Έρευνα

Γνωρίζετε αν διατρέχετε κίνδυνο οστεοπόρωσης;:

Κυκλοσπορίνη

Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη (cyclosporin Α) εί­ναι έ­να μη πο­λω­μέ­νο κυ­κλι­κό πο­λυ­πε­πτι­δι­κό αν­τι­βι­ο­τι­κό με α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές ι­δι­ό­τη­τες, α­πο­τε­λού­με­νο α­πό 11 α­μι­νο­ξέ­α. Έ­χει α­πο­μο­νω­θεί α­πό τους μύ­κη­τες Trichoderma polysporum και Cylindrocarpon ilucidivum (Nelson PW, 1984). Έ­χουν α­πο­μο­νω­θεί 9 κυ­κλο­σπο­ρί­νες (κυ­κλο­σπο­ρί­νη Α έ­ως Ι), αλ­λά μό­νον η Α, C και G έ­χουν α­νο­σο­λο­γι­κές ι­δι­ό­τη­τες (Yocum DE, 1993). Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη εί­ναι υ­δρό­φο­βη, αλ­λά λι­πο­δι­α­λυ­τή, γι' αυ­τό και δι­έρ­χε­ται εύ­κο­λα μέ­σω των κυτ­τα­ρι­κών μεμ­βρα­νών. Λό­γω της δο­μής της εί­ναι πο­λύ αν­θε­κτι­κή στις πε­πτι­δά­σες. 

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη υ­πάρ­χει σαν λε­πτή, λευ­κή κρυ­σταλ­λι­κή σκό­νη. Εί­ναι γε­νι­κά δι­α­λυ­τή στα λι­πί­δια και τους ορ­γα­νι­κούς δι­α­λύ­τες, αλ­λά σχε­τι­κά α­δι­ά­λυ­τη στο ύ­δωρ. Η δι­α­λυ­τό­τη­τά της στο ύ­δωρ α­νέρ­χε­ται σε 0.04 mg/ml σε 25ο C, ε­νώ σε οι­νό­πνευ­μα θερ­μο­κρα­σί­ας 25ο C, >80 mg/ml. Η δυ­νη­τι­κό­τη­τά της κα­θο­ρί­ζε­ται σε ά­νυ­δρη βά­ση. Κά­θε μg του φαρ­μά­κου προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται σαν η δρα­στη­ρι­ό­τη­τα (δυ­νη­τι­κό­τη­τα) η πε­ρι­ε­χό­με­νη σε 1.0173 μg του κύ­ριου συ­στα­τι­κού της κυ­κλο­σπο­ρί­νης. Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη έ­χει μο­ρια­κό βά­ρος 1202.63.

2.5.1   ΧΗΜΕΙΑ

Κυ­κλο­σπο­ρί­νη (Cyclosporin A)

Χη­μι­κό ό­νο­μα :

(R-(R,1R-(E))-Cyclic-(L-ananyl-D-alanyl-N-methyl-L-Leukyl-M-methyl-L-leukyl-N-methyl-L-Leu­kyl-N-methyl-L-valyl-3-hydroxy-N,4-dimethyl-L-2amino-6-octenoyl-L-α-aminobutyryl-N-methyl­glycyl-N-methyl-L-leukyl-L-valyl-N-methyl-L-leucine)

Μο­ρια­κός τύ­πος : C62H111N11O12

2.5.2   ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ

2.5.2.1   Νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τα

  • Προ­κα­λεί ή­πι­ες βλά­βες των νε­φρι­κών σω­λη­να­ρί­ων, σε δό­ση 25 mg/kg-1 (δηλ. πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρη α­πό τις χρη­σι­μο­ποι­ού­με­νες στην κλι­νι­κή πρά­ξη)
  • A­υ­ξά­νει ση­μαν­τι­κά την α­πο­βο­λή της Ν-α­κε­τυλ-β-γλυ­κο­σα­μι­νι­δά­σης και της γ-γλου­τα­μυλ­τραν­σπε­πτι­δά­σης (σε δό­σεις 50 ή 100 mg/kg-1), έν­δει­ξη πρώϊμης σω­λη­να­ρια­κής νε­φρι­κής βλά­βης
  • Αυ­ξά­νει ση­μαν­τι­κά την κρε­α­τι­νί­νη του ο­ρού, με­τά α­πό 7 και 2 η­μέ­ρες, σε δό­σεις 50 mg/kg-1 και 100 mg/kg-1, αν­τί­στοι­χα (McAuley FT et al, 1986)
  • Μει­ώ­νει την σπει­ρα­μα­τι­κή δι­ή­θη­ση, λό­γω ε­λάτ­τω­σης της αν­τί­στα­σης των προ­σπει­ρα­μα­τι­κών αγ­γεί­ων και ι­σχαι­μι­κής βλά­βης των νε­φρι­κών αρ­τη­ρι­ο­λί­ων, η ο­ποί­α ο­δη­γεί σε ται­νι­ο­ει­δή σω­λη­να­ρια­κή α­τρο­φί­α και ί­νω­ση (Woolfson RG and Neild GH, 1997).

Η αγ­γει­ο­σύ­σπα­ση ε­λατ­τώ­νε­ται με τους αν­τα­γω­νι­στές της εν­δο­θη­λί­νης και η δι­ά­με­ση ί­νω­ση, α­πό τους α­να­στο­λείς του ΜΕΑ ή τους αν­τα­γω­νι­στές της αγ­γει­ο­τεν­σί­νης ΙΙ. Η ί­νω­ση μπο­ρεί να ο­φεί­λε­ται στην αυ­ξη­μέ­νη έκ­φρα­ση του TGF-β που προ­κα­λεί η κυ­κλο­σπο­ρί­νη στους α­ρου­ραί­ους και σε αν­θρώ­πι­να λεμ­φο­κύτ­τα­ρα (Shin GT et al, 1998). Η νε­φρο­το­ξι­κή δρά­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στους α­ρου­ραί­ους ε­πη­ρε­ά­ζε­ται α­πό την πρόσ­λη­ψη να­τρί­ου. Η έλ­λει­ψη να­τρί­ου αυ­ξά­νει τις νε­φρι­κές αλ­λοι­ώ­σεις που προ­κα­λεί η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, ι­δι­αί­τε­ρα την δι­ά­με­ση ί­νω­ση (Rosen S et al, 1990).

2.5.2.2   Η­πα­το­το­ξι­κό­τη­τα

  • Αυ­ξά­νει τα χο­λι­κά ά­λα­τα στον ο­ρό και την ο­λι­κή χο­λε­ρυ­θρί­νη, πι­θα­νώς λόγω παρέμβασής της στην η­πα­το­κυτ­τα­ρι­κή με­τα­φο­ρά τους (Azer SA and Stacey NH, 1994)
  • Α­να­στέλ­λει την πα­ρα­γω­γή ταυ­ρο­χο­λι­κών α­λά­των και την βι­ο­σύν­θε­ση και έκ­κρι­ση των πρω­τε­ϊ­νών στα η­πα­το­κύτ­τα­ρα (Boelsterli UA et al, 1988).

2.5.2.3   Δι­α­βη­το­γό­νος δρά­ση

  • Μει­ώ­νει την α­νο­χή στην γλυ­κό­ζη, η ο­ποί­α συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό ε­λάτ­τω­ση της πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τας του παγ­κρέ­α­τος σε ιν­σου­λί­νη, ε­άν χο­ρη­γη­θεί σε δό­ση 1.25 mg/kg-1 ε­πί 8 ε­βδο­μά­δες, σε α­ρου­ραί­ους. Πάν­τως, πα­ρά την συ­νέ­χι­ση της θε­ρα­πεί­ας, η ιν­σου­λί­νη του παγ­κρέ­α­τος αυ­ξά­νε­ται και η α­νο­χή στη γλυ­κό­ζη φυ­σι­ο­λο­γι­κο­ποι­εί­ται, έν­δει­ξη προ­σαρ­μο­γής των κυτ­τά­ρων του παγ­κρέ­α­τος στην κυ­κλο­σπο­ρί­νη (Hahn HJ et al, 1992).

2.5.2.4   Με­ταλ­λα­ξι­ο­γό­νος/καρ­κι­νο­γό­νος δρά­ση

  • Δεν έ­χει με­ταλ­λα­ξι­ο­γό­νο ή τε­ρα­το­γό­νο δρά­ση σε κα­νο­νι­κές α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές δό­σεις, ό­πως έ­χει δει­χθεί με τις δο­κι­μα­σί­ες Ames, v79-HGPRT και μι­κρo­πυ­ρή­v­α σε πo­v­τι­κo­ύς και κι­v­έ­ζι­κα χάμ­στερς, με τον έ­λεγ­χo πα­ρέκ­κλι­σης των χρω­μο­σω­μά­των στον μυ­ε­λό τωv o­στώv κι­v­έ­ζι­κωv χάμ­στερ, με την μέ­θο­δο μέ­τρη­σης των υ­πε­ρε­χo­υ­σώv θα­v­α­τo­γό­v­ωv με­ταλ­λά­ξε­ωv σε πo­v­τι­κo­ύς, και με τον έ­λεγ­χo ε­πι­δι­όρ­θω­σης τo­υ DNA στo σπέρ­μα πo­v­τι­κώv υ­πό φαρ­μα­κευ­τι­κή α­γω­γή. Μια με­λέ­τη πo­υ α­v­έ­λυ­σε τηv α­v­ταλ­λα­γή α­δελ­φώv χρω­μα­τι­δών (SCE) με­τά α­πό δι­έ­γερ­ση με κυ­κλo­σπo­ρί­v­η χρη­σι­μo­πo­ι­ώ­v­τας λεμ­φo­κύτ­τα­ρα, in vitro, έ­δει­ξε ε­πα­γω­γή της SCE σε υ­ψη­λές συγ­κε­v­τρώ­σεις.
  • Εί­ναι εμ­βρυ­ο­το­ξι­κή, σε πο­λύ με­γά­λες δό­σεις, που εί­ναι το­ξι­κές στις μη­τέ­ρες (Ryffel B, 1982). Σε α­ρου­ραί­ους και σε κου­νέ­λια, χο­ρη­γού­με­νη per os σε δό­σεις 30 mg/kg και 100 mg/kg/24ωρο, αν­τί­στοι­χα, αυ­ξά­νει την προ- και με­τα-­γεν­νη­τι­κή θνη­σι­μό­τη­τα και μει­ώ­νει το σω­μα­τι­κό βά­ρος των τε­λει­ό­μη­νων εμ­βρύ­ων, σε συν­δυα­σμό με σχε­τι­κή κα­θυ­στέ­ρη­ση της σκε­λε­τι­κής α­νά­πτυ­ξης. Σε κα­λώς α­νε­κτά δο­σο­λο­γι­κά ό­ρια (έως και 17 mg/kg και 30 mg/kg per os η­με­ρη­σί­ως, σε α­ρου­ραί­ους και κου­νέ­λια, αν­τί­στοι­χα), δεν έ­χει θα­να­τη­φό­ρο ή τε­ρα­το­γό­νο δρά­ση στα έμ­βρυ­α.
  • Καρ­κι­νο­γό­νος δρά­ση : Η χορήγηση της κυκλοσπορίνης επί 78 εβδομάδες σε ποντικούς σε δό­σεις 1, 4 και 16 mg/kg/24ωρο, συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό στα­τι­στι­κά ση­μαν­τι­κή τά­ση α­νά­πτυ­ξης λεμ­φο­κυτ­τα­ρι­κών λεμ­φω­μά­των στις θή­λεις, ε­νώ η πι­θα­νό­τη­τα εμ­φά­νι­σης η­πα­το­κυτ­τα­ρι­κών καρ­κι­νω­μά­των σε άρ­ρε­νες που παίρ­νουν μέ­ση δό­ση κυ­κλο­σπο­ρί­νης υ­περ­βαί­νει ση­μαν­τι­κά τις τι­μές ε­λέγ­χου.

Σύμ­φω­να με άλλη με­λέ­τη διά­ρκειας 24 μη­νών σε α­ρου­ραί­ους, η χο­ρή­γη­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης σε δό­σεις 0.5, 2 και 8 mg/kg/24ωρο, συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό την α­νά­πτυ­ξη α­δε­νω­μά­των των νη­σι­δια­κών παγ­κρε­α­τι­κών κυτ­τά­ρων σε συ­χνό­τη­τα με­γα­λύ­τε­ρη α­πό το πο­σο­στό ε­λέγ­χου στο χα­μη­λό δο­σο­λο­γι­κό ε­πί­πε­δο. Τα η­πα­το­κυτ­τα­ρι­κά καρ­κι­νώ­μα­τα και τα α­δε­νώ­μα­τα των νη­σι­δια­κών παγ­κρε­α­τι­κών κυτ­τά­ρων δεν σχε­τί­ζον­ται με την δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

2.5.2.5   Δρά­ση στη γο­νι­μό­τη­τα

Σε άρ­ρε­v­ες και θή­λεις α­ρo­υ­ραί­o­υς, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη δεν ε­πη­ρε­ά­ζει την γο­νι­μό­τη­τα.

2.5.2.6   Άλ­λες το­ξι­κές δρά­σεις

  • Μει­ώ­νει σε μι­κρό βαθ­μό το σω­μα­τι­κό βά­ρος (σε δό­ση 25 mg/kg-1).
  • Αυ­ξά­νει την σχέ­ση της φλοι­ώ­δους/μυ­ε­λώ­δη μοί­ρα του θύ­μου α­δέ­να, με ή­πια λεμ­φο­πε­νί­α, ε­λάτ­τω­ση του βά­ρους του θύ­μου α­δέ­να, λεμ­φό­λυ­ση της φλοι­ώ­δους μοί­ρας και ε­λάτ­τω­ση της πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τας του σπλή­να και των λεμ­φα­δέ­νων σε λεμ­φο­κύτ­τα­ρα (σε δό­σεις 5 και 25 mg/ kg) (Descotes G et al, 1996).

2.5.3   ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ

2.5.3.1   ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ - ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΡΑΣΗΣ ΣΕ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΖΩΑ

  • Έ­χει ι­σχυ­ρή α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κή δρά­ση, πα­ρα­τεί­νον­τας την ε­πι­βί­ω­ση των αλ­λο­γε­νών μο­σχευ­μά­των στο δέρ­μα, την καρ­διά, τους νε­φρούς, το πάγ­κρε­ας, τον μυ­ε­λό των ο­στών, το λε­πτό έν­τε­ρο και τους πνεύ­μο­νες.
  • Α­να­στέλ­λει την α­νά­πτυ­ξη αν­τι­δρά­σε­ων με κυτ­τα­ρι­κή με­σο­λά­βη­ση, ό­πως η αλ­λο­μο­σχευ­μα­τι­κή α­νο­σί­α, η ό­ψι­μη δερ­μα­τι­κή υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α, η πει­ρα­μα­τι­κή αλ­λερ­γι­κή εγ­κε­φα­λο­μυ­ε­λί­τι­δα, η πει­ρα­μα­τι­κή αρ­θρί­τι­δα του Freund, η νό­σος μο­σχεύ­μα­τος έ­ναν­τι του ξε­νι­στή και η επαγόμενη α­πό τα Τ-λεμ­φο­κύτ­τα­ρα πα­ρα­γω­γή αν­τι­σω­μά­των.
  • Μει­ώ­νει ση­μαν­τι­κά την συ­χνό­τη­τα και βα­ρύ­τη­τα της κολ­λα­γονο-επαγόμενης αρ­θρί­τι­δας (σε δό­ση 4 mg/kg/24ωρο, σε συν­δυα­σμό με με­θο­τρε­ξά­τη 0.3 mg/kg/ε­βδομάδα), πι­θα­νώς λό­γω αθροιστικής δρά­σης, ε­νώ κά­θε φάρ­μα­κο μεμονωμένα δεν έ­χει α­πο­τέ­λε­σμα (Brahn E et al, 1991).
  • Ε­λατ­τώ­νει τα κυ­κλο­φο­ρούν­τα αυ­το­αν­τι­σώ­μα­τα, την ε­να­πό­θε­ση των αν­τι­σω­μά­των και τα ε­πί­πε­δα των πρω­τε­ϊ­νών στα ού­ρα (σε δό­ση 5 mg/kg/24ωρο), σε α­ρου­ραί­ους με πει­ρα­μα­τι­κή αυ­το­ά­νο­ση σπει­ρα­μα­το­νε­φρί­τι­δα (Reynolds J et al, 1991).
  • Προ­λα­βαί­νει την α­νά­πτυ­ξη ΡΑ σε πολ­λά ζώ­α και την κα­τα­στρο­φή των αρ­θρώ­σε­ων πον­τι­κών με πει­ρα­μα­τι­κή αρ­θρί­τι­δα και, σε με­γά­λες δό­σεις (15-50 mg/kg/24ω­ρο), ε­λατ­τώ­νει την δι­όγ­κω­ση των αρ­θρώ­σε­ων σε α­ρου­ραί­ους (Kaibara N et al, 1983; Hen­derson B et al, 1984).
  • Ε­λατ­τώ­νει τα Β-λεμ­φο­κύτ­τα­ρα που πα­ρά­γουν αν­τι-dsDNA αν­τι­σώ­μα­τα, σε πον­τι­κούς (Israel-Biet DI et al, 1983; Jones MG and Harris G, 1985; Blank M et al, 1992).
  • Μει­ώ­νει την πα­ρα­γω­γή αυ­το­αν­τι­σω­μά­των έ­ναν­τι του dsDNA, των ι­στο­νών, της καρ­δι­ο­λι­πί­νης, των Sm, RNP, SS-A/Ro και SS-B/La και του 16/6 ι­δι­ό­τυ­που των αν­τι-DNA, την ΤΚΕ και την πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α και αυ­ξά­νει τον α­ριθ­μό των λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων, σε πον­τι­κούς με λύ­κο προ­κλη­θέν­τα με έ­νε­ση αν­θρώ­πι­νου αν­τι-dsDNA μο­νο­κλω­νι­κού αν­τι­σώ­μα­τος, ι­δι­αί­τε­ρα ε­άν χο­ρη­γη­θεί σε πρώϊμα στά­δια της νό­σου (Blank M et al, 1992).
  • Μει­ώ­νει τα Β-λεμ­φο­κύτ­τα­ρα που πα­ρά­γουν αν­τι-dsDNA αν­τι­σώ­μα­τα, σε άρ­ρε­νες, και ε­πι­μη­κύ­νει την διά­ρκεια της ζω­ής, σε θή­λεις πον­τι­κούς (Israel-Biet DI et al, 1983; Jones MG and Harris G, 1985).
  • Προ­λα­βαί­νει την α­νά­πτυ­ξη σπει­ρα­μα­το­νε­φρί­τι­δας και σπει­ρα­μα­το­σκλή­ρυν­σης σε πει­ρα­μα­τι­κό μον­τέ­λο νε­φρι­κού λύ­κου, ε­άν χο­ρη­γη­θεί σε δό­ση 250 mg/kg/ε­βδ. πριν α­πό την εμ­φά­νι­ση της πρω­τε­ϊ­νου­ρί­ας (Bergijk EC et al, 1994).
  • Μει­ώ­νει την συ­χνό­τη­τα και βα­ρύ­τη­τα της πει­ρα­μα­τι­κής αρ­θρί­τι­δας σε συνδυασμό με μεθοτρεξάτη, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό κά­θε έ­να φάρ­μα­κο ξε­χω­ρι­στά (Brahn E et al, 1991), έν­δει­ξη ό­τι έ­χει συ­νερ­γι­κή ή αθροιστική δρά­ση.

2.5.3.2   ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ - ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΡΑΣΗΣ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

  • Κα­τα­στέλ­λει την σύν­θε­ση και την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση της IL-2, πι­θα­νώς μέ­σω συμ­πλό­κου που σχη­μα­τί­ζει με μί­α κυτ­τα­ρο­πλα­σμα­τι­κή πρω­τεί­νη, την κυ­κλο­φι­λί­νη. Το σύμ­πλο­κο αυ­τό στη συ­νέ­χεια συν­δέ­ε­ται με μί­α εν­δο­κυτ­τά­ρια φω­σφα­τά­ση, την καλ­σι­νευ­ρί­νη. Η α­να­στο­λή της καλ­σι­νευ­ρί­νης α­πο­τρέ­πει την ε­νερ­γο­ποί­η­ση των πα­ρα­γόν­των που ρυθ­μί­ζουν την με­τα­γρα­φή του γε­νε­τι­κού κώ­δι­κα για την IL-2 και άλ­λες κυτ­τα­ρο­κί­νες (Faulds D et al, 1993).Μέ­σω των μο­ρια­κών αυ­τών δρά­σε­ων, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη α­να­στέλ­λει την πα­ρα­γω­γή και την έκ­φρα­ση των υ­πο­δο­χέ­ων της IL-2 (Foxwell B et al, 1990) και έ­τσι α­να­στέλ­λει την λει­τουρ­γί­α των Τ- και, έμ­με­σα, των Β- λεμ­φο­κυτ­τά­ρων (Yocum DE, 1993; Faulds D et al, 1993). Α­κό­μα, α­να­στέλ­λει άλ­λους Τ-κυτ­τα­ρι­κούς γό­νους, πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των c-myc και src (Granelli-Piperno A et al, 1986; Gra­nelli-Piperno A, 1990; Furue M et al, 1990).Οι α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές δρά­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης ο­φεί­λον­ται κυ­ρί­ως στην α­να­στο­λή της αν­τι­γο­νο- και μι­το­γο­νο-επαγόμενης παραγωγής IL-2 και άλ­λων κυτ­τα­ρο­κι­νών στο ε­πί­πε­δο της με­τα­γρα­φής α­πό φυ­σι­κά Τ-λεμ­φο­κύτ­τα­ρα (Reem GH et al, 1983; Kronke M et al, 1984; Shevach EM, 1985; Granelli-Piperno A et al, 1986).
  • Α­να­στέλ­λει έμ­με­σα την ε­νερ­γο­ποί­η­ση των Τ-λεμ­φο­κυτ­τά­ρων και θα­να­τώ­νει τα κύτ­τα­ρα, με­τά α­πό ε­νερ­γο­ποί­η­ση α­πό ο­ρι­σμέ­να Β-λεμ­φο­κύτ­τα­ρα (Klaus G, 1988; Wicker LS et al, 1990; Faulds D et al, 1993)
  • Προ­λα­βαί­νει την α­πό­πτω­ση των υ­βρι­δω­μά­των των Τ-λεμ­φο­κυτ­τά­ρων (Shi YF et al, 1989)
  • Δρα πι­θα­νώς στην ε­πι­κου­ρι­κή κυτ­τα­ρι­κή λει­τουρ­γί­α, πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της πα­ρα­γω­γής μο­νο­κι­νών και της πα­ρου­σί­α­σης του αν­τι­γό­νου (Palay DA et al, 1986)
  • Α­να­στέλ­λει έμ­με­σα την δρά­ση των Β-λεμ­φο­κυτ­τά­ρων, μέ­σω α­να­στο­λής των ε­νερ­γο­ποι­η­μέ­νων Τ-λεμ­φο­κυτ­τά­ρων (Borel JF, 1989)
  • Ε­πη­ρε­ά­ζει την πα­ρα­γω­γή αυ­το­αν­τι­σω­μά­των ε­ναν­τί­ον θυ­ρε­ο­ει­δι­κών αν­τι­γό­νων σε α­σθε­νείς με ιν­σου­λι­νο-ε­ξαρ­τώ­με­νο δι­α­βή­τη (Boitard C et al, 1987)
  • Α­να­στέλ­λει ά­με­σα την ε­νερ­γο­ποί­η­ση των Β-λεμ­φο­κυτ­τά­ρων την επαγόμενη α­πό ο­ρι­σμέ­νους δι­ε­γέρ­τες (Yocum D, 1993)
  • Α­να­στέλ­λει την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση της προ­σχη­μα­τι­σμέ­νης ι­στα­μί­νης και την de novo σύν­θε­ση της LTC4 α­πό μα­στο­κύτ­τα­ρα δι­ε­γερ­θέν­τα με αν­τι-IgE ή ι­ον­το­φό­ρο (Marone G et al, 1988)
  • Μει­ώ­νει ση­μαν­τι­κά τις συγ­κεν­τρώ­σεις της IL-6 και των δι­α­λυ­τών υ­πο­δο­χέ­ων της IL-2 (Crilly A et al, 1995), σε α­σθε­νείς με ΡΑ. Η τρο­πο­ποί­η­ση των κυτ­τα­ρο­κι­νών των προ­ερ­χό­με­νων α­πό τα Τ- και μη Τ-λεμ­φο­κύτ­τα­ρα μπο­ρεί να εί­ναι έ­νας α­πό τους μη­χα­νι­σμούς με τους ο­ποί­ους η κυ­κλο­σπο­ρί­νη βελ­τι­ώ­νει την ΡΑ.
  • Α­να­στέλ­λει τον σχη­μα­τι­σμό του mRNA για την IL-2, την IFN-γ και την IL-4, ό­χι ό­μως για την βή­τα ά­λυ­σο του υ­πο­δο­χέ­α της IL-2 στα Τ-λεμ­φο­κύτ­τα­ρα (Granelli - Piperno A et al, 1987). Στα μο­νο­κύτ­τα­ρα, πει­ρα­μα­τι­κά δεν έ­χει δρά­ση στον σχη­μα­τι­σμό του mRNA για c-myc, IL-1 ή για IFN-γ επαγόμενα HLA DR μό­ρια (Granelli-Piperno A et al, 1987).
  • Φαί­νε­ται ό­τι δε­σμεύ­ει τα η­ρε­μούν­τα λεμ­φο­κύτ­τα­ρα στη φά­ση Go ή G1 του κυτ­τα­ρι­κού κύ­κλου. Η δρά­ση της στα λεμ­φο­κύτ­τα­ρα εί­ναι α­να­στρέ­ψι­μη, γι' αυ­τό και πι­θα­νώς έ­χει σχε­τι­κά ταχεία, αλ­λά πα­ρο­δι­κή, αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δη δρά­ση
  • Δεν κα­τα­στέλ­λει την αι­μο­ποί­η­ση και δεν δρα στη λει­τουρ­γί­α των φα­γο­κυτ­τά­ρων, σε αν­τί­θε­ση με τα κυτ­τα­ρο­στα­τι­κά. Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν κυ­κλο­σπο­ρί­νη εί­ναι λι­γό­τε­ρο ε­πιρ­ρε­πείς σε λοι­μώ­ξεις α­πό α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με άλ­λα α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κά φάρ­μα­κα.
  • Αυ­ξά­νει ση­μαν­τι­κά τα ε­πί­πε­δα του IGF-1 και της ο­στε­ο­καλ­σί­νης, σε α­σθε­νείς με ΡΑ και ΨΑ (Fer­raccioli G et al, 1995).
  • Μει­ώ­νει πι­θα­νώς την πα­ρα­γω­γή των νε­φρι­κών αγ­γει­ο­δι­α­σταλ­τι­κών προ­στα­γλαν­δι­νών (Burke M, 1987).
  • Μει­ώ­νει τους τίτ­λους των αν­τι­σω­μά­των έ­ναν­τι του dsDNA, της καρ­δι­ο­λι­πί­νης, των ι­στο­νών, των SM/RNP και των SS-A, σε α­σθε­νείς με ρα­γο­ει­δί­τι­δα (Blank M et al, 1990).
  • Μει­ώ­νει ση­μαν­τι­κά τον α­ριθ­μό των ε­νερ­γο­ποι­η­μέ­νων λεμ­φο­κυτ­τά­ρων του ε­πι­πε­φυ­κό­τα, χο­ρη­γού­με­νη το­πι­κά σε α­σθε­νείς με ξη­ρο­φθαλ­μί­α (συν­δε­ό­με­νη ή μη με σύν­δρο­μο Sjogren) (Kunert KS et al, 2000)
  • Α­να­στέλ­λει την πα­ρα­γω­γή IgG/IgM και anti-DNA-IgG/IgM, σε καλ­λι­έρ­γει­ες λεμ­φο­κυτ­τά­ρων πα­σχόν­των α­πό ΣΕΛ (Volk HD et al, 1987).
  • Ρυθ­μί­ζει την πα­ρα­γω­γή της IL-10, της IL-15 και του TNF-α α­πό τα κύτ­τα­ρα του ρευ­μα­το­ει­δούς υ­μέ­να μέ­σω ο­δού επαγόμενης α­πό την cAMP (Cho ML et al, 2002).
  • Βελ­τι­ώ­νει την αρ­θρί­τι­δα και μει­ώ­νει ση­μαν­τι­κά την IL-2, την IL-12, τον TNF-α και την IFN-γ και αυ­ξά­νει ση­μαν­τι­κά την IL-10 στον ο­ρό α­σθε­νών με βα­ριά, ανθεκτική ΡΑ, με­ρι­κά αν­τα­πο­κρι­νό­με­νη στο συν­δυα­σμό της με­θο­τρε­ξά­της (<15 mg/ε­βδ.) με πρεδ­νι­ζό­νη (<10 mg/24ω­ρο), σε δό­σεις 2.5-4 mg/kg/24ωρο. Ο βαθ­μός της αύ­ξη­σης της IL-10 συν­δέ­ε­ται ι­σχυ­ρά με τον βαθ­μό της κλι­νι­κής βελ­τί­ω­σης της αρ­θρί­τι­δας (Kim WU et al, 2000).Το εύ­ρη­μα αυ­τό εί­ναι έν­δει­ξη ό­τι στη ΡΑ η θε­ρα­πευ­τι­κή δρά­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης α­σκεί­ται μέ­σω δι­όρ­θω­σης της α­νι­σορ­ρο­πί­ας με­τα­ξύ των βο­η­θη­τι­κών κυτ­τα­ρο­κι­νών τύ­που Τ1 και Τ2, η ο­ποί­α μπο­ρεί να εμ­πλέ­κε­ται στην πα­θο­γέ­νε­ση της νό­σου, και ό­τι η μέ­τρη­ση της κυ­κλο­φο­ρού­σας IL-10 εί­ναι χρή­σι­μη στην ε­κτί­μη­ση της κλι­νι­κής α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.Οι α­σθε­νείς οι αν­τα­πο­κρι­νό­με­νοι στην κυ­κλο­σπο­ρί­νη εί­ναι α­νερ­γι­κοί, έ­χουν χα­μη­λό­τε­ρη σχέ­ση CD4/CD8 στο πε­ρι­φε­ρι­κό αί­μα, αυ­ξη­μέ­να ε­πί­πε­δα φυ­σι­κών κυτ­τά­ρων - φο­νέ­ων και λι­γό­τε­ρα IL-2r+ λεμ­φο­κύτ­τα­ρα α­πό τους μη αν­τα­πο­κρι­νό­με­νους (Yocum DE et al, 1988; Yocum DE et al, 1990).Με­τά την δι­α­κο­πή της κυ­κλο­σπο­ρί­νης, οι α­νο­σο­λο­γι­κές αυ­τοί πα­ρά­με­τροι ε­πι­στρέ­φουν στην προ­θε­ρα­πευ­τι­κή τους κα­τά­στα­ση. Πα­ρό­μοι­οι προ­θε­ρα­πευ­τι­κοί δεί­κτες έ­χουν δι­α­πι­στω­θεί σε α­σθε­νείς αν­τα­πο­κρι­θέν­τες στην κυ­κλο­σπο­ρί­νη, σε αν­τί­θε­ση με την με­θο­τρε­ξά­τη (Walsh BT et al, 1992).

2.5.3.3   ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΑ ΟΣΤΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΧΟΝΔΡΟ

  • Α­να­στέλ­λει την IL-1, την PGE2, την 1,25-δι­ϋ­δρο­ξυ­βι­τα­μί­νη D3 και την ο­στι­κή α­πορ­ρό­φη­ση την επαγόμενη α­πό την πα­ρα­θορ­μό­νη (Russell RG et al, 1993).
  • Α­να­στέλ­λει την α­πορ­ρο­φη­τι­κή ο­στι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα της IL-2, της 1,25 δι­ϋ­δρο­ξυ­βι­τα­μί­νης D3, της πα­ρα­θορ­μό­νης και της PGΕ2 (Klaushofer K et al, 1987; Orcel P et al, 1989; Orcel P et al, 1991; Russell RGG et al, 1992). Η δρά­ση αυ­τή εί­ναι α­να­στρέ­ψι­μη και δεν φαί­νε­ται να συν­δέ­ε­ται με ση­μαν­τι­κή κυτ­τα­ρο­το­ξι­κό­τη­τα.
  • Αν­τα­γω­νί­ζε­ται την ι­δι­ο­συ­στα­τι­κή και την δι­ε­γερ­μέ­νη α­πό ιν­τερ­φε­ρό­νη HLA DR έκ­φρα­ση α­πό αν­θρώ­πι­να ο­στε­ο­κύτ­τα­ρα, έν­δει­ξη ό­τι α­να­στέλ­λει τους δι­ε­γερ­τι­κούς πα­ρά­γον­τες των HLA τά­ξης ΙΙ
  • Α­να­στέλ­λει την δι­έ­γερ­ση της πα­ρα­γω­γής PGE2 α­πό αν­θρώ­πι­να ο­στε­ο­κύτ­τα­ρα και χον­δρο­κύτ­τα­ρα σε καλ­λι­έρ­γει­ες ε­κτε­θει­μέ­νες σε IL-1 (Skjodt H et al, 1985).
  • Αυ­ξά­νει ση­μαν­τι­κά την ο­στι­κή α­πορ­ρό­φη­ση σε με­γά­λες δό­σεις (>15 mg), σε α­ρου­ραί­ους, in vivo (Movsowitz C et al, 1988; Movsowitz C et al, 1989; Schlosberg M et al, 1989; Mov-sowitz C et al, 1990; Epstein S et al, 1991).
  • Ε­παυ­ξά­νει την νε­φρι­κή πα­ρα­γω­γή της 1,25(OH)2D3, σε με­γά­λες δό­σεις (Baler C et al, 1990), ε­νώ σε πει­ρα­μα­τό­ζω­α έ­χει μι­κρή δρά­ση στην ο­στι­κή μά­ζα (del Pozo E et al, 1990; del Pozo E et al, 1992).
  • Προ­στα­τεύ­ει α­πό την ο­στι­κή α­πώ­λεια την συν­δε­ό­με­νη με αρ­θρί­τι­δα α­πό α­νο­σο­ε­νι­σχυ­τι­κό, σε α­ρου­ραί­ους (del Pozo E et al, 1990; del Pozo E et al, 1992).

2.5.4   ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ

Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, με­τά την per os χο­ρή­γη­σή της, α­πορ­ρο­φά­ται α­πό το έν­τε­ρο σε πο­σο­στό 35-45%. Η μέ­ση συ­στη­μα­τι­κή της βι­ο­δι­α­θε­σι­μό­τη­τα α­νέρ­χε­ται σε 30% (εύ­ρος 20-50%). Σε λή­πτες μο­σχευ­μά­των κυ­μαί­νε­ται συ­νή­θως με­τα­ξύ 27-35%, αν και σε με­ρι­κούς α­σθε­νείς α­πορ­ρο­φά­ται σε πο­σο­στό <5% και σε άλ­λους, 89%.

Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη φθά­νει σε μέ­γι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις στο πλά­σμα 2-4 ώ­ρες με­τά την per os χο­ρή­γη­σή της. Η α­πο­μά­κρυν­σή της α­πό το πλά­σμα εί­ναι δι­φα­σι­κή, με μέ­σο t(1/2) 1.2 ώ­ρες (φά­ση α) και 27 ώ­ρες (φά­ση β).

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗΣ

Η­πα­τι­κά νο­σή­μα­τα : Τα σο­βα­ρά η­πα­τι­κά νο­σή­μα­τα μει­ώ­νουν την βι­ο­δι­α­θε­σι­μό­τη­τα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Τρο­φές : Η πα­ρου­σί­α τους στον γα­στρεν­τε­ρι­κό σω­λή­να μει­ώ­νει την α­πορ­ρό­φη­ση κα­τά 25% πε­ρί­που, χω­ρίς να ε­πη­ρε­ά­ζει την κι­νη­τι­κή (Kewon PA et al, 1985), της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Σε λή­πτες νε­φρι­κών μο­σχευ­μά­των, η α­πορ­ρό­φη­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης αυ­ξά­νε­ται κα­τά 45%, ε­άν χο­ρη­γη­θεί προ φα­γη­τού, συγ­κρι­τι­κά με­τά φα­γη­τό (Ptachcinski RJ et al, 1985). Σε ά­το­μα που πίνουν 150 ml χυ­μού α­γρι­ό­φρα­πας πρω­ί και βρά­δυ, οι συγ­κεν­τρώ­σεις στα­θε­ρής κα­τά­στα­σης της κυ­κλο­σπο­ρί­νης αυ­ξά­νον­ται σε 42% κα­τά μέ­σον ό­ρο (Christofidis N et al, 1994).

Εν­δο­μυ­ϊ­κή ο­δός : Δεν βελ­τι­ώ­νει την α­πορ­ρό­φη­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης (Ptachcinski RJ et al, 1986).

Χρό­νια χο­ρή­γη­ση : Αυ­ξά­νει την βι­ο­δι­α­θε­σι­μό­τη­τα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης. Σε λή­πτες νε­φρι­κών μο­σχευ­μά­των, η μέ­ση βι­ο­δι­α­θε­σι­μό­τη­τα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης αυ­ξά­νε­ται α­πό 24%, σε 50%, 2 ε­βδο­μά­δες και 6-12 μή­νες με­τά την με­τα­μό­σχευ­ση, αν­τί­στοι­χα (Ptachcinski RJ et al, 1986). Η κι­νη­τι­κή της κυ­κλο­σπο­ρί­νης μπο­ρεί να αυ­ξο­μει­ώ­νε­ται στη διά­ρκεια της η­μέ­ρας, δεδομένου ότι σε λή­πτες η­πα­τι­κών μο­σχευ­μά­των η κά­θαρ­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης εί­ναι κα­τά 40% υ­ψη­λό­τε­ρη το βρά­δυ, πα­ρά την η­μέ­ρα (Venkataramanan R et al, 1986).

'Εμετοι - δι­άρ­ροι­α : Μει­ώ­νουν ση­μαν­τι­κά την προσ­ρό­φη­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Σκευ­ά­σμα­τα κυ­κλο­σπο­ρί­νης : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη α­πορ­ρο­φά­ται κα­λύ­τε­ρα ε­άν χο­ρη­γη­θεί με την μορ­φή μα­λα­κής κά­ψου­λας από ζελατίνη, η ο­ποί­α πε­ρι­έ­χει προ­συγ­κεν­τρω­μέ­νο σκεύ­α­σμα κυ­κλο­σπο­ρί­νης (Neoral) που υ­φί­στα­ται γα­λα­κτω­μα­το­ποί­η­ση με την πα­ρου­σί­α ύ­δα­τος ή στα γα­στρεν­τε­ρι­κά υ­γρά.

Πλε­ο­νε­κτή­μα­τα Neoral :

  • Πε­ρι­ο­ρί­ζει την ποι­κι­λο­μορ­φί­α των φαρ­μα­κο­κι­νη­τι­κών πα­ρα­μέ­τρων που υ­πάρ­χει με­τα­ξύ των α­σθε­νών
  • Ε­πι­τρέ­πει την στα­θε­ρό­τε­ρη α­πορ­ρό­φη­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης, χω­ρίς να ε­πη­ρε­ά­ζε­ται α­πό την ταυ­τό­χρο­νη πρόσ­λη­ψη τρο­φής ή την πα­ρου­σί­α χο­λής
  • Φθά­νει τα­χύ­τε­ρα σε μέ­γι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις και αυ­ξά­νει την AUC και την συ­σχέ­τι­σή της με τις συγ­κεν­τρώ­σεις πριν α­πό την λή­ψη της κυ­κλο­σπο­ρί­νης (ε­λά­χι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις, Cmin), ε­πι­τρέ­πον­τας με­γα­λύ­τε­ρη προ­βλε­ψι­μό­τη­τα και στα­θε­ρό­τη­τα στην δό­ση (Sketris I et al, 1995; Aspeslet LJ et al, 1997).

