Έρευνα

Γνωρίζετε αν διατρέχετε κίνδυνο οστεοπόρωσης;:

Κορτικοειδή V: Σκευάσματα

ΟΞΕΙΚΗ ΦΘΟΡΙΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ. H ο­ξει­κή φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη εί­ναι έ­να συν­θε­τι­κό γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δές με πο­λύ ι­σχυ­ρές δυ­νη­τι­κές α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δείς και ι­σχυ­ρές γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δείς ι­δι­ό­τη­τες. Yπάρ­χει ως υ­γρο­σκο­πι­κή, λευ­κή έ­ως α­νοι­χτή κί­τρι­νη και πρα­κτι­κά ά­ο­σμη, κρυ­σταλ­λι­κή σκό­νη. Εί­ναι α­δι­ά­λυ­τη στο ύ­δωρ και πο­λύ δι­α­λυ­τή στο οι­νό­πνευ­μα και έ­χει μο­ρια­κό βά­ρος 422.5. 

19.7.1   ΧΗΜΕΙΑ

Ο­ξει­κή φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη (Fludrocortisone acetate)

Χη­μι­κό ό­νο­μα : 9-fluoro-11β,17,21-trihydroxypregn-4-ene-3,20-dione 21-acetate.

Μο­ρια­κός τύ­πος : C25H31FO6

ΕΙΚΟΝΑ 92 : Συν­τα­κτι­κός τύ­πος ο­ξει­κής φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νης 

19.7.2   ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ

Η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη εί­ναι έ­να συν­θε­τι­κό φλοι­ο­ε­πι­νε­φρι­δια­κό στε­ρο­ει­δές. Προ­έρ­χε­ται α­πό υ­πο­κα­τά­στα­ση ε­νός 9α-φθο­ρι­ού­χου ά­λα­τος στον Β δα­κτύ­λιο της υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης. Η φθο­ρι­ο­ποί­η­ση στη θέ­ση αυ­τή προσ­δί­δει στο φάρ­μα­κο τις δυ­νη­τι­κές α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δείς ι­δι­ό­τη­τες που το χα­ρα­κτη­ρί­ζουν.

Η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη έ­χει πα­ρό­μοι­ες φαρ­μα­κο­λο­γι­κές ι­δι­ό­τη­τες με την αλ­δο­στε­ρό­νη. Συγ­κρι­τι­κά με άλ­λα κορ­τι­κο­ει­δή, ό­πως η υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη, έ­χει ε­ξαι­ρε­τι­κά με­γά­λη ι­κα­νό­τη­τα κα­τα­κρά­τη­σης να­τρί­ου. Στις συ­νή­θεις θε­ρα­πευ­τι­κές δό­σεις έ­χει ση­μαν­τι­κές γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δείς, αλλ΄ό­χι α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δείς, ι­δι­ό­τη­τες.

Η α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δής δρά­ση της φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νης εί­ναι 125 και 10 φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρη της ο­ξει­κής υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης και της ο­ξει­κής δε­σο­ξυ­κορ­τι­κο­στε­ρό­νης, αν­τί­στοι­χα, ε­νώ δεν υ­περ­βαί­νει το 50% της δρά­σης της αλ­δο­στε­ρό­νης. Η γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δής της δρά­ση εί­ναι 10πλάσια πε­ρί­που της ο­ξει­κής υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης. Αν και η δό­ση της κα­τά βά­ρος εί­ναι 100 φο­ρές μι­κρό­τε­ρη της υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης, η γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δής δρά­ση της εί­ναι ση­μαν­τι­κή (Kley HK et al, 1973). Η α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δής δρά­ση εκ­δη­λώ­νε­ται με κα­τα­κρά­τη­ση υ­γρών, αύ­ξη­ση του σω­μα­τι­κού βά­ρους και της αρ­τη­ρια­κής πί­ε­σης, ε­λάτ­τω­ση των ε­πι­πέ­δων του κα­λί­ου στον ο­ρό και της δρα­στη­ρι­ό­τη­τας της ρε­νί­νης του πλά­σμα­τος.

Η ο­ξει­κή φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη έ­χει πα­ρό­μοι­ες φαρ­μα­κο­λο­γι­κές δρά­σεις με την υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη, αν και εί­ναι ι­σχυ­ρό­τε­ρες και πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­ρα­τε­τα­μέ­νες, ι­δι­αί­τε­ρα στην ι­σορ­ρο­πί­α των η­λε­κτρο­λυ­τών και τον με­τα­βο­λι­σμό των υ­δα­ταν­θρά­κων. Σε δό­ση 0.05-0.3 mg η­με­ρη­σί­ως, ε­λέγ­χει την πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τα του να­τρί­ου στο σώ­μα. Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με στα­θε­ρές δό­σεις ο­ξει­κής φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νης η αύ­ξη­ση του να­τρί­ου του σώ­μα­τος συ­νε­χί­ζε­ται ε­πί 3-20 η­μέ­ρες, με­τά τις ο­ποί­ες ε­πι­τυγ­χά­νε­ται ι­σορ­ρο­πί­α με αύ­ξη­ση της α­πέκ­κρι­σης του να­τρί­ου στα προ­θε­ρα­πευ­τι­κά ε­πί­πε­δα. Ο μη­χα­νι­σμός της δι­α­φυ­γής αυ­τής του να­τρί­ου πα­ρα­μέ­νει ά­γνω­στος, αλ­λά πι­θα­νώς σχε­τί­ζε­ται με με­τα­βο­λές των συγ­κεν­τρώ­σε­ων του να­τρι­ου­ρη­τι­κού πε­πτι­δί­ου. Α­νά­λο­γη δρά­ση στην ε­ξοι­κο­νό­μη­ση να­τρί­ου και την α­πώ­λεια κα­λί­ου έ­χει η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη στους σι­ε­λο­γό­νους και ι­δρω­το­ποι­ούς α­δέ­νες και το πα­χύ έν­τε­ρο.

 

 

ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ - ΔΡΑΣΕΙΣ ΟΞΕΙΚΗΣ ΦΘΟΡΙΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗΣ

  • Αυ­ξά­νει ση­μαν­τι­κά την κα­τα­κρά­τη­ση να­τρί­ου και την α­πέκ­κρι­ση κα­λί­ου α­πό τα ού­ρα, σε μι­κρές δό­σεις, ο­δη­γών­τας σε αύ­ξη­ση της αρ­τη­ρια­κής πί­ε­σης. Η υ­πέρ­τα­ση ο­φεί­λε­ται προ­φα­νώς σε αύ­ξη­ση της δρα­στη­ρι­ό­τη­τας της αγ­γει­ο­τεν­σί­νης και κα­τα­κρά­τη­ση υ­γρών.
  • Α­να­στέλ­λει την εν­δο­γε­νή έκ­κρι­ση του φλοι­ού των ε­πι­νε­φρι­δί­ων
  • Α­να­στέλ­λει την έκ­κρι­ση κορ­τι­κο­τρο­πί­νης α­πό την υ­πό­φυ­ση
  • Α­να­στέλ­λει την δρα­στη­ρι­ό­τη­τα του θύ­μου α­δέ­να
  • Προ­ά­γει την ε­να­πό­θε­ση του γλυ­κο­γό­νου στο ή­παρ
  • Προ­κα­λεί αρ­νη­τι­κό ι­σο­ζύ­γιο α­ζώ­του, ε­άν η πρόσ­λη­ψη των πρωτεϊνών εί­ναι α­νε­παρ­κής
  • Δι­ευ­κο­λύ­νει την ε­πα­ναρ­ρό­φη­ση του να­τρί­ου και προ­ά­γει την α­πέκ­κρι­ση των ι­όν­των υ­δρο­γό­νου και του κα­λί­ου στα πε­ρι­φε­ρι­κά νε­φρι­κά σω­λη­νά­ρια.

Η δι­α­φο­ρο­ποί­η­ση των γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δών και α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δών δρά­σε­ων μιας ορ­μό­νης κα­θο­ρί­ζε­ται α­πό την συγ­γέ­νεια της ορ­μό­νης αυ­τής για τους α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δείς (τύ­που Ι) ή γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δείς (τύ­που ΙΙ) υ­πο­δο­χείς. Σε κυτ­τα­ρι­κό ε­πί­πε­δο, και οι δύ­ο αυ­τοί τύ­ποι των υ­πο­δο­χέ­ων έ­χουν α­δρά ι­σο­δύ­να­μες συγ­γέ­νει­ες για τα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή και τα α­λα­τορ­τι­κο­ει­δή, αν και οι υ­πο­δο­χείς τύ­που Ι έ­χουν 100 φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρη συγ­γέ­νεια για ορ­μο­νι­κή σύν­δε­ση ό­λων των ορ­μο­νι­κών κλά­σε­ων συγ­κρι­τι­κά με τους υ­πο­δο­χείς ΙΙ.

Στα ση­μεί­α της α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δούς δρά­σης μπο­ρεί να υ­πάρ­χει μια δι­ά­με­ση και εν­δο­κυτ­τά­ρια συν­δε­ό­με­νη με τα κορ­τι­κο­ει­δή πρωτεΐνη, η ο­ποί­α συν­δέ­ει ε­κλε­κτι­κά τα κορ­τι­κο­ει­δή, ε­πι­τρέ­πον­τας στα α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δή να συν­δε­θούν με τους υ­πο­δο­χείς τύ­που Ι (Funder LW, 1985). Η ά­πο­ψη αυ­τή υ­πο­στη­ρί­ζε­ται α­πό το γε­γο­νός ό­τι η αλ­δο­στε­ρό­νη και η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη συν­δέ­ον­ται με μι­κρό­τε­ρη συγ­γέ­νεια με την σφαι­ρί­νη την συν­δε­ό­με­νη με τα κορ­τι­κο­ει­δή, συγ­κρι­τι­κά με τα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή (Fried J and Sabo EF, 1954).

19.7.3   ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ

Δεν υ­πάρ­χουν πλη­ρο­φο­ρί­ες για την τε­ρα­το­γό­νο ή καρ­κι­νο­γό­νο δρά­ση της φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νης.

19.7.4   ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ

Η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη, με­τά την per os χο­ρή­γη­σή της, α­πορ­ρο­φά­ται τα­χέ­ως και πλή­ρως α­πό τον γα­στρεν­τε­ρι­κό σω­λή­να. Του­λά­χι­στον 50% της φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νης στο πλά­σμα πα­ρα­μέ­νει α­ναλ­λοί­ω­το 30’ με­τά την εν­δο­φλέ­βια έ­νε­σή της. Μέ­γι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις στο αί­μα (1.2-1.7 u.g/1-1) ε­πι­τυγ­χά­νον­ται 4-8 ώ­ρες με­τά την χο­ρή­γη­ση μιας δό­σης φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νης per os και 1.7 ώ­ρες με­τά α­πό εν­δο­φλέ­βια χο­ρή­γη­σή της, στον άν­θρω­πο (Garbe A and Wenzl H, 1971). Στον άν­θρω­πο, ο t(1/2) της φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νης στο πλά­σμα με­τά α­πό εν­δο­φλέ­βια έ­νε­ση α­νέρ­χε­ται σε 30΄.

Α­πό το φάρ­μα­κο που κυ­κλο­φο­ρεί στο αί­μα, το 70-80% συν­δέ­ε­ται με τις πρω­τεΐνες του πλά­σμα­τος, κυ­ρί­ως γ-σφαι­ρί­νες, αλ­λά και με τις λευ­κω­μα­τί­νες και με την συν­δε­ό­με­νη με τα κορ­τι­κο­ει­δή σφαι­ρί­νη (Vogt W et al, 1971). Μό­νο το ε­λεύ­θε­ρο κλά­σμα μιας δό­σης του φαρ­μά­κου εί­ναι ε­νερ­γό.

Ο όγ­κος κα­τα­νο­μής της φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νης δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί. Η συ­στη­μα­τι­κά χο­ρη­γού­με­νη φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη κα­τα­νέ­με­ται τα­χέ­ως στους νε­φρούς, το λε­πτό και πα­χύ έν­τε­ρο, το δέρ­μα, το ή­παρ και τους μυς. Σε α­ρου­ραί­ους και σκύ­λους, η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη κα­τα­νέ­με­ται τα­χέ­ως σε ό­λα τα κυτ­τα­ρι­κά δι­α­με­ρί­σμα­τα και οι μέ­γι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις της ε­πι­τυγ­χά­νον­ται με­τά α­πό 30-60’. Η σχέ­ση της φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νης στο ΕΝΥ/πλά­σμα στον άν­θρω­πο εί­ναι 0.17 (Florey K, 1974). Η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη δι­έρ­χε­ται τον πλα­κούν­τα και κα­τα­νέ­με­ται στο μη­τρι­κό γά­λα.

Η ο­ξει­κή φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη υ­δρο­λύ­ε­ται τα­χέ­ως, γι΄αυ­τό και α­νι­χνεύ­ε­ται στο αί­μα σαν μη ε­στε­ρο­ποι­η­μέ­νη αλ­κο­ό­λη. Ό­πως ό­λα τα σκευ­ά­σμα­τα των κορ­τι­κο­ει­δών, με­τα­βο­λί­ζε­ται κυ­ρί­ως στο ή­παρ, γι΄ αυ­τό και η βι­ο­δι­α­θε­σι­μό­τη­τά της μπο­ρεί να με­τα­βλη­θεί σε α­σθε­νείς με η­πα­τι­κά νο­σή­μα­τα και ταυ­τό­χρο­να εν­ζυ­μι­κή ε­νερ­γο­ποί­η­ση. Στο ή­παρ, η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη με­τα­βο­λί­ζε­ται σε α­νε­νερ­γούς με­τα­βο­λί­τες. Οι με­τα­βο­λί­τες αυ­τοί, ό­πως και έ­να μι­κρό πο­σο­στό α­ναλ­λοί­ω­του φαρ­μά­κου, α­πεκ­κρί­νον­ται α­πό τα ού­ρα.

Στον άν­θρω­πο, η νε­φρι­κή α­πέκ­κρι­ση των πο­λω­μέ­νων συμ­πλό­κων α­πο­τε­λεί πε­ρί­που το 80% της χο­ρη­γού­με­νης δό­σης. Το υ­πό­λοι­πο 20% α­πο­μα­κρύ­νε­ται εν μέ­ρει με τα κό­πρα­να. Στα ού­ρα τρω­κτι­κών, η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη α­πο­βάλ­λε­ται σε πο­σο­στό έ­ως 10% με την μορ­φή α­ναλ­λοί­ω­του φαρ­μά­κου (Garbe A and Wenzl H, 1971), αλ­λά στον άν­θρω­πο, μό­νο με την μορ­φή α­νε­νερ­γών με­τα­βο­λι­τών. Α­πό τους με­τα­βο­λί­τες των ούρων, το 79% συνίσταται σε 9a-φθοριο-αλλοτετρα-υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη, 9a-φθο­ριο-τε­τρα-υ­δρο­κορ­τι­ζό­λη και 9a-φθο­ριο-11P-υ­δρο­ξυ­αν­δρο­στε­ρό­νη (ΕΙ-ΚΟ­ΝΑ 93) (B­u­sh IE a­nd M­a­h­e­sh VB, 1964).

 

ΕΙΚΟΝΑ 93 : Με­τα­βο­λι­σμός ο­ξει­κής φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νης

19.7.5  ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ - ΤΟΞΙ­ΚΟΤΗΤΑ

Δεν υ­πάρ­χει έν­δει­ξη στε­νής συ­σχέ­τι­σης με­τα­ξύ των συγ­κεν­τρώ­σε­ων της φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νης στο πλά­σμα και των βι­ο­λο­γι­κών της δρά­σε­ων.

19.7.6   ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

19.7.6.1   ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

Αλ­δεσ­λευ­κί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να μει­ώ­σουν την αν­τι­νε­ο­πλα­σμα­τι­κή δρά­ση, αλ­λά και τις ε­πι­πλο­κές (πυ­ρε­τός, νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια, υ­περ­χο­λε­ρυ­θρι­ναι­μί­α, σύγ­χυ­ση, δύ­σπνοι­α), της αλ­δεσ­λευ­κί­νης.

Συ­στά­σεις : Τα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να α­πο­φεύ­γον­ται σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με αλ­δεσ­λευ­κί­νη.

Α­να­βο­λι­κά στε­ρο­ει­δή (ο­ξυ­με­θο­λό­νη, με­θαν­δρο­στε­νο­λό­νη, νο­ρε­θαν­δρο­λό­νη)

Η συγ­χο­ρή­γη­σή τους με κορ­τι­κο­ει­δή συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό αυ­ξη­μέ­νη τά­ση α­νά­πτυ­ξης οι­δή­μα­τος, γι΄αυ­τό και πρέ­πει να γί­νε­ται με προ­σο­χή, ι­δι­αί­τε­ρα σε α­σθε­νείς με η­πα­τι­κά ή καρ­δια­κά νο­σή­μα­τα.

Αν­τι­δι­α­βη­τι­κά, αν­τι­ϋ­περ­τα­σι­κά ή αν­τι­γλαυ­κω­μα­τι­κά φάρ­μα­κα

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τις α­παι­τή­σεις για ιν­σου­λί­νη ή υ­πο­γλυ­και­μι­κούς per os πα­ρά­γον­τες, αν­τι­ϋ­περ­τα­σι­κά ή αν­τι­γλαυ­κω­μα­τι­κά φάρ­μα­κα. Η μα­κρο­χρό­νια θε­ρα­πεί­α με κορ­τι­κο­ει­δή συ­χνά συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό αν­τί­στα­ση στην ιν­σου­λί­νη.

Συ­στά­σεις :

  • Το σάκ­χα­ρο του αί­μα­τος πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται συ­χνά και η δό­ση των per os αν­τι­δι­α­βη­τι­κών να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν τα κορ­τι­κο­ει­δή προ­στί­θεν­ται, δι­α­κό­πτον­ται ή τρο­πο­ποι­εί­ται η δό­ση τους.
  • Οι δι­α­βη­τι­κοί που θε­ρα­πεύ­ον­ται με ιν­σου­λί­νη μπο­ρεί να χρεια­σθούν αύ­ξη­ση της δό­σης της ιν­σου­λί­νης ό­ταν στη θε­ρα­πεί­α προ­στί­θεν­ται κορ­τι­κο­ει­δή. Η δό­ση της ιν­σου­λί­νης πρέ­πει να μει­ώ­νε­ται με­τά την δι­α­κο­πή του κορ­τι­κο­ει­δούς. 

Αν­τι­ό­ξι­να

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα αν­τι­ό­ξι­να μπο­ρεί να μει­ώ­σουν την α­πορ­ρό­φη­ση των per os χο­ρη­γού­με­νων κορ­τι­κο­ει­δών ε­πει­δή σχη­μα­τί­ζουν σύμ­πλο­κα στον γα­στρεν­τε­ρι­κό σω­λή­να.

Συ­στά­σεις :

  • Σε α­σθε­νείς που παίρ­νουν αν­τι­ό­ξι­να, τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να χρεια­σθεί να χο­ρη­γη­θούν σε με­γα­λύ­τε­ρη δό­ση.
  • Τα αν­τι­ό­ξι­να πρέ­πει να λαμ­βά­νον­ται σε ό­σο το δυ­να­τόν με­γα­λύ­τε­ρη α­πό­στα­ση α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή.
  • Η αν­τα­πό­κρι­ση του α­σθε­νούς στο κορ­τι­κο­ει­δές πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται και η δό­ση του να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν τα αν­τι­ό­ξι­να προ­στί­θεν­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτον­ται.

Αν­τι­πη­κτι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση των αν­τι­πη­κτι­κών με τα κορ­τι­κο­ει­δή εί­ναι α­πρό­βλε­πτη. Τα κορ­τι­κο­ει­δή άλ­λο­τε αυ­ξά­νουν και άλ­λο­τε ε­λατ­τώ­νουν την δρά­ση τους. Α­κό­μα, μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν αι­μορ­ρα­γί­α, δε­δο­μέ­νου ό­τι έ­χουν α­νά­στρο­φη δρά­ση στην α­κε­ραι­ό­τη­τα του τοι­χώ­μα­τος των αγ­γεί­ων και στη λει­τουρ­γί­α των αι­μο­πε­τα­λί­ων.

Συ­στά­σεις : Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με αν­τι­πη­κτι­κά, η δό­ση τους πρέ­πει να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν τα κορ­τι­κο­ει­δή προ­στί­θεν­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτον­ται και οι ερ­γα­στη­ρια­κοί δεί­κτες της πή­ξης του αί­μα­τος να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται τα­κτι­κά ώ­στε να δι­α­τη­ρη­θεί το ε­πι­θυ­μη­τό αν­τι­πη­κτι­κό α­πο­τέ­λε­σμα.

Αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κοί πα­ρά­γον­τες

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Σε α­σθε­νείς με βα­ριά μυ­α­σθέ­νεια τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να ε­ξα­σθε­νή­σουν τις α­να­με­νό­με­νες δρά­σεις των αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κών φαρ­μά­κων (αμ­πε­νό­νιο, νε­ο­στιγ­μί­νη, πυ­ρι­δο­στιγ­μί­νη και πι­θα­νώς ορ­γα­νο­φω­σφο­ρι­κά αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κά πα­ρα­σι­το­κτό­να), προ­κα­λών­τας έν­το­νη α­δυ­να­μί­α. Οι δρά­σεις των αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κών φαρ­μά­κων μπο­ρεί να αυ­ξη­θούν με­τά την δι­α­κο­πή των κορ­τι­κο­ει­δών.

Μη­χα­νι­σμός : Ο μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής εί­ναι ά­γνω­στος. 

Συ­στά­σεις :

  • Ε­άν εί­ναι δυ­να­τόν, τα αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κά φάρ­μα­κα πρέ­πει να α­πο­σύ­ρον­ται του­λά­χι­στον 24 ώ­ρες πριν α­πό την έ­ναρ­ξη της θε­ρα­πεί­ας με κορ­τι­κο­ει­δή.
  • Ε­άν η συγ­χο­ρή­γη­σή τους με κορ­τι­κο­ει­δή εί­ναι θε­ρα­πευ­τι­κά α­πα­ραί­τη­τη, πρέ­πει να γί­νε­ται κά­τω α­πό προ­σε­κτι­κή πα­ρα­κο­λού­θη­ση.
  • Ε­άν εμ­φα­νι­σθεί α­να­πνευ­στι­κή κα­τα­στο­λή, πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­εί­ται μη­χα­νι­κή υ­πο­στή­ρι­ξη, ε­άν εί­ναι α­πα­ραί­τη­το. 

Βαρ­βι­του­ρι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα βαρ­βι­του­ρι­κά μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τον με­τα­βο­λι­σμό των κορ­τι­κο­ει­δών ε­νερ­γο­ποι­ών­τας τα η­πα­τι­κά μι­κρο­σω­μι­κά έν­ζυ­μα, και ε­πο­μέ­νως να ε­ξα­σθε­νή­σουν τις φαρ­μα­κο­λο­γι­κές δρά­σεις της φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νης και να προ­κα­λέ­σουν έ­ξαρ­ση της νό­σου για την ο­ποί­α χο­ρη­γεί­ται. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή μπο­ρεί να πα­ρα­τη­ρη­θεί αρ­κε­τές η­μέ­ρες με­τά την δι­α­κο­πή των βαρ­βι­του­ρι­κών.

Συ­στά­σεις :

  • Ε­άν η ταυ­τό­χρο­νη θε­ρα­πεί­α με φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη και βαρ­βι­του­ρι­κά εί­ναι α­να­πό­φευ­κτη, μπο­ρεί να χρεια­σθεί αύ­ξη­ση της δό­σης της φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νης.
  • Ε­άν τα δύ­ο αυ­τά φάρ­μα­κα χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται ταυ­τό­χρο­να και η κα­τά­στα­ση του α­σθε­νούς στα­θε­ρο­ποι­η­θεί, η δό­ση της φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νης μπο­ρεί να χρεια­σθεί να μει­ω­θεί με­τά την δι­α­κο­πή των βαρ­βι­του­ρι­κών.

Γεν­νη­τι­κές ορ­μό­νες

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα αν­τι­συλ­λη­πτι­κά per os και τα οι­στρο­γό­να α­να­στέλ­λουν τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό με­ρι­κών κορ­τι­κο­ει­δών, ό­πως και της εν­δο­γε­νούς κορ­τι­ζό­λης. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις θε­ρα­πευ­τι­κές, αλ­λά και τις το­ξι­κές, δρά­σεις των κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό αυ­τό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή για ση­μεί­α το­ξι­κό­τη­τας α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή και να μει­ώ­νε­ται η δό­ση του κορ­τι­κο­ει­δούς, ε­άν χρει­ά­ζε­ται.

Ιν­δο­με­θα­κί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Μπο­ρεί να αυ­ξή­σει την συ­χνό­τη­τα ή/και βα­ρύ­τη­τα α­νά­πτυ­ξης γα­στρεν­τε­ρι­κού έλ­κους σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή.
  • Μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις της ε­λεύ­θε­ρης πρεδ­νι­ζο­λό­νης στο πλά­σμα, χω­ρίς να ε­πη­ρε­ά­σει τις ο­λι­κές συγ­κεν­τρώ­σεις της πρεδ­νι­ζο­λό­νης στο πλά­σμα, σε α­σθε­νείς με ρευ­μα­το­ει­δή αρ­θρί­τι­δα
  • Βο­η­θά στη μεί­ω­ση της δό­σης των κορ­τι­κο­ει­δών
  • Μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει υ­πέρ­τα­ση, λό­γω ε­πι­πρό­σθε­της κα­τα­κρά­τη­σης να­τρί­ου και δυ­νη­τι­κο­ποί­η­σης της δρά­σης της φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νης στην αρ­τη­ρια­κή πί­ε­ση (M­a­r­t­in K et al, 1981).

Συ­στά­σεις :  

  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με ιν­δο­με­θα­κί­νη ταυ­τό­χρο­να με κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται μή­πως εμ­φα­νί­σουν εκ­δη­λώ­σεις γα­στρεν­τε­ρι­κού έλ­κους ή/και γα­στρορ­ρα­γί­α  
  • Η ιν­δο­με­θα­κί­νη, ό­πως και η φλουρ­μπι­προ­φαί­νη, μπο­ρεί να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί ταυ­τό­χρο­να με την φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη στη θε­ρα­πεί­α της ορ­θο­στα­τι­κής υ­πό­τα­σης, συν­δυ­ά­ζον­τας την δρά­ση της στην αύ­ξη­ση του όγ­κου του αί­μα­τος και των πε­ρι­φε­ρι­κών αν­τι­στά­σε­ων (W­a­tt SJ et al, 1981).

Ι­σο­νι­α­ζί­δη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό ή την νε­φρι­κή κά­θαρ­ση, και ε­πο­μέ­νως να μει­ώ­σουν την αν­τι­φυ­μα­τι­κή δρά­ση, της ι­σο­νι­α­ζί­δης.
  • Η ι­σο­νι­α­ζί­δη μπο­ρεί να μει­ώ­σει τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό των κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Ε­άν υ­πάρ­χουν εν­δεί­ξεις αλ­λη­λε­πί­δρα­σης με­τα­ξύ κορ­τι­κο­ει­δών-ι­σο­νι­α­ζί­δης, μπο­ρεί να χρεια­σθεί τρο­πο­ποί­η­ση της δό­σης του ε­νός ή και των δύ­ο φαρ­μά­κων.

Ι­τρα­κο­να­ζό­λη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ι­τρα­κο­να­ζό­λη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις στο πλά­σμα, και ε­πο­μέ­νως τις ε­πι­πλο­κές (μυ­ο­πά­θεια, μυι­κή α­δυ­να­μί­α, δυ­σα­νε­ξί­α στη γλυ­κό­ζη), των κορ­τι­κο­ει­δών.

 

Συ­στά­σεις :

  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με ι­τρα­κο­να­ζό­λη, τα κορ­τι­κο­ει­δή, ε­άν εί­ναι α­πα­ραί­τη­τα, μπο­ρεί να χρεια­σθεί να χο­ρη­γη­θούν σε μι­κρό­τε­ρη δό­ση.
  • Οι α­σθε­νείς που αρ­χί­ζουν ή δι­α­κό­πτουν την θε­ρα­πεί­α με ι­τρα­κο­να­ζό­λη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται για εκ­δη­λώ­σεις το­ξι­κό­τη­τας και να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα η δό­ση των κορ­τι­κο­ει­δών.

Κα­λι­ο­πε­νι­κά φάρ­μα­κα

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα κα­λι­ο­πε­νι­κά δι­ου­ρη­τι­κά (θει­α­ζί­δες, φου­ρο­σε­μί­δη, αι­θα­κρυ­νι­κό ο­ξύ) και άλ­λα κα­λι­ο­πε­νι­κά φάρ­μα­κα, ό­πως η αμ­φο­τε­ρι­κί­νη Β, μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν την κα­λι­ο­πε­νι­κή δρά­ση των γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Το κά­λιο του ο­ρού πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή ταυ­τό­χρο­να με κα­λι­ο­πε­νι­κά φάρ­μα­κα.

Κε­το­κο­να­ζό­λη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η κε­το­κο­να­ζό­λη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις κα­τα­σταλ­τι­κές δρά­σεις στα ε­πι­νε­φρί­δια και πι­θα­νώς την το­ξι­κό­τη­τα των κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : 

  • Ο συν­δυα­σμός της κε­το­κο­να­ζό­λης με κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να α­πο­φεύ­γε­ται. Ε­άν ό­μως εί­ναι α­πα­ραί­τη­τος, τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να χρεια­σθεί να χο­ρη­γη­θούν σε μι­κρό­τε­ρη δό­ση.
  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό αυ­τό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται για εκ­δη­λώ­σεις το­ξι­κό­τη­τας α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή και η δό­ση των κορ­τι­κο­ει­δών να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν η κε­το­κο­να­ζό­λη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται.

Κυ­κλο­σπο­ρί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει σπα­σμούς σε ε­νή­λι­κες και παι­διά θε­ρα­πευ­ό­με­να με με­γά­λες δό­σεις γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δών, πι­θα­νώς λό­γω αν­τα­γω­νι­στι­κής α­να­στο­λής των η­πα­τι­κών μι­κρο­σω­μι­κών εν­ζύ­μων.
  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κυ­κλο­σπο­ρί­νη ταυ­τό­χρο­να με κορ­τι­κο­ει­δή, οι α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές δρά­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης, ό­πως και οι θε­ρα­πευ­τι­κές και το­ξι­κές δρά­σεις των κορ­τι­κο­ει­δών, μπο­ρεί να αυ­ξη­θούν. Αν και ο συν­δυα­σμός αυ­τός μπο­ρεί να εί­ναι ω­φέ­λι­μος σε λή­πτες μο­σχευ­μά­των, εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο το­ξι­κός.

Συ­στά­σεις :

  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται ταυ­τό­χρο­να με κορ­τι­κο­ει­δή και κυ­κλο­σπο­ρί­νη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή, για­τί μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν αυ­ξη­μέ­νη αν­τα­πό­κρι­ση και στα δύ­ο αυ­τά φάρ­μα­κα.
  • Ε­άν υ­πάρ­χει υ­πό­νοι­α αλ­λη­λε­πί­δρα­σης των δύ­ο αυ­τών φαρ­μά­κων, η δό­ση του ε­νός ή και των δύ­ο μπο­ρεί να χρεια­σθεί να μει­ω­θεί.

Κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να τρο­πο­ποι­ή­σουν τις α­να­με­νό­με­νες δρά­σεις της κυ­κλο­φω­σφα­μί­δης και να α­να­στεί­λουν τα η­πα­τι­κά μι­κρο­σω­μι­κά έν­ζυ­μα τα ο­ποί­α ε­νερ­γο­ποι­ούν την κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη στους αλ­κυ­λι­ω­τι­κούς της με­τα­βο­λί­τες.
  • Η κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη μπο­ρεί να ε­νερ­γο­ποι­ή­σει τον δι­κό της με­τα­βο­λι­σμό και των κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Ό­ταν η κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη συγ­χο­ρη­γεί­ται με κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να λαμ­βά­νε­ται υ­πό­ψη ό­τι η α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τά της μπο­ρεί να μει­ω­θεί.

Λί­θιο

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Το λί­θιο αν­τα­γω­νί­ζε­ται την α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δή δρά­ση της φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νης στα πε­ρι­φε­ρι­κά νε­φρι­κά σω­λη­νά­ρια (Stewart PM et al, 1987).

Μα­κρο­λι­δι­κά αν­τι­βι­ο­τι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ε­ρυ­θρο­μυ­κί­νη και η τρο­λε­αν­δο­μυ­κί­νη μπο­ρεί να μει­ώ­σουν την α­πο­βο­λή των κορ­τι­κο­ει­δών. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε δυ­νη­τι­κο­ποί­η­ση των δρά­σε­ων των κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό αυ­τό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται για κλι­νι­κά ση­μεί­α αυ­ξη­μέ­νης δρά­σης των κορ­τι­κο­ει­δών και η δό­ση των κορ­τι­κο­ει­δών να τρο­πο­ποι­εί­ται, ε­άν χρει­ά­ζε­ται.

Μη α­πο­πο­λω­τι­κά φάρ­μα­κα

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να δυ­νη­τι­κο­ποι­ή­σουν ή να α­να­στεί­λουν τις νευ­ρο­μυϊ­κές α­να­σταλ­τι­κές δρά­σεις των μη α­πο­πο­λω­τι­κών μυ­ο­χα­λα­ρω­τι­κών φαρ­μά­κων.

Συ­στά­σεις : Η συγ­χο­ρή­γη­ση των κορ­τι­κο­ει­δών με μη α­πο­πο­λω­τι­κούς πα­ρά­γον­τες πρέ­πει να γί­νε­ται με προ­σο­χή, για­τί μπο­ρεί να συ­νο­δευ­θεί α­πό α­πρό­βλε­πτες α­νε­πι­θύ­μη­τες ε­νέρ­γει­ες. 

Μι­φε­πρι­στό­νη

Οι κα­τα­σκευα­στές της μι­φε­πρι­στό­νης α­πο­τρέ­πουν την χρή­ση της σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους μα­κρο­χρό­νια με κορ­τι­κο­ει­δή.

Ξαν­θί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση των κορ­τι­κο­ει­δών με πα­ρά­γω­γα της θε­ο­φυλ­λί­νης μπο­ρεί να τρο­πο­ποι­ή­σει την α­να­με­νό­με­νη φαρ­μα­κο­λο­γι­κή δρά­ση του ε­νός ή και των δύ­ο φαρ­μά­κων.

Συ­στά­σεις : Ε­άν η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση των κορ­τι­κο­ει­δών με πα­ρά­γω­γα της θε­ο­φυλ­λί­νης συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό αυ­ξη­μέ­νη το­ξι­κό­τη­τα, τα ε­πί­πε­δά των φαρ­μά­κων αυ­τών στον ο­ρό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται και η δό­ση των κορ­τι­κο­ει­δών να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα.

Παν­κου­ρό­νιο

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να α­να­στρέ­ψουν την δέ­σμευ­ση των νευ­ρο­μυϊ­κών υ­πο­δο­χέ­ων α­πό το παν­κου­ρό­νιο (Meyers EF, 1977; Laflin MJ, 1977).  

Ρι­φαμ­που­τί­νη - ρι­φαμ­πι­κί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ρι­φαμ­που­τί­νη και η ρι­φαμ­πι­κί­νη μπο­ρεί να ε­νερ­γο­ποι­ή­σουν τα η­πα­τι­κά μι­κρο­σω­μι­κά έν­ζυ­μα που δι­ε­γεί­ρουν τον με­τα­βο­λι­σμό των κορ­τι­κο­ει­δών, ο­δη­γών­τας σε ε­ξα­σθέ­νη­ση των φαρ­μα­κο­λο­γι­κών δρά­σε­ων των κορ­τι­κο­ει­δών και πι­θα­νώς έ­ξαρ­ση της νό­σου για την ο­ποί­α τα κορ­τι­κο­ει­δή χο­ρη­γούν­ται, α­κό­μα και αρ­κε­τές η­μέ­ρες με­τά την δι­α­κο­πή τους.

Συ­στά­σεις :

  • Η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη πρέ­πει να προ­στί­θε­ται με προ­σο­χή και η δό­ση της να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα σε α­σθε­νείς που αρ­χί­ζουν ή δι­α­κό­πτουν την θε­ρα­πεί­α με ρι­φαμ­που­τί­νη ή ρι­φαμ­πι­κί­νη.
  • Σε α­σθε­νείς που αρ­χί­ζουν θε­ρα­πεί­α με ρι­φαμ­που­τί­νη ή ρι­φαμ­πι­κί­νη, η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη πρέ­πει πι­θα­νώς να χο­ρη­γεί­ται σε δι­πλά­σια δό­ση.

Σα­λι­κυ­λι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τα ε­πί­πε­δα των σα­λι­κυ­λι­κών στον ο­ρό και να μει­ώ­σουν την θε­ρα­πευ­τι­κή τους αν­τα­πό­κρι­ση. Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με με­γά­λες δό­σεις σα­λι­κυ­λι­κών μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν δη­λη­τη­ρί­α­ση α­πό σα­λι­κυ­λι­κά ό­ταν μει­ώ­σουν την δό­ση των κορ­τι­κο­ει­δών και να αυ­ξή­σουν την πι­θα­νό­τη­τα α­νά­πτυ­ξης γα­στρεν­τε­ρι­κού έλ­κους. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή α­πο­δί­δε­ται σε αύ­ξη­ση της νε­φρι­κής και η­πα­τι­κής α­πο­μά­κρυν­σης των σα­λι­κυ­λι­κών α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή.

Συ­στά­σεις : Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με σα­λι­κυ­λι­κά ταυ­τό­χρο­να με κορ­τι­κο­ει­δή, η δό­ση των σα­λι­κυ­λι­κών πρέ­πει να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα με τα ε­πί­πε­δά τους στο πλά­σμα και την αν­τα­πό­κρι­ση του α­σθε­νούς. Στους α­σθε­νείς αυ­τούς, η δι­α­κο­πή των κορ­τι­κο­ει­δών πρέ­πει να γί­νε­ται με προ­σο­χή, για­τί η δό­ση των σα­λι­κυ­λι­κών μπο­ρεί να χρεια­σθεί να μει­ω­θεί για να α­πο­φευ­χθεί η δη­λη­τη­ρί­α­ση α­πό σα­λι­κυ­λι­κά.

Υ­δαν­τοΐνες

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Οι υ­δαν­τοΐνες μπο­ρεί να μει­ώ­σουν την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα των κορ­τι­κο­ει­δών. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή φαί­νε­ται ό­τι ο­φεί­λε­ται σε ε­νερ­γο­ποί­η­ση των μι­κρο­σω­μι­κών η­πα­τι­κών εν­ζύ­μων α­πό τις υ­δαν­τοΐνες, η ο­ποί­α ο­δη­γεί σε αύ­ξη­ση του η­πα­τι­κού με­τα­βο­λι­σμού των κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή ταυ­τό­χρο­να με υ­δαν­τοΐνες πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται η θε­ρα­πευ­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση στα κορ­τι­κο­ει­δή και να αυ­ξά­νε­ται, ε­άν χρει­ά­ζε­ται, η δό­ση τους.

Φαι­νυ­τοΐνη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η φαι­νυ­τοΐνη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τον με­τα­βο­λι­σμό των στε­ρο­ει­δών ε­νερ­γο­ποι­ών­τας τα η­πα­τι­κά έν­ζυ­μα και ε­πο­μέ­νως να μει­ώ­σει την θε­ρα­πευ­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση στα κορ­τι­κο­ει­δή. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή μπο­ρεί να πα­ρα­τη­ρη­θεί αρ­κε­τές η­μέ­ρες με­τά την δι­α­κο­πή της φαι­νυ­τοί­νης.

Συ­στά­σεις : Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν φαι­νυ­τοΐνη μπο­ρεί να χρεια­σθούν αυ­ξη­μέ­νες δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών για να έ­χουν τα α­να­με­νό­με­να α­πο­τε­λέ­σμα­τα, γι΄αυ­τό και πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται η αν­τα­πό­κρι­ση του α­σθε­νούς στα κορ­τι­κο­ει­δή και να τρο­πο­ποι­εί­ται η δό­ση τους α­νά­λο­γα.

19.7.6.2   ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ 

19.7.6.2.1  ΣΤΟΝ ΟΡΟ

Ελάττωση :

  • Α­σβέ­στιο
  • Κα­τα­κρά­τη­ση Ι-131
  • P­BI
  • Κά­λιο
  • Τ4
  • Ου­ρι­κό ο­ξύ
  • Ψευ­δάρ­γυ­ρος
  • Χο­λη­στε­ρό­λη
  • Κορ­τι­ζό­λη
  • CPK
  • Γλυ­κό­ζη
  • Νά­τριο
  • Ο­λι­κές πρωτεΐνες
  • Τρι­γλυ­κε­ρί­δια
  • 17-κε­το­στε­ρο­ει­δή
  • 17-OHCS
  • Α­σβέ­στιο
  • Γλυ­κό­ζη
  • Άζωτο
  • Κά­λιο
  • Ου­ρι­κό ο­ξύ
  • Βι­τα­μί­νη C
  • Ψευ­δάρ­γυ­ρος

Αύξηση :

19.7.6.2.2   ΣΤΑ ΟΥΡΑ

Ελάττωση :

Αύξηση :

 

 

19.7.6.2.3   ΑΛΛΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν το α­σκορ­βι­κό ο­ξύ, τον ψευ­δάρ­γυ­ρο και το ά­ζω­το των ού­ρων. Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με κορ­τι­κο­ει­δή έ­χουν αυ­ξη­μέ­νες α­νάγ­κες σε πυ­ρι­δο­ξί­νη, α­σκορ­βι­κό ο­ξύ, φο­λι­κό και βι­τα­μί­νη D.
  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να μει­ώ­σουν την α­πορ­ρό­φη­ση του α­σβε­στί­ου και του φω­σφό­ρου και να αυ­ξή­σουν το κά­λιο και το α­σβέ­στιο των ού­ρων.

19.7.7   ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

 

  • Πρω­το­πα­θής και δευ­τε­ρο­πα­θής α­νε­πάρ­κεια ε­πι­νε­φρι­δί­ων
  • Συγ­γε­νής υ­περ­πλα­σί­α ε­πι­νε­φρι­δί­ων
  • Ορ­θο­στα­τι­κή υ­πό­τα­ση
  • Αν­δρο­γεν­νη­τι­κό σύν­δρο­μο
  • Η­λε­κτρο­λυ­τι­κές δι­α­τα­ρα­χές
  • Πε­ρι­φε­ρι­κή ι­σχαι­μί­α
  • Νε­φρι­κή ο­ξεί­δω­ση

19.7.8   ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

  • Καρ­δι­ο­πά­θεια
  • Συμ­φο­ρη­τι­κή καρ­δια­κή α­νε­πάρ­κεια
  • Νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια
  • Χρό­νια νε­φρί­τι­δα
  • Σπει­ρα­μα­το­νε­φρί­τι­δα
  • Η­πα­τι­κή α­νε­πάρ­κεια
  • Υ­περ­θυ­ρε­ο­ει­δι­σμός
  • Υ­πο­θυ­ρε­ο­ει­δι­σμός
  • Ο­στε­ο­πό­ρω­ση 
  • Πε­ρι­φε­ρι­κό οί­δη­μα

 

  • Υ­πο­λευ­κω­μα­τι­ναι­μί­α και κα­τα­κρά­τη­ση υ­γρών
  • Υ­πο­κα­λι­αι­μί­α
  • Υ­πέρ­τα­ση
  • Συ­στη­μα­τι­κές μυ­κη­τι­α­σι­κές λοι­μώ­ξεις

19.7.9   ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Σε α­σθε­νείς με α­νε­πάρ­κεια του φλοι­ού των ε­πι­νε­φρι­δί­ων το κορ­τι­κο­ει­δές ε­κλο­γής για θε­ρα­πεί­α α­να­πλή­ρω­σης εί­ναι συ­νή­θως η κορ­τι­ζό­νη ή η υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη (σε συν­δυα­σμό με ε­λεύ­θε­ρη πρόσ­λη­ψη ά­λα­τος). Η ο­ξει­κή φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη εν­δεί­κνυ­ται κυ­ρί­ως σαν α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δής θε­ρα­πεί­α α­να­πλή­ρω­σης στην α­νε­πάρ­κεια του φλοι­ού των ε­πι­νε­φρι­δί­ων ή στους δι­ά­φο­ρους τύ­πους συγ­γε­νούς αν­δρο­γεν­νη­τι­κού συν­δρό­μου με α­πώ­λεια ά­λα­τος, με­τά την α­πο­κα­τά­στα­ση της η­λε­κτρο­λυ­τι­κής ι­σορ­ρο­πί­ας. Ε­πει­δή δι­α­θέ­τει έν­το­νη ι­κα­νό­τη­τα κα­τα­κρά­τη­σης του να­τρί­ου, αν­τεν­δεί­κνυ­ται σε ό­λες τις κα­τα­στά­σεις, ε­κτός α­πό ε­κεί­νες που α­παι­τούν ι­σχυ­ρή α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δή δρά­ση.

19.7.9.1  ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΕΠΙΝΕΦΡΙΔΙΩΝ 

Η βα­σι­κή θε­ρα­πεί­α α­να­πλή­ρω­σης συ­νί­στα­ται σε έ­να γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δές, σε δι­η­ρη­μέ­νες δό­σεις, σε συν­δυα­σμό με 0.05-0.3 mg ο­ξει­κής φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νης ε­φά­παξ. Η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη δεν εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη στη θε­ρα­πεί­α της ο­ξεί­ας κρί­σης της νό­σου του Addison, δε­δο­μέ­νου ό­τι η υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη, σε με­γά­λες δό­σεις, έ­χει ε­παρ­κή α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δή δρά­ση.

19.7.9.2   ΣΥΓΓΕΝΗΣ ΥΠΕΡΠΛΑΣΙΑ ΕΠΙΝΕΦΡΙΔΙΩΝ

Η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη μπο­ρεί να βελ­τι­ώ­σει κλι­νι­κά την συγ­γε­νή υ­περ­πλα­σί­α των ε­πι­νε­φρι­δί­ων, πι­θα­νώς λό­γω της γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δούς δρά­σης της.

19.7.9.3   ΟΡΘΟΣΤΑΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΣΗ

Η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη αυ­ξά­νει τον όγ­κο του αί­μα­τος και την ευ­αι­σθη­σί­α των αγ­γεί­ων στην νο­ρε­πι­νε­φρί­νη (Davies B et al, 1979). Η ο­ξει­κή φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη, σε δό­ση 0.1-0.4 mg η­με­ρη­σί­ως, μπο­ρεί να αυ­ξή­σει την αρ­τη­ρια­κή πί­ε­ση σε δι­α­βη­τι­κούς α­σθε­νείς με στα­τι­κή υ­πέρ­τα­ση. Μπο­ρεί α­κό­μα να αυ­ξή­σει την συ­στο­λι­κή και δι­α­στο­λι­κή πί­ε­ση σε α­σθε­νείς με σο­βα­ρή, χρό­νια στα­τι­κή υ­πό­τα­ση (π.χ. ο­φει­λό­με­νη σε δυσ­λει­τουρ­γί­α του αυ­τό­νο­μου ή θε­ρα­πεί­α με λε­βον­τό­πα) που δεν αν­τα­πο­κρί­νε­ται ε­παρ­κώς σε μη φαρ­μα­κευ­τι­κή θε­ρα­πεί­α.

19.7.9.4   ΗΛΕΚΤΡΟΛΥΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

Η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη μπο­ρεί να δι­ορ­θώ­σει την υ­πο­να­τρι­αι­μί­α την συν­δε­ό­με­νη με δι­ά­φο­ρες πα­θο­λο­γι­κές κα­τα­στά­σεις (Fichman MP and Bethune JE, 1968; Ishikawa SE et al, 1987) και την υ­περ­κα­λι­αι­μι­κή ο­ξεί­δω­ση σε πε­ρι­πτώ­σεις υ­πο­ρε­νι­ναι­μι­κού υ­πο­αλ­δο­στε­ρι­νι­σμού (Sebas­tian A et al, 1977). Λό­γω της γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δούς δρά­σης της, μπο­ρεί α­κό­μα να δι­ορ­θώ­σει και την υ­πε­ρα­σβε­στι­αι­μί­α, αν και υ­πάρ­χουν κα­λύ­τε­ροι ε­ναλ­λα­κτι­κοί πα­ρά­γον­τες (Barbour GL, 1980).

19.7.9.5   ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΗ ΙΣΧΑΙΜΙΑ

Η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη, προ­κα­λών­τας ή­πια υ­πέρ­τα­ση, μπο­ρεί να βελ­τι­ώ­σει τον ι­σχαι­μι­κό πό­νο και την γάγ­γραι­να, αλ­λά η α­ξί­α της εί­ναι αμ­φι­λε­γό­με­νη (Lassen NA et al, 1968).

19.7.10   ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

 

Οι πε­ρισ­σό­τε­ρες ε­πι­πλο­κές της φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νης ο­φεί­λον­ται στην α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δή δρά­ση της (κα­τα­κρά­τη­ση να­τρί­ου και ύ­δα­τος) και πε­ρι­λαμ­βά­νουν υ­πέρ­τα­ση, οί­δη­μα, δι­όγ­κω­ση της καρ­διάς, συμ­φο­ρη­τι­κή καρ­δια­κή α­νε­πάρ­κεια, α­πώ­λεια κα­λί­ου και υ­πο­κα­λι­αι­μι­κή αλ­κά­λω­ση.

Σε με­γά­λες δό­σεις, η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει οί­δη­μα, κε­φα­λαλ­γί­ες και μυϊ­κή α­δυ­να­μί­α ο­φει­λό­με­νη στην υ­πο­κα­λι­αι­μί­α (R­u­ff RL, 1979), αύ­ξη­ση των συγ­κεν­τρώ­σε­ων του να­τρί­ου στον ο­ρό και υ­πο­κα­λι­αι­μι­κή αλ­κά­λω­ση (B­u­r­ns A et al, 1983). Ό­πως άλ­λα κορ­τι­κο­ει­δή, αυ­ξά­νει την νε­φρι­κή α­πέκ­κρι­ση του α­σβε­στί­ου.

Τα α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δή, σε με­γά­λες δό­σεις, μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν τον θά­να­το λό­γω καρ­δια­κής α­νε­πάρ­κειας ή μυ­ο­καρ­δια­κού εμ­φρά­κτου σαν συ­νέ­πεια υ­πέρ­τα­σης ή εγ­κε­φα­λι­κού ε­πει­σο­δί­ου. Οι κίν­δυ­νοι αυ­τοί εί­ναι πο­λύ με­γα­λύ­τε­ροι ό­ταν δεν υ­πάρ­χει α­νε­πάρ­κεια των ε­πι­νε­φρι­δί­ων.

Οι α­νε­πι­θύ­μη­τες ε­νέρ­γει­ες α­πο­κλει­στι­κά της φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νης εί­ναι δύ­σκο­λο να α­πο­μο­νω­θούν και να ε­κτι­μη­θούν, ε­πει­δή συ­νή­θως η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη χο­ρη­γεί­ται σε συν­δυα­σμό με γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή. Πάν­τως, οι α­νε­πι­θύ­μη­τες α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δείς δρά­σεις της φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νης εί­ναι α­να­στρέ­ψι­μες με­τά την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου.

1.  ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Συγ­κά­λυ­ψη κλι­νι­κών εκ­δη­λώ­σε­ων δι­ά­τρη­σης ή πε­πτι­κού έλ­κους
  • Πε­πτι­κό έλ­κος : Συ­σχε­τί­ζε­ται α­σθε­νώς με την χρή­ση των κορ­τι­κο­ει­δών και ι­σχυ­ρό­τε­ρα με την συγ­χο­ρή­γη­σή τους με ΜΣΑΦ. Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί ε­πί­σης να κα­τα­στεί­λουν τα συμ­πτώ­μα­τα και να κα­θυ­στε­ρή­σουν την ε­πού­λω­ση του πε­πτι­κού έλ­κους
  • Δι­ά­τρη­ση και αι­μορ­ρα­γί­α πε­πτι­κού έλ­κους
  • Παγ­κρε­α­τί­τι­δα
  • Με­τε­ω­ρι­σμός κοι­λιάς
  • Ελ­κω­τι­κή οι­σο­φα­γί­τι­δα

2.   ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΟΣΚΕΛΕΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Ο­στε­ο­πό­ρω­ση
  • Συμ­πι­ε­στι­κά κα­τάγ­μα­τα σπον­δύ­λων
  • Α­να­στο­λή α­νά­πτυ­ξης (στα παι­διά)
  • Στε­ρο­ει­δι­κή μυ­ο­πά­θεια
  • Μυϊκή α­δυ­να­μί­α
  • Α­πώ­λεια μυϊκής μά­ζας
  • Άσηπτη νέ­κρω­ση κε­φα­λής ι­σχί­ου-βρα­χι­ο­νί­ου
    • Πα­θο­λο­γι­κά κα­τάγ­μα­τα μα­κρών ο­στών

 

 

3.   ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ

  • Αύ­ξη­ση εν­δο­φθάλ­μιας πί­ε­σης
  • Γλαύ­κω­μα
  • Ο­πί­σθιος υ­πο­κά­ψιος κα­ταρ­ρά­κτης
  • Εξόφθαλμος

4.   ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΕΣ

  • Αρ­νη­τι­κό ι­σο­ζύ­γιο α­ζώ­του (λό­γω κα­τα­βο­λι­σμού των πρω­τε­ϊ­νών)
  • Δι­α­τα­ρα­χές εμμηνορρυσίας
  • Σύν­δρο­μο Cushing (σε μα­κρο­χρό­νια χο­ρή­γη­ση)
  • Δυ­σα­νε­ξί­α στους υ­δα­τάν­θρα­κες
  • Λαν­θά­νων σακ­χα­ρώ­δης δι­α­βή­της
  • Αυ­ξη­μέ­νες α­παι­τή­σεις σε ιν­σου­λί­νη ή αν­τι­δι­α­βη­τι­κά per os (σε δι­α­βη­τι­κούς)
  • Ε­νερ­γο­ποί­η­ση λαν­θά­νον­τα σακ­χα­ρώ­δους δι­α­βή­τη
  • Δευ­τε­ρο­πα­θής έλ­λει­ψη αν­τα­πό­κρι­σης φλοι­ού ε­πι­νε­φρι­δί­ων και υ­πό­φυ­σης, ι­δι­αί­τε­ρα σε κα­τα­στά­σεις stress (τραύ­μα, χει­ρουρ­γι­κές ε­πεμ­βά­σεις, νό­ση­ση)
  • Κα­τα­στο­λή υ­πο­θα­λα­μο-υ­πο­φυ­σιο-ε­πι­νε­φρι­δια­κού ά­ξο­να, σε μα­κρο­χρό­νια χο­ρή­γη­ση. Η α­πό­το­μη δι­α­κο­πή του κορ­τι­κο­ει­δούς μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε ο­ξεί­α ε­πι­νε­φρι­δια­κή α­νε­πάρ­κεια.

5.   ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ - ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ

  • Ε­ξαν­θή­μα­τα τύ­που α­κμής
  • Δα­συ­τρι­χι­σμός
  • Ρα­βδώ­σεις
  • Πορ­φύ­ρα
  • Α­τρο­φί­α υ­πο­δό­ριου λί­πους
  • Υ­πέρ­χρω­ση δέρ­μα­τος και ο­νύ­χων
  • Ε­ξα­σθέ­νη­ση ε­πού­λω­σης τραυ­μά­των
  • Λέ­πτυν­ση και ευ­θραυ­στό­τη­τα δέρ­μα­τος
  • Πε­τέ­χει­ες και εκ­χυ­μώ­σεις
  • Οί­δη­μα προ­σώ­που
  • Αυ­ξη­μέ­νη ε­φί­δρω­ση
  • Κα­τα­στο­λή αν­τι­δρά­σε­ων δερ­μα­τι­κών δο­κι­μα­σι­ών
  • Κνί­δω­ση ή/και αλ­λερ­γι­κά δερ­μα­τι­κά ε­ξαν­θή­μα­τα

6.   ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Σπα­σμοί
  • Αύ­ξη­ση εν­δο­κρα­νια­κής πί­ε­σης με οί­δη­μα της ο­πτι­κής θη­λής (εγ­κε­φα­λι­κός ψευ­δο-όγ­κος), συ­νή­θως με­τά την θε­ρα­πεί­α
  • Ίλιγγος
  • Αϋπνία
  • Κε­φα­λαλ­γί­ες
  • Σο­βα­ρές δι­α­νο­η­τι­κές δι­α­τα­ρα­χές

7.   ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΛΥΤΩΝ

  • Κα­τα­κρά­τη­ση να­τρί­ου
  • Κα­τα­κρά­τη­ση υ­γρών
  • Συμ­φο­ρη­τι­κή καρ­δια­κή α­νε­πάρ­κεια (σε ε­πιρ­ρε­πείς α­σθε­νείς)
  • Α­πώ­λεια κα­λί­ου
  • Υ­πο­κα­λι­αι­μι­κή αλ­κά­λω­ση
  • Υ­πέρ­τα­ση

 

 

8.   ΑΛΛΕΣ

  • Νε­κρω­τι­κή αγ­γει­ί­τι­δα
  • Θρομ­βο­φλε­βί­τι­δα
  • Συγ­κο­πτι­κά ε­πει­σό­δια
  • Α­να­φυ­λα­κτο­ει­δείς αν­τι­δρά­σεις
  • Ε­πι­δεί­νω­ση ή α­πό­κρυ­ψη λοι­μώ­ξε­ων

19.7.11   ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ

Εκ­δη­λώ­σεις : Υ­πέρ­τα­ση, οί­δη­μα, υ­πο­κα­λι­αι­μί­α, υ­περ­βο­λι­κή αύ­ξη­ση σω­μα­τι­κού βά­ρους, δι­όγ­κω­ση καρ­διάς, μυϊκή α­δυ­να­μί­α λό­γω υ­περ­βο­λι­κής α­πώ­λειας κα­λί­ου.

Θε­ρα­πεί­α : Οι εκ­δη­λώ­σεις υ­περ­δο­σο­λο­γί­ας της φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νης μπο­ρεί να προ­λη­φθούν με τα­κτι­κή πα­ρα­κο­λού­θη­ση της αρ­τη­ρια­κής πί­ε­σης και των η­λε­κτρο­λυ­τών του ο­ρού. Ε­άν εμ­φα­νι­σθούν εκ­δη­λώ­σεις υ­περ­δο­σο­λο­γί­ας, η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται. Με­τά την δι­α­κο­πή της, τα συμ­πτώ­μα­τα υ­πο­χω­ρούν συ­νή­θως σε δι­ά­στη­μα αρ­κε­τών η­με­ρών. Η ε­πα­να­χο­ρή­γη­ση της φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νης, ε­άν χρεια­σθεί, πρέ­πει να γί­νε­ται σε μι­κρό­τε­ρη δό­ση.

19.7.12   ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΕ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ

Η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη, ε­πει­δή χρη­σι­μο­ποι­εί­ται σε σχε­τι­κά μι­κρές δό­σεις, δεν πα­ρεμ­βαί­νει ση­μαν­τι­κά σε δο­κι­μα­σί­ες με στε­ρο­ει­δή. Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να ε­πη­ρε­ά­σουν την δο­κι­μα­σί­α του νι­τρο­κυα­νού του τε­τρα­ζο­λί­ου για βα­κτη­ρι­δια­κές λοι­μώ­ξεις και να δώ­σουν ψευ­δώς θε­τι­κά α­πο­τε­λέ­σμα­τα.

19.7.13   ΚΥΗΣΗ►

Στα ζώ­α : Η ο­ξει­κή φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη δεν εί­ναι γνω­στό κα­τά πό­σον έ­χει καρ­κι­νο­γό­νο ή με­ταλ­λα­ξι­ο­γό­νο δρά­ση στα ζώ­α. Πάν­τως, πολ­λά κορ­τι­κο­ει­δή, α­κό­μα και σε μι­κρές δό­σεις, έ­χουν τε­ρα­το­γό­νο δρά­ση στα πει­ρα­μα­τό­ζω­α.

Στον άν­θρω­πο : Τα κορ­τι­κο­ει­δή, αν και συν­δέ­ον­ται με σπο­ρα­δι­κές πε­ρι­πτώ­σεις σχι­σμών της υ­πε­ρώ­ας, α­να­στο­λής της α­νά­πτυ­ξης, κα­ταρ­ρά­κτη, κα­τα­στο­λής των ε­πι­νε­φρι­δί­ων και άλ­λες α­νε­πι­θύ­μη­τες ε­νέρ­γει­ες σε παι­διά που ε­κτέ­θη­καν σε κορ­τι­κο­ει­δή στη διά­ρκεια της κύ­η­σης, δεν φαί­νε­ται να συ­νο­δεύ­ον­ται α­πό αυ­ξη­μέ­νο κίν­δυ­νο α­νά­πτυ­ξης συγ­γε­νών εμβρυϊκών α­νω­μα­λι­ών, γι' αυ­τό και μπο­ρούν να χο­ρη­γη­θούν στη διά­ρκεια της εγ­κυ­μο­σύ­νης. Μο­να­δι­κή ε­ξαί­ρε­ση α­πο­τε­λεί η προ­ε­κλαμ­πτι­κή το­ξι­ναι­μί­α, ό­που μπο­ρεί να ε­πι­δει­νώ­σουν την κα­τα­κρά­τη­ση των υ­γρών και την υ­πέρ­τα­ση.

Πάν­τως, οι γυ­ναί­κες α­να­πα­ρα­γω­γι­κής η­λι­κί­ας πρέ­πει να ε­νη­με­ρώ­νουν τον θε­ρά­πον­τα για­τρό τους ε­άν θε­λή­σουν να τε­κνο­ποι­ή­σουν ή εί­ναι ή­δη έγ­κυ­ες ε­νώ θε­ρα­πεύ­ον­ται με κορ­τι­κο­ει­δή. Βρέ­φη που γεν­νή­θη­καν α­πό γυ­ναί­κες που έ­παιρ­ναν γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή στη διά­ρκεια της κύ­η­σης πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή για εκ­δη­λώ­σεις ε­πι­νε­φρι­δια­κής α­νε­πάρ­κειας.

19.7.14   ΓΑΛΟΥΧΙΑ

Η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη πι­θα­νώς α­πεκ­κρί­νε­ται στο μη­τρι­κό γά­λα, αν και σε ά­γνω­στη πο­σό­τη­τα. Γι΄ αυ­τό και, ε­πει­δή δεν έ­χουν γί­νει ε­παρ­κείς με­λέ­τες στην α­να­πα­ρα­γω­γή σε αν­θρώ­πους θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή, η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη συ­νι­στά­ται στη διά­ρκεια της γα­λου­χί­ας μό­νον εφ΄ ό­σον το πι­θα­νό ό­φε­λος υ­περ­φα­λαγ­γί­ζει τους δυ­νη­τι­κούς κιν­δύ­νους για το βρέ­φος.

19.7.15   ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ - ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ

Νε­ο­γνά : Τα ε­νέ­σι­μα σκευ­ά­σμα­τα των γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δών που πε­ρι­έ­χουν βεν­ζυ­λι­κή αλ­κο­ό­λη αν­τεν­δεί­κνυν­ται στα πρό­ω­ρα νε­ο­γνά. 

Παι­διά : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να α­πο­φεύ­γον­ται στη βρε­φι­κή-παι­δι­κή η­λι­κί­α, για­τί μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν α­να­στο­λή της α­νά­πτυ­ξης.

Η­λι­κι­ω­μέ­νοι : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται με προ­σο­χή στους η­λι­κι­ω­μέ­νους, για­τί μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν κα­τα­κρά­τη­ση να­τρί­ου, υ­πέρ­τα­ση και οί­δη­μα και να ε­νερ­γο­ποι­ή­σουν λαν­θά­νου­σα φυ­μα­τί­ω­ση.

Κύ­η­ση : Το ό­φε­λος α­πό την χρή­ση των κορ­τι­κο­ει­δών στη διά­ρκεια της κύ­η­σης ή σε γυ­ναί­κες α­να­πα­ρα­γω­γι­κής η­λι­κί­ας πρέ­πει να σταθ­μί­ζε­ται σε σχέ­ση με τους πι­θα­νούς κιν­δύ­νους για την μη­τέ­ρα και το έμ­βρυ­ο ή το νε­ο­γνό.

Γα­λου­χί­α : Η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη συ­νι­στά­ται στη διά­ρκεια της γα­λου­χί­ας μό­νον εφ΄ό­σον το πι­θα­νό ό­φε­λος υ­περ­φα­λαγ­γί­ζει τους δυ­νη­τι­κούς κιν­δύ­νους για το βρέ­φος. 

Εμ­βο­λια­σμοί : Ε­πει­δή τα κορ­τι­κο­ει­δή α­να­στέλ­λουν την α­νο­σο­α­πάν­τη­ση, η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει μει­ω­μέ­νη αν­τα­πό­κρι­ση στις α­να­το­ξί­νες και στα εμ­βό­λια που πε­ρι­έ­χουν ζών­τες ή α­δρα­νο­ποι­η­μέ­νους μι­κρο-ορ­γα­νι­σμούς. Α­κό­μα, τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να δυ­νη­τι­κο­ποι­ή­σουν την α­να­πα­ρα­γω­γή ο­ρι­σμέ­νων ζών­των μι­κρο-ορ­γα­νι­σμών που εμ­πε­ρι­έ­χον­ται στα ζών­τα ε­ξα­σθε­νη­μέ­να εμ­βό­λια και, σε υ­περ­φυ­σι­ο­λο­γι­κές δό­σεις, να ε­πι­δει­νώ­σουν τις νευ­ρο­λο­γι­κές αν­τι­δρά­σεις ο­ρι­σμέ­νων εμ­βο­λί­ων.

Η α­νο­σο­ποί­η­ση ε­πι­τρέ­πε­ται σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με μη α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές ή με συμ­πλη­ρω­μα­τι­κές δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών (π.χ. για νό­σο Addison).

Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών, οι εμ­βο­λια­σμοί με ζών­τες ή ζών­τες, αλ­λά ε­ξα­σθε­νη­μέ­νους, ι­ούς αν­τεν­δεί­κνυν­ται, γι΄αυ­τό και δεν πρέ­πει να εμ­βο­λι­ά­ζον­ται κα­τά της ευ­λο­γιάς. Η συ­νή­θης χρή­ση εμ­βο­λί­ων ή α­να­το­ξι­νών πρέ­πει γε­νι­κά να α­να­βάλ­λε­ται μέ­χρις ό­του δι­α­κο­πεί η χο­ρή­γη­ση των κορ­τι­κο­ει­δών. Εφ΄ό­σον εί­ναι α­πα­ραί­τη­τος ο εμ­βο­λια­σμός σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή, μπο­ρεί να χρεια­σθεί να γί­νουν ο­ρο­λο­γι­κές δο­κι­μα­σί­ες για να ε­πι­βε­βαι­ω­θεί η ε­πάρ­κεια της α­νο­σο­α­πάν­τη­σης του α­σθε­νούς και να χο­ρη­γη­θούν ε­πι­πρό­σθε­τες δό­σεις εμ­βο­λί­ων ή α­να­το­ξι­νών.

ΠΡΟΥΠΑΡΧΟΝΤΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΤΑ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟ­ΠΟΙ-ΟΥΝΤΑΙ ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ 

  • Μη ει­δι­κή ελ­κώ­δης κο­λί­τι­δα
  • Εκ­κολ­πω­μα­τί­τι­δα
  • Πρό­σφα­τη εν­τε­ρι­κή α­να­στό­μω­ση
  • Ε­νερ­γό ή α­συμ­πτω­μα­τι­κό πε­πτι­κό έλ­κος
  • Νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια
  • Υ­πέρ­τα­ση
  • Σπα­σμοί
  • Ο­στε­ο­πό­ρω­ση
  • Βα­ριά μυ­α­σθέ­νεια
  • 'Εμ­φρα­κτο μυ­ο­καρ­δί­ου
  • Υ­πο­προ­θρομ­βι­ναι­μί­α
  • Κίρ­ρω­ση
  • Υ­πο­θυ­ρε­ο­ει­δι­σμός
  • Λοι­μώ­ξεις
  • Α­πλός ο­φθαλ­μι­κός έρ­πη­τας 
  • Ψυ­χι­α­τρι­κές δι­α­τα­ρα­χές  

Γα­στρεν­τε­ρι­κά νο­σή­μα­τα : Τα κορτικοειδή αν­τεν­δεί­κνυν­ται σε α­σθε­νείς με πε­πτι­κό έλ­κος, ε­κτός ε­άν πά­σχουν α­πό α­πει­λη­τι­κές για την ζω­ή κα­τα­στά­σεις.

