Κυκλοσπορίνη
Η κυκλοσπορίνη (cyclosporin Α) είναι ένα μη πολωμένο κυκλικό πολυπεπτιδικό αντιβιοτικό με ανοσοκατασταλτικές ιδιότητες, αποτελούμενο από 11 αμινοξέα. Έχει απομονωθεί από τους μύκητες Trichoderma polysporum και Cylindrocarpon ilucidivum (Nelson PW, 1984). Έχουν απομονωθεί 9 κυκλοσπορίνες (κυκλοσπορίνη Α έως Ι), αλλά μόνον η Α, C και G έχουν ανοσολογικές ιδιότητες (Yocum DE, 1993). Η κυκλοσπορίνη είναι υδρόφοβη, αλλά λιποδιαλυτή, γι' αυτό και διέρχεται εύκολα μέσω των κυτταρικών μεμβρανών. Λόγω της δομής της είναι πολύ ανθεκτική στις πεπτιδάσες.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ : Η κυκλοσπορίνη υπάρχει σαν λεπτή, λευκή κρυσταλλική σκόνη. Είναι γενικά διαλυτή στα λιπίδια και τους οργανικούς διαλύτες, αλλά σχετικά αδιάλυτη στο ύδωρ. Η διαλυτότητά της στο ύδωρ ανέρχεται σε 0.04 mg/ml σε 25ο C, ενώ σε οινόπνευμα θερμοκρασίας 25ο C, >80 mg/ml. Η δυνητικότητά της καθορίζεται σε άνυδρη βάση. Κάθε μg του φαρμάκου προσδιορίζεται σαν η δραστηριότητα (δυνητικότητα) η περιεχόμενη σε 1.0173 μg του κύριου συστατικού της κυκλοσπορίνης. Η κυκλοσπορίνη έχει μοριακό βάρος 1202.63.
2.5.1 ΧΗΜΕΙΑ
Κυκλοσπορίνη (Cyclosporin A)
Χημικό όνομα :
(R-(R,1R-(E))-Cyclic-(L-ananyl-D-alanyl-N-methyl-L-Leukyl-M-methyl-L-leukyl-N-methyl-L-Leukyl-N-methyl-L-valyl-3-hydroxy-N,4-dimethyl-L-2amino-6-octenoyl-L-α-aminobutyryl-N-methylglycyl-N-methyl-L-leukyl-L-valyl-N-methyl-L-leucine)
Μοριακός τύπος : C62H111N11O12
2.5.2 ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ
2.5.2.1 Νεφροτοξικότητα
- Προκαλεί ήπιες βλάβες των νεφρικών σωληναρίων, σε δόση 25 mg/kg-1 (δηλ. πολύ μεγαλύτερη από τις χρησιμοποιούμενες στην κλινική πράξη)
- Aυξάνει σημαντικά την αποβολή της Ν-ακετυλ-β-γλυκοσαμινιδάσης και της γ-γλουταμυλτρανσπεπτιδάσης (σε δόσεις 50 ή 100 mg/kg-1), ένδειξη πρώϊμης σωληναριακής νεφρικής βλάβης
- Αυξάνει σημαντικά την κρεατινίνη του ορού, μετά από 7 και 2 ημέρες, σε δόσεις 50 mg/kg-1 και 100 mg/kg-1, αντίστοιχα (McAuley FT et al, 1986)
- Μειώνει την σπειραματική διήθηση, λόγω ελάττωσης της αντίστασης των προσπειραματικών αγγείων και ισχαιμικής βλάβης των νεφρικών αρτηριολίων, η οποία οδηγεί σε ταινιοειδή σωληναριακή ατροφία και ίνωση (Woolfson RG and Neild GH, 1997).
Η αγγειοσύσπαση ελαττώνεται με τους ανταγωνιστές της ενδοθηλίνης και η διάμεση ίνωση, από τους αναστολείς του ΜΕΑ ή τους ανταγωνιστές της αγγειοτενσίνης ΙΙ. Η ίνωση μπορεί να οφείλεται στην αυξημένη έκφραση του TGF-β που προκαλεί η κυκλοσπορίνη στους αρουραίους και σε ανθρώπινα λεμφοκύτταρα (Shin GT et al, 1998). Η νεφροτοξική δράση της κυκλοσπορίνης στους αρουραίους επηρεάζεται από την πρόσληψη νατρίου. Η έλλειψη νατρίου αυξάνει τις νεφρικές αλλοιώσεις που προκαλεί η κυκλοσπορίνη, ιδιαίτερα την διάμεση ίνωση (Rosen S et al, 1990).
2.5.2.2 Ηπατοτοξικότητα
- Αυξάνει τα χολικά άλατα στον ορό και την ολική χολερυθρίνη, πιθανώς λόγω παρέμβασής της στην ηπατοκυτταρική μεταφορά τους (Azer SA and Stacey NH, 1994)
- Αναστέλλει την παραγωγή ταυροχολικών αλάτων και την βιοσύνθεση και έκκριση των πρωτεϊνών στα ηπατοκύτταρα (Boelsterli UA et al, 1988).
2.5.2.3 Διαβητογόνος δράση
- Μειώνει την ανοχή στην γλυκόζη, η οποία συνοδεύεται από ελάττωση της περιεκτικότητας του παγκρέατος σε ινσουλίνη, εάν χορηγηθεί σε δόση 1.25 mg/kg-1 επί 8 εβδομάδες, σε αρουραίους. Πάντως, παρά την συνέχιση της θεραπείας, η ινσουλίνη του παγκρέατος αυξάνεται και η ανοχή στη γλυκόζη φυσιολογικοποιείται, ένδειξη προσαρμογής των κυττάρων του παγκρέατος στην κυκλοσπορίνη (Hahn HJ et al, 1992).
2.5.2.4 Μεταλλαξιογόνος/καρκινογόνος δράση
- Δεν έχει μεταλλαξιογόνο ή τερατογόνο δράση σε κανονικές ανοσοκατασταλτικές δόσεις, όπως έχει δειχθεί με τις δοκιμασίες Ames, v79-HGPRT και μικρoπυρήvα σε πovτικoύς και κιvέζικα χάμστερς, με τον έλεγχo παρέκκλισης των χρωμοσωμάτων στον μυελό τωv oστώv κιvέζικωv χάμστερ, με την μέθοδο μέτρησης των υπερεχoυσώv θαvατoγόvωv μεταλλάξεωv σε πovτικoύς, και με τον έλεγχo επιδιόρθωσης τoυ DNA στo σπέρμα πovτικώv υπό φαρμακευτική αγωγή. Μια μελέτη πoυ αvέλυσε τηv αvταλλαγή αδελφώv χρωματιδών (SCE) μετά από διέγερση με κυκλoσπoρίvη χρησιμoπoιώvτας λεμφoκύτταρα, in vitro, έδειξε επαγωγή της SCE σε υψηλές συγκεvτρώσεις.
- Είναι εμβρυοτοξική, σε πολύ μεγάλες δόσεις, που είναι τοξικές στις μητέρες (Ryffel B, 1982). Σε αρουραίους και σε κουνέλια, χορηγούμενη per os σε δόσεις 30 mg/kg και 100 mg/kg/24ωρο, αντίστοιχα, αυξάνει την προ- και μετα-γεννητική θνησιμότητα και μειώνει το σωματικό βάρος των τελειόμηνων εμβρύων, σε συνδυασμό με σχετική καθυστέρηση της σκελετικής ανάπτυξης. Σε καλώς ανεκτά δοσολογικά όρια (έως και 17 mg/kg και 30 mg/kg per os ημερησίως, σε αρουραίους και κουνέλια, αντίστοιχα), δεν έχει θανατηφόρο ή τερατογόνο δράση στα έμβρυα.
- Καρκινογόνος δράση : Η χορήγηση της κυκλοσπορίνης επί 78 εβδομάδες σε ποντικούς σε δόσεις 1, 4 και 16 mg/kg/24ωρο, συνοδεύεται από στατιστικά σημαντική τάση ανάπτυξης λεμφοκυτταρικών λεμφωμάτων στις θήλεις, ενώ η πιθανότητα εμφάνισης ηπατοκυτταρικών καρκινωμάτων σε άρρενες που παίρνουν μέση δόση κυκλοσπορίνης υπερβαίνει σημαντικά τις τιμές ελέγχου.
Σύμφωνα με άλλη μελέτη διάρκειας 24 μηνών σε αρουραίους, η χορήγηση της κυκλοσπορίνης σε δόσεις 0.5, 2 και 8 mg/kg/24ωρο, συνοδεύεται από την ανάπτυξη αδενωμάτων των νησιδιακών παγκρεατικών κυττάρων σε συχνότητα μεγαλύτερη από το ποσοστό ελέγχου στο χαμηλό δοσολογικό επίπεδο. Τα ηπατοκυτταρικά καρκινώματα και τα αδενώματα των νησιδιακών παγκρεατικών κυττάρων δεν σχετίζονται με την δόση της κυκλοσπορίνης.
2.5.2.5 Δράση στη γονιμότητα
Σε άρρεvες και θήλεις αρoυραίoυς, η κυκλοσπορίνη δεν επηρεάζει την γονιμότητα.
2.5.2.6 Άλλες τοξικές δράσεις
- Μειώνει σε μικρό βαθμό το σωματικό βάρος (σε δόση 25 mg/kg-1).
- Αυξάνει την σχέση της φλοιώδους/μυελώδη μοίρα του θύμου αδένα, με ήπια λεμφοπενία, ελάττωση του βάρους του θύμου αδένα, λεμφόλυση της φλοιώδους μοίρας και ελάττωση της περιεκτικότητας του σπλήνα και των λεμφαδένων σε λεμφοκύτταρα (σε δόσεις 5 και 25 mg/ kg) (Descotes G et al, 1996).
2.5.3 ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ
2.5.3.1 ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ - ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΡΑΣΗΣ ΣΕ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΖΩΑ
- Έχει ισχυρή ανοσοκατασταλτική δράση, παρατείνοντας την επιβίωση των αλλογενών μοσχευμάτων στο δέρμα, την καρδιά, τους νεφρούς, το πάγκρεας, τον μυελό των οστών, το λεπτό έντερο και τους πνεύμονες.
- Αναστέλλει την ανάπτυξη αντιδράσεων με κυτταρική μεσολάβηση, όπως η αλλομοσχευματική ανοσία, η όψιμη δερματική υπερευαισθησία, η πειραματική αλλεργική εγκεφαλομυελίτιδα, η πειραματική αρθρίτιδα του Freund, η νόσος μοσχεύματος έναντι του ξενιστή και η επαγόμενη από τα Τ-λεμφοκύτταρα παραγωγή αντισωμάτων.
- Μειώνει σημαντικά την συχνότητα και βαρύτητα της κολλαγονο-επαγόμενης αρθρίτιδας (σε δόση 4 mg/kg/24ωρο, σε συνδυασμό με μεθοτρεξάτη 0.3 mg/kg/εβδομάδα), πιθανώς λόγω αθροιστικής δράσης, ενώ κάθε φάρμακο μεμονωμένα δεν έχει αποτέλεσμα (Brahn E et al, 1991).
- Ελαττώνει τα κυκλοφορούντα αυτοαντισώματα, την εναπόθεση των αντισωμάτων και τα επίπεδα των πρωτεϊνών στα ούρα (σε δόση 5 mg/kg/24ωρο), σε αρουραίους με πειραματική αυτοάνοση σπειραματονεφρίτιδα (Reynolds J et al, 1991).
- Προλαβαίνει την ανάπτυξη ΡΑ σε πολλά ζώα και την καταστροφή των αρθρώσεων ποντικών με πειραματική αρθρίτιδα και, σε μεγάλες δόσεις (15-50 mg/kg/24ωρο), ελαττώνει την διόγκωση των αρθρώσεων σε αρουραίους (Kaibara N et al, 1983; Henderson B et al, 1984).
- Ελαττώνει τα Β-λεμφοκύτταρα που παράγουν αντι-dsDNA αντισώματα, σε ποντικούς (Israel-Biet DI et al, 1983; Jones MG and Harris G, 1985; Blank M et al, 1992).
- Μειώνει την παραγωγή αυτοαντισωμάτων έναντι του dsDNA, των ιστονών, της καρδιολιπίνης, των Sm, RNP, SS-A/Ro και SS-B/La και του 16/6 ιδιότυπου των αντι-DNA, την ΤΚΕ και την πρωτεϊνουρία και αυξάνει τον αριθμό των λευκών αιμοσφαιρίων, σε ποντικούς με λύκο προκληθέντα με ένεση ανθρώπινου αντι-dsDNA μονοκλωνικού αντισώματος, ιδιαίτερα εάν χορηγηθεί σε πρώϊμα στάδια της νόσου (Blank M et al, 1992).
- Μειώνει τα Β-λεμφοκύτταρα που παράγουν αντι-dsDNA αντισώματα, σε άρρενες, και επιμηκύνει την διάρκεια της ζωής, σε θήλεις ποντικούς (Israel-Biet DI et al, 1983; Jones MG and Harris G, 1985).
- Προλαβαίνει την ανάπτυξη σπειραματονεφρίτιδας και σπειραματοσκλήρυνσης σε πειραματικό μοντέλο νεφρικού λύκου, εάν χορηγηθεί σε δόση 250 mg/kg/εβδ. πριν από την εμφάνιση της πρωτεϊνουρίας (Bergijk EC et al, 1994).
- Μειώνει την συχνότητα και βαρύτητα της πειραματικής αρθρίτιδας σε συνδυασμό με μεθοτρεξάτη, πολύ περισσότερο από κάθε ένα φάρμακο ξεχωριστά (Brahn E et al, 1991), ένδειξη ότι έχει συνεργική ή αθροιστική δράση.
2.5.3.2 ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ - ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΡΑΣΗΣ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ
- Καταστέλλει την σύνθεση και την απελευθέρωση της IL-2, πιθανώς μέσω συμπλόκου που σχηματίζει με μία κυτταροπλασματική πρωτείνη, την κυκλοφιλίνη. Το σύμπλοκο αυτό στη συνέχεια συνδέεται με μία ενδοκυττάρια φωσφατάση, την καλσινευρίνη. Η αναστολή της καλσινευρίνης αποτρέπει την ενεργοποίηση των παραγόντων που ρυθμίζουν την μεταγραφή του γενετικού κώδικα για την IL-2 και άλλες κυτταροκίνες (Faulds D et al, 1993).Μέσω των μοριακών αυτών δράσεων, η κυκλοσπορίνη αναστέλλει την παραγωγή και την έκφραση των υποδοχέων της IL-2 (Foxwell B et al, 1990) και έτσι αναστέλλει την λειτουργία των Τ- και, έμμεσα, των Β- λεμφοκυττάρων (Yocum DE, 1993; Faulds D et al, 1993). Ακόμα, αναστέλλει άλλους Τ-κυτταρικούς γόνους, περιλαμβανομένων των c-myc και src (Granelli-Piperno A et al, 1986; Granelli-Piperno A, 1990; Furue M et al, 1990).Οι ανοσοκατασταλτικές δράσεις της κυκλοσπορίνης οφείλονται κυρίως στην αναστολή της αντιγονο- και μιτογονο-επαγόμενης παραγωγής IL-2 και άλλων κυτταροκινών στο επίπεδο της μεταγραφής από φυσικά Τ-λεμφοκύτταρα (Reem GH et al, 1983; Kronke M et al, 1984; Shevach EM, 1985; Granelli-Piperno A et al, 1986).
- Αναστέλλει έμμεσα την ενεργοποίηση των Τ-λεμφοκυττάρων και θανατώνει τα κύτταρα, μετά από ενεργοποίηση από ορισμένα Β-λεμφοκύτταρα (Klaus G, 1988; Wicker LS et al, 1990; Faulds D et al, 1993)
- Προλαβαίνει την απόπτωση των υβριδωμάτων των Τ-λεμφοκυττάρων (Shi YF et al, 1989)
- Δρα πιθανώς στην επικουρική κυτταρική λειτουργία, περιλαμβανομένης της παραγωγής μονοκινών και της παρουσίασης του αντιγόνου (Palay DA et al, 1986)
- Αναστέλλει έμμεσα την δράση των Β-λεμφοκυττάρων, μέσω αναστολής των ενεργοποιημένων Τ-λεμφοκυττάρων (Borel JF, 1989)
- Επηρεάζει την παραγωγή αυτοαντισωμάτων εναντίον θυρεοειδικών αντιγόνων σε ασθενείς με ινσουλινο-εξαρτώμενο διαβήτη (Boitard C et al, 1987)
- Αναστέλλει άμεσα την ενεργοποίηση των Β-λεμφοκυττάρων την επαγόμενη από ορισμένους διεγέρτες (Yocum D, 1993)
- Αναστέλλει την απελευθέρωση της προσχηματισμένης ισταμίνης και την de novo σύνθεση της LTC4 από μαστοκύτταρα διεγερθέντα με αντι-IgE ή ιοντοφόρο (Marone G et al, 1988)
- Μειώνει σημαντικά τις συγκεντρώσεις της IL-6 και των διαλυτών υποδοχέων της IL-2 (Crilly A et al, 1995), σε ασθενείς με ΡΑ. Η τροποποίηση των κυτταροκινών των προερχόμενων από τα Τ- και μη Τ-λεμφοκύτταρα μπορεί να είναι ένας από τους μηχανισμούς με τους οποίους η κυκλοσπορίνη βελτιώνει την ΡΑ.
- Αναστέλλει τον σχηματισμό του mRNA για την IL-2, την IFN-γ και την IL-4, όχι όμως για την βήτα άλυσο του υποδοχέα της IL-2 στα Τ-λεμφοκύτταρα (Granelli - Piperno A et al, 1987). Στα μονοκύτταρα, πειραματικά δεν έχει δράση στον σχηματισμό του mRNA για c-myc, IL-1 ή για IFN-γ επαγόμενα HLA DR μόρια (Granelli-Piperno A et al, 1987).
- Φαίνεται ότι δεσμεύει τα ηρεμούντα λεμφοκύτταρα στη φάση Go ή G1 του κυτταρικού κύκλου. Η δράση της στα λεμφοκύτταρα είναι αναστρέψιμη, γι' αυτό και πιθανώς έχει σχετικά ταχεία, αλλά παροδική, αντιφλεγμονώδη δράση
- Δεν καταστέλλει την αιμοποίηση και δεν δρα στη λειτουργία των φαγοκυττάρων, σε αντίθεση με τα κυτταροστατικά. Οι ασθενείς που παίρνουν κυκλοσπορίνη είναι λιγότερο επιρρεπείς σε λοιμώξεις από ασθενείς που θεραπεύονται με άλλα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα.
- Αυξάνει σημαντικά τα επίπεδα του IGF-1 και της οστεοκαλσίνης, σε ασθενείς με ΡΑ και ΨΑ (Ferraccioli G et al, 1995).
- Μειώνει πιθανώς την παραγωγή των νεφρικών αγγειοδιασταλτικών προσταγλανδινών (Burke M, 1987).
- Μειώνει τους τίτλους των αντισωμάτων έναντι του dsDNA, της καρδιολιπίνης, των ιστονών, των SM/RNP και των SS-A, σε ασθενείς με ραγοειδίτιδα (Blank M et al, 1990).
- Μειώνει σημαντικά τον αριθμό των ενεργοποιημένων λεμφοκυττάρων του επιπεφυκότα, χορηγούμενη τοπικά σε ασθενείς με ξηροφθαλμία (συνδεόμενη ή μη με σύνδρομο Sjogren) (Kunert KS et al, 2000)
- Αναστέλλει την παραγωγή IgG/IgM και anti-DNA-IgG/IgM, σε καλλιέργειες λεμφοκυττάρων πασχόντων από ΣΕΛ (Volk HD et al, 1987).
- Ρυθμίζει την παραγωγή της IL-10, της IL-15 και του TNF-α από τα κύτταρα του ρευματοειδούς υμένα μέσω οδού επαγόμενης από την cAMP (Cho ML et al, 2002).
- Βελτιώνει την αρθρίτιδα και μειώνει σημαντικά την IL-2, την IL-12, τον TNF-α και την IFN-γ και αυξάνει σημαντικά την IL-10 στον ορό ασθενών με βαριά, ανθεκτική ΡΑ, μερικά ανταποκρινόμενη στο συνδυασμό της μεθοτρεξάτης (<15 mg/εβδ.) με πρεδνιζόνη (<10 mg/24ωρο), σε δόσεις 2.5-4 mg/kg/24ωρο. Ο βαθμός της αύξησης της IL-10 συνδέεται ισχυρά με τον βαθμό της κλινικής βελτίωσης της αρθρίτιδας (Kim WU et al, 2000).Το εύρημα αυτό είναι ένδειξη ότι στη ΡΑ η θεραπευτική δράση της κυκλοσπορίνης ασκείται μέσω διόρθωσης της ανισορροπίας μεταξύ των βοηθητικών κυτταροκινών τύπου Τ1 και Τ2, η οποία μπορεί να εμπλέκεται στην παθογένεση της νόσου, και ότι η μέτρηση της κυκλοφορούσας IL-10 είναι χρήσιμη στην εκτίμηση της κλινικής αποτελεσματικότητας της κυκλοσπορίνης.Οι ασθενείς οι ανταποκρινόμενοι στην κυκλοσπορίνη είναι ανεργικοί, έχουν χαμηλότερη σχέση CD4/CD8 στο περιφερικό αίμα, αυξημένα επίπεδα φυσικών κυττάρων - φονέων και λιγότερα IL-2r+ λεμφοκύτταρα από τους μη ανταποκρινόμενους (Yocum DE et al, 1988; Yocum DE et al, 1990).Μετά την διακοπή της κυκλοσπορίνης, οι ανοσολογικές αυτοί παράμετροι επιστρέφουν στην προθεραπευτική τους κατάσταση. Παρόμοιοι προθεραπευτικοί δείκτες έχουν διαπιστωθεί σε ασθενείς ανταποκριθέντες στην κυκλοσπορίνη, σε αντίθεση με την μεθοτρεξάτη (Walsh BT et al, 1992).
2.5.3.3 ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΑ ΟΣΤΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΧΟΝΔΡΟ
- Αναστέλλει την IL-1, την PGE2, την 1,25-διϋδροξυβιταμίνη D3 και την οστική απορρόφηση την επαγόμενη από την παραθορμόνη (Russell RG et al, 1993).
- Αναστέλλει την απορροφητική οστική δραστηριότητα της IL-2, της 1,25 διϋδροξυβιταμίνης D3, της παραθορμόνης και της PGΕ2 (Klaushofer K et al, 1987; Orcel P et al, 1989; Orcel P et al, 1991; Russell RGG et al, 1992). Η δράση αυτή είναι αναστρέψιμη και δεν φαίνεται να συνδέεται με σημαντική κυτταροτοξικότητα.
- Ανταγωνίζεται την ιδιοσυστατική και την διεγερμένη από ιντερφερόνη HLA DR έκφραση από ανθρώπινα οστεοκύτταρα, ένδειξη ότι αναστέλλει τους διεγερτικούς παράγοντες των HLA τάξης ΙΙ
- Αναστέλλει την διέγερση της παραγωγής PGE2 από ανθρώπινα οστεοκύτταρα και χονδροκύτταρα σε καλλιέργειες εκτεθειμένες σε IL-1 (Skjodt H et al, 1985).
- Αυξάνει σημαντικά την οστική απορρόφηση σε μεγάλες δόσεις (>15 mg), σε αρουραίους, in vivo (Movsowitz C et al, 1988; Movsowitz C et al, 1989; Schlosberg M et al, 1989; Mov-sowitz C et al, 1990; Epstein S et al, 1991).
- Επαυξάνει την νεφρική παραγωγή της 1,25(OH)2D3, σε μεγάλες δόσεις (Baler C et al, 1990), ενώ σε πειραματόζωα έχει μικρή δράση στην οστική μάζα (del Pozo E et al, 1990; del Pozo E et al, 1992).
- Προστατεύει από την οστική απώλεια την συνδεόμενη με αρθρίτιδα από ανοσοενισχυτικό, σε αρουραίους (del Pozo E et al, 1990; del Pozo E et al, 1992).
2.5.4 ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ
Η κυκλοσπορίνη, μετά την per os χορήγησή της, απορροφάται από το έντερο σε ποσοστό 35-45%. Η μέση συστηματική της βιοδιαθεσιμότητα ανέρχεται σε 30% (εύρος 20-50%). Σε λήπτες μοσχευμάτων κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 27-35%, αν και σε μερικούς ασθενείς απορροφάται σε ποσοστό <5% και σε άλλους, 89%.
Η κυκλοσπορίνη φθάνει σε μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα 2-4 ώρες μετά την per os χορήγησή της. Η απομάκρυνσή της από το πλάσμα είναι διφασική, με μέσο t(1/2) 1.2 ώρες (φάση α) και 27 ώρες (φάση β).
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗΣ
Ηπατικά νοσήματα : Τα σοβαρά ηπατικά νοσήματα μειώνουν την βιοδιαθεσιμότητα της κυκλοσπορίνης.
Τροφές : Η παρουσία τους στον γαστρεντερικό σωλήνα μειώνει την απορρόφηση κατά 25% περίπου, χωρίς να επηρεάζει την κινητική (Kewon PA et al, 1985), της κυκλοσπορίνης.
Σε λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων, η απορρόφηση της κυκλοσπορίνης αυξάνεται κατά 45%, εάν χορηγηθεί προ φαγητού, συγκριτικά μετά φαγητό (Ptachcinski RJ et al, 1985). Σε άτομα που πίνουν 150 ml χυμού αγριόφραπας πρωί και βράδυ, οι συγκεντρώσεις σταθερής κατάστασης της κυκλοσπορίνης αυξάνονται σε 42% κατά μέσον όρο (Christofidis N et al, 1994).
Ενδομυϊκή οδός : Δεν βελτιώνει την απορρόφηση της κυκλοσπορίνης (Ptachcinski RJ et al, 1986).
Χρόνια χορήγηση : Αυξάνει την βιοδιαθεσιμότητα της κυκλοσπορίνης. Σε λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων, η μέση βιοδιαθεσιμότητα της κυκλοσπορίνης αυξάνεται από 24%, σε 50%, 2 εβδομάδες και 6-12 μήνες μετά την μεταμόσχευση, αντίστοιχα (Ptachcinski RJ et al, 1986). Η κινητική της κυκλοσπορίνης μπορεί να αυξομειώνεται στη διάρκεια της ημέρας, δεδομένου ότι σε λήπτες ηπατικών μοσχευμάτων η κάθαρση της κυκλοσπορίνης είναι κατά 40% υψηλότερη το βράδυ, παρά την ημέρα (Venkataramanan R et al, 1986).
'Εμετοι - διάρροια : Μειώνουν σημαντικά την προσρόφηση της κυκλοσπορίνης.
Σκευάσματα κυκλοσπορίνης : Η κυκλοσπορίνη απορροφάται καλύτερα εάν χορηγηθεί με την μορφή μαλακής κάψουλας από ζελατίνη, η οποία περιέχει προσυγκεντρωμένο σκεύασμα κυκλοσπορίνης (Neoral) που υφίσταται γαλακτωματοποίηση με την παρουσία ύδατος ή στα γαστρεντερικά υγρά.
Πλεονεκτήματα Neoral :
- Περιορίζει την ποικιλομορφία των φαρμακοκινητικών παραμέτρων που υπάρχει μεταξύ των ασθενών
- Επιτρέπει την σταθερότερη απορρόφηση της κυκλοσπορίνης, χωρίς να επηρεάζεται από την ταυτόχρονη πρόσληψη τροφής ή την παρουσία χολής
- Φθάνει ταχύτερα σε μέγιστες συγκεντρώσεις και αυξάνει την AUC και την συσχέτισή της με τις συγκεντρώσεις πριν από την λήψη της κυκλοσπορίνης (ελάχιστες συγκεντρώσεις, Cmin), επιτρέποντας μεγαλύτερη προβλεψιμότητα και σταθερότητα στην δόση (Sketris I et al, 1995; Aspeslet LJ et al, 1997).
Σε λήπτες μοσχευμάτων ή ψωρίαση θεραπευόμενους με κυκλοσπορίνη, μπορεί να χρειασθεί τροποποίηση της δόσης των συμβατικών σκευασμάτων εάν αποφασισθεί μετάπτωσή τους σε γαλακτωματοποιημένα (Erkko P et al, 1997). Η μετάπτωση του ενός σκευάσματος στο άλλο εξασφαλίζει πιο σταθερή και προβλέψιμη απορρόφηση της κυκλοσπορίνης, δεδομένου ότι με το Neoral επιτυγχάνεται καλύτερη συσχέτιση των επιπέδων κυκλοσπορίνης με την AUC (Keown P et al, 1996).
Σε λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων, το μικροεναιώρημα της κυκλοσπορίνης δεν μεταβάλλει την συχνότητα της οξείας και χρόνιας απόρριψης του μοσχεύματος, αν και μπορεί να προκαλέσει παροδική αύξηση της νεφροτοξικότητας και της συχνότητας των γαστρεντερικών και νευρολογικών επιπλοκών, συγκριτικά με την συμβατική κυκλοσπορίνη (Cole E et al, 1998).