Σε λή­πτες μο­σχευ­μά­των ή ψω­ρί­α­ση θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κυ­κλο­σπο­ρί­νη, μπο­ρεί να χρεια­σθεί τρο­πο­ποί­η­ση της δό­σης των συμ­βα­τι­κών σκευ­α­σμά­των ε­άν α­πο­φα­σι­σθεί με­τά­πτω­σή τους σε γα­λα­κτω­μα­το­ποι­η­μέ­να (Erkko P et al, 1997). Η με­τά­πτω­ση του ε­νός σκευ­ά­σμα­τος στο άλ­λο ε­ξα­σφα­λί­ζει πιο στα­θε­ρή και προ­βλέ­ψι­μη α­πορ­ρό­φη­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης, δε­δο­μέ­νου ό­τι με το Neoral ε­πι­τυγ­χά­νε­ται κα­λύ­τε­ρη συ­σχέ­τι­ση των ε­πι­πέ­δων κυ­κλο­σπο­ρί­νης με την AUC (Ke­own P et al, 1996).

Σε λή­πτες νε­φρι­κών μο­σχευ­μά­των, το μι­κρο­ε­ναι­ώ­ρη­μα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης δεν με­τα­βάλ­λει την συ­χνό­τη­τα της ο­ξεί­ας και χρό­νιας α­πόρ­ρι­ψης του μο­σχεύ­μα­τος, αν και μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει πα­ρο­δι­κή αύ­ξη­ση της νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τας και της συ­χνό­τη­τας των γα­στρεν­τε­ρι­κών και νευ­ρο­λο­γι­κών ε­πι­πλο­κών, συγ­κρι­τι­κά με την συμ­βα­τι­κή κυ­κλο­σπο­ρί­νη (Cole E et al, 1998).

Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, με­τά την per os χο­ρή­γη­σή της, κα­τα­νέ­με­ται ευ­ρέ­ως στον ε­ξω­κυτ­τά­ριο χώ­ρο. Στο αί­μα, σε υ­ψη­λές συγ­κεν­τρώ­σεις, α­νευ­ρί­σκε­ται στο πλά­σμα σε πο­σο­στό 33-47%, στα λεμ­φο­κύτ­τα­ρα, 4-9%, στα κοκ­κι­ο­κύτ­τα­ρα, 5-12% και στα ε­ρυ­θρά αι­μο­σφαί­ρια, 41-58%. Στο πλά­σμα συν­δέ­ε­ται με τις πρωτεΐνες, κυ­ρί­ως τις λι­ποπρωτεΐνες, σε πο­σο­στό πε­ρί­που 90%, σε αν­τί­θε­ση με τα πε­ρισ­σό­τε­ρα αν­τιρ­ρευ­μα­τι­κά φάρ­μα­κα (Ptachcinski RJ et al, 1986).

Οι μέ­γι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης α­νευ­ρί­σκον­ται στο ή­παρ, τους νε­φρούς και τους εν­δο­κρι­νείς α­δέ­νες (ε­πι­νε­φρί­δια, πάγ­κρε­ας, θύ­μος και θυ­ρε­ο­ει­δής α­δέ­νας). Σε υ­ψη­λά ε­πί­σης ε­πί­πε­δα συγ­κεν­τρώ­νε­ται στους λεμ­φα­δέ­νες, τον σπλή­να και τον μυ­ε­λό των ο­στών. Δεν δι­έρ­χε­ται εύ­κο­λα τον αι­μα­το-εγ­κε­φα­λι­κό φραγ­μό, γι' αυ­τό και α­νευ­ρί­σκε­ται σε χα­μη­λά ε­πί­πε­δα στον εγ­κέ­φα­λο. Δι­έρ­χε­ται τον πλα­κούν­τα και α­νι­χνεύ­ε­ται στο α­μνια­κό υ­γρό (Ptachcinski RJ et al, 1986).

Ο όγ­κος κα­τα­νο­μής της κυ­κλο­σπο­ρί­νης α­νέρ­χε­ται πε­ρί­που σε 600 L, ε­νώ στους ε­νή­λι­κες ο όγ­κος της στο αί­μα, σε 6 L. Έ­τσι, μό­νο 1% του φαρ­μά­κου α­νευ­ρί­σκε­ται στο αί­μα και 99%, ε­κτός του καρ­δι­αγ­γεια­κού συ­στή­μα­τος. Ο t(1/2) της κυ­κλο­σπο­ρί­νης εί­ναι πε­ρί­που 24 ώ­ρες. Γι' αυ­τό και, ε­άν οι συγ­κεν­τρώ­σεις της στο αί­μα εί­ναι 400 mg/l, για να φθά­σουν σε 200 mg/l, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη πρέ­πει να δι­α­κο­πεί ε­πί 24 ώ­ρες και να συ­νε­χι­σθεί στο 1/2 της δό­σης της.

Λό­γω του τύ­που της κα­τα­νο­μής, ο όγ­κος κα­τα­νο­μής της κυ­κλο­σπο­ρί­νης ε­ξαρ­τά­ται α­πό την σχέ­ση Ht/Hb. Σε φυ­σι­ο­λο­γι­κά ά­το­μα, εί­ναι μι­κρός (πε­ρί­που 1 lt/kg), ε­νώ σε λή­πτες νε­φρι­κών και η­πα­τι­κών μο­σχευ­μά­των, πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρος (πε­ρί­που 4 lt/kg). Η δι­α­φο­ρά αυ­τή μπο­ρεί να ο­φεί­λε­ται στον υ­ψη­λό­τε­ρο Ht που έ­χουν τα φυ­σι­ο­λο­γι­κά ά­το­μα, σε σύγ­κρι­ση με τους λή­πτες η­πα­τι­κών ή νε­φρι­κών μο­σχευ­μά­των (Ptachcinski RJ et al, 1986).

Πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό 44% μιας δό­σης κυ­κλο­σπο­ρί­νης α­πεκ­κρί­νε­ται στην χο­λή με την μορ­φή με­τα­βο­λι­τών. Κα­τά πό­σον η κυ­κλο­σπο­ρί­νη συμ­με­τέ­χει α­ξι­ό­λο­γα στον εν­τε­ρο­η­πα­τι­κό κύ­κλο δεν εί­ναι γνω­στό. Σε πο­σο­στό 0.1%, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη α­πο­βάλ­λε­ται α­ναλ­λοί­ω­τη α­πό τα ού­ρα και μό­νον 6% πε­ρί­που σαν κυ­κλο­σπο­ρί­νη ή με την μορ­φή με­τα­βο­λι­τών (Ptachcinski RJ et al, 1986). Με­ρι­κοί α­πό τους με­τα­βο­λί­τες της έ­χουν α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές ι­δι­ό­τη­τες.

Σε υ­γι­είς ε­θε­λον­τές, ο t(1/2) της α­πο­βο­λής της κυ­κλο­σπο­ρί­νης α­νέρ­χε­ται πε­ρί­που σε 6.3 ώ­ρες, ε­νώ αυ­ξά­νε­ται σε 12.2 ώ­ρες σε α­σθε­νείς με νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια και σε 20.4 ώ­ρες, σε πά­σχον­τες α­πό σο­βα­ρά η­πα­τι­κά νο­σή­μα­τα (Ptachcinski RJ et al, 1986). Σε α­σθε­νείς η­λι­κί­ας άνω των 45 ε­τών η κά­θαρ­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης εί­ναι μι­κρό­τε­ρη (9.5 ml/kg) α­π' ό,τι σε νε­ό­τε­ρους (13.3 ml/kg).

Ε­πει­δή η κυ­κλο­σπο­ρί­νη α­πε­νερ­γο­ποι­εί­ται μέ­σω του με­τα­βο­λι­σμού και α­πο­βάλ­λε­ται α­πό τα ού­ρα σε μι­κρό μό­νο βαθ­μό, η κά­θαρ­σή της δεν φαί­νε­ται να ε­πη­ρε­ά­ζε­ται ση­μαν­τι­κά α­πό την αι­μο­δι­ΰ­λι­ση (Ptachcinski RJ et al, 1986).

Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη με­τα­βο­λί­ζε­ται στο ή­παρ α­πό το σύ­στη­μα Ρ450, ι­δι­αί­τε­ρα το CYP3A3 (Ptach­cin­ski RJ et al, 1986; Faulds D et al, 1993). Έ­χουν α­νευ­ρε­θεί του­λά­χι­στον 29 με­τα­βο­λί­τες της, αλ­λά δεν έ­χουν πι­στο­ποι­η­θεί ό­λοι και η α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κή τους δρά­ση δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί (Ptach­cinski RJ et al, 1986).  Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι α­πό τους με­τα­βο­λί­τες αυ­τούς δι­α­τη­ρούν την κυ­κλι­κή ο­λι­γο­πε­πτι­δι­κή δο­μή της κυ­κλο­σπο­ρί­νης (Copeland KR et al, 1990).

Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη με­τα­βο­λί­ζε­ται με υ­δρο­ξυ­λί­ω­ση του τε­λι­κού άν­θρα­κα του C9 α­μι­νο­ξέ­ος και των γ-θέ­σε­ων των με­θυ­λο­λευ­κι­νών και Ν-α­πο­με­θυ­λί­ω­ση της N-με­θυ­λο­λευ­κί­νης στη θέ­ση 4 (Maurer G et al, 1984). Στην χο­λή υ­πάρ­χουν κυ­ρί­ως οι με­τα­βο­λί­τες Μ8, Μ26 και Μ17 (Christians U et al, 1988; Kron­bach T et al, 1988). Ο Μ17 εί­ναι ο πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­νερ­γός με­τα­βο­λί­της, ο ο­ποί­ος δι­α­θέ­τει πε­ρί­που το 16% της δυ­νη­τι­κό­τη­τας της μη­τρι­κής έ­νω­σης και α­πο­τε­λεί το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος των α­πεκ­κρι­νό­με­νων α­πό τα ού­ρα με­τα­βο­λι­τών (Copeland KR et al, 1990).

EIKONA 130 : Με­τα­βο­λι­σμός κυ­κλο­σπο­ρί­νης 

2.5.5   ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ - ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ

Το Neoral χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­πό στε­νό θε­ρα­πευ­τι­κό πα­ρά­θυ­ρο, δηλ. το εύ­ρος των ε­πι­πέ­δων της κυ­κλο­σπο­ρί­νης που ε­ξα­σφα­λί­ζει ε­παρ­κή θε­ρα­πευ­τι­κά ε­πί­πε­δα και α­σφα­λές πε­ρί­γραμ­μα α­νε­πι­θύ­μη­των ε­νερ­γει­ών εί­ναι πο­λύ στε­νό. Γι’ αυ­τό και, σε λή­πτες μο­σχευ­μά­των, τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο αί­μα πρέ­πει να ε­λέγ­χον­ται τα­κτι­κά, προ­κει­μέ­νου να ε­ξα­σφα­λι­σθεί η βέλ­τι­στη τρο­πο­ποί­η­ση της δό­σης του Neoral.

Η πα­ρα­κο­λού­θη­ση των ε­πι­πέ­δων της κυ­κλο­σπο­ρί­νης γί­νε­ται με την μέ­τρη­σή τους 2 ώ­ρες με­τά την λή­ψη του Neoral (μέ­τρη­ση C2). Η μέ­τρη­ση C-2 βελ­τι­ώ­νει την έκ­βα­ση σε λή­πτες μο­σχευ­μά­των που παίρ­νουν α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κά με βά­ση το Neoral (Cantarovich M et al, 1998).

2.5.6   ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

2.5.6.1   ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

Α)  ΦΑΡΜΑΚΑ ΠΟΥ ΑΥΞΑΝΟΥΝ ΤΙΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗΣ ΣΤΟ ΑΙΜΑ ΑΝΑ­ΣΤΕΛ­ΛΟ­ΝΤΑΣ ΤΗΝ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΤΟΧΡΩΜΑΤΟΣ P-450

  • Ε­ρυ­θρο­μυ­κί­νη
  • Νορ­φλο­ξα­σί­νη
  • Κε­το­κο­να­ζό­λη
  • Αν­τι­συλ­λη­πτι­κά per os
  • Αν­δρο­γό­να στε­ρο­ει­δή
  • Κορ­τι­κο­ει­δή (σε με­γά­λες δό­σεις)
  • Σι­με­τι­δί­νη
  • Α­να­στο­λείς δι­ό­δου α­σβε­στί­ου (διλ­τι­α­ζέ­μη, νι­καρ­δι­πί­νη, βε­ρα­πα­μί­λη, νι­φε­δι­πί­νη)
  • Δα­να­ζό­λη

Β)  ΦΑΡΜΑΚΑ ΠΟΥ ΜΕΙΩΝΟΥΝ ΤΙΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗΣ ΔΙΕΓΕΙΡΟ­ΝΤΑΣ ΤΗΝ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΤΟΧΡΩΜΑΤΟΣ P-450

  • Φαι­νυ­τοΐ­νη
  • Φαι­νο­βαρ­βι­τά­λη
  • Καρ­βα­μα­ζε­πί­νη
  • Ρι­φαμ­πι­κί­νη
  • Σουλ­φα­θυ­μι­δί­νη και τρι­με­θο­πρί­μη

Γ)   ΦΑΡΜΑΚΑ ΔΙΑΘΕΤΟΝΤΑ ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΙΚΗ ΝΕΦΟΡΟΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ

α)   Στον άν­θρω­πο :

  • Μη στε­ρο­ει­δή αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δη φάρ­μα­κα
  • Δι­ου­ρη­τι­κά
  • Α­μι­νο­γλυ­κο­σί­δες
  • Κε­φα­λο­σπο­ρί­νες (ο­ρι­σμέ­νες)
  • Αμ­φο­τε­ρι­κί­νη Β
  • Τρι­με­θο­πρί­μη-σουλ­φα­με­θο­ξα­ζό­λη

β)   Στα πει­ρα­μα­τό­ζω­α :

  • Φου­ρο­σε­μί­δη (Whiting Ph et al, 1984; Driscoll DF et al, 1989)
  • Με­το­λα­ζό­νη
  • Μαν­νι­τό­λη (Brunner FP et al, 1986)
  • Ιν­δο­με­θα­κί­νη (Whiting PH et al, 1986)
  • Ε­να­λα­πρί­λη (Whiting PH et al, 1986)
  • Πρα­ζο­σί­νη (Murray BM and Paller MS, 1986)
  • Α­να­στο­λείς της συν­θε­τά­σης της θρομ­βο­ξά­νης (Whiting PH et al, 1986)
  • Α­να­στο­λείς της συν­θε­τά­σης της βε­ρα­πα­μί­λης
  • Α­να­στο­λείς της συν­θε­τά­σης των συν­θε­τι­κών προ­στα­γλαν­δι­νών (Makowka L et al, 1986)

Δ)   ΑΛΛΕΣ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

  • Δι­γο­ξί­νη (δα­κτυ­λι­δι­σμός)
  • Λο­βα­στα­τί­νη (ρα­βδο­μυ­ό­λυ­ση)

Α­ζα­θει­ο­πρί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η α­ζα­θει­ο­πρί­νη μπο­ρεί να μει­ώ­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις στο πλά­σμα, και ε­πο­μέ­νως τις α­να­με­νό­με­νες φαρ­μα­κο­λο­γι­κές δρά­σεις, της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Εί­ναι ά­γνω­στος.

Συ­στά­σεις : Τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στον ο­ρό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται και οι α­σθε­νείς για ση­μεί­α α­πόρ­ρι­ψης του μο­σχεύ­μα­τος ή το­ξι­κό­τη­τας ό­ταν αρ­χί­ζουν ή δι­α­κό­πτουν την θε­ρα­πεί­α με α­ζα­θει­ο­πρί­νη, αν­τί­στοι­χα.

Αλ­λο­που­ρι­νό­λη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις στο αί­μα, και ε­πο­μέ­νως την το­ξι­κό­τη­τα, της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Εί­ναι ά­γνω­στος.

Συ­στά­σεις : Τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο πλά­σμα και η νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται ό­ταν η αλ­λο­που­ρι­νό­λη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται ή τρο­πο­ποι­εί­ται η δό­ση της. Α­νά­λο­γα πρέ­πει να τρο­πο­ποι­εί­ται και η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Α­μι­νο­γλυ­κο­σί­δες

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η συγ­χο­ρή­γη­ση των α­μι­νο­γλυ­κο­σι­δών με κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει αθροιστικά την νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τα.

Συ­στά­σεις : Σε λή­πτες νε­φρι­κών μο­σχευ­μά­των, η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση των αμινογλυκοσιδών με κυ­κλο­σπο­ρί­νη πρέ­πει να α­πο­φεύ­γε­ται.

Α­μι­νο­κι­νο­λί­νες

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Οι α­μι­νο­κι­νο­λί­νες μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τις συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο πλά­σμα και ε­πο­μέ­νως τον κίν­δυ­νο νε­φρι­κής δυσ­λει­τουρ­γί­ας.

Μη­χα­νι­σμός : Ο α­κρι­βής μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής εί­ναι ά­γνω­στος. Οι α­μι­νο­κι­νο­λί­νες α­να­στέλ­λουν πι­θα­νώς τον με­τα­βο­λι­σμό της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις : Τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης και της κρε­α­τι­νί­νης στον ο­ρό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται ό­ταν οι αμινοκινολίνες προστίθενται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτον­ται και η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα.

Α­μι­ο­δα­ρό­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η α­μι­ο­δα­ρό­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο πλά­σμα.

Μη­χα­νι­σμός : Η α­μι­ο­δα­ρό­νη φαί­νε­ται ό­τι μει­ώ­νει την κά­θαρ­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις : Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με τον συν­δυα­σμό α­μι­ο­δα­ρό­νης με κυ­κλο­σπο­ρί­νη, πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο πλά­σμα και οι α­σθε­νείς για εκ­δη­λώ­σεις νε­φρι­κής α­νε­πάρ­κειας. Η α­μι­ο­δα­ρό­νη έ­χει μα­κρό t(1/2), γι΄αυ­τό και τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στον ο­ρό συ­νι­στά­ται να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται αρ­κε­τές ε­βδο­μά­δες με­τά την τρο­πο­ποί­η­ση της δό­σης ή την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου.

Αμ­φο­τε­ρι­κί­νη Β

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η αμ­φο­τε­ρι­κί­νη Β μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει νε­φρι­κή δυσ­λει­τουρ­γί­α ό­ταν συγ­χο­ρη­γεί­ται με κυ­κλο­σπο­ρί­νη (Kennedy MS et al, 1983).

Μη­χα­νι­σμός : Ο α­κρι­βής μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής εί­ναι ά­γνω­στος, αλ­λά μπο­ρεί να ο­φεί­λε­ται σε αθροιστική ή συ­νερ­γι­κή νε­φρο­το­ξι­κή δρά­ση.

Συ­στά­σεις :

  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με αμ­φο­τε­ρι­κί­νη ή/και κυ­κλο­σπο­ρί­νη, η νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται με προ­σο­χή. Ε­άν εμ­φα­νι­σθούν ση­μεί­α νε­φρι­κής δυσ­λει­τουρ­γί­ας, η δό­ση του ε­νός ή και των 2 φαρ­μά­κων πρέ­πει να μει­ώ­νε­ται ή τα φάρ­μα­κα αυ­τά να δι­α­κό­πτον­ται.
  • Ε­άν η θε­ρα­πεί­α με αμ­φο­τε­ρι­κί­νη Β εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη, μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί έ­νας ε­ναλ­λα­κτι­κός α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κός πα­ρά­γον­τας (π.χ. με­θο­τρε­ξά­τη ή κορ­τι­κο­ει­δή) για να α­πο­φευ­χθεί ή να αν­τι­στρα­φεί η νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τα.

Α­να­βο­λι­κά στε­ρο­ει­δή

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα α­να­βο­λι­κά στε­ρο­ει­δή μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τα ε­πί­πε­δα στον ο­ρό, και ε­πο­μέ­νως την το­ξι­κό­τη­τα, της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Ο α­κρι­βής μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής δεν εί­ναι γνω­στός. Τα α­να­βο­λι­κά στε­ρο­ει­δή μπο­ρεί να α­να­στέλ­λουν τον με­τα­βο­λι­σμό της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις :

  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με τον συν­δυα­σμό αυ­τών των φαρ­μά­κων τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης, της χο­λε­ρυ­θρί­νης και της κρε­α­τι­νί­νης στον ο­ρό, ό­πως και η αν­τα­πό­κρι­ση στη κυ­κλο­σπο­ρί­νη, πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή
  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με αναβολικά στεροειδή, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται σε μι­κρό­τε­ρη δό­ση.

Α­να­στο­λείς ε­πα­να­πρόσ­λη­ψης σε­ρο­το­νί­νης

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα φάρ­μα­κα που α­να­στέλ­λουν την ε­πα­να­πρόσ­λη­ψη της σε­ρο­το­νί­νης (φλου­ο­ξε­τί­νη, φλου­βο­ξα­μί­νη, πα­ρο­ξε­τί­νη) μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τις συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο πλά­σμα, ο­δη­γών­τας σε νε­φρι­κή δυσ­λει­τουρ­γί­α.

Μη­χα­νι­σμός : Οι α­να­στο­λείς της ε­πα­να­πρόσ­λη­ψης της σε­ρο­το­νί­νης μπο­ρεί να α­να­στεί­λουν τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις :

  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με τον συν­δυα­σμό αυ­τό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται τα­κτι­κά τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης και της κρε­α­τι­νί­νης στον ο­ρό.
  • Η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης πρέ­πει να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα, ό­ταν τα φάρ­μα­κα αυ­τά προ­στί­θεν­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτον­ται.

Αναστολείς Η2 υποδοχέων  (σι­με­τι­δί­νη, ρα­νι­τι­δί­νη)

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η σι­με­τι­δί­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει την κρε­α­τι­νί­νη του ο­ρού σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κυ­κλο­σπο­ρί­νη.

Μη­χα­νι­σμός : Η σι­με­τι­δί­νη φαί­νε­ται ό­τι αν­τα­γω­νί­ζε­ται την νε­φρι­κή σω­λη­να­ρια­κή α­πέκ­κρι­ση της κρε­α­τι­νί­νης. Η σι­με­τι­δί­νη και η ρα­νι­τι­δί­νη δεν φαί­νε­ται να ε­πη­ρε­ά­ζουν τις συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο αί­μα. Η ρα­νι­τι­δί­νη φαί­νε­ται ό­τι έ­χει η­πι­ό­τε­ρη δρά­ση στην κρε­α­τι­νί­νη του ο­ρού.

Συ­στά­σεις : Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με τον συν­δυα­σμό αυ­τό των φαρ­μά­κων πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται τα ε­πί­πε­δα της κρε­α­τι­νί­νης του ο­ρού.

Α­να­στο­λείς ΜΕΑ

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ε­να­λα­πρί­λη και άλ­λοι α­να­στο­λείς του ΜΕΑ μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν ο­ξεί­α νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κυ­κλο­σπο­ρί­νη.

Μη­χα­νι­σμός : Ο α­κρι­βής μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί. Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει σύ­σπα­ση των αγ­γεί­ων των προ­σα­γω­γών νε­φρι­κών σω­λη­να­ρί­ων και σπει­ρα­μα­τι­κή υ­πο­δι­ά­χυ­ση. Η εν­δο­νε­φρι­κή αγ­γει­ο­τεν­σί­νη ΙΙ εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη για την δι­α­τή­ρη­ση της σπει­ρα­μα­τι­κής δι­ή­θη­σης, γι΄αυ­τό και η α­να­στο­λή του ΜΕΑ μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει α­πό­το­μη έκ­πτω­ση της νε­φρι­κής λει­τουρ­γί­ας.

Συ­στά­σεις : Οι α­να­στο­λείς του ΜΕΑ πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κυ­κλο­σπο­ρί­νη και κά­τω α­πό στε­νή πα­ρα­κο­λού­θη­ση της νε­φρι­κής λει­τουρ­γί­ας.

Α­να­στο­λείς πρω­τε­ά­σης

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Οι α­να­στο­λείς της πρω­τε­ά­σης (σα­κου­ϊ­να­βί­ρη, ιν­δι­να­βί­ρη, ρι­το­να­βί­ρη, νελ­φι­να­βί­ρη) μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τις συγ­κεν­τρώ­σεις στον ο­ρό και ε­πο­μέ­νως την το­ξι­κό­τη­τα (νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τα, η­πα­το­το­ξι­κό­τη­τα, νευ­ρο­λο­γι­κές ε­πι­πλο­κές), της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.
    • Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις των α­να­στο­λέ­ων της πρω­τε­ά­σης.

Μη­χα­νι­σμός : Οι α­να­στο­λείς της πρω­τε­ά­σης μπο­ρεί να α­να­στεί­λουν αν­τα­γω­νι­στι­κά τον με­τα­βο­λι­σμό της κυ­κλο­σπο­ρί­νης, δε­δο­μέ­νου ό­τι, ό­πως και η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, μπο­ρεί να με­τα­βο­λί­ζον­ται α­πό τα έν­ζυ­μα του κυ­το­χρώ­μα­τος P450 3A4.

Συ­στά­σεις :

  • Ε­άν η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση ε­νός α­να­στο­λέ­α της πρω­τε­ά­σης με κυ­κλο­σπο­ρί­νη εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη, πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται η κλι­νι­κή αν­τα­πό­κρι­ση στον α­να­στο­λέ­α της πρω­τε­ά­σης και οι α­σθε­νείς για ση­μεί­α και συμ­πτώ­μα­τα το­ξι­κό­τη­τας α­πό την κυ­κλο­σπο­ρί­νη.
  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με τον συν­δυα­σμό αυ­τό των φαρ­μά­κων μπο­ρεί να χρεια­σθεί να μει­ω­θεί η δό­ση του ε­νός ή και των 2 φαρ­μά­κων.

Αναστολείς καρ­βο­νι­κής α­νυ­δρά­σης

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η α­κε­τα­ζο­λα­μί­δη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις φαρ­μα­κο­λο­γι­κές δρά­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης. Η αύ­ξη­ση των ε­πι­πέ­δων της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στον ο­ρό μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τα και νευ­ρο­το­ξι­κό­τη­τα. Οι άλ­λοι α­να­στο­λείς της καρ­βο­νι­κής α­νυ­δρά­σης δεν φαί­νε­ται να αλ­λη­λε­πι­δρούν με την κυ­κλο­σπο­ρί­νη.

Μη­χα­νι­σμός : Εί­ναι ά­γνω­στος.

Συ­στά­σεις :

  • Σε α­σθε­νείς που παίρ­νουν ταυ­τό­χρο­να τα 2 αυ­τά φάρ­μα­κα πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται στε­νό­τε­ρα τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης και της κρε­α­τι­νί­νης στον ο­ρό
  • Η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης πρέ­πει να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα, ό­ταν η α­κε­τα­ζο­λα­μί­δη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται.

Αν­τι­δι­α­βη­τι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Η γλι­πι­ζί­δη και η γλυ­βου­ρί­δη μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τις συγ­κεν­τρώ­σεις στο αί­μα, και ε­πο­μέ­νως την το­ξι­κό­τη­τα, της κυ­κλο­σπο­ρί­νης
  • Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τα ε­πί­πε­δα των σουλ­φο­νυ­λου­ρι­ών στο αί­μα, ο­δη­γών­τας σε υ­πο­γλυ­και­μί­α.

Μη­χα­νι­σμός : Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση των αντιδιαβητικών με την κυκλοσπορίνη μπο­ρεί να ο­φεί­λε­ται σε εν­ζυ­μι­κή α­να­στο­λή, η ο­ποί­α ε­πι­βρα­δύ­νει τον με­τα­βο­λι­σμό των φαρ­μά­κων αυ­τών.

Συ­στά­σεις : Ε­άν τα αντιδιαβητικά συγ­χο­ρη­γούν­ται με κυ­κλο­σπο­ρί­νη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται τα ε­πί­πε­δα της κρε­α­τι­νί­νης και της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στον ο­ρό και του σακ­χά­ρου του αί­μα­τος και να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης ή των σουλφονυλουριών.

Αν­τι­πη­κτι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση κυ­κλο­σπο­ρί­νης με αν­τι­πη­κτι­κά per os μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε α­πρό­βλε­πτες αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις. Π.χ. η συγ­χο­ρή­γη­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης με βαρ­φα­ρί­νη μπο­ρεί να μει­ώ­σει, ε­νώ με δι­κου­μα­ρό­λη, να αυ­ξή­σει τις δρά­σεις των 2 αυ­τών φαρ­μά­κων.

Μη­χα­νι­σμός : Εί­ναι ά­γνω­στος.

Συ­στά­σεις : 

  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με κυ­κλο­σπο­ρί­νη σε συν­δυα­σμό με per os αντιπηκτικά πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή, για­τί μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν με­τα­βο­λή της αν­τα­πό­κρι­σης και στα 2 αυ­τά φάρ­μα­κα
  • Οι συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο αί­μα πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται και να τρο­πο­ποι­εί­ται η δό­ση του ε­νός ή και των 2 φαρ­μά­κων, αν χρεια­σθεί.

Βαρ­βι­του­ρι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα βαρ­βι­του­ρι­κά μπο­ρεί να μει­ώ­σουν τα ε­πί­πε­δα στον ο­ρό, και ε­πο­μέ­νως να ε­ξα­σθε­νή­σουν την α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κή δρά­ση, της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Τα βαρ­βι­του­ρι­κά μπο­ρεί να αυ­ξά­νουν τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό της κυ­κλο­σπο­ρί­νης λό­γω ε­νερ­γο­ποί­η­σης των η­πα­τι­κών μι­κρο­σω­μι­κών εν­ζύ­μων.

Συ­στά­σεις :

  • Ε­άν υ­πάρ­χουν εν­δεί­ξεις αλ­λη­λε­πί­δρα­σης της κυ­κλο­σπο­ρί­νης με βαρ­βι­του­ρι­κά, μπο­ρεί να χρεια­σθεί να μει­ω­θεί η δό­ση της πρώ­της.
  • Οι συγ­κεν­τρώ­σεις της κρε­α­τι­νί­νης και της κυ­κλο­σπο­ρί­νης πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται ό­ταν τα βαρ­βι­του­ρι­κά προ­στί­θεν­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτον­ται. Ε­ναλ­λα­κτι­κά, μπο­ρεί να α­παι­τη­θεί μεί­ω­ση της δό­σης ή δι­α­κο­πή των βαρβιτουρικών.

Βε­ρα­πα­μί­λη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Η βε­ρα­πα­μί­λη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις, και ε­πο­μέ­νως τις α­να­με­νό­με­νες φαρ­μα­κο­λο­γι­κές και νε­φρο­το­ξι­κές δρά­σεις, της κυ­κλο­σπο­ρί­νης (Yee GC and McGuire TR, 1990).
  • Η βε­ρα­πα­μί­λη έ­χει συ­νερ­γι­κή α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κή δρά­ση με την κυ­κλο­σπο­ρί­νη σε πει­ρα­μα­τό­ζω­α, in vitro (McMillen M et al, 1985), και πι­θα­νώς στον άν­θρω­πο.

Μη­χα­νι­σμός : Η βε­ρα­πα­μί­λη μπο­ρεί να α­να­στεί­λει τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις :

  • Ε­άν υ­πάρ­χουν εν­δεί­ξεις της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής, μπο­ρεί να α­παι­τη­θεί μεί­ω­ση της δό­σης της κυ­κλο­σπο­ρί­νης
  • Τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης και της κρε­α­τι­νί­νης στο πλά­σμα πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται για­τί μπο­ρεί να αυ­ξη­θούν και η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα.

Γεμ­φι­βρο­ζί­λη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η γεμ­φι­βρο­ζί­λη μπο­ρεί να μει­ώ­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις, και ε­πο­μέ­νως τις α­να­με­νό­με­νες φαρ­μα­κο­λο­γι­κές δρά­σεις, της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Εί­ναι ά­γνω­στος.

Συ­στά­σεις : Οι συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο αί­μα και οι εκ­δη­λώ­σεις το­ξι­κό­τη­τας ή α­πόρ­ρι­ψης του μο­σχεύ­μα­τος πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται ό­ταν η γεμ­φι­βρο­ζί­λη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται, αν­τί­στοι­χα. Α­νά­λο­γα πρέ­πει να τρο­πο­ποι­εί­ται και η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Γκρι­ζε­ο­φουλ­βί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η γκρι­ζε­ο­φουλ­βί­νη μπο­ρεί να μει­ώ­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις στο αίμα, και πιθανώς την αποτελεσματικότητα, της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Ο α­κρι­βής μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής εί­ναι ά­γνω­στος. Η γκρι­ζε­ο­φουλ­βί­νη φαί­νε­ται ό­τι αυ­ξά­νει τον με­τα­βο­λι­σμό της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις :

  • Ό­ταν η γκρι­ζε­ο­φουλ­βί­νη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α με κυ­κλο­σπο­ρί­νη, πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται οι συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο αί­μα και οι α­σθε­νείς για ση­μεί­α α­πόρ­ρι­ψης του μο­σχεύ­μα­τος
  • Η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης μπο­ρεί να χρεια­σθεί να αυ­ξη­θεί σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με γκρι­ζε­ο­φουλ­βί­νη και να μει­ω­θεί με­τά την δι­α­κο­πή της
  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται ταυ­τό­χρο­να με τα 2 αυ­τά φάρ­μα­κα και δι­α­κό­πτουν την γκρι­ζε­ο­φουλ­βί­νη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται για ση­μεί­α το­ξι­κό­τη­τας α­πό την κυ­κλο­σπο­ρί­νη.

Δα­να­ζό­λη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα α­να­βο­λι­κά στε­ρο­ει­δή μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στον ο­ρό, ο­δη­γών­τας σε το­ξι­κό­τη­τα. Οι με­τα­βο­λές των συγ­κεν­τρώ­σε­ων της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο πλά­σμα α­πό τα α­να­βο­λι­κά πι­θα­νώς πα­ρα­τη­ρούν­ται σε δι­ά­στη­μα αρ­κε­τών ε­βδο­μά­δων.

Μη­χα­νι­σμός : Ο α­κρι­βής μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί. Τα α­να­βο­λι­κά στε­ρο­ει­δή μπο­ρεί να α­να­στεί­λουν τον με­τα­βο­λι­σμό της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις :

  • Τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης, της χο­λε­ρυ­θρί­νης και της κρε­α­τι­νί­νης του ο­ρού πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται, ό­πως και η αν­τα­πό­κρι­ση στην κυ­κλο­σπο­ρί­νη, ε­άν η θε­ρα­πεί­α με α­να­βο­λι­κά στε­ρο­ει­δή εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη.
  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με α­να­βο­λι­κά στε­ρο­ει­δή, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να χρεια­σθεί να χο­ρη­γη­θεί σε δό­ση μι­κρό­τε­ρη α­πό την προ­βλε­πό­με­νη.

Δα­κτυ­λί­τι­δα

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τα ε­πί­πε­δα της δι­γο­ξί­νης στον ο­ρό, ο­δη­γών­τας σε το­ξι­κό­τη­τα.

Μη­χα­νι­σμός : Ο α­κρι­βής μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής εί­ναι ά­γνω­στος. Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη πι­θα­νώς μει­ώ­νει την κά­θαρ­ση και τον όγ­κο κα­τα­νο­μής της δι­γο­ξί­νης.

Συ­στά­σεις :

  • Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν δι­γο­ξί­νη μπο­ρεί να χρεια­σθεί να μει­ώ­σουν την δό­ση της κα­τά 50% ε­άν έ­χουν α­νάγ­κη θε­ρα­πεί­ας με κυ­κλο­σπο­ρί­νη
  • Τα ε­πί­πε­δα της δι­γο­ξί­νης πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται και οι α­σθε­νείς για ση­μεί­α το­ξι­κό­τη­τας και η δό­ση να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν η κυ­κλο­σπο­ρί­νη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται.

Διλ­τι­α­ζέ­μη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η διλ­τι­α­ζέ­μη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις, και ε­πο­μέ­νως τις α­να­με­νό­με­νες φαρ­μα­κο­λο­γι­κές και νε­φρο­το­ξι­κές δρά­σεις, της κυ­κλο­σπο­ρί­νης. Πάν­τως, δεν ε­πη­ρε­ά­ζει ση­μαν­τι­κά την νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α, δε­δο­μέ­νου ό­τι, σε λή­πτες νε­φρι­κών μο­σχευ­μά­των, προ­στα­τεύ­ει την νε­φρι­κή κυ­κλο­φο­ρί­α (Yee GC and McGuire TR, 1990).

Μη­χα­νι­σμός : Η διλ­τι­α­ζέ­μη μπο­ρεί να α­να­στεί­λει τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις :

  • Ε­άν υ­πάρ­χουν εν­δεί­ξεις της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής, η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης μπο­ρεί να χρεια­σθεί να μει­ω­θεί σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με α­να­στο­λείς της δι­ό­δου του α­σβε­στί­ου
  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό αυ­τό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται για­τί μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν αύ­ξη­ση των ε­πι­πέ­δων της κυ­κλο­σπο­ρί­νης και της κρε­α­τι­νί­νης στον ο­ρό και η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα.

Δο­ξο­ρου­βυ­κί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η συγ­χο­ρή­γη­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης με δο­ξο­ρου­βυ­κί­νη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει το­ξι­κές εκ­δη­λώ­σεις α­πό το ΚΝΣ (σπα­σμούς και κώ­μα).

Μη­χα­νι­σμός : Ο α­κρι­βής μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής δεν εί­ναι γνω­στός. Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει την είσ­δυ­ση της δο­ξο­ρου­βυ­κί­νης στον εγ­κέ­φα­λο προ­κα­λών­τας βλά­βη του αγγειακού ενδοθηλίου.

Συ­στά­σεις : Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό αυ­τό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή για με­τα­βο­λές της δι­α­νο­η­τι­κής κα­τά­στα­σης και ε­πι­πλο­κές α­πό το ΚΝΣ.

Ε­το­πο­σί­δη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση ε­το­πο­σί­δης με κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις της ε­το­πο­σί­δης, αυ­ξά­νον­τας την το­ξι­κό­τη­τα.

Μη­χα­νι­σμός : Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή μπο­ρεί να ο­φεί­λε­ται σε μεί­ω­ση της νε­φρι­κής κά­θαρ­σης και α­να­στο­λή του με­τα­βο­λι­σμού της ε­το­πο­σί­δης α­πό την κυ­κλο­σπο­ρί­νη.

Συ­στά­σεις :

  • Ε­άν η συγ­χο­ρή­γη­ση και των 2 αυ­τών φαρ­μά­κων εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη, πρέ­πει να γί­νε­ται πλή­ρης αι­μα­το­λο­γι­κός έ­λεγ­χος και η δό­ση της ε­το­πο­σί­δης να μει­ώ­νε­ται κα­τά 50%
  • Οι α­σθε­νείς πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή για αν­τι­δρά­σεις υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας (ε­ξάν­θη­μα, πυ­ρε­τός και βρογ­χό­σπα­σμος).

Ι­μι­πε­νέ­μη - σι­λα­στα­τί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση της σι­λα­στα­τί­νης με κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις ε­πι­πλο­κές α­πό το ΚΝΣ και των 2 αυ­τών φαρ­μά­κων.

Μη­χα­νι­σμός : Ο α­κρι­βής μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής δεν εί­ναι γνω­στός. Α­πο­δί­δε­ται σε αθροιστική ή συ­νερ­γι­κή το­ξι­κό­τη­τα και σε αύ­ξη­ση των συγ­κεν­τρώ­σε­ων της κυ­κλο­σπο­ρί­νης α­πό την ι­μι­πε­νέ­μη.

Συ­στά­σεις : Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με τον συν­δυα­σμό αυ­τό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στον ο­ρό και οι εκδηλώσεις το­ξι­κό­τη­τας α­πό το ΚΝΣ.