Τα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με εκ­κολ­πω­μα­τί­τι­δα, μη ει­δι­κή ελ­κώ­δη κο­λί­τι­δα (ε­άν υ­πάρ­χει πι­θα­νό­τη­τα ε­πι­κεί­με­νης δι­ά­τρη­σης, α­πό­στη­μα ή άλ­λες πυ­ο­γε­νείς λοι­μώ­ξεις) ή πρό­σφα­τη εν­τε­ρι­κή α­να­στό­μω­ση. Οι εκ­δη­λώ­σεις πε­ρι­το­να­ϊ­κού ε­ρε­θι­σμού με­τά α­πό γα­στρεν­τε­ρι­κή δι­ά­τρη­ση μπο­ρεί να εί­ναι ε­λά­χι­στες ή να α­που­σιά­ζουν σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή.

΄Εμ­φρα­κτο μυ­ο­καρ­δί­ου : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται με ε­ξαι­ρε­τι­κή προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με πρό­σφα­το έμ­φραγ­μα του μυ­ο­καρ­δί­ου, για­τί μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν ρή­ξη του τοι­χώ­μα­τος της α­ρι­στε­ρής κοι­λί­ας.

Θρομ­βο­εμ­βο­λι­κά νο­σή­μα­τα : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με θρομ­βο­εμ­βο­λι­κά νο­σή­μα­τα.

Βα­ριά μυ­α­σθέ­νεια : Τα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με βα­ριά μυ­α­σθέ­νεια θε­ρα­πευ­ό­με­νους με αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κά φάρ­μα­κα.

Ο­φθαλ­μι­κά νο­σή­μα­τα : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πι­θα­νώς αν­τεν­δεί­κνυν­ται σε πά­σχον­τες α­πό ε­νερ­γείς α­πλές ερ­πη­τι­κές ο­φθαλ­μι­κές λοι­μώ­ξεις και δεν συ­νι­στών­ται στη θε­ρα­πεί­α της ο­πτι­κής νευ­ρί­τι­δας, για­τί μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν την συ­χνό­τη­τα των ε­πει­σο­δί­ων.

Υ­πο­θυ­ρε­ο­ει­δι­σμός-κίρ­ρω­ση : Οι δρά­σεις των κορ­τι­κο­ει­δών μπο­ρεί να αυ­ξη­θούν σε α­σθε­νείς με κίρ­ρω­ση ή υ­πο­θυ­ρε­ο­ει­δι­σμό.

Ψυ­χι­α­τρι­κά νο­σή­μα­τα : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται με προ­σο­χή σε ά­το­μα με προ­ϋ­πάρ­χου­σα συ­ναι­σθη­μα­τι­κή α­στά­θεια, σο­βα­ρή κα­τά­θλι­ψη ή ε­πιρ­ρέ­πεια σε ψυ­χω­σι­κές δι­α­τα­ρα­χές.   

Φαρ­μα­κευ­τι­κή αλ­λερ­γί­α : Τα πα­ρεν­τε­ρι­κά σκευ­ά­σμα­τα των κορ­τι­κο­ει­δών πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με ι­στο­ρι­κό φαρ­μα­κευ­τι­κής αλ­λερ­γί­ας.

Λοι­μώ­ξεις : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με πι­θα­νές ή γνω­στές λοι­μώ­ξεις, δε­δο­μέ­νου ό­τι :

  • Αυ­ξά­νουν την ε­πιρ­ρέ­πεια στην α­νά­πτυ­ξη λοι­μώ­ξε­ων
  • Μπο­ρεί να ε­πι­δει­νώ­σουν την δι­α­δρο­μή ή την έκ­βα­ση των λοι­μώ­ξε­ων, π.χ. μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν δι­ά­τρη­ση σε α­σθε­νείς με α­πλό ο­φθαλ­μι­κό έρ­πη­τα
  • Μπο­ρεί να α­να­ζω­πυ­ρώ­σουν λαν­θά­νου­σες λοι­μώ­ξεις ή να ε­πι­δει­νώ­σουν εν­δο­γε­νείς λοι­μώ­ξεις α­πό δι­ά­φο­ρους μι­κρο-ορ­γα­νι­σμούς, π.χ. να ε­νερ­γο­ποι­ή­σουν λαν­θά­νου­σα α­μοι­βα­δί­α­ση, γι΄ αυ­τό και σε κά­θε α­σθε­νή με α­νε­ξή­γη­τη δι­άρ­ροι­α πρέ­πει να α­πο­κλεί­ε­ται η λαν­θά­νου­σα ή ε­νερ­γός α­μοι­βα­δι­κή λοί­μω­ξη πριν α­πό την έ­ναρ­ξη της θε­ρα­πεί­ας με κορ­τι­κο­ει­δή
  • Μπο­ρεί να συγ­κα­λύ­ψουν με­ρι­κές α­πό τις εκ­δη­λώ­σεις των λοι­μώ­ξε­ων, να ευ­νο­ή­σουν την δι­α­σπο­ρά του λοι­μο­γό­νου μι­κρο-ορ­γα­νι­σμού και την α­νά­πτυ­ξη νέ­ων λοι­μώ­ξε­ων, ό­πως και να μει­ώ­σουν την αν­τί­στα­ση και την δυ­να­τό­τη­τα εν­τό­πι­σης των λοι­μώ­ξε­ων
  • Μπο­ρεί να ε­πι­δει­νώ­σουν τις συ­στη­μα­τι­κές μυ­κη­τι­α­σι­κές λοι­μώ­ξεις, γι΄αυ­τό και δεν πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται ε­άν προ­ϋ­πάρ­χουν ή εμ­φα­νι­σθούν τέ­τοι­ες λοι­μώ­ξεις, ε­κτός ε­άν χρει­ά­ζον­ται για τον έ­λεγ­χο φαρ­μα­κευ­τι­κών αν­τι­δρά­σε­ων που ο­φεί­λον­ται στην αμ­φο­τε­ρι­κί­νη Β. Η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση της αμ­φο­τε­ρι­κί­νης Β με υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει δι­όγ­κω­ση της καρ­διάς και συμ­φο­ρη­τι­κή καρ­δια­κή α­νε­πάρ­κεια
  • Μπο­ρεί να υ­πο­βο­η­θή­σουν την εγ­κα­τά­στα­ση δευ­τε­ρο­γε­νών ο­φθαλ­μι­κών λοι­μώ­ξε­ων από μύ­κη­τες ή ι­ούς
  • Μπο­ρεί να αρνητικοποιήσουν ψευδώς την δο­κι­μα­σί­α νι­τρο­κυα­νού του τε­τρα­ζο­λί­ου για βα­κτη­ρι­δια­κές λοι­μώ­ξεις.

Η χρή­ση της φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νης σε α­σθε­νείς με ε­νερ­γό φυ­μα­τί­ω­ση πρέ­πει να πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται μό­νο σε πε­ρι­πτώ­σεις κε­ραυ­νο­βό­λου ή κεγ­χρο­ει­δούς φυ­μα­τί­ω­σης, σε συν­δυα­σμό με την κα­τάλ­λη­λη αν­τι­φυ­μα­τι­κή α­γω­γή. Η κορ­τι­κο­ει­δο­θε­ρα­πεί­α, ε­άν εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη σε α­σθε­νείς με λαν­θά­νου­σα φυ­μα­τί­ω­ση ή θε­τι­κή Mantoux, ε­πι­βάλ­λει στε­νή πα­ρα­κο­λού­θη­ση, για­τί μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει α­να­ζω­πύ­ρω­ση της φυ­μα­τι­ώ­δους λοί­μω­ξης. Οι α­σθε­νείς αυ­τοί, εφ΄ό­σον θε­ρα­πεύ­ον­ται μα­κρο­χρό­νια με κορ­τι­κο­ει­δή, πρέ­πει να υ­πο­βάλ­λον­ται σε χη­μει­ο­προ­φύ­λα­ξη.

Τα παι­διά που θε­ρα­πεύ­ον­ται με α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κά φάρ­μα­κα εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­πιρ­ρε­πή σε λοι­μώ­ξεις α­πό τα υ­γι­ή. Π.χ. η α­νε­μευ­λο­γί­α και η ι­λα­ρά μπο­ρεί να έ­χουν βα­ρύ­τε­ρη, α­κό­μα και θα­να­τη­φό­ρα, δι­α­δρο­μή σε παι­διά θε­ρα­πευ­ό­με­να με α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών.

Παι­διά ή ε­νή­λι­κες που θε­ρα­πεύ­ον­ται με α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών, αλ­λά δεν έ­χουν προ­σβλη­θεί α­πό α­νε­μευ­λο­γί­α ή ι­λα­ρά, πρέ­πει να α­πο­φεύ­γουν την έκ­θε­ση στις λοι­μώ­ξεις αυ­τές και, αν τυ­χόν ε­κτε­θούν, να συμ­βου­λεύ­ον­ται τον για­τρό τους. Ε­άν ε­κτε­θούν στις λοι­μώ­ξεις αυ­τές, μπο­ρεί να χρεια­σθούν θε­ρα­πεί­α με α­πλή (IVIG) ή ει­δι­κή ε­ναν­τί­ον του ι­ού της α­νε­μευ­λο­γί­ας – έρ­πη­τα ζω­στή­ρα (VZIG) εν­δο­φλέ­βια α­νο­σο­σφαι­ρί­νη, α­νά­λο­γα με την πε­ρί­πτω­ση. Ε­άν εμ­φα­νί­σουν α­νε­μευ­λο­γί­α, μπο­ρεί να χρεια­σθούν θε­ρα­πεί­α με αν­τι-ι­ο­γε­νή φάρ­μα­κα.

19.7.16   ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να α­πο­φεύ­γον­ται σε εγ­κύ­ους με προ­ε­κλαμ­ψί­α, ε­κλαμ­ψί­α ή εν­δεί­ξεις βλά­βης του πλα­κούν­τα
  • Η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη, ε­πει­δή αυ­ξά­νει τον όγ­κο του αί­μα­τος, μπο­ρεί να ε­πι­δει­νώ­σει α­θό­ρυ­βη κα­τα­κρά­τη­ση υ­γρών α­πό άλ­λα αί­τια, ι­δι­αί­τε­ρα σε α­σθε­νείς με δι­α­βη­τι­κή στα­τι­κή υ­πό­τα­ση και δι­α­βη­τι­κή νε­φρο­πά­θεια.
  • Τα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν κα­τα­κρά­τη­ση να­τρί­ου και ύ­δα­τος με συ­νε­πα­κό­λου­θο οί­δη­μα, α­πώ­λεια κα­λί­ου, υ­πο­κα­λι­αι­μι­κή αλ­κά­λω­ση και υ­πέρ­τα­ση, ό­πως και συμ­φο­ρη­τι­κή καρ­δια­κή α­νε­πάρ­κεια σε ε­πιρ­ρε­πείς α­σθε­νείς. Οι α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δείς αυ­τές δρά­σεις εμ­φα­νί­ζον­ται συ­χνό­τε­ρα σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με μέ­τρι­ες ή με­γά­λες δό­σεις υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης και κορ­τι­ζό­νης, αλ­λά και με συν­θε­τι­κά γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή (ε­κτός α­πό την φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη), ι­δι­αί­τε­ρα ε­άν χο­ρη­γούν­ται μα­κρο­χρό­νια και σε με­γά­λες δό­σεις.
  • Πάν­τως, ε­πει­δή και η ο­ξει­κή φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη έ­χει δυ­νη­τι­κή α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δή δρά­ση, οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή μή­πως εμ­φα­νί­σουν υ­πέρ­τα­ση ή οί­δη­μα ή πά­ρουν βά­ρος. Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή με έν­το­νες α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δείς ι­δι­ό­τη­τες πρέ­πει να α­να­φέ­ρουν στο για­τρό τους ε­άν εμ­φα­νί­σουν οί­δη­μα.
  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους μα­κρο­χρό­νια με φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη συ­νι­στά­ται πε­ρι­ο­δι­κός έ­λεγ­χος των ε­πι­πέ­δων των η­λε­κτρο­λυ­τών του ο­ρού, δι­αι­τη­τι­κός πε­ρι­ο­ρι­σμός του ά­λα­τος και συμ­πλη­ρω­μα­τι­κή χο­ρή­γη­ση κα­λί­ου. Η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη, ό­πως ό­λα τα κορ­τι­κο­ει­δή, αυ­ξά­νει την α­πέκ­κρι­ση του α­σβε­στί­ου.
  • Η α­νε­πάρ­κεια του φλοι­ού των ε­πι­νε­φρι­δί­ων α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να με­τρια­σθεί με την προ­ο­δευ­τι­κή μεί­ω­ση της δό­σης του κορ­τι­κο­ει­δούς και να ε­πι­μεί­νει αρ­κε­τούς μή­νες με­τά την δι­α­κο­πή του.
  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να χρεια­σθούν ε­πι­πρό­σθε­τα αυ­ξη­μέ­νες δό­σεις τα­χέ­ως δρών­των κορ­τι­κο­ει­δών πριν, στη διά­ρκεια και με­τά α­πό α­συ­νή­θι­στους στρεσ­σο­γό­νους πα­ρά­γον­τες.
  • Η σω­μα­τι­κή α­νά­πτυ­ξη των βρε­φών και των παι­δι­ών που θε­ρα­πεύ­ον­ται μα­κρο­χρό­νια με κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται με προ­σο­χή.
  • Τα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή αν­τεν­δεί­κνυν­ται σε α­σθε­νείς με γνω­στή υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α στα κορ­τι­κο­ει­δή. Η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη αν­τεν­δεί­κνυ­ται σ΄ό­λες τις κα­τα­στά­σεις, ε­κτός α­πό ε­κεί­νες που α­παι­τούν ι­σχυ­ρή α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δή δρά­ση.
  • Πριν α­πό κά­θε χει­ρουρ­γι­κή ε­πέμ­βα­ση οι α­σθε­νείς πρέ­πει να ε­νη­με­ρώ­νουν τον για­τρό και τον ο­δον­τί­α­τρό τους ή τον α­ναι­σθη­σι­ο­λό­γο ό­τι παίρ­νουν ή έ­χουν πά­ρει πρό­σφα­τα (μέ­σα σε δι­ά­στη­μα 12 μη­νών) κορ­τι­κο­ει­δή
  • Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να α­να­φέ­ρουν στο για­τρό τους κά­θε λοί­μω­ξη ή εκ­δή­λω­ση εν­δει­κτι­κή λοί­μω­ξης ή κα­κώ­σεις που εμ­φα­νί­ζουν στη διά­ρκεια της κορ­τι­κο­ει­δο­θε­ρα­πεί­ας ή σε δι­ά­στη­μα 12 μη­νών με­τά την δι­α­κο­πή της
  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή, ό­ταν χο­ρη­γούν­ται σε με­γά­λες δό­σεις, συ­νι­στά­ται να λαμ­βά­νον­ται με­τά τα γεύ­μα­τα και ταυ­τό­χρο­να με αν­τι­ό­ξι­να στα εν­δι­ά­με­σα των γευ­μά­των, ώ­στε να προ­λη­φθεί η α­νά­πτυ­ξη πε­πτι­κού έλ­κους
  • Τα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή αν­τεν­δεί­κνυν­ται σε α­σθε­νείς με γνω­στή υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α στα κορ­τι­κο­ει­δή. Η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη αν­τεν­δεί­κνυ­ται σ΄ό­λες τις κα­τα­στά­σεις, ε­κτός α­πό ε­κεί­νες που α­παι­τούν ι­σχυ­ρή α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δή δρά­ση.
  • Ο χρό­νος προ­θρομ­βί­νης πρέ­πει να ε­λέγ­χε­ται τα­κτι­κά σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή και ταυ­τό­χρο­να κου­μα­ρι­νι­κά αν­τι­πη­κτι­κά, για­τί τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να τρο­πο­ποι­ή­σουν την αν­τα­πό­κρι­ση στα φάρ­μα­κα αυ­τά.
  • Η α­σπι­ρί­νη πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με υ­πο­προ­θρομ­βι­ναι­μί­α θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή
  • Ε­πει­δή οι ε­πι­πλο­κές της κορ­τι­κο­ει­δο­θε­ρα­πεί­ας ε­ξαρ­τών­ται α­πό την δό­ση του φαρ­μά­κου και την διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας, σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση πρέ­πει να σταθ­μί­ζε­ται η σχέ­ση ό­φε­λους/κίν­δυ­νο ό­σον α­φο­ρά την δό­ση και την διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας και την συ­χνό­τη­τα χο­ρή­γη­σης του φαρ­μά­κου (κα­θη­με­ρι­νά ή κα­τά δι­α­στή­μα­τα).
  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται στη μι­κρό­τε­ρη δυ­να­τή δό­ση για τον έ­λεγ­χο του νο­σή­μα­τος στο ο­ποί­ο α­πευ­θύ­νον­ται και, ό­ταν η μεί­ω­ση της δό­σης τους εί­ναι δυ­να­τή, να γί­νε­ται βαθ­μια­ία και ό­χι α­πό­το­μα.

(ΒΛ. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΙΣ ΓΕΝΙΚΕΣ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ)

19.7.17   ΔΟΣΕΙΣ - ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ

Οι δό­σεις της ο­ξει­κής φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νης ε­ξαρ­τών­ται α­πό την βα­ρύ­τη­τα της νό­σου και την αν­τα­πό­κρι­ση του α­σθε­νούς.

Αν­δρο­γεν­νη­τι­κό σύν­δρο­μο με α­πώ­λεια ά­λα­τος : 0.1-0.2 mg ο­ξει­κής φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νης η­με­ρη­σί­ως.

Νό­σος Addison : Φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη 0.1 mg/24ωρο, προ­τι­μό­τε­ρα σε συν­δυα­σμό με κορ­τι­ζό­νη 10-37.5 mg/24ωρο, σε δι­η­ρη­μέ­νες δό­σεις) ή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη (10-30 mg/24ωρο, σε δι­η­ρη­μέ­νες δό­σεις). Έχουν χρη­σι­μο­ποι­η­θεί δό­σεις α­πό 0.1 mg 3 φο­ρές ε­βδο­μα­δια­ίως έ­ως 0.2 mg/24ωρο. Ε­άν εμ­φα­νι­σθεί πα­ρο­δι­κή υ­πέρ­τα­ση, η δό­ση πρέ­πει να μει­ώ­νε­ται σε 0.05 mg/24ωρο.

Ορ­θο­στα­τι­κή υ­πό­τα­ση : 0.05-0.2 mg ε­φά­παξ κά­θε πρω­ί. Η α­νε­πάρ­κεια της δό­σης φαί­νε­ται α­πό την στα­τι­κή υ­πό­τα­ση, αύ­ξη­ση της δρα­στη­ρι­ό­τη­τας της ρε­νί­νης του πλά­σμα­τος ή υ­περ­κα­λι­αι­μί­α. Η δό­ση αυ­ξά­νε­ται μέ­χρις ό­του ε­πι­τευ­χθεί ε­παρ­κής κα­τα­στο­λή της δρα­στη­ρι­ό­τη­τας της ρε­νί­νης του πλά­σμα­τος (Thompson DG et al, 1979).

Η συ­νή­θης δό­ση συν­τή­ρη­σης α­νέρ­χε­ται σε 0.1-0.2 mg και, σε με­ρι­κές πε­ρι­πτώ­σεις, 0.3 mg η­με­ρη­σί­ως (Smith SJ et al, 1984).

19.7.18   ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ

1.  FLUDROCORTISONE  

     Εμ­πο­ρι­κή ο­νο­μα­σί­α

     Μορ­φές-πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τες

      Κα­τα­σκευα­στής

Paroticin

Ear Drops 10 ml 

ADELCO Α.Ε. 

2.  FLUDROCORTISONE ACETATE

     Εμ­πο­ρι­κή ο­νο­μα­σί­α 

     Μορ­φές-πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τες

      Κα­τα­σκευα­στής

Florinef

Tabl. 100 x 0,1 mg 

ΙΦΕΤ 

19.7.19   ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ

Δι­σκί­α : Πε­ρι­έ­χουν 0.1 mg ο­ξει­κής φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νης, φω­σφο­ρι­κό α­σβέ­στιο, D&C red No 27, ά­μυ­λο α­ρα­βο­σί­του, λα­κτό­ζη, στε­α­ρι­κό μα­γνή­σιο, βεν­ζο­ϊ­κό νά­τριο και ταλκ. Πρέ­πει να φυ­λάσ­σον­ται σε θερ­μο­κρα­σί­α δω­μα­τί­ου ή <25ο C.

Το­πι­κά σκευ­ά­σμα­τα : Χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται σε λοι­μώ­ξεις του δέρ­μα­τος, των ώ­των και των ο­φθαλ­μών, σε συν­δυα­σμό με αμ­φο­τε­ρι­κί­νη, θει­ι­κή νε­ο­μυ­κί­νη, γρα­μι­σι­δί­νη, θει­ι­κή πο­λυ­μυ­ξί­νη Β, υ­δρο­χλω­ρι­κή λι­δο­καΐνη, θει­ού­χο σε­λή­νιο ή ι­σο­ε­θι­ο­νι­κή ε­ξα­μί­νη.

 

 

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΟΞΕΙΚΗΣ ΦΘΟΡΙΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗΣ

H ο­ξει­κή φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη εί­ναι έ­να συν­θε­τι­κό γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δές με πο­λύ ι­σχυ­ρές δυ­νη­τι­κές α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δείς και ι­σχυ­ρές γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δείς ι­δι­ό­τη­τες.

Ε­πει­δή δι­α­θέ­τει έν­το­νη ι­κα­νό­τη­τα κα­τα­κρά­τη­σης του να­τρί­ου, αν­τεν­δεί­κνυ­ται σε ό­λες τις κα­τα­στά­σεις, ε­κτός α­πό ε­κεί­νες που α­παι­τούν ι­σχυ­ρή α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δή δρά­ση. Δεν χρη­σι­μο­ποι­εί­ται στη συ­στη­μα­τι­κή per os θε­ρα­πεί­α των ρευ­μα­τι­κών νο­ση­μά­των, αλλ΄εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή σε άλ­λα, μη ρευ­μα­τι­κά νο­σή­μα­τα (συγ­γε­νής υ­περ­πλα­σί­α των ε­πι­νε­φρι­δί­ων, ορ­θο­στα­τι­κή υ­πό­τα­ση, η­λε­κτρο­λυ­τι­κές δι­α­τα­ρα­χές, πε­ρι­φε­ρι­κή ι­σχαι­μί­α).

17.8   ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ

Η υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη εί­ναι έ­να φυ­σι­κό κορ­τι­κο­ει­δές, χρη­σι­μο­ποι­ού­με­νο κυ­ρί­ως για τις αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δεις και α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές του δρά­σεις και για ορ­μο­νι­κή α­να­πλη­ρω­μα­τι­κή θε­ρα­πεί­α.

Εί­ναι το πρώ­το συν­θε­τι­κό κορ­τι­κο­ει­δές που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε στην κλι­νι­κή πρά­ξη, δε­δο­μέ­νου ό­τι η 11-oxo-ο­μά­δα του βα­σι­κού στε­ρο­ει­δι­κού μο­ρί­ου συν­τί­θε­ται ευ­κο­λό­τε­ρα.

Η υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη εί­ναι ταυ­τό­ση­μη με την κορ­τι­ζό­λη. Η υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη συ­νή­θως α­να­φέ­ρε­ται στο φάρ­μα­κο, ε­νώ η κορ­τι­ζό­λη, στο εν­δο­γε­νώς πα­ρα­γό­με­νο κορ­τι­κο­ει­δές.
ΑΛΑΤΑ/ΕΣΤΕΡΕΣ ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΟΙ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΑ ΠΡΑΞΗ
  • Υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη (Hydrocortisone)
  • Να­τρι­ού­χος σουκ­κι­νι­κή ή να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη (Hydrocortisone so­dium succi­nate)
  • Ο­ξει­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη (Hydrocortisone acetate)
  • Να­τρι­ού­χος φω­σφο­ρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη (Hydrocortisone sodium phosphate)
  • Βου­τε­πρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη (Hydrocortisone buteprate)
  • Κυ­πι­ο­νι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη (Hydrocortisone cypionate)  
  • Βα­λε­ρι­α­νι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη (Hydrocortisone valerate)
  • Βου­τυ­ρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη (Hydrocortisone butyrate) 
19.8.1   ΧΗΜΕΙΑ

19.8.1.1  Υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη (Hydrocortisone)

Χη­μι­κό ό­νο­μα : pregn-4-ene-3,20-dione,11,17,21-trihydroxy-,(11β)

Μο­ρια­κός τύ­πος : C21H30O5

 

ΕΙΚΟΝΑ 94 : Συν­τα­κτι­κός τύ­πος υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης

Πε­ρι­γρα­φή : Η υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη εί­ναι υ­πό­λευ­κη έ­ως λευ­κή, ά­ο­σμη κρυ­σταλ­λι­κή σκό­νη, ε­λά­χι­στα δι­α­λυ­τή στο ύ­δωρ και τον αι­θέ­ρα, ε­λα­φρά στο χλω­ρο­φόρ­μιο και πο­λύ δι­α­λυ­τή στην α­κε­τό­νη και το οι­νό­πνευ­μα. Έχει μο­ρια­κό βά­ρος 362.46, ση­μεί­ο τή­ξης 215ο C και υ­ψη­λό συν­τε­λε­στή με­ρι­σμού n-ο­κτα­νό­λης/ύ­δωρ.

 

 

 

 

 

19.8.1.2  Ο­ξει­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη (Hydrocortisone acetate)

Χη­μι­κό ό­νο­μα : pregn-4-ene-3,20 dione, 21-(acetyloxy)-11,17-dihydroxy-,(11β)

Μο­ρια­κός τύ­πος :  C23H32O6

 

ΕΙΚΟΝΑ 95 : Συν­τα­κτι­κός τύ­πος ο­ξει­κής υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης 

Πε­ρι­γρα­φή : Η ο­ξει­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη έ­χει μο­ρια­κό βά­ρος 404.5, δι­α­λυ­τό­τη­τα στο οι­νό­πνευ­μα 1/230, αλ­λά πο­λύ μι­κρή στο ύ­δωρ και υ­ψη­λό συν­τε­λε­στή με­ρι­σμού n-ο­κτα­νό­λης/ύ­δωρ. Προ­ο­ρί­ζε­ται για εν­δαρ­θρι­κή, εν­δο­θυ­λα­κι­κή ή εν­δο­ϋ­με­νι­κή χρή­ση ή χο­ρή­γη­ση μέ­σα σε αλ­λοι­ώ­σεις ή α­πό το ορ­θό.

19.8.1.3   Να­τρι­ού­χος φω­σφο­ρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη (Hydrocortisone sodium phosphate)

Χη­μι­κό ό­νο­μα : 11β,17-dihydroxy-21-(phosphonooxy)-pregn-4-ene-3,20-dione disodium salt 

Μο­ρια­κός τύ­πος : C21H29Na2O8P.

 

ΕΙΚΟΝΑ 96 : Συν­τα­κτι­κός τύ­πος να­τρι­ού­χου φω­σφο­ρι­κής υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης 

Πε­ρι­γρα­φή : Η να­τρι­ού­χος φω­σφο­ρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη εί­ναι λευ­κή έ­ως ε­λα­φρά κί­τρι­νη, ά­ο­σμη ή πρα­κτι­κά ά­ο­σμη, σκό­νη, ε­λεύ­θε­ρα δι­α­λυ­τή στο ύ­δωρ και ε­ξαι­ρε­τι­κά υ­γρο­σκο­πι­κή. Το μο­ρια­κό της βά­ρος εί­ναι 486.41.

19.8.1.4   Βου­τυ­ρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη (Hydrocortisone butyrate)

Χη­μι­κό ό­νο­μα : 11β, 17, 21-trihydroxy-4-pregnene-3, 20-dione 17-butyrate

Μο­ρια­κός τύ­πος : C25H36O6

 

ΕΙΚΟΝΑ 97 : Συν­τα­κτι­κός τύ­πος βου­τυ­ρι­κής υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης 

Πε­ρι­γρα­φή : Η βου­τυ­ρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη εί­ναι λευ­κή, ά­ο­σμη, πι­κρής γεύ­σης, κρυ­σταλ­λι­κή σκό­νη. ΄Εχει μο­ρια­κό βά­ρος 432.6, με­γά­λη δι­α­λυ­τό­τη­τα στο οι­νό­πνευ­μα και πο­λύ χα­μη­λή στο ύ­δωρ και υ­ψη­λό συν­τε­λε­στή με­ρι­σμού n-ο­κτα­νό­λης/ύ­δωρ.

 

19.8.1.5  Να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη (Hydrocortisone sodium succinate)

Χη­μι­κό ό­νο­μα : Pregn – 4 – ene - 3,20 - dione,21-(3-carboxy-1-oxopropoxy)-11,17-dihydroxy-monosodium salt, (11β)-

Μο­ρια­κός τύ­πος : C25H33NaO8

Πε­ρι­γρα­φή : Η να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη εί­ναι λευ­κή ή σχε­δόν λευ­κή, ά­ο­σμη υ­γρο­σκο­πι­κή σκό­νη, ευ­δι­ά­λυ­τη στο ύ­δωρ και το οι­νό­πνευ­μα, δυσ­δι­ά­λυ­τη στην α­κε­τό­νη και α­δι­ά­λυ­τη στο χλω­ρο­φόρ­μιο.΄Ε­χει μο­ρια­κό βά­ρος 484.52. Προ­ο­ρί­ζε­ται για ενδομυϊκή ή εν­δο­φλέ­βια χρή­ση.

19.8.1.6   Βα­λε­ρι­α­νι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη (Hydrocortisone valerate)

Χη­μι­κό ό­νο­μα : Pregn-4-ene-3, 20-dione,11,21-dihydroxy-17-[(1-oxopentyl)oxy]-,(11β)-

Μο­ρια­κός τύ­πος : C26H38O6

Πε­ρι­γρα­φή : Η βα­λε­ρι­α­νι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη εί­ναι λευ­κή, ά­ο­σμη, κρυ­σταλ­λι­κή σκό­νη, με πι­κρή γεύ­ση. Η κρέ­μα και η α­λοι­φή της βα­λε­ρι­α­νι­κής υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης πε­ρι­έ­χουν 0.2% της δρα­στι­κής ου­σί­ας. Η βα­λε­ρι­α­νι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη έ­χει μο­ρια­κό βά­ρος 446.58 και υ­ψη­λό συν­τε­λε­στή με­ρι­σμού n-ο­κτα­νό­λης/ύ­δωρ.

19.8.2   ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ

Η υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη εί­ναι το κύ­ριο γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δές το ο­ποί­ο συν­τί­θε­ται α­πό τον φλοι­ό των ε­πι­νε­φρι­δί­ων στον άν­θρω­πο. Οι κύ­ρι­ες δρά­σεις της εί­ναι αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δεις και α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές. Δρα ε­λέγ­χον­τας την σύν­θε­ση των πρω­τε­ϊ­νών. Αν­τι­δρά με έ­ναν εν­δο­κυτ­τά­ριο υ­πο­δο­χέ­α, ο­δη­γών­τας σε α­πο­σύν­δε­ση μιας φω­σφο­ρυ­λι­ω­μέ­νης πρωτεΐνης (μί­α πρωτεΐνη θερ­μι­κού shock) α­πό το σύμ­πλο­κο του υ­πο­δο­χέ­α. Α­να­στέλ­λει την αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δη αν­τα­πό­κρι­ση α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό τον ε­κλυ­τι­κό πα­ρά­γον­τα, πι­θα­νώς ε­λατ­τώ­νον­τας την πα­ρα­γω­γή δι­ά­φο­ρων αγ­γει­ο­δρα­στι­κών χη­μι­κών που α­πε­λευ­θε­ρώ­νον­ται στη διά­ρκεια της φλεγ­μο­νώ­δους δι­α­δι­κα­σί­ας, ό­πως οι κι­νί­νες, η ι­στα­μί­νη, λυ­σο­σω­μι­κά έν­ζυ­μα, ει­κο­σα­νο­ει­δή και το σύ­στη­μα του συμ­πλη­ρώ­μα­τος.

ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ-ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΡΑΣΗΣ :

  • Α­να­στέλ­λει την σύν­θε­ση των προ­στα­γλαν­δι­νών μέ­σω της σύν­θε­σης μιας ο­μά­δας πρω­τε­ϊ­νών (λι­πο­κορ­τί­νη ή μα­κρο­κορ­τί­νη), η ο­ποί­α α­να­στέλ­λει την δρα­στη­ρι­ό­τη­τα της φω­σφο­λι­πά­σης Α2. Η λι­πο­κορ­τί­νη ε­πί­σης α­να­στέλ­λει την σύν­θε­ση του πα­ρά­γον­τα ε­νερ­γο­ποί­η­σης των αι­μο­πε­τα­λί­ων (PAF).
  • Α­να­στέλ­λει μό­νο ο­ρια­κά την χυ­μι­κή αν­τα­πό­κρι­ση, σε θε­ρα­πευ­τι­κές δό­σεις
  • Δεν α­να­στέλ­λει τις κυτ­τα­ρο­ε­ξαρ­τώ­με­νες α­παν­τή­σεις, αυ­τές κα­θαυ­τές, αλ­λά προ­λα­βαί­νει τις εκ­δη­λώ­σεις τους
  • Ε­πη­ρε­ά­ζει τον με­τα­βο­λι­σμό των πρω­τεϊνών και των λι­πι­δί­ων
  • Έχει α­σθε­νή α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δή δρά­ση (0.1% της αλ­δο­στε­ρό­νης)
  • Προ­κα­λεί δυ­σα­νε­ξί­α στη γλυ­κό­ζη
  • Αυ­ξά­νει την νε­ο­γλυ­κο­γέ­νε­ση, λό­γω πε­ρι­φε­ρι­κής και η­πα­τι­κής δρά­σης
  • Αυ­ξά­νει τον κα­τα­βο­λι­σμό
  • Α­να­κα­τα­νέ­μει το λί­πος του σώ­μα­τος
  • Δι­ευ­κο­λύ­νει την λι­πό­λυ­ση
  • Προ­κα­λεί κα­τα­κρά­τη­ση να­τρί­ου και ύ­δα­τος
  • Δι­ε­γεί­ρει την αι­μο­ποί­η­ση
  • Ε­λατ­τώ­νει τον α­ριθ­μό των κυ­κλο­φο­ρούν­των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων ή μο­νο­κυτ­τά­ρων.

19.8.3   ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ

  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν μεί­ω­ση του βά­ρους των ε­πι­νε­φρι­δί­ων, η­πα­τι­κές αλ­λοι­ώ­σεις, συμ­πύ­κνω­ση του πνεύ­μο­να και γα­στρεν­τε­ρι­κές δι­α­τα­ρα­χές, σε πον­τι­κούς και α­ρου­ραί­ους.

 

 

  • Μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν σχι­σμή του χεί­λους και της υ­πε­ρώ­ας, στα ζώ­α και τον άν­θρω­πο
  • Δεν φαί­νε­ται να έ­χουν καρ­κι­νο­γό­νο δρά­ση στον άν­θρω­πο, αν και συν­δέ­ον­ται με κα­κο­ή­θη νο­σή­μα­τα σε μα­κρο­χρό­νια α­νο­σο­κα­τε­σταλ­μέ­νους α­σθε­νείς
  • Δεν έ­χουν με­ταλ­λα­ξι­ο­γό­νο δρά­ση.

19.8.4   ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ

Η υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη, με­τά την per os χο­ρή­γη­σή της, α­πορ­ρο­φά­ται α­μέ­σως α­πό τον γα­στρεν­τε­ρι­κό σω­λή­να και φθά­νει σε μέ­γι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις στο πλά­σμα με­τά α­πό 90΄. Η βι­ο­δι­α­θε­σι­μό­τη­τά της έ­χει με­γά­λες ε­ξα­το­μι­κευ­μέ­νες δι­α­κυ­μάν­σεις (0.26-0.91), λό­γω προ­συ­στη­μα­τι­κού με­τα­βο­λι­σμού (9-74%) (Taylor P et al, 1990).

  

ΕΙΚΟΝΑ 98 : Μεταβολισμός υδροκορτιζόνης

Ο t(1/2) της υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης στο πλά­σμα α­νέρ­χε­ται πε­ρί­που σε 90΄, ε­νώ αυ­ξά­νε­ται με με­γα­λύ­τε­ρες δό­σεις (εύ­ρος 60-120΄σε δι­α­φο­ρε­τι­κά ά­το­μα) (Toothaker RD et al, 1982; Heazelwood VJ et al, 1984), αλ­λά ο βι­ο­λο­γι­κός t(1/2), ό­σον α­φο­ρά την αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δη δρά­ση, εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρος (8-12 ώ­ρες). Η μέ­ση κά­θαρ­ση της υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης α­νέρ­χε­ται σε 209-294 ml/min-1, αυ­ξα­νό­με­νη α­να­λο­γι­κά με το ύ­ψος της δό­σης. Ο t(1/2) της υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης μπο­ρεί να πα­ρα­τα­θεί σε α­σθε­νείς με η­πα­τι­κά νο­σή­μα­τα (έ­ως 5 ώ­ρες) ή να μει­ω­θεί σε πά­σχον­τες α­πό θυ­ρε­ο­το­ξί­κω­ση (σε 60΄) ή α­πό φάρ­μα­κα (π.χ. φαι­νυ­τοί­νη). Ο όγ­κος κα­τα­νο­μής της υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης α­νέρ­χε­ται σε  0.4-0.7 l/kg-1 (Heazelwood VJ et al, 1984).

Η υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη, σε πο­σο­στό πε­ρί­που 90-95%, συν­δέ­ε­ται με τις πρωτεΐνες του πλά­σμα­τος (10% με την λευ­κω­μα­τί­νη και 80% με μια χα­μη­λής χω­ρη­τι­κό­τη­τας και υ­ψη­λής συγ­γέ­νειας α2 σφαι­ρί­νη) ή με μια πρωτεΐνη συν­δε­ό­με­νη με την κορ­τι­ζό­λη. Η συν­δε­τι­κή ι­κα­νό­τη­τα της τραν­σκορ­τί­νης α­νέρ­χε­ται πε­ρί­που σε 200-250 μg/l-1. Σε υ­ψη­λό­τε­ρα ε­πί­πε­δα, η σύν­δε­ση με την λευ­κω­μα­τί­νη εί­ναι ι­σχυ­ρό­τε­ρη (Taylor P et al, 1990). Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με με­γά­λες δό­σεις υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης, η σύν­δε­ση με την τραν­σκορ­τί­νη κο­ρέν­νυ­ται και η ο­λι­κή πρω­τε­ϊ­νι­κή σύν­δε­ση μει­ώ­νε­ται πε­ρί­που στο 58% (Begg EJ et al, 1987).

Η υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη α­πορ­ρο­φά­ται βρα­δύ­τε­ρα ε­άν ε­νε­θεί εν­δο­μυ­ϊ­κά, γι΄αυ­τό και η χο­ρή­γη­σή της μέ­σω της ο­δού αυ­τής δεν συ­νι­στά­ται. Η ο­ξει­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη α­πορ­ρο­φά­ται per os λι­γό­τε­ρο α­πό την υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη και ε­λά­χι­στα με­τά α­πό την εν­δο­μυι­κή, εν­δαρ­θρι­κή ή μέ­σα σε μα­λα­κά μό­ρια χο­ρή­γη­σή της.

Η να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη έ­χει τις ί­δι­ες με­τα­βο­λι­κές και αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δεις ι­δι­ό­τη­τες με την υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη. Ό­ταν χο­ρη­γούν­ται πα­ρεν­τε­ρι­κά και σε ι­σο­μο­ρια­κές πο­σό­τη­τες, οι 2 αυ­τές ε­νώ­σεις έ­χουν ι­σο­δύ­να­μη βι­ο­λο­γι­κή δρά­ση. Οι δρά­σεις της εν­δο­φλέ­βια χο­ρη­γού­με­νης να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κής υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης εμ­φα­νί­ζον­ται εν­τός μιας ώ­ρας και δια­ρκούν άλ­λο­τε άλ­λο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα. Η α­πέκ­κρι­ση της να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κής υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται εν­τός 12 ω­ρών. Ε­άν α­παι­τούν­ται στα­θε­ρά υ­ψη­λά ε­πί­πε­δα του φαρ­μά­κου στο αί­μα, οι ε­νέ­σεις πρέ­πει να γί­νον­ται κά­θε 4-6 ώ­ρες. Η εν­δο­μυϊ­κά χο­ρη­γού­με­νη να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη α­πεκ­κρί­νε­ται με τον ί­διο τρό­πο ό­πως και η εν­δο­φλέ­βια.

Η υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη με­τα­βο­λί­ζε­ται ευ­ρέ­ως και τα­χέ­ως στο ή­παρ και τους πε­ρισ­σό­τε­ρους άλ­λους ι­στούς του σώ­μα­τος σε τε­τρα­ϋ­δρο­κορ­τι­ζό­νη και τε­τρα­ϋ­δρο­κορ­τι­ζό­λη, οι ο­ποί­ες α­πεκ­κρί­νον­ται α­πό τα ού­ρα, κυ­ρί­ως σαν γλυ­κου­ρο­νι­δι­κά σύμ­πλο­κα (Fukushima DK et al, 1960). Η με­γά­λη η­λι­κί­α δεν φαί­νε­ται να ε­πη­ρε­ά­ζει σε με­γά­λο βαθ­μό την κι­νη­τι­κή της υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης. Οι με­τα­βο­λί­τες και τα σύμ­πλο­κά τους έ­χουν καμ­μί­α ή ε­λά­χι­στη βι­ο­λο­γι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα.

Σε δι­ά­φο­ρους ι­στούς (ι­δι­αί­τε­ρα το ή­παρ, τους νε­φρούς, το πα­χύ έν­τε­ρο και τις πα­ρω­τί­δες) μπο­ρεί να πα­ρα­τη­ρη­θεί α­να­στρέ­ψι­μη ο­ξεί­δω­ση της 11-υ­δρο­ξυλ-ο­μά­δας, η ο­ποί­α και κα­τα­στέλ­λει την αλ­λη­λε­πί­δρα­ση με τον αλατοκορτικοειδή υ­πο­δο­χέ­α.

19.8.5  ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ – ΤΟΞΙΚΟ­ΤΗΤΑ

Δεν υ­πάρ­χουν ε­παρ­κείς πλη­ρο­φο­ρί­ες.

19.8.6   ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

19.8.6.1   ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

Αλ­δεσ­λευ­κί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να μει­ώ­σουν την αν­τι­νε­ο­πλα­σμα­τι­κή δρά­ση, αλ­λά και τις ε­πι­πλο­κές (πυ­ρε­τός, νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια, υ­περ­χο­λε­ρυ­θρι­ναι­μί­α, σύγ­χυ­ση, δύ­σπνοι­α), της αλ­δεσ­λευ­κί­νης.

Συ­στά­σεις : Τα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να α­πο­φεύ­γον­ται σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με αλ­δεσ­λευ­κί­νη.

Α­μι­νο­γλου­τε­θι­μί­δη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η α­μι­νο­γλου­τε­θι­μί­δη μπο­ρεί να μει­ώ­σει τις α­να­με­νό­με­νες φαρ­μα­κο­λο­γι­κές δρά­σεις των κορ­τι­κο­ει­δών και, ε­πο­μέ­νως, της υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης. Πάν­τως, η υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη εί­ναι λι­γό­τε­ρο πι­θα­νό να αλ­λη­λε­πι­δρά­σει με την α­μι­νο­γλου­τε­θι­μί­δη.

Συ­στά­σεις :

  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με α­μι­νο­γλου­τε­θι­μί­δη, η υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη πρέ­πει πι­θα­νώς να χο­ρη­γεί­ται σε με­γα­λύ­τε­ρη δό­ση.
  • Η αν­τα­πό­κρι­ση του α­σθε­νούς στην υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται και η δό­ση της υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν η α­μι­νο­γλου­τε­θι­μί­δη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται.

Αν­τι­δι­α­βη­τι­κά, αν­τι­ϋ­περ­τα­σι­κά ή αν­τι­γλαυ­κω­μα­τι­κά φάρ­μα­κα

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τις α­παι­τή­σεις για ιν­σου­λί­νη ή υ­πο­γλυ­και­μι­κούς per os πα­ρά­γον­τες, αν­τι­ϋ­περ­τα­σι­κά ή αν­τι­γλαυ­κω­μα­τι­κά φάρ­μα­κα. Η μα­κρο­χρό­νια θε­ρα­πεί­α με κορ­τι­κο­ει­δή συ­χνά συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό αν­τί­στα­ση στην ιν­σου­λί­νη.

Συ­στά­σεις :

  • Το σάκ­χα­ρο του αί­μα­τος πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται συ­χνά και η δό­ση των per os αν­τι­δι­α­βη­τι­κών να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν τα κορ­τι­κο­ει­δή προ­στί­θεν­ται, δι­α­κό­πτον­ται ή τρο­πο­ποι­εί­ται η δό­ση τους.
  • Οι δι­α­βη­τι­κοί που θε­ρα­πεύ­ον­ται με ιν­σου­λί­νη μπο­ρεί να χρεια­σθούν αύ­ξη­ση της δό­σης της ιν­σου­λί­νης ό­ταν στη θε­ρα­πεί­α προ­στί­θεν­ται κορ­τι­κο­ει­δή. Η δό­ση της ιν­σου­λί­νης πρέ­πει να μει­ώ­νε­ται με­τά την δι­α­κο­πή του κορ­τι­κο­ει­δούς. 

Αν­τι­ό­ξι­να

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα αν­τι­ό­ξι­να, ε­πει­δή σχη­μα­τί­ζουν σύμ­πλο­κα στον γα­στρεν­τε­ρι­κό σω­λή­να, μπο­ρεί να μει­ώ­σουν την α­πορ­ρό­φη­ση των per os χο­ρη­γού­με­νων κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις :

  • Σε α­σθε­νείς που παίρ­νουν αν­τι­ό­ξι­να, τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να χρεια­σθεί να χο­ρη­γη­θούν σε με­γα­λύ­τε­ρη δό­ση.
  • Τα αν­τι­ό­ξι­να πρέ­πει να λαμ­βά­νον­ται σε ό­σο το δυ­να­τόν με­γα­λύ­τε­ρη α­πό­στα­ση α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή.
  • Η αν­τα­πό­κρι­ση του α­σθε­νούς στο κορ­τι­κο­ει­δές πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται και η δό­ση του να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν τα αν­τι­ό­ξι­να προ­στί­θεν­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτον­ται.

Αν­τι­πη­κτι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση των αν­τι­πη­κτι­κών με τα κορ­τι­κο­ει­δή εί­ναι α­πρό­βλε­πτη. Τα κορ­τι­κο­ει­δή άλ­λο­τε αυ­ξά­νουν και άλ­λο­τε ε­λατ­τώ­νουν την δρά­ση τους. Α­κό­μα, μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν αι­μορ­ρα­γί­α, δε­δο­μέ­νου ό­τι έ­χουν α­νά­στρο­φη δρά­ση στην α­κε­ραι­ό­τη­τα του τοι­χώ­μα­τος των αγ­γεί­ων και στη λει­τουρ­γί­α των αι­μο­πε­τα­λί­ων.

Συ­στά­σεις : Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με αν­τι­πη­κτι­κά, η δό­ση τους πρέ­πει να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν τα κορ­τι­κο­ει­δή προ­στί­θεν­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτον­ται και οι ερ­γα­στη­ρια­κοί δεί­κτες της πή­ξης του αί­μα­τος να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται τα­κτι­κά ώ­στε να δι­α­τη­ρη­θεί το ε­πι­θυ­μη­τό αν­τι­πη­κτι­κό α­πο­τέ­λε­σμα.

Αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κοί πα­ρά­γον­τες

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Σε α­σθε­νείς με βα­ριά μυ­α­σθέ­νεια τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να ε­ξα­σθε­νή­σουν τις α­να­με­νό­με­νες δρά­σεις των αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κών φαρ­μά­κων (αμ­πε­νό­νιο, νε­ο­στιγ­μί­νη, πυ­ρι­δο­στιγ­μί­νη και πι­θα­νώς ορ­γα­νο­φω­σφο­ρι­κά αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κά πα­ρα­σι­το­κτό­να), προ­κα­λών­τας έν­το­νη α­δυ­να­μί­α. Οι δρά­σεις των αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κών φαρ­μά­κων μπο­ρεί να αυ­ξη­θούν με­τά την δι­α­κο­πή των κορ­τι­κο­ει­δών.

Μη­χα­νι­σμός : Ο μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής εί­ναι ά­γνω­στος. 

Συ­στά­σεις :

  • Ε­άν εί­ναι δυ­να­τόν, τα αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κά φάρ­μα­κα πρέ­πει να α­πο­σύ­ρον­ται του­λά­χι­στον 24 ώ­ρες πριν α­πό την έ­ναρ­ξη της θε­ρα­πεί­ας με κορ­τι­κο­ει­δή.
  • Ε­άν η συγ­χο­ρή­γη­σή τους με κορ­τι­κο­ει­δή εί­ναι θε­ρα­πευ­τι­κά α­πα­ραί­τη­τη, πρέ­πει να γί­νε­ται κά­τω α­πό προ­σε­κτι­κή πα­ρα­κο­λού­θη­ση.
  • Ε­άν εμ­φα­νι­σθεί α­να­πνευ­στι­κή κα­τα­στο­λή, πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­εί­ται μη­χα­νι­κή υ­πο­στή­ρι­ξη, ε­άν εί­ναι α­πα­ραί­τη­το. 

Βαρ­βι­του­ρι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα βαρ­βι­του­ρι­κά μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τον με­τα­βο­λι­σμό των κορ­τι­κο­ει­δών ε­νερ­γο­ποι­ών­τας τα η­πα­τι­κά μι­κρο­σω­μι­κά έν­ζυ­μα, και ε­πο­μέ­νως να ε­ξα­σθε­νή­σουν τις φαρ­μα­κο­λο­γι­κές δρά­σεις των κορ­τι­κο­ει­δών, και να προ­κα­λέ­σουν έ­ξαρ­ση της νό­σου για την ο­ποί­α τα κορ­τι­κο­ει­δή χο­ρη­γούν­ται. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή μπο­ρεί να πα­ρα­τη­ρη­θεί αρ­κε­τές η­μέ­ρες με­τά την δι­α­κο­πή των βαρ­βι­του­ρι­κών.

Συ­στά­σεις :

  • Ε­άν η ταυ­τό­χρο­νη θε­ρα­πεί­α με κορ­τι­κο­ει­δή και βαρ­βι­του­ρι­κά εί­ναι α­να­πό­φευ­κτη, μπο­ρεί να χρεια­σθεί αύ­ξη­ση της δό­σης του κορ­τι­κο­ει­δούς.
  • Ε­άν τα δύ­ο αυ­τά φάρ­μα­κα χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται ταυ­τό­χρο­να και η κα­τά­στα­ση του α­σθε­νούς στα­θε­ρο­ποι­η­θεί, μπο­ρεί να χρεια­σθεί ε­λάτ­τω­ση της δό­σης του κορ­τι­κο­ει­δούς με­τά την δι­α­κο­πή των βαρ­βι­του­ρι­κών.

Γεν­νη­τι­κές ορ­μό­νες

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα αν­τι­συλ­λη­πτι­κά per os και τα οι­στρο­γό­να α­να­στέλ­λουν τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό με­ρι­κών κορ­τι­κο­ει­δών, ό­πως και της εν­δο­γε­νούς κορ­τι­ζό­λης. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις θε­ρα­πευ­τι­κές, αλ­λά και τις το­ξι­κές, δρά­σεις των κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό αυ­τό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή για ση­μεί­α το­ξι­κό­τη­τας α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή και να μει­ώ­νε­ται η δό­ση του κορ­τι­κο­ει­δούς, ε­άν χρει­ά­ζε­ται.

Ιν­δο­με­θα­κί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ιν­δο­με­θα­κί­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει την συ­χνό­τη­τα ή/και βα­ρύ­τη­τα α­νά­πτυ­ξης γα­στρεν­τε­ρι­κού έλ­κους σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή.

Συ­στά­σεις : Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό αυ­τό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή για ση­μεί­α γα­στρεν­τε­ρι­κού έλ­κους και η δό­ση τους να τρο­πο­ποι­εί­ται, ε­άν χρει­ά­ζε­ται.

Ι­σο­νι­α­ζί­δη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό ή την νε­φρι­κή κά­θαρ­ση, και ε­πο­μέ­νως να μει­ώ­σουν την αν­τι­φυ­μα­τι­κή δρά­ση, της ι­σο­νι­α­ζί­δης
  • Η ι­σο­νι­α­ζί­δη μπο­ρεί να μει­ώ­σει τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό των κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Ε­άν υ­πάρ­χουν εν­δεί­ξεις αλ­λη­λε­πί­δρα­σης με­τα­ξύ κορ­τι­κο­ει­δών-ι­σο­νι­α­ζί­δης μπο­ρεί να χρεια­σθεί τρο­πο­ποί­η­ση της δό­σης του ε­νός ή και των δύ­ο φαρ­μά­κων. 

Ι­τρα­κο­να­ζό­λη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ι­τρα­κο­να­ζό­λη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις στο πλά­σμα και ε­πο­μέ­νως τις ε­πι­πλο­κές (μυ­ο­πά­θεια, μυϊκή α­δυ­να­μί­α, δυ­σα­νε­ξί­α στη γλυ­κό­ζη) των κορ­τι­κο­ει­δών.

Μη­χα­νι­σμός : Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή ο­φεί­λε­ται σε α­να­στο­λή του κυ­το­χρώ­μα­τος P450 3A4 α­πό την ι­τρα­κο­να­ζό­λη.

Συ­στά­σεις :

  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με ι­τρα­κο­να­ζό­λη, τα κορ­τι­κο­ει­δή, ε­άν εί­ναι α­πα­ραί­τη­τα, μπο­ρεί να χρεια­σθεί να χο­ρη­γη­θούν σε μι­κρό­τε­ρη δό­ση.
  • Οι α­σθε­νείς που αρ­χί­ζουν ή δι­α­κό­πτουν την θε­ρα­πεί­α με ι­τρα­κο­να­ζό­λη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται μή­πως εμ­φα­νί­σουν εκ­δη­λώ­σεις το­ξι­κό­τη­τας και να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα η δό­ση των κορ­τι­κο­ει­δών.

Κα­λι­ο­πε­νι­κά φάρ­μα­κα

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα κα­λι­ο­πε­νι­κά δι­ου­ρη­τι­κά (θει­α­ζί­δες, φου­ρο­σε­μί­δη, αι­θα­κρυ­νι­κό ο­ξύ) και άλ­λα κα­λι­ο­πε­νι­κά φάρ­μα­κα, ό­πως η αμ­φο­τε­ρι­κί­νη Β, μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν την κα­λι­ο­πε­νι­κή δρά­ση των γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Το κά­λιο του ο­ρού πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή ταυ­τό­χρο­να με κα­λι­ο­πε­νι­κά φάρ­μα­κα.

Καρ­δι­ο­το­νω­τι­κά

Η υ­πο­κα­λι­αι­μί­α η προ­κα­λού­με­νη α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε το­ξι­κό­τη­τα α­πό καρ­δι­ο­το­νω­τι­κά. 

Κε­το­κο­να­ζό­λη

Αλληλεπιδράσεις : Η κετοκοναζόλη μπορεί να αυξήσει τις κατασταλτικές δράσεις στα ε­πι­νε­φρί­δια και πι­θα­νώς την το­ξι­κό­τη­τα των κορ­τι­κο­ει­δών.

Μη­χα­νι­σμός : Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή μπο­ρεί να ο­φεί­λε­ται σε α­να­στο­λή του κυ­το­χρώ­μα­τος P450 3A4 α­πό την κε­το­κο­να­ζό­λη.

Συ­στά­σεις : 

  • Ο συν­δυα­σμός της κε­το­κο­να­ζό­λης με κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να α­πο­φεύ­γε­ται. Ε­άν ό­μως εί­ναι α­πα­ραί­τη­τος, τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να χρεια­σθεί να χο­ρη­γη­θούν σε μι­κρό­τε­ρη δό­ση.
  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό αυ­τό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται για εκ­δη­λώ­σεις το­ξι­κό­τη­τας α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή και η δό­ση των κορ­τι­κο­ει­δών να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν η κε­το­κο­να­ζό­λη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται.
Κο­λε­στι­πό­λη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Η κο­λε­στι­πό­λη μπο­ρεί να α­να­στεί­λει την γα­στρεν­τε­ρι­κή α­πορ­ρό­φη­ση, και ε­πο­μέ­νως να μει­ώ­σει τις α­να­με­νό­με­νες φαρ­μα­κο­λο­γι­κές δρά­σεις, της υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης.
  • Η κο­λε­στι­πό­λη προ­κά­λε­σε κε­φα­λαλ­γί­α, α­τα­ξί­α και λή­θαρ­γο σ΄έ­ναν α­σθε­νή με υ­πο­ϋ­πο­φυ­σι­σμό θε­ρα­πευ­ό­με­νο με υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη σε δό­σεις συν­τή­ρη­σης (Nekl KE and Aron DC, 1993).

Συ­στά­σεις :

  • Η κο­λε­στι­πό­λη πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται σε ό­σο το δυ­να­τόν με­γα­λύ­τε­ρη α­πό­στα­ση α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή.
  • Ε­άν η αν­τα­πό­κρι­ση στην υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη στη διά­ρκεια της ταυ­τό­χρο­νης θε­ρα­πεί­ας με χο­λε­στυ­ρα­μί­νη εί­ναι μι­κρό­τε­ρη α­πό την α­να­με­νό­με­νη, η δό­ση του κορ­τι­κο­ει­δούς μπο­ρεί να χρεια­σθεί να αυ­ξη­θεί ή να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί έ­νας άλ­λος πα­ρά­γον­τας κα­τά της υ­περ­χο­λη­στε­ρι­ναι­μί­ας.

Κυ­κλο­σπο­ρί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει σπα­σμούς σε ε­νή­λι­κες και παι­διά θε­ρα­πευ­ό­με­να με με­γά­λες δό­σεις γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δών, πι­θα­νώς λό­γω αν­τα­γω­νι­στι­κής α­να­στο­λής των η­πα­τι­κών μι­κρο­σω­μι­κών εν­ζύ­μων.
  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κυ­κλο­σπο­ρί­νη ταυ­τό­χρο­να με κορ­τι­κο­ει­δή, οι α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές δρά­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης, ό­πως και οι θε­ρα­πευ­τι­κές και το­ξι­κές δρά­σεις των κορ­τι­κο­ει­δών, μπο­ρεί να αυ­ξη­θούν. Αν και ο συν­δυα­σμός αυ­τός μπο­ρεί να εί­ναι ω­φέ­λι­μος σε λή­πτες μο­σχευ­μά­των, εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο το­ξι­κός.

Συ­στά­σεις :

  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται ταυ­τό­χρο­να με κορ­τι­κο­ει­δή και κυ­κλο­σπο­ρί­νη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή για­τί μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν αυ­ξη­μέ­νη αν­τα­πό­κρι­ση και στα 2 αυ­τά φάρ­μα­κα.
  • Ε­άν υ­πάρ­χει υ­πο­ψί­α αλ­λη­λε­πί­δρα­σης των 2 αυ­τών φαρ­μά­κων, η δό­ση του ε­νός ή και των 2 μπο­ρεί να χρεια­σθεί να μει­ω­θεί.

 

 

 

Κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να τρο­πο­ποι­ή­σουν τις α­να­με­νό­με­νες δρά­σεις της κυ­κλο­φω­σφα­μί­δης και να α­να­στεί­λουν τα η­πα­τι­κά μι­κρο­σω­μι­κά έν­ζυ­μα τα ο­ποί­α ε­νερ­γο­ποι­ούν την κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη στους αλ­κυ­λι­ω­τι­κούς της με­τα­βο­λί­τες.
  • Η κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη μπο­ρεί να ε­νερ­γο­ποι­ή­σει τον δι­κό της με­τα­βο­λι­σμό και των κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Ό­ταν η κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη συγ­χο­ρη­γεί­ται με κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να λαμ­βά­νε­ται υ­πό­ψη ό­τι η α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τά της μπο­ρεί να μει­ω­θεί.

Μα­κρο­λι­δι­κά αν­τι­βι­ο­τι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ε­ρυ­θρο­μυ­κί­νη και η τρο­λε­αν­δο­μυ­κί­νη μπο­ρεί να μει­ώ­σουν την α­πο­βο­λή των κορ­τι­κο­ει­δών. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή μπο­ρεί να δυ­νη­τι­κο­ποι­ή­σει τις δρά­σεις των κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό αυ­τό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται για κλι­νι­κά ση­μεί­α αυ­ξη­μέ­νης δρά­σης των κορ­τι­κο­ει­δών και η δό­ση των κορ­τι­κο­ει­δών να τρο­πο­ποι­εί­ται, ε­άν χρει­ά­ζε­ται.

Μη α­πο­πο­λω­τι­κά φάρ­μα­κα

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να δυ­νη­τι­κο­ποι­ή­σουν ή να α­να­στεί­λουν τις νευ­ρο­μυϊ­κές α­να­σταλ­τι­κές δρά­σεις των μη α­πο­πο­λω­τι­κών μυ­ο­χα­λα­ρω­τι­κών φαρ­μά­κων.

Συ­στά­σεις : Η συγ­χο­ρή­γη­ση των κορ­τι­κο­ει­δών με μη α­πο­πο­λω­τι­κούς πα­ρά­γον­τες πρέ­πει να γί­νε­ται με προ­σο­χή, για­τί μπο­ρεί να συ­νο­δευ­θεί α­πό α­πρό­βλε­πτες α­νε­πι­θύ­μη­τες ε­νέρ­γει­ες.

Μι­φε­πρι­στό­νη

Οι κα­τα­σκευα­στές της μι­φε­πρι­στό­νης α­πο­τρέ­πουν την χρή­ση της σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους μα­κρο­χρό­νια με κορ­τι­κο­ει­δή.

Ξαν­θί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση των κορ­τι­κο­ει­δών με πα­ρά­γω­γα της θε­ο­φυλ­λί­νης μπο­ρεί να τρο­πο­ποι­ή­σει την α­να­με­νό­με­νη φαρ­μα­κο­λο­γι­κή δρά­ση του ε­νός ή και των δύ­ο φαρ­μά­κων.

Συ­στά­σεις : Ε­άν η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση των κορ­τι­κο­ει­δών με πα­ρά­γω­γα της θε­ο­φυλ­λί­νης συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό αυ­ξη­μέ­νη το­ξι­κό­τη­τα, τα ε­πί­πε­δα των φαρ­μά­κων αυ­τών στον ο­ρό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται και η δό­ση των κορ­τι­κο­ει­δών να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα.

Παν­κου­ρό­νιο

Αλληλεπιδράσεις : Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να α­να­στρέ­ψουν την δέ­σμευ­ση των νευ­ρο­μυϊ­κών υ­πο­δο­χέ­ων α­πό το παν­κου­ρό­νιο.

Ρι­φαμ­που­τί­νη - ρι­φαμ­πι­κί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ρι­φαμ­που­τί­νη και η ρι­φαμ­πι­κί­νη μπο­ρεί να ε­νερ­γο­ποι­ή­σουν τα η­πα­τι­κά μι­κρο­σω­μι­κά έν­ζυ­μα που δι­ε­γεί­ρουν τον με­τα­βο­λι­σμό των κορ­τι­κο­ει­δών, ο­δη­γών­τας σε ε­ξα­σθέ­νη­ση των φαρ­μα­κο­λο­γι­κών δρά­σε­ων των κορ­τι­κο­ει­δών και πι­θα­νώς έ­ξαρ­ση της νό­σου για την ο­ποί­α τα κορ­τι­κο­ει­δή χο­ρη­γούν­ται, α­κό­μα και αρ­κε­τές η­μέ­ρες με­τά την δι­α­κο­πή τους.

Συ­στά­σεις :

  • Η υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη πρέ­πει να προ­στί­θε­ται με προ­σο­χή και η δό­ση της να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα σε α­σθε­νείς που αρ­χί­ζουν ή δι­α­κό­πτουν την θε­ρα­πεί­α με ρι­φαμ­που­τί­νη ή ρι­φαμ­πι­κί­νη.
  • Σε α­σθε­νείς που αρ­χί­ζουν θε­ρα­πεί­α με ρι­φαμ­που­τί­νη ή ρι­φαμ­πι­κί­νη, η υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη πρέ­πει πι­θα­νώς να χο­ρη­γεί­ται σε δι­πλά­σια δό­ση.

Σα­λι­κυ­λι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τα ε­πί­πε­δα των σα­λι­κυ­λι­κών στον ο­ρό και να μει­ώ­σουν την θε­ρα­πευ­τι­κή τους αν­τα­πό­κρι­ση. Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με με­γά­λες δό­σεις σα­λι­κυ­λι­κών ταυ­τό­χρο­να με κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν δη­λη­τη­ρί­α­ση α­πό σα­λι­κυ­λι­κά ό­ταν μει­ώ­σουν την δό­ση των κορ­τι­κο­ει­δών και έ­χουν αυ­ξη­μέ­νη πι­θα­νό­τη­τα α­νά­πτυ­ξης γα­στρεν­τε­ρι­κού έλ­κους.

Συ­στά­σεις : Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με σα­λι­κυ­λι­κά ταυ­τό­χρο­να με κορ­τι­κο­ει­δή, η δό­ση των σα­λι­κυ­λι­κών πρέ­πει να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα με τα ε­πί­πε­δά τους στο πλά­σμα και την αν­τα­πό­κρι­ση. Στους α­σθε­νείς αυ­τούς, τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να δι­α­κό­πτον­ται με προ­σο­χή για­τί η δό­ση των σα­λι­κυ­λι­κών μπο­ρεί να χρεια­σθεί να μει­ω­θεί για να α­πο­φευ­χθεί δη­λη­τη­ρί­α­ση α­πό σα­λι­κυ­λι­κά. 

Ρι­φα­πεν­τί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Η ρι­φα­πεν­τί­νη ε­νερ­γο­ποι­εί το κυ­τό­χρω­μα P450 3A4 και P450 2C8/9 και μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τον με­τα­βο­λι­σμό άλ­λων συγ­χο­ρη­γού­με­νων φαρ­μά­κων που με­τα­βο­λί­ζον­ται με τα έν­ζυ­μα αυ­τά. Η δυ­νη­τι­κό­τη­τα ε­νερ­γο­ποί­η­σης των εν­ζύ­μων α­πό την ρι­φα­πεν­τί­νη μπο­ρεί να εί­ναι μι­κρό­τε­ρη α­πό την ρι­φαμ­πι­κί­νη, αλ­λά ι­σχυ­ρό­τε­ρη α­πό την ρι­φαμ­που­τί­νη.
  • Η ρι­φα­πεν­τί­νη μπο­ρεί να ε­πι­τα­χύ­νει τον με­τα­βο­λι­σμό και να μει­ώ­σει την δρα­στη­ρι­ό­τη­τα των κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Ε­άν η συγ­χο­ρή­γη­ση των κορ­τι­κο­ει­δών με ρι­φα­πεν­τί­νη εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη, μπο­ρεί να χρεια­σθεί τρο­πο­ποί­η­ση της δό­σης των κορ­τι­κο­ει­δών. 

Υ­δαν­τοΐνες

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Οι υ­δαν­τοΐνες μπο­ρεί να μει­ώ­σουν την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα των κορ­τι­κο­ει­δών.

Μη­χα­νι­σμός : Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή φαί­νε­ται ό­τι ο­φεί­λε­ται σε ε­νερ­γο­ποί­η­ση των μι­κρο­σω­μι­κών η­πα­τι­κών εν­ζύ­μων α­πό τις υ­δαν­τοΐνες, η ο­ποί­α ο­δη­γεί σε αύ­ξη­ση του η­πα­τι­κού με­τα­βο­λι­σμού των κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή ταυ­τό­χρο­να με υ­δαν­τοΐνες πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται η θε­ρα­πευ­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση στα κορ­τι­κο­ει­δή και να αυ­ξά­νε­ται, ε­άν χρει­ά­ζε­ται, η δό­ση τους.

Φαι­νυ­τοΐνη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η φαι­νυ­τοΐνη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τον με­τα­βο­λι­σμό των στε­ρο­ει­δών ε­νερ­γο­ποι­ών­τας τα η­πα­τι­κά έν­ζυ­μα και ε­πο­μέ­νως να μει­ώ­σει την θε­ρα­πευ­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση στα κορ­τι­κο­ει­δή. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή μπο­ρεί να πα­ρα­τη­ρη­θεί αρ­κε­τές η­μέ­ρες με­τά την δι­α­κο­πή της φαι­νυ­τοΐνης.