Η κυκλοσπορίνη, μετά την per os χορήγησή της, κατανέμεται ευρέως στον εξωκυττάριο χώρο. Στο αίμα, σε υψηλές συγκεντρώσεις, ανευρίσκεται στο πλάσμα σε ποσοστό 33-47%, στα λεμφοκύτταρα, 4-9%, στα κοκκιοκύτταρα, 5-12% και στα ερυθρά αιμοσφαίρια, 41-58%. Στο πλάσμα συνδέεται με τις πρωτεΐνες, κυρίως τις λιποπρωτεΐνες, σε ποσοστό περίπου 90%, σε αντίθεση με τα περισσότερα αντιρρευματικά φάρμακα (Ptachcinski RJ et al, 1986).
Οι μέγιστες συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης ανευρίσκονται στο ήπαρ, τους νεφρούς και τους ενδοκρινείς αδένες (επινεφρίδια, πάγκρεας, θύμος και θυρεοειδής αδένας). Σε υψηλά επίσης επίπεδα συγκεντρώνεται στους λεμφαδένες, τον σπλήνα και τον μυελό των οστών. Δεν διέρχεται εύκολα τον αιματο-εγκεφαλικό φραγμό, γι' αυτό και ανευρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα στον εγκέφαλο. Διέρχεται τον πλακούντα και ανιχνεύεται στο αμνιακό υγρό (Ptachcinski RJ et al, 1986).
Ο όγκος κατανομής της κυκλοσπορίνης ανέρχεται περίπου σε 600 L, ενώ στους ενήλικες ο όγκος της στο αίμα, σε 6 L. Έτσι, μόνο 1% του φαρμάκου ανευρίσκεται στο αίμα και 99%, εκτός του καρδιαγγειακού συστήματος. Ο t(1/2) της κυκλοσπορίνης είναι περίπου 24 ώρες. Γι' αυτό και, εάν οι συγκεντρώσεις της στο αίμα είναι 400 mg/l, για να φθάσουν σε 200 mg/l, η κυκλοσπορίνη πρέπει να διακοπεί επί 24 ώρες και να συνεχισθεί στο 1/2 της δόσης της.
Λόγω του τύπου της κατανομής, ο όγκος κατανομής της κυκλοσπορίνης εξαρτάται από την σχέση Ht/Hb. Σε φυσιολογικά άτομα, είναι μικρός (περίπου 1 lt/kg), ενώ σε λήπτες νεφρικών και ηπατικών μοσχευμάτων, πολύ μεγαλύτερος (περίπου 4 lt/kg). Η διαφορά αυτή μπορεί να οφείλεται στον υψηλότερο Ht που έχουν τα φυσιολογικά άτομα, σε σύγκριση με τους λήπτες ηπατικών ή νεφρικών μοσχευμάτων (Ptachcinski RJ et al, 1986).
Περισσότερο από 44% μιας δόσης κυκλοσπορίνης απεκκρίνεται στην χολή με την μορφή μεταβολιτών. Κατά πόσον η κυκλοσπορίνη συμμετέχει αξιόλογα στον εντεροηπατικό κύκλο δεν είναι γνωστό. Σε ποσοστό 0.1%, η κυκλοσπορίνη αποβάλλεται αναλλοίωτη από τα ούρα και μόνον 6% περίπου σαν κυκλοσπορίνη ή με την μορφή μεταβολιτών (Ptachcinski RJ et al, 1986). Μερικοί από τους μεταβολίτες της έχουν ανοσοκατασταλτικές ιδιότητες.
Σε υγιείς εθελοντές, ο t(1/2) της αποβολής της κυκλοσπορίνης ανέρχεται περίπου σε 6.3 ώρες, ενώ αυξάνεται σε 12.2 ώρες σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια και σε 20.4 ώρες, σε πάσχοντες από σοβαρά ηπατικά νοσήματα (Ptachcinski RJ et al, 1986). Σε ασθενείς ηλικίας άνω των 45 ετών η κάθαρση της κυκλοσπορίνης είναι μικρότερη (9.5 ml/kg) απ' ό,τι σε νεότερους (13.3 ml/kg).
Επειδή η κυκλοσπορίνη απενεργοποιείται μέσω του μεταβολισμού και αποβάλλεται από τα ούρα σε μικρό μόνο βαθμό, η κάθαρσή της δεν φαίνεται να επηρεάζεται σημαντικά από την αιμοδιΰλιση (Ptachcinski RJ et al, 1986).
Η κυκλοσπορίνη μεταβολίζεται στο ήπαρ από το σύστημα Ρ450, ιδιαίτερα το CYP3A3 (Ptachcinski RJ et al, 1986; Faulds D et al, 1993). Έχουν ανευρεθεί τουλάχιστον 29 μεταβολίτες της, αλλά δεν έχουν πιστοποιηθεί όλοι και η ανοσοκατασταλτική τους δράση δεν έχει προσδιορισθεί (Ptachcinski RJ et al, 1986). Οι περισσότεροι από τους μεταβολίτες αυτούς διατηρούν την κυκλική ολιγοπεπτιδική δομή της κυκλοσπορίνης (Copeland KR et al, 1990).
Η κυκλοσπορίνη μεταβολίζεται με υδροξυλίωση του τελικού άνθρακα του C9 αμινοξέος και των γ-θέσεων των μεθυλολευκινών και Ν-απομεθυλίωση της N-μεθυλολευκίνης στη θέση 4 (Maurer G et al, 1984). Στην χολή υπάρχουν κυρίως οι μεταβολίτες Μ8, Μ26 και Μ17 (Christians U et al, 1988; Kronbach T et al, 1988). Ο Μ17 είναι ο περισσότερο ενεργός μεταβολίτης, ο οποίος διαθέτει περίπου το 16% της δυνητικότητας της μητρικής ένωσης και αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος των απεκκρινόμενων από τα ούρα μεταβολιτών (Copeland KR et al, 1990).
EIKONA 130 : Μεταβολισμός κυκλοσπορίνης
2.5.5 ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ - ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ
Το Neoral χαρακτηρίζεται από στενό θεραπευτικό παράθυρο, δηλ. το εύρος των επιπέδων της κυκλοσπορίνης που εξασφαλίζει επαρκή θεραπευτικά επίπεδα και ασφαλές περίγραμμα ανεπιθύμητων ενεργειών είναι πολύ στενό. Γι’ αυτό και, σε λήπτες μοσχευμάτων, τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης στο αίμα πρέπει να ελέγχονται τακτικά, προκειμένου να εξασφαλισθεί η βέλτιστη τροποποίηση της δόσης του Neoral.
Η παρακολούθηση των επιπέδων της κυκλοσπορίνης γίνεται με την μέτρησή τους 2 ώρες μετά την λήψη του Neoral (μέτρηση C2). Η μέτρηση C-2 βελτιώνει την έκβαση σε λήπτες μοσχευμάτων που παίρνουν ανοσοκατασταλτικά με βάση το Neoral (Cantarovich M et al, 1998).
2.5.6 ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
2.5.6.1 ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Α) ΦΑΡΜΑΚΑ ΠΟΥ ΑΥΞΑΝΟΥΝ ΤΙΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗΣ ΣΤΟ ΑΙΜΑ ΑΝΑΣΤΕΛΛΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΤΟΧΡΩΜΑΤΟΣ P-450
- Ερυθρομυκίνη
- Νορφλοξασίνη
- Κετοκοναζόλη
- Αντισυλληπτικά per os
- Ανδρογόνα στεροειδή
- Κορτικοειδή (σε μεγάλες δόσεις)
- Σιμετιδίνη
- Αναστολείς διόδου ασβεστίου (διλτιαζέμη, νικαρδιπίνη, βεραπαμίλη, νιφεδιπίνη)
- Δαναζόλη
Β) ΦΑΡΜΑΚΑ ΠΟΥ ΜΕΙΩΝΟΥΝ ΤΙΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗΣ ΔΙΕΓΕΙΡΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΤΟΧΡΩΜΑΤΟΣ P-450
- Φαινυτοΐνη
- Φαινοβαρβιτάλη
- Καρβαμαζεπίνη
- Ριφαμπικίνη
- Σουλφαθυμιδίνη και τριμεθοπρίμη
Γ) ΦΑΡΜΑΚΑ ΔΙΑΘΕΤΟΝΤΑ ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΙΚΗ ΝΕΦΟΡΟΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ
α) Στον άνθρωπο :
- Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα
- Διουρητικά
- Αμινογλυκοσίδες
- Κεφαλοσπορίνες (ορισμένες)
- Αμφοτερικίνη Β
- Τριμεθοπρίμη-σουλφαμεθοξαζόλη
β) Στα πειραματόζωα :
- Φουροσεμίδη (Whiting Ph et al, 1984; Driscoll DF et al, 1989)
- Μετολαζόνη
- Μαννιτόλη (Brunner FP et al, 1986)
- Ινδομεθακίνη (Whiting PH et al, 1986)
- Εναλαπρίλη (Whiting PH et al, 1986)
- Πραζοσίνη (Murray BM and Paller MS, 1986)
- Αναστολείς της συνθετάσης της θρομβοξάνης (Whiting PH et al, 1986)
- Αναστολείς της συνθετάσης της βεραπαμίλης
- Αναστολείς της συνθετάσης των συνθετικών προσταγλανδινών (Makowka L et al, 1986)
Δ) ΑΛΛΕΣ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
- Διγοξίνη (δακτυλιδισμός)
- Λοβαστατίνη (ραβδομυόλυση)
Αζαθειοπρίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η αζαθειοπρίνη μπορεί να μειώσει τις συγκεντρώσεις στο πλάσμα, και επομένως τις αναμενόμενες φαρμακολογικές δράσεις, της κυκλοσπορίνης.
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος.
Συστάσεις : Τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης στον ορό πρέπει να παρακολουθούνται και οι ασθενείς για σημεία απόρριψης του μοσχεύματος ή τοξικότητας όταν αρχίζουν ή διακόπτουν την θεραπεία με αζαθειοπρίνη, αντίστοιχα.
Αλλοπουρινόλη
Αλληλεπιδράσεις : Η αλλοπουρινόλη μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις στο αίμα, και επομένως την τοξικότητα, της κυκλοσπορίνης.
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος.
Συστάσεις : Τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης στο πλάσμα και η νεφρική λειτουργία πρέπει να παρακολουθούνται όταν η αλλοπουρινόλη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται ή τροποποιείται η δόση της. Ανάλογα πρέπει να τροποποιείται και η δόση της κυκλοσπορίνης.
Αμινογλυκοσίδες
Αλληλεπιδράσεις : Η συγχορήγηση των αμινογλυκοσιδών με κυκλοσπορίνη μπορεί να αυξήσει αθροιστικά την νεφροτοξικότητα.
Συστάσεις : Σε λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων, η ταυτόχρονη χορήγηση των αμινογλυκοσιδών με κυκλοσπορίνη πρέπει να αποφεύγεται.
Αμινοκινολίνες
Αλληλεπιδράσεις : Οι αμινοκινολίνες μπορεί να αυξήσουν τις συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης στο πλάσμα και επομένως τον κίνδυνο νεφρικής δυσλειτουργίας.
Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής είναι άγνωστος. Οι αμινοκινολίνες αναστέλλουν πιθανώς τον μεταβολισμό της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις : Τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης και της κρεατινίνης στον ορό πρέπει να παρακολουθούνται όταν οι αμινοκινολίνες προστίθενται στη θεραπεία ή διακόπτονται και η δόση της κυκλοσπορίνης να τροποποιείται ανάλογα.
Αμιοδαρόνη
Αλληλεπιδράσεις : Η αμιοδαρόνη μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης στο πλάσμα.
Μηχανισμός : Η αμιοδαρόνη φαίνεται ότι μειώνει την κάθαρση της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις : Σε ασθενείς θεραπευόμενους με τον συνδυασμό αμιοδαρόνης με κυκλοσπορίνη, πρέπει να παρακολουθούνται τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης στο πλάσμα και οι ασθενείς για εκδηλώσεις νεφρικής ανεπάρκειας. Η αμιοδαρόνη έχει μακρό t(1/2), γι΄αυτό και τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης στον ορό συνιστάται να παρακολουθούνται αρκετές εβδομάδες μετά την τροποποίηση της δόσης ή την διακοπή του φαρμάκου.
Αμφοτερικίνη Β
Αλληλεπιδράσεις : Η αμφοτερικίνη Β μπορεί να προκαλέσει νεφρική δυσλειτουργία όταν συγχορηγείται με κυκλοσπορίνη (Kennedy MS et al, 1983).
Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής είναι άγνωστος, αλλά μπορεί να οφείλεται σε αθροιστική ή συνεργική νεφροτοξική δράση.
Συστάσεις :
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με αμφοτερικίνη ή/και κυκλοσπορίνη, η νεφρική λειτουργία πρέπει να παρακολουθείται με προσοχή. Εάν εμφανισθούν σημεία νεφρικής δυσλειτουργίας, η δόση του ενός ή και των 2 φαρμάκων πρέπει να μειώνεται ή τα φάρμακα αυτά να διακόπτονται.
- Εάν η θεραπεία με αμφοτερικίνη Β είναι απαραίτητη, μπορεί να χορηγηθεί ένας εναλλακτικός ανοσοκατασταλτικός παράγοντας (π.χ. μεθοτρεξάτη ή κορτικοειδή) για να αποφευχθεί ή να αντιστραφεί η νεφροτοξικότητα.
Αναβολικά στεροειδή
Αλληλεπιδράσεις : Τα αναβολικά στεροειδή μπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα στον ορό, και επομένως την τοξικότητα, της κυκλοσπορίνης.
Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής δεν είναι γνωστός. Τα αναβολικά στεροειδή μπορεί να αναστέλλουν τον μεταβολισμό της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις :
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με τον συνδυασμό αυτών των φαρμάκων τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης, της χολερυθρίνης και της κρεατινίνης στον ορό, όπως και η ανταπόκριση στη κυκλοσπορίνη, πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με αναβολικά στεροειδή, η κυκλοσπορίνη πρέπει να χορηγείται σε μικρότερη δόση.
Αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης
Αλληλεπιδράσεις : Τα φάρμακα που αναστέλλουν την επαναπρόσληψη της σεροτονίνης (φλουοξετίνη, φλουβοξαμίνη, παροξετίνη) μπορεί να αυξήσουν τις συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης στο πλάσμα, οδηγώντας σε νεφρική δυσλειτουργία.
Μηχανισμός : Οι αναστολείς της επαναπρόσληψης της σεροτονίνης μπορεί να αναστείλουν τον ηπατικό μεταβολισμό της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις :
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με τον συνδυασμό αυτό πρέπει να παρακολουθούνται τακτικά τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης και της κρεατινίνης στον ορό.
- Η δόση της κυκλοσπορίνης πρέπει να τροποποιείται ανάλογα, όταν τα φάρμακα αυτά προστίθενται στη θεραπεία ή διακόπτονται.
Αναστολείς Η2 υποδοχέων (σιμετιδίνη, ρανιτιδίνη)
Αλληλεπιδράσεις : Η σιμετιδίνη μπορεί να αυξήσει την κρεατινίνη του ορού σε ασθενείς θεραπευόμενους με κυκλοσπορίνη.
Μηχανισμός : Η σιμετιδίνη φαίνεται ότι ανταγωνίζεται την νεφρική σωληναριακή απέκκριση της κρεατινίνης. Η σιμετιδίνη και η ρανιτιδίνη δεν φαίνεται να επηρεάζουν τις συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης στο αίμα. Η ρανιτιδίνη φαίνεται ότι έχει ηπιότερη δράση στην κρεατινίνη του ορού.
Συστάσεις : Σε ασθενείς θεραπευόμενους με τον συνδυασμό αυτό των φαρμάκων πρέπει να παρακολουθούνται τα επίπεδα της κρεατινίνης του ορού.
Αναστολείς ΜΕΑ
Αλληλεπιδράσεις : Η εναλαπρίλη και άλλοι αναστολείς του ΜΕΑ μπορεί να προκαλέσουν οξεία νεφρική ανεπάρκεια σε ασθενείς θεραπευόμενους με κυκλοσπορίνη.
Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής δεν έχει προσδιορισθεί. Η κυκλοσπορίνη μπορεί να προκαλέσει σύσπαση των αγγείων των προσαγωγών νεφρικών σωληναρίων και σπειραματική υποδιάχυση. Η ενδονεφρική αγγειοτενσίνη ΙΙ είναι απαραίτητη για την διατήρηση της σπειραματικής διήθησης, γι΄αυτό και η αναστολή του ΜΕΑ μπορεί να προκαλέσει απότομη έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας.
Συστάσεις : Οι αναστολείς του ΜΕΑ πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε ασθενείς θεραπευόμενους με κυκλοσπορίνη και κάτω από στενή παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας.
Αναστολείς πρωτεάσης
Αλληλεπιδράσεις :
- Οι αναστολείς της πρωτεάσης (σακουϊναβίρη, ινδιναβίρη, ριτοναβίρη, νελφιναβίρη) μπορεί να αυξήσουν τις συγκεντρώσεις στον ορό και επομένως την τοξικότητα (νεφροτοξικότητα, ηπατοτοξικότητα, νευρολογικές επιπλοκές), της κυκλοσπορίνης.
- Η κυκλοσπορίνη μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις των αναστολέων της πρωτεάσης.
Μηχανισμός : Οι αναστολείς της πρωτεάσης μπορεί να αναστείλουν ανταγωνιστικά τον μεταβολισμό της κυκλοσπορίνης, δεδομένου ότι, όπως και η κυκλοσπορίνη, μπορεί να μεταβολίζονται από τα ένζυμα του κυτοχρώματος P450 3A4.
Συστάσεις :
- Εάν η ταυτόχρονη χορήγηση ενός αναστολέα της πρωτεάσης με κυκλοσπορίνη είναι απαραίτητη, πρέπει να παρακολουθείται η κλινική ανταπόκριση στον αναστολέα της πρωτεάσης και οι ασθενείς για σημεία και συμπτώματα τοξικότητας από την κυκλοσπορίνη.
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με τον συνδυασμό αυτό των φαρμάκων μπορεί να χρειασθεί να μειωθεί η δόση του ενός ή και των 2 φαρμάκων.
Αναστολείς καρβονικής ανυδράσης
Αλληλεπιδράσεις : Η ακεταζολαμίδη μπορεί να αυξήσει τις φαρμακολογικές δράσεις της κυκλοσπορίνης. Η αύξηση των επιπέδων της κυκλοσπορίνης στον ορό μπορεί να οδηγήσει σε νεφροτοξικότητα και νευροτοξικότητα. Οι άλλοι αναστολείς της καρβονικής ανυδράσης δεν φαίνεται να αλληλεπιδρούν με την κυκλοσπορίνη.
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος.
Συστάσεις :
- Σε ασθενείς που παίρνουν ταυτόχρονα τα 2 αυτά φάρμακα πρέπει να παρακολουθούνται στενότερα τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης και της κρεατινίνης στον ορό
- Η δόση της κυκλοσπορίνης πρέπει να τροποποιείται ανάλογα, όταν η ακεταζολαμίδη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται.
Αντιδιαβητικά
Αλληλεπιδράσεις :
- Η γλιπιζίδη και η γλυβουρίδη μπορεί να αυξήσουν τις συγκεντρώσεις στο αίμα, και επομένως την τοξικότητα, της κυκλοσπορίνης
- Η κυκλοσπορίνη μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα των σουλφονυλουριών στο αίμα, οδηγώντας σε υπογλυκαιμία.
Μηχανισμός : Η αλληλεπίδραση των αντιδιαβητικών με την κυκλοσπορίνη μπορεί να οφείλεται σε ενζυμική αναστολή, η οποία επιβραδύνει τον μεταβολισμό των φαρμάκων αυτών.
Συστάσεις : Εάν τα αντιδιαβητικά συγχορηγούνται με κυκλοσπορίνη πρέπει να παρακολουθούνται τα επίπεδα της κρεατινίνης και της κυκλοσπορίνης στον ορό και του σακχάρου του αίματος και να τροποποιείται ανάλογα η δόση της κυκλοσπορίνης ή των σουλφονυλουριών.
Αντιπηκτικά
Αλληλεπιδράσεις : Η ταυτόχρονη χορήγηση κυκλοσπορίνης με αντιπηκτικά per os μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες αλληλεπιδράσεις. Π.χ. η συγχορήγηση της κυκλοσπορίνης με βαρφαρίνη μπορεί να μειώσει, ενώ με δικουμαρόλη, να αυξήσει τις δράσεις των 2 αυτών φαρμάκων.
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος.
Συστάσεις :
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με κυκλοσπορίνη σε συνδυασμό με per os αντιπηκτικά πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή, γιατί μπορεί να εμφανίσουν μεταβολή της ανταπόκρισης και στα 2 αυτά φάρμακα
- Οι συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης στο αίμα πρέπει να παρακολουθούνται και να τροποποιείται η δόση του ενός ή και των 2 φαρμάκων, αν χρειασθεί.
Βαρβιτουρικά
Αλληλεπιδράσεις : Τα βαρβιτουρικά μπορεί να μειώσουν τα επίπεδα στον ορό, και επομένως να εξασθενήσουν την ανοσοκατασταλτική δράση, της κυκλοσπορίνης.
Μηχανισμός : Τα βαρβιτουρικά μπορεί να αυξάνουν τον ηπατικό μεταβολισμό της κυκλοσπορίνης λόγω ενεργοποίησης των ηπατικών μικροσωμικών ενζύμων.
Συστάσεις :
- Εάν υπάρχουν ενδείξεις αλληλεπίδρασης της κυκλοσπορίνης με βαρβιτουρικά, μπορεί να χρειασθεί να μειωθεί η δόση της πρώτης.
- Οι συγκεντρώσεις της κρεατινίνης και της κυκλοσπορίνης πρέπει να παρακολουθούνται όταν τα βαρβιτουρικά προστίθενται στη θεραπεία ή διακόπτονται. Εναλλακτικά, μπορεί να απαιτηθεί μείωση της δόσης ή διακοπή των βαρβιτουρικών.
Βεραπαμίλη
Αλληλεπιδράσεις :
- Η βεραπαμίλη μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις, και επομένως τις αναμενόμενες φαρμακολογικές και νεφροτοξικές δράσεις, της κυκλοσπορίνης (Yee GC and McGuire TR, 1990).
- Η βεραπαμίλη έχει συνεργική ανοσοκατασταλτική δράση με την κυκλοσπορίνη σε πειραματόζωα, in vitro (McMillen M et al, 1985), και πιθανώς στον άνθρωπο.
Μηχανισμός : Η βεραπαμίλη μπορεί να αναστείλει τον ηπατικό μεταβολισμό της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις :
- Εάν υπάρχουν ενδείξεις της αλληλεπίδρασης αυτής, μπορεί να απαιτηθεί μείωση της δόσης της κυκλοσπορίνης
- Τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης και της κρεατινίνης στο πλάσμα πρέπει να παρακολουθούνται γιατί μπορεί να αυξηθούν και η δόση της κυκλοσπορίνης να τροποποιείται ανάλογα.
Γεμφιβροζίλη
Αλληλεπιδράσεις : Η γεμφιβροζίλη μπορεί να μειώσει τις συγκεντρώσεις, και επομένως τις αναμενόμενες φαρμακολογικές δράσεις, της κυκλοσπορίνης.
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος.
Συστάσεις : Οι συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης στο αίμα και οι εκδηλώσεις τοξικότητας ή απόρριψης του μοσχεύματος πρέπει να παρακολουθούνται όταν η γεμφιβροζίλη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται, αντίστοιχα. Ανάλογα πρέπει να τροποποιείται και η δόση της κυκλοσπορίνης.
Γκριζεοφουλβίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η γκριζεοφουλβίνη μπορεί να μειώσει τις συγκεντρώσεις στο αίμα, και πιθανώς την αποτελεσματικότητα, της κυκλοσπορίνης.
Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής είναι άγνωστος. Η γκριζεοφουλβίνη φαίνεται ότι αυξάνει τον μεταβολισμό της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις :
- Όταν η γκριζεοφουλβίνη προστίθεται στη θεραπεία με κυκλοσπορίνη, πρέπει να παρακολουθούνται οι συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης στο αίμα και οι ασθενείς για σημεία απόρριψης του μοσχεύματος
- Η δόση της κυκλοσπορίνης μπορεί να χρειασθεί να αυξηθεί σε ασθενείς θεραπευόμενους με γκριζεοφουλβίνη και να μειωθεί μετά την διακοπή της
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται ταυτόχρονα με τα 2 αυτά φάρμακα και διακόπτουν την γκριζεοφουλβίνη πρέπει να παρακολουθούνται για σημεία τοξικότητας από την κυκλοσπορίνη.
Δαναζόλη
Αλληλεπιδράσεις : Τα αναβολικά στεροειδή μπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης στον ορό, οδηγώντας σε τοξικότητα. Οι μεταβολές των συγκεντρώσεων της κυκλοσπορίνης στο πλάσμα από τα αναβολικά πιθανώς παρατηρούνται σε διάστημα αρκετών εβδομάδων.
Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής δεν έχει προσδιορισθεί. Τα αναβολικά στεροειδή μπορεί να αναστείλουν τον μεταβολισμό της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις :
- Τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης, της χολερυθρίνης και της κρεατινίνης του ορού πρέπει να παρακολουθούνται, όπως και η ανταπόκριση στην κυκλοσπορίνη, εάν η θεραπεία με αναβολικά στεροειδή είναι απαραίτητη.
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με αναβολικά στεροειδή, η κυκλοσπορίνη μπορεί να χρειασθεί να χορηγηθεί σε δόση μικρότερη από την προβλεπόμενη.
Δακτυλίτιδα
Αλληλεπιδράσεις : Η κυκλοσπορίνη μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα της διγοξίνης στον ορό, οδηγώντας σε τοξικότητα.
Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής είναι άγνωστος. Η κυκλοσπορίνη πιθανώς μειώνει την κάθαρση και τον όγκο κατανομής της διγοξίνης.
Συστάσεις :
- Οι ασθενείς που παίρνουν διγοξίνη μπορεί να χρειασθεί να μειώσουν την δόση της κατά 50% εάν έχουν ανάγκη θεραπείας με κυκλοσπορίνη
- Τα επίπεδα της διγοξίνης πρέπει να παρακολουθούνται και οι ασθενείς για σημεία τοξικότητας και η δόση να τροποποιείται ανάλογα όταν η κυκλοσπορίνη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται.
Διλτιαζέμη
Αλληλεπιδράσεις : Η διλτιαζέμη μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις, και επομένως τις αναμενόμενες φαρμακολογικές και νεφροτοξικές δράσεις, της κυκλοσπορίνης. Πάντως, δεν επηρεάζει σημαντικά την νεφρική λειτουργία, δεδομένου ότι, σε λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων, προστατεύει την νεφρική κυκλοφορία (Yee GC and McGuire TR, 1990).
Μηχανισμός : Η διλτιαζέμη μπορεί να αναστείλει τον ηπατικό μεταβολισμό της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις :
- Εάν υπάρχουν ενδείξεις της αλληλεπίδρασης αυτής, η δόση της κυκλοσπορίνης μπορεί να χρειασθεί να μειωθεί σε ασθενείς θεραπευόμενους με αναστολείς της διόδου του ασβεστίου
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό πρέπει να παρακολουθούνται γιατί μπορεί να εμφανίσουν αύξηση των επιπέδων της κυκλοσπορίνης και της κρεατινίνης στον ορό και η δόση της κυκλοσπορίνης να τροποποιείται ανάλογα.
Δοξορουβυκίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η συγχορήγηση της κυκλοσπορίνης με δοξορουβυκίνη μπορεί να προκαλέσει τοξικές εκδηλώσεις από το ΚΝΣ (σπασμούς και κώμα).
Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής δεν είναι γνωστός. Η κυκλοσπορίνη μπορεί να αυξήσει την είσδυση της δοξορουβυκίνης στον εγκέφαλο προκαλώντας βλάβη του αγγειακού ενδοθηλίου.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή για μεταβολές της διανοητικής κατάστασης και επιπλοκές από το ΚΝΣ.
Ετοποσίδη
Αλληλεπιδράσεις : Η ταυτόχρονη χορήγηση ετοποσίδης με κυκλοσπορίνη μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις της ετοποσίδης, αυξάνοντας την τοξικότητα.
Μηχανισμός : Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να οφείλεται σε μείωση της νεφρικής κάθαρσης και αναστολή του μεταβολισμού της ετοποσίδης από την κυκλοσπορίνη.
Συστάσεις :
- Εάν η συγχορήγηση και των 2 αυτών φαρμάκων είναι απαραίτητη, πρέπει να γίνεται πλήρης αιματολογικός έλεγχος και η δόση της ετοποσίδης να μειώνεται κατά 50%
- Οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή για αντιδράσεις υπερευαισθησίας (εξάνθημα, πυρετός και βρογχόσπασμος).
Ιμιπενέμη - σιλαστατίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η ταυτόχρονη χορήγηση της σιλαστατίνης με κυκλοσπορίνη μπορεί να αυξήσει τις επιπλοκές από το ΚΝΣ και των 2 αυτών φαρμάκων.
Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής δεν είναι γνωστός. Αποδίδεται σε αθροιστική ή συνεργική τοξικότητα και σε αύξηση των συγκεντρώσεων της κυκλοσπορίνης από την ιμιπενέμη.