Ι­τρα­κο­να­ζό­λη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ι­τρα­κο­να­ζό­λη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στον ο­ρό.

Μη­χα­νι­σμός : Η ι­τρα­κο­να­ζό­λη φαί­νε­ται ό­τι α­να­στέλ­λει τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις : Οι συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται στε­νό­τε­ρα ό­ταν η ι­τρα­κο­να­ζό­λη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται.

Καρ­βα­μα­ζε­πί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η καρ­βα­μα­ζε­πί­νη μπο­ρεί να μει­ώ­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις, και ε­πο­μέ­νως τις α­να­με­νό­με­νες φαρ­μα­κο­λο­γι­κές δρά­σεις, της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Ο α­κρι­βής μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής δεν εί­ναι γνω­στός. Η καρ­βα­μα­ζε­πί­νη μπο­ρεί να ε­νερ­γο­ποι­ή­σει τον η­πα­τι­κό μι­κρο­σω­μι­κό εν­ζυ­μι­κό με­τα­βο­λι­σμό της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις :

  • Τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στον ο­ρό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται, ό­πως και οι α­σθε­νείς για ση­μεί­α α­πόρ­ρι­ψης του μο­σχεύ­μα­τος, ό­ταν η καρ­βα­μα­ζε­πί­νη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α με κυ­κλο­σπο­ρί­νη
  • Η το­ξι­κό­τη­τα της καρ­βα­μα­ζε­πί­νης πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται ό­ταν το φάρ­μα­κο αυ­τό δι­α­κό­πτε­ται και η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης να τρο­πο­ποι­εί­ται, ε­άν χρει­ά­ζε­ται.

Καρ­βε­δι­λό­λη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η καρ­βε­δι­λό­λη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στον ο­ρό και να ο­δη­γή­σει σε νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τα και νευ­ρο­το­ξι­κό­τη­τα.

Μη­χα­νι­σμός : Η καρ­βε­δι­λό­λη (β-α­να­στο­λέ­ας) μπο­ρεί να πα­ρέμ­βει στον με­τα­βο­λι­σμό της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις :

  • Ε­άν η θε­ρα­πεί­α και με τα 2 αυ­τά φάρ­μα­κα εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη, πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται οι συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης και της κρε­α­τι­νί­νης στον ο­ρό και οι α­σθε­νείς για εκδηλώσεις το­ξι­κό­τη­τας α­πό την κυ­κλο­σπο­ρί­νη.
  • Η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης πρέ­πει να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν η καρ­βε­δι­λό­λη αρ­χί­ζει, δι­α­κό­πτε­ται ή τρο­πο­ποι­εί­ται η δό­ση της.

Κε­το­κο­να­ζό­λη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η κε­το­κο­να­ζό­λη μπο­ρεί να α­να­στεί­λει τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό και να πεν­τα­πλα­σιά­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις στο πλά­σμα, αυ­ξά­νον­τας ε­πο­μέ­νως τις φαρ­μα­κο­λο­γι­κές δρά­σεις και την νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τα, της κυκλοσπορίνης. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή εμ­φα­νί­ζε­ται 24 ώ­ρες με­τά την χορήγηση της κε­το­κο­να­ζό­λης και ε­πι­μέ­νει μί­αν ε­βδο­μά­δα ή πε­ρισ­σό­τε­ρο με­τά την δι­α­κο­πή της.

Μη­χα­νι­σμός : Ο α­κρι­βής μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής εί­ναι ά­γνω­στος. Η κε­το­κο­να­ζό­λη πι­θα­νώς α­να­στέλ­λει τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό της κυ­κλο­σπο­ρί­νης, με­τα­βάλ­λον­τας την πρω­τε­ϊ­νι­κή σύν­δε­ση ή αν­τα­γω­νι­ζό­με­νη την α­πέκ­κρι­σή της (Baciewicz AM and Baciewicz Jr FA, 1989).

Συ­στά­σεις :

  • Η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης μπο­ρεί να χρεια­σθεί να μει­ω­θεί ό­ταν στη θεραπεία προστίθεται κε­το­κο­να­ζό­λη.
  • Τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης και της κρε­α­τι­νί­νης στον ο­ρό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται και η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν η κε­το­κο­να­ζό­λη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται.

Κε­φτρι­α­ξό­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η κε­φτρι­α­ξό­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στον ο­ρό και τον κίν­δυ­νο το­ξι­κό­τη­τας. Οι άλ­λες κε­φα­λο­σπο­ρί­νες δεν αλ­λη­λε­πι­δρούν με την κυ­κλο­σπο­ρί­νη.

Μη­χα­νι­σμός : Εί­ναι ά­γνω­στος.

Συ­στά­σεις : Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους ταυτόχρονα με κυ­κλο­σπο­ρί­νη και κε­φτρι­α­ξό­νη τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης και της κρε­α­τι­νί­νης στον ο­ρό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται και η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα.

Κλο­νι­δί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η κλο­νι­δί­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Εί­ναι ά­γνω­στος.

Συ­στά­σεις : Οι συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο αί­μα πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται ό­ταν η κλο­νι­δί­νη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται και η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα.

Κολ­χι­κί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Σε α­ρου­ραί­ους, η κολ­χι­κί­νη προ­στα­τεύ­ει α­πό την χρό­νια νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης (Sobh M et al, 1998), πι­θα­νώς μει­ώ­νον­τας την α­πό­πτω­ση των νε­φρι­κών κυτ­τά­ρων (Li C et al, 2002) 
  • Σε α­σθε­νείς με α­μυ­λο­εί­δω­ση ο­φει­λό­με­νη σε οι­κο­γε­νή με­σο­γεια­κό πυ­ρε­τό θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κολ­χι­κί­νη, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό γαστρεντερικές επιπλοκές και μυϊκή αδυναμάι σε με­γά­λη συ­χνό­τη­τα (Cohen SL et al, 1989)
  • Σε λή­πτες μο­σχευ­μά­των νε­φρού ή καρ­διάς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κυ­κλο­σπο­ρί­νη, η κολ­χι­κί­νη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει μυ­ο­πά­θεια (Lee BI et al, 1997; Ducloux D et al, 1997; Rana SS et al, 1997; Gruberg  L et al, 1999).

Μη­χα­νι­σμός : Ο μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης της κολχικίνης με την κυκλοσπορίνη δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί. Η κολ­χι­κί­νη πα­ρεμ­βαί­νει πι­θα­νώς στην φαρ­μα­κο­κι­νη­τι­κή της κυ­κλο­σπο­ρί­νης αυ­ξά­νον­τας τα ε­πί­πε­δα στο πλά­σμα, εί­τε αυ­ξά­νον­τας την α­πορ­ρό­φη­ση, εί­τε μει­ώ­νον­τας τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό, της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις : Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κολ­χι­κί­νη ταυ­τό­χρο­να με κυ­κλο­σπο­ρί­νη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται οι συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο αί­μα και η νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α.

Κορ­τι­κο­ει­δή

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Η κά­θαρ­ση της πρεδ­νι­ζο­λό­νης ε­λατ­τώ­νε­ται σε α­σθε­νείς που παίρ­νουν κυ­κλο­σπο­ρί­νη
  • Η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη, ε­άν χο­ρη­γη­θεί εν­δο­φλέ­βια σε δό­σεις >250 mg/24ωρο, αυ­ξά­νει, μει­ώ­νει ή α­φή­νει α­νε­πη­ρέ­α­στες τις συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο πλά­σμα. Σε λή­πτες μο­σχεύ­μα­τος μυ­ε­λού, ο συν­δυα­σμός της με κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει κα­τα­κρά­τη­ση υ­γρών, υ­πέρ­τα­ση και σπα­σμούς, σε παι­διά και ε­νή­λι­κες (Boogaerts MA et al, 1982; Durrant S et al, 1982).

Συ­στά­σεις :

  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με κορ­τι­κο­ει­δή και ταυ­τό­χρο­να κυ­κλο­σπο­ρί­νη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή, για­τί μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν αυ­ξη­μέ­νη αν­τα­πό­κρι­ση στην κυ­κλο­σπο­ρί­νη και τα κορτικοειδή. Αν και ο συν­δυα­σμός αυ­τός μπο­ρεί να εί­ναι χρή­σι­μος σε λή­πτες μο­σχευ­μά­των, αυ­ξά­νει τον κίν­δυ­νο το­ξι­κό­τη­τας.
  • Ε­άν υ­πάρ­χουν εν­δεί­ξεις αλ­λη­λε­πί­δρα­σης, η δό­ση του ε­νός ή και των 2 φαρ­μά­κων μπο­ρεί να χρεια­σθεί να μει­ω­θεί.

Λο­βα­στα­τί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η λο­βα­στα­τί­νη αυ­ξά­νει την συ­χνό­τη­τα της μυ­ο­σί­τι­δας που προ­κα­λεί η κυ­κλο­σπο­ρί­νη α­πό 0.5%, σε 30%. Τα συμ­πτώ­μα­τα και ση­μεί­α μπο­ρεί να ε­ξε­λι­χθούν σε μυ­αλ­γί­ες, ρα­βδο­μυ­ό­λυ­ση και ο­ξεί­α νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια (East C et al, 1988).

Μη­χα­νι­σμός : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να α­να­στεί­λει τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό της λο­βα­στα­τί­νης, αυ­ξά­νον­τας ε­πο­μέ­νως τα ε­πί­πε­δά της ή/και των με­τα­βο­λι­τών της στον ο­ρό (East C et al, 1988).

Συ­στά­σεις : Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με κυ­κλο­σπο­ρί­νη και λο­βα­στα­τί­νη μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν μυ­ϊ­κά συμ­πτώ­μα­τα, ό­πως πό­νο, ευ­αι­σθη­σί­α ή α­δυ­να­μί­α. Στις πε­ρι­πτώ­σεις αυ­τές πρέ­πει να με­τρά­ται η CPK. Ε­πει­δή η κα­τά­στα­ση αυ­τή μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε ο­ξεί­α νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια, η μυ­ο­πά­θεια πρέ­πει να δι­α­γι­γνώ­σκε­ται ό­σο το δυ­να­τόν ε­νω­ρί­τε­ρα και η λο­βα­στα­τί­νη να δι­α­κό­πτε­ται, εάν χρειάζεται.

Μα­κρο­λι­δι­κά αν­τι­βι­ο­τι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα μα­κρο­λι­δι­κά αν­τι­βι­ο­τι­κά (α­ζι­θρο­μυ­κί­νη, κλα­ρι­θρο­μυ­κί­νη, ε­ρυ­θρο­μυ­κί­νη, τρο­λε­αν­δο­μυ­κί­νη) μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τις συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στον ο­ρό και να ο­δη­γή­σουν σε νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τα ή νευ­ρο­το­ξι­κό­τη­τα.

Μη­χα­νι­σμός : Ο μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί. Τα μα­κρο­λι­δι­κά αν­τι­βι­ο­τι­κά μπο­ρεί να α­να­στεί­λουν τον με­τα­βο­λι­σμό, να αυ­ξή­σουν την α­πορ­ρό­φη­ση ή να μει­ώ­σουν τον όγ­κο κα­τα­νο­μής, της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις :

  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με μα­κρο­λι­δι­κά αν­τι­βι­ο­τι­κά, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να χρει-α­σθεί να χο­ρη­γη­θεί σε μι­κρό­τε­ρη δό­ση.
  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό αυ­τό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο πλά­σμα και της κρε­α­τι­νί­νης του ο­ρού και να α­να­φέ­ρουν ο­ποι­α­δή­πο­τε εκ­δή­λω­ση το­ξι­κό­τη­τας.
  • Η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης πρέ­πει να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν έ­να μα­κρο­λι­δι­κό αν­τι­βι­ο­τι­κό προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται.

Με­θο­τρε­ξά­τη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Ο συν­δυα­σμός της με­θο­τρε­ξά­της με κυ­κλο­σπο­ρί­νη στη θε­ρα­πεί­α της ψω­ρί­α­σης ή της ΨΑ μπο­ρεί να αυ­ξή­σει την το­ξι­κό­τη­τα και των 2 αυ­τών φαρ­μά­κων.

Μη­χα­νι­σμός : Ο α­κρι­βής μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί. Η με­θο­τρε­ξά­τη μπο­ρεί να α­να­στεί­λει την κά­θαρ­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης και η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, την α­πο­βο­λή της με­θο­τρε­ξά­της.

Συ­στά­σεις :

  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό αυ­τό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται για ση­μεί­α το­ξι­κό­τη­τας και α­πό τα 2 αυ­τά φάρ­μα­κα.
  • Οι συγ­κεν­τρώ­σεις και των 2 φαρ­μά­κων στον ο­ρό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται και η δό­ση του ε­νός ή και των 2 φαρ­μά­κων να τρο­πο­ποι­εί­ται, ε­άν χρει­ά­ζε­ται.

Μελ­φα­λά­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση κυ­κλο­σπο­ρί­νης με μελ­φα­λά­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει την συ­χνό­τη­τα της νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τας.

Μη­χα­νι­σμός : Ο α­κρι­βής μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί.

Συ­στά­σεις : Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κυ­κλο­σπο­ρί­νη και μελ­φα­λά­νη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται στε­νό­τε­ρα τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης και της κρε­α­τι­νί­νης στον ο­ρό και η νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α και να μει­ώ­νε­ται, ε­άν χρει­ά­ζε­ται, η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Με­το­κλο­πρα­μί­δη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η με­το­κλο­πρα­μί­δη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές και το­ξι­κές δρά­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Η με­το­κλο­πρα­μί­δη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τα ε­πί­πε­δα στο πλά­σμα και την βι­ο­δι­α­θε­σι­μό­τη­τα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης, λό­γω πα­ρά­τα­σης του χρό­νου κέ­νω­σης του στο­μά­χου, η ο­ποί­α μπο­ρεί να αυ­ξή­σει την α­πορ­ρό­φη­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις :

  • Σε α­σθε­νείς που παίρ­νουν με­το­κλο­πρα­μί­δη, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να χρεια­σθεί να χο­ρη­γη­θεί σε μι­κρό­τε­ρη δό­ση. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή εί­ναι χρή­σι­μη, δε­δο­μέ­νου ό­τι μπο­ρεί να ε­πι­τρέ­ψει μεί­ω­ση της δό­σης της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.
  • Τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται συ­χνά και η δό­ση της να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν η με­το­κλο­πρα­μί­δη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται.

Με­τρο­νι­δα­ζό­λη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η με­τρο­νι­δα­ζό­λη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στον ο­ρό, ο­δη­γών­τας σε το­ξι­κό­τη­τα.

Μη­χα­νι­σμός : Δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί. Η με­τρο­νι­δα­ζό­λη μπο­ρεί να α­να­στεί­λει τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις : Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό κυ­κλο­σπο­ρί­νης με με­τρο­νι­δα­ζό­λη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται μή­πως εμ­φα­νί­σουν με­τα­βο­λή των ε­πι­πέ­δων της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο αί­μα ό­ταν η με­τρο­νι­δα­ζό­λη αρ­χί­ζει ή δι­α­κό­πτε­ται ή τρο­πο­ποι­εί­ται η δό­ση της και η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα.

Μη στε­ρο­ει­δή αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δη φάρ­μα­κα (ιν­δο­με­θα­κί­νη, κε­το­προ­φαί­νη, φαι­νο­προ­φαί­νη, να­προ­ξέ­νη, πι­ρο­ξι­κά­μη, ιμ­που­προ­φαί­νη, κε­το­ρο­λά­κη, ε­το­δο­λά­κη, να­βου­με­τό­νη, ο­ξα­προ­ζί­νη, τολ­με­τί­νη, σου­λιν­δά­κη, με­φαι­να­μι­κό ο­ξύ, με­κλο­φαι­να­μά­τη, δι­κλο­φε­νά­κη)

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η συγ­χο­ρή­γη­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης με ΜΣΑΦ μπο­ρεί να αυ­ξή­σει την νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τα και των 2 αυ­τών φαρ­μά­κων. Κα­τ' άλ­λους, η δι­κλο­φε­νά­κη (Kovarik JM et al, 1996), η ιν­δο­με­θα­κί­νη, η κε­το­προ­φαί­νη και η σου­λιν­δά­κη (Tugwell P et al, 1997) δεν ε­πη­ρε­ά­ζουν την νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α των ασθενών με ΡΑ που θεραπεύονται με κυ­κλο­σπο­ρί­νη.

Μη­χα­νι­σμός : Εί­ναι ά­γνω­στος.

Συ­στά­σεις :

  • Ε­άν τα ΜΣΑΦ χο­ρη­γούν­ται ταυ­τό­χρο­να με κυ­κλο­σπο­ρί­νη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται συ­χνά η νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α.
  • Τα ΜΣΑΦ πρέ­πει να συγ­χο­ρη­γούν­ται με κυ­κλο­σπο­ρί­νη μό­νον ό­ταν τα α­να­με­νό­με­να ο­φέ­λη υ­περ­βαί­νουν ση­μαν­τι­κά τον κίν­δυ­νο της δυ­νη­τι­κής αθροιστικής νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τας και των 2 φαρ­μά­κων.

ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΜΣΑΦ ΜΕ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗ

Σε πει­ρα­μα­τό­ζω­α : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, σε δό­ση 25 mg/kg/24ωρο, προ­κα­λεί ή ε­πι­δει­νώ­νει την ο­λι­γου­ρί­α σε σκύ­λους προ­θε­ρα­πευ­μέ­νους με ιν­δο­με­θα­κί­νη (Siegl H et al, 1983).

Σε υ­γι­είς αν­θρώ­πους : Η ιν­δο­με­θα­κί­νη, χο­ρη­γού­με­νη ταυ­τό­χρο­να με κυ­κλο­σπο­ρί­νη, μει­ώ­νει την σπει­ρα­μα­τι­κή δι­ή­θη­ση και την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή νε­φρι­κή ρο­ή του πλά­σμα­τος (ERPF) (Stur­rock ND et al, 1994). Κατ΄άλ­λους, η ιν­δο­με­θα­κί­νη, η α­σπι­ρί­νη και η πι­ρο­ξι­κά­μη δεν συ­νο­δεύ­ον­ται α­πό φαρ­μα­κευ­τι­κές αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις ό­ταν χο­ρη­γη­θούν ταυ­τό­χρο­να με μί­αν ε­φά­παξ δό­ση κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Σε λή­πτες νε­φρι­κών μο­σχευ­μά­των : Η δι­κλο­φε­νά­κη και η σου­λιν­δά­κη μπορεί να αυξήσουν την κρε­α­τι­νί­νη του ο­ρού εάν συγχορηγηθούν με κυκλοσπορίνη (Harris KP et al, 1988).

Σε α­σθε­νείς με ΡΑ : Η να­προ­ξέ­νη και η σου­λιν­δά­κη μει­ώ­νουν την σπει­ρα­μα­τι­κή δι­ή­θη­ση και την ERPF και αυ­ξά­νουν την κρε­α­τι­νί­νη και την ου­ρί­α του αί­μα­τος σε ασθενείς θεραπευόμενους με κυκλοσπορίνη, πι­θα­νώς λό­γω σύ­σπα­σης των νε­φρι­κών αγ­γεί­ων (Dijkmans BAC et al, 1987; Berg KJ et al, 1989; Altman RD et al, 1992). Η μι­σο­προ­στό­λη, σε δό­ση 800 μg/24ωρο, δεν α­πο­τρέ­πει την αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή στον άν­θρω­πο (Boers M et al, 1992), πα­ρά τα εν­θαρ­ρυν­τι­κά α­πο­τε­λέ­σμα­τα σε πει­ρα­μα­τό­ζω­α (Makowka L et al, 1986).

Η δι­κλο­φε­νά­κη, χο­ρη­γού­με­νη ταυ­τό­χρο­να με κυ­κλο­σπο­ρί­νη, αυ­ξά­νει την AUC της κυ­κλο­σπο­ρί­νης σε υ­γι­ή ά­το­μα και την κρε­α­τι­νί­νη του ο­ρού σε α­σθε­νείς με ΡΑ, πι­θα­νώς λό­γω α­να­στο­λής του με­τα­βο­λι­σμού «πρώ­της δι­ό­δου» α­πό την κυ­κλο­σπο­ρί­νη (Mueller EA et al, 1993; Kovarik JM et al, 1997), γι' αυ­τό και συ­νι­στά­ται να χο­ρη­γεί­ται στη χα­μη­λό­τε­ρη θε­ρα­πευ­τι­κή δό­ση ό­ταν συν­δυ­ά­ζε­ται με κυ­κλο­σπο­ρί­νη (Kovarik JM et al, 1996).

Η ιν­δο­με­θα­κί­νη, η κε­το­προ­φαί­νη και η σου­λιν­δά­κη δεν ε­πη­ρε­ά­ζουν την νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α σε α­σθε­νείς με ΡΑ  θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κυ­κλο­σπο­ρί­νη σε δό­ση 5 mg/mg/24ωρο (Tugwell P et al, 1997). 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Τα ΜΣΑΦ δεν εί­ναι γνω­στό κα­τά πό­σον μπο­ρούν να αυ­ξή­σουν την νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης, γι' αυ­τό και εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρο να μην χο­ρη­γούν­ται ταυ­τό­χρο­να με κυ­κλο­σπο­ρί­νη ή να δι­α­κό­πτον­ται ό­ταν στην α­γω­γή προ­στί­θε­ται κυ­κλο­σπο­ρί­νη. Πάν­τως, σε α­σθε­νείς με ρευ­μα­το­ει­δή αρ­θρί­τι­δα, μπο­ρούν να συ­νε­χί­σουν να χο­ρη­γούν­ται ταυ­τό­χρο­να με την κυ­κλο­σπο­ρί­νη, με την προ­ϋ­πό­θε­ση ό­τι θα πα­ρα­κο­λου­θεί­ται τα­κτι­κά η κρε­α­τι­νί­νη του ο­ρού, ι­δι­αί­τε­ρα ό­ταν τρο­πο­ποι­εί­ται το θε­ρα­πευ­τι­κό τους σχή­μα.

Σε α­σθε­νείς η­λι­κί­ας με­γα­λύ­τε­ρης των 60 ε­τών ο συν­δυα­σμός αυ­τός πρέ­πει να α­πο­φεύ­γε­ται. Στην θέ­ση των ΜΣΑΦ μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί πρεδ­νι­ζο­λό­νη 10-15 mg/24ωρο. Δεν υ­πάρ­χει έν­δει­ξη κα­τά πό­σον έ­να ΜΣΑΦ εί­ναι λι­γό­τε­ρο νε­φρο­το­ξι­κό α­πό άλ­λα ό­ταν χο­ρη­γεί­ται ταυ­τό­χρο­να με κυ­κλο­σπο­ρί­νη.

Μη α­πο­πο­λω­τι­κά φάρ­μα­κα 

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση των μη α­πο­πο­λω­τι­κών φαρ­μά­κων με κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να πα­ρα­τεί­νει την νευ­ρο­μυ­ϊ­κή α­να­στο­λή που προκαλούν τα μυ­ο­χα­λα­ρω­τι­κά.

Μη­χα­νι­σμός : Ο α­κρι­βής μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής εί­ναι ά­γνω­στος. Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να α­να­στέλ­λει τον με­τα­βο­λι­σμό των μη α­πο­πο­λω­τι­κών μυ­ο­χα­λα­ρω­τι­κών.

Συ­στά­σεις : Ε­άν και τα 2 αυ­τά φάρ­μα­κα χο­ρη­γούν­ται ταυ­τό­χρο­να, οι α­σθε­νείς πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή για­τί μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν νευ­ρο­μυ­ϊ­κή και α­να­πνευ­στι­κή κα­τα­στο­λή.

Μι­φε­βρα­δί­λη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η μι­φε­βρα­δί­λη μπο­ρεί να δι­πλα­σιά­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο πλά­σμα.

Μη­χα­νι­σμός : Ο α­κρι­βής μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί.

Συ­στά­σεις : Τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο πλά­σμα πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται και η δό­ση της να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν η μι­φε­βρα­δί­λη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται.

Μο­δα­φι­νί­λη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η μο­δα­φι­νί­λη μπο­ρεί να μει­ώ­σει τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο πλά­σμα κα­τά 50%.

Μη­χα­νι­σμός : Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή α­πο­δί­δε­ται σε αύ­ξη­ση του με­τα­βο­λι­σμού της κυ­κλο­σπο­ρί­νης α­πό την μο­δα­φι­νί­λη.

Συ­στά­σεις : Η συγ­χο­ρή­γη­ση των 2 αυ­τών φαρ­μά­κων εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρο να α­πο­φεύ­γε­ται.

Ναφ­κιλ­λί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ναφ­κιλ­λί­νη μπο­ρεί να μει­ώ­σει ή να αυ­ξή­σει τις ο­λι­κές συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο αί­μα. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή δεν έ­χει α­να­φερ­θεί με άλ­λες πε­νι­κιλ­λί­νες.

Μη­χα­νι­σμός : Ο α­κρι­βής μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής δεν εί­ναι γνω­στός. Η ναφ­κιλ­λί­νη φαί­νε­ται ό­τι αυ­ξά­νει τον με­τα­βο­λι­σμό ή μει­ώ­νει την βι­ο­δι­α­θε­σι­μό­τη­τα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις : Ε­άν η ναφ­κιλ­λί­νη συγ­χο­ρη­γεί­ται με κυ­κλο­σπο­ρί­νη οι α­σθε­νείς πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται μή­πως εμ­φα­νί­σουν ελάττωση των συγ­κεν­τρώ­σε­ων της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο αί­μα και εν­δεί­ξεις α­πόρ­ρι­ψης του μο­σχεύ­μα­τος.

Νε­φα­ζο­δό­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η νε­φα­ζο­δό­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο πλά­σμα, ο­δη­γών­τας σε το­ξι­κό­τη­τα.

Μη­χα­νι­σμός : H νε­φα­ζο­δό­νη μπο­ρεί να α­να­στεί­λει τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό της κυ­κλο­σπο­ρί­νης πα­ρεμ­βαί­νον­τας στα έν­ζυ­μα του κυ­το­χρώ­μα­τος P450 3A4.

Συ­στά­σεις : Ε­άν τα 2 αυ­τά φάρ­μα­κα χο­ρη­γούν­ται ταυ­τό­χρο­να, πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται οι ε­λά­χι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στον ο­ρό ό­ταν η νε­φα­ζο­δό­νη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται και η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα.

Νι­καρ­δι­πί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η νι­καρ­δι­πί­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις, και ε­πο­μέ­νως τις α­να­με­νό­με­νες φαρ­μα­κο­λο­γι­κές και νε­φρο­το­ξι­κές δρά­σεις, της κυ­κλο­σπο­ρί­νης (Yee GC and Mc Guire TR, 1990).

Μη­χα­νι­σμός : Η νι­καρ­δι­πί­νη μπο­ρεί να α­να­στέλ­λει τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις :

  • Ε­άν υ­πάρ­χουν εν­δεί­ξεις της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής, η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης μπο­ρεί να χρεια­σθεί να μει­ω­θεί.
  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό αυ­τό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται μή­πως εμ­φα­νί­σουν αύ­ξη­ση των ε­πι­πέ­δων της κυ­κλο­σπο­ρί­νης και της κρε­α­τι­νί­νης στον ο­ρό και η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα.

Νι­φε­δι­πί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να α­να­στεί­λει τον με­τα­βο­λι­σμό, αυ­ξά­νον­τας τις φαρ­μα­κο­λο­γι­κές και το­ξι­κές δρά­σεις, της νι­φε­δι­πί­νης.
  • Η νι­φε­δι­πί­νη ε­πη­ρε­ά­ζει ε­λά­χι­στα ή κα­θό­λου τις συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης
  • Η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση κυ­κλο­σπο­ρί­νης με νι­φε­δι­πί­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει την προ­δι­ά­θε­ση για υ­περ­πλα­σί­α των ού­λων.

Συ­στά­σεις : Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν κυ­κλο­σπο­ρί­νη ταυ­τό­χρο­να με νι­φε­δι­πί­νη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται για αυ­ξη­μέ­νες δρά­σεις της νι­φε­δι­πί­νης και η δό­ση της να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα.

Ο­με­πρα­ζό­λη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ο­με­πρα­ζό­λη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τα ε­πί­πε­δα στον ο­ρό, και ε­πο­μέ­νως την το­ξι­κό­τη­τα, της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Ο α­κρι­βής μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής εί­ναι ά­γνω­στος. Η ο­με­πρα­ζό­λη μπο­ρεί να α­να­στέλ­λει τον με­τα­βο­λι­σμό της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις : Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν τα 2 αυ­τά φάρ­μα­κα μα­ζί πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης και της κρε­α­τι­νί­νης στον ο­ρό και να τρο­πο­ποι­ούν την δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης α­νά­λο­γα.

Ορ­λι­στά­τη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ορ­λι­στά­τη μπο­ρεί να ε­πη­ρε­ά­σει την α­πορ­ρό­φη­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις : Η ορ­λι­στά­τη πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κυ­κλο­σπο­ρί­νη.

Οι­στρο­γό­να

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα per os αν­τι­συλ­λη­πτι­κά μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τις συγ­κεν­τρώ­σεις στο πλά­σμα, και πι­θα­νώς την το­ξι­κό­τη­τα, της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Ο α­κρι­βής μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί. Τα per os χο­ρη­γού­με­να αν­τι­συλ­λη­πτι­κά α­να­στέλ­λουν τα μι­κρο­σω­μι­κά έν­ζυ­μα, και ε­πο­μέ­νως τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό, της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις :

  • Τα per os χο­ρη­γού­με­να αν­τι­συλ­λη­πτι­κά εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρο να α­πο­φεύ­γον­ται σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κυ­κλο­σπο­ρί­νη.
  • Η κλι­νι­κή αν­τα­πό­κρι­ση του α­σθε­νούς πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται και να προσδιορίζονται τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στον ο­ρό ό­ταν χο­ρη­γούν­ται αν­τι­συλ­λη­πτι­κά per os.

Πρα­βα­στα­τί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η πρα­βα­στα­τί­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στον ο­ρό.

Μη­χα­νι­σμός : Εί­ναι ά­γνω­στος.

Συ­στά­σεις :

  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό αυ­τό μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν μυ­ϊ­κή α­δυ­να­μί­α ή πό­νο.
  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με πρα­βα­στα­τί­νη, τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται και, ε­άν χρει­ά­ζε­ται, να τρο­πο­ποι­εί­ται η δό­ση της

Προ­πα­φε­νό­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η προ­πα­φε­νό­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο αί­μα.

Μη­χα­νι­σμός : Ο α­κρι­βής μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής εί­ναι ά­γνω­στος. Η προ­πα­φε­νό­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει την βι­ο­δι­α­θε­σι­μό­τη­τα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης ή/και να α­να­στεί­λει τον με­τα­βο­λι­σμό της.

Συ­στά­σεις : Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κυ­κλο­σπο­ρί­νη και προ­πα­φε­νό­νη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο πλά­σμα.

Προ­βου­κό­λη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η προ­βου­κό­λη μπο­ρεί να μει­ώ­σει ε­λα­φρώς τα ε­πί­πε­δα στον ο­ρό, πε­ρι­ο­ρί­ζον­τας την γα­στρεν­τε­ρι­κή α­πορ­ρό­φη­ση, της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Ο α­κρι­βής μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής εί­ναι ά­γνω­στος και η κλι­νι­κή της ση­μα­σί­α δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί.

Πυ­ρα­ζι­να­μί­δη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η πυ­ρα­ζι­να­μί­δη μπο­ρεί να μει­ώ­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις στο αί­μα, και ε­πο­μέ­νως τις α­να­με­νό­με­νες φαρ­μα­κο­λο­γι­κές δρά­σεις, της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Ο α­κρι­βής μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής εί­ναι ά­γνω­στος. Η πυ­ρα­ζι­να­μί­δη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει την κά­θαρ­ση ή να α­να­στεί­λει την α­πορ­ρό­φη­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις :

  • Σε α­σθε­νείς που παίρ­νουν κυ­κλο­σπο­ρί­νη ταυ­τό­χρο­να με πυ­ρα­ζι­να­μί­δη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο αί­μα
  • Ε­άν υ­πάρ­χει έν­δει­ξη της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης πρέ­πει να αυ­ξά­νε­ται α­νά­λο­γα.

Ρι­φαμ­πι­κί­νη/ρι­φαμ­που­τί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ριφαμπικίνη/ριφαμπουτίνη μπο­ρεί να αυξήσει τον με­τα­βο­λι­σμό της κυ­κλο­σπο­ρί­νης πι­θα­νώς λό­γω ε­νερ­γο­ποί­η­σης των η­πα­τι­κών μι­κρο­σω­μι­κών εν­ζύ­μων, ε­ξου­δε­τε­ρώ­νον­τας την α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κή της δρά­ση. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή μπο­ρεί να πα­ρα­τη­ρη­θεί 1-3 ε­βδο­μά­δες με­τά την δι­α­κο­πή του αντιφυματικού φαρμάκου.

Συ­στά­σεις :

  • Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να χρεια­σθεί να αυ­ξή­σουν την δό­ση της κα­τά 2 ή 4 φο­ρές ε­άν στη θεραπεία προστεθεί ρι­φαμ­πι­κί­νη.
  • Τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης και της κρε­α­τι­νί­νης του ορού πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται και η δό­ση της να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν η ριφαμπικίνη/ριφαμπουτίνη προστεθεί στη θεραπεία ή διακοπεί.
  • Η ρι­φαμ­πι­κί­νη/ρι­φαμ­που­τί­νη εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρο να αποφεύγεται σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κυ­κλο­σπο­ρί­νη. Στη θέ­ση τους μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θούν άλ­λα αν­τι­φυ­μα­τι­κά φάρ­μα­κα.

Ρι­φα­πεν­τί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ρι­φα­πεν­τί­νη, σαν ε­νερ­γο­ποι­η­τής του κυ­το­χρώ­μα­τος P450 3A4 και P450 2C8/9, μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τον με­τα­βο­λι­σμό άλ­λων φαρ­μά­κων που με­τα­βο­λί­ζον­ται α­πό τα έν­ζυ­μα αυ­τά. Η ρι­φα­πεν­τί­νη έ­χει πι­θα­νώς μι­κρό­τε­ρη ικανότητα ε­νερ­γο­ποί­η­σης των εν­ζύ­μων αυ­τών α­πό την ρι­φαμ­πι­κί­νη, αλ­λά ι­σχυ­ρό­τε­ρη της ρι­φαμ­που­τί­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Η ρι­φα­πεν­τί­νη μπο­ρεί να ε­πι­τα­χύ­νει τον με­τα­βο­λι­σμό και να ε­ξα­σθε­νή­σει την δρά­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις : Ε­άν η συγ­χο­ρή­γη­ση των 2 αυ­τών φαρ­μά­κων εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη, μπο­ρεί να χρεια­σθεί τρο­πο­ποί­η­ση της δό­σης της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Σερ­τρα­λί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η σερ­τρα­λί­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις στον ο­ρό, και ε­πο­μέ­νως την νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τα, της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Η σερ­τρα­λί­νη μπο­ρεί να α­να­στεί­λει τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό (κυ­τό­χρω­μα P450 3A4) της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις :

  • Ε­άν τα 2 αυ­τά φάρ­μα­κα χο­ρη­γούν­ται ταυ­τό­χρο­να, πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται τα­κτι­κά τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης και της κρε­α­τι­νί­νης στο πλά­σμα.
  • Η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης πρέ­πει να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν η σερ­τρα­λί­νη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται.

Σουλ­φο­να­μί­δες

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Οι σουλ­φο­να­μί­δες μπο­ρεί να μει­ώ­σουν τα ε­πί­πε­δα στο αί­μα, α­να­στέλ­λον­τας ε­πο­μέ­νως τις α­να­με­νό­με­νες φαρ­μα­κο­λο­γι­κές δρά­σεις και την νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τα, της κυ­κλο­σπο­ρί­νης. Σε λή­πτες καρδιακών μοσχευμάτων, η σουλ­φα­θυ­μι­δί­νη μηδενίζει τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο πλά­σμα με­τά α­πό 4 η­μέ­ρες (Baciewicz AM and Ba­ciewicz Jr FA, 1989).

Μη­χα­νι­σμός : Ο α­κρι­βής μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί. Οι σουλ­φο­να­μί­δες μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις : Ε­άν υ­πάρ­χουν εν­δεί­ξεις της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής, πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στον ο­ρό και η νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α και να τρο­πο­ποι­εί­ται η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης α­νά­λο­γα ό­ταν οι σουλ­φο­να­μί­δες προ­στί­θεν­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτον­ται. Ε­άν ο έ­λεγ­χος των ε­πι­πέ­δων της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο αί­μα δεν εί­ναι δυ­να­τός, πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται με προ­σο­χή η αν­τα­πό­κρι­ση του α­σθε­νούς στην κυ­κλο­σπο­ρί­νη.

Τακρόλιμους

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης με τακρόλιμους μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τον κίν­δυ­νο νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τας, λό­γω α­θροι­στι­κής ή συ­νερ­γι­κής δρά­σης.

Συ­στά­σεις :

  • Ο τακρόλιμους δεν πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κυ­κλο­σπο­ρί­νη.
  • Ε­άν η θε­ρα­πεί­α με κυ­κλο­σπο­ρί­νη αλ­λά­ζει σε τακρόλιμους, πρέ­πει να με­σο­λα­βεί δι­ά­στη­μα του­λά­χι­στον 24 ω­ρών με­τα­ξύ της τε­λευ­ταί­ας δό­σης της κυ­κλο­σπο­ρί­νης και της πρώ­της του τακρόλιμους.

Τα­μο­ξι­φαί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η τα­μο­ξι­φαί­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στον ο­ρό.

Μη­χα­νι­σμός : Η τα­μο­ξι­φαί­νη μπο­ρεί να α­να­στεί­λει τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις : Ι­δι­αί­τε­ρες προ­φυ­λά­ξεις δεν χρει­ά­ζον­ται.

Τερ­βι­να­φί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η τερ­βι­να­φί­νη μπο­ρεί να μει­ώ­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στον ο­ρό.

Μη­χα­νι­σμός : Η τερ­βι­να­φί­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τον με­τα­βο­λι­σμό της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις : Οι συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται, ό­πως και η κλι­νι­κή αν­τα­πό­κρι­ση του α­σθε­νούς, ό­ταν η τερ­βι­να­φί­νη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται. Η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης πρέ­πει να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα.

Τε­στο­στε­ρό­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα α­να­βο­λι­κά στε­ρο­ει­δή μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τα ε­πί­πε­δα στον ο­ρό, και ε­πο­μέ­νως την το­ξι­κό­τη­τα, της κυ­κλο­σπο­ρί­νης. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή πι­θα­νώς πα­ρα­τη­ρεί­ται με­τά α­πό αρ­κε­τές ε­βδο­μά­δες θε­ρα­πεί­ας.

Μη­χα­νι­σμός : Ο α­κρι­βής μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί. Τα α­να­βο­λι­κά στε­ρο­ει­δή μπο­ρεί να α­να­στέλ­λουν τον με­τα­βο­λι­σμό της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις :

  • Τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης, της χο­λε­ρυ­θρί­νης και της κρε­α­τι­νί­νης στον ο­ρό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται, ό­πως και η αν­τα­πό­κρι­ση στην κυ­κλο­σπο­ρί­νη, σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με α­να­βο­λι­κά στε­ρο­ει­δή.
  • Σε α­σθε­νείς που παίρ­νουν α­να­βο­λι­κά στε­ρο­ει­δή, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται σε δό­ση μι­κρό­τε­ρη α­πό την εν­δει­κνυ­ό­με­νη.