Συ­στά­σεις : Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν φαι­νυ­τοΐνη μπο­ρεί να χρεια­σθούν αυ­ξη­μέ­νες δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών για να έ­χουν τα α­να­με­νό­με­να α­πο­τε­λέ­σμα­τα, γι΄αυ­τό και πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται η αν­τα­πό­κρι­σή τους στα κορ­τι­κο­ει­δή και να τρο­πο­ποι­εί­ται η δό­ση των κορ­τι­κο­ει­δών α­νά­λο­γα.

Χο­λε­στυ­ρα­μί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η χο­λε­στυ­ρα­μί­νη μπο­ρεί να α­να­στεί­λει την γα­στρεν­τε­ρι­κή α­πορ­ρό­φη­ση της per os χο­ρη­γού­με­νης υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης, μει­ώ­νον­τας τις α­να­με­νό­με­νες φαρ­μα­κο­λο­γι­κές της δρά­σεις.

Συ­στά­σεις :

  • Η χο­λε­στυ­ρα­μί­νη πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται σε ό­σο το δυ­να­τόν με­γα­λύ­τε­ρη α­πό­στα­ση α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή.
  • Ε­άν η αν­τα­πό­κρι­ση στην υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη στη διά­ρκεια της ταυ­τό­χρο­νης θε­ρα­πεί­ας με χο­λε­στυ­ρα­μί­νη εί­ναι μι­κρό­τε­ρη α­πό την α­να­με­νό­με­νη, μπο­ρεί να χρεια­σθεί αύ­ξη­ση της δό­σης του κορ­τι­κο­ει­δούς.
  • Α­σβέ­στιο
  • Κα­τα­κρά­τη­ση Ι-131
  • PBI
  • Κά­λιο
  • Τ4
  • Ου­ρι­κό ο­ξύ
  • Ψευ­δάρ­γυ­ρος
  • Χο­λη­στε­ρό­λη
  • Κορ­τι­ζό­λη
  • CPK
  • Γλυ­κό­ζη
  • Νά­τριο
  • Ολικές πρωτεΐνες
  • Τρι­γλυ­κε­ρί­δια 
  • 17-κε­το­στε­ρο­ει­δή
  • 17-OHCS
  • Α­σβέ­στιο
  • Γλυ­κό­ζη
  • Άζωτο
  • Κά­λιο
  • Ου­ρι­κό ο­ξύ
  • Βι­τα­μί­νη C
  • Ψευ­δάρ­γυ­ρος.

 

 

 

19.8.6.2   ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ 

19.8.6.2.1  ΣΤΟΝ ΟΡΟ

Ελάττωση :

Αύξηση :

19.8.6.2.2  ΣΤΑ ΟΥΡΑ

Ελάττωση :

Αύξηση :

19.8.6.3   ΑΛΛΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν την α­πο­βο­λή του α­σκορ­βι­κού ο­ξέ­ος, του ψευ­δαρ­γύ­ρου και του α­ζώ­του α­πό τα ού­ρα και ε­πο­μέ­νως τις α­νάγ­κες του ορ­γα­νι­σμού σε πυ­ρι­δο­ξί­νη, α­σκορ­βι­κό ο­ξύ, φο­λι­κό και βι­τα­μί­νη D.
  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να μει­ώ­σουν την α­πορ­ρό­φη­ση του α­σβε­στί­ου και του φω­σφό­ρου και να αυ­ξή­σουν την α­πο­βο­λή του κα­λί­ου και του α­σβε­στί­ου α­πό τα ού­ρα.

19.8.7   ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

1.   ΡΕΥΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ-ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΚΟΛΛΑΓΟΝΟΥ-ΜΑΛΑΚΩΝ ΜΟΡΙΩΝ :

  • Αγ­γει­ί­τι­δες (κρο­τα­φι­κή αρ­τη­ρί­τι­δα, ο­ζώ­δης πο­λυ­αρ­τη­ρί­τι­δα)
  • Αγ­κυ­λο­ποι­η­τι­κή σπον­δυ­λί­τι­δα
  • Γάγ­γλια
  • Δερ­μα­το­μυ­ο­σί­τι­δα/πο­λυ­μυ­ο­σί­τι­δα
  • Ε­πι­κον­δυ­λί­τι­δα
  • Κοκ­κυ­γο­δυ­νί­α
  • Μι­κτή νό­σος συν­δε­τι­κού ι­στού
  • Μυΐτιδα
  • Νε­α­νι­κή ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα
  • Ο­ξεί­α και μη ει­δι­κή τε­νον­το­ϋ­με­νί­τι­δα
  • Ο­ξεί­α ου­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα
  • Ο­ξεί­α ρευ­μα­τι­κή καρ­δί­τι­δα
  • Ο­ξεί­α-υ­πο­ξεί­α θυ­λα­κί­τι­δα
  • Ο­στε­ο­αρ­θρί­τι­δα (ι­δι­ο­πα­θής, με­τα­τραυ­μα­τι­κή)
  • Ο­σφυ­αλ­γί­α/ι­σχι­αλ­γί­α
  • Ραι­βό­κρα­νο
  • Ρευ­μα­τι­κή πο­λυ­μυ­αλ­γί­α
  • Ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα
  • Συν­δε­τι­κί­τι­δα
  • Σύν­δρο­μο Reiter
  • Συ­στη­μα­τι­κός ε­ρυ­θη­μα­τώ­δης λύ­κος
  • Υ­πο­τρο­πι­ά­ζου­σα πο­λυ­χον­δρί­τι­δα
  • Χον­δρα­σβέ­στω­ση
  • Ψω­ρι­α­σι­κή αρ­θρί­τι­δα

2.   ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Πρω­το­πα­θής ή δευ­τε­ρο­πα­θής φλοι­ο­ε­πι­νε­φρι­δια­κή α­νε­πάρ­κεια (η υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη και η κορ­τι­ζό­νη εί­ναι τα φάρ­μα­κα πρώ­της ε­κλο­γής)
  • Συγ­γε­νής υ­περ­πλα­σί­α των ε­πι­νε­φρι­δί­ων
  • Μη-πυ­ώ­δης θυ­ρε­ο­ει­δί­τι­δα
  • Υ­πε­ρα­σβε­στι­αι­μί­α συν­δε­ό­με­νη με καρ­κί­νο

3.   ΔΕΡΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Πέμ­φι­γα
  • Φλυ­κται­νώ­δης ερ­πη­το­ει­δής δερ­μα­τί­τι­δα
  • Σο­βα­ρό πο­λύ­μορ­φο ε­ρύ­θη­μα (σύν­δρο­μο Stevens-Johnson)
  • Α­πο­φο­λι­δω­τι­κή δερ­μα­τί­τι­δα
  • Σπογ­γο­ει­δής μυ­κη­τί­α­ση
  • Σο­βα­ρή ψω­ρί­α­ση
  • Σο­βα­ρή σμηγ­μα­τορ­ρο­ϊ­κή δερ­μα­τί­τι­δα

4.   ΑΛΛΕΡΓΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

  • Ε­πο­χια­κή ή μό­νι­μη αλ­λερ­γι­κή ρι­νί­τι­δα
  • Βρογ­χι­κό ά­σθμα - α­σθμα­τι­κή κα­τά­στα­ση
  • Δερ­μα­τί­τι­δα εξ ε­πα­φής
  • Α­το­πι­κή δερ­μα­τί­τι­δα
  • Ο­ρο­νο­σί­α
  • Φαρ­μα­κευ­τι­κές αν­τι­δρά­σεις υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας

5.   ΟΦΘΑΛΜΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Αλ­λερ­γι­κή ε­πι­πε­φυ­κί­τι­δα
  • Κε­ρα­τι­τί­τι­δα
  • Αλ­λερ­γι­κά πε­ρι­φε­ρεια­κά έλ­κη σκλη­ρού
  • Ο­φθαλ­μι­κός έρ­πη­τας ζω­στή­ρας
  • Ι­ρί­τι­δα και ι­ρι­δο­κυ­κλί­τι­δα
  • Χο­ρι­ο­αμ­φι­βλη­στρο­ει­δί­τι­δα
  • Φλεγ­μο­νή πρό­σθιου τμή­μα­τος ο­φθαλ­μού
  • Δι­ά­χυ­τη ο­πί­σθια ρα­γο­ει­δί­τι­δα και αμ­φι­βλη­στρο­ει­δί­τι­δα
  • Ο­πτι­κή νευ­ρί­τι­δα
  • Συμ­πα­θη­τι­κή ο­φθαλ­μί­α

 

6.   ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ

  • Συμ­πτω­μα­τι­κή σαρ­κο­εί­δω­ση
  • Σύν­δρο­μο Loeffler, μη αν­τα­πο­κρι­νό­με­νο σε άλ­λα μέ­τρα
  • Βη­ρυλ­λί­ω­ση
  • Κε­ραυ­νο­βό­λος ή γε­νι­κευ­μέ­νη πνευ­μο­νι­κή φυ­μα­τί­ω­ση (σε συν­δυα­σμό με την κα­τάλ­λη­λη αν­τι­φυ­μα­τι­κή θε­ρα­πεί­α) 
  • Πνευ­μο­νί­τι­δα α­πό εισ­ρό­φη­ση 

7.   ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Ι­δι­ο­πα­θής θρομ­βο­πε­νι­κή πορ­φύ­ρα (στους ε­νή­λι­κες)
  • Δευ­τε­ρο­πα­θής θρομ­βο­πε­νί­α (στους ε­νή­λι­κες)
  • Ε­πί­κτη­τη (αυ­το­ά­νο­ση) αι­μο­λυ­τι­κή α­ναι­μί­α
  • Ε­ρυ­θρο­βλα­στι­κή α­ναι­μί­α
  • Συγ­γε­νής (ε­ρυ­θρο­ει­δής) υ­πο­πλα­στι­κή α­ναι­μί­α

8.   ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Λευ­χαι­μί­α και λεμ­φώ­μα­τα (στους ε­νή­λι­κες)
  • Ο­ξεί­α λευ­χαι­μί­α (σε παι­διά)

9.   ΟΙΔΗΜΑΤΩΔΕΙΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

  • Πρό­κλη­ση δι­ού­ρη­σης ή ύ­φε­σης της πρω­τεϊ­νου­ρί­ας σε α­σθε­νείς με ι­δι­ο­πα­θές ή ο­φει­λό­με­νο σε ΣΕΛ νε­φρω­σι­κό σύν­δρο­μο, χω­ρίς ου­ραι­μί­α

10.  ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Ελ­κώ­δης κο­λί­τι­δα
  • Ελ­κω­τι­κή πρω­κτο­κο­λί­τι­δα
  • Τμη­μα­τι­κή εν­τε­ρί­τι­δα
  • Α­φθώ­δης στο­μα­τί­τι­δα

11. ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟ ΟΙΔΗΜΑ (συν­δε­ό­με­νο με πρω­το­πα­θή ή με­τα­τα­στα­τι­κό όγ­κο του εγ­κε­φά­λου, κρα­νι­ο­το­μί­α ή κά­κω­ση του κρα­νί­ου)

12.  ΑΛΛΑ

  • Φυ­μα­τι­ώ­δης μη­νιγ­γί­τι­δα με υ­πα­ρα­χνο­ει­δή ή ε­πι­κεί­με­νο α­πο­κλει­σμό (σε συν­δυα­σμό με την κα­τάλ­λη­λη αν­τι­φυ­μα­τι­κή α­γω­γή)
  • Τρι­χί­νω­ση με νευ­ρο­λο­γι­κή ή μυ­ο­καρ­δια­κή προ­σβο­λή
  • Α­πόρ­ρι­ψη μο­σχεύ­μα­τος
  • Υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α στο φάρ­μα­κο ή στα συ­στα­τι­κά του
  • Ιν­σου­λι­νο-ε­ξαρ­τώ­με­νος και μη σακ­χα­ρώ­δης δι­α­βή­της
  • Μυ­ο­πά­θεια
  • Γα­στρί­τι­δα
  • Οι­σο­φα­γί­τι­δα
  • Γα­στρι­κό-12δακτυλικό έλ­κος
  • Ψυ­χώ­σεις
  • Βα­ριά μυ­α­σθέ­νεια
  • Α­πλός ο­φθαλ­μι­κός έρ­πη­τας
  •  Ε­νερ­γός λοί­μω­ξη
  •  Συ­στη­μα­τι­κές μυ­κη­τι­α­σι­κές λοι­μώ­ξεις
  •  Λοί­μω­ξη α­πό HIV
  •  Ε­νερ­γός φυ­μα­τί­ω­ση
  •  Ε­πού­λω­ση τραυ­μά­των
  •  Καρ­δια­κά νο­σή­μα­τα
  •   Συμ­φο­ρη­τι­κή καρ­δια­κή α­νε­πάρ­κεια
  •   Πρό­σφα­τη εν­τε­ρι­κή α­να­στό­μω­ση
  •   Νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια
  •  

19.8.8   ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

  • Εκ­κολ­πω­μα­τί­τι­δα
  • Η­πα­τι­κή κίρ­ρω­ση
  • Υ­περ­λι­πι­δαι­μί­α
  • Υ­πέρ­τα­ση
  • Υ­περ­θυ­ρε­ο­ει­δι­σμός
  • Υ­πο­θυ­ρε­ο­ει­δι­σμός
  • Υ­πο­λευ­κω­μα­τι­ναι­μί­α
  • Γλαύ­κω­μα α­νοι­χτής γω­νί­ας
  • Στο­μα­τι­κές ερ­πη­τι­κές αλ­λοι­ώ­σεις
  • Ο­στε­ο­πό­ρω­ση
  • Ελ­κώ­δης κο­λί­τι­δα 

19.8.9   ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

19.8.9.1   ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ PER OS 

Η αρ­χι­κή δό­ση κυ­μαί­νε­ται σε 20-240 mg η­με­ρη­σί­ως, α­νά­λο­γα με το νό­ση­μα στο ο­ποί­ο α­πευ­θύ­νε­ται. Σε η­πι­ό­τε­ρες κα­τα­στά­σεις, μπο­ρούν να χο­ρη­γη­θούν μι­κρό­τε­ρες δό­σεις, ε­νώ σε ο­ρι­σμέ­νους α­σθε­νείς μπο­ρεί να α­παι­τη­θούν με­γα­λύ­τε­ρες αρ­χι­κές δό­σεις. Η αρ­χι­κή δό­ση πρέ­πει να συ­νε­χί­ζε­ται στο ί­διο ύ­ψος ή να τρο­πο­ποι­εί­ται μέ­χρις ό­του προ­κύ­ψει ι­κα­νο­ποι­η­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση. Ε­άν, με­τά α­πό έ­να λο­γι­κό χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα, δεν προ­κύ­ψει ι­κα­νο­ποι­η­τι­κή κλι­νι­κή αν­τα­πό­κρι­ση, η υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται.

Εφ΄ό­σον προ­κύ­ψει ι­κα­νο­ποι­η­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση, η κα­τάλ­λη­λη δό­ση συν­τή­ρη­σης μπο­ρεί να προσ­δι­ο­ρι­σθεί με μεί­ω­ση της αρ­χι­κής δό­σης του φαρ­μά­κου σε μι­κρά πο­σά στα κα­τάλ­λη­λα χρο­νι­κά δι­α­στή­μα­τα, μέ­χρις ό­του ε­πι­τευ­χθεί η μι­κρό­τε­ρη δό­ση η ο­ποί­α δι­α­τη­ρεί ε­παρ­κή κλι­νι­κή αν­τα­πό­κρι­ση.

Κα­τα­στά­σεις που ε­πι­βάλ­λουν τρο­πο­ποί­η­ση της δό­σης εί­ναι με­τα­βο­λές της κλι­νι­κής κα­τά­στα­σης δευ­τε­ρο­πα­θώς σε υ­φέ­σεις ή ε­ξάρ­σεις της νό­σου, η ικανότητα ανταπόκρισης του α­σθε­νούς στη φαρ­μα­κευ­τι­κή α­γω­γή και η έκ­θε­σή του σε στρεσ­σο­γό­νους πα­ρά­γον­τες μη σχε­τι­ζό­με­νους ά­με­σα με την νο­σο­λο­γι­κή ον­τό­τη­τα στην ο­ποί­α τα κορ­τι­κο­ει­δή α­πευ­θύ­νον­ται. Στην τε­λευ­ταί­α πε­ρί­πτω­ση μπο­ρεί να χρεια­σθεί αύ­ξη­ση της δό­σης της υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης για χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα α­νά­λο­γο με την κα­τά­στα­ση του α­σθε­νούς.

19.8.9.2   ΠΑΡΕΝΤΕΡΙΚΑ ΧΟΡΗΓΟΥΜΕΝΗ ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ

Το πα­ρεν­τε­ρι­κό σκεύ­α­σμα ε­κλο­γής εί­ναι η να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη. H να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί με εν­δο­φλέ­βια έ­νε­ση ή έγ­χυ­ση ή ενδομυϊκά. Σε ε­πεί­γου­σες κα­τα­στά­σεις προ­τι­μά­ται η εν­δο­φλέ­βια ο­δός. Με­τά την πά­ρο­δο της ο­ξεί­ας φά­σης, συ­νι­στά­ται συ­νέ­χι­ση της α­γω­γής με κορ­τι­κο­ει­δή μα­κρό­τε­ρης δρά­σης ή χο­ρη­γού­με­να per os.

Γε­νι­κά, η θε­ρα­πεί­α με με­γά­λες δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών πρέ­πει να συ­νε­χί­ζε­ται μέ­χρις ό­του η κα­τά­στα­ση του α­σθε­νούς στα­θε­ρο­ποι­η­θεί, συ­νή­θως ό­χι πέ­ραν των 48-72 ω­ρών. Ε­άν η θε­ρα­πεί­α με με­γά­λες δό­σεις υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης δι­αρ­κέ­σει πέ­ραν των 72 ω­ρών, μπο­ρεί να συ­νο­δευ­θεί α­πό υ­περ­να­τρι­αι­μί­α. Στις πε­ρι­πτώ­σεις αυ­τές, η να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη μπο­ρεί να αν­τι­κα­τα­στα­θεί α­πό την να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη, η ο­ποί­α προ­κα­λεί μι­κρή ή καμ­μί­α κα­τα­κρά­τη­ση να­τρί­ου.

 

 

 

 

19.8.10   ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

1.   ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΛΥΤΩΝ

  • Κα­τα­κρά­τη­ση να­τρί­ου
  • Κα­τα­κρά­τη­ση υ­γρών
  • Α­πώ­λεια κα­λί­ου
  • Υ­πο­κα­λι­αι­μι­κή αλ­κά­λω­ση

2.  ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΟΣΚΕΛΕΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Μυϊκή α­δυ­να­μί­α-α­τρο­φί­α
  • Στε­ρο­ει­δι­κή μυ­ο­πά­θεια
  • Ο­στε­ο­πό­ρω­ση-ο­στε­ο­πο­ρω­τι­κά συμ­πι­ε­στι­κά κα­τάγ­μα­τα σπον­δύ­λων
  • Ο­στε­ο­νέ­κρω­ση κε­φα­λής ι­σχί­ου - βρα­χι­ο­νί­ου
  • Πα­θο­λο­γι­κά κα­τάγ­μα­τα μα­κρών ο­στών
  • Ρή­ξη τε­νόν­των, ι­δι­αί­τε­ρα του Α­χίλ­λει­ου

3.  ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Πε­πτι­κό έλ­κος με πι­θα­νή δι­ά­τρη­ση και αι­μορ­ρα­γί­α
  • Δι­ά­τρη­ση λε­πτού και πα­χέ­ος εν­τέ­ρου (σε α­σθε­νείς με φλεγ­μο­νώ­δεις εν­τε­ρο­πά­θει­ες)
  • Παγ­κρε­α­τί­τι­δα-λει­τουρ­γι­κές δι­α­τα­ρα­χές παγ­κρέ­α­τος
  • Με­τε­ω­ρι­σμός κοι­λιάς
  • Ναυ­τί­α
  • Έ­με­τοι
  • Ελ­κω­τι­κή οι­σο­φα­γί­τι­δα

4.  ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ

  • Αύ­ξη­ση SGOT, SGPT και αλ­κα­λι­κής φω­σφα­τά­σης. Εί­ναι συ­νή­θως ή­πια, δεν συν­δέ­ε­ται με κλι­νι­κά σύν­δρο­μα και α­να­στρέ­φε­ται με την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου.

5.  ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ - ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ

  • Ε­ξα­σθέ­νη­ση ε­πού­λω­σης τραυ­μά­των
  • Λέ­πτυν­ση και ευ­θραυ­στό­τη­τα δέρ­μα­τος
  • Πε­τέ­χει­ες και εκ­χυ­μώ­σεις
  • Ε­ρύ­θη­μα
  • Αυ­ξη­μέ­νη ε­φί­δρω­ση
  • Κα­τα­στο­λή αν­τι­δρά­σε­ων σε δερ­μα­τι­κές δο­κι­μα­σί­ες
  • Αλ­λερ­γι­κή δερ­μα­τί­τι­δα
  • Κνί­δω­ση
  • Αγ­γει­ο­νευ­ρω­τι­κό οί­δη­μα

6.  ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Σπα­σμοί
  • Αύ­ξη­ση εν­δο­κρα­νια­κής πί­ε­σης με οί­δη­μα της ο­πτι­κής θη­λής (εγ­κε­φα­λι­κός ψευ­δο-όγ­κος), συ­νή­θως με­τά την θε­ρα­πεί­α
  • Ίλιγγος
  • Κε­φα­λαλ­γί­α
  • Ψυ­χι­α­τρι­κές δι­α­τα­ρα­χές
  • Δι­α­τα­ρα­χές συμ­πε­ρι­φο­ράς και προ­σω­πι­κό­τη­τας
  • Νευ­ρι­κό­τη­τα
  • Αϋπνία
  • Ευ­φο­ρί­α

 

 

7.  ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΝΔΟΚΡΙΝΕΙΣ ΑΔΕΝΕΣ 

  • Α­νω­μα­λί­ες εμμηνορρυσίας
  • Σύν­δρο­μο Cushing
  • Κα­τα­στο­λή α­νά­πτυ­ξης (στα παι­διά). Α­φο­ρά και την γραμ­μι­κή ο­στι­κή α­νά­πτυ­ξη και την σύγ­κλει­ση των ε­πι­φύ­σε­ων και μπο­ρεί να εί­ναι μό­νι­μη, αν και η σω­μα­τι­κή α­νά­πτυ­ξη συ­χνά ε­πι­τα­χύ­νε­ται με­τά την δι­α­κο­πή των κορ­τι­κο­ει­δών
  • Δευ­τε­ρο­πα­θής έλ­λει­ψη αν­τα­πό­κρι­σης στο φλοι­ό των ε­πι­νε­φρι­δί­ων και την υ­πό­φυ­ση, ι­δι­αί­τε­ρα σε κα­τα­στά­σεις stress (π.χ. τραύ­μα, χει­ρουρ­γι­κή ε­πέμ­βα­ση ή νό­ση­ση)
  • Δυ­σα­νε­ξί­α στους υ­δα­τάν­θρα­κες
  • Ε­νερ­γο­ποί­η­ση λαν­θά­νον­τα δι­α­βή­τη
  • Αύ­ξη­ση α­παι­τή­σε­ων σε ιν­σου­λί­νη ή αν­τι­δι­α­βη­τι­κούς per os πα­ρά­γον­τες (στους δι­α­βη­τι­κούς)
  • Δα­συ­τρι­χι­σμός

8.  ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ

  • Ο­πί­σθιος υ­πο­κά­ψιος κα­ταρ­ρά­κτης
  • Γλαύ­κω­μα
  • Ε­ξό­φθαλ­μος
  • Αύ­ξη­ση εν­δο­φθάλ­μιας πί­ε­σης, στο 40% των α­σθε­νών που θε­ρα­πεύ­ον­ται με κορ­τι­κο­ει­δή συ­στη­μα­τι­κά ή με ο­φθαλ­μι­κές εν­στα­λά­ξεις. Εί­ναι α­να­στρέ­ψι­μη, αλ­λά σε ο­ρι­σμέ­να γε­νε­τι­κά προ­δι­α­τε­θει­μέ­να ά­το­μα και σε δι­α­βη­τι­κούς μπο­ρεί να κα­τα­λή­ξει σε μη α­να­στρέ­ψι­μο γλαύ­κω­μα και τύ­φλω­ση

9.  ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΕΣ

  • Αρ­νη­τι­κό ι­σο­ζύ­γιο α­ζώ­του, ο­φει­λό­με­νο στον κα­τα­βο­λι­σμό των πρω­τε­ϊ­νών
  • Υ­περ­λι­πι­δαι­μί­α
  • Αύ­ξη­ση α­πέκ­κρι­σης ου­ρι­κού ο­ξέ­ος, α­σβε­στί­ου και φω­σφό­ρου α­πό τα ού­ρα
  • Υ­περ­γλυ­και­μί­α
  • Ε­λάτ­τω­ση νε­φρι­κής ου­δού σακ­χά­ρου

10.  ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Ρή­ξη μυ­ο­καρ­δί­ου με­τά α­πό πρό­σφα­το μυ­ο­καρ­δια­κό έμ­φρα­κτο
  • Θρομ­βο­εμ­βο­λι­κά ε­πει­σό­δια
  • Συμ­φο­ρη­τι­κή καρ­δια­κή α­νε­πάρ­κεια (σε ε­πιρ­ρε­πείς α­σθε­νείς)
  • Υ­πέρ­τα­ση

11.  ΑΛΛΕΣ

  • Υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α
  • Α­πό­κτη­ση βά­ρους
  • Αύ­ξη­ση ό­ρε­ξης
  • Κα­κου­χί­α
  • Νυ­κτου­ρί­α
  • Σάρ­κω­μα Caposi : Έχει α­να­φερ­θεί σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους μα­κρο­χρό­νια με κορ­τι­κο­ει­δή, αλ­λά μπο­ρεί να υ­φε­θεί με­τά την δι­α­κο­πή τους.

19.8.11   ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ

Εκ­δη­λώ­σεις : Η ε­φά­παξ χο­ρή­γη­ση υ­περ­βο­λι­κών δό­σε­ων κορ­τι­κο­ει­δών δεν α­να­μέ­νε­ται να προ­κα­λέ­σει ο­ξέ­α συμ­πτώ­μα­τα. Εκ­δη­λώ­σεις υ­περ­δο­σο­λο­γί­ας α­να­μέ­νον­ται συ­νή­θως με­τά α­πό την ε­πα­νει­λημ­μέ­νη χο­ρή­γη­ση υ­ψη­λών δό­σε­ων κορ­τι­κο­ει­δών.

Θε­ρα­πεί­α : Σε πε­ρι­πτώ­σεις υ­περ­δο­σο­λο­γί­ας α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να δι­α­τη­ρεί­ται ε­παρ­κής πρόσ­λη­ψη υ­γρών και να ε­λέγ­χον­ται οι η­λε­κτρο­λύ­τες του ο­ρού και των ού­ρων και ι­δι­αί­τε­ρα η ι­σορ­ρο­πί­α να­τρί­ου και κα­λί­ου.

 

 

19.8.12   ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΕ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ

Η υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη εί­ναι πα­νο­μοι­ό­τυ­πη με την εν­δο­γε­νώς πα­ρα­γό­με­νη κορ­τι­ζό­λη, γι΄ αυ­τό και α­νι­χνεύ­ε­ται με τις ί­δι­ες με­θό­δους, και αυ­ξά­νει την πο­σό­τη­τα των με­τα­βο­λι­τών της κορ­τι­ζό­λης που α­πεκ­κρί­νον­ται α­πό τα ού­ρα.

19.8.13   ΚΥΗΣΗ

Στα ζώ­α : Τα κορ­τι­κο­ει­δή εί­ναι βέ­βαι­ο ό­τι συν­δέ­ον­ται με εμ­βρυι­κές α­νω­μα­λί­ες, ι­δι­αί­τε­ρα σχι­σμή της υ­πε­ρώ­ας.

Στον άν­θρω­πο : Αν και συν­δέ­ον­ται με σπο­ρα­δι­κές πε­ρι­πτώ­σεις σχι­σμών της υ­πε­ρώ­ας, α­να­στο­λής της α­νά­πτυ­ξης, κα­ταρ­ρά­κτη, κα­τα­στο­λής των ε­πι­νε­φρι­δί­ων και άλ­λες α­νε­πι­θύ­μη­τες ε­νέρ­γει­ες σε παι­διά που ε­κτέ­θη­καν σε κορ­τι­κο­ει­δή στη διά­ρκεια της κύ­η­σης, δεν φαί­νε­ται να συ­νο­δεύ­ον­ται α­πό αυ­ξη­μέ­νο κίν­δυ­νο α­νά­πτυ­ξης συγ­γε­νών εμ­βρυι­κών α­νω­μα­λι­ών, γι' αυ­τό και μπο­ρούν να χο­ρη­γη­θούν στη διά­ρκεια της εγ­κυ­μο­σύ­νης. Μο­να­δι­κή ε­ξαί­ρε­ση α­πο­τε­λεί η προ­ε­κλαμ­πτι­κή το­ξι­ναι­μί­α, ό­που μπο­ρεί να ε­πι­δει­νώ­σουν την κα­τα­κρά­τη­ση των υ­γρών και την υ­πέρ­τα­ση.

Πάν­τως, οι γυ­ναί­κες α­να­πα­ρα­γω­γι­κής η­λι­κί­ας πρέ­πει να ε­νη­με­ρώ­νουν τον θε­ρά­πον­τα για­τρό τους ε­άν θε­λή­σουν να τε­κνο­ποι­ή­σουν ή εί­ναι ή­δη έγ­κυ­ες ε­νώ θε­ρα­πεύ­ον­ται με κορ­τι­κο­ει­δή και βρέ­φη που ε­κτέ­θη­καν σε γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή στη διά­ρκεια της κύ­η­σης πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή για εκ­δη­λώ­σεις ε­πι­νε­φρι­δια­κής α­νε­πάρ­κειας.

19.8.14   ΓΑΛΟΥΧΙΑ

Φαί­νε­ται ό­τι τα κορ­τι­κο­ει­δή, στις μέ­τρι­ες δό­σεις που συ­νή­θως χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται στη θε­ρα­πεί­α των ρευ­μα­τι­κών νο­ση­μά­των, εί­ναι α­σφα­λή στη διά­ρκεια της γα­λου­χί­ας. Πάν­τως, ε­πει­δή δεν έ­χουν γί­νει ε­παρ­κείς με­λέ­τες στην α­να­πα­ρα­γω­γή σε αν­θρώ­πους θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή, τα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή συ­νι­στών­ται στη διά­ρκεια της γα­λου­χί­ας μό­νον εφ΄ό­σον το ό­φε­λος υ­περ­φα­λαγ­γί­ζει τους δυ­νη­τι­κούς κιν­δύ­νους για το βρέ­φος.

19.8.15   ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ - ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ

Νε­ο­γνά : Τα ε­νέ­σι­μα σκευ­ά­σμα­τα των γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δών που πε­ρι­έ­χουν βεν­ζυ­λι­κή αλ­κο­ό­λη αν­τεν­δεί­κνυν­ται στα πρό­ω­ρα νε­ο­γνά. 

Παι­διά : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να α­πο­φεύ­γον­ται στη βρε­φι­κή-παι­δι­κή η­λι­κί­α, για­τί μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν α­να­στο­λή της α­νά­πτυ­ξης.

Η­λι­κι­ω­μέ­νοι : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται με προ­σο­χή στους η­λι­κι­ω­μέ­νους, για­τί μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν κα­τα­κρά­τη­ση να­τρί­ου, υ­πέρ­τα­ση και οί­δη­μα και να ε­νερ­γο­ποι­ή­σουν λαν­θά­νου­σα φυ­μα­τι­ώ­δη ε­στί­α.

Κύ­η­ση : Το ό­φε­λος α­πό την χρή­ση των κορ­τι­κο­ει­δών στη διά­ρκεια της κύ­η­σης ή σε γυ­ναί­κες α­να­πα­ρα­γω­γι­κής η­λι­κί­ας πρέ­πει να σταθ­μί­ζε­ται σε σχέ­ση με τους πι­θα­νούς κιν­δύ­νους για την μη­τέ­ρα και το έμ­βρυ­ο ή το νε­ο­γνό.

Γα­λου­χί­α : Τα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή συ­νι­στών­ται στη διά­ρκεια της γα­λου­χί­ας μό­νον εφ΄ό­σον το πι­θα­νό ό­φε­λος υ­περ­φα­λαγ­γί­ζει τους δυ­νη­τι­κούς κιν­δύ­νους για το βρέ­φος.

Εμ­βο­λια­σμοί : Ε­πει­δή τα κορ­τι­κο­ει­δή α­να­στέλ­λουν την α­νο­σο­α­πάν­τη­ση, η υ­δρο­ορ­τι­ζό­νη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει μει­ω­μέ­νη αν­τα­πό­κρι­ση στις α­να­το­ξί­νες και στα εμ­βό­λια που πε­ρι­έ­χουν ζών­τες ή α­δρα­νο­ποι­η­μέ­νους μι­κρο-ορ­γα­νι­σμούς. Α­κό­μα, τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να δυ­νη­τι­κο­ποι­ή­σουν την α­να­πα­ρα­γω­γή ο­ρι­σμέ­νων ζών­των μι­κρο-ορ­γα­νι­σμών που εμ­πε­ρι­έ­χον­ται στα ζών­τα ε­ξα­σθε­νη­μέ­να εμ­βό­λια και, σε υ­περ­φυ­σι­ο­λο­γι­κές δό­σεις, να ε­πι­δει­νώ­σουν τις νευ­ρο­λο­γι­κές αν­τι­δρά­σεις ο­ρι­σμέ­νων εμ­βο­λί­ων.

Η α­νο­σο­ποί­η­ση ε­πι­τρέ­πε­ται σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με μη α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές ή με συμ­πλη­ρω­μα­τι­κές δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών (π.χ. για νό­σο Addison).

Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών, οι εμ­βο­λια­σμοί με ζών­τες ή ζών­τες, αλ­λά ε­ξα­σθε­νη­μέ­νους, ι­ούς αν­τεν­δεί­κνυν­ται, γι΄αυ­τό και δεν πρέ­πει να εμ­βο­λι­ά­ζον­ται κα­τά της ευ­λο­γιάς. Η συ­νή­θης χρή­ση εμ­βο­λί­ων ή α­να­το­ξι­νών πρέ­πει γε­νι­κά να α­να­βάλ­λε­ται μέ­χρις ό­του δι­α­κο­πεί η χο­ρή­γη­ση των κορ­τι­κο­ει­δών. Εφ΄ό­σον εί­ναι α­πα­ραί­τη­τος ο εμ­βο­λια­σμός σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή, μπο­ρεί να χρεια­σθεί να γί­νουν ο­ρο­λο­γι­κές δο­κι­μα­σί­ες για να ε­πι­βε­βαι­ω­θεί η ε­πάρ­κεια της α­νο­σο­α­πάν­τη­σης του α­σθε­νούς και να χο­ρη­γη­θούν ε­πι­πρό­σθε­τες δό­σεις εμ­βο­λί­ων ή α­να­το­ξι­νών.

ΠΡΟΥΠΑΡΧΟΝΤΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΤΑ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟ­ΠΟΙ-ΟΥΝΤΑΙ ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ

  • Μη ει­δι­κή ελ­κώ­δης κο­λί­τι­δα
  • Εκ­κολ­πω­μα­τί­τι­δα
  • Πρό­σφα­τη εν­τε­ρι­κή α­να­στό­μω­ση
  • Ε­νερ­γό ή α­συμ­πτω­μα­τι­κό πε­πτι­κό έλ­κος
  • Νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια
  • Υ­πέρ­τα­ση
  • Σπα­σμοί
  • Ο­στε­ο­πό­ρω­ση
  • Βα­ριά μυ­α­σθέ­νεια
  • Εμ­φρα­κτο μυ­ο­καρ­δί­ου
  • Υ­πο­προ­θρομ­βι­ναι­μί­α
  • Κίρ­ρω­ση
  • Υ­πο­θυ­ρε­ο­ει­δι­σμός
  • Λοι­μώ­ξεις
  • Α­πλός ο­φθαλ­μι­κός έρ­πη­τας
  • Ψυ­χι­α­τρι­κές δι­α­τα­ρα­χές  

Γα­στρεν­τε­ρι­κά νο­σή­μα­τα : Τα κορ­τι­κο­στε­ρο­ει­δή αν­τεν­δεί­κνυν­ται σε α­σθε­νείς με πε­πτι­κό έλ­κος, ε­κτός ε­άν πά­σχουν α­πό α­πει­λη­τι­κές για την ζω­ή κα­τα­στά­σεις.

Τα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με εκ­κολ­πω­μα­τί­τι­δα, μη ει­δι­κή ελ­κώ­δη κο­λί­τι­δα (ε­άν υ­πάρ­χει πι­θα­νό­τη­τα ε­πι­κεί­με­νης δι­ά­τρη­σης, α­πό­στη­μα ή άλ­λες πυ­ο­γε­νείς λοι­μώ­ξεις) ή πρό­σφα­τη εν­τε­ρι­κή α­να­στό­μω­ση. Οι εκ­δη­λώ­σεις πε­ρι­το­να­ϊ­κού ε­ρε­θι­σμού με­τά α­πό γα­στρεν­τε­ρι­κή δι­ά­τρη­ση μπο­ρεί να εί­ναι ε­λά­χι­στες ή α­που­σιά­ζουν σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή.

Εμ­φρα­κτο μυ­ο­καρ­δί­ου : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται με ε­ξαι­ρε­τι­κή προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με πρό­σφα­το έμ­φραγ­μα του μυ­ο­καρ­δί­ου, για­τί μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν ρή­ξη του τοι­χώ­μα­τος της α­ρι­στε­ρής κοι­λί­ας.

Θρομ­βο­εμ­βο­λι­κά νο­σή­μα­τα : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με θρομ­βο­εμ­βο­λι­κά νο­σή­μα­τα.

Βα­ριά μυ­α­σθέ­νεια : Τα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με βα­ριά μυ­α­σθέ­νεια θε­ρα­πευ­ό­με­νους με αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κά φάρ­μα­κα.

Ο­φθαλ­μι­κά νο­σή­μα­τα : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πι­θα­νώς αν­τεν­δεί­κνυν­ται σε πά­σχον­τες α­πό ε­νερ­γείς α­πλές ερ­πη­τι­κές ο­φθαλ­μι­κές λοι­μώ­ξεις και δεν συ­νι­στών­ται στη θε­ρα­πεί­α της ο­πτι­κής νευ­ρί­τι­δας, για­τί μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν την συ­χνό­τη­τα των ε­πει­σο­δί­ων.

Υ­πο­θυ­ρε­ο­ει­δι­σμός-κίρ­ρω­ση : Οι δρά­σεις των κορ­τι­κο­ει­δών μπο­ρεί να αυ­ξη­θούν σε α­σθε­νείς με κίρ­ρω­ση ή υ­πο­θυ­ρε­ο­ει­δι­σμό.

Ψυ­χι­α­τρι­κά νο­σή­μα­τα : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται με προ­σο­χή σε ά­το­μα με προ­ϋ­πάρ­χου­σα συ­ναι­σθη­μα­τι­κή α­στά­θεια, σο­βα­ρή κα­τά­θλι­ψη ή ε­πιρ­ρέ­πεια σε ψυ­χω­σι­κές δι­α­τα­ρα­χές.   

Φαρ­μα­κευ­τι­κή αλ­λερ­γί­α : Τα κορ­τι­κο­ει­δή, κυ­ρί­ως σε πα­ρεν­τε­ρι­κή χο­ρή­γη­ση, μπο­ρεί σπά­ναι να προ­κα­λέ­σουν α­να­φυ­λα­κτι­κές αν­τι­δρά­σεις ή αν­τι­δρά­σεις υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας, γι΄αυ­τό και πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με ι­στο­ρι­κό φαρ­μα­κευ­τι­κής αλ­λερ­γί­ας.

Λοι­μώ­ξεις : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με πι­θα­νές ή γνω­στές λοι­μώ­ξεις, δε­δο­μέ­νου ό­τι :

  • Αυ­ξά­νουν την ε­πιρ­ρέ­πεια στην α­νά­πτυ­ξη λοι­μώ­ξε­ων
  • Μπο­ρεί να ε­πι­δει­νώ­σουν την δι­α­δρο­μή ή την έκ­βα­ση των λοι­μώ­ξε­ων, π.χ. να προ­κα­λέ­σουν δι­ά­τρη­ση σε α­σθε­νείς με α­πλό ο­φθαλ­μι­κό έρ­πη­τα
  • Μπο­ρεί να α­να­ζω­πυ­ρώ­σουν λαν­θά­νου­σες λοι­μώ­ξεις ή να ε­πι­δει­νώ­σουν εν­δο­γε­νείς λοι­μώ­ξεις α­πό δι­ά­φο­ρους μι­κρο-ορ­γα­νι­σμούς, π.χ. να ε­νερ­γο­ποι­ή­σουν λαν­θά­νου­σα α­μοι­βα­δί­α­ση, γι΄αυ­τό και σε κά­θε α­σθε­νή με α­νε­ξή­γη­τη δι­άρ­ροι­α πρέ­πει να α­πο­κλεί­ε­ται η λαν­θά­νου­σα ή ε­νερ­γός α­μοι­βα­δι­κή λοί­μω­ξη πριν α­πό την έ­ναρ­ξη της θε­ρα­πεί­ας με κορ­τι­κο­ει­δή
  • Μπο­ρεί να συγ­κα­λύ­ψουν με­ρι­κές α­πό τις εκ­δη­λώ­σεις των λοι­μώ­ξε­ων, να ευ­νο­ή­σουν την δι­α­σπο­ρά του λοι­μο­γό­νου μι­κρο­ορ­γα­νι­σμού και την α­νά­πτυ­ξη νέ­ων λοι­μώ­ξε­ων, ό­πως και να μει­ώ­σουν την αν­τί­στα­ση και την δυ­να­τό­τη­τα εν­τό­πι­σης των λοι­μώ­ξε­ων
  • Μπο­ρεί να ε­πι­δει­νώ­σουν τις συ­στη­μα­τι­κές μυ­κη­τι­α­σι­κές λοι­μώ­ξεις, γι΄αυ­τό και δεν πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται ε­άν εμ­φα­νι­σθούν τέ­τοι­ες λοι­μώ­ξεις, ε­κτός ε­άν χρει­ά­ζον­ται για τον έ­λεγ­χο φαρ­μα­κευ­τι­κών αν­τι­δρά­σε­ων που ο­φεί­λον­ται στην αμ­φο­τε­ρι­κί­νη Β. Η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση της αμ­φο­τε­ρι­κί­νης Β με υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει δι­όγ­κω­ση της καρ­διάς και συμ­φο­ρη­τι­κή καρ­δια­κή α­νε­πάρ­κεια
  • Μπο­ρεί να υ­πο­βο­η­θή­σουν την εγ­κα­τά­στα­ση δευ­τε­ρο­γε­νών ο­φθαλ­μι­κών λοι­μώ­ξε­ων από μύ­κη­τες ή ι­ούς
  • Μπο­ρεί να αρνητικοποιήσουν ψευδώς την δο­κι­μα­σί­α νι­τρο­κυα­νού του τε­τρα­ζο­λί­ου για βα­κτη­ρι­δια­κές λοι­μώ­ξεις.

Η χρή­ση της υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης σε α­σθε­νείς με ε­νερ­γό φυ­μα­τί­ω­ση πρέ­πει να πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται μό­νο σε πε­ρι­πτώ­σεις κε­ραυ­νο­βό­λου ή κεγ­χρο­ει­δούς φυ­μα­τί­ω­σης, σε συν­δυα­σμό με την κα­τάλ­λη­λη αν­τι­φυ­μα­τι­κή α­γω­γή. Η κορ­τι­κο­ει­δο­θε­ρα­πεί­α, ε­άν εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη σε α­σθε­νείς με λαν­θά­νου­σα φυ­μα­τί­ω­ση ή θε­τι­κή Mantoux, ε­πι­βάλ­λει στε­νή πα­ρα­κο­λού­θη­ση, για­τί μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει α­να­ζω­πύ­ρω­ση της φυ­μα­τι­ώ­δους λοί­μω­ξης. Οι α­σθε­νείς αυ­τοί, εφ΄ό­σον θε­ρα­πεύ­ον­ται μα­κρο­χρό­νια με κορ­τι­κο­ει­δή, πρέ­πει να υ­πο­βάλ­λον­ται σε χη­μει­ο­προ­φύ­λα­ξη.

Τα παι­διά που θε­ρα­πεύ­ον­ται με α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κά φάρ­μα­κα εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­πιρ­ρε­πή σε λοι­μώ­ξεις α­πό τα υ­γι­ή. Π.χ. η α­νε­μευ­λο­γί­α και η ι­λα­ρά μπο­ρεί να έ­χουν βα­ρύ­τε­ρη, α­κό­μα και θα­να­τη­φό­ρα, δι­α­δρο­μή σε παι­διά θε­ρα­πευ­ό­με­να με α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών.

Παι­διά ή ε­νή­λι­κες που θε­ρα­πεύ­ον­ται με α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών, αλ­λά δεν έ­χουν προ­σβλη­θεί α­πό α­νε­μευ­λο­γί­α ή ι­λα­ρά, πρέ­πει να α­πο­φεύ­γουν την έκ­θε­ση στις λοι­μώ­ξεις αυ­τές και, αν τυ­χόν ε­κτε­θούν, να συμ­βου­λεύ­ον­ται τον για­τρό τους. Ε­άν ε­κτε­θούν στις λοι­μώ­ξεις αυ­τές, μπο­ρεί να χρεια­σθούν θε­ρα­πεί­α με α­πλή (IVIG) ή ει­δι­κή ε­ναν­τί­ον του ι­ού της α­νε­μευ­λο­γί­ας – έρ­πη­τα ζω­στή­ρα (VZIG) εν­δο­φλέ­βια α­νο­σο­σφαι­ρί­νη, α­νά­λο­γα με την πε­ρί­πτω­ση. Ε­άν εμ­φα­νί­σουν α­νε­μευ­λο­γί­α, μπο­ρεί να χρεια­σθούν θε­ρα­πεί­α με αν­τι-ι­ο­γε­νή φάρ­μα­κα.

19.8.16   ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να α­πο­φεύ­γον­ται σε εγ­κύ­ους με προ­ε­κλαμ­ψί­α, ε­κλαμ­ψί­α ή εν­δεί­ξεις βλά­βης του πλα­κούν­τα
  • Τα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή, σε μέ­τρι­ες ή με­γά­λες δό­σεις, μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν κα­τα­κρά­τη­ση να­τρί­ου και ύ­δα­τος με συ­νε­πα­κό­λου­θο οί­δη­μα, α­πώ­λεια κα­λί­ου, υ­πο­κα­λι­αι­μι­κή αλ­κά­λω­ση και υ­πέρ­τα­ση, ό­πως και συμ­φο­ρη­τι­κή καρ­δια­κή α­νε­πάρ­κεια σε ε­πιρ­ρε­πείς α­σθε­νείς.
  • Οι α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δείς αυ­τές δρά­σεις εμ­φα­νί­ζον­ται συ­χνό­τε­ρα σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με μέ­τρι­ες ή με­γά­λες δό­σεις υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης ή κορ­τι­ζό­νης, αλ­λά και συν­θε­τι­κά γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή (ε­κτός α­πό την φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη), ι­δι­αί­τε­ρα ε­άν χο­ρη­γούν­ται μα­κρο­χρό­νια και σε με­γά­λες δό­σεις.
  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­ζό­νη ή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη για τις φλεγ­μο­νώ­δεις ή α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές τους δρά­σεις, συ­νι­στά­ται δι­αι­τη­τι­κός πε­ρι­ο­ρι­σμός του ά­λα­τος και συμ­πλη­ρω­μα­τι­κή χο­ρή­γη­ση κα­λί­ου. Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή με ι­σχυ­ρές α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δείς δρά­σεις πρέ­πει να α­να­φέ­ρουν στο για­τρό τους ε­άν εμ­φα­νί­σουν οί­δη­μα.
  • Η α­νε­πάρ­κεια του φλοι­ού των ε­πι­νε­φρι­δί­ων α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να με­τρια­σθεί με την προ­ο­δευ­τι­κή μεί­ω­ση της δό­σης του κορ­τι­κο­ει­δούς και να ε­πι­μεί­νει αρ­κε­τούς μή­νες με­τά την δι­α­κο­πή του.
  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να χρεια­σθούν ε­πι­πρό­σθε­τα αυ­ξη­μέ­νες δό­σεις τα­χέ­ως δρών­των κορ­τι­κο­ει­δών πριν, στη διά­ρκεια και με­τά α­πό α­συ­νή­θι­στους στρεσ­σο­γό­νους πα­ρά­γον­τες.
  • Η σω­μα­τι­κή α­νά­πτυ­ξη των βρε­φών και των παι­δι­ών που θε­ρα­πεύ­ον­ται μα­κρο­χρό­νια με κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται με προ­σο­χή.
  • Τα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή αν­τεν­δεί­κνυν­ται σε α­σθε­νείς με γνω­στή υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α στα κορ­τι­κο­ει­δή. Η φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη αν­τεν­δεί­κνυ­ται σ΄ό­λες τις κα­τα­στά­σεις, ε­κτός α­πό ε­κεί­νες που α­παι­τούν ι­σχυ­ρή α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δή δρά­ση.
  • Πριν α­πό κά­θε χει­ρουρ­γι­κή ε­πέμ­βα­ση οι α­σθε­νείς πρέ­πει να ε­νη­με­ρώ­νουν τον για­τρό και τον ο­δον­τί­α­τρό τους ή τον α­ναι­σθη­σι­ο­λό­γο ό­τι παίρ­νουν ή έ­χουν πά­ρει πρό­σφα­τα (μέ­σα σε δι­ά­στη­μα 12 μη­νών) κορ­τι­κο­ει­δή
  • Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να α­να­φέ­ρουν στο για­τρό τους κά­θε λοί­μω­ξη ή εκ­δή­λω­ση εν­δει­κτι­κή λοί­μω­ξης ή κα­κώ­σεις που εμ­φα­νί­ζουν στη διά­ρκεια της κορ­τι­κο­ει­δο­θε­ρα­πεί­ας ή σε δι­ά­στη­μα 12 μη­νών με­τά την δι­α­κο­πή της
  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή, ό­ταν χο­ρη­γούν­ται σε με­γά­λες δό­σεις, συ­νι­στά­ται να λαμ­βά­νον­ται με­τά τα γεύ­μα­τα και ταυ­τό­χρο­να με αν­τι­ό­ξι­να στα εν­δι­ά­με­σα των γευ­μά­των, ώ­στε να προ­λη­φθεί η α­νά­πτυ­ξη πε­πτι­κού έλ­κους
  • Ο χρό­νος προ­θρομ­βί­νης πρέ­πει να ε­λέγ­χε­ται τα­κτι­κά σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή και ταυ­τό­χρο­να κου­μα­ρι­νι­κά αν­τι­πη­κτι­κά, για­τί τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να τρο­πο­ποι­ή­σουν την αν­τα­πό­κρι­ση στα φάρ­μα­κα αυ­τά.
  • Η α­σπι­ρί­νη πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με υ­πο­προ­θρομ­βι­ναι­μί­α θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή
  • Σε α­σθε­νείς με η­πα­τι­κή α­νε­πάρ­κεια τα ε­πί­πε­δα των κορ­τι­κο­ει­δών στο αί­μα, ό­πως και άλ­λων φαρ­μά­κων που με­τα­βο­λί­ζον­ται στο ή­παρ, μπο­ρεί να αυ­ξη­θούν.
  • Ε­πει­δή οι ε­πι­πλο­κές της κορ­τι­κο­ει­δο­θε­ρα­πεί­ας ε­ξαρ­τών­ται α­πό την δό­ση του φαρ­μά­κου και την διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας, σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση πρέ­πει να σταθ­μί­ζε­ται η σχέ­ση ό­φε­λους/κίν­δυ­νο ό­σον α­φο­ρά την δό­ση και την διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας και την συ­χνό­τη­τα χο­ρή­γη­σης του φαρ­μά­κου (κα­θη­με­ρι­νά ή κα­τά δι­α­στή­μα­τα).
  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται στη μι­κρό­τε­ρη δυ­να­τή δό­ση για τον έ­λεγ­χο του νο­σή­μα­τος στο ο­ποί­ο α­πευ­θύ­νον­ται και, ό­ταν η μεί­ω­ση της δό­σης τους εί­ναι δυ­να­τή, να γί­νε­ται βαθ­μια­ία και ό­χι α­πό­το­μα.

19.8.17   ΔΟΣΕΙΣ - ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ

19.8.17.1  ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΟΜΑ

Εν­δο­κρι­νι­κά, χρό­νια ρευ­μα­τι­κά, α­να­πνευ­στι­κά και γα­στρεν­τε­ρι­κά νο­σή­μα­τα, οι­δη­μα­τώ­δεις κα­τα­στά­σεις : 20-40 mg/24ωρο, αυ­ξα­νό­με­νη βαθ­μια­ία μέ­χρι την ε­λά­χι­στη δό­ση που πα­ρέ­χει το ε­πι­θυ­μη­τό α­πο­τέ­λε­σμα. Με­τά την ύ­φε­ση των συμ­πτω­μά­των, η δό­ση πρέ­πει να τρο­πο­ποι­εί­ται στο ε­λά­χι­στο δυ­να­τό α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό ε­πί­πε­δο συν­τή­ρη­σης.

Χρό­νια πρω­το­πα­θής φλοι­ο­ε­πι­νε­φρι­δια­κή α­νε­πάρ­κεια :

  • Υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη 25-50 mg/24ωρο (ή 20-30 mg/m2 ε­πι­φά­νειας σώ­μα­τος). Τα 2/3 της δό­σης χο­ρη­γούν­ται το πρω­ί και το υ­πό­λοι­πο 1/3, το α­πό­γευ­μα. π.χ. 20 mg το πρω­ί και 10 mg αρ­γά το α­πό­γευ­μα. Το σχή­μα αυ­τό μι­μεί­ται τις φυ­σι­ο­λο­γι­κές δι­α­κυ­μάν­σεις της κορ­τι­ζό­λης στο πλά­σμα στη διά­ρκεια της νύ­χτας. Συμ­πλη­ρω­μα­τι­κά μπο­ρούν να χο­ρη­γη­θούν 4-6 gr χλω­ρι­ού­χου να­τρί­ου η­με­ρη­σί­ως.
  • Ο­ξει­κή φθο­ρι­ο­κορ­τι­ζό­νη, συμ­πλη­ρω­μα­τι­κά σε δό­ση 0.05-0.2 mg/24ωρο.

Υ­πο­φυ­σι­ο­γε­νής φλοι­ο­ε­πι­νε­φρι­δια­κή α­νε­πάρ­κεια : 20-30 mg/ 24ωρο per os (ό­πως ε­πί χρό­νιας πρω­το­πα­θούς φλοι­ο­ε­πι­νε­φρι­δια­κής α­νε­πάρ­κειας).

Συγ­γε­νής υ­περ­πλα­σί­α ε­πι­νε­φρι­δί­ων : 25-50 mg/24ωρο. Η δό­ση αυ­τή α­να­πλη­ρώ­νει την κορ­τι­ζό­λη και κα­τα­στέλ­λει την πα­ρα­γω­γή αν­δρο­γό­νων. Το 1/3 της δό­σης χο­ρη­γεί­ται το πρω­ί και τα υ­πό­λοι­πα 2/3, το α­πό­γευ­μα. Ε­ναλ­λα­κτι­κά, η υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί σε 3 δι­η­ρη­μέ­νες δό­σεις. Ε­νί­ο­τε ε­πι­βάλ­λε­ται συμ­πλη­ρω­μα­τι­κή χο­ρή­γη­ση α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δούς.

Ο­ξεί­ες αλ­λερ­γι­κές κα­τα­στά­σεις, ο­ξέ­α ο­φθαλ­μι­κά ή ρευ­μα­τι­κά νο­σή­μα­τα : 60-120 mg/ 24ωρο. Σε με­ρι­κές πε­ρι­πτώ­σεις μπο­ρεί να χρεια­σθούν με­γα­λύ­τε­ρες δό­σεις.

Συ­στη­μα­τι­κός ε­ρυ­θη­μα­τώ­δης λύ­κος, πέμ­φι­γα,  συμ­πτω­μα­τι­κή σαρ­κο­εί­δω­ση : 60-120 mg/24ωρο. Σε με­ρι­κές πε­ρι­πτώ­σεις μπο­ρεί να χρεια­σθούν υ­ψη­λό­τε­ρες δό­σεις. Η αρ­χι­κή δό­ση, με­τά την ύ­φε­ση της νό­σου, πρέ­πει να μει­ώ­νε­ται στο χα­μη­λό­τε­ρο δυ­να­τό α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό ύ­ψος.

Ο­ξεί­ες, α­πει­λη­τι­κές για την ζω­ή κα­τα­στά­σεις (ο­ξεί­α ρευ­μα­τι­κή καρ­δί­τι­δα, έ­ξαρ­ση συ­στη­μα­τι­κού ε­ρυ­θη­μα­τώ­δους λύ­κου, βα­ρι­ές αλ­λερ­γι­κές αν­τι­δρά­σεις, πέμ­φι­γα, νε­ο­πλα­σμα­τι­κά νο­σή­μα­τα) : 100-240 mg/24ωρο, κα­τα­νε­μη­μέ­νη σε 4 του­λά­χι­στον δι­η­ρη­μέ­νες δό­σεις. Με­τά την βελ­τί­ω­ση των συμ­πτω­μά­των, η δό­ση της υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης πρέ­πει να μει­ώ­νε­ται.

Ο­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις ο­ξεί­ας λευ­χαι­μί­ας, νε­φρω­σι­κού συν­δρό­μου, πέμ­φι­γας : 90 mg/24ωρο.

Ο­δον­τι­κές φλεγ­μο­νές, με­τεγ­χει­ρη­τι­κές κα­τα­στά­σεις : 20-40 mg 3 φο­ρές η­με­ρη­σί­ως.

19.8.17.2   ΠΑΡΕΝΤΕΡΙΚΗ ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ

Ο­ξεί­α φλοι­ο­ε­πι­νε­φρι­δια­κή α­νε­πάρ­κεια : Να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη ή 100 mg φω­σφο­ρι­κής υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης εν­δο­φλέ­βια κά­θε 8 ώ­ρες

Α­σθμα­τι­κή κα­τά­στα­ση : Να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή ή φω­σφο­ρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη 100-200 mg/6ωρο εν­δο­φλέ­βια. Εφ΄ ό­σον προ­κύ­ψει βελ­τί­ω­ση, μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί πρεδ­νι­ζο­λό­νη per os και να δι­α­κο­πεί η εν­δο­φλέ­βια χο­ρη­γού­με­νη υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη.

Βα­ριά κα­τα­πλη­ξί­α : Να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη 50 mg/kg/24ωρο εν­δο­φλέ­βια.

Α­πει­λη­τι­κές για την ζω­ή αλ­λερ­γι­κές και α­να­φυ­λα­κτι­κές αν­τι­δρά­σεις : Να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή ή φω­σφο­ρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη 100-500 mg/6ωρο εν­δο­φλέ­βια

Α­πόρ­ρι­ψη μο­σχεύ­μα­τος : Να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη 0.5-1 gr/8ωρο εν­δο­φλέ­βια. Προ­τι­μών­ται συ­νή­θως η πρεδ­νι­ζο­λό­νη και η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη, αν και βρα­χυ­πρό­θε­σμα δεν φαί­νε­ται να πλε­ο­νε­κτούν της υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης.

Α­πει­λη­τι­κές για την ζω­ή πε­ρι­πτώ­σεις ΣΕΛ : Να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη 100-500 mg/8ωρο εν­δο­φλέ­βια, αν και συ­νή­θως προ­τι­μά­ται η per os χο­ρη­γού­με­νη πρεδ­νι­ζο­λό­νη.

Σο­βα­ρό πο­λύ­μορ­φο ε­ρύ­θη­μα : Να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη 100-500 mg εν­δο­φλέ­βια κά­θε 8 ώ­ρες.

Υ­πε­ρα­σβε­στι­αι­μί­α : Η υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη μπο­ρεί να μει­ώ­σει τα ε­πί­πε­δα του α­σβε­στί­ου σε α­σθε­νείς με υ­πε­ρα­σβε­στι­αι­μί­α ο­φει­λό­με­νη σε σαρ­κο­εί­δω­ση, δη­λη­τη­ρί­α­ση με βι­τα­μί­νη D και κα­κο­ή­θη νο­σή­μα­τα και λι­γό­τε­ρο σε υ­περ­πα­ρα­θυ­ρε­ο­ει­δι­σμό.

19.8.17.3   ΤΟΠΙΚΗ - ΕΝΔΑΡΘΡΙΚΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ

Ελ­κη στό­μα­τος : Δι­σκί­α υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης 2.5 mg δι­α­λυ­ό­με­να βρα­δέ­ως στην πε­ρι­ο­χή του έλ­κους.

Ελ­κω­τι­κή πρω­κτο­κο­λί­τι­δα : Ο­ξει­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη μέ­σω του ορ­θού, 1-2 φο­ρές η­με­ρη­σί­ως. Μέ­σω της ο­δού αυ­τής, η υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη μπο­ρεί να α­πορ­ρο­φη­θεί σε με­γά­λο πο­σο­στό (40%). Η α­πορ­ρό­φη­σή της μπο­ρεί να πε­ρι­ο­ρι­σθεί με την χρή­ση με­τα­σουλ­φο­βεν­ζο­ϊ­κής πρεδ­νι­ζο­λό­νης (Pred-enema).

Πε­ρι­νε­ϊ­κό τραύ­μα : Ο πό­νος και οι ε­νο­χλή­σεις με­τά α­πό πε­ρι­νε­ο­το­μί­α μπο­ρεί να α­να­κου­φι­σθούν με την το­πι­κή ε­φαρ­μο­γή ο­ξει­κής υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης κά­θε 6 ώ­ρες.

Φλεγ­μο­νές αρ­θρώ­σε­ων-μα­λα­κών μο­ρί­ων (ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα, ο­στε­ο­αρ­θρί­τι­δα, τε­νον­τί­τι­δες, θυ­λα­κί­τι­δες) : Ο­ξει­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη 5-50 mg εν­δαρ­θρι­κά ή μέ­σα στα μα­λα­κά μό­ρια. Στις φλεγ­μο­νές των μα­λα­κών μο­ρί­ων μπο­ρεί ε­πί­σης να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή ή φω­σφο­ρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη. Στην εν­δαρ­θρι­κή χο­ρή­γη­ση, η δό­ση προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται με βά­ση το μέ­γε­θος της άρ­θρω­σης. Η υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη α­πο­μα­κρύ­νε­ται α­πό τις αρ­θρώ­σεις κα­τά 97% με­τά α­πό 3 ώ­ρες, ε­νώ η ο­ξει­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη, βρα­δύ­τε­ρα, γι΄ αυ­τό και εί­ναι το σκεύ­α­σμα ε­κλο­γής για εν­δαρ­θρι­κές εγ­χύ­σεις.

19.8.18   ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ

   Εμ­πο­ρι­κή ο­νο­μα­σί­α

 Μορ­φές-πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τες

         Κα­τα­σκευα­στής

Cortiphenol-H

Pomm. Ophth. 4 gr 

THEODORIDIS 

Daktodor

Cream 15 gr x (1+2)% 

JANSSEN-CILAG AEBE 

Filocot

Cream 20 gr x 1% 

ΦΑΡΜΑΛΕΞ ΑΕΒΕ 

Hydrocortisone

Tabl. 30 x 20 mg 

ΙΦΕΤ 

Ichthocortex

Cream 17 gr 

ERFAR 

Mutracort

Gel 30 gr x 1% 

LAVIPHARM A.E. 

Proctosedyl-N

Pomm. 3 x 2 gr 

HOECHST-MARION ROUSSEL

 ΑΒΕΕ 

Rolak

Amp. 1 x 2 ml x 100 mg 

ΑΝΦΑΡΜ ΕΛΛΑΣ ΑΕ 

 

Amp. 1 x 2 ml x 250 mg 

 

 

Amp. 1 x 4 ml x 500 mg

 

Solu-Cortef

Inj. Lyoph. 4 ml x 500 mg

PHARMACIA & UPJOHN A.E. 

 

Inj. Lyoph. 2 ml x 250 mg

 

 

Inj. Lyoph. 2 ml x 100 mg

 

Terra-Cortril

Pomm. 15 gr

PFIZER HELLAS Α.Ε 

 

Topical Spray 30 ml

 

Xyloproct

Pomm. 20 gr

ASTRA HELLAS AE 

19.8.19   ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ

19.8.19.1   ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ

Δι­σκί­α : Κά­θε δι­σκί­ο πε­ρι­έ­χει 5, 10 ή 20 mg υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης, στε­α­ρι­κό α­σβέ­στιο, ά­μυ­λο α­ρα­βο­σί­του, λα­κτό­ζη, ο­ρυ­κτέ­λαι­ο, σορ­βι­κό ο­ξύ και σου­κρό­ζη.

Κρέ­μα 1% : Πε­ρι­έ­χει υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη 1%, στε­α­ρυλ- και κε­τυλ-αλ­κο­ό­λη, ι­σο­προ­πυλ-παλ­μι­τι­κό ά­λας, ά­νυ­δρο κι­τρι­κό ο­ξύ, πο­λυ­ο­ξυλ-40 στε­α­ρι­κό ά­λας, α­πο­ξη­ρα­μέ­νο δι­βα­σι­κό φω­σφο­ρι­κό νά­τριο, προ­πυ­λε­νο­γλυ­κό­λη, ύ­δωρ και βεν­ζυ­λι­κή αλ­κό­λη (σαν συν­τη­ρη­τι­κό).

Κρέ­μα 2.5% : Πε­ρι­έ­χει υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη 2.5%, βεν­ζυ­λι­κή αλ­κο­ό­λη, βα­ζε­λί­νη, στε­α­ρυλ-αλ­κο­ό­λη, προ­πυ­λε­νο­γλυ­κό­λη, ι­σο­προ­πυλ-μυ­ρι­στι­κό ά­λας, πο­λυ­ο­ξυλ-40 στε­α­ρι­κό ά­λας, car­bomer 934, θει­ι­κό λα­ου­ρυλ-νά­τριο, δι­θει­ώ­δες EDTA, υ­δρο­ξεί­διο του να­τρί­ου για τρο­πο­ποί­η­ση του pH και κα­θαρ­μέ­νο ύ­δωρ.

19.8.19.2   ΟΞΕΙΚΗ ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ

Κρέ­μα : Πε­ρι­έ­χει ο­ξει­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη 1%, κι­τρι­κό ο­ξύ, γλυ­κε­ρυλ-στε­α­ρι­κό ά­λας, ι­μι­δου­ρί­α, με­θυλ- και προ­πυλ-πα­ραμ­πέ­νη, ο­ρυ­κτέ­λαι­ο, στε­α­ρι­κό PEG-100, πο­λυ­σορ­βά­τη 60, προ­πυ­λε­νο­γλυ­κό­λη, κα­θαρ­μέ­νο ύ­δωρ, κι­τρι­κό νά­τριο, μο­νο­στε­α­ρι­κή σορ­βι­τά­νη και λευ­κή βα­ζε­λί­νη.

Υ­πό­θε­τα : Κά­θε υ­πό­θε­το πε­ρι­έ­χει 25 ή 30 mg ο­ξει­κής υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης σε βά­ση α­πό υ­δρο­γο­νο­ποι­η­μέ­να φυ­τι­κά έ­λαι­α.

Ε­ναι­ώ­ρη­μα : Κά­θε ml πε­ρι­έ­χει 25 ή 50 mg ο­ξει­κής υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης, 9 mg χλω­ρι­ού­χου να­τρί­ου, 4 mg πο­λυ­σορ­βά­της 80, 5 mg καρ­βο­ξυ­με­θυλ­κυτ­τα­ρί­νης , 1 ml ε­νέ­σι­μου ύ­δα­τος και 9 mg βεν­ζυ­λι­κής αλ­κο­ό­λης (σαν συν­τη­ρη­τι­κό).

Φύ­ρα­μα : Κά­θε gr πε­ρι­έ­χει 5 mg (0.5%) ο­ξει­κής υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης, πε­κτί­νη, ζε­λα­τί­νη και καρ­βο­ξυ­με­θυλ­κυτ­τα­ρί­νη.

Αφρός : Περιέχει 10% οξεικής υδροκορτιζόνης/20 gr αφρού, προπυλενογλυκόλη, κηρό, πο­λυ­ο­ξυ­αι­θυ­λε­νο-10-στε­α­ρυλ-αι­θέ­ρα, κε­τυλ-αλ­κο­ό­λη, με­θυλ- και προ­πυλ- πα­ραμ­πέ­νη, τρο­λα­μί­νη, κα­θαρ­μέ­νο ύ­δωρ, δι­χλω­ρο­δι­φθο­ρι­ο­με­θά­νιο και δι­χλω­ρο­τε­τρα­φθο­ρι­ο­αι­θά­νιο.