Συστάσεις : Σε ασθενείς θεραπευόμενους με τον συνδυασμό αυτό πρέπει να παρακολουθούνται τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης στον ορό και οι εκδηλώσεις τοξικότητας από το ΚΝΣ.
Ιτρακοναζόλη
Αλληλεπιδράσεις : Η ιτρακοναζόλη μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης στον ορό.
Μηχανισμός : Η ιτρακοναζόλη φαίνεται ότι αναστέλλει τον ηπατικό μεταβολισμό της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις : Οι συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης πρέπει να παρακολουθούνται στενότερα όταν η ιτρακοναζόλη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται.
Καρβαμαζεπίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η καρβαμαζεπίνη μπορεί να μειώσει τις συγκεντρώσεις, και επομένως τις αναμενόμενες φαρμακολογικές δράσεις, της κυκλοσπορίνης.
Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής δεν είναι γνωστός. Η καρβαμαζεπίνη μπορεί να ενεργοποιήσει τον ηπατικό μικροσωμικό ενζυμικό μεταβολισμό της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις :
- Τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης στον ορό πρέπει να παρακολουθούνται, όπως και οι ασθενείς για σημεία απόρριψης του μοσχεύματος, όταν η καρβαμαζεπίνη προστίθεται στη θεραπεία με κυκλοσπορίνη
- Η τοξικότητα της καρβαμαζεπίνης πρέπει να παρακολουθείται όταν το φάρμακο αυτό διακόπτεται και η δόση της κυκλοσπορίνης να τροποποιείται, εάν χρειάζεται.
Καρβεδιλόλη
Αλληλεπιδράσεις : Η καρβεδιλόλη μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης στον ορό και να οδηγήσει σε νεφροτοξικότητα και νευροτοξικότητα.
Μηχανισμός : Η καρβεδιλόλη (β-αναστολέας) μπορεί να παρέμβει στον μεταβολισμό της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις :
- Εάν η θεραπεία και με τα 2 αυτά φάρμακα είναι απαραίτητη, πρέπει να παρακολουθούνται οι συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης και της κρεατινίνης στον ορό και οι ασθενείς για εκδηλώσεις τοξικότητας από την κυκλοσπορίνη.
- Η δόση της κυκλοσπορίνης πρέπει να τροποποιείται ανάλογα όταν η καρβεδιλόλη αρχίζει, διακόπτεται ή τροποποιείται η δόση της.
Κετοκοναζόλη
Αλληλεπιδράσεις : Η κετοκοναζόλη μπορεί να αναστείλει τον ηπατικό μεταβολισμό και να πενταπλασιάσει τις συγκεντρώσεις στο πλάσμα, αυξάνοντας επομένως τις φαρμακολογικές δράσεις και την νεφροτοξικότητα, της κυκλοσπορίνης. Η αλληλεπίδραση αυτή εμφανίζεται 24 ώρες μετά την χορήγηση της κετοκοναζόλης και επιμένει μίαν εβδομάδα ή περισσότερο μετά την διακοπή της.
Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής είναι άγνωστος. Η κετοκοναζόλη πιθανώς αναστέλλει τον ηπατικό μεταβολισμό της κυκλοσπορίνης, μεταβάλλοντας την πρωτεϊνική σύνδεση ή ανταγωνιζόμενη την απέκκρισή της (Baciewicz AM and Baciewicz Jr FA, 1989).
Συστάσεις :
- Η δόση της κυκλοσπορίνης μπορεί να χρειασθεί να μειωθεί όταν στη θεραπεία προστίθεται κετοκοναζόλη.
- Τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης και της κρεατινίνης στον ορό πρέπει να παρακολουθούνται και η δόση της κυκλοσπορίνης να τροποποιείται ανάλογα όταν η κετοκοναζόλη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται.
Κεφτριαξόνη
Αλληλεπιδράσεις : Η κεφτριαξόνη μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης στον ορό και τον κίνδυνο τοξικότητας. Οι άλλες κεφαλοσπορίνες δεν αλληλεπιδρούν με την κυκλοσπορίνη.
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος.
Συστάσεις : Σε ασθενείς θεραπευόμενους ταυτόχρονα με κυκλοσπορίνη και κεφτριαξόνη τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης και της κρεατινίνης στον ορό πρέπει να παρακολουθούνται και η δόση της κυκλοσπορίνης να τροποποιείται ανάλογα.
Κλονιδίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η κλονιδίνη μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης.
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος.
Συστάσεις : Οι συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης στο αίμα πρέπει να παρακολουθούνται όταν η κλονιδίνη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται και η δόση της κυκλοσπορίνης να τροποποιείται ανάλογα.
Κολχικίνη
Αλληλεπιδράσεις :
- Σε αρουραίους, η κολχικίνη προστατεύει από την χρόνια νεφροτοξικότητα της κυκλοσπορίνης (Sobh M et al, 1998), πιθανώς μειώνοντας την απόπτωση των νεφρικών κυττάρων (Li C et al, 2002)
- Σε ασθενείς με αμυλοείδωση οφειλόμενη σε οικογενή μεσογειακό πυρετό θεραπευόμενους με κολχικίνη, η κυκλοσπορίνη συνοδεύεται από γαστρεντερικές επιπλοκές και μυϊκή αδυναμάι σε μεγάλη συχνότητα (Cohen SL et al, 1989)
- Σε λήπτες μοσχευμάτων νεφρού ή καρδιάς θεραπευόμενους με κυκλοσπορίνη, η κολχικίνη μπορεί να προκαλέσει μυοπάθεια (Lee BI et al, 1997; Ducloux D et al, 1997; Rana SS et al, 1997; Gruberg L et al, 1999).
Μηχανισμός : Ο μηχανισμός της αλληλεπίδρασης της κολχικίνης με την κυκλοσπορίνη δεν έχει προσδιορισθεί. Η κολχικίνη παρεμβαίνει πιθανώς στην φαρμακοκινητική της κυκλοσπορίνης αυξάνοντας τα επίπεδα στο πλάσμα, είτε αυξάνοντας την απορρόφηση, είτε μειώνοντας τον ηπατικό μεταβολισμό, της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις : Σε ασθενείς θεραπευόμενους με κολχικίνη ταυτόχρονα με κυκλοσπορίνη πρέπει να παρακολουθούνται οι συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης στο αίμα και η νεφρική λειτουργία.
Κορτικοειδή
Αλληλεπιδράσεις :
- Η κάθαρση της πρεδνιζολόνης ελαττώνεται σε ασθενείς που παίρνουν κυκλοσπορίνη
- Η μεθυλπρεδνιζολόνη, εάν χορηγηθεί ενδοφλέβια σε δόσεις >250 mg/24ωρο, αυξάνει, μειώνει ή αφήνει ανεπηρέαστες τις συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης στο πλάσμα. Σε λήπτες μοσχεύματος μυελού, ο συνδυασμός της με κυκλοσπορίνη μπορεί να προκαλέσει κατακράτηση υγρών, υπέρταση και σπασμούς, σε παιδιά και ενήλικες (Boogaerts MA et al, 1982; Durrant S et al, 1982).
Συστάσεις :
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με κορτικοειδή και ταυτόχρονα κυκλοσπορίνη πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή, γιατί μπορεί να εμφανίσουν αυξημένη ανταπόκριση στην κυκλοσπορίνη και τα κορτικοειδή. Αν και ο συνδυασμός αυτός μπορεί να είναι χρήσιμος σε λήπτες μοσχευμάτων, αυξάνει τον κίνδυνο τοξικότητας.
- Εάν υπάρχουν ενδείξεις αλληλεπίδρασης, η δόση του ενός ή και των 2 φαρμάκων μπορεί να χρειασθεί να μειωθεί.
Λοβαστατίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η λοβαστατίνη αυξάνει την συχνότητα της μυοσίτιδας που προκαλεί η κυκλοσπορίνη από 0.5%, σε 30%. Τα συμπτώματα και σημεία μπορεί να εξελιχθούν σε μυαλγίες, ραβδομυόλυση και οξεία νεφρική ανεπάρκεια (East C et al, 1988).
Μηχανισμός : Η κυκλοσπορίνη μπορεί να αναστείλει τον ηπατικό μεταβολισμό της λοβαστατίνης, αυξάνοντας επομένως τα επίπεδά της ή/και των μεταβολιτών της στον ορό (East C et al, 1988).
Συστάσεις : Οι ασθενείς που θεραπεύονται με κυκλοσπορίνη και λοβαστατίνη μπορεί να εμφανίσουν μυϊκά συμπτώματα, όπως πόνο, ευαισθησία ή αδυναμία. Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να μετράται η CPK. Επειδή η κατάσταση αυτή μπορεί να οδηγήσει σε οξεία νεφρική ανεπάρκεια, η μυοπάθεια πρέπει να διαγιγνώσκεται όσο το δυνατόν ενωρίτερα και η λοβαστατίνη να διακόπτεται, εάν χρειάζεται.
Μακρολιδικά αντιβιοτικά
Αλληλεπιδράσεις : Τα μακρολιδικά αντιβιοτικά (αζιθρομυκίνη, κλαριθρομυκίνη, ερυθρομυκίνη, τρολεανδομυκίνη) μπορεί να αυξήσουν τις συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης στον ορό και να οδηγήσουν σε νεφροτοξικότητα ή νευροτοξικότητα.
Μηχανισμός : Ο μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής δεν έχει προσδιορισθεί. Τα μακρολιδικά αντιβιοτικά μπορεί να αναστείλουν τον μεταβολισμό, να αυξήσουν την απορρόφηση ή να μειώσουν τον όγκο κατανομής, της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις :
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με μακρολιδικά αντιβιοτικά, η κυκλοσπορίνη μπορεί να χρει-ασθεί να χορηγηθεί σε μικρότερη δόση.
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό πρέπει να παρακολουθούν τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης στο πλάσμα και της κρεατινίνης του ορού και να αναφέρουν οποιαδήποτε εκδήλωση τοξικότητας.
- Η δόση της κυκλοσπορίνης πρέπει να τροποποιείται ανάλογα όταν ένα μακρολιδικό αντιβιοτικό προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται.
Μεθοτρεξάτη
Αλληλεπιδράσεις : Ο συνδυασμός της μεθοτρεξάτης με κυκλοσπορίνη στη θεραπεία της ψωρίασης ή της ΨΑ μπορεί να αυξήσει την τοξικότητα και των 2 αυτών φαρμάκων.
Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής δεν έχει προσδιορισθεί. Η μεθοτρεξάτη μπορεί να αναστείλει την κάθαρση της κυκλοσπορίνης και η κυκλοσπορίνη, την αποβολή της μεθοτρεξάτης.
Συστάσεις :
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό πρέπει να παρακολουθούνται για σημεία τοξικότητας και από τα 2 αυτά φάρμακα.
- Οι συγκεντρώσεις και των 2 φαρμάκων στον ορό πρέπει να παρακολουθούνται και η δόση του ενός ή και των 2 φαρμάκων να τροποποιείται, εάν χρειάζεται.
Μελφαλάνη
Αλληλεπιδράσεις : Η ταυτόχρονη χορήγηση κυκλοσπορίνης με μελφαλάνη μπορεί να αυξήσει την συχνότητα της νεφροτοξικότητας.
Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής δεν έχει προσδιορισθεί.
Συστάσεις : Σε ασθενείς θεραπευόμενους με κυκλοσπορίνη και μελφαλάνη πρέπει να παρακολουθούνται στενότερα τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης και της κρεατινίνης στον ορό και η νεφρική λειτουργία και να μειώνεται, εάν χρειάζεται, η δόση της κυκλοσπορίνης.
Μετοκλοπραμίδη
Αλληλεπιδράσεις : Η μετοκλοπραμίδη μπορεί να αυξήσει τις ανοσοκατασταλτικές και τοξικές δράσεις της κυκλοσπορίνης.
Μηχανισμός : Η μετοκλοπραμίδη μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα στο πλάσμα και την βιοδιαθεσιμότητα της κυκλοσπορίνης, λόγω παράτασης του χρόνου κένωσης του στομάχου, η οποία μπορεί να αυξήσει την απορρόφηση της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις :
- Σε ασθενείς που παίρνουν μετοκλοπραμίδη, η κυκλοσπορίνη μπορεί να χρειασθεί να χορηγηθεί σε μικρότερη δόση. Η αλληλεπίδραση αυτή είναι χρήσιμη, δεδομένου ότι μπορεί να επιτρέψει μείωση της δόσης της κυκλοσπορίνης.
- Τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης πρέπει να παρακολουθούνται συχνά και η δόση της να τροποποιείται ανάλογα όταν η μετοκλοπραμίδη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται.
Μετρονιδαζόλη
Αλληλεπιδράσεις : Η μετρονιδαζόλη μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης στον ορό, οδηγώντας σε τοξικότητα.
Μηχανισμός : Δεν έχει προσδιορισθεί. Η μετρονιδαζόλη μπορεί να αναστείλει τον ηπατικό μεταβολισμό της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό κυκλοσπορίνης με μετρονιδαζόλη πρέπει να παρακολουθούνται μήπως εμφανίσουν μεταβολή των επιπέδων της κυκλοσπορίνης στο αίμα όταν η μετρονιδαζόλη αρχίζει ή διακόπτεται ή τροποποιείται η δόση της και η δόση της κυκλοσπορίνης να τροποποιείται ανάλογα.
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ινδομεθακίνη, κετοπροφαίνη, φαινοπροφαίνη, ναπροξένη, πιροξικάμη, ιμπουπροφαίνη, κετορολάκη, ετοδολάκη, ναβουμετόνη, οξαπροζίνη, τολμετίνη, σουλινδάκη, μεφαιναμικό οξύ, μεκλοφαιναμάτη, δικλοφενάκη)
Αλληλεπιδράσεις : Η συγχορήγηση της κυκλοσπορίνης με ΜΣΑΦ μπορεί να αυξήσει την νεφροτοξικότητα και των 2 αυτών φαρμάκων. Κατ' άλλους, η δικλοφενάκη (Kovarik JM et al, 1996), η ινδομεθακίνη, η κετοπροφαίνη και η σουλινδάκη (Tugwell P et al, 1997) δεν επηρεάζουν την νεφρική λειτουργία των ασθενών με ΡΑ που θεραπεύονται με κυκλοσπορίνη.
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος.
Συστάσεις :
- Εάν τα ΜΣΑΦ χορηγούνται ταυτόχρονα με κυκλοσπορίνη πρέπει να παρακολουθείται συχνά η νεφρική λειτουργία.
- Τα ΜΣΑΦ πρέπει να συγχορηγούνται με κυκλοσπορίνη μόνον όταν τα αναμενόμενα οφέλη υπερβαίνουν σημαντικά τον κίνδυνο της δυνητικής αθροιστικής νεφροτοξικότητας και των 2 φαρμάκων.
ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΜΣΑΦ ΜΕ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗ
Σε πειραματόζωα : Η κυκλοσπορίνη, σε δόση 25 mg/kg/24ωρο, προκαλεί ή επιδεινώνει την ολιγουρία σε σκύλους προθεραπευμένους με ινδομεθακίνη (Siegl H et al, 1983).
Σε υγιείς ανθρώπους : Η ινδομεθακίνη, χορηγούμενη ταυτόχρονα με κυκλοσπορίνη, μειώνει την σπειραματική διήθηση και την αποτελεσματική νεφρική ροή του πλάσματος (ERPF) (Sturrock ND et al, 1994). Κατ΄άλλους, η ινδομεθακίνη, η ασπιρίνη και η πιροξικάμη δεν συνοδεύονται από φαρμακευτικές αλληλεπιδράσεις όταν χορηγηθούν ταυτόχρονα με μίαν εφάπαξ δόση κυκλοσπορίνης.
Σε λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων : Η δικλοφενάκη και η σουλινδάκη μπορεί να αυξήσουν την κρεατινίνη του ορού εάν συγχορηγηθούν με κυκλοσπορίνη (Harris KP et al, 1988).
Σε ασθενείς με ΡΑ : Η ναπροξένη και η σουλινδάκη μειώνουν την σπειραματική διήθηση και την ERPF και αυξάνουν την κρεατινίνη και την ουρία του αίματος σε ασθενείς θεραπευόμενους με κυκλοσπορίνη, πιθανώς λόγω σύσπασης των νεφρικών αγγείων (Dijkmans BAC et al, 1987; Berg KJ et al, 1989; Altman RD et al, 1992). Η μισοπροστόλη, σε δόση 800 μg/24ωρο, δεν αποτρέπει την αλληλεπίδραση αυτή στον άνθρωπο (Boers M et al, 1992), παρά τα ενθαρρυντικά αποτελέσματα σε πειραματόζωα (Makowka L et al, 1986).
Η δικλοφενάκη, χορηγούμενη ταυτόχρονα με κυκλοσπορίνη, αυξάνει την AUC της κυκλοσπορίνης σε υγιή άτομα και την κρεατινίνη του ορού σε ασθενείς με ΡΑ, πιθανώς λόγω αναστολής του μεταβολισμού «πρώτης διόδου» από την κυκλοσπορίνη (Mueller EA et al, 1993; Kovarik JM et al, 1997), γι' αυτό και συνιστάται να χορηγείται στη χαμηλότερη θεραπευτική δόση όταν συνδυάζεται με κυκλοσπορίνη (Kovarik JM et al, 1996).
Η ινδομεθακίνη, η κετοπροφαίνη και η σουλινδάκη δεν επηρεάζουν την νεφρική λειτουργία σε ασθενείς με ΡΑ θεραπευόμενους με κυκλοσπορίνη σε δόση 5 mg/mg/24ωρο (Tugwell P et al, 1997).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Τα ΜΣΑΦ δεν είναι γνωστό κατά πόσον μπορούν να αυξήσουν την νεφροτοξικότητα της κυκλοσπορίνης, γι' αυτό και είναι προτιμότερο να μην χορηγούνται ταυτόχρονα με κυκλοσπορίνη ή να διακόπτονται όταν στην αγωγή προστίθεται κυκλοσπορίνη. Πάντως, σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα, μπορούν να συνεχίσουν να χορηγούνται ταυτόχρονα με την κυκλοσπορίνη, με την προϋπόθεση ότι θα παρακολουθείται τακτικά η κρεατινίνη του ορού, ιδιαίτερα όταν τροποποιείται το θεραπευτικό τους σχήμα.
Σε ασθενείς ηλικίας μεγαλύτερης των 60 ετών ο συνδυασμός αυτός πρέπει να αποφεύγεται. Στην θέση των ΜΣΑΦ μπορεί να χορηγηθεί πρεδνιζολόνη 10-15 mg/24ωρο. Δεν υπάρχει ένδειξη κατά πόσον ένα ΜΣΑΦ είναι λιγότερο νεφροτοξικό από άλλα όταν χορηγείται ταυτόχρονα με κυκλοσπορίνη.
Μη αποπολωτικά φάρμακα
Αλληλεπιδράσεις : Η ταυτόχρονη χορήγηση των μη αποπολωτικών φαρμάκων με κυκλοσπορίνη μπορεί να παρατείνει την νευρομυϊκή αναστολή που προκαλούν τα μυοχαλαρωτικά.
Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής είναι άγνωστος. Η κυκλοσπορίνη μπορεί να αναστέλλει τον μεταβολισμό των μη αποπολωτικών μυοχαλαρωτικών.
Συστάσεις : Εάν και τα 2 αυτά φάρμακα χορηγούνται ταυτόχρονα, οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή γιατί μπορεί να εμφανίσουν νευρομυϊκή και αναπνευστική καταστολή.
Μιφεβραδίλη
Αλληλεπιδράσεις : Η μιφεβραδίλη μπορεί να διπλασιάσει τις συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης στο πλάσμα.
Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής δεν έχει προσδιορισθεί.
Συστάσεις : Τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης στο πλάσμα πρέπει να παρακολουθούνται και η δόση της να τροποποιείται ανάλογα όταν η μιφεβραδίλη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται.
Μοδαφινίλη
Αλληλεπιδράσεις : Η μοδαφινίλη μπορεί να μειώσει τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης στο πλάσμα κατά 50%.
Μηχανισμός : Η αλληλεπίδραση αυτή αποδίδεται σε αύξηση του μεταβολισμού της κυκλοσπορίνης από την μοδαφινίλη.
Συστάσεις : Η συγχορήγηση των 2 αυτών φαρμάκων είναι προτιμότερο να αποφεύγεται.
Ναφκιλλίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η ναφκιλλίνη μπορεί να μειώσει ή να αυξήσει τις ολικές συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης στο αίμα. Η αλληλεπίδραση αυτή δεν έχει αναφερθεί με άλλες πενικιλλίνες.
Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής δεν είναι γνωστός. Η ναφκιλλίνη φαίνεται ότι αυξάνει τον μεταβολισμό ή μειώνει την βιοδιαθεσιμότητα της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις : Εάν η ναφκιλλίνη συγχορηγείται με κυκλοσπορίνη οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται μήπως εμφανίσουν ελάττωση των συγκεντρώσεων της κυκλοσπορίνης στο αίμα και ενδείξεις απόρριψης του μοσχεύματος.
Νεφαζοδόνη
Αλληλεπιδράσεις : Η νεφαζοδόνη μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης στο πλάσμα, οδηγώντας σε τοξικότητα.
Μηχανισμός : H νεφαζοδόνη μπορεί να αναστείλει τον ηπατικό μεταβολισμό της κυκλοσπορίνης παρεμβαίνοντας στα ένζυμα του κυτοχρώματος P450 3A4.
Συστάσεις : Εάν τα 2 αυτά φάρμακα χορηγούνται ταυτόχρονα, πρέπει να παρακολουθούνται οι ελάχιστες συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης στον ορό όταν η νεφαζοδόνη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται και η δόση της κυκλοσπορίνης να τροποποιείται ανάλογα.
Νικαρδιπίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η νικαρδιπίνη μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις, και επομένως τις αναμενόμενες φαρμακολογικές και νεφροτοξικές δράσεις, της κυκλοσπορίνης (Yee GC and Mc Guire TR, 1990).
Μηχανισμός : Η νικαρδιπίνη μπορεί να αναστέλλει τον ηπατικό μεταβολισμό της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις :
- Εάν υπάρχουν ενδείξεις της αλληλεπίδρασης αυτής, η δόση της κυκλοσπορίνης μπορεί να χρειασθεί να μειωθεί.
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό πρέπει να παρακολουθούνται μήπως εμφανίσουν αύξηση των επιπέδων της κυκλοσπορίνης και της κρεατινίνης στον ορό και η δόση της κυκλοσπορίνης να τροποποιείται ανάλογα.
Νιφεδιπίνη
Αλληλεπιδράσεις :
- Η κυκλοσπορίνη μπορεί να αναστείλει τον μεταβολισμό, αυξάνοντας τις φαρμακολογικές και τοξικές δράσεις, της νιφεδιπίνης.
- Η νιφεδιπίνη επηρεάζει ελάχιστα ή καθόλου τις συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης
- Η ταυτόχρονη χορήγηση κυκλοσπορίνης με νιφεδιπίνη μπορεί να αυξήσει την προδιάθεση για υπερπλασία των ούλων.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που παίρνουν κυκλοσπορίνη ταυτόχρονα με νιφεδιπίνη πρέπει να παρακολουθούνται για αυξημένες δράσεις της νιφεδιπίνης και η δόση της να τροποποιείται ανάλογα.
Ομεπραζόλη
Αλληλεπιδράσεις : Η ομεπραζόλη μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα στον ορό, και επομένως την τοξικότητα, της κυκλοσπορίνης.
Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής είναι άγνωστος. Η ομεπραζόλη μπορεί να αναστέλλει τον μεταβολισμό της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που παίρνουν τα 2 αυτά φάρμακα μαζί πρέπει να παρακολουθούν τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης και της κρεατινίνης στον ορό και να τροποποιούν την δόση της κυκλοσπορίνης ανάλογα.
Ορλιστάτη
Αλληλεπιδράσεις : Η ορλιστάτη μπορεί να επηρεάσει την απορρόφηση της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις : Η ορλιστάτη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς θεραπευόμενους με κυκλοσπορίνη.
Οιστρογόνα
Αλληλεπιδράσεις : Τα per os αντισυλληπτικά μπορεί να αυξήσουν τις συγκεντρώσεις στο πλάσμα, και πιθανώς την τοξικότητα, της κυκλοσπορίνης.
Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής δεν έχει προσδιορισθεί. Τα per os χορηγούμενα αντισυλληπτικά αναστέλλουν τα μικροσωμικά ένζυμα, και επομένως τον ηπατικό μεταβολισμό, της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις :
- Τα per os χορηγούμενα αντισυλληπτικά είναι προτιμότερο να αποφεύγονται σε ασθενείς θεραπευόμενους με κυκλοσπορίνη.
- Η κλινική ανταπόκριση του ασθενούς πρέπει να παρακολουθείται και να προσδιορίζονται τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης στον ορό όταν χορηγούνται αντισυλληπτικά per os.
Πραβαστατίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η πραβαστατίνη μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης στον ορό.
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος.
Συστάσεις :
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό μπορεί να εμφανίσουν μυϊκή αδυναμία ή πόνο.
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με πραβαστατίνη, τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης πρέπει να παρακολουθούνται και, εάν χρειάζεται, να τροποποιείται η δόση της
Προπαφενόνη
Αλληλεπιδράσεις : Η προπαφενόνη μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης στο αίμα.
Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής είναι άγνωστος. Η προπαφενόνη μπορεί να αυξήσει την βιοδιαθεσιμότητα της κυκλοσπορίνης ή/και να αναστείλει τον μεταβολισμό της.
Συστάσεις : Σε ασθενείς θεραπευόμενους με κυκλοσπορίνη και προπαφενόνη πρέπει να παρακολουθούνται τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης στο πλάσμα.
Προβουκόλη
Αλληλεπιδράσεις : Η προβουκόλη μπορεί να μειώσει ελαφρώς τα επίπεδα στον ορό, περιορίζοντας την γαστρεντερική απορρόφηση, της κυκλοσπορίνης.
Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής είναι άγνωστος και η κλινική της σημασία δεν έχει προσδιορισθεί.
Πυραζιναμίδη
Αλληλεπιδράσεις : Η πυραζιναμίδη μπορεί να μειώσει τις συγκεντρώσεις στο αίμα, και επομένως τις αναμενόμενες φαρμακολογικές δράσεις, της κυκλοσπορίνης.
Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής είναι άγνωστος. Η πυραζιναμίδη μπορεί να αυξήσει την κάθαρση ή να αναστείλει την απορρόφηση της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις :
- Σε ασθενείς που παίρνουν κυκλοσπορίνη ταυτόχρονα με πυραζιναμίδη πρέπει να παρακολουθούνται τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης στο αίμα
- Εάν υπάρχει ένδειξη της αλληλεπίδρασης αυτής η δόση της κυκλοσπορίνης πρέπει να αυξάνεται ανάλογα.
Ριφαμπικίνη/ριφαμπουτίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η ριφαμπικίνη/ριφαμπουτίνη μπορεί να αυξήσει τον μεταβολισμό της κυκλοσπορίνης πιθανώς λόγω ενεργοποίησης των ηπατικών μικροσωμικών ενζύμων, εξουδετερώνοντας την ανοσοκατασταλτική της δράση. Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να παρατηρηθεί 1-3 εβδομάδες μετά την διακοπή του αντιφυματικού φαρμάκου.
Συστάσεις :
- Οι ασθενείς που παίρνουν κυκλοσπορίνη μπορεί να χρειασθεί να αυξήσουν την δόση της κατά 2 ή 4 φορές εάν στη θεραπεία προστεθεί ριφαμπικίνη.
- Τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης και της κρεατινίνης του ορού πρέπει να παρακολουθούνται και η δόση της να τροποποιείται ανάλογα όταν η ριφαμπικίνη/ριφαμπουτίνη προστεθεί στη θεραπεία ή διακοπεί.
- Η ριφαμπικίνη/ριφαμπουτίνη είναι προτιμότερο να αποφεύγεται σε ασθενείς θεραπευόμενους με κυκλοσπορίνη. Στη θέση τους μπορεί να χορηγηθούν άλλα αντιφυματικά φάρμακα.
Ριφαπεντίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η ριφαπεντίνη, σαν ενεργοποιητής του κυτοχρώματος P450 3A4 και P450 2C8/9, μπορεί να αυξήσει τον μεταβολισμό άλλων φαρμάκων που μεταβολίζονται από τα ένζυμα αυτά. Η ριφαπεντίνη έχει πιθανώς μικρότερη ικανότητα ενεργοποίησης των ενζύμων αυτών από την ριφαμπικίνη, αλλά ισχυρότερη της ριφαμπουτίνης.
Μηχανισμός : Η ριφαπεντίνη μπορεί να επιταχύνει τον μεταβολισμό και να εξασθενήσει την δράση της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις : Εάν η συγχορήγηση των 2 αυτών φαρμάκων είναι απαραίτητη, μπορεί να χρειασθεί τροποποίηση της δόσης της κυκλοσπορίνης.
Σερτραλίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η σερτραλίνη μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις στον ορό, και επομένως την νεφροτοξικότητα, της κυκλοσπορίνης.