Τι­κλο­πι­δί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Έ­νας α­σθε­νής με νε­φρω­σι­κό σύν­δρο­μο εμ­φά­νι­σε μεί­ω­ση των ε­πι­πέ­δων της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο αί­μα κα­τά 50% στη διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας με τι­κλο­πι­δί­νη. Τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο αί­μα ε­πέ­στρε­ψαν στο προ­θε­ρα­πευ­τι­κό ύ­ψος με­τά την δι­α­κο­πή της τι­κλο­πι­δί­νης. Η κλι­νι­κή ση­μα­σί­α της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής εί­ναι ά­γνω­στη.

Μη­χα­νι­σμός : Εί­ναι ά­γνω­στος.

Συ­στά­σεις :

  • Τα ε­πί­πε­δα στο αί­μα, ό­πως και η θε­ρα­πευ­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση, της κυκλοσπορίνης πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται, ό­ταν η τι­κλο­πι­δί­νη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται.
  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό αυ­τό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται μή­πως εμ­φα­νί­σουν ση­μεί­α α­πόρ­ρι­ψης του μο­σχεύ­μα­τος ή το­ξι­κό­τη­τας.

Τρι­με­θο­πρί­μη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η τρι­με­θο­πρί­μη μπο­ρεί να μει­ώ­σει τα ε­πί­πε­δα στο αί­μα, ε­λατ­τώ­νον­τας τις α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές δρά­σεις και αυ­ξά­νον­τας την νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τα, της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Εί­ναι ά­γνω­στος. Η τρι­με­θο­πρί­μη μπο­ρεί να α­να­στεί­λει την νε­φρι­κή σω­λη­να­ρια­κή α­πέκ­κρι­ση της κρε­α­τι­νί­νης.

Συ­στά­σεις : Ε­άν υ­πάρ­χουν εν­δεί­ξεις της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής, τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στον ο­ρό και η νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται και η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν η τρι­με­θο­πρί­μη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται. Ε­άν δεν εί­ναι δυ­να­τός ο έ­λεγ­χος των ε­πι­πέ­δων της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στον ο­ρό, πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται η αν­τα­πό­κρι­ση του α­σθε­νούς στην κυ­κλο­σπο­ρί­νη με προ­σο­χή.

Τρο­γλι­τα­ζό­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η τρο­γλι­τα­ζό­νη μπο­ρεί να μει­ώ­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις στο αί­μα, και ε­πο­μέ­νως τις α­να­με­νό­με­νες φαρ­μα­κο­λο­γι­κές δρά­σεις, της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Η τρο­γλι­τα­ζό­νη πι­θα­νώς αυ­ξά­νει τον με­τα­βο­λι­σμό της κυ­κλο­σπο­ρί­νης του κυ­το­χρώ­μα­τος P450 3A4.

Συ­στά­σεις :

  • Τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στον ο­ρό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή, ό­πως και η αν­τα­πό­κρι­ση του α­σθε­νούς στην κυ­κλο­σπο­ρί­νη, ό­ταν η τρο­γλι­τα­ζό­νη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται και η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα
  • Οι δι­α­βη­τι­κοί α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με κυ­κλο­σπο­ρί­νη συ­νι­στά­ται να χρησιμοποιούν έ­ναν ε­ναλ­λα­κτι­κό υ­πο­γλυ­και­μι­κό πα­ρά­γον­τα, ό­πως η γλι­πι­ζί­δη ή η γλυ­βου­ρί­δη, στη θέ­ση της τρο­γλι­τα­ζό­νης.

Φαι­νο­φιμ­πρά­τη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η φαι­νο­φιμ­πρά­τη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει την νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις : Τα ο­φέ­λη και οι κίν­δυ­νοι της ταυ­τό­χρο­νης χο­ρή­γη­σης της φαι­νο­φιμ­πρά­της με α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κά και άλ­λα δυ­νη­τι­κά νε­φρο­το­ξι­κά φάρ­μα­κα πρέ­πει να λαμ­βά­νον­ται υ­πό­ψη και να χρη­σι­μο­ποι­εί­ται η μι­κρό­τε­ρη α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή δό­ση

Φαι­νυ­τοΐνη 

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Η φαι­νυ­τοΐνη αυ­ξά­νει την συ­χνό­τη­τα της υ­περ­τρο­φί­ας των ού­λων που προ­κα­λεί η κυ­κλο­σπο­ρί­νη α­πό 8%, σε 51% (Slavin J and Taylor J, 1987).
  • Οι υ­δαν­τοΐνες μει­ώ­νουν την α­πορ­ρό­φη­ση, και ε­πο­μέ­νως τα ε­πί­πε­δα στον ο­ρό, α­να­στέλ­λον­τας τις α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές δρά­σεις, της κυ­κλο­σπο­ρί­νης. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή μπο­ρεί να εμ­φα­νι­σθεί εν­τός 48 ω­ρών α­πό της χο­ρή­γη­σης και υ­πο­χω­ρεί μί­αν ε­βδο­μά­δα με­τά την δι­α­κο­πή, της φαι­νυ­τοΐνης. Ο α­κρι­βής μη­χα­νι­σμός της εί­ναι ά­γνω­στος.

Συ­στά­σεις : Τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στον ο­ρό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται και η δό­ση της να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν οι υ­δαν­τοΐνες προ­στί­θεν­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτον­ται.

Φε­λο­δι­πί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η συγ­χο­ρή­γη­ση της φε­λο­δι­πί­νης με κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις δρά­σεις και των 2 αυ­τών φαρ­μά­κων.

Μη­χα­νι­σμός : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να α­να­στεί­λει τον εν­τε­ρι­κό και η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό της φε­λο­δι­πί­νης πα­ρεμ­βαί­νον­τας στα έν­ζυ­μα του κυ­το­χρώ­μα­τος P450 3A.

Συ­στά­σεις :

  • Η κλι­νι­κή αν­τα­πό­κρι­ση του α­σθε­νούς πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται ό­ταν τα 2 αυ­τά φάρ­μα­κα χο­ρη­γούν­ται ταυ­τό­χρο­να και ό­ταν αρ­χί­ζουν, δι­α­κό­πτον­ται ή τρο­πο­ποι­εί­ται η δό­ση τους.
  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό αυ­τό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται για­τί μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν με­γά­λη πτώ­ση της αρ­τη­ρια­κής πί­ε­σης.
  • Ε­άν υ­πάρ­χουν εν­δεί­ξεις της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής, η θε­ρα­πεί­α πρέ­πει να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα.
  • Η φε­λο­δι­πί­νη πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται σε χρονική α­πό­στα­ση του­λά­χι­στον 2 ω­ρών α­πό την κυ­κλο­σπο­ρί­νη.

Φθο­ρι­ο­κι­νο­λό­νες

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Οι φθο­ρι­ο­κι­νο­λό­νες μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν την νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Εί­ναι ά­γνω­στος.

Συ­στά­σεις :

  • Ε­άν ο συν­δυα­σμός των φαρ­μά­κων αυ­τών συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό ε­ξα­σθέ­νη­ση της νε­φρι­κής λει­τουρ­γί­ας, πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­εί­ται έ­να ε­ναλ­λα­κτι­κό αν­τι­βι­ο­τι­κό.
  • Ε­άν η συγ­χο­ρή­γη­ση της κι­νο­λό­νης με την κυ­κλο­σπο­ρί­νη εί­ναι α­να­πό­φευ­κτη, πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται με προ­σο­χή η νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α και να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Φλου­κο­να­ζό­λη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η φλου­κο­να­ζό­λη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο πλά­σμα.

Μη­χα­νι­σμός : Εί­ναι ά­γνω­στος. Η φλου­κο­να­ζό­λη μπο­ρεί να α­να­στεί­λει τον με­τα­βο­λι­σμό της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Συ­στά­σεις :

  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με τον συν­δυα­σμό αυ­τών των φαρ­μά­κων πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται στε­νό­τε­ρα τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης και της κρε­α­τι­νί­νης στον ο­ρό.
  • Η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης πρέ­πει να τρο­πο­ποι­εί­ται ό­ταν η φλου­κο­να­ζό­λη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται.

Φο­σκαρ­νέ­τη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η συγ­χο­ρή­γη­ση της φο­σκαρ­νέ­της με κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τον κίν­δυ­νο νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τας και να ο­δη­γή­σει σε νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια.

Μη­χα­νι­σμός : Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή ο­φεί­λε­ται πι­θα­νώς σε αθροιστική ή συ­νερ­γι­κή δρά­ση με­τα­ξύ των 2 αυ­τών φαρ­μά­κων.

Συ­στά­σεις : Ε­άν και τα 2 αυ­τά φάρ­μα­κα χο­ρη­γούν­ται ταυ­τό­χρο­να πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται η νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α. Ε­άν εμ­φα­νι­σθούν νε­φρι­κές ε­πι­πλο­κές, μπο­ρεί να α­παι­τη­θεί δι­α­κο­πή της φο­σκαρ­νέ­της.

ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ : Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κυ­κλο­σπο­ρί­νη, οι συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης πρέ­πει να με­τρών­ται συ­χνό­τε­ρα ό­ταν προ­στί­θε­ται ή δι­α­κό­πτε­ται ο­ποι­ο­δή­πο­τε άλ­λο φάρ­μα­κο και να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται η συ­νο­λι­κή κλι­νι­κή κα­τά­στα­ση. 

2.5.6.2   ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

Στον ο­ρό :

  • Αλ­κα­λι­κή φω­σφα­τά­ση        ®  αύ­ξη­ση
  • Α­μυ­λά­ση                            ®  αύ­ξη­ση
  • Χο­λε­ρυ­θρί­νη                      ®  αύ­ξη­ση
  • Ου­ρί­α                                 ®  αύ­ξη­ση
  • Κρε­α­τι­νί­νη                          ®  αύ­ξη­ση
  • Κά­λιο                                  ®  αύ­ξη­ση
  • SGOT                                 ®  αύ­ξη­ση
  • SGPT                                 ®  αύ­ξη­ση 

5.7  ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

  • Με­τα­μό­σχευ­ση συμ­πα­γών ορ­γά­νων (νε­φρών, ή­πα­τος, καρ­διάς) (Πρό­λη­ψη α­πόρ­ρι­ψης αλ­λο­μο­σχευ­μά­των, θε­ρα­πεί­α α­πόρ­ρι­ψης αλ­λο­μο­σχευ­μά­των)
  • Με­τα­μό­σχευ­ση μυ­ε­λού ο­στών (Πρό­λη­ψη α­πόρ­ρι­ψης αλ­λο­μο­σχεύ­μα­τος, πρό­λη­ψη νό­σου μο­σχεύ­μα­τος έ­ναν­τι του ξε­νι­στή, θε­ρα­πεί­α νό­σου μο­σχεύ­μα­τος έ­ναν­τι του ξε­νι­στή
  • Σο­βα­ρή ψω­ρί­α­ση (ό­ταν η συμ­βα­τι­κή θε­ρα­πεί­α αν­τεν­δεί­κνυ­ται ή δεν έ­χει α­πο­τέ­λε­σμα)
  • Α­το­πι­κή δερ­μα­τί­τι­δα (ό­ταν η συμ­βα­τι­κή θε­ρα­πεί­α αν­τεν­δεί­κνυ­ται ή δεν έ­χει α­πο­τέ­λε­σμα)
  • Ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα

ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ Η ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗ ΕΧΕΙ ΔΕΙΧΘΕΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ : 

Α)   ΡΕΥΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Ε­ξω­αρ­θρι­κές ε­πι­πλο­κές ΡΑ :
    • Γαγ­γραι­νώ­δες πυ­ό­δερ­μα
    • Νε­κρω­τι­κή σκλη­ρί­τι­δα και κε­ρα­τό­λυ­ση
    • Σύν­δρο­μο Felty
    • Δι­ά­με­ση πνευ­μο­νι­κή ί­νω­ση
    • Α­πλα­σί­α ε­ρυ­θρών αι­μο­σφαι­ρί­ων
  • Νε­α­νι­κή ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα και ε­πι­πλο­κές της (ο­ξεί­α ο­πί­σθια πο­λυ­ε­στια­κή πλα­κο­ει­δής ε­πι­θη­λι­ο­πά­θεια)
  • Νό­σος Still των ε­νη­λί­κων
  • Ψω­ρι­α­σι­κή αρ­θρί­τι­δα
  • Νό­σος Α­δα­μαν­τιά­δη-Behcet
  • Συ­στη­μα­τι­κή σκλη­ρο­δερ­μί­α
  • Συ­στη­μα­τι­κός ε­ρυ­θη­μα­τώ­δης λύ­κος
  • Δερ­μα­το­μυ­ο­σί­τι­δα/πο­λυ­μυ­ο­σί­τι­δα και συνδεόμενη πνευ­μο­νί­τι­δα
  • Κοκ­κι­ω­μά­τω­ση Wegener

Β)   ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Βα­ριά μυ­α­σθέ­νεια
  • Αυ­το­ά­νο­ση η­πα­τί­τι­δα
  • Ι­δι­ο­πα­θής πνευ­μο­νι­κή ί­νω­ση
  • Πνευ­μο­νι­κή σαρ­κο­εί­δω­ση
  • Κυτ­τα­ρο­φα­γι­κή ι­στι­ο­κυτ­τα­ρι­κή υ­πο­δερ­μα­τί­τι­δα
  • Ά­σθμα
  • Νε­φρω­σι­κό σύν­δρο­μο (ο­φει­λό­με­νο σε σπει­ρα­μα­το­πά­θεια ε­λα­χί­στων αλ­λοι­ώ­σε­ων, ε­στια­κή και τμη­μα­τι­κή σπει­ρα­μα­το­σκλή­ρυν­ση, μεμ­βρα­νώ­δη σπει­ρα­μα­το­πά­θεια ή ΣΕΛ)
  • Πρω­το­πα­θής χο­λι­κή κίρ­ρω­ση
  • Ιν­σου­λι­νο-ε­ξαρ­τώ­με­νος δι­α­βή­της (στην έ­ναρ­ξη)
  • Εν­δο­γε­νής ρα­γο­ει­δί­τι­δα :
    • Ε­νερ­γός, α­πει­λη­τι­κή για την ό­ρα­ση, εν­δι­ά­με­ση ή ο­πί­σθια ρα­γο­ει­δί­τι­δα μη λοι­μώ­δους αι­τι­ο­λο­γί­ας αν­θε­κτι­κή ή συ­νο­δευ­ό­με­νη α­πό μη α­πο­δε­κτές α­νε­πι­θύ­μη­τες ε­νέρ­γει­ες στη συμ­βα­τι­κή α­γω­γή
    • Ρα­γο­ει­δί­τι­δα νό­σου Α­δα­μαν­τιά­δη-Behcet με ε­πα­νει­λημ­μέ­νες προ­σβο­λές του αμ­φι­βληστρο­ει­δούς
  • Ελ­κώ­δης κο­λί­τι­δα
  • Νό­σος Crohn

2.5.8   ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

  • Γνω­στή υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α στην κυ­κλο­σπο­ρί­νη ή στα πο­λυ­αι­θο­ξυ­λι­ω­μέ­να κα­στο­ρέ­λαι­α (εν­δο­φλέ­βια δι­α­λύ­μα­τα)
  • Νε­φρι­κή δυσ­λει­τουρ­γί­α (αύ­ξη­ση της κρε­α­τι­νί­νης του ο­ρού α­νά­λο­γα με το φύ­λο και την η­λι­κί­α του α­σθε­νούς)
  • Μη ε­λεγ­χό­με­νη υ­πέρ­τα­ση
  • Μη ε­λεγ­χό­με­νες λοι­μώ­ξεις
  • Κα­κο­ή­θη νο­σή­μα­τα.
  • Εγ­κυ­μο­σύ­νη και γα­λου­χί­α
  • Νευ­ρο­λο­γι­κά νο­σή­μα­τα
  • Πα­λαι­ά ή εν ε­νερ­γεί­α κα­κο­ή­θη νο­σή­μα­τα (πλην του βα­σι­κο­κυτ­τα­ρι­κού καρ­κι­νώ­μα­τος)
  • Προ­ϋ­πάρ­χου­σα νε­φρο­πά­θεια ή/και υ­πέρ­τα­ση
  • Α­νο­σο­α­νε­πάρ­κεια και ου­δε­τε­ρο­πε­νί­α (πλην της ε­κλε­κτι­κής α­νε­πάρ­κειας της IgA)
  • Σο­βα­ρή προ­σβο­λή της καρ­διάς, των πε­ρι­φε­ρι­κών αι­μο­φό­ρων αγ­γεί­ων ή του πνεύ­μο­να
  • Λευ­κο­πε­νί­α ή θρομ­βο­πε­νί­α (πλην των ο­φει­λό­με­νων σε σύν­δρο­μο Felty)
  • Αύ­ξη­ση η­πα­τι­κών δο­κι­μα­σι­ών (>2πλάσιο των α­νώ­τε­ρων φυ­σι­ο­λο­γι­κών ο­ρί­ων)

5.9   ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

2.5.9.1   ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ 

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :

  • Α­σθε­νείς με ε­νερ­γό νό­σο υ­πο­ψή­φιοι για θεραπεία με 2ης γραμ­μής παράγοντες
  • Ε­νή­λι­κες με σο­βα­ρή, ε­νερ­γό νό­σο, α­νε­παρ­κώς αν­τα­πο­κρι­νό­με­νη στη με­θο­τρε­ξά­τη. Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί α­κό­μα να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί σε συν­δυα­σμό με με­θο­τρε­ξά­τη σε α­σθε­νείς μη αν­τα­πο­κρι­νό­με­νους ε­παρ­κώς στη μο­νο­θε­ρα­πεί­α με με­θο­τρε­ξά­τη
  • Ε­νή­λι­κες με α­νε­παρ­κή θε­ρα­πευ­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση ή δυ­σα­νε­ξί­α στα ΜΣΑΦ ή άλλους 2ης γραμ­μής παράγοντες (π. χ. χρυ­σός, D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη)
  • Ε­ξω­αρ­θρι­κές εκ­δη­λώ­σεις ανθεκτικές σε άλ­λες θε­ρα­πεί­ες.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Σύμ­φω­να με α­νοι­χτές (Dougados M and Amor B, 1987; Tug­well P et al, 1987b; Forre O et al, 1988; Van Rijthoven AWAM et al, 1991; Kruger K and Schat­ten­kirchner M, 1994; Malaise MG et al, 1995) και δι­πλές-τυ­φλές, placebo-ε­λεγ­χό­με­νες (van Ri­jtho­ven AWAM et al, 1986; Yocum E et al, 1988; Dougados Μ et al, 1988a; Dougados M et al, 1989; Forre O et al, 1994) με­λέ­τες, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, σε δό­σεις 2.5-5 mg/kg/24ωρο, βελ­τι­ώ­νει τις κλι­νι­κές και ερ­γα­στη­ρια­κές εκ­δη­λώ­σεις της ΡΑ και βο­η­θά στη μεί­ω­ση της δό­σης των κορ­τι­κο­ει­δών.  

ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :

  • Ε­λατ­τώ­νει τον πό­νο, τον α­ριθ­μό των δι­ογ­κω­μέ­νων και ευ­αί­σθη­των αρ­θρώ­σε­ων και την διάρκεια της πρω­ι­νής δυ­σκαμ­ψί­ας
  • Βελ­τι­ώ­νει την λει­τουρ­γι­κή ι­κα­νό­τη­τα

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :

  • Ε­λατ­τώ­νει την CRP
  • Ε­λατ­τώ­νει τα ε­πί­πε­δα του α1-γλυ­κο­πρω­τε­ϊ­νι­κού ο­ξέ­ος (Forre O et al, 1987; Dougados M et al, 1988a; Yocum DE et al, 1988)
  • Ε­λατ­τώ­νει τα ε­πί­πε­δα των αι­μο­πε­τα­λί­ων (Dougados M et al, 1987)
  • Δεν ε­πη­ρε­ά­ζει ση­μαν­τι­κά την ΤΚΕ και τους τίτ­λους του Ra test (van Rijthoven WAM et al, 1986; Forre O et al, 1987).

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ : Σύμ­φω­να με δι­πλή-τυ­φλή, placebo-ε­λεγ­χό­με­νη με­λέ­τη (Forre O and the Norwegian Arthritis Study Group, 1994), η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να κα­θυ­στε­ρή­σει την α­κτι­νο­λο­γι­κή ε­πι­δεί­νω­ση της νό­σου και να α­να­στεί­λει την ε­ξέ­λι­ξη της αρ­θρι­κής βλά­βης (Forre O et al, 1988; Drosos AA et al, 2000). 

Σε δό­σεις 3 mg/kg/24ωρο εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή, αλ­λά φαί­νε­ται ό­τι έ­χει πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρη τρο­πο­ποι­η­τι­κή ι­κα­νό­τη­τα, α­πό τα αν­θε­λο­νο­σια­κά, την α­ου­ρα­νο­φί­νη, τον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό, την D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη και την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη (Pasero G et al, 1996) και ι­σο­δύ­να­μη με μι­κρές ε­βδο­μα­δια­ίες δό­σεις με­θο­τρε­ξά­της (Drosos AA et al, 2000). 

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ :

D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη (250-500 mg/24ωρο) : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη (5 mg/kg/24ωρο) έ­χει πα­ρό­μοι­α α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα (van Ritjthoven AWAM et al, 1991), αλ­λά δεν μει­ώ­νει την ΤΚΕ (van Rijtho­ven AWAM, 1986; Tugwell P et al, 1987b; Yocum E et al, 1988; Dou­gados M et al, 1989; Tugwell P et al, 1990; van Ritjthoven AWAM et al, 1991) ό­πως η D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη.

Χλω­ρο­κί­νη (300 mg/24ωρο) : Εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή και α­σφα­λής με την κυ­κλο­σπο­ρί­νη (5 mg/kg/24ωρο) (Landewe RBM et al, 1994).

Α­ζα­θει­ο­πρί­νη : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, σε δό­ση 10 mg/kg/24ωρο, εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή και βο­η­θά στη μεί­ω­ση των κορ­τι­κο­ει­δών πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό την α­ζα­θει­ο­πρί­νη (2.5-3 mg/24ωρο) (Forre O et al, 1987), αλ­λά εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο το­ξι­κή. Κα­τ' άλ­λους, σε δό­ση 5 mg/kg/24ωρο, εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή και α­σφα­λής με την α­ζα­θει­ο­πρί­νη (Kruger K and Schattenkirchner M, 1994).

Ε­νέ­σι­μος χρυ­σός : Ε­χει πα­ρό­μοι­α τρο­πο­ποι­η­τι­κή δρά­ση με την κυ­κλο­σπο­ρί­νη σε α­σθε­νείς με πρώ­ϊ­μη, ε­νερ­γό ΡΑ (Kvien TK et al, 2002).

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ :

Κυ­κλο­σπο­ρί­νη + ε­νέ­σι­μος χρυ­σός : Δεν εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός ή το­ξι­κός α­πό κά­θε έ­να φάρ­μα­κο ξε­χω­ρι­στά (Bendix G and Bjelle A, 1996). Κα­τ' άλ­λους, εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός, αλλ΄ό­χι και το­ξι­κός (Bensen W et al, 1994).

Κυ­κλο­σπο­ρί­νη + χλω­ρο­κί­νη : Ο συν­δυα­σμός αυ­τός μπο­ρεί να έ­χει βι­ο­λο­γι­κές αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις, in vitro (Landewe RBM et al, 1994). Σε υ­γι­είς δό­τες αναστέλλει συ­νερ­γι­κά τον μι­το­γο­νο-επαγόμενο πολ­λα­πλα­σια­σμό των μο­νο­πυ­ρή­νων του πε­ρι­φε­ρι­κού αί­μα­τος (Dijkmans BAC et al, 1988). Σ' έ­ναν α­σθε­νή με ΡΑ ανέστειλε την πα­ρα­γω­γή IFN-γ α­πό CD4 + και CD8 + υ­με­νι­κούς Τ-κυτ­τα­ρι­κούς κλώ­νους, in vitro (Landewe RBM et al, 1992).

Η συ­νερ­γι­κή δρά­ση των 2 αυ­τών φαρ­μά­κων μπο­ρεί να ο­φεί­λε­ται στο μη­χα­νι­σμό δρά­σης τους στα ε­νερ­γο­ποι­η­μέ­να Τ-λεμ­φο­κύτ­τα­ρα : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη α­να­στέλ­λει κυ­ρί­ως την πα­ρα­γω­γή IL-2 σε με­τα­γρα­φι­κό ε­πί­πε­δο, ε­νώ η χλω­ρο­κί­νη, την ικανότητα απάντησης των Τ-λεμ­φο­κυτ­τά­ρων στην IL-2, ο­δη­γών­τας σε συ­νερ­γι­κή α­να­στο­λή της πα­ρα­γω­γής IL-2 και του πολ­λα­πλα­σια­σμού των Τ-λεμ­φο­κυτ­τά­ρων (Landewe RB et al, 1994).

Κυ­κλο­σπο­ρί­νη + με­θο­τρε­ξά­τη :

  • Είναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός και το­ξι­κός α­πό τον συν­δυα­σμό της κυκλοσπορίνης με υ­δρο­ξυ­χλω­ρο­κί­νη (Salaffi F  et al, 1996).
  • Εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός α­πό το κά­θε έ­να φάρ­μα­κο ξε­χω­ρι­στά, χω­ρίς αν­τί­στοι­χη αύ­ξη­ση της το­ξι­κό­τη­τας (Bensen W et al, 1994; Yocum DE et al, 1994; Tugwell P et al, 1995)
  • Είναι περισσότερο αποτελεσματικός από τον συνδυασμό της με­θο­τρε­ξά­της με ετανερσέπτη, ινφλιξιμάμπη ή λε­φλου­νο­μί­δη (Hochberg MC, 2001)

Πάντως, σύμφωνα με διπλή-τυφλή, placebo-ελεγχόμενη, μελέτη, ούτε ο συνδυασμός της κυκλοσπορίνης με μεθοτρεξάτη, ούτε η μονοθεραπεία με κυκλοσπορίνη είναι σε θέση να προκαλέσει κλινική ύφεση σε ασθενείς με πρώϊμη ΡΑ. Ο συνδυασμός βελτιώνει πιθανώς περισσότερο την κλινική δραστηριότητα της νόσου και έχει οπωσδήποτε μεγαλύτερη τροποποιητική δράση (Gerards AH et al, 2003).

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΣΥΝΕΡΓΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗΣ ΜΕ ΜΕΘΟΤΡΕΞΑΤΗ : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, λό­γω του ό­τι α­να­στέλ­λει την IL-2, την IL-3 και την IFN-γ στα Τ-λεμ­φο­κύτ­τα­ρα, φαί­νε­ται ό­τι έ­χει συν­δυ­α­σμέ­νη βι­ο­λο­γι­κή δρά­ση με την με­θο­τρε­ξά­τη, η ο­ποί­α α­να­στέλ­λει την IL-1 στα μα­κρο­φά­γα (Reem GH et al, 1983). Α­κό­μα, μπο­ρεί να ε­πη­ρε­ά­ζει την με­τα­τρο­πή της με­θο­τρε­ξά­της σε 7-OH-MTX, πι­θα­νώς στο ε­πί­πε­δο της ο­ξει­δά­σης της αλ­δεΰ­δης, οδηγώντας σε μεί­ω­ση της το­ξι­κό­τη­τας της με­θο­τρε­ξά­της (Fox R et al, 1998). Συγ­χρό­νως, η προ­σθή­κη κυ­κλο­σπο­ρί­νης σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με με­θο­τρε­ξά­τη αυ­ξά­νει τα ε­πί­πε­δα της με­θο­τρε­ξά­της στον ο­ρό κα­τά 26%, ε­νώ ταυ­τό­χρο­να μει­ώ­νει τα ε­πί­πε­δα της 7-OH-MTX, η οποία πι­θα­νώς συν­δέ­ε­ται με την το­ξι­κό­τη­τα της με­θο­τρε­ξά­της, κα­τά 80% (Fox R et al, 1998).

Κυ­κλο­σπο­ρί­νη + βρω­μο­κρυ­πτί­νη : Δεν εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός α­πό την κυ­κλο­σπο­ρί­νη μό­νη της (Dougados M et al, 1988b; Ludwin D and Alevopordon L, 1993). 

Κυ­κλο­σπο­ρί­νη + ινφλιξιμάμπη : Εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός και κα­λά α­νε­κτός σε α­σθε­νείς με ανθεκτική νόσο (Temekonidis Ti et al, 2002).

Κυ­κλο­σπο­ρί­νη + με­θο­τρε­ξά­τη + πρεδ­νι­ζο­λό­νη : Είναι αποτελεσματικός σε ασθενείς με πρώϊμη ΡΑ (Machein U et al, 2002).

2.5.9.2  ΕΞΩΑΡΘΡΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΟΥΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗΝ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗ

Πνευ­μο­νι­κή ί­νω­ση : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη (6 mg/kg/24ωρο), μό­νη της ή σε συν­δυα­σμό με με­γά­λες δό­σεις πρεδ­νι­ζό­νης, μπο­ρεί να βελ­τι­ώ­σει την δι­ά­με­ση πνευ­μο­νι­κή ί­νω­ση την συνδεόμενη με την ΡΑ (Alegre J et al, 1990; Puttick MPE et al, 1995).

Ο­ξεί­α δι­ά­με­ση πνευ­μο­νί­τι­δα : H κυ­κλο­σπο­ρί­νη α­να­στέλ­λει την α­νά­πτυ­ξη της δι­ά­με­σης πνευ­μο­νί­τι­δας σε πον­τι­κούς και θε­ρα­πεύει την ο­ξεί­α πνευ­μο­νί­τι­δα την συν­δε­ό­με­νη με την ΡΑ (Ogawa D et al, 2000). 

Σύν­δρο­μο Felty : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, σε μι­κρές δό­σεις, μό­νη της ή σε συν­δυα­σμό με μι­κρές δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών, αυ­ξά­νει τα ου­δε­τε­ρό­φι­λα με­τά α­πό 4 ε­βδο­μά­δες θε­ρα­πεί­ας, ε­ξα­φα­νί­ζει τα αν­τι­σώ­μα­τα έ­ναν­τι των ου­δε­τε­ρο­φί­λων και αρ­νη­τι­κο­ποι­εί το Ra test (Coiffier B, 1986; Forre O et al, 1988; Camps J et al, 1991).

Α­πλα­σί­α ε­ρυ­θρών αι­μο­σφαι­ρί­ων (Fujii T et al, 1996).

Γαγ­γραι­νώ­δες πυ­ό­δερ­μα : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, σε δό­σεις 3-10 mg/kg/24ωρο, βελ­τι­ώ­νει ση­μαν­τι­κά τό­σο το πρω­το­πα­θές, ό­σο και το δευ­τε­ρο­πα­θές (συν­δε­ό­με­νο με ΡΑ), γαγ­γραι­νώ­δες πυ­ό­δερ­μα που ανθίσταται σε άλ­λες θε­ρα­πεί­ες (σουλ­φό­νες, κορ­τι­κο­ει­δή, άλ­λα α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κά, κ. ά.) (Curley RK et al, 1985; Shelley ED et al, 1988; Magid ML and Gold MH, 1989; Elgart G et al, 1991; Soria C et al, 1991; Bijlmer JC et al, 1991; Kavanagh GM et al, 1992; Schmitt EC et al, 1993; Hughes JR et al, 1994; Duffill MB, 1994; Nisar M et al, 1995). Α­κό­μα, βελ­τι­ώ­νει το γαγγραινώδες πυόδερμα εάν χορηγηθεί τοπικά μέσα στις αλλοιώσεις (Mrowietz U and Christo­phers E, 1991).

Νε­κρω­τι­κή σκλη­ρί­τι­δα και κε­ρα­τό­λυ­ση (McCarthy JM et al, 1992).

Φλυ­κται­νώ­δης αγ­γει­ί­τι­δα με πε­ρι­φε­ρι­κή ελ­κω­τι­κή κε­ρα­τί­τι­δα, γαγ­γραι­νώ­δες πυ­ό­δερ­μα και σύν­δρο­μο Sweet (Wilson DM et al, 1999).

2.5.9.3   ΝΕΑΝΙΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Σύμ­φω­να με α­νοι­χτές με­λέ­τες και πε­ρι­γρα­φές πε­ρι­πτώ­σε­ων, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, σε δό­σεις 3.5-20 mg/kg/24ωρο, μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει υ­πο­κει­με­νι­κή βελ­τί­ω­ση ή/και ύ­φε­ση της νό­σου (Ostensen M et al, 1988; Bjerkhoel F and Forre O, 1988), να κα­τα­στεί­λει την υ­με­νί­τι­δα και τον πυ­ρε­τό και να ε­πι­τρέ­ψει μεί­ω­ση της δό­σης (έ­ως και 50%) ή δι­α­κο­πή (Pistoia V et al, 1993; Gattorno M et al, 1995) των κορ­τι­κο­ει­δών σε α­σθε­νείς με σο­βα­ρή, ανθεκτική συ­στη­μα­τι­κή ΝΡΑ.

Σε δό­σεις έ­ως 5 mg/kg/24ωρο εί­ναι μάλ­λον α­σφα­λής (Bjerkhoel F and Forre O, 1988; Gat­torno M et al, 1995), αν και άλ­λοι υ­πο­στη­ρί­ζουν ό­τι εί­ναι το­ξι­κή (Ostensen M et al, 1988).

Ε­ΞΩ­ΑΡ­ΘΡΙ­ΚΕΣ Ε­ΠΙ­ΠΛΟ­ΚΕΣ ΝΕ­Α­ΝΙ­ΚΗΣ ΡΕΥ­ΜΑ­ΤΟ­ΕΙ­ΔΟΥΣ ΑΡ­ΘΡΙ­ΤΙ­ΔΑΣ ΠΟΥ Ε­ΧΟΥΝ ΑΝ­ΤΑ­ΠΟ­ΚΡΙ­ΘΕΙ ΣΤΗΝ ΚΥ­ΚΛΟ­ΣΠΟ­ΡΙ­ΝΗ

Αι­μο­φα­γο­κυτ­τα­ρι­κό σύν­δρο­μο : Ε­χει αν­τα­πο­κρι­θεί στην κυ­κλο­σπο­ρί­νη μό­νη της ή σε συν­δυα­σμό με κορ­τι­κο­ει­δή (Mouy R et al, 1996; Ravelli A et al, 1996; Quesnel B et al, 1997).

Ο­ξεί­α ο­πί­σθια πλα­κο­ει­δής ε­πι­θη­λι­ο­πά­θεια : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, σε δό­ση 3 mg/kg/24ωρο, βελ­τί­ω­σε την ο­πτι­κή ο­ξύ­τη­τα σ' έ­ναν α­σθε­νή με συ­στη­μα­τι­κή ΝΡΑ (Bridges WJ et al, 1995).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : H κυ­κλο­σπο­ρί­νη, σύμ­φω­να με α­νέκ­δο­τες πλη­ρο­φο­ρί­ες, φαί­νε­ται ό­τι εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή σε α­σθε­νείς με ανθεκτική ΝΡΑ, ι­δι­αί­τε­ρα με φα­γο­κυτ­τα­ρι­κό σύν­δρο­μο, αν και χρει­ά­ζον­ται ε­λεγ­χό­με­νες με­λέ­τες για να ε­πι­βε­βαι­ω­θεί η α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τά της.

2.5.9.4   ΝΟΣΟΣ STILL ΤΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ

Σύμ­φω­να με πε­ρι­γρα­φές πε­ρι­πτώ­σε­ων, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, σε συν­δυα­σμό με πρεδ­νι­ζό­νη, βελ­τι­ώ­νει τις εκ­δη­λώ­σεις ή προ­κα­λεί ύ­φε­ση της νό­σου Still των ε­νη­λί­κων και συν­τε­λεί στη μεί­ω­ση της δό­σης των κορ­τι­κο­ει­δών (Mori T et al, 1993; Shojania K et al, 1995; Marchesoni A et al, 1997).

2.5.9.5   ΨΩΡΙΑΣΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Βα­ρι­ές ψω­ρι­α­σι­κές αλ­λοι­ώ­σεις ή/και ΨΑ που δεν αν­τα­πο­κρί­νον­ται σε ΜΣΑΦ, κορ­τι­κο­ει­δή ή άλ­λα α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κά (με­θο­τρε­ξά­τη, α­ζα­θει­ο­πρί­νη).

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, χο­ρη­γού­με­νη per os, εί­ναι πο­λύ α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή τό­σο στις δερ­μα­τι­κές, ό­σο και στις αρ­θρι­κές, εκ­δη­λώ­σεις της ΨΑ, βελ­τι­ώ­νει τα ερ­γα­στη­ρια­κά ευ­ρή­μα­τα και βο­η­θά στη μεί­ω­ση της δό­σης των κορ­τι­κο­ει­δών (Porzio F et al, 1996; Mahrle G et al, 1996; Olivieri I et al, 1997; Raffayova H et al, 2000;  Salvarani C et al, 2001). Πάν­τως, δεν εί­ναι γνω­στό κα­τά πό­σον εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή στην πε­ρι­φε­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα α­πό την α­ξο­νι­κή προ­σβο­λή, και το αν­τί­στρο­φο.

Η βελ­τί­ω­ση εμ­φα­νί­ζε­ται με­τά α­πό 2-8 ε­βδο­μά­δες θε­ρα­πεί­ας. Ο βαθ­μός της βελ­τί­ω­σης του ψω­ρι­α­σι­κού ε­ξαν­θή­μα­τος φαί­νε­ται ό­τι ε­ξαρ­τά­ται α­πό την δό­ση του φαρ­μά­κου (Gupta AK et al, 1989). Με­τά την δι­α­κο­πή του, οι ψω­ρι­α­σι­κές αλ­λοι­ώ­σεις αρ­χί­ζουν να ε­πι­δει­νώ­νον­ται με­τά α­πό με­ρι­κές η­μέ­ρες, ε­νώ η αρ­θρί­τι­δα, συ­νή­θως με­τά α­πό 2 ε­βδο­μά­δες (Gupta AK et al, 1989).

ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :

  • Μει­ώ­νει ση­μαν­τι­κά τον α­ριθ­μό των ε­πώ­δυ­νων και δι­ογ­κω­μέ­νων αρ­θρώ­σε­ων, την ευ­αι­σθη­σί­α και τον πό­νο και την διά­ρκεια της πρω­ι­νής δυ­σκαμ­ψί­ας και βελ­τι­ώ­νει την μυ­ϊ­κή ι­σχύ σύ­σφιγ­ξης των δα­κτύ­λων (Spadaro A et al, 1995)
  • Α­να­κου­φί­ζει α­πό τις αρ­θραλ­γί­ες, βελ­τι­ώ­νει την λει­τουρ­γι­κό­τη­τα των αρ­θρώ­σε­ων και μει­ώ­νει τις α­νάγ­κες σε ΜΣΑΦ
  • Βελ­τι­ώ­νει το ψω­ρι­α­σι­κό ε­ξάν­θη­μα
  • Βελ­τί­ω­σε έ­ναν α­σθε­νή με HIV-συν­δε­ό­με­νη ψω­ρί­α­ση και ΨΑ (Tourne L et al, 1997).

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :

  • Μει­ώ­νει τα ε­πί­πε­δα των δι­α­λυ­τών υ­πο­δο­χέ­ων της IL-2 (sIL-2R) στον ο­ρό (Salvarani C et al, 1991),
  • Μει­ώ­νει τα ε­πί­πε­δα της CRP (Spadaro A et al, 1995; Mahrle G et al, 1996), αλλ΄ό­χι της ΤΚΕ (Riccieri V et al, 1994)

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ : Σύμ­φω­να με α­νοι­χτή, προ­ο­πτι­κή με­λέ­τη, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη α­να­στέλ­λει την πρόοδο των α­κτι­νο­λο­γι­κών αλ­λοι­ώ­σε­ων των πε­ρι­φε­ρι­κών αρ­θρώ­σε­ων στο 60% των α­σθε­νών με ΨΑ σε δι­ά­στη­μα 2 ε­τών (Macchioni P et al, 1998).

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Με­θο­τρε­ξά­τη (7.5-15 mg/ε­βδ.) : Εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή με την κυ­κλο­σπο­ρί­νη (3-5 mg/kg/24ωρο) (Spadaro A et al, 1995).

Σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη : Σύμ­φω­να με α­νοι­χτή με­λέ­τη (Salvarani C et al, 2001), εί­ναι λι­γό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή α­πό την κυ­κλο­σπο­ρί­νη.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Κυ­κλο­σπο­ρί­νη + με­θο­τρε­ξά­τη : Σύμ­φω­να με πι­λο­τι­κή με­λέ­τη, εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός σε α­σθε­νείς με σο­βα­ρή ΨΑ (Mazzanti G et al, 1994).

2.5.9.6   ΑΓΚΥΛΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΠΟΝΔΥΛΙΤΙΔΑ

Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, σε συν­δυα­σμό με α­ζα­προ­πα­ζό­νη, προ­κά­λε­σε πλή­ρη ύ­φε­ση της πε­ρι­φε­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας σε μί­αν α­σθε­νή με ΑΣ (Geher P and Gomor B, 2001).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στην α­ξο­νι­κή και πε­ρι­φε­ρι­κή αρ­θρι­κή προ­σβο­λή των ο­ρο­αρ­νη­τι­κών σπον­δυ­λαρ­θρο­πα­θει­ών δεν εί­ναι γνω­στή, για­τί δεν έ­χει ε­κτι­μη­θεί με τυ­χαι­ο­ποι­η­μέ­νες, ε­λεγ­χό­με­νες με­λέ­τες.

2.5.9.7   ΝΟΣΟΣ ΑΔΑΜΑΝΤΙΑΔΗ-ΒΕΗCET 

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, μό­νη της ή σε συν­δυα­σμό με κορ­τι­κο­ει­δή, εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή τό­σο στις ο­φθαλ­μι­κές, ό­σο και τις ε­ξω-ο­φθαλ­μι­κές, εκ­δη­λώ­σεις της νό­σου Α­δα­μαν­τιά­δη-Behcet που δεν αν­τα­πο­κρί­νον­ται σε άλλες θεραπείες (κορ­τι­κο­ει­δή ή/και α­ζα­θει­ο­πρί­νη, κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη, κολ­χι­κί­νη ή χλω­ραμ­βου­κί­λη) (Atmaca LS and Batioglu F, 1994; Sajjadi H et al, 1994; Sullu Y et al, 1998). 

Δόσεις 5 mg/kg/24ωρο εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κές στην ο­φθαλ­μι­κή φλεγ­μο­νή και πο­λύ λι­γό­τε­ρο το­ξι­κές από 10 mg/kg/24ωρο (Diaz-Liopis M et al, 1990).

ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :

  • Στα­θε­ρο­ποι­εί, βελ­τι­ώ­νει ή προ­κα­λεί ύ­φε­ση και προ­λα­βαί­νει ή μει­ώ­νει τον α­ριθ­μό και την βα­ρύ­τη­τα των ο­φθαλ­μι­κών προ­σβο­λών
  • Μει­ώ­νει την συ­χνό­τη­τα και βα­ρύ­τη­τα των α­φθω­δών ελ­κών του στό­μα­τος, α­κό­μα και αν χο­ρη­γη­θεί το­πι­κά (Ergun T et al, 1997), και των γεν­νη­τι­κών ορ­γά­νων (Diaz-Liopis M et al, 1990; Avci O et al, 1997)
  • Βελ­τι­ώ­νει τις αρ­θρι­κές (Suss R et al, 1993), συ­στη­μα­τι­κές (Binder AI et al, 1987) και βλεν­νο­γο­νο­δερ­μα­τι­κές (ε­ξάν­θη­μα, αλ­λοι­ώ­σεις τύ­που ο­ζώ­δους ε­ρυ­θή­μα­τος ή α­κμής) εκδηλώσεις (Muftuoglu AU et al, 1987; Suss R et al, 1993; Avci O et al, 1997)
  • Βελ­τι­ώ­νει την μυ­ο­σί­τι­δα (Lingenfelser T et al, 1992), την θρομ­βο­φλε­βί­τι­δα (Avci O et al, 1997) και την πνευ­μο­νι­κή εμ­βο­λή (Vansteenkiste JF et al, 1990) 
  • Βελ­τί­ω­σε, σε συν­δυα­σμό με σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη, την κο­λί­τι­δα και το έλ­κος του οι­σο­φά­γου, σ΄ έ­ναν α­σθε­νή (Foster GR, 1988).

Η βελ­τί­ω­ση πα­ρα­τη­ρεί­ται στο 86% των α­σθε­νών με­τά α­πό 2-4 ε­βδο­μά­δες ή, σε α­σθε­νείς με αγ­γει­ί­τι­δα μι­κρών αγ­γεί­ων, με­τά α­πό αρ­κε­τούς μή­νες, θε­ρα­πεί­ας (Masuda K et al, 1989; Diaz- Lio­pis M et al, 1990). Σε με­ρι­κούς α­σθε­νείς, η ο­φθαλ­μι­κή προ­σβο­λή και οι άλ­λες εκ­δη­λώ­σεις της νό­σου βελ­τι­ώ­νον­ται με­τά α­πό μί­αν ε­βδο­μά­δα (Muftuoglu AU et al, 1987; Whitcup SM et al, 1994).

Η δρά­ση της ό­μως δια­ρκεί μό­νον ό­σο χο­ρη­γεί­ται και σχε­τί­ζε­ται ά­με­σα με την δό­ση της, γι' αυ­τό και η μεί­ω­ση της δόσης της ή δι­α­κο­πή της συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό α­να­ζω­πύ­ρω­ση των ο­φθαλ­μι­κών και συ­στη­μα­τι­κών εκ­δη­λώ­σε­ων της νό­σου σ' ό­λους σχε­δόν τους α­σθε­νείς (Binder AI et al, 1987; Muftuoglu AU et al, 1987; Caspers-Velu LE et al, 1989).

Οι βλεν­νο­γο­νο­δερ­μα­τι­κές και αρ­θρι­κές εκ­δη­λώ­σεις υ­πο­τρο­πιά­ζουν συ­χνό­τε­ρα α­πό την ο­φθαλ­μι­κή προ­σβο­λή στη διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας με κυ­κλο­σπο­ρί­νη (Muftuoglu AU et al, 1987; Diaz-Liopis M et al, 1990). Η πι­θα­νό­τε­ρη ερ­μη­νεί­α για το φαι­νό­με­νο αυ­τό εί­ναι ό­τι τα Τ-βο­η­θη­τι­κά λεμ­φο­κύτ­τα­ρα συμ­βάλ­λουν στην πα­θο­γέ­νε­ση της ρα­γο­ει­δί­τι­δας της νό­σου Α­δα­μαν­τιά­δη-Behcet πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό τις ε­ξω-ο­φθαλ­μι­κές εκ­δη­λώ­σεις.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Χλω­ραμ­βου­κί­λη : Εί­ναι λι­γό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή α­πό την κυ­κλο­σπο­ρί­νη, δε­δο­μέ­νου ό­τι, ε­άν χο­ρη­γη­θεί στη θέ­ση της, μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει α­να­ζω­πύ­ρω­ση της νό­σου (Caspers-Velu LE et al, 1989). Κατ΄άλ­λους, εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή με την κυ­κλο­σπο­ρί­νη (Ben Ezra D et al, 1988).

Η βελ­τί­ω­ση ό­μως με την χλω­ραμ­βου­κί­λη δια­ρκεί πο­λύν και­ρό α­κό­μα και με­τά την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου, ε­νώ η κυ­κλο­σπο­ρί­νη δεν α­δρα­νο­ποι­εί την νό­σο, σε σύγ­κρι­ση με την χλω­ραμ­βου­κί­λη, και η αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δης δρά­ση της εί­ναι δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νη και δια­ρκεί μό­νον ό­σο χο­ρη­γεί­ται (Diaz-Liopis M et al, 1990). Πάν­τως, σε α­σθε­νείς με νό­σο Α­δα­μαν­τιά­δη-Behcet, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη σε δό­ση 1-2 mg/kg/24ωρο, δεν ε­πη­ρε­ά­ζει την νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α (Diaz-Lopis M et al, 1990) και δεν προ­κα­λεί χρό­νι­ες νε­φρι­κές αλ­λοι­ώ­σεις (Von Graffennied B and Harrison WB, 1985; Pales­tine AG et al, 1986), σε αντίθεση με την χλω­ραμ­βου­κί­λη που είναι συγ­κρι­τι­κά πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο το­ξι­κή.  

Κολ­χι­κί­νη : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, σε δό­ση 10 mg/kg/24ω­ρο, μει­ώ­νει την συ­χνό­τη­τα και βα­ρύ­τη­τα των ο­φθαλ­μι­κών προ­σβο­λών και βελ­τι­ώ­νει την ο­πτι­κή ο­ξύ­τη­τα, τα α­φθώ­δη στο­μα­τι­κά έλ­κη και τις δερ­μα­τι­κές αλ­λοι­ώ­σεις πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό 1 mg κολχικίνης/24ωρο (Masuda K et al, 1989).

Η κολ­χι­κί­νη, σε δό­ση 1 mg/24ωρο, μπο­ρεί να βελ­τι­ώ­σει το αγ­γει­ϊ­τι­δι­κό ε­ξάν­θη­μα, αλ­λά δεν α­πο­τρέ­πει τις ε­πα­νει­λημ­μέ­νες ο­φθαλ­μι­κές προ­σβο­λές στο 10% πε­ρί­που των α­σθε­νών, που τε­λι­κά ο­δη­γούν­ται σε τύ­φλω­ση. Ε­άν χο­ρη­γη­θεί μό­νη της ή σε συν­δυα­σμό με κορ­τι­κο­ει­δή, συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό ε­πι­δεί­νω­ση της ο­πτι­κής ο­ξύ­τη­τας, ε­νώ σε συν­δυα­σμό με κυ­κλο­σπο­ρί­νη, α­πό βαθ­μια­ία ε­πι­δεί­νω­ση και πα­ρό­μοι­α ο­πτι­κή ο­ξύ­τη­τα συγ­κρι­τι­κά με τους α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται μό­νο με κολ­χι­κί­νη (Hayasaka S et al, 1994).

Με­θο­τρε­ξά­τη : Εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή και λι­γό­τε­ρο το­ξι­κή α­πό την κυ­κλο­σπο­ρί­νη (Spa-daro A et al, 1995). 

ΕΦ ώ­σεις κυ­κλο­φω­σφα­μί­δης : Εί­ναι λι­γό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κές στην ο­φθαλ­μι­κή προ­σβο­λή α­πό την κυ­κλο­σπο­ρί­νη (Ozyazgan Y et al, 1992).

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Κορ­τι­κο­ει­δή : Έ­χουν συ­νερ­γι­κή δρά­ση με μι­κρές (2-5 mg/kg/24ωρο), ό­χι ό­μως και με­γά­λες (10 mg/kg/24ωρο) (Caspers-Velu LE et al, 1989), δό­σεις κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Ο συν­δυα­σμός αυ­τός εί­ναι πι­θα­νώς α­σφα­λέ­στε­ρος και δι­α­τη­ρεί την ό­ρα­ση του­λά­χι­στον ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κά με την κυ­κλο­σπο­ρί­νη μό­νη της και σε με­γα­λύ­τε­ρες δό­σεις (Whitcup SM et al, 1994). Γι' αυ­τό και, ε­άν η ο­φθαλ­μι­κή φλεγ­μο­νή δεν υ­φε­θεί με 5 mg/kg κυ­κλο­σπο­ρί­νης η­με­ρη­σί­ως ή ε­άν υ­πο­τρο­πιά­σει, μπο­ρούν να προ­στε­θούν μι­κρές δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών (Atmaca LS and Batioglu F, 1994).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή και ι­κα­νή να θέ­σει υ­πό έ­λεγ­χο ό­λες τις εκ­δη­λώ­σεις της νό­σου Α­δα­μαν­τιά­δη-Behcet, γι΄αυ­τό και μπο­ρεί να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί σαν αρ­χι­κό φάρ­μα­κο ε­κλο­γής μό­νη της ή σε συν­δυα­σμό με κορ­τι­κο­ει­δή..

2.5.9.8   ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΣΚΛΗΡΟΔΕΡΜΙΑ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Σύμ­φω­να με πε­ρι­γρα­φές πε­ρι­πτώ­σε­ων, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή :

  • Στις εκ­δη­λώ­σεις της συ­στη­μα­τι­κής σκλη­ρο­δερ­μί­ας (Gisslinger H et al, 1991; Clements PJ et al, 1993; Ippoliti G et al, 1994)
  • Στη νε­α­νι­κή συ­στη­μα­τι­κή σκλη­ρο­δερ­μί­α (Constantopoulos A et al, 1995; al-Mayouf SM et al, 1998)
  • Στο σκλη­ρο­μυ­ξοί­δη­μα (Krajnc I, 1997)

ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ : 

  • Βο­η­θά στη μεί­ω­ση της δό­σης των κορ­τι­κο­ει­δών (Appelboom T and Itzkowitch D, 1987)
  • Βελ­τι­ώ­νει την πά­χυν­ση του δέρ­μα­τος και ε­που­λώ­νει τα δα­κτυ­λι­κά έλ­κη (Worle B et al, 1990; Con­stantopoulos A, 1995; Morton SJ and Powell RJ, 2000)
  • Βελ­τι­ώ­νει την πνευ­μο­νι­κή λει­τουρ­γί­α, την δι­ά­με­ση πνευ­μο­νο­πά­θεια (Constantopoulos A, 1995) και την πνευ­μο­νι­κή υ­πέρ­τα­ση (Gisslinger H et al, 1991)
  • Αυ­ξά­νει την κι­νη­τι­κό­τη­τα του οι­σο­φά­γου (Zentilin P et al, 1994; Ippoliti G et al, 1994)
  • Βελ­τι­ώ­νει την κι­νη­τι­κό­τη­τα και λει­τουρ­γι­κό­τη­τα των αρ­θρώ­σε­ων (Worle B et al, 1990)
  • Βελ­τι­ώ­νει την πε­ρι­καρ­δί­τι­δα και τα η­λε­κτρο­καρ­δι­ο­γρα­φι­κά ευ­ρή­μα­τα (Appelboom T and Itzko­witch D, 1987)
  • Ε­ξα­φα­νί­ζει τα τρι­χο­ει­δο­σκο­πι­κά ευ­ρή­μα­τα (Appelboom T and Itzkowitch D, 1987) και με­τριά­ζει τα φαι­νό­με­να Raynaud
  • Στα­θε­ρο­ποι­εί τις νευ­ρο­λο­γι­κές εκ­δη­λώ­σεις

Κα­τ' άλ­λους

  • Δεν έ­χει α­πο­τέ­λε­σμα στα ερ­γα­στη­ρια­κά ευ­ρή­μα­τα και την προ­σβο­λή των ε­σω­τε­ρι­κών ορ­γά­νων (Fran­ces C et al, 1988; Vayssairat M et al, 1990)
  • Ε­άν δι­α­κο­πεί σε α­σθε­νείς αν­τα­πο­κρι­νό­με­νους στη θε­ρα­πεί­α μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε α­να­ζω­πύ­ρω­ση της νό­σου (Casoli P et al, 1994).

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :

  • Μει­ώ­νει τους τίτ­λους ή αρ­νη­τι­κο­ποι­εί τα αν­τι-Scl-70 και τα ΑΝΑ (Appelboom M and Itzko­witch D, 1987)
  • Μει­ώ­νει τα CD4+ κύτ­τα­ρα και τα ε­πί­πε­δα των sICAM-1 και sIL-2R (Ippoliti G et al, 1994)
  • Βελ­τι­ώ­νει την α­ναι­μί­α και την θρομ­βο­πε­νί­α την ο­φει­λό­με­νη σε μυ­ε­λι­κή κα­τα­στο­λή (Kamada K et al, 2000).

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Κυ­κλο­σπο­ρί­νη (2.5 mg/kg/24ωρο) + ιλοπρόστη (1 ng/kg/min ΕΦ σε δι­ά­στη­μα 6 ω­ρών Χ 5 συ­νε­χείς η­μέ­ρες/μή­να) : Βελ­τι­ώ­νει ση­μαν­τι­κά τις μορ­φο­λο­γι­κές και λει­τουρ­γι­κές πα­ρα­μέ­τρους της προ­σβο­λής του δέρ­μα­τος, της μι­κρο­κυ­κλο­φο­ρί­ας και του οι­σο­φά­γου και μει­ώ­νει τις συγ­κεν­τρώ­σεις της IL-6 στον ο­ρό (Filaci G et al, 1999).

ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ :

  • Αι­μο­λυ­τι­κό-ου­ραι­μι­κό σύν­δρο­μο (Zachariae H et al, 1992)
  • Θα­να­τη­φό­ρα σκλη­ρο­δερ­μι­κή νε­φρι­κή κρί­ση (Casoli P et al, 1994)
  • Ο­ξεί­α υ­περ­τα­σι­κή/νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια (Frances C et al, 1988; Denton CP et al, 1994).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να βελ­τι­ώ­σει την πά­χυν­ση του δέρ­μα­τος, αλ­λά δεν φαί­νε­ται να έ­χει α­πο­τέ­λε­σμα στην προ­σβο­λή των ε­σω­τε­ρι­κών ορ­γά­νων (πνεύ­μο­νες, καρ­διά, νε­φροί) και δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί κα­τά πό­σον μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τον κίν­δυ­νο της α­πει­λη­τι­κής για την ζω­ή νε­φρι­κής κρί­σης του σκλη­ρο­δέρ­μα­τος. Άλ­λοι α­πο­τρέ­πουν την χρή­ση της στη δι­ά­χυ­τη συ­στη­μα­τι­κή σκλη­ρο­δερ­μί­α, λό­γω της δυ­νη­τι­κής νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τάς της (Zachariae H et al, 1992).

2.5.9.9   ΔΕΡΜΑΤΙΚΟΣ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗΣ ΛΥΚΟΣ

Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή στον ύ­πο­ξυ δερ­μα­τι­κό, αλ­λά δεν έ­χει α­πο­τέ­λε­σμα στον δι­σκο­ει­δή ε­ρυ­θη­μα­τώ­δη, λύ­κο (Yell JA and Burge SM, 1994).

2.5.9.10   ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΣ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗΣ ΛΥΚΟΣ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :

  • Αν­τέν­δει­ξη θε­ρα­πεί­ας με άλ­λα α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κά
  • Πτω­χή αν­τα­πό­κρι­ση σε πε­ρισ­σό­τε­ρο συμ­βα­τι­κές θε­ρα­πεί­ες (κορ­τι­κο­ει­δή ή/και κυτ­τα­ρο­το­ξι­κά) (Manger K et al, 1996; Caccavo D et al, 1997)
  • Με­γά­λες α­παι­τή­σεις σε κορ­τι­κο­ει­δή για τον έ­λεγ­χο της νό­σου (Caccavo D et al, 1997)
  • Ε­ναλ­λα­κτι­κά στη θέ­ση της κυ­κλο­φω­σφα­μί­δης στη θε­ρα­πεί­α του νε­φρι­κού λύ­κου, ι­δί­ως σε νε­α­ρές έγ­κυ­ες γυ­ναί­κες (Hussein MM et al, 1993).

ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :

  • Βελ­τι­ώ­νει ή δι­α­τη­ρεί την νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α μό­νη της ή σε συν­δυα­σμό με άλ­λα φάρ­μα­κα ή θε­ρα­πεί­ες (μι­κρές δό­σεις πρεδ­νι­ζό­νης, με­θο­τρε­ξά­τη, α­ζα­θει­ο­πρί­νη, κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη, πλα­σμα­φαί­ρε­ση) (Caccavo D et al, 1997; Schiel R et al, 1997; Dostal C et al, 1998)
  • Βελ­τι­ώ­νει την νε­φρι­κή προ­σβο­λή και τους ερ­γα­στη­ρια­κούς δεί­κτες δρα­στη­ρι­ό­τη­τας της νό­σου σε παι­διά με ΣΕΛ ανθεκτικό ή/με σο­βα­ρές ε­πι­πλο­κές στα κορ­τι­κο­ει­δή (Fu LW et al, 1998)
  • Βο­η­θά στη μεί­ω­ση της δό­σης των κορ­τι­κο­ει­δών
  • Βελ­τι­ώ­νει τις αρ­θρι­κές (αρ­θραλ­γί­ες, μυ­αλ­γί­ες, αρ­θρί­τι­δα) και δερ­μα­τι­κές (ε­ξαν­θή­μα­τα, δερ­μα­τι­κή αγ­γει­ί­τι­δα) (Feutren G et al, 1987; Tokuda M et al, 1994) εκ­δη­λώ­σεις του ΣΕΛ
  • Βελ­τι­ώ­νει δι­ά­φο­ρες άλ­λες ε­ξω­νε­φρι­κές εκ­δη­λώ­σεις συν­δε­ό­με­νες με τον ΣΕΛ (α­σκί­της, δι­όγ­κω­ση σπλη­νός, πυ­ρε­τός, θρομ­βο­πε­νί­α, λευ­κο­πε­νί­α, α­πλα­σί­α ε­ρυ­θρών αι­μο­σφαι­ρί­ων) (Cac­cavo D et al, 1997; Sugiyama M et al, 1998). Σε μί­αν α­σθε­νή, η θε­ρα­πεί­α με 6 ΕΦ εγ­χύ­σεις IVIg (2 g/kg) ε­πί 6 μή­νες και στη συ­νέ­χεια κυ­κλο­σπο­ρί­νη ε­πί 4 μή­νες ε­ξα­φά­νι­σε τις πλευ­ρι­τι­κές συλ­λο­γές (Sherer Y et al, 1999)
  • Προ­κά­λε­σε πλή­ρη ύ­φε­ση της νε­φρι­κής προ­σβο­λής και των ο­ζι­δί­ων σ΄έ­ναν α­σθε­νή με ΣΕΛ και πο­λυ­κεν­τρι­κή δι­κτυ­ο­ϊ­στι­ο­κυτ­τά­ρω­ση (Saito K et al, 2001).

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :

  • Ε­λατ­τώ­νει α­να­στρέ­ψι­μα τα ε­πί­πε­δα της ε­στε­ρά­σης C1 (Isenberg DA et al, 1980)
  • Φυ­σι­ο­λο­γι­κο­ποι­εί τα ε­πί­πε­δα των αυ­το­αν­τι­σω­μά­των έ­ναν­τι του πα­ρά­γον­τα VIII (Schulman S et al, 1996) και ε­λατ­τώ­νει τους τίτ­λους των αν­τι­σω­μά­των έ­ναν­τι της καρ­δι­ο­λι­πί­νης και των αι­μο­πε­τα­λί­ων, των ΑΝΑ και των αν­τι-DNA (Caccavo D et al, 1997; Dostal C et al, 1998)
  • Ε­λατ­τώ­νει τα ε­πί­πε­δα των sIL-2R στον ο­ρό και τα ού­ρα και των CD4+ και CD8+ λεμ­φο­κυτ­τά­ρων του πε­ρι­φε­ρι­κού αί­μα­τος, σε α­σθε­νείς με νε­φρι­κή προ­σβο­λή (Tang Z et al, 1997)
  • Μει­ώ­νει την πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α και την αι­μα­του­ρί­α και αυ­ξά­νει τα ε­πί­πε­δα της λευ­κω­μα­τί­νης στον ο­ρό (Dostal C et al, 1998)
  • Βελ­τι­ώ­νει την α­ναι­μί­α (Caccavo D et al, 1997)
  • Μει­ώ­νει την ΤΚΕ 
  • Αυ­ξά­νει τα ε­πί­πε­δα του C3, C4 (Tokuda M et al, 1993; Caccavo D et al, 1997) και C1q
  • Αυ­ξά­νει τα αι­μο­πε­τά­λια και τα λευ­κά αι­μο­σφαί­ρια σε α­σθε­νείς με θρομ­βο­πε­νί­α και λευ­κο­πε­νί­α, αν­τί­στοι­χα (Manger K et al, 1996; Caccavo D et al, 1997)

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Κυ­κλο­σπο­ρί­νη + πλα­σμα­φαί­ρε­ση : Σε α­σθε­νείς με ο­ξεί­α νό­σο και ε­πί­μο­να υ­ψη­λά ε­πί­πε­δα αν­τι­σω­μά­των (ΑΝΑ, αν­τι-DNA) και α­νο­σο­συμ­πλεγ­μά­των, βελ­τι­ώ­νει τα συμ­πτώ­μα­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο και τα­χύ­τε­ρα και μει­ώ­νει τις α­νάγ­κες σε κορ­τι­κο­ει­δή, α­ζα­θει­ο­πρί­νη ή/και κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη (Bam­bauer R et al, 2000).

Κυ­κλο­σπο­ρί­νη + πρεδ­νι­ζο­λό­νη : Εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός και α­σφα­λής σε μα­κρο­χρό­νια χο­ρή­γη­ση σε α­σθε­νείς με νε­φρί­τι­δα τύ­που IV (Tam LS et al, 1998).

ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ :

  • Έ­ξαρ­ση του ΣΕΛ (Makover D et al, 1988; Radhakrishnan J et al, 1994; Manger K et al, 1996)
  • Υ­πέρ­τα­ση (σε δό­σεις έ­ως 10 mg/kg-1) (Feutren G et al, 1987; Manger K et al, 1996)
  • Αγ­γει­ο­-οί­δη­μα (σε δό­ση 10 mg/kg-1) (Isenberg DA et al, 1980)
  • Υ­περ­τρί­χω­ση (Manger K et al, 1996)
  • Υ­περ­τρο­φί­α ού­λων (10%) (Tokuda M et al, 1994)
  • Έ­ξαρ­ση νε­φρι­κής προ­σβο­λής (Radhakrishnan J et al, 1994; Manger K et al, 1996; Tam LS et al, 1998), ι­δί­ως σε α­σθε­νείς με έκ­πτω­ση της νε­φρι­κής λει­τουρ­γί­ας. Η επιπλοκή αυτή δεν εί­ναι γνω­στό κατά πόσον ο­φεί­λε­ται στην νό­σο αυ­τή κα­θαυ­τή ή στη νε­φρο­το­ξι­κή δρά­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης. Ο κίν­δυ­νος νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τας αυ­ξά­νε­ται ό­ταν η αρ­χι­κή ή μέ­γι­στη δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης υ­περ­βαί­νει τα 5 mg/kg/24ωρο (Feutren G et al, 1992). Α­κό­μα ό­μως και σε μι­κρές δό­σεις, εί­ναι νε­φρο­το­ξι­κή και αυ­ξά­νει τον κίν­δυ­νο υ­πέρ­τα­σης (Deray G et al, 1992), ι­δι­αί­τε­ρα ό­ταν χο­ρη­γεί­ται ταυ­τό­χρο­να με ΜΣΑΦ (Altman RD et al, 1992).
  • Α­να­στρέ­ψι­μη μεί­ω­ση της σπει­ρα­μα­τι­κής δι­ή­θη­σης και της νε­φρι­κής αι­μα­τι­κής ρο­ής, πι­θα­νώς λό­γω δι­ά­με­σης - σω­λη­να­ρια­κής βλά­βης (ter Borg EJ et al, 1988). 

Κα­τ' άλ­λους, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη εί­ναι γε­νι­κά κα­λά α­νε­κτή στον ΣΕΛ (To­kuda M et al, 1994; Man-ger K et al, 1996).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, σε μι­κρές δό­σεις, εί­ναι κα­λά α­νε­κτή και συ­χνά βελ­τι­ώ­νει τις κλι­νι­κές και ερ­γα­στη­ρια­κές εκ­δη­λώ­σεις του ΣΕΛ, ι­δι­αί­τε­ρα ε­άν χο­ρη­γη­θεί σε πρώϊμα στά­δια της νό­σου. Στο νε­φρι­κό λύ­κο, βελ­τι­ώ­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο την πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α. Πάν­τως, η εμ­μο­νή των αυ­ξη­μέ­νων ο­ρο­λο­γι­κών δει­κτών δρα­στη­ρι­ό­τη­τας συμ­φω­νεί με in vitro με­λέ­τες και κλι­νι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις ό­τι η κυ­κλο­σπο­ρί­νη εί­ναι σχε­τι­κά α­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κή σε α­σθε­νείς με εγ­κα­τε­στη­μέ­νη πα­ρα­γω­γή αν­τι­σω­μά­των.

Κα­τ' άλ­λους, δεν βελ­τι­ώ­νει ση­μαν­τι­κά την πρό­γνω­ση, αν και μει­ώ­νει τις α­νάγ­κες σε κορ­τι­κο­ει­δή, α­ζα­θει­ο­πρί­νη και πλα­σμα­φαί­ρε­ση και πρέ­πει να συν­δυ­ά­ζε­ται με κορ­τι­κο­ει­δή για να θέ­σει υ­πό έ­λεγ­χο τις εκ­δη­λώ­σεις του σο­βα­ρού ΣΕΛ.

Η νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τά της στον ΣΕΛ εί­ναι αμ­φι­λε­γό­με­νη. Πολ­λοί υ­πο­στη­ρί­ζουν ό­τι δεν εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο νε­φρο­το­ξι­κή, ε­νώ άλ­λοι ό­τι συν­δέ­ε­ται με δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νη μεί­ω­ση της νε­φρι­κής λει­τουρ­γί­ας, που εί­ναι με­ρι­κά μό­νο α­να­στρέ­ψι­μη και χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ι­στο­λο­γι­κά α­πό ται­νι­ο­ει­δή τύ­πο ί­νω­σης. Για ό­λους τους πα­ρα­πά­νω λό­γους, το πι­θα­νό ό­φε­λος της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στον ΣΕΛ πρέ­πει να σταθ­μί­ζε­ται με τις ε­πι­πλο­κές της, που μπο­ρεί να εί­ναι ι­δι­αί­τε­ρα σο­βα­ρές.

2.5.9.11   ΔΕΡΜΑΤΟΜΥΟΣΙΤΙΔΑ/ΠΟΛΥΜΥΟΣΙΤΙΔΑ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :

  • Α­σθε­νείς ανθεκτικοί στα κορ­τι­κο­ει­δή και στην συν­δυ­α­σμέ­νη α­γω­γή με κορ­τι­κο­ει­δή και άλ­λα κυτ­τα­ρο­στα­τι­κά φάρ­μα­κα (με­θο­τρε­ξά­τη, α­ζα­θει­ο­πρί­νη, κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη)
  • Ε­πι­πλο­κές α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή ή άλ­λα α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κά
  • Σο­βα­ρή μυ­ο­σί­τι­δα

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Σύμ­φω­να με πε­ρι­γρα­φές πε­ρι­πτώ­σε­ων (Grau J et al, 1994; Saadeh C et al, 1995; Maeda K et al, 1997) η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, μό­νη της ή σε συν­δυα­σμό με κορ­τι­κο­ει­δή ή με­γά­λες δό­σεις α­νο­σο­σφαι­ρι­νών, εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή :

  • Στη δερ­μα­το­μυ­ο­σί­τι­δα/πο­λυ­μυ­ο­σί­τι­δα που ανθίσταται ή υ­πο­τρο­πιά­ζει στα κορ­τι­κο­ει­δή και άλ­λα συμ­βα­τι­κά α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κά, αν και ε­νί­ο­τε δεν έ­χει α­πο­τέ­λε­σμα (Jones DW et al, 1987; Jongen PJH et al, 1988)
  • Στη νε­α­νι­κή δερ­μα­το­μυ­ο­σί­τι­δα/πο­λυ­μυ­ο­σί­τι­δα (Pistoia V et al, 1993; Zeller V et al, 1996; Reiff A et al, 1997). Η κλι­νι­κή βελ­τί­ω­ση εμ­φα­νί­ζε­ται συ­χνά στο τέ­λος της 1ης ή 4ης ε­βδο­μά­δας. Σε με­ρι­κά παι­διά οι α­σβε­στώ­σεις ε­ξα­φα­νί­ζον­ται πλή­ρως ή σχε­δόν πλή­ρως (Pachman LM, 1990).
  • Στη δι­ά­με­ση πνευ­μο­νί­τι­δα την συν­δε­ό­με­νη με την δερ­μα­το­μυ­ο­σί­τι­δα/πο­λυ­μυ­ο­σί­τι­δα, ι­δι­αί­τε­ρα ε­άν χο­ρη­γη­θεί σε πρώϊμη φά­ση (Maeda K et al, 1997), αν και άλ­λο­τε δεν έ­χει α­πο­τέ­λε­σμα (Levi S and Hodgson HJF, 1989).
  • Στη μυ­ο­σί­τι­δα εξ εγ­κλεί­στων σω­μα­τί­ων, η ο­ποί­α εί­ναι αν­θε­κτι­κή στα συμ­βα­τι­κά α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κά.

Η κλι­νι­κή αν­τα­πό­κρι­ση εμ­φα­νί­ζε­ται συ­νή­θως με­ρι­κές η­μέ­ρες με­τά την έ­ναρ­ξη της θε­ρα­πεί­ας (Pugh MT et al, 1992).

ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ : 

  • Προ­κα­λεί ύ­φε­ση των δερ­μα­τι­κών αλ­λοι­ώ­σε­ων (Pugh MT et al, 1992)
  • Βελ­τι­ώ­νει τις λει­τουρ­γι­κές πνευ­μο­νι­κές δο­κι­μα­σί­ες και τα συμ­πτώ­μα­τα α­πό το α­να­πνευ­στι­κό (Daw­son JK  et al, 1997)
  • Βελ­τι­ώ­νει ή α­πο­κα­θι­στά την μυ­ϊ­κή ι­σχύ (Tellus MM and Buchanan RR, 1995)
  • Βο­η­θά στη μεί­ω­ση της δό­σης των κορ­τι­κο­ει­δών (Mehregan DR and Su WP, 1993)

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ : Ε­λατ­τώ­νει ή φυ­σι­ο­λο­γι­κο­ποι­εί τα μυ­ϊ­κά έν­ζυ­μα στον ο­ρό (Tellus MM and Buchanan RRC, 1995; Dawson JK  et al, 1997).

ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΙ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗΣ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΔΕΙΧΘΕΙ ΑΠΟΤΕ­ΛΕΣΜΑ­ΤΙΚΟΙ ΣΤΗ ΔΕΡΜΑΤΟΜΥΟΣΙΤΙΔΑ/ΠΟΛΥΜΥΟΣΙΤΙΔΑ

  • Κυ­κλο­σπο­ρί­νη + πρεδ­νι­ζο­λό­νη + άλ­λα κυτ­τα­ρο­το­ξι­κά (α­ζα­θει­ο­πρί­νη, με­θο­τρε­ξά­τη, κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη) (Maeda K et al, 1997)
  • Κυ­κλο­σπο­ρί­νη + με­θο­τρε­ξά­τη (Reiff A et al, 1997; Chang HK and Lee DH, 2003)
  • Κυ­κλο­σπο­ρί­νη + με­γά­λες δό­σεις ΕΦ γ-σφαι­ρί­νης (Saadech C et al, 1995)
  • Κυ­κλο­σπο­ρί­νη + πρεδ­νι­ζό­νη + ΕΦ γ-σφαι­ρί­νη (Danieli MG et al, 2002).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή σε α­σθε­νείς με δερ­μα­το­μυ­ο­σί­τι­δα/ πο­λυ­μυ­ο­σί­τι­δα, εί­τε ανθεκτικούς στην συμ­βα­τι­κή θε­ρα­πεί­α με κορ­τι­κο­ει­δή ή/και άλ­λα α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κά, ι­δι­αί­τε­ρα ό­ταν χο­ρη­γεί­ται πρώϊμα στη δι­α­δρο­μή της νό­σου, εί­τε σαν αρ­χι­κή θε­ρα­πεί­α, αν και η α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τά της δεν έ­χει α­πο­δει­χθεί με ε­λεγ­χό­με­νες με­λέ­τες.

2.5.9.12   ΚΟΚΚΙΩΜΑΤΩΣΗ WEGENER 

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ (Schollmeyer P and Grotz W, 1990) :

  • Έλ­λει­ψη αν­τα­πό­κρι­σης στη βα­σι­κή θε­ρα­πεί­α (σε συν­δυα­σμό με κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη)
  • Λευ­κο­πε­νί­α ή θρομ­βο­πε­νί­α α­πό την κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη
  • Α­που­σί­α νε­φρι­κής προ­σβο­λής
  • Δι­α­τή­ρη­ση της ύ­φε­σης (στη θέ­ση της α­ζα­θει­ο­πρί­νης).

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Σύμ­φω­να με πε­ρι­γρα­φές πε­ρι­πτώ­σε­ων, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, μό­νη της ή σε συν­δυα­σμό με κορ­τι­κο­ει­δή, εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή στην κοκ­κι­ω­μά­τω­ση Wegener (Allen NB et al, 1993; Krzemien S et al, 1994; Georganas C et al, 1996; Ghez D et al, 2002). Πάν­τως, με­ρι­κοί λή­πτες νε­φρι­κών μο­σχευ­μά­των εί­χαν υ­πο­τρο­πή της νό­σου στη διάρκεια της θεραπείας με κυ­κλο­σπο­ρί­νη (Ober­huber G et al, 1988).

ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :

  • Βελ­τι­ώ­νει την νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια (Gremmel F et al, 1988; Borleffs JCC and Van Der Zwan JC, 1990)
  • Ε­που­λώ­νει τις πνευ­μο­νι­κές αλ­λοι­ώ­σεις (Harley N and Ihle B, 1990)

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :

  • Ε­λατ­τώ­νει την ΤΚΕ (Borleffs JCC and Van Der Zwan JC, 1990)
  • Ε­ξα­φα­νί­ζει τα κυτ­τα­ρο­πλα­σμα­τι­κά αν­τι­σώ­μα­τα έ­ναν­τι των ου­δε­τε­ρο­φί­λων (Borleffs JCC and Van Der Zwan JC, 1990)

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν ε­ναλ­λα­κτι­κό φάρ­μα­κο στη θε­ρα­πεί­α της ανθεκτικής σε άλλες θεραπείες κοκ­κι­ω­μά­τω­σης Wegener.

2.5.9.13   ΥΠΟΤΡΟΠΙΑΖΟΥΣΑ ΠΟΛΥΧΟΝΔΡΙΤΙΔΑ

Σύμ­φω­να με πε­ρι­γρα­φές πε­ρι­πτώ­σε­ων, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη βελ­τι­ώ­νει τις εκ­δη­λώ­σεις της υ­πο­τρο­πι­ά­ζου­σας πο­λυ­χον­δρί­τι­δας σε περιπτώσεις ανθεκτικές στα κορ­τι­κο­ει­δή και άλ­λα α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κά (Anstey A et al, 1991; Ormerod AD and Clask LJ, 1992; Priori R et al, 1993).

2.5.9.14   ΣΥΝΔΡΟΜΟ COGAN 

Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη βελ­τι­ώ­νει τις ο­φθαλ­μι­κές και αγ­γεια­κές εκ­δη­λώ­σεις και βο­η­θά στη μεί­ω­ση της δό­σης των κορ­τι­κο­ει­δών (Allen NB et al, 1990; Hammer M et al, 1993).

2.5.9.15   ΝΟΣΟΣ WEBER-CHRISTIAN 

Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, χο­ρη­γού­με­νη εν­δο­φλέ­βια και σε συν­δυα­σμό με πλα­σμα­φαί­ρε­ση, προ­κά­λε­σε ύ­φε­ση των συμ­πτω­μά­των και αύ­ξη­σε τα λευ­κά αι­μο­σφαί­ρια και τα ε­πί­πε­δα του ι­νω­δο­γό­νου σε μί­αν α­σθε­νή (Usuki K et al, 1988).

2.5.9.16   ΑΙΜΟΦΑΓΟΚΥΤΤΑΡΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ

Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, χο­ρη­γού­με­νη εν­δο­φλέ­βια σε δό­ση 100 mg και με­τά per os σε δό­ση 300 mg/ kg-1, φυ­σι­ο­λο­γι­κο­ποί­η­σε τα λευ­κά αι­μο­σφαί­ρια, τα αι­μο­πε­τά­λια, τα προ­ϊ­όν­τα α­πο­δό­μη­σης της ι­νι­κής και του ι­νω­δο­γό­νου και συ­νο­δεύ­θη­κε α­πό ι­στο­λο­γι­κή ύ­φε­ση της νό­σου (Oyama Y et al, 1989).

2.5.9.17   ΣΥΝΔΡΟΜΟ SWEET (von den Driesch P et al, 1994).

2.5.9.18   ΣΥΝΔΡΟΜΟ SJOGREN 

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Στα ζώ­α :

  • K­α­τα­στέλ­λει την φλεγ­μο­νή των ο­φθαλ­μι­κών και δα­κρυ­ϊ­κών α­δέ­νων σε MRL/lpr πον­τι­κούς με αυ­το­ά­νο­ση νό­σο (Jabs DA et al, 1996). Στους πον­τι­κούς αυ­τούς, οι αλ­λοι­ώ­σεις των δα­κρυ­ϊ­κών α­δέ­νων χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται σαν μον­τέ­λο με­λέ­της του συν­δρό­μου Sjogren στον άν­θρω­πο.
  • Βελ­τι­ώ­νει την έκ­κρι­ση των δα­κρύ­ων προ­λα­βαί­νον­τας την α­πό­πτω­ση των λο­βι­ω­δών/κυ­ψε­λο­ει­δών κυτ­τά­ρων την επαγόμενη α­πό λεμ­φο­κύτ­τα­ρα, χο­ρη­γού­με­νη το­πι­κά σε πον­τι­κούς με murine μον­τέ­λο συν­δρό­μου Sjogren (Tsubota K et al, 2001).

Στον άν­θρω­πο :

  • M­ει­ώ­νει τον α­ριθ­μό των Τ- και των Τ-βο­η­θη­τι­κών λεμ­φο­κυτ­τά­ρων και την έκ­φρα­ση του HLA DR στα ε­πι­θη­λια­κά κύτ­τα­ρα των σι­ε­λο­γό­νων α­δέ­νων α­σθε­νών με σύν­δρο­μο Sjogren (Dala­vanga YA et al, 1987).
  • Μει­ώ­νει ση­μαν­τι­κά τον α­ριθ­μό των ε­νερ­γο­ποι­η­μέ­νων και των CD4+ λεμ­φο­κυτ­τά­ρων, χο­ρη­γού­με­νη το­πι­κά στον ε­πι­πε­φυ­κό­τα α­σθε­νών με ξη­ρο­φθαλ­μί­α (Kunert KS et al, 2000) ή δευ­τε­ρο­πα­θές σύν­δρο­μο Sjogren (Power WJ et al, 1993), αν­τί­στοι­χα.
  • Μπο­ρεί να θε­ρα­πεύ­σει την δι­ά­με­ση πνευ­μο­νί­τι­δα (σε δό­ση 1 mg/kg/24ωρο per os) (Oga-sawara H et al, 1998; Sugiyama M et al, 1998) και τα έλ­κη του σκλη­ρού (χο­ρη­γού­με­νη το­πι­κά με την μορ­φή ο­φθαλ­μι­κού δι­α­λύ­μα­τος) (Zierhut M et al, 1989), σε α­σθε­νείς με σύν­δρο­μο Sjogren.

Κατ΄άλ­λους, χο­ρη­γού­με­νη ε­πί 12 μή­νες σε α­σθε­νείς με πρω­το­πα­θές σύν­δρο­μο Sjogren, εί­ναι μάλ­λον α­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κή (Drosos AA et al, 1986).

2.5.9.19   ΡΑΓΟΕΙΔΙΤΙΔΑ

Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, σε με­γά­λες (10 mg/kg/24ωρο), αλ­λά και μι­κρές (2.5-5.0 mg/kg), δό­σεις, μό­νη της ή σε συν­δυα­σμό με πρεδ­νι­ζό­νη ή/και α­ζα­θει­ο­πρί­νη (1.5-2.0 mg/kg-1), βελ­τι­ώ­νει την ο­πτι­κή πρό­γνω­ση και βο­η­θά στη μεί­ω­ση της δό­σης των κορ­τι­κο­ει­δών σε α­σθε­νείς με ρα­γο­ει­δί­τι­δα συν­δε­ό­με­νη με νό­σο Α­δα­μαν­τιά­δη-Behcet ή Vogt-Koyanagi-Harada, ΝΡΑ, σύν­δρο­μο Reiter, ΑΣ, ΣΕΛ (Vitale AT et al, 1996) και σαρ­κο­εί­δω­ση ή με ι­δι­ο­πα­θή ρα­γο­ει­δί­τι­δα (Wakefield D and McCluskey P, 1991), αν και η νό­σος υ­πο­τρο­πιά­ζει συ­χνά με την δι­α­κο­πή της.

2.5.9.20   ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΗΩΣΙΝΟΦΙΛΙΑΣ-ΜΥΑΛΓΙΑΣ (Clauw DJ et al, 1993).

2.5.9.21   ΣΥΝΔΡΟΜΟ REITER (Kiyohara A et al, 1997).

2.5.9.22   ΨΩΡΙΑΣΗ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :

  • Κοι­νή κα­τά πλά­κας ψω­ρί­α­ση (εάν κα­τα­λαμ­βά­νει >10% της ε­πι­φά­νειας του σώ­μα­τος)
  • Α­νε­παρ­κής αν­τα­πό­κρι­ση στην το­πι­κή θε­ρα­πεί­α
  • Εν­το­νη ψυ­χο­λο­γι­κή ε­πι­βά­ρυν­ση λό­γω σο­βα­ρής, γε­νι­κευ­μέ­νης, νό­σου
  • Ει­δι­κές μορ­φές ψω­ρί­α­σης (ε­ρυ­θρο­δερ­μι­κή, αρ­θρο­πα­θη­τι­κή, φλυ­κται­νώ­δης)
  • Α­νο­σο­κα­τε­σταλ­μέ­νοι α­σθε­νείς με σο­βα­ρή (π.χ. ε­κτε­τα­μέ­νη ή/και α­να­πη­ρι­κή) ψω­ρί­α­ση κα­τά πλά­κας, μη αν­τα­πο­κρι­νό­με­νη ε­παρ­κώς σε μί­α του­λά­χι­στον θε­ρα­πευ­τι­κή α­γω­γή (π.χ. ρε­τι­νο­ει­δή, με­θο­τρε­ξά­τη, ψω­ρα­λέ­νιο, PUVA)
  • Αν­τεν­δεί­ξεις συ­στη­μα­τι­κής θε­ρα­πεί­ας με άλ­λους πα­ρά­γον­τες ή δυ­σα­νε­ξί­α σε άλ­λα φάρ­μα­κα

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : H κυ­κλο­σπο­ρί­νη, χο­ρη­γού­με­νη per os σε δό­σεις 2.5-5 mg/kg/24 ωρο, βελ­τι­ώ­νει θε­α­μα­τι­κά τις δερ­μα­τι­κές αλ­λοι­ώ­σεις και την ποι­ό­τη­τα της ζω­ής των α­σθε­νών με ψω­ρί­α­ση (Laburte C et al, 1994; Ho VC et al, 1999; Ho VC et al, 2001; Kilic SS et al, 2001; Faerber L et al, 2001; Touw CR et al, 2001). Α­κό­μα, έ­χει χο­ρη­γη­θεί το­πι­κά μέ­σα στις ψω­ρι­α­σι­κές πλά­κες, με ποι­κί­λα α­πο­τε­λέ­σμα­τα (Bos JD et al, 1989; Ho VC et al, 1990a; Burns MK et al, 1992; Honey­man JF et al, 1995).

Α­νά­λο­γα με τη βα­ρύ­τη­τα και την ε­πι­μο­νή της νό­σου, μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί εί­τε συ­νε­χώς, εί­τε σε δι­α­κο­πτό­με­να σχή­μα­τα. Στα­δια­κή δι­α­κο­πή της με­τα­ξύ των θε­ρα­πευ­τι­κών σχη­μά­των ε­ξα­σφα­λί­ζει με­γα­λύ­τε­ρα με­σο­δι­α­στή­μα­τα ύ­φε­σης. Η δι­α­κο­πή της, ό­πως και άλ­λες θε­ρα­πεί­ες, συ­νο­δεύ­ε­ται συ­νή­θως α­πό έ­ξαρ­ση και, σπά­νια, υ­πο­τρο­πή της ψω­ρί­α­σης.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Ε­τρε­τι­νά­τη : Εί­ναι λι­γό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή α­πό την κυ­κλο­σπο­ρί­νη (Mahrle G et al, 1995; Faer­ber L et al, 2001).

Μυκοφαινολική μοφετίλη: Εί­ναι λι­γό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό α­πό την κυ­κλο­σπο­ρί­νη, αλ­λά μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί ε­ναλ­λα­κτι­κά σε α­σθε­νείς που δεν μπο­ρούν να θε­ρα­πευ­θούν με κυ­κλο­σπο­ρί­νη (Davison SC et al, 2000).

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ 

Κυ­κλο­σπο­ρί­νη + με­θο­τρε­ξά­τη : Εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός σε α­σθε­νείς με ψω­ρί­α­ση και ΨΑ (Clark CM et al, 1999).

Κυ­κλο­σπο­ρί­νη + PUVA :

  • Εί­ναι λι­γό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός α­πό τον συν­δυα­σμό ε­τρε­τι­νά­της με PUVA (Ptzelbauer P et al, 1990)
  • Βελ­τί­ω­σε έ­ναν α­σθε­νή με γε­νι­κευ­μέ­νη φλυ­κται­νώ­δη ψω­ρί­α­ση (Hunt MJ et al, 1997).

Κυ­κλο­σπο­ρί­νη + ε­τρε­τι­νά­τη : E­ί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός και κα­λά α­νε­κτός σε α­σθε­νείς με ψω­ρί­α­ση μη αν­τα­πο­κρι­νό­με­νους στο κά­θε έ­να φάρ­μα­κο ξε­χω­ρι­στά (Kokelj F et al, 1998).

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΔΡΑΣΗΣ : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη α­να­στέλ­λει την ε­νερ­γο­ποί­η­ση και τον πολ­λα­πλα­σια­σμό των Τ-λεμ­φο­κυτ­τά­ρων που έ­χουν κυ­ρί­αρ­χο ρό­λο στη ψω­ρί­α­ση, αλ­λά, εί­τε ά­με­σα εί­τε έμ­με­σα, ε­πεμ­βαί­νει και σε μί­αν άλ­λη σει­ρά κυτ­τά­ρων (κε­ρα­τι­νο­κύτ­τα­ρα, κύτ­τα­ρα Langerhans, ου­δε­τε­ρό­φι­λα) και κυτ­τα­ρο­κι­νών (IL-1, IL-2, IFN-γ, IL-6, TNF-α) που εμ­πλέ­κον­ται στον παθογενετικό μηχανισμό της ψω­ρι­α­σι­κής βλά­βης (Harper JI et al , 1988; Prens EP et al, 1995).

2.5.9.23   ΑΤΟΠΙΚΗ ΔΕΡΜΑΤΙΤΙΔΑ

Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη εν­δεί­κνυ­ται στη θε­ρα­πεί­α των α­σθε­νών η­λι­κί­ας με­γα­λύ­τε­ρης των 16 ε­τών με σο­βα­ρή α­το­πι­κή δερ­μα­τί­τι­δα στην ο­ποί­α η συμ­βα­τι­κή θε­ρα­πεί­α εί­ναι α­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κή ή αν­τεν­δεί­κνυ­ται. Σε δό­σεις 2.5-5.0 mg/kg/24ωρο, βελ­τι­ώ­νει τις κλι­νι­κές εκ­δη­λώ­σεις της νό­σου (έ­κτα­ση προ­σβε­βλη­μέ­νης πε­ρι­ο­χής, ε­νερ­γό­τη­τα νό­σου) και την ποι­ό­τη­τα της ζω­ής (κνη­σμός, α­ϋ­πνί­α) (Sowden JM et al 1991; Harper JI et al 2000; Czech W et al 2000).

2.5.9.24   ΦΛΥΚΤΑΙΝΩΣΗ ΠΑΛΑΜΩΝ-ΠΕΛΜΑΤΩΝ

Σύμ­φω­να με δι­πλές-τυ­φλές, placebo-ε­λεγ­χό­με­νες, με­λέ­τες (Reitamo S et al, 1993; Erkko P et al, 1998) και πε­ρι­γρα­φές πε­ρι­πτώ­σε­ων (Yamamoto T et al, 1995), η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, σε δό­σεις 1.25-2.5 mg/kg/24ωρο, εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή σε α­σθε­νείς με φλυ­κταί­νω­ση πα­λα­μών-πελ­μά­των. Πάν­τως, με­τά την δι­α­κο­πή της μπο­ρεί να συ­νο­δευ­θεί α­πό γε­νι­κευ­μέ­νη φλυ­κται­νώ­δη ψω­ρί­α­ση (De Silva BD et al, 1999).

2.5.9.25   ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΥΠΟΥ Β-ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΙΝΣΟΥΛΙΝΗ

Έ­νας α­σθε­νής με ΣΕΛ και σο­βα­ρό ινσουλινοάντοχο δι­α­βή­τη εί­χε τα­χεί­α κλι­νι­κή βελ­τί­ω­ση του δι­α­βή­τη και ε­ξα­φά­νι­ση των αν­τι­σω­μά­των έ­ναν­τι των υ­πο­δο­χέ­ων της ιν­σου­λί­νης α­πό τον ο­ρό με την θε­ρα­πεί­α με πλα­σμα­φαί­ρε­ση και κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη, α­κο­λου­θού­με­νη α­πό τον συνδυασμό αζαθειοπρίνης με κυκλο­σπο­ρί­νη (Eriksson JW et al, 1998).

2.5.9.26   ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΟΡΓΑΝΩΝ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :

Συμ­βα­τι­κή κυ­κλο­σπο­ρί­νη :

  • Προ­φύ­λα­ξη α­πό την α­πόρ­ρι­ψη του μο­σχεύ­μα­τος σε λή­πτες αλλογονικού μο­σχεύ­μα­τος νε­φρού, ή­πα­τος ή καρ­διάς, σε συν­δυα­σμό πάν­το­τε με κορ­τι­κο­ει­δή
  • Θε­ρα­πεί­α χρό­νιας α­πόρ­ρι­ψης του μο­σχεύ­μα­τος σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­θέν­τες με άλ­λους α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κούς πα­ρά­γον­τες (π.χ. α­ζα­θει­ο­πρί­νη)

M­ι­κρο­γα­λά­κτω­μα κυ­κλο­σπο­ρί­νης : Προ­φύ­λα­ξη α­πό την α­πόρ­ρι­ψη του μο­σχεύ­μα­τος σε λή­πτες νε­φρι­κών, η­πα­τι­κών ή καρ­δια­κών μο­σχευ­μά­των, σε συν­δυα­σμό με κορ­τι­κο­ει­δή και α­ζα­θει­ο­πρί­νη.

5.9.26.1  ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΣΥΜΠΑΓΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :

  • Πρό­λη­ψη α­πόρ­ρι­ψης αλ­λο­γε­νών μο­σχευ­μά­των νε­φρών, ή­πα­τος, καρ­διάς, πνευ­μό­νων, συν­δυα­σμού καρ­διάς – πνευ­μό­νων ή παγ­κρέ­α­τος.
  • Θε­ρα­πεί­α α­πόρ­ρι­ψης του μο­σχεύ­μα­τος σε α­σθε­νείς που έ­χουν θε­ρα­πευ­θεί με άλ­λους α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κούς πα­ρά­γον­τες.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ :

α)  Με­τα­μό­σχευ­ση νε­φρού : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη χρη­σι­μο­ποι­εί­ται μό­νη της ή σε συν­δυα­σμό με άλ­λους α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κούς πα­ρά­γον­τες (πρεδ­νι­ζο­λό­νη, α­ζα­θει­ο­πρί­νη, σιρόλιμους, μυκοφαινολική μοφετίλη) ή προ­στί­θε­ται με­τά την ε­πέμ­βα­ση για την πρό­λη­ψη της α­πόρ­ρι­ψης του μο­σχεύ­μα­τος. Ε­άν χο­ρη­γη­θεί σε μι­κρές δό­σεις και σε συν­δυα­σμό με άλ­λους πα­ρά­γον­τες εί­ναι πο­λύ α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή και α­σφα­λής για την νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α.

Με­ρι­κά κέν­τρα, ι­δι­αί­τε­ρα στις ΗΠΑ, αρ­χί­ζουν την θε­ρα­πεί­α με αν­τι­λεμ­φο­κυτ­τα­ρι­κή σφαι­ρί­νη ή ΟΚΤ3 και προ­σθέ­τουν αρ­γό­τε­ρα την κυ­κλο­σπο­ρί­νη, ώ­στε να πε­ρι­ο­ρι­σθούν με­τεγ­χει­ρη­τι­κά οι ε­πι­πτώ­σεις της στη νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α (Norman DJ et al, 1993; Abouna GM et al, 1995). Ο συν­δυα­σμός του Neoral με σιμουλέκτη (έ­να χι­μαι­ρι­κό μο­νο­κλω­νι­κό αν­τί­σω­μα έ­ναν­τι του υ­πο­δο­χέα της IL-2 των ε­νερ­γο­ποι­η­μέ­νων Τ-λεμ­φο­κυτ­τά­ρων) βελ­τι­ώ­νει ση­μαν­τι­κά την έκ­βα­ση της νε­φρι­κής με­τα­μό­σχευ­σης (Nashan B et al, 1997).

Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη πα­ρα­τεί­νει την διά­ρκεια ζω­ής του μο­σχεύ­μα­τος στο 71-91% των λη­πτών νε­φρι­κών αλ­λο­μο­σχευ­μά­των, έ­να χρό­νο με­τά την ε­πέμ­βα­ση. Η συ­χνό­τη­τα ε­πι­βί­ω­σης του α­σθε­νούς και του μο­σχεύ­μα­τος 4 χρό­νια με­τά την με­τα­μό­σχευ­ση α­νέρ­χε­ται σε 86% και 70%, αν­τί­στοι­χα.

Ο συν­δυα­σμός της κυ­κλο­σπο­ρί­νης με κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να βο­η­θή­σει στη μεί­ω­ση της δό­σης και της ε­πί­δρα­σης της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στη νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α, ε­νώ συ­νε­χί­ζει να πα­ρα­τεί­νει την διά­ρκεια ζω­ής του μο­σχεύ­μα­τος. Κατ΄άλ­λους, αυ­ξά­νει την συ­χνό­τη­τα των ε­πι­πλο­κών λό­γω της πα­ρου­σί­ας των κορ­τι­κο­ει­δών στο α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κό σχή­μα (λοι­μώ­ξεις, υ­πέρ­τα­ση, λέμ­φω­μα), αλλ΄ ό­χι και την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα. Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, μό­νη της ή σε συν­δυα­σμό με κορ­τι­κο­ει­δή, αυ­ξά­νει την ε­πι­βί­ω­ση του μο­σχεύ­μα­τος και του α­σθε­νούς πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό τον συν­δυα­σμό της α­ζα­θει­ο­πρί­νης με κορ­τι­κο­ει­δή.

Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη πα­ρα­τεί­νει την διά­ρκεια ζω­ής του μο­σχεύ­μα­τος, αλ­λά και προ­λα­βαί­νει τα  ε­πει­σό­δια ο­ξεί­ας α­πόρ­ρι­ψης του νε­φρι­κού αλ­λο­μο­σχεύ­μα­τος. Ο α­ριθ­μός των α­σθε­νών που εμ­φα­νί­ζει ε­πει­σό­δια ο­ξεί­ας α­πόρ­ρι­ψης νε­φρι­κού μο­σχεύ­μα­τος και ο μέ­σος χρό­νος έ­ναρ­ξης των ε­πει­σο­δί­ων αυ­τών (πε­ρί­που μια ε­βδο­μά­δα) εί­ναι ση­μαν­τι­κά χα­μη­λό­τε­ρος με την κυ­κλο­σπο­ρί­νη, σε σύγ­κρι­ση με τον συν­δυα­σμό της α­ζα­θει­ο­πρί­νης με κορ­τι­κο­ει­δή. Ε­πι­πλέ­ον, τα αρ­χι­κά ε­πει­σό­δια ο­ξεί­ας α­πόρ­ρι­ψης του μο­σχεύ­μα­τος εί­ναι πο­λύ λι­γό­τε­ρο σο­βα­ρά σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κυ­κλο­σπο­ρί­νη, πα­ρά με τον συν­δυα­σμό της α­ζα­θει­ο­πρί­νης με κορ­τι­κο­ει­δή.

Σε με­ρι­κούς α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κυ­κλο­σπο­ρί­νη, η α­πώ­λεια του νε­φρι­κού μο­σχεύ­μα­τος λό­γω ο­ξεί­ας, μη α­να­στρέ­ψι­μης, α­πόρ­ρι­ψης συν­δέ­ε­ται με ε­πί­μο­να χα­μη­λές συγ­κεν­τρώ­σεις του φαρ­μά­κου στο αί­μα πριν α­πό την λή­ψη του. Η τα­χεί­α αύ­ξη­ση των συγ­κεν­τρώ­σε­ων της κρε­α­τι­νί­νης στον ο­ρό πα­ράλ­λη­λα με χα­μη­λές συγ­κεν­τρώ­σεις κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο αί­μα ή το πλά­σμα εί­ναι εν­δεί­ξεις ε­πι­κεί­με­νης α­πόρ­ρι­ψης του μο­σχεύ­μα­τος. 

Με­ρι­κοί κλι­νι­κοί συ­νι­στούν γε­νι­κά η κυ­κλο­σπο­ρί­νη να δι­α­κό­πτε­ται και να χο­ρη­γεί­ται α­ζα­θει­ο­πρί­νη σε συν­δυα­σμό με κορ­τι­κο­ει­δή σε α­σθε­νείς που δεν α­νέ­χον­ται την κυ­κλο­σπο­ρί­νη (π.χ. λό­γω νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τας) ή εμ­φα­νί­ζουν ανθεκτική α­πόρ­ρι­ψη του μο­σχεύ­μα­τος. Η με­τά­πτω­ση στη θε­ρα­πεί­α με α­ζα­θει­ο­πρί­νη και κορ­τι­κο­ει­δή συ­νή­θως ο­δη­γεί σε ελάττωση των συγ­κεν­τρώ­σε­ων της κρε­α­τι­νί­νης στον ο­ρό.

β)  Με­τα­μό­σχευ­ση ή­πα­τος : Ο συν­δυα­σμός της κυ­κλο­σπο­ρί­νης με χα­μη­λές δό­σεις πρεδ­νι­ζό­νης αυ­ξά­νει την 12μηνη ε­πι­βί­ω­ση στο 60-80% των ε­νη­λί­κων και παι­δι­ών με αλ­λο­με­τα­μό­σχευ­ση ή­πα­τος. Πάν­τως, η αν­τα­πό­κρι­ση ποι­κίλ­λει και ε­ξαρ­τά­ται α­πό την υ­πο­κεί­με­νη κα­τά­στα­ση του α­σθε­νούς και το θε­ρα­πευ­τι­κό σχή­μα με α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κά. Οι λή­πτες μο­σχευ­μά­των ή­πα­τος που παίρ­νουν κυ­κλο­σπο­ρί­νη έ­χουν μει­ω­μέ­νη συ­χνό­τη­τα με­τεγ­χει­ρη­τι­κών λοι­μώ­ξε­ων, συγ­κρι­τι­κά με αυ­τούς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με άλ­λα α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κά.

γ)  Αλ­λο­με­τα­μό­σχευ­ση καρ­διάς : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να πα­ρα­τεί­νει την διά­ρκεια ζω­ής του μο­σχεύ­μα­τος και των ληπτών καρ­δια­κών αλ­λο­μο­σχευ­μά­των. Ε­χει χρη­σι­μο­ποι­η­θεί ταυ­τό­χρο­να με μι­κρές δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών για να μει­ω­θεί η συ­χνό­τη­τα και βα­ρύ­τη­τα των ε­πει­σο­δί­ων της α­πόρ­ρι­ψης και να δι­ευ­κο­λύ­νει την πρώϊμη α­πο­κα­τά­στα­ση του α­σθε­νούς με­τά την με­τα­μό­σχευ­ση. Η 2ετής διά­ρκεια ζω­ής σε λή­πτες αλ­λο­μο­σχευ­μά­των καρ­διάς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με κυ­κλο­σπο­ρί­νη α­νέρ­χε­ται σε 77%, σε σύγ­κρι­ση με 58% στους α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό της α­ζα­θει­ο­πρί­νης με κορ­τι­κο­ει­δή.

δ)   Συν­δυ­α­σμέ­νη με­τα­μό­σχευ­ση καρ­διάς-πνεύ­μο­να : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη έ­χει χρη­σι­μο­ποι­η­θεί σε με­γά­λο α­ριθ­μό α­σθε­νών, με ε­ξί­σου κα­λά α­πο­τε­λέ­σμα­τα.

5.9.26.2   ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΜΥΕΛΟΥ ΟΣΤΩΝ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :

  • Πρό­λη­ψη α­πόρ­ρι­ψης μο­σχεύ­μα­τος μυ­ε­λού ο­στών
  • Πρό­λη­ψη ή θε­ρα­πεί­α της νό­σου μο­σχεύ­μα­τος έναντι του ξε­νι­στή

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ :

α)   Προ­φύ­λα­ξη α­πό την α­πόρ­ρι­ψη του μο­σχεύ­μα­τος : Σε λή­πτες μο­σχεύ­μα­τος μυ­ε­λού των ο­στών, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μει­ώ­νει την συ­χνό­τη­τα α­πόρ­ρι­ψης του μο­σχεύ­μα­τος την ο­φει­λό­με­νη σε σο­βα­ρή α­πλα­στι­κή α­ναι­μί­α (Hows JM et al, 1982). Στους α­σθε­νείς αυ­τούς, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη συ­νι­στά­ται να χο­ρη­γεί­ται σε πλή­ρεις δό­σεις του­λά­χι­στον ε­πί 9 μή­νες με­τά την με­τα­μό­σχευ­ση για να α­πο­φευ­χθεί ό­ψι­μη α­πόρ­ρι­ψη του μο­σχεύ­μα­τος λόγω πρόωρης διακοπής του φαρ­μά­κου.

β)  Πρό­λη­ψη ο­ξεί­ας νό­σου μο­σχεύ­μα­τος έ­ναν­τι του ξε­νι­στή : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη χο­ρη­γεί­ται μό­νη της ή σε συν­δυα­σμό με με­θο­τρε­ξά­τη και πι­θα­νώς κορ­τι­κο­ει­δή. Ο συν­δυα­σμός της με με­θο­τρε­ξά­τη υ­πε­ρέ­χει της κυ­κλο­σπο­ρί­νης μό­νης της (Storb R, 1986). Η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση κορ­τι­κο­ει­δών με κυ­κλο­σπο­ρί­νη μει­ώ­νει την συ­χνό­τη­τα εμφάνισης ο­ξεί­ας νό­σου μο­σχεύ­μα­τος έ­ναν­τι του ξε­νι­στή, αλ­λά αυ­ξά­νει ση­μαν­τι­κά την συ­χνό­τη­τα των λοι­μώ­ξε­ων (Chao NJ et al, 1993).

Ε­άν εμ­φα­νι­σθεί σο­βα­ρή ο­ξεί­α νό­σος μο­σχεύ­μα­τος έ­ναν­τι του ξε­νι­στή στη διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας με κυ­κλο­σπο­ρί­νη, μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη σε με­γά­λες δό­σεις (2-10 mg/ kg/24ωρο). Ε­άν η κυ­κλο­σπο­ρί­νη δι­α­κο­πεί α­πό­το­μα, ι­δι­αί­τε­ρα τους πρώ­τους 1-3 μή­νες με­τά την με­τα­μό­σχευ­ση, η νό­σος μο­σχεύ­μα­τος έ­ναν­τι του ξε­νι­στή μπο­ρεί να υ­πο­τρο­πιά­σει. Ε­άν η κυ­κλο­σπο­ρί­νη δι­α­κο­πεί στη διά­ρκεια του 1ου τρι­μή­νου με­τά την με­τα­μό­σχευ­ση, συ­νι­στά­ται ε­πι­πρό­σθε­τη θε­ρα­πεί­α με κορ­τι­κο­ει­δή (π.χ. με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη 1-2 mg/kg).

γ)   Πρό­λη­ψη χρό­νιας νό­σου μο­σχεύ­μα­τος έ­ναν­τι του ξε­νι­στή : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη προ­λα­βαί­νει την χρό­νια νό­σο μο­σχεύ­μα­τος έ­ναν­τι του ξε­νι­στή. Τρείς έως 6 μή­νες με­τά την με­τα­μό­σχευ­ση, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη δι­α­κό­πτε­ται προ­ο­δευ­τι­κά σε δι­ά­στη­μα 2-3 μη­νών, ώ­στε να α­πο­φευ­χθεί υ­πο­τρο­πή της νό­σου. Ε­άν η νό­σος υ­πο­τρο­πιά­σει, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να χρεια­σθεί να επαναχορηγηθεί για δι­ά­στη­μα 2-3 ε­πι­πλέ­ον μη­νών σε δό­ση 5-10 mg/ kg.

δ)   Αλ­λο­με­τα­μό­σχευ­ση μυ­ε­λού ο­στών : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη α­πο­τε­λεί την α­νο­σο­κα­τα­στο­λή ε­κλο­γής στην πρό­λη­ψη της ο­ξεί­ας νό­σου του μο­σχεύ­μα­τος έ­ναν­τι του ξε­νι­στή σε λή­πτες μο­σχεύ­μα­τος μυ­ε­λού. Η α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τά της εί­ναι πα­ρό­μοι­α, αλλ΄ό­χι με­γα­λύ­τε­ρη, α­πό την με­θο­τρε­ξά­τη στην πρό­λη­ψη ή βελ­τί­ω­ση της ο­ξεί­ας νό­σου του μο­σχεύ­μα­τος έ­ναν­τι του ξε­νι­στή ή στην αύ­ξη­ση της ε­πι­βί­ω­σης σε λή­πτες μο­σχεύ­μα­τος μυ­ε­λού λό­γω λευ­χαι­μί­ας.

Ο συν­δυα­σμός της κυ­κλο­σπο­ρί­νης με με­θο­τρε­ξά­τη εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός στην πρό­λη­ψη ή βελ­τί­ω­ση της ο­ξεί­ας νό­σου μο­σχεύ­μα­τος έ­ναν­τι του ξε­νι­στή και πι­θα­νώς αυ­ξά­νει την ε­πι­βί­ω­ση συγ­κρι­τι­κά με την κυ­κλο­σπο­ρί­νη μό­νη της.

Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη εί­ναι ε­πί­σης α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή σε α­σθε­νείς με μέ­τρια έ­ως σο­βα­ρή ο­ξεί­α νό­σο μο­σχεύ­μα­τος έ­ναν­τι του ξε­νι­στή με­τά α­πό με­τα­μό­σχευ­ση μυ­ε­λού, πι­θα­νώς ε­ξί­σου με τα κορ­τι­κο­ει­δή. Τα κορ­τι­κο­ει­δή, σε συν­δυα­σμό με κυ­κλο­σπο­ρί­νη, θε­ω­ρούν­ται γε­νι­κά η αρ­χι­κή θε­ρα­πεί­α ε­κλο­γής της ο­ξεί­ας νό­σου μο­σχεύ­μα­τος έ­ναν­τι του ξε­νι­στή. 

2.5.9.27   ΝΟΣΟΣ KAWASAKI 

Έ­να παι­δί με ε­πι­θε­τι­κή νό­σο Kawasaki ανθεκτική στη θε­ρα­πεί­α με εν­δο­φλέ­βι­ες εγ­χύ­σεις α­νο­σο­σφαι­ρί­νης εί­χε ύ­φε­ση της νό­σου με τον συν­δυα­σμό κυ­κλο­σπο­ρί­νης με με­γά­λες δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών (Raman V et al, 2001).

2.5.9.28   ΑΡΤΗΡΙΟΣΚΛΗΡΥΝΣΗ

Η αρ­τη­ρι­ο­σκλή­ρυν­ση υ­πο­στη­ρί­ζε­ται ό­τι εί­ναι ή­πια, χρό­νια φλεγ­μο­νώ­δης νό­σος του αγ­γεια­κού δέν­δρου. Οι α­σθε­νείς με ΣΕΛ εμ­φα­νί­ζουν πρό­ω­ρα αρ­τη­ρι­ο­σκλη­ρυν­τι­κές ε­πι­πλο­κές, ό­πως στε­φα­νια­ία νό­σο και έμφραγμα του μυ­ο­καρ­δί­ου (Ward MM, 1999).

Σε λή­πτες μο­σχευ­μά­των, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να κα­θυ­στε­ρή­σει την εμ­φά­νι­ση των σο­βα­ρών ε­πι­πλο­κών της αρ­τη­ρι­ο­σκλή­ρυν­σης της καρ­διάς και του αγ­γεια­κού δέν­δρου (Andersen HO et al, 1994). Σύμ­φω­να με πει­ρα­μα­τι­κές με­λέ­τες, μπο­ρεί να α­σκεί κα­τα­σταλ­τι­κή δρά­ση στην α­πό­πτω­ση κα­τά της LDL (χα­μη­λής πυ­κνό­τη­τας λι­πο­πρω­τεΐνη) και του TNF-β1 ή της αγ­γει­ο­τεν­σί­νης ΙΙ στα εν­δο­θη­λια­κά κύτ­τα­ρα (Walter DH et al, 1998).

2.5.9.29   ΔΙΑΜΕΣΗ ΠΝΕΥΜΟΝΟΠΑΘΕΙΑ

Σύμ­φω­να με αρ­κε­τές πε­ρι­γρα­φές πε­ρι­πτώ­σε­ων, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη βελ­τι­ώ­νει ση­μαν­τι­κά την πνευ­μο­νι­κή λει­τουρ­γί­α, τον κο­ρε­σμό του ο­ξυ­γό­νου των ε­ρυ­θρών αι­μο­σφαι­ρί­ων και, σε με­ρι­κές πε­ρι­πτώ­σεις, α­κό­μα και την δι­α­χυ­τι­κή ι­κα­νό­τη­τα σε α­σθε­νείς με δι­ά­με­ση πνευ­μο­νί­τι­δα συν­δε­ό­με­νη με ΡΑ, ΣΕΛ, σύν­δρο­μο Sjogren και δερ­μα­το­μυ­ο­σί­τι­δα/πο­λυ­μυ­ο­σί­τι­δα, ό­χι ό­μως συ­στη­μα­τι­κή σκλη­ρο­δερ­μί­α (Ryu JH et al, 1998).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί σαν φάρ­μα­κο πρώ­της ε­κλο­γής σε α­σθε­νείς με δι­ά­με­ση πνευ­μο­νο­πά­θεια συν­δε­ό­με­νη με ό­λα τα αυ­το­ά­νο­σα, πλην της συστηματικής σκλη­ρο­δερ­μί­ας, νο­σή­μα­τα.

2.5.9.30   ΜΟΡΦΕΑ

Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, σε μι­κρές δό­σεις, βελ­τί­ω­σε ση­μαν­τι­κά 2 α­σθε­νείς με σο­βα­ρή, τα­χέ­ως ε­ξε­λισ­σό­με­νη, α­να­πη­ρι­κή μορ­φέ­α ανθεκτική σε άλλα φάρμακα (γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή, ΜΣΑΦ, κ.ά.) (Pe-ter RU et al, 1991).

5.9.31   ΝΕΦΡΩΣΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ

Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή στο νε­φρω­σι­κό σύν­δρο­μο: α) το ε­ξαρ­τώ­με­νο α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή ή αν­θε­κτι­κό στα κορ­τι­κο­ει­δή, σε ε­νή­λι­κες και παι­διά, και β) στο ο­φει­λό­με­νο σε σπει­ρα­μα­τι­κά νο­σή­μα­τα (ό­πως η νε­φρο­πά­θεια ε­λα­χί­στων αλ­λοι­ώ­σε­ων, η ε­στια­κή και τμη­μα­τι­κή σπει­ρα­μα­το­σκλή­ρυν­ση και η μεμ­βρα­νώ­δης σπει­ρα­μα­το­νε­φρί­τι­δα).

Στο νε­φρω­σι­κό σύν­δρο­μο, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπo­ρεί v­α προ­κα­λέ­σει ύ­φε­ση ή να την δι­α­τη­ρή­σει. Μπo­ρεί α­κό­μη v­α δι­α­τη­ρή­σει τηv ύ­φε­ση τηv πρo­κα­λo­ύ­με­v­η α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή, ε­πι­τρέ­πo­v­τας τηv δι­α­κo­πή τωv κορ­τι­κο­ει­δών.

2.5.10   ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

O­ι α­v­ε­πι­θύ­μη­τες ε­v­έρ­γει­ες της κυκλοσπορίνης εί­v­αι δo­σo­ε­ξαρ­τώ­με­v­ες και α­v­τα­πo­κρί­v­o­v­ται σε μεί­ω­ση της δo­σo­λo­γί­ας. Η σοβαρότερη α­νε­πι­θύ­μη­τη ε­νέρ­γεια εί­ναι η δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νη και α­να­στρέ­ψι­μη αύ­ξη­ση της ου­ρί­ας και της κρε­α­τι­νί­νης του ο­ρού τις πρώ­τες ε­βδο­μά­δες της θεραπείας. Σπα­νιό­τε­ρα μπο­ρεί να εμ­φα­νι­σθούν ι­στο­λο­γι­κές νεφρικές αλ­λοι­ώ­σεις (π.χ. δι­ά­με­ση ί­νω­ση) κα­τά την μα­κρο­χρό­νια χο­ρή­γη­ση.

Οι συ­χνό­τε­ρες α­νε­πι­θύ­μη­τες ε­νέρ­γει­ες της κυκλοσπορίνης σε λή­πτες μο­σχευ­μά­των εί­v­αι υ­περ­τρί­χω­ση, τρό­μoς, υ­πέρ­τα­ση (ι­δί­ως σε λή­πτες μο­σχευ­μά­των καρ­διάς), η­πα­τι­κή δυσ­λει­τo­υρ­γί­α, κό­πω­ση, υ­περ­τρo­φί­α τωv o­ύ­λωv, γα­στρε­v­τε­ρι­κές δι­α­τα­ρα­χές (α­v­o­ρε­ξί­α, v­αυ­τί­α, έ­με­τo­ι, δι­άρ­ρo­ια) και αί­σθη­μα καύ­σo­υ στα χέ­ρια και στα πό­δια (συ­v­ή­θως στη διά­ρκεια της πρώ­της ε­βδo­μά­δας της θε­ρα­πεί­ας). Εί­ναι συ­νή­θως δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νες και α­να­στρέ­ψι­μες με­τά α­πό μεί­ω­ση της δό­σης ή δι­α­κο­πή της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

2.5.10.1   ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗΣ

  • Η­λι­κί­α >65 ε­τών
  • Ε­λεγ­χό­με­νη υ­πέρ­τα­ση
  • Ταυ­τό­χρο­νη θε­ρα­πεί­α με άλ­λα φάρ­μα­κα (κε­το­κο­να­ζό­λη, φλου­κο­να­ζό­λη, τρι­με­θο­πρί­μη, ε­ρυ­θρο­μυ­κί­νη, βε­ρα­πα­μί­λη, διλ­τι­α­ζέ­μη, ΜΣΑΦ, αν­τι­ε­πι­λη­πτι­κά)
  • Ταυ­τό­χρο­νη ή προ­η­γη­θεί­σα θε­ρα­πεί­α με αλ­κυ­λι­ω­τι­κούς πα­ρά­γον­τες (π.χ. κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη)
  • Θε­ρα­πεί­α με πει­ρα­μα­τι­κά φάρ­μα­κα 3 μή­νες πριν α­πό την έ­ναρ­ξη της θε­ρα­πεί­ας με κυ­κλο­σπο­ρί­νη
  • Προ­κα­κο­ή­θεις κα­τα­στά­σεις (λευ­κο­πλα­κί­α, μο­νο­κλω­νι­κή πα­ρα­πρω­τε­ϊ­ναι­μί­α, μυ­ε­λο­δυ­σπλα­στι­κά σύν­δρο­μα, δυ­σπλα­στι­κοί σπί­λοι) 
  • Ε­νερ­γός λοί­μω­ξη (μπο­ρεί να α­παι­τή­σει προ­σω­ρι­νή δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου) 

2.5.10.2   ΤΥΠΟΙ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗΣ

1.   ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Ε­πι­γα­στρι­κός καύ­σος
  • Ναυ­τί­α
  • Δι­άρ­ροι­α
  • Δυ­σκοι­λι­ό­τη­τα
  • Ξη­ρο­στο­μί­α
  • Πε­ρι­στο­μα­τι­κή ευ­αι­σθη­σί­α (Daley TD and Wysocki GP, 1984)

2.   ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Θρομ­βο­πε­νί­α
  • Α­ναι­μί­α - ε­πι­δεί­νω­ση προ­ϋ­πάρ­χου­σας α­ναι­μί­ας
  • Ε­πί­στα­ξη

3.   ΑΠΟ ΤΟ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Α­συμ­πτω­μα­τι­κή υ­πέρ­τα­ση
  • Αύ­ξη­ση κρε­α­τι­νί­νης ο­ρού
  • Μι­κρο­σκο­πι­κή αι­μα­του­ρί­α - ή­πια κυ­λιν­δρου­ρί­α
  • Συ­χνου­ρί­α
  • Κα­τα­κρά­τη­ση ού­ρων
  • Αύ­ξη­ση της α­πο­βο­λής της β2-μι­κρο­σφαι­ρί­νης α­πό τα ού­ρα, α­κό­μα και 9 μή­νες με­τά την δι­α­κο­πή της κυ­κλο­σπο­ρί­νης, έν­δει­ξη ε­ξα­σθέ­νη­σης της σω­λη­να­ρια­κής λει­τουρ­γί­ας
  • Αύ­ξη­ση της α­πο­βο­λής της καλ­λι­κρεΐνης και της λευ­κω­μα­τί­νης α­πό τα ού­ρα
  • Αύ­ξη­ση δρα­στη­ρι­ό­τη­τας β-Ν-α­κε­τυ­λο-D-γλυ­κο­ζα­μι­νι­δά­σης στα ού­ρα

4.   ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ-ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ

  • Υ­περ­τρο­φί­α ού­λων
  • Υ­περ­τρί­χω­ση
  • Θυ­λα­κί­τι­δα
  • Αί­σθη­μα καύ­σου, α­λω­πε­κί­α και αγ­γει­ο­-οί­δη­μα (σε α­σθε­νείς με ΣΕΛ) 
  • Ε­ξάν­θη­μα, κνη­σμός

5.   ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ-ΜΥΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Τρό­μος ά­κρων
  • Κε­φα­λαλ­γί­ες
  • Μυ­ο­πά­θεια
  • Ο­ξεί­α εγ­κε­φα­λο­πά­θεια
  • Α­κού­σιος τρό­μος (22%)
  • Σπα­σμοί
  • Παρ­κιν­σο­νι­σμός, σ΄έ­ναν α­σθε­νή με με­τα­μό­σχευ­ση νε­φρού (Kim HC et al, 2002) 
  • Σύγ­χυ­ση και α­πο­προ­σα­να­το­λι­σμός
  • Εκ­φρα­στι­κή α­φα­σί­α
  • Α­τα­ξί­α
  • Κα­τά­θλι­ψη
  • Μα­νί­α
  • Πε­ρι­φε­ρι­κή νευ­ρο­πά­θεια
  • Κώ­μα
  • Σπα­στι­κό­τη­τα
  • Πά­ρε­ση
  • Δι­α­τα­ρα­χές κί­νη­σης και ο­μι­λί­ας
  • Κα­τα­κρά­τη­ση ού­ρων
  • Αι­μορ­ρα­γί­α ΚΝΣ
  • Άγ­χος
  • Ά­ση­πτη μη­νιγ­γί­τι­δα
  • Προ­ο­δευ­τι­κή πο­λυ­ε­στια­κή λευ­κο­εγ­κε­φα­λο­πά­θεια
  • Αλαλία(Bird GL et al, 1990)
  • Ο­πτι­κές ψευ­δαι­σθή­σεις (Noll RB and Kulkarni R, 1984; Vazquez de Prada JA et al, 1990)
  • Πε­ρι­φε­ρι­κή α­πο­μυ­ε­λί­νω­ση (Berden JH et al, 1985; De Groen PC et al, 1987)
  • Ψευ­δο­βολ­βώ­δης πα­ρά­λυ­ση (Bird GL et al, 1990)
  • Α­μνη­σί­α (Atkinson K et al, 1984)
  • Στο­μα­το­προ­σω­πι­κή δυ­σκι­νη­σί­α (Bird GL et al, 1990)
  • Λή­θαρ­γος
  • Καυ­στι­κές πα­ραι­σθη­σί­ες παλ­μών και πελ­μά­των
  • Ε­ξά­ψεις
  • Θό­λω­ση ό­ρα­σης
  • Εγ­κε­φα­λι­κός ψευ­δο-όγ­κος (Cruz OA et al, 1996)

6.   ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Καρ­δι­αγ­γεια­κές δι­α­τα­ρα­χές
  • Αυ­ξη­μέ­νος κίν­δυ­νος θρομ­βω­τι­κών ε­πι­πλο­κών (de Prost Y et al, 1988)

7.   ΑΛΛΕΣ (ΣΠΑΝΙΟΤΕΡΕΣ) :

  • Πα­ρο­δι­κή αι­μω­δί­α δα­κτύ­λων
  • Α­πώ­λεια ό­ρε­ξης
  • Κό­πω­ση
  • Υ­περ­κα­λι­αι­μί­α
  • Υ­πο­μα­γνη­σι­αι­μί­α
  • Υ­περ­τρο­φί­α μα­στών
  • Γρι­πώ­δης κα­τά­στα­ση
  • Κολ­πί­τι­δα
  • Αύ­ξη­ση τραν­σα­μι­να­σών και χο­λε­ρυ­θρί­νης
  • Δυ­σμορ­φί­α προ­σώ­που
  • Λοι­μώ­ξεις
  • Κα­τα­κρά­τη­ση υ­γρών
  • Υ­πε­ρου­ρι­χαι­μί­α
  • Ρευ­μα­το­ει­δή ο­ζί­δια : Ε­χουν α­να­φερ­θεί σε α­σθε­νείς με ΡΑ, αλ­λά η συ­σχέ­τι­σή τους με την κυ­κλο­σπο­ρί­νη δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί (Spadaro A et al, 1994).

2.5.10.2.1   ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Ναυ­τί­α, έ­με­τοι, ε­πι­γα­στρι­κή δυ­σα­νε­ξί­α και κοι­λια­κός πό­νος : Πα­ρα­τη­ρούν­ται σε με­γά­λη συ­χνό­τη­τα (50-75%), α­κό­μα και σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με χα­μη­λές δό­σεις κυ­κλο­σπο­ρί­νης (Tugwell P et al, 1987b; Dougados M et al, 1988a). Η γα­στρεν­τε­ρι­κή δυ­σα­νε­ξί­α εί­ναι έ­νας α­πό τους συ­χνό­τε­ρους λό­γους πρό­ω­ρης δι­α­κο­πής του φαρ­μά­κου.

Κα­τ' άλ­λους, οι γα­στρεν­τε­ρι­κές ε­πι­πλο­κές της κυ­κλο­σπο­ρί­νης εί­ναι συ­νή­θως πα­ρο­δι­κές και δεν ε­πη­ρε­ά­ζουν την θε­ρα­πεί­α (Ludwin D and Alevopordon L, 1993).

Κο­λί­τι­δα, σε συν­δυα­σμό με ε­κλε­κτι­κή α­νε­πάρ­κεια της IgA (Murphy EA et al, 1993), ε­νί­ο­τε θα­να­τη­φό­ρα (Innes A et al, 1988).

2.5.10.2.2   ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ-ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ

Υ­περ­τρί­χω­ση : Εί­ναι δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νη και πα­ρα­τη­ρεί­ται στο 80% των α­σθε­νών, συ­χνό­τε­ρα στα παι­διά. Συ­νί­στα­ται σε αύ­ξη­ση του τρι­χώ­μα­τος ή τε­λι­κή αύ­ξη­ση της α­νά­πτυ­ξης των τρι­χών του προ­σώ­που, του κορ­μού ή των ά­κρων. Εμ­φα­νί­ζε­ται συ­νή­θως 8 ε­βδο­μά­δες με­τά την έ­ναρ­ξη και υ­πο­χω­ρεί προ­ο­δευ­τι­κά με την δι­α­κο­πή, της κυκλοσπορίνης. O­φεί­λε­ται μάλ­λον σε ά­με­ση δρά­ση του φαρ­μά­κου στην α­νά­πτυ­ξη των τρι­χών.

Ε­ξάν­θη­μα, φυ­σα­λι­δώ­δους τύ­που, στα δά­κτυ­λα, τα πτε­ρύ­για των ώ­των, την γλώσ­σα και τον βλεν­νο­γό­νο του στό­μα­τος και αν­θο­κραμ­βο­ει­δείς εκ­βλα­στή­σεις στην ε­πι­γλωτ­τί­δα και τις φω­νη­τι­κές χορ­δές (Feldhoff CM et al, 1989).

Υ­πέρ­χρω­ση του δέρ­μα­τος, η ο­ποί­α υ­πο­χω­ρεί με την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου (Brady AJB and Wing AJ, 1989).

Υ­περ­τρο­φί­α των ού­λων : Α­να­πτύσ­σε­ται στο 25% των α­σθε­νών, ι­δι­αί­τε­ρα η­λι­κί­ας κά­τω των 20 ε­τών (Stiller CR et al, 1984; Daley TD et al, 1986). Εί­ναι πρώϊμη ε­πι­πλο­κή, ε­ξε­λίσ­σε­ται τα­χέ­ως και συν­δέ­ε­ται με κα­κή στο­μα­τι­κή υ­γι­ει­νή. Εμ­φα­νί­ζε­ται με­τά α­πό έ­ναν έ­ως αρ­κε­τούς μή­νες θε­ρα­πεί­ας με κυ­κλο­σπο­ρί­νη και κο­ρυ­φώ­νε­ται με­τά α­πό 12 μή­νες. Ε­νί­ο­τε συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό αυ­τό­μα­τες αι­μορ­ρα­γί­ες, ε­ρυ­θρό­τη­τα, ευ­αι­σθη­σί­α, ε­ρύ­θη­μα και οί­δη­μα των ού­λων (Adams D and Davies G, 1984; Rostock M et al, 1986; Savage NW et al, 1987) και πε­ρι­ο­δον­τί­τι­δα.

Μηχανισμός : Πιθανώς υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α στο φάρ­μα­κο (Deliliers GL et al, 1986).

Ιστολογικά ευρήματα : Πά­χυν­ση του ε­πι­θη­λί­ου, πα­ρα­κε­ρά­τω­ση, α­κάν­θω­ση, ε­πι­μή­κυν­ση των θη­λών του χο­ρί­ου, αυ­ξη­μέ­νη αγ­γεί­ω­ση και φλεγ­μο­νώ­δεις δι­η­θή­σεις του συν­δε­τι­κού ι­στού κυ­ρί­ως α­πό πλα­σμα­το­κύτ­τα­ρα, λεμ­φο­κύτ­τα­ρα και μο­νο­κύτ­τα­ρα και αύ­ξη­ση του α­ριθ­μού των ι­νο­βλα­στών.

Θεραπεία : Η υ­περ­τρο­φί­α των ού­λων υ­πο­χω­ρεί συ­νή­θως με μεί­ω­ση της δό­σης της κυ­κλο­σπο­ρί­νης (π. χ. κα­τά 25%) και 6 μή­νες με­τά την δι­α­κο­πή της. Ε­άν η κυ­κλο­σπο­ρί­νη εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη, μπο­ρεί να συ­νε­χι­σθεί με κα­λή στο­μα­τι­κή υ­γι­ει­νή και κα­θα­ρι­σμό των ο­δόν­των, χλω­ρε­ξι­δί­νη (Page EH et al, 1986; Savage NW et al, 1987) και ί­σως χει­ρουρ­γι­κή α­φαί­ρε­ση των υ­περ­τρο­φι­κών ι­στών (Bennett JA and Christian JM, 1985).

Σε λή­πτες μο­σχευ­μά­των, η α­ζι­θρο­μυ­κί­νη, χο­ρη­γού­με­νη per os ε­πί 4-5 η­μέ­ρες, μπο­ρεί να πε­ρι­ο­ρί­σει την υ­περ­τρο­φί­α των ού­λων από την κυκλοσπορίνη (Jucgla A et al, 1998).

2.5.10.2.3   ΑΠΟ ΤΟ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ 

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η συ­χνό­τη­τα των νε­φρι­κών ε­πι­πλο­κών της κυ­κλο­σπο­ρί­νης δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί, δε­δο­μέ­νου ό­τι οι συ­χνό­τε­ρες ι­στο­λο­γι­κές νε­φρι­κές αλ­λοι­ώ­σεις οι συν­δε­ό­με­νες με την χρή­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης (σω­λη­να­ρια­κή α­τρο­φί­α και δι­ά­με­ση ί­νω­ση) δεν εί­ναι ει­δι­κές και μπο­ρεί να προ­ϋ­πάρ­χουν στους νε­φρούς α­σθε­νών που ου­δέ­πο­τε έ­χουν θεραπευθεί με κυ­κλο­σπο­ρί­νη. Α­κό­μα, κά­θε προ­ϋ­πάρ­χου­σα νε­φρι­κή βλά­βη, ι­δι­αί­τε­ρα ό­ταν α­φο­ρά το αγ­γεια­κό δέν­δρο και το δι­ά­στη­μα με­τα­ξύ σω­λη­να­ρί­ων-δι­ά­με­σου ι­στού, μπο­ρεί να συγ­κα­λύ­ψει τις νε­φρι­κές αλ­λοι­ώ­σεις τις σχε­τι­ζό­με­νες με την κυ­κλο­σπο­ρί­νη.

Σε λή­πτες μο­σχευ­μά­των καρ­διάς ή πνεύ­μο­να, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη προ­λα­βαί­νει την καρ­δια­κή αγ­γει­ο­πά­θεια, χω­ρίς να ε­πι­βα­ρύ­νει την νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α (Klauss V et al, 2000). Κατ΄άλ­λους, προ­κα­λεί νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια τε­λι­κού στα­δί­ου στο 8-10% των λη­πτών μο­σχεύ­μα­τος καρδιάς ή/και πνεύ­μο­να και, συ­χνά, χρό­νια νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια (Nizze H et al, 1988; Myers BD and Newton L, 1991; Zaltzman J et al, 1992).

Στα αυ­το­ά­νο­σα νο­σή­μα­τα, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη εί­ναι λι­γό­τε­ρο νε­φρο­το­ξι­κή ε­πει­δή χρη­σι­μο­ποι­εί­ται σε μι­κρό­τε­ρες δό­σεις (Myers BD and Newton L, 1991; Pei Y et al, 1994). Στη ρευ­μα­το­ει­δή αρ­θρί­τι­δα, χο­ρη­γού­με­νη μα­κρο­χρό­νια στις συ­νι­στώ­με­νες δό­σεις (αρ­χι­κή δό­ση 2.5-3.5 mg/kg-1, μέ­γι­στη, 5 mg/kg-1), δεν φαί­νε­ται να εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο νε­φρο­το­ξι­κή απ΄ αυ­τή κα­θαυ­τή την νό­σο (Landewe RBM et al, 1996; Rodriguez F et al, 1996).

ΠΡΟΔΙΑΘΕΣΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ : Οι νε­φρι­κές ε­πι­πλο­κές της κυ­κλο­σπο­ρί­νης εί­ναι δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νες (Thiel G et al, 1983; Mi­hatsch MJ et al, 1985). Προ­δι­α­θε­σι­κοί πα­ρά­γον­τες εί­ναι η η­λι­κί­α, νε­φρο­το­ξι­κά φάρ­μα­κα και πι­θα­νώς ε­ξα­το­μι­κευ­μέ­νη φαρ­μα­κευ­τι­κή υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α (Mihatsch MJ et al, 1986).

ΤΥΠΟΙ ΝΕΦΡΙΚΩΝ ΕΠΙΠΛΟΚΩΝ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗΣ : Οι νε­φρι­κές ε­πι­πλο­κές της κυ­κλο­σπο­ρί­νης μπο­ρεί να τα­ξι­νο­μη­θούν σε 2 με­γά­λες υ­πο-ο­μά­δες : τις λει­τουρ­γι­κές δι­α­τα­ρα­χές και τις μορ­φο­λο­γι­κές αλ­λοι­ώ­σεις.

1)   ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ :

  • Σω­λη­να­ρια­κή δυσ­λει­τουρ­γί­α
  • Αγ­γεια­κή δυσ­λει­τουρ­γί­α

2)   ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ :

  • Σω­λη­να­ρια­κές αλ­λοι­ώ­σεις (εγ­γύς σω­λη­νά­ριο)
  • Αγ­γεια­κές - δι­ά­με­σες αλ­λοι­ώ­σεις (προ­σα­γω­γό αρ­τη­ρι­ό­λιο)

2.5.10.2.3.1   ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

Χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται α­πό εκ­δη­λώ­σεις ο­φει­λό­με­νες τό­σο σε σω­λη­να­ρια­κή, ό­σο και αγ­γεια­κή, δυσ­λει­τουρ­γί­α, ε­νώ μι­κρο­σκο­πι­κές νε­φρι­κές αλ­λοι­ώ­σεις α­που­σιά­ζουν (Mihatsch MJ et al, 1985). Εμ­φα­νί­ζον­ται α­κό­μα και ό­ταν η κυ­κλο­σπο­ρί­νη εί­ναι σε ε­λά­χι­στες θε­ρα­πευ­τι­κές συγ­κεν­τρώ­σεις ή  χο­ρη­γεί­ται σε θε­ρα­πευ­τι­κές δό­σεις και δεν συν­δέ­ον­ται με ι­δι­αί­τε­ρες μορ­φο­λο­γι­κές νε­φρι­κές αλ­λοι­ώ­σεις.

ΤΥΠΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ :

α)   Σω­λη­να­ρια­κή δυσ­λει­τουρ­γί­α : Εκ­δη­λώ­νε­ται με ε­λάτ­τω­ση του μα­γνη­σί­ου και των συγ­κεν­τρώ­σε­ων των διτ­ταν­θρα­κι­κών και αύ­ξη­ση του κα­λί­ου και των συγ­κεν­τρώ­σε­ων του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος στον ο­ρό (Cohen DJ and Appel GB, 1992; Ludwin D and Alevopordon L, 1993).

β)   Αγ­γεια­κή δυσ­λει­τουρ­γί­α : Εκ­δη­λώ­νε­ται με αύ­ξη­ση της κρε­α­τι­νί­νης και της ου­ρί­ας στον ο­ρό και ε­λάτ­τω­ση της σπει­ρα­μα­τι­κής δι­ή­θη­σης και της νε­φρι­κής αι­μα­τι­κής ρο­ής και υ­πέρ­τα­ση έ­ως το 20% των α­σθε­νών. Αύ­ξη­ση της κρε­α­τι­νί­νης > 30% εί­ναι έν­δει­ξη δο­μι­κών νε­φρι­κών αλ­λοι­ώ­σε­ων.

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, χο­ρη­γού­με­νη ε­φά­παξ ενδοφλεβίως, μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει προ­σπει­ρα­μα­τι­κή αγ­γει­ο­σύ­σπα­ση (Murray BR et al, 1985; Xue H et al, 1987). Η δρά­ση αυ­τή μπο­ρεί να ερ­μη­νεύ­σει την αύ­ξη­ση της κρε­α­τι­νί­νης του ο­ρού, ό­πως και την σω­λη­να­ρια­κή δυσ­λει­τουρ­γί­α η ο­ποί­α υ­πο­δύ­ε­ται προ­νε­φρι­κή α­ζω­θαι­μί­α. Η συ­νε­πα­κό­λου­θη υ­πέρ­τα­ση ο­φεί­λε­ται πι­θα­νώς σε δι­ά­χυ­τη αγ­γει­ο­σύ­σπα­ση. 

2.5.10.2.3.2   ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Μορ­φο­λο­γι­κές νε­φρι­κές αλ­λοι­ώ­σεις α­να­πτύσ­σον­ται ό­ταν η κρε­α­τι­νί­νη αυ­ξη­θεί >100% α­πό τις βα­σι­κές τι­μές στη διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας με κυ­κλο­σπο­ρί­νη. Συ­νή­θως συγ­κα­λύ­πτουν τις λει­τουρ­γι­κές δι­α­τα­ρα­χές και μπο­ρεί να ε­πι­δει­νώ­σουν την νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α. Πα­λαι­ό­τε­ρα, εμ­φα­νί­ζον­ταν σε >50% των με­τα­μο­σχευ­μέ­νων νε­φρών α­σθε­νών θε­ρα­πευ­ό­με­νων με με­γά­λες δό­σεις κυ­κλο­σπο­ρί­νης (Mihatsch MJ et al, 1985). Με την χρή­ση μι­κρό­τε­ρων δό­σε­ων κυ­κλο­σπο­ρί­νης η συ­χνό­τη­τα των μορ­φο­λο­γι­κών αλ­λοι­ώ­σε­ων έ­χει μει­ω­θεί <10%, ε­νώ οι σω­λη­να­ρια­κές εί­ναι σπά­νι­ες.

Μο­ρο­φο­λο­γι­κές ι­στο­λο­γι­κές αλ­λοι­ώ­σεις σχε­τι­ζό­με­νες με την α­πόρ­ρι­ψη νε­φρι­κού μο­σχεύ­μα­τος, σπει­ρα­μα­το­νε­φρί­τι­δα, α­μυ­λο­εί­δω­ση, λοι­μώ­ξεις, υ­περ­τα­σι­κή αρ­τη­ρι­ο­λο­πά­θεια και την δρά­ση νε­φρο­το­ξι­κών φαρ­μά­κων (ό­πως τα α­ναλ­γη­τι­κά) έ­χουν παρατηρηθεί στη βι­ο­ψί­α με­τα­μο­σχευ­μέ­νων νε­φρών ή άλ­λων ορ­γά­νων, ό­πως και α­σθε­νών με αυ­το­ά­νο­σα νο­σή­μα­τα (Mihatsch MJ et al, 1986). Οι αλ­λοι­ώ­σεις αυ­τές δεν μπο­ρούν να δι­α­κρι­θούν α­πό τις μορ­φο­λο­γι­κές αλ­λοι­ώ­σεις τις συν­δε­ό­με­νες με την κυ­κλο­σπο­ρί­νη.

ΤΥΠΟΙ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΩΝ ΑΛΛΟΙΩΣΕΩΝ : Οι μορ­φο­λο­γι­κές αλ­λοι­ώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης μπο­ρούν να δι­α­κρι­θούν σε σω­λη­να­ρια­κές και σε αγ­γεια­κές - δι­ά­με­σες αλ­λοι­ώ­σεις.

α)   Σω­λη­να­ρια­κές αλ­λοι­ώ­σεις : Δι­α­φέ­ρουν α­πό τις λει­τουρ­γι­κές δι­α­τα­ρα­χές στο ό­τι συν­δυ­ά­ζον­ται με με­γα­λύ­τε­ρη αύ­ξη­ση της κρε­α­τι­νί­νης (>100% α­πό την βα­σι­κή τι­μή), ε­νώ ση­μαν­τι­κές εν­δεί­ξεις δυσ­λει­τουρ­γί­ας των εγ­γύς σω­λη­να­ρί­ων α­που­σιά­ζουν (Palestine AG et al, 1986).

Ο­φεί­λον­ται σε ά­με­ση σω­λη­να­ρια­κή βλά­βη α­πό την μη­τρι­κή κυ­ρί­ως έ­νω­ση, πα­ρά α­πό τους με­τα­βο­λί­τες της κυ­κλο­σπο­ρί­νης (Ryffel B et al, 1986), και α­να­πτύσ­σον­ται συ­νή­θως ό­ταν οι ε­λά­χι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης εί­ναι σε ε­πί­πε­δα >1.000 ng/ml* (Mihatsch MJ et al, 1985). Μπο­ρεί ό­μως να εμ­φα­νι­σθούν α­κό­μα και ό­ταν εί­ναι σε χα­μη­λό­τε­ρα ε­πί­πε­δα και συ­νυ­πάρ­χει ε­πι­πρό­σθε­τη νε­φρι­κή βλά­βη, ι­δι­αί­τε­ρα ι­σχαι­μί­α, και σε α­σθε­νείς που παίρ­νουν ταυ­τό­χρο­να νε­φρο­το­ξι­κά φάρ­μα­κα, εμ­φα­νί­ζουν α­πόρ­ρι­ψη με­τα­μο­σχευ­θέν­τος ορ­γά­νου (Mihatsch MJ et al, 1985) ή έ­χουν αυ­ξη­μέ­νη ευ­αι­σθη­σί­α στο φάρ­μα­κο (Mi­hatsch MJ et al, 1986).

* ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Τα ε­πί­πε­δα αυ­τά δεν χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται στην κλι­νι­κή πρά­ξη. Τα μέ­γι­στα προ­τει­νό­με­να ε­πί­πε­δα σε λή­πτες νε­φρι­κών μο­σχευ­μά­των εί­ναι 400 ng/ml την πρώ­τη με­τα­μο­σχευ­τι­κή πε­ρί­ο­δο και 200 ng/ml, στη συ­νέ­χεια.

Οι μορ­φο­λο­γι­κές σω­λη­να­ρια­κές αλ­λοι­ώ­σεις α­να­στρέ­φον­ται τα­χέ­ως, ε­νώ οι αγ­γεια­κές - δι­ά­με­σες μπο­ρεί να ο­δη­γή­σουν σε α­νε­πα­νόρ­θω­τη νε­φρι­κή βλά­βη.

β)   Αγ­γεια­κές – δι­ά­με­σες αλ­λοι­ώ­σεις : Εί­ναι οι συ­χνό­τε­ρες και ση­μαν­τι­κό­τε­ρες μορ­φο­λο­γι­κές νε­φρι­κές αλ­λοι­ώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης. Η ει­κό­να τους εί­ναι πα­ρό­μοι­α σε λή­πτες μο­σχευ­μά­των νε­φρού, ή­πα­τος, καρ­διάς ή μυ­ε­λού των ο­στών και με αυ­το­ά­νο­σα νο­σή­μα­τα και συγ­κα­λύ­πτει τις λει­τουρ­γι­κές δι­α­τα­ρα­χές (Palestine AG et al, 1986; Svenson K et al, 1986; Feutren G, 1988).

Οι αγ­γεια­κές (- δι­ά­με­σες) αλ­λοι­ώ­σεις σπά­νια πα­ρα­τη­ρούν­ται πριν α­πό τον 2ο μή­να, αλ­λά μπο­ρεί και στη διά­ρκεια της 1ης  ε­βδο­μά­δας (Neild GH et al, 1985; Leithner C et al, 1986), της θε­ρα­πεί­ας με κυ­κλο­σπο­ρί­νη. Η δι­ά­με­ση ί­νω­ση πα­ρα­τη­ρεί­ται συ­νή­θως 6 ή πε­ρισ­σό­τε­ρους μή­νες με­τά την έ­ναρ­ξη της θεραπείας με κυ­κλο­σπο­ρί­νη (Mihatsch MJ et al, 1985). Οι αλ­λοι­ώ­σεις αυ­τές πα­ρα­τη­ρούν­ται με­μο­νω­μέ­νες ή σε συν­δυα­σμό, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό το υ­πο­κεί­με­νο νό­ση­μα (Dische FE et al, 1988; Beaufils H et al, 1990).

ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ : 

  • Βρα­δεί­α προ­ο­δευ­τι­κή ε­πι­δεί­νω­ση της νε­φρι­κής λει­τουρ­γί­ας, η ο­ποί­α ο­δη­γεί σε υ­πέρ­τα­ση και αύ­ξη­ση του πα­ρά­γον­τα VIII και της αν­τι­θρομ­βί­νης ΙΙΙ στον ο­ρό (Huser B et al, 1984; Brown Z et al, 1986)
  • Αυ­ξη­μέ­νη ε­να­πό­θε­ση αι­μο­πε­τα­λί­ων (σε με­τα­μο­σχευ­θέν­τες νε­φρούς) (Leithner C et al, 1986)
  • Αι­μο­λυ­τι­κό-ου­ραι­μι­κό σύν­δρο­μο, κυ­ρί­ως σε λή­πτες μο­σχευ­μά­των (Beaufils H et al, 1990; Chat­terjee A and D' Souza RJ, 1997) και σπά­νια σε α­σθε­νείς με συ­στη­μα­τι­κή σκλη­ρο­δερ­μί­α (Zacha­riae H et al, 1992). Χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­πό α­ναι­μί­α, θρομ­βο­πε­νί­α, α­νω­μα­λί­ες της μορ­φο­λο­γί­ας των ε­ρυ­θρών αι­μο­σφαι­ρί­ων, αύ­ξη­ση των δι­κτυ­ο­κυτ­τά­ρων, υ­περ­πλα­σί­α του μυ­ε­λού των ο­στών και νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια.
  • Σπει­ρα­μα­τι­κοί ή/και αρ­τη­ρια­κοί θρόμ­βοι, αρ­τη­ρι­ο­λο­πά­θεια και δι­ά­με­ση ί­νω­ση (ται­νι­ω­τός τύ­πος) με σω­λη­να­ρια­κή α­τρο­φί­α.

ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Σε ε­λά­χι­στα σπει­ρά­μα­τα ή αγ­γεί­α α­νευ­ρί­σκε­ται ι­νι­κή στα αρ­τη­ρι­ό­λια ή τα σπει­ρά­μα­τα και θρόμ­βοι αι­μο­πε­τα­λί­ων. Θρόμ­βοι ι­νι­κής έ­χουν α­νευ­ρε­θεί στο 3% των λη­πτών νε­φρι­κών μο­σχευ­μά­των που έ­παιρ­ναν κυ­κλο­σπο­ρί­νη. Αρ­γό­τε­ρα, μπο­ρεί να πα­ρα­τη­ρη­θούν μεμ­βρα­νι­κοί ε­λι­κο­ει­δείς σχη­μα­τι­σμοί α­πό υ­πο­λείμ­μα­τα θρόμ­βων ι­νι­κής στον αγ­γεια­κό πό­λο των σπει­ρα­μά­των. Στο 25-50% των α­σθε­νών με θρόμ­βους ι­νι­κής συ­νυ­πάρ­χει και αρ­τη­ρι­ο­λο­πά­θεια (Landmann J et al, 1988).

Η σφρα­γί­δα της αγ­γεια­κής-δι­ά­με­σης βλά­βης α­πό την κυ­κλο­σπο­ρί­νη εί­ναι η αρ­τη­ρι­ο­λο­πά­θεια και η δι­ά­με­ση ί­νω­ση (ται­νι­ω­τός τύ­πος) με σω­λη­να­ρια­κή α­τρο­φί­α (Mihatsch MJ et al, 1985). Οι αγ­γεια­κές αλ­λοι­ώ­σεις κυ­ρια­ρχούν στο πε­ρι­φε­ρι­κό αγ­γεια­κό δέν­δρο και α­φο­ρούν σχε­δόν α­πο­κλει­στι­κά αρ­τη­ρι­ό­λια (προ­σα­γω­γά αγ­γεί­α) και αρ­τη­ρί­ες. Οι αλ­λοι­ώ­σεις μπο­ρεί να ε­κτεί­νον­ται μέ­χρι τον αγ­γεια­κό πό­λο του σπει­ρά­μα­τος και στο ση­μεί­ο δι­α­κλά­δι­σης των αρ­τη­ρι­ών σε αρ­τη­ρι­ό­λια.

Σε πε­ρι­πτώ­σεις σο­βα­ρής και μα­κρο­χρό­νια εγ­κα­τε­στη­μέ­νης αρ­τη­ρι­ο­λο­πά­θειας α­πό την κυ­κλο­σπο­ρί­νη, συ­νή­θως α­να­πτύσ­σε­ται ί­νω­ση του έ­σω αρ­τη­ρια­κού χι­τώ­να. Τε­λι­κά, οι αγ­γεια­κές αλ­λοι­ώ­σεις μπο­ρεί να ο­δη­γή­σουν σε πλή­ρη α­πό­φρα­ξη των αρ­τη­ρι­ο­λί­ων, τα ο­ποί­α ε­ξα­φα­νί­ζον­ται μέ­σα στον ι­νω­μέ­νο δι­ά­με­σο ι­στό. Και στους 2 τύ­πους βλά­βης των αρ­τη­ρι­ο­λί­ων μπο­ρεί να υ­πάρ­χουν ή­πι­ες αλ­λοι­ώ­σεις στα εν­δο­θη­λια­κά κύτ­τα­ρα και τις λεί­ες μυ­ϊ­κές ί­νες, ό­πως κε­νο­το­πί­ω­ση, κυτ­τα­ρι­κή νέ­κρω­ση και έγ­κλει­στα σω­μά­τια ο­φει­λό­με­να σε λυ­σο­σώ­μα­τα.

Η αρ­τη­ρι­ο­λο­πά­θεια α­πό την κυ­κλο­σπο­ρί­νη συ­νο­δεύ­ε­ται με ή α­κο­λου­θεί­ται α­πό δι­ά­με­ση ί­νω­ση. Α­νώ­μα­λες ε­στια­κές ή ται­νι­ω­τές πε­ρι­ο­χές ί­νω­σης στο δι­ά­με­σο ι­στό με α­τρο­φι­κά σω­λη­νά­ρια α­να­πτύσ­σον­ται στο νε­φρι­κό φλοι­ό, ε­νώ σω­λη­νά­ρια σε άλ­λες πε­ρι­ο­χές φαί­νον­ται φυ­σι­ο­λο­γι­κά. Στις ι­νω­τι­κές πε­ρι­ο­χές συ­χνά παρατηρούνται σποραδικές διηθήσεις α­πό μο­νο­πύ­ρη­να κύτ­τα­ρα. Οι αρ­τη­ρί­ες μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν ί­νω­ση του έ­σω αγ­γεια­κού χι­τώ­να και, ό­ταν υ­πάρ­χει προ­χω­ρη­μέ­νη δι­ά­με­ση ί­νω­ση και σω­λη­να­ρια­κή α­τρο­φί­α, οι σπει­ρα­μα­τι­κές αλ­λοι­ώ­σεις γί­νον­ται συ­χνό­τε­ρες και κυ­ρια­ρχούν (α­τρο­φί­α σπει­ρα­μά­των, το­πι­κή ε­στια­κή σπει­ρα­μα­το­σκλή­ρυν­ση). Αλ­λα ευ­ρή­μα­τα εί­ναι τυ­πι­κή αρ­τη­ρι­ο­λο­πά­θεια συν­δε­ό­με­νη με την κυ­κλο­σπο­ρί­νη και, συ­χνό­τε­ρα, πλή­ρως ου­λο­ποι­η­μέ­να αρ­τη­ρι­ό­λια ή ά­τυ­πες αλ­λοι­ώ­σεις στα αρ­τη­ρι­ό­λια.

Οι αγ­γεια­κές - δι­ά­με­σες αλ­λοι­ώ­σεις δεν εί­ναι ει­δι­κές της κυ­κλο­σπο­ρί­νης. Η αρ­τη­ρι­ο­λο­πά­θεια της κυ­κλο­σπο­ρί­νης έ­χει πο­λύ με­γά­λη ο­μοι­ό­τη­τα με την απαντώμενη σε α­σθε­νείς με θρομ­βω­τι­κή μι­κρο­αγ­γει­ο­πά­θεια που δεν παίρ­νουν κυ­κλο­σπο­ρί­νη. Δι­α­χω­ρί­ζε­ται συ­νή­θως εύ­κο­λα α­πό την υ­περ­τα­σι­κή ή την δι­α­βη­τι­κή αρ­τη­ρι­ο­λι­κή υ­α­λί­νω­ση, η οποία χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­πό ε­στια­κές ο­ζώ­δεις ε­να­πο­θέ­σεις μέ­σα σε ά­θι­κτο στρώ­μα λεί­ων μυ­ϊ­κών ι­νών. Αν­τί­θε­τα, στην αρ­τη­ρι­ο­λο­πά­θεια την συν­δε­ό­με­νη με την κυ­κλο­σπο­ρί­νη, οι ο­ζώ­δεις ε­να­πο­θέ­σεις αν­τι­κα­θι­στούν τα νε­κρω­μέ­να κύτ­τα­ρα των λεί­ων μυ­ϊ­κών ι­νών. Πάν­τως, σε προ­χω­ρη­μέ­νη υ­περ­τα­σι­κή ή δι­α­βη­τι­κή αρ­τη­ρι­ο­λο­πά­θεια ή σε ό­ψι­μα στά­δια ή­πι­ων τύ­πων αρ­τη­ρι­ο­λο­πά­θειας α­πό την κυ­κλο­σπο­ρί­νη, η δι­ά­κρι­ση με το κοι­νό μι­κρο­σκό­πιο μπο­ρεί να εί­ναι δύ­σκο­λη ή α­δύ­να­τη.

ΠΑΘΟΓΕΝΕΣΗ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ : Η πα­θο­γέ­νε­ση των αγ­γεια­κών-δι­ά­με­σων αλ­λοι­ώ­σε­ων της κυ­κλο­σπο­ρί­νης δεν έ­χει πλή­ρως κα­τα­νο­η­θεί. Σε πει­ρα­μα­τό­ζω­α και στον άν­θρω­πο, τα αγ­γει­ο­συ­σπα­σμέ­να προ­σα­γω­γά αγ­γεί­α εμ­φα­νί­ζουν πρω­το­πα­θή βλά­βη των εν­δο­θη­λια­κών κυτ­τά­ρων και των κυτ­τά­ρων των λεί­ων μυ­ϊ­κών ι­νών (Nizze H et al, 1988). Η βλά­βη αυ­τή μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε υ­πο­κλι­νι­κή και υ­πο­τρο­πι­ά­ζου­σα θρομ­βω­τι­κή μι­κρο­αγ­γει­ο­πά­θεια, η ο­ποί­α εκ­δη­λώ­νε­ται με αυ­ξη­μέ­νες ε­να­πο­θέ­σεις αι­μο­πε­τα­λί­ων με αυ­ξη­μέ­νη α­πέκ­κρι­ση θρομ­βο­ξά­νης α­πό τα ού­ρα, έν­δει­ξη α­πο­δό­μη­σης των αι­μο­πε­τα­λί­ων (Stahl RAK et al, 1985; Leithner C et al, 1986).

Η δι­ά­με­ση ί­νω­ση και η σω­λη­να­ρια­κή α­τρο­φί­α εί­ναι α­πο­τέ­λε­σμα χρό­νιας ι­σχαι­μι­κής βλά­βης του σω­λη­να­ρια­κού-δι­ά­με­σου δι­α­στή­μα­τος ο­φει­λό­με­νης στην αρ­τη­ρι­ο­λο­πά­θεια α­πό την κυ­κλο­σπο­ρί­νη (Mihatsch MJ et al, 1985; Myers BD, 1986).

Η αυ­ξα­νό­με­νη δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης συν­δέ­ε­ται με βα­ρύ­τε­ρες λει­τουρ­γι­κές και βι­ο­ψια­κές νε­φρι­κές αλ­λοι­ώ­σεις. Σε μι­κρό­τε­ρες αρ­χι­κές δό­σεις (π.χ. 2.5 mg/kg/24ωρο), τρο­πο­ποι­ού­με­νες στη συ­νέ­χεια ώ­στε να ε­λατ­τω­θεί η αύ­ξη­ση της κρε­α­τι­νί­νης, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη φαί­νε­ται ό­τι εί­ναι λι­γό­τε­ρο νε­φρο­το­ξι­κή, χω­ρίς να χά­σει την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τά της (Yocum E et al, 1988; Dou­gados M et al, 1989; Tugwell P et al, 1990).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη συν­δέ­ε­ται με δο­σοε­ξαρ­τώ­με­νη νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τα. Σε μι­κρές δό­σεις ή σε χα­μη­λά ε­πί­πε­δα, μπο­ρεί να μει­ώ­σει την σπει­ρα­μα­τι­κή δι­ή­θη­ση και την νε­φρι­κή αι­μα­τι­κή ρο­ή. Οι λει­τουρ­γι­κές αυ­τές δι­α­τα­ρα­χές υ­περ­κα­λύ­πτον­ται α­πό μορ­φο­λο­γι­κές αλ­λοι­ώ­σεις των εγ­γύς νε­φρι­κών σω­λη­να­ρί­ων και κυ­ρί­ως του αγ­γεια­κού-δι­ά­με­σου ι­στού, οι ο­ποί­ες α­να­πτύσ­σον­ται σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με με­γά­λες δό­σεις ή/και υ­ψη­λά ε­πί­πε­δα κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Η πι­θα­νό­τη­τα της α­νά­πτυ­ξης αγ­γεια­κών-δι­ά­με­σων αλ­λοι­ώ­σε­ων που ο­δη­γούν σε προ­ο­δευ­τι­κή νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια ε­ξαρ­τά­ται α­πό την δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης, ταυ­τό­χρο­νους πα­ρά­γον­τες κιν­δύ­νου και ε­ξα­το­μι­κευ­μέ­νη ευ­αι­σθη­σί­α στο φάρ­μα­κο.

2.5.10.2.3.3   ΝΕΦΡΟΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗΣ ΣΤΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ 

Σε λή­πτες μο­σχευ­μά­των ή σε α­σθε­νείς με αυ­το­ά­νο­σα νο­σή­μα­τα, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, εφ΄ό­σον χορηγείται σε δόσεις <10 mg/kg/24ωρο, δεν ε­πη­ρε­ά­ζει την νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α. Α­κό­μα ό­μως και αν, στις δό­σεις αυ­τές, προ­κα­λέ­σει αύ­ξη­ση της κρε­α­τι­νί­νης του ο­ρού, αυ­τή εί­ναι δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νη και α­να­στρέ­ψι­μη.

Στη ρευματοειδή αρθρίτιδα, η κυκλοσπορίνη, στις δό­σεις που χρησιμοποιούνται στη θε­ρα­πεί­α της (3-5 mg/kg/24 ωρο), μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει ή­πι­ες και πλή­ρως α­να­στρέ­ψι­μες αυ­ξή­σεις της κρε­α­τι­νί­νης του ο­ρού (Tugwell P et al, 1987b; Dougados M et al, 1988a; Dou­gados M et al, 1989; Tugwell P et al, 1990; Rodriguez F et al, 1996). Σε με­γά­λες ό­μως δό­σεις (10 mg/kg/24ωρο) προ­κα­λεί με­γα­λύ­τε­ρη και λι­γό­τε­ρο α­να­στρέ­ψι­μη αύ­ξη­ση της κρε­α­τι­νί­νης του ο­ρού (Berg KJ et al, 1986; Dijkmans BAC et al, 1987; Weinblatt ME et al, 1987; Boers M et al, 1988).

Πάν­τως, οι πά­σχον­τες α­πό ΡΑ έ­χουν με­γα­λύ­τε­ρη ε­πιρ­ρέ­πεια στην νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης πι­θα­νώς ε­πει­δή έ­χουν : α) συ­νή­θως με­γά­λη η­λι­κί­α, β) βα­ριά νό­σο, γ) θε­ρα­πευ­θεί ή θε­ρα­πεύ­ον­ται ταυ­τό­χρο­να με πολ­λά δυ­νη­τι­κά νε­φρο­το­ξι­κά φάρ­μα­κα (ΜΣΑΦ, ε­νέ­σι­μο χρυ­σό, D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη) (Boers M et al, 1990) και δ) συ­χνά προ­ϋ­πάρ­χου­σα νε­φρο­πά­θεια (Ludwin D et al, 1988; Hannedouche TP et al, 1990).

Σε α­σθε­νείς με ΡΑ, η νε­φρο­πά­θεια α­πό την κυ­κλο­σπο­ρί­νη εί­ναι δύ­σκο­λο να ε­κτι­μη­θεί, δε­δο­μέ­νου ό­τι οι νε­φρι­κές βλά­βες άλ­λο­τε εί­ναι μέ­τρι­ες ή βα­ρι­ές και άλ­λο­τε α­που­σιά­ζουν, δεν εί­ναι ει­δι­κές και μπο­ρεί να προ­ϋ­πάρ­χουν (ι­δι­αί­τε­ρα η δι­ά­με­ση ί­νω­ση και η ε­στια­κή σω­λη­να­ρια­κή α­τρο­φί­α), ι­δί­ως σε α­σθε­νείς που έ­χουν πάρει άλ­λα νε­φρο­το­ξι­κά φάρ­μα­κα. Σε μία μελέτη, α­πό τους 60 α­σθε­νείς με ΡΑ που έ­παιρ­ναν κυ­κλο­σπο­ρί­νη σε δό­σεις έ­ως 5 mg/kg/24ωρο για δι­ά­στη­μα έως και 87 μη­νών, κα­νείς δεν εμ­φά­νι­σε νε­φρι­κές βλά­βες συν­δε­ό­με­νες με την κυ­κλο­σπο­ρί­νη (Rodri­guez F, 1996).

Στην ψωριασική αρθρίτιδα, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη χο­ρη­γού­με­νη μα­κρο­χρό­νια, δεν εί­ναι νε­φρο­το­ξι­κή. Κα­τ' άλ­λους, οι ψω­ρι­α­σι­κοί α­σθε­νείς πρέ­πει να δι­α­κό­πτουν την κυ­κλο­σπο­ρί­νη με­τά α­πό 2 χρό­νια θε­ρα­πεί­ας ή να υ­πο­βάλ­λον­ται τα­κτι­κά σε ε­κτί­μη­ση της σπει­ρα­μα­τι­κής δι­ή­θη­σης και δι­α­δο­χι­κές νε­φρι­κές βι­ο­ψί­ες, δε­δο­μέ­νου ό­τι συ­χνά α­να­πτύσ­σουν νε­φρο­πά­θεια με υ­α­λί­νω­ση των αρ­τη­ρι­ο­λί­ων, ε­στια­κή δι­ά­με­ση ί­νω­ση και σπει­ρα­μα­το­σκλή­ρυν­ση (Zachariae H et al, 1997).

2.5.10.2.3.4   ΠΙΘΑΝΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΝΕΦΡΟΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗΣ

  • Δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νη μεί­ω­ση της νε­φρι­κής αι­μα­τι­κής ρο­ής, λό­γω αγ­γει­ο­συ­σταλ­τι­κής δρά­σης των εν­δο­νε­φρι­κών προ­στα­γλαν­δι­νών (Kahan BD, 1986), πι­θα­νώς δευ­τε­ρο­πα­θώς στην α­πε­λευ­θέ­ρω­ση εν­δο­θη­λί­νης ή θρομ­βο­ξά­νης α­πό αλ­λοι­ώ­σεις του εν­δο­θη­λί­ου.Στη, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μει­ώ­νει την σπει­ρα­μα­τι­κή δι­ή­θη­ση και την νε­φρι­κή αι­μα­τι­κή ρο­ή κα­τά 17-40% και 24-33%, αν­τί­στοι­χα, η ο­ποί­α και αν­τα­να­κλά­ται με ε­λάτ­τω­ση της κά­θαρ­σης της κρε­α­τι­νί­νης (Tugwell P et al, 1990). Α­κό­μα, ι­δι­αί­τε­ρα σε με­γά­λες δό­σεις, μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τους δεί­κτες σω­λη­να­ρια­κής βλά­βης (Berg KJ et al, 1989).
  • Αύ­ξη­ση της πα­ρα­γω­γής προ­κολ­λα­γό­νου
  • Λύ­ση της μεμ­βρά­νης των μι­το­χον­δρί­ων
  • Δι­α­τα­ρα­χές της πή­ξης (Skorecki KL et al, 1992).

2.5.10.2.3.5  ΠΑ­ΡΑ­ΓΟΝ­ΤΕΣ ΚΙΝ­ΔΥ­ΝΟΥ ΝΕ­ΦΡΟ­ΤΟ­ΞΙ­ΚΟ­ΤΗ­ΤΑΣ Α­ΠΟ ΤΗΝ ΚΥ­ΚΛΟ­ΣΠΟ­ΡΙ­ΝΗ

  • Η­λι­κί­α ασθενούς
  • Αύ­ξη­ση κρε­α­τι­νί­νης ο­ρού με­γα­λύ­τε­ρη α­πό τα προ­θε­ρα­πευ­τι­κά ε­πί­πε­δα
  • Δό­ση ή/και ε­πί­πε­δα κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο αί­μα
  • Υ­πέρ­τα­ση
  • Προ­ϋ­πάρ­χου­σα ή ε­πι­προ­στε­θεί­σα νε­φρι­κή βλά­βη
  • Ι­σχαι­μι­κή νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια
  • Α­κτι­νο­βό­λη­ση νε­φρών
  • Ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση νε­φρο­το­ξι­κών φαρ­μά­κων (π.χ. αν­τι­βι­ο­τι­κά, ΜΣΑΦ)
  • Υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α στα φάρ­μα­κα

Δό­ση : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, σε δό­σεις <5 mg/kg/24ωρο, δεν προ­κα­λεί σο­βα­ρές αγ­γεια­κές-δι­ά­με­σες αλ­λοι­ώ­σεις. Σε δό­σεις ό­μως 5-7.4 mg/kg/24ωρο και 7.5-19.9 mg/kg/24ωρο, η συ­χνό­τη­τα των αγ­γεια­κών-δι­ά­με­σων αλ­λοι­ώ­σε­ων αυ­ξά­νε­ται σε 13% και 29%, αν­τί­στοι­χα.

Προ­ϋ­πάρ­χου­σα κλι­νι­κή νε­φρο­πά­θεια : Εί­ναι συ­χνή σε α­σθε­νείς με μα­κρο­χρό­νια ΡΑ, ι­δι­αί­τε­ρα η­λι­κι­ω­μέ­νους, σαν α­πο­τέ­λε­σμα της χρό­νιας κα­τα­νά­λω­σης φαρ­μά­κων ή της νό­σου αυ­τής κα­θαυ­τής (Hannedouche TP et al, 1990).

Η­λι­κί­α α­σθε­νούς : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο νε­φρο­το­ξι­κή σε ά­το­μα η­λι­κί­ας > 60 ε­τών (Dougados M et al, 1989). Στα παι­διά, προ­κα­λεί λι­γό­τε­ρο συ­χνά αγ­γεια­κές-δι­ά­με­σες αλ­λοι­ώ­σεις, γι' αυ­τό και αυ­ξά­νει την κρε­α­τι­νί­νη λι­γό­τε­ρο α­π' ό, τι στους ε­νή­λι­κες. Πάν­τως, ο κίν­δυ­νος α­νά­πτυ­ξης αγ­γεια­κών-δι­ά­με­σων αλ­λοι­ώ­σε­ων σε α­σθε­νείς με έκ­πτω­ση της νε­φρι­κής λει­τουρ­γί­ας εί­ναι πα­ρό­μοι­ος τό­σο στα παι­διά, ό­σο και στους ε­νή­λι­κες.

Κρε­α­τι­νί­νη ο­ρού : Σε α­σθε­νείς με αυ­το­ά­νο­σα νο­σή­μα­τα, η συ­χνό­τη­τα των αγ­γεια­κών-δι­ά­με­σων αλ­λοι­ώ­σε­ων σχε­τί­ζε­ται με τον βαθ­μό της αύ­ξη­σης της κρε­α­τι­νί­νης του ο­ρού. Σε α­σθε­νείς με ψω­ρί­α­ση, ο ση­μαν­τι­κό­τε­ρος πα­ρά­γον­τας νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τας α­πό την κυ­κλο­σπο­ρί­νη εί­ναι η μέ­γι­στη αύ­ξη­ση της κρε­α­τι­νί­νης του ο­ρού (30% πά­νω α­πό την βα­σι­κή). Σχε­τι­κά υ­ψη­λά προ­θε­ρα­πευ­τι­κά ε­πί­πε­δα στον ο­ρό (90 μm­ol/L) συν­δέ­ον­ται με αυ­ξη­μέ­νη νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τα (Dijkmans BAC et al, 1987; Dougados M et al, 1989).

Τα ό­ρια α­σφα­λεί­ας της κρε­α­τι­νί­νης σε α­σθε­νείς που παίρ­νουν κυ­κλο­σπο­ρί­νη, πέ­ραν των ο­ποί­ων οι νε­φρι­κές βλά­βες δεν α­να­στρέ­φον­ται, δεν εί­ναι γνω­στά. Σε α­σθε­νείς με ΡΑ και άλ­λα αυ­το­ά­νο­σα νο­σή­μα­τα η αύ­ξη­ση της κρε­α­τι­νί­νης κα­τά 30% συγ­κρι­τι­κά με τις προ­θε­ρα­πευ­τι­κά ε­πί­πε­δα συν­δέ­ε­ται με α­να­στρέ­ψι­μες και λι­γό­τε­ρο σο­βα­ρές βι­ο­ψια­κές νε­φρι­κές αλ­λοι­ώ­σεις (Feutren G et al, 1992).

2.5.10.2.3.6   ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΝΕΦΡΟΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑΣ

ΜΕΤΡΗΣΗ ΚΡΕΑΤΙΝΙΝΗΣ ΟΡΟΥ/ΟΥΡΩΝ 24ΩΡΟΥ : Τα ε­πί­πε­δα στον ο­ρό και ο βαθ­μός της κά­θαρ­σης της κρε­α­τι­νί­νης δεν εί­ναι ευ­αί­σθη­τοι δεί­κτες της σπει­ρα­μα­τι­κής βλά­βης (Van Rijthoven AW et al, 1986; Boers M et al, 1988) και, σε α­σθε­νείς με ΡΑ, υ­πο­ε­κτι­μούν την μεί­ω­ση της σπει­ρα­μα­τι­κής δι­ή­θη­σης πε­ρί­που κα­τά 30% (Tegzess AM et al, 1988).

Η σπει­ρα­μα­τι­κή δι­ή­θη­ση μει­ώ­νε­ται κα­τά 50% πριν αυ­ξη­θούν τα ε­πί­πε­δα της κρε­α­τι­νί­νης στον ο­ρό (Ross EA et al, 1987). Γι' αυ­τό και, για να ε­κτι­μη­θεί α­ξι­ό­πι­στα ο βαθ­μός α­πο­βο­λής της κρε­α­τι­νί­νης, α­παι­τούν­ται 3 δι­α­δο­χι­κές ε­ξε­τά­σεις ού­ρων 24ώρου.

ΜΕΤΡΗΣΗ ΣΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΔΙΗΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΝΕΦΡΙΚΗΣ ΑΙΜΑΤΙΚΗΣ ΡΟΗΣ : Ε­πι­τρέ­πει α­κρι­βέ­στε­ρη ε­κτί­μη­ση της νε­φρι­κής λει­τουρ­γί­ας στη διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας με κυ­κλο­σπο­ρί­νη (Weinblatt M et al, 1991).

ΕΠΙΠΕΔΑ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗΣ ΣΤΟ ΑΙΜΑ : Η χρη­σι­μό­τη­τά τους στην πρό­λη­ψη της το­ξι­κό­τη­τας της κυκλοσπορίνης σε α­σθε­νείς με ΡΑ δεν έ­χει α­πο­δει­χθεί, αν και ε­νί­ο­τε η νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τα είναι προβλέψιμη με βά­ση τα ε­πί­πε­δα του φαρ­μά­κου στο αί­μα (Hannedouche TP et al, 1990; Feutren G et al, 1992). Γι' αυ­τό και αμ­φι­σβη­τεί­ται κα­τά πό­σον η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης πρέ­πει να τρο­πο­ποι­εί­ται με βά­ση τις με­τα­βο­λές της νε­φρι­κής λει­τουρ­γί­ας, πα­ρά με τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο πλά­σμα. Η αύ­ξη­ση των ε­πι­πέ­δων της κρε­α­τι­νί­νης δεν φαί­νε­ται να σχε­τί­ζε­ται με τα ε­πί­πε­δα του φαρ­μά­κου στο αί­μα (Dijkmans BAC et al, 1987).

ΝΕΦΡΙΚΗ ΒΙΟΨΙΑ : Η α­σφά­λεια της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στους νε­φρούς δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί, δεδομένου ότι δεν έ­χουν γί­νει πολ­λές νεφρικές βιοψίες σε α­σθε­νείς με ΡΑ θε­ρα­πευ­ό­με­νους μα­κρο­χρό­νια με κυ­κλο­σπο­ρί­νη. Στους α­σθε­νείς αυ­τους, η νε­φρι­κή βι­ο­ψί­α εν­δεί­κνυ­ται ό­ταν υ­πάρ­χει υ­πο­ψί­α μορ­φο­λο­γι­κών αλ­λοι­ώ­σε­ων που μπο­ρεί να βλά­ψουν την νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α (Lan-dewe RBM et al, 1996).

Νε­φρι­κή βι­ο­ψί­α δεν συ­νι­στά­ται σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κυ­κλο­σπο­ρί­νη ε­πί 2 χρό­νια σε δό­σεις <5 mg/kg/24ωρο που έ­χουν τρο­πο­ποι­η­θεί κα­τάλ­λη­λα σε πε­ρι­πτώ­σεις αύ­ξη­σης της κρε­α­τι­νί­νης του ο­ρού σε ε­πί­πε­δα >30% α­πό τα προ­θε­ρα­πευ­τι­κά. Πάν­τως, ο πραγ­μα­τι­κός κίν­δυ­νος της προ­ο­δευ­τι­κής νε­φρι­κής βλά­βης α­πό την κυ­κλο­σπο­ρί­νη πρέ­πει να σταθ­μί­ζε­ται με τους κιν­δύ­νους της νε­φρι­κής βι­ο­ψί­ας.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη συν­δέ­ε­ται με μό­νι­μη ή α­να­στρέ­ψι­μη δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νη νε­φρι­κή δυσ­λει­τουρ­γί­α. Οι ι­στο­λο­γι­κές νε­φρι­κές αλ­λοι­ώ­σεις συ­χνά α­να­πτύσ­σον­ται χω­ρίς να συ­νο­δεύ­ον­ται α­πό προ­ο­δευ­τι­κή αύ­ξη­ση της κρε­α­τι­νί­νης του ο­ρού, και το αν­τί­στρο­φο. Φαί­νε­ται ό­τι η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, α­κό­μα και σε χα­μη­λές δό­σεις, μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει ή­πι­ες έ­ως μέ­τριας βα­ρύ­τη­τας μορ­φο­λο­γι­κές νε­φρι­κές αλ­λοι­ώ­σεις. Οι αλ­λοι­ώ­σεις αυ­τές δεν α­παν­τών­ται σ' ό­λους τους α­σθε­νείς, δεν ε­ξε­λίσ­σον­ται πάν­το­τε και μπο­ρεί να αν­τα­να­κλούν ε­ξα­το­μι­κευ­μέ­νες δι­α­φο­ρές στην ευ­αι­σθη­σί­α στο φάρ­μα­κο.

Σε α­σθε­νείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, χο­ρη­γού­με­νη μα­κρο­χρό­νια σε χα­μη­λές δό­σεις, μο­λο­νό­τι μπο­ρεί να ε­ξα­σθε­νή­σει την νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α, δεν εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο νε­φρο­το­ξι­κή α­π' ό, τι η νό­σος αυ­τή κα­θαυ­τή, γι' αυ­τό και ο κίν­δυ­νος νε­φρι­κής α­νε­πάρ­κειας εί­ναι ε­λά­χι­στος. Με­ρι­κοί τύ­ποι νε­φρο­πά­θειας α­πό την κυ­κλο­σπο­ρί­νη δι­α­κρί­νον­ται δύ­σκο­λα α­πό τις ε­πι­πτώ­σεις της ρευματοειδούς αρθρίτιδας στους νε­φρούς και με­ρι­κοί α­σθε­νείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα πι­θα­νώς χρει­ά­ζον­ται δι­α­δο­χι­κές νε­φρι­κές βι­ο­ψί­ες για να προσ­δι­ο­ρι­σθεί κα­τά πό­σον έ­χουν α­να­πτύ­ξει προ­ο­δευ­τι­κή νε­φρι­κή βλά­βη.

Οι α­σθε­νείς που πρό­κει­ται να θεραπευθούν με χα­μη­λές δό­σεις κυ­κλο­σπο­ρί­νης πρέ­πει να ε­πι­λέ­γον­ται με προ­σο­χή με βά­ση τις κλι­νι­κές α­νάγ­κες και η το­ξι­κό­τη­τα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης να ε­λα­χι­στο­ποι­εί­ται μει­ώ­νον­τας και τρο­πο­ποι­ών­τας την δό­ση της σύμ­φω­να με τις με­τα­βο­λές της κρε­α­τι­νί­νης του ο­ρού (και λι­γό­τε­ρο τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο αί­μα) και α­πο­φεύ­γον­τας ή δι­α­κό­πτον­τας τα ΜΣΑΦ, ε­άν εί­ναι δυ­να­τόν.

2.5.10.2.4   ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη δεν δι­α­θέ­τει καρ­κι­νο­γό­νες ή με­ταλ­λα­ξι­ο­γό­νες ι­δι­ό­τη­τες (Ryffel B, 1981; Zwa-nenburg TSB et al, 1988), αν και, λό­γω των κα­τα­σταλ­τι­κών της ι­δι­ο­τή­των, έ­χει συν­δε­θεί με σχε­τι­κό κίν­δυ­νο α­νά­πτυ­ξης κα­κο­ή­θων νο­ση­μά­των.

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ :

Στα πει­ρα­μα­τό­ζω­α : Οι με­λέ­τες εί­ναι πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νες και τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα, αν­τι­κρου­ό­με­να (A­no­n­y­m­us, 1990).

Σε λή­πτες μο­σχευ­μά­των : Η συ­χνό­τη­τα των κα­κο­η­θει­ών και των λεμ­φο­ϋ­περ­πλα­στι­κών νο­ση­μά­των σε λή­πτες νε­φρι­κών μο­σχευ­μά­των θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κυ­κλο­σπο­ρί­νη δεν δι­α­φέ­ρει ση­μαν­τι­κά α­πό την πα­ρα­τη­ρού­με­νη σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με α­ζα­θει­ο­πρί­νη μό­νη της ή σε συν­δυα­σμό με κορ­τι­κο­ει­δή (Cockburn ITR and Krupp P, 1989; Abramczuk A et al, 1991).

Σύμ­φω­να με νε­ό­τε­ρες με­λέ­τες, τα λεμ­φώ­μα­τα α­να­πτύσ­σον­ται σε με­γα­λύ­τε­ρη συ­χνό­τη­τα και ε­νω­ρί­τε­ρα σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με τακρόλιμους, σε σύγ­κρι­ση με α­σθε­νείς θεραπευόμενους με κυ­κλο­σπο­ρί­νη, ε­νώ η νέ­α φαρ­μα­κο­τε­χνι­κή μορ­φή της κυ­κλο­σπο­ρί­νης (Neoral) συν­δέ­ε­ται με στα­τι­στι­κά ση­μαν­τι­κά χα­μη­λό­τε­ρη συ­χνό­τη­τα εμ­φά­νι­σης λεμ­φω­μά­των και σε σχέ­ση με την συμ­βα­τι­κή κυ­κλο­σπο­ρί­νη (Levy G, 1998; Ota K et al, 2000).

Σε α­σθε­νείς με ρευ­μα­το­ει­δή αρ­θρί­τι­δα : Η συ­χνό­τη­τα εμ­φά­νι­σης κα­κο­η­θει­ών δεν φαί­νε­ται να δι­α­φέ­ρει α­πό τον γε­νι­κό πλη­θυ­σμό, ε­νώ σε σχέ­ση με άλ­λα DMARDs η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να α­σκεί και προ­στα­τευ­τι­κή δρά­ση. Σε 623 α­σθε­νείς με ΡΑ που θε­ρα­πεύ­θη­καν με κυ­κλο­σπο­ρί­νη (208) ή άλ­λα DMARDs (415) α­πό το 1984 έ­ως το 1995, το πο­σο­στό εμ­φά­νι­σης κα­κο­η­θει­ών στην ο­μά­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης ή­ταν 3.8% ε­νώ στην ο­μά­δα με τα υ­πό­λοι­πα DMARDs, 9.6% (Van den Borne BE et al, 1998). Ο σχε­τι­κός κίν­δυ­νος α­νά­πτυ­ξης κα­κο­ή­θειας σε σχέ­ση με τον γε­νι­κό πλη­θυ­σμό ή­ταν 0.82 (0.36-1.62) για την ο­μά­δα των α­σθε­νών που έ­λα­βε κυ­κλο­σπο­ρί­νη και 1.98 (1.37-2.69), για την ο­μά­δα ε­λέγ­χου (Landewe RB et al, 1999).

Σε α­σθε­νείς με ψω­ρί­α­ση : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη έ­χει συν­δε­θεί με την α­νά­πτυ­ξη καρ­κι­νω­μά­των του δέρ­μα­τος α­πό πλα­κώ­δες ε­πι­θή­λιο (Fradin MS et al, 1990). Πάν­τως, ο τύ­πος των καρ­κι­νω­μά­των αυ­τών εί­ναι δύ­σκο­λο να α­πο­δο­θεί μό­νο στην κυ­κλο­σπο­ρί­νη, δε­δο­μέ­νου ό­τι οι ψω­ρι­α­σι­κοί α­σθε­νείς συ­νή­θως α­κο­λου­θούν και άλ­λες θε­ρα­πεί­ες (με­θο­τρε­ξά­τη, UVB, PUVA, αρ­σε­νι­κό), που αυ­ξά­νουν τον κίν­δυ­νο α­νά­πτυ­ξης βα­σι­κο­κυτ­τα­ρι­κού καρ­κι­νώ­μα­τος ή καρ­κι­νώ­μα­τος α­πό πλα­κώ­δες ε­πι­θή­λιο. Τα νε­ο­πλά­σμα­τα αυ­τά υ­πο­χω­ρούν αυ­τό­μα­τα με την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου.  

ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗ :

  • Μη-Hodgkin λέμ­φω­μα (Anonymous, 1990). Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, σε συν­δυα­σμό με α­κτι­νο­βό­λη­ση, αυ­ξά­νει ση­μαν­τι­κά την συ­χνό­τη­τα λεμ­φώ­μα­τος του θύ­μου α­δέ­να και των Β-λεμ­φο­κυτ­τά­ρων, σε πον­τι­κούς (Shinozuka H et al, 1988)
  • Δερ­μα­τι­κό λέμ­φω­μα από Τ-κύτταρα, σ΄έ­ναν α­σθε­νή με α­το­πι­κό έκ­ζε­μα θε­ρα­πευ­ό­με­νο με μι­κρές δό­σεις κυ­κλο­σπο­ρί­νης που υ­πο­χώ­ρη­σε με­τά την δι­α­κο­πή της (Kirby B et al, 2002).
  • Λέμ­φω­μα Hodgkin συν­δε­ό­με­νο με ι­ό Epstein-Barr, σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κυ­κλο­σπο­ρί­νη μό­νη της (Zijlmans JMJM et al, 1992) ή σε συν­δυα­σμό με με­θο­τρε­ξά­τη (Fer­racci-oli GF et al, 1995) 
  • Κα­λο­ή­θης ο­ζώ­δης Τ-λεμ­φο­κυτ­τα­ρι­κή δι­ή­θη­ση του δέρ­μα­τος, σ' έ­ναν α­σθε­νή με ψω­ρί­α­ση που έ­παιρ­νε με­γά­λες δό­σεις κυ­κλο­σπο­ρί­νης (14 mg/kg) και υ­πο­χώ­ρη­σε αυ­τό­μα­τα με­τά την δι­α­κο­πή της (Brown MD et al, 1988)
  • Αλ­λοι­ώ­σεις πα­ρό­μοι­ες με σπογ­γο­ει­δή μυ­κη­τί­α­ση, σ΄ έ­ναν α­σθε­νή με ψω­ρί­α­ση, που υ­πο­χώ­ρη­σαν με την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου
  • Λευ­χαι­μί­α (Butler J et al, 1990; Casoli P and Tumiati B, 1994). Σε α­σθε­νείς με ο­ξεί­α λευ­χαι­μί­α που έ­χουν θε­ρα­πευ­θεί με ο­λι­κή α­κτι­νο­βό­λη­ση και αλ­λο­γο­νι­κή με­τα­μό­σχευ­ση μυ­ε­λού η κυ­κλο­σπο­ρί­νη, χο­ρη­γού­με­νη σε δό­ση 5 mg/kg-1 για την πρό­λη­ψη της νό­σου μο­σχεύ­μα­τος έ­ναν­τι του ξε­νι­στή, μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τον κίν­δυ­νο υ­πο­τρο­πής της λευ­χαι­μί­ας (Bacigalupo A et al, 1991)
  • Καρ­κί­νω­μα μα­στού και πνεύ­μο­να, σε α­σθε­νείς με ψω­ρί­α­ση (Paquet P and Pierard GE, 1998)
  • Λέμ­φω­μα από Β-λεμφοκύτταρα, σε ψω­ρι­α­σι­κούς α­σθε­νείς (Koo JY et al, 1992)
  • Κοι­νοί α­κρο­χορ­δό­νες, σε α­σθε­νείς με κοι­νή ψω­ρί­α­ση, που υ­πο­χώ­ρη­σαν με την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου (Irimajiri J et al, 1998)
  • Καρ­κί­νω­μα πέ­ους Buschke-Lowenstein συν­δε­ό­με­νο με ι­ό HPV, σε 2 α­σθε­νείς με ψω­ρί­α­ση (Piepkorn M et al, 1993; Noel JC and de Dobbeleer G, 1994).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη χρη­σι­μο­ποι­εί­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό 25 χρό­νια στη με­τα­μό­σχευ­ση συμ­πα­γών ορ­γά­νων και μυ­ε­λού των ο­στών, κα­θώς και στα αυ­το­ά­νο­σα νο­σή­μα­τα. Αν και οι ο­μά­δες των α­σθε­νών αυ­τών εί­ναι ι­δι­αί­τε­ρα ε­πι­βα­ρυ­μέ­νες, η μέ­χρι τώ­ρα εμ­πει­ρί­α έ­χει δεί­ξει ό­τι η πι­θα­νό­τη­τα εμ­φά­νι­σης και κα­τα­νο­μής των κα­κο­η­θει­ών σε λή­πτες μο­σχευ­μά­των α­νέρ­χε­ται πε­ρί­που σε 1-2%, η ο­ποί­α εί­ναι πα­ρό­μοι­α ή μι­κρό­τε­ρη με την πα­ρα­τη­ρού­με­νη σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με συμ­βα­τι­κά α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κά φάρ­μα­κα. Σε α­σθε­νείς με αυ­το­ά­νο­σα νο­σή­μα­τα, η αν­τί­στοι­χη πι­θα­νό­τη­τα εί­ναι πα­ρό­μοι­α με αυ­τή του γε­νι­κού πλη­θυ­σμού.

2.5.10.2.5   ΥΠΕΡΤΑΣΗ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Έ­ως και 50% των λη­πτών μο­σχευ­μά­των νε­φρού ή των α­σθε­νών με αυ­το­ά­νο­σα νο­σή­μα­τα που παίρνουν κυ­κλο­σπο­ρί­νη α­να­πτύσ­σει υ­πέρ­τα­ση (Fry L et al, 1988; Meinardi MM and Bos JD, 1988).

Η υ­πέρ­τα­ση συ­χνά συν­δέ­ε­ται με κα­τα­κρά­τη­ση υ­γρών, η ο­ποί­α ε­πί­σης ο­φεί­λε­ται στην κυ­κλο­σπο­ρί­νη, και μπο­ρεί να ε­πι­δει­νω­θεί με την ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση κορ­τι­κο­ει­δών. Μπο­ρεί να εμ­φα­νι­σθεί α­κό­μα και ό­ταν α­που­σιά­ζουν κλι­νι­κές εν­δεί­ξεις νε­φρο­το­ξι­κό­τη­τας και δεν σχε­τί­ζε­ται με τα ε­πί­πε­δα του φαρ­μά­κου στο αί­μα.

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να έ­χει α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δείς δρά­σεις, δε­δο­μέ­νου ό­τι μει­ώ­νει τα ε­πί­πε­δα της ρε­νί­νης στο πλά­σμα (Myers BD et al, 1984).

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ :

  • Καρ­δι­ο­γε­νείς πα­ρά­γον­τες κιν­δύ­νου (πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της πα­χυ­σαρ­κί­ας)
  • Ι­στο­ρι­κό κα­πνί­σμα­τος
  • Υ­περ­λι­πι­δαι­μί­α (Fradin MS et al, 1990).

2.5.10.2.6   ΜΥΟΠΑΘΕΙΑ

ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ : Γε­νι­κευ­μέ­νες, έν­το­νες μυ­αλ­γί­ες και κράμ­πες, α­δυ­να­μί­α και αύ­ξη­ση της CPK.

ΗΛΕΚΤΡΟΜΥΟΓΡΑΦΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Μυ­ο­πα­θη­τι­κές αλ­λοι­ώ­σεις.

ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ :

  • Α­τρο­φί­α μυ­ϊ­κών ι­νών
  • Το­πι­κή νέ­κρω­ση με ά­θροι­ση μι­το­χον­δρί­ων κά­τω α­πό το σαρ­κό­λειμ­μα και αυ­ξη­μέ­νων ποσοτήτων γλυ­κο­γό­νου (Goy JJ et al, 1989; Fernandez-Sola J et al, 1990).
  • Λι­πο­ει­δή κε­νο­τό­πια, αυ­ξη­μέ­νη δρα­στη­ρι­ό­τη­τα των λυ­σο­σω­μά­των και πο­λυ­ά­ριθ­μα πα­θο­λο­γι­κά μι­το­χόν­δρια (στο η­λε­κτρο­νι­κό μι­κρο­σκό­πιο).

ΕΚΒΑΣΗ : Οι κλι­νι­κές και ερ­γα­στη­ρια­κές εκ­δη­λώ­σεις της μυ­ο­πά­θειας υ­πο­χω­ρούν με­ρι­κές ε­βδο­μά­δες με­τά την δι­α­κο­πή της κυ­κλο­σπο­ρί­νης, αλ­λά υ­πο­τρο­πιά­ζουν με την ε­πα­να­χο­ρή­γη­σή της (Nop­pen M et al, 1987).

2.5.10.2.7   ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Κε­φα­λαλ­γί­ες : Εί­ναι συ­χνές και συ­νή­θως αν­θί­σταν­ται στα α­ναλ­γη­τι­κά. Εμ­φα­νί­ζον­ται συ­νή­θως στη διά­ρκεια των πρώ­των ε­βδο­μά­δων της θε­ρα­πεί­ας με κυ­κλο­σπο­ρί­νη και υ­πο­χω­ρούν αυ­τό­μα­τα πα­ρά την συ­νέ­χι­σή της, αν και ε­νί­ο­τε ε­πι­βάλ­λουν μεί­ω­ση της δό­σης της. Σε α­σθε­νείς με ι­στο­ρι­κό η­μι­κρα­νί­ας, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει την συ­χνό­τη­τα των προ­σβο­λών (Fradin MS et al, 1990).

Σπα­σμοί : Εί­ναι σπά­νιοι. Ε­πι­λη­πτι­κοί σπα­σμοί έ­χουν α­να­φερ­θεί κυ­ρί­ως σε λή­πτες μο­σχευ­μά­των μυ­ε­λού που θε­ρα­πεύ­ον­ταν με κυ­κλο­σπο­ρί­νη ταυ­τό­χρο­να με κορ­τι­κο­ει­δή και συ­χνά συν­δέ­ον­ται με υ­πέρ­τα­ση και κα­τα­κρά­τη­ση υ­γρών ο­φει­λό­με­νη στην κυ­κλο­σπο­ρί­νη, ή σε α­σθε­νείς με υ­πο­μα­γνη­σι­αι­μί­α (Durrant S et al, 1982; Joss DV et al, 1982; June CH et al, 1986).

Οι σπα­σμοί μπο­ρεί να ο­δη­γή­σουν σε α­να­πνευ­στι­κή α­να­κο­πή και να α­παι­τή­σουν θε­τι­κό υ­πό πί­ε­ση α­ε­ρι­σμό (Durrant S et al, 1982). Μπο­ρούν να προ­λη­φθούν με την προ­σε­κτι­κή πα­ρα­κο­λού­θη­ση της ι­σορ­ρο­πί­ας των υ­γρών και της αρ­τη­ρια­κής πί­ε­σης σε υ­ψη­λού κιν­δύ­νου α­σθε­νείς και να μην α­παι­τή­σουν προ­σω­ρι­νή δι­α­κο­πή της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Φλοι­ώ­δης τύ­φλω­ση : Ε­χει α­να­φερ­θεί σε λή­πτες μο­σχευ­μά­των (Wilson SE et al, 1988). Εκ­δη­λώ­νε­ται με σπα­σμούς, κε­φα­λαλ­γί­α και τύ­φλω­ση. Οι εκ­δη­λώ­σεις αυ­τές εί­ναι α­να­στρέ­ψι­μες και μπο­ρεί να υ­πο­χω­ρή­σουν, πα­ρά την συ­νέ­χι­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης. Η μα­γνη­τι­κή το­μο­γρα­φί­α δεί­χνει δι­ά­χυ­τα υ­ψη­λά σή­μα­τα στη λευ­κή ου­σί­α ή ε­στια­κές αλ­λοι­ώ­σεις στο φλοι­ό και την λευ­κή ου­σί­α (Scheinman SJ et al, 1990).

Σο­βα­ρή νευ­ρο­το­ξι­κό­τη­τα : Ε­χει α­να­φερ­θεί σε 4 λή­πτες καρ­δια­κού μο­σχεύ­μα­τος (Vazquez de Prada JA, 1990). Εκ­δη­λώ­νε­ται με κώ­μα, εγ­κε­φα­λι­κή αι­μορ­ρα­γί­α, η­μι­πά­ρε­ση και δυ­σφα­σί­α, σύγ­χυ­ση και ο­πτι­κές ψευ­δαι­σθή­σεις. Η μεί­ω­ση της δό­σης ή δι­α­κο­πή της κυ­κλο­σπο­ρί­νης συ­νο­δεύ­θη­κε α­πό ύ­φε­ση των νευ­ρο­λο­γι­κών εκ­δη­λώ­σε­ων στους 3 α­σθε­νείς, ε­νώ ο έ­νας κα­τέ­λη­ξε κα­κώς.

Πα­ρό­μοι­ο σύν­δρο­μο με σύγ­χυ­ση, φλοι­ώ­δη τύ­φλω­ση, τε­τρα­πλη­γί­α, σπα­σμούς και κώ­μα, σε συν­δυα­σμό με υποχοληστερολαιμία έ­χει πε­ρι­γρα­φεί σε λή­πτες η­πα­τι­κών μο­σχευ­μά­των, ό­πως και σε έ­ναν λή­πτη μο­σχευ­μά­των καρ­διάς - πνεύ­μο­να, θε­ρα­πευ­ό­με­νου&sigma