ΜΣΑΦ. Η φλεγμονή και η απώλεια αίματος στο λεπτό έντερο που προκαλείται από τα ΜΣΑΦ αναστέλλεται από την σουλφασαλαζίνη (Del Soldato P et al, 1985; Bjarnasson I et al, 1990; Hayllar J et al, 1994). Η δράση αυτή πιθανώς οφείλεται στην εξοικονόμηση προσταγλανδινών από την σουλφασαλαζίνη, μέσω αναστολής της 15-προσταγλανδινο-δεϋδρογενάσης (Smedegard G and Bjork J, 1995).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η υπόθεση ότι η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι μία εντεροπαθητική αρθροπάθεια φαίνεται ότι δεν ευσταθεί, δεδομένου ότι, αν και η σουλφαπυριδίνη έχει αντιβακτηριδιακές ιδιότητες και φαίνεται ότι είναι αποτελεσματική στην ρευματοειδή αρθρίτιδα, δύο άλλες σουλφοναμίδες, η σουλφαμεθοξαζόλη και φθαλυλσουλφαθειαζόλη δεν έχουν κλινικό αποτέλεσμα στη ρευματοειδή αρθρίτιδα.
Ακόμα, η έλλειψη συσχέτισης μεταξύ μεταβολών της εντερικής χλωρίδας και της κλινικής ανταπόκρισης στη σουλφασαλαζίνη είναι ένδειξη ότι οι αντιβακτηριδιακές ιδιότητες της σουλφασαλαζίνης δεν συμμετέχουν στον μηχανισμό δράσης του φαρμάκου.
5.2.2 ΑΝΤΙΦΛΕΓΜΟΝΩΔΕΙΣ ΔΡΑΣΕΙΣ
5.2.2.1 ΔΡΑΣΗ ΣΤΑ ΕΝΖΥΜΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗ ΤΟΥ ΑΡΑΧΙΔΟΝΙΚΟΥ ΟΞΕΟΣ
- Αναστέλλει (όπως και οι κύριοι μεταβολίτες της) ασθενώς την COX-1 και την COX-2 (Hoult JRS and Moore PK, 1980).
- Αναστέλλει δυνητικά την 15-προσταγλανδινο-δεϋδρογενάση, ένζυμο σημαντικό στην κύρια οδό απενεργοποίησης των προσταγλανδινών, ενώ η σουλφαπυριδίνη και το 5-ASA είναι αδρανείς. Παρόμοια, αναστέλλει τον μεταβολισμό των προσταγλανδινών σε πνεύμονες αρουραίων και σε ανθρώπινο έντερο (Hoult JRS and Moore PK, 1980; Hillier K et al, 1982).
- Αναστέλλει την 5- και 15- λιποξυγενάση, όπως και την τρανσφεράση της γλουταθειόνης (η οποία συμμετέχει στον σχηματισμό της λευκοτριένης C4) (Sircar JC et al, 1983; Bach MK et al, 1985), και την απελευθέρωση των παραγώγων της λιποξυγενάσης από φλεγμονώδη κύτταρα και ιστούς, ενώ οι μεταβολίτες της είναι είτε λιγότερο δραστικοί, είτε ανενεργείς (Allgayer H and Stenson WF, 1988; Tornhamre S et al, 1989).
- Αναστέλλει την παραγωγή υπεροξειδίου από τα ουδετερόφιλα, των λευκοτριενών και ορισμένων άλλων υδροξυ-λιπαρών οξέων (Peskar BM et al, 1986)
- Αναστέλλει την συνθετάση της θρομβοξάνης των αιμοπεταλίων (Stenson WF and Lobos E, 1983)
- Αναστέλλει (όπως και το 5-ASA) την σύνθεση των προσταγλανδινών, in vitro (Gould SR, 1975). Η δράση αυτή δεν είναι γνωστό κατά πόσον σχετίζεται με την δράση της σουλφασαλαζίνης στη ΡΑ ή τις φλεγμονώδεις εντεροπάθειες.
- Αναστέλλει την σύνδεση με ιώδιο την επαγόμενη από την μυελοϋπεροξειδάση (Molin L and Stendahl O, 1979).
5.2.2.2 ΔΡΑΣΗ ΣΤΟΝ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟ ΤΟΥ ΦΥΛΛΙΚΟΥ ΟΞΕΟΣ
Η σουλφασαλαζίνη, αλλ' όχι η σουλφαπυριδίνη και το 5-ASA, αναστέλλουν την μεταφορά του φυλλικού οξέος κατά μήκος του λεπτού εντέρου (Franklin JL and Rosenberg IH, 1973) και διάφορα ένζυμα του μεταβολισμού των φυλλικού οξέος (όπως την δεϋδροφολική ρεδουκτάση) (Selhub J et al, 1978), με αποτέλεσμα μείωση της απορρόφησης και του μεταβολισμού του φυλλικού οξέος. Παρόμοια δράση σε ένζυμα εξαρτώμενα από το φυλλικό οξύ έχει και η μεθοτρεξάτη.
Συνέπεια της δυσαπορρόφησης του φυλλικού οξέος είναι η ελάττωση των επιπέδων του στον ορό και η αναστολή της δράσης της δεϋδροφολικής και της μεθυλενο-τετραϋδροφολικής ρεδουκτάσης και της σερινοτρανσυδροξυμεθυλάσης, ενζύμων που συμμετέχουν στον μεταβολισμό του φυλλικού οξέος (Selhub J et al, 1978), οδηγώντας ενίοτε σε μεγαλοβλαστική αναιμία (Grindulis KA and McConkey B, 1984). Οι δράσεις αυτές φαίνεται ότι οφείλονται σ' ολόκληρο το μόριο της σουλφασαλαζίνης (Franklin JL and Rosenberg IH, 1973).
Σε ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα, η σουλφασαλαζίνη, σε δόσεις >2 gr/24ωρο, μειώνει τα επίπεδα του φυλλικού οξέος στα ερυθρά αιμοσφαίρια (Longstreth GF and Green R, 1983). Πάντως, οι πάσχοντες από ΡΑ, αν και συχνά έχουν χαμηλά επίπεδα φυλλικού οξέος, στη διάρκεια της θεραπείας με σουλφασαλαζίνη εμφανίζουν μέτρια αύξηση του MCV, μη σχετιζόμενη με αναιμία, όχι όμως ελάττωση της απορρόφησης ή των επιπέδων του φυλλικού οξέος στον ορό και τα ερυθρά αιμοσφαίρια (Grindulis KA and McConkey B, 1985), ένδειξη ότι η εξασθένηση του μεταβολισμού του φυλλικού οξέος δεν παίζει σημαντικό ρόλο στη δράση της σουλφασαλαζίνης.
Σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεθοτρεξάτη, η συμπληρωματική χορήγηση φυλλικού οξέος μειώνει την τοξικότητα, χωρίς όμως να επηρεάζει την αποτελεσματικότητα, της μεθοτρεξάτης, ένδειξη ότι η αναστολή της δεϋδροφολικής ρεδουκτάσης δεν παίζει σημαντικό ρόλο στον μηχανισμό δράσης των φαρμάκων που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία της ΡΑ (Morgan SL et al, 1990). Πάντως, η παρέμβαση στην δράση άλλων ενζύμων εξαρτώμενων από το φυλλικό οξύ, όπως η τρανσφορμυλάση του AICAR (aminoimidazolecarboxamide ribonucleotide transformylase), μπορεί να έχει μεγαλύτερη σημασία σε ασθενείς θεραπευόμενους με ανταγωνιστές του φυλλικού οξέος (Baggot JE et al, 1993). Η σουλφασαλαζίνη είναι περισσότερο δυνητικός αναστολέας της τρανσφορμυλάσης του AICAR από την μεθοτρεξάτη, ενώ η σουλφαπυριδίνη είναι ανενεργός (Baggot JE et al, 1992).
Η αντιπολλαπλασιαστική δράση της μεθοτρεξάτης θεωρείται υπεύθυνη, εν μέρει, για την κλινική της αποτελεσματικότητα στη ΡΑ (Olsen NJ and Murray LM, 1989). Η μεθοτρεξάτη αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό των Τ- και Β-λεμφοκυττάρων και την σύνθεση των ανοσοσφαιρινών in vitro και η αναστολή αυτή αναστρέφεται με την προσθήκη φυλλινικού οξέος (Olsen NJ and Murray LM, 1989). Μολονότι η σουλφασαλαζίνη ασκεί τις ίδιες ανασταλτικές δράσεις στη λειτουργία των λεμφοκυττάρων με την μεθοτρεξάτη, οι δράσεις αυτές δεν περιορίζονται με την χορήγηση φυλλινικού οξέος.
5.2.2.3 ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΑ ΚΥΤΤΑΡΑ ΠΟΥ ΕΠΑΓΟΥΝ ΤΗΝ ΦΛΕΓΜΟΝΗ
- Αναστέλλει (όπως και το 5-ASA) την τυχαία μετανάστευση και την χημειοταξία των πολυμορφοπυρήνων λευκών αιμοσφαιρίων (Rhodes JM et al, 1981). Η δράση αυτή μπορεί να οφείλεται στο 5-ASA και να μην εξαρτάται από την ανασταλτική δράση της σουλφασαλαζίνης στη σύνθεση των προσταγλανδινών.
- Αναστέλλει την παραγωγή υπεροξειδίου και ενζύμων, ενώ η σουλφαπυριδίνη και το 5-ASA είναι ανενεργείς ή λιγότερο ενεργείς (Molin L and Stendahl O, 1979; Carlin G et al, 1989)
- Αναστέλλει την κυτταρική ενεργοποίηση, παρεμβαίνοντας στον μεταβολισμό της φωσφοϊνοσιτίδης στο επίπεδο της φωσφολιπάσης C ή της ρυθμιστικής της φωσφολιπάσης C πρωτεΐνης (G-πρωτεΐνη) (Carlin G et al, 1989; Carlin G et al, 1992).
- Αναστέλλει την παραγωγή της cΑΜΡ από τις προσταγλανδίνες στα κοκκιοκύτταρα, τα λεμφοκύτταρα και τα μονοκύτταρα, απάντηση επίσης εξαρτώμενη από τις ετεροτριμερείς G-πρωτεΐνες, αλλ' όχι από την φωσφολιπάση C (Carlin G et al, 1993).
Η σουλφασαλαζίνη μπορεί να εξουδετερώνει τα βλαπτικά παράγωγα που απελευθερώνονται σ' αυτές τις διαδικασίες, δεδομένου ότι το 5-ASA δρα σαν ισχυρός εκκαθαριστής των ριζών οξυγόνου, περιλαμβανομένων των ανιόντων του υπεροξειδίου, και ότι η σουλφασαλαζίνη παρεμβαίνει στην ενζυμική δραστηριότητα των πρωτεασών των κοκκιοκυττάρων (Klessen C, 1980). Αρκετές από τις παραπάνω κυτταρικές λειτουργίες επάγονται με ενδοκυττάρια σήματα εξαρτώμενα από την φωσφοϊνοσιτίδη, τα οποία μεταδίδουν το φλεγμονώδες ερέθισμα στον υποδοχέα του κυττάρου, οδηγώντας σε κυτταρική απάντηση.
5.2.3 ΑΝΟΣΟΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
5.2.3.1 ΔΡΑΣΗ ΣΕ ΚΥΤΤΑΡΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ
- Αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό των Τ-λεμφοκυττάρων και την δραστηριότητα των φυσικών κυττάρων-φονέων, in vitro (Gibson PR and Jewell DP, 1985; Comer SS and Jasin HE, 1988).
- Αναστέλλει την in vitro ενεργοποίηση των Β-λεμφοκυττάρων, εκφραζόμενη με πολλαπλασιασμό, σύνθεση ανοσοσφαιρινών, παραγωγή RF ή σχηματισμό πλάκας (Imai F et al, 1991). Στα συστήματα αυτά, η σουλφαπυριδίνη και το 5-ASA είναι λιγότερο δραστικά από την σουλφασαλαζίνη.
- Αναστέλλει την απελευθέρωση της IL-2 και της IFN-γ από τα Τ-λεμφοκύτταρα όπως και της IL-1, της IL-6 και του TNF-α από τα μονοκύτταρα (Remvig L and Andersen B, 1990) και ανταγωνίζεται τους υποδοχείς του TNF-α (Shanahan F et al, 1990, Bruck W et al, 1992).
- Μειώνει σημαντικά την ικανότητα παραγωγής IL-6 από τα κυκλοφορούντα μονοκύτταρα (Crilly A et al, 1994).
Η ανασταλτική δράση της σουλφασαλαζίνης στην in vitro ενεργοποίηση των Τ- λεμφοκυττάρων μπορεί να σχετίζεται με μειωμένη απελευθέρωση μιας ρυθμιστικής κυτταροκίνης, όπως η IL-2, αν και η σουλφασαλαζίνη αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων περισσότερο από την απελευθέρωση της IL-2. Αντίθετα, η κυκλοσπορίνη-Α αναστέλλει παράλληλα και τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων και την παραγωγή της IL-2 (Fujiwara M et al, 1990).
5.2.3.2 ΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗ
- Η σουλφασαλαζίνη (όχι όμως και οι μεταβολίτες της) αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό των ενδοθηλιακών κυττάρων αορτής βοών σε καλλιέργειες (Sharon P et al, 1992).
- Η σουλφαπυριδίνη αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό των ενδοθηλιακών κυττάρων του φλεβικού τοιχώματος ανθρώπινου ομφάλιου λώρου, περισσότερο από την σουλφασαλαζίνη (Madhok R et al, 1991).
5.2.3.3 ΔΡΑΣΕΙΣ IN VITRO
Η σουλφασαλαζίνη έχει ανοσοτροποιητική δράση σε κλινικές μελέτες και σε πειραματικά μοντέλα αυτοάνοσων νοσημάτων.
- Φυσιολογικοποιεί τις διαταραχές της σχέσης διαφορετικών υπο-ομάδων λεμφοκυττάρων στο αίμα και το παχύ έντερο (Rubinstein A et al, 1978; Miyazaki H et al, 1985) και μειώνει την δραστηριότητα των φυσικών κυττάρων-φονέων στο περιφερικό αίμα (Aparicio-Pages MN et al, 1990) σε ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα.
Κατ΄άλλους, δεν μεταβάλλει τον αριθμό των συνολικών λεμφοκυττάρων και των Τ- ή Β- λεμφοκυττάρων στο αίμα (Thayer WR et al, 1979; Samanta BA et al, 1992).
- Μειώνει τον αριθμό των γ/δ+ λεμφοκυττάρων στον βλεννογόνο του λεπτού εντέρου και του 12δακτύλου (Kanerud L et al, 1994) ασθενών με αρθρίτιδα, ένδειξη ότι έχει δράση στο ανοσολογικό σύστημα του εντέρου.
- Μειώνει τα επίπεδα της IgA (Jorgensen C et al, 1993), όπως και τον αριθμό των κυκλοφορούντων κυττάρων που παράγουν IgA, η οποία προηγείται και σχετίζεται με την κλινική βελτίωση (Feltelius N et al, 1991). Οι ασθενείς με φαρμακογενή εκλεκτική ανεπάρκεια της IgA ή πανυπογαμμασφαιριναιμία συχνά ανταποκρίνονται στην σουλφασαλαζίνη (Farr M et al, 1991).
- Μειώνει την ανοσοαπάντηση σε per os και παρεντερικά χορηγούμενα αντιγόνα, όπως φαίνεται από την ελάττωση του αριθμού των κυκλοφορούντων κυττάρων που παράγουν ανοσοσφαιρίνες, σε υγιείς εθελοντές (Gudmundsson S et al, 1993).
5.2.3.4 ΑΝΟΣΟΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΣΕ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΖΩΑ
- Αναστέλλει την κολλαγονο-επαγόμενη αρθρίτιδα τύπου ΙΙ, σε ποντικούς και αρουραίους (Fener P et al, 1990)
- Αναστέλλει τις ιστολογικές αλλοιώσεις και την καταστροφή του χόνδρου σε αρθρίτιδα προκληθείσα από αντιγόνο, σε ποντικούς και κουνέλια (Hunneyball IM et al, 1986)
- Τροποποιεί την διαδρομή της πειραματικής αλλεργικής εγκεφαλομυελίτιδας, σε ινδόχοιρους και αρουραίους (Correales J et al, 1991)
- Περιορίζει την ανάπτυξη νόσου παρόμοιας με λύκο, σε ποντικούς (Abe C et al, 1991; Yamamoto I et al, 1991)
- Μειώνει την ανοσοαπάντηση σε αντιγονικά κύτταρα όγκων, σε ποντικούς (Laursen ML, 1978)
- Παρατείνει την επιβίωση των καρδιακών αλλομοσχευμάτων σε συνδυασμό με κυκλοσπορίνη, σε αρουραίους (Wanders A et al, 1988)
- Έχει ωφέλιμη δράση σε διάφορα μοντέλα πειραματικής κολίτιδας (Axelsson L-G and Ahl-stedt S, 1993)
- Αναστέλλει την μιτογονο-επαγόμενη μετατροπή των σπληνικών κυττάρων, σε μεγάλες συγκεντρώσεις, σε ποντικούς
- Αναστέλλει την μιτογονο-επαγόμενη κυτταροτοξικότητα, in vitro (Holm G and Perlmann P, 1969)
- Αυξάνει την επιρρέπεια στην ανάπτυξη κακοήθων ασκιτικών κυττάρων στο λεπτό έντερο ποντικών (Laursen ML, 1978)
- Αναστέλλει την δράση των κυττάρων-φονέων, όπως και η σουλφαπυριδίνη, σε επίπεδα υψηλότερα από τα θεραπευτικά, in vitro (Gibson P and Jewell D, 1985).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η σουλφασαλαζίνη φαίνεται ότι έχει ανοσοτροποποιητική δράση, η οποία μπορεί να επιτυγχάνεται μέσω τροποποίησης της παραγωγής και της δραστηριότητας των κυτταροκινών. Οι ασθενείς που θεραπεύονται με σουλφασαλαζίνη εμφανίζουν προοδευτική μείωση των επιπέδων της IL-1 και του TNF στον ορό, σε συνδυασμό με βελτίωση των κλινικών δεικτών της δραστηριότητας της νόσου, ένδειξη ότι η σουλφασαλαζίνη δρα στις προφλεγμονώδεις κυτταροκίνες.
5.2.3.5 ΔΡΑΣΗ ΣΤΑ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΑ
- Ελαττώνει τα κυκλοφορούντα ενεργοποιημένα λεμφοκύτταρα, σε ασθενείς με ΡΑ, και την αποκατάσταση των φυσιολογικών απαντήσεων των λεμφοκυττάρων στην κονκαβαλίνη-Α, ex vivo (Symmons D et al, 1988).
- Καταστέλλει την παραγωγή ανοσοσφαιρινών και IgM RF από περιφερικά Β-λεμφοκύτταρα διεγερμένα με μιτογόνο Pokeweed, ανάλογα με την δόση της (Comer SS and Jasin HE, 1988). Σε χαμηλές συγκεντρώσεις, η παραγωγή IgM RF αναστέλλεται περισσότερο από την συνολική ΙgM.
- Συνδέεται με εκλεκτική ανεπάρκεια της IgA, ένδειξη ότι επηρεάζει την ανοσία του γαστρεντερικού βλεννογόνου (Delamere J et al, 1983).
5.2.3.6 ΔΡΑΣΗ ΣΤΑ ΜΟΝΟΠΥΡΗΝΑ
- Καταστέλλει τις απαντήσεις των μονοπυρήνων του περιφερικού αίματος σε διάφορα μιτογόνα, in vitro (Symmons D et al, 1988)
- Δεν μεταβάλλει την αναλογία των υποπληθυσμών των κυκλοφορούντων μονοπυρήνων, σε ασθενείς με φλεγμονώδεις εντεροπάθειες (Thayer WR et al, 1979).
5.2.3.7 ΑΛΛΕΣ ΑΝΟΣΟΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ
- Έχει ανοσοτροποιητική δράση στην λειτουργία των Τ-κατασταλτικών κυττάρων, σε ασθενείς με νόσο του Crohn (Holdstock G et al, 1982)
- Δρα άμεσα στην υπερδραστηριότητα των Β-λεμφοκυττάρων, σε ασθενείς με ΡΑ (Imai F et al, 1994). Σε θεραπευτικές δόσεις, καταστέλλει σημαντικά την απάντηση στην PFC και την παραγωγική απάντηση των Β-λεμφοκυττάρων. Η σουλφαπυριδίνη αναστέλλει την PFC απάντηση των Β-λεμφοκυττάρων σε ασθενείς με ΡΑ
- Μειώνει σημαντικά τα επίπεδα των ανοσοσφαιρινών, σε ασθενείς με ΡΑ (Bird HA et al, 1982; Farr M et al, 1984).