Μηχανισμός : Η σερτραλίνη μπορεί να αναστείλει τον ηπατικό μεταβολισμό (κυτόχρωμα P450 3A4) της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις :
- Εάν τα 2 αυτά φάρμακα χορηγούνται ταυτόχρονα, πρέπει να παρακολουθούνται τακτικά τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης και της κρεατινίνης στο πλάσμα.
- Η δόση της κυκλοσπορίνης πρέπει να τροποποιείται ανάλογα όταν η σερτραλίνη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται.
Σουλφοναμίδες
Αλληλεπιδράσεις : Οι σουλφοναμίδες μπορεί να μειώσουν τα επίπεδα στο αίμα, αναστέλλοντας επομένως τις αναμενόμενες φαρμακολογικές δράσεις και την νεφροτοξικότητα, της κυκλοσπορίνης. Σε λήπτες καρδιακών μοσχευμάτων, η σουλφαθυμιδίνη μηδενίζει τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης στο πλάσμα μετά από 4 ημέρες (Baciewicz AM and Baciewicz Jr FA, 1989).
Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής δεν έχει προσδιορισθεί. Οι σουλφοναμίδες μπορεί να αυξήσουν τον ηπατικό μεταβολισμό της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις : Εάν υπάρχουν ενδείξεις της αλληλεπίδρασης αυτής, πρέπει να παρακολουθούνται τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης στον ορό και η νεφρική λειτουργία και να τροποποιείται η δόση της κυκλοσπορίνης ανάλογα όταν οι σουλφοναμίδες προστίθενται στη θεραπεία ή διακόπτονται. Εάν ο έλεγχος των επιπέδων της κυκλοσπορίνης στο αίμα δεν είναι δυνατός, πρέπει να παρακολουθείται με προσοχή η ανταπόκριση του ασθενούς στην κυκλοσπορίνη.
Τακρόλιμους
Αλληλεπιδράσεις : Η ταυτόχρονη χορήγηση της κυκλοσπορίνης με τακρόλιμους μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο νεφροτοξικότητας, λόγω αθροιστικής ή συνεργικής δράσης.
Συστάσεις :
- Ο τακρόλιμους δεν πρέπει να χορηγείται σε ασθενείς θεραπευόμενους με κυκλοσπορίνη.
- Εάν η θεραπεία με κυκλοσπορίνη αλλάζει σε τακρόλιμους, πρέπει να μεσολαβεί διάστημα τουλάχιστον 24 ωρών μεταξύ της τελευταίας δόσης της κυκλοσπορίνης και της πρώτης του τακρόλιμους.
Ταμοξιφαίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η ταμοξιφαίνη μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης στον ορό.
Μηχανισμός : Η ταμοξιφαίνη μπορεί να αναστείλει τον ηπατικό μεταβολισμό της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις : Ιδιαίτερες προφυλάξεις δεν χρειάζονται.
Τερβιναφίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η τερβιναφίνη μπορεί να μειώσει τις συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης στον ορό.
Μηχανισμός : Η τερβιναφίνη μπορεί να αυξήσει τον μεταβολισμό της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις : Οι συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης πρέπει να παρακολουθούνται, όπως και η κλινική ανταπόκριση του ασθενούς, όταν η τερβιναφίνη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται. Η δόση της κυκλοσπορίνης πρέπει να τροποποιείται ανάλογα.
Τεστοστερόνη
Αλληλεπιδράσεις : Τα αναβολικά στεροειδή μπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα στον ορό, και επομένως την τοξικότητα, της κυκλοσπορίνης. Η αλληλεπίδραση αυτή πιθανώς παρατηρείται μετά από αρκετές εβδομάδες θεραπείας.
Μηχανισμός : Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής δεν έχει προσδιορισθεί. Τα αναβολικά στεροειδή μπορεί να αναστέλλουν τον μεταβολισμό της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις :
- Τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης, της χολερυθρίνης και της κρεατινίνης στον ορό πρέπει να παρακολουθούνται, όπως και η ανταπόκριση στην κυκλοσπορίνη, σε ασθενείς θεραπευόμενους με αναβολικά στεροειδή.
- Σε ασθενείς που παίρνουν αναβολικά στεροειδή, η κυκλοσπορίνη πρέπει να χορηγείται σε δόση μικρότερη από την ενδεικνυόμενη.
Τικλοπιδίνη
Αλληλεπιδράσεις : Ένας ασθενής με νεφρωσικό σύνδρομο εμφάνισε μείωση των επιπέδων της κυκλοσπορίνης στο αίμα κατά 50% στη διάρκεια της θεραπείας με τικλοπιδίνη. Τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης στο αίμα επέστρεψαν στο προθεραπευτικό ύψος μετά την διακοπή της τικλοπιδίνης. Η κλινική σημασία της αλληλεπίδρασης αυτής είναι άγνωστη.
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος.
Συστάσεις :
- Τα επίπεδα στο αίμα, όπως και η θεραπευτική ανταπόκριση, της κυκλοσπορίνης πρέπει να παρακολουθούνται, όταν η τικλοπιδίνη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται.
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό πρέπει να παρακολουθούνται μήπως εμφανίσουν σημεία απόρριψης του μοσχεύματος ή τοξικότητας.
Τριμεθοπρίμη
Αλληλεπιδράσεις : Η τριμεθοπρίμη μπορεί να μειώσει τα επίπεδα στο αίμα, ελαττώνοντας τις ανοσοκατασταλτικές δράσεις και αυξάνοντας την νεφροτοξικότητα, της κυκλοσπορίνης.
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος. Η τριμεθοπρίμη μπορεί να αναστείλει την νεφρική σωληναριακή απέκκριση της κρεατινίνης.
Συστάσεις : Εάν υπάρχουν ενδείξεις της αλληλεπίδρασης αυτής, τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης στον ορό και η νεφρική λειτουργία πρέπει να παρακολουθούνται και η δόση της κυκλοσπορίνης να τροποποιείται ανάλογα όταν η τριμεθοπρίμη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται. Εάν δεν είναι δυνατός ο έλεγχος των επιπέδων της κυκλοσπορίνης στον ορό, πρέπει να παρακολουθείται η ανταπόκριση του ασθενούς στην κυκλοσπορίνη με προσοχή.
Τρογλιταζόνη
Αλληλεπιδράσεις : Η τρογλιταζόνη μπορεί να μειώσει τις συγκεντρώσεις στο αίμα, και επομένως τις αναμενόμενες φαρμακολογικές δράσεις, της κυκλοσπορίνης.
Μηχανισμός : Η τρογλιταζόνη πιθανώς αυξάνει τον μεταβολισμό της κυκλοσπορίνης του κυτοχρώματος P450 3A4.
Συστάσεις :
- Τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης στον ορό πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή, όπως και η ανταπόκριση του ασθενούς στην κυκλοσπορίνη, όταν η τρογλιταζόνη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται και η δόση της κυκλοσπορίνης να τροποποιείται ανάλογα
- Οι διαβητικοί ασθενείς που θεραπεύονται με κυκλοσπορίνη συνιστάται να χρησιμοποιούν έναν εναλλακτικό υπογλυκαιμικό παράγοντα, όπως η γλιπιζίδη ή η γλυβουρίδη, στη θέση της τρογλιταζόνης.
Φαινοφιμπράτη
Αλληλεπιδράσεις : Η φαινοφιμπράτη μπορεί να αυξήσει την νεφροτοξικότητα της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις : Τα οφέλη και οι κίνδυνοι της ταυτόχρονης χορήγησης της φαινοφιμπράτης με ανοσοκατασταλτικά και άλλα δυνητικά νεφροτοξικά φάρμακα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και να χρησιμοποιείται η μικρότερη αποτελεσματική δόση
Φαινυτοΐνη
Αλληλεπιδράσεις :
- Η φαινυτοΐνη αυξάνει την συχνότητα της υπερτροφίας των ούλων που προκαλεί η κυκλοσπορίνη από 8%, σε 51% (Slavin J and Taylor J, 1987).
- Οι υδαντοΐνες μειώνουν την απορρόφηση, και επομένως τα επίπεδα στον ορό, αναστέλλοντας τις ανοσοκατασταλτικές δράσεις, της κυκλοσπορίνης. Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να εμφανισθεί εντός 48 ωρών από της χορήγησης και υποχωρεί μίαν εβδομάδα μετά την διακοπή, της φαινυτοΐνης. Ο ακριβής μηχανισμός της είναι άγνωστος.
Συστάσεις : Τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης στον ορό πρέπει να παρακολουθούνται και η δόση της να τροποποιείται ανάλογα όταν οι υδαντοΐνες προστίθενται στη θεραπεία ή διακόπτονται.
Φελοδιπίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η συγχορήγηση της φελοδιπίνης με κυκλοσπορίνη μπορεί να αυξήσει τις δράσεις και των 2 αυτών φαρμάκων.
Μηχανισμός : Η κυκλοσπορίνη μπορεί να αναστείλει τον εντερικό και ηπατικό μεταβολισμό της φελοδιπίνης παρεμβαίνοντας στα ένζυμα του κυτοχρώματος P450 3A.
Συστάσεις :
- Η κλινική ανταπόκριση του ασθενούς πρέπει να παρακολουθείται όταν τα 2 αυτά φάρμακα χορηγούνται ταυτόχρονα και όταν αρχίζουν, διακόπτονται ή τροποποιείται η δόση τους.
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό πρέπει να παρακολουθούνται γιατί μπορεί να εμφανίσουν μεγάλη πτώση της αρτηριακής πίεσης.
- Εάν υπάρχουν ενδείξεις της αλληλεπίδρασης αυτής, η θεραπεία πρέπει να τροποποιείται ανάλογα.
- Η φελοδιπίνη πρέπει να χορηγείται σε χρονική απόσταση τουλάχιστον 2 ωρών από την κυκλοσπορίνη.
Φθοριοκινολόνες
Αλληλεπιδράσεις : Οι φθοριοκινολόνες μπορεί να αυξήσουν την νεφροτοξικότητα της κυκλοσπορίνης.
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος.
Συστάσεις :
- Εάν ο συνδυασμός των φαρμάκων αυτών συνοδεύεται από εξασθένηση της νεφρικής λειτουργίας, πρέπει να χρησιμοποιείται ένα εναλλακτικό αντιβιοτικό.
- Εάν η συγχορήγηση της κινολόνης με την κυκλοσπορίνη είναι αναπόφευκτη, πρέπει να παρακολουθείται με προσοχή η νεφρική λειτουργία και να τροποποιείται ανάλογα η δόση της κυκλοσπορίνης.
Φλουκοναζόλη
Αλληλεπιδράσεις : Η φλουκοναζόλη μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης στο πλάσμα.
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος. Η φλουκοναζόλη μπορεί να αναστείλει τον μεταβολισμό της κυκλοσπορίνης.
Συστάσεις :
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με τον συνδυασμό αυτών των φαρμάκων πρέπει να παρακολουθούνται στενότερα τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης και της κρεατινίνης στον ορό.
- Η δόση της κυκλοσπορίνης πρέπει να τροποποιείται όταν η φλουκοναζόλη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται.
Φοσκαρνέτη
Αλληλεπιδράσεις : Η συγχορήγηση της φοσκαρνέτης με κυκλοσπορίνη μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο νεφροτοξικότητας και να οδηγήσει σε νεφρική ανεπάρκεια.
Μηχανισμός : Η αλληλεπίδραση αυτή οφείλεται πιθανώς σε αθροιστική ή συνεργική δράση μεταξύ των 2 αυτών φαρμάκων.
Συστάσεις : Εάν και τα 2 αυτά φάρμακα χορηγούνται ταυτόχρονα πρέπει να παρακολουθείται η νεφρική λειτουργία. Εάν εμφανισθούν νεφρικές επιπλοκές, μπορεί να απαιτηθεί διακοπή της φοσκαρνέτης.
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ : Σε ασθενείς θεραπευόμενους με κυκλοσπορίνη, οι συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης πρέπει να μετρώνται συχνότερα όταν προστίθεται ή διακόπτεται οποιοδήποτε άλλο φάρμακο και να παρακολουθείται η συνολική κλινική κατάσταση.
2.5.6.2 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Στον ορό :
- Αλκαλική φωσφατάση ® αύξηση
- Αμυλάση ® αύξηση
- Χολερυθρίνη ® αύξηση
- Ουρία ® αύξηση
- Κρεατινίνη ® αύξηση
- Κάλιο ® αύξηση
- SGOT ® αύξηση
- SGPT ® αύξηση
5.7 ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Μεταμόσχευση συμπαγών οργάνων (νεφρών, ήπατος, καρδιάς) (Πρόληψη απόρριψης αλλομοσχευμάτων, θεραπεία απόρριψης αλλομοσχευμάτων)
- Μεταμόσχευση μυελού οστών (Πρόληψη απόρριψης αλλομοσχεύματος, πρόληψη νόσου μοσχεύματος έναντι του ξενιστή, θεραπεία νόσου μοσχεύματος έναντι του ξενιστή
- Σοβαρή ψωρίαση (όταν η συμβατική θεραπεία αντενδείκνυται ή δεν έχει αποτέλεσμα)
- Ατοπική δερματίτιδα (όταν η συμβατική θεραπεία αντενδείκνυται ή δεν έχει αποτέλεσμα)
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα
ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ Η ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗ ΕΧΕΙ ΔΕΙΧΘΕΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ :
Α) ΡΕΥΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Εξωαρθρικές επιπλοκές ΡΑ :
- Γαγγραινώδες πυόδερμα
- Νεκρωτική σκληρίτιδα και κερατόλυση
- Σύνδρομο Felty
- Διάμεση πνευμονική ίνωση
- Απλασία ερυθρών αιμοσφαιρίων
- Νεανική ρευματοειδής αρθρίτιδα και επιπλοκές της (οξεία οπίσθια πολυεστιακή πλακοειδής επιθηλιοπάθεια)
- Νόσος Still των ενηλίκων
- Ψωριασική αρθρίτιδα
- Νόσος Αδαμαντιάδη-Behcet
- Συστηματική σκληροδερμία
- Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος
- Δερματομυοσίτιδα/πολυμυοσίτιδα και συνδεόμενη πνευμονίτιδα
- Κοκκιωμάτωση Wegener
Β) ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Βαριά μυασθένεια
- Αυτοάνοση ηπατίτιδα
- Ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση
- Πνευμονική σαρκοείδωση
- Κυτταροφαγική ιστιοκυτταρική υποδερματίτιδα
- Άσθμα
- Νεφρωσικό σύνδρομο (οφειλόμενο σε σπειραματοπάθεια ελαχίστων αλλοιώσεων, εστιακή και τμηματική σπειραματοσκλήρυνση, μεμβρανώδη σπειραματοπάθεια ή ΣΕΛ)
- Πρωτοπαθής χολική κίρρωση
- Ινσουλινο-εξαρτώμενος διαβήτης (στην έναρξη)
- Ενδογενής ραγοειδίτιδα :
- Ενεργός, απειλητική για την όραση, ενδιάμεση ή οπίσθια ραγοειδίτιδα μη λοιμώδους αιτιολογίας ανθεκτική ή συνοδευόμενη από μη αποδεκτές ανεπιθύμητες ενέργειες στη συμβατική αγωγή
- Ραγοειδίτιδα νόσου Αδαμαντιάδη-Behcet με επανειλημμένες προσβολές του αμφιβληστροειδούς
- Ελκώδης κολίτιδα
- Νόσος Crohn
2.5.8 ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Γνωστή υπερευαισθησία στην κυκλοσπορίνη ή στα πολυαιθοξυλιωμένα καστορέλαια (ενδοφλέβια διαλύματα)
- Νεφρική δυσλειτουργία (αύξηση της κρεατινίνης του ορού ανάλογα με το φύλο και την ηλικία του ασθενούς)
- Μη ελεγχόμενη υπέρταση
- Μη ελεγχόμενες λοιμώξεις
- Κακοήθη νοσήματα.
- Εγκυμοσύνη και γαλουχία
- Νευρολογικά νοσήματα
- Παλαιά ή εν ενεργεία κακοήθη νοσήματα (πλην του βασικοκυτταρικού καρκινώματος)
- Προϋπάρχουσα νεφροπάθεια ή/και υπέρταση
- Ανοσοανεπάρκεια και ουδετεροπενία (πλην της εκλεκτικής ανεπάρκειας της IgA)
- Σοβαρή προσβολή της καρδιάς, των περιφερικών αιμοφόρων αγγείων ή του πνεύμονα
- Λευκοπενία ή θρομβοπενία (πλην των οφειλόμενων σε σύνδρομο Felty)
- Αύξηση ηπατικών δοκιμασιών (>2πλάσιο των ανώτερων φυσιολογικών ορίων)
5.9 ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
2.5.9.1 ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Ασθενείς με ενεργό νόσο υποψήφιοι για θεραπεία με 2ης γραμμής παράγοντες
- Ενήλικες με σοβαρή, ενεργό νόσο, ανεπαρκώς ανταποκρινόμενη στη μεθοτρεξάτη. Η κυκλοσπορίνη μπορεί ακόμα να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με μεθοτρεξάτη σε ασθενείς μη ανταποκρινόμενους επαρκώς στη μονοθεραπεία με μεθοτρεξάτη
- Ενήλικες με ανεπαρκή θεραπευτική ανταπόκριση ή δυσανεξία στα ΜΣΑΦ ή άλλους 2ης γραμμής παράγοντες (π. χ. χρυσός, D-πενικιλλαμίνη)
- Εξωαρθρικές εκδηλώσεις ανθεκτικές σε άλλες θεραπείες.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Σύμφωνα με ανοιχτές (Dougados M and Amor B, 1987; Tugwell P et al, 1987b; Forre O et al, 1988; Van Rijthoven AWAM et al, 1991; Kruger K and Schattenkirchner M, 1994; Malaise MG et al, 1995) και διπλές-τυφλές, placebo-ελεγχόμενες (van Rijthoven AWAM et al, 1986; Yocum E et al, 1988; Dougados Μ et al, 1988a; Dougados M et al, 1989; Forre O et al, 1994) μελέτες, η κυκλοσπορίνη, σε δόσεις 2.5-5 mg/kg/24ωρο, βελτιώνει τις κλινικές και εργαστηριακές εκδηλώσεις της ΡΑ και βοηθά στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Ελαττώνει τον πόνο, τον αριθμό των διογκωμένων και ευαίσθητων αρθρώσεων και την διάρκεια της πρωινής δυσκαμψίας
- Βελτιώνει την λειτουργική ικανότητα
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Ελαττώνει την CRP
- Ελαττώνει τα επίπεδα του α1-γλυκοπρωτεϊνικού οξέος (Forre O et al, 1987; Dougados M et al, 1988a; Yocum DE et al, 1988)
- Ελαττώνει τα επίπεδα των αιμοπεταλίων (Dougados M et al, 1987)
- Δεν επηρεάζει σημαντικά την ΤΚΕ και τους τίτλους του Ra test (van Rijthoven WAM et al, 1986; Forre O et al, 1987).
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ : Σύμφωνα με διπλή-τυφλή, placebo-ελεγχόμενη μελέτη (Forre O and the Norwegian Arthritis Study Group, 1994), η κυκλοσπορίνη μπορεί να καθυστερήσει την ακτινολογική επιδείνωση της νόσου και να αναστείλει την εξέλιξη της αρθρικής βλάβης (Forre O et al, 1988; Drosos AA et al, 2000).
Σε δόσεις 3 mg/kg/24ωρο είναι εξίσου αποτελεσματική, αλλά φαίνεται ότι έχει πολύ μεγαλύτερη τροποποιητική ικανότητα, από τα ανθελονοσιακά, την αουρανοφίνη, τον ενέσιμο χρυσό, την D-πενικιλλαμίνη και την σουλφασαλαζίνη (Pasero G et al, 1996) και ισοδύναμη με μικρές εβδομαδιαίες δόσεις μεθοτρεξάτης (Drosos AA et al, 2000).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ :
D-πενικιλλαμίνη (250-500 mg/24ωρο) : Η κυκλοσπορίνη (5 mg/kg/24ωρο) έχει παρόμοια αποτελεσματικότητα (van Ritjthoven AWAM et al, 1991), αλλά δεν μειώνει την ΤΚΕ (van Rijthoven AWAM, 1986; Tugwell P et al, 1987b; Yocum E et al, 1988; Dougados M et al, 1989; Tugwell P et al, 1990; van Ritjthoven AWAM et al, 1991) όπως η D-πενικιλλαμίνη.
Χλωροκίνη (300 mg/24ωρο) : Είναι εξίσου αποτελεσματική και ασφαλής με την κυκλοσπορίνη (5 mg/kg/24ωρο) (Landewe RBM et al, 1994).
Αζαθειοπρίνη : Η κυκλοσπορίνη, σε δόση 10 mg/kg/24ωρο, είναι αποτελεσματική και βοηθά στη μείωση των κορτικοειδών περισσότερο από την αζαθειοπρίνη (2.5-3 mg/24ωρο) (Forre O et al, 1987), αλλά είναι περισσότερο τοξική. Κατ' άλλους, σε δόση 5 mg/kg/24ωρο, είναι εξίσου αποτελεσματική και ασφαλής με την αζαθειοπρίνη (Kruger K and Schattenkirchner M, 1994).
Ενέσιμος χρυσός : Εχει παρόμοια τροποποιητική δράση με την κυκλοσπορίνη σε ασθενείς με πρώϊμη, ενεργό ΡΑ (Kvien TK et al, 2002).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ :
Κυκλοσπορίνη + ενέσιμος χρυσός : Δεν είναι περισσότερο αποτελεσματικός ή τοξικός από κάθε ένα φάρμακο ξεχωριστά (Bendix G and Bjelle A, 1996). Κατ' άλλους, είναι περισσότερο αποτελεσματικός, αλλ΄όχι και τοξικός (Bensen W et al, 1994).
Κυκλοσπορίνη + χλωροκίνη : Ο συνδυασμός αυτός μπορεί να έχει βιολογικές αλληλεπιδράσεις, in vitro (Landewe RBM et al, 1994). Σε υγιείς δότες αναστέλλει συνεργικά τον μιτογονο-επαγόμενο πολλαπλασιασμό των μονοπυρήνων του περιφερικού αίματος (Dijkmans BAC et al, 1988). Σ' έναν ασθενή με ΡΑ ανέστειλε την παραγωγή IFN-γ από CD4 + και CD8 + υμενικούς Τ-κυτταρικούς κλώνους, in vitro (Landewe RBM et al, 1992).
Η συνεργική δράση των 2 αυτών φαρμάκων μπορεί να οφείλεται στο μηχανισμό δράσης τους στα ενεργοποιημένα Τ-λεμφοκύτταρα : Η κυκλοσπορίνη αναστέλλει κυρίως την παραγωγή IL-2 σε μεταγραφικό επίπεδο, ενώ η χλωροκίνη, την ικανότητα απάντησης των Τ-λεμφοκυττάρων στην IL-2, οδηγώντας σε συνεργική αναστολή της παραγωγής IL-2 και του πολλαπλασιασμού των Τ-λεμφοκυττάρων (Landewe RB et al, 1994).
Κυκλοσπορίνη + μεθοτρεξάτη :
- Είναι περισσότερο αποτελεσματικός και τοξικός από τον συνδυασμό της κυκλοσπορίνης με υδροξυχλωροκίνη (Salaffi F et al, 1996).
- Είναι περισσότερο αποτελεσματικός από το κάθε ένα φάρμακο ξεχωριστά, χωρίς αντίστοιχη αύξηση της τοξικότητας (Bensen W et al, 1994; Yocum DE et al, 1994; Tugwell P et al, 1995)
- Είναι περισσότερο αποτελεσματικός από τον συνδυασμό της μεθοτρεξάτης με ετανερσέπτη, ινφλιξιμάμπη ή λεφλουνομίδη (Hochberg MC, 2001)
Πάντως, σύμφωνα με διπλή-τυφλή, placebo-ελεγχόμενη, μελέτη, ούτε ο συνδυασμός της κυκλοσπορίνης με μεθοτρεξάτη, ούτε η μονοθεραπεία με κυκλοσπορίνη είναι σε θέση να προκαλέσει κλινική ύφεση σε ασθενείς με πρώϊμη ΡΑ. Ο συνδυασμός βελτιώνει πιθανώς περισσότερο την κλινική δραστηριότητα της νόσου και έχει οπωσδήποτε μεγαλύτερη τροποποιητική δράση (Gerards AH et al, 2003).
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΣΥΝΕΡΓΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗΣ ΜΕ ΜΕΘΟΤΡΕΞΑΤΗ : Η κυκλοσπορίνη, λόγω του ότι αναστέλλει την IL-2, την IL-3 και την IFN-γ στα Τ-λεμφοκύτταρα, φαίνεται ότι έχει συνδυασμένη βιολογική δράση με την μεθοτρεξάτη, η οποία αναστέλλει την IL-1 στα μακροφάγα (Reem GH et al, 1983). Ακόμα, μπορεί να επηρεάζει την μετατροπή της μεθοτρεξάτης σε 7-OH-MTX, πιθανώς στο επίπεδο της οξειδάσης της αλδεΰδης, οδηγώντας σε μείωση της τοξικότητας της μεθοτρεξάτης (Fox R et al, 1998). Συγχρόνως, η προσθήκη κυκλοσπορίνης σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεθοτρεξάτη αυξάνει τα επίπεδα της μεθοτρεξάτης στον ορό κατά 26%, ενώ ταυτόχρονα μειώνει τα επίπεδα της 7-OH-MTX, η οποία πιθανώς συνδέεται με την τοξικότητα της μεθοτρεξάτης, κατά 80% (Fox R et al, 1998).
Κυκλοσπορίνη + βρωμοκρυπτίνη : Δεν είναι περισσότερο αποτελεσματικός από την κυκλοσπορίνη μόνη της (Dougados M et al, 1988b; Ludwin D and Alevopordon L, 1993).
Κυκλοσπορίνη + ινφλιξιμάμπη : Είναι αποτελεσματικός και καλά ανεκτός σε ασθενείς με ανθεκτική νόσο (Temekonidis Ti et al, 2002).
Κυκλοσπορίνη + μεθοτρεξάτη + πρεδνιζολόνη : Είναι αποτελεσματικός σε ασθενείς με πρώϊμη ΡΑ (Machein U et al, 2002).
2.5.9.2 ΕΞΩΑΡΘΡΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΟΥΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗΝ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗ
Πνευμονική ίνωση : Η κυκλοσπορίνη (6 mg/kg/24ωρο), μόνη της ή σε συνδυασμό με μεγάλες δόσεις πρεδνιζόνης, μπορεί να βελτιώσει την διάμεση πνευμονική ίνωση την συνδεόμενη με την ΡΑ (Alegre J et al, 1990; Puttick MPE et al, 1995).
Οξεία διάμεση πνευμονίτιδα : H κυκλοσπορίνη αναστέλλει την ανάπτυξη της διάμεσης πνευμονίτιδας σε ποντικούς και θεραπεύει την οξεία πνευμονίτιδα την συνδεόμενη με την ΡΑ (Ogawa D et al, 2000).
Σύνδρομο Felty : Η κυκλοσπορίνη, σε μικρές δόσεις, μόνη της ή σε συνδυασμό με μικρές δόσεις κορτικοειδών, αυξάνει τα ουδετερόφιλα μετά από 4 εβδομάδες θεραπείας, εξαφανίζει τα αντισώματα έναντι των ουδετεροφίλων και αρνητικοποιεί το Ra test (Coiffier B, 1986; Forre O et al, 1988; Camps J et al, 1991).
Απλασία ερυθρών αιμοσφαιρίων (Fujii T et al, 1996).
Γαγγραινώδες πυόδερμα : Η κυκλοσπορίνη, σε δόσεις 3-10 mg/kg/24ωρο, βελτιώνει σημαντικά τόσο το πρωτοπαθές, όσο και το δευτεροπαθές (συνδεόμενο με ΡΑ), γαγγραινώδες πυόδερμα που ανθίσταται σε άλλες θεραπείες (σουλφόνες, κορτικοειδή, άλλα ανοσοκατασταλτικά, κ. ά.) (Curley RK et al, 1985; Shelley ED et al, 1988; Magid ML and Gold MH, 1989; Elgart G et al, 1991; Soria C et al, 1991; Bijlmer JC et al, 1991; Kavanagh GM et al, 1992; Schmitt EC et al, 1993; Hughes JR et al, 1994; Duffill MB, 1994; Nisar M et al, 1995). Ακόμα, βελτιώνει το γαγγραινώδες πυόδερμα εάν χορηγηθεί τοπικά μέσα στις αλλοιώσεις (Mrowietz U and Christophers E, 1991).
Νεκρωτική σκληρίτιδα και κερατόλυση (McCarthy JM et al, 1992).
Φλυκταινώδης αγγειίτιδα με περιφερική ελκωτική κερατίτιδα, γαγγραινώδες πυόδερμα και σύνδρομο Sweet (Wilson DM et al, 1999).
2.5.9.3 ΝΕΑΝΙΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Σύμφωνα με ανοιχτές μελέτες και περιγραφές περιπτώσεων, η κυκλοσπορίνη, σε δόσεις 3.5-20 mg/kg/24ωρο, μπορεί να προκαλέσει υποκειμενική βελτίωση ή/και ύφεση της νόσου (Ostensen M et al, 1988; Bjerkhoel F and Forre O, 1988), να καταστείλει την υμενίτιδα και τον πυρετό και να επιτρέψει μείωση της δόσης (έως και 50%) ή διακοπή (Pistoia V et al, 1993; Gattorno M et al, 1995) των κορτικοειδών σε ασθενείς με σοβαρή, ανθεκτική συστηματική ΝΡΑ.