19.8.19.3   ΒΟΥΤΕΠΡΙΚΗ ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ

Κρέ­μα : Κά­θε gr κρέ­μας 0.1% πε­ρι­έ­χει 1 mg ο­ξει­κής υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης, προ­πυ­λε­νο­γλυ­κό­λη, λευ­κή βα­ζε­λί­νη, ο­ρυ­κτέ­λαι­ο, στε­α­ρυλ-αλ­κο­ό­λη, πο­λυ­σορ­βά­τη 60, μο­νο­στε­α­ρι­κή σορ­βι­τά­νη, μο­νο­στε­α­ρι­κό γλυ­κε­ρύ­λιο, στε­α­ρι­κό PEG-20, στε­α­ρι­κό γλυ­κε­ρύ­λιο SE, με­θυλ- και βου­τυλ- πα­ραμ­πέ­νη, ά­νυ­δρο κι­τρι­κό ο­ξύ, ά­νυ­δρο κι­τρι­κό νά­τριο και κα­θαρ­μέ­νο ύ­δωρ.

19.8.19.4   ΚΥΠΙΟΝΙΚΗ ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ

Ε­ναι­ώ­ρη­μα : Πε­ρι­έ­χει 13.4 mg κυ­πι­ο­νι­κής υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης (ι­σο­δύ­να­μης με 10 mg υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης)/5 ml, βεν­ζο­ϊ­κό και κι­τρι­κό ο­ξύ, FD&C yellow 6, α­ρω­μα­τι­κές ου­σί­ες, γλυ­κε­ρί­νη, με­θυλ- και προ­πυλ-πα­ραμ­πέ­νη, σου­κρό­ζη και κα­θαρ­μέ­νο ύ­δωρ. Ε­χει pH 2.8-3.2.

19.8.19.5   ΝΑΤΡΙΟΥΧΟΣ ΦΩΣΦΟΡΙΚΗ ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ

Η να­τρι­ού­χος φω­σφο­ρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη εί­ναι στεί­ρο δι­ά­λυ­μα με pH 7.5-8.5 για εν­δο­φλέ­βια, εν­δο­μυι­κή και υ­πο­δό­ρια χο­ρή­γη­ση. Κά­θε ml του δι­α­λύ­μα­τος πε­ρι­έ­χει να­τρι­ού­χο φω­σφο­ρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη ι­σο­δύ­να­μη με 50 mg υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης, 8 mg κρε­α­τι­νί­νης, 10 mg κι­τρι­κού να­τρί­ου, υ­δρο­ξεί­διο του να­τρί­ου για την τρο­πο­ποί­η­ση του pH, 1 ml ε­νέ­σι­μου ύ­δα­τος, 3.2 mg δι­θει­ώ­δους να­τρί­ου, 1.5 mg με­θυλ-πα­ραμ­πέ­νης και 0.2 mg προ­πυλ-πα­ραμ­πέ­νης σαν συν­τη­ρη­τι­κά.

19.8.19.6   ΝΑΤΡΙΟΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ

Η να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη δι­α­τί­θε­ται για εν­δο­φλέ­βια ή εν­δο­μυι­κή χο­ρή­γη­ση.

Φι­α­λί­δια 100 mg : Κά­θε φι­α­λί­διο πε­ρι­έ­χει να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη ι­σο­δύ­να­μη με 100 mg υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης, 0.8 mg ά­νυ­δρου μο­νο­βα­σι­κού φω­σφο­ρι­κού να­τρί­ου και 8.73 mg α­πο­ξη­ρα­μέ­νου δι­βα­σι­κού φω­σφο­ρι­κού να­τρί­ου (βλ. ΠΙΝΑΚΑ 34).

                                                         ΠΙΝΑΚΑΣ 34

                               Solu-Cortef Act-O-Vial (φιαλίδιο εφάπαξ δόσης)

        Σκεύ­α­σμα

     100 mg

     250 mg

     500 mg

   1.000 mg

 

 Πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τα

  α­νά 2 ml (με­τά

    την α­νά­μι­ξη)

 

 Πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τα

  α­νά 2 ml (με­τά

    την α­νά­μι­ξη)

 Πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τα

 α­νά 4 ml (με­τά

   την α­νά­μι­ξη)

  Πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τα

α­νά 8 ml (με­τά

  την α­νά­μι­ξη)

Να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή υ­δρο-

κορ­τι­ζό­νη

 Ι­σο­δύ­να­μη με

 100 mg υ­δρο-

   κορ­τι­ζό­νης

  Ι­σο­δύ­να­μη με

  250 mg υ­δρο-

    κορ­τι­ζό­νης

 Ι­σο­δύ­να­μη με

  500 mg υ­δρο-

   κορ­τι­ζό­νης

Ι­σο­δύ­να­μη με

  1000 mg υ­δρο-

  κορ­τι­ζό­νης

Α­νυ­δρo μο­νο­βα­σι­κό

φω­σφο­ρι­κό νά­τριο

      0.8 mg

         2 mg

        4 mg

       8 mg

Α­πο­ξη­ρα­μέ­νο δι­βα­σι­κό

φω­σφο­ρι­κό νά­τριο

      8.76 mg

       21.8 mg

        44 mg

    87.32 mg

Βεν­ζυ­λι­κή αλ­κο­ό­λη

(σαν συν­τη­ρη­τι­κό)

      18.1 mg

       16.4 mg

      33.4 mg

    66.9 mg

 

Ε­άν χρει­ά­ζε­ται, το pH κά­θε μορ­φής τρο­πο­ποι­εί­ται με υ­δρο­ξεί­διο του να­τρί­ου, ώ­στε το pH του α­να­συ­στα­θέν­τος δι­α­λύ­μα­τος να κυ­μαί­νε­ται α­πό 7-8.

19.8.19.7   ΒΑΛΕΡΙΑΝΙΚΗ ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ

Κρέ­μα : Κά­θε gr κρέ­μας πε­ρι­έ­χει 2 mg βα­λε­ρι­α­νι­κής υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης σε υ­δρό­φι­λη βά­ση α­πό λευ­κή βα­ζε­λί­νη, στε­α­ρυλ-αλ­κο­ό­λη, προ­πυ­λε­νο­γλυ­κό­λη, amphoteric-9, carbomer 940, φω­σφο­ρι­κό νά­τριο, θει­ι­κό λα­ου­ρυλ-νά­τριο, σορ­βι­κό ο­ξύ και ύ­δωρ.

Α­λοι­φή : Κά­θε gr α­λοι­φής πε­ρι­έ­χει 2 mg βα­λε­ρι­α­νι­κής υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης σε υ­δρό­φι­λη βά­ση α­πό λευ­κή βα­ζε­λί­νη, στε­α­ρυλ-αλ­κο­ό­λη, προ­πυ­λε­νο­γλυ­κό­λη, σορ­βι­κό ο­ξύ, θει­ι­κό λα­ου­ρυλ-νά­τριο, carbomer 934, φω­σφο­ρι­κό νά­τριο, ο­ρυ­κτέ­λαι­ο, steareth-2, steareth-100 και ύ­δωρ.

19.8.19.8   ΒΟΥΤΥΡΙΚΗ ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ

Κρέ­μα : Κά­θε gr κρέ­μας πε­ρι­έ­χει 1 mg βου­τυ­ρι­κής υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης σε υ­δρό­φι­λη βά­ση α­πό σε­τε­α­ρυλ-αλ­κό­λη, ceteth-20, ο­ρυ­κτέ­λαι­ο, λευ­κή βα­ζε­λί­νη, κι­τρι­κό ο­ξύ, προ­πυλ- και βου­τυλ- πα­ραμ­πέ­νη και κα­θαρ­μέ­νο ύ­δωρ.

Α­λοι­φή : Κά­θε gr α­λοι­φής πε­ρι­έ­χει 1 mg βου­τυ­ρι­κής υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης σε βά­ση α­πό ο­ρυ­κτέ­λαι­ο και πο­λυ­αι­θυ­λέ­νιο.

Δι­ά­λυ­μα : Κά­θε ml του δι­α­λύ­μα­τος πε­ρι­έ­χει 1 mg βου­τυ­ρι­κής υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης σε έκ­δο­χο α­πό ι­σο­προ­πυ­λι­κή αλ­κο­ό­λη (50%), γλυ­κε­ρί­νη, πο­βι­δό­νη, κι­τρι­κό ο­ξύ, κι­τρι­κό νά­τριο και κα­θαρ­μέ­νο ύ­δωρ.

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗΣ

Η υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη (και η κορ­τι­ζό­νη) εί­ναι συ­νή­θως το κορ­τι­κο­ει­δές ε­κλο­γής για θε­ρα­πεί­α α­να­πλή­ρω­σης σε α­σθε­νείς με φλοι­ο­ε­πι­νε­φρι­δια­κή α­νε­πάρ­κεια, δε­δο­μέ­νου ό­τι έ­χει και γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δείς και α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δείς ι­δι­ό­τη­τες. Για αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δεις ή α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές χρή­σεις (ό­πως π.χ. στα ρευ­μα­τι­κά νο­σή­μα­τα) προ­τι­μών­ται τα συν­θε­τι­κά γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή, τα ο­ποί­α έ­χουν ε­λά­χι­στη α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα.

17.9   ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ

Η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη α­νή­κει στα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή. Ο υ­δα­το­δι­α­λυ­τός να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κός ε­στέ­ρας της με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης χρη­σι­μο­ποι­εί­ται ευ­ρέ­ως στη θε­ρα­πεί­α των ρευ­μα­τι­κών νο­ση­μά­των.

ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΑ ΠΡΑΞΗ

  • Με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη (Methylprednisolone)
  • Ο­ξει­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη (Methylprednisolone acetate)
  • Να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη (Methylprednisolone sodium succinate)

19.9.1   ΧΗΜΕΙΑ

19.9.1.1  Με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη (Methylprednisolone)

Χη­μι­κό ό­νο­μα : 11β, 17, 21-trihydroxy-6α-methyl-1, 4-pregnadiene-3, 20-dione 

Μο­ρια­κός τύ­πος : C22H30O5

 

ΕΙΚΟΝΑ 99 : Συν­τα­κτι­κός τύ­πος με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης 

Πε­ρι­γρα­φή : Η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη εί­ναι λευ­κή, ά­ο­σμη, κρυ­σταλ­λι­κή σκό­νη, πο­λύ δι­α­λυ­τή στο οι­νό­πνευ­μα, την δι­ο­ξά­νη και την με­θα­νό­λη, ε­λα­φρά δι­α­λυ­τή στην α­κε­τό­νη και το χλω­ρο­φόρ­μιο και πο­λύ δι­α­λυ­τή στον αι­θέ­ρα, αλ­λά πρα­κτι­κά α­δι­ά­λυ­τη στο ύ­δωρ. Ε­χει μο­ρια­κό βά­ρος 374.48 και ση­μεί­ο τή­ξης 238ο. 40 mg με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης ι­σο­δυ­να­μούν με 53 mg να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης.

19.9.1.2   Ο­ξει­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη (Methylprednisolone acetate)

Χη­μι­κό ό­νο­μα : 11β, 17α, 21-trihydroxy–6α-methylpregna-1, 4-diene-3, 20-dione 21-acetate

Μο­ρια­κός τύ­πος : C24 H32 O6

 

ΕΙΚΟΝΑ 100 : Συν­τα­κτι­κός τύ­πος ο­ξει­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης 

Πε­ρι­γρα­φή : Η ο­ξει­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη (6-με­θυλ πα­ρά­γω­γο της πρεδ­νι­ζο­λό­νης) εί­ναι λευ­κή ή πρα­κτι­κά λευ­κή, ά­ο­σμη, κρυ­σταλ­λι­κή σκό­νη, δι­α­λυ­τή στην δι­ο­ξά­νη, πο­λύ δι­α­λυ­τή στην α­κε­τό­νη, το οι­νό­πνευ­μα, το χλω­ρο­φόρ­μιο και την με­θα­νό­λη και ε­λα­φρά δι­α­λυ­τή στον αι­θέ­ρα, αλ­λά πρα­κτι­κά α­δι­ά­λυ­τη στο ύ­δωρ. Ε­χει μο­ρια­κό βά­ρος 416.51 και ση­μεί­ο τή­ξης 215ο.

Στη διά­ρκεια της πα­ρα­σκευ­ής του στεί­ρου ε­ναι­ω­ρή­μα­τος της ο­ξει­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης μπο­ρεί να προ­στε­θεί υ­δρο­χλω­ρι­κό ο­ξύ ή/και υ­δρο­ξεί­διο του να­τρί­ου, ώ­στε το pH να τρο­πο­ποι­η­θεί σε 3.5-7.

Το ε­ναι­ώ­ρη­μα της ο­ξει­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης χρη­σι­μο­ποι­εί­ται για εν­δο­μυι­κή ή εν­δο­ϋ­με­νι­κή χο­ρή­γη­ση ή το­πι­κή έ­νε­ση μέ­σα σε μα­λα­κά μό­ρια ή δερ­μα­τι­κές αλ­λοι­ώ­σεις.

19.9.1.3  Να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη (Methylpredni­solone sodium succi­nate)

Χη­μι­κό ό­νο­μα : 11β, 17, 21-trihydroxy–6α-methyl-1, 4-pregnadiene-3, 20-dione-21-sodium succinate 

Μο­ρια­κός τύ­πος : C26H33NaO8 

 

ΕΙΚΟΝΑ 101 : Συν­τα­κτι­κός τύ­πος να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης 

Πε­ρι­γρα­φή : Η να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη εί­ναι λευ­κή ή σχε­δόν λευ­κή, ά­ο­σμη, υ­γρο­σκο­πι­κή, ά­μορ­φη ου­σί­α. Εί­ναι πο­λύ δι­α­λυ­τή στο ύ­δωρ και το οι­νό­πνευ­μα, α­δι­ά­λυ­τη στο χλω­ρο­φόρ­μιο και πο­λύ λί­γο δι­α­λυ­τή στην α­κε­τό­νη. Λό­γω της με­γά­λης υ­δα­το­δι­α­λυ­τό­τη­τάς της, μπο­ρεί να προ­στε­θεί σε μι­κρό όγ­κο δι­α­λυ­τι­κού μέ­σου και εί­ναι ει­δι­κά κα­τάλ­λη­λη για εν­δο­φλέ­βια χρή­ση σε κα­τα­στά­σεις ό­που α­παι­τούν­ται τα­χέ­ως υ­ψη­λά ε­πί­πε­δα με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης στο αί­μα. Η να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη χο­ρη­γεί­ται εν­δο­μυι­κά ή εν­δο­φλέ­βια. Χη­μι­κά σχε­τί­ζε­ται με την με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη, την ο­ξει­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη και την η­μι­σουκ­κι­νι­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη. Ε­χει μο­ρια­κό βά­ρος 496.5 και ση­μεί­ο τή­ξης >300ο.

19.9.2   ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ

Η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη εί­ναι έ­να ι­σχυ­ρό αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δες στε­ρο­ει­δές. Έ­χει με­γα­λύ­τε­ρη αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δη ι­σχύ και α­κό­μα μι­κρό­τε­ρη τά­ση κα­τα­κρά­τη­σης να­τρί­ου και ύ­δα­τος α­πό την πρεδ­νι­ζο­λό­νη. Συγ­κρι­τι­κά με την κορ­τι­ζό­λη, έ­χει 4-5 φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρη γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα α­νά μο­νά­δα βά­ρους.

Ό­πως και άλ­λα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή, η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη συν­δέ­ε­ται με έ­ναν εν­δο­κυτ­τα­ρο­πλα­σμα­τι­κό υ­πο­δο­χέ­α. Ο υ­πο­δο­χέ­ας αυ­τός εί­ναι μί­α κλω­νο­ποι­η­μέ­νη πρω­τεί­νη 95 kDa, η ο­ποί­α υ­πάρ­χει στα πε­ρισ­σό­τε­ρα κύτ­τα­ρα του σώ­μα­τος (Disterhorst CW, 1989). Το σύμ­πλο­κο στε­ρο­ει­δούς - υ­πο­δο­χέ­α πα­ρε­κτο­πί­ζε­ται στον πυ­ρή­να, ό­που συν­δέ­ε­ται με το DNA και τρο­πο­ποι­εί την με­τα­γρα­φή των γο­νι­δί­ων σε με­γά­λο α­ριθ­μό πρω­τει­νών. Ο βαθ­μός σύν­θε­σης ο­ρι­σμέ­νων πρω­τει­νών, ό­πως η λι­πο­μον­του­λί­νη, αυ­ξά­νε­ται, ε­νώ άλ­λων, ό­πως το κολ­λα­γό­νο, μει­ώ­νε­ται.

Η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη έ­χει μέ­τρια γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή και ή­πια α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δή δρά­ση. Σε δό­σεις 16-96 mg/24ωρο, έ­χει πα­ρό­μοι­ες αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δεις και α­νο­σο­τρο­πο­ποι­η­τι­κές δρά­σεις με λί­γο μι­κρό­τε­ρες δό­σεις πρεδ­νι­ζο­λό­νης. Ε­χει το με­γά­λο πλε­ο­νέ­κτη­μα ό­τι μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί πα­ρεν­τε­ρι­κά σε πο­λύ με­γά­λες δό­σεις σε ε­πεί­γου­σες κα­τα­στά­σεις χα­ρα­κτη­ρι­ζό­με­νες α­πό με­γά­λη θνη­σι­μό­τη­τα/θνη­τό­τη­τα και σχε­τι­κή έλ­λει­ψη α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας στις συμ­βα­τι­κές θε­ρα­πεί­ες.

Με­τά α­πό την per os χο­ρή­γη­σή της έ­χει με­γά­λη συ­στη­μα­τι­κή βι­ο­δι­α­θε­σι­μό­τη­τα, γι΄αυ­τό και μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί πα­ρεν­τε­ρι­κά σε με­γά­λες δό­σεις κυ­ρί­ως σε α­σθε­νείς που δεν μπο­ρούν να πά­ρουν το φάρ­μα­κο per os ή ό­ταν εί­ναι ε­πι­θυ­μη­τή τα­χύ­τε­ρη έ­ναρ­ξη δρά­σης. Η δι­α­φο­ρά στην έ­ναρ­ξη της δρά­σης με­τα­ξύ της χο­ρη­γού­με­νης per os δό­σης συγ­κρι­τι­κά με την πα­ρεν­τε­ρι­κή δεν υ­περ­βαί­νει τις 1.75 ώ­ρες (ο χρό­νος που α­παι­τεί­ται για να φθά­σει σε μέ­γι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις με­τά α­πό την χο­ρή­γη­ση μιας δό­σης per os) σε δι­ά­στη­μα αρ­κε­τών ω­ρών, ε­κτός ε­άν πο­λύ με­γά­λες δό­σεις (ώ­σεις) έ­χουν δι­α­φο­ρε­τι­κές φαρ­μα­κο­λο­γι­κές δρά­σεις.

Η να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη έ­χει τις ί­δι­ες με­τα­βο­λι­κές και αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δεις δρά­σεις με την με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη. Χο­ρη­γού­με­νη πα­ρεν­τε­ρι­κά και σε ι­σο­μο­ρια­κές πο­σό­τη­τες έ­χει πα­ρό­μοι­α βι­ο­λο­γι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα με αυ­τήν. Με­τά α­πό εν­δο­φλέ­βια χο­ρή­γη­ση, η σχε­τι­κή δυ­νη­τι­κό­τη­τα της να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης και της να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κής υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης εί­ναι του­λά­χι­στον 4/1, ό­πως φαί­νε­ται α­πό την ε­λάτ­τω­ση του α­ριθ­μού των η­ω­σι­νο­φί­λων. Η συ­σχέ­τι­ση αυ­τή συμ­βα­δί­ζει με την σχε­τι­κή δυ­νη­τι­κό­τη­τα της με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης και της per os χο­ρη­γού­με­νης υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης.

ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ-ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΡΑΣΗΣ

  • Α­να­στέλ­λει την φω­σφο­λι­πά­ση Α2 αυ­ξά­νον­τας την πα­ρα­γω­γή λι­πο­μον­του­λί­νης, με α­πο­τέ­λε­σμα ε­λάτ­τω­ση της πα­ρα­γω­γής ε­λεύ­θε­ρου α­ρα­χι­δο­νι­κού ο­ξέ­ος και ε­πο­μέ­νως προ­στα­γλαν­δι­νών και λευ­κο­τρι­ε­νών
  • Μει­ώ­νει την πα­ρα­γω­γή των δι­α­λυ­τών με­σο­λα­βη­τών της φλεγ­μο­νής, ό­πως η IL-1
  • Μει­ώ­νει την δυ­να­τό­τη­τα α­πο­κοκ­κί­ω­σης των μα­στο­κυτ­τά­ρων
  • Μει­ώ­νει α­πό­το­μα τον α­ριθ­μό των κυ­κλο­φο­ρούν­των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων, κυ­ρί­ως των Τ-  λεμ­φο­κυτ­τά­ρων. Σε μι­κρό­τε­ρες δό­σεις, μει­ώ­νε­ται ο α­ριθ­μός των Τ- βο­η­θη­τι­κών και, σε με­γα­λύ­τε­ρες, των Τ-κυτ­τα­ρο­το­ξι­κών κυτ­τά­ρων.
  • Μει­ώ­νει την μά­ζα του λεμ­φι­κού ι­στού, σε μα­κρο­χρό­νια χο­ρή­γη­ση
  • Α­να­στέλ­λει τις χη­μει­ο­τα­κτι­κές α­παν­τή­σεις στα μα­κρο­φά­γα, αλλ΄ό­χι στα ου­δε­τε­ρό­φι­λα
  • Μει­ώ­νει την σύν­θε­ση του κολ­λα­γό­νου και άλ­λων δο­μι­κών πρω­τει­νών, ο­δη­γών­τας σε λέ­πτυν­ση του δέρ­μα­τος, ο­στε­ο­πό­ρω­ση, μυ­ο­πά­θεια, κ. ά.
  • Κα­τα­στέλ­λει την έκ­κρι­ση ACTH, με α­να­στο­λή της πα­ρα­γω­γής εν­δο­γε­νούς κορ­τι­ζό­λης και, σε μα­κρο­χρό­νια χο­ρή­γη­ση, με­ρι­κή α­τρο­φί­α του φλοι­ού των ε­πι­νε­φρι­δί­ων
  • Μει­ώ­νει την α­νο­χή στη γλυ­κό­ζη και αυ­ξά­νει το σάκ­χα­ρο του αί­μα­τος
  • Προ­κα­λεί κα­τα­κρά­τη­ση υ­γρών και υ­πέρ­τα­ση, σε ο­ρι­σμέ­να ζώ­α (π.χ. α­ρου­ραί­ους) και σε με­γά­λες δό­σεις, ό­χι ό­μως σε άλ­λα (π.χ. σκύ­λους και πρό­βα­τα)
  • Δεν ε­πη­ρε­ά­ζει ση­μαν­τι­κά, σε δό­σεις 2 mg/kg-1, την σπει­ρα­μα­το­νε­φρί­τι­δα την προ­κα­λού­με­νη α­πό αν­τι­σώ­μα­τα έ­ναν­τι της βα­σι­κής μεμ­βρά­νης των σπει­ρα­μά­των, σε κου­νέ­λια
  • Προ­κα­λεί έ­ξαρ­ση της πνευ­μο­νι­κής βλά­βης της προ­κα­λού­με­νης α­πό βου­τυ­λι­ω­μέ­νη υ­δρο­ξυ­το­λου­έ­νη, χο­ρη­γού­με­νη σε πον­τι­κούς σε δό­σεις 30 mg/kg-1, 2 φο­ρές η­με­ρη­σί­ως (K­e­h­r­er JP et al, 1984). Πάν­τως, χο­ρη­γού­με­νη εν­δο­φλέ­βια σε κου­νέ­λια σε δό­ση 40 mg/kg-1 σε δι­ά­στη­μα 10 λε­πτών, προ­φυ­λάσ­σει με­ρι­κά α­πό την υ­πό­τα­ση και την αυ­ξη­μέ­νη πα­ρα­γω­γή προ­στα­κυ­κλί­νης την προ­κα­λού­με­νη α­πό την εν­δο­το­ξί­νη (B­u­lt H et al, 1985).

19.9.3   ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ

  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν μεί­ω­ση του βά­ρους των ε­πι­νε­φρι­δί­ων, η­πα­τι­κές αλ­λοι­ώ­σεις, συμ­πύ­κνω­ση του πνεύ­μο­να και γα­στρεν­τε­ρι­κές δι­α­τα­ρα­χές, σε πον­τι­κούς και α­ρου­ραί­ους
  • Μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν σχι­σμή του χεί­λους και της υ­πε­ρώ­ας, στα ζώ­α και τον άν­θρω­πο
  • Δεν φαί­νε­ται να έ­χουν καρ­κι­νο­γό­νο δρά­ση στον άν­θρω­πο, αν και συν­δέ­ον­ται με κα­κο­ή­θη νο­σή­μα­τα σε μα­κρο­χρό­νια α­νο­σο­κα­τε­σταλ­μέ­νους α­σθε­νείς.
  • Δεν έ­χουν με­ταλ­λα­ξι­ο­γό­νο δρά­ση.

19.9.4   ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ

Η να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη εί­ναι προ­φάρ­μα­κο υ­δρο­λυ­ό­με­νο τα­χέ­ως in vivo σε με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη, με t(1/2) πε­ρί­που 1.4 min. Σε δό­σεις 1 mg/kg-1, ο t(1/2) της α­πο­βο­λής α­νέρ­χε­ται σε 1.1-3.1 ώ­ρες, και ο όγ­κος κα­τα­νο­μής, σε 1.0-1.5 l/kg-1. Σε με­γα­λύ­τε­ρες δό­σεις (10 mg/kg-1) έ­χει με­γα­λύ­τε­ρο t(1/2) α­πο­βο­λής (3.6 ώ­ρες) (Szefler SJ et al, 1986).

Με­τά α­πό εν­δο­φλέ­βια χο­ρή­γη­σή της, φθά­νει α­μέ­σως σε μέ­γι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις στο πλά­σμα, ε­νώ με­τά α­πό εν­δο­μυι­κή, κα­θυ­στε­ρεί πε­ρί­που 2 ώ­ρες και, με­τά α­πό per os, με­τά α­πό 1-2 ώ­ρες. Με­τά την per os χο­ρή­γη­σή της έ­χει με­γά­λη συ­στη­μα­τι­κή βι­ο­δι­α­θε­σι­μό­τη­τα (80-99%) (Deren-dorf H et al, 1987; Derendorf H et al, 1988). Η κά­θαρ­σ’­η της στο πλά­σμα α­νέρ­χε­ται σε 6.5 ml/min-1.kg-1 και δεν ε­ξαρ­τά­ται α­πό την δό­ση με­τα­ξύ 10-3.000 mg (Kitagawa H et al, 1977; Ebling WF et al, 1986; Al-Habet SMH and Rogers HJ, 1989).

Η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη, 15΄με­τά την χο­ρή­γη­σή της, κα­τα­νέ­με­ται ευ­ρέ­ως στο σώ­μα και ει­σέρ­χε­ται σε ό­λα σχε­δόν τα όρ­γα­να, αν και οι συγ­κεν­τρώ­σεις της στον εγ­κέ­φα­λο εί­ναι χα­μη­λό­τε­ρες απ΄ ό, τι σε άλ­λα όρ­γα­να, ό­πως το ή­παρ και οι νε­φροί (Kitagawa H et al, 1977). Συν­δέ­ε­ται κα­τά 77% με τις πρω­τεί­νες του πλά­σμα­τος, αλ­λά σε μι­κρό μό­νο βαθ­μό με την τραν­σκορ­τί­νη (Ebling WF et al, 1986). Α­πο­μα­κρύ­νε­ται με την αι­μο­δι­ύ­λι­ση, με μέ­σο ρυθ­μό αν­ταλ­λα­γή δι­α­λυ­τών μο­ρί­ων 18.4 ± 6.1 ml.min. Σε α­σθε­νείς με νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια δεν α­θροί­ζε­ται. Τα δι­ά­φο­ρα νο­σή­μα­τα, ε­κτός α­πό την σο­βα­ρή η­πα­τι­κή α­νε­πάρ­κεια, δεν ε­πη­ρε­ά­ζουν την κι­νη­τι­κή και δεν ε­πι­βάλ­λουν τρο­πο­ποί­η­ση της δό­σης της με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης (Tornatore KM et al, 1989; Kong AN et al, 1990).

Η να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη εί­ναι προ­φάρ­μα­κο, υ­δρο­λυ­ό­με­νο βρα­δύ­τα­τα in vitro (πά­νω α­πό 7 η­μέ­ρες), αλ­λά τα­χύ­τα­τα in vivo (4.5΄) σε ε­λεύ­θε­ρη με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη. Με­τά α­πό εν­δο­φλέ­βια χο­ρή­γη­ση με­γά­λων δό­σε­ων, έ­ως 10% του μη υ­δρο­λυ­θέν­τος φαρ­μά­κου α­πο­βάλ­λε­ται α­πό τα ού­ρα (Al-Habet SMH and Rogers HJ, 1989). Ό­ταν χο­ρη­γεί­ται α­πό άλ­λες ο­δούς, στα ού­ρα α­πεκ­κρί­νε­ται πο­λύ μι­κρή πο­σό­τη­τα της η­μι­σουκ­κι­νι­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης και 2-5% της δό­σης με την μορ­φή με­τα­βο­λι­σμέ­νης με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης.

Στους καρ­κι­νο­πα­θείς, το 20% της ρα­δι­ο­ση­μα­σμέ­νης με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης α­πεκ­κρί­νε­ται μέ­σω της χο­λής (Launwhite WR and Sanberg AA, 1961). Η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη δι­α­φέ­ρει α­πό την πρεδ­νι­ζο­λό­νη μό­νο α­πό την πα­ρου­σί­α της 6-α με­θυ­λο­μά­δας στον δα­κτύ­λιο Α.

Η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη υ­φί­στα­ται α­να­γω­γή της C-20 κε­το-λει­τουρ­γί­ας και ο­ξεί­δω­ση του C-11. Το έν­ζυ­μο 20β-υ­δρο­ξυ­στε­ρο­ει­δι­κή α­φυ­δρο­γο­νά­ση υ­πάρ­χει στο ή­παρ και τους νε­φρούς, α­πο­δί­δον­τας 20α-υ­δρο­ξυ- 6α-με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη, η ο­ποί­α στη συ­νέ­χεια συν­δέ­ε­ται. Το έν­ζυ­μο 11β-υ­δρο­ξυ­στε­ρο­ει­δι­κή α­φυ­δρο­γο­νά­ση, το ο­ποί­ο α­νευ­ρί­σκε­ται στο ή­παρ, τους νε­φρούς, τους πνεύ­μο­νες, τους μυς και τον πλα­κούν­τα (Bush IE et al, 1968), α­πο­δί­δει με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη. Η δρά­ση αυ­τή εί­ναι α­να­στρέ­ψι­μη, αν και στον άν­θρω­πο οι συγ­κεν­τρώ­σεις της με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης στο πλά­σμα α­νέρ­χον­ται μό­νο στο 1/10 πε­ρί­που της μη­τρι­κής έ­νω­σης.

Στον άν­θρω­πο, οι κύ­ριοι, αλλ΄α­νε­νερ­γείς, με­τα­βο­λί­τες της με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης στο πλά­σμα εί­ναι η 20β-υ­δρο­ξυ-6α-με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη και η 20β-υ­δρο­ξυ-6α-με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη. Στα ού­ρα έ­χουν α­νευ­ρε­θεί γλυ­κου­ρο­νί­δια, θει­ϊ­κά ά­λα­τα και ε­λεύ­θε­ρα συ­στα­τι­κά, 6,7-δε­ϋ­δρο­α­νά­λο­γα της 11-κε­το και 20-υ­δρο­ξυ-με­τα­βο­λί­τες. Τα 20-α και 20-β ι­σο­με­ρή σχη­μα­τί­ζον­ται στη διά­ρκεια του με­τα­βο­λι­σμού της με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης.

 

ΕΙΚΟΝΑ 102 : Μεταβολισμός μεθυλπρεδνιζολόνης 

19.9.5  ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ -ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ

Δεν υ­πάρ­χουν πλη­ρο­φο­ρί­ες ό­σον α­φο­ρά την συ­σχέ­τι­ση των συγ­κεν­τρώ­σε­ων της με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης στο πλά­σμα με τις α­νο­σο­τρο­πο­ποι­η­τι­κές της δρά­σεις.

19.9.6   ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

19.9.6.1   ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

Αλ­δεσ­λευ­κί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να μει­ώ­σουν την αν­τι­νε­ο­πλα­σμα­τι­κή δρά­ση, αλ­λά και της ε­πι­πλο­κές (πυ­ρε­τός, νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια, υ­περ­χο­λε­ρυ­θρι­ναι­μί­α, σύγ­χυ­ση, δύ­σπνοι­α), της αλ­δεσ­λευ­κί­νης.

Συ­στά­σεις : Τα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να α­πο­φεύ­γον­ται σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με αλ­δεσ­λευ­κί­νη.

Αν­τι­δι­α­βη­τι­κά, αν­τι­ϋ­περ­τα­σι­κά ή αν­τι­γλαυ­κω­μα­τι­κά φάρ­μα­κα

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τις α­παι­τή­σεις για ιν­σου­λί­νη ή υ­πο­γλυ­και­μι­κούς per os πα­ρά­γον­τες, αν­τι­ϋ­περ­τα­σι­κά ή αν­τι­γλαυ­κω­μα­τι­κά φάρ­μα­κα. Η μα­κρο­χρό­νια θε­ρα­πεί­α με κορ­τι­κο­ει­δή συ­χνά συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό αν­τί­στα­ση στην ιν­σου­λί­νη.

Συ­στά­σεις :

  • Το σάκ­χα­ρο του αί­μα­τος πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται συ­χνά και η δό­ση των per os αν­τι­δι­α­βη­τι­κών να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν τα κορ­τι­κο­ει­δή προ­στί­θεν­ται, δι­α­κό­πτον­ται ή τρο­πο­ποι­εί­ται η δό­ση τους.
  • Οι δι­α­βη­τι­κοί που θε­ρα­πεύ­ον­ται με ιν­σου­λί­νη μπο­ρεί να χρεια­σθούν αύ­ξη­ση της δό­σης της ιν­σου­λί­νης ό­ταν στη θε­ρα­πεί­α προ­στί­θεν­ται κορ­τι­κο­ει­δή. Η δό­ση της ιν­σου­λί­νης πρέ­πει να μει­ώ­νε­ται με­τά την δι­α­κο­πή του κορ­τι­κο­ει­δούς. 

Αν­τι­ό­ξι­να

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα αν­τι­ό­ξι­να, ε­πει­δή σχη­μα­τί­ζουν σύμ­πλο­κα στον γα­στρεν­τε­ρι­κό σω­λή­να, μπο­ρεί να μει­ώ­σουν την α­πορ­ρό­φη­ση των per os χο­ρη­γού­με­νων κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις :

  • Σε α­σθε­νείς που παίρ­νουν αν­τι­ό­ξι­να, τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να χρεια­σθεί να χο­ρη­γη­θούν σε με­γα­λύ­τε­ρες δό­σεις.
  • Τα αν­τι­ό­ξι­να πρέ­πει να λαμ­βά­νον­ται σε ό­σο το δυ­να­τόν με­γα­λύ­τε­ρη α­πό­στα­ση α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή.
  • Η αν­τα­πό­κρι­ση του α­σθε­νούς στο κορ­τι­κο­ει­δές πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται και η δό­ση του να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν τα αν­τι­ό­ξι­να προ­στί­θεν­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτον­ται.

 

Αντιπηκτικά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση των αν­τι­πη­κτι­κών με τα κορ­τι­κο­ει­δή εί­ναι α­πρό­βλε­πτη. Τα κορ­τι­κο­ει­δή άλ­λο­τε αυ­ξά­νουν και άλ­λο­τε ε­λατ­τώ­νουν την δρά­ση τους. Α­κό­μα, μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν αι­μορ­ρα­γί­α, δε­δο­μέ­νου ό­τι έ­χουν α­νά­στρο­φη δρά­ση στην α­κε­ραι­ό­τη­τα του τοι­χώ­μα­τος των αγ­γεί­ων και στη λει­τουρ­γί­α των αι­μο­πε­τα­λί­ων.

Συ­στά­σεις : Η δό­ση των αν­τι­πη­κτι­κών πρέ­πει να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν τα κορ­τι­κο­ει­δή προ­στί­θεν­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτον­ται και οι ερ­γα­στη­ρια­κοί δεί­κτες της πή­ξης του αί­μα­τος να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται τα­κτι­κά ώ­στε να δι­α­τη­ρη­θεί το ε­πι­θυ­μη­τό αν­τι­πη­κτι­κό α­πο­τέ­λε­σμα.

Αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κοί πα­ρά­γον­τες

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Σε α­σθε­νείς με βα­ριά μυ­α­σθέ­νεια τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να ε­ξα­σθε­νή­σουν τις α­να­με­νό­με­νες δρά­σεις των αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κών φαρ­μά­κων (αμ­πε­νό­νιο, νε­ο­στιγ­μί­νη, πυ­ρι­δο­στιγ­μί­νη και πι­θα­νώς ορ­γα­νο­φω­σφο­ρι­κά αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κά πα­ρα­σι­το­κτό­να), προ­κα­λών­τας έν­το­νη α­δυ­να­μί­α. Οι δρά­σεις των αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κών φαρ­μά­κων μπο­ρεί να αυ­ξη­θούν με­τά την δι­α­κο­πή των κορ­τι­κο­ει­δών.

Μη­χα­νι­σμός : Ο μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής εί­ναι ά­γνω­στος. 

Συ­στά­σεις :

  • Ε­άν εί­ναι δυ­να­τόν, τα αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κά φάρ­μα­κα πρέ­πει να α­πο­σύ­ρον­ται του­λά­χι­στον 24 ώ­ρες πριν α­πό την έ­ναρ­ξη της θε­ρα­πεί­ας με κορ­τι­κο­ει­δή.
  • Ε­άν η συγ­χο­ρή­γη­σή τους με κορ­τι­κο­ει­δή εί­ναι θε­ρα­πευ­τι­κά α­πα­ραί­τη­τη, πρέ­πει να γί­νε­ται κά­τω α­πό προ­σε­κτι­κή πα­ρα­κο­λού­θη­ση.
  • Ε­άν εμ­φα­νι­σθεί α­να­πνευ­στι­κή κα­τα­στο­λή, πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­εί­ται μη­χα­νι­κή υ­πο­στή­ρι­ξη, ε­άν εί­ναι α­πα­ραί­τη­το. 

Β-α­να­στο­λείς

Μπο­ρεί να έ­χουν συ­νερ­γι­κή δρά­ση με την με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη σε α­σθμα­τι­κούς α­σθε­νείς.

Βαρ­βι­του­ρι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα βαρ­βι­του­ρι­κά μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τον με­τα­βο­λι­σμό, και ε­πο­μέ­νως να ε­ξα­σθε­νή­σουν τις φαρ­μα­κο­λο­γι­κές δρά­σεις, της με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης και να προ­κα­λέ­σουν έ­ξαρ­ση της νό­σου για την ο­ποί­α χο­ρη­γεί­ται (Jubitz W and Meikle AW, 1979; Bartoszek M et al, 1987). Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή μπο­ρεί να πα­ρα­τη­ρη­θεί αρ­κε­τές η­μέ­ρες με­τά την δι­α­κο­πή των βαρ­βι­του­ρι­κών.

Μη­χα­νι­σμός : Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή ο­φεί­λε­ται σε ε­νερ­γο­ποί­η­ση του με­τα­βο­λι­σμού των βαρ­βι­του­ρι­κών α­πό τα η­πα­τι­κά μι­κρο­σω­μι­κά έν­ζυ­μα, ο­δη­γών­τας σε αύ­ξη­ση της κά­θαρ­σης της με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης α­πό την κυ­κλο­φο­ρί­α. Ε­πει­δή η έ­κτα­σή της φαί­νε­ται ό­τι ποι­κίλ­λει α­νά­λο­γα με το ε­κά­στο­τε χρη­σι­μο­ποι­ού­με­νο φάρ­μα­κο, στη γέ­νε­σή της πι­θα­νώς εμ­πλέ­κον­ται δι­α­φο­ρε­τι­κές ο­δοί με­τα­βο­λι­σμού της με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης (Bartoszek M et al, 1987).

Συ­στά­σεις :

  • Ε­άν η ταυ­τό­χρο­νη θε­ρα­πεί­α με κορ­τι­κο­ει­δή και βαρ­βι­του­ρι­κά εί­ναι α­να­πό­φευ­κτη, μπο­ρεί να χρεια­σθεί αύ­ξη­ση της δό­σης του κορ­τι­κο­ει­δούς.
  • Ε­άν τα δύ­ο αυ­τά φάρ­μα­κα χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται ταυ­τό­χρο­να και η κα­τά­στα­ση του α­σθε­νούς στα­θε­ρο­ποι­η­θεί, μπο­ρεί να χρεια­σθεί ε­λάτ­τω­ση της δό­σης του κορ­τι­κο­ει­δούς με­τά την δι­α­κο­πή των βαρ­βι­του­ρι­κών.

Γεν­νη­τι­κές ορ­μό­νες

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα αν­τι­συλ­λη­πτι­κά per os και τα οι­στρο­γό­να α­να­στέλ­λουν τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό με­ρι­κών κορ­τι­κο­ει­δών, ό­πως και της εν­δο­γε­νούς κορ­τι­ζό­λης. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις θε­ρα­πευ­τι­κές, αλ­λά και τις το­ξι­κές, δρά­σεις των κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό αυ­τό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή για ση­μεί­α το­ξι­κό­τη­τας α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή και να μει­ώ­νε­ται η δό­ση του κορ­τι­κο­ει­δούς, ε­άν χρει­ά­ζε­ται.

Ιν­δο­με­θα­κί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ιν­δο­με­θα­κί­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει την συ­χνό­τη­τα ή/και βα­ρύ­τη­τα α­νά­πτυ­ξης γα­στρεν­τε­ρι­κού έλ­κους σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή.

Συ­στά­σεις : Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό αυ­τό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή για ση­μεί­α γα­στρεν­τε­ρι­κού έλ­κους και η δό­ση τους να τρο­πο­ποι­εί­ται, ε­άν χρει­ά­ζε­ται.

Ι­σο­νι­α­ζί­δη 

Αλληλεπιδράσεις :

  • Τα κορτικοειδή μπορεί να αυξήσουν τον ηπατικό μεταβολισμό ή την νεφρική κάθαρση, και επο­μένως να μειώσουν την αντιφυματική δράση, της ισονιαζί­δης.
    • Η ισονιαζίδη μπορεί να μειώσει τον ηπατικό μεταβολισμό των κορτικοειδών.

Συστάσεις : Εάν υπάρχουν ενδείξεις αλληλεπίδρασης μεταξύ κορτικοειδών - ισονιαζίδης, μπο­ρεί να χρει­ασθεί τροποποίηση της δόσης του ενός ή και των δύο φαρμάκων.

Ιτρακοναζόλη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ι­τρα­κο­να­ζό­λη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις στο πλά­σμα, και ε­πο­μέ­νως την το­ξι­κό­τη­τα (μυ­ο­πά­θεια, μυι­κή α­δυ­να­μί­α, δυ­σα­νε­ξί­α στη γλυ­κό­ζη) των κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις :

  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή, ε­άν εί­ναι α­πα­ραί­τη­τα σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με ι­τρα­κο­να­ζό­λη, μπο­ρεί να χρεια­σθεί να χο­ρη­γη­θούν σε μι­κρό­τε­ρη δό­ση.
  • Οι α­σθε­νείς που αρ­χί­ζουν ή δι­α­κό­πτουν την θε­ρα­πεί­α με ι­τρα­κο­να­ζό­λη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται για ση­μεί­α το­ξι­κό­τη­τας και να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα η δό­ση των κορ­τι­κο­ει­δών.

Κα­λι­ο­πε­νι­κά φάρ­μα­κα

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα κα­λι­ο­πε­νι­κά δι­ου­ρη­τι­κά (θει­α­ζί­δες, φου­ρο­σε­μί­δη, αι­θα­κρυ­νι­κό ο­ξύ) και άλ­λα κα­λι­ο­πε­νι­κά φάρ­μα­κα, ό­πως η αμ­φο­τε­ρι­κί­νη Β, μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν την κα­λι­ο­πε­νι­κή δρά­ση των γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Το κά­λιο του ο­ρού πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή ταυ­τό­χρο­να με κα­λι­ο­πε­νι­κά φάρ­μα­κα.

Κε­το­κο­να­ζό­λη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η κε­το­κο­να­ζό­λη αυ­ξά­νει τις συγ­κεν­τρώ­σεις στον ο­ρό, την κα­τα­σταλ­τι­κή δρά­ση στα ε­πι­νε­φρί­δια (Glynn AM et al, 1986; Kandrotas RJ et al, 1987) και πι­θα­νώς την το­ξι­κό­τη­τα της με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Η κε­το­κο­να­ζό­λη α­να­στέλ­λει την κά­θαρ­ση της με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης κα­τά 60%. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή μπο­ρεί α­κό­μα να ο­φεί­λε­ται σε α­να­στο­λή του κυ­το­χρώ­μα­τος P450 3A4 α­πό την κε­το­κο­να­ζό­λη.

Συ­στά­σεις : 

  • Ο συν­δυα­σμός της κε­το­κο­να­ζό­λης με με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη πρέ­πει να α­πο­φεύ­γε­ται. Ε­άν ό­μως εί­ναι α­πα­ραί­τη­τος, η δό­ση της εν­δο­φλέ­βια χο­ρη­γού­με­νης με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης μπο­ρεί να χρεια­σθεί να μει­ω­θεί κα­τά 50% (Kandrotas RJ et al, 1987)
  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό αυ­τό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται για ση­μεί­α το­ξι­κό­τη­τας α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή και η δό­ση της με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν η κε­το­κο­να­ζό­λη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται.

Κυ­κλο­σπο­ρί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει σπα­σμούς σε ε­νή­λι­κες και παι­διά θε­ρα­πευ­ό­με­να με με­γά­λες δό­σεις γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δών, πι­θα­νώς λό­γω αν­τα­γω­νι­στι­κής α­να­στο­λής των η­πα­τι­κών μι­κρο­σω­μι­κών εν­ζύ­μων.
  • Οι συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο πλά­σμα μπο­ρεί να αυ­ξη­θούν σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με με­γά­λες δό­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης (Klintmalm G and Sawe J, 1984), πι­θα­νώς λό­γω α­μοι­βαί­ας α­να­στο­λής του με­τα­βο­λι­σμού των 2 αυ­τών φαρ­μά­κων.
  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κυ­κλο­σπο­ρί­νη ταυ­τό­χρο­να με κορ­τι­κο­ει­δή, οι α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές δρά­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης, ό­πως και οι θε­ρα­πευ­τι­κές και το­ξι­κές δρά­σεις των κορ­τι­κο­ει­δών, μπο­ρεί να αυ­ξη­θούν. Αν και ο συν­δυα­σμός αυ­τός μπο­ρεί να εί­ναι ω­φέ­λι­μος σε λή­πτες μο­σχευ­μά­των, εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο το­ξι­κός.

Συ­στά­σεις :

  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται ταυ­τό­χρο­να με κορ­τι­κο­ει­δή και κυ­κλο­σπο­ρί­νη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή για­τί μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν αυ­ξη­μέ­νη αν­τα­πό­κρι­ση και στα δύ­ο αυ­τά φάρ­μα­κα.
  • Ε­άν υ­πάρ­χει υ­πό­νοι­α αλ­λη­λε­πί­δρα­σης των δύ­ο αυ­τών φαρ­μά­κων, η δό­ση του ε­νός ή και των δύ­ο μπο­ρεί να χρεια­σθεί να μει­ω­θεί.

Κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να τρο­πο­ποι­ή­σουν τις α­να­με­νό­με­νες δρά­σεις της κυ­κλο­φω­σφα­μί­δης και να α­να­στεί­λουν τα η­πα­τι­κά μι­κρο­σω­μι­κά έν­ζυ­μα τα ο­ποί­α ε­νερ­γο­ποι­ούν την κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη στους αλ­κυ­λι­ω­τι­κούς της με­τα­βο­λί­τες.
  • Η κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη μπο­ρεί να ε­νερ­γο­ποι­ή­σει τον δι­κό της με­τα­βο­λι­σμό και των κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Ό­ταν η κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη συγ­χο­ρη­γεί­ται με κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να λαμ­βά­νε­ται υ­πό­ψη ό­τι η α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τά της μπο­ρεί να μει­ω­θεί.

Μη α­πο­πο­λω­τι­κά φάρ­μα­κα

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να δυ­νη­τι­κο­ποι­ή­σουν ή να α­να­στεί­λουν τις νευ­ρο­μυι­κές α­να­σταλ­τι­κές δρά­σεις των μη α­πο­πο­λω­τι­κών μυ­ο­χα­λα­ρω­τι­κών φαρ­μά­κων.

Συ­στά­σεις : Η συγ­χο­ρή­γη­ση των κορ­τι­κο­ει­δών με μη α­πο­πο­λω­τι­κούς πα­ρά­γον­τες πρέ­πει να γί­νε­ται με προ­σο­χή, για­τί μπο­ρεί να συ­νο­δευ­θεί α­πό α­πρό­βλε­πτες α­νε­πι­θύ­μη­τες ε­νέρ­γει­ες.

Μι­φε­πρι­στό­νη

Οι κα­τα­σκευα­στές της μι­φε­πρι­στό­νης α­πο­τρέ­πουν την χρή­ση της σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους μα­κρο­χρό­νια με κορ­τι­κο­ει­δή. Οι κλι­νι­κές δρά­σεις και ο μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής εί­ναι ά­γνω­στες.

 

 

Ξαν­θί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση των κορ­τι­κο­ει­δών με πα­ρά­γω­γα της θε­ο­φυλ­λί­νης μπο­ρεί να τρο­πο­ποι­ή­σει την α­να­με­νό­με­νη φαρ­μα­κο­λο­γι­κή δρά­ση του ε­νός ή και των δύ­ο φαρ­μά­κων.

Συ­στά­σεις : Ε­άν η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση των κορ­τι­κο­ει­δών με πα­ρά­γω­γα της θε­ο­φυλ­λί­νης συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό αυ­ξη­μέ­νη το­ξι­κό­τη­τα, τα ε­πί­πε­δα των φαρ­μά­κων αυ­τών στον ο­ρό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται και η δό­ση των κορ­τι­κο­ει­δών να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα.

Παν­κου­ρό­νιο

Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να α­να­στρέ­ψουν την δέ­σμευ­ση των νευ­ρο­μυι­κών υ­πο­δο­χέ­ων που προ­κα­λεί το παν­κου­ρό­νιο.

Ρι­φαμ­που­τί­νη - ρι­φαμ­πι­κί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ρι­φαμ­που­τί­νη και η ρι­φαμ­πι­κί­νη μπο­ρεί να ε­νερ­γο­ποι­ή­σουν τα η­πα­τι­κά μι­κρο­σω­μι­κά έν­ζυ­μα που δι­ε­γεί­ρουν τον με­τα­βο­λι­σμό των κορ­τι­κο­ει­δών, ο­δη­γών­τας σε ε­ξα­σθέ­νη­ση των φαρ­μα­κο­λο­γι­κών δρά­σε­ων των κορ­τι­κο­ει­δών και πι­θα­νώς έ­ξαρ­ση της νό­σου για την ο­ποί­α τα κορ­τι­κο­ει­δή χο­ρη­γούν­ται, α­κό­μα και αρ­κε­τές η­μέ­ρες με­τά την δι­α­κο­πή τους.

Συ­στά­σεις :

  • Η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη πρέ­πει να προ­στί­θε­ται με προ­σο­χή και η δό­ση της να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα σε α­σθε­νείς που αρ­χί­ζουν ή δι­α­κό­πτουν την θε­ρα­πεί­α με ρι­φαμ­που­τί­νη ή ρι­φαμ­πι­κί­νη.
  • Σε α­σθε­νείς που αρ­χί­ζουν θε­ρα­πεί­α με ρι­φαμ­που­τί­νη ή ρι­φαμ­πι­κί­νη, η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη πρέ­πει πι­θα­νώς να χο­ρη­γεί­ται σε δι­πλά­σια δό­ση.

Ρι­φα­πεν­τί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Η ρι­φα­πεν­τί­νη ε­νερ­γο­ποι­εί το κυ­τό­χρω­μα P450 3A4 και P450 2C8/9 και μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τον με­τα­βο­λι­σμό άλ­λων συγ­χο­ρη­γού­με­νων φαρ­μά­κων που με­τα­βο­λί­ζον­ται με τα έν­ζυ­μα αυ­τά. Η ι­κα­νό­τη­τα ε­νερ­γο­ποί­η­σης των εν­ζύ­μων αυ­τών α­πό την ρι­φα­πεν­τί­νη μπο­ρεί να εί­ναι μι­κρό­τε­ρη α­πό την ρι­φαμπικίνη, αλλά ισχυρότερη της ριφαμπουτίνης.
  • Η ρι­φα­πεν­τί­νη μπο­ρεί να ε­πι­τα­χύ­νει τον με­τα­βο­λι­σμό και να μει­ώ­σει την δρα­στη­ρι­ό­τη­τα των κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Ε­άν η συγ­χο­ρή­γη­ση των κορ­τι­κο­ει­δών με ρι­φα­πεν­τί­νη εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη, μπο­ρεί να χρεια­σθεί τρο­πο­ποί­η­ση της δό­σης των κορ­τι­κο­ει­δών. 

Σα­λι­κυ­λι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τα ε­πί­πε­δα των σα­λι­κυ­λι­κών στον ο­ρό και να μει­ώ­σουν την θε­ρα­πευ­τι­κή τους αν­τα­πό­κρι­ση. Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με με­γά­λες δό­σεις σα­λι­κυ­λι­κών ταυ­τό­χρο­να με κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν δη­λη­τη­ρί­α­ση α­πό σα­λι­κυ­λι­κά ό­ταν μει­ώ­σουν την δό­ση των κορ­τι­κο­ει­δών και αυ­ξη­μέ­νη πι­θα­νό­τη­τα α­νά­πτυ­ξης γα­στρεν­τε­ρι­κού έλ­κους.

Συ­στά­σεις : Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με σα­λι­κυ­λι­κά ταυ­τό­χρο­να με κορ­τι­κο­ει­δή, η δό­ση των σα­λι­κυ­λι­κών πρέ­πει να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα με τα ε­πί­πε­δά τους στο πλά­σμα και την αν­τα­πό­κρι­ση του α­σθε­νούς. Στους α­σθε­νείς αυ­τούς, τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να δι­α­κό­πτον­ται με προ­σο­χή για­τί η δό­ση των σα­λι­κυ­λι­κών μπο­ρεί να χρεια­σθεί να μει­ω­θεί για να α­πο­φευ­χθεί δη­λη­τη­ρί­α­ση α­πό σα­λι­κυ­λι­κά. 

Σι­σπλα­τί­νη

Η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη μπο­ρεί να πε­ρι­ο­ρί­σει την συ­χνό­τη­τα και βα­ρύ­τη­τα των ε­μέ­των που προ­κα­λεί η σι­σπλα­τί­νη.

Τρι­α­κε­τυλ-ο­λε­αν­δο­μυ­κί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα μα­κρο­λι­δι­κά αν­τι­βα­κτη­ρι­δια­κά τρι­α­κε­τυλ-ο­λε­αν­δο­μυ­κί­νη (Szefler SJ et al, 1980; Szefler SJ et al, 1982a) και πι­θα­νώς ε­ρυ­θρο­μυ­κί­νη αυ­ξά­νουν τις φαρ­μα­κο­λο­γι­κές και το­ξι­κο­λο­γι­κές δρά­σεις της με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Τα αν­τι­βι­ο­τι­κά αυ­τά μπο­ρεί να α­να­στεί­λουν τον με­τα­βο­λι­σμό της με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης, αλλ΄ό­χι της πρεδ­νι­ζο­λό­νης (Szefler SJ et al, 1982b).

Συ­στά­σεις :

  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με τρι­α­κε­τυλ-ο­λε­αν­δο­μυ­κί­νη ή ε­ρυ­θρο­μυ­κί­νη, η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη μπο­ρεί να χρεια­σθεί να χο­ρη­γη­θεί σε μι­κρό­τε­ρη δό­ση.
  • Ε­άν η θε­ρα­πεί­α με τρι­α­κε­τυλ-ο­λε­αν­δο­μυ­κί­νη ή ε­ρυ­θρο­μυ­κί­νη αρ­χί­ζει ή δι­α­κό­πτε­ται, οι α­σθε­νείς πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται για ση­μεί­α το­ξι­κό­τη­τας α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή και η δό­ση τους να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα.

Υ­δαν­τοί­νες

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Οι υ­δαν­τοί­νες μπο­ρεί να μει­ώ­σουν την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα των κορ­τι­κο­ει­δών. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή φαί­νε­ται ό­τι ο­φεί­λε­ται σε ε­νερ­γο­ποί­η­ση των μι­κρο­σω­μι­κών η­πα­τι­κών εν­ζύ­μων α­πό τις υ­δαν­τοί­νες, η ο­ποί­α ο­δη­γεί σε αύ­ξη­ση του η­πα­τι­κού με­τα­βο­λι­σμού των κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή ταυ­τό­χρο­να με υ­δαν­τοί­νες πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται η θε­ρα­πευ­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση στα κορ­τι­κο­ει­δή και να αυ­ξά­νε­ται, ε­άν χρει­ά­ζε­ται, η δό­ση τους.

Φαι­νυ­τοί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η φαι­νυ­τοί­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τον με­τα­βο­λι­σμό των στε­ρο­ει­δών ε­νερ­γο­ποι­ών­τας τα η­πα­τι­κά έν­ζυ­μα και ε­πο­μέ­νως να μει­ώ­σει την θε­ρα­πευ­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση στα κορ­τι­κο­ει­δή. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή μπο­ρεί να πα­ρα­τη­ρη­θεί αρ­κε­τές η­μέ­ρες με­τά την δι­α­κο­πή της φαι­νυ­τοί­νης.

Συ­στά­σεις : Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν φαι­νυ­τοί­νη μπο­ρεί να χρεια­σθούν αυ­ξη­μέ­νες δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών για να έ­χουν τα α­να­με­νό­με­να α­πο­τε­λέ­σμα­τα, γι΄αυ­τό και πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται η αν­τα­πό­κρι­ση του α­σθε­νούς στα κορ­τι­κο­ει­δή και να τρο­πο­ποι­εί­ται η δό­ση τους α­νά­λο­γα.

19.9.6.2   ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

19.9.6.2.1   ΣΤΟΝ ΟΡΟ

Ελάττωση :

  • Α­σβέ­στιο
  • Κα­τα­κρά­τη­ση Ι-131
  • PBI
  • Κά­λιο
  • Τ4
  • Ου­ρι­κό ο­ξύ
  • Ψευ­δάρ­γυ­ρος
  • Χο­λη­στε­ρό­λη
  • Κορ­τι­ζό­λη
  • CPK
  • Γλυ­κό­ζη
  • Νά­τριο
  • Ο­λι­κές πρω­τεί­νες
  • Τρι­γλυ­κε­ρί­δια
  • 17-κε­το­στε­ρο­ει­δή
  • 17-OHCS
  • Α­σβέ­στιο
  • Γλυ­κό­ζη
  • Α­ζω­το
  • Κά­λιο
  • Ου­ρι­κό ο­ξύ
  • Βι­τα­μί­νη C
  • Ψευ­δάρ­γυ­ρος.

Αύξηση :

19.9.6.2.2   ΣΤΑ ΟΥΡΑ

Ελάττωση :

 

 

β)   Aύ­ξη­ση :

19.9.6.3   ΑΛΛΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν την α­πο­βο­λή του α­σκορ­βι­κού ο­ξέ­ος, του ψευ­δαρ­γύ­ρου και του α­ζώ­του α­πό τα ού­ρα και ε­πο­μέ­νως τις α­νάγ­κες του ορ­γα­νι­σμού σε πυ­ρι­δο­ξί­νη, α­σκορ­βι­κό ο­ξύ, φο­λι­κό και βι­τα­μί­νη D.
  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να μει­ώ­σουν την α­πορ­ρό­φη­ση του α­σβε­στί­ου και του φω­σφό­ρου και να αυ­ξή­σουν την α­πο­βο­λή του κα­λί­ου και του α­σβε­στί­ου α­πό τα ού­ρα.

19.9.7   ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

1.   ΡΕΥΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ-ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΚΟΛΛΑΓΟΝΟΥ-ΜΑΛΑΚΩΝ ΜΟΡΙΩΝ :

  • Αγ­γει­ί­τι­δες
  • Αγ­κυ­λο­ποι­η­τι­κή σπον­δυ­λί­τι­δα
  • Γάγ­γλια
  • Δερ­μα­το­μυ­ο­σί­τι­δα/πο­λυ­μυ­ο­σί­τι­δα
  • Ε­πι­κον­δυ­λί­τι­δα
  • Κοκ­κυ­γο­δυ­νί­α
  • Μι­κτή νό­σος συν­δε­τι­κού ι­στού
  • Μυί­τι­δα
  • Νε­α­νι­κή ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα
  • Ο­ξεί­α και μη ει­δι­κή τε­νον­το­ϋ­με­νί­τι­δα
  • Ο­ξεί­α ου­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα
  • Ο­ξεί­α ρευ­μα­τι­κή καρ­δί­τι­δα
  • Ο­ξεί­α-υ­πο­ξεί­α θυ­λα­κί­τι­δα
  • Ο­στε­ο­αρ­θρί­τι­δα (ι­δι­ο­πα­θής, με­τα­τραυ­μα­τι­κή)
  • Ο­σφυ­αλ­γί­α/ι­σχι­αλ­γί­α
  • Ραι­βό­κρα­νο
  • Ρευ­μα­τι­κή πο­λυ­μυ­αλ­γί­α
  • Ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα
  • Συν­δε­τι­κί­τι­δα
  • Σύν­δρο­μο Reiter
  • Συ­στη­μα­τι­κός ε­ρυ­θη­μα­τώ­δης λύ­κος
  • Υ­πο­τρο­πι­ά­ζου­σα πο­λυ­χον­δρί­τι­δα
  • Χον­δρα­σβέ­στω­ση
  • Ψω­ρι­α­σι­κή αρ­θρί­τι­δα

2.   ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Πρω­το­πα­θής ή δευ­τε­ρο­πα­θής φλοι­ο­ε­πι­νε­φρι­δια­κή α­νε­πάρ­κεια (η υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη και η κορ­τι­ζό­νη εί­ναι τα φάρ­μα­κα πρώ­της ε­κλο­γής). Τα συν­θε­τι­κά α­νά­λο­γα μπο­ρεί να χρη­σι­μο­ποι­η­θούν σε συν­δυα­σμό με α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δή, ό­ταν εν­δεί­κνυν­ται.
  • Ο­ξεί­α φλοι­ο­ε­πι­νε­φρι­δια­κή α­νε­πάρ­κεια (η κορ­τι­ζό­νη και η υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη εί­ναι τα φάρ­μα­κα πρώ­της ε­κλο­γής. Μπο­ρεί να χρεια­σθεί συμ­πλη­ρω­μα­τι­κή χο­ρή­γη­ση α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δών, ι­δι­αί­τε­ρα ό­ταν χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται συν­θε­τι­κά α­νά­λο­γα)
  • Συγ­γε­νής υ­περ­πλα­σί­α των ε­πι­νε­φρι­δί­ων
  • Μη πυ­ώ­δης θυ­ρε­ο­ει­δί­τι­δα
  • Υ­πε­ρα­σβε­στι­αι­μί­α συν­δε­ό­με­νη με καρ­κί­νο
  • Προ­εγ­χει­ρη­τι­κά και σε πε­ρι­πτώ­σεις σο­βα­ρού τραύ­μα­τος ή νο­σή­μα­τος, σε α­σθε­νείς με γνω­στή α­νε­πάρ­κεια των ε­πι­νε­φρι­δί­ων ή αμ­φί­βο­λη φλοι­ο­ε­πι­νε­φρι­δια­κή ε­πάρ­κεια
  • Κα­τα­πλη­ξί­α μη αν­τα­πο­κρι­νό­με­νη στη συμ­βα­τι­κή θε­ρα­πεί­α (σε α­σθε­νείς με α­νε­πάρ­κεια του φλοι­ού των ε­πι­νε­φρι­δί­ων)

3.   ΔΕΡΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Πέμ­φι­γα
  • Φλυ­κται­νώ­δης ερ­πη­το­ει­δής δερ­μα­τί­τι­δα
  • Σο­βα­ρό πο­λύ­μορ­φο ε­ρύ­θη­μα (σύν­δρο­μο Stevens-Johnson)
  • Α­πο­φο­λι­δω­τι­κή δερ­μα­τί­τι­δα
  • Σπογ­γο­ει­δής μυ­κη­τί­α­ση
  • Σο­βα­ρή ψω­ρί­α­ση
  • Σο­βα­ρή σμηγ­μα­τορ­ρο­ϊ­κή δερ­μα­τί­τι­δα

4.   ΑΛΛΕΡΓΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

  • Ε­πο­χια­κή ή μό­νι­μη αλ­λερ­γι­κή ρι­νί­τι­δα
  • Βρογ­χι­κό ά­σθμα
  • Δερ­μα­τί­τι­δα εξ ε­πα­φής
  • Α­το­πι­κή δερ­μα­τί­τι­δα
  • Ο­ρο­νο­σί­α
  • Φαρ­μα­κευ­τι­κές αν­τι­δρά­σεις υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας
  • Ο­ξύ μη λοι­μώ­δες οί­δη­μα του λά­ρυγ­γα (φάρ­μα­κο πρώ­της ε­κλο­γής εί­ναι η ε­πι­νε­φρί­νη)
  • Κνι­δω­τι­κές αν­τι­δρά­σεις με­ταγ­γί­σε­ων

5.   ΟΦΘΑΛΜΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Αλ­λερ­γι­κή ε­πι­πε­φυ­κί­τι­δα
  • Κε­ρα­τι­τί­τι­δα
  • Αλ­λερ­γι­κά πε­ρι­φε­ρεια­κά έλ­κη σκλη­ρού
  • Ο­φθαλ­μι­κός έρ­πη­τας ζω­στή­ρας
  • Ι­ρί­τι­δα και ι­ρι­δο­κυ­κλί­τι­δα
  • Χο­ρι­ο­αμ­φι­βλη­στρο­ει­δί­τι­δα
  • Φλεγ­μο­νή πρό­σθιου τμή­μα­τος ο­φθαλ­μού
  • Δι­ά­χυ­τη ο­πί­σθια ρα­γο­ει­δί­τι­δα και αμ­φι­βλη­στρο­ει­δί­τι­δα
  • Ο­πτι­κή νευ­ρί­τι­δα
  • Συμ­πα­θη­τι­κή ο­φθαλ­μί­α

6.   ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ

  • Συμ­πτω­μα­τι­κή σαρ­κο­εί­δω­ση
  • Σύν­δρο­μο Loeffler, μη αν­τα­πο­κρι­νό­με­νο σε άλ­λα μέ­τρα
  • Βη­ρυλ­λί­ω­ση
  • Κε­ραυ­νο­βό­λος ή γε­νι­κευ­μέ­νη πνευ­μο­νι­κή φυ­μα­τί­ω­ση (σε συν­δυα­σμό με την κα­τάλ­λη­λη αν­τι­φυ­μα­τι­κή θε­ρα­πεί­α) 
  • Πνευ­μο­νί­τι­δα α­πό εισ­ρό­φη­ση 

7.   ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Ι­δι­ο­πα­θής θρομ­βο­πε­νι­κή πορ­φύ­ρα (στους ε­νή­λι­κες)
  • Δευ­τε­ρο­πα­θής θρομ­βο­πε­νί­α (στους ε­νή­λι­κες)
  • Ε­πί­κτη­τη (αυ­το­ά­νο­ση) αι­μο­λυ­τι­κή α­ναι­μί­α
  • Ε­ρυ­θρο­βλα­στι­κή α­ναι­μί­α
  • Συγ­γε­νής (ε­ρυ­θρο­ει­δής) υ­πο­πλα­στι­κή α­ναι­μί­α

8.   ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Λευ­χαι­μί­α
  • Πολ­λα­πλούν μυ­έ­λω­μα
  • Νό­σος Hodgkin
  • Μη Hodgkin λέμ­φω­μα

9.   ΟΙΔΗΜΑΤΩΔΕΙΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

  • Πρό­κλη­ση δι­ού­ρη­σης ή ύ­φε­ση της πρω­τει­νου­ρί­ας σε α­σθε­νείς με ι­δι­ο­πα­θές ή ο­φει­λό­με­νο σε ΣΕΛ, νε­φρω­σι­κό σύν­δρο­μο, χω­ρις ου­ραι­μί­α

10.  ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Ελ­κώ­δης κο­λί­τι­δα
  • Τμη­μα­τι­κή εν­τε­ρί­τι­δα
  • Νό­σος Crohn

11. ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟ ΟΙΔΗΜΑ (συν­δε­ό­με­νο με πρω­το­πα­θή ή με­τα­τα­στα­τι­κό όγ­κο του εγ­κε­φά­λου, κρα­νι­ο­το­μί­α ή κά­κω­ση του κρα­νί­ου)

12.  ΑΛΛΑ

  • Φυ­μα­τι­ώ­δης μη­νιγ­γί­τι­δα με υ­πα­ρα­χνο­ει­δή ή ε­πι­κεί­με­νο α­πο­κλει­σμό (σε συν­δυα­σμό με την κα­τάλ­λη­λη αν­τι­φυ­μα­τι­κή α­γω­γή)
  • Τρι­χί­νω­ση με νευ­ρο­λο­γι­κή ή μυ­ο­καρ­δια­κή προ­σβο­λή

19.9.7.1  ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΕΓΧΥΣΕΩΝ ΟΞΕΙΚΗΣ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗΣ ΣΕ ΔΕΡΜΑΤΙΚΕΣ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ

  • Χη­λο­ει­δή
  • Ο­μα­λός λει­χή­νας
  • Ψω­ρι­α­σι­κές αλ­λοι­ώ­σεις
  • Δα­κτυ­λι­ο­ει­δές κοκ­κί­ω­μα
  • Χρό­νιος α­πλός λει­χή­νας (νευ­ρο­δερ­μα­τί­τι­δα)
  • Δι­σκο­ει­δής ε­ρυ­θη­μα­τώ­δης λύ­κος
  • Δι­α­βη­τι­κή λι­πο­ει­δι­κή νε­κρο­βί­ω­ση (Necrobiosis lipoidica diabeticorum)
  • Γυ­ρο­ει­δής α­λω­πε­κί­α
  • Γάγ­γλια

19.9.8   ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

  • Σύν­δρο­μο Cushing
  • Υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α στο φάρ­μα­κο ή στα συ­στα­τι­κά του
  • Ιν­σου­λι­νο-ε­ξαρ­τώ­με­νος και μη σακ­χα­ρώ­δης δι­α­βή­της
  • Μυ­ο­πά­θεια
  • Οι­σο­φα­γί­τι­δα
  • Γα­στρί­τι­δα
  • Γα­στρι­κό-12δακτυλικό έλ­κος
  • Ψυ­χώ­σεις
  • Βα­ριά μυ­α­σθέ­νεια
  • Ε­νερ­γός λοί­μω­ξη
  • Α­πλός ο­φθαλ­μι­κός έρ­πη­τας
  • Συ­στη­μα­τι­κές μυ­κη­τι­α­σι­κές λοι­μώ­ξεις
  • Λοί­μω­ξη α­πό HIV
  • Ε­νερ­γός φυ­μα­τί­ω­ση
  • Ερ­πη­τι­κή κε­ρα­τί­τι­δα
  • Εγ­κε­φα­λι­κό οί­δη­μα ο­φει­λό­με­νο σε ε­λο­νο­σί­α
  • Ε­πού­λω­ση τραυ­μά­των
  •  Καρ­δια­κά νο­σή­μα­τα
  •  Συμ­φο­ρη­τι­κή καρ­δια­κή α­νε­πάρ­κεια
  •  Πρό­σφα­τη εν­τε­ρι­κή α­να­στό­μω­ση
  •  Νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια
  •  
  •  Πρό­ω­ρα νε­ο­γνά
  •  Εν­δο­θη­κι­κή χο­ρή­γη­ση (υ­δα­τι­κό ε­ναι­ώ­ρη­μα ο­ξει­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης)

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

  • Εκ­κολ­πω­μα­τί­τι­δα
  • Η­πα­τι­κή κίρ­ρω­ση
  • Υ­περ­λι­πι­δαι­μί­α
  • Υ­πέρ­τα­ση
  • Υ­περ­θυ­ρε­ο­ει­δι­σμός
  • Υ­πο­θυ­ρε­ο­ει­δι­σμός
  • Υ­πο­λευ­κω­μα­τι­ναι­μί­α
  • Γλαύ­κω­μα α­νοι­χτής γω­νί­ας
  • Στο­μα­τι­κές ερ­πη­τι­κές αλ­λοι­ώ­σεις
  • Ο­στε­ο­πό­ρω­ση
  • Συ­στη­μα­τι­κός ε­ρυ­θη­μα­τώ­δης λύ­κος
  • Ελ­κώ­δης κο­λί­τι­δα 

19.9.9   ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

19.9.9.1   ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ PER OS 

Η per os χο­ρη­γού­με­νη με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη, ό­πως η πρεδ­νι­ζο­λό­νη και η πρεδ­νι­ζό­νη, εί­ναι έ­να α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή ε­κλο­γής στη θε­ρα­πεί­α των ρευ­μα­τι­κών νο­ση­μά­των. Η χο­ρή­γη­σή της προ­τι­μά­ται σε πε­ρισ­σό­τε­ρο χρό­νι­ες κα­τα­στά­σεις, ό­που δεν εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη η τα­χεί­α έ­ναρ­ξη δρά­σης (π.χ. κρο­τα­φι­κή αρ­τη­ρί­τι­δα). Σε ο­ξεί­ες κα­τα­στά­σεις ή σε ε­ξάρ­σεις σο­βα­ρών ρευ­μα­τι­κών νο­ση­μά­των προ­τι­μά­ται η εν­δο­φλέ­βια χο­ρή­γη­ση να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης.