- Μειώνει τον αριθμό των κυκλοφορούντων ενεργοποιημένων μεγάλων λεμφοκυττάρων (Symmons DPM et al, 1988).
- Μειώνει την παραγωγή IgM-RF (Comer SS et al, 1988).
- Αναστέλλει τις παραγωγικές απαντήσεις των Τ- και Β- λεμφοκυττάρων με μιτογόνο Pokeweed, σε υγιή άτομα (Comer SS et al, 1988). Η σουλφαπυριδίνη δεν έχει δράση στην παραγωγή αντισωμάτων.
5.2.4 ΔΡΑΣΗ ΣΤΗ ΘΕΙΟΛΗ
Η θειολική ομάδα συμβάλλει πιθανώς στην τροποποιητική δράση ορισμένων φαρμάκων. Αντιρρευματικά φάρμακα που περιέχουν θειολική ομάδα είναι η D-πενικιλλαμίνη, η λεβαμιζόλη και ο θειογλυκονικός χρυσός. Oι θειολικές ομάδες σταθεροποιούν τις πρωτεΐνες που μπορούν να μειώσουν την αντιγονικότητα των μετουσιωμένων πρωτεϊνών. Οι θειόλες είναι επίσης χηλικοί παράγοντες (Bacon P and Salmon M, 1987). Η σουλφασαλαζίνη δεν περιέχει θειολική ομάδα, αλλά μεταβάλλει τα επίπεδα του θειολικού οξέος στα ερυθρά αιμοσφαίρια και το πλάσμα.
Σε ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα, το ενεργό μόριο της σουλφασαλαζίνης είναι το 5-ASA (Dew M et al, 1982). Στη ΡΑ, η σουλφαπυριδίνη δρα σαν DMARD, βελτιώνοντας τις κλινικές και εργαστηριακές παραμέτρους της φλεγμονής, ενώ το 5-ASA φαίνεται ότι δρα μόνο σαν ασθενές ΜΣΑΦ.
Οι συγκεντρώσεις της σουλφασαλαζίνης και της σουλφαπυριδίνης δεν φαίνεται να καθορίζουν την αποτελεσματικότητά τους, πιθανώς γιατί το ενεργό μόριο στην περιοχή της δράσης δεν είναι σε ισορροπία με τον ορό. Οι συγκεντρώσεις της σουλφαπυριδίνης στο αρθρικό υγρό δεν συνδέονται στενά με τις συγκεντρώσεις στον ορό, αλλά σχετίζονται με τον βαθμό της αρθρικής φλεγμονής.
5.2.5 ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΔΡΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΓΚΥΛΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΠΟΝΔΥΛΙΤΙΔΑ
Οι λοιμώξεις και φλεγμονές του γαστρεντερικού έχουν ενοχοποιηθεί για την παθογένεση των ρευματικών νοσημάτων των συνδεόμενων με HLA-B27. Στην ΑΣ, ευρήματα που συνηγορούν υπέρ της άποψης αυτής είναι :
- Η αύξηση της εντερικής διαπερατότητας (Smith MD et al, 1985), οι φλεγμονώδεις αλλοιώσεις του βλεννογόνου του τελικού ειλεού και η χρόνια φλεγμονώδης εντεροπάθεια (Dekker-Saeys BJ et al, 1978). Η σουλφασαλαζίνη δρα πιθανώς στην ΑΣ τροποποιώντας την εντερική χλωρίδα (West B et al, 1974; Krook A et al, 1981).
- Η αύξηση της ΙgA (Cowling P et al, 1980) και των IgA αντισωμάτων έναντι της κλεμπσιέλλας (Trull A et al, 1984), ένδειξη ανοσοαπάντησης του εντερικού βλεννογόνου (Calguneri M et al, 1981).
- Η αύξηση της χημειοτακτικής δράσης των πολυμορφοπυρήνων του περιφερικού αίματος, η οποία μπορεί να συμβάλλει στα φλεγμονώδη συμπτώματα στα σχετιζόμενα με HLA-B27 νοσήματα.
- Η αυξημένη παραγωγή ελεύθερων τοξικών ριζών οξυγόνου, σε ασθενείς με προηγηθείσα σοβαρή αρθρίτιδα από Yersinia (Koivuranta-Vaara P et al, 1987).
- Η αυξημένη παραγωγή λευκοτριένης Β4 από ουδετερόφιλα ασθενών με φλεγμονώδη εντεροπάθεια (Nielsen OH et al, 1987).
5.2.6 ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΔΡΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΨΩΡΙΑΣΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
Η δράση της σουλφασαλαζίνης στην ΨΑ μπορεί να οφείλεται σε μείωση του αριθμού και της λειτουργίας των Β-λεμφοκυττάρων (Newman ED et al, 1991).
5.2.7 ΤΟΠΟΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΣΟΥΛΦΑΣΑΛΑΖΙΝΗΣ
Η σουλφασαλαζίνη δεν είναι γνωστό αν έχει άμεση δράση στις διεργασίες της αρθρικής φλεγμονής ή δρα με συστηματικό ανοσοτροποποιητικό μηχανισμό. Υπέρ του τελευταίου συνηγορεί το γεγονός ότι η κλινική και εργαστηριακή βελτίωση του φαρμάκου εμφανίζεται μετά από αρκετές εβδομάδες θεραπείας. Οι περισσότερες in vitro ανοσολογικές δράσεις της σουλφασαλαζίνης παρατηρούνται σε συγκεντρώσεις του φαρμάκου μεγαλύτερες απ' αυτές που επιτυγχάνονται στον ορό.
Τα επίπεδα της σουλφασαλαζίνης στο πλάσμα δεν σχετίζονται με το κλινικό αποτέλεσμα, αν και τα επίπεδα της σουλφαπυριδίνης στο πλάσμα σχετίζονται με την συχνότητα των επιπλοκών (Azad Khan AK et al, 1980; Pullar T et al, 1983) και η δόση της σουλφασαλαζίνης σε mg/kg μπορεί να σχετίζεται με την κλινική ανταπόκριση.
Η σουλφασαλαζίνη φαίνεται ότι δρα στο ανοσολογικό σύστημα του εντέρου (Sheldon P et al, 1987). Σε ασθενείς θεραπευόμενους με σουλφασαλαζίνη, η μείωση του αριθμού των κυκλοφορούντων κυττάρων που παράγουν IgA και των επιπέδων της IgA στον ορό σχετίζεται με την βελτίωση της νόσου (Feltelius N et al, 1991; Farr M et al, 1991), ένδειξη ότι η σουλφασαλαζίνη δρα στους λεμφικούς ιστούς του εντέρου, όπου κυρίως παράγεται η IgA. Ακόμα, η σουλφασαλαζίνη μειώνει τα γ/δ+ λεμφοκύτταρα στον βλεννογόνο του εντέρου σε ασθενείς και, χορηγούμενη per os, τροποποιεί την ανοσοαπάντηση, σε ποντικούς και υγιείς εθελοντές (Sheldon P and Pell P, 1993).
5.3 ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ
- Προκαλεί δοσοεξαρτώμενη αναστρέψιμη υπερπλασία του θυρεοειδούς, σε αρουραίους. Σε σκύλους, χορηγούμενη επί 6 μήνες σε δόσεις 250 και 500 mg/kg-1, μπορεί να προκαλέσει ήπια υπερπλασία του θυρεοειδούς. Σε δόσεις 500 mg/kg-1 επηρεάζει σε μικρό βαθμό το επιθήλιο των όρχεων.
- Έχει τερατογόνο δράση, σε δόση 800 mg/kg-1
- Δεν έχει μεταλλαξιογόνο δράση
- Εξασθενεί την γονιμότητα σε άρρενες αρουραίους και κουνέλια, σε δόσεις έως 6 φορές μεγαλύτερες της ανθρώπινης.
Η μακροπρόθεσμη καρκινογόνος δυνητικότητα της σουλφασαλαζίνης δεν έχει μελετηθεί στα ζώα.
5.4 ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ
Η σουλφασαλαζίνη, μετά από την per os χορήγησή της, απορροφάται εν μέρει και σε διάφορο βαθμό. Σε φυσιολογικά άτομα, όπως και σε ασθενείς με φλεγμονώδεις εντεροπάθειες, απορροφάται από το λεπτό έντερο σε ποσοστό 10-33% (Azad Khan K et al, 1982).
Μετά την per os χορήγησή της, ανιχνεύεται στον ορό μετά από 6 ώρες. Μετά την καθημερινή χορήγησή της, τα επίπεδά της στον ορό σταθεροποιούνται μετά από 4-5 ημέρες. Οι μέγιστες συγκεντρώσεις της στον ορό επιτυγχάνονται 3-5 ώρες μετά την χορήγηση μιας δόσης του φαρμάκου. Μετά από την χορήγηση μιας δόσης per os, ο φαινόμενος t(1/2) της απομάκρυνσης του φαρμάκου από το πλάσμα κυμαίνεται σε 6-17 ώρες και πιθανώς αντανακλά τον t(1/2) της απορρόφησης (Azad Khan K et al, 1982).
Η σουλφαπυριδίνη και οι μεταβολίτες της εμφανίζονται στον ορό 4-6 ώρες μετά την χορήγηση της πρώτης δόσης της σουλφασαλαζίνης. Η καθυστέρηση αυτή μπορεί να οφείλεται στο χρονικό διάστημα που απαιτείται για την διάσπαση του αζωτούχου δεσμού από τα βακτηρίδια του παχέος εντέρου και την συνεπακόλουθη απορρόφηση των προϊόντων της αποδόμησης. Η άποψη αυτή υποστηρίζεται από το γεγονός ότι η σουλφασαλαζίνη δεν διασπάται σε ασθενείς με ειλεοστομία (Das KM et al, 1974).
Το μεγαλύτερο μέρος του απορροφούμενου φαρμάκου φθάνει στο παχύ έντερο αναλλοίωτο μέσω του εντεροηπατικού κύκλου και της απεκκρινόμενης χολής (Das KM et al, 1974), όπου ο αζωτούχος δεσμός διασπάται από την μικροβιακή χλωρίδα και απελευθερώνεται σουλφαπυριδίνη και 5-ASA (Peppercorn MA and Goldman P, 1972) (ΕΙΚΟΝΑ 121).
ΕΙΚΟΝΑ 121 : Μεταβολισμός σουλφασαλαζίνης από εντερικά βακτηρίδια
Το 5-ASA πιθανώς ακετυλιώνεται προσυστηματικά στο εντερικό τοίχωμα. Η σουλφαπυριδίνη και το 5-ASA, που παράγονται μετά την υδρόλυση της σουλφασαλαζίνης από τα βακτηρίδια του εντέρου, απορροφώνται από το τοίχωμα του παχέος εντέρου.
Η σουλφασαλαζίνη δεσμεύεται σε μεγάλο βαθμό (95-99%) με τις πρωτεΐνες και έχει μεγάλη συγγένεια για τον συνδετικό ιστό. Σε υψηλές συγκεντρώσεις ανιχνεύεται στα περιτοναϊκά, πλευριτικά και αρθρικά υγρά. Η σουλφαπυριδίνη κατανέμεται σ΄ολόκληρο το σώμα και ακετυλιώνεται στο ήπαρ.
Η σουλφασαλαζίνη εισέρχεται σε ελάχιστα ποσά στο μητρικό γάλα, αλλ΄ όχι στον εγκέφαλο. Οι συγκεντρώσεις της σουλφαπυριδίνης στο γάλα των μαστών προσεγγίζει το 40% των συγκεντρώσεών της στον ορό. Το 5-ASA, λόγω των χαμηλών συγκεντρώσεών του στον ορό, πιθανώς δεν απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα.
Η σουλφασαλαζίνη απεκκρίνεται κυρίως από τα ούρα και την χολή και συμμετέχει στον εντεροηπατικό κύκλο (Das K and Dubin R, 1976; Azad Khan K et al, 1982). Ουσιαστικά δεν αποβάλλεται με τα κόπρανα, εκτός εάν οι ασθενείς έχουν υποστεί κολεκτομή ή παίρνουν αντιβιοτικά (Azad Khan K et al, 1982).
Το 30% περίπου του απελευθερούμενου 5-ASA ακετυλιώνεται σε ακετυλο-5-ASA, που αποβάλλεται από τα ούρα. Το 5-ASA αποβάλλεται με τα κόπρανα αναλλοίωτο σε ποσοστό περίπου 80%, αν και μπορεί να απορροφηθεί συστηματικά σε ποσοστό μέχρι 33% και να ακετυλιωθεί στο τοίχωμα του παχέος εντέρου και το ήπαρ. Σε μικρά ποσά αποβάλλεται επίσης από τα ούρα σε ποσοστό >90% με την μορφή ακετυλιωμένου αμινοσαλικυλικού οξέος.
Η σουλφαπυριδίνη μεταβολίζεται στο ήπαρ με ακετυλίωση, υδροξυλίωση και σύνδεση με γλυ-κουρονικό οξύ (Das KM and Rubin R, 1976). Οι μεταβολίτες αυτοί, μαζί με την αναλλοίωτη σουλφαπυριδίνη, αποβάλλονται από τα ούρα (Schroder H and Campbell D, 1972). Το 50% της συνολικά αποβαλλόμενης από τα ούρα σουλφαπυριδίνης συντελείται με την μορφή γλυκουρονιδίων, είτε της σουλφαπυριδίνης, είτε της ακετυλσουλφαπυριδίνης (ΕΙΚΟΝΑ 122).
ΕΙΚΟΝΑ 122 : Μείζονες οδοί αποβολής σουλφαπυριδίνης
Η υδροξυλίωση της σουλφαπυριδίνης γίνεται από το κυτόχρωμα Ρ-450, σε φλεγμονώδεις όμως καταστάσεις η δραστηριότητα του συστήματος της οξειδάσης καταστέλλεται. Η κατασταλτική αυτή δράση αποδίδεται στην IL-1, την IL-6 και τον TNF, που διεγείρουν τα ηπατοκύτταρα για να συνθέσουν πρωτεΐνες οξείας φάσης και να καταστείλουν τον επαγόμενο από το κυτόχρωμα Ρ-450 μεταβολισμό του φαρμάκου (Dinarello CA, 1988).
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΚΕΤΥΛΙΩΤΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΤΥΠΟΥ
Ο μεταβολισμός της σουλφαπυριδίνης έχει μεγάλες ενδοατομικές διακυμάνσεις, οι οποίες οφείλονται εν μέρει σε γενετικά καθορισμένες αυξομειώσεις της ικανότητας ακετυλίωσης και οξείδωσης (Schroder H and Campbell D, 1972).
Οι ασθενείς με βραδύ ακετυλιωτικό φαινότυπο έχουν σημαντικά μεγαλύτερες συγκεντρώσεις σταθερής κατάστασης σουλφαπυριδίνης στο πλάσμα από ασθενείς με ταχύ ακετυλιωτικό φαινότυπο (Schroder H and Campbell D, 1972), λόγω μειωμένης νεφρικής κάθαρσης της σουλφαπυριδίνης και των μεταβολιτών της. Το φαινόμενο αυτό μπορεί να ερμηνεύσει την αυξημένη συχνότητα επιπλοκών (κυρίως ναυτίας και εμέτων) της σουλφασαλαζίνης σε ασθενείς με φλεγμονώδεις εντεροπάθειες ή ΡΑ και βραδύ ακετυλιωτικό φαινότυπο (Schroder H and Evans DA, 1972; Das KM and Eastwood MA, 1975). Πάντως, οι σοβαρότερες ιδιοσυγκρασιακές αντιδράσεις της σουλφασαλαζίνης (όπως η λευκοπενία) δεν φαίνεται να σχετίζονται με το είδος του ακετυλιωτικού φαινότυπου (Capell H et al, 1986).
Παράλληλα, σε ασθενείς με ΡΑ και ταχύ ακετυλιωτικό φαινότυπο, η ανταπόκριση στη σουλφασαλαζίνη μπορεί να είναι μικρότερη (Bax DE et al, 1986), αλλά δεν διαφέρει σε ασθενείς με ΡΑ και διαφορετικούς ακετυλιωτικούς φαινότυπους ή διαφορετικά επίπεδα φαρμάκου στο αίμα (Martin L et al, 1985; Bax DE et al, 1986). Πάντως, ο καθορισμός του ακετυλιωτικού φαινότυπου πριν από την έναρξη της θεραπείας με σουλφασαλαζίνη δεν φαίνεται να είναι απαραίτητος.
Η ηλικία δεν φαίνεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην φαρμακοκινητική της σουλφασαλαζίνης και της σουλφαπυριδίνης (Taggart A et al, 1987b).
5.5 ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟΝ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ - ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ
Η συσχέτιση των συγκεντρώσεων της σουλφασαλαζίνης στο πλάσμα με την θεραπευτική της δράση δεν έχει προσδιορισθεί. Ολικές συγκεντρώσεις σουλφαπυριδίνης στον ορό 20-50 mg/l-1 συμπίπτουν πιθανώς με την κλινική βελτίωση.
5.6 ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Τα επίπεδα του 5-ASA στον ορό που επιτυγχάνονται στη διάρκεια της θεραπείας με σουλφασαλαζίνη είναι αμελητέα, γι' αυτό και οι φαρμακευτικές αλληλεπιδράσεις οι βασιζόμενες στο σαλικυλικό αυτό μόριο δεν έχουν κλινική σημασία.
5.6.1 ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Αντιδιαβητικά
Αλληλεπιδράσεις : Οι σουλφοναμίδες μπορεί να αυξήσουν την υπογλυκαιμική δράση των per os χορηγούμενων αντιδιαβητικών. Η κλινική σημασία της αλληλεπίδρασης αυτής εξαρτάται από το είδος των σουλφονυλουριών και των σουλφοναμιδών.
Μηχανισμός : Η αλληλεπίδραση αυτή οφείλεται πιθανώς σε παρεκτόπιση των αντιδιαβητικών από τις πρωτεΐνες του πλάσματος και σε αναστολή του ηπατικού μεταβολισμού τους από την σουλφασαλαζίνη.
Συστάσεις :
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με τον συνδυασμό αυτό το σάκχαρο του αίματος πρέπει να παρακολουθείται συχνά.
- Η δόση του αντιδιαβητικού πρέπει να τροποποιείται ανάλογα όταν η σουλφοναμίδη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται.
Διγοξίνη
Αλληλεπιδράσεις : H σουλφασαλαζίνη μειώνει την βιοδιαθεσιμότητα και την αναμενόμενη θεραπευτική δράση της διγοξίνης. Η διγιτοξίνη είναι λιγότερο πιθανό να αλληλεπιδράσει με την σουλφασαλαζίνη.
Μηχανισμός : Δεν έχει προσδιορισθεί. Η σουλφασαλαζίνη μπορεί να αναστέλλει την απορρόφηση της per os χορηγούμενης διγοξίνης.
Συστάσεις :
- H συγχορήγηση της σουλφασαλαζίνης με διγοξίνη δεν είναι απαραίτητο να αποφεύγεται.
- Τα επίπεδα της διγοξίνης στον ορό πρέπει να παρακολουθούνται σε ασθενείς θεραπευόμενους με σουλφασαλαζίνη.
Κορτικοειδή
Η συχνότητα των επιπλοκών της σουλφασαλαζίνης είναι μικρότερη σε ασθενείς θεραπευόμενους ταυτόχρονα με κορτικοειδή (Gran JT and Myklebust G, 1993). Κατ΄άλλους, τα κορτικοειδή δεν προσφέρουν σημαντικό όφελος και ίσως έχουν βλαπτική δράση αν προστεθούν στη θεραπεία με σουλφασαλαζίνη (Gough A et al, 1994).
Μεθοτρεξάτη
Αλληλεπιδράσεις : Οι σουλφοναμίδες μπορεί να παρεκτοπίσουν την μεθοτρεξάτη από τα σημεία σύνδεσης με τις πρωτεΐνες και να αυξήσουν τα επίπεδα στον ορό και την τοξικότητα της
Συστάσεις : Οι ασθενείς που παίρνουν μεθοτρεξάτη πρέπει να παρακολουθούνται με μεγαλύτερη προσοχή μήπως εμφανίσουν εκδηλώσεις αιματολογικών διαταραχών όταν στη θεραπεία προστεθεί μία σουλφοναμίδη.
Ριφαμπικίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η ριφαμπικίνη μπορεί να μειώσει τα επίπεδα της σουλφαπυριδίνης στον ορό, αυξάνοντας τον μεταβολισμό της ή μειώνοντας την μετατροπή της σουλφασαλαζίνης σε σουλφαπυριδίνη και αμινοσαλικυλικό οξύ από τα βακτηρίδια του παχέος εντέρου.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που θεραπεύονται με σουλφασαλαζίνη πρέπει να παρακολουθούνται στενότερα για μεταβολή της ανταπόκρισης στη σουλφασαλαζίνη όταν η ριφαμπικίνη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται.
Σίδηρος
Αλληλεπιδράσεις : Η ταυτόχρονη χορήγηση της σουλφασαλαζίνης με per os σκευάσματα σιδήρου μειώνει την απορρόφηση της πρώτης, αλλά δεν επηρεάζει τις συγκεντρώσεις της σουλφαπυριδίνης.
Φυλλικό οξύ
Αλληλεπιδράσεις : Η σουλφασαλαζίνη μπορεί να παρέμβει στον μεταβολισμό και την μεταφορά του διαιτητικά προσλαμβανόμενου φυλλικού οξέος, αναστέλλοντας την σύνδεση του στη νήστιδα (Franklin JL and Rosenberg ΗH, 1973; Reisenauer AM and Halsted CH, 1981).
Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να οδηγήσει σε ανεπάρκεια φυλλικού οξέος, η οποία εκδηλώνεται με χαμηλά επίπεδα φολικού στον ορό και τα ερυθρά αιμοσφαίρια, μεγαλοβλαστική αναιμία, μακροκυττάρωση και δικτυοκυττάρωση.
Συστάσεις :
- Οι ασθενείς που παίρνουν σουλφασαλαζίνη πρέπει να ελέγχουν περιοδικά τα επίπεδα του φολικού στο αίμα.
- Εάν εμφανίσουν την αλληλεπίδραση αυτή, συνιστάται να αυξάνουν την διαιτητική πρόσληψη φολικού, να παίρνουν την σουλφασαλαζίνη μεταξύ των γευμάτων και συμπληρωματικό φυλλικό ή φυλλινικό οξύ.
Άλλα φάρμακα
- Η χολεστυραμίνη (Pieniaszek HJ Jr and Bates TR, 1976), το γλυκονικό ασβέστιο και αντιβιοτικά ευρέος φάσματος (Peppercorn MA and Goldman P, 1972; Peppercorn MA and Goldman P, 1973) μπορεί να μεταβάλλουν τον μεταβολισμό και την απορρόφηση της σουλφασαλαζίνης.
- Η χολεστυραμίνη μειώνει πιθανώς την διαθεσιμότητα της σουλφαπυριδίνης, δεδομένου ότι συνδέεται με την σουλφασαλαζίνη και έτσι παρεμποδίζει την κατανάλωσή της από τα βακτηρίδια του εντέρου.
- Η σιμετιδίνη δεν αλληλεπιδρά σημαντικά με την σουλφασαλαζίνη (Pirmohamed M et al, 1993).
5.6.2 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
α) Στον ορό :
- Σάκχαρο ελάττωση
- Κατακράτηση Ι-131 ελάττωση
- PBI ελάττωση
β) Στα ούρα :
- Σάκχαρο αύξηση
- Πορφυρίνες αύξηση
- Λεύκωμα +
- Βιταμίνη C αύξηση
5.7 ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Νεανική ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Ελκώδης κολίτιδα
ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗ ΣΟΥΛΦΑΣΑΛΑΖΙΝΗ
Α) ΡΕΥΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Νόσος Still των ενηλίκων
- Ψωριασική αρθρίτιδα
- Αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα
- Σύνδρομο Reiter συνδεόμενο με AIDS
- Αντιδραστικές αρθρίτιδες
- HLA B27 (+) περιφερική αρθροπάθεια
- Συστηματική σκληροδερμία
- Ηωσινοφιλική περιτονιίτιδα
Β) ΕΝΤΕΡΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Νόσος Crohn
- Κολλαγονώδης κολίτιδα
- Κοκκιωματώδης κολίτιδα
Γ) ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Γενικευμένη μορφέα
- Παλίνδρομος ρευματισμός
- Εντεροπαθητική αρθρίτιδα
5.8 ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Υπερευαισθησία στις σουλφοναμίδες ή τα σαλικυλικά
- Πορφυρία
- Αλλεργία στα συντηρητικά του φαρμάκου (μεθυλπαραμπένη, προπυλπαραμπένη, βενζοϊκό νάτριο)
- Ανεπάρκεια G6PD
- Παιδιά ηλικίας <2 ετών
- Εντερική απόφραξη
- Αποφρακτική ουροπάθεια
- Ηπατική ανεπάρκεια
- Νεφρική ανεπάρκεια.
5.9 ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
5.9.1 ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Η κύρια ένδειξη της σουλφασαλαζίνης είναι ενεργός φλεγμονώδης νόσος, πτωχά ελεγχόμενη με ΜΣΑΦ, ιδιαίτερα μετά την ακτινολογική απεικόνιση των αρθρικών διαβρώσεων. Λόγω της ευκολίας στη χρήση, την σχετική ασφάλεια και την σχετικά ταχεία έναρξη της κλινικής της δράσης, η σουλφασαλαζίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν φάρμακο εκλογής σε ασθενείς με πρώϊμη και ήπια ΡΑ πριν από τον χρυσό, την D-πενικιλλαμίνη ή την μεθοτρεξάτη.
Όπως και τα ανθελονοσιακά, μπορεί να χορηγηθεί σε ασθενείς με μη παραμορφωτική πολυαρθρίτιδα και θετικά ΑΝΑ, με προσοχή όμως γιατί συνδέεται με φαρμακογενή ΣΕΛ (Walker EM and Carty JE, 1994). Σε ασθενείς με πιθανές εκδηλώσεις νοσήματος του συνδετικού ιστού είναι προτιμότερα τα ανθελονοσιακά.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η σουλφασαλαζίνη είναι αποτελεσματική στη ΡΑ (Martin L et al, 1985; Skosey JL, 1988; Farr M et al, 1995) και συχνά προκαλεί πλήρη ύφεση της νόσου (Bax DE and Amos RS, 1985; Chalmers IM et al, 1990).
Κατ' άλλους, δεν έχει αποτέλεσμα (Svartz N, 1942) και δεν πλεονεκτεί της ασπιρίνης, της ανάπαυσης και της φυσιοθεραπείας (Sinclair RJG and Duthie JJR, 1948).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Βελτιώνει σημαντικά τον αρθρικό δείκτη, την ισχύ σύσφιγξης και τον δείκτη δραστηριότητας της νόσου, αν και οι διαφορές αυτές δεν είναι σημαντικές συγκριτικά με placebo (Pul-lar T et al, 1983).
- Εξαφανίζει τα ρευματικά οζίδια (Englert HJ et al, 1987)
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Μειώνει τους τίτλους του Ra test, τις πρωτεΐνες οξείας φάσης, την ΤΚΕ, το C3 του ορού και τα επίπεδα των αιμοπεταλίων και των ανοσοσφαιρινών (κυρίως των IgG και λιγότερο των IgA και IgM) (Bax DE et al, 1986; Chalmers IM et al, 1990)
- Αυξάνει την Hb και τον MCV.
Η κλινική και η εργαστηριακή βελτίωση εμφανίζεται 8 εβδομάδες μετά την χορήγηση της σουλφασαλαζίνης σε πλήρεις δόσεις (2 gr/24ωρο) και είναι παρόμοια με άλλα DMARDs (άλατα χρυσού, D-πενικιλλαμίνη, αζαθειοπρίνη, μεθοτρεξάτη). Η βελτίωση των εργαστηριακών παραμέτρων μπορεί να σχετίζεται με την ανταπόκριση στη θεραπεία.
Πάντως, όπως με άλλα ΒΔΑΦ, o αριθμός των ασθενών που συνεχίζει να παίρνει σουλφασαλαζίνη πάνω από 3-5 χρόνια προοδευτικά μειώνεται (Wijnands MJH et al, 1992; Porter DR et al, 1994). Το 1/4 των ασθενών διακόπτει την σουλφασαλαζίνη τους πρώτους 3 μήνες της θεραπείας λόγω τοξικότητας και >1/3, 6-24 μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας, λόγω έλλειψης αποτελεσματικότητας (Situnayake RD et al, 1987; Chalmers IM et al, 1990).
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΟΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΟΥΛΦΑΣΑΛΑΖΙΝΗΣ
Ηλικία-διάρκεια νόσου : Οι ασθενείς που έχουν μικρότερη ηλικία και βραχύτερης διάρκειας νόσο ανταποκρίνονται συχνότερα, ενώ οι οροαρνητικοί έχουν καλύτερη ανταπόκριση (Hannonen P et al, 1993) στη σουλφασαλαζίνη.
Κατ΄άλλους, το φύλο, η ηλικία, η διάρκεια της νόσου, η οροθετικότητα και προηγηθείσα θεραπεία με άλλα DMARDs δεν φαίνεται να επηρεάζουν την κλινική ανταπόκριση στη σουλφασαλαζίνη (Pullar T and Capell HA, 1986).
Ακετυλιωτικός φαινότυπος : Οι βραδείς ακετυλιωτές πιθανώς ανταποκρίνονται συχνότερα στη σουλφασαλαζίνη (Bax DE et al, 1986).
Κατ΄άλλους, οι ταχείς ακετυλιωτές ανταποκρίνονται καλύτερα από τους βραδείς και ο ακετυλιωτικός φαινότυπος δεν παίζει σημαντικό ρόλο στην πρόβλεψη της βραχυ- ή μακρο-πρόθεσμης αποτελεσματικότητας ή της φύσης και της βαρύτητας των επιπλοκών της σουλφασαλαζίνης (Kitas GD et al, 1992).
Δείκτες οξείας φάσης : Οι ασθενείς που θεραπεύονται με χρυσό, D-πενικιλλαμίνη ή σουλφασαλαζίνη και έχουν υψηλότερη ΤΚΕ και πρωϊμότερη νόσο είναι περισσότερο πιθανό να συνεχίσουν την αγωγή επί 12 μήνες (Capell HA et al, 1993).
Ρευματοειδής παράγοντας : Οι οροθετικοί ασθενείς διακόπτουν λιγότερο συχνά την θεραπεία με σουλφασαλαζίνη (Gran JT and Myklebust G, 1993), ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι οι οροαρνητικοί ασθενείς έχουν καλύτερη έκβαση. Πάντως, τόσο οι οροαρνητικοί, όσο και οι οροθετικοί, όπως και οι πάσης ηλικίας, ασθενείς μπορούν να ανταποκριθούν εξίσου στη σουλφασαλαζίνη (Pullar T and Capell HA, 1986).
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ : Η σουλφασαλαζίνη έχει τροποποιητική δράση στη ΡΑ (Hannonen P et al, 1993), δεδομένου ότι μπορεί να καθυστερήσει, ιδίως μετά τον 2ο χρόνο της θεραπείας ή, σε ασθενείς με πρώϊμη νόσο, να αποτρέψει (Van der Heijde DM et al, 1989) τις ακτινολογικές αλλοιώσεις, ανεξάρτητα από την βελτίωση των δεικτών της φλεγμονής. Σε σύγκριση με την υδροξυχλωροκίνη, φαίνεται ότι καθυστερεί περισσότερο την εμφάνιση των διαβρώσεων (van der Heijde DM et al, 1989; van der Heijde DMFM et al, 1990).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Θειογλυκονικός χρυσός : Η σουλφασαλαζίνη είναι λιγότερο ή εξίσου αποτελεσματική και λιγότερο τοξική (Pullar T et al, 1983; Bax DE and Amor RS, 1985; Williams HJ et al, 1988).
Αουρανοφίνη : Η σουλφασαλαζίνη έχει ταχύτερη έναρξη δράσης και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και παρόμοια ή μικρότερη τοξικότητα (Porter D et al, 1992; McEntegart A et al, 1996).
Υδροξυχλωροκίνη : Η σουλφασαλαζίνη δρα ταχύτερα και αποτελεσματικότερα και έχει μεγαλύτερη τροποποιητική ικανότητα (van der Heijde DM et al, 1989), αλλά και τοξικότητα (Nuver-Zwart IH et al, 1989).
D-πενικιλλαμίνη : Η σουλφασαλαζίνη έχει παρόμοια αποτελεσματικότητα, αλλά ταχύτερη δράση και παρόμοια ή μικρότερη τοξικότητα (Neumann VC et al, 1983; Carroll G et al, 1989) τοξικότητα.
Σύμφωνα με μετα-αναλύσεις μελετών, είναι εξίσου αποτελεσματική (Felson DT et al, 1990; Felson DT et al, 1992) και βελτιώνει την λειτουργικότητα περισσότερο (Capell HA et al, 1990) από την D-πενικιλλαμίνη.
Αζαθειοπρίνη: Είναι λιγότερο αποτελεσματική από την σουλφασαλαζίνη (Felson DT et al, 1990; Felson DT et al, 1992).
Μεθοτρεξάτη : Είναι εξίσου αποτελεσματική και λιγότερο τοξική από την σουλφασαλαζίνη (Felson DT et al, 1990; Felson DT et al, 1992; Rains CP et al, 1995).
Κορτικοειδή : Ο συνδυασμός τους με σουλφασαλαζίνη είναι λιγότερο τοξικός (Gran JT and Myklebust G, 1993). Κατ΄άλλους, δεν προσφέρει μεγαλύτερο όφελος συγκριτικά με placebo (Gough A et al, 1994).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Σουλφασαλαζίνη + ενέσιμος χρυσός : Η προσθήκη ενέσιμου χρυσού σε ασθενείς θεραπευόμενους με σουλφασαλαζίνη είναι αποτελεσματική και καλά ανεκτή (Farr M et al, 1988a).
Σουλφασαλαζίνη + υδροξυχλωροκίνη : Δεν διαφέρει σε αποτελεσματικότητα από την σουλφασαλαζίνη μόνη της (Faarvang KL et al, 1993).
Σουλφασαλαζίνη + D-πενικιλλαμίνη : Η προσθήκη D-πενικιλλαμίνης σε ασθενείς θεραπευόμενους με σουλφασαλαζίνη είναι αποτελεσματική και καλά ανεκτή (Farr M et al, 1988a). Κατ΄άλλους, ο συνδυασμός αυτός είναι περισσότερο αποτελεσματικός, αλλά και τοξικός, από την D-πενικιλλαμίνη μόνη της (Taggart AJ et al, 1987a).
Σουλφασαλαζίνη + μεθοτρεξάτη : Είναι περισσότερο αποτελεσματικός και εξίσου ή λίγο περισσότερο τοξικός (Morand EF et al, 1993; Haagsma CJ et al, 1994; Nisar M et al, 1994; Haagsma CJ et al, 1995) από την μεθοτρεξάτη μόνη της.
Σουλφασαλαζίνη + αζαθειοπρίνη : Είναι περισσότερο αποτελεσματικός από το κάθε ένα φάρμακο ξεχωριστά (Waterworth RF, 1989).
Σουλφασαλαζίνη + υδροξυχλωροκίνη + μεθοτρεξάτη :
- Η προσθήκη σουλφασαλαζίνης και υδροξυχλωροκίνης σε ασθενείς με μερική ανταπόκριση στη μεθοτρεξάτη ή στο συνδυασμό σουλφασαλαζίνης με υδροξυχλωροκίνη είναι πολύ περισσότερο αποτελεσματική από την μεθοτρεξάτη μόνη της ή από τον συνδυασμό της σουλφασαλαζίνης με υδροξυχλωροκίνη (O' Dell JR et al, 1996).
- Είναι καλά ανεκτός και περισσότερο αποτελεσματικός από τον συνδυασμό της μεθοτρεξάτης με σουλφασαλαζίνη και οριακά αποτελεσματικότερος από τον συνδυασμό της με υδροξυχλωροκίνη (O’ Dell JR et al, 2002).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η σουλφασαλαζίνη είναι αποτελεσματική στη ρευματοειδή αρθρίτιδα, έχει ταχύτερη έναρξη δράσης από άλλους δεύτερης γραμμής παράγοντες, βελτιώνει την νόσο επί 3-5 χρόνια σε βαθμό παρόμοιο με τον χρυσό (ενέσιμο ή per os), την D-πενικιλλαμίνη, την υδροξυχλωροκίνη, την μεθοτρεξάτη και την αζαθειοπρίνη και μπορεί να καθυστερήσει την πρόοδο των ακτινολογικών αλλοιώσεων.
Οι επιπλοκές της, αν και παρόμοιες με τις παρατηρούμενες με άλλους παράγοντες, περιορίζουν την χρήση της στο 20-30% περίπου των ασθενών. Οι περισσότερες είναι ήπιες και εμφανίζονται συνήθως στο διάστημα των 3 πρώτων μηνών της θεραπείας.
5.9.2 ΝΕΑΝΙΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Ολιγο- ή πολυ- αρθρική ΝΡΑ μη ανταποκρινόμενη επαρκώς στα ΜΣΑΦ.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Σύμφωνα με ανοιχτές μελέτες (Gedalia A et al, 1993; Huang JL and Chen LC, 1998; Varbanova BB and Dyankov ED, 1999) και διπλή-τυφλή, placebo-ελεγχόμενη μελέτη (van Rossum MA et al, 1998), η σουλφασαλαζίνη είναι αποτελεσματική στο 48-90% των παιδιών με ολιγοαρθρική, πολυαρθρική και συστηματική νόσο.
Η αποτελεσματικότητά της είναι πιθανώς μεγαλύτερη σε παιδιά > 9 ετών με αρθροπάθεια συνδεόμενη με HLA-B27 (που αργότερα μπορεί να εμφανίσουν ΑΣ). Συγκριτικά με τα άλατα χρυσού και την D-πενικιλλαμίνη, έχει το πλεονέκτημα ότι δρα ταχύτερα (εντός 6 εβδομάδων). Όπως και στους ενήλικες, είναι πιθανώς περισσότερο τοξική σε παιδιά με βραδύ ακετυλιωτικό φαινότυπο.
Κατ΄άλλους, δεν έχει αποτέλεσμα στην πολυαρθρική και συστηματική ΝΡΑ (Dulgeroglu M, 1988; Ansell BM et al, 1991), ενώ στη συστηματική ΝΡΑ συνοδεύεται συχνότερα από επιπλοκές, ενίοτε σοβαρές (γενικευμένο εξάνθημα, υψηλός πυρετός, τρανσαμινασαιμία) (Ozdogan H et al, 1986; Hertzberger-ten Cate R et al, 1991). Οι επιπλοκές αυτές μπορεί να εκπροσωπούν αλλεργικές αντιδράσεις, οφειλόμενες πιθανώς στο θειούχο συστατικό της σουλφασαλαζίνης.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ : Μειώνει την ΤΚΕ και αυξάνει τα επίπεδα της Hb (Gedalia A et al, 1993).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Σουλφασαλαζίνη + αζαθειοπρίνη/ΜΣΑΦ : Είναι ασφαλής και αποτελεσματικός σε παιδιά με ΝΡΑ, ιδιαίτερα ολιγο- και πολυ-αρθρικής έναρξης (Chen CC et al, 2002).
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ : Η σουλφασαλαζίνη, αν και φαίνεται ότι είναι γενικά αποτελεσματική στη ΝΡΑ, συνιστάται κυρίως σε παιδιά με ολιγοαρθρική και πολυαρθρική νόσο, ενώ, λόγω των δυνητικών της επιπλοκών, πρέπει να αποφεύγεται σε παιδιά με συστηματική νόσο.
5.9.3 ΝΟΣΟΣ STILL ΤΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ
Η εμπειρία με την σουλφασαλαζίνη στη νόσο του Still των ενηλίκων είναι πολύ περιορισμένη και βασίζεται σε περιγραφές περιπτώσεων.
Ο συνδυασμός της σουλφασαλαζίνης με αζαθειοπρίνη είναι αποτελεσματικός, αλλά συνοδεύεται συχνά από λευκοπενία (Bliddal H and Helin P, 1987), γι' αυτό και, τις πρώτες εβδομάδες της θεραπείας, συνιστάται καθημερινή μέτρηση του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων.
Η σουλφασαλαζίνη φαίνεται ότι είναι περισσότερο τοξική στη νόσο Still των ενηλίκων (Amos RS, 1995), όπως και στη συστηματική ΝΡΑ (Jung JH et al, 2000). Οι επιπλοκές της κυμαίνονται από κοιλιακό πόνο, ναυτία και εμέτους, κνίδωση και εξάψεις του προσώπου, έως υψηλό πυρετό, υπόταση και σοβαρή μυελοκαταστολή και κεραυνοβόλο, ενίοτε θανατηφόρα, ηπατίτιδα (Jung JH et al, 2000).
5.9.4 ΑΓΚΥΛΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΠΟΝΔΥΛΙΤΙΔΑ
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Σύμφωνα με ανοιχτές (Amor B et al, 1984) και διπλές-τυφλές, ελεγχόμενες (Feltelius N and Hallgren R, 1986; Dougados M et al, 1986; Nissila M et al, 1988) μελέτες και μετα-ανάλυση ελεγχόμενων μελετών (Ferraz MB et al, 1990), η σουλφασαλαζίνη είναι περισσότερο αποτελεσματική από placebo στις κλινικές και εργαστηριακές εκδηλώσεις και ασφαλής και αποτελεσματική στη βραχυχρόνια (3-6 μήνες) θεραπεία της ΑΣ.
Κατ΄άλλους, δεν είναι περισσότερο αποτελεσματική από placebo (Corkill MM et al, 1990b; Clegg DO et al, 1996).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Βελτιώνει τα υποκειμενικά συμπτώματα (Feltelius N et al, 1986)
- Αυξάνει την έκπτυξη του θώρακα
- Ελαττώνει σημαντικά την διάρκεια και την βαρύτητα της πρωϊνής δυσκαμψίας
- Μειώνει την ένταση του πόνου και τον αριθμό των φλεγμαινουσών αρθρώσεων και βελτιώνει την περιφερική αρθρίτιδα και την ενθεσοπάθεια (Amor B et al, 1984; Mielants H et al, 1985; Mielants R et al, 1986; Fraser SM and Sturrock RD, 1990; Taylor HG et al, 1991; Kirwan J et al, 1993), αλλά δεν αναστέλλει τις ακτινολογικές αλλοιώσεις (Taylor HG et al, 1991).
- Έχει αμφιλεγόμενη αποτελεσματικότητα στην αξονική προσβολή : Άλλοτε βελτιώνει την κινητικότητα της σπονδυλικής στήλης και την δοκιμασία Schοber (Dougados M et al, 1986; Nissila M et al, 1988) και μειώνει την απόσταση ακροδακτύλων-εδάφους, άλλοτε όμως δεν έχει αποτέλεσμα (Corkhill J et al, 1990; Kirwan J et al, 1993).
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Μειώνει τα επίπεδα των IgG, IgA και IgM και του συμπλόκου IgA-α1 αντιθρυψίνης (Davis MJ et al, 1989) στον ορό
- Μειώνει τα επίπεδα της απτοσφαιρίνης του ορού (Feltelius N et al, 1986)
- Μειώνει την ΤΚΕ, την CRP και την α1-όξινη γλυκοπρωτείνη στο πλάσμα (Taylor HG et al, 1991).
Η κλινική και εργαστηριακή βελτίωση εμφανίζεται μετά από 2-3 μήνες. Οι ασθενείς με πρώϊμη νόσο, ενεργό φλεγμονή (υψηλή ΤΚΕ ή CRP ή πολύωρη πρωϊνή δυσκαμψία) και περιφερική αρθρίτιδα έχουν γενικά ίσως μεγαλύτερη, αλλ' όχι στατιστικά σημαντική, κλινική και εργαστηριακή βελτίωση από τους ασθενείς με αξονική προσβολή (McConkey B, 1990).
5.9.5 ΝΕΑΝΙΚΗ ΑΓΚΥΛΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΠΟΝΔΥΛΙΤΙΔΑ
Η σουλφασαλαζίνη μπορεί να προκαλέσει σημαντική βελτίωση ή ύφεση της νόσου (Huang JL and Chen LC, 1998).
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ : Στη νεανική αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα η σουλφασαλαζίνη είναι αποτελεσματική και ασφαλής και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν αρχικό φάρμακο εκλογής.
5.9.6 ΨΩΡΙΑΣΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η σουλφασαλαζίνη μπορείνα βελτιώσει τις αρθρικές εκδηλώσεις της ΨΑ (Farr M et al, 1988b; Farr M et al, 1990; Newman ED et al, 1991; Fraser SM et al, 1993). Η αποτελεσματικότητά της είναι μεγαλύτερη σε ασθενείς με συμμετρική πολυαρθρίτιδα τύπου ΡΑ και αυξημένους δείκτες οξείας φάσης (Farr M et al, 1988b; Farr M et al, 1990). Το ψωριασικό εξάνθημα μπορεί να επιδεινωθεί ή και να βελτιωθεί (Farr M et al, 1990), αλλά συνήθως δεν επηρεάζεται.
Η κλινική βελτίωση εμφανίζεται μετά από 4 εβδομάδες και συνήθως αυξάνεται σημαντικά μετά από 8 εβδομάδες θεραπείας, πολύ ενωρίτερα από άλλα DMARDs (χρυσός, υδροξυχλωροκίνη, D-πενικιλλαμίνη).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Ανθελονοσιακά - μεθοτρεξάτη : Η σουλφασαλαζίνη υπερέχει των ανθελονοσιακών στη θεραπεία της ΨΑ, γιατί τα ανθελονοσιακά μπορεί να επιδεινώσουν το ψωριασικό εξάνθημα (Roberts MET et al, 1976), και η μεθοτρεξάτη, λόγω των δυνητικά σοβαρών επιπλοκών της, συνήθως περιορίζεται σε ασθενείς με βαριά ψωρίαση.
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ : Στην ΨΑ, η σουλφασαλαζίνη έχει επιπλοκές γενικά ήπιες και παρόμοιες σε φύση, συχνότητα και χρονική εμφάνιση με τις παρατηρούμενες στην ΡΑ, αν και προκαλεί γαστρεντερικές διαταραχές σε μεγάλη συχνότητα. Οι επιπλοκές αυτές υποχωρούν αυτόματα ή μετά από μείωσης της δόσης ή διακοπή του φαρμάκου.
Η συχνότητα των ασθενών που διακόπτουν την σουλφασαλαζίνη λόγω επιπλοκών (26%) είναι παρόμοια με την αναφερόμενη σε ασθενείς με φλεγμονώδεις εντεροπάθειες (30%) (Nielsen OH, 1982), ΡΑ (17-30%) και ψωρίαση (26%) (Gupta AK et al, 1990).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η σουλφασαλαζίνη είναι αποτελεσματικός και ασφαλής εναλλακτικός δεύτερης γραμμής παράγοντας στη θεραπεία της ψωριασικής αρθρίτιδας, αν και ίσως σε βαθμό μικρότερο απ' ό,τι στη ρευματοειδή αρθρίτιδα.Πάντως, χρειάζονται περισσότερες μακροπρόθεσμες μελέτες για να προσδιορισθεί κατά πόσον έχει τροποποιητική δράση.
5.9.7 HLA B27 (+) ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΗ ΑΡΘΡΟΠΑΘΕΙΑ
Σύμφωνα με μη ελεγχόμενες μελέτες (Mielants H et al, 1985; Veys EM et al, 1986; Nordstrom DM et al, 1987), η σουλφασαλαζίνη είναι αποτελεσματική σε ασθενείς με θετικό HLA B27 και περιφερική αρθρίτιδα μη ελεγχόμενη με ΜΣΑΦ.
5.9.8 ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΕΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΕΣ
Σύμφωνα με placebo-ελεγχόμενες και ανοιχτές μελέτες, όπως και περιγραφές περιπτώσεων, η σουλφασαλαζίνη μειώνει τον πόνο των αρθρώσεων και της ΣΣ και τον αριθμό των φλεγμαινουσών αρθρώσεων και βελτιώνει τις εργαστηριακές παραμέτρους (ΤΚΕ, CRP, ανοσοσφαιρίνες) (Stroehmann I et al, 1987; Trnavsky T et al, 1987; Zwillich SH et al, 1988; Egsmose C et al, 1997).
5.9.9 ΣΥΝΔΡΟΜΟ REITER ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΟ ΜΕ AIDS
Η σουλφασαλαζίνη μπορεί να βελτιώσει την αρθρίτιδα (Youssef PP et al, 1992) και μειώνει τον αριθμό των CD4 λεμφοκυττάρων (Disla E et al, 1994).
5.9.10 ΣΠΟΝΔΥΛΟΑΡΘΡΟΠΑΘΕΙΑ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΗ ΜΕ ΛΟΙΜΩΞΗ ΑΠΟ HIV
Ανταποκρίνεται στη σουλφασαλαζίνη (Youssef PP et al, 1992; Mijiyawa M and David M, 1993; Njobvu PD and Mc Gill PE, 1996).
5.9.11 ΝΟΣΟΣ ΑΔΑΜΑΝΤΙΑΔΗ-BEHCET
Σύμφωνα με μη ελεγχόμενες μελέτες, η σουλφασαλαζίνη είναι αποτελεσματική στη φλεγμονώδη εντεροπάθεια της νόσου Behcet (Mori S, 1986).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Σουλφασαλαζίνη + πρεδνιζολόνη (0.5 mg/kg/24ωρο) : Είναι αποτελεσματικός σε ασθενείς με ραγοειδίτιδα, χωρίς αγγειίτιδα του αμφιβληστροειδούς, συνδεόμενη με την νόσο Beh-cet (Samangooei SH et al, 1997).
5.9.12 ΧΡΟΝΙΑ ΡΑΓΟΕΙΔΙΤΙΔΑ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΗ ΜΕ ΡΕΥΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Η σουλφασαλαζίνη μπορεί να προλάβει τις υποτροπές και να μειώσει την βαρύτητα της πρόσθιας ραγοειδίτιδας της συνδεόμενης με ΑΣ (Benitez-Del-Castillo JM et al, 2000).
Σε παιδιά με ΝΡΑ και ΑΣ και χρόνια ραγοειδίτιδα ανθεκτική στη συμβατική αγωγή, μειώνει σημαντικά τον αριθμό των φλεγμονωδών κυττάρων στον πρόσθιο θάλαμο και βελτιώνει την οπτική οξύτητα (Huang JL et al, 1997).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η σουλφασαλαζίνη είναι αποτελεσματική στην αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα, ιδιαίτερα στην περιφερική αρθρίτιδα, όπως και στις αρθρικές εκδηλώσεις της αντιδραστικής και της ψωριασικής αρθρίτιδας και στις εξωαρθρικές εκδηλώσεις (ψωρίαση-ραγοειδίτιδα) των οροαρνητικών σπονδυλαρθροπαθειών, αλλά η κλινική ένδειξη για την χρήση της είναι αντικρουόμενη και η μακροπρόθεσμη δράση της δεν έχει προσδιορισθεί.
5.9.13 ΕΝΤΕΡΟΠΑΘΗΤΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
Η άμεση δράση της σουλφασαλαζίνης στην εντεροπαθητική αρθρίτιδα δεν έχει εκτιμηθεί, δεδομένου ότι η αρθρίτιδα μπορεί να αποδράμει αυτόματα, συχνά οι ασθενείς παίρνουν ταυτόχρονα κορτικοειδή και οι συνέπειες της ύφεσης ή της καταστολής της εντεροπάθειας από την σουλφασαλαζίνη στην δραστηριότητα της αρθρίτιδας δεν μπορούν να προσδιορισθούν.
5.9.14 ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΣΚΛΗΡΟΔΕΡΜΙΑ
Η σουλφασαλαζίνη δεν έχει σχεδόν κανένα αποτέλεσμα.
5.9.15 ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗ ΜΟΡΦΕΑ
Η σουλφασαλαζίνη μπορεί να προκαλέσει ύφεση των δερματικών αλλοιώσεων (Stava Z et al, 1977; Czarnecki DB et al, 1982).
5.9.16 ΗΩΣΙΝΟΦΙΛΙΚΗ ΠΕΡΙΤΟΝΙΙΤΙΔΑ
Η σουλφασαλαζίνη βελτίωσε έναν ασθενή με όψιμη αρθρίτιδα (Jones AC and Doherty M, 1993).
5.9.17 ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΟΣ ΡΕΥΜΑΤΙΣΜΟΣ
Η σουλφασαλαζίνη μπορεί να μειώσει την συχνότητα και την διάρκεια των προσβολών (Golding DN, 1988).
5.9.18 ΕΛΚΩΔΗΣ ΚΟΛΙΤΙΔΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Ήπια έως μέτρια ελκώδης κολίτιδα, σε συνδυασμό με τα συνήθη υποστηρικτικά και διαιτητικά μέτρα.
- Εναλλακτικά στη θεραπεία της σοβαρής ελκώδους κολίτιδας
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Τα κορτικοειδή είναι περισσότερο αποτελεσματικά από την σουλφασαλαζίνη στη θεραπεία των οξέων προσβολών. Οι ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται στην ταυτόχρονη χορήγηση σουλφασαλαζίνης με τοπικά κορτικοειδή ή έχουν εκτεταμένη προσβολή του εντέρου μπορεί να χρειασθούν συστηματικά κορτικοειδή. Η σουλφασαλαζίνη είναι περισσότερο αποτελεσματική από τα κορτικοειδή στη μείωση της συχνότητας και της βαρύτητας των υποτροπών και χρησιμοποιείται συνήθως σαν θεραπεία συντήρησης.
5.9.19 ΝΟΣΟΣ CROHN
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Ήπια έως μέτρια ενεργός νόσος, ιδίως με ενδείξεις προσβολής του παχέος εντέρου.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η σουλφασαλαζίνη είναι αποτελεσματική στη θεραπεία της ενεργού νόσου Crohn, αλλά ο ρόλος της στην αντιμετώπιση της νόσου αυτής, όπως στην ελκώδη κολίτιδα, δεν έχει προσδιορισθεί.
Στην ειλεΐτιδα η αποτελεσματικότητα της δεν είναι γνωστή, αν και υποστηρίζεται ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν αρχική θεραπεία. Ο συνδυασμός της με κορτικοειδή δεν φαίνεται να συνοδεύεται από βελτίωση μεγαλύτερη απ΄ό,τι κάθε ένα φάρμακο ξεχωριστά, αν και μπορεί να είναι περισσότερο αποτελεσματικός σε μερικές υπο-ομάδες ασθενών (π.χ. με εντόπιση της νόσου στο παχύ έντερο).
Μετά την ύφεση της νόσου, η σουλφασαλαζίνη δεν φαίνεται να είναι χρήσιμη σαν θεραπεία συντήρησης και η αξία της στην πρόληψη των υποτροπών μετά από εντερεκτομή δεν έχει προ-σδιορισθεί.
5.9.20 ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Η σουλφασαλαζίνη έχει κάποια αποτελεσματικότητα στην κοκκιωματώδη κολίτιδα και μπορεί να βελτιώσει την κολλαγονώδη κολίτιδα (Farah DA et al, 1985; Wengrower D et al, 1987; Rokkas T et al, 1988).
5.10 ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Οι επιπλοκές της σουλφασαλαζίνης είναι συχνές, αλλά συνήθως αναστρέψιμες και σπάνια σοβαρές ή απειλητικές για την ζωή του ασθενούς ή θανατηφόρες. Εμφανίζονται συνήθως τους 2-3 πρώτους μήνες της θεραπείας και σπάνια αργότερα και συχνότερα σε πάσχοντες από φλεγμονώδεις εντεροπάθειες ή ΡΑ.
Στη ΡΑ, η σουλφασαλαζίνη είναι καλύτερα ανεκτή, γιατί χορηγείται σε δόσεις μικρότερες από τις χρησιμοποιούμενες στις φλεγμονώδεις εντεροπάθειες. Οι περισσότερες από τις επιπλοκές της είναι μάλλον «ενοχλητικές», παρά σοβαρές. Πάντως, η σουλφασαλαζίνη έχει ενοχοποιηθεί για θανάτους, ιδιαίτερα σε ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα, αν και σε 774 ασθενείς με ΡΑ που έπαιρναν σουλφασαλαζίνη επί 1-11 χρόνια δεν αναφέρθηκαν θάνατοι ή άλλες μακροπρόθεσμες επιπλοκές (Amos RS et al, 1986).
ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΕΣ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΣΟΥΛΦΑΣΑΛΑΖΙΝΗΣ
- Απλαστική αναιμία
- Ακοκκιοκυτταραιμία
- Ινωδοποιός κυψελιδίτιδα
- Αντιδράσεις υπερευαισθησίας
- Μη αναστρέψιμες επιπλοκές από το νευρομυϊκό και κεντρικό νευρικό σύστημα
- Νεφρική βλάβη
- Ηπατική βλάβη
Το 58% των ασθενών που παίρνει σουλφασαλαζίνη εμφανίζει μία τουλάχιστον επιπλοκή, αν και μόνο 10-25% διακόπτει οριστικά την θεραπεία λόγω τοξικότητας. Το υπόλοιπο συνεχίζει την θεραπεία, είτε γιατί η νόσος βελτιώνεται, είτε γιατί τα ενοχλήματα υποχωρούν με μείωση της δόσης του φαρμάκου. Τελικά, μόνο 5% των ασθενών που παίρνει σουλφασαλαζίνη εμφανίζει δυνητικά σοβαρές επιπλοκές (Farr Μ et al, 1986).
Οι κυριότεροι λόγοι διακοπής της σουλφασαλαζίνης είναι οι επιπλοκές από το γαστρεντερικό σύστημα/ΚΝΣ (ναυτία, κεφαλαλγίες, ζάλη και δυσπεψία) και τα δερματικά εξανθήματα.
Οι επιπλοκές από το ανώτερο τμήμα του γαστρεντερικού ευθύνονται για την απόσυρση του φαρμάκου στα 2/3 των ασθενών που διακόπτουν την αγωγή λόγω τοξικότητας. Είναι μάλλον ενοχλητικές, παρά σοβαρές, και υποχωρούν ταχέως με την διακοπή του φαρμάκου. Οι αιματολογικές επιπλοκές ευθύνονται για το 1-3% των ασθενών που διακόπτουν οριστικά την σουλφασαλαζίνη.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Το μόριο της σουλφαπυριδίνης είναι υπεύθυνο για τις περισσότερες επιπλοκές (ναυτία, έμετοι, κοιλιακός πόνος, ίλιγγος, αστάθεια, αλλοιώσεις ερυθρών αιμοσφαιρίων, ανδρική στειρότητα) της σουλφασαλαζίνης. Η λευκοπενία, η ακοκκιοκυτταραιμία και οι σπανιότερες επιπλοκές φαίνεται ότι είναι ιδιοσυγκρασιακές και δεν σχετίζονται με τους μεταβολίτες της σουλφασαλαζίνης.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ :
Υποκείμενη νόσος : Οι ρευματοπαθείς έχουν αυξημένη επιρρέπεια στις αιματολογικές και ηπατικές επιπλοκές της σουλφασαλαζίνης (Wijnands MJH et al, 1993). Η συχνότητα των επιπλοκών και των ασθενών που διακόπτουν την αγωγή λόγω τοξικότητας είναι μεγαλύτερη σε ασθενείς με ΡΑ και μικρότερη σε πάσχοντες από φλεγμονώδεις εντεροπάθειες ή οροαρνητικές σπονδυλαρθροπάθειες (Wijnands MJH et al, 1993).
Ρευματοειδής παράγοντας : Οι επιπλοκές της σουλφασαλαζίνης είναι πολύ λιγότερες στους οροθετικούς, παρά στους οροαρνητικούς, ασθενείς με ΡΑ (Gran JT and Myklebust G, 1993).
Κατ΄άλλους, είναι λίγο περισσότερο συχνές σε ασθενείς με αρνητικό Ra test, ηλικίας >50 ετών και επιπλοκές σε άλλα DMARDs (Farr M et al, 1986). Οι διαφορές αυτές στη συχνότητα είναι μικρές και δεν αποκλείουν την θεραπεία με σουλφασαλαζίνη.
Ηλικία ασθενούς : Η συχνότητα των ασθενών που διακόπτουν την σουλφασαλαζίνη λόγω ενοχλημάτων από το ανώτερο τμήμα του γαστρεντερικού είναι μεγαλύτερη στους ηλικιωμένους.
Δόση φαρμάκου : Στις φλεγμονώδεις εντεροπάθειες και την ΡΑ οι επιπλοκές της σουλφασαλαζίνης, ιδιαίτερα οι γαστρεντερικές, είναι δοσοεξαρτώμενες (Azad-Khan AK et al, 1980).
Οι ασθενείς που παίρνουν 3 gr σουλφασαλαζίνης ημερησίως έχουν μεγαλύτερη, αλλ' όχι στατιστικά σημαντική, συχνότητα επιπλοκών, κυρίως από το ανώτερο τμήμα του γαστρεντερικού, απ΄αυτούς που παίρνουν 1.5 gr ημερησίως, ενώ δεν μπορούν να ανεχθούν 6 gr σουλφασαλαζίνης ημερησίως (Sinclair RJG and Duthie JJR, 1949).
Επίπεδα φαρμάκου στον ορό : Η τοξικότητα της σουλφασαλαζίνης ή των μεταβολιτών της δεν φαίνεται να σχετίζεται με τα επίπεδά τους στον ορό. Πάντως, υψηλότερες μέγιστες συγκεντρώσεις στον ορό εμφανίζουν οι ασθενείς που αναπτύσσουν επιπλοκές από το ανώτερο τμήμα του γαστρεντερικού (Workshop Report, 1984). Τα επίπεδα της σουλφαπυριδίνης στον ορό σχετίζονται με την συχνότητα των επιπλοκών (Das K and Dubin R, 1976). Τα επίπεδα της σουλφασαλαζίνης στο πλάσμα δεν φαίνεται να σχετίζονται με την αποτελεσματικότητα ή την τοξικότητα του φαρμάκου (Chalmers IM et al, 1990).
Ακετυλιωτικός φαινότυπος :
Συσχέτιση με την τοξικότητα της σουλφασαλαζίνης : Η συσχέτιση του ακετυλιωτικού φαινότυπου με την αποτελεσματικότητα και ασφάλεια της σουλφασαλαζίνης είναι αμφιλεγόμενη. Η κάθαρση της σουλφαπυριδίνης και των μεταβολιτών της είναι μειωμένη στους βραδείς ακετυλιωτές, οδηγώντας σε αύξηση των συγκεντρώσεων της σουλφαπυριδίνης στον ορό και επομένως των επιπλοκών, κυρίως από το γαστρεντερικό (ναυτία ή/και έμετοι). Κατ' άλλους, η τοξικότητα της σουλφασαλαζίνης δεν σχετίζεται με τον ακετυλιωτικό φαινότυπο (Amos RS et al, 1986) και οι βραδείς ακετυλιωτές δεν εμφανίζουν επιπλοκές συχνότερα από τους ταχείς (Chalmers IM et al, 1990). Ο ακετυλιωτικός φαινότυπος επίσης δεν επηρεάζει την πιθανότητα εμφάνισης ιδιοσυγκρασιακών επιπλοκών, όπως η λευκοπενία (Capell H et al, 1986).
Συσχέτιση με την ανταπόκριση στη σουλφασαλαζίνη : Ο ακετυλιωτικός φαινότυπος δεν σχετίζεται με την πιθανότητα ή τον βαθμό της ανταπόκρισης στην σουλφασαλαζίνη (Pullar et al, 1985; Bax et al, 1986). Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι οι συγκεντρώσεις της σουλφαπυριδίνης στον ορό δεν σχετίζονται με την ανταπόκριση. Κατ' άλλους, οι βραδείς ακετυλιωτές ανταποκρίνονται συχνότερα στην σουλφασαλαζίνη (Bax DE et al, 1986) και οι ταχείς έχουν καλύτερη ανταπόκριση από τους βραδείς.
Συσχέτιση με την βαρύτητα της νόσου : Οι ταχείς ακετυλιωτές έχουν πιθανώς βαρύτερη νόσο από τους βραδείς (Pullar T et al, 1985), αν και αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί από άλλους (Chal-mers IM et al, 1990). Οι πάσχοντες από βαριά ΡΑ είναι πιθανότερο να έχουν ταχύ ακετυλιωτικό φαινότυπο και επομένως να ανέχονται καλύτερα την σουλφασαλαζίνη (Ehrlich GE, 1985).
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ : Στην ελκώδη κολίτιδα, οι επιπλοκές της σουλφασαλαζίνης είναι συχνότερες σε ασθενείς με βραδύ ακετυλιωτικό φαινότυπο. Σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα, ο ακετυλιωτικός φαινότυπος δεν φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στην αποτελεσματικότητα ή την τοξικότητα της σουλφασαλαζίνης, γι' αυτό και δεν είναι ανάγκη να προσδιορίζεται πριν από την έναρξη του φαρμάκου. O βραδύς ακετυλιωτικός φαινότυπος έχει παρόμοια σχέση με τον ταχύ στο γενικό πληθυσμό, αν και επικρατεί σε βαρέως πάσχοντες με ρευματοειδή αρθρίτιδα που χρειάζονται θεραπεία με δεύτερης γραμμής παράγοντες.
Ταυτόχρονη θεραπεία με κορτικοειδή : Σε μερικούς ασθενείς δεν προσφέρει κανένα όφελος και έχει πιθανώς ελαφρώς βλαπτική δράση. Κατ' άλλους η συχνότητα των επιπλοκών της σουλφασαλαζίνης είναι πολύ μικρότερη σε ασθενείς που παίρνουν ταυτόχρονα μικρές δόσεις κορτικοειδών (2.5-5 mg/24ωρο) per os (Gran JT et al, 1993).
ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑΣ : Η σουλφασαλαζίνη θεωρείται γενικά ασφαλέστερη από την D-πενικιλλαμίνη ή τον ενέσιμο χρυσό, γι' αυτό και ενδείκνυται σαν DMARD πρώτης εκλογής πριν από τα φάρμακα αυτά σε πάσχοντες από βαριά ΡΑ. Εάν δεν υπάρξει ικανοποιητική ανταπόκριση, μπορεί να αντικατασταθεί από ένα ή να χορηγηθεί ταυτόχρονα με ένα από τα παραπάνω DMARDs. Η συχνότητα των ασθενών που διακόπτουν την σουλφασαλαζίνη είναι παρόμοια με την αναφερόμενη με τον χρυσό και την D-πενικιλλαμίνη και ελαφρώς μεγαλύτερη με την υδροξυχλωροκίνη και την χλωροκίνη.
Ο τύπος των επιπλοκών από το γαστρεντερικό και το κεντρικό νευρικό σύστημα είναι μοναδικός για την σουλφασαλαζίνη, ενώ νεφρικές επιπλοκές είναι σπάνιες. Από τις αιματολογικές επιπλοκές συχνότερες είναι η ουδετεροπενία και η μακροκυττάρωση. Θρομβοπενία μπορεί να παρατηρηθεί με την σουλφασαλαζίνη, αλλά είναι συχνότερη με τον χρυσό και την D-πενικιλλαμίνη. Οι ανοσολογικές επιπλοκές της D-πενικιλλαμίνης δεν παρατηρούνται με την σουλφασαλαζίνη. Σε αντίθεση με τα ανθελονοσιακά, οφθαλμικές επιπλοκές με την σουλφασαλαζίνη δεν έχουν αναφερθεί.
ΤΥΠΟΙ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ :
1. Δοσοεξαρτώμενες : Ναυτία, έμετοι, κεφαλαλγίες, κακουχία και σπάνια αιμολυτική αναιμία, δικτυοκυττάρωση και μεθαιμοσφαιριναιμία. Είναι εντονότερες όταν η δόση της σουλφασαλαζίνης υπερβαίνει τα 4 gr/24ωρο και μπορεί να σχετίζονται με τον βραδύ ακετυλιωτικό φαινότυπο.
2. Ιδιοσυγκρασιακές ή αντιδράσεις υπερευαισθησίας : Εξανθήματα, σχετικά συχνά, και σπάνια τοξική ηπατίτιδα, πνευμονίτιδα, απλαστική αναιμία και ακοκκιοκυτταραιμία. Οι επιπλοκές αυτές εμφανίζονται πρώϊμα στη διαδρομή της θεραπείας, είναι απρόβλεπτες και σχετίζονται με τον ακετυλιωτικό φαινότυπο του ασθενούς.
1. ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΕΣ
- Πυρετός
- Κεφαλαλγίες
- Έντονη εφίδρωση
- Κακουχία
- Κόπωση
- Παλμοί και ταχυκαρδία
2. ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Ναυτία/έμετοι
- Κοιλιακά ενοχλήματα
- Παγκρεατίτιδα
- Διάρροια
- Ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα
- Δυσαπορρόφηση
- Ανορεξία
- Δυσγευσία
- Μετεωρισμός κοιλιάς
- Καύσος
3. ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Αύξηση MCV
- Σωμάτια Heinz
- Ουδετεροπενία
- Λευκοπενία
- Απλαστική αναιμία
- Ακοκκιοκυτταραιμία
- Θρομβοπενία
- Μεγαλοβλαστική αναιμία
- Αιμολυτική αναιμία
- Μεθαιμοσφαιριναιμία
- Θειομεθαιμοσφαιριναιμία
- Απλασία ερυθρών αιμοσφαιρίων
4. ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ
- Παροδικές διαταραχές ηπατικών δοκιμασιών
- Ηπατίτιδα
- Ηπατική νέκρωση
- Χολόσταση
5. ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ-ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ
- Κηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα
- Κνησμός
- Κνίδωση
- Φωτοευαισθησία
- Τοξική επιδερμόλυση
- Αποφολιδωτική δερματίτιδα
- Σύνδρομο Stevens-Johnson
- «Κυάνωση»
- Πολύμορφο ερύθημα
- Έλκη στόματος
- Τριχόπτωση
6. ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Πνευμονίτιδα από υπερευαισθησία
- Διάχυτη διάμεση ίνωση
- Αποφρακτική βρογχιολίτιδα
- Τραχειολαρυγγίτιδα με βρογχόσπασμο
- Δύσπνοια
7. ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Αισθητικοκινητική νευροπάθεια
- Αταξία και ελάττωση της αισθητικότητας στα κάτω άκρα (Merrin P and Williams IA, 1991)
- Αϋπνία
- Δυσκαμψία αυχένα
- Δυσφασία, σπασμοί, εξάνθημα και έντονα θετικά pANCA (Hill ME et al, 1994)
- Εγκάρσια μυελίτιδα
- Εγκεφαλικό έμφρακτο
- Ευερεθιστότητα
- Εφιάλτες και επιληπτικοί σπασμοί
- Ζάλη
- Ημιπάρεση
- Κεφαλαλγία
- Κατάθλιψη
- Μηνιγγίτιδα (Merrin P and Williams IA, 1991)
- Παραισθησίες
- Νευροπάθεια
- Νευροτοξικότητα
- Περιφερική παράλυση προσωπικού νεύρου και θόλωση εγγύς όρασης (Magnus JH et al, 1993)
- Σύγχυση και δυσκαμψία του αυχένα
- Χορεία
8. ΑΥΤΟΑΝΟΣΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ
- Φαρμακογενής λύκος
- Φαινόμενα Raynaud
- Υπογαμμασφαιριναιμία
- Εκλεκτική ανεπάρκεια IgA
9. ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Ανδρική στείρωση
- Εμβρυϊκή απώλεια
10. ΑΛΛΕΣ
- Ανοσμία
- Νεφρικές επιπλοκές
5.10.1 ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΕΣ
- Πυρετός και κεφαλαλγίες : Είναι πρώϊμες επιπλοκές και υποχωρούν με ελάττωση της δόσης της σουλφασαλαζίνης.
5.10.2 ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΤΥΠΟΙ :
- Ναυτία με/ή χωρίς εμέτους, κοιλιακά ενοχλήματα, καύσος, ανορεξία, δυσπεψία : Είναι οι συχνότερες γαστρεντερικές επιπλοκές της σουλφασαλαζίνης και οφείλονται κυρίως σε άμεσο ερεθισμό του γαστρικού βλεννογόνου. Η ναυτία και οι έμετοι είναι πιθανώς και κεντρικής αιτιολογίας, δεδομένου ότι συχνά συνδυάζονται με συμπτώματα από το ΚΝΣ.
- Πονόλαιμος (Pullar T et al, 1983).
- Παγκρεατίτιδα (Block et al, 1970; Brazer SR and Medoff JR, 1988). Ένας ασθενής με παγκρεατίτιδα είχε θετική δοκιμασία διέγερσης των λεμφοκυττάρων στη σουλφασαλαζίνη, ένδειξη υπερευαισθησίας επιβραδυνόμενου τύπου (Chiba M et al, 1987).
- Αιματηρή διάρροια (Werlin S and Grand R, 1978; Schwartz AG et al, 1982) : Είναι πολύ λιγότερο συχνή και σπάνια σοβαρή. Έχει αναφερθεί και σ' ένα βρέφος που εθήλαζε από την μητέρα του που έπαιρνε σουλφασαλαζίνη (Branski D et al, 1986).
- Ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα (Pokorney BH and Nichols TW, 1981).
- Δυσαπορρόφηση φυλλικού οξέος (McConkey B et al, 1980; Swinson C et al, 1981; Halsted CH et al, 1981) και διγοξίνης (Juhl R et al, 1976)
- Διαταραχές της γεύσης (δυσγευσία, υπογευσία ή αγευσία).
- Έξαρση κολίτιδας (Schwartz AG et al, 1982).
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ : Η ναυτία, οι έμετοι, η ανορεξία η επιγαστρική δυσφορία, ο καύσος και οι κεφαλαλγίες πιθανώς σχετίζονται με τα επίπεδα του μορίου της σουλφαπυριδίνης στον ορό, γι' αυτό και εξαρτώνται από την δόση της σουλφασαλαζίνης και τον ακετυλιωτικό φαινότυπο (Das DM et al, 1973). Οι ασθενείς με βραδύ ακετυλιωτικό φαινότυπο εμφανίζουν συχνότερα γαστρεντερικές επιπλοκές από τους ασθενείς με ταχύ ακετυλιωτικό φαινότυπο.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ : Διακοπή της σουλφασαλαζίνης επί 3-4 ημέρες και επανέναρξή της σε χαμηλότερες δόσεις. Η ναυτία γενικά εξαφανίζεται 1-2 ημέρες μετά την διακοπή της σουλφασαλαζίνης ή μειώνεται με ελάττωση της δόσης και την χορήγηση αντιεμετικών (π.χ. μετοκλοπραμίδης). Τα δυσπεπτικά ενοχλήματα μπορεί να περιορισθούν με την χρήση επικαλυμμένων εντεροδιαλυτών δισκίων.
5.10.3 ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Ουδετεροπενία
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : 1-5%. Η λευκοπενία είναι η συχνότερη σοβαρή επιπλοκή της σουλφασαλαζίνης και επιβάλλει διακοπή της θεραπείας στο 1/3-1/2 των ασθενών (Pullar T et al, 1983; Pinals RS et al, 1986; Chalmers IM et al, 1990). Η συχνότητά της είναι ίσως μεγαλύτερη σε ασθενείς με ΡΑ, παρά με ελκώδη κολίτιδα. Κοκκιοκυτταροπενία από την σουλφασαλαζίνη έχει αναφερθεί στο 0.5% των ασθενών με ΡΑ (Danielson DA et al, 1984).
Η λευκοπενία και η ουδετεροπενία παρατηρούνται συχνότερα τις 24 πρώτες εβδομάδες, αλλά και σε οποιαδήποτε φάση, της θεραπείας. Βαριά λευκοπενία από την σουλφασαλαζίνη μπορεί να εμφανίσουν ασθενείς με ΡΑ και παρόμοια αντίδραση στον ενέσιμο χρυσό (Bliddal H et al, 1987). Ήπια έως μέτρια λευκοπενία, χωρίς ακραία μείωση του απόλυτου αριθμού των κοκκιοκυττάρων, παρόμοια με την παρατηρούμενη σε ασθενείς θεραπευόμενους με χρυσό, μπορεί ακόμα να παρατηρηθεί στη διάρκεια της θεραπείας με σουλφασαλαζίνη.
ΕΚΒΑΣΗ : Η λευκοπενία και η ουδετεροπενία συνήθως αυτοπεριορίζονται, αλλά ενίοτε έχουν θανατηφόρα κατάληξη. Εάν διαγνωσθούν έγκαιρα, συνήθως συνοδεύονται από αποκατάσταση του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων, αν και έχουν αναφερθεί μερικές περιπτώσεις ακοκκιοκυτταραιμίας (Guillemin F et al, 1989). Σε μερικές περιπτώσεις η σουλφασαλαζίνη μπορεί να διακοπεί προσωρινά και να επαναχορηγηθεί σε μειωμένη δόση.
Ακοκκιοκυττάρωση
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η ακοκκιοκυττάρωση από την σουλφασαλαζίνη είναι πολύ λιγότερο συχνή από την λευκοπενία, αν και μπορεί να εμφανισθεί απότομα και να εκδηλωθεί με ενδογενή λοίμωξη. Έχει αναφερθεί μετά από 3.5 εβδομάδες, κατά μέσον όρο (εύρος 2-233 εβδομάδες) θεραπείας με σουλφασαλαζίνη και μέση αθροιστική δόση 115 gr (εύρος 20-316 gr) (Cochrane P et al, 1973; Mitrane MP et al, 1986).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Πυρετός, τοξικότητα και εξάνθημα και συχνά ανορεξία και κακουχία, ενίοτε σε συνδυασμό με σοβαρή ηπατική αντίδραση και τοξική επιδερμόλυση (Maddocks JL and Slater DN, 1980).
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ : Η ακοκκιοκυτταραιμία είναι συχνότερη σε ασθενείς με ΡΑ, παρά με φλεγμονώδεις εντεροπάθειες (Marabani M et al, 1989), ίσως γιατί στη ΡΑ οι συγκεντρώσεις της σουλφαπυριδίνης στο πλάσμα είναι υψηλότερες (Astbury C et al, 1990).
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Ο μυελός των οστών δείχνει πλήρη σχεδόν εξαφάνιση των μυελοειδών κυττάρων, άωρες μορφές (κυρίως προμυελοκύτταρα και μυελοκύτταρα), έντονες παροδικές διηθήσεις από πλασματοκύτταρα (Jamshidi K et al, 1972; Wheelan KR et al, 1982) και, σπάνια, υποπλασία της ερυθράς σειράς.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Είναι άγνωστος. Το 5-ASA δεν προκαλεί ακοκκιοκυτταραιμία, ένδειξη ότι για την επιπλοκή αυτή ευθύνεται το σουλφοναμιδικό συστατικό της σουλφασαλαζίνης (Jacobson IM et al, 1985).
ΘΕΡΑΠΕΙΑ : Διακοπή του φαρμάκου. Σ' έναν ασθενή, o GM-CSF αποκατέστησε την λειτουργία του μυελού (Kuipers EJ et al, 1992).
ΕΚΒΑΣΗ : Η ακοκκιοκυτταραιμία συνήθως υποχωρεί 1-3 εβδομάδες μετά την διακοπή της σουλφασαλαζίνης, αν και συχνά έχει κακή κατάληξη. Τα ώριμα κοκκιοκύτταρα επανεμφανίζονται μετά από μίαν εβδομάδα, και ο αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων αποκαθίσταται ένα μήνα μετά την διακοπή της σουλφασαλαζίνης. Θανατηφόρες περιπτώσεις έχουν αναφερθεί κυρίως σε γαστρεντερολογικούς ασθενείς και σπάνια σε ασθενείς με ΡΑ (Mitrane MP et al, 1986).
Θρομβοπενία (Davies GE and Palek J, 1980)
Μεμονωμένη θρομβοπενία από την σουλφασαλαζίνη είναι σπάνια. Συνήθως συνδέεται με λευκοπενία, υπογαμμασφαιριναιμία ή ερυθροειδή απλασία.
Μορφολογικές ανωμαλίες ερυθρών αιμοσφαιρίων
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Οι μορφολογικές ανωμαλίες των ερυθρών αιμοσφαιρίων (σωμάτια Heinz, οδόντωση, μεθαιμοσφαιριναιμία), είναι συχνές επιπλοκές της σουλφασαλαζίνης.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Οι μορφολογικές διαταραχές των ερυθρών αιμοσφαιρίων από την σουλφασαλαζίνη οφείλονται σε ανωμαλία της κυτταρικής μεμβράνης λόγω οξειδωτικής βλάβης και μπορεί να οδηγήσουν σε ήπια αιμόλυση (Pounder RE et al, 1973). Η οδόντωση σχετίζεται με την δόση της σουλφασαλαζίνης και τις συγκεντρώσεις της σουλφαπυριδίνης στον ορό.
ΕΚΒΑΣΗ : Οι ανωμαλίες των ερυθρών αιμοσφαιρίων αναστρέφονται με την διακοπή του φαρμάκου, γι' αυτό και η σουλφασαλαζίνη, εφ' όσον η αιμόλυση δεν προκαλεί κλινικό πρόβλημα, μπορεί να συνεχισθεί. Πάντως, η μεγάλη μεθαιμοσφαιριναιμία (>10%) μπορεί να προκαλέσει κεφαλαλγίες, γι' αυτό και επιβάλλει μείωση της δόσης της σουλφασαλαζίνης.
Αιμολυτική αναιμία
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η αιμολυτική αναιμία είναι συχνότερη σε πάσχοντες από φλεγμονώδεις εντεροπάθειες (Goodacre RL et al, 1978) ή ΡΑ (Wijnands MJ et al, 1991). Μπορεί να είναι μεμονωμένη ή να συνδυάζεται με σωμάτια Heinz (Taffet SL and Das KM, 1983).
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ : Στις φλεγμονώδεις εντεροπάθειες, η συχνότητά της αιμολυτικής αναιμίας από την σουλφασαλαζίνη σχετίζεται με την δόση, τα επίπεδα της σουλφαπυριδίνης στον ορό και τον ακετυλιωτικό φαινότυπο του ασθενούς. Η αιμολυτική αναιμία από την σουλφασαλαζίνη οφείλεται γενικά στην σουλφαπυριδίνη και είναι συχνότερη σε ασθενείς με βραδύ ακετυλιωτικό φαινότυπο ή ανεπάρκεια της G6PD (Cohen SM et al, 1968).
Η χρόνια αιμόλυση μπορεί να προκαλέσει ανεπάρκεια των αποθεμάτων του φυλλικού οξέος, και, δεδομένου ότι η σουλφασαλαζίνη παρεμβαίνει στην απορρόφηση του διαιτητικά προσλαμβανόμενου φολικού, μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλοβλαστική αναιμία (Schneider RE and Beeley L, 1977).
ΠΡΟΣΟΧΗ : Η φαρμακογενής υποκλινική αιμόλυση πρέπει να μπαίνει στην σκέψη σε ρευματοπαθείς με ανταπόκριση σε σχετικά μικρές δόσεις σουλφασαλαζίνης, η οποία όμως δεν συνοδεύεται από σχετική αύξηση της αιμοσφαιρίνης.
Παγκυτταροπενία
Παγκυτταροπενία σε συνδυασμό με μεγαλοβλαστικές αλλοιώσεις στον μυελό των οστών έχει αναφερθεί σε μερικούς ασθενείς με φλεγμονώδεις εντεροπάθειες που έπαιρναν 3-4 gr σουλφασαλαζίνης ημερησίως (Logan EC et al, 1986), εξ ων οι 2 ήταν βραδείς ακετυλιωτές. Οι ασθενείς αυτοί ανταποκρίθηκαν στη συμπληρωματική χορήγηση φυλλικού οξέος.
Μακροκυτταρική (μεγαλοβλαστική) αναιμία
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Το 1-3% των ασθενών που παίρνει σουλφασαλαζίνη αναπτύσσει μακροκυτταρική αναιμία, συνήθως μετά από αρκετούς μήνες θεραπείας. Η μακροκυτταρική αναιμία χαρακτηρίζεται από ελάττωση των συγκεντρώσεων της Hb <12 gr/dl και σε επίπεδα χαμηλότερα από τα προθεραπευτικά, μακροκυττάρωση και συνήθως ελάττωση των επιπέδων του φυλλικού οξέος στα ερυθρά αιμοσφαίρια. Η συχνότητα της μακροκυττάρωσης αυξάνεται σε ασθενείς που παίρνουν >2 gr σουλφασαλαζίνης ημερησίως (Hopkinson ND et al, 1989).
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Οι πληροφορίες για την δράση της σουλφασαλαζίνης στις συγκεντρώσεις του φυλλικού οξέος στον ορό ή τα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι αμφιλεγόμενες. Η σουλφασαλαζίνη αναστέλλει ανταγωνιστικά την απορρόφηση του φυλλικού οξέος από το λεπτό έντερο και μπορεί να επιδεινώσει την ανεπάρκεια του φυλλικού οξέος που έχουν μερικοί ασθενείς με ΡΑ. Ακόμα, μπορεί να δρα άμεσα στα ερυθρά αιμοσφαίρια, οδηγώντας σε πρόωρη αιμόλυση, δικτυοκυττάρωση και συνεπακόλουθη μακροκυττάρωση.
Σε ασθενείς που παίρνουν 2 gr σουλφασαλαζίνης ημερησίως, τα επίπεδα του φυλλικού οξέος στον ορό ή τα ερυθρά αιμοσφαίρια δεν ελαττώνονται (Grindulis K and Mc Conkey B, 1985). Σε μεγαλύτερες δόσεις, το φυλλικό οξύ στα ερυθρά αιμοσφαίρια των ασθενών με ελκώδη κολίτιδα και πιθανώς ΡΑ μπορεί να μειωθεί.
ΕΚΒΑΣΗ : Η μακροκυττάρωση και η μακροκυτταρική αναιμία από την σουλφασαλαζίνη σπάνια επιβάλλουν διακοπή του φαρμάκου και συνήθως διορθώνονται με ελάττωση της δόσης της σουλφασαλαζίνης ή συμπληρωματική χορήγηση φυλλικού οξέος. Σε μερικές περιπτώσεις, η θεραπεία μπορεί να συνεχισθεί με συμπληρωματική χορήγηση φυλλικού οξέος.
Απλασία ερυθρών αιμοσφαιρίων
Είναι σπάνια (Dunn AM and Kerr GD, 1981). Ένας ασθενής εμφάνισε έλλειψη της απτοσφαιρίνης στο πλάσμα και αύξηση της Hb στον ορό, ένδειξη αιμόλυσης (Anttila PM et al, 1985).
Πανυπογαμμασφαιριναιμία
Η ελάττωση μπορεί να αφορά εκλεκτικά την IgA και να συνδέεται με HLA B12 και Β40 (Delamere JP et al, 1983). Τα επίπεδα των ανοσοσφαιρινών του ορού αποκαθίστανται στο φυσιολογικό σε διάστημα μικρότερο των 3 μηνών.
Μυελική απλασία (Jamshidi K et al, 1972; Davies GE and Palek J, 1980).
ΠΡΟΣΟΧΗ : Οι ασθενείς που παίρνουν σουλφασαλαζίνη πρέπει να ενημερώνονται για την πιθανότητα εμφάνισης σοβαρών αιμτολογικών διαταραχών, ώστε να διακόπτουν αμέσως το φάρμακο και να συμβουλεύονται τον γιατρό τους εάν εμφανίσουν πονόλαιμο, στοματικά έλκη, πυρετό και έντονη κακουχία.
Για να προληφθούν οι αιματολογικές επιπλοκές, πολλοί συνιστούν συχνές εξετάσεις αίματος, π.χ. κάθε 2-4 εβδομάδες στη διάρκεια των 3 πρώτων μηνών της θεραπείας και λιγότερο συχνά στη συνέχεια, ενώ άλλοι κάνουν τις πρώτες αιματολογικές εξετάσεις 6 εβδομάδες μετά την έναρξη της θεραπείας και μετά, κάθε 3 μήνες.
5.10.4 ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ
Οι ηπατικές επιπλοκές της σουλφασαλαζίνης είναι σχετικά σπάνιες, εμφανίζονται 11-90 ημέρες μετά την έναρξη του φαρμάκου και δεν είναι δοσοεξαρτώμενες (Sotolongo RP et al, 1978; Caspi D et al, 1992).
Αύξηση ηπατικών ενζύμων
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η τρανσαμινασαιμία από την σουλφασαλαζίνη είναι σπάνια (<5%).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Δύο ασθενείς με ΡΑ εμφάνισαν μεγάλη αύξηση των επιπέδων της αλκαλικής φωσφατάσης και της SGOT, χωρίς ίκτερο, που υποχώρησαν με την διακοπή του φαρμάκου (Farr M et al, 1985). Οι διαταραχές των λειτουργικών ηπατικών δοκιμασιών μπορεί να συνδέονται με κηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα, λεμφαδενοπάθεια και ηπατομεγαλία.
ΕΚΒΑΣΗ : Η τρανσαμινασαιμία από την σουλφασαλαζίνη είναι συνήθως ήπια και παροδική και δεν φαίνεται να είναι προάγγελος σοβαρής ηπατικής αντίδρασης, γι' αυτό και η σουλφασαλαζίνη, στις περισσότερες περιπτώσεις, μπορεί να συνεχισθεί. Εάν όμως η αύξηση των ηπατικών ενζύμων είναι μεγάλη, η σουλφασαλαζίνη πρέπει να διακόπτεται οριστικά, γιατί μπορεί να οδηγήσει σε εστιακή ηπατοκυτταρική νέκρωση (Dujovne CA et al, 1967) ή χρόνια κοκκιωματώδη ηπατίτιδα (Espiritu CR et al, 1967).
Τοξική/αλλεργική ηπατίτιδα
Έχει αναφερθεί κυρίως σε ασθενείς με φλεγμονώδεις εντεροπάθειες (Ribe J et al, 1986; Jen-nings PE et al, 1986; Poland GA and Love KR, 1986). Σε πολλές περιπτώσεις η ηπατική προσβολή αποτελεί αντίδραση, ή μέρος των αντιδράσεων, υπερευαισθησίας (Gulley RM et al, 1979; Jennings PE et al, 1986).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Ίκτερος, πυρετός, γενικευμένο κηλιδοβλατιδώδες ή κνησμώδες εξάνθημα, λεμφαδενοπάθεια, ηπατομεγαλία, μεγάλη αύξηση των ηπατικών ενζύμων, ηωσινοφιλία και υπερχολερυθριναιμία.
Η ηπατίτιδα μπορεί να συνδυάζεται με ακοκκιοκυτταραιμία (Mitrane MP et al, 1986), νευρολογικές εκδηλώσεις, παροδική νεφρίτιδα, ελάττωση των επιπέδων του συμπληρώματος και αύξηση των κυκλοφορούντων ανοσοσυμπλεγμάτων στον ορό (Chester AC et al, 1978, Mihas AA et al, 1978; Smith MD et al, 1982).
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Εστιακή ηπατοκυτταρική νέκρωση παρόμοια με ιογενή ηπατίτιδα, περιβαλλόμενη από φλεγμονώδεις διηθήσεις, ηωσινόφιλα και, σπάνια, κοκκιώματα (Carvatti CM and Hooker TH, 1971).
ΕΚΒΑΣΗ : Η ηπατίτιδα συνήθως υποχωρεί με την διακοπή της σουλφασαλαζίνης, αν και έχει αναφερθεί σοβαρή ηπατοτοξικότητα και θανατηφόρα ηπατική νέκρωση, κυρίως σε ασθενείς με φλεγμονώδεις εντεροπάθειες (Haines JD, 1986; Ribe J et al, 1986; Jennings PE et al, 1986). Οι ασθενείς αυτοί μπορεί να αναπτύξουν αντίδραση υπερευαισθησίας με πυρετό και εξάνθημα συνήθως μερικές εβδομάδες μετά την έναρξη του φαρμάκου.
Κοκκιωματώδης ηπατίτιδα (Callen J and Soderstrom RM, 1978; Gulley RM et al, 1979; Namias A et al, 1981).
Χολοστατικός ίκτερος. Μπορεί να συνδυάζεται με ακοκκιοκυτταραιμία και να έχει κακή κατάληξη (Mitrane MP et al, 1986).
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΗΠΑΤΟΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑΣ : Η ηπατοτοξικότητα από την σουλφασαλαζίνη οφείλεται πιθανώς σε ιδιοσυγκρασιακό μηχανισμό υπερευαισθησίας παρόμοιο με οξεία ορονοσία, αποτέλεσμα του μορίου της σουλφαπυριδίνης (Losek JD and Werlin SL, 1981; Lennard TWJ and Farndon JR, 1983). Η άποψη αυτή υποστηρίζεται από την χρονική εμφάνιση και την σχετική σπανιότητα των ηπατικών επιπλοκών της σουλφασαλαζίνης, τα συνοδά κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα και την υποτροπή των εκδηλώσεων αμέσως μετά την επαναχορήγηση της σουλφασαλαζίνης (Gulley RM et al, 1979; Losek JD and Werlin SL, 1981; Smith MD et al, 1982).
5.10.5 ΑΠΟ ΤΟ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Νεφρικοί λίθοι από ακετυλσουλφαπυριδίνη
- Θειούχοι νεφρόλιθοι (Sillar DB and Kleinig D, 1993)
- Σπειραματονεφρίτιδα (Chester AC et al, 1978)
- Πορτοκαλόχρους χρώση ούρων (χωρίς κλινική σημασία).
5.10.6 ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ-ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ
ΤΥΠΟΙ :
- Δερματικά εξανθήματα (1-5%). Είναι συνήθως κνιδωτικά, κηλιδοβλατιδώδη ή γενικευμένα και επιβάλλουν διακοπή της θεραπείας στο 15% των περιπτώσεων. Τα κηλιδώδη ή/και βλατιδώδη κνιδωτικά εξανθήματα συνήθως εμφανίζονται πρώϊμα και συχνά στο πρώτο 24ωρο της θεραπείας.
- Κνίδωση.
- Φωτοευαισθησία.
- Αλωπεκία (Chalmers IM et al, 1990).
- Τοξική επιδερμόλυση (Strom J, 1969; Hensen EJ et al, 1981), ενίοτε σε συνδυασμό με θανατηφόρα ακοκκιοκυτταραιμία και υποπλασία των ερυθρών αιμοσφαιρίων (Maddocks JL and Slater D, 1980).
- Ορονοσία, με πυρετό, γενικευμένο κηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα, στοματικά έλκη, διόγκωση και ευαισθησία των τραχηλικών λεμφαδένων, μεγάλη λευκοκυττάρωση, πολυκλωνική υπεργαμμασφαιριναιμία με μεγάλη αύξηση της IgE και IgM και ελάττωση των επιπέδων του C3 και C4 (Pettersson T et al, 1990).
- Αποφολιδωτική δερματίτιδα, ψωριασικού τύπου (Bliddal H and Stangerup M, 1991)
- Σύνδρομο Stevens-Johnson (Rafoth RJ, 1974) και πολύμορφο ερύθημα (Pearl RK et al, 1986), ενίοτε σε συνδυασμό με ηπατική βλάβη.
- «Κυάνωση», μεθαιμοσφαιριναιμία και θειομεθαιμοσφαιριναιμία (Das KM et al, 1973).
- Στοματικά έλκη.
- Ομαλός λειχήνας (Alstead EM et al, 1991; Kaplan S et al, 1995).
ΕΚΒΑΣΗ : Τα εξανθήματα υποχωρούν συνήθως αυτομάτως και ταχέως μετά την διακοπή του φαρμάκου. Μερικοί ασθενείς μπορούν να απευαισθητοποιηθούν επιτυχώς από την σουλφασαλαζίνη. Οι δερματικές αντιδράσεις, εάν είναι σοβαρές, είναι ένδειξη οριστικής διακοπής της σουλφασαλαζίνης και αντένδειξη για την επαναχορήγησή της.
5.10.7 ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Οι πλευροπνευμονικές επιπλοκές της σουλφασαλαζίνης είναι σπάνιες (Jordan A and Cowan RE, 1988; Scherpenisse J et al, 1988; Hamadeh MA et al, 1992).
Από τις πνευμονικές επιπλοκές, συχνότερη είναι η πνευμονίτιδα από υπερευαισθησία. Οι άλλες είναι λιγότερο συχνές. Θεωρούνται σαν υπο-ομάδα της πνευμονίτιδας από υπερευαισθησία, δεδομένου ότι έχουν παρόμοια σημεία και συμπτώματα και συχνά συνδέονται με πυρετό και περιφερική ηωσινοφιλία. Η δόση της σουλφασαλαζίνης η συνδεόμενη με την πνευμονοτοξικότητα κυμαίνεται συνήθως σε 4-6 gr ημερησίως.
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ : Συνήθως δείχνουν ελάττωση της DLCO (Eade OE et al, 1980) και ενίοτε πνευμονοπάθεια αποφρακτικού και, σπάνια, περιοριστικού τύπου (Sigvaldason A and Sorenson S, 1983).
ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Πνευμονικές σκιάσεις συμμετρικές ή ασύμμετρες, στα μέσα ή κατώτερα πνευμονικά πεδία, μερικές φορές μεταναστευτικές, που συνήθως υποχωρούν.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ : Μεγαλύτερη επιρρέπεια στις πνευμονικές επιπλοκές της σουλφασαλαζίνης έχουν οι ασθενείς με υπερευαισθησία στα σαλικυλικά (Jones GR and Malone NS, 1972) ή αλλεργία στις σουλφοναμίδες (Wang KK et al, 1984).
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Οι πνευμονικές επιπλοκές της σουλφασαλαζίνης είναι πιθανώς ιδιοσυγκρασιακές και μπορεί να οφείλονται στο μόριο της σουλφαπυριδίνης. Ένας ασθενής με ηωσινοφιλική πνευμονίτιδα από την σουλφασαλαζίνη βελτιώθηκε μετά την διακοπή του φαρμάκου, αλλά υποτροπίασε με την χορήγηση σουλφαπυριδίνης και ανταποκρίθηκε στην ολσαλαζίνη (παράγωγο του 5-ASA), χωρίς υποτροπή των πνευμονικών συμπτωμάτων (Scherpenisse J et al, 1988). Παρόμοια συμπτώματα και ευρήματα παρατηρούνται και σε ασθενείς με ιστολογική εικόνα ινωδοποιού κυψελιδίτιδας ή βρογχιολίτιδας από την σουλφασαλαζίνη.
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Πρέπει να γίνει από τα νεκροβιωτικά πνευμονικά οζίδια, τις πλευριτικές συλλογές, την αποφρακτική βρογχιολίτιδα και την ινωδοποιό κυψελιδίτιδα που παρατηρούνται σε ασθενείς με ΡΑ που δεν παίρνουν σουλφασαλαζίνη.
ΠΡΟΓΝΩΣΗ : Η πρόγνωση των πνευμονικών επιπλοκών της σουλφασαλαζίνης είναι γενικά καλή. Μετά την διακοπή του φαρμάκου, οι περισσότεροι ασθενείς βελτιώνονται αυτόματα και η πνευμονική λειτουργία αποκαθίσταται στο φυσιολογικό, αν και η διαταραχή της DLCO μπορεί να επιμείνει. Πάντως, 2 ασθενείς, ο ένας με ινωδοποιό κυψελιδίτιδα και ο άλλος με ίνωση, αν και διέκοψαν το φάρμακο, κατέληξαν κακώς (Davies D and MacFarlane A, 1974; Baillie J, 1984).
ΤΥΠΟΙ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΠΛΟΚΩΝ : Οι συνηθέστερες πνευμονικές επιπλοκές της σουλφασαλαζίνης είναι η ηωσινοφιλική πνευμονίτιδα, συνήθως συνοδευόμενη από περιφερική ηωσινοφιλία, και η ινωδοποιός κυψελιδίτιδα, η οποία μπορεί να αποδοθεί στην υποκείμενη νόσο.
Εκτός από την περιφερική ηωσινοφιλία, δεν υπάρχουν κλινικές εκδηλώσεις που να επιτρέπουν την διάκριση μεταξύ των δύο αυτών καταστάσεων. Ένας ασθενής είχε περιφερική ηωσινοφιλία, αλλά η βιοψία έδειξε διάμεση πνευμονίτιδα χωρίς ηωσινόφιλα, ένδειξη ότι σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να υπάρχει επικάλυψη. Αντίστροφα, η ηωσινοφιλική πνευμονίτιδα δεν συνοδεύεται απαραίτητα από μεγάλη περιφερική ηωσινοφιλία.
Πνευμονίτιδα από υπερευαισθησία
Είναι η συνηθέστερη εκδήλωση πνευμονοτοξικότητας, ιδίως σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεγάλες δόσεις σουλφασαλαζίνης (4-6 gr/24ωρο) (Kolbe J et al, 1994).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Βήχας, πυρετός, εξανθήματα (Berliner S et al, 1980), θωρακικός πόνος και δύσπνοια (Berliner S et al, 1980; Amos RS et al, 1986), συνήθως σε συνδυασμό με περιφερική ηωσινοφιλία (Averbuch M et al, 1985; Moseley RH et al, 1985).
Οι εκδηλώσεις αυτές εμφανίζονται 1-8 μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας με σουλφασαλαζίνη και υποχωρούν μερικές εβδομάδες μετά την διακοπή του. Η επαναχορήγηση της σουλφασαλαζίνης ακολουθείται συνήθως από υποτροπή των συμπτωμάτων και των πνευμονικών διηθήσεων (Davies D and MacFarlane A, 1974; Sullivan SN, 1987; Scherpenisse J et al, 1988).
ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Αμφοτερόπλευρες, συχνά περιφερικές και σπανιότερα διάχυτες και δικτυωτές, κυψελιδικές διηθήσεις.
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Κυψελιδίτιδα περιβαλλόμενη από διάμεση ίνωση, διάμεση διήθηση με ηωσινόφιλα, ίνωση και αποφρακτική βρογχιολίτιδα, και φλεγμονώδης διάμεση κυτταρική διήθηση με ίνωση.
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Οι φλεγμονώδεις εντεροπάθειες συνοδεύονται από προσβολή του πνεύμονα, που συχνά δύσκολα διαχωρίζεται από την πνευμονοπάθεια την οφειλόμενη στη σουλφασαλαζίνη. Ακόμα, η πνευμονίτιδα από την σουλφασαλαζίνη πρέπει να διακριθεί από την συνδεόμενη με την ΡΑ.
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΠΝΕΥΜΟΝΙΤΙΔΑΣ ΑΠΟ ΣΟΥΛΦΑΣΑΛΑΖΙΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ :
- Έχει οξεία έναρξη και διαφορετικά ιστοπαθολογικά ευρήματα
- Εμφανίζεται συνήθως σε ασθενείς με μακροχρόνια αρθρική νόσο
- Έχει εξαίρετη ανταπόκριση στα κορτικοειδή
- Χαρακτηρίζεται από περιφερική ηωσινοφιλία, η οποία όμως απουσιάζει στο 25% των περιπτώσεων
- Υποτροπιάζει μετά την επαναχορήγηση της σουλφασαλαζίνης.
Υποξεία ινωδοποιός βρογχιολίτιδα
Είναι σπάνια. Έχει αναφερθεί κυρίως σε ασθενείς με φλεγμονώδεις εντεροπάθειες και σ΄ έναν ασθενή με ΡΑ (Williams T et al, 1982; Wang KK et al, 1984; Boyd O et al, 1990). Μπορεί να συνδυάζεται με πνευμονίτιδα από υπερευαισθησία και αποφρακτική βρογχιολίτιδα και να αποδοθεί στη βασική νόσο.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Δύσπνοια, μη παραγωγικός βήχας, εισπνευστικοί τρίζοντες
ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Ετερόπλευρες ή αμφοτερόπλευρες, συνήθως παροδικές, πνευμονικές σκιάσεις.
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ : Δείχνουν πνευμονοπάθεια περιοριστικού τύπου.
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Διήθηση του διάμεσου πνευμονικού ιστού και των κυψελίδων κυρίως από λεμφοκύτταρα και ενίοτε ουδετερόφιλα, και μεταπλασία των κυψελιδικών ενδοθηλιακών κυττάρων.
ΠΡΟΓΝΩΣΗ : Είναι χειρότερη από την πνευμονίτιδα από υπερευαισθησία, δεδομένου ότι συνήθως δεν υποχωρεί με την διακοπή του φαρμάκου και μπορεί να καταλήξει κακώς (Davies D and MacFarlane A, 1974).
γ) Ινωδοποιός πνευμονική κυψελιδίτιδα και ηωσινοφιλική πνευμονίτιδα (Tydd TE, 1976; Kanner RS et al, 1978; Berliner S et al, 1980; Wang KK et al, 1984).
δ) Τραχειολαρυγγίτιδα με βρογχόσπασμο (Collins JR, 1968).
ε) Πνευμονικές διηθήσεις με ηωσινοφιλία (Yamakado S et al, 1992)
Ένας ασθενής ανέπτυξε μελάγχρωση του δέρματος και διάχυτες ασυμπτωματικές πνευμονικές σκιάσεις, που υφέθηκαν αυτόματα μετά την διακοπή του φαρμάκου. Η βιοψία έδειξε αποφρακτική κυψελιδίτιδα και ινωδοποιό κυψελιδίτιδα, πιθανώς σαν αποτέλεσμα αντίδρασης υπερευαισθησίας (Gabazza EC et al, 1992).
5.10.8 ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Κατάθλιψη, ευερεθιστότητα, κεφαλαλγίες και ζάλη αναφέρει < 5% των ασθενών που παίρνουν σουλφασαλαζίνη, και γενικά πρώϊμα στη διάρκεια της θεραπείας. Οι επιπλοκές αυτές μπορεί να συνδυάζονται με εμέτους, ναυτία, πυρετό και εξάνθημα.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η νευροτοξικότητα της σουλφασαλαζίνης μπορεί να οφείλεται σε αυτοάνοση αντίδραση στην σουλφαπυριδίνη που περιέχεται στην σουλφασαλαζίνη (Peppercorn MA, 1984). Οι ελάσσονες νευρολογικές επιπλοκές της σουλφασαλαζίνης πιθανώς είναι δοσοεξαρτώμενες, ενώ οι μείζονες είναι ιδιοσυγκρασιακές ή αντιδράσεις υπερευαισθησίας και μπορεί να εμφανισθούν ακόμα και μετά την χορήγηση μικρών δόσεων του φαρμάκου.
ΕΚΒΑΣΗ : Οι ήπιες νευρολογικές διαταραχές της σουλφασαλαζίνης εμφανίζονται συνήθως εντός του πρώτου 3μήνου της θεραπείας και συχνά υποχωρούν με μείωση της δόσης. Οι οξείες νευρολογικές επιπλοκές υποχωρούν εντός 2 μηνών από της διακοπής του φαρμάκου.
5.10.9 ΦΑΡΜΑΚΟΓΕΝΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΣ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗΣ ΛΥΚΟΣ
Έχει αναφερθεί σε ασθενείς με φλεγμονώδεις εντεροπάθειες και ΡΑ. Οι ασθενείς με ΡΑ και θετικά ΑΝΑ δεν είναι περισσότερο επιρρεπείς στις επιπλοκές της σουλφασαλαζίνης.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Αρθραλγίες, λεμφαδενοπάθεια, πλευροπερικαρδίτιδα, υποδόρια οζίδια, εξάνθημα, δακτυλική αγγειίτιδα, καρδιακός επιπωματισμός (σπάνια).
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ :
- Αύξηση ΤΚΕ
- Θετικό Ra test
- Θετικά ΑΝΑ και αντι-dsDNA : Παρατηρούνται στο 12-21% και στο 12% των ασθενών με φλεγμονώδεις εντεροπάθειες και φλεγμονώδη ρευματικά νοσήματα, αντίστοιχα (Chalmers IM et al, 1990; Mielke H et al, 1993), πιθανώς λόγω του ότι η σουλφασαλαζίνη αποκαλύπτει διάθεση για λύκο (Alarcon-Segovia D and Kraus A, 1991). Δεν έχουν κλινική σημασία και δεν επιβάλλουν διακοπή της θεραπείας, εκτός εάν συνδυάζονται με άλλες εκδηλώσεις ΣΕΛ.
- Αντισώματα έναντι των ιστονών στο 90% των ασθενών με φαρμακογενή ΣΕΛ, συγκριτικά με 25% στον ιδιοπαθή.
- Θετικά pANCA με ειδικότητα για την μυελοϋπεροξειδάση
- Κυκλοφορούντα ανοσοσυμπλέγματα (Caulier M et al, 1994)
- Υποσυμπληρωματιναιμία.
Οι κλινικές εκδηλώσεις και τα εργαστηριακά ευρήματα αναστρέφονται μετά την διακοπή, μπορεί όμως και να υποτροπιάσουν μετά την επαναχορήγηση, του φαρμάκου. Οι κλινικές εκδηλώσεις συνήθως υποχωρούν ταχέως μετά την διακοπή της σουλφασαλαζίνης, ενώ οι ορολογικές μπορεί να υφεθούν μετά από ένα χρόνο.
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΟΔΗΓΑ ΣΗΜΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΟΓΕΝΟΥΣ ΣΕΛ :
- Σημεία και συμπτώματα ΣΕΛ σε ασθενείς θεραπευόμενους με παράγοντες συνδεόμενους με φαρμακογενή ΣΕΛ
- Απουσία ιστορικού ενδεικτικού ιδιοπαθούς ΣΕΛ πριν από την λήψη του φαρμάκου
- Κλινικές εκδηλώσεις ενδεικτικές φαρμακογενούς ΣΕΛ (συνήθως πυρετός, μυαλγίες, αρθραλγίες και πλευροπερικαρδίτιδα. Σπάνια, κλασσικό εξάνθημα παρειών, δισκοειδείς αλλοιώσεις, αλωπεκία και έλκη βλεννογόνου). Πολυσυστηματική προσβολή και σοβαρή προσβολή του ΚΝΣ ή προσβολή των νεφρών είναι σπάνια και ενδεικτική ιδιοπαθούς ΣΕΛ
- Θετικά αντισώματα έναντι των ιστονών, ιδιαίτερα έναντι του συμπλόκου (Η2a-Η2b)- μείωση του τίτλου των αντισωμάτων μετά την διακοπή του φαρμάκου
- Ορολογική μετατροπή των ΑΝΑ από αρνητικά ή θετικά σε χαμηλό τίτλο, σε θετικά υπό θεραπεία
- Αρνητικά αντι-dsDNA, Sm, RNP, Ro/SSA και La/SSB
- Φυσιολογικό συμπλήρωμα ορού
- Ταχεία βελτίωση των αρθρικών εκδηλώσεων και βαθμιαία εξαφάνιση των αυτοαντισωμάτων μερικές ημέρες ή εβδομάδες μετά την διακοπή του υπεύθυνου φαρμάκου.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ : ΜΣΑΦ ή/και υδροξυχλωροκίνη (Caulier M et al, 1994).
5.10.10 ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΥΠΕΡΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ – ΑΛΛΕΡΓΙΚΕΣ ΑΝΤΙΔΡΆΣΕΙΣ
- Ηπατίτιδα, πυρετός και εξάνθημα, σε συνδυασμό με υποσυμπληρωματιναιμία, κυκλοφο-ρούντα ανοσοσυμπλέγματα και άτυπη λεμφοκυττάρωση (Mihas AA et al, 1978)
- Πυρετός, εξάνθημα, ηωσινοφιλία, νεφρίτιδα και ηπατίτιδα (Chester AC et al, 1978)
- Πυρετός, δερματικό εξάνθημα, εργαστηριακά ευρήματα ηπατοκυτταρικής βλάβης (Kanner RS et al, 1978)
- Τοξική επιδερμόλυση, ακοκκιοκυττάρωση και ερυθροειδής υποπλασία (Maddocks JL and Slater DN, 1980)
- Σύνδρομο παρόμοιο με μονοπυρήνωση, σε συνδυασμό με ηπατίτιδα και άλλες εκδηλώσεις υπερευαισθησίας (Carr-Locke DL and Ali M, 1982; Iwatsuki K et al, 1984; Poland AG and Love KR, 1986)
- Σύνδρομο παρόμοιο με ορονοσία και θανατηφόρα μαζική ηπατική νέκρωση (Ribe J et al, 1986)
- Γενικευμένο εξάνθημα και θανατηφόρα ηπατική νέκρωση (Haines JD Jr, 1986)
- Κακουχία, σύγχυση, πυρετός και εξάνθημα, σ' έναν ασθενή, που κατέληξε εν μέσω διάχυτης ενδαγγειακής πήξης συνεπεία οξείας ηπατοκυτταρικής νέκρωσης (Pears JS and Mor-ley KD, 1989)
- Αλλεργική αντίδραση με ηπατοτοξικότητα, λεμφαδενοπάθεια, εξάνθημα, σοβαρή θρομβοπενία και αναιμία (Gremse DA et al, 1989)
- Υψηλός πυρετός και γενικευμένο εξάνθημα, σε παιδιά με συστηματική ΝΡΑ. Η επιπλοκή αυτή αποτελεί αλλεργική αντίδραση, οφειλόμενη πιθανώς στο θειούχο συστατικό της σουλφασαλαζίνης (Hertzberger-ten Cate R and Cats A, 1991)
- Δερματικό εξάνθημα, πυρετός, ηπατίτιδα και ενεργοποίηση των λεμφοκυττάρων (Leroux JL et al, 1992)
- Ιλαροειδές εξάνθημα, ηπατίτιδα, λεμφαδενοπάθεια με πυρετό, αποφολιδωτική δερματίτιδα, αιμολυτική αναιμία με θετική Coombs, αυτοάνοση θρομβοπενία με υπεργαμμασφαιριναιμία και ένδειξη σχηματισμού αυτοαντισωμάτων (Vyse T and So AKL, 1992)
- Πυρετός, εξάνθημα και ηπατίτιδα, σε συνδυασμό με αύξηση των Τ-λεμφοκυττάρων, ηωσινοφιλία και ένδειξη ενεργοποίησης της κλασσικής οδού του συμπληρώματος (Brooks H et al, 1992)
- Πυρετός, διάρροια και δερματικό εξάνθημα, με συνεπακόλουθη απολέπιση, έντονη άτυπη λεμφοκυττάρωση και σοβαρή ηπατοτοξικότητα (Hautekeete ML et al, 1992)
- Βαριά ηπατίτιδα, διάχυτη ενδαγγειακή πήξη, υψηλός αιχμηρός πυρετός, σύνδρομο παρόμοιο με μονοπυρήνωση και γενικευμένο δερματικό εξάνθημα, που υποχώρησαν με την διακοπή του φαρμάκου και την ενδοφλέβια χορήγηση Ν-ακετυλοκυστεΐνης (Gabay C et al, 1993)
- Τοξική ηπατίτιδα και δερματίτιδα, ακολουθούμενη από οξεία εγκεφαλοπάθεια (οξεία μονοπάρεση αριστερού άνω άκρου, εμβροντησία και κώμα, θετικό σημείο Babinski) (Scho-onjans R et al, 1993)
- Δερματικό εξάνθημα, θανατηφόρα ηπατική ανεπάρκεια και νεκρωτική παγκρεατίτιδα (Ru-bin R, 1994)
- Ερυθροδερμία, λεμφαδενοπάθεια, λευκοπενία και θρομβοπενία, σε μίαν ασθενή με ψωρίαση, που υποχώρησε ταχέως με την διακοπή του φαρμάκου (Mc Kenna KE and Burrows D, 1994)
- Κηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα εξελισσόμενο σε αποφολιδωτική ερυθροδερμία, πυρετός, λεμφαδενοπάθεια με λευκοκυττάρωση, άτυπα λεμφοκύτταρα και ηπατική και νεφρική δυσλειτουργία (Tohyama M et al, 1998)
- Εκζεματώδες εξάνθημα σε περιοχές του σώματος εκτεθειμένες στο φως, ηπατομεγαλία, πυρετός με λευκοκυττάρωση, ηωσινοφιλία και ηπατική κυτταρόλυση (Bouyssou-Gauthier ML et al, 1999)
- Οξεία γενικευμένη εξανθηματώδης φλυκταίνωση, με πυρετό και κακουχία και θετική δοκιμασία διέγερσης των λεμφοκυττάρων (Kawaguchi M et al, 1999).
5.10.11 ΑΝΟΣΟΑΝΕΠΑΡΚΕΙΕΣ
- Εκλεκτική ανεπάρκεια της IgA, ελάττωση των IgG και IgM (Delamere JP et al, 1983) και υπογαμμασφαιριναιμία, πιθανώς λόγω άμεσης ανοσοκατασταλτικής δράσης του φαρμάκου (Symmons DPM et al, 1988).
5.10.12 ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Στους άνδρες, η σουλφασαλαζίνη εξασθενεί την κινητικότητα, ελαττώνει τον απόλυτο αριθμό και διαταράσσει την μορφολογία των σπερματοζωαρίων (Birnie GG et al, 1981; Toovey S et al, 1981). Η γονιμότητα αποκαθίσταται αρκετές εβδομάδες μετά την διακοπή του φαρμάκου, είναι όμως άγνωστο αν καταλείπονται μόνιμες βλάβες των σπερματοζωαρίων.
Η στείρωση οφείλεται στο μόριο της σουλφοναμίδης. Η συχνότητά της ανέρχεται σε 10-100%, ανάλογα με τον προσδιορισμό του σπέρματος σαν άγονου. Γενικά, οι δράσεις της σουλφασαλαζίνης στο σπέρμα δεν θεωρούνται αντένδειξη για την θεραπεία σε νέους άνδρες, αλλά το φάρμακο πρέπει να διακόπτεται σ' αυτούς που θέλουν να τεκνοποιήσουν.
5.10.13 ΑΛΛΕΣ
- Φαινόμενα Raynaud (Reid J et al, 1980)
- Παλμοί
- Λιποθυμική τάση
- Εφιδρώσεις
- Ταχυκαρδία (Neeman A et al, 1980)
- Ανοσμία
- Ουδετεροπενική εντεροκολίτιδα, με αιμορραγία από το ορθό και πυρετό, με θανατηφόρα κατάληξη (Chakravarty K et al, 1992)
- Ραβδομυόλυση, με μεγάλη αύξηση της CPK
- Μυοπάθεια με διάχυτη μυϊκή ευαισθησία, αύξηση της CPK και των ηπατικών ενζύμων που υποχώρησαν πλήρως με την διακοπή της σουλφασαλαζίνης (Norden DK et al, 1994).
- Αδυναμία κάτω άκρων και δυσβασία, σ' έναν ασθενή που έπαιρνε 3 gr σουλφασαλαζίνης ημερησίως, η οποία υποχώρησε με την διακοπή του φαρμάκου (Bhalotra R et al, 1990).
- Εκδηλώσεις παρόμοιες με λοιμώδη μονοπυρήνωση (Iwatsuki K et al, 1984)
- Υψηλός πυρετός (Hearing SD et al, 1995)
- Δερματική αγγειίτιδα, νόσος παρόμοια με λύκο ή άτυπες ορολογικές εκδηλώσεις (Laversuch CJ et al, 1995)
- Νέκρωση του μυελού των οστών (Van de Pette JE et al, 1984)
- Αγγειοανοσοβλαστική λεμφαδενοπάθεια, σ΄ένα παιδί με ΝΡΑ (Pay S et al, 2000).
5.11 ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ
Η υπερδοσολογία με την σουλφασαλαζίνη είναι σπάνια. Η συχνότητα και βαρύτητα των εκδηλώσεών της φαίνεται ότι σχετίζονται άμεσα με τις ολικές συγκεντρώσεις της σουλφαπυριδίνης στον ορό. Οι ασθενείς που παίρνουν καθημερινά ≥ 4 gr σουλφασαλαζίνης ή έχουν επίπεδα σουλφαπυριδίνης στον ορό >50 mcg/ml έχουν αυξημένη συχνότητα επιπλοκών. Οι συγκεντρώσεις της σουλφαπυριδίνης στον ορό μπορεί να χρησιμεύσουν στην παρακολούθηση των εκδηλώσεων της υπερδοσολογίας.
Εκδηλώσεις :
- Ναυτία, έμετοι, γαστρικά ενοχλήματα και κοιλιακός πόνος
- Συμπτώματα από το ΚΝΣ (καρηβαρία, σπασμοί, κ.ά.), σε προχωρημένες περιπτώσεις
- Οξείδωση, υπεργλυκαιμία, διαταραχές της πήξης και μεθαιμοσφαιριναιμία, σ΄έναν ασθενή που πήρε 50 gr σουλφασαλαζίνης και 50 gr παρακεταμόλης (Dunn RJ, 1998). Οι εκδηλώσεις αυτές υφέθηκαν με διττανθρακικό νάτριο, ενδοφλέβια χορήγηση Ν-ακετυλοκυστεΐνης και υποστηρικτική αγωγή.
Η LD50 per os δεν έχει προσδιορισθεί σε πειραματόζωα, δεδομένου ότι η μέγιστη καθημερινή δόση που μπορεί να χορηγηθεί (12 gr/kg) δεν είναι θανατηφόρα.
Θεραπεία :
- Γαστρική πλύση ή προκλητός έμετος, σε συνδυασμό με κάθαρση
- Αλκαλοποίηση των ούρων
- Προκλητή διούρηση, εάν η νεφρική λειτουργία είναι φυσιολογική
- Περιορισμός πρόσληψης υγρών και άλατος, εάν υπάρχει ανουρία
- Καθετηριασμός των ουρητήρων, για να αποφευχθεί η συγκέντρωση κρυστάλλων σουλφασαλαζίνης στους νεφρούς
- Διΰλιση : Μπορεί να διευκολύνει την απομάκρυνση της σουλφασαλαζίνης και των μεταβολιτών της.
5.12 ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΕ ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ
Η σουλφασαλαζίνη μπορεί να επηρεάσει μη ειδικές φασματοφωτομετρικές δοκιμασίες και να προκαλέσει ψευδώς θετικές δοκιμασίες για χολερυθρίνη στα ούρα με dip-stick.
5.13 ΚΥΗΣΗ
Στα ζώα : Σε αρουραίους και κουνέλια, η σουλφασαλαζίνη, σε δόσεις έως 6 φορές μεγαλύτερες της ανθρώπινης, δεν εξασθενεί την γονιμότητα και δεν προκαλεί βλάβη του εμβρύου.
Στον άνθρωπο : Η σουλφασαλαζίνη διασπάται σε αμινοσαλικυλικό οξύ και σουλφαπυριδίνη. Τα επίπεδα του αμινοσαλικυλικού οξέος στο αίμα του εμβρύου είναι αμελητέα, ενώ η σουλφασαλαζίνη και η σουλφαπυριδίνη διέρχονται αμέσως τον πλακούντα και εισέρχονται στο αίμα του ομφάλιου λώρου (Jarnerot G et al, 1981).
Αν και έχουν αναφερθεί διάφορες συγγενείς ανωμαλίες σε 3 παιδιά 2 γυναικών που έπαιρναν σουλφασαλαζίνη στη διάρκεια της κύησης (Newman NM and Correy JF, 1983), η σουλφασαλαζίνη, σύμφωνα με την σημαντική εμπειρία που έχει αποκτηθεί σε έγκυες γυναίκες με φλεγμονώδεις εντεροπάθειες, δεν έχει βλαπτικές δράσεις στο έμβρυο (Mogadam M et al, 1981; Vender RJ and Spiro HW, 1982).
Για τους λόγους αυτούς, μερικοί κλινικοί θεωρούν την σουλφασαλαζίνη DMARD εκλογής σε γυναίκες που επιθυμούν να συλλάβουν ή είναι ήδη έγκυες. Ο κίνδυνος ανάπτυξης πυρηνικού ικτέρου στα νεογνά γυναικών που παίρνουν σουλφασαλαζίνη στο τελευταίο 3μηνο της κύησης φαίνεται ότι είναι χαμηλός. Πάντως, ένα νεογνό που η μητέρα του έπαιρνε σουλφασαλαζίνη και πρεδνιζόνη στη διάρκεια της κύησης γεννήθηκε με ακοκκιοκυττάρωση.
5.14 ΓΑΛΟΥΧΙΑ
Η σουλφασαλαζίνη και η σουλφαπυριδίνη, μετά από την χορήγηση μιας απλής δόσης, ανιχνεύονται στο μητρικό γάλα σε ποσοστό 30% και 50%, αντίστοιχα (Khan A and Truelove SC, 1979). Πάντως, δεν απορροφώνται από το νεογνό σε ποσότητες ικανές να παρεκτοπίσουν την χολερυθρίνη ή να προκαλέσουν άλλα προβλήματα (Esbjorner Ε et al, 1986), γι΄αυτό και η σουλφασαλαζίνη μπορεί να χορηγηθεί στη διάρκεια της γαλουχίας. Πάντως, οι κατασκευαστές του φαρμάκου συνιστούν να παρακολουθούνται με προσοχή τόσο τα νεογνά, όσο και οι μητέρες που παίρνουν σουλφασαλαζίνη στη διάρκεια της γαλουχίας.
5.15 ΔΟΣΕΙΣ-ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ
5.15.1 ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ : 2-3 gr/24ωρο, σε 3-4 διηρημένες δόσεις. Σε μερικές περιπτώσεις η θεραπεία μπορεί να αρχίσει με μικρότερες δόσεις, π.χ. 500-1.000 mg/24ωρο, για να περιορισθούν οι γαστρεντερικές διαταραχές. Δόσεις >4 gr/24ωρο συνοδεύονται από αυξημένο κίνδυνο τοξικότητας.
ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ :
- 1η εβδομάδα : 500 mg/24ωρο (1 δισκίο το βράδυ)
- 2η εβδομάδα : 1 gr/24ωρο (1 δισκίο πρωί-1 βράδυ)
- 3η εβδομάδα : 1.5 gr/24ωρο (1 δισκίο πρωί-2 δισκία βράδυ)
- 4η εβδομάδα : 1 gr/12ωρο (2 δισκία πρωί-2 βράδυ).
ΔΟΣΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ : 2 gr/24ωρο. Εάν δεν έχει ικανοποιητικό αποτέλεσμα, μπορεί να αυξηθεί μέχρι 3 gr ή 40 mg/kg/24ωρο. Εάν έχει ανταπόκριση, μπορεί να μειωθεί, η βελτίωση όμως γενικά δεν διατηρείται σε δόσεις <1.5 gr/24ωρο.
ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ : Η κλινική ανταπόκριση εμφανίζεται μετά από 4-12 εβδομάδες θεραπείας. Η σουλφασαλαζίνη πρέπει να χορηγηθεί επί 4 τουλάχιστον μήνες πριν θεωρηθεί αναποτελεσματική. Εάν έχει ικανοποιητικό αποτέλεσμα, μπορεί να συνεχισθεί επί πολλά χρόνια, όπως τα περισσότερα DMARDs.
Η απότομη διακοπή της συνοδεύεται συνήθως, μετά από ημέρες ή εβδομάδες, από έξαρση της νόσου, η οποία γενικά ελέγχεται εφ΄όσον η σουλφασαλαζίνη επαναχορηγηθεί ταχύτερα απ' ό, τι αρχικά. Τα ΜΣΑΦ ή/και τα κορτικοειδή, εάν έπαιρνε ο ασθενής, μπορούν να συνεχίζουν να χορηγούνται ή να προστεθούν στην αγωγή.
5.15.2 ΝΕΑΝΙΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ (ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΗΛΙΚΙΑΣ ≥ 2 ΕΤΩΝ) : 40-60 mg/kg/24ωρο, σε 3-6 διηρημένες δόσεις, μετά τα γεύματα ή το γάλα. Η μέγιστη δόση συνήθως είναι 2 gr/24ωρο.
Για να μειωθούν οι γαστρεντερικές διαταραχές, οι κατασκευαστές του φαρμάκου συνιστούν η θεραπεία με σουλφασαλαζίνη στα παιδιά να αρχίζει με το 1/3-1/4 της υπολογιζόμενης δόσης συντήρησης, αυξανόμενη προοδευτικά κάθε εβδομάδα μέχρις ότου επιτευχθεί η επιθυμητή δόση συντήρησης (συνήθως μετά από 4 εβδομάδες).
ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ :
- 1η εβδομάδα : 12.5 mg/kg το βράδυ (μέγιστη ημερήσια δόση 500 mg)
- 2η εβδομάδα : 12.5 mg/24ωρο 2 φορές την ημέρα (μέγιστη ημερήσια δόση 1 gr)
- 3η εβδομάδα : 12.5 mg/24ωρο το πρωί και 25 mg/24ωρο το βράδυ (μέγιστη ημερήσια δόση 1.5 gr)
- 4η εβδομάδα : 25 mg/24ωρο 2 φορές την ημέρα (μέγιστη ημερήσια δόση 2 gr).
ΔΟΣΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ (ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΗΛΙΚΙΑΣ ≥ 2 ΕΤΩΝ) : 30 mg/kg/24ωρο, διηρημένη σε 4 δόσεις.
5.15.3 ΨΩΡΙΑΣΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΔΟΣΗ : 2 gr/24ωρο. Η δόση αυτή, εάν δεν έχει ικανοποιητική ανταπόκριση, μπορεί να αυξηθεί σε 3 gr/24ωρο, αν και στο ύψος αυτό είναι περισσότερο τοξική.
5.15.4 ΕΛΚΩΔΗΣ ΚΟΛΙΤΙΔΑ
α) Ενήλικες
ΑΡΧΙΚΗ ΔΟΣΗ : 3-4 gr/24ωρο, σε ίσες διηρημένες δόσεις. Το διάστημα μεταξύ των δόσεων δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 8 ώρες. Σε μερικούς ασθενείς, η θεραπεία μπορεί να αρχίσει με 1-2 gr/24ωρο για να περιορισθούν οι γαστρεντερικές διαταραχές. Αν και έχουν χορηγηθεί δόσεις ακόμα και 12 gr/24ωρο, δόσεις > 4 gr/24ωρο συνοδεύονται από αυξημένη τοξικότητα. Μερικοί κλινικοί συνιστούν η δόση της σουλφασαλαζίνης να μην υπερβαίνει τα 4 gr/24ωρο, εκτός εάν δεν υπάρχουν πληροφορίες για τις συγκεντρώσεις της ολικής σουλφαπυριδίνης στον ορό και τον φαινότυπο του ασθενούς.
ΔΟΣΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ : 2 gr/24ωρο. Μερικοί κλινικοί χορηγούν 1-1.5 gr/24ωρο για να αποφευχθούν οι γαστρεντερικές διαταραχές. Η αποτελεσματικότητα της θεραπείας συντήρησης φαίνεται ότι είναι δοσοεξαρτώμενη, αλλά η δυνητική αξία δόσεων > 2 gr/24ωρο πρέπει να σταθμίζεται σε σχέση με τον κίνδυνο αύξησης της τοξικότητας και την ανάγκη περισσότερο προσεκτικής παρακολούθησης του ασθενούς.
β) Παιδιά (≥ 2 ετών)
ΑΡΧΙΚΗ ΔΟΣΗ : 40-60 mg/kg/24ωρο, σε 3-6 διηρημένες δόσεις.
ΔΟΣΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ : 30 mg/kg/24ωρο, σε 4 διηρημένες δόσεις.
Η ανταπόκριση στη θεραπεία και η τροποποίηση της δόσης, εάν χρειάζεται, μπορούν να προσδιορισθούν με περιοδική εξέταση του ασθενούς. Η ανταπόκριση στη σουλφασαλαζίνη μπορεί να εκτιμηθεί από την θερμοκρασία και τις μεταβολές του βάρους του σώματος του ασθενούς, τον βαθμό και την συχνότητα της διάρροιας και της αιμορραγίας, όπως και με την σιγμοειδοσκόπηση και την ιστολογική εξέταση.
Η συνέχιση της θεραπείας με σουλφασαλαζίνη μπορεί να είναι απαραίτητη, ακόμα και μετά την ύφεση των κλινικών συμπτωμάτων (όπως η διάρροια). Εάν η κλινική βελτίωση επιβεβαιωθεί με σιγμοειδοσκόπηση, η δόση της σουλφασαλαζίνης μπορεί να μειωθεί σε επίπεδα συντήρησης. Εάν η διάρροια υποτροπιάσει, η σουλφασαλαζίνη πρέπει να αυξάνεται στο προηγούμενο αποτελεσματικό της ύψος.
Οι γαστρεντερικές διαταραχές (ανορεξία, ναυτία, έμετοι), εάν εμφανισθούν μετά τις πρώτες δόσεις της σουλφασαλαζίνης, οφείλονται πιθανώς σε ερεθισμό του γαστρεντερικού βλεννογόνου και μπορούν να περιορισθούν με την χορήγηση εντεροδιαλυτών δισκίων ή συχνότερη χορήγηση της καθημερινής ολικής δόσης. Εάν εμφανισθεί διάρροια, η δόση πρέπει να αυξάνεται στο προηγούμενο αποτελεσματικό επίπεδο.
Εάν τα συμπτώματα αυτά εμφανισθούν μετά από τις πρώτες ημέρες της θεραπείας, οφείλονται πιθανώς σε αύξηση των επιπέδων της ολικής σουλφαπυριδίνης στον ορό και μπορεί να υποχωρήσουν με μείωση της δόσης κατά 50% και στη συνέχεια βαθμιαία αύξησή της σε διάστημα μερικών ημερών. Εάν όμως επιμένουν, η σουλφασαλαζίνη πρέπει να διακόπτεται επί 5-7 ημέρες και μετά να επαναχορηγείται σε χαμηλότερες δόσεις.
5.16 ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ - ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ
Νεογνά : Δεν υπάρχουν ενδείξεις για την χρήση της σουλφασαλαζίνης στα νεογνά.
Παιδιά : Η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της σουλφασαλαζίνης σε παιδιά ηλικίας κάτω των 2 ετών δεν έχει προσδιορισθεί. Δεν υπάρχουν συστάσεις για την χρήση της σουλφασαλαζίνης στα παιδιά με ΝΡΑ.
Ηλικιωμένοι : Δεν απαιτούνται ιδιαίτερες προφυλάξεις.
Κύηση : Η σουλφασαλαζίνη φαίνεται ότι είναι ασφαλής στη διάρκεια της κύησης. Πάντως, επειδή δεν υπάρχουν επαρκείς και καλά ελεγχόμενες μελέτες, πρέπει να χορηγείται μόνον εφόσον είναι απολύτως απαραίτητη.
Γαλουχία : Η σουλφασαλαζίνη μπορεί να χορηγηθεί στη διάρκεια της γαλουχίας.
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας : Αποτελούν απόλυτη αντένδειξη συνέχισης της θεραπείας με σουλφασαλαζίνη.
Συνυπάρχοντα νοσήματα :
- Η σουλφασαλαζίνη πρέπει να χορηγείται μετά από προσεκτική εκτίμηση σε ασθενείς με προϋπάρχουσα ηπατική ή νεφρική βλάβη ή αιματολογικές δυσκρασίες.
- Η πορφυρία μπορεί να προκληθεί ή να επιδεινωθεί από τις σουλφοναμίδες.
- Η σουλφασαλαζίνη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με σοβαρή αλλεργία ή βρογχικό άσθμα.
Ανεπάρκεια G6PD : Η σουλφασαλαζίνη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε άτομα με ανεπάρκεια της G6PD, δεδομένου ότι τα άτομα αυτά έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο αιμολυτικής αναιμίας από τα φυσιολογικά.
Διαταραχές γονιμότητας : Η σουλφασαλαζίνη μπορεί να προκαλέσει ολιγοσπερμία και στειρότητα στους άνδρες. Οι άρρενες ασθενείς που πρόκειται να θεραπευθούν με σουλφασαλαζίνη πρέπει να ενημερώνονται για την δυνητική αυτή επιπλοκή.
5.17 ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
- Οι ασθενείς πρέπει να ενυδατώνονται επαρκώς στη διάρκεια της θεραπείας με σουλφασαλαζίνη για να προληφθεί η κρυσταλλουρία και ο σχηματισμός λίθων
- Η σουλφασαλαζίνη μπορεί να προκαλέσει θανατηφόρες επιπλοκές (αντιδράσεις υπερευαισθησίας, ακοκκιοκυττάρωση, απλαστική αναιμία, νεφρική και ηπατική βλάβη, νευρομυϊκές αλλοιώσεις και βλάβη του ΚΝΣ, ινωδοποιό κυψελιδίτιδα). Η εμφάνιση κλινικών σημείων (πονόλαιμος, πυρετός, ωχρότητα, πορφύρα ή ίκτερος) μπορεί να είναι ενδείξεις σοβαρών αιματολογικών επιπλοκών.
- Οι ασθενείς πρέπει να ενημερώνονται ότι η σουλφασαλαζίνη μπορεί να προσδώσει κίτρινη-πορτοκαλόχρου χροιά στα ούρα και το δέρμα.
- Τα βραδείας αποδέσμευσης δισκία μπορεί να μην αποσαθρωθούν, πιθανώς λόγω έλλειψης των εντερικών εστερασών. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να διακόπτονται αμέσως.
5.18 ΚΛΙΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ - ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ
Ο εργαστηριακός έλεγχος ρουτίνας είναι γενικά ο ίδιος όπως και στα άλλα DMARDs.
H γενική αίματος στα καθορισμένα διαστήματα που γίνεται ο έλεγχος ρουτίνας (π.χ. κάθε μήνα) μπορεί να μην εντοπίσει έγκαιρα απότομη ελάττωση των λευκών αιμοσφαιρίων, γι' αυτό και συνιστάται να γίνεται κάθε 2-3 εβδομάδες τους 3 πρώτους μήνες και μετά, κάθε 6-12 εβδομάδες για το υπόλοιπο της θεραπείας. Οι βιοχημικές εξετάσεις μπορούν να γίνονται λιγότερο συχνά από το αιμοδιάγραμμα, εκτός εάν υπάρχει κλινική ένδειξη τοξικότητας.
Εξέταση ούρων κάθε 4-6 μήνες είναι αρκετή και ίσως αχρείαστη, δεδομένου ότι νεφρικές επιπλοκές από την σουλφασαλαζίνη δεν έχουν αναφερθεί. Πιο συχνές ή επιπρόσθετες εργαστηριακές εξετάσεις συνιστώνται εφ' όσον υπάρχουν επιπλοκές, ιδιαίτερα εξάνθημα ή πυρετός, που μπορεί να συνδυάζονται με ηπατικές ή αιματολογικές διαταραχές.
Ήπιες επιπλοκές, όπως ναυτία και έμετοι, δεν επιβάλλουν διακοπή της θεραπείας. Εάν όμως εμφανισθούν σοβαρές επιπλοκές (βλ. παρακάτω), η σουλφασαλαζίνη πρέπει να διακόπτεται.
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΟΡΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΤΗΣ ΣΟΥΛΦΑΣΑΛΑΖΙΝΗΣ :
- Τοξική επιδερμόλυση
- Ινωδοποιός πνευμονική βρογχιολίτιδα/ηωσινοφιλική πνευμονίτιδα
- Κοκκιωματώδης ηπατίτιδα
- Παγκρεατίτιδα
- Μαζική αιμολυτική αναιμία
- Ακοκκιοκυτταραιμία
- Απλασία μυελού
- Νευροτοξικότητα
- Φαρμακογενής λύκος
- Ηπατίτιδα, πυρετός και δερματικό εξάνθημα, με υποσυμπληρωματιναιμία και ανοσοσυ-μπλέγματα
- Φαινόμενα Raynaud
5.19 ΑΠΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗ
Μπορεί να γίνει σε ασθενείς με αλλεργικές αντιδράσεις (εξάνθημα, πυρετός, αρθραλγίες) στην σουλφασαλαζίνη. Γενικά γίνεται με επιτυχία, αν και, μετά την διαδικασία αυτή, το εξάνθημα μπορεί να επανεμφανισθεί και μάλιστα βαρύτερο. Δεν πρέπει να επιχειρείται σε ασθενείς με ιστορικό ακοκκιοκυττάρωσης ή αναφυλακτικών αντιδράσεων στην διάρκεια προηγηθείσας θεραπείας με σουλφασαλαζίνη. Εάν τα συμπτώματα της ευαισθησίας υποτροπιάσουν, η σουλφασαλαζίνη πρέπει να διακόπτεται.
ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΠΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗΣ : Αρχικά χορηγούνται μικρές δόσεις του φαρμάκου (1-125 mg/24ωρο), αυξανόμενες προοδευτικά σε πλήρεις θεραπευτικές δόσεις σε διάστημα 25-56 ημερών. Π.χ. 1 mg αυξανόμενο προοδευτικά σε 800 mg/24ωρο σε διάστημα 25 ημερών και, στη συνέχεια, 500 mg μέχρι την πλήρη δόση των 2 gr ημερησίως (ΒΛ. ΠΙΝΑΚΑ 53).
5.20 ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ
Εμπορική ονομασία |
Μορφές-περιεκτικότητες |
Κατασκευαστής |
Salopyrine |
Tabl. 50 x 500 mg |
ADELCO Α.Ε |
5.21 ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ
Δισκία : Κάθε δισκίο περιέχει 500 mg σουλφασαλαζίνης, αραβόσιτο, ζελατίνη, ταλκ και στεαρικό μαγνήσιο.
Δισκία βραδείας αποδέσμευσης : Περιέχουν 500 mg σουλφασαλαζίνης και όξινη φθαλεϊκή κυτταρίνη, για να προληφθεί η αποσύνθεσή τους στο στόμαχο και επομένως να μειωθεί η πιθανότητα ερεθισμού του γαστρικού βλεννογόνου.
Εναιώρημα : Έχει κίτρινη χροιά, άρωμα πορτοκαλιού-λεμονιού και περιέχει 250 mg σουλφασαλαζίνης/5 ml, σουκρόζη, πολυσορβάτη 80 και βενζοϊκό νάτριο.
Υπόθετα : Έχουν κίτρινο χρώμα, είναι άοσμα και περιέχουν 500 mg σουλφασαλαζίνης.
Υποκλυσμοί : Περιέχουν σουλφασαλαζίνη 3% w/v σε φιάλες των 100 ml, χλωριούχο νάτριο, μεθυλπαραμπένη και προπυλπαραμπένη.
5.22 ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΥΛΑΞΗ ΤΩΝ ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΩΝ
Τα συμβατικά δισκία και τα δισκία βραδείας αποδέσμευσης πρέπει να φυλάσσονται σε θερμοκρασία δωματίου (25ο C), αλλά μπορούν να εκτεθούν σε θερμοκρασίες κυμαινόμενες από 15-30ο C. Τα υπόθετα πρέπει να φυλάσσονται σε ψυχρό μέρος. Στις ΗΠΑ τα δισκία (συμβατικά και βραδείας αποδέσμευσης) έχουν διάρκεια ζωής 3 χρόνια. Στην Αγγλία, τα δισκία (συμβατικά και βραδείας αποδέσμευσης) και τα υπόθετα έχουν διάρκεια ζωής 5 χρόνια, το εναιώρημα, 2 χρόνια και οι υποκλυσμοί, 3 χρόνια.
ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΣΟΥΛΦΑΣΑΛΑΖΙΝΗΣ
Η σουλφασαλαζίνη μοιράζεται πολλά από τα χαρακτηριστικά των άλλων DMARDs, όπως ο χρυσός και η D-πενικιλλαμίνη. Στη ρευματοειδή αρθρίτιδα, μπορεί να βελτιώσει τις κλινικές και εργαστηριακές παραμέτρους της δραστηριότητας της νόσου και πιθανώς έχει τροποποιητική δράση. Ακόμα, μπορεί να είναι χρήσιμη στην πρώϊμη αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα και την ψωριασική και αντιδραστική αρθρίτιδα και σε μερικούς άλλους τύπους φλεγμονωδών αρθροπαθειών, όταν δεν υπάρχουν άλλες εναλλακτικές θεραπείες. Συγκριτικά με άλλα DMARDs, φαίνεται ότι είναι σχετικά καλά ανεκτή. Οι επιπλοκές είναι συχνές, συνήθως όμως ελέγχονται με μείωση της δόσης του φαρμάκου και δεν είναι τόσο σοβαρές, ώστε να επιβάλλουν διακοπή της θεραπείας.