Σε δόσεις έως 5 mg/kg/24ωρο είναι μάλλον ασφαλής (Bjerkhoel F and Forre O, 1988; Gattorno M et al, 1995), αν και άλλοι υποστηρίζουν ότι είναι τοξική (Ostensen M et al, 1988).
ΕΞΩΑΡΘΡΙΚΕΣ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ ΝΕΑΝΙΚΗΣ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΟΥΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗΝ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗ
Αιμοφαγοκυτταρικό σύνδρομο : Εχει ανταποκριθεί στην κυκλοσπορίνη μόνη της ή σε συνδυασμό με κορτικοειδή (Mouy R et al, 1996; Ravelli A et al, 1996; Quesnel B et al, 1997).
Οξεία οπίσθια πλακοειδής επιθηλιοπάθεια : Η κυκλοσπορίνη, σε δόση 3 mg/kg/24ωρο, βελτίωσε την οπτική οξύτητα σ' έναν ασθενή με συστηματική ΝΡΑ (Bridges WJ et al, 1995).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : H κυκλοσπορίνη, σύμφωνα με ανέκδοτες πληροφορίες, φαίνεται ότι είναι αποτελεσματική σε ασθενείς με ανθεκτική ΝΡΑ, ιδιαίτερα με φαγοκυτταρικό σύνδρομο, αν και χρειάζονται ελεγχόμενες μελέτες για να επιβεβαιωθεί η αποτελεσματικότητά της.
2.5.9.4 ΝΟΣΟΣ STILL ΤΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ
Σύμφωνα με περιγραφές περιπτώσεων, η κυκλοσπορίνη, σε συνδυασμό με πρεδνιζόνη, βελτιώνει τις εκδηλώσεις ή προκαλεί ύφεση της νόσου Still των ενηλίκων και συντελεί στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών (Mori T et al, 1993; Shojania K et al, 1995; Marchesoni A et al, 1997).
2.5.9.5 ΨΩΡΙΑΣΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Βαριές ψωριασικές αλλοιώσεις ή/και ΨΑ που δεν ανταποκρίνονται σε ΜΣΑΦ, κορτικοειδή ή άλλα ανοσοκατασταλτικά (μεθοτρεξάτη, αζαθειοπρίνη).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η κυκλοσπορίνη, χορηγούμενη per os, είναι πολύ αποτελεσματική τόσο στις δερματικές, όσο και στις αρθρικές, εκδηλώσεις της ΨΑ, βελτιώνει τα εργαστηριακά ευρήματα και βοηθά στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών (Porzio F et al, 1996; Mahrle G et al, 1996; Olivieri I et al, 1997; Raffayova H et al, 2000; Salvarani C et al, 2001). Πάντως, δεν είναι γνωστό κατά πόσον είναι περισσότερο αποτελεσματική στην περιφερική αρθρίτιδα από την αξονική προσβολή, και το αντίστροφο.
Η βελτίωση εμφανίζεται μετά από 2-8 εβδομάδες θεραπείας. Ο βαθμός της βελτίωσης του ψωριασικού εξανθήματος φαίνεται ότι εξαρτάται από την δόση του φαρμάκου (Gupta AK et al, 1989). Μετά την διακοπή του, οι ψωριασικές αλλοιώσεις αρχίζουν να επιδεινώνονται μετά από μερικές ημέρες, ενώ η αρθρίτιδα, συνήθως μετά από 2 εβδομάδες (Gupta AK et al, 1989).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Μειώνει σημαντικά τον αριθμό των επώδυνων και διογκωμένων αρθρώσεων, την ευαισθησία και τον πόνο και την διάρκεια της πρωινής δυσκαμψίας και βελτιώνει την μυϊκή ισχύ σύσφιγξης των δακτύλων (Spadaro A et al, 1995)
- Ανακουφίζει από τις αρθραλγίες, βελτιώνει την λειτουργικότητα των αρθρώσεων και μειώνει τις ανάγκες σε ΜΣΑΦ
- Βελτιώνει το ψωριασικό εξάνθημα
- Βελτίωσε έναν ασθενή με HIV-συνδεόμενη ψωρίαση και ΨΑ (Tourne L et al, 1997).
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Μειώνει τα επίπεδα των διαλυτών υποδοχέων της IL-2 (sIL-2R) στον ορό (Salvarani C et al, 1991),
- Μειώνει τα επίπεδα της CRP (Spadaro A et al, 1995; Mahrle G et al, 1996), αλλ΄όχι της ΤΚΕ (Riccieri V et al, 1994)
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ : Σύμφωνα με ανοιχτή, προοπτική μελέτη, η κυκλοσπορίνη αναστέλλει την πρόοδο των ακτινολογικών αλλοιώσεων των περιφερικών αρθρώσεων στο 60% των ασθενών με ΨΑ σε διάστημα 2 ετών (Macchioni P et al, 1998).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Μεθοτρεξάτη (7.5-15 mg/εβδ.) : Είναι εξίσου αποτελεσματική με την κυκλοσπορίνη (3-5 mg/kg/24ωρο) (Spadaro A et al, 1995).
Σουλφασαλαζίνη : Σύμφωνα με ανοιχτή μελέτη (Salvarani C et al, 2001), είναι λιγότερο αποτελεσματική από την κυκλοσπορίνη.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Κυκλοσπορίνη + μεθοτρεξάτη : Σύμφωνα με πιλοτική μελέτη, είναι αποτελεσματικός σε ασθενείς με σοβαρή ΨΑ (Mazzanti G et al, 1994).
2.5.9.6 ΑΓΚΥΛΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΠΟΝΔΥΛΙΤΙΔΑ
Η κυκλοσπορίνη, σε συνδυασμό με αζαπροπαζόνη, προκάλεσε πλήρη ύφεση της περιφερικής αρθρίτιδας σε μίαν ασθενή με ΑΣ (Geher P and Gomor B, 2001).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η αποτελεσματικότητα της κυκλοσπορίνης στην αξονική και περιφερική αρθρική προσβολή των οροαρνητικών σπονδυλαρθροπαθειών δεν είναι γνωστή, γιατί δεν έχει εκτιμηθεί με τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες μελέτες.
2.5.9.7 ΝΟΣΟΣ ΑΔΑΜΑΝΤΙΑΔΗ-ΒΕΗCET
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η κυκλοσπορίνη, μόνη της ή σε συνδυασμό με κορτικοειδή, είναι αποτελεσματική τόσο στις οφθαλμικές, όσο και τις εξω-οφθαλμικές, εκδηλώσεις της νόσου Αδαμαντιάδη-Behcet που δεν ανταποκρίνονται σε άλλες θεραπείες (κορτικοειδή ή/και αζαθειοπρίνη, κυκλοφωσφαμίδη, κολχικίνη ή χλωραμβουκίλη) (Atmaca LS and Batioglu F, 1994; Sajjadi H et al, 1994; Sullu Y et al, 1998).
Δόσεις 5 mg/kg/24ωρο είναι εξίσου αποτελεσματικές στην οφθαλμική φλεγμονή και πολύ λιγότερο τοξικές από 10 mg/kg/24ωρο (Diaz-Liopis M et al, 1990).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Σταθεροποιεί, βελτιώνει ή προκαλεί ύφεση και προλαβαίνει ή μειώνει τον αριθμό και την βαρύτητα των οφθαλμικών προσβολών
- Μειώνει την συχνότητα και βαρύτητα των αφθωδών ελκών του στόματος, ακόμα και αν χορηγηθεί τοπικά (Ergun T et al, 1997), και των γεννητικών οργάνων (Diaz-Liopis M et al, 1990; Avci O et al, 1997)
- Βελτιώνει τις αρθρικές (Suss R et al, 1993), συστηματικές (Binder AI et al, 1987) και βλεννογονοδερματικές (εξάνθημα, αλλοιώσεις τύπου οζώδους ερυθήματος ή ακμής) εκδηλώσεις (Muftuoglu AU et al, 1987; Suss R et al, 1993; Avci O et al, 1997)
- Βελτιώνει την μυοσίτιδα (Lingenfelser T et al, 1992), την θρομβοφλεβίτιδα (Avci O et al, 1997) και την πνευμονική εμβολή (Vansteenkiste JF et al, 1990)
- Βελτίωσε, σε συνδυασμό με σουλφασαλαζίνη, την κολίτιδα και το έλκος του οισοφάγου, σ΄ έναν ασθενή (Foster GR, 1988).
Η βελτίωση παρατηρείται στο 86% των ασθενών μετά από 2-4 εβδομάδες ή, σε ασθενείς με αγγειίτιδα μικρών αγγείων, μετά από αρκετούς μήνες, θεραπείας (Masuda K et al, 1989; Diaz- Liopis M et al, 1990). Σε μερικούς ασθενείς, η οφθαλμική προσβολή και οι άλλες εκδηλώσεις της νόσου βελτιώνονται μετά από μίαν εβδομάδα (Muftuoglu AU et al, 1987; Whitcup SM et al, 1994).
Η δράση της όμως διαρκεί μόνον όσο χορηγείται και σχετίζεται άμεσα με την δόση της, γι' αυτό και η μείωση της δόσης της ή διακοπή της συνοδεύεται από αναζωπύρωση των οφθαλμικών και συστηματικών εκδηλώσεων της νόσου σ' όλους σχεδόν τους ασθενείς (Binder AI et al, 1987; Muftuoglu AU et al, 1987; Caspers-Velu LE et al, 1989).
Οι βλεννογονοδερματικές και αρθρικές εκδηλώσεις υποτροπιάζουν συχνότερα από την οφθαλμική προσβολή στη διάρκεια της θεραπείας με κυκλοσπορίνη (Muftuoglu AU et al, 1987; Diaz-Liopis M et al, 1990). Η πιθανότερη ερμηνεία για το φαινόμενο αυτό είναι ότι τα Τ-βοηθητικά λεμφοκύτταρα συμβάλλουν στην παθογένεση της ραγοειδίτιδας της νόσου Αδαμαντιάδη-Behcet περισσότερο από τις εξω-οφθαλμικές εκδηλώσεις.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Χλωραμβουκίλη : Είναι λιγότερο αποτελεσματική από την κυκλοσπορίνη, δεδομένου ότι, εάν χορηγηθεί στη θέση της, μπορεί να προκαλέσει αναζωπύρωση της νόσου (Caspers-Velu LE et al, 1989). Κατ΄άλλους, είναι εξίσου αποτελεσματική με την κυκλοσπορίνη (Ben Ezra D et al, 1988).
Η βελτίωση όμως με την χλωραμβουκίλη διαρκεί πολύν καιρό ακόμα και μετά την διακοπή του φαρμάκου, ενώ η κυκλοσπορίνη δεν αδρανοποιεί την νόσο, σε σύγκριση με την χλωραμβουκίλη, και η αντιφλεγμονώδης δράση της είναι δοσοεξαρτώμενη και διαρκεί μόνον όσο χορηγείται (Diaz-Liopis M et al, 1990). Πάντως, σε ασθενείς με νόσο Αδαμαντιάδη-Behcet, η κυκλοσπορίνη σε δόση 1-2 mg/kg/24ωρο, δεν επηρεάζει την νεφρική λειτουργία (Diaz-Lopis M et al, 1990) και δεν προκαλεί χρόνιες νεφρικές αλλοιώσεις (Von Graffennied B and Harrison WB, 1985; Palestine AG et al, 1986), σε αντίθεση με την χλωραμβουκίλη που είναι συγκριτικά πολύ περισσότερο τοξική.
Κολχικίνη : Η κυκλοσπορίνη, σε δόση 10 mg/kg/24ωρο, μειώνει την συχνότητα και βαρύτητα των οφθαλμικών προσβολών και βελτιώνει την οπτική οξύτητα, τα αφθώδη στοματικά έλκη και τις δερματικές αλλοιώσεις περισσότερο από 1 mg κολχικίνης/24ωρο (Masuda K et al, 1989).
Η κολχικίνη, σε δόση 1 mg/24ωρο, μπορεί να βελτιώσει το αγγειϊτιδικό εξάνθημα, αλλά δεν αποτρέπει τις επανειλημμένες οφθαλμικές προσβολές στο 10% περίπου των ασθενών, που τελικά οδηγούνται σε τύφλωση. Εάν χορηγηθεί μόνη της ή σε συνδυασμό με κορτικοειδή, συνοδεύεται από επιδείνωση της οπτικής οξύτητας, ενώ σε συνδυασμό με κυκλοσπορίνη, από βαθμιαία επιδείνωση και παρόμοια οπτική οξύτητα συγκριτικά με τους ασθενείς που θεραπεύονται μόνο με κολχικίνη (Hayasaka S et al, 1994).
Μεθοτρεξάτη : Είναι εξίσου αποτελεσματική και λιγότερο τοξική από την κυκλοσπορίνη (Spa-daro A et al, 1995).
ΕΦ ώσεις κυκλοφωσφαμίδης : Είναι λιγότερο αποτελεσματικές στην οφθαλμική προσβολή από την κυκλοσπορίνη (Ozyazgan Y et al, 1992).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Κορτικοειδή : Έχουν συνεργική δράση με μικρές (2-5 mg/kg/24ωρο), όχι όμως και μεγάλες (10 mg/kg/24ωρο) (Caspers-Velu LE et al, 1989), δόσεις κυκλοσπορίνης.
Ο συνδυασμός αυτός είναι πιθανώς ασφαλέστερος και διατηρεί την όραση τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικά με την κυκλοσπορίνη μόνη της και σε μεγαλύτερες δόσεις (Whitcup SM et al, 1994). Γι' αυτό και, εάν η οφθαλμική φλεγμονή δεν υφεθεί με 5 mg/kg κυκλοσπορίνης ημερησίως ή εάν υποτροπιάσει, μπορούν να προστεθούν μικρές δόσεις κορτικοειδών (Atmaca LS and Batioglu F, 1994).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η κυκλοσπορίνη είναι αποτελεσματική και ικανή να θέσει υπό έλεγχο όλες τις εκδηλώσεις της νόσου Αδαμαντιάδη-Behcet, γι΄αυτό και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν αρχικό φάρμακο εκλογής μόνη της ή σε συνδυασμό με κορτικοειδή..
2.5.9.8 ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΣΚΛΗΡΟΔΕΡΜΙΑ
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Σύμφωνα με περιγραφές περιπτώσεων, η κυκλοσπορίνη είναι αποτελεσματική :
- Στις εκδηλώσεις της συστηματικής σκληροδερμίας (Gisslinger H et al, 1991; Clements PJ et al, 1993; Ippoliti G et al, 1994)
- Στη νεανική συστηματική σκληροδερμία (Constantopoulos A et al, 1995; al-Mayouf SM et al, 1998)
- Στο σκληρομυξοίδημα (Krajnc I, 1997)
ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Βοηθά στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών (Appelboom T and Itzkowitch D, 1987)
- Βελτιώνει την πάχυνση του δέρματος και επουλώνει τα δακτυλικά έλκη (Worle B et al, 1990; Constantopoulos A, 1995; Morton SJ and Powell RJ, 2000)
- Βελτιώνει την πνευμονική λειτουργία, την διάμεση πνευμονοπάθεια (Constantopoulos A, 1995) και την πνευμονική υπέρταση (Gisslinger H et al, 1991)
- Αυξάνει την κινητικότητα του οισοφάγου (Zentilin P et al, 1994; Ippoliti G et al, 1994)
- Βελτιώνει την κινητικότητα και λειτουργικότητα των αρθρώσεων (Worle B et al, 1990)
- Βελτιώνει την περικαρδίτιδα και τα ηλεκτροκαρδιογραφικά ευρήματα (Appelboom T and Itzkowitch D, 1987)
- Εξαφανίζει τα τριχοειδοσκοπικά ευρήματα (Appelboom T and Itzkowitch D, 1987) και μετριάζει τα φαινόμενα Raynaud
- Σταθεροποιεί τις νευρολογικές εκδηλώσεις
Κατ' άλλους :
- Δεν έχει αποτέλεσμα στα εργαστηριακά ευρήματα και την προσβολή των εσωτερικών οργάνων (Frances C et al, 1988; Vayssairat M et al, 1990)
- Εάν διακοπεί σε ασθενείς ανταποκρινόμενους στη θεραπεία μπορεί να οδηγήσει σε αναζωπύρωση της νόσου (Casoli P et al, 1994).
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Μειώνει τους τίτλους ή αρνητικοποιεί τα αντι-Scl-70 και τα ΑΝΑ (Appelboom M and Itzkowitch D, 1987)
- Μειώνει τα CD4+ κύτταρα και τα επίπεδα των sICAM-1 και sIL-2R (Ippoliti G et al, 1994)
- Βελτιώνει την αναιμία και την θρομβοπενία την οφειλόμενη σε μυελική καταστολή (Kamada K et al, 2000).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Κυκλοσπορίνη (2.5 mg/kg/24ωρο) + ιλοπρόστη (1 ng/kg/min ΕΦ σε διάστημα 6 ωρών Χ 5 συνεχείς ημέρες/μήνα) : Βελτιώνει σημαντικά τις μορφολογικές και λειτουργικές παραμέτρους της προσβολής του δέρματος, της μικροκυκλοφορίας και του οισοφάγου και μειώνει τις συγκεντρώσεις της IL-6 στον ορό (Filaci G et al, 1999).
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ :
- Αιμολυτικό-ουραιμικό σύνδρομο (Zachariae H et al, 1992)
- Θανατηφόρα σκληροδερμική νεφρική κρίση (Casoli P et al, 1994)
- Οξεία υπερτασική/νεφρική ανεπάρκεια (Frances C et al, 1988; Denton CP et al, 1994).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η κυκλοσπορίνη μπορεί να βελτιώσει την πάχυνση του δέρματος, αλλά δεν φαίνεται να έχει αποτέλεσμα στην προσβολή των εσωτερικών οργάνων (πνεύμονες, καρδιά, νεφροί) και δεν έχει προσδιορισθεί κατά πόσον μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο της απειλητικής για την ζωή νεφρικής κρίσης του σκληροδέρματος. Άλλοι αποτρέπουν την χρήση της στη διάχυτη συστηματική σκληροδερμία, λόγω της δυνητικής νεφροτοξικότητάς της (Zachariae H et al, 1992).
2.5.9.9 ΔΕΡΜΑΤΙΚΟΣ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗΣ ΛΥΚΟΣ
Η κυκλοσπορίνη είναι αποτελεσματική στον ύποξυ δερματικό, αλλά δεν έχει αποτέλεσμα στον δισκοειδή ερυθηματώδη, λύκο (Yell JA and Burge SM, 1994).
2.5.9.10 ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΣ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗΣ ΛΥΚΟΣ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Αντένδειξη θεραπείας με άλλα ανοσοκατασταλτικά
- Πτωχή ανταπόκριση σε περισσότερο συμβατικές θεραπείες (κορτικοειδή ή/και κυτταροτοξικά) (Manger K et al, 1996; Caccavo D et al, 1997)
- Μεγάλες απαιτήσεις σε κορτικοειδή για τον έλεγχο της νόσου (Caccavo D et al, 1997)
- Εναλλακτικά στη θέση της κυκλοφωσφαμίδης στη θεραπεία του νεφρικού λύκου, ιδίως σε νεαρές έγκυες γυναίκες (Hussein MM et al, 1993).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Βελτιώνει ή διατηρεί την νεφρική λειτουργία μόνη της ή σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα ή θεραπείες (μικρές δόσεις πρεδνιζόνης, μεθοτρεξάτη, αζαθειοπρίνη, κυκλοφωσφαμίδη, πλασμαφαίρεση) (Caccavo D et al, 1997; Schiel R et al, 1997; Dostal C et al, 1998)
- Βελτιώνει την νεφρική προσβολή και τους εργαστηριακούς δείκτες δραστηριότητας της νόσου σε παιδιά με ΣΕΛ ανθεκτικό ή/με σοβαρές επιπλοκές στα κορτικοειδή (Fu LW et al, 1998)
- Βοηθά στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών
- Βελτιώνει τις αρθρικές (αρθραλγίες, μυαλγίες, αρθρίτιδα) και δερματικές (εξανθήματα, δερματική αγγειίτιδα) (Feutren G et al, 1987; Tokuda M et al, 1994) εκδηλώσεις του ΣΕΛ
- Βελτιώνει διάφορες άλλες εξωνεφρικές εκδηλώσεις συνδεόμενες με τον ΣΕΛ (ασκίτης, διόγκωση σπληνός, πυρετός, θρομβοπενία, λευκοπενία, απλασία ερυθρών αιμοσφαιρίων) (Caccavo D et al, 1997; Sugiyama M et al, 1998). Σε μίαν ασθενή, η θεραπεία με 6 ΕΦ εγχύσεις IVIg (2 g/kg) επί 6 μήνες και στη συνέχεια κυκλοσπορίνη επί 4 μήνες εξαφάνισε τις πλευριτικές συλλογές (Sherer Y et al, 1999)
- Προκάλεσε πλήρη ύφεση της νεφρικής προσβολής και των οζιδίων σ΄έναν ασθενή με ΣΕΛ και πολυκεντρική δικτυοϊστιοκυττάρωση (Saito K et al, 2001).
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Ελαττώνει αναστρέψιμα τα επίπεδα της εστεράσης C1 (Isenberg DA et al, 1980)
- Φυσιολογικοποιεί τα επίπεδα των αυτοαντισωμάτων έναντι του παράγοντα VIII (Schulman S et al, 1996) και ελαττώνει τους τίτλους των αντισωμάτων έναντι της καρδιολιπίνης και των αιμοπεταλίων, των ΑΝΑ και των αντι-DNA (Caccavo D et al, 1997; Dostal C et al, 1998)
- Ελαττώνει τα επίπεδα των sIL-2R στον ορό και τα ούρα και των CD4+ και CD8+ λεμφοκυττάρων του περιφερικού αίματος, σε ασθενείς με νεφρική προσβολή (Tang Z et al, 1997)
- Μειώνει την πρωτεϊνουρία και την αιματουρία και αυξάνει τα επίπεδα της λευκωματίνης στον ορό (Dostal C et al, 1998)
- Βελτιώνει την αναιμία (Caccavo D et al, 1997)
- Μειώνει την ΤΚΕ
- Αυξάνει τα επίπεδα του C3, C4 (Tokuda M et al, 1993; Caccavo D et al, 1997) και C1q
- Αυξάνει τα αιμοπετάλια και τα λευκά αιμοσφαίρια σε ασθενείς με θρομβοπενία και λευκοπενία, αντίστοιχα (Manger K et al, 1996; Caccavo D et al, 1997)
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Κυκλοσπορίνη + πλασμαφαίρεση : Σε ασθενείς με οξεία νόσο και επίμονα υψηλά επίπεδα αντισωμάτων (ΑΝΑ, αντι-DNA) και ανοσοσυμπλεγμάτων, βελτιώνει τα συμπτώματα περισσότερο και ταχύτερα και μειώνει τις ανάγκες σε κορτικοειδή, αζαθειοπρίνη ή/και κυκλοφωσφαμίδη (Bambauer R et al, 2000).
Κυκλοσπορίνη + πρεδνιζολόνη : Είναι αποτελεσματικός και ασφαλής σε μακροχρόνια χορήγηση σε ασθενείς με νεφρίτιδα τύπου IV (Tam LS et al, 1998).
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ :
- Έξαρση του ΣΕΛ (Makover D et al, 1988; Radhakrishnan J et al, 1994; Manger K et al, 1996)
- Υπέρταση (σε δόσεις έως 10 mg/kg-1) (Feutren G et al, 1987; Manger K et al, 1996)
- Αγγειο-οίδημα (σε δόση 10 mg/kg-1) (Isenberg DA et al, 1980)
- Υπερτρίχωση (Manger K et al, 1996)
- Υπερτροφία ούλων (10%) (Tokuda M et al, 1994)
- Έξαρση νεφρικής προσβολής (Radhakrishnan J et al, 1994; Manger K et al, 1996; Tam LS et al, 1998), ιδίως σε ασθενείς με έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας. Η επιπλοκή αυτή δεν είναι γνωστό κατά πόσον οφείλεται στην νόσο αυτή καθαυτή ή στη νεφροτοξική δράση της κυκλοσπορίνης. Ο κίνδυνος νεφροτοξικότητας αυξάνεται όταν η αρχική ή μέγιστη δόση της κυκλοσπορίνης υπερβαίνει τα 5 mg/kg/24ωρο (Feutren G et al, 1992). Ακόμα όμως και σε μικρές δόσεις, είναι νεφροτοξική και αυξάνει τον κίνδυνο υπέρτασης (Deray G et al, 1992), ιδιαίτερα όταν χορηγείται ταυτόχρονα με ΜΣΑΦ (Altman RD et al, 1992).
- Αναστρέψιμη μείωση της σπειραματικής διήθησης και της νεφρικής αιματικής ροής, πιθανώς λόγω διάμεσης - σωληναριακής βλάβης (ter Borg EJ et al, 1988).
Κατ' άλλους, η κυκλοσπορίνη είναι γενικά καλά ανεκτή στον ΣΕΛ (Tokuda M et al, 1994; Man-ger K et al, 1996).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η κυκλοσπορίνη, σε μικρές δόσεις, είναι καλά ανεκτή και συχνά βελτιώνει τις κλινικές και εργαστηριακές εκδηλώσεις του ΣΕΛ, ιδιαίτερα εάν χορηγηθεί σε πρώϊμα στάδια της νόσου. Στο νεφρικό λύκο, βελτιώνει περισσότερο την πρωτεϊνουρία. Πάντως, η εμμονή των αυξημένων ορολογικών δεικτών δραστηριότητας συμφωνεί με in vitro μελέτες και κλινικές παρατηρήσεις ότι η κυκλοσπορίνη είναι σχετικά αναποτελεσματική σε ασθενείς με εγκατεστημένη παραγωγή αντισωμάτων.
Κατ' άλλους, δεν βελτιώνει σημαντικά την πρόγνωση, αν και μειώνει τις ανάγκες σε κορτικοειδή, αζαθειοπρίνη και πλασμαφαίρεση και πρέπει να συνδυάζεται με κορτικοειδή για να θέσει υπό έλεγχο τις εκδηλώσεις του σοβαρού ΣΕΛ.
Η νεφροτοξικότητά της στον ΣΕΛ είναι αμφιλεγόμενη. Πολλοί υποστηρίζουν ότι δεν είναι περισσότερο νεφροτοξική, ενώ άλλοι ότι συνδέεται με δοσοεξαρτώμενη μείωση της νεφρικής λειτουργίας, που είναι μερικά μόνο αναστρέψιμη και χαρακτηρίζεται ιστολογικά από ταινιοειδή τύπο ίνωσης. Για όλους τους παραπάνω λόγους, το πιθανό όφελος της κυκλοσπορίνης στον ΣΕΛ πρέπει να σταθμίζεται με τις επιπλοκές της, που μπορεί να είναι ιδιαίτερα σοβαρές.
2.5.9.11 ΔΕΡΜΑΤΟΜΥΟΣΙΤΙΔΑ/ΠΟΛΥΜΥΟΣΙΤΙΔΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Ασθενείς ανθεκτικοί στα κορτικοειδή και στην συνδυασμένη αγωγή με κορτικοειδή και άλλα κυτταροστατικά φάρμακα (μεθοτρεξάτη, αζαθειοπρίνη, κυκλοφωσφαμίδη)
- Επιπλοκές από τα κορτικοειδή ή άλλα ανοσοκατασταλτικά
- Σοβαρή μυοσίτιδα
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Σύμφωνα με περιγραφές περιπτώσεων (Grau J et al, 1994; Saadeh C et al, 1995; Maeda K et al, 1997) η κυκλοσπορίνη, μόνη της ή σε συνδυασμό με κορτικοειδή ή μεγάλες δόσεις ανοσοσφαιρινών, είναι αποτελεσματική :
- Στη δερματομυοσίτιδα/πολυμυοσίτιδα που ανθίσταται ή υποτροπιάζει στα κορτικοειδή και άλλα συμβατικά ανοσοκατασταλτικά, αν και ενίοτε δεν έχει αποτέλεσμα (Jones DW et al, 1987; Jongen PJH et al, 1988)
- Στη νεανική δερματομυοσίτιδα/πολυμυοσίτιδα (Pistoia V et al, 1993; Zeller V et al, 1996; Reiff A et al, 1997). Η κλινική βελτίωση εμφανίζεται συχνά στο τέλος της 1ης ή 4ης εβδομάδας. Σε μερικά παιδιά οι ασβεστώσεις εξαφανίζονται πλήρως ή σχεδόν πλήρως (Pachman LM, 1990).
- Στη διάμεση πνευμονίτιδα την συνδεόμενη με την δερματομυοσίτιδα/πολυμυοσίτιδα, ιδιαίτερα εάν χορηγηθεί σε πρώϊμη φάση (Maeda K et al, 1997), αν και άλλοτε δεν έχει αποτέλεσμα (Levi S and Hodgson HJF, 1989).
- Στη μυοσίτιδα εξ εγκλείστων σωματίων, η οποία είναι ανθεκτική στα συμβατικά ανοσοκατασταλτικά.
Η κλινική ανταπόκριση εμφανίζεται συνήθως μερικές ημέρες μετά την έναρξη της θεραπείας (Pugh MT et al, 1992).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Προκαλεί ύφεση των δερματικών αλλοιώσεων (Pugh MT et al, 1992)
- Βελτιώνει τις λειτουργικές πνευμονικές δοκιμασίες και τα συμπτώματα από το αναπνευστικό (Dawson JK et al, 1997)
- Βελτιώνει ή αποκαθιστά την μυϊκή ισχύ (Tellus MM and Buchanan RR, 1995)
- Βοηθά στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών (Mehregan DR and Su WP, 1993)
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ : Ελαττώνει ή φυσιολογικοποιεί τα μυϊκά ένζυμα στον ορό (Tellus MM and Buchanan RRC, 1995; Dawson JK et al, 1997).
ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΙ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗΣ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΔΕΙΧΘΕΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΙ ΣΤΗ ΔΕΡΜΑΤΟΜΥΟΣΙΤΙΔΑ/ΠΟΛΥΜΥΟΣΙΤΙΔΑ
- Κυκλοσπορίνη + πρεδνιζολόνη + άλλα κυτταροτοξικά (αζαθειοπρίνη, μεθοτρεξάτη, κυκλοφωσφαμίδη) (Maeda K et al, 1997)
- Κυκλοσπορίνη + μεθοτρεξάτη (Reiff A et al, 1997; Chang HK and Lee DH, 2003)
- Κυκλοσπορίνη + μεγάλες δόσεις ΕΦ γ-σφαιρίνης (Saadech C et al, 1995)
- Κυκλοσπορίνη + πρεδνιζόνη + ΕΦ γ-σφαιρίνη (Danieli MG et al, 2002).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η κυκλοσπορίνη είναι αποτελεσματική σε ασθενείς με δερματομυοσίτιδα/ πολυμυοσίτιδα, είτε ανθεκτικούς στην συμβατική θεραπεία με κορτικοειδή ή/και άλλα ανοσοκατασταλτικά, ιδιαίτερα όταν χορηγείται πρώϊμα στη διαδρομή της νόσου, είτε σαν αρχική θεραπεία, αν και η αποτελεσματικότητά της δεν έχει αποδειχθεί με ελεγχόμενες μελέτες.
2.5.9.12 ΚΟΚΚΙΩΜΑΤΩΣΗ WEGENER
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ (Schollmeyer P and Grotz W, 1990) :
- Έλλειψη ανταπόκρισης στη βασική θεραπεία (σε συνδυασμό με κυκλοφωσφαμίδη)
- Λευκοπενία ή θρομβοπενία από την κυκλοφωσφαμίδη
- Απουσία νεφρικής προσβολής
- Διατήρηση της ύφεσης (στη θέση της αζαθειοπρίνης).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Σύμφωνα με περιγραφές περιπτώσεων, η κυκλοσπορίνη, μόνη της ή σε συνδυασμό με κορτικοειδή, είναι αποτελεσματική στην κοκκιωμάτωση Wegener (Allen NB et al, 1993; Krzemien S et al, 1994; Georganas C et al, 1996; Ghez D et al, 2002). Πάντως, μερικοί λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων είχαν υποτροπή της νόσου στη διάρκεια της θεραπείας με κυκλοσπορίνη (Oberhuber G et al, 1988).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Βελτιώνει την νεφρική ανεπάρκεια (Gremmel F et al, 1988; Borleffs JCC and Van Der Zwan JC, 1990)
- Επουλώνει τις πνευμονικές αλλοιώσεις (Harley N and Ihle B, 1990)
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Ελαττώνει την ΤΚΕ (Borleffs JCC and Van Der Zwan JC, 1990)
- Εξαφανίζει τα κυτταροπλασματικά αντισώματα έναντι των ουδετεροφίλων (Borleffs JCC and Van Der Zwan JC, 1990)
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η κυκλοσπορίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν εναλλακτικό φάρμακο στη θεραπεία της ανθεκτικής σε άλλες θεραπείες κοκκιωμάτωσης Wegener.
2.5.9.13 ΥΠΟΤΡΟΠΙΑΖΟΥΣΑ ΠΟΛΥΧΟΝΔΡΙΤΙΔΑ
Σύμφωνα με περιγραφές περιπτώσεων, η κυκλοσπορίνη βελτιώνει τις εκδηλώσεις της υποτροπιάζουσας πολυχονδρίτιδας σε περιπτώσεις ανθεκτικές στα κορτικοειδή και άλλα ανοσοκατασταλτικά (Anstey A et al, 1991; Ormerod AD and Clask LJ, 1992; Priori R et al, 1993).
2.5.9.14 ΣΥΝΔΡΟΜΟ COGAN
Η κυκλοσπορίνη βελτιώνει τις οφθαλμικές και αγγειακές εκδηλώσεις και βοηθά στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών (Allen NB et al, 1990; Hammer M et al, 1993).
2.5.9.15 ΝΟΣΟΣ WEBER-CHRISTIAN
Η κυκλοσπορίνη, χορηγούμενη ενδοφλέβια και σε συνδυασμό με πλασμαφαίρεση, προκάλεσε ύφεση των συμπτωμάτων και αύξησε τα λευκά αιμοσφαίρια και τα επίπεδα του ινωδογόνου σε μίαν ασθενή (Usuki K et al, 1988).
2.5.9.16 ΑΙΜΟΦΑΓΟΚΥΤΤΑΡΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ
Η κυκλοσπορίνη, χορηγούμενη ενδοφλέβια σε δόση 100 mg και μετά per os σε δόση 300 mg/ kg-1, φυσιολογικοποίησε τα λευκά αιμοσφαίρια, τα αιμοπετάλια, τα προϊόντα αποδόμησης της ινικής και του ινωδογόνου και συνοδεύθηκε από ιστολογική ύφεση της νόσου (Oyama Y et al, 1989).
2.5.9.17 ΣΥΝΔΡΟΜΟ SWEET (von den Driesch P et al, 1994).
2.5.9.18 ΣΥΝΔΡΟΜΟ SJOGREN
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Στα ζώα :
- Kαταστέλλει την φλεγμονή των οφθαλμικών και δακρυϊκών αδένων σε MRL/lpr ποντικούς με αυτοάνοση νόσο (Jabs DA et al, 1996). Στους ποντικούς αυτούς, οι αλλοιώσεις των δακρυϊκών αδένων χρησιμοποιούνται σαν μοντέλο μελέτης του συνδρόμου Sjogren στον άνθρωπο.
- Βελτιώνει την έκκριση των δακρύων προλαβαίνοντας την απόπτωση των λοβιωδών/κυψελοειδών κυττάρων την επαγόμενη από λεμφοκύτταρα, χορηγούμενη τοπικά σε ποντικούς με murine μοντέλο συνδρόμου Sjogren (Tsubota K et al, 2001).
Στον άνθρωπο :
- Mειώνει τον αριθμό των Τ- και των Τ-βοηθητικών λεμφοκυττάρων και την έκφραση του HLA DR στα επιθηλιακά κύτταρα των σιελογόνων αδένων ασθενών με σύνδρομο Sjogren (Dalavanga YA et al, 1987).
- Μειώνει σημαντικά τον αριθμό των ενεργοποιημένων και των CD4+ λεμφοκυττάρων, χορηγούμενη τοπικά στον επιπεφυκότα ασθενών με ξηροφθαλμία (Kunert KS et al, 2000) ή δευτεροπαθές σύνδρομο Sjogren (Power WJ et al, 1993), αντίστοιχα.
- Μπορεί να θεραπεύσει την διάμεση πνευμονίτιδα (σε δόση 1 mg/kg/24ωρο per os) (Oga-sawara H et al, 1998; Sugiyama M et al, 1998) και τα έλκη του σκληρού (χορηγούμενη τοπικά με την μορφή οφθαλμικού διαλύματος) (Zierhut M et al, 1989), σε ασθενείς με σύνδρομο Sjogren.
Κατ΄άλλους, χορηγούμενη επί 12 μήνες σε ασθενείς με πρωτοπαθές σύνδρομο Sjogren, είναι μάλλον αναποτελεσματική (Drosos AA et al, 1986).
2.5.9.19 ΡΑΓΟΕΙΔΙΤΙΔΑ
Η κυκλοσπορίνη, σε μεγάλες (10 mg/kg/24ωρο), αλλά και μικρές (2.5-5.0 mg/kg), δόσεις, μόνη της ή σε συνδυασμό με πρεδνιζόνη ή/και αζαθειοπρίνη (1.5-2.0 mg/kg-1), βελτιώνει την οπτική πρόγνωση και βοηθά στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών σε ασθενείς με ραγοειδίτιδα συνδεόμενη με νόσο Αδαμαντιάδη-Behcet ή Vogt-Koyanagi-Harada, ΝΡΑ, σύνδρομο Reiter, ΑΣ, ΣΕΛ (Vitale AT et al, 1996) και σαρκοείδωση ή με ιδιοπαθή ραγοειδίτιδα (Wakefield D and McCluskey P, 1991), αν και η νόσος υποτροπιάζει συχνά με την διακοπή της.
2.5.9.20 ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΗΩΣΙΝΟΦΙΛΙΑΣ-ΜΥΑΛΓΙΑΣ (Clauw DJ et al, 1993).
2.5.9.21 ΣΥΝΔΡΟΜΟ REITER (Kiyohara A et al, 1997).
2.5.9.22 ΨΩΡΙΑΣΗ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Κοινή κατά πλάκας ψωρίαση (εάν καταλαμβάνει >10% της επιφάνειας του σώματος)
- Ανεπαρκής ανταπόκριση στην τοπική θεραπεία
- Εντονη ψυχολογική επιβάρυνση λόγω σοβαρής, γενικευμένης, νόσου
- Ειδικές μορφές ψωρίασης (ερυθροδερμική, αρθροπαθητική, φλυκταινώδης)
- Ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς με σοβαρή (π.χ. εκτεταμένη ή/και αναπηρική) ψωρίαση κατά πλάκας, μη ανταποκρινόμενη επαρκώς σε μία τουλάχιστον θεραπευτική αγωγή (π.χ. ρετινοειδή, μεθοτρεξάτη, ψωραλένιο, PUVA)
- Αντενδείξεις συστηματικής θεραπείας με άλλους παράγοντες ή δυσανεξία σε άλλα φάρμακα
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : H κυκλοσπορίνη, χορηγούμενη per os σε δόσεις 2.5-5 mg/kg/24 ωρο, βελτιώνει θεαματικά τις δερματικές αλλοιώσεις και την ποιότητα της ζωής των ασθενών με ψωρίαση (Laburte C et al, 1994; Ho VC et al, 1999; Ho VC et al, 2001; Kilic SS et al, 2001; Faerber L et al, 2001; Touw CR et al, 2001). Ακόμα, έχει χορηγηθεί τοπικά μέσα στις ψωριασικές πλάκες, με ποικίλα αποτελέσματα (Bos JD et al, 1989; Ho VC et al, 1990a; Burns MK et al, 1992; Honeyman JF et al, 1995).
Ανάλογα με τη βαρύτητα και την επιμονή της νόσου, μπορεί να χορηγηθεί είτε συνεχώς, είτε σε διακοπτόμενα σχήματα. Σταδιακή διακοπή της μεταξύ των θεραπευτικών σχημάτων εξασφαλίζει μεγαλύτερα μεσοδιαστήματα ύφεσης. Η διακοπή της, όπως και άλλες θεραπείες, συνοδεύεται συνήθως από έξαρση και, σπάνια, υποτροπή της ψωρίασης.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Ετρετινάτη : Είναι λιγότερο αποτελεσματική από την κυκλοσπορίνη (Mahrle G et al, 1995; Faerber L et al, 2001).
Μυκοφαινολική μοφετίλη: Είναι λιγότερο αποτελεσματικό από την κυκλοσπορίνη, αλλά μπορεί να χορηγηθεί εναλλακτικά σε ασθενείς που δεν μπορούν να θεραπευθούν με κυκλοσπορίνη (Davison SC et al, 2000).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Κυκλοσπορίνη + μεθοτρεξάτη : Είναι αποτελεσματικός σε ασθενείς με ψωρίαση και ΨΑ (Clark CM et al, 1999).
Κυκλοσπορίνη + PUVA :
- Είναι λιγότερο αποτελεσματικός από τον συνδυασμό ετρετινάτης με PUVA (Ptzelbauer P et al, 1990)
- Βελτίωσε έναν ασθενή με γενικευμένη φλυκταινώδη ψωρίαση (Hunt MJ et al, 1997).
Κυκλοσπορίνη + ετρετινάτη : Eίναι αποτελεσματικός και καλά ανεκτός σε ασθενείς με ψωρίαση μη ανταποκρινόμενους στο κάθε ένα φάρμακο ξεχωριστά (Kokelj F et al, 1998).
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΔΡΑΣΗΣ : Η κυκλοσπορίνη αναστέλλει την ενεργοποίηση και τον πολλαπλασιασμό των Τ-λεμφοκυττάρων που έχουν κυρίαρχο ρόλο στη ψωρίαση, αλλά, είτε άμεσα είτε έμμεσα, επεμβαίνει και σε μίαν άλλη σειρά κυττάρων (κερατινοκύτταρα, κύτταρα Langerhans, ουδετερόφιλα) και κυτταροκινών (IL-1, IL-2, IFN-γ, IL-6, TNF-α) που εμπλέκονται στον παθογενετικό μηχανισμό της ψωριασικής βλάβης (Harper JI et al , 1988; Prens EP et al, 1995).
2.5.9.23 ΑΤΟΠΙΚΗ ΔΕΡΜΑΤΙΤΙΔΑ
Η κυκλοσπορίνη ενδείκνυται στη θεραπεία των ασθενών ηλικίας μεγαλύτερης των 16 ετών με σοβαρή ατοπική δερματίτιδα στην οποία η συμβατική θεραπεία είναι αναποτελεσματική ή αντενδείκνυται. Σε δόσεις 2.5-5.0 mg/kg/24ωρο, βελτιώνει τις κλινικές εκδηλώσεις της νόσου (έκταση προσβεβλημένης περιοχής, ενεργότητα νόσου) και την ποιότητα της ζωής (κνησμός, αϋπνία) (Sowden JM et al 1991; Harper JI et al 2000; Czech W et al 2000).
2.5.9.24 ΦΛΥΚΤΑΙΝΩΣΗ ΠΑΛΑΜΩΝ-ΠΕΛΜΑΤΩΝ
Σύμφωνα με διπλές-τυφλές, placebo-ελεγχόμενες, μελέτες (Reitamo S et al, 1993; Erkko P et al, 1998) και περιγραφές περιπτώσεων (Yamamoto T et al, 1995), η κυκλοσπορίνη, σε δόσεις 1.25-2.5 mg/kg/24ωρο, είναι αποτελεσματική σε ασθενείς με φλυκταίνωση παλαμών-πελμάτων. Πάντως, μετά την διακοπή της μπορεί να συνοδευθεί από γενικευμένη φλυκταινώδη ψωρίαση (De Silva BD et al, 1999).
2.5.9.25 ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΥΠΟΥ Β-ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΙΝΣΟΥΛΙΝΗ
Ένας ασθενής με ΣΕΛ και σοβαρό ινσουλινοάντοχο διαβήτη είχε ταχεία κλινική βελτίωση του διαβήτη και εξαφάνιση των αντισωμάτων έναντι των υποδοχέων της ινσουλίνης από τον ορό με την θεραπεία με πλασμαφαίρεση και κυκλοφωσφαμίδη, ακολουθούμενη από τον συνδυασμό αζαθειοπρίνης με κυκλοσπορίνη (Eriksson JW et al, 1998).
2.5.9.26 ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΟΡΓΑΝΩΝ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
Συμβατική κυκλοσπορίνη :
- Προφύλαξη από την απόρριψη του μοσχεύματος σε λήπτες αλλογονικού μοσχεύματος νεφρού, ήπατος ή καρδιάς, σε συνδυασμό πάντοτε με κορτικοειδή
- Θεραπεία χρόνιας απόρριψης του μοσχεύματος σε ασθενείς θεραπευθέντες με άλλους ανοσοκατασταλτικούς παράγοντες (π.χ. αζαθειοπρίνη)
Mικρογαλάκτωμα κυκλοσπορίνης : Προφύλαξη από την απόρριψη του μοσχεύματος σε λήπτες νεφρικών, ηπατικών ή καρδιακών μοσχευμάτων, σε συνδυασμό με κορτικοειδή και αζαθειοπρίνη.
5.9.26.1 ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΣΥΜΠΑΓΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Πρόληψη απόρριψης αλλογενών μοσχευμάτων νεφρών, ήπατος, καρδιάς, πνευμόνων, συνδυασμού καρδιάς – πνευμόνων ή παγκρέατος.
- Θεραπεία απόρριψης του μοσχεύματος σε ασθενείς που έχουν θεραπευθεί με άλλους ανοσοκατασταλτικούς παράγοντες.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ :
α) Μεταμόσχευση νεφρού : Η κυκλοσπορίνη χρησιμοποιείται μόνη της ή σε συνδυασμό με άλλους ανοσοκατασταλτικούς παράγοντες (πρεδνιζολόνη, αζαθειοπρίνη, σιρόλιμους, μυκοφαινολική μοφετίλη) ή προστίθεται μετά την επέμβαση για την πρόληψη της απόρριψης του μοσχεύματος. Εάν χορηγηθεί σε μικρές δόσεις και σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες είναι πολύ αποτελεσματική και ασφαλής για την νεφρική λειτουργία.
Μερικά κέντρα, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, αρχίζουν την θεραπεία με αντιλεμφοκυτταρική σφαιρίνη ή ΟΚΤ3 και προσθέτουν αργότερα την κυκλοσπορίνη, ώστε να περιορισθούν μετεγχειρητικά οι επιπτώσεις της στη νεφρική λειτουργία (Norman DJ et al, 1993; Abouna GM et al, 1995). Ο συνδυασμός του Neoral με σιμουλέκτη (ένα χιμαιρικό μονοκλωνικό αντίσωμα έναντι του υποδοχέα της IL-2 των ενεργοποιημένων Τ-λεμφοκυττάρων) βελτιώνει σημαντικά την έκβαση της νεφρικής μεταμόσχευσης (Nashan B et al, 1997).
Η κυκλοσπορίνη παρατείνει την διάρκεια ζωής του μοσχεύματος στο 71-91% των ληπτών νεφρικών αλλομοσχευμάτων, ένα χρόνο μετά την επέμβαση. Η συχνότητα επιβίωσης του ασθενούς και του μοσχεύματος 4 χρόνια μετά την μεταμόσχευση ανέρχεται σε 86% και 70%, αντίστοιχα.
Ο συνδυασμός της κυκλοσπορίνης με κορτικοειδή μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της δόσης και της επίδρασης της κυκλοσπορίνης στη νεφρική λειτουργία, ενώ συνεχίζει να παρατείνει την διάρκεια ζωής του μοσχεύματος. Κατ΄άλλους, αυξάνει την συχνότητα των επιπλοκών λόγω της παρουσίας των κορτικοειδών στο ανοσοκατασταλτικό σχήμα (λοιμώξεις, υπέρταση, λέμφωμα), αλλ΄ όχι και την αποτελεσματικότητα. Η κυκλοσπορίνη, μόνη της ή σε συνδυασμό με κορτικοειδή, αυξάνει την επιβίωση του μοσχεύματος και του ασθενούς πολύ περισσότερο από τον συνδυασμό της αζαθειοπρίνης με κορτικοειδή.
Η κυκλοσπορίνη παρατείνει την διάρκεια ζωής του μοσχεύματος, αλλά και προλαβαίνει τα επεισόδια οξείας απόρριψης του νεφρικού αλλομοσχεύματος. Ο αριθμός των ασθενών που εμφανίζει επεισόδια οξείας απόρριψης νεφρικού μοσχεύματος και ο μέσος χρόνος έναρξης των επεισοδίων αυτών (περίπου μια εβδομάδα) είναι σημαντικά χαμηλότερος με την κυκλοσπορίνη, σε σύγκριση με τον συνδυασμό της αζαθειοπρίνης με κορτικοειδή. Επιπλέον, τα αρχικά επεισόδια οξείας απόρριψης του μοσχεύματος είναι πολύ λιγότερο σοβαρά σε ασθενείς θεραπευόμενους με κυκλοσπορίνη, παρά με τον συνδυασμό της αζαθειοπρίνης με κορτικοειδή.
Σε μερικούς ασθενείς θεραπευόμενους με κυκλοσπορίνη, η απώλεια του νεφρικού μοσχεύματος λόγω οξείας, μη αναστρέψιμης, απόρριψης συνδέεται με επίμονα χαμηλές συγκεντρώσεις του φαρμάκου στο αίμα πριν από την λήψη του. Η ταχεία αύξηση των συγκεντρώσεων της κρεατινίνης στον ορό παράλληλα με χαμηλές συγκεντρώσεις κυκλοσπορίνης στο αίμα ή το πλάσμα είναι ενδείξεις επικείμενης απόρριψης του μοσχεύματος.
Μερικοί κλινικοί συνιστούν γενικά η κυκλοσπορίνη να διακόπτεται και να χορηγείται αζαθειοπρίνη σε συνδυασμό με κορτικοειδή σε ασθενείς που δεν ανέχονται την κυκλοσπορίνη (π.χ. λόγω νεφροτοξικότητας) ή εμφανίζουν ανθεκτική απόρριψη του μοσχεύματος. Η μετάπτωση στη θεραπεία με αζαθειοπρίνη και κορτικοειδή συνήθως οδηγεί σε ελάττωση των συγκεντρώσεων της κρεατινίνης στον ορό.
β) Μεταμόσχευση ήπατος : Ο συνδυασμός της κυκλοσπορίνης με χαμηλές δόσεις πρεδνιζόνης αυξάνει την 12μηνη επιβίωση στο 60-80% των ενηλίκων και παιδιών με αλλομεταμόσχευση ήπατος. Πάντως, η ανταπόκριση ποικίλλει και εξαρτάται από την υποκείμενη κατάσταση του ασθενούς και το θεραπευτικό σχήμα με ανοσοκατασταλτικά. Οι λήπτες μοσχευμάτων ήπατος που παίρνουν κυκλοσπορίνη έχουν μειωμένη συχνότητα μετεγχειρητικών λοιμώξεων, συγκριτικά με αυτούς που θεραπεύονται με άλλα ανοσοκατασταλτικά.
γ) Αλλομεταμόσχευση καρδιάς : Η κυκλοσπορίνη μπορεί να παρατείνει την διάρκεια ζωής του μοσχεύματος και των ληπτών καρδιακών αλλομοσχευμάτων. Εχει χρησιμοποιηθεί ταυτόχρονα με μικρές δόσεις κορτικοειδών για να μειωθεί η συχνότητα και βαρύτητα των επεισοδίων της απόρριψης και να διευκολύνει την πρώϊμη αποκατάσταση του ασθενούς μετά την μεταμόσχευση. Η 2ετής διάρκεια ζωής σε λήπτες αλλομοσχευμάτων καρδιάς που θεραπεύονται με κυκλοσπορίνη ανέρχεται σε 77%, σε σύγκριση με 58% στους ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό της αζαθειοπρίνης με κορτικοειδή.
δ) Συνδυασμένη μεταμόσχευση καρδιάς-πνεύμονα : Η κυκλοσπορίνη έχει χρησιμοποιηθεί σε μεγάλο αριθμό ασθενών, με εξίσου καλά αποτελέσματα.
5.9.26.2 ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΜΥΕΛΟΥ ΟΣΤΩΝ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Πρόληψη απόρριψης μοσχεύματος μυελού οστών
- Πρόληψη ή θεραπεία της νόσου μοσχεύματος έναντι του ξενιστή
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ :
α) Προφύλαξη από την απόρριψη του μοσχεύματος : Σε λήπτες μοσχεύματος μυελού των οστών, η κυκλοσπορίνη μειώνει την συχνότητα απόρριψης του μοσχεύματος την οφειλόμενη σε σοβαρή απλαστική αναιμία (Hows JM et al, 1982). Στους ασθενείς αυτούς, η κυκλοσπορίνη συνιστάται να χορηγείται σε πλήρεις δόσεις τουλάχιστον επί 9 μήνες μετά την μεταμόσχευση για να αποφευχθεί όψιμη απόρριψη του μοσχεύματος λόγω πρόωρης διακοπής του φαρμάκου.
β) Πρόληψη οξείας νόσου μοσχεύματος έναντι του ξενιστή : Η κυκλοσπορίνη χορηγείται μόνη της ή σε συνδυασμό με μεθοτρεξάτη και πιθανώς κορτικοειδή. Ο συνδυασμός της με μεθοτρεξάτη υπερέχει της κυκλοσπορίνης μόνης της (Storb R, 1986). Η ταυτόχρονη χορήγηση κορτικοειδών με κυκλοσπορίνη μειώνει την συχνότητα εμφάνισης οξείας νόσου μοσχεύματος έναντι του ξενιστή, αλλά αυξάνει σημαντικά την συχνότητα των λοιμώξεων (Chao NJ et al, 1993).
Εάν εμφανισθεί σοβαρή οξεία νόσος μοσχεύματος έναντι του ξενιστή στη διάρκεια της θεραπείας με κυκλοσπορίνη, μπορεί να χορηγηθεί μεθυλπρεδνιζολόνη σε μεγάλες δόσεις (2-10 mg/ kg/24ωρο). Εάν η κυκλοσπορίνη διακοπεί απότομα, ιδιαίτερα τους πρώτους 1-3 μήνες μετά την μεταμόσχευση, η νόσος μοσχεύματος έναντι του ξενιστή μπορεί να υποτροπιάσει. Εάν η κυκλοσπορίνη διακοπεί στη διάρκεια του 1ου τριμήνου μετά την μεταμόσχευση, συνιστάται επιπρόσθετη θεραπεία με κορτικοειδή (π.χ. μεθυλπρεδνιζολόνη 1-2 mg/kg).
γ) Πρόληψη χρόνιας νόσου μοσχεύματος έναντι του ξενιστή : Η κυκλοσπορίνη προλαβαίνει την χρόνια νόσο μοσχεύματος έναντι του ξενιστή. Τρείς έως 6 μήνες μετά την μεταμόσχευση, η κυκλοσπορίνη διακόπτεται προοδευτικά σε διάστημα 2-3 μηνών, ώστε να αποφευχθεί υποτροπή της νόσου. Εάν η νόσος υποτροπιάσει, η κυκλοσπορίνη μπορεί να χρειασθεί να επαναχορηγηθεί για διάστημα 2-3 επιπλέον μηνών σε δόση 5-10 mg/ kg.
δ) Αλλομεταμόσχευση μυελού οστών : Η κυκλοσπορίνη αποτελεί την ανοσοκαταστολή εκλογής στην πρόληψη της οξείας νόσου του μοσχεύματος έναντι του ξενιστή σε λήπτες μοσχεύματος μυελού. Η αποτελεσματικότητά της είναι παρόμοια, αλλ΄όχι μεγαλύτερη, από την μεθοτρεξάτη στην πρόληψη ή βελτίωση της οξείας νόσου του μοσχεύματος έναντι του ξενιστή ή στην αύξηση της επιβίωσης σε λήπτες μοσχεύματος μυελού λόγω λευχαιμίας.
Ο συνδυασμός της κυκλοσπορίνης με μεθοτρεξάτη είναι περισσότερο αποτελεσματικός στην πρόληψη ή βελτίωση της οξείας νόσου μοσχεύματος έναντι του ξενιστή και πιθανώς αυξάνει την επιβίωση συγκριτικά με την κυκλοσπορίνη μόνη της.
Η κυκλοσπορίνη είναι επίσης αποτελεσματική σε ασθενείς με μέτρια έως σοβαρή οξεία νόσο μοσχεύματος έναντι του ξενιστή μετά από μεταμόσχευση μυελού, πιθανώς εξίσου με τα κορτικοειδή. Τα κορτικοειδή, σε συνδυασμό με κυκλοσπορίνη, θεωρούνται γενικά η αρχική θεραπεία εκλογής της οξείας νόσου μοσχεύματος έναντι του ξενιστή.
2.5.9.27 ΝΟΣΟΣ KAWASAKI
Ένα παιδί με επιθετική νόσο Kawasaki ανθεκτική στη θεραπεία με ενδοφλέβιες εγχύσεις ανοσοσφαιρίνης είχε ύφεση της νόσου με τον συνδυασμό κυκλοσπορίνης με μεγάλες δόσεις κορτικοειδών (Raman V et al, 2001).
2.5.9.28 ΑΡΤΗΡΙΟΣΚΛΗΡΥΝΣΗ
Η αρτηριοσκλήρυνση υποστηρίζεται ότι είναι ήπια, χρόνια φλεγμονώδης νόσος του αγγειακού δένδρου. Οι ασθενείς με ΣΕΛ εμφανίζουν πρόωρα αρτηριοσκληρυντικές επιπλοκές, όπως στεφανιαία νόσο και έμφραγμα του μυοκαρδίου (Ward MM, 1999).
Σε λήπτες μοσχευμάτων, η κυκλοσπορίνη μπορεί να καθυστερήσει την εμφάνιση των σοβαρών επιπλοκών της αρτηριοσκλήρυνσης της καρδιάς και του αγγειακού δένδρου (Andersen HO et al, 1994). Σύμφωνα με πειραματικές μελέτες, μπορεί να ασκεί κατασταλτική δράση στην απόπτωση κατά της LDL (χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη) και του TNF-β1 ή της αγγειοτενσίνης ΙΙ στα ενδοθηλιακά κύτταρα (Walter DH et al, 1998).
2.5.9.29 ΔΙΑΜΕΣΗ ΠΝΕΥΜΟΝΟΠΑΘΕΙΑ
Σύμφωνα με αρκετές περιγραφές περιπτώσεων, η κυκλοσπορίνη βελτιώνει σημαντικά την πνευμονική λειτουργία, τον κορεσμό του οξυγόνου των ερυθρών αιμοσφαιρίων και, σε μερικές περιπτώσεις, ακόμα και την διαχυτική ικανότητα σε ασθενείς με διάμεση πνευμονίτιδα συνδεόμενη με ΡΑ, ΣΕΛ, σύνδρομο Sjogren και δερματομυοσίτιδα/πολυμυοσίτιδα, όχι όμως συστηματική σκληροδερμία (Ryu JH et al, 1998).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η κυκλοσπορίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν φάρμακο πρώτης εκλογής σε ασθενείς με διάμεση πνευμονοπάθεια συνδεόμενη με όλα τα αυτοάνοσα, πλην της συστηματικής σκληροδερμίας, νοσήματα.
2.5.9.30 ΜΟΡΦΕΑ
Η κυκλοσπορίνη, σε μικρές δόσεις, βελτίωσε σημαντικά 2 ασθενείς με σοβαρή, ταχέως εξελισσόμενη, αναπηρική μορφέα ανθεκτική σε άλλα φάρμακα (γλυκοκορτικοειδή, ΜΣΑΦ, κ.ά.) (Pe-ter RU et al, 1991).
5.9.31 ΝΕΦΡΩΣΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ
Η κυκλοσπορίνη είναι αποτελεσματική στο νεφρωσικό σύνδρομο: α) το εξαρτώμενο από τα κορτικοειδή ή ανθεκτικό στα κορτικοειδή, σε ενήλικες και παιδιά, και β) στο οφειλόμενο σε σπειραματικά νοσήματα (όπως η νεφροπάθεια ελαχίστων αλλοιώσεων, η εστιακή και τμηματική σπειραματοσκλήρυνση και η μεμβρανώδης σπειραματονεφρίτιδα).
Στο νεφρωσικό σύνδρομο, η κυκλοσπορίνη μπoρεί vα προκαλέσει ύφεση ή να την διατηρήσει. Μπoρεί ακόμη vα διατηρήσει τηv ύφεση τηv πρoκαλoύμεvη από τα κορτικοειδή, επιτρέπovτας τηv διακoπή τωv κορτικοειδών.
2.5.10 ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Oι αvεπιθύμητες εvέργειες της κυκλοσπορίνης είvαι δoσoεξαρτώμεvες και αvταπoκρίvovται σε μείωση της δoσoλoγίας. Η σοβαρότερη ανεπιθύμητη ενέργεια είναι η δοσοεξαρτώμενη και αναστρέψιμη αύξηση της ουρίας και της κρεατινίνης του ορού τις πρώτες εβδομάδες της θεραπείας. Σπανιότερα μπορεί να εμφανισθούν ιστολογικές νεφρικές αλλοιώσεις (π.χ. διάμεση ίνωση) κατά την μακροχρόνια χορήγηση.
Οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες της κυκλοσπορίνης σε λήπτες μοσχευμάτων είvαι υπερτρίχωση, τρόμoς, υπέρταση (ιδίως σε λήπτες μοσχευμάτων καρδιάς), ηπατική δυσλειτoυργία, κόπωση, υπερτρoφία τωv oύλωv, γαστρεvτερικές διαταραχές (αvoρεξία, vαυτία, έμετoι, διάρρoια) και αίσθημα καύσoυ στα χέρια και στα πόδια (συvήθως στη διάρκεια της πρώτης εβδoμάδας της θεραπείας). Είναι συνήθως δοσοεξαρτώμενες και αναστρέψιμες μετά από μείωση της δόσης ή διακοπή της κυκλοσπορίνης.
2.5.10.1 ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗΣ
- Ηλικία >65 ετών
- Ελεγχόμενη υπέρταση
- Ταυτόχρονη θεραπεία με άλλα φάρμακα (κετοκοναζόλη, φλουκοναζόλη, τριμεθοπρίμη, ερυθρομυκίνη, βεραπαμίλη, διλτιαζέμη, ΜΣΑΦ, αντιεπιληπτικά)
- Ταυτόχρονη ή προηγηθείσα θεραπεία με αλκυλιωτικούς παράγοντες (π.χ. κυκλοφωσφαμίδη)
- Θεραπεία με πειραματικά φάρμακα 3 μήνες πριν από την έναρξη της θεραπείας με κυκλοσπορίνη
- Προκακοήθεις καταστάσεις (λευκοπλακία, μονοκλωνική παραπρωτεϊναιμία, μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα, δυσπλαστικοί σπίλοι)
- Ενεργός λοίμωξη (μπορεί να απαιτήσει προσωρινή διακοπή του φαρμάκου)
2.5.10.2 ΤΥΠΟΙ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗΣ
1. ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Επιγαστρικός καύσος
- Ναυτία
- Διάρροια
- Δυσκοιλιότητα
- Ξηροστομία
- Περιστοματική ευαισθησία (Daley TD and Wysocki GP, 1984)
2. ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Θρομβοπενία
- Αναιμία - επιδείνωση προϋπάρχουσας αναιμίας
- Επίσταξη
3. ΑΠΟ ΤΟ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Ασυμπτωματική υπέρταση
- Αύξηση κρεατινίνης ορού
- Μικροσκοπική αιματουρία - ήπια κυλινδρουρία
- Συχνουρία
- Κατακράτηση ούρων
- Αύξηση της αποβολής της β2-μικροσφαιρίνης από τα ούρα, ακόμα και 9 μήνες μετά την διακοπή της κυκλοσπορίνης, ένδειξη εξασθένησης της σωληναριακής λειτουργίας
- Αύξηση της αποβολής της καλλικρεΐνης και της λευκωματίνης από τα ούρα
- Αύξηση δραστηριότητας β-Ν-ακετυλο-D-γλυκοζαμινιδάσης στα ούρα
4. ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ-ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ
- Υπερτροφία ούλων
- Υπερτρίχωση
- Θυλακίτιδα
- Αίσθημα καύσου, αλωπεκία και αγγειο-οίδημα (σε ασθενείς με ΣΕΛ)
- Εξάνθημα, κνησμός
5. ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ-ΜΥΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Τρόμος άκρων
- Κεφαλαλγίες
- Μυοπάθεια
- Οξεία εγκεφαλοπάθεια
- Ακούσιος τρόμος (22%)
- Σπασμοί
- Παρκινσονισμός, σ΄έναν ασθενή με μεταμόσχευση νεφρού (Kim HC et al, 2002)
- Σύγχυση και αποπροσανατολισμός
- Εκφραστική αφασία
- Αταξία
- Κατάθλιψη
- Μανία
- Περιφερική νευροπάθεια
- Κώμα
- Σπαστικότητα
- Πάρεση
- Διαταραχές κίνησης και ομιλίας
- Κατακράτηση ούρων
- Αιμορραγία ΚΝΣ
- Άγχος
- Άσηπτη μηνιγγίτιδα
- Προοδευτική πολυεστιακή λευκοεγκεφαλοπάθεια
- Αλαλία(Bird GL et al, 1990)
- Οπτικές ψευδαισθήσεις (Noll RB and Kulkarni R, 1984; Vazquez de Prada JA et al, 1990)
- Περιφερική απομυελίνωση (Berden JH et al, 1985; De Groen PC et al, 1987)
- Ψευδοβολβώδης παράλυση (Bird GL et al, 1990)
- Αμνησία (Atkinson K et al, 1984)
- Στοματοπροσωπική δυσκινησία (Bird GL et al, 1990)
- Λήθαργος
- Καυστικές παραισθησίες παλμών και πελμάτων
- Εξάψεις
- Θόλωση όρασης
- Εγκεφαλικός ψευδο-όγκος (Cruz OA et al, 1996)
6. ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Καρδιαγγειακές διαταραχές
- Αυξημένος κίνδυνος θρομβωτικών επιπλοκών (de Prost Y et al, 1988)
7. ΑΛΛΕΣ (ΣΠΑΝΙΟΤΕΡΕΣ) :
- Παροδική αιμωδία δακτύλων
- Απώλεια όρεξης
- Κόπωση
- Υπερκαλιαιμία
- Υπομαγνησιαιμία
- Υπερτροφία μαστών
- Γριπώδης κατάσταση
- Κολπίτιδα
- Αύξηση τρανσαμινασών και χολερυθρίνης
- Δυσμορφία προσώπου
- Λοιμώξεις
- Κατακράτηση υγρών
- Υπερουριχαιμία
- Ρευματοειδή οζίδια : Εχουν αναφερθεί σε ασθενείς με ΡΑ, αλλά η συσχέτισή τους με την κυκλοσπορίνη δεν έχει προσδιορισθεί (Spadaro A et al, 1994).
2.5.10.2.1 ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Ναυτία, έμετοι, επιγαστρική δυσανεξία και κοιλιακός πόνος : Παρατηρούνται σε μεγάλη συχνότητα (50-75%), ακόμα και σε ασθενείς θεραπευόμενους με χαμηλές δόσεις κυκλοσπορίνης (Tugwell P et al, 1987b; Dougados M et al, 1988a). Η γαστρεντερική δυσανεξία είναι ένας από τους συχνότερους λόγους πρόωρης διακοπής του φαρμάκου.
Κατ' άλλους, οι γαστρεντερικές επιπλοκές της κυκλοσπορίνης είναι συνήθως παροδικές και δεν επηρεάζουν την θεραπεία (Ludwin D and Alevopordon L, 1993).
Κολίτιδα, σε συνδυασμό με εκλεκτική ανεπάρκεια της IgA (Murphy EA et al, 1993), ενίοτε θανατηφόρα (Innes A et al, 1988).
2.5.10.2.2 ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ-ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ
Υπερτρίχωση : Είναι δοσοεξαρτώμενη και παρατηρείται στο 80% των ασθενών, συχνότερα στα παιδιά. Συνίσταται σε αύξηση του τριχώματος ή τελική αύξηση της ανάπτυξης των τριχών του προσώπου, του κορμού ή των άκρων. Εμφανίζεται συνήθως 8 εβδομάδες μετά την έναρξη και υποχωρεί προοδευτικά με την διακοπή, της κυκλοσπορίνης. Oφείλεται μάλλον σε άμεση δράση του φαρμάκου στην ανάπτυξη των τριχών.
Εξάνθημα, φυσαλιδώδους τύπου, στα δάκτυλα, τα πτερύγια των ώτων, την γλώσσα και τον βλεννογόνο του στόματος και ανθοκραμβοειδείς εκβλαστήσεις στην επιγλωττίδα και τις φωνητικές χορδές (Feldhoff CM et al, 1989).
Υπέρχρωση του δέρματος, η οποία υποχωρεί με την διακοπή του φαρμάκου (Brady AJB and Wing AJ, 1989).
Υπερτροφία των ούλων : Αναπτύσσεται στο 25% των ασθενών, ιδιαίτερα ηλικίας κάτω των 20 ετών (Stiller CR et al, 1984; Daley TD et al, 1986). Είναι πρώϊμη επιπλοκή, εξελίσσεται ταχέως και συνδέεται με κακή στοματική υγιεινή. Εμφανίζεται μετά από έναν έως αρκετούς μήνες θεραπείας με κυκλοσπορίνη και κορυφώνεται μετά από 12 μήνες. Ενίοτε συνοδεύεται από αυτόματες αιμορραγίες, ερυθρότητα, ευαισθησία, ερύθημα και οίδημα των ούλων (Adams D and Davies G, 1984; Rostock M et al, 1986; Savage NW et al, 1987) και περιοδοντίτιδα.
Μηχανισμός : Πιθανώς υπερευαισθησία στο φάρμακο (Deliliers GL et al, 1986).
Ιστολογικά ευρήματα : Πάχυνση του επιθηλίου, παρακεράτωση, ακάνθωση, επιμήκυνση των θηλών του χορίου, αυξημένη αγγείωση και φλεγμονώδεις διηθήσεις του συνδετικού ιστού κυρίως από πλασματοκύτταρα, λεμφοκύτταρα και μονοκύτταρα και αύξηση του αριθμού των ινοβλαστών.
Θεραπεία : Η υπερτροφία των ούλων υποχωρεί συνήθως με μείωση της δόσης της κυκλοσπορίνης (π. χ. κατά 25%) και 6 μήνες μετά την διακοπή της. Εάν η κυκλοσπορίνη είναι απαραίτητη, μπορεί να συνεχισθεί με καλή στοματική υγιεινή και καθαρισμό των οδόντων, χλωρεξιδίνη (Page EH et al, 1986; Savage NW et al, 1987) και ίσως χειρουργική αφαίρεση των υπερτροφικών ιστών (Bennett JA and Christian JM, 1985).
Σε λήπτες μοσχευμάτων, η αζιθρομυκίνη, χορηγούμενη per os επί 4-5 ημέρες, μπορεί να περιορίσει την υπερτροφία των ούλων από την κυκλοσπορίνη (Jucgla A et al, 1998).
2.5.10.2.3 ΑΠΟ ΤΟ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η συχνότητα των νεφρικών επιπλοκών της κυκλοσπορίνης δεν έχει προσδιορισθεί, δεδομένου ότι οι συχνότερες ιστολογικές νεφρικές αλλοιώσεις οι συνδεόμενες με την χρήση της κυκλοσπορίνης (σωληναριακή ατροφία και διάμεση ίνωση) δεν είναι ειδικές και μπορεί να προϋπάρχουν στους νεφρούς ασθενών που ουδέποτε έχουν θεραπευθεί με κυκλοσπορίνη. Ακόμα, κάθε προϋπάρχουσα νεφρική βλάβη, ιδιαίτερα όταν αφορά το αγγειακό δένδρο και το διάστημα μεταξύ σωληναρίων-διάμεσου ιστού, μπορεί να συγκαλύψει τις νεφρικές αλλοιώσεις τις σχετιζόμενες με την κυκλοσπορίνη.
Σε λήπτες μοσχευμάτων καρδιάς ή πνεύμονα, η κυκλοσπορίνη προλαβαίνει την καρδιακή αγγειοπάθεια, χωρίς να επιβαρύνει την νεφρική λειτουργία (Klauss V et al, 2000). Κατ΄άλλους, προκαλεί νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου στο 8-10% των ληπτών μοσχεύματος καρδιάς ή/και πνεύμονα και, συχνά, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια (Nizze H et al, 1988; Myers BD and Newton L, 1991; Zaltzman J et al, 1992).
Στα αυτοάνοσα νοσήματα, η κυκλοσπορίνη είναι λιγότερο νεφροτοξική επειδή χρησιμοποιείται σε μικρότερες δόσεις (Myers BD and Newton L, 1991; Pei Y et al, 1994). Στη ρευματοειδή αρθρίτιδα, χορηγούμενη μακροχρόνια στις συνιστώμενες δόσεις (αρχική δόση 2.5-3.5 mg/kg-1, μέγιστη, 5 mg/kg-1), δεν φαίνεται να είναι περισσότερο νεφροτοξική απ΄ αυτή καθαυτή την νόσο (Landewe RBM et al, 1996; Rodriguez F et al, 1996).
ΠΡΟΔΙΑΘΕΣΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ : Οι νεφρικές επιπλοκές της κυκλοσπορίνης είναι δοσοεξαρτώμενες (Thiel G et al, 1983; Mihatsch MJ et al, 1985). Προδιαθεσικοί παράγοντες είναι η ηλικία, νεφροτοξικά φάρμακα και πιθανώς εξατομικευμένη φαρμακευτική υπερευαισθησία (Mihatsch MJ et al, 1986).
ΤΥΠΟΙ ΝΕΦΡΙΚΩΝ ΕΠΙΠΛΟΚΩΝ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗΣ : Οι νεφρικές επιπλοκές της κυκλοσπορίνης μπορεί να ταξινομηθούν σε 2 μεγάλες υπο-ομάδες : τις λειτουργικές διαταραχές και τις μορφολογικές αλλοιώσεις.
1) ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ :
- Σωληναριακή δυσλειτουργία
- Αγγειακή δυσλειτουργία
2) ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ :
- Σωληναριακές αλλοιώσεις (εγγύς σωληνάριο)
- Αγγειακές - διάμεσες αλλοιώσεις (προσαγωγό αρτηριόλιο)
2.5.10.2.3.1 ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ
Χαρακτηρίζονται από εκδηλώσεις οφειλόμενες τόσο σε σωληναριακή, όσο και αγγειακή, δυσλειτουργία, ενώ μικροσκοπικές νεφρικές αλλοιώσεις απουσιάζουν (Mihatsch MJ et al, 1985). Εμφανίζονται ακόμα και όταν η κυκλοσπορίνη είναι σε ελάχιστες θεραπευτικές συγκεντρώσεις ή χορηγείται σε θεραπευτικές δόσεις και δεν συνδέονται με ιδιαίτερες μορφολογικές νεφρικές αλλοιώσεις.
ΤΥΠΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ :
α) Σωληναριακή δυσλειτουργία : Εκδηλώνεται με ελάττωση του μαγνησίου και των συγκεντρώσεων των διττανθρακικών και αύξηση του καλίου και των συγκεντρώσεων του ουρικού οξέος στον ορό (Cohen DJ and Appel GB, 1992; Ludwin D and Alevopordon L, 1993).
β) Αγγειακή δυσλειτουργία : Εκδηλώνεται με αύξηση της κρεατινίνης και της ουρίας στον ορό και ελάττωση της σπειραματικής διήθησης και της νεφρικής αιματικής ροής και υπέρταση έως το 20% των ασθενών. Αύξηση της κρεατινίνης > 30% είναι ένδειξη δομικών νεφρικών αλλοιώσεων.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η κυκλοσπορίνη, χορηγούμενη εφάπαξ ενδοφλεβίως, μπορεί να προκαλέσει προσπειραματική αγγειοσύσπαση (Murray BR et al, 1985; Xue H et al, 1987). Η δράση αυτή μπορεί να ερμηνεύσει την αύξηση της κρεατινίνης του ορού, όπως και την σωληναριακή δυσλειτουργία η οποία υποδύεται προνεφρική αζωθαιμία. Η συνεπακόλουθη υπέρταση οφείλεται πιθανώς σε διάχυτη αγγειοσύσπαση.
2.5.10.2.3.2 ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Μορφολογικές νεφρικές αλλοιώσεις αναπτύσσονται όταν η κρεατινίνη αυξηθεί >100% από τις βασικές τιμές στη διάρκεια της θεραπείας με κυκλοσπορίνη. Συνήθως συγκαλύπτουν τις λειτουργικές διαταραχές και μπορεί να επιδεινώσουν την νεφρική λειτουργία. Παλαιότερα, εμφανίζονταν σε >50% των μεταμοσχευμένων νεφρών ασθενών θεραπευόμενων με μεγάλες δόσεις κυκλοσπορίνης (Mihatsch MJ et al, 1985). Με την χρήση μικρότερων δόσεων κυκλοσπορίνης η συχνότητα των μορφολογικών αλλοιώσεων έχει μειωθεί <10%, ενώ οι σωληναριακές είναι σπάνιες.
Μοροφολογικές ιστολογικές αλλοιώσεις σχετιζόμενες με την απόρριψη νεφρικού μοσχεύματος, σπειραματονεφρίτιδα, αμυλοείδωση, λοιμώξεις, υπερτασική αρτηριολοπάθεια και την δράση νεφροτοξικών φαρμάκων (όπως τα αναλγητικά) έχουν παρατηρηθεί στη βιοψία μεταμοσχευμένων νεφρών ή άλλων οργάνων, όπως και ασθενών με αυτοάνοσα νοσήματα (Mihatsch MJ et al, 1986). Οι αλλοιώσεις αυτές δεν μπορούν να διακριθούν από τις μορφολογικές αλλοιώσεις τις συνδεόμενες με την κυκλοσπορίνη.
ΤΥΠΟΙ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΩΝ ΑΛΛΟΙΩΣΕΩΝ : Οι μορφολογικές αλλοιώσεις της κυκλοσπορίνης μπορούν να διακριθούν σε σωληναριακές και σε αγγειακές - διάμεσες αλλοιώσεις.
α) Σωληναριακές αλλοιώσεις : Διαφέρουν από τις λειτουργικές διαταραχές στο ότι συνδυάζονται με μεγαλύτερη αύξηση της κρεατινίνης (>100% από την βασική τιμή), ενώ σημαντικές ενδείξεις δυσλειτουργίας των εγγύς σωληναρίων απουσιάζουν (Palestine AG et al, 1986).
Οφείλονται σε άμεση σωληναριακή βλάβη από την μητρική κυρίως ένωση, παρά από τους μεταβολίτες της κυκλοσπορίνης (Ryffel B et al, 1986), και αναπτύσσονται συνήθως όταν οι ελάχιστες συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης είναι σε επίπεδα >1.000 ng/ml* (Mihatsch MJ et al, 1985). Μπορεί όμως να εμφανισθούν ακόμα και όταν είναι σε χαμηλότερα επίπεδα και συνυπάρχει επιπρόσθετη νεφρική βλάβη, ιδιαίτερα ισχαιμία, και σε ασθενείς που παίρνουν ταυτόχρονα νεφροτοξικά φάρμακα, εμφανίζουν απόρριψη μεταμοσχευθέντος οργάνου (Mihatsch MJ et al, 1985) ή έχουν αυξημένη ευαισθησία στο φάρμακο (Mihatsch MJ et al, 1986).
* ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Τα επίπεδα αυτά δεν χρησιμοποιούνται στην κλινική πράξη. Τα μέγιστα προτεινόμενα επίπεδα σε λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων είναι 400 ng/ml την πρώτη μεταμοσχευτική περίοδο και 200 ng/ml, στη συνέχεια.
Οι μορφολογικές σωληναριακές αλλοιώσεις αναστρέφονται ταχέως, ενώ οι αγγειακές - διάμεσες μπορεί να οδηγήσουν σε ανεπανόρθωτη νεφρική βλάβη.
β) Αγγειακές – διάμεσες αλλοιώσεις : Είναι οι συχνότερες και σημαντικότερες μορφολογικές νεφρικές αλλοιώσεις της κυκλοσπορίνης. Η εικόνα τους είναι παρόμοια σε λήπτες μοσχευμάτων νεφρού, ήπατος, καρδιάς ή μυελού των οστών και με αυτοάνοσα νοσήματα και συγκαλύπτει τις λειτουργικές διαταραχές (Palestine AG et al, 1986; Svenson K et al, 1986; Feutren G, 1988).
Οι αγγειακές (- διάμεσες) αλλοιώσεις σπάνια παρατηρούνται πριν από τον 2ο μήνα, αλλά μπορεί και στη διάρκεια της 1ης εβδομάδας (Neild GH et al, 1985; Leithner C et al, 1986), της θεραπείας με κυκλοσπορίνη. Η διάμεση ίνωση παρατηρείται συνήθως 6 ή περισσότερους μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας με κυκλοσπορίνη (Mihatsch MJ et al, 1985). Οι αλλοιώσεις αυτές παρατηρούνται μεμονωμένες ή σε συνδυασμό, ανεξάρτητα από το υποκείμενο νόσημα (Dische FE et al, 1988; Beaufils H et al, 1990).
ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ :
- Βραδεία προοδευτική επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας, η οποία οδηγεί σε υπέρταση και αύξηση του παράγοντα VIII και της αντιθρομβίνης ΙΙΙ στον ορό (Huser B et al, 1984; Brown Z et al, 1986)
- Αυξημένη εναπόθεση αιμοπεταλίων (σε μεταμοσχευθέντες νεφρούς) (Leithner C et al, 1986)
- Αιμολυτικό-ουραιμικό σύνδρομο, κυρίως σε λήπτες μοσχευμάτων (Beaufils H et al, 1990; Chatterjee A and D' Souza RJ, 1997) και σπάνια σε ασθενείς με συστηματική σκληροδερμία (Zachariae H et al, 1992). Χαρακτηρίζεται από αναιμία, θρομβοπενία, ανωμαλίες της μορφολογίας των ερυθρών αιμοσφαιρίων, αύξηση των δικτυοκυττάρων, υπερπλασία του μυελού των οστών και νεφρική ανεπάρκεια.
- Σπειραματικοί ή/και αρτηριακοί θρόμβοι, αρτηριολοπάθεια και διάμεση ίνωση (ταινιωτός τύπος) με σωληναριακή ατροφία.
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Σε ελάχιστα σπειράματα ή αγγεία ανευρίσκεται ινική στα αρτηριόλια ή τα σπειράματα και θρόμβοι αιμοπεταλίων. Θρόμβοι ινικής έχουν ανευρεθεί στο 3% των ληπτών νεφρικών μοσχευμάτων που έπαιρναν κυκλοσπορίνη. Αργότερα, μπορεί να παρατηρηθούν μεμβρανικοί ελικοειδείς σχηματισμοί από υπολείμματα θρόμβων ινικής στον αγγειακό πόλο των σπειραμάτων. Στο 25-50% των ασθενών με θρόμβους ινικής συνυπάρχει και αρτηριολοπάθεια (Landmann J et al, 1988).
Η σφραγίδα της αγγειακής-διάμεσης βλάβης από την κυκλοσπορίνη είναι η αρτηριολοπάθεια και η διάμεση ίνωση (ταινιωτός τύπος) με σωληναριακή ατροφία (Mihatsch MJ et al, 1985). Οι αγγειακές αλλοιώσεις κυριαρχούν στο περιφερικό αγγειακό δένδρο και αφορούν σχεδόν αποκλειστικά αρτηριόλια (προσαγωγά αγγεία) και αρτηρίες. Οι αλλοιώσεις μπορεί να εκτείνονται μέχρι τον αγγειακό πόλο του σπειράματος και στο σημείο διακλάδισης των αρτηριών σε αρτηριόλια.
Σε περιπτώσεις σοβαρής και μακροχρόνια εγκατεστημένης αρτηριολοπάθειας από την κυκλοσπορίνη, συνήθως αναπτύσσεται ίνωση του έσω αρτηριακού χιτώνα. Τελικά, οι αγγειακές αλλοιώσεις μπορεί να οδηγήσουν σε πλήρη απόφραξη των αρτηριολίων, τα οποία εξαφανίζονται μέσα στον ινωμένο διάμεσο ιστό. Και στους 2 τύπους βλάβης των αρτηριολίων μπορεί να υπάρχουν ήπιες αλλοιώσεις στα ενδοθηλιακά κύτταρα και τις λείες μυϊκές ίνες, όπως κενοτοπίωση, κυτταρική νέκρωση και έγκλειστα σωμάτια οφειλόμενα σε λυσοσώματα.
Η αρτηριολοπάθεια από την κυκλοσπορίνη συνοδεύεται με ή ακολουθείται από διάμεση ίνωση. Ανώμαλες εστιακές ή ταινιωτές περιοχές ίνωσης στο διάμεσο ιστό με ατροφικά σωληνάρια αναπτύσσονται στο νεφρικό φλοιό, ενώ σωληνάρια σε άλλες περιοχές φαίνονται φυσιολογικά. Στις ινωτικές περιοχές συχνά παρατηρούνται σποραδικές διηθήσεις από μονοπύρηνα κύτταρα. Οι αρτηρίες μπορεί να εμφανίσουν ίνωση του έσω αγγειακού χιτώνα και, όταν υπάρχει προχωρημένη διάμεση ίνωση και σωληναριακή ατροφία, οι σπειραματικές αλλοιώσεις γίνονται συχνότερες και κυριαρχούν (ατροφία σπειραμάτων, τοπική εστιακή σπειραματοσκλήρυνση). Αλλα ευρήματα είναι τυπική αρτηριολοπάθεια συνδεόμενη με την κυκλοσπορίνη και, συχνότερα, πλήρως ουλοποιημένα αρτηριόλια ή άτυπες αλλοιώσεις στα αρτηριόλια.
Οι αγγειακές - διάμεσες αλλοιώσεις δεν είναι ειδικές της κυκλοσπορίνης. Η αρτηριολοπάθεια της κυκλοσπορίνης έχει πολύ μεγάλη ομοιότητα με την απαντώμενη σε ασθενείς με θρομβωτική μικροαγγειοπάθεια που δεν παίρνουν κυκλοσπορίνη. Διαχωρίζεται συνήθως εύκολα από την υπερτασική ή την διαβητική αρτηριολική υαλίνωση, η οποία χαρακτηρίζεται από εστιακές οζώδεις εναποθέσεις μέσα σε άθικτο στρώμα λείων μυϊκών ινών. Αντίθετα, στην αρτηριολοπάθεια την συνδεόμενη με την κυκλοσπορίνη, οι οζώδεις εναποθέσεις αντικαθιστούν τα νεκρωμένα κύτταρα των λείων μυϊκών ινών. Πάντως, σε προχωρημένη υπερτασική ή διαβητική αρτηριολοπάθεια ή σε όψιμα στάδια ήπιων τύπων αρτηριολοπάθειας από την κυκλοσπορίνη, η διάκριση με το κοινό μικροσκόπιο μπορεί να είναι δύσκολη ή αδύνατη.
ΠΑΘΟΓΕΝΕΣΗ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ : Η παθογένεση των αγγειακών-διάμεσων αλλοιώσεων της κυκλοσπορίνης δεν έχει πλήρως κατανοηθεί. Σε πειραματόζωα και στον άνθρωπο, τα αγγειοσυσπασμένα προσαγωγά αγγεία εμφανίζουν πρωτοπαθή βλάβη των ενδοθηλιακών κυττάρων και των κυττάρων των λείων μυϊκών ινών (Nizze H et al, 1988). Η βλάβη αυτή μπορεί να οδηγήσει σε υποκλινική και υποτροπιάζουσα θρομβωτική μικροαγγειοπάθεια, η οποία εκδηλώνεται με αυξημένες εναποθέσεις αιμοπεταλίων με αυξημένη απέκκριση θρομβοξάνης από τα ούρα, ένδειξη αποδόμησης των αιμοπεταλίων (Stahl RAK et al, 1985; Leithner C et al, 1986).
Η διάμεση ίνωση και η σωληναριακή ατροφία είναι αποτέλεσμα χρόνιας ισχαιμικής βλάβης του σωληναριακού-διάμεσου διαστήματος οφειλόμενης στην αρτηριολοπάθεια από την κυκλοσπορίνη (Mihatsch MJ et al, 1985; Myers BD, 1986).
Η αυξανόμενη δόση της κυκλοσπορίνης συνδέεται με βαρύτερες λειτουργικές και βιοψιακές νεφρικές αλλοιώσεις. Σε μικρότερες αρχικές δόσεις (π.χ. 2.5 mg/kg/24ωρο), τροποποιούμενες στη συνέχεια ώστε να ελαττωθεί η αύξηση της κρεατινίνης, η κυκλοσπορίνη φαίνεται ότι είναι λιγότερο νεφροτοξική, χωρίς να χάσει την αποτελεσματικότητά της (Yocum E et al, 1988; Dougados M et al, 1989; Tugwell P et al, 1990).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η κυκλοσπορίνη συνδέεται με δοσοεξαρτώμενη νεφροτοξικότητα. Σε μικρές δόσεις ή σε χαμηλά επίπεδα, μπορεί να μειώσει την σπειραματική διήθηση και την νεφρική αιματική ροή. Οι λειτουργικές αυτές διαταραχές υπερκαλύπτονται από μορφολογικές αλλοιώσεις των εγγύς νεφρικών σωληναρίων και κυρίως του αγγειακού-διάμεσου ιστού, οι οποίες αναπτύσσονται σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεγάλες δόσεις ή/και υψηλά επίπεδα κυκλοσπορίνης.
Η πιθανότητα της ανάπτυξης αγγειακών-διάμεσων αλλοιώσεων που οδηγούν σε προοδευτική νεφρική ανεπάρκεια εξαρτάται από την δόση της κυκλοσπορίνης, ταυτόχρονους παράγοντες κινδύνου και εξατομικευμένη ευαισθησία στο φάρμακο.
2.5.10.2.3.3 ΝΕΦΡΟΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗΣ ΣΤΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Σε λήπτες μοσχευμάτων ή σε ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα, η κυκλοσπορίνη, εφ΄όσον χορηγείται σε δόσεις <10 mg/kg/24ωρο, δεν επηρεάζει την νεφρική λειτουργία. Ακόμα όμως και αν, στις δόσεις αυτές, προκαλέσει αύξηση της κρεατινίνης του ορού, αυτή είναι δοσοεξαρτώμενη και αναστρέψιμη.
Στη ρευματοειδή αρθρίτιδα, η κυκλοσπορίνη, στις δόσεις που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία της (3-5 mg/kg/24 ωρο), μπορεί να προκαλέσει ήπιες και πλήρως αναστρέψιμες αυξήσεις της κρεατινίνης του ορού (Tugwell P et al, 1987b; Dougados M et al, 1988a; Dougados M et al, 1989; Tugwell P et al, 1990; Rodriguez F et al, 1996). Σε μεγάλες όμως δόσεις (10 mg/kg/24ωρο) προκαλεί μεγαλύτερη και λιγότερο αναστρέψιμη αύξηση της κρεατινίνης του ορού (Berg KJ et al, 1986; Dijkmans BAC et al, 1987; Weinblatt ME et al, 1987; Boers M et al, 1988).
Πάντως, οι πάσχοντες από ΡΑ έχουν μεγαλύτερη επιρρέπεια στην νεφροτοξικότητα της κυκλοσπορίνης πιθανώς επειδή έχουν : α) συνήθως μεγάλη ηλικία, β) βαριά νόσο, γ) θεραπευθεί ή θεραπεύονται ταυτόχρονα με πολλά δυνητικά νεφροτοξικά φάρμακα (ΜΣΑΦ, ενέσιμο χρυσό, D-πενικιλλαμίνη) (Boers M et al, 1990) και δ) συχνά προϋπάρχουσα νεφροπάθεια (Ludwin D et al, 1988; Hannedouche TP et al, 1990).
Σε ασθενείς με ΡΑ, η νεφροπάθεια από την κυκλοσπορίνη είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, δεδομένου ότι οι νεφρικές βλάβες άλλοτε είναι μέτριες ή βαριές και άλλοτε απουσιάζουν, δεν είναι ειδικές και μπορεί να προϋπάρχουν (ιδιαίτερα η διάμεση ίνωση και η εστιακή σωληναριακή ατροφία), ιδίως σε ασθενείς που έχουν πάρει άλλα νεφροτοξικά φάρμακα. Σε μία μελέτη, από τους 60 ασθενείς με ΡΑ που έπαιρναν κυκλοσπορίνη σε δόσεις έως 5 mg/kg/24ωρο για διάστημα έως και 87 μηνών, κανείς δεν εμφάνισε νεφρικές βλάβες συνδεόμενες με την κυκλοσπορίνη (Rodriguez F, 1996).
Στην ψωριασική αρθρίτιδα, η κυκλοσπορίνη χορηγούμενη μακροχρόνια, δεν είναι νεφροτοξική. Κατ' άλλους, οι ψωριασικοί ασθενείς πρέπει να διακόπτουν την κυκλοσπορίνη μετά από 2 χρόνια θεραπείας ή να υποβάλλονται τακτικά σε εκτίμηση της σπειραματικής διήθησης και διαδοχικές νεφρικές βιοψίες, δεδομένου ότι συχνά αναπτύσσουν νεφροπάθεια με υαλίνωση των αρτηριολίων, εστιακή διάμεση ίνωση και σπειραματοσκλήρυνση (Zachariae H et al, 1997).
2.5.10.2.3.4 ΠΙΘΑΝΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΝΕΦΡΟΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗΣ
- Δοσοεξαρτώμενη μείωση της νεφρικής αιματικής ροής, λόγω αγγειοσυσταλτικής δράσης των ενδονεφρικών προσταγλανδινών (Kahan BD, 1986), πιθανώς δευτεροπαθώς στην απελευθέρωση ενδοθηλίνης ή θρομβοξάνης από αλλοιώσεις του ενδοθηλίου.Στη, η κυκλοσπορίνη μειώνει την σπειραματική διήθηση και την νεφρική αιματική ροή κατά 17-40% και 24-33%, αντίστοιχα, η οποία και αντανακλάται με ελάττωση της κάθαρσης της κρεατινίνης (Tugwell P et al, 1990). Ακόμα, ιδιαίτερα σε μεγάλες δόσεις, μπορεί να αυξήσει τους δείκτες σωληναριακής βλάβης (Berg KJ et al, 1989).
- Αύξηση της παραγωγής προκολλαγόνου
- Λύση της μεμβράνης των μιτοχονδρίων
- Διαταραχές της πήξης (Skorecki KL et al, 1992).
2.5.10.2.3.5 ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΝΕΦΡΟΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗ
- Ηλικία ασθενούς
- Αύξηση κρεατινίνης ορού μεγαλύτερη από τα προθεραπευτικά επίπεδα
- Δόση ή/και επίπεδα κυκλοσπορίνης στο αίμα
- Υπέρταση
- Προϋπάρχουσα ή επιπροστεθείσα νεφρική βλάβη
- Ισχαιμική νεφρική ανεπάρκεια
- Ακτινοβόληση νεφρών
- Ταυτόχρονη χορήγηση νεφροτοξικών φαρμάκων (π.χ. αντιβιοτικά, ΜΣΑΦ)
- Υπερευαισθησία στα φάρμακα
Δόση : Η κυκλοσπορίνη, σε δόσεις <5 mg/kg/24ωρο, δεν προκαλεί σοβαρές αγγειακές-διάμεσες αλλοιώσεις. Σε δόσεις όμως 5-7.4 mg/kg/24ωρο και 7.5-19.9 mg/kg/24ωρο, η συχνότητα των αγγειακών-διάμεσων αλλοιώσεων αυξάνεται σε 13% και 29%, αντίστοιχα.
Προϋπάρχουσα κλινική νεφροπάθεια : Είναι συχνή σε ασθενείς με μακροχρόνια ΡΑ, ιδιαίτερα ηλικιωμένους, σαν αποτέλεσμα της χρόνιας κατανάλωσης φαρμάκων ή της νόσου αυτής καθαυτής (Hannedouche TP et al, 1990).
Ηλικία ασθενούς : Η κυκλοσπορίνη είναι περισσότερο νεφροτοξική σε άτομα ηλικίας > 60 ετών (Dougados M et al, 1989). Στα παιδιά, προκαλεί λιγότερο συχνά αγγειακές-διάμεσες αλλοιώσεις, γι' αυτό και αυξάνει την κρεατινίνη λιγότερο απ' ό, τι στους ενήλικες. Πάντως, ο κίνδυνος ανάπτυξης αγγειακών-διάμεσων αλλοιώσεων σε ασθενείς με έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας είναι παρόμοιος τόσο στα παιδιά, όσο και στους ενήλικες.
Κρεατινίνη ορού : Σε ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα, η συχνότητα των αγγειακών-διάμεσων αλλοιώσεων σχετίζεται με τον βαθμό της αύξησης της κρεατινίνης του ορού. Σε ασθενείς με ψωρίαση, ο σημαντικότερος παράγοντας νεφροτοξικότητας από την κυκλοσπορίνη είναι η μέγιστη αύξηση της κρεατινίνης του ορού (30% πάνω από την βασική). Σχετικά υψηλά προθεραπευτικά επίπεδα στον ορό (90 μmol/L) συνδέονται με αυξημένη νεφροτοξικότητα (Dijkmans BAC et al, 1987; Dougados M et al, 1989).
Τα όρια ασφαλείας της κρεατινίνης σε ασθενείς που παίρνουν κυκλοσπορίνη, πέραν των οποίων οι νεφρικές βλάβες δεν αναστρέφονται, δεν είναι γνωστά. Σε ασθενείς με ΡΑ και άλλα αυτοάνοσα νοσήματα η αύξηση της κρεατινίνης κατά 30% συγκριτικά με τις προθεραπευτικά επίπεδα συνδέεται με αναστρέψιμες και λιγότερο σοβαρές βιοψιακές νεφρικές αλλοιώσεις (Feutren G et al, 1992).
2.5.10.2.3.6 ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΝΕΦΡΟΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΜΕΤΡΗΣΗ ΚΡΕΑΤΙΝΙΝΗΣ ΟΡΟΥ/ΟΥΡΩΝ 24ΩΡΟΥ : Τα επίπεδα στον ορό και ο βαθμός της κάθαρσης της κρεατινίνης δεν είναι ευαίσθητοι δείκτες της σπειραματικής βλάβης (Van Rijthoven AW et al, 1986; Boers M et al, 1988) και, σε ασθενείς με ΡΑ, υποεκτιμούν την μείωση της σπειραματικής διήθησης περίπου κατά 30% (Tegzess AM et al, 1988).
Η σπειραματική διήθηση μειώνεται κατά 50% πριν αυξηθούν τα επίπεδα της κρεατινίνης στον ορό (Ross EA et al, 1987). Γι' αυτό και, για να εκτιμηθεί αξιόπιστα ο βαθμός αποβολής της κρεατινίνης, απαιτούνται 3 διαδοχικές εξετάσεις ούρων 24ώρου.
ΜΕΤΡΗΣΗ ΣΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΔΙΗΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΝΕΦΡΙΚΗΣ ΑΙΜΑΤΙΚΗΣ ΡΟΗΣ : Επιτρέπει ακριβέστερη εκτίμηση της νεφρικής λειτουργίας στη διάρκεια της θεραπείας με κυκλοσπορίνη (Weinblatt M et al, 1991).
ΕΠΙΠΕΔΑ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗΣ ΣΤΟ ΑΙΜΑ : Η χρησιμότητά τους στην πρόληψη της τοξικότητας της κυκλοσπορίνης σε ασθενείς με ΡΑ δεν έχει αποδειχθεί, αν και ενίοτε η νεφροτοξικότητα είναι προβλέψιμη με βάση τα επίπεδα του φαρμάκου στο αίμα (Hannedouche TP et al, 1990; Feutren G et al, 1992). Γι' αυτό και αμφισβητείται κατά πόσον η δόση της κυκλοσπορίνης πρέπει να τροποποιείται με βάση τις μεταβολές της νεφρικής λειτουργίας, παρά με τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης στο πλάσμα. Η αύξηση των επιπέδων της κρεατινίνης δεν φαίνεται να σχετίζεται με τα επίπεδα του φαρμάκου στο αίμα (Dijkmans BAC et al, 1987).
ΝΕΦΡΙΚΗ ΒΙΟΨΙΑ : Η ασφάλεια της κυκλοσπορίνης στους νεφρούς δεν έχει προσδιορισθεί, δεδομένου ότι δεν έχουν γίνει πολλές νεφρικές βιοψίες σε ασθενείς με ΡΑ θεραπευόμενους μακροχρόνια με κυκλοσπορίνη. Στους ασθενείς αυτους, η νεφρική βιοψία ενδείκνυται όταν υπάρχει υποψία μορφολογικών αλλοιώσεων που μπορεί να βλάψουν την νεφρική λειτουργία (Lan-dewe RBM et al, 1996).
Νεφρική βιοψία δεν συνιστάται σε ασθενείς θεραπευόμενους με κυκλοσπορίνη επί 2 χρόνια σε δόσεις <5 mg/kg/24ωρο που έχουν τροποποιηθεί κατάλληλα σε περιπτώσεις αύξησης της κρεατινίνης του ορού σε επίπεδα >30% από τα προθεραπευτικά. Πάντως, ο πραγματικός κίνδυνος της προοδευτικής νεφρικής βλάβης από την κυκλοσπορίνη πρέπει να σταθμίζεται με τους κινδύνους της νεφρικής βιοψίας.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η κυκλοσπορίνη συνδέεται με μόνιμη ή αναστρέψιμη δοσοεξαρτώμενη νεφρική δυσλειτουργία. Οι ιστολογικές νεφρικές αλλοιώσεις συχνά αναπτύσσονται χωρίς να συνοδεύονται από προοδευτική αύξηση της κρεατινίνης του ορού, και το αντίστροφο. Φαίνεται ότι η κυκλοσπορίνη, ακόμα και σε χαμηλές δόσεις, μπορεί να προκαλέσει ήπιες έως μέτριας βαρύτητας μορφολογικές νεφρικές αλλοιώσεις. Οι αλλοιώσεις αυτές δεν απαντώνται σ' όλους τους ασθενείς, δεν εξελίσσονται πάντοτε και μπορεί να αντανακλούν εξατομικευμένες διαφορές στην ευαισθησία στο φάρμακο.
Σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα, η κυκλοσπορίνη, χορηγούμενη μακροχρόνια σε χαμηλές δόσεις, μολονότι μπορεί να εξασθενήσει την νεφρική λειτουργία, δεν είναι περισσότερο νεφροτοξική απ' ό, τι η νόσος αυτή καθαυτή, γι' αυτό και ο κίνδυνος νεφρικής ανεπάρκειας είναι ελάχιστος. Μερικοί τύποι νεφροπάθειας από την κυκλοσπορίνη διακρίνονται δύσκολα από τις επιπτώσεις της ρευματοειδούς αρθρίτιδας στους νεφρούς και μερικοί ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα πιθανώς χρειάζονται διαδοχικές νεφρικές βιοψίες για να προσδιορισθεί κατά πόσον έχουν αναπτύξει προοδευτική νεφρική βλάβη.
Οι ασθενείς που πρόκειται να θεραπευθούν με χαμηλές δόσεις κυκλοσπορίνης πρέπει να επιλέγονται με προσοχή με βάση τις κλινικές ανάγκες και η τοξικότητα της κυκλοσπορίνης να ελαχιστοποιείται μειώνοντας και τροποποιώντας την δόση της σύμφωνα με τις μεταβολές της κρεατινίνης του ορού (και λιγότερο τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης στο αίμα) και αποφεύγοντας ή διακόπτοντας τα ΜΣΑΦ, εάν είναι δυνατόν.
2.5.10.2.4 ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Η κυκλοσπορίνη δεν διαθέτει καρκινογόνες ή μεταλλαξιογόνες ιδιότητες (Ryffel B, 1981; Zwa-nenburg TSB et al, 1988), αν και, λόγω των κατασταλτικών της ιδιοτήτων, έχει συνδεθεί με σχετικό κίνδυνο ανάπτυξης κακοήθων νοσημάτων.
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ :
Στα πειραματόζωα : Οι μελέτες είναι περιορισμένες και τα αποτελέσματα, αντικρουόμενα (Anonymus, 1990).
Σε λήπτες μοσχευμάτων : Η συχνότητα των κακοηθειών και των λεμφοϋπερπλαστικών νοσημάτων σε λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων θεραπευόμενους με κυκλοσπορίνη δεν διαφέρει σημαντικά από την παρατηρούμενη σε ασθενείς θεραπευόμενους με αζαθειοπρίνη μόνη της ή σε συνδυασμό με κορτικοειδή (Cockburn ITR and Krupp P, 1989; Abramczuk A et al, 1991).
Σύμφωνα με νεότερες μελέτες, τα λεμφώματα αναπτύσσονται σε μεγαλύτερη συχνότητα και ενωρίτερα σε ασθενείς θεραπευόμενους με τακρόλιμους, σε σύγκριση με ασθενείς θεραπευόμενους με κυκλοσπορίνη, ενώ η νέα φαρμακοτεχνική μορφή της κυκλοσπορίνης (Neoral) συνδέεται με στατιστικά σημαντικά χαμηλότερη συχνότητα εμφάνισης λεμφωμάτων και σε σχέση με την συμβατική κυκλοσπορίνη (Levy G, 1998; Ota K et al, 2000).
Σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα : Η συχνότητα εμφάνισης κακοηθειών δεν φαίνεται να διαφέρει από τον γενικό πληθυσμό, ενώ σε σχέση με άλλα DMARDs η κυκλοσπορίνη μπορεί να ασκεί και προστατευτική δράση. Σε 623 ασθενείς με ΡΑ που θεραπεύθηκαν με κυκλοσπορίνη (208) ή άλλα DMARDs (415) από το 1984 έως το 1995, το ποσοστό εμφάνισης κακοηθειών στην ομάδα της κυκλοσπορίνης ήταν 3.8% ενώ στην ομάδα με τα υπόλοιπα DMARDs, 9.6% (Van den Borne BE et al, 1998). Ο σχετικός κίνδυνος ανάπτυξης κακοήθειας σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό ήταν 0.82 (0.36-1.62) για την ομάδα των ασθενών που έλαβε κυκλοσπορίνη και 1.98 (1.37-2.69), για την ομάδα ελέγχου (Landewe RB et al, 1999).
Σε ασθενείς με ψωρίαση : Η κυκλοσπορίνη έχει συνδεθεί με την ανάπτυξη καρκινωμάτων του δέρματος από πλακώδες επιθήλιο (Fradin MS et al, 1990). Πάντως, ο τύπος των καρκινωμάτων αυτών είναι δύσκολο να αποδοθεί μόνο στην κυκλοσπορίνη, δεδομένου ότι οι ψωριασικοί ασθενείς συνήθως ακολουθούν και άλλες θεραπείες (μεθοτρεξάτη, UVB, PUVA, αρσενικό), που αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης βασικοκυτταρικού καρκινώματος ή καρκινώματος από πλακώδες επιθήλιο. Τα νεοπλάσματα αυτά υποχωρούν αυτόματα με την διακοπή του φαρμάκου.
ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗ :
- Μη-Hodgkin λέμφωμα (Anonymous, 1990). Η κυκλοσπορίνη, σε συνδυασμό με ακτινοβόληση, αυξάνει σημαντικά την συχνότητα λεμφώματος του θύμου αδένα και των Β-λεμφοκυττάρων, σε ποντικούς (Shinozuka H et al, 1988)
- Δερματικό λέμφωμα από Τ-κύτταρα, σ΄έναν ασθενή με ατοπικό έκζεμα θεραπευόμενο με μικρές δόσεις κυκλοσπορίνης που υποχώρησε μετά την διακοπή της (Kirby B et al, 2002).
- Λέμφωμα Hodgkin συνδεόμενο με ιό Epstein-Barr, σε ασθενείς θεραπευόμενους με κυκλοσπορίνη μόνη της (Zijlmans JMJM et al, 1992) ή σε συνδυασμό με μεθοτρεξάτη (Ferracci-oli GF et al, 1995)
- Καλοήθης οζώδης Τ-λεμφοκυτταρική διήθηση του δέρματος, σ' έναν ασθενή με ψωρίαση που έπαιρνε μεγάλες δόσεις κυκλοσπορίνης (14 mg/kg) και υποχώρησε αυτόματα μετά την διακοπή της (Brown MD et al, 1988)
- Αλλοιώσεις παρόμοιες με σπογγοειδή μυκητίαση, σ΄ έναν ασθενή με ψωρίαση, που υποχώρησαν με την διακοπή του φαρμάκου
- Λευχαιμία (Butler J et al, 1990; Casoli P and Tumiati B, 1994). Σε ασθενείς με οξεία λευχαιμία που έχουν θεραπευθεί με ολική ακτινοβόληση και αλλογονική μεταμόσχευση μυελού η κυκλοσπορίνη, χορηγούμενη σε δόση 5 mg/kg-1 για την πρόληψη της νόσου μοσχεύματος έναντι του ξενιστή, μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο υποτροπής της λευχαιμίας (Bacigalupo A et al, 1991)
- Καρκίνωμα μαστού και πνεύμονα, σε ασθενείς με ψωρίαση (Paquet P and Pierard GE, 1998)
- Λέμφωμα από Β-λεμφοκύτταρα, σε ψωριασικούς ασθενείς (Koo JY et al, 1992)
- Κοινοί ακροχορδόνες, σε ασθενείς με κοινή ψωρίαση, που υποχώρησαν με την διακοπή του φαρμάκου (Irimajiri J et al, 1998)
- Καρκίνωμα πέους Buschke-Lowenstein συνδεόμενο με ιό HPV, σε 2 ασθενείς με ψωρίαση (Piepkorn M et al, 1993; Noel JC and de Dobbeleer G, 1994).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η κυκλοσπορίνη χρησιμοποιείται περισσότερο από 25 χρόνια στη μεταμόσχευση συμπαγών οργάνων και μυελού των οστών, καθώς και στα αυτοάνοσα νοσήματα. Αν και οι ομάδες των ασθενών αυτών είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένες, η μέχρι τώρα εμπειρία έχει δείξει ότι η πιθανότητα εμφάνισης και κατανομής των κακοηθειών σε λήπτες μοσχευμάτων ανέρχεται περίπου σε 1-2%, η οποία είναι παρόμοια ή μικρότερη με την παρατηρούμενη σε ασθενείς θεραπευόμενους με συμβατικά ανοσοκατασταλτικά φάρμακα. Σε ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα, η αντίστοιχη πιθανότητα είναι παρόμοια με αυτή του γενικού πληθυσμού.
2.5.10.2.5 ΥΠΕΡΤΑΣΗ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Έως και 50% των ληπτών μοσχευμάτων νεφρού ή των ασθενών με αυτοάνοσα νοσήματα που παίρνουν κυκλοσπορίνη αναπτύσσει υπέρταση (Fry L et al, 1988; Meinardi MM and Bos JD, 1988).
Η υπέρταση συχνά συνδέεται με κατακράτηση υγρών, η οποία επίσης οφείλεται στην κυκλοσπορίνη, και μπορεί να επιδεινωθεί με την ταυτόχρονη χορήγηση κορτικοειδών. Μπορεί να εμφανισθεί ακόμα και όταν απουσιάζουν κλινικές ενδείξεις νεφροτοξικότητας και δεν σχετίζεται με τα επίπεδα του φαρμάκου στο αίμα.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η κυκλοσπορίνη μπορεί να έχει αλατοκορτικοειδείς δράσεις, δεδομένου ότι μειώνει τα επίπεδα της ρενίνης στο πλάσμα (Myers BD et al, 1984).
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ :
- Καρδιογενείς παράγοντες κινδύνου (περιλαμβανομένης της παχυσαρκίας)
- Ιστορικό καπνίσματος
- Υπερλιπιδαιμία (Fradin MS et al, 1990).
2.5.10.2.6 ΜΥΟΠΑΘΕΙΑ
ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ : Γενικευμένες, έντονες μυαλγίες και κράμπες, αδυναμία και αύξηση της CPK.
ΗΛΕΚΤΡΟΜΥΟΓΡΑΦΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Μυοπαθητικές αλλοιώσεις.
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ :
- Ατροφία μυϊκών ινών
- Τοπική νέκρωση με άθροιση μιτοχονδρίων κάτω από το σαρκόλειμμα και αυξημένων ποσοτήτων γλυκογόνου (Goy JJ et al, 1989; Fernandez-Sola J et al, 1990).
- Λιποειδή κενοτόπια, αυξημένη δραστηριότητα των λυσοσωμάτων και πολυάριθμα παθολογικά μιτοχόνδρια (στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο).
ΕΚΒΑΣΗ : Οι κλινικές και εργαστηριακές εκδηλώσεις της μυοπάθειας υποχωρούν μερικές εβδομάδες μετά την διακοπή της κυκλοσπορίνης, αλλά υποτροπιάζουν με την επαναχορήγησή της (Noppen M et al, 1987).
2.5.10.2.7 ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Κεφαλαλγίες : Είναι συχνές και συνήθως ανθίστανται στα αναλγητικά. Εμφανίζονται συνήθως στη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων της θεραπείας με κυκλοσπορίνη και υποχωρούν αυτόματα παρά την συνέχισή της, αν και ενίοτε επιβάλλουν μείωση της δόσης της. Σε ασθενείς με ιστορικό ημικρανίας, η κυκλοσπορίνη μπορεί να αυξήσει την συχνότητα των προσβολών (Fradin MS et al, 1990).
Σπασμοί : Είναι σπάνιοι. Επιληπτικοί σπασμοί έχουν αναφερθεί κυρίως σε λήπτες μοσχευμάτων μυελού που θεραπεύονταν με κυκλοσπορίνη ταυτόχρονα με κορτικοειδή και συχνά συνδέονται με υπέρταση και κατακράτηση υγρών οφειλόμενη στην κυκλοσπορίνη, ή σε ασθενείς με υπομαγνησιαιμία (Durrant S et al, 1982; Joss DV et al, 1982; June CH et al, 1986).
Οι σπασμοί μπορεί να οδηγήσουν σε αναπνευστική ανακοπή και να απαιτήσουν θετικό υπό πίεση αερισμό (Durrant S et al, 1982). Μπορούν να προληφθούν με την προσεκτική παρακολούθηση της ισορροπίας των υγρών και της αρτηριακής πίεσης σε υψηλού κινδύνου ασθενείς και να μην απαιτήσουν προσωρινή διακοπή της κυκλοσπορίνης.
Φλοιώδης τύφλωση : Εχει αναφερθεί σε λήπτες μοσχευμάτων (Wilson SE et al, 1988). Εκδηλώνεται με σπασμούς, κεφαλαλγία και τύφλωση. Οι εκδηλώσεις αυτές είναι αναστρέψιμες και μπορεί να υποχωρήσουν, παρά την συνέχιση της κυκλοσπορίνης. Η μαγνητική τομογραφία δείχνει διάχυτα υψηλά σήματα στη λευκή ουσία ή εστιακές αλλοιώσεις στο φλοιό και την λευκή ουσία (Scheinman SJ et al, 1990).
Σοβαρή νευροτοξικότητα : Εχει αναφερθεί σε 4 λήπτες καρδιακού μοσχεύματος (Vazquez de Prada JA, 1990). Εκδηλώνεται με κώμα, εγκεφαλική αιμορραγία, ημιπάρεση και δυσφασία, σύγχυση και οπτικές ψευδαισθήσεις. Η μείωση της δόσης ή διακοπή της κυκλοσπορίνης συνοδεύθηκε από ύφεση των νευρολογικών εκδηλώσεων στους 3 ασθενείς, ενώ ο ένας κατέληξε κακώς.
Παρόμοιο σύνδρομο με σύγχυση, φλοιώδη τύφλωση, τετραπληγία, σπασμούς και κώμα, σε συνδυασμό με υποχοληστερολαιμία έχει περιγραφεί σε λήπτες ηπατικών μοσχευμάτων, όπως και σε έναν λήπτη μοσχευμάτων καρδιάς - πνεύμονα, θεραπευόμενου&sigma