Η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη μπο­ρεί α­κό­μα να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί σε α­σθε­νείς με ο­ξεί­α ε­πι­νε­φρι­δια­κή α­νε­πάρ­κεια και ε­πι­νε­φρι­δι­ο­γεν­νη­τι­κό σύν­δρο­μο με α­πώ­λεια να­τρί­ου. Ε­πει­δή ό­μως στε­ρεί­ται ση­μαν­τι­κής α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δούς δρά­σης, πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται συμ­πλη­ρω­μα­τι­κά χλω­ρι­ού­χο νά­τριο ή/και δε­ο­ξυ­κορ­τι­κο­στε­ρό­νη, γι΄αυ­τό και δεν εί­ναι το σκεύ­α­σμα ε­κλο­γής σ΄αυ­τές τις κα­τα­στά­σεις. Στα νο­σή­μα­τα αυ­τά προ­τι­μών­ται άλ­λα σκευ­ά­σμα­τα, ό­πως η να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη.

19.9.9.2   ΝΑΤΡΙΟΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ

Η να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη χο­ρη­γεί­ται με εν­δο­φλέ­βια έ­νε­ση ή έγ­χυ­ση ή εν­δο­μυι­κά. Η εν­δο­φλέ­βια ο­δός εν­δεί­κνυ­ται σε α­σθε­νείς που δεν μπο­ρούν να πά­ρουν με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη per os ή έ­χουν α­νάγ­κη ε­πεί­γου­σας θε­ρα­πεί­ας. Οι εν­δεί­ξεις εί­ναι οι ί­δι­ες ό­πως στη θε­ρα­πεί­α με την per os χο­ρη­γού­με­νη με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη. Αν και υ­πάρ­χουν εν­δεί­ξεις ό­τι οι με­γά­λες πα­ρεν­τε­ρι­κές δό­σεις εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κές, δεν φαί­νε­ται να πλε­ο­νε­κτούν των per os χο­ρη­γού­με­νων κορ­τι­κο­ει­δών.

19.9.9.2.1   ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :

  • Α­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα ή το­ξι­κό­τη­τα των ΒΔΑΦ
  • Αρ­χι­κή φά­ση της θε­ρα­πεί­ας με ΒΔΑΦ, με σκο­πό να ε­πι­τα­χυν­θεί η αν­τα­πό­κρι­ση
  • Ε­ξάρ­σεις της νό­σου.

Τα εν­δο­φλέ­βια χο­ρη­γού­με­να κορ­τι­κο­ει­δή έ­χουν πι­θα­νώς με­γα­λύ­τε­ρο ό­φε­λος/κίν­δυ­νο α­πό τα per os χο­ρη­γού­με­να.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η χρη­σι­μό­τη­τα των εν­δο­φλέ­βι­ων ώ­σε­ων με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης στη θε­ρα­πεί­α της ε­νερ­γού ρευ­μα­το­ει­δούς αρ­θρί­τι­δας εί­ναι αν­τι­κρου­ό­με­νη.

  • B­ελ­τι­ώ­νουν βρα­χυ­πρό­θε­σμα τις κλι­νι­κές και ερ­γα­στη­ρια­κές εκ­δη­λώ­σεις της ρευ­μα­το­ει­δούς αρ­θρί­τι­δας (Walters MT et al, 1988; Hansen TM et al, 1990; Lacki JK et al, 1996). Πάν­τως, δεν εί­ναι γνω­στό κα­τά πό­σον εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κές ή α­σφα­λέ­στε­ρες α­πό χα­μη­λές δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών per os ή δι­α­κο­πτό­με­νες εν­δο­μυι­κές ε­νέ­σεις κορ­τι­κο­ει­δών μα­κράς δρά­σης.
  • Μπο­ρεί να ε­πι­σπεύ­σουν την αν­τα­πό­κρι­ση στον ε­νέ­σι­μο χρυ­σό, την σουλ­φα­σα­λα­ζί­νη, την D-πε­νι­κιλ­λα­μί­νη, την α­ζα­θει­ο­πρί­νη (Walters MT and Cawley MI, 1988; Wong CS, 1990) και την με­θο­τρε­ξά­τη (Van der Veen MJ and Bijlsma JW, 1993).

K­ατ΄άλ­λους :

  • Δεν βελ­τι­ώ­νουν την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα της σουλ­φα­σα­λα­ζί­νης (Ciconelli RM et al, 1996) ή της α­ζα­θει­ο­πρί­νης (Bijlsma JW et al, 1986).
  • M­πο­ρεί να έ­χουν ά­με­ση βρα­χυ­πρό­θε­σμη αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δη δρά­ση, αλ­λά δεν έ­χουν α­ξί­α στην μα­κρο­πρό­θε­σμη θε­ρα­πεί­α της ρευ­μα­το­ει­δούς αρ­θρί­τι­δας (Hansen TM et al, 1987).

Η κλι­νι­κή βελ­τί­ω­ση εμ­φα­νί­ζε­ται συ­νή­θως με­τά α­πό 24 ώ­ρες και δια­ρκεί 2-8 ε­βδο­μά­δες και, ε­νί­ο­τε, μέ­χρι 6 μή­νες, γι' αυ­τό και οι εν­δο­φλέ­βι­ες ώ­σεις πρέ­πει να ε­πα­να­λαμ­βά­νον­ται κά­θε μή­να. Ε­αν γί­νον­ται πο­λύ συ­χνά, δεν πλε­ο­νε­κτούν της χρό­νιας θε­ρα­πεί­ας με μι­κρές δό­σεις πρεδ­νι­ζο­λό­νης per os.

ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ  : Μει­ώ­νουν τον αρ­θρι­κό δεί­κτη, την διά­ρκεια της πρω­ι­νής δυ­σκαμ­ψί­ας, τον α­ριθ­μό των ευ­αί­σθη­των και δι­ογ­κω­μέ­νων αρ­θρώ­σε­ων και α­να­κου­φί­ζουν α­πό τον πό­νο.

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ : Μει­ώ­νουν την ΤΚΕ, την CRP, το C3 και το C4, τις α­νο­σο­σφαι­ρί­νες IgG και IgA και τα ε­πί­πε­δα των κυ­κλο­φο­ρούν­των α­νο­σο­συμ­πλεγ­μά­των και του RF.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

ΕΦ ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης + α­ζα­θει­ο­πρί­νη : Ε­χει βρα­χυ­πρό­θε­σμο α­πο­τέ­λε­σμα σε α­σθε­νείς με ε­πί­μο­νη ε­νερ­γό ρευ­μα­το­ει­δή αρ­θρί­τι­δα και μει­ώ­νει την ΤΚΕ και την CRP (Bijlsma JW et al, 1986).

19.9.9.2.1   ΝΕΑΝΙΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Οι ΕΦ ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης έ­χουν χρη­σι­μο­ποι­η­θεί κυ­ρί­ως σε παι­διά με ε­πί­μο­νη ε­νερ­γό, συ­στη­μα­τι­κής έ­ναρ­ξης, νό­σο με αρ­θρι­κή κα­τα­στρο­φή και σο­βα­ρή α­να­στο­λή της α­νά­πτυ­ξης αν­θι­στά­με­νη σε άλ­λα αν­τιρ­ρευ­μα­τι­κά φάρ­μα­κα (ΜΣΑΦ, ΒΔΑΦ ή κορ­τι­κο­ει­δή per os).

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Οι ΕΦ ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης, μό­νες τους ή σε συν­δυα­σμό με άλ­λες θε­ρα­πεί­ες (π.χ. ΕΦ ώ­σεις κυ­κλο­φω­σφα­μί­δης), βελ­τι­ώ­νουν βρα­χυ­πρό­θε­σμα τις κλι­νι­κές και ερ­γα­στη­ρια­κές εκ­δη­λώ­σεις της νό­σου σε παι­διά με συ­στη­μα­τι­κή ΝΡΑ (Picco P et al, 1996; Wallace CA and Sherry DD, 1997; Adebajo AO and Hall MA, 1998). Η μέ­γι­στη βελ­τί­ω­ση εμ­φα­νί­ζε­ται την 4η η­μέ­ρα και συ­νή­θως δι­α­τη­ρεί­ται έ­ως 1 μή­να με­τά την ώ­ση.

Οι ΕΦ ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης μπο­ρεί να ε­πι­τρέ­ψουν την με­τά­πτω­ση της κα­θη­με­ρι­νά χο­ρη­γού­με­νης per os κορ­τι­ζό­νης σε η­μέ­ρα παρ΄η­μέ­ρα σχή­μα και την μεί­ω­ση της κα­θη­με­ρι­νής δό­σης ή την δι­α­κο­πή των per os χο­ρη­γού­με­νων κορ­τι­κο­ει­δών.

19.9.9.2.3   ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΣ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗΣ ΛΥΚΟΣ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :

  • Δι­ά­χυ­τη υ­περ­πλα­στι­κή σπει­ρα­μα­το­νε­φρί­τι­δα με τα­χεί­α ε­πι­δεί­νω­ση της νε­φρι­κής λει­τουρ­γί­ας
  • Α­πει­λη­τι­κές για την ζω­ή ή μη αν­τα­πο­κρι­νό­με­νες σε άλ­λες θε­ρα­πεί­ες (π.χ. με­γά­λες δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών per os) ε­ξω­νε­φρι­κές εκ­δη­λώ­σεις.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ :

  • Βελ­τι­ώ­νουν την σπει­ρα­μα­το­νε­φρί­τι­δα και τις ε­ξω­νε­φρι­κές εκ­δη­λώ­σεις σε ε­νή­λι­κες και παι­διά με ΣΕΛ (Mackworth-Young CG et al, 1988; Bertoni M et al, 1994). Κα­λύ­τε­ρη αν­τα­πό­κρι­ση έ­χουν πι­θα­νώς α­σθε­νείς με πρό­σφα­τη έκ­πτω­ση της σπει­ρα­μα­τι­κής δι­ή­θη­σης ή πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α.
  • Βο­η­θούν στην ε­λάτ­τω­ση της δό­σης των per os χο­ρη­γού­με­νων κορ­τι­κο­ει­δών
  • Μπο­ρεί να βελ­τι­ώ­σουν πε­ρι­πτώ­σεις μη αν­τα­πο­κρι­νό­με­νες σε με­γά­λες δό­σεις πρεδ­νι­ζό­νης per os (40-60 mg/24ωρο).

Κατ΄άλ­λους, μπο­ρεί να βελ­τι­ώ­σουν την δρα­στη­ρι­ό­τη­τα του ΣΕΛ ό­ταν προ­στε­θούν στη συμ­βα­τι­κή θε­ρα­πεί­α με κορ­τι­κο­ει­δή per os, αλ­λά το ε­πι­πρό­σθε­το αυ­τό ό­φε­λος δεν δι­α­τη­ρεί­ται (Mack-worth-Young CG et al, 1988).

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ : Μει­ώ­νουν τα ε­πί­πε­δα του αν­τι-DNA, του C3 και τον α­ριθ­μό των πε­ρι­φε­ρι­κών Τ- λεμ­φο­κυτ­τά­ρων (Cathcart ES et al, 1976).

Η βελ­τί­ω­ση δια­ρκεί 4 πε­ρί­που ε­βδο­μά­δες, γι' αυ­τό και οι ώ­σεις πρέ­πει να γί­νον­ται κά­θε μή­να ε­πί 6-12 μή­νες, αν και σε με­ρι­κούς α­σθε­νείς, ε­άν γί­νον­ται ε­πα­νει­λημ­μέ­να, η διά­ρκεια της βελ­τί­ω­σης προ­ο­δευ­τι­κά μει­ώ­νε­ται (Mackworth-Young CG et al, 1984). Δό­σεις 1.000 mg δεν δι­α­φέ­ρουν σε α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα α­πό 100 mg/24ωρο χο­ρη­γού­με­νες ε­πί 3 συ­νε­χείς η­μέ­ρες (Edwards JC et al, 1987).

Πάν­τως, οι α­σθε­νείς με ΣΕΛ εί­ναι ι­δι­αί­τε­ρα ε­πιρ­ρε­πείς στις ε­πι­πλο­κές των κορ­τι­κο­ει­δών, γι΄ αυ­τό και η εν­δο­φλέ­βια έγ­χυ­ση με­γά­λων δό­σε­ων με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης πρέ­πει να γί­νε­ται με με­γά­λη προ­σο­χή (Wofsy D, 1987).

ΕΞΩ-ΝΕΦΡΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΣΕΛ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΕ ΕΦ ΩΣΕΙΣ ΜΕΘΥΛ­ΠΡΕΔ­ΝΙΖΟΛΟΝΗΣ

  • Πλευ­ρο­πε­ρι­καρ­δί­τι­δα
  • Υ­πο­ξυς δερ­μα­τι­κός λύ­κος
  • Εν­δο­κυ­ψε­λι­δι­κή αι­μορ­ρα­γί­α
  • Πνευ­μο­νί­τι­δα
  • Μυ­ε­λι­κή α­πλα­σί­α
  • Ο­ξεί­α πε­ρι­το­νί­τι­δα (Uzu T et al, 2000)
  • Προ­σβο­λή ΚΝΣ (Di Iorio G et al, 1992)
  • Σπα­σμοί και κώ­μα (Eyanson S et al, 1980)
  • Αι­μο­λυ­τι­κή α­ναι­μί­α και θρομ­βο­πε­νί­α (Eyanson S et al, 1980; Roldan R et al, 1994)
  • Λυ­κο­ει­δής μη­νιγ­γί­τι­δα (Kanekura T et al, 1993)
  • Μα­ζι­κή γα­στρεν­τε­ρι­κή αι­μορ­ρα­γί­α ο­φει­λό­με­νη σε με­σεν­τέ­ρια αγ­γει­ί­τι­δα (Hiraishi H et al, 1999)
  • Γαγ­γραι­νώ­δες πυ­ό­δερ­μα (Pinto GM et al, 1991)
  • Λυ­κο­ει­δής κυ­στί­τι­δα (Segawa C et al, 1996)
  • Aρ­θραλ­γί­ες, πλευ­ρι­τι­κός πό­νος, αγ­γει­ι­τι­δι­κό δερ­μα­τι­κό ε­ξάν­θη­μα, πυ­ρε­ξί­α και λεμ­φα­δε­νο­πά­θεια (Isenberg DA et al, 1982).

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Πρεδ­νι­ζό­νη per os (2 mg/kg/24ωρο) : Εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή με ΕΦ ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης στο νε­φρι­κό λύ­κο (Garin EH et al, 1986).

ΕΦ ώ­σεις κυ­κλο­φω­σφα­μί­δης : Εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κές με ΕΦ ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης στη δι­α­τή­ρη­ση της νε­φρι­κής λει­τουρ­γί­ας σε α­σθε­νείς με σο­βα­ρό νε­φρι­κό λύ­κο (Sesso R et al, 1994). Κατ΄άλ­λους, εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κές α­πό τις ΕΦ ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης (Gourley MF et al, 1996).

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

ΕΦ ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης + ΕΦ ώ­σεις κυ­κλο­φω­σφα­μί­δης και στη συ­νέ­χεια ΕΦ ώ­σεις κυ­κλο­φω­σφα­μί­δης/μή­να Χ 3 μή­νες και με­τά κά­θε 2 ή 3 μή­νες, α­νά­λο­γα με την κλι­νι­κή αν­τα­πό­κρι­ση : Εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός σε παι­διά με σο­βα­ρό νευ­ρο­ψυ­χι­α­τρι­κό λύ­κο ή εγ­κάρ­σια μυ­ε­λί­τι­δα (Barile L and Lavalle C, 1992; Baca V et al, 1996).

ΕΦ ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης σε συν­δυα­σμό με χα­μη­λές δό­σεις συν­τή­ρη­σης πρεδ­νι­ζό­νης + α­ζα­θει­ο­πρί­νη : Εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός και α­σφα­λής σε α­σθε­νείς με σο­βα­ρή νε­φρι­κή προ­σβο­λή (de Glas-Vos JW et al, 1995).

ΕΦ ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης + ΕΦ ώ­σεις κυ­κλο­φω­σφα­μί­δης : Ε­χει κά­πως με­γα­λύ­τε­ρη α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα α­πό την μο­νο­θε­ρα­πεί­α με ΕΦ ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης ή κυ­κλο­φω­σφα­μί­δης (Gourley MF et al, 1996). 

19.9.9.2.4   ΔΕΡΜΑΤΟΜΥΟΣΙΤΙΔΑ/ΠΟΛΥΜΥΟΣΙΤΙΔΑ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Γε­νι­κά, οι εν­δο­φλέ­βι­ες ώ­σεις κορ­τι­κο­ει­δών δεν έ­χουν με­λε­τη­θεί σε ε­νή­λι­κες με μυ­ο­σί­τι­δα, αλ­λά μπο­ρούν να γί­νουν για να τε­θεί τα­χύ­τε­ρα υ­πό έ­λεγ­χο η ο­ξεί­α νό­σος και να δι­α­τη­ρη­θεί σε χα­μη­λό­τε­ρο ύ­ψος η δό­ση συν­τή­ρη­σης της πρεδ­νι­ζό­νης. Τρείς α­σθε­νείς με σο­βα­ρή δερ­μα­το­μυ­ο­σί­τι­δα εί­χαν κλι­νι­κή βελ­τί­ω­ση και πτώ­ση των ε­πι­πέ­δων των μυι­κών εν­ζύ­μων στον ο­ρό με­τά α­πό θε­ρα­πεί­α με εν­δο­φλέ­βι­ες ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης (Yanasigawa T et al, 1983).

Σε παι­διά με νε­α­νι­κή δερ­μα­το­μυ­ο­σί­τι­δα, οι εν­δο­φλέ­βι­ες ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν πλή­ρη ύ­φε­ση της νό­σου, ε­πι­τρέ­πον­τας την δι­α­κο­πή των per os χο­ρη­γού­με­νων κορ­τι­κο­ει­δών (Huang JL, 1999) και συ­νο­δεύ­ον­ται α­πό τα­χύ­τε­ρη α­πο­κα­τά­στα­ση της λει­τουρ­γι­κό­τη­τας και λι­γό­τε­ρες α­σβε­στώ­σεις των μα­λα­κών μο­ρί­ων (Malle­son PN, 1990). Κατ΄άλ­λους (Lang B and Dooley J, 1996), οι εν­δο­φλέ­βι­ες ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης δεν έ­χουν α­πο­τέ­λε­σμα στη νε­α­νι­κή δερ­μα­το­μυ­ο­σί­τι­δα.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

ΕΦ ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης + με­θο­τρε­ξά­τη (μι­κρές ε­βδο­μα­δια­ίες δό­σεις per os) : Σε παι­διά με σο­βα­ρή δερ­μα­το­μυ­ο­σί­τι­δα εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός, βο­η­θά στη μεί­ω­ση της δό­σης των per os χο­ρη­γού­με­νων κορ­τι­κο­ει­δών και συ­νο­δεύ­ε­ται λι­γό­τε­ρο συ­χνά α­πό α­σβε­στώ­σεις (Al-Mayouf S et al, 2000).

19.9.9.2.5   ΨΩΡΙΑΣΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

Οι ΕΦ ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης μπο­ρούν να βελ­τι­ώ­σουν ά­με­σα τις δερ­μα­τι­κές αλ­λοι­ώ­σεις και τις αρ­θρι­κές εκ­δη­λώ­σεις, χω­ρίς να ε­πι­δει­νώ­σουν το ε­ξάν­θη­μα (Hopkins R et al, 1985).

19.9.9.2.6   ΑΓΚΥΛΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΠΟΝΔΥΛΙΤΙΔΑ

Οι ΕΦ ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης α­να­κου­φί­ζουν ση­μαν­τι­κά α­πό τον πό­νο και βελ­τι­ώ­νουν την κι­νη­τι­κό­τη­τα της ΣΣ σε α­σθε­νείς μη αν­τα­πο­κρι­νό­με­νους στα ΜΣΑΦ (Ejstrup L and Peters ND, 1985). Δό­σεις 1.000 mg έ­χουν ι­σχυ­ρό­τε­ρη και με­γα­λύ­τε­ρης διά­ρκειας α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα α­πό 375 mg χο­ρη­γού­με­να ε­πί 3 συ­νε­χείς η­μέ­ρες (Peters ND and Ejstrup L, 1992).

19.9.9.2.7   ΚΡΟΤΑΦΙΚΗ ΑΡΤΗΡΙΤΙΔΑ

Οι ΕΦ ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης μπο­ρεί να βελ­τι­ώ­σουν ή α­πο­κα­τα­στή­σουν την ο­πτι­κή ο­ξύ­τη­τα σε α­σθε­νείς με ι­σχαι­μι­κή ο­πτι­κή νευ­ρο­πά­θεια δευ­τε­ρο­πα­θώς σε κρο­τα­φι­κή αρ­τη­ρί­τι­δα (Ro-senfeld SI et al, 1986; Matzkin DC et al, 1992; Costa MM et al, 1995).

Πάν­τως, δεν φαί­νε­ται να βο­η­θούν ση­μαν­τι­κά στη μεί­ω­ση της δό­σης των per χο­ρη­γού­με­νων κορ­τι­κο­ει­δών (Chevalet P et al, 2000) και να α­πο­τρέ­πουν την προ­ο­δευ­τι­κή α­πώ­λεια της ό­ρα­σης (Cornblath WT and Eggenberger ER, 1997; Hwang JM et al, 1999).

19.9.9.2.8   ΣΚΛΗΡΟΔΕΡΜΙΑ

Σε παι­διά με εν­το­πι­σμέ­νο σκλη­ρό­δερ­μα, η θε­ρα­πεί­α με με­θο­τρε­ξά­τη per os σε μι­κρές ε­βδο­μα­δια­ίες δό­σεις σε συν­δυα­σμό με ΕΦ ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης (30 mg/kg ε­πί 3 η­μέ­ρες/μή­να ε­πί 3 μή­νες) εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή και κα­λά α­νε­κτή (Uziel Y et al, 2000). Πάν­τως, σε α­σθε­νείς με συ­στη­μα­τι­κή σκλη­ρο­δερ­μί­α μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν νε­φρι­κή κρί­ση σκλη­ρο­δέρ­μα­τος και ι­σχαι­μι­κή κο­λί­τι­δα (Yaman­ishi Y et al, 1996; Kohno K et al, 2000), γι΄αυ­τό και πρέ­πει να α­πο­φεύ­γον­ται.

 

 

 

19.9.9.2.9   ΑΛΛΕΡΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή σε α­σθε­νείς με ά­σθμα που χρει­ά­ζον­ται συ­στη­μα­τι­κή θε­ρα­πεί­α. Η θε­ρα­πεί­α με με­γά­λες εν­δο­φλέ­βι­ες ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης έ­χει χρη­σι­μο­ποι­η­θεί σαν αρ­χι­κή θε­ρα­πεί­α σε α­σθε­νείς με σο­βα­ρή α­σθμα­τι­κή προ­σβο­λή, αλ­λά το ό­φε­λος εί­ναι μι­κρό και πι­θα­νώς δεν δι­και­ο­λο­γεί τους κιν­δύ­νους (Littenberg B and Gluck EH, 1986; Youn-ger RE et al, 1987).

19.9.9.2.10   ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Σε α­σθε­νείς με χρό­νια λεμ­φο­κυτ­τα­ρι­κή λευ­χαι­μί­α τα κορ­τι­κο­ει­δή, συ­νή­θως σε συν­δυα­σμό με έ­ναν αλ­κυ­λι­ω­τι­κό πα­ρά­γον­τα, μει­ώ­νουν τα­χέ­ως το μέ­γε­θος του ή­πα­τος, του σπλη­νός και των λεμ­φα­δέ­νων.

Σε α­σθε­νείς με αυ­το­ά­νο­σες εκ­δη­λώ­σεις (αι­μο­λυ­τι­κή α­ναι­μί­α, θρομ­βο­πε­νί­α) συν­δε­ό­με­νες με χρό­νια λεμ­φο­γε­νή λευ­χαι­μί­α α­παι­τούν­ται με­γά­λες δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών. Η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη έ­χει α­κό­μα χρη­σι­μο­ποι­η­θεί και στη θε­ρα­πεί­α άλ­λων κα­κο­ή­θων νο­ση­μά­των του λεμ­φι­κού ι­στού, ό­πως η ο­ξεί­α λεμ­φο­βλα­στι­κή λευ­χαι­μί­α, το πολ­λα­πλούν μυ­έ­λω­μα και το Hodgkin και μη-Hodgkin λέμ­φω­μα. Εί­ναι α­κό­μα συ­στα­τι­κό με­ρι­κών βα­σι­κών χη­μει­ο­θε­ρα­πευ­τι­κών σχη­μά­των, ό­πως το MOCCA (βιν­κρι­στί­νη, με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη και 3 αλ­κυ­λι­ω­τι­κοί πα­ρά­γον­τες).

19.9.9.2.11   ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Τα κορ­τι­κο­ει­δή, χο­ρη­γού­με­να για βρα­χύ χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα, μπο­ρεί να θέ­σουν υ­πο έ­λεγ­χο τις ο­ξεί­ες ε­ξάρ­σεις της ελ­κώ­δους κο­λί­τι­δας, της τμη­μα­τι­κής εν­τε­ρί­τι­δας και της νό­σου Crohn. Σε α­σθε­νείς με ο­ξεί­ες προ­σβο­λές που δεν μπο­ρούν να πά­ρουν κορ­τι­κο­ει­δή per os, μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί εν­δο­φλέ­βια με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη. Οι εν­δο­φλέ­βι­ες ώ­σεις της με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης μπο­ρεί να βελ­τι­ώ­σουν και άλ­λες ε­ξω-εν­τε­ρι­κές εκ­δη­λώ­σεις της νό­σου Crohn (ι­ε­ρο­λα­γο­νί­τι­δα, ι­ρί­τι­δα, η­πα­τί­τι­δα, δερ­μα­τι­κά ε­ξαν­θή­μα­τα).

19.9.9.2.12   ΝΕΦΡΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Τα κορ­τι­κο­ει­δή χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται στη θε­ρα­πεί­α του νε­φρω­σι­κού συν­δρό­μου. Η νό­σος ε­λα­χί­στων αλ­λοι­ώ­σε­ων αν­τα­πο­κρί­νε­ται σε με­γά­λες δό­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης. Η θέ­ση της με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης στη θε­ρα­πεί­α των άλ­λων σπει­ρα­μα­το­πα­θει­ών δεν έ­χει ε­ξα­κρι­βω­θεί (Ponti­celli C and Fogazzi GB, 1989).

19.9.9.2.13   ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΟΡΓΑΝΩΝ

Τα κορ­τι­κο­ει­δή, σε με­γά­λες δό­σεις, συ­χνά α­να­στρέ­φουν την α­πόρ­ρι­ψη των με­τα­μο­σχευ­θέν­των ορ­γά­νων. Η εν­δο­φλέ­βια χο­ρη­γού­με­νη με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη έ­χει αν­τι­κα­τα­στή­σει την θε­ρα­πεί­α με με­γά­λες δό­σεις πρεδ­νι­ζό­νης per os (Clarke AG and Salaman JR, 1974), αν και δεν φαί­νε­ται να υ­πε­ρέ­χει ση­μαν­τι­κά (Gray D et al, 1978).

Η νό­σος μο­σχεύ­μα­τος έ­ναν­τι του ξε­νι­στή σε λή­πτες μυ­ε­λού των ο­στών συ­νή­θως αν­τα­πο­κρί­νε­ται τα­χέ­ως σε εν­δο­φλέ­βια έγ­χυ­ση με­γά­λων δό­σε­ων με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης (Kendra J et al, 1981; Kennedy MS et al, 1985).

19.9.9.2.14   ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Ο­ξεί­α φλοι­ο­ε­πι­νε­φρι­δια­κή α­νε­πάρ­κεια : Η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη μπο­ρεί να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί σε πε­ρι­πτώ­σεις ο­ξεί­ας φλοι­ε­πι­νε­φρι­δια­κής α­νε­πάρ­κειας, αν και μπο­ρεί να χρεια­σθεί συμ­πλη­ρω­μα­τι­κή χο­ρή­γη­ση α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δών και η υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη (ή κορ­τι­ζό­νη) προ­τι­μά­ται για μα­κρο­χρό­νια χο­ρή­γη­ση.

Ση­πτι­κή κα­τα­πλη­ξί­α : Η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη, σε με­γά­λες δό­σεις, έ­χει χρη­σι­μο­ποι­η­θεί στη θε­ρα­πεί­α της ση­πτι­κής κα­τα­πλη­ξί­ας, αν και, σύμ­φω­να με τυ­χαι­ο­ποι­η­μέ­νες ε­λεγ­χό­με­νες με­λέ­τες, δεν έ­χει α­πο­τέ­λε­σμα και συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό αυ­ξη­μέ­νο κίν­δυ­νο δευ­τε­ρο­πα­θών λοι­μώ­ξε­ων. Η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη δεν πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­εί­ται στη ση­πτι­κή κα­τα­πλη­ξί­α, ε­κτός ε­άν υ­πάρ­χει έν­δει­ξη συ­νο­δού φλοι­ο­ε­πι­νε­φρι­δια­κής α­νε­πάρ­κειας.

 

 

 

19.9.9.2.15   ΑΛΛΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ

Κα­κώ­σεις νω­τια­ίου μυ­ε­λού : Η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί σε τραυ­μα­τι­κές κα­κώ­σεις του νω­τια­ίου μυ­ε­λού, αλ­λά η χρη­σι­μό­τη­τά τους δεν έ­χει α­πο­δει­χθεί.

Πολ­λα­πλή σκλή­ρυν­ση : Μπο­ρεί να αν­τα­πο­κρι­θεί στα κορ­τι­κο­ει­δή (Compston DAS, 1989). Σύμ­φω­να με ε­λεγ­χό­με­νη με­λέ­τη, η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη, χο­ρη­γού­με­νη σε δό­ση 500 mg/24ω­ρο ε­πί 5 συ­νε­χείς η­μέ­ρες, βελ­τι­ώ­νει τα συμ­πτώ­μα­τα στο 77% των α­σθε­νών (Milligan NM et al, 1987). Πάν­τως, δεν εν­δεί­κνυ­ται στη μα­κρο­πρό­θε­σμη θε­ρα­πεί­α της πολ­λα­πλής σκλή­ρυν­σης.

Ογ­κοι εγ­κε­φά­λου : Ό­πως η δε­ξα­με­θα­ζό­νη, η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη μπο­ρεί να μει­ώ­σει α­πό­το­μα την εν­δεγ­κε­φα­λι­κή πί­ε­ση σε α­σθε­νείς με εγ­κε­φα­λι­κούς όγ­κους. 

19.9.9.2.16  ΑΛΛΑ ΡEYMATIKA ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΕ ΕΝΔΟ­ΦΛΕΒΙΕΣ ΩΣΕΙΣ ΜΕ­ΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗΣ

  • Νό­σος Still των ε­νη­λί­κων (Khraishi M and Fam AG, 1991; Sato M et al, 1993)
  • Νό­σος Α­δα­μαν­τιά­δη-Behcet (ο­φθαλ­μι­κή προ­σβο­λή) (Reed JB et al, 1998)
  • Υ­πο­τρο­πι­ά­ζου­σα πο­λυ­χον­δρί­τι­δα (Lipnick RN and Fink CW, 1991)
  • Κοκ­κι­ω­μά­τω­ση Wegener (Masuyama K et al, 1993)
  • Πορ­φύ­ρα Henoch-Schonlein (Niaudet P and Habib R, 1998)
  • Νό­σος Kawasaki (Dahlem PG et al, 1999)
  • Ο­ζώ­δης πο­λυ­αρ­τη­ρί­τι­δα (Fort JG and Abruzzo JL, 1988)
  • Μι­κρο­σκο­πι­κή ο­ζώ­δης πο­λυ­αρ­τη­ρί­τι­δα (Hatama S et al, 1998)
  • Σύν­δρο­μο Churg-Strauss (MacFadyen R et al, 1987)
  • Σύν­δρο­μο Sjogren (νε­φρι­κή προ­σβο­λή) (Rosenberg AM et al, 1990)
  • Συ­στη­μα­τι­κή ρευ­μα­το­ει­δής αγ­γει­ί­τι­δα (ΕΦ ώ­σεις κυ­κλο­φω­σφα­μί­δης + ΕΦ ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης)

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Οι εν­δο­φλέ­βι­ες ώ­σεις με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης, μό­νες τους ή σε συν­δυα­σμό με άλ­λες θε­ρα­πεί­ες ή φάρ­μα­κα (π.χ. κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη, α­ζα­θει­ο­πρί­νη, κορ­τι­κο­ει­δή per os),  μπο­ρούν να κα­τα­στεί­λουν τις ε­ξάρ­σεις σο­βα­ρών ρευ­μα­τι­κών νο­ση­μά­των που α­πει­λούν την ζω­ή, την ό­ρα­ση ή την λει­τουρ­γί­α ζω­τι­κών ορ­γά­νων (π.χ. νε­φροί). Πάν­τως, η βελ­τί­ω­ση που προ­κα­λούν δεν δια­ρκεί με­γά­λο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα, ε­νώ η μα­κρο­πρό­θε­σμη α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα και α­σφά­λεια τους δεν έ­χει τε­κμη­ρι­ω­θεί με κα­λά ε­λεγ­χό­με­νες συγ­κρι­τι­κές με­λέ­τες

19.9.9.3   ΟΞΕΙΚΗ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ

Η ο­ξει­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί εν­δαρ­θρι­κά, πε­ρι­αρ­θρι­κά, εν­δο­μυι­κά ή το­πι­κά, μέ­σα σε μα­λα­κά μό­ρια ή σε πα­θο­λο­γο­α­να­το­μι­κές αλ­λοι­ώ­σεις σε ποι­κί­λες δερ­μα­το­λο­γι­κές κα­τα­στά­σεις, ό­χι ό­μως εν­δο­φλέ­βια. Για εν­δο­φλέ­βια χρή­ση προ­ο­ρί­ζε­ται η να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη.

Η αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δης ι­σχύς της εί­ναι κα­τά 1,13-2,1 φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρη της πρεδ­νι­ζο­λό­νης (μέ­σος ό­ρος 1,5). Γε­νι­κά, η α­παι­τού­με­νη η­με­ρή­σια δό­ση της υ­πο­λο­γί­ζε­ται στα ⅔ (0,7) της α­παι­τού­με­νης η­με­ρή­σιας δό­σης της πρεδ­νι­ζο­λό­νης. Ε­νώ η πα­ρεν­τε­ρι­κά χο­ρη­γού­με­νη ο­ξει­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη έ­χει πα­ρα­τε­τα­μέ­νο θε­ρα­πευ­τι­κό α­πο­τέ­λε­σμα, έ­χει ι­σο­δύ­να­μη με­τα­βο­λι­κή και αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δη δρά­ση με την per os χο­ρη­γού­με­νη με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη.

19.9.9.3.1   ΕΝΔΑΡΘΡΙΚΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ

Ο­στε­ο­αρ­θρί­τι­δα-ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα : Η εν­δαρ­θρι­κή έ­νε­ση ο­ξει­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης μπο­ρεί να κα­τα­στεί­λει την φλεγ­μο­νή μιας ή πε­ρισ­σό­τε­ρων αρ­θρώ­σε­ων, ό­ταν :

  • Η συ­στη­μα­τι­κή θε­ρα­πεί­α με άλ­λα κορ­τι­κο­ει­δή ή κορ­τι­κο­τρο­πί­νη δεν μπο­ρεί να θέ­σει υ­πό έ­λεγ­χο ό­λες τις φλεγ­μαί­νου­σες αρ­θρώ­σεις
  • Η συ­στη­μα­τι­κή χο­ρή­γη­ση κορ­τι­ζό­νης, υ­δρο­κορ­τι­ζό­νης ή άλ­λων κορ­τι­κο­ει­δών ή κορ­τι­κο­τρο­πί­νης αν­τεν­δεί­κνυ­ται και

 

 

  • Πρέ­πει να ε­νι­σχυ­θεί το θε­ρα­πευ­τι­κό α­πο­τέ­λε­σμα της φυ­σι­ο­θε­ρα­πεί­ας και των με­θό­δων α­πο­κα­τά­στα­σης ή δι­όρ­θω­σης των αρ­θρώ­σε­ων με πρώ­ι­μες, αλ­λά ε­νερ­γά ε­ξε­λισ­σό­με­νες, πα­ρα­μορ­φώ­σεις.

Με­τά α­πό την έ­νε­ση, ο πό­νος α­να­κου­φί­ζε­ται εν­τός 12-24 ω­ρών και για δι­ά­στη­μα 1-5 ε­βδο­μά­δων (μέ­σος ό­ρος 3-4 ε­βδο­μά­δες). Η εν­δαρ­θρι­κά χο­ρη­γού­με­νη ο­ξει­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη α­σκεί το­πι­κή κυ­ρί­ως δρά­ση, αλ­λά μπο­ρεί να συ­νο­δευ­θεί και α­πό με­τα­βο­λι­κές δρά­σεις χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές της συ­στη­μα­τι­κής χο­ρή­γη­σης. Η συ­στη­μα­τι­κή αυ­τή δρά­ση εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρη, ό­σο με­γα­λύ­τε­ρος εί­ναι ο α­ριθ­μός των ε­νε­θει­σών αρ­θρώ­σε­ων και η συ­νο­λι­κή δό­ση της ο­ξει­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης. Σε με­ρι­κές πε­ρι­πτώ­σεις μπο­ρεί να πα­ρα­τη­ρη­θεί ή­πια και πα­ρο­δι­κή βελ­τί­ω­ση και σε μη ε­νε­θεί­σες αρ­θρώ­σεις.

Νε­α­νι­κή ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα : Η εν­δαρ­θρι­κά χο­ρη­γού­με­νη με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη εί­ναι λι­γό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή α­πό την τρι­αμ­σι­νο­λό­νη (Honkanen VE et al, 1993).

19.9.9.3.2   ΕΝΔΟΜΥΙΚΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Η εν­δο­μυ­ϊ­κή θε­ρα­πεί­α με ο­ξει­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη συ­νι­στά­ται ό­ταν η per os αν­τεν­δεί­κνυ­ται, ό­πως π.χ. σε α­σθε­νείς με ο­ξεί­α γα­στρεν­τε­ρί­τι­δα ή πριν ή με­τά α­πό χει­ρουρ­γι­κές ε­πεμ­βά­σεις.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Οι εν­δο­μυ­ϊ­κές ε­νέ­σεις ο­ξει­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης πρέ­πει να γί­νον­ται βα­θιά μέ­σα στους γλου­τια­ίους μυς. Πριν α­πό την έ­νε­ση πρέ­πει να γί­νε­ται α­ναρ­ρό­φη­ση για να α­πο­φευ­χθεί η εν­δαγ­γεια­κή έγ­χυ­ση του φαρ­μά­κου. Δό­σεις συ­νι­στώ­με­νες για εν­δο­μυ­ϊ­κή έ­νε­ση δεν πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται εν­δο­δερ­μι­κά ή υ­πο­δό­ρια.

Με­τά την εν­δο­μυ­ϊ­κή χο­ρή­γη­ση, το φάρ­μα­κο α­πορ­ρο­φά­ται βρα­δέ­ως α­πό το ση­μεί­ο της έ­νε­σης και το θε­ρα­πευ­τι­κό του α­πο­τέ­λε­σμα δια­ρκεί με­γά­λο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα. Η εν­δο­μυι­κή ο­δός προ­τι­μά­ται ε­πί­σης και σε κα­τα­στά­σεις ό­που α­παι­τεί­ται πα­ρα­τε­τα­μέ­νη δρά­ση, ό­πως το ε­πι­νε­φρι­δι­ο­γεν­νη­τι­κό σύν­δρο­μο.

Στις συ­νι­στώ­με­νες δό­σεις, η εν­δο­μυ­ϊ­κά χο­ρη­γού­με­νη ο­ξει­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη κα­τα­στέλ­λει την φλοι­ο­ε­πι­νε­φρι­δι­κή λει­τουρ­γί­α ε­πί 2 πε­ρί­που ε­βδο­μά­δες σε α­σθε­νείς με ε­πι­νε­φρι­δι­ο­γεν­νη­τι­κό σύν­δρο­μο, ε­νώ σε α­σθε­νείς με ρευ­μα­το­ει­δή αρ­θρί­τι­δα η μέ­ση διά­ρκεια της συ­στη­μα­τι­κής δρά­σης φαί­νε­ται ό­τι α­νέρ­χε­ται σε μί­α πε­ρί­που ε­βδο­μά­δα.

Ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα : Σε α­σθε­νείς με πο­λυ­αρ­θρι­κή ΡΑ, η εν­δο­μυι­κή έ­νε­ση ο­ξει­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης βελ­τι­ώ­νει τα συμ­πτώ­μα­τα ε­πί 8, κα­τά μέ­σον ό­ρο, ε­βδο­μά­δες (Kovarsky J and Pe­gram SB, 1986).

Η depot ο­ξει­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη, χο­ρη­γού­με­νη εν­δο­μυι­κά σε δό­ση 120 mg κά­θε μή­να ε­πί 3 μή­νες, βελ­τι­ώ­νει τα­χύ­τε­ρα, αλ­λά βρα­χυ­πρό­θε­σμα, την νό­σο σε α­σθε­νείς που αρ­χί­ζουν ε­νέ­σι­μη χρυ­σο­θε­ρα­πεί­α (Corkill MM et al, 1990).

Κρο­τα­φι­κή αρ­τη­ρί­τι­δα : Η depot με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη, χο­ρη­γού­με­νη εν­δο­μυι­κά σε δό­ση 120 mg κά­θε 3 ε­βδο­μά­δες, εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή και κα­λά α­νε­κτή (Dasgupta B et al, 1991).

Η δό­ση της εν­δο­μυι­κά χο­ρη­γού­με­νης ο­ξει­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης ποι­κίλ­λει α­νά­λο­γα με το θε­ρα­πευ­ό­με­νο νό­ση­μα. Ε­άν υ­πο­κα­θι­στά προ­σω­ρι­νά την θε­ρα­πεί­α με κορ­τι­κο­ει­δή per os, συ­νή­θως ε­παρ­κεί μια μό­νο έ­νε­ση α­νά 24ωρο της δό­σης του ε­ναι­ω­ρή­μα­τος που ι­σο­δυ­να­μεί με την ο­λι­κή η­με­ρή­σια δό­ση της per os χο­ρη­γού­με­νης με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης. Ό­ταν εί­ναι ε­πι­θυ­μη­τό πα­ρα­τε­τα­μέ­νο θε­ρα­πευ­τι­κό α­πο­τέ­λε­σμα, η ε­βδο­μα­δια­ία δό­ση μπο­ρεί να υ­πο­λο­γι­σθεί πολ­λα­πλα­σι­ά­ζον­τας την η­με­ρή­σια per os δό­ση ε­πί 7 και να χο­ρη­γη­θεί ε­φά­παξ εν­δο­μυι­κά.

Η δο­σο­λο­γί­α πρέ­πει να ε­ξα­το­μι­κεύ­ε­ται α­νά­λο­γα με τη βα­ρύ­τη­τα της νό­σου και την αν­τα­πό­κρι­ση του α­σθε­νούς. Στα βρέ­φη και τα παι­διά η δό­ση εί­ναι μι­κρό­τε­ρη, αλ­λά κα­θο­ρί­ζε­ται μάλ­λον α­πό τη βα­ρύ­τη­τα της κα­τά­στα­σης, πα­ρά α­πό την η­λι­κί­α ή το βά­ρος του σώ­μα­τος. Με­τά α­πό θε­ρα­πεί­α με­ρι­κών η­με­ρών, η δό­ση του φαρ­μά­κου πρέ­πει να μει­ώ­νε­ται ή να δι­α­κό­πτε­ται βαθ­μια­ία. Η βα­ρύ­τη­τα, η πρό­γνω­ση και η α­να­με­νό­με­νη διά­ρκεια του νο­σή­μα­τος, κα­θώς και η αν­τί­δρα­ση του α­σθε­νούς στο φάρ­μα­κο, α­πο­τε­λούν πρω­ταρ­χι­κούς πα­ρά­γον­τες για τον κα­θο­ρι­σμό της δο­σο­λο­γί­ας. Ε­άν η νό­σος υ­φε­θεί αυ­τό­μα­τα, η θε­ρα­πεί­α με με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται.

19.9.9.3.3   ΤΟΠΙΚΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ

Φλεγ­μο­νές γαγ­γλί­ων, τε­νον­τί­τι­δα, ε­πι­κον­δυ­λί­τι­δα : Οι το­πι­κές ε­νέ­σεις ο­ξει­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης έ­χουν α­πο­δει­χθεί ευ­ερ­γε­τι­κές στις τε­νον­τί­τι­δες, τε­νον­το­θυ­λα­κί­τι­δες, ε­πι­κον­δυ­λί­τι­δες και φλεγ­μο­νές των γαγ­γλί­ων των τε­νον­τί­ων ε­λύ­τρων.

Οι εν­δο­θυ­λα­κι­κές ε­νέ­σεις κορ­τι­κο­ει­δών εί­ναι πο­λύ­τι­μες στη θε­ρα­πεί­α δι­α­φό­ρων τύ­πων θυ­λα­κί­τι­δας, ό­πως η υ­πο­δελ­το­ει­δής, η υ­πο­ε­πι­γο­να­τι­δι­κή και η «χή­νεια» θυ­λα­κί­τι­δα και η θυ­λα­κί­τι­δα του ω­λε­κρά­νου. Γε­νι­κά, τα κορ­τι­κο­ει­δή έ­χουν κα­λύ­τε­ρα α­πο­τε­λέ­σμα­τα στις ο­ξεί­ες, πα­ρά στις χρό­νι­ες, υ­πο­δελ­το­ει­δείς θυ­λα­κί­τι­δες.

Στην ο­ξεί­α υ­πο­δελ­το­ει­δή θυ­λα­κί­τι­δα α­να­κού­φι­ση α­πό τον πό­νο και πλή­ρης α­πο­κα­τά­στα­ση της κι­νη­τι­κό­τη­τας πα­ρα­τη­ρεί­ται εν­τός ο­λί­γων ω­ρών με­τά α­πό μιαν έ­νε­ση ο­ξει­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης. Στις πε­ρισ­σό­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις δεν χρει­ά­ζε­ται ε­πα­νά­λη­ψη της έ­νε­σης. Στη χρό­νια υ­πο­δελ­το­ει­δή θυ­λα­κί­τι­δα, η εν­δο­θυ­λα­κι­κή έ­νε­ση συ­χνά συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό με­ρι­κή α­να­κού­φι­ση α­πό τον πό­νο και α­πο­κα­τά­στα­ση της κι­νη­τι­κό­τη­τας του ώ­μου.

Σε α­σθε­νείς με με­τα­τραυ­μα­τι­κή υ­πο­ε­πι­γο­να­τι­δι­κή θυ­λα­κί­τι­δα ή θυ­λα­κί­τι­δα του ω­λε­κρά­νου, η βελ­τί­ω­ση εμ­φα­νί­ζε­ται συ­νή­θως εν­τός 24 ω­ρών, ε­νώ η κι­νη­τι­κό­τη­τα α­πο­κα­θί­στα­ται μέ­σα σε μιαν ε­βδο­μά­δα.

Δερ­μα­το­λο­γι­κές κα­τα­στά­σεις : Η ο­ξει­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη έ­χει χρη­σι­μο­ποι­η­θεί για την το­πι­κή θε­ρα­πεί­α ποι­κί­λων πα­θή­σε­ων του δέρ­μα­τος. Σε πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις α­κο­λου­θεί­ται α­πό βελ­τί­ω­ση ή ύ­φε­ση της νό­σου. Σε υ­πο­τρο­πι­ά­ζου­σες ή/και χρό­νι­ες κα­τα­στά­σεις μπο­ρεί να χρεια­σθεί ε­πα­νά­λη­ψη των ε­νέ­σε­ων.

Δερ­μα­το­πά­θει­ες που μπο­ρεί να ω­φε­λη­θούν α­πό το­πι­κές ε­νέ­σεις ο­ξει­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης εί­ναι η εν­το­πι­σμέ­νη νευ­ρο­δερ­μα­τί­τι­δα, ο ε­πί­πε­δος υ­περ­τρο­φι­κός λει­χή­νας, το νο­μι­σμα­το­ει­δές έκ­ζε­μα, η λι­πο­ει­δι­κή νε­κρο­βί­ω­ση των δι­α­βη­τι­κών, η γυ­ρο­ει­δής α­λω­πε­κί­α, ο δι­σκο­ει­δής ε­ρυ­θη­μα­τώ­δης λύ­κος και τα δήγ­μα­τα εν­τό­μων. Οι ε­νέ­σεις ο­ξει­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης μέ­σα στα χη­λο­ει­δή προ­κα­λούν μα­λά­κυν­ση και υ­πο­χώ­ρη­ση των αλ­λοι­ώ­σε­ων. Γε­νι­κά, κα­λύ­τε­ρα α­πο­τε­λέ­σμα­τα έ­χουν οι πρό­σφα­τες ή/και μα­λα­κές πα­θο­λο­γο­α­να­το­μι­κές αλ­λοι­ώ­σεις, πα­ρά οι χρό­νι­ες ή/και σκλη­ρές.

19.9.10   ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

1.   ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Πε­πτι­κό έλ­κος ή ε­ξαρ­ση πε­πτι­κού έλ­κους. Σε με­γά­λες δό­σεις, η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τον κίν­δυ­νο αι­μορ­ρα­γί­ας ή δι­ά­τρη­σης πε­πτι­κού έλ­κους. Οι εκ­δη­λώ­σεις της δι­ά­τρη­σης μπο­ρεί να συγ­κα­λυ­φθούν α­πό τις φλεγ­μο­νώ­δεις ι­δι­ό­τη­τες του κορ­τι­κο­ει­δούς
  • Δι­ά­τρη­ση λε­πτού και πα­χέ­ος εν­τέ­ρου (σε α­σθε­νείς με φλεγ­μο­νώ­δεις εν­τε­ρο­πά­θει­ες)
  • Παγ­κρε­α­τί­τι­δα-λει­τουρ­γι­κές δι­α­τα­ρα­χές παγ­κρέ­α­τος
  • Με­τε­ω­ρι­σμός κοι­λιάς
  • Ναυ­τί­α/έ­με­τοι, σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με με­γά­λες πα­ρεν­τε­ρι­κές δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών
  • Ελ­κω­τι­κή οι­σο­φα­γί­τι­δα

2.   ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΟΣΚΕΛΕΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Μυι­κή α­δυ­να­μί­α-α­τρο­φί­α
  • Στε­ρο­ει­δι­κή μυ­ο­πά­θεια
  • Ο­στε­ο­πό­ρω­ση-ο­στε­ο­πο­ρω­τι­κά συμ­πι­ε­στι­κά κα­τάγ­μα­τα σπον­δύ­λων
  • Ο­στε­ο­νέ­κρω­ση κε­φα­λής ι­σχί­ου-βρα­χι­ο­νί­ου
  • Πα­θο­λο­γι­κά κα­τάγ­μα­τα μα­κρών ο­στών
  • Ρή­ξη τε­νόν­των, ι­δι­αί­τε­ρα του Α­χίλ­λει­ου
  • Εν­το­νες αρ­θραλ­γί­ες

 

3.   ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ

  • Ο­πί­σθιος υ­πο­κά­ψιος κα­ταρ­ρά­κτης
  • Γλαύ­κω­μα
  • Ε­ξώ­φθαλ­μος
  • Αύ­ξη­ση εν­δο­φθάλ­μιας πί­ε­σης, στο 40% των α­σθε­νών που θε­ρα­πεύ­ον­ται με κορ­τι­κο­ει­δή συ­στη­μα­τι­κά ή με ο­φθαλ­μι­κές εν­στα­λά­ξεις. Εί­ναι α­να­στρέ­ψι­μη, αλ­λά σε ο­ρι­σμέ­να γε­νε­τι­κά προ­δι­α­τε­θει­μέ­να ά­το­μα και σε δι­α­βη­τι­κούς μπο­ρεί να κα­τα­λή­ξει σε μη α­να­στρέ­ψι­μο γλαύ­κω­μα και τύ­φλω­ση

4.   ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΕΣ 

  • Α­νω­μα­λί­ες έμ­μη­νης ρύ­σης
  • Σύν­δρο­μο Cushing
  • Κα­τα­στο­λή α­νά­πτυ­ξης (στα παι­διά). Α­φο­ρά και την γραμ­μι­κή ο­στι­κή α­νά­πτυ­ξη και την σύγ­κλει­ση των ε­πι­φύ­σε­ων και μπο­ρεί να εί­ναι μό­νι­μη, αν και η σω­μα­τι­κή α­νά­πτυ­ξη συ­χνά ε­πι­τα­χύ­νε­ται με­τά την δι­α­κο­πή των κορ­τι­κο­ει­δών
  • Δευ­τε­ρο­πα­θής έλ­λει­ψη α­πάν­τη­σης στο φλοι­ό των ε­πι­νε­φρι­δί­ων και την υ­πό­φυ­ση, ι­δι­αί­τε­ρα σε κα­τα­στά­σεις stress (π.χ. τραύ­μα, χει­ρουρ­γι­κή ε­πέμ­βα­ση ή νό­ση­ση)
  • Δυ­σα­νε­ξί­α στους υ­δα­τάν­θρα­κες
  • Ε­νερ­γο­ποί­η­ση λαν­θά­νον­τα δι­α­βή­τη
  • Αύ­ξη­ση α­παι­τή­σε­ων σε ιν­σου­λί­νη ή αν­τι­δι­α­βη­τι­κούς per os πα­ρά­γον­τες (σε δι­α­βη­τι­κούς)
  • Δα­συ­τρι­χι­σμός

5.   ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ - ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ

  • Ε­ξα­σθέ­νη­ση ε­πού­λω­σης τραυ­μά­των
  • Λέ­πτυν­ση και ευ­θραυ­στό­τη­τα δέρ­μα­τος
  • Πε­τέ­χει­ες και εκ­χυ­μώ­σεις
  • Ε­ρύ­θη­μα
  • Αυ­ξη­μέ­νη ε­φί­δρω­ση
  • Κα­τα­στο­λή αν­τι­δρά­σε­ων σε δερ­μα­τι­κές δο­κι­μα­σί­ες
  • Αλ­λερ­γι­κή δερ­μα­τί­τι­δα
  • Κνί­δω­ση
  • Αγ­γει­ο­νευ­ρω­τι­κό οί­δη­μα
  • Υ­πέρ­χρω­ση ή υ­πο­χρω­μί­α
  • Α­τρο­φί­α δέρ­μα­τος και υ­πο­δο­ρί­ου και στεί­ρα α­πο­στή­μα­τα (με­τά α­πό εν­δο­μυι­κή χο­ρή­γη­ση)

6.   ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Αύ­ξη­ση εν­δο­κρα­νια­κής πί­ε­σης με οί­δη­μα της ο­πτι­κής θη­λής (εγ­κε­φα­λι­κός ψευ­δο-όγ­κος), συ­νή­θως με­τά την θε­ρα­πεί­α
  • Ι­λιγ­γος
  • Κε­φα­λαλ­γί­α
  • Δι­α­τα­ρα­χές συμ­πε­ρι­φο­ράς και προ­σω­πι­κό­τη­τας
  • Ε­πι­λη­πτι­κές προ­σβο­λές, σε ε­πιρ­ρε­πή ά­το­μα. Γι΄ αυ­τό και τα κορ­τι­κο­ει­δή, σε με­γά­λες δό­σεις, πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται με με­γά­λη προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με ι­στο­ρι­κό σπα­σμών
  • Νευ­ρι­κό­τη­τα
  • Αυ­πνί­α
  • Ευ­φο­ρί­α
  • Με­τα­βο­λές δι­ά­θε­σης
  • Ο­ξεί­α ψύ­χω­ση

 

 

 

7.   ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΛΥΤΩΝ

  • Κα­τα­κρά­τη­ση να­τρί­ου και υ­γρών, που μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει ή να πα­ρο­ξύ­νει ή­δη υ­πάρ­χου­σα συμ­φο­ρη­τι­κή καρ­δια­κή α­νε­πάρ­κεια ή υ­πέρ­τα­ση
  • Α­πώ­λεια κα­λί­ου, που μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε υ­πο­κα­λι­αι­μι­κή αλ­κά­λω­ση

8.   ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ

  • Αύ­ξη­ση SGOT, SGPT και αλ­κα­λι­κής φω­σφα­τά­σης. Εί­ναι συ­νή­θως ή­πια, δεν συν­δέ­ε­ται με κλι­νι­κά σύν­δρο­μα και α­να­στρέ­φε­ται με την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου.

9.   ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΕΣ

  • Αρ­νη­τι­κό ι­σο­ζύ­γιο α­ζώ­του, ο­φει­λό­με­νο στον κα­τα­βο­λι­σμό των πρω­τε­ϊ­νών
  • Υ­περ­λι­πι­δαι­μί­α
  • Αύ­ξη­ση α­πέκ­κρι­σης ου­ρι­κού ο­ξέ­ος, α­σβε­στί­ου και φω­σφό­ρου α­πό τα ού­ρα
  • Υ­περ­γλυ­και­μί­α
  • Ε­λάτ­τω­ση νε­φρι­κής ου­δού σακ­χά­ρου

10.   ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Ρή­ξη μυ­ο­καρ­δί­ου (με­τά α­πό πρό­σφα­το μυ­ο­καρ­δια­κό έμ­φρα­κτο)
  • Θρομ­βο­εμ­βο­λι­κά ε­πει­σό­δια
  • Συμ­φο­ρη­τι­κή καρ­δια­κή α­νε­πάρ­κεια (σε ε­πιρ­ρε­πείς α­σθε­νείς)
  • Υ­πέρ­τα­ση ή υ­πό­τα­ση
  • Καρ­δι­αγ­γεια­κή α­νε­πάρ­κεια με υ­πό­τα­ση, βρογ­χό­σπα­σμο, καρ­δια­κή α­να­κο­πή ή καρ­δια­κές αρ­ρυθ­μί­ες (Ditzian-Kadanoff R and Ellman MH, 1987; Erstad BL, 1989). Ε­χει α­να­φερ­θεί κυ­ρί­ως σε νε­φρο­πα­θείς ή σε λή­πτες νε­φρι­κών μο­σχευ­μά­των με­τά α­πό τα­χεί­α εν­δο­φλέ­βια χο­ρή­γη­ση με­γά­λων δό­σε­ων να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης (>0.5 gr σε δι­ά­στη­μα <10΄). Πα­ρό­μοι­α υ­πο­τα­σι­κά ε­πει­σό­δια έ­χουν α­να­φερ­θεί και σε πει­ρα­μα­τό­ζω­α.
  • Βρα­δυ­καρ­δί­α, στη διά­ρκεια ή με­τά την χο­ρή­γη­ση με­γά­λων δό­σε­ων να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης, πι­θα­νώς μη σχε­τι­ζό­με­νη με την τα­χύ­τη­τα ή την διά­ρκεια της έγ­χυ­σης.

11.   ΑΛΛΕΣ

  • Υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α
  • Α­πό­κτη­ση βά­ρους
  • Αύ­ξη­ση ό­ρε­ξης
  • Κα­κου­χί­α
  • Νυ­κτου­ρί­α
  • Α­δυ­να­μί­α
  • Κα­χε­ξί­α
  • Σάρ­κω­μα Kaposi, σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους μα­κρο­χρό­νια με κορ­τι­κο­ει­δή. Η δι­α­κο­πή του κορ­τι­κο­ει­δούς μπο­ρεί να α­κο­λου­θη­θεί α­πό κλι­νι­κή ύ­φε­ση του όγ­κου.
  • Α­να­φυ­λα­κτι­κές αν­τι­δρά­σεις (σπά­νια), ε­νί­ο­τε α­πει­λη­τι­κές για την ζω­ή, με­τά α­πό εν­δο­φλέ­βια χο­ρή­γη­ση (Pryse-Phillips WE et al, 1984).

19.9.11   ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ

Εκ­δη­λώ­σεις : Η ε­φά­παξ χο­ρή­γη­ση υ­περ­βο­λι­κών δό­σε­ων κορ­τι­κο­ει­δών δεν α­να­μέ­νε­ται να προ­κα­λέ­σει ο­ξέ­α συμ­πτώ­μα­τα. Εκ­δη­λώ­σεις υ­περ­δο­σο­λο­γί­ας α­να­μέ­νον­ται συ­νή­θως με­τά α­πό την ε­πα­νει­λημ­μέ­νη χο­ρή­γη­ση υ­ψη­λών δό­σε­ων κορ­τι­κο­ει­δών. Πλην της αύ­ξη­σης του σακ­χά­ρου και της ου­ρί­ας του αί­μα­τος, δεν έ­χουν α­να­φερ­θεί ο­ξεί­ες εκ­δη­λώ­σεις υ­περ­δο­σο­λο­γί­ας με­τά α­πό την χο­ρή­γη­ση με­γά­λων δό­σε­ων με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης.

Θε­ρα­πεί­α : Σε πε­ρι­πτώ­σεις υ­περ­δο­σο­λο­γί­ας α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να δι­α­τη­ρεί­ται ε­παρ­κής πρόσ­λη­ψη υ­γρών και να ε­λέγ­χον­ται οι η­λε­κτρο­λύ­τες του ο­ρού και των ού­ρων και ι­δι­αί­τε­ρα η ι­σορ­ρο­πί­α να­τρί­ου και κα­λί­ου.

 

 

19.9.12   ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΕ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ

Η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη, σε με­γά­λες δό­σεις, κα­τα­στέλ­λει την έκ­κρι­ση ACTH, την πα­ρα­γω­γή εν­δο­γε­νούς κορ­τι­ζό­λης και τις αν­τι­γο­νι­κές αν­τα­παν­τή­σεις στις δερ­μα­τι­κές δο­κι­μα­σί­ες.

19.9.13   ΚΥΗΣΗ

Στα ζώ­α : Τα κορ­τι­κο­ει­δή δι­α­περ­νούν εύ­κο­λα τον πλα­κούν­τα. Οι ε­πι­δρά­σεις τους δεν εί­ναι γνω­στές στις ω­δί­νες και τον το­κε­τό. Στα ζώ­α, χο­ρη­γού­με­να σε με­γά­λες δό­σεις στη διά­ρκεια της κύ­η­σης, μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν βλά­βη στο έμ­βρυ­ο.

Στον άν­θρω­πο : Η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη δι­έρ­χε­ται τον πλα­κούν­τα και έ­χει α­νι­χνευ­θεί στο πλά­σμα του ομ­φά­λιου λώ­ρου σε γυ­ναί­κες που θε­ρα­πεύ­θη­καν με εν­δο­φλέ­βι­ες εγ­χύ­σεις η­μι­σουκ­κι­νι­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης στη διά­ρκεια του το­κε­τού (Anderson GG et al, 1981).

Τα κορ­τι­κο­ει­δή, αν και συν­δέ­ον­ται με σπο­ρα­δι­κές πε­ρι­πτώ­σεις σχι­σμών της υ­πε­ρώ­ας, α­να­στο­λής της α­νά­πτυ­ξης, κα­ταρ­ρά­κτη, κα­τα­στο­λής των ε­πι­νε­φρι­δί­ων και άλ­λες α­νε­πι­θύ­μη­τες ε­νέρ­γει­ες σε παι­διά που ε­κτέ­θη­καν σε κορ­τι­κο­ει­δή στη διά­ρκεια της κύ­η­σης, δεν φαί­νε­ται να συ­νο­δεύ­ον­ται α­πό αυ­ξη­μέ­νο κίν­δυ­νο α­νά­πτυ­ξης συγ­γε­νών εμ­βρυι­κών α­νω­μα­λι­ών, γι' αυ­τό και μπο­ρούν να χο­ρη­γη­θούν στη διά­ρκεια της εγ­κυ­μο­σύ­νης. Μο­να­δι­κή ε­ξαί­ρε­ση α­πο­τε­λεί η προ­ε­κλαμ­πτι­κή το­ξι­ναι­μί­α, ό­που μπο­ρεί να ε­πι­δει­νώ­σουν την κα­τα­κρά­τη­ση των υ­γρών και την υ­πέρ­τα­ση.

Πάν­τως, οι γυ­ναί­κες α­να­πα­ρα­γω­γι­κής η­λι­κί­ας πρέ­πει να ε­νη­με­ρώ­νουν τον θε­ρά­πον­τα για­τρό τους ε­άν θε­λή­σουν να τε­κνο­ποι­ή­σουν ή εί­ναι ή­δη έγ­κυ­ες ε­νώ θε­ρα­πεύ­ον­ται με κορ­τι­κο­ει­δή. Α­κό­μα, βρέ­φη που ε­κτέ­θη­καν στα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή στη διά­ρκεια της κύ­η­σης πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή για εκ­δη­λώ­σεις ε­πι­νε­φρι­δια­κής α­νε­πάρ­κειας.

19.9.14   ΓΑΛΟΥΧΙΑ

Τα κορ­τι­κο­ει­δή, στις μέ­τρι­ες δό­σεις που συ­νή­θως χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται στη θε­ρα­πεί­α των ρευ­μα­τι­κών νο­ση­μά­των, φαί­νε­ται ό­τι εί­ναι α­σφα­λή στη διά­ρκεια της γα­λου­χί­ας. Πάν­τως, ε­πει­δή δεν έ­χουν γί­νει ε­παρ­κείς με­λέ­τες στην α­να­πα­ρα­γω­γή σε αν­θρώ­πους θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή, η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη συ­νι­στά­ται στη διά­ρκεια της γα­λου­χί­ας μό­νον εφ΄ό­σον το ό­φε­λος υ­περ­φα­λαγ­γί­ζει τους δυ­νη­τι­κούς κιν­δύ­νους για το βρέ­φος.

19.9.15   ΔΟΣΕΙΣ - ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ

19.9.15.1   ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ

Η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη εί­ναι, ό­πως και η πρεδ­νι­ζό­νη και η πρεδ­νι­ζο­λό­νη, έ­να α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή ε­κλο­γής στη θε­ρα­πεί­α των ρευ­μα­τι­κών νο­ση­μά­των. Η αρ­χι­κή δό­ση της χο­ρη­γού­με­νης per os με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης κυ­μαί­νε­ται σε 4-48 mg η­με­ρη­σί­ως, α­νά­λο­γα με το νό­ση­μα.  Σε η­πι­ό­τε­ρες κα­τα­στά­σεις, μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θούν μι­κρό­τε­ρες δό­σεις, ε­νώ ο­ρι­σμέ­νοι α­σθε­νείς μπο­ρεί να χρεια­σθούν με­γα­λύ­τε­ρες αρ­χι­κές δό­σεις. Η αρ­χι­κή δό­ση πρέ­πει να συ­νε­χί­ζε­ται στο ί­διο ύ­ψος ή να τρο­πο­ποι­εί­ται μέ­χρις ό­του προ­κύ­ψει ι­κα­νο­ποι­η­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση.

Ε­άν, με­τά α­πό έ­να λο­γι­κό χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα, δεν προ­κύ­ψει ι­κα­νο­ποι­η­τι­κή κλι­νι­κή αν­τα­πό­κρι­ση, η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται. Εφ΄ ό­σον ε­πι­τευ­χθεί ι­κα­νο­ποι­η­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση, η κα­τάλ­λη­λη δό­ση συν­τή­ρη­σης μπο­ρεί να προσ­δι­ο­ρι­σθεί μει­ώ­νον­τας την αρ­χι­κή δό­ση του φαρ­μά­κου σε μι­κρά πο­σά στα κα­τάλ­λη­λα χρο­νι­κά δι­α­στή­μα­τα, μέ­χρις ό­του ε­πι­τευ­χθεί η μι­κρό­τε­ρη δό­ση η ο­ποί­α δι­α­τη­ρεί ε­παρ­κή κλι­νι­κή αν­τα­πό­κρι­ση.

Κα­τα­στά­σεις που ε­πι­βάλ­λουν τρο­πο­ποί­η­σης της δό­σης εί­ναι με­τα­βο­λές της κλι­νι­κής κα­τά­στα­σης δευ­τε­ρο­πα­θώς σε υ­φέ­σεις ή ε­ξάρ­σεις της νό­σου, η ικανότητα ανταπόκρισης του κά­θε α­σθε­νή στα φάρ­μα­κα και η έκ­θε­σή του σε στρεσ­σο­γό­νους πα­ρά­γον­τες μη σχε­τι­ζό­με­νους ά­με­σα με την νο­σο­λο­γι­κή ον­τό­τη­τα στην ο­ποί­α τα κορ­τι­κο­ει­δή α­πευ­θύ­νον­ται. Στην τε­λευ­ταί­α πε­ρί­πτω­ση μπο­ρεί να χρεια­σθεί αύ­ξη­ση της δό­σης της με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης για χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα α­νά­λο­γο με την κα­τά­στα­ση του α­σθε­νούς.

 

 

 

19.9.15.2   ΟΞΕΙΚΗ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ

Η ο­ξει­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη προ­ο­ρί­ζε­ται για εν­δο­μυι­κή ή εν­δαρ­θρι­κή χο­ρή­γη­ση ή χο­ρή­γη­ση μέ­σα σε αλ­λοι­ώ­σεις ή μα­λα­κά μό­ρια.

19.9.15.2.1   ΕΝΔΟΜΥΙΚΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ

Η εν­δο­μυι­κή δό­ση της ο­ξει­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης ποι­κίλ­λει α­νά­λο­γα με το νό­ση­μα και κυ­μαί­νε­ται α­πό 40 mg κά­θε 2-3 ε­βδο­μά­δες, έ­ως 120 mg κά­θε ε­βδο­μά­δα. Ε­άν υ­πο­κα­θι­στά προ­σω­ρι­νά την θε­ρα­πεί­α με κορ­τι­κο­ει­δή per os, μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί ε­φά­παξ η­με­ρη­σί­ως σε δό­ση ι­σο­δύ­να­μη με την ο­λι­κή κα­θη­με­ρι­νή δό­ση της per os χο­ρη­γού­με­νης ο­ξει­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης. Σε πε­ρι­πτώ­σεις που χρει­ά­ζε­ται πα­ρα­τε­τα­μέ­νο α­πο­τέ­λε­σμα, μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί ε­φά­παξ εν­δο­μυι­κά κά­θε ε­βδο­μά­δα σε δό­ση 7πλάσια της κα­θη­με­ρι­νά χο­ρη­γού­με­νης δό­σης per os.

Η δό­ση του φαρ­μά­κου πρέ­πει να κα­θο­ρί­ζε­ται με βά­ση την βα­ρύ­τη­τα, την πρό­γνω­ση και την α­να­με­νό­με­νη διά­ρκεια της νό­σου και την αν­τί­δρα­ση του α­σθε­νούς στο φάρ­μα­κο. Σε παι­διά και νε­ο­γνά, πρέ­πει να κα­θο­ρί­ζε­ται α­νά­λο­γα με την βα­ρύ­τη­τα της νό­σου και ό­χι με την η­λι­κί­α και το σω­μα­τι­κό βά­ρος. Με­τά α­πό με­ρι­κές η­μέ­ρες θε­ρα­πεί­ας, η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη πρέ­πει να μει­ώ­νε­ται ή να δι­α­κό­πτε­ται βαθ­μια­ία. Ε­άν η νό­σος υ­φε­θεί αυ­τό­μα­τα, η ο­ξει­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη μπο­ρεί να δι­α­κο­πεί.

Εγ­καύ­μα­τα οι­σο­φά­γου ο­φει­λό­με­να σε κα­τά­πο­ση καυ­στι­κών ου­σι­ών : Αρ­χι­κά χο­ρη­γούν­ται 20-40 mg να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης α­νά 48ωρο. Αν η per os θε­ρα­πεί­α γί­νε­ται ανεκτή μπορεί να χορηγηθούν δισκία μεθυλπρεδνιζολόνης στις συνήθεις θεραπευτικές δόσεις. Η θε­ρα­πεί­α πρέ­πει να συ­νε­χί­ζε­ται μέ­χρις ό­του να ο­λο­κλη­ρω­θεί η ε­πού­λω­ση και η ε­πα­να­ε­πι­θη­λί­ω­ση του οι­σο­φά­γου (συ­νή­θως 3-4 ε­βδο­μά­δες).

Ε­πι­νε­φρι­δι­ο­γεν­νη­τι­κό σύν­δρο­μο : 40 mg ε­φά­παξ κά­θε 2 ε­βδο­μά­δες.

Ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα : Δό­ση συν­τή­ρη­σης 40-120 mg/ε­βδο­μά­δα.

Δερ­μα­τι­κά νο­σή­μα­τα : 40-120 mg/ε­βδο­μά­δα ε­πί 1-4 ε­βδο­μά­δες.

Βα­ρι­ές ο­ξεί­ες δερ­μα­τί­τι­δες ο­φει­λό­με­νες σε δη­λη­τη­ρι­ώ­δη κισ­σό : Βελ­τι­ώ­νον­ται 8-12 ώ­ρες με­τά α­πό την ε­φά­παξ εν­δο­μυ­ϊ­κή χο­ρή­γη­ση 80-120 mg με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης.

Χρό­νι­ες δερ­μα­τί­τι­δες εξ ε­πα­φής : Οι ε­νέ­σεις μπο­ρεί να χρεια­σθεί να ε­πα­να­λη­φθούν σε δι­α­στή­μα­τα 5-10 η­με­ρών.

Σμηγ­μα­τορ­ροι­κή δερ­μα­τί­τι­δα : 80 mg ε­φά­παξ/ε­βδο­μά­δα.

΄Α­σθμα : 80-120 mg ε­φά­παξ. Η βελ­τί­ω­ση εμ­φα­νί­ζε­ται εν­τός 6-48 ω­ρών και δια­ρκεί με­ρι­κές η­μέ­ρες έ­ως 2 ε­βδο­μά­δες.

Αλ­λερ­γι­κή ρι­νί­τι­δα (πυ­ρε­τός εκ χόρ­του) : 80-120 mg ε­φά­παξ. Η βελ­τί­ω­ση των συμ­πτω­μά­των εμ­φα­νί­ζε­ται εν­τός 6 ω­ρών και δια­ρκεί με­ρι­κές η­μέ­ρες έ­ως 3 ε­βδο­μά­δες.

Πολ­λα­πλή σκλή­ρυν­ση : Η πρεδ­νι­ζο­λό­νη, σε δό­σεις 200 mg/24ωρο ε­πί μί­αν ε­βδο­μά­δα α­κο­λου­θού­με­νες α­πό 80 mg κά­θε 2η η­μέ­ρα ε­πί έ­να μή­να, εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή στη θε­ρα­πεί­α των ο­ξέ­ων ε­ξάρ­σε­ων της πολ­λα­πλής σκλή­ρυν­σης (5 mg πρεδ­νι­ζο­λό­νης=4 mg με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης).

19.9.15.2.2   ΕΝΔΑΡΘΡΙΚΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ

Στη ρευ­μα­το­ει­δή αρ­θρί­τι­δα και την ο­στε­ο­αρ­θρί­τι­δα η δό­ση της εν­δαρ­θρι­κά χο­ρη­γού­με­νης ο­ξει­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης ε­ξαρ­τά­ται α­πό το μέ­γε­θος της άρ­θρω­σης και την βα­ρύ­τη­τα της νό­σου. Σε χρό­νι­ες πε­ρι­πτώ­σεις, οι ε­νέ­σεις μπο­ρεί να ε­πα­να­λη­φθούν σε δι­α­στή­μα­τα κυ­μαι­νό­με­να α­πό 1-5 ή και πε­ρισ­σό­τε­ρες ε­βδο­μά­δες, α­νά­λο­γα με το βαθ­μό της βελ­τί­ω­σης που εί­χε η αρ­χι­κή έ­νε­ση.    

19.9.15.2.3   ΤΟΠΙΚΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ

Γάγ­γλια, τε­νον­τί­τι­δα, ε­πι­κον­δυ­λί­τι­δα : Η δό­ση ποι­κίλ­λει α­νά­λο­γα με τον νό­ση­μα και κυ­μαί­νε­ται α­πό 4-30 mg. Σε υ­πο­τρο­πι­ά­ζου­σες ή χρό­νι­ες κα­τα­στά­σεις, μπο­ρεί να χρεια­σθούν ε­πα­νει­λημ­μέ­νες το­πι­κές δι­η­θή­σεις.

 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 35

ΔΟΣΕΙΣ ΟΞΕΙΚΗΣ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗΣ ΓΙΑ ΕΝΔΑΡΘΡΙΚΕΣ ΕΓΧΥΣΕΙΣ

    Μέ­γε­θος

   άρ­θρω­σης

                        Αρ­θρώ­σεις

    Δο­σο­λο­γι­κό

     εύ­ρος (mg)

Μι­κρό

Με­τα­καρ­πι­ο­φα­λαγ­γι­κές,με­σο­φα­λαγ­γι­κές,

στερ­νο­κλει­δι­κές, α­κρω­μι­ο­κλει­δι­κές, α­κρω-

μι­ο­κλει­δι­κές

         4 -10

Μέ­σο

Αγ­κώ­νες, πη­χε­ο­καρ­πι­κές

        10-40 

Με­γά­λο

Ω­μοι, γό­να­τα, πο­δο­κνη­μι­κές

        20-80

Δερ­μα­το­λο­γι­κές κα­τα­στά­σεις : Με­τά τον κα­θα­ρι­σμό με έ­να κα­τάλ­λη­λο αν­τι­ση­πτι­κό, ό­πως οι­νό­πνευ­μα 70%, 20-60 mg του ε­ναι­ω­ρή­μα­τος ε­νί­εν­ται μέ­σα στην αλ­λοί­ω­ση. Σε ε­κτε­τα­μέ­νες δερ­μα­τι­κές αλ­λοι­ώ­σεις μπο­ρούν να χο­ρη­γη­θούν 20-40 mg σε ε­πα­νει­λημ­μέ­νες το­πι­κές ε­νέ­σεις. Η έ­νε­ση πο­σό­τη­τας ι­κα­νής να προ­κα­λέ­σει τον σχη­μα­τι­σμό μι­κρής ε­σχά­ρας πρέ­πει να α­πο­φεύ­γε­ται. Συ­νή­θως γί­νον­ται 1-4 ε­νέ­σεις. Το δι­ά­στη­μα με­τα­ξύ των ε­νέ­σε­ων ποι­κίλ­λει α­νά­λο­γα με τον τύ­πο των πα­θο­λο­γο­α­να­το­μι­κών αλ­λοι­ώ­σε­ων και την διά­ρκεια της βελ­τί­ω­σης που έ­χει ε­πι­τευ­χθεί με την αρ­χι­κή έ­νε­ση.

19.9.15.3   ΕΝΔΟΦΛΕΒΙΕΣ ΩΣΕΙΣ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗΣ

Σε πε­ρι­πτώ­σεις που α­παι­τούν­ται με­γά­λες δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών, η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί εν­δο­φλέ­βια σε δό­ση 30 mg/kg, σε δι­ά­στη­μα του­λά­χι­στον 30΄. Η δό­ση αυ­τή μπο­ρεί να ε­πα­να­λη­φθεί κά­θε 4-6 ώ­ρες ε­πί 48 ώ­ρες. Γε­νι­κά, η θε­ρα­πεί­α με με­γά­λες δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών πρέ­πει να συ­νε­χί­ζε­ται μέ­χρις ό­του η κα­τά­στα­ση του α­σθε­νούς στα­θε­ρο­ποι­η­θεί, συ­νή­θως ό­χι πά­νω α­πό 48-72 ώ­ρες.

Σε άλ­λες πε­ρι­πτώ­σεις, η αρ­χι­κή δό­ση της να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης ποι­κίλ­λει α­πό 10-40 mg, α­νά­λο­γα με το υ­πο­κεί­με­νο νό­ση­μα. Οι με­γα­λύ­τε­ρες δό­σεις μπο­ρεί να α­παι­τη­θούν για την βρα­χυ­πρό­θε­σμη αν­τι­με­τώ­πι­ση σο­βα­ρών, ο­ξέ­ων, κα­τα­στά­σε­ων.

Η αρ­χι­κή δό­ση συ­νή­θως χο­ρη­γεί­ται εν­δο­φλέ­βια σε δι­ά­στη­μα αρ­κε­τών λε­πτών. Οι ε­πό­με­νες μπο­ρούν να χο­ρη­γη­θούν εν­δο­φλέ­βια ή εν­δο­μυι­κά σε δι­α­στή­μα­τα υ­πα­γο­ρευ­ό­με­να α­πό την αν­τα­πό­κρι­ση και την κλι­νι­κή κα­τά­στα­ση του α­σθε­νούς. Η δό­ση πρέ­πει να μει­ώ­νε­ται σε βρέ­φη και παι­διά, αλ­λά πρέ­πει να κα­θο­ρί­ζε­ται α­πό την βα­ρύ­τη­τα της νό­σου και την αν­τα­πό­κρι­ση του α­σθε­νούς, πα­ρά την η­λι­κί­α και το μέ­γε­θος και δεν πρέ­πει να εί­ναι <0.5 mg/kg κά­θε 24 ώ­ρες.

Ό­ταν το φάρ­μα­κο έ­χει χο­ρη­γη­θεί πά­νω α­πό με­ρι­κές η­μέ­ρες, η δό­ση του πρέ­πει να μει­ώ­νε­ται ή να δι­α­κό­πτε­ται προ­ο­δευ­τι­κά. Σε χρό­νι­ες κα­τα­στά­σεις, ε­άν πα­ρα­τη­ρη­θεί αυ­τό­μα­τη ύ­φε­ση, μπο­ρεί να δι­α­κο­πεί.

Η να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί με εν­δο­φλέ­βια ή εν­δο­μυι­κή έ­νε­ση ή με εν­δο­φλέ­βια έγ­χυ­ση. Η προ­τι­μώ­με­νη ο­δός σε ε­πεί­γου­σες πε­ρι­πτώ­σεις εί­ναι η εν­δο­φλέ­βια έ­νε­ση. Για να χο­ρη­γη­θεί με εν­δο­φλέ­βια (ή εν­δο­μυι­κή) έ­νε­ση το δι­ά­λυ­μα πρέ­πει να πα­ρα­σκευ­ά­ζε­ται σύμ­φω­να με τις ο­δη­γί­ες. Η ε­πι­θυ­μη­τή δό­ση μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί εν­δο­φλέ­βια σε δι­ά­στη­μα αρ­κε­τών λε­πτών. Το φάρ­μα­κο μπο­ρεί ε­πί­σης να χο­ρη­γη­θεί δι­α­λυ­μέ­νο με­τά α­πό προ­σθή­κη ε­νέ­σι­μου ύ­δα­τος ή άλ­λου κα­τάλ­λη­λου δι­α­λύ­τη.

Για εν­δο­φλέ­βια έγ­χυ­ση, το δι­ά­λυ­μα πρέ­πει να ε­τοι­μά­ζε­ται σύμ­φω­να με τις ο­δη­γί­ες. Το δι­ά­λυ­μα αυ­τό μπο­ρεί να προ­στε­θεί σε υ­δα­τι­κό δι­ά­λυ­μα δεξ­τρό­ζης 5%, ι­σό­το­νο δι­ά­λυ­μα φυ­σι­ο­λο­γι­κού ο­ρού ή δεξ­τρό­ζης 5% σε ι­σό­το­νο δι­ά­λυ­μα φυ­σι­ο­λο­γι­κού ο­ρού.

Ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα : Η ε­λά­χι­στη α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή δό­ση των εν­δο­φλέ­βι­ων ώ­σε­ων με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης εί­ναι ά­γνω­στη. Δό­σεις 1 gr εν­δο­φλέ­βια ε­πί 3 συ­νε­χείς η­μέ­ρες εί­ναι ε­ξί­σου α­πο­τε­λε­σμα­τι­κές με 1 gr πρεδ­νι­ζο­λό­νης per os (40 δι­σκί­α των 25 mg ε­πί 3 συ­νε­χείς η­μέ­ρες) (Ne-eds CJ et al, 1988; Smith MD et al, 1988a), 250 mg εν­δο­φλέ­βια (Vischer TL et al, 1986), 320 mg εν­δο­μυι­κά ή εν­δο­φλέ­βια (Radia M and Furst DE, 1988) και 100 mg εν­δο­φλέ­βια (Iglehart IW et al, 1990). Πάν­τως, η να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη, σε δό­ση 500 mg εν­δο­φλέ­βια, εί­ναι πο­λύ λι­γό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή α­πό 1 gr (Shipley ME et al, 1988).

1o σχή­μα : 1 gr ΕΦ/24ωρο Χ 3 συ­νε­χείς η­μέ­ρες (Baylis EM et al, 1982; Hansen TM et al, 1987). Δεν φαί­νε­ται να πλε­ο­νε­κτεί ση­μαν­τι­κά μιας α­πλής ώ­σης, γι' αυ­τό και εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρο μια α­πλή ώ­ση να ε­πα­να­λαμ­βά­νε­ται, ε­άν εί­ναι α­πα­ραί­τη­το, μέ­χρις ό­του δρά­σουν τα ΒΔΑΦ.

2ο σχή­μα : 1 gr/μή­να Χ 3-6 μή­νες (Bijlsma JW et al, 1986; Wong CS, 1990)

3ο σχή­μα : 1 gr ΕΦ κά­θε 2η η­μέ­ρα (σύ­νο­λο 3 εγ­χύ­σεις) (Forster PJG et al, 1982). Εί­ναι το συ­νη­θέ­στε­ρα χρη­σι­μο­ποι­ού­με­νο σχή­μα και ε­πα­να­λαμ­βά­νε­ται κά­θε 6 ε­βδο­μά­δες. 

Νε­α­νι­κή ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα

1ο σχή­μα : Με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη 30 mg/kg ε­φά­παξ, μέ­χρι την μέ­γι­στη δό­ση 1 gr. Η ώ­ση μπο­ρεί να ε­πα­να­λη­φθεί, ε­άν χρει­ά­ζε­ται, ε­άν οι συ­στη­μα­τι­κές εκ­δη­λώ­σεις υ­πο­τρο­πιά­σουν, αλλ΄ ό­χι συ­χνό­τε­ρα α­πό κά­θε 4 η­μέ­ρες.

2ο σχή­μα : Με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη 5 mg/kg/24ωρο Χ 3 συ­νε­χείς η­μέ­ρες και στη συ­νέ­χεια 2.5 mg/kg/24ωρο Χ 3 συ­νε­χείς η­μέ­ρες, α­κο­λου­θού­με­νη α­πό πρεδ­νι­ζό­νη per os (1 mg/kg/24ωρο) (Picco P et al, 1996)

Συ­στη­μα­τι­κός ε­ρυ­θη­μα­τώ­δης λύ­κος

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟ ΣΧΗΜΑ : Με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη 10-30 mg/kg (500-1.000 mg/ώ­ση) Χ 3-6 η­μέ­ρες. Δι­α­τή­ρη­ση της αν­τα­πό­κρι­σης με πρεδ­νι­ζό­νη 40-60 mg/24ωρο ή 2 mg/kg/24ωρο per os. 

Αγ­κυ­λο­ποι­η­τι­κή σπον­δυ­λί­τι­δα

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟ ΣΧΗΜΑ : 1 gr/24ωρο Χ 3 συ­νε­χείς η­μέ­ρες. 

Α­πει­λη­τι­κές για την ζω­ή κα­τα­στά­σεις (κα­τα­πλη­ξί­α, σύν­δρο­μο α­να­πνευ­στι­κής α­νε­πάρ­κειας ε­νη­λί­κων)

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟ ΣΧΗΜΑ : 30 mg/kg με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης εν­δο­φλέ­βια σε δι­ά­στη­μα του­λά­χι­στον 30΄. Η δό­ση αυ­τή ε­πα­να­λαμ­βά­νε­ται, ε­άν χρεια­σθεί, κά­θε 4-6 ώ­ρες ε­πί 48 ώ­ρες. H θε­ρα­πεί­α με με­γά­λες δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών πρέ­πει να συ­νε­χί­ζε­ται μέ­χρις ό­του στα­θε­ρο­ποι­η­θεί η κα­τά­στα­ση του α­σθε­νούς, συ­νή­θως ό­χι πά­νω α­πό 48-72 ώ­ρες.

Πολ­λα­πλή σκλή­ρυν­ση

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟ ΣΧΗΜΑ : 1 gr/24ωρο Χ 3 μέ­ρες ΕΦ ή 1 gr/24ωρο Χ 5 η­μέ­ρες ΕΦ.

Οι­δη­μα­τώ­δεις κα­τα­στά­σεις (π.χ. σπει­ρα­μα­το­νε­φρί­τι­δα) 

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟ ΣΧΗΜΑ : 30 mg/kg κά­θε 48 ώ­ρες Χ 4 η­μέ­ρες ΕΦ ή 1 gr/24ωρο Χ 3, 5 ή 7 η­μέ­ρες ΕΦ. Το δο­σο­λο­γι­κό αυ­τό σχή­μα μπο­ρεί να ε­πα­να­λη­φθεί ε­άν δεν υ­πάρ­ξει βελ­τί­ω­ση μέ­σα σε μί­αν βδο­μά­δα με­τά την θε­ρα­πεί­α ή ε­άν το υ­πα­γο­ρεύ­ει η κα­τά­στα­ση του α­σθε­νούς.

19.9.16   ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ - ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ

Νε­ο­γνά : Η στεί­ρα σκό­νη Solu-Medrol αν­τεν­δεί­κνυ­ται στα πρό­ω­ρα νε­ο­γνά, δε­δο­μέ­νου ό­τι τα φι­α­λί­δια των 40 mg, 125 mg και 1 gr και οι δι­α­λύ­τες για τα φι­α­λί­δια των 500 mg, 1 gr και 2 gr πε­ρι­έ­χουν βεν­ζυ­λι­κή αλ­κο­ό­λη, η ο­ποί­α μπο­ρεί να α­πο­βεί θα­να­τη­φό­ρα.

Παι­διά : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να α­πο­φεύ­γον­ται στη βρε­φι­κή-παι­δι­κή η­λι­κί­α, για­τί μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν α­να­στο­λή της α­νά­πτυ­ξης, γι΄αυ­τό και πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται στη μι­κρό­τε­ρη δυ­να­τή δό­ση και το μι­κρό­τε­ρο, ει δυ­να­τόν, χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα.

Η χο­ρή­γη­ση της με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης κά­θε 2η η­μέ­ρα μει­ώ­νει ση­μαν­τι­κά τον κίν­δυ­νο α­να­στο­λής της α­νά­πτυ­ξης, κα­τα­στέλ­λει λι­γό­τε­ρο τον ά­ξο­να και προ­σφέ­ρει ι­κα­νο­ποι­η­τι­κή α­νο­σο­κα­τα­στο­λή σε με­ρι­κά παι­διά με με­τα­μό­σχευ­ση ορ­γά­νων.

Η­λι­κι­ω­μέ­νοι : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται με προ­σο­χή στους η­λι­κι­ω­μέ­νους, για­τί μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν κα­τα­κρά­τη­ση να­τρί­ου, υ­πέρ­τα­ση και οί­δη­μα και να ε­νερ­γο­ποι­ή­σουν λαν­θά­νου­σα φυ­μα­τι­ώ­δη ε­στί­α.

Η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη μπο­ρεί να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί στους η­λι­κι­ω­μέ­νους, αλ­λά με προ­σο­χή ό­ταν χο­ρη­γεί­ται μα­κρο­χρό­νια ή σε με­γά­λες δό­σεις, λό­γω του αυ­ξη­μέ­νου κιν­δύ­νου α­νά­πτυ­ξης πε­πτι­κού έλ­κους, ο­στε­ο­πό­ρω­σης/ο­στε­ο­πο­ρω­τι­κών κα­ταγ­μά­των, δερ­μα­τι­κών ελ­κών, σακ­χα­ρώ­δη δι­α­βή­τη, κα­ταρ­ρά­κτη, κ.ά.

Κύ­η­ση : Το ό­φε­λος α­πό την χρή­ση των κορ­τι­κο­ει­δών στη διά­ρκεια της κύ­η­σης ή σε γυ­ναί­κες α­να­πα­ρα­γω­γι­κής η­λι­κί­ας πρέ­πει να σταθ­μί­ζε­ται σε σχέ­ση με τους πι­θα­νούς κιν­δύ­νους για την μη­τέ­ρα και το έμ­βρυ­ο ή το νε­ο­γνό.

Γα­λου­χί­α : Η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη συ­νι­στά­ται στη διά­ρκεια της γα­λου­χί­ας μό­νον εφ΄ό­σον το πι­θα­νό ό­φε­λος υ­περ­φα­λαγ­γί­ζει τους δυ­νη­τι­κούς κιν­δύ­νους για το βρέ­φος. 

Εμ­βο­λια­σμοί : Ε­πει­δή τα κορ­τι­κο­ει­δή α­να­στέλ­λουν την α­νο­σο­α­πάν­τη­ση, η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει μει­ω­μέ­νη α­πάν­τη­ση στις α­να­το­ξί­νες και στα εμ­βό­λια που πε­ρι­έ­χουν ζών­τες ή α­δρα­νο­ποι­η­μέ­νους μι­κρο-ορ­γα­νι­σμούς. Α­κό­μα, τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να δυ­νη­τι­κο­ποι­ή­σουν την α­να­πα­ρα­γω­γή ο­ρι­σμέ­νων ζών­των μι­κρο-ορ­γα­νι­σμών που εμ­πε­ρι­έ­χον­ται στα ζών­τα ε­ξα­σθε­νη­μέ­να εμ­βό­λια και, σε υ­περ­φυ­σι­ο­λο­γι­κές δό­σεις, να ε­πι­δει­νώ­σουν τις νευ­ρο­λο­γι­κές αν­τι­δρά­σεις ο­ρι­σμέ­νων εμ­βο­λί­ων.

Η α­νο­σο­ποί­η­ση ε­πι­τρέ­πε­ται σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με μη α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές ή με συμ­πλη­ρω­μα­τι­κές δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών (π.χ. για νό­σο Addison).

Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών, οι εμ­βο­λια­σμοί με ζών­τες ή ζών­τες, αλ­λά ε­ξα­σθε­νη­μέ­νους, ι­ούς αν­τεν­δεί­κνυν­ται, γι΄αυ­τό και δεν πρέ­πει να εμ­βο­λι­ά­ζον­ται κα­τά της ευ­λο­γιάς. Η συ­νή­θης χρή­ση εμ­βο­λί­ων ή α­να­το­ξι­νών πρέ­πει γε­νι­κά να α­να­βάλ­λε­ται μέ­χρις ό­του δι­α­κο­πεί η χο­ρή­γη­ση των κορ­τι­κο­ει­δών. Εφ΄ό­σον εί­ναι α­πα­ραί­τη­τος ο εμ­βο­λια­σμός σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή, μπο­ρεί να χρεια­σθεί να γί­νουν ο­ρο­λο­γι­κές δο­κι­μα­σί­ες για να ε­πι­βε­βαι­ω­θεί η ε­πάρ­κεια της α­νο­σο­α­πάν­τη­σης του α­σθε­νούς και να χο­ρη­γη­θούν ε­πι­πρό­σθε­τες δό­σεις εμ­βο­λί­ων ή α­να­το­ξι­νών.

ΠΡΟΥΠΑΡΧΟΝΤΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΤΑ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟ­ΠΟΙ-ΟΥΝΤΑΙ ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ

  • Μη ει­δι­κή ελ­κώ­δης κο­λί­τι­δα
  • Εκ­κολ­πω­μα­τί­τι­δα
  • Πρό­σφα­τη εν­τε­ρι­κή α­να­στό­μω­ση
  • Ε­νερ­γό ή α­συμ­πτω­μα­τι­κό πε­πτι­κό έλ­κος
  • Νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια
  • Υ­πέρ­τα­ση
  • Σπα­σμοί
  • Ο­στε­ο­πό­ρω­ση
  • Βα­ριά μυ­α­σθέ­νεια
  • Εμ­φρα­κτο μυ­ο­καρ­δί­ου
  • Υ­πο­προ­θρομ­βι­ναι­μί­α
  • Κίρ­ρω­ση
  • Υ­πο­θυ­ρε­ο­ει­δι­σμός
  • Λοι­μώ­ξεις
  • Α­πλός ο­φθαλ­μι­κός έρ­πη­τας 
  • Ψυ­χι­α­τρι­κές δι­α­τα­ρα­χές 

Γα­στρεν­τε­ρι­κά νο­σή­μα­τα : Τα κορ­τι­κο­ει­δή αν­τεν­δεί­κνυν­ται σε α­σθε­νείς με πε­πτι­κό έλ­κος, ε­κτός ε­άν πά­σχουν α­πό α­πει­λη­τι­κές για την ζω­ή κα­τα­στά­σεις. Α­κό­μα, πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με εκ­κολ­πω­μα­τί­τι­δα, μη ει­δι­κή ελ­κώ­δη κο­λί­τι­δα (ε­άν υ­πάρ­χει πι­θα­νό­τη­τα ε­πι­κεί­με­νης δι­ά­τρη­σης, α­πό­στη­μα ή άλ­λες πυ­ο­γε­νείς λοι­μώ­ξεις) ή πρό­σφα­τη εν­τε­ρι­κή α­να­στό­μω­ση. Οι εκ­δη­λώ­σεις ε­ρε­θι­σμού του πε­ρι­το­ναί­ου λό­γω δι­ά­τρη­σης του γα­στρεν­τε­ρι­κού σω­λή­να μπο­ρεί να εί­ναι ε­λά­χι­στες ή α­που­σιά­ζουν σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή.

Εμ­φρα­κτο μυ­ο­καρ­δί­ου : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται με ε­ξαι­ρε­τι­κή προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με πρό­σφα­το έμ­φραγ­μα του μυ­ο­καρ­δί­ου, για­τί μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν ρή­ξη του τοι­χώ­μα­τος της α­ρι­στε­ρής κοι­λί­ας.

Θρομ­βο­εμ­βο­λι­κά νο­σή­μα­τα : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με θρομ­βο­εμ­βο­λι­κά νο­σή­μα­τα.

Βα­ριά μυ­α­σθέ­νεια : Τα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με βα­ριά μυ­α­σθέ­νεια θε­ρα­πευ­ό­με­νους με αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κά φάρ­μα­κα.

Ο­φθαλ­μι­κά νο­σή­μα­τα : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πι­θα­νώς αν­τεν­δεί­κνυν­ται σε πά­σχον­τες α­πό ε­νερ­γείς α­πλές ερ­πη­τι­κές ο­φθαλ­μι­κές λοι­μώ­ξεις και δεν συ­νι­στών­ται στη θε­ρα­πεί­α της ο­πτι­κής νευ­ρί­τι­δας, για­τί μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν την συ­χνό­τη­τα των ε­πει­σο­δί­ων.

Υ­πο­θυ­ρε­ο­ει­δι­σμός - κίρ­ρω­ση : Οι δρά­σεις της με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης μπο­ρεί να αυ­ξη­θούν σε α­σθε­νείς με υ­πο­θυ­ρε­ο­ει­δι­σμό ή σο­βα­ρά η­πα­τι­κά νο­σή­μα­τα λό­γω α­να­στο­λής του με­τα­βο­λι­σμού της.

Ψυ­χι­α­τρι­κά νο­σή­μα­τα : Η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη, ό­πως ό­λα τα κορ­τι­κο­ει­δή, μπο­ρεί να ε­πι­δει­νώ­σει προ­ϋ­πάρ­χου­σα συ­ναι­σθη­μα­τι­κή α­στά­θεια, σο­βα­ρή κα­τά­θλι­ψη ή ε­πιρ­ρέ­πεια σε ψυ­χω­σι­κές δι­α­τα­ρα­χές, γι΄ αυ­τό και πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με ι­στο­ρι­κό ψυ­χι­α­τρι­κών δι­α­τα­ρα­χών.  

Φαρ­μα­κευ­τι­κή αλ­λερ­γί­α : Τα πα­ρεν­τε­ρι­κά χο­ρη­γού­με­να κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί σπά­νια να προ­κα­λέ­σουν α­να­φυ­λα­κτο­ει­δείς αν­τι­δρά­σεις (π.χ. βρογ­χό­σπα­σμο), γι΄αυ­τό και πρέ­πει να παίρ­νον­ται τα κα­τάλ­λη­λα προ­φυ­λα­κτι­κά μέ­τρα πριν α­πό την χο­ρή­γη­σή τους, ει­δι­κά ό­ταν ο άρ­ρω­στος έ­χει ι­στο­ρι­κό αλ­λερ­γί­ας σε φάρ­μα­κα.

Λοι­μώ­ξεις : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με πι­θα­νές ή γνω­στές λοι­μώ­ξεις, δε­δο­μέ­νου ό­τι :

  • Αυ­ξά­νουν την ε­πιρ­ρέ­πεια στην α­νά­πτυ­ξη λοι­μώ­ξε­ων
  • Μπο­ρεί να ε­πι­δει­νώ­σουν την δι­α­δρο­μή ή την έκ­βα­ση των λοι­μώ­ξε­ων, π.χ. να προ­κα­λέ­σουν δι­ά­τρη­ση σε α­σθε­νείς με α­πλό ο­φθαλ­μι­κό έρ­πη­τα
  • Μπο­ρεί να α­να­ζω­πυ­ρώ­σουν λαν­θά­νου­σες λοι­μώ­ξεις ή να ε­πι­δει­νώ­σουν εν­δο­γε­νείς λοι­μώ­ξεις α­πό δι­ά­φο­ρους μι­κρο-ορ­γα­νι­σμούς, π.χ. να ε­νερ­γο­ποι­ή­σουν λαν­θά­νου­σα α­μοι­βα­δί­α­ση, γι΄αυ­τό και σε κά­θε α­σθε­νή με α­νε­ξή­γη­τη δι­άρ­ροι­α πρέ­πει να α­πο­κλεί­ε­ται η λαν­θά­νου­σα ή ε­νερ­γός α­μοι­βα­δι­κή λοί­μω­ξη πριν α­πό την έ­ναρ­ξη της θε­ρα­πεί­ας με κορ­τι­κο­ει­δή
  • Μπο­ρεί να συγ­κα­λύ­ψουν με­ρι­κές α­πό τις εκ­δη­λώ­σεις των λοι­μώ­ξε­ων, να ευ­νο­ή­σουν την δι­α­σπο­ρά του λοι­μο­γό­νου μι­κρο-ορ­γα­νι­σμού και την α­νά­πτυ­ξη νέ­ων λοι­μώ­ξε­ων, ό­πως και να μει­ώ­σουν την αν­τί­στα­ση και την δυ­να­τό­τη­τα εν­τό­πι­σης των λοι­μώ­ξε­ων
  • Μπο­ρεί να ε­πι­δει­νώ­σουν τις συ­στη­μα­τι­κές μυ­κη­τι­α­σι­κές λοι­μώ­ξεις, γι΄αυ­τό και δεν πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται ε­άν εμ­φα­νι­σθούν τέ­τοι­ες λοι­μώ­ξεις, ε­κτός ε­άν χρει­ά­ζον­ται για τον έ­λεγ­χο φαρ­μα­κευ­τι­κών αν­τι­δρά­σε­ων που ο­φεί­λον­ται στην αμ­φο­τε­ρι­κί­νη Β. Η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση της αμ­φο­τε­ρι­κί­νης Β με υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει δι­όγ­κω­ση της καρ­διάς και συμ­φο­ρη­τι­κή καρ­δια­κή α­νε­πάρ­κεια
  • Μπο­ρεί να υ­πο­βο­η­θή­σουν την εγ­κα­τά­στα­ση δευ­τε­ρο­γε­νών ο­φθαλ­μι­κών λοι­μώ­ξε­ων από μύ­κη­τες ή ι­ούς
  • Μπο­ρεί να αρνητικοποιήσουν ψευδώς την δο­κι­μα­σί­α νι­τρο­κυα­νού του τε­τρα­ζο­λί­ου για βα­κτη­ρι­δια­κές λοι­μώ­ξεις.

Η χρή­ση της με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης σε α­σθε­νείς με ε­νερ­γό φυ­μα­τί­ω­ση πρέ­πει να πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται μό­νο σε πε­ρι­πτώ­σεις κε­ραυ­νο­βό­λου ή κεγ­χρο­ει­δούς φυ­μα­τί­ω­σης, ό­που τα κορ­τι­κο­ει­δή χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται για την αν­τι­με­τώ­πι­ση της νό­σου σε συν­δυα­σμό με την κα­τάλ­λη­λη αν­τι­φυ­μα­τι­κή α­γω­γή. Η κορ­τι­κο­ει­δο­θε­ρα­πεί­α, ε­άν εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη σε α­σθε­νείς με λαν­θά­νου­σα φυ­μα­τί­ω­ση ή θε­τι­κή Mantoux, ε­πι­βάλ­λει στε­νή πα­ρα­κο­λού­θη­ση, για­τί μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει α­να­ζω­πύ­ρω­ση της φυ­μα­τι­ώ­δους λοί­μω­ξης. Οι α­σθε­νείς αυ­τοί, εφ΄ό­σον θε­ρα­πεύ­ον­ται μα­κρο­χρό­νια με κορ­τι­κο­ει­δή, πρέ­πει να υ­πο­βάλ­λον­ται σε χη­μει­ο­προ­φύ­λα­ξη.

Τα παι­διά που θε­ρα­πεύ­ον­ται με α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κά φάρ­μα­κα εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­πιρ­ρε­πή σε λοι­μώ­ξεις α­πό τα υ­γι­ή. Π.χ. η α­νε­μευ­λο­γί­α και η ι­λα­ρά μπο­ρεί να έ­χουν βα­ρύ­τε­ρη, α­κό­μα και θα­να­τη­φό­ρα, δι­α­δρο­μή σε παι­διά θε­ρα­πευ­ό­με­να με α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών.

Παι­διά ή ε­νή­λι­κες που θε­ρα­πεύ­ον­ται με α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών, αλ­λά δεν έ­χουν προ­σβλη­θεί α­πό α­νε­μευ­λο­γί­α ή ι­λα­ρά, πρέ­πει να α­πο­φεύ­γουν την έκ­θε­ση στις λοι­μώ­ξεις αυ­τές και, αν τυ­χόν ε­κτε­θούν, να συμ­βου­λεύ­ον­ται τον για­τρό τους. Ε­άν ε­κτε­θούν στις λοι­μώ­ξεις αυ­τές, μπο­ρεί να χρεια­σθούν θε­ρα­πεί­α με α­πλή (IVIG) ή ει­δι­κή ε­ναν­τί­ον του ι­ού της α­νε­μευ­λο­γί­ας – έρ­πη­τα ζω­στή­ρα (VZIG) εν­δο­φλέ­βια α­νο­σο­σφαι­ρί­νη, α­νά­λο­γα με την πε­ρί­πτω­ση. Ε­άν εμ­φα­νί­σουν α­νε­μευ­λο­γί­α, μπο­ρεί να χρεια­σθούν θε­ρα­πεί­α με αν­τι-ι­ο­γε­νή φάρ­μα­κα.

19.9.17    ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να α­πο­φεύ­γον­ται σε εγ­κύ­ους με προ­ε­κλαμ­ψί­α, ε­κλαμ­ψί­α ή εν­δεί­ξεις βλά­βης του πλα­κούν­τα
  • Τα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή, σε μέ­τρι­ες ή με­γά­λες δό­σεις, μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν κα­τα­κρά­τη­ση να­τρί­ου και ύ­δα­τος με συ­νε­πα­κό­λου­θο οί­δη­μα, α­πώ­λεια κα­λί­ου, υ­πο­κα­λι­αι­μι­κή αλ­κά­λω­ση και υ­πέρ­τα­ση, ό­πως και συμ­φο­ρη­τι­κή καρ­δια­κή α­νε­πάρ­κεια σε ε­πιρ­ρε­πείς α­σθε­νείς.
  • Η α­νε­πάρ­κεια του φλοι­ού των ε­πι­νε­φρι­δί­ων α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να με­τρια­σθεί με την προ­ο­δευ­τι­κή μεί­ω­ση της δό­σης του κορ­τι­κο­ει­δούς και να ε­πι­μεί­νει αρ­κε­τούς μή­νες με­τά την δι­α­κο­πή του.
  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να χρεια­σθούν ε­πι­πρό­σθε­τα αυ­ξη­μέ­νες δό­σεις τα­χέ­ως δρών­των κορ­τι­κο­ει­δών πριν, στη διά­ρκεια και με­τά α­πό α­συ­νή­θι­στους στρεσ­σο­γό­νους πα­ρά­γον­τες.
  • Η σω­μα­τι­κή α­νά­πτυ­ξη των βρε­φών και των παι­δι­ών που θε­ρα­πεύ­ον­ται μα­κρο­χρό­νια με κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται με προ­σο­χή.
  • Τα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή αν­τεν­δεί­κνυν­ται σε α­σθε­νείς με γνω­στή υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α στα κορ­τι­κο­ει­δή.
  • Πριν α­πό κά­θε χει­ρουρ­γι­κή ε­πέμ­βα­ση οι α­σθε­νείς πρέ­πει να ε­νη­με­ρώ­νουν τον για­τρό και τον ο­δον­τί­α­τρό τους ή τον α­ναι­σθη­σι­ο­λό­γο ό­τι παίρ­νουν ή έ­χουν πά­ρει πρό­σφα­τα (μέ­σα σε δι­ά­στη­μα 12 μη­νών) κορ­τι­κο­ει­δή
  • Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να α­να­φέ­ρουν στο για­τρό τους κά­θε λοί­μω­ξη ή εκ­δή­λω­ση εν­δει­κτι­κή λοί­μω­ξης ή κα­κώ­σεις που εμ­φα­νί­ζουν στη διά­ρκεια της κορ­τι­κο­ει­δο­θε­ρα­πεί­ας ή σε δι­ά­στη­μα 12 μη­νών με­τά την δι­α­κο­πή της
  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή, ό­ταν χο­ρη­γούν­ται σε με­γά­λες δό­σεις, συ­νι­στά­ται να λαμ­βά­νον­ται με­τά τα γεύ­μα­τα και ταυ­τό­χρο­να με αν­τι­ό­ξι­να στα εν­δι­ά­με­σα των γευ­μά­των, ώ­στε να προ­λη­φθεί η α­νά­πτυ­ξη πε­πτι­κού έλ­κους
  • Ο χρό­νος προ­θρομ­βί­νης πρέ­πει να ε­λέγ­χε­ται τα­κτι­κά σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή και ταυ­τό­χρο­να κου­μα­ρι­νι­κά αν­τι­πη­κτι­κά, για­τί τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να τρο­πο­ποι­ή­σουν την αν­τα­πό­κρι­ση στα φάρ­μα­κα αυ­τά.
  • Η α­σπι­ρί­νη πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με υ­πο­προ­θρομ­βι­ναι­μί­α θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή
  • Ε­πει­δή οι ε­πι­πλο­κές της κορ­τι­κο­ει­δο­θε­ρα­πεί­ας ε­ξαρ­τών­ται α­πό την δό­ση του φαρ­μά­κου και την διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας, σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση πρέ­πει να ζυ­γί­ζε­ται η σχέ­ση ό­φε­λους/κίν­δυ­νο ό­σον α­φο­ρά την δό­ση και την διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας και την συ­χνό­τη­τα χο­ρή­γη­σης του φαρ­μά­κου (κα­θη­με­ρι­νά ή κα­τά δι­α­στή­μα­τα).
  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται στη μι­κρό­τε­ρη δυ­να­τή δό­ση για τον έ­λεγ­χο του νο­σή­μα­τος στο ο­ποί­ο α­πευ­θύ­νον­ται και, ό­ταν η μεί­ω­ση της δό­σης τους εί­ναι δυ­να­τή, να γί­νε­ται βαθ­μια­ία και ό­χι α­πό­το­μα.
  • Η εν­δο­φλέ­βια έγ­χυ­ση με­γά­λων δό­σε­ων να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης, ε­άν γί­νει με τα­χύ ρυθ­μό (>0.5 gr σε δι­ά­στη­μα <10΄), μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει καρ­δια­κή αρ­ρυθ­μί­α ή/και κυ­κλο­φο­ρια­κή α­νε­πάρ­κεια ή καρ­δια­κή α­να­κο­πή, γι΄αυ­τό και πρέ­πει να γί­νε­ται με προ­σο­χή και σύμ­φω­να με τις ο­δη­γί­ες έγ­χυ­σης του φαρ­μά­κου.

19.9.18    ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ

19.9.18.1  ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ

      Εμ­πο­ρι­κή ο­νο­μα­σί­α

  Μορ­φές-πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τες

      Κα­τα­σκευα­στής

Medrol

Tabl. 50 x 4 mg 

PHARMACIA & UPJOHN

AE 

 

Tabl. 14 x 16 mg 

 

19.9.18.2   METHYLPREDNISOLONE ACEPONATE

      Εμ­πο­ρι­κή ο­νο­μα­σί­α 

  Μορ­φές-πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τες

      Κα­τα­σκευα­στής

Advantan

Pomm. Fatty 15 gr x 0.1% 

SHEPA OE 

 

Pomm. 15 gr x 0.1% 

 

 

Cream 15 gr x 0.1% 

 

19.9.18.3   ΟΞΕΙΚΗ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ

      Εμ­πο­ρι­κή ο­νο­μα­σί­α

  Μορ­φές-πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τες

       Κα­τα­σκευα­στής

Depo-Medrol

Inj. Susp. 1 ml x 80 mg 

PHARMACIA & UPJOHN

AE 

 

Inj. Susp. 1 ml x 40 mg 

 

Neo-Medrol

Acne Lotion 25 ml 

PHARMACIA&UPJOHN

AE 

19.9.18.4   ΝΑΤΡΙΟΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ

      Εμ­πο­ρι­κή ο­νο­μα­σί­α

  Μορ­φές-πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τες

       Κα­τα­σκευα­στής

  Solu-Medrol

Inj. Lyoph. 2 ml x 125 mg 

PHARMACIA & UPJOHN

AE 

 

Inj. Lyoph. 1 ml x 40 mg 

 

 

Inj. Lyoph. 8 ml x 500 mg 

 

 

Inj. Lyoph. 16 ml x 1 gr 

 

19.9.19   ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ

19.9.19.1   ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ (MEDROL)

Δι­σκί­α : Κά­θε δι­σκί­ο πε­ρι­έ­χει 2, 4, 8, 16, 24 ή 32 mg με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης και τα ε­ξής α­νε­νερ­γή συ­στα­τι­κά :

  • Δι­σκί­α 2 mg : Στε­α­ρι­κό α­σβέ­στιο, ά­μυ­λο α­ρα­βο­σί­του, να­τρι­ού­χο ε­ρυ­θρο­σί­νη, λα­κτό­ζη, ο­ρυ­κτέ­λαι­ο, σορ­βι­κό ο­ξύ και σου­κρό­ζη.
  • Δι­σκί­α 4 και 16 mg : Στε­α­ρι­κό α­σβέ­στιο, ά­μυ­λο α­ρα­βο­σί­του, λα­κτό­ζη, ο­ρυ­κτέ­λαι­ο, σορ­βι­κό ο­ξύ και σου­κρό­ζη.
  • Δι­σκί­α 8 και 32 mg : Στε­α­ρι­κό α­σβέ­στιο, ά­μυ­λο α­ρα­βο­σί­του, FD&C yellow No 6, λα­κτό­ζη, ο­ρυ­κτέ­λαι­ο, σορ­βι­κό ο­ξύ και σου­κρό­ζη.
  • Δι­σκί­α 24 mg : Στε­α­ρι­κό α­σβέ­στιο, ά­μυ­λο α­ρα­βο­σί­του, FD&C yellow No 5, λα­κτό­ζη, ο­ρυ­κτέ­λαι­ο, σορ­βι­κό ο­ξύ και σου­κρό­ζη.

 

 

17.9.19.2             ΟΞΕΙΚΗ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ (DEPO-MEDROL)

Η ο­ξει­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη δι­α­τί­θε­ται σε στεί­ρο υ­δα­τι­κό ε­ναι­ώ­ρη­μα για εν­δο­μυι­κή και εν­δαρ­θρι­κή χο­ρή­γη­ση και μέ­σα σε αλ­λοι­ώ­σεις ή μα­λα­κούς ι­στούς σε σκευ­ά­σμα­τα των 20 mg/ ml, 40 mg/ml και 80 mg/ml. Κά­θε ml των σκευ­α­σμά­των αυ­τών πε­ρι­έ­χει α­νε­νερ­γά συ­στα­τι­κά (ΒΛ. ΠΙΝΑΚΑ).

ΠΙΝΑΚΑΣ 36

ΕΚΔΟΧΑ ΟΞΕΙΚΗΣ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗΣ

     Εκ­δο­χα ο­ξει­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης

               Ι­σχύς σκευ­ά­σμα­τος

 

  20 mg

   40 mg

   80 mg

Πο­λυ­αι­θυ­λε­νο­γλυ­κό­λη 3350

 29.5 mg

  29.1 mg

  28.2 mg

Πο­λυ­σορ­βά­τη 80

 1.97 mg

  1.94 mg

  1.88 mg

Μο­νο­βα­σι­κό φω­σφο­ρι­κό νά­τριο

  6.9 mg

   6.8 mg

  6.59 mg

Δι­βα­σι­κό φω­σφο­ρι­κό νά­τριο

 1.44 mg

  1.42 mg

  1.37 mg

Βεν­ζυ­λι­κή αλ­κο­ό­λη (σαν συν­τη­ρη­τι­κό)

  9.3 mg

  9.16 mg

  8.88 mg

(Η το­νι­κό­τη­τα τρο­πο­ποι­ή­θη­κε με χλω­ρι­ού­χο νά­τριο)

Ε­άν εί­ναι α­πα­ραί­τη­το, το pH τρο­πο­ποι­εί­ται με την προ­σθή­κη υ­δρο­ξει­δί­ου του να­τρί­ου ή/και υ­δρο­χλω­ρι­κού ο­ξέ­ος. Το pH του τε­λι­κού προ­ϊ­όν­τος πα­ρα­μέ­νει με­τα­ξύ 3.5-7.0.

17.9.19.3             ΝΑΤΡΙΟΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ (SOLU-MEDROL)

40 mg ACT-O-VIAL (φι­α­λί­διο ε­φά­παξ δό­σης) (Upjohn)  : Κά­θε ml (με­τά την α­νά­μι­ξη) πε­ρι­έ­χει να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη ι­σο­δύ­να­μη με 40 mg με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης, 1.6 mg ά­νυ­δρου μο­νο­βα­σι­κού φω­σφο­ρι­κού να­τρί­ου, 17.46 mg α­πο­ξη­ρα­μέ­νου δι­βα­σι­κού φω­σφο­ρι­κού να­τρί­ου, 25 mg ά­νυ­δρης λα­κτό­ζης και 8.8 mg βεν­ζυ­λι­κής αλ­κο­ό­λης (σαν συν­τη­ρη­τι­κό).

125 mg ACT-O-VIAL (φι­α­λί­διο ε­φά­παξ δό­σης) : Κά­θε 2 ml (με­τά α­πό α­νά­μι­ξη) πε­ρι­έ­χει να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη ι­σο­δύ­να­μη με 125 mg με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης, 1.6 mg ά­νυ­δρου μο­νο­βα­σι­κού φω­σφο­ρι­κού να­τρί­ου, 17.4 mg α­πο­ξη­ρα­μέ­νου δι­βα­σι­κού φω­σφο­ρι­κού να­τρί­ου και 17.6 mg βεν­ζυ­λι­κής αλ­κο­ό­λης (σαν συν­τη­ρη­τι­κό).

Φι­α­λί­διο 500 mg : Κά­θε 8 ml (με­τά την α­νά­μι­ξη) πε­ρι­έ­χουν να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη ι­σο­δύ­να­μη με 500 mg με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης, 6.4 mg ά­νυ­δρου μο­νο­βα­σι­κού φω­σφο­ρι­κού να­τρί­ου, 69.6 mg α­πο­ξη­ρα­μέ­νου δι­βα­σι­κού φω­σφο­ρι­κού να­τρί­ου και 70.2 mg βεν­ζυ­λι­κής αλ­κο­ό­λης (σαν συν­τη­ρη­τι­κό).

Φι­α­λί­διο 1 gr : Κά­θε 16 ml (με­τά την α­νά­μι­ξη) πα­ρι­έ­χουν να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη ι­σο­δύ­να­μη με 1 gr με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης, 12.8 mg ά­νυ­δρου μο­νο­βα­σι­κού φω­σφο­ρι­κού να­τρί­ου και 139.2 mg α­πο­ξη­ρα­μέ­νου δι­βα­σι­κού φω­σφο­ρι­κού να­τρί­ου.

Φι­α­λί­δια 1 gr ACT-O-VIAL (φι­α­λί­διο ε­φά­παξ δό­σης) : Κά­θε 8 ml (με­τά την α­νά­μι­ξη) πε­ρι­έ­χει να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη ι­σο­δύ­να­μη με 1 gr με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης, 12.8 mg ά­νυ­δρου μο­νο­βα­σι­κού φω­σφο­ρι­κού να­τρί­ου, 139.2 mg α­πο­ξη­ρα­μέ­νου δι­βα­σι­κού φω­σφο­ρι­κού να­τρί­ου και 66.8 mg βεν­ζυ­λι­κής αλ­κο­ό­λης (σαν συν­τη­ρη­τι­κό).

Φι­α­λί­διο 2 gr : Κά­θε 30.6 ml (με­τά α­πό α­νά­μι­ξη) πε­ρι­έ­χει να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη ι­σο­δύ­να­μη με 2 gr με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης, 25.6 mg ά­νυ­δρου μο­νο­βα­σι­κού φω­σφο­ρι­κού να­τρί­ου και 278 mg α­πο­ξη­ρα­μέ­νου δι­βα­σι­κού φω­σφο­ρι­κού να­τρί­ου.

Φι­α­λί­διο 2 gr με δι­α­λύ­τη : Κά­θε 30.6 ml (με­τά α­πό α­νά­μι­ξη) πε­ρι­έ­χει να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη ι­σο­δύ­να­μη με 2 gr με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης, 25.6 mg ά­νυ­δρου μο­νο­βα­σι­κού φω­σφο­ρι­κού να­τρί­ου, 278 mg α­πο­ξη­ρα­μέ­νου δι­βα­σι­κού φω­σφο­ρι­κού να­τρί­ου και 273 mg βεν­ζυ­λι­κής αλ­κο­ό­λης (σαν συν­τη­ρη­τι­κό).

Ε­άν εί­ναι α­πα­ραί­τη­το, το pH κά­θε σκευ­ά­σμα­τος τρο­πο­ποι­εί­ται με την προ­σθή­κη υ­δρο­ξει­δί­ου του να­τρί­ου, ώ­στε το pH του α­να­συ­στα­θέν­τος δι­α­λύ­μα­τος να κυ­μαί­νε­ται με­τα­ξύ 7-8 και η το­νι­κό­τη­τα, για το δι­ά­λυ­μα 40 mg/ml, 0.50 osmolar, για τα δι­α­λύ­μα­τα 125 mg/2 ml, 500 mg/8 ml και 1 gr/16 ml, 0.40 osmolar, για το δι­ά­λυ­μα 1 gr/8 ml, 0.44 osmolar, για τα δι­α­λύ­μα­τα 2 gr/30.6 ml, 0.42 osmolar. (Ι­σό­το­νος ο­ρός = 0.28 osmolar).

Τα δι­α­λύ­μα­τα πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται εν­τός 48 ω­ρών α­πό της α­νά­μι­ξης.

19.9.20   ΟΔΗΓΙΕΣ ΧΡΗΣΗΣ

Τα δι­α­λύ­μα­τα της να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης για εν­δο­φλέ­βια έγ­χυ­ση πα­ρα­σκευ­ά­ζον­ται με­τά α­πό δι­ά­λυ­ση της να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης σύμ­φω­να με τις ο­δη­γί­ες. Η να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη χο­ρη­γεί­ται εν­δο­φλέ­βια σε δι­ά­στη­μα ε­νός λε­πτού (δό­σεις μέ­χρι 125 mg) έ­ως 20 λε­πτών (δό­σεις ≥ 500 mg). Με πα­ρό­μοι­ο τρό­πο χο­ρη­γούν­ται και οι ε­πό­με­νες δό­σεις.

Η να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη μπο­ρεί να δι­α­λυ­θεί σε δεξ­τρό­ζη 5% σε ύ­δωρ, φυ­σι­ο­λο­γι­κό ο­ρό, δεξ­τρό­ζη 5% σε δι­ά­λυ­μα 0,45% χλω­ρι­ού­χου να­τρί­ου. Α­ραι­ές συγ­κεν­τρώ­σεις (≥ 0,25 mg/ml) πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται α­μέ­σως.

Η συμ­βα­τό­τη­τα και στα­θε­ρό­τη­τα των δι­α­λυ­μά­των της να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κής με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης με άλ­λα φάρ­μα­κα για εν­δο­φλέ­βια χο­ρή­γη­ση ε­ξαρ­τά­ται α­πό το pΗ του μείγ­μα­τος, την συγ­κέν­τρω­ση, τον χρό­νο, την θερ­μο­κρα­σί­α και τον βαθ­μό δι­ά­λυ­σης της με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νης. Για να α­πο­φευ­χθούν προ­βλή­μα­τα συμ­βα­τό­τη­τας και στα­θε­ρό­τη­τας, ό­πο­τε εί­ναι δυ­να­τόν, η να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη συ­νι­στά­ται να χο­ρη­γεί­ται χω­ρι­στά α­πό άλ­λα φάρ­μα­κα.

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗΣ

Η με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη εί­ναι έ­να ι­σχυ­ρό αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δες στε­ρο­ει­δές. Έ­χει με­γα­λύ­τε­ρη αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δη ι­σχύ α­πό την πρεδ­νι­ζο­λό­νη και α­κό­μα μι­κρό­τε­ρη τά­ση κα­τα­κρά­τη­σης να­τρί­ου και ύ­δα­τος. Το κύ­ριο πλε­ο­νέ­κτη­μά της εί­ναι ό­τι μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί πα­ρεν­τε­ρι­κά σε πο­λύ με­γά­λες δό­σεις σε ε­πεί­γου­σες κα­τα­στά­σεις χα­ρα­κτη­ρι­ζό­με­νες α­πό με­γά­λη θνη­σι­μό­τη­τα/ θνη­τό­τη­τα και σχε­τι­κή έλ­λει­ψη α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας στις συμ­βα­τι­κές θε­ρα­πεί­ες, γι΄αυ­τό και εί­ναι το σκεύ­α­σμα ε­κλο­γής σε ρευ­μα­τι­κά νο­σή­μα­τα που α­πει­λούν την ζω­ή ή/και την λει­τουρ­γί­α ζω­τι­κών ορ­γά­νων.

17.10   ΠΡΕΔΝΙΖΟΝΗ ΚΑΙ ΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ

Η πρεδ­νι­ζό­νη και η πρεδ­νι­ζο­λό­νη εί­ναι α­πό τα πρώ­τα συν­θε­τι­κά κορ­τι­κο­ει­δή που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν στη θε­ρα­πευ­τι­κή. Εί­ναι α­νά­λο­γα της φυ­σι­ο­λο­γι­κά πα­ρα­γό­με­νης κορ­τι­ζό­λης και α­νή­κουν στην ο­μά­δα των γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δών.

ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ ΠΡΕΔΝΙΖΟΝΗΣ-ΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΑ ΣΤΗ  ΚΑ­ΘΗΜΕΡΑ ΠΡΑΞΗ

  • Πρεδ­νι­ζό­νη (Prednisone)
  • Πρεδ­νι­ζο­λό­νη (Prednisolone)
  • Ο­ξει­κή πρεδ­νι­ζο­λό­νη (Prednisolone acetate)
  • Δι­νά­τριο ά­λας φω­σφο­ρι­κής πρεδ­νι­ζο­λό­νης (Prednisolone sodium phosphate)
  • Τε­βου­τι­κή πρεδ­νι­ζο­λό­νη (Prednisolone tebutate)
  • Με­τα­σουλ­φο­βεν­ζο­ϊ­κή πρεδ­νι­ζο­λό­νη (Prednisolone metasulphobenzoate)

19.10.1   ΧΗΜΕΙΑ

19.10.1.1   Πρεδ­νι­ζό­νη (Prednisone)

Χη­μι­κό ό­νο­μα : 17,21-dixydroxypregna-1,4-diene-3,11,20 trione 

Μο­ρια­κός τύ­πος : C21H26O5

 

ΕΙΚΟΝΑ 103 : Συν­τα­κτι­κός τύ­πος πρεδ­νι­ζό­νης 

Πε­ρι­γρα­φή : Η πρεδ­νι­ζό­νη εί­ναι σχε­δόν λευ­κή έ­ως λευ­κή, ά­ο­σμη, κρυ­σταλ­λι­κή σκό­νη, δυσ­δι­ά­λυ­τη στο ύ­δωρ και ε­λα­φρά δι­α­λυ­τή στο οι­νό­πνευ­μα, το χλω­ρο­φόρ­μιο, την δι­ο­ξά­νη και την με­θα­νό­λη. Ε­χει μο­ρια­κό βά­ρος 360.45 (ά­νυ­δρη).

19.10.1.2   Πρεδ­νι­ζο­λό­νη (Prednisolone)

Χη­μι­κό ό­νο­μα : 11b, 17, 21-trihydroxy-1, 4-pregnadiene-3, 20-dione

Μο­ρια­κός τύ­πος : C21H28O5

 

ΕΙΚΟΝΑ 104 : Συν­τα­κτι­κός τύ­πος πρεδ­νι­ζο­λό­νης 

Πε­ρι­γρα­φή : Η πρεδ­νι­ζο­λό­νη εί­ναι 1,2-δι­ϋ­δρο­κορ­τι­ζό­λη, η ο­ποί­α με­τα­τρέ­πε­ται σε πρεδ­νι­ζό­νη με α­φυ­δρο­γό­νω­ση στη C-11 υ­δρο­ξυλ-ο­μά­δα. Εί­ναι σχε­δόν λευ­κή έ­ως λευ­κή, ά­ο­σμη, κρυ­σταλ­λι­κή σκό­νη, πο­λύ λί­γο δι­α­λυ­τή στο ύ­δωρ, δι­α­λυ­τή στη με­θα­νό­λη και την δι­ο­ξά­νη, πο­λύ δι­α­λυ­τή στην α­κε­τό­νη και το οι­νό­πνευ­μα και ε­λα­φρά δι­α­λυ­τή στο χλω­ρο­φόρ­μιο. Ε­χει μο­ρια­κό βά­ρος 358.43.

19.10.1.3   Ο­ξει­κή πρεδ­νι­ζο­λό­νη (Prednisolone acetate)

Η ο­ξει­κή πρεδ­νι­ζο­λό­νη προ­ο­ρί­ζε­ται για ο­φθαλ­μι­κή χρή­ση.

Χη­μι­κό ό­νο­μα : 11β, 17, 21-trihydroxy-1, 4-pregnadiene-3, 20-dione 21-acetate

Μο­ρια­κός τύ­πος : C23H30O6

 

ΕΙΚΟΝΑ 105 : Συν­τα­κτι­κός τύ­πος ο­ξει­κής πρεδ­νι­ζο­λό­νης 

Πε­ρι­γρα­φή : Η ο­ξει­κή πρεδ­νι­ζο­λό­νη υ­πάρ­χει σαν λευ­κή έ­ως πρα­κτι­κά λευ­κή, ά­ο­σμη, κρυ­σταλ­λι­κή σκό­νη. Εί­ναι πρα­κτι­κά α­δι­ά­λυ­τη στο ύ­δωρ και ε­λα­φρά δι­α­λυ­τή στο οι­νό­πνευ­μα. Το εμ­πο­ρι­κά δι­α­θέ­σι­μο στεί­ρο ε­ναι­ώ­ρη­μα της ο­ξει­κής πρεδ­νι­ζο­λό­νης έ­χει pH 5-7.5.

19.10.1.4  Δι­νά­τριο ά­λας φω­σφο­ρι­κής πρεδ­νι­ζο­λό­νης (Prednisolone sodium phospha-te)

Χη­μι­κό ό­νο­μα : 11β, 17, 21-trihydroxypregna-1,4-diene-3, 20-dione 21-(dihydrogen phos­phate) disodium salt

Μο­ρια­κός τύ­πος : C21H27Na2O8P

 

ΕΙΚΟΝΑ 106 : Συν­τα­κτι­κός τύ­πος δι­νά­τριου ά­λα­τος φω­σφο­ρι­κής πρεδ­νι­ζο­λό­νης 

Πε­ρι­γρα­φή : Το δι­νά­τριο ά­λας της φω­σφο­ρι­κής πρεδ­νι­ζο­λό­νης εί­ναι λευ­κή έ­ως ε­λα­φρά κί­τρι­νη σκό­νη, ε­λα­φρά υ­γρο­σκο­πι­κή και ε­λεύ­θε­ρα δι­α­λυ­τή στο ύ­δωρ, δι­α­λυ­τή στη με­θα­νό­λη, ε­λα­φρά δι­α­λυ­τή στο οι­νό­πνευ­μα και το χλω­ρο­φόρ­μιο και πο­λύ ε­λα­φρά δι­α­λυ­τή στην α­κε­τό­νη και την δι­ο­ξά­νη. Ε­χει μο­ρια­κό βά­ρος 484.39.

19.10.2   ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ

Η με­τα­τρο­πή της δο­μής της κορ­τι­ζό­λης σε πρεδ­νι­ζό­νη και πρεδ­νι­ζο­λό­νη αυ­ξά­νει τις με­τα­βο­λι­κές δρά­σεις, την υ­πο­στρο­φή του λεμ­φι­κού ι­στού και τις αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δεις δρά­σεις, ε­νώ μει­ώ­νει τις α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δείς δρά­σεις.

Η πρεδ­νι­ζό­νη και η πρεδ­νι­ζο­λό­νη έ­χουν αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δεις και α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές ι­δι­ό­τη­τες. Η κα­τα­στο­λή της φλεγ­μο­νώ­δους α­πάν­τη­σης δεν ε­ξαρ­τά­ται α­πό τον ε­κλυ­τι­κό πα­ρά­γον­τα και η δρά­ση εί­ναι κυ­ρί­ως το­πι­κή.

ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ - ΤΡΟΠΟΣ ΔΡΑΣΗΣ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΩΝ

  • Α­να­στέλ­λουν την συγ­κόλ­λη­ση των ου­δε­τε­ρο­φί­λων και των μο­νο­κυτ­τά­ρων - μα­κρο­φά­γων στα εν­δο­θη­λια­κά κύτ­τα­ρα των τρι­χο­ει­δών στην πε­ρι­ο­χή της φλεγ­μο­νής
  • Α­να­στέλ­λουν την δρά­ση του α­να­σταλ­τι­κού πα­ρά­γον­τα με­τα­νά­στευ­σης των μα­κρο­φά­γων
  • Μει­ώ­νουν την ε­νερ­γο­ποί­η­ση του πλα­σμι­νο­γό­νου σε πλα­σμί­νη
  • Α­να­στέλ­λουν την δρα­στη­ρι­ό­τη­τα της φω­σφο­λι­πά­σης Α2, μει­ώ­νον­τας έ­τσι την πα­ρα­γω­γή προ­στα­γλαν­δι­νών, λευ­κο­τρι­ε­νών και σχε­τι­κών ου­σι­ών
  • Δε­σμεύ­ουν τα λεμ­φο­κύτ­τα­ρα του αί­μα­τος, αν και η λύ­ση των ι­στών συ­νε­χί­ζε­ται, ό­πως π.χ. στα κα­κο­ή­θη νε­ο­πλά­σμα­τα του λεμ­φι­κού ι­στού.
  • Δεν έ­χουν ση­μαν­τι­κή δρά­ση στα κυ­κλο­φο­ρούν­τα αν­τι­σώ­μα­τα ή στον με­τα­βο­λι­σμό του συμ­πλη­ρώ­μα­τος, σε θε­ρα­πευ­τι­κές δό­σεις
  • Αυ­ξά­νουν την η­πα­τι­κή νε­ο­γλυ­κο­γέ­νε­ση και τις α­πο­θή­κες του γλυ­κο­γό­νου στο ή­παρ, με­τά α­πό την μα­κρο­χρό­νια χο­ρή­γη­ση με­γά­λων δό­σε­ων. 
  • Πε­ρι­ο­ρί­ζουν την πε­ρι­φε­ρι­κή χρη­σι­μο­ποί­η­ση της γλυ­κό­ζης, ο­δη­γών­τας σε αν­τί­στα­ση στην ιν­σου­λί­νη.
  • Αυ­ξά­νουν την δι­α­θε­σι­μό­τη­τα των α­μι­νο­ξέ­ων στο ή­παρ και προ­κα­λούν αρ­νη­τι­κό ι­σο­ζύ­γιο α­σβε­στί­ου, σαν α­πο­τέ­λε­σμα αν­τι­α­να­βο­λι­κής και κα­τα­βο­λι­κής δρά­σης στις πρω­τεί­νες των πε­ρι­φε­ρι­κών ι­στών
  • Προ­κα­λούν α­πώ­λεια α­σβε­στί­ου, αυ­ξά­νον­τας την ο­στι­κή α­πορ­ρό­φη­ση και κυ­ρί­ως την νε­φρι­κή α­πέκ­κρι­ση του Ca.

19.10.3   ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ

  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν μεί­ω­ση του βά­ρους των ε­πι­νε­φρι­δί­ων, η­πα­τι­κές αλ­λοι­ώ­σεις, συμ­πύ­κνω­ση του πνεύ­μο­να και γα­στρεν­τε­ρι­κές δι­α­τα­ρα­χές, σε πον­τι­κούς και α­ρου­ραί­ους
  • Μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν σχι­σμή του χεί­λους και της υ­πε­ρώ­ας, στα ζω­α και τον άν­θρω­πο

 

  • Δεν φαί­νε­ται να έ­χουν καρ­κι­νο­γό­νο δρά­ση στον άν­θρω­πο, αν και συν­δέ­ον­ται με κα­κο­ή­θη νο­σή­μα­τα σε α­σθε­νείς μα­κρο­χρό­νια α­νο­σο­κα­τε­σταλ­μέ­νους.
  • Δεν έ­χουν με­ταλ­λα­ξι­ο­γό­νο δρά­ση.

19.10.4   ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ

Η πρεδ­νι­ζό­νη και η πρεδ­νι­ζο­λό­νη, χο­ρη­γού­με­νες ε­φά­παξ per os, α­πορ­ρο­φών­ται τα­χέ­ως α­πό τον γα­στρεν­τε­ρι­κό σω­λή­να, φθά­νον­τας σε μέ­γι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις στο πλά­σμα με­τά α­πό 1-2 πε­ρί­που ώ­ρες.

Σε υ­γι­είς ε­θε­λον­τές, η βι­ο­δι­α­θε­σι­μό­τη­τα της πρεδ­νι­ζο­λό­νης στο πλά­σμα με­τά την per os χο­ρή­γη­ση πρεδ­νι­ζό­νης κυ­μαί­νε­ται σε 70-80%, ε­νώ στους α­σθε­νείς μπο­ρεί να έ­χει με­γα­λύ­τε­ρες δι­α­κυ­μάν­σεις (Henderson RG et al, 1979), αν­τα­να­κλώ­με­νη α­πό τις με­γά­λες ε­ξα­το­μι­κευ­μέ­νες δι­α­φο­ρές των μέ­γι­στων συγ­κεν­τρώ­σε­ων της πρεδ­νι­ζο­λό­νης στο πλά­σμα και την AUC. Π.χ. οι μέ­σες μέ­γι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις του φαρ­μά­κου στο πλά­σμα με­τά α­πό την per os χο­ρή­γη­ση 10 mg πρεδ­νι­ζό­νης κυ­μαί­νον­ται σε 116-248 mg/l-1.

Οι τρο­φές και τα εν­τε­ρο­δι­α­λυ­τά δι­σκί­α μπο­ρεί να κα­θυ­στε­ρή­σουν και να μει­ώ­σουν τις μέ­γι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις του φαρ­μά­κου στο πλά­σμα, αν και δεν ε­πη­ρε­ά­ζουν ση­μαν­τι­κά την  βι­ο­δι­α­θε­σι­μό­τη­τά του. Τα βρα­δεί­ας α­πο­δέ­σμευ­σης σκευ­ά­σμα­τα πρεδ­νι­ζο­λό­νης κα­τα­στέλ­λουν πι­θα­νώς λι­γό­τε­ρο τον υ­πο­θα­λα­μο-υ­πο­φυ­σιο-ε­πι­νε­φρι­δια­κό ά­ξο­να α­πό τα συμ­βα­τι­κά δι­σκί­α (English J et al, 1975).

Ο t(1/2) της πρεδ­νι­ζό­νης στο πλά­σμα εί­ναι πε­ρί­που 3.3 ώ­ρες, ε­νώ της πρεδ­νι­ζο­λό­νης, γε­νι­κά βρα­χύ­τε­ρος.

Στο πλά­σμα, η πρεδ­νι­ζο­λό­νη συν­δέ­ε­ται κυ­ρί­ως με την λευ­κω­μα­τί­νη (χα­μη­λή συγ­γέ­νεια, με­γά­λη χω­ρη­τι­κό­τη­τα) και την CBG (με­γά­λη συγ­γέ­νεια, μι­κρή χω­ρη­τι­κό­τη­τα). Οι ε­λεύ­θε­ρες συγ­κεν­τρώ­σεις της πρεδ­νι­ζο­λό­νης ε­πη­ρε­ά­ζον­ται α­πό τις συγ­κεν­τρώ­σεις της ο­λι­κής πρεδ­νι­ζο­λό­νης και των πρω­τει­νών αυ­τών στο πλά­σμα και ο­ρι­σμέ­να φάρ­μα­κα, με α­πο­τέ­λε­σμα να με­τα­βάλ­λε­ται ση­μαν­τι­κά η δι­ά­θε­ση της πρεδ­νι­ζο­λό­νης και η αν­τα­πό­κρι­ση των α­σθε­νών στην πρεδ­νι­ζο­λό­νη (Gustavson LE et al, 1986). Ο όγ­κος κα­τα­νο­μής και η κά­θαρ­ση της ο­λι­κής και της ε­λεύ­θε­ρης πρεδ­νι­ζο­λό­νης ε­ξαρ­τών­ται α­πό τις συγ­κεν­τρώ­σεις (και ε­πο­μέ­νως την δό­ση), πι­θα­νώς λό­γω κο­ρε­σμού της σύν­δε­σης της πρεδ­νι­ζο­λό­νης με τις πρω­τεί­νες του πλά­σμα­τος (Legler UF et al, 1982).

Με­τά α­πό την χο­ρή­γη­ση μιας α­πλής δό­σης πρεδ­νι­ζο­λό­νης, ο t(1/2) του φαρ­μά­κου στο πλά­σμα μει­ώ­νε­ται σε 2.1-3.5 ώ­ρες, ε­νώ με­τά την χο­ρή­γη­ση πρεδ­νι­ζό­νης αυ­ξά­νε­ται σε 3.4-3.8 ώ­ρες. Ο t(1/2) α­πο­βο­λής της πρεδ­νι­ζο­λό­νης πα­ρα­τεί­νε­ται σε κα­τα­στά­σεις οι ο­ποί­ες, ε­ξα­σθε­νών­τας την η­πα­τι­κή ή νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α, μει­ώ­νουν τον με­τα­βο­λι­σμό του φαρ­μά­κου ή α­πό φάρ­μα­κα, ό­πως η κυ­κλο­σπο­ρί­νη και τα per os χο­ρη­γού­με­να αν­τι­συλ­λη­πτι­κά (Ost L, 1987).

Αν­τί­θε­τα, ο t(1/2) α­πο­βο­λής α­πό το πλά­σμα βρα­χύ­νε­ται ση­μαν­τι­κά σε πε­ρι­πτώ­σεις ε­πι­τά­χυν­σης του με­τα­βο­λι­σμού (ό­πως π.χ. α­σθε­νείς με υ­περ­θυ­ρε­ο­ει­δι­σμό) και α­πό φάρ­μα­κα που ε­νερ­γο­ποι­ούν ο­ρι­σμέ­να έν­ζυ­μα, ό­πως τα αν­τι­σπα­σμω­δι­κά και η ρι­φαμ­πι­κί­νη (Frey FJ et al, 1988).

Σε α­σθε­νείς με φυ­μα­τί­ω­ση θε­ρα­πευ­ό­με­νους με ρι­φαμ­πι­κί­νη, ο t(1/2) της πρεδ­νι­ζο­λό­νης στο πλά­σμα α­νέρ­χε­ται σε 1.4 ± 0.2 ώ­ρες, συγ­κρι­τι­κά με 2.5 ± 0.7 σε φυ­σι­ο­λο­γι­κά ά­το­μα. Η ρι­φαμ­πι­κί­νη, χο­ρη­γού­με­νη ε­πί 3 ε­βδο­μά­δες, μει­ώ­νει την AUC της ο­λι­κής πρεδ­νι­ζο­λό­νης κα­τά 48% και την ε­λεύ­θε­ρη πρεδ­νι­ζο­λό­νη, κα­τά 57% (Bergrem H and Refvem OK, 1983). Στα παι­διά, η πρεδ­νι­ζο­λό­νη α­πο­μα­κρύ­νε­ται α­πό το πλά­σμα τα­χύ­τε­ρα απ΄ ό, τι στους ε­νή­λι­κες, αλ­λά βρα­δύ­τε­ρα σε με­γα­λύ­τε­ρες με­τεμ­μη­νο­παυ­σια­κές γυ­ναί­κες.

Η πρεδ­νι­ζο­λό­νη α­πεκ­κρί­νε­ται στο μη­τρι­κό γά­λα σε μι­κρές πο­σό­τη­τες σε συγ­κεν­τρώ­σεις 5-25% ε­κεί­νων του πλά­σμα­τος. Δύ­ο ώ­ρες με­τά α­πό την per os χο­ρή­γη­ση 10 mg πρεδ­νι­ζό­νης (ο­πό­τε τα ε­πί­πε­δα της πρεδ­νι­ζο­λό­νης στο πλά­σμα κυ­μαί­νον­ται με­τα­ξύ 150-200 μg/l-1), τα ε­πί­πε­δα της πρεδ­νι­ζό­νης και της πρεδ­νι­ζο­λό­νης στο μη­τρι­κό γά­λα α­νέρ­χον­ται σε 26.7 και 1.6 μg/l-1, αν­τί­στοι­χα (Katz EH and Duncan BE, 1975). Η πρεδ­νι­ζο­λό­νη δι­έρ­χε­ται τον πλα­κούν­τα και α­νευ­ρί­σκε­ται σε με­γά­λες συγ­κεν­τρώ­σεις στο έμ­βρυ­ο.

Οι με­τα­βο­λι­κές ο­δοί της πρεδ­νι­ζό­νης και της πρεδ­νι­ζο­λό­νης δεν έ­χουν προσ­δι­ο­ρι­σθεί πλή­ρως. Η πρεδ­νι­ζό­νη με­τα­τρέ­πε­ται στο ή­παρ στην πε­ρισ­σό­τε­ρο βι­ο­λο­γι­κά ε­νερ­γό μορ­φή της, την πρεδ­νι­ζο­λό­νη. Η πρεδ­νι­ζό­νη και η πρεδ­νι­ζο­λό­νη υ­φί­σταν­ται ο­ξεί­δω­ση-α­να­γω­γή στη C-11 θέ­ση, α­να­γω­γή της 20-κε­το-ο­μά­δας, δι­ά­σπα­ση της δι­ϋ­δρο­ο­ξυ­α­κε­το­νι­κής πλευ­ρι­κής α­λύ­σου, α­να­γω­γή των δι­πλών δε­σμών του δα­κτυ­λί­ου Α και υ­δρο­ξυ­λί­ω­ση στη θέ­ση C-6 του άν­θρα­κα.

Πά­νω α­πό 90% της χο­ρη­γού­με­νης πρεδ­νι­ζο­λό­νης α­πεκ­κρί­νε­ται α­πό τα ού­ρα σε δι­ά­στη­μα 48 ω­ρών, κυ­ρί­ως με συν­δε­δε­μέ­νη μορ­φή. Το ε­λεύ­θε­ρο τμή­μα της α­πο­τε­λεί­ται α­πό α­ναλ­λοί­ω­τη πρεδ­νι­ζο­λό­νη (11-30% της δό­σης), 6β-υ­δρο­ξυ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη (2-10%), 20-δι­υ­δρο­με­τα­βο­λί­τη και μι­κρά πο­σά πρεδ­νι­ζό­νης (Frey FJ and Frey BM, 1983).  Η 6β-υ­δρο­ξυ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη μπο­ρεί να σχε­τί­ζε­ται με τις συγ­κεν­τρώ­σεις της πρεδ­νι­ζο­λό­νης στο πλά­σμα και ε­πο­μέ­νως να χρη­σι­μεύ­σει στην τρο­πο­ποί­η­ση της δό­σης σε πε­ρι­πτώ­σεις το­ξι­κό­τη­τας ή έλ­λει­ψης αν­τα­πό­κρι­σης στη θε­ρα­πεί­α.

19.10.5   ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ - ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ

Η φαρ­μα­κο­κι­νη­τι­κή της πρεδ­νι­ζο­λό­νης δεν σχε­τί­ζε­ται με την θε­ρα­πευ­τι­κή δρά­ση και τις συγ­κεν­τρώ­σεις του φαρ­μά­κου στο πλά­σμα (Greenburger PA et al, 1986), αλ­λά με τις ε­πι­πλο­κές τύ­που Cushing (Bergrem H et al, 1985). Οι α­σθε­νείς με ε­πι­πλο­κές τύ­που Cushing έ­χουν ση­μαν­τι­κά υ­ψη­λό­τε­ρες μέ­γι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις πρεδ­νι­ζο­λό­νης στο πλά­σμα, με­γα­λύ­τε­ρο t(1/2) α­πο­βο­λής και με­γα­λύ­τε­ρη AUC ο­λι­κής και ε­λεύ­θε­ρης πρεδ­νι­ζο­λό­νης.

19.10.6   ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

19.10.6.1  ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

Αλ­λα κορ­τι­κο­ει­δή

Η προ­η­γη­θεί­σα μα­κρο­χρό­νια θε­ρα­πεί­α με άλ­λα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να μει­ώ­σει τον t(1/2) της πρεδ­νι­ζο­λό­νης στο πλά­σμα.

Αλ­δεσ­λευ­κί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να μει­ώ­σουν την αν­τι­νε­ο­πλα­σμα­τι­κή δρά­ση, αλ­λά και τις ε­πι­πλο­κές (πυ­ρε­τός, νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια, υ­περ­χο­λε­ρυ­θρι­ναι­μί­α, σύγ­χυ­ση, δύ­σπνοι­α), της αλ­δεσ­λευ­κί­νης.

Συ­στά­σεις : Τα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να α­πο­φεύ­γον­ται σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με αλ­δεσ­λευ­κί­νη.

Αν­τι­δι­α­βη­τι­κά, αν­τι­ϋ­περ­τα­σι­κά ή αν­τι­γλαυ­κω­μα­τι­κά φάρ­μα­κα

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τις α­παι­τή­σεις για ιν­σου­λί­νη ή υ­πο­γλυ­και­μι­κούς per os πα­ρά­γον­τες, αν­τι­ϋ­περ­τα­σι­κά ή αν­τι­γλαυ­κω­μα­τι­κά φάρ­μα­κα. Η μα­κρο­χρό­νια θε­ρα­πεί­α με κορ­τι­κο­ει­δή συ­χνά συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό αν­τί­στα­ση στην ιν­σου­λί­νη.

Συ­στά­σεις :

  • Το σάκ­χα­ρο του αί­μα­τος πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται συ­χνά και η δό­ση των per os αν­τι­δι­α­βη­τι­κών να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν τα κορ­τι­κο­ει­δή προ­στί­θεν­ται στη θε­ρα­πεί­α, δι­α­κό­πτον­ται ή τρο­πο­ποι­εί­ται η δό­ση τους.
  • Οι δι­α­βη­τι­κοί που θε­ρα­πεύ­ον­ται με ιν­σου­λί­νη μπο­ρεί να χρεια­σθούν αύ­ξη­ση της δό­σης της ιν­σου­λί­νης ό­ταν στη θε­ρα­πεί­α προ­στί­θεν­ται κορ­τι­κο­ει­δή. Η δό­ση της ιν­σου­λί­νης πρέ­πει να μει­ώ­νε­ται με­τά την δι­α­κο­πή του κορ­τι­κο­ει­δούς. 

Αν­τι­ό­ξι­να

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα αν­τι­ό­ξι­να μπο­ρεί να μει­ώ­σουν την α­πορ­ρό­φη­ση των per os χο­ρη­γού­με­νων κορ­τι­κο­ει­δών ε­πει­δή σχη­μα­τί­ζουν σύμ­πλο­κα στον γα­στρεν­τε­ρι­κό σω­λή­να.

Συ­στά­σεις :

  • Σε α­σθε­νείς που παίρ­νουν αν­τι­ό­ξι­να, τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να χρεια­σθεί να χο­ρη­γη­θούν σε με­γα­λύ­τε­ρη δό­ση.

 

  • Τα αν­τι­ό­ξι­να πρέ­πει να λαμ­βά­νον­ται σε ό­σο το δυ­να­τόν με­γα­λύ­τε­ρη α­πό­στα­ση α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή.
  • Η αν­τα­πό­κρι­ση του α­σθε­νούς στο κορ­τι­κο­ει­δές πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται και η δό­ση του να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν τα αν­τι­ό­ξι­να προ­στί­θεν­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτον­ται.

Αν­τι­πη­κτι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση των αν­τι­πη­κτι­κών με τα κορ­τι­κο­ει­δή εί­ναι α­πρό­βλε­πτη. Τα κορ­τι­κο­ει­δή άλ­λο­τε αυ­ξά­νουν και άλ­λο­τε ε­λατ­τώ­νουν την δρά­ση τους. Α­κό­μα, μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν αι­μορ­ρα­γί­α, δε­δο­μέ­νου ό­τι έ­χουν α­νά­στρο­φη δρά­ση στην α­κε­ραι­ό­τη­τα του τοι­χώ­μα­τος των αγ­γεί­ων και στη λει­τουρ­γί­α των αι­μο­πε­τα­λί­ων.

Συ­στά­σεις : Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με αν­τι­πη­κτι­κά, η δό­ση τους πρέ­πει να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν τα κορ­τι­κο­ει­δή προ­στί­θεν­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτον­ται και οι ερ­γα­στη­ρια­κοί δεί­κτες της πή­ξης του αί­μα­τος να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται τα­κτι­κά ώ­στε να δι­α­τη­ρη­θεί το ε­πι­θυ­μη­τό αν­τι­πη­κτι­κό α­πο­τέ­λε­σμα.

Αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κοί πα­ρά­γον­τες

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Σε α­σθε­νείς με βα­ριά μυ­α­σθέ­νεια τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να ε­ξα­σθε­νή­σουν τις α­να­με­νό­με­νες δρά­σεις των αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κών φαρ­μά­κων (αμ­πε­νό­νιο, νε­ο­στιγ­μί­νη, πυ­ρι­δο­στιγ­μί­νη και πι­θα­νώς ορ­γα­νο­φω­σφο­ρι­κά αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κά πα­ρα­σι­το­κτό­να), προ­κα­λών­τας έν­το­νη α­δυ­να­μί­α. Οι δρά­σεις των αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κών φαρ­μά­κων μπο­ρεί να αυ­ξη­θούν με­τά την δι­α­κο­πή των κορ­τι­κο­ει­δών.

Μη­χα­νι­σμός : Ο μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής εί­ναι ά­γνω­στος. 

Συ­στά­σεις :

  • Ε­άν εί­ναι δυ­να­τόν, τα αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κά φάρ­μα­κα πρέ­πει να α­πο­σύ­ρον­ται του­λά­χι­στον 24 ώ­ρες πριν α­πό την έ­ναρ­ξη της θε­ρα­πεί­ας με κορ­τι­κο­ει­δή.
  • Ε­άν η συγ­χο­ρή­γη­σή τους με κορ­τι­κο­ει­δή εί­ναι θε­ρα­πευ­τι­κά α­πα­ραί­τη­τη, πρέ­πει να γί­νε­ται κά­τω α­πό προ­σε­κτι­κή πα­ρα­κο­λού­θη­ση.
  • Ε­άν εμ­φα­νι­σθεί α­να­πνευ­στι­κή κα­τα­στο­λή, πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­εί­ται μη­χα­νι­κή υ­πο­στή­ρι­ξη, ε­άν εί­ναι α­πα­ραί­τη­το. 

Β-α­να­στο­λείς

Στους α­σθμα­τι­κούς μπο­ρεί να έ­χουν συ­νερ­γι­κή δρά­ση με τα κορ­τι­κο­ει­δή. 

Βαρ­βι­του­ρι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα βαρ­βι­του­ρι­κά μπο­ρεί να ε­ξα­σθε­νή­σουν τις φαρ­μα­κο­λο­γι­κές δρά­σεις της πρεδ­νι­ζο­λό­νης και να προ­κα­λέ­σουν έ­ξαρ­ση της νό­σου για την ο­ποί­α το κορ­τι­κο­ει­δές χο­ρη­γεί­ται (Bartoszek M et al, 1987). Η δρά­ση αυ­τή μπο­ρεί να πα­ρα­τη­ρη­θεί αρ­κε­τές η­μέ­ρες με­τά την δι­α­κο­πή των βαρ­βι­του­ρι­κών.

Μη­χα­νι­σμός : Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή ο­φεί­λε­ται σε ε­νερ­γο­ποί­η­ση του με­τα­βο­λι­σμού των φαρ­μά­κων αυ­τών α­πό τα η­πα­τι­κά μι­κρο­σω­μι­κά έν­ζυ­μα, ο­δη­γών­τας σε αύ­ξη­ση της κά­θαρ­σης της πρεδ­νι­ζο­λό­νης α­πό την κυ­κλο­φο­ρί­α. Ε­πει­δή η έ­κτα­σή της φαί­νε­ται ό­τι ποι­κίλ­λει α­νά­λο­γα με το ε­κά­στο­τε χρη­σι­μο­ποι­ού­με­νο φάρ­μα­κο, στη δη­μι­ουρ­γί­α της πι­θα­νώς εμ­πλέ­κον­ται δι­α­φο­ρε­τι­κές ο­δοί με­τα­βο­λι­σμού της πρεδ­νι­ζο­λό­νης (Bartoszek M et al, 1987).

Συ­στά­σεις :

  • Ε­άν η ταυ­τό­χρο­νη θε­ρα­πεί­α με πρεδ­νι­ζο­λό­νη και βαρ­βι­του­ρι­κά εί­ναι α­να­πό­φευ­κτη, μπο­ρεί να χρεια­σθεί αύ­ξη­ση της δό­σης του κορ­τι­κο­ει­δούς.
  • Ε­άν τα δύ­ο αυ­τά φάρ­μα­κα χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται ταυ­τό­χρο­να και η κα­τά­στα­ση του α­σθε­νούς στα­θε­ρο­ποι­η­θεί, μπο­ρεί να χρεια­σθεί να μει­ω­θεί η δό­ση του κορ­τι­κο­ει­δούς με­τά την δι­α­κο­πή των βαρ­βι­του­ρι­κών.

Γεν­νη­τι­κές ορ­μό­νες

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Τα οι­στρο­γό­να και τα per os αν­τι­συλ­λη­πτι­κά με­τα­βάλ­λουν τον με­τα­βο­λι­σμό και την πρω­τε­ϊ­νι­κή σύν­δε­ση της πρεδ­νι­ζο­λό­νης, αυ­ξά­νον­τας για με­γά­λο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα τα ε­πί­πε­δα της ε­λεύ­θε­ρης πρεδ­νι­ζο­λό­νης στο πλά­σμα. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή α­πο­δί­δε­ται σε α­να­στο­λή του η­πα­τι­κού με­τα­βο­λι­σμού, ό­πως και της εν­δο­γε­νούς κορ­τι­ζό­λης, με­ρι­κών κορ­τι­κο­ει­δών α­πό τα αν­τι­συλ­λη­πτι­κά και τα οι­στρο­γό­να και μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε αύ­ξη­ση των θε­ρα­πευ­τι­κών και το­ξι­κών δρά­σε­ων των κορ­τι­κο­ει­δών.
  • Τα αν­τι­συλ­λη­πτι­κά πα­ρα­τεί­νουν τον t(1/2) της πρεδ­νι­ζο­λό­νης.

Συ­στά­σεις : Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό αυ­τό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή για ση­μεί­α το­ξι­κό­τη­τας α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή και να μει­ώ­νε­ται η δό­ση του κορ­τι­κο­ει­δούς, ε­άν χρει­ά­ζε­ται.

Θα­λι­δο­μί­δη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Σε 9/10 α­σθε­νείς με σο­βα­ρό χρό­νιο ο­ζώ­δες ε­ρύ­θη­μα λέ­πρας που έ­παιρ­ναν 300 mg θα­λι­δο­μί­δης η­με­ρη­σί­ως, η δό­ση της πρεδ­νι­ζο­λό­νης η α­πα­ραί­τη­τη για την βελ­τί­ω­ση των συμ­πτω­μά­των μει­ώ­θη­κε ση­μαν­τι­κά (Waters MFR, 1971).

Συ­στά­σεις : Η πρεδ­νι­ζο­λό­νη συ­νι­στά­ται να μην χο­ρη­γεί­ται ταυ­τό­χρο­να με την θα­λι­δο­μί­δη.

Ιν­δο­με­θα­κί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή η ιν­δο­με­θα­κί­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τον κίν­δυ­νο α­νά­πτυ­ξης ή την βα­ρύ­τη­τα του γα­στρεν­τε­ρι­κού έλ­κους.
  • Σε α­σθε­νείς με ρευ­μα­το­ει­δή αρ­θρί­τι­δα, η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση της ιν­δο­με­θα­κί­νης με πρεδ­νι­ζο­λό­νη μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε αύ­ξη­ση των συγ­κεν­τρώ­σε­ων της ε­λεύ­θε­ρης πρεδ­νι­ζο­λό­νης στο πλά­σμα, χω­ρίς να ε­πη­ρε­ά­ζει τις ο­λι­κές συγ­κεν­τρώ­σεις της στο πλά­σμα.
  • Η ιν­δο­με­θα­κί­νη μπο­ρεί να βο­η­θή­σει στη μεί­ω­ση της δό­σης των κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με κορ­τι­κο­ει­δή και ιν­δο­με­θα­κί­νη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή για ση­μεί­α και συμ­πτώ­μα­τα γα­στρεν­τε­ρι­κού έλ­κους ή/και αι­μορ­ρα­γί­ας. 

Ι­σο­νι­α­ζί­δη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό ή την νε­φρι­κή κά­θαρ­ση, και ε­πο­μέ­νως να μει­ώ­σουν την αν­τι­φυ­μα­τι­κή δρά­ση, της ι­σο­νι­α­ζί­δης.
  • Η ι­σο­νι­α­ζί­δη μπο­ρεί να μει­ώ­σει τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό των κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Ε­άν υ­πάρ­χουν εν­δεί­ξεις αλ­λη­λε­πί­δρα­σης με­τα­ξύ κορ­τι­κο­ει­δών-ι­σο­νι­α­ζί­δης, μπο­ρεί να χρεια­σθεί τρο­πο­ποί­η­ση της δό­σης του ε­νός ή και των δύ­ο αυ­τών φαρ­μά­κων. 

Ι­τρα­κο­να­ζό­λη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ι­τρα­κο­να­ζό­λη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις στο πλά­σμα και ε­πο­μέ­νως τις ε­πι­πλο­κές (μυ­ο­πά­θεια, μυι­κή α­δυ­να­μί­α, δυ­σα­νε­ξί­α στη γλυ­κό­ζη) των κορ­τι­κο­ει­δών

Μη­χα­νι­σμός : Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή ο­φεί­λε­ται σε α­να­στο­λή του κυ­το­χρώ­μα­τος P450 3A4 α­πό την ι­τρα­κο­να­ζό­λη.

Συ­στά­σεις :

  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή, ε­άν εί­ναι α­πα­ραί­τη­τα σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με ι­τρα­κο­να­ζό­λη, μπο­ρεί να χρεια­σθεί να χο­ρη­γη­θούν σε μι­κρό­τε­ρη δό­ση.
  • Οι α­σθε­νείς που αρ­χί­ζουν ή δι­α­κό­πτουν την θε­ρα­πεί­α με ι­τρα­κο­να­ζό­λη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται για ση­μεί­α το­ξι­κό­τη­τας και να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα η δό­ση των κορ­τι­κο­ει­δών.

Κα­λι­ο­πε­νι­κά φάρ­μα­κα

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα κα­λι­ο­πε­νι­κά δι­ου­ρη­τι­κά (θει­α­ζί­δες, φου­ρο­σε­μί­δη, αι­θα­κρυ­νι­κό ο­ξύ) και άλ­λα κα­λι­ο­πε­νι­κά φάρ­μα­κα, ό­πως η αμ­φο­τε­ρι­κί­νη Β, μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν την κα­λι­ο­πε­νι­κή δρά­ση των γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δών.

 

Συ­στά­σεις : Το κά­λιο του ο­ρού πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή ταυ­τό­χρο­να με κα­λι­ο­πε­νι­κά φάρ­μα­κα.

Καρ­βι­μα­ζό­λη - με­θι­μα­ζό­λη

Σε α­σθε­νείς με νό­σο Grave μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τον με­τα­βο­λι­σμό της πρεδ­νι­ζο­λό­νης, ο­δη­γών­τας σε με­γά­λη αύ­ξη­ση της κά­θαρ­σης της ε­λεύ­θε­ρης, ό­πως και της συν­δε­δε­μέ­νης με πρω­τεί­νες, πρεδ­νι­ζο­λό­νης και μεί­ω­ση του t(1/2) της πρεδ­νι­ζο­λό­νης στο πλά­σμα (Legler UF, 1987).

Καρ­δι­ο­το­νω­τι­κά

Η υ­πο­κα­λι­αι­μί­α η προ­κα­λού­με­νη α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε το­ξι­κό­τη­τα α­πό καρ­δι­ο­το­νω­τι­κά. 

Κε­το­κο­να­ζό­λη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Η κε­το­κο­να­ζό­λη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις κα­τα­σταλ­τι­κές δρά­σεις στα ε­πι­νε­φρί­δια και πι­θα­νώς την το­ξι­κό­τη­τα των κορ­τι­κο­ει­δών. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή μπο­ρεί να ο­φεί­λε­ται σε α­να­στο­λή του κυ­το­χρώ­μα­τος P450 3A4 α­πό την κε­το­κο­να­ζό­λη.
  • Η κε­το­κο­να­ζό­λη μπο­ρεί να ε­ξα­σθε­νή­σει την με­τα­βο­λι­κή και νε­φρι­κή κά­θαρ­ση της ο­λι­κής και της ε­λεύ­θε­ρης πρεδ­νι­ζο­λό­νης (Zurcher RM et al, 1989).

Συ­στά­σεις : 

  • Ο συν­δυα­σμός της κε­το­κο­να­ζό­λης με κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να α­πο­φεύ­γε­ται. Ε­άν ό­μως εί­ναι α­πα­ραί­τη­τος, τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να χρεια­σθεί να χο­ρη­γη­θούν σε μι­κρό­τε­ρη δό­ση.
  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό αυ­τό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται για ση­μεί­α το­ξι­κό­τη­τας α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή και η δό­ση των κορ­τι­κο­ει­δών να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν η κε­το­κο­να­ζό­λη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται.

Κλα­ρι­θρο­μυ­κί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η κλα­ρι­θρο­μυ­κί­νη μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε αύ­ξη­ση των συγ­κεν­τρώ­σε­ων της πρεδ­νι­ζό­νης και ε­πι­πλο­κές (με­τα­βο­λή της δι­α­νο­η­τι­κής λει­τουρ­γί­ας, δυ­σα­νε­ξί­α στη γλυ­κό­ζη, μυι­κή α­δυ­να­μί­α).

Μη­χα­νι­σμός : Η κλα­ρι­θρο­μυ­κί­νη μπο­ρεί να α­να­στεί­λει τον με­τα­βο­λι­σμό του κυ­το­χρώ­μα­τος P450 3A4 της πρεδ­νι­ζό­νης ή της πρεδ­νι­ζο­λό­νης.

Συ­στά­σεις :

  • Ε­άν ο συν­δυα­σμός της κλα­ρι­θρο­μυ­κί­νης με κορ­τι­κο­ει­δή εί­ναι α­πα­ραί­τη­τος, οι α­σθε­νείς πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται για ση­μεί­α το­ξι­κό­τη­τας α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή.
  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή που χρει­ά­ζον­ται έ­να μα­κρο­λι­δι­κό αν­τι­βι­ο­τι­κό μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί α­ζι­θρο­μυ­κί­νη ή ντρι­θρο­μυ­κί­νη.

Κυ­κλο­σπο­ρί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει σπα­σμούς σε ε­νή­λι­κες και παι­διά θε­ρα­πευ­ό­με­να με με­γά­λες δό­σεις γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δών, πι­θα­νώς λό­γω αν­τα­γω­νι­στι­κής α­να­στο­λής των η­πα­τι­κών μι­κρο­σω­μι­κών εν­ζύ­μων.
  • Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μει­ώ­νει τον με­τα­βο­λι­σμό της πρεδ­νι­ζο­λό­νης στη αρ­χι­κή φά­ση της ταυ­τό­χρο­νης χο­ρή­γη­σής τους, πα­ρα­τεί­νον­τας ε­πο­μέ­νως τον t(1/2) στο πλά­σμα και την κά­θαρ­ση της πρεδ­νι­ζο­λό­νης στο πλά­σμα (Ost L, 1987). Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή ο­φεί­λε­ται πι­θα­νώς σε α­μοι­βαί­α α­να­στο­λή του με­τα­βο­λι­σμού με­τα­ξύ κυ­κλο­σπο­ρί­νης και πρεδ­νι­ζο­λό­νης.

Κατ΄άλ­λους, η κυ­κλο­σπο­ρί­νη δεν μει­ώ­νει ση­μαν­τι­κά την κά­θαρ­ση της πρεδ­νι­ζο­λό­νης (Frey FJ et al, 1987) και τα κορ­τι­κο­ει­δή δεν ε­πη­ρε­ά­ζουν τις συγ­κεν­τρώ­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης (Hricik DE et al, 1990).

Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κυ­κλο­σπο­ρί­νη ταυ­τό­χρο­να με κορ­τι­κο­ει­δή, οι α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές δρά­σεις της κυ­κλο­σπο­ρί­νης, ό­πως και οι θε­ρα­πευ­τι­κές και το­ξι­κές δρά­σεις των κορ­τι­κο­ει­δών, μπο­ρεί να αυ­ξη­θούν. Ο συν­δυα­σμός αυ­τός μπο­ρεί να εί­ναι χρή­σι­μος σε λή­πτες με­τα­μο­σχευ­μέ­νων ορ­γά­νων, αλ­λά εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο το­ξι­κός.

Συ­στά­σεις :

  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται ταυ­τό­χρο­να με κορ­τι­κο­ει­δή και κυ­κλο­σπο­ρί­νη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή για­τί μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν αυ­ξη­μέ­νη αν­τα­πό­κρι­ση και στα δύ­ο αυ­τά φάρ­μα­κα.
  • Ε­άν υ­πάρ­χει υ­πό­νοι­α αλ­λη­λε­πί­δρα­σης των δύ­ο αυ­τών φαρ­μά­κων, η δό­ση του ε­νός ή και των δύ­ο μπο­ρεί να χρεια­σθεί να μει­ω­θεί.

Κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να τρο­πο­ποι­ή­σουν τις α­να­με­νό­με­νες δρά­σεις της κυ­κλο­φω­σφα­μί­δης και να α­να­στεί­λουν τα η­πα­τι­κά μι­κρο­σω­μι­κά έν­ζυ­μα τα ο­ποί­α ε­νερ­γο­ποι­ούν την κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη στους αλ­κυ­λι­ω­τι­κούς της με­τα­βο­λί­τες.
  • Η κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη μπο­ρεί να ε­νερ­γο­ποι­ή­σει τον δι­κό της με­τα­βο­λι­σμό και των κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Ό­ταν η κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη συγ­χο­ρη­γεί­ται με κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να λαμ­βά­νε­ται υ­πό­ψη ό­τι η α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τά της μπο­ρεί να μει­ω­θεί.

Μη α­πο­πο­λω­τι­κά φάρ­μα­κα

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να δυ­νη­τι­κο­ποι­ή­σουν ή να α­να­στεί­λουν τις νευ­ρο­μυι­κές α­να­σταλ­τι­κές δρά­σεις των μη α­πο­πο­λω­τι­κών μυ­ο­χα­λα­ρω­τι­κών φαρ­μά­κων.

Συ­στά­σεις : Η συγ­χο­ρή­γη­ση των κορ­τι­κο­ει­δών με μη α­πο­πο­λω­τι­κούς πα­ρά­γον­τες πρέ­πει να γί­νε­ται με προ­σο­χή, για­τί μπο­ρεί να συ­νο­δευ­θεί α­πό α­πρό­βλε­πτες α­νε­πι­θύ­μη­τες ε­νέρ­γει­ες. 

Μι­φε­πρι­στό­νη

Οι κα­τα­σκευα­στές της μι­φε­πρι­στό­νης α­πο­τρέ­πουν την χρή­ση της σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους μα­κρο­χρό­νια με κορ­τι­κο­ει­δή.

Ξαν­θί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση των κορ­τι­κο­ει­δών με πα­ρά­γω­γα της θε­ο­φυλ­λί­νης μπο­ρεί να τρο­πο­ποι­ή­σει την α­να­με­νό­με­νη φαρ­μα­κο­λο­γι­κή δρά­ση του ε­νός ή και των δύ­ο φαρ­μά­κων.

Μη­χα­νι­σμός : E­ί­ναι ά­γνω­στος.

Συ­στά­σεις : Ε­άν η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση των κορ­τι­κο­ει­δών με πα­ρά­γω­γα της θε­ο­φυλ­λί­νης συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό αυ­ξη­μέ­νη το­ξι­κό­τη­τα, τα ε­πί­πε­δά των φαρ­μά­κων αυ­τών στον ο­ρό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται και η δό­ση των κορ­τι­κο­ει­δών να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα.

Παν­κου­ρό­νιο

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να α­να­στρέ­ψουν την δέ­σμευ­ση των νευ­ρο­μυι­κών υ­πο­δο­χέ­ων α­πό το παν­κου­ρό­νιο (Meyers EF, 1977; Laflin MJ, 1977).  

Ρι­φαμ­που­τί­νη, ρι­φαμ­πι­κί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Η ρι­φαμ­που­τί­νη και η ρι­φαμ­πι­κί­νη μπο­ρεί να ε­νερ­γο­ποι­ή­σουν τα η­πα­τι­κά μι­κρο­σω­μι­κά έν­ζυ­μα που δι­ε­γεί­ρουν τον με­τα­βο­λι­σμό των κορ­τι­κο­ει­δών, ο­δη­γών­τας σε ε­ξα­σθέ­νη­ση των φαρ­μα­κο­λο­γι­κών δρά­σε­ων της πρεδ­νι­ζο­λό­νης και πι­θα­νώς έ­ξαρ­ση της νό­σου για την ο­ποί­α η πρεδ­νι­ζο­λό­νη χο­ρη­γεί­ται, α­κό­μα και αρ­κε­τές η­μέ­ρες με­τά την δι­α­κο­πή της. Η μεί­ω­ση της δρά­σης της πρεδ­νι­ζο­λό­νης α­να­στρέ­φε­ται με την δι­α­κο­πή της ρι­φαμ­πι­κί­νης.
  • Η ρι­φαμ­πι­κί­νη ε­πι­τα­χύ­νει τον με­τα­βο­λι­σμό της πρεδ­νι­ζο­λό­νης, μει­ώ­νον­τας ση­μαν­τι­κά την βι­ο­δι­α­θε­σι­μό­τη­τα της ο­λι­κής και ι­δι­αί­τε­ρα της ε­λεύ­θε­ρης πρεδ­νι­ζο­λό­νης.
  • Η πρεδ­νι­ζο­λό­νη πρέ­πει να προ­στί­θε­ται με προ­σο­χή και η δό­ση της να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα σε α­σθε­νείς που αρ­χί­ζουν ή δι­α­κό­πτουν την θε­ρα­πεί­α με ρι­φαμ­που­τί­νη ή ρι­φαμ­πι­κί­νη.
  • Σε α­σθε­νείς που αρ­χί­ζουν θε­ρα­πεί­α με ρι­φαμ­που­τί­νη ή ρι­φαμ­πι­κί­νη, η πρεδ­νι­ζο­λό­νη πρέ­πει πι­θα­νώς να χο­ρη­γεί­ται σε δι­πλά­σια δό­ση.

 

 

 

Συ­στά­σεις :

Ρι­φα­πεν­τί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Η ρι­φα­πεν­τί­νη ε­νερ­γο­ποι­εί το κυ­τό­χρω­μα P450 3A4 και P450 2C8/9 και μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τον με­τα­βο­λι­σμό άλ­λων συγ­χο­ρη­γού­με­νων φαρ­μά­κων που με­τα­βο­λί­ζον­ται με τα έν­ζυ­μα αυ­τά. Η δυ­νη­τι­κό­τη­τα ε­νερ­γο­ποί­η­σης των εν­ζύ­μων α­πό την ρι­φα­πεν­τί­νη μπο­ρεί να εί­ναι μι­κρό­τε­ρη α­πό την ρι­φαμ­πι­κί­νη, αλ­λά ι­σχυ­ρό­τε­ρη α­πό την ρι­φαμ­που­τί­νη.
  • Η ρι­φα­πεν­τί­νη μπο­ρεί να ε­πι­τα­χύ­νει τον με­τα­βο­λι­σμό και να μει­ώ­σει την δρα­στη­ρι­ό­τη­τα των κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Ε­άν η συγ­χο­ρή­γη­ση των κορ­τι­κο­ει­δών με ρι­φα­πεν­τί­νη εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη, η δό­ση τους μπο­ρεί να χρεια­σθεί να τρο­πο­ποι­η­θεί.  

Σα­λι­κυ­λι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Η πρεδ­νι­ζο­λό­νη, χο­ρη­γού­με­νη ταυ­τό­χρο­να με με­γά­λες δό­σεις α­σπι­ρί­νης, μπο­ρεί να με­τα­βάλ­λει την σύν­δε­ση των σα­λι­κυ­λι­κών με τις πρω­τεί­νες του πλά­σμα­τος και τον βαθ­μό του με­τα­βο­λι­σμού, μει­ώ­νον­τας ε­πο­μέ­νως τα ε­πί­πε­δα των σα­λι­κυ­λι­κών στο πλά­σμα και την θε­ρα­πευ­τι­κή τους αν­τα­πό­κρι­ση. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή α­πο­δί­δε­ται σε αύ­ξη­ση της νε­φρι­κής και η­πα­τι­κής α­πο­μά­κρυν­σης των σα­λι­κυ­λι­κών α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή.
  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να δυ­νη­τι­κο­ποι­ή­σουν τις ελ­κο­γό­νες ι­δι­ό­τη­τες της α­σπι­ρί­νης, ό­πως και άλ­λων ΜΣΑΦ.

Συ­στά­σεις :

  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με με­γά­λες δό­σεις σα­λι­κυ­λι­κών, η μεί­ω­ση της δό­σης της πρεδ­νι­ζο­λό­νης μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε δη­λη­τη­ρί­α­ση α­πό σα­λι­κυ­λι­κά.
  • Η δό­ση των σα­λι­κυ­λι­κών πρέ­πει να αυ­ξά­νε­ται ό­ταν τα κορ­τι­κο­ει­δή προ­στί­θεν­ται στη θε­ρα­πεί­α και να μει­ώ­νε­ται με­τά την δι­α­κο­πή των κορ­τι­κο­ει­δών
  • Η πρεδ­νι­ζο­λό­νη μπο­ρεί να δυ­νη­τι­κο­ποι­ή­σει τις ελ­κο­γό­νες ι­δι­ό­τη­τες της α­σπι­ρί­νης, ό­πως και άλ­λων ΜΣΑΦ.
  • Η α­σπι­ρί­νη πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­εί­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με υ­πο­προ­θρομ­βι­ναι­μί­α θε­ρα­πευ­ό­με­νους με πρεδ­νι­ζο­λό­νη.

Τρο­λε­αν­δο­μυ­κί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η τρο­λε­αν­δο­μυ­κί­νη αυ­ξά­νει ση­μαν­τι­κά τις α­να­με­νό­με­νες φαρ­μα­κο­λο­γι­κές και το­ξι­κές δρά­σεις της πρεδ­νι­ζό­νης. Ο συν­δυα­σμός αυ­τός έ­χει πι­θα­νώς συ­νερ­γι­κή δρά­ση στη θε­ρα­πεί­α του ά­σθμα­τος και του υ­πε­ρη­ω­σι­νο­φι­λι­κού συν­δρό­μου.

Συ­στά­σεις :

  • Οι α­σθε­νείς που αρ­χί­ζουν ή δι­α­κό­πτουν την θε­ρα­πεί­α με τρο­λε­αν­δο­μυ­κί­νη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται για ση­μεί­α το­ξι­κό­τη­τας α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή και η δό­ση των κορ­τι­κο­ει­δών να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα.
  • Η πρεδ­νι­ζο­λό­νη μπο­ρεί να χρεια­σθεί να χο­ρη­γη­θεί σε μει­ω­μέ­νη δό­ση ό­ταν συγ­χο­ρη­γεί­ται με τρο­λε­αν­δο­μυ­κί­νη.

Υ­δαν­τοί­νες

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Οι υ­δαν­τοί­νες μπο­ρεί να μει­ώ­σουν την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα των κορ­τι­κο­ει­δών. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή φαί­νε­ται ό­τι ο­φεί­λε­ται σε ε­νερ­γο­ποί­η­ση των μι­κρο­σω­μι­κών η­πα­τι­κών εν­ζύ­μων α­πό τις υ­δαν­τοί­νες, η ο­ποί­α ο­δη­γεί σε αύ­ξη­ση του η­πα­τι­κού με­τα­βο­λι­σμού των κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή ταυ­τό­χρο­να με υ­δαν­τοί­νες πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται η θε­ρα­πευ­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση στα κορ­τι­κο­ει­δή και να αυ­ξά­νε­ται, ε­άν χρει­ά­ζε­ται, η δό­ση τους.

Φαι­νυ­τοί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η φαι­νυ­τοί­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τον με­τα­βο­λι­σμό των στε­ρο­ει­δών ε­νερ­γο­ποι­ών­τας τα η­πα­τι­κά έν­ζυ­μα και ε­πο­μέ­νως να μει­ώ­σει την θε­ρα­πευ­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση στα κορ­τι­κο­ει­δή. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή μπο­ρεί να πα­ρα­τη­ρη­θεί αρ­κε­τές η­μέ­ρες με­τά την δι­α­κο­πή της φαι­νυ­τοί­νης.

Συ­στά­σεις : Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν φαι­νυ­τοί­νη μπο­ρεί να χρεια­σθούν αυ­ξη­μέ­νες δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών για να έ­χουν τα α­να­με­νό­με­να α­πο­τε­λέ­σμα­τα, γι΄αυ­τό και πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται η αν­τα­πό­κρι­ση του α­σθε­νούς στα κορ­τι­κο­ει­δή και να τρο­πο­ποι­εί­ται η δό­ση τους α­νά­λο­γα.

19.10.6.2   ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

19.10.6.2.1   ΣΤΟΝ ΟΡΟ

Ελάττωση :

  • Α­σβέ­στιο
  • Κα­τα­κρά­τη­ση Ι-131
  • PBI
  • Κά­λιο
  • Τ4
  • Ου­ρι­κό ο­ξύ
  • Ψευ­δάρ­γυ­ρος
  • Χο­λη­στε­ρό­λη
  • Κορ­τι­ζό­λη
  • CPK
  • Γλυ­κό­ζη
  • Νά­τριο
  • Ο­λι­κές πρω­τεί­νες
  • Τρι­γλυ­κε­ρί­δια

Αύξηση :

19.10.6.2.2   ΟΥΡΑ

Ελάττωση :

  • 17-κε­το­στε­ρο­ει­δή
  • 17-OHCS
  • Α­σβέ­στιο
  • Γλυ­κό­ζη
  • Α­ζω­το
  • Κά­λιο
  • Ου­ρι­κό ο­ξύ
  • Βι­τα­μί­νη C
  • Ψευ­δάρ­γυ­ρος.

Αύξηση :

19.10.6.3  ΑΛΛΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν την α­πο­βο­λή του α­σκορ­βι­κού ο­ξέ­ος, του ψευ­δαρ­γύ­ρου και του α­ζώ­του α­πό τα ού­ρα και ε­πο­μέ­νως τις α­νάγ­κες του ορ­γα­νι­σμού σε πυ­ρι­δο­ξί­νη, α­σκορ­βι­κό ο­ξύ, φο­λι­κό και βι­τα­μί­νη D.
  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να μει­ώ­σουν την α­πορ­ρό­φη­ση του α­σβε­στί­ου και του φω­σφό­ρου και να αυ­ξή­σουν την α­πο­βο­λή του κα­λί­ου και του α­σβε­στί­ου α­πό τα ού­ρα.
  • Η πρεδ­νι­ζο­λό­νη μπο­ρεί να μει­ώ­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις των α­να­στο­λέ­ων της HIV-πρω­τε­ά­σης στο πλά­σμα και, αν­τί­στρο­φα, οι συγ­κεν­τρώ­σεις της πρεδ­νι­ζο­λό­νης στο πλά­σμα να αυ­ξη­θούν.

19.10.7   ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

1.   ΡΕΥΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ-ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΚΟΛΛΑΓΟΝΟΥ-ΜΑΛΑΚΩΝ ΜΟΡΙΩΝ

  • Αγ­γει­ί­τι­δες
  • Αγ­κυ­λο­ποι­η­τι­κή σπον­δυ­λί­τι­δα
  • Γάγ­γλια
  • Δερ­μα­το­μυ­ο­σί­τι­δα/πο­λυ­μυ­ο­σί­τι­δα
  • Ε­πι­κον­δυ­λί­τι­δα
  • Κοκ­κυ­γο­δυ­νί­α
  • Μι­κτή νό­σος συν­δε­τι­κού ι­στού
  • Μυί­τι­δα
  • Νε­α­νι­κή ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα
  • Ο­ξεί­α και μη ει­δι­κή τε­νον­το­ϋ­με­νί­τι­δα
  • Ο­ξεί­α ου­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα
  • Ο­ξεί­α ρευ­μα­τι­κή καρ­δί­τι­δα
  • Ο­ξεί­α-υ­πο­ξεί­α θυ­λα­κί­τι­δα
  • Ο­στε­ο­αρ­θρί­τι­δα (ι­δι­ο­πα­θής, με­τα­τραυ­μα­τι­κή)
  • Ο­σφυ­αλ­γί­α/ι­σχι­αλ­γί­α
  • Ραι­βό­κρα­νο
  • Ρευ­μα­τι­κή πο­λυ­μυ­αλ­γί­α
  • Ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα
  • Συν­δε­τι­κί­τι­δα
  • Σύν­δρο­μο Reiter
  • Συ­στη­μα­τι­κός ε­ρυ­θη­μα­τώ­δης λύ­κος
  • Υ­πο­τρο­πι­ά­ζου­σα πο­λυ­χον­δρί­τι­δα
  • Χον­δρα­σβέ­στω­ση
  • Ψω­ρι­α­σι­κή αρ­θρί­τι­δα

2.   ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Πρω­το­πα­θής - δευ­τε­ρο­πα­θής α­νε­πάρ­κεια φλοι­ού ε­πι­νε­φρι­δί­ων
  • Ο­ξεί­α - χρό­νια α­νε­πάρ­κεια φλοι­ού ε­πι­νε­φρι­δί­ων
  • Συγ­γε­νής υ­περ­πλα­σί­α ε­πι­νε­φρι­δί­ων
  • Θυ­ρε­ο­ει­δί­τι­δα
  • Υ­πε­ρα­σβε­στι­αι­μί­α συν­δε­ό­με­νη με καρ­κί­νο-σαρ­κο­εί­δω­ση
  • Αν­δρο­γεν­νη­τι­κό σύν­δρο­μο
  • Σύν­δρο­μο Cushing (για δι­α­γνω­στι­κούς λό­γους)

3.   ΔΕΡΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Πέμ­φι­γα
  • Πομ­φο­λυ­γώ­δης ερ­πη­το­ει­δής δερ­μα­τί­τι­δα
  • Σο­βα­ρό πο­λύ­μορ­φο ε­ρύ­θη­μα (σύν­δρο­μο Stevens-Johnson)
  • Α­πο­φο­λι­δω­τι­κή δερ­μα­τί­τι­δα
  • Σπογ­γο­ει­δής μυ­κη­τί­α­ση
  • Σο­βα­ρή ψω­ρί­α­ση
  • Σο­βα­ρή σμηγ­μα­τορ­ρο­ϊ­κή δερ­μα­τί­τι­δα
  • Α­το­πι­κή δερ­μα­τί­τι­δα
  • Δερ­μα­τί­τι­δα εξ ε­πα­φής
  • Εκ­ζε­μα
  • Πεμ­φι­γο­ει­δές
  • Φλεγ­μο­νώ­δης δερ­μά­τω­ση
  • Δερ­μα­τι­κά ε­ξαν­θή­μα­τα

4.   ΑΛΛΕΡΓΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

  • Ε­πο­χια­κή ή μό­νι­μη αλ­λερ­γι­κή ρι­νί­τι­δα
  • Βρογ­χι­κό ά­σθμα
  • Δερ­μα­τί­τι­δα εξ ε­πα­φής
  • Α­το­πι­κή δερ­μα­τί­τι­δα
  • Ο­ρο­νο­σί­α
  • Φαρ­μα­κευ­τι­κές αν­τι­δρά­σεις υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας
  • Κνι­δω­τι­κές αν­τι­δρά­σεις με­ταγ­γί­σε­ων (μό­νον εν­δο­μυι­κά)
  • Αγ­γει­ο­οί­δη­μα

5.   ΟΦΘΑΛΜΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Αλ­λερ­γι­κή ε­πι­πε­φυ­κί­τι­δα
  • Κε­ρα­τι­τί­τι­δα
  • Αλ­λερ­γι­κά πε­ρι­φε­ρεια­κά έλ­κη σκλη­ρού
  • Ο­φθαλ­μι­κός έρ­πη­τας ζω­στή­ρας
  • Ι­ρί­τι­δα και ι­ρι­δο­κυ­κλί­τι­δα
  • Χο­ρι­ο­αμ­φι­βλη­στρο­ει­δί­τι­δα
  • Φλεγ­μο­νή πρό­σθιου τμή­μα­τος ο­φθαλ­μού
  • Δι­ά­χυ­τη ο­πί­σθια ρα­γο­ει­δί­τι­δα και αμ­φι­βλη­στρο­ει­δί­τι­δα
  • Ο­πτι­κή νευ­ρί­τι­δα
  • Συμ­πα­θη­τι­κή ο­φθαλ­μί­α

6.   ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ

  • Σαρ­κο­εί­δω­ση
  • Σύν­δρο­μο Loeffler μη αν­τα­πο­κρι­νό­με­νο σε άλ­λα μέ­τρα
  • Βη­ρυλ­λί­ω­ση
  • Κε­ραυ­νο­βό­λος ή γε­νι­κευ­μέ­νη πνευ­μο­νι­κή φυ­μα­τί­ω­ση (σε συν­δυα­σμό με την κα­τάλ­λη­λη αν­τι­φυ­μα­τι­κή θε­ρα­πεί­α) 
  • Πνευ­μο­νί­τι­δα α­πό εισ­ρό­φη­ση 
  • Βρογ­χι­κό ά­σθμα 
  • Α­πο­φρα­κτι­κή πνευ­μο­νο­πά­θεια 
  • Βρογ­χί­τι­δα 

7.   ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Ι­δι­ο­πα­θής θρομ­βο­πε­νι­κή πορ­φύ­ρα (στους ε­νή­λι­κες)
  • Δευ­τε­ρο­πα­θής θρομ­βο­πε­νί­α (στους ε­νή­λι­κες)
  • Ε­πί­κτη­τη (αυ­το­ά­νο­ση) αι­μο­λυ­τι­κή α­ναι­μί­α
  • Ε­ρυ­θρο­βλα­στι­κή α­ναι­μί­α
  • Συγ­γε­νής (ε­ρυ­θρο­ει­δής) υ­πο­πλα­στι­κή α­ναι­μί­α
  • Αι­μό­λυ­ση

8.   ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Ο­ξεί­α λευ­χαι­μί­α (στα παι­διά)
  • Λέμ­φω­μα Hodgkin
  • Μη-Hodgkin λέμ­φω­μα
  • Λεμ­φο­κυτ­τα­ρι­κή λευ­χαι­μί­α
  • Καρ­κί­νω­μα προ­στά­τη
  • Καρ­κί­νω­μα μα­στού
  • Πολ­λα­πλούν μυ­έ­λω­μα
  • Ναυ­τί­α/έ­με­τοι ο­φει­λό­με­νοι στη χη­μει­ο­θε­ρα­πεί­α του καρ­κί­νου
  • Πυ­ρε­τός ο­φει­λό­με­νος σε κα­κο­ή­θη νο­σή­μα­τα

9.   ΚΑΡΔΙΟΠΑΘΕΙΕΣ

  • Καρ­δί­τι­δα
  • Πε­ρι­καρ­δί­τι­δα
  • Πνευ­μο­νι­κό οί­δη­μα 

10.  ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΑ-ΗΠΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Ελ­κώ­δης κο­λί­τι­δα
  • Τμη­μα­τι­κή εν­τε­ρί­τι­δα
  • Κοι­λια­κά νο­σή­μα­τα
  • Η­πα­τι­κή νέ­κρω­ση
  • Χρό­νια η­πα­τί­τι­δα

11.  ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Βα­ριά μυ­α­σθέ­νεια
  • Πολ­λα­πλή σκλή­ρυν­ση
  • Εγ­κε­φα­λι­κό οί­δη­μα

12.  ΑΛΛΕΣ

  • Φυ­μα­τι­ώ­δης μη­νιγ­γί­τι­δα με υ­πα­ρα­χνο­ει­δή ή ε­πι­κεί­με­νο α­πο­κλει­σμό (σε συν­δυα­σμό με την κα­τάλ­λη­λη αν­τι­φυ­μα­τι­κή α­γω­γή)
  • Τρι­χί­νω­ση με νευ­ρο­λο­γι­κή ή μυ­ο­καρ­δια­κή προ­σβο­λή 
  • Προ­εγ­χει­ρη­τι­κά και με­τά α­πό σο­βα­ρό τραύ­μα ή νό­ση­μα, σε α­σθε­νείς με γνω­στή φλοι­ο­ε­πι­νε­φρι­δια­κή α­νε­πάρ­κεια ή αμ­φί­βο­λες φλοι­ο­ε­πι­νε­φρι­δια­κές ε­φε­δρεί­ες (μό­νον εν­δο­μυι­κά)
  • Κα­τα­πλη­ξί­α μη αν­τα­πο­κρι­νό­με­νη στη συμ­βα­τι­κή θε­ρα­πεί­α, σε α­σθε­νείς με γνω­στή ή πι­θα­νή φλοι­ο­ε­πι­νε­φρι­δια­κή α­νε­πάρ­κεια (μό­νον εν­δο­μυι­κά)
  • Ο­ξύ, μη λοι­μώ­δες, οί­δη­μα λά­ρυγ­γα (μό­νον εν­δο­μυι­κά) (η ε­πι­νε­φρί­νη εί­ναι το φάρ­μα­κο πρώ­της ε­κλο­γής)
  • Αι­μαγ­γει­ώ­μα­τα (στα βρέ­φη)
  • Ρι­νι­κοί πο­λύ­πο­δες
  • Νο­σή­μα­τα στό­μα­τος
  • Νε­φρω­σι­κό σύν­δρο­μο
  • Α­πόρ­ρι­ψη μο­σχεύ­μα­τος

19.10.8   ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

  • Υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α στο φάρ­μα­κο ή στα συ­στα­τι­κά του
  • Ιν­σου­λι­νο-ε­ξαρ­τώ­με­νος και μη σακ­χα­ρώ­δης δι­α­βή­της
  • Μυ­ο­πά­θεια
  • Γα­στρί­τι­δα
  • Οι­σο­φα­γί­τι­δα
  • Γα­στρι­κό-12δακτυλικό έλ­κος
  • Ψυ­χώ­σεις
  • Βα­ριά μυ­α­σθέ­νεια
  • Α­πλός ο­φθαλ­μι­κός έρ­πη­τας
  • Ε­νερ­γός λοί­μω­ξη
  • Συ­στη­μα­τι­κές μυ­κη­τι­α­σι­κές λοι­μώ­ξεις
  • Λοί­μω­ξη α­πό HIV

 

  • Ε­νερ­γός φυ­μα­τί­ω­ση
  • Ε­πού­λω­ση τραυ­μά­των
  • Καρ­δια­κά νο­σή­μα­τα
  • Συμ­φο­ρη­τι­κή καρ­δια­κή α­νε­πάρ­κεια
  • Πρό­σφα­τη εν­τε­ρι­κή α­να­στό­μω­ση
  • Νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια
  •  

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

  • Εκ­κολ­πω­μα­τί­τι­δα
  • Η­πα­τι­κή κίρ­ρω­ση
  • Υ­περ­λι­πι­δαι­μί­α
  • Υ­πέρ­τα­ση
  • Υ­περ­θυ­ρε­ο­ει­δι­σμός
  • Υ­πο­θυ­ρε­ο­ει­δι­σμός
  • Υ­πο­λευ­κω­μα­τι­ναι­μί­α
  • Γλαύ­κω­μα α­νοι­χτής γω­νί­ας
  • Στο­μα­τι­κές ερ­πη­τι­κές αλ­λοι­ώ­σεις
  • Ο­στε­ο­πό­ρω­ση
  • Ελ­κώ­δης κο­λί­τι­δα.

19.10.9   ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

19.10.9.1   ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗΣ

Σε α­σθε­νείς με α­νε­πάρ­κεια ή συγ­γε­νή υ­περ­πλα­σί­α των ε­πι­νε­φρι­δί­ων η πρεδ­νι­ζό­νη/ πρεδ­νι­ζο­λό­νη μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί per os σε φυ­σι­ο­λο­γι­κές δό­σεις (5 mg/24ωρο), αν και συ­νή­θως προ­τι­μά­ται η κορ­τι­ζό­νη ή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη.

19.10.9.2   ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :

  • Προ­ο­δευ­τι­κά ε­ξε­λισ­σό­με­νη νό­σος μη αν­τα­πο­κρι­νό­με­νη σε άλ­λες, πε­ρισ­σό­τε­ρο συν­τη­ρη­τι­κές, θε­ρα­πεί­ες
  • Συμ­πτω­μα­τι­κή α­να­κού­φι­ση, μέ­χρις ό­του δρά­σουν τα ΒΔΑΦ (χρυ­σός, με­θο­τρε­ξά­τη, κυ­κλο­σπο­ρί­νη, κ.ά.) (θε­ρα­πεί­α «γέ­φυ­ρας»)

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Τα κορ­τι­κο­ει­δή προ­σφέ­ρουν συμ­πτω­μα­τι­κή α­να­κού­φι­ση, αλ­λά δεν εί­ναι γνω­στό κα­τά πό­σον ε­πη­ρε­ά­ζουν την δι­α­δρο­μή της νό­σου. Φαί­νε­ται ό­τι η κα­τα­στο­λή της φλεγ­μο­νής του αρ­θρι­κού υ­μέ­να προ­στα­τεύ­ει τον αρ­θρι­κό χόν­δρο α­πό πε­ραι­τέ­ρω κα­τα­στρο­φή.

19.10.9.3   ΟΞΥΣ ΡΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΠΥΡΕΤΟΣ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Ελ­λει­ψη αν­τα­πό­κρι­σης ή δυ­σα­νε­ξί­α σε με­γά­λες δό­σεις σα­λι­κυ­λι­κών.

19.10.9.4   ΚΡΟΤΑΦΙΚΗ ΑΡΤΗΡΙΤΙΔΑ

Τα κορ­τι­κο­ει­δή εί­ναι η θε­ρα­πεί­α ε­κλο­γής στην κρο­τα­φι­κή αρ­τη­ρί­τι­δα. Σκεύ­α­σμα ε­κλο­γής εί­ναι η πρεδ­νι­ζό­νη ή πρεδ­νι­ζο­λό­νη.

19.10.9.5   ΡΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΥΜΥΑΛΓΙΑ

Τα κορ­τι­κο­ει­δή εί­ναι η θε­ρα­πεί­α ε­κλο­γής στη ρευ­μα­τι­κή πο­λυ­μυ­αλ­γί­α. Σκεύ­α­σμα ε­κλο­γής εί­ναι η πρεδ­νι­ζό­νη ή πρεδ­νι­ζο­λό­νη.

19.10.9.6   ΔΕΡΜΑΤΟΜΥΟΣΙΤΙΔΑ - ΠΟΛΥΜΥΟΣΙΤΙΔΑ

Τα κορ­τι­κο­ει­δή εί­ναι η αρ­χι­κή θε­ρα­πεί­α ε­κλο­γής σε α­σθε­νείς με δερ­μα­το­μυ­ο­σί­τι­δα/ πο­λυ­μυ­ο­σί­τι­δα.

19.10.9.7   ΑΣΘΜΑ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Χρό­νιο ά­σθμα.

 

 

19.10.9.8   ΙΝΩΔΟΠΟΙΟΣ ΚΥΨΕΛΙΔΙΤΙΔΑ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Ο­ξεί­α προ­σβο­λή, αλ­λά με βι­ο­ψια­κά ή­πια πνευ­μο­νι­κή ί­νω­ση.

19.10.9.9   ΗΠΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :

  • Y­πο­ξεί­α η­πα­τι­κή νέ­κρω­ση
  • X­ρό­νια ε­νερ­γός η­πα­τί­τι­δα
  • Ο­ξεί­α η­πα­τι­κή α­νε­πάρ­κεια ο­φει­λό­με­νη σε ι­ο­γε­νή ή αλ­κο­ο­λι­κή η­πα­τί­τι­δα.

19.10.9.10   ΦΛΕΓΜΟΝΩΔΕΙΣ ΕΝΤΕΡΟΠΑΘΕΙΕΣ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :

  • Ελ­κώ­δης κο­λί­τι­δα με συ­στη­μα­τι­κές εκ­δη­λώ­σεις (α­πώ­λεια βά­ρους, πυ­ρε­τό και αρ­θρί­τι­δα) ή μη αν­τα­πο­κρι­νό­με­νη στη συν­τη­ρη­τι­κή θε­ρα­πεί­α
  • Νό­σος Crohn με ε­κτε­τα­μέ­νη προ­σβο­λή του λε­πτού εν­τέ­ρου

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Τα κορ­τι­κο­ει­δή εί­ναι χρή­σι­μα ε­ναλ­λα­κτι­κά φάρ­μα­κα στη θε­ρα­πεί­α των α­σθε­νών με φλεγ­μο­νώ­δεις εν­τε­ρο­πά­θει­ες, ό­που σκο­πός εί­ναι η πρό­κλη­ση ύ­φε­σης ή ο έ­λεγ­χος των ο­ξέ­ων προ­σβο­λών πριν α­πό την χο­ρή­γη­ση μη κορ­τι­κο­ει­δών φαρ­μά­κων.

19.10.9.11   ΝΕΦΡΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :

  • N­ε­φρω­σι­κό σύν­δρο­μο ο­φει­λό­με­νο σε ΣΕΛ ή σπει­ρα­μα­το­νε­φρί­τι­δα
  • Σπει­ρα­μα­το­νε­φρί­τι­δα ε­λα­χί­στων αλ­λοι­ώ­σε­ων.
  • Ι­δι­ο­πα­θές νε­φρω­σι­κό σύν­δρο­μο των ε­νη­λί­κων με με­βρα­νώ­δη νε­φρο­πά­θεια.

19.10.9.12   ΟΦΘΑΛΜΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Η πρεδ­νι­ζό­νη κα­τα­στέλ­λει τις ο­φθαλ­μι­κές φλεγ­μο­νές. Χο­ρη­γεί­ται το­πι­κά σαν λο­σιόν ή α­λοι­φή σε νο­σή­μα­τα του ε­ξω­τε­ρι­κού ή του πρό­σθιου τμή­μα­τος του ο­φθαλ­μού, ε­νώ σε νο­σή­μα­τα του ο­πί­σθιου τμή­μα­τος χρη­σι­μο­ποι­εί­ται πρεδ­νι­ζό­νη/πρεδ­νι­ζο­λό­νη per os. Ε­άν η πρεδ­νι­ζο­λό­νη ε­φαρ­μό­ζε­ται το­πι­κά στον ο­φθαλ­μό πά­νω α­πό 2 ε­βδο­μά­δες πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται τα­κτι­κά η εν­δο­φθάλ­μια πί­ε­ση.

19.10.9.13   ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ - ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Ι­δι­ο­πα­θής αυ­το­ά­νο­ση αι­μο­λυ­τι­κή α­ναι­μί­α : Τα κορ­τι­κο­ει­δή εί­ναι η θε­ρα­πεί­α ε­κλο­γής. Ε­άν η α­ναι­μί­α συν­δέ­ε­ται με λέμ­φω­μα ή χρό­νια λεμ­φο­γε­νή λευ­χαι­μί­α η αν­τα­πό­κρι­ση εί­ναι λι­γό­τε­ρο βέ­βαι­η.

Θρομ­βο­πε­νι­κή πορ­φύ­ρα : Η πρεδ­νι­ζο­λό­νη συ­νή­θως μει­ώ­νει την πο­σό­τη­τα του αν­τι­σώ­μα­τος στα αι­μο­πε­τά­λια και αυ­ξά­νει τον α­ριθ­μό των αι­μο­πε­τα­λί­ων σε δι­ά­στη­μα 2-3 ε­βδο­μά­δων.

Ο­ξεί­α λευ­χαι­μί­α-λεμ­φώ­μα­τα : Η πρεδ­νι­ζο­λό­νη πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται σε δι­ά­φο­ρους αν­τι­νε­ο­πλα­σμα­τι­κούς συν­δυα­σμούς που χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται στη θε­ρα­πεί­α της ο­ξεί­ας λευ­χαι­μί­ας και των λεμ­φω­μά­των. 

Πολ­λα­πλούν μυ­έ­λω­μα : Χρη­σι­μο­ποι­εί­ται πρεδ­νι­ζο­λό­νη για μι­κρό χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα μό­νη της ή κα­τά δι­α­στή­μα­τα σε συν­δυα­σμό με κυτ­τα­ρο­στα­τι­κά για την πρό­κλη­ση ύ­φε­σης.

Κα­κο­ή­θη νο­σή­μα­τα : Με­ρι­κά χη­μει­ο­θε­ρα­πευ­τι­κά σχή­μα­τα για κα­κο­ή­θη νο­σή­μα­τα (μα­στού, πνεύ­μο­να και προ­στά­τη) πε­ρι­λαμ­βά­νουν πρεδ­νι­ζό­νη per os. Τα κορ­τι­κο­ει­δή, σε με­γά­λες δό­σεις, κα­τα­στέλ­λουν την υ­πε­ρα­σβε­στι­αι­μί­α και α­να­κου­φί­ζουν α­πό τον πό­νο σε κα­κο­ή­θη νο­σή­μα­τα με δευ­τε­ρο­πα­θείς ο­στι­κές με­τα­στά­σεις.

19.10.9.14   ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : 

  • Πα­ρά­λυ­ση Bell
  • Πολ­λα­πλή σκλή­ρυν­ση
  • Υ­πο­ξεί­α α­πο­μυ­ε­λι­νω­τι­κή νευ­ρο­πά­θεια.

 

19.10.9.15   ΠΝΕΥΜΟΝΙΑ ΑΠΟ PNEUMOCYSTIS CARINII

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Μέ­τρια έ­ως σο­βα­ρή πνευ­μο­νί­τι­δα α­πό Pneumocystis carinii σε ε­νή­λι­κες και ε­φή­βους με­γα­λύ­τε­ρους των 13 ε­τών με AIDS.

Η θε­ρα­πεί­α με κορ­τι­κο­ει­δή εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρο να αρ­χί­ζει εν­τός των 24-72 πρώ­των ω­ρών της αν­τι­λοι­μώ­δους α­γω­γής και να δια­ρκεί μι­κρό χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα. Πάν­τως, το ι­δα­νι­κό δο­σο­λο­γι­κό σχή­μα με κορ­τι­κο­ει­δή δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί. Με­τά την δι­α­κο­πή των κορ­τι­κο­ει­δών η πνευ­μο­νι­κή δυσ­λει­τουρ­γί­α μπο­ρεί να υ­πο­τρο­πιά­σει.

19.10.9.16   ΣΑΡΚΟΕΙΔΩΣΗ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Ε­κτε­τα­μέ­νες πνευ­μο­νι­κές δι­η­θή­σεις.

19.10.9.17   ΥΠΕΡΑΣΒΕΣΤΙΑΙΜΙΑ

Η πρεδ­νι­ζο­λό­νη, σε δό­ση 5-10 mg ή πε­ρισ­σό­τε­ρο η­με­ρη­σί­ως, α­νά­λο­γα με τα ε­πί­πε­δα του α­σβε­στί­ου στον ο­ρό, μπο­ρεί να μει­ώ­σει την υ­πε­ρα­σβε­στι­αι­μί­α.

19.10.9.18   ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΄Η ΕΞΩΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΦΥΜΑΤΙΩΣΗ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :

  • Συ­στη­μα­τι­κές και α­να­πνευ­στι­κές ε­πι­πλο­κές σε α­σθε­νείς με προ­χω­ρη­μέ­νη πνευ­μο­νι­κή φυ­μα­τί­ω­ση
  • Φυ­μα­τι­ώ­δης πε­ρι­καρ­δί­τι­δα
  • Φυ­μα­τι­ώ­δης μη­νιγ­γί­τι­δα
  • Φυ­μα­τι­ώ­δης πλευ­ρί­τι­δα
  • Λεμ­φα­δε­νο­πά­θεια με­σο­θω­ρα­κί­ου συν­δε­ό­με­νη με πρω­το­πα­θή εν­δο­θω­ρα­κι­κή φυ­μα­τί­ω­ση.

19.10.10   ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

Πα­ρα­τη­ρούν­ται συ­νή­θως μό­νον ό­ταν η πρεδ­νι­ζο­λό­νη χο­ρη­γεί­ται σε με­γά­λες δό­σεις και, κυ­ρί­ως, μα­κρο­χρό­νια. Γε­νι­κά ο­φεί­λον­ται σε κα­τα­στο­λή του υ­πο­θα­λα­μο-υ­πο­φυ­σιο-ε­πι­νε­φρι­δια­κού ά­ξο­να, αύ­ξη­ση των δρά­σε­ων και πα­ρέμ­βα­ση στους α­νο­σια­κούς μη­χα­νι­σμούς ά­μυ­νας. Η συ­χνό­τη­τά τους αυ­ξά­νε­ται ση­μαν­τι­κά ό­ταν η δό­ση της πρεδ­νι­ζο­λό­νης υ­περ­βαί­νει τα 10 mg η­με­ρη­σί­ως.

1.  ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΛΥΤΩΝ

  • Κα­τα­κρά­τη­ση να­τρί­ου
  • Κα­τα­κρά­τη­ση υ­γρών
  • Α­πώ­λεια κα­λί­ου
  • Υ­πο­κα­λι­αι­μι­κή αλ­κά­λω­ση

2.  ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΟΣΚΕΛΕΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Μυι­κή α­δυ­να­μί­α-α­τρο­φί­α
  • Στε­ρο­ει­δι­κή μυ­ο­πά­θεια
  • Ο­στε­ο­πό­ρω­ση-ο­στε­ο­πο­ρω­τι­κά συμ­πι­ε­στι­κά κα­τάγ­μα­τα σπον­δύ­λων
  • Ο­στε­ο­νέ­κρω­ση κε­φα­λής ι­σχί­ου-βρα­χι­ο­νί­ου
  • Πα­θο­λο­γι­κά κα­τάγ­μα­τα μα­κρών ο­στών
  • Ρή­ξη τε­νόν­των, ι­δι­αί­τε­ρα του Α­χίλ­λει­ου

3.  ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Πε­πτι­κό έλ­κος, με πι­θα­νή δι­ά­τρη­ση και αι­μορ­ρα­γί­α
  • Δι­ά­τρη­ση λε­πτού και πα­χέ­ος εν­τέ­ρου (σε α­σθε­νείς με φλεγ­μο­νώ­δεις εν­τε­ρο­πά­θει­ες)
  • Παγ­κρε­α­τί­τι­δα-λει­τουρ­γι­κές δι­α­τα­ρα­χές παγ­κρέ­α­τος
  • Με­τε­ω­ρι­σμός κοι­λιάς
  • Ναυ­τί­α, έ­με­τοι
  • Ελ­κω­τι­κή οι­σο­φα­γί­τι­δα

4.  ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ

  • Αύ­ξη­ση SGOT, SGPT και αλ­κα­λι­κής φω­σφα­τά­σης. Εί­ναι συ­νή­θως ή­πια, δεν συν­δέ­ε­ται με κλι­νι­κά σύν­δρο­μα και α­να­στρέ­φε­ται με την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου.

5.  ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ - ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ

  • Ε­ξα­σθέ­νη­ση ε­πού­λω­σης τραυ­μά­των
  • Λέ­πτυν­ση και ευ­θραυ­στό­τη­τα δέρ­μα­τος
  • Πε­τέ­χει­ες και εκ­χυ­μώ­σεις
  • Ε­ρύ­θη­μα
  • Υ­πε­ρι­δρω­σί­α
  • Κα­τα­στο­λή αν­τι­δρά­σε­ων σε δερ­μα­τι­κές δο­κι­μα­σί­ες
  • Αλ­λερ­γι­κή δερ­μα­τί­τι­δα
  • Κνί­δω­ση 
  • Αγ­γει­ο­νευ­ρω­τι­κό οί­δη­μα  

6.  ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Σπα­σμοί
  • Αύ­ξη­ση εν­δο­κρα­νια­κής πί­ε­σης με οί­δη­μα της ο­πτι­κής θη­λής (εγ­κε­φα­λι­κός ψευ­δο-όγ­κος), συ­νή­θως με­τά την θε­ρα­πεί­α
  • Ι­λιγ­γος
  • Κε­φα­λαλ­γί­α
  • Ψυ­χι­α­τρι­κές δι­α­τα­ρα­χές
  • Δι­α­τα­ρα­χές συμ­πε­ρι­φο­ράς και προ­σω­πι­κό­τη­τας
  • Νευ­ρι­κό­τη­τα
  • Α­ϋ­πνί­α 
  • Ευ­φο­ρί­α 

7.  ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΝΔΟΚΡΙΝΕΙΣ ΑΔΕΝΕΣ 

  • Α­νω­μα­λί­ες έμ­μη­νης ρύ­σης
  • Σύν­δρο­μο Cushing
  • Υ­περ­τρί­χω­ση
  • Κα­τα­στο­λή α­νά­πτυ­ξης (στα παι­διά). Α­φο­ρά και την γραμ­μι­κή ο­στι­κή α­νά­πτυ­ξη και την σύγ­κλει­ση των ε­πι­φύ­σε­ων και μπο­ρεί να εί­ναι μό­νι­μη, αν και η σω­μα­τι­κή α­νά­πτυ­ξη συ­χνά ε­πι­τα­χύ­νε­ται με­τά την δι­α­κο­πή των κορ­τι­κο­ει­δών
  • Δευ­τε­ρο­πα­θής έλ­λει­ψη α­πάν­τη­σης στο φλοι­ό των ε­πι­νε­φρι­δί­ων και την υ­πό­φυ­ση, ι­δι­αί­τε­ρα σε κα­τα­στά­σεις stress (π.χ. τραύ­μα, χει­ρουρ­γι­κή ε­πέμ­βα­ση, νό­ση­ση)
  • Δυ­σα­νε­ξί­α στους υ­δα­τάν­θρα­κες
  • Ε­νερ­γο­ποί­η­ση λαν­θά­νον­τα δι­α­βή­τη
  • Αύ­ξη­ση α­παι­τή­σε­ων σε ιν­σου­λί­νη ή αν­τι­δι­α­βη­τι­κούς per os πα­ρά­γον­τες (σε δι­α­βη­τι­κούς)  
  • Υ­περ­γλυ­και­μί­α και ε­λάτ­τω­ση του νε­φρι­κού ου­δού του σακ­χά­ρου. Πα­ρα­τη­ρεί­ται συ­χνά σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με πρεδ­νι­ζο­λό­νη. Εί­ναι ή­πια, α­να­στρέ­ψι­μη και εμ­φα­νί­ζε­ται συ­χνό­τε­ρα σε α­σθε­νείς η­λι­κί­ας με­γα­λύ­τε­ρης των 40 ε­τών με θε­τι­κό HLA-B28. Σε λή­πτες νε­φρι­κών μο­σχευ­μά­των δεν ε­πη­ρε­ά­ζει το μό­σχευ­μα ή την διά­ρκεια της ε­πι­βί­ω­σης (David DS et al, 1980). 

8.  ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ

  • Ο­πί­σθιος υ­πο­κά­ψιος κα­ταρ­ρά­κτης
  • Γλαύ­κω­μα
  • Ε­ξώ­φθαλ­μος
  • Αύ­ξη­ση εν­δο­φθάλ­μιας πί­ε­σης, στο 40% των α­σθε­νών που θε­ρα­πεύ­ον­ται με κορ­τι­κο­ει­δή συ­στη­μα­τι­κά ή με ο­φθαλ­μι­κές εν­στα­λά­ξεις. Εί­ναι α­να­στρέ­ψι­μη, αλ­λά μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε μη α­να­στρέ­ψι­μο γλαύ­κω­μα και τύ­φλω­ση σε ο­ρι­σμέ­να γε­νε­τι­κά προ­δι­α­τε­θει­μέ­να ά­το­μα και σε δι­α­βη­τι­κούς.

 

 

9.  ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΕΣ

  • Αρ­νη­τι­κό ι­σο­ζύ­γιο α­ζώ­του, ο­φει­λό­με­νο στον κα­τα­βο­λι­σμό των πρω­τε­ϊ­νών
  • Υ­περ­λι­πι­δαι­μί­α, η ο­ποί­α μπο­ρεί να συμ­βάλ­λει στην α­νά­πτυ­ξη της αρ­τη­ρι­ο­σκλη­ρυν­τι­κής αγ­γει­ο­πά­θειας σε λή­πτες μο­σχευ­μά­των
  • Κα­τα­στο­λή ε­πι­πέ­δων τε­στο­στε­ρό­νης, σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους μα­κρο­χρό­νια με πρεδ­νι­ζο­λό­νη, η ο­ποί­α μπο­ρεί να συμ­βάλ­λει στην α­νά­πτυ­ξη ο­στε­ο­πό­ρω­σης και α­τρο­φί­ας των μα­λα­κών μο­ρί­ων (Reid IR et al, 1985).
  • Αύ­ξη­ση α­πέκ­κρι­σης ου­ρι­κού ο­ξέ­ος, α­σβε­στί­ου και φω­σφό­ρου α­πό τα ού­ρα

10.  ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Ρή­ξη μυ­ο­καρ­δί­ου με­τά α­πό πρό­σφα­το μυ­ο­καρ­δια­κό έμ­φρα­κτο
  • Θρομ­βο­εμ­βο­λι­κά ε­πει­σό­δια
  • Συμ­φο­ρη­τι­κή καρ­δια­κή α­νε­πάρ­κεια (σε ε­πιρ­ρε­πείς α­σθε­νείς) 
  • Υ­πέρ­τα­ση

11.  ΑΛΛΕΣ

  • Υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α
  • Α­πό­κτη­ση βά­ρους
  • Αύ­ξη­ση ό­ρε­ξης
  • Κα­κου­χί­α
  • Νυ­κτου­ρί­α
  • Σάρ­κω­μα Kaposi : Ε­χει α­να­φερ­θεί σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή. Η δι­α­κο­πή του κορ­τι­κο­ει­δούς συ­χνά α­κο­λου­θεί­ται α­πό κλι­νι­κή ύ­φε­ση του όγ­κου.

19.10.11   ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ

Εκ­δη­λώ­σεις : Η ε­φά­παξ χο­ρή­γη­ση υ­περ­βο­λι­κών δό­σε­ων κορ­τι­κο­ει­δών δεν α­να­μέ­νε­ται να προ­κα­λέ­σει ο­ξέ­α συμ­πτώ­μα­τα. Εκ­δη­λώ­σεις υ­περ­δο­σο­λο­γί­ας α­να­μέ­νον­ται συ­νή­θως με­τά α­πό την ε­πα­νει­λημ­μέ­νη χο­ρή­γη­ση υ­ψη­λών δό­σε­ων κορ­τι­κο­ει­δών.

Θε­ρα­πεί­α : Σε πε­ρι­πτώ­σεις υ­περ­δο­σο­λο­γί­ας α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να δι­α­τη­ρεί­ται ε­παρ­κής πρόσ­λη­ψη υ­γρών και να ε­λέγ­χον­ται οι η­λε­κτρο­λύ­τες του ο­ρού και των ού­ρων και ι­δι­αί­τε­ρα η ι­σορ­ρο­πί­α του να­τρί­ου και του κα­λί­ου.

19.10.12   ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΕ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ

Η πρεδ­νι­ζό­νη/πρεδ­νι­ζο­λό­νη μπο­ρεί να ε­πη­ρε­ά­σει τα ε­πί­πε­δα της κορ­τι­ζό­λης στο πλά­σμα, λό­γω δι­α­σταυ­ρού­με­νης αν­τι­δρα­στι­κό­τη­τας στην αν­τα­γω­νι­στι­κή σύν­δε­ση με τις πρω­τεί­νες, και με­ρι­κές α­νο­σο­λο­γι­κές με­θό­δους.

Η πρεδ­νι­ζό­νη/πρεδ­νι­ζο­λό­νη αυ­ξά­νει τα ε­πί­πε­δα του σακ­χά­ρου και ε­ξα­σθε­νεί τις δο­κι­μα­σί­ες α­νο­χής στη γλυ­κό­ζη, μει­ώ­νει την Τ3 και την TBG και αυ­ξά­νει την α­νά­στρο­φη Τ3 και την συν­δε­ό­με­νη με την θυ­ρο­ξί­νη προ­λευ­κω­μα­τί­νη.

Η πρεδ­νι­ζο­λό­νη μει­ώ­νει την LH και την α­πάν­τη­ση της FSH/LH-RH, στις γυ­ναί­κες.

19.10.13   ΚΥΗΣΗ

Στα ζώ­α : Τα κορ­τι­κο­ει­δή προ­κα­λούν εμ­βρυι­κές α­νω­μα­λί­ες, ι­δι­αί­τε­ρα σχι­σμή της υ­πε­ρώ­ας.

Στον άν­θρω­πο : Η πρεδ­νι­ζό­νη και η πρεδ­νι­ζο­λό­νη έ­χουν χρη­σι­μο­ποι­η­θεί πε­ρισ­σό­τε­ρο απ΄ ό­λα τα σκευ­ά­σμα­τα των κορ­τι­κο­ει­δών στη διά­ρκεια της κύ­η­σης.

Η πρεδ­νι­ζο­λό­νη με­τα­τρέ­πε­ται στον πλα­κούν­τα σε α­νε­νερ­γό πρεδ­νι­ζό­νη. Οι συγ­κεν­τρώ­σεις της στο αί­μα της μη­τέ­ρας, σε σχέ­ση με τον ομ­φά­λιο λώ­ρο, α­νέρ­χον­ται σε 10/1 (Beitins IZ et al, 1972). Η δε­ξα­με­θα­ζό­νη, αν­τί­θε­τα, δι­έρ­χε­ται τον πλα­κούν­τα και α­νι­χνεύ­ε­ται στο έμ­βρυ­ο σε ε­πί­πε­δα πα­ρό­μοι­α με της μη­τέ­ρας. Γι΄αυ­τό και, ε­άν έ­χει α­νάγ­κη θε­ρα­πεί­ας με κορ­τι­κο­ει­δή η μη­τέ­ρα, προ­τι­μό­τε­ρη εί­ναι η πρεδ­νι­ζό­νη ή πρεδ­νι­ζο­λό­νη, ε­νώ ε­άν πρέ­πει να θε­ρα­πευ­θεί το έμ­βρυ­ο, π.χ. λό­γω μυ­ο­καρ­δί­τι­δας, ή να προ­λη­φθεί το σύν­δρο­μο α­να­πνευ­στι­κής α­νε­πάρ­κειας (Liggins GC and Howie RN, 1972), προ­τι­μά­ται η δε­ξα­με­θα­ζό­νη.

Η πρεδ­νι­ζο­λό­νη, χο­ρη­γού­με­νη σε α­σθμα­τι­κές γυ­ναί­κες σε δό­σεις 2.5-30 mg η­με­ρη­σί­ως σ΄ ό­λη την διά­ρκεια της κύ­η­σης, δεν συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό αύ­ξη­ση των μη­τρι­κών ή εμ­βρυι­κών ε­πι­πλο­κών (Schartz M et al, 1975).

Η πρεδ­νι­ζό­νη, πα­ρό­μοι­α, χο­ρη­γού­με­νη σε μι­κρές δό­σεις (8-10 mg/24ωρο) στη διά­ρκεια της εγ­κυ­μο­σύ­νης, δεν συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό ση­μαν­τι­κή αύ­ξη­ση της νο­ση­ρό­τη­τας, της θνη­τό­τη­τας ή των συγ­γε­νών α­νω­μα­λι­ών του εμ­βρύ­ου ή πτω­χή γε­νι­κά έκ­βα­ση της κύ­η­σης (Schatz M et al, 1975).

Η πρεδ­νι­ζό­νη και η πρεδ­νι­ζο­λό­νη, χο­ρη­γού­με­νες σε μι­κρές κα­θη­με­ρι­νές δό­σεις (π.χ. 7.5 mg) στη θε­ρα­πεί­α των ρευ­μα­τι­κών νο­ση­μά­των (π.χ. ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα), αλ­λά και σε με­γά­λες δό­σεις (π.χ. 60-80 mg/24ωρο) που χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται στη θε­ρα­πεί­α π.χ. του νε­φρι­κού ΣΕΛ, της αγ­γει­ί­τι­δας, κ.ά., δεν συν­δέ­ον­ται με συγ­γε­νείς εμ­βρυι­κές α­νω­μα­λί­ες, γ΄αυ­τό και μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θούν με α­σφά­λεια στη διά­ρκεια της κύ­η­σης. Μο­να­δι­κή ε­ξαί­ρε­ση α­πο­τε­λεί η προ­ε­κλαμ­πτι­κή το­ξι­ναι­μί­α, ό­που μπο­ρεί να ε­πι­δει­νώ­σουν, ό­πως ό­λα τα κορ­τι­κο­ει­δή, την κα­τα­κρά­τη­ση των υ­γρών και την υ­πέρ­τα­ση.

Πάν­τως, η θε­ρα­πεί­α με κορ­τι­κο­ει­δή, ι­δι­αί­τε­ρα σε με­γά­λες δό­σεις, στη διά­ρκεια της κύ­η­σης μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει σο­βα­ρές ε­πι­πλο­κές στην κυ­ο­φο­ρού­σα, ό­πως π.χ. σακ­χα­ρώ­δη δι­α­βή­τη, υ­πέρ­τα­ση, ο­στε­ο­πό­ρω­ση, ά­ση­πτη νέ­κρω­ση ο­στών, κ.ά., γι΄αυ­τό και πρέ­πει να γί­νε­ται με με­γά­λη πε­ρί­σκε­ψη και μό­νον εφ΄ό­σον το α­να­με­νό­με­νο ό­φε­λος υ­περ­βαί­νει τους πι­θα­νούς κιν­δύ­νους για την μη­τέ­ρα. Α­κό­μα, οι γυ­ναί­κες α­να­πα­ρα­γω­γι­κής η­λι­κί­ας πρέ­πει να ε­νη­με­ρώ­νουν τον θε­ρά­πον­τα για­τρό τους ε­άν θε­λή­σουν να τε­κνο­ποι­ή­σουν ή έ­χουν συλ­λά­βει ε­νώ θε­ρα­πεύ­ον­ται με κορ­τι­κο­ει­δή. Τα βρέ­φη που ε­κτέ­θη­καν σε γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή στη διά­ρκεια της κύ­η­σης πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή για εκ­δη­λώ­σεις ε­πι­νε­φρι­δια­κής α­νε­πάρ­κειας.

19.10.14   ΓΑΛΟΥΧΙΑ

Οι συγ­κεν­τρώ­σεις της πρεδ­νι­ζό­νης και της πρεδ­νι­ζο­λό­νης στο μη­τρι­κό γά­λα, α­κό­μα και σε δό­σεις 80 mg η­με­ρη­σί­ως, εί­ναι ι­σο­δύ­να­μες με 5-25% των ε­πι­πέ­δων τους στον ο­ρό και ί­σες με ή χα­μη­λό­τε­ρες α­πό το 10% της εν­δο­γε­νώς πα­ρα­γό­με­νης κορ­τι­ζό­λης α­πό το νε­ο­γνό.

Η γα­λου­χί­α ε­πι­τρέ­πε­ται σε γυ­ναί­κες που παίρ­νουν έ­ως 20 mg πρεδ­νι­ζο­λό­νης, 1-2 φο­ρές η­με­ρη­σί­ως. Σε με­γα­λύ­τε­ρες δό­σεις, ο θη­λα­σμός συ­νι­στά­ται να γί­νε­ται 4 ώ­ρες με­τά την χο­ρή­γη­ση της πρεδ­νι­ζο­λό­νης (Ost L et al, 1985).

19.10.15   ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ - ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ

Νε­ο­γνά : Τα ε­νέ­σι­μα σκευ­ά­σμα­τα των γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δών που πε­ρι­έ­χουν βεν­ζυ­λι­κή αλ­κο­ό­λη αν­τεν­δεί­κνυν­ται στα πρό­ω­ρα νε­ο­γνά. 

Παι­διά : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να α­πο­φεύ­γον­ται, ε­άν εί­ναι δυ­να­τόν, στη βρε­φι­κή-παι­δι­κή η­λι­κί­α, για­τί μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν α­να­στο­λή της α­νά­πτυ­ξης.

Η­λι­κι­ω­μέ­νοι : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται με προ­σο­χή στους η­λι­κι­ω­μέ­νους, για­τί μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν κα­τα­κρά­τη­ση να­τρί­ου, υ­πέρ­τα­ση και οί­δη­μα και να ε­νερ­γο­ποι­ή­σουν λαν­θά­νου­σα φυ­μα­τι­ώ­δη λοί­μω­ξη.

Κύ­η­ση : Η πρεδ­νι­ζό­νη ε­πι­τρέ­πε­ται στη διά­ρκεια της κύ­η­σης.

Γα­λου­χί­α : Η γα­λου­χί­α ε­πι­τρέ­πε­ται σε γυ­ναί­κες που θε­ρα­πεύ­ον­ται με πρεδ­νι­ζο­λό­νη.  

Εμ­βο­λια­σμοί : Ε­πει­δή τα κορ­τι­κο­ει­δή α­να­στέλ­λουν την α­νο­σο­α­πάν­τη­ση, η πρεδ­νι­ζο­λό­νη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει μει­ω­μέ­νη α­πάν­τη­ση στις α­να­το­ξί­νες και στα εμ­βό­λια που πε­ρι­έ­χουν ζών­τες ή α­δρα­νο­ποι­η­μέ­νους μι­κρο-ορ­γα­νι­σμούς. Α­κό­μα, τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να δυ­νη­τι­κο­ποι­ή­σουν την α­να­πα­ρα­γω­γή ο­ρι­σμέ­νων ζών­των μι­κρο-ορ­γα­νι­σμών που εμ­πε­ρι­έ­χον­ται στα ζών­τα ε­ξα­σθε­νη­μέ­να εμ­βό­λια και, σε υ­περ­φυ­σι­ο­λο­γι­κές δό­σεις, να ε­πι­δει­νώ­σουν τις νευ­ρο­λο­γι­κές αν­τι­δρά­σεις ο­ρι­σμέ­νων εμ­βο­λί­ων.

Η α­νο­σο­ποί­η­ση ε­πι­τρέ­πε­ται σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με μη α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές ή με συμ­πλη­ρω­μα­τι­κές δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών (π.χ. για νό­σο Addison).

Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών, οι εμ­βο­λια­σμοί με ζών­τες ή ζών­τες, αλ­λά ε­ξα­σθε­νη­μέ­νους, ι­ούς αν­τεν­δεί­κνυν­ται, γι΄αυ­τό και δεν πρέ­πει να εμ­βο­λι­ά­ζον­ται κα­τά της ευ­λο­γιάς. Η συ­νή­θης χρή­ση εμ­βο­λί­ων ή α­να­το­ξι­νών πρέ­πει γε­νι­κά να α­να­βάλ­λε­ται μέ­χρις ό­του δι­α­κο­πεί η χο­ρή­γη­ση των κορ­τι­κο­ει­δών. Εφ΄ό­σον εί­ναι α­πα­ραί­τη­τος ο εμ­βο­λια­σμός σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή, μπο­ρεί να χρεια­σθεί να γί­νουν ο­ρο­λο­γι­κές δο­κι­μα­σί­ες για να ε­πι­βε­βαι­ω­θεί η ε­πάρ­κεια της α­νο­σο­α­πάν­τη­σης του α­σθε­νούς και να χο­ρη­γη­θούν ε­πι­πρό­σθε­τες δό­σεις εμ­βο­λί­ων ή α­να­το­ξι­νών.

ΠΡΟΥΠΑΡΧΟΝΤΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΤΑ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟ­ΠΟΙ-ΟΥΝΤΑΙ ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ

  • Μη ει­δι­κή ελ­κώ­δης κο­λί­τι­δα
  • Εκ­κολ­πω­μα­τί­τι­δα
  • Πρό­σφα­τη εν­τε­ρι­κή α­να­στό­μω­ση
  • Ε­νερ­γό ή α­συμ­πτω­μα­τι­κό πε­πτι­κό έλ­κος
  • Νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια
  • Υ­πέρ­τα­ση
  • Σπα­σμοί
  • Ο­στε­ο­πό­ρω­ση
  • Βα­ριά μυ­α­σθέ­νεια
  • Εμ­φρα­κτο μυ­ο­καρ­δί­ου
  • Υ­πο­προ­θρομ­βι­ναι­μί­α
  • Κίρ­ρω­ση
  • Υ­πο­θυ­ρε­ο­ει­δι­σμός
  • Λοι­μώ­ξεις
  • Α­πλός ο­φθαλ­μι­κός έρ­πη­τας
  • Ψυ­χι­α­τρι­κές δι­α­τα­ρα­χές

Γα­στρεν­τε­ρι­κά νο­σή­μα­τα : Τα κορ­τι­κο­ει­δή αν­τεν­δεί­κνυν­ται σε α­σθε­νείς με πε­πτι­κό έλ­κος, ε­κτός ε­άν πά­σχουν α­πό α­πει­λη­τι­κές για την ζω­ή κα­τα­στά­σεις.

Τα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με εκ­κολ­πω­μα­τί­τι­δα, μη ει­δι­κή ελ­κώ­δη κο­λί­τι­δα (ε­άν υ­πάρ­χει πι­θα­νό­τη­τα ε­πι­κεί­με­νης δι­ά­τρη­σης, α­πό­στη­μα ή άλ­λες πυ­ο­γε­νείς λοι­μώ­ξεις) ή πρό­σφα­τη εν­τε­ρι­κή α­να­στό­μω­ση. Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή οι εκ­δη­λώ­σεις πε­ρι­το­να­ϊ­κού ε­ρε­θι­σμού με­τά α­πό γα­στρεν­τε­ρι­κή δι­ά­τρη­ση μπο­ρεί να εί­ναι ε­λά­χι­στες ή α­που­σιά­ζουν.

Εμ­φρα­κτο μυ­ο­καρ­δί­ου : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται με ε­ξαι­ρε­τι­κή προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με πρό­σφα­το έμ­φραγ­μα του μυ­ο­καρ­δί­ου, για­τί μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν ρή­ξη του τοι­χώ­μα­τος της α­ρι­στε­ρής κοι­λί­ας.

Θρομ­βο­εμ­βο­λι­κά νο­σή­μα­τα : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με θρομ­βο­εμ­βο­λι­κά νο­σή­μα­τα.

Βα­ριά μυ­α­σθέ­νεια : Τα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με βα­ριά μυ­α­σθέ­νεια θε­ρα­πευ­ό­με­νους με αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κά φάρ­μα­κα.

Ο­φθαλ­μι­κά νο­σή­μα­τα : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πι­θα­νώς αν­τεν­δεί­κνυν­ται σε πά­σχον­τες α­πό ε­νερ­γείς α­πλές ερ­πη­τι­κές ο­φθαλ­μι­κές λοι­μώ­ξεις και δεν συ­νι­στών­ται στη θε­ρα­πεί­α της ο­πτι­κής νευ­ρί­τι­δας, για­τί μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν την συ­χνό­τη­τα των ε­πει­σο­δί­ων.

Υ­πο­θυ­ρε­ο­ει­δι­σμός-κίρ­ρω­ση : Μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τις δρά­σεις των κορ­τι­κο­ει­δών.

Ψυ­χι­α­τρι­κά νο­σή­μα­τα : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται με προ­σο­χή σε ά­το­μα με προ­ϋ­πάρ­χου­σα συ­ναι­σθη­μα­τι­κή α­στά­θεια, σο­βα­ρή κα­τά­θλι­ψη ή ε­πιρ­ρέ­πεια σε ψυ­χω­σι­κές δι­α­τα­ρα­χές.   

Φαρ­μα­κευ­τι­κή αλ­λερ­γί­α : Τα κορ­τι­κο­ει­δή, κυ­ρί­ως σε πα­ρεν­τε­ρι­κή χο­ρή­γη­ση, μπο­ρεί σπά­νια να προ­κα­λέ­σουν α­να­φυ­λα­κτι­κές αν­τι­δρά­σεις ή αν­τι­δρά­σεις υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας, γι΄αυ­τό και πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με ι­στο­ρι­κό φαρ­μα­κευ­τι­κής αλ­λερ­γί­ας.

Λοι­μώ­ξεις : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με πι­θα­νές ή γνω­στές λοι­μώ­ξεις, δε­δο­μέ­νου ό­τι :

 

  • Αυ­ξά­νουν την ε­πιρ­ρέ­πεια στην α­νά­πτυ­ξη λοι­μώ­ξε­ων
  • Μπο­ρεί να ε­πι­δει­νώ­σουν την δι­α­δρο­μή ή την έκ­βα­ση των λοι­μώ­ξε­ων, π.χ. να προ­κα­λέ­σουν δι­ά­τρη­ση σε α­σθε­νείς με α­πλό ο­φθαλ­μι­κό έρ­πη­τα
  • Μπο­ρεί να α­να­ζω­πυ­ρώ­σουν λαν­θά­νου­σες λοι­μώ­ξεις ή να ε­πι­δει­νώ­σουν εν­δο­γε­νείς λοι­μώ­ξεις α­πό δι­ά­φο­ρους μι­κρο-ορ­γα­νι­σμούς, π.χ. να ε­νερ­γο­ποι­ή­σουν λαν­θά­νου­σα α­μοι­βα­δί­α­ση, γι΄ αυ­τό και σε κά­θε α­σθε­νή με α­νε­ξή­γη­τη δι­άρ­ροι­α πρέ­πει να α­πο­κλεί­ε­ται η λαν­θά­νου­σα ή ε­νερ­γός α­μοι­βα­δι­κή λοί­μω­ξη πριν α­πό την έ­ναρ­ξη της θε­ρα­πεί­ας με κορ­τι­κο­ει­δή
  • Μπο­ρεί να συγ­κα­λύ­ψουν με­ρι­κές α­πό τις εκ­δη­λώ­σεις των λοι­μώ­ξε­ων, να ευ­νο­ή­σουν την δι­α­σπο­ρά του λοι­μο­γό­νου μι­κρο­ορ­γα­νι­σμού και την α­νά­πτυ­ξη νέ­ων λοι­μώ­ξε­ων, ό­πως και να μει­ώ­σουν την αν­τί­στα­ση και την δυ­να­τό­τη­τα εν­τό­πι­σης των λοι­μώ­ξε­ων
  • Μπο­ρεί να ε­πι­δει­νώ­σουν τις συ­στη­μα­τι­κές μυ­κη­τι­α­σι­κές λοι­μώ­ξεις, γι΄αυ­τό και δεν πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται ε­άν εμ­φα­νι­σθούν τέ­τοι­ες λοι­μώ­ξεις, ε­κτός ε­άν χρει­ά­ζον­ται για τον έ­λεγ­χο φαρ­μα­κευ­τι­κών αν­τι­δρά­σε­ων που ο­φεί­λον­ται στην αμ­φο­τε­ρι­κί­νη Β. Η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση της αμ­φο­τε­ρι­κί­νης Β με υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει δι­όγ­κω­ση της καρ­διάς και συμ­φο­ρη­τι­κή καρ­δια­κή α­νε­πάρ­κεια
  • Μπο­ρεί να υ­πο­βο­η­θή­σουν την εγ­κα­τά­στα­ση δευ­τε­ρο­γε­νών ο­φθαλ­μι­κών λοι­μώ­ξε­ων από μύ­κη­τες ή ι­ούς
  • Μπο­ρεί να αρνητικοποιήσουν ψευδώς την δο­κι­μα­σί­α νι­τρο­κυα­νού του τε­τρα­ζο­λί­ου για βα­κτη­ρι­δια­κές λοι­μώ­ξεις.

Η χρή­ση της πρεδ­νι­ζο­λό­νης σε α­σθε­νείς με ε­νερ­γό φυ­μα­τί­ω­ση πρέ­πει να πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται μό­νο σε πε­ρι­πτώ­σεις κε­ραυ­νο­βό­λου ή κεγ­χρο­ει­δούς φυ­μα­τί­ω­σης, ό­που τα κορ­τι­κο­ει­δή χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται για την αν­τι­με­τώ­πι­ση της νό­σου σε συν­δυα­σμό με την κα­τάλ­λη­λη αν­τι­φυ­μα­τι­κή α­γω­γή. Η κορ­τι­κο­ει­δο­θε­ρα­πεί­α, ε­άν εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη σε α­σθε­νείς με λαν­θά­νου­σα φυ­μα­τί­ω­ση ή θε­τι­κή Mantoux, ε­πι­βάλ­λει στε­νή πα­ρα­κο­λού­θη­ση, για­τί μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει α­να­ζω­πύ­ρω­ση της φυ­μα­τι­ώ­δους λοί­μω­ξης. Οι α­σθε­νείς αυ­τοί, εφ΄ό­σον θε­ρα­πεύ­ον­ται μα­κρο­χρό­νια με κορ­τι­κο­ει­δή, πρέ­πει να υ­πο­βάλ­λον­ται σε χη­μει­ο­προ­φύ­λα­ξη.

Τα παι­διά που θε­ρα­πεύ­ον­ται με α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κά φάρ­μα­κα εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­πιρ­ρε­πή σε λοι­μώ­ξεις α­πό τα υ­γι­ή. Π.χ. η α­νε­μευ­λο­γί­α και η ι­λα­ρά μπο­ρεί να έ­χουν βα­ρύ­τε­ρη, α­κό­μα και θα­να­τη­φό­ρα, δι­α­δρο­μή σε παι­διά θε­ρα­πευ­ό­με­να με α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών.

Παι­διά ή ε­νή­λι­κες που θε­ρα­πεύ­ον­ται με α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών, αλ­λά δεν έ­χουν προ­σβλη­θεί α­πό α­νε­μευ­λο­γί­α ή ι­λα­ρά, πρέ­πει να α­πο­φεύ­γουν την έκ­θε­ση στις λοι­μώ­ξεις αυ­τές και, αν τυ­χόν ε­κτε­θούν, να συμ­βου­λεύ­ον­ται τον για­τρό τους. Ε­άν ε­κτε­θούν στις λοι­μώ­ξεις αυ­τές, μπο­ρεί να χρεια­σθούν θε­ρα­πεί­α με α­πλή (IVIG) ή ει­δι­κή ε­ναν­τί­ον του ι­ού της α­νε­μευ­λο­γί­ας – έρ­πη­τα ζω­στή­ρα (VZIG) εν­δο­φλέ­βια α­νο­σο­σφαι­ρί­νη, α­νά­λο­γα με την πε­ρί­πτω­ση. Ε­άν εμ­φα­νί­σουν α­νε­μευ­λο­γί­α, μπο­ρεί να χρεια­σθούν θε­ρα­πεί­α με αν­τι-ι­ο­γε­νή φάρ­μα­κα.

19.10.16   ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να α­πο­φεύ­γον­ται σε εγ­κύ­ους με προ­ε­κλαμ­ψί­α, ε­κλαμ­ψί­α ή εν­δεί­ξεις βλά­βης του πλα­κούν­τα
  • Τα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή, σε μέ­τρι­ες ή με­γά­λες δό­σεις, μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν κα­τα­κρά­τη­ση να­τρί­ου και ύ­δα­τος με συ­νε­πα­κό­λου­θο οί­δη­μα, α­πώ­λεια κα­λί­ου, υ­πο­κα­λι­αι­μι­κή αλ­κά­λω­ση και υ­πέρ­τα­ση, ό­πως και συμ­φο­ρη­τι­κή καρ­δια­κή α­νε­πάρ­κεια σε ε­πιρ­ρε­πείς α­σθε­νείς.
  • Η α­νε­πάρ­κεια του φλοι­ού των ε­πι­νε­φρι­δί­ων α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να με­τρια­σθεί με την προ­ο­δευ­τι­κή μεί­ω­ση της δό­σης του κορ­τι­κο­ει­δούς και να ε­πι­μεί­νει αρ­κε­τούς μή­νες με­τά την δι­α­κο­πή του.
  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να χρεια­σθούν ε­πι­πρό­σθε­τα αυ­ξη­μέ­νες δό­σεις τα­χέ­ως δρών­των κορ­τι­κο­ει­δών πριν, στη διά­ρκεια και με­τά α­πό α­συ­νή­θι­στους στρεσ­σο­γό­νους πα­ρά­γον­τες.
  • Η σω­μα­τι­κή α­νά­πτυ­ξη των βρε­φών και των παι­δι­ών που θε­ρα­πεύ­ον­ται μα­κρο­χρό­νια με κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται με προ­σο­χή.
  • Τα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή αν­τεν­δεί­κνυν­ται σε α­σθε­νείς με γνω­στή υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α στα κορ­τι­κο­ει­δή.
  • Πριν α­πό κά­θε χει­ρουρ­γι­κή ε­πέμ­βα­ση οι α­σθε­νείς πρέ­πει να ε­νη­με­ρώ­νουν τον για­τρό και τον ο­δον­τί­α­τρό τους ή τον α­ναι­σθη­σι­ο­λό­γο ό­τι παίρ­νουν ή έ­χουν πά­ρει πρό­σφα­τα (μέ­σα σε δι­ά­στη­μα 12 μη­νών) κορ­τι­κο­ει­δή
  • Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να α­να­φέ­ρουν στο για­τρό τους κά­θε λοί­μω­ξη ή εκ­δή­λω­ση εν­δει­κτι­κή λοί­μω­ξης ή κα­κώ­σεις που εμ­φα­νί­ζουν στη διά­ρκεια της κορ­τι­κο­ει­δο­θε­ρα­πεί­ας ή σε δι­ά­στη­μα 12 μη­νών με­τά την δι­α­κο­πή της
  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή, ό­ταν χο­ρη­γούν­ται σε με­γά­λες δό­σεις, συ­νι­στά­ται να λαμ­βά­νον­ται με­τά τα γεύ­μα­τα και ταυ­τό­χρο­να με αν­τι­ό­ξι­να στα εν­δι­ά­με­σα των γευ­μά­των, ώ­στε να προ­λη­φθεί η α­νά­πτυ­ξη πε­πτι­κού έλ­κους
  • Ο χρό­νος προ­θρομ­βί­νης πρέ­πει να ε­λέγ­χε­ται τα­κτι­κά σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή και ταυ­τό­χρο­να κου­μα­ρι­νι­κά αν­τι­πη­κτι­κά, για­τί τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να τρο­πο­ποι­ή­σουν την αν­τα­πό­κρι­ση στα φάρ­μα­κα αυ­τά.
  • Η α­σπι­ρί­νη πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με υ­πο­προ­θρομ­βι­ναι­μί­α θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή
  • Ε­πει­δή οι ε­πι­πλο­κές της κορ­τι­κο­ει­δο­θε­ρα­πεί­ας ε­ξαρ­τών­ται α­πό την δό­ση του φαρ­μά­κου και την διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας, σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση πρέ­πει να ζυ­γί­ζε­ται η σχέ­ση ό­φε­λους/ κίν­δυ­νο ό­σον α­φο­ρά την δό­ση και την διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας και την συ­χνό­τη­τα χο­ρή­γη­σης του φαρ­μά­κου (κα­θη­με­ρι­νά ή κα­τά δι­α­στή­μα­τα).
  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται στη μι­κρό­τε­ρη δυ­να­τή δό­ση για τον έ­λεγ­χο του νο­σή­μα­τος στο ο­ποί­ο α­πευ­θύ­νον­ται και, ό­ταν η μεί­ω­ση της δό­σης τους εί­ναι δυ­να­τή, να γί­νε­ται βαθ­μια­ία και ό­χι α­πό­το­μα.

(ΒΛ. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΙΣ ΓΕΝΙΚΕΣ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ)

19.10.17   ΔΟΣΕΙΣ - ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ

Η δό­ση της πρεδ­νι­ζό­νης ε­ξα­το­μι­κεύ­ε­ται α­νά­λο­γα με την βα­ρύ­τη­τα, την πρό­γνω­ση και την α­να­με­νό­με­νη διά­ρκεια της νό­σου και την αν­τα­πό­κρι­ση του α­σθε­νούς. Η αρ­χι­κή δό­ση της κυ­μαί­νε­ται α­πό 5-60 mg/24ωρο, α­νά­λο­γα με το νό­ση­μα. Σε λι­γό­τε­ρο σο­βα­ρές πε­ρι­πτώ­σεις, χα­μη­λό­τε­ρες δό­σεις γε­νι­κά εί­ναι ε­παρ­κείς, ε­νώ με­ρι­κοί α­σθε­νείς μπο­ρεί να χρεια­σθούν με­γα­λύ­τε­ρες αρ­χι­κές δό­σεις.

Η αρ­χι­κή δό­ση της πρεδ­νι­ζό­νης πρέ­πει να δι­α­τη­ρεί­ται ή να τρο­πο­ποι­εί­ται μέ­χρις ό­του προ­κύ­ψει ι­κα­νο­ποι­η­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση. Ε­άν, με­τά α­πό λο­γι­κό χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα, η αν­τα­πό­κρι­ση εί­ναι α­νε­παρ­κής, η πρεδ­νι­ζό­νη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται και να α­κο­λου­θούν­ται άλ­λες ε­ναλ­λα­κτι­κές θε­ρα­πεί­ες.

Ε­άν προ­κύ­ψει ι­κα­νο­ποι­η­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση, η δό­ση συν­τή­ρη­σης προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται με βαθ­μια­ία μεί­ω­ση της αρ­χι­κής δό­σης του φαρ­μά­κου, μέ­χρις ό­του φθά­σει στο μι­κρό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό ύ­ψος. Κα­τα­στά­σεις που συ­νή­θως ε­πι­βάλ­λουν τρο­πο­ποί­η­ση της δό­σης εί­ναι η κλι­νι­κή κα­τά­στα­ση δευ­τε­ρο­πα­θώς σε υ­φέ­σεις ή ε­ξάρ­σεις της νό­σου, η αν­τα­πό­κρι­ση του α­σθε­νούς στο φάρ­μα­κο και στρεσ­σο­γό­νοι πα­ρά­γον­τες μη ά­με­σα σχε­τι­ζό­με­νοι με την βα­σι­κή νο­σο­λο­γι­κή ον­τό­τη­τα. Με­τά α­πό μα­κρο­χρό­νια θε­ρα­πεί­α, η δι­α­κο­πή της πρεδ­νι­ζό­νης, ε­άν αυ­τό εί­ναι ε­φι­κτό, πρέ­πει να γί­νε­ται προ­ο­δευ­τι­κά, και ό­χι α­πό­το­μα.

Α)   ΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ

Δι­σκί­α, σι­ρό­πι, δι­ά­λυ­μα per os :

  • Παι­διά : Η δό­ση προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται με βά­ση το μέ­γε­θος ή το σω­μα­τι­κό βά­ρος
  • Ε­νή­λι­κες-έ­φη­βοι : 5-200 mg, ό­σο συ­χνά χρει­ά­ζε­ται

 

 

 

 

Ε­νέ­σι­μη πρεδ­νι­ζο­λό­νη :

Παι­διά : Η δό­ση προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται με βά­ση το μέ­γε­θος ή το σω­μα­τι­κό βά­ρος

Ε­νή­λι­κες–έ­φη­βοι : 2-100 mg μέ­σα σε αρ­θρώ­σεις ή μα­λα­κά μό­ρια, εν­δο­μυι­κά ή εν­δο­φλέ­βια, ό­σο συ­χνά χρει­ά­ζε­ται.

Β)   ΠΡΕΔΝΙΖΟΝΗ

Δι­σκί­α, σι­ρό­πι, δι­ά­λυ­μα per os :

Παι­διά : Η δό­ση προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται με βά­ση το μέ­γε­θος ή το σω­μα­τι­κό βά­ρος

Ε­νή­λι­κες-έ­φη­βοι : 5-200 mg κά­θε η­μέ­ρα ή κά­θε 2η η­μέ­ρα, ε­φά­παξ ή σε δι­η­ρη­μέ­νες δό­σεις.

19.10.17.1   ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

  • Πρεδ­νι­ζο­λό­νη 5 mg ε­φά­παξ το πρω­ί ή κά­θε 2η η­μέ­ρα. Το δο­σο­λο­γι­κό σχή­μα τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα με την αν­τα­πό­κρι­ση. Ε­άν δεν υ­πάρ­ξει ι­κα­νο­ποι­η­τι­κή βελ­τί­ω­ση, η δό­ση αυ­ξά­νε­ται κα­τά 1 mg σε δι­α­στή­μα­τα με­ρι­κών ε­βδο­μά­δων μέ­χρι τα 10 mg/24ωρο. Ε­άν προ­κύ­ψει ύ­φε­ση της νό­σου, η δό­ση του κορ­τι­κο­ει­δούς μει­ώ­νε­ται προ­ο­δευ­τι­κά, π.χ. κα­τά 1 mg κά­θε μή­να.

19.10.17.2   ΟΞΥΣ ΡΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΠΥΡΕΤΟΣ

  • Πρεδ­νι­ζο­λό­νη 1 mg/kg-1/24ωρο, ε­φά­παξ ή σε δι­η­ρη­μέ­νες δό­σεις Χ 7-10 η­μέ­ρες. Στη συ­νέ­χεια, η δό­ση μει­ώ­νε­ται κα­τά 2.5 mg κά­θε 5-7 η­μέ­ρες.

19.10.17.3   ΚΡΟΤΑΦΙΚΗ ΑΡΤΗΡΙΤΙΔΑ

  • Πρεδ­νι­ζο­λό­νη 20-60 mg/24ωρο.

19.10.17.4   ΡΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΥΜΥΑΛΓΙΑ

  • Πρεδ­νι­ζο­λό­νη 10-12 mg/24ωρο.

19.10.17.5   ΔΕΡΜΑΤΟΜΥΟΣΙΤΙΔΑ/ΠΟΛΥΜΥΟΣΙΤΙΔΑ

  • Πρεδ­νι­ζο­λό­νη 60 mg/24ωρο. Η ε­λάτ­τω­ση της CPK στο πλά­σμα προ­η­γεί­ται της συμ­πτω­μα­τι­κής βελ­τί­ω­σης, γι΄ αυ­τό και μπο­ρεί να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί σαν ο­δη­γός για την τρο­πο­ποί­η­ση της δό­σης του κορ­τι­κο­ει­δούς σε ε­πί­πε­δα συν­τή­ρη­σης πε­ρί­που 12.5 mg/24ωρο.

19.10.17.6   ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΣ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗΣ ΛΥΚΟΣ

Αρ­θρι­κές εκ­δη­λώ­σεις : Πρεδ­νι­ζο­λό­νη 5-10 mg/24ωρο

Νε­φρι­κή προ­σβο­λή : Πρεδ­νι­ζο­λό­νη 60 mg/24ωρο per os. Η δό­ση δι­α­τη­ρεί­ται συ­νή­θως σε 10-25 mg/24ωρο. Σε σο­βα­ρές πε­ρι­πτώ­σεις η πρεδ­νι­ζο­λό­νη συν­δυ­ά­ζε­ται με α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κά (κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη ή α­ζα­θει­ο­πρί­νη).

Προ­σβο­λή ΚΝΣ : Πρεδ­νι­ζο­λό­νη 100-150 mg/24ωρο ή και πε­ρισ­σό­τε­ρο.

19.10.17.7   ΑΣΘΜΑ

  • Πρεδ­νι­ζο­λό­νη 5-10 mg ε­φά­παξ per os ή σε δι­η­ρη­μέ­νες δό­σεις κα­θη­με­ρι­νά ή σε δι­α­κο­πτό­με­νες δό­σεις.

Οι ε­ξάρ­σεις της νό­σου μπο­ρεί να α­παι­τή­σουν προ­σω­ρι­νά με­γα­λύ­τε­ρες δό­σεις. Στη φά­ση της μεί­ω­σης των κορ­τι­κο­ει­δών υ­πάρ­χει κίν­δυ­νος υ­πο­τρο­πής των συμ­πτω­μά­των, η ο­ποί­α ε­πι­βάλ­λει ε­πα­να­χο­ρή­γη­ση του κορ­τι­κο­ει­δούς.

Σε α­σθε­νείς με α­σθμα­τι­κή κα­τά­στα­ση τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρούν να χο­ρη­γη­θούν εν­δο­φλέ­βια σε με­γά­λες δό­σεις, μέ­χρις ό­του η ο­ξεί­α προ­σβο­λή τε­θεί υ­πό έ­λεγ­χο. Στη συ­νέ­χεια, χο­ρη­γεί­ται πρε-δ­νι­ζο­λό­νη p­er os σε δό­ση 10 mg 2 φο­ρές η­με­ρη­σί­ως ε­πί 4-6 η­μέ­ρες, η ο­ποί­α μει­ώ­νε­ται προ­ο­δευ­τι­κά.

19.10.17.8   ΗΠΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Αρ­χι­κή δό­ση 40-100 mg πρεδ­νι­ζο­λό­νης η­με­ρη­σί­ως, α­κο­λου­θού­με­νη (π.χ. στη χρό­νια ε­νερ­γό η­πα­τί­τι­δα) α­πό 10 mg σε συν­δυα­σμό με έ­ναν α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κό πα­ρά­γον­τα (π.χ. α­ζα­θει­ο­πρί­νη). Η μεί­ω­ση της πρεδ­νι­ζο­λό­νης σε δό­ση συν­τή­ρη­σης ε­ξαρ­τά­ται α­πό τις ε­ξα­το­μι­κευ­μέ­νες α­νάγ­κες του α­σθε­νούς.

 

 

19.10.17.9   ΦΛΕΓΜΟΝΩΔΕΙΣ ΕΝΤΕΡΟΠΑΘΕΙΕΣ

  • Πρεδ­νι­ζο­λό­νη 20-60 mg per os η­με­ρη­σί­ως. Σε βα­ρέ­ως πά­σχον­τες μπο­ρεί να χρεια­σθούν με­γα­λύ­τε­ρες δό­σεις. Σε ο­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις οι συ­στη­μα­τι­κές θε­ρα­πεί­ες συν­δυ­ά­ζον­ται με το­πι­κές με­θό­δους. Ε­άν δεν υ­πάρ­ξει αν­τα­πό­κρι­ση μέ­σα στις πρώ­τες η­μέ­ρες της φαρ­μα­κο­θε­ρα­πεί­ας μπο­ρεί να χρεια­σθεί χει­ρουρ­γι­κή ε­πέμ­βα­ση.

Ι­δι­ο­πα­θής στε­α­τόρ­ροι­α : Ε­άν δεν αν­τα­πο­κρί­νε­ται σε δί­αι­τα ε­λεύ­θε­ρη γλου­τέ­νης, μπο­ρεί να θε­ρα­πευ­θεί με πρεδ­νι­ζο­λό­νη σε δό­σεις 1-10 mg/24ωρο.

19.10.17.10   ΝΕΦΡΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Σπει­ρα­μα­το­νε­φρί­τι­δα ε­λα­χί­στων αλ­λοι­ώ­σε­ων : Πρεδ­νι­ζο­λό­νη 60 mg/24ωρο. Συ­νέ­χι­ση της θε­ρα­πεί­ας με 20 mg/24ωρο ε­πί 8 ε­βδο­μά­δες. Σε πε­ρι­πτώ­σεις υ­πο­τρο­πής ε­πα­να­χο­ρη­γεί­ται μό­νη της ή σε συν­δυα­σμό με έ­ναν κυτ­τα­ρο­στα­τι­κό πα­ρά­γον­τα, π.χ. κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη.  

Ι­δι­ο­πα­θές νε­φρω­σι­κό σύν­δρο­μο ε­νη­λί­κων με μεμ­βρα­νώ­δη νε­φρο­πά­θεια : Πρεδ­νι­ζο­λό­νη 100-150 mg ε­φά­παξ κά­θε 2η η­μέ­ρα. 

19.10.17.11   ΟΦΘΑΛΜΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Νο­σή­μα­τα ο­πί­σθιου τμή­μα­τος ο­φθαλ­μού : Πρεδ­νι­ζό­νη/πρεδ­νι­ζο­λό­νη per os σε δό­ση πε­ρί­που 30 mg, σε δι­η­ρη­μέ­νες δό­σεις.

19.10.17.12   ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΣΥΜΠΑΓΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ

Σε λή­πτες μο­σχευ­μά­των καρ­διάς, ή­πα­τος ή νε­φρών χο­ρη­γεί­ται πρεδ­νι­ζο­λό­νη σε με­γά­λες δό­σεις (1-1.5 mg/kg-1) την ώ­ρα της ε­πέμ­βα­σης, συ­νή­θως σε συν­δυα­σμό με α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κά. Η πρεδ­νι­ζο­λό­νη συ­νε­χί­ζε­ται σε μι­κρές δό­σεις συν­τή­ρη­σης (7-10 mg/24ωρο). Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να χρεια­σθούν να χο­ρη­γη­θούν εν­δο­φλέ­βια σε με­γά­λες δό­σεις (0.5-1 gr) κά­θε 12 ή 24 ώ­ρες για να προ­λη­φθεί η α­πόρ­ρι­ψη του μο­σχεύ­μα­τος. 

19.10.17.13   ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ - ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Αυ­το­ά­νο­ση αι­μο­λυ­τι­κή α­ναι­μί­α : Πρεδ­νι­ζο­λό­νη 60 mg/24ωρο, μει­ού­με­νη προ­ο­δευ­τι­κά σε 30 mg σε δι­ά­στη­μα με­ρι­κών ε­βδο­μά­δων και στη συ­νέ­χεια, ε­άν χρεια­σθεί, σε δό­ση συν­τή­ρη­σης 15 mg/24ωρο.

Θρομ­βο­πε­νι­κή πορ­φύ­ρα : Πρεδ­νι­ζο­λό­νη 60-100 mg/24ωρο, μέ­χρις ό­του α­πο­κα­τα­στα­θεί ο α­ριθ­μός των αι­μο­πε­τα­λί­ων (συ­νή­θως ε­πί 2-3 ε­βδο­μά­δες). Στη συ­νέ­χεια, η δό­ση μει­ώ­νε­ται στο χα­μη­λό­τε­ρο δυ­να­τό ύ­ψος (ό­χι ό­μως >10-15 mg), ό­που ο α­ριθ­μός των αι­μο­πε­τα­λί­ων δι­α­τη­ρεί­ται σε φυ­σι­ο­λο­γι­κά ε­πί­πε­δα.

Ο­ξεί­α λευ­χαι­μί­α-λεμ­φώ­μα­τα : Χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται δι­ά­φο­ροι αν­τι­νε­ο­πλα­σμα­τι­κοί συν­δυα­σμοί οι ο­ποί­οι πε­ρι­λαμ­βά­νουν πρεδ­νι­ζο­λό­νη 40-100 mg/kg-2/24ωρο.

Πολ­λα­πλούν μυ­έ­λω­μα : Πρεδ­νι­ζο­λό­νη 1-2 mg/kg-1 μό­νη της ή κα­τά δι­α­στή­μα­τα σε συν­δυα­σμό με κυτ­τα­ρο­στα­τι­κά.

Καρ­κί­νοι : Με­ρι­κά χη­μει­ο­θε­ρα­πευ­τι­κά σχή­μα­τα για κα­κο­ή­θη νο­σή­μα­τα (π.χ. μα­στού, πνεύ­μο­να, προ­στά­τη) πε­ρι­λαμ­βά­νουν πρεδ­νι­ζό­νη per os σε δό­σεις 20-60 mg/24ωρο.

19.10.17.14   ΠΝΕΥΜΟΝΙΑ ΑΠΟ PNEUMOCYSTIS CARINII

  • Πρεδ­νι­ζό­νη 40 mg 2 φο­ρές η­με­ρη­σί­ως Χ 5 η­μέ­ρες
  • Στη συ­νέ­χεια, 40 mg ε­φά­παξ η­με­ρη­σί­ως Χ 11 η­μέ­ρες (ή μέ­χρις ό­του ο­λο­κλη­ρω­θεί η αν­τι­μι­κρο­βια­κή θε­ρα­πεί­α).

19.10.17.15   ΔΕΡΜΑΤΙΤΙΔΑ ΕΞ ΕΠΑΦΗΣ

  • Πρεδ­νι­ζό­νη Χ 6 η­μέ­ρες, αρ­χι­κά σε δό­ση 30 mg την 1η η­μέ­ρα
  • Μεί­ω­ση κα­τά 5 mg/24ωρο, μέ­χρις ό­του χο­ρη­γη­θούν συ­νο­λι­κά 21 δι­σκί­α των 5 mg.

Δο­σο­λο­γι­κό σχή­μα μεί­ω­σης πρεδ­νι­ζό­νης : 

  • 1η η­μέ­ρα : 10 mg (2 δι­σκί­α) κά­θε 12 ώ­ρες (πριν α­πό το πρω­ι­νό και προ του ύ­πνου) και 5 mg (1 δι­σκί­ο) κά­θε 12 ώ­ρες (με­τά το γεύ­μα και το δεί­πνο)
  • 2η η­μέ­ρα : 5 mg (1 δι­σκί­ο) κά­θε 8 ώ­ρες (πριν α­πό το πρό­γευ­μα, με­τά το γεύ­μα και με­τά το δεί­πνο) και 10 mg (2 δι­σκί­α) προ του ύ­πνου
  • 3η η­μέ­ρα : 5 mg (1 δι­σκί­ο) κά­θε 6 ώ­ρες (πριν α­πό το πρό­γευ­μα, με­τά το γεύ­μα, με­τά το δεί­πνο και προ του ύ­πνου)
  • 4η η­μέ­ρα : 5 mg (1 δι­σκί­ο) κά­θε 8 ώ­ρες (πριν α­πό το πρό­γευ­μα, με­τά το γεύ­μα και προ του ύ­πνου)
  • 5η η­μέ­ρα : 5 mg (1 δι­σκί­ο) κά­θε 12 ώ­ρες (πριν α­πό το πρό­γευ­μα και προ του ύ­πνου)
  • 6η η­μέ­ρα : 5 mg (1 δι­σκί­ο) πριν α­πό το πρό­γευ­μα.

19.10.17.16   ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΄Η ΕΞΩΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΦΥΜΑΤΙΩΣΗ

Σο­βα­ρές συ­στη­μα­τι­κές και α­να­πνευ­στι­κές ε­πι­πλο­κές προ­χω­ρη­μέ­νης πνευ­μο­νι­κής φυ­μα­τί­ω­σης :

  • Πρεδ­νι­ζό­νη 40-60 mg/24ωρο
  • Προ­ο­δευ­τι­κή μεί­ω­ση σε δι­ά­στη­μα 4-8 ε­βδο­μά­δων

Φυ­μα­τι­ώ­δης μη­νιγ­γί­τι­δα :

  • Πρεδ­νι­ζό­νη 1 mg/kg/24ωρο Χ 4 ε­βδο­μά­δες

Φυ­μα­τι­ώ­δης πε­ρι­καρ­δί­τι­δα :

  • Πρεδ­νι­ζό­νη ή πρεδ­νι­ζο­λό­νη 60 mg/24ωρο
  • Προ­ο­δευ­τι­κή μεί­ω­ση σε δι­ά­στη­μα 6-12 ε­βδο­μά­δων

Φυ­μα­τι­ώ­δης πλευ­ρί­τι­δα :

  • Πρεδ­νι­ζό­νη 20-40 mg/24ωρο.
  • Προ­δευ­τι­κή μεί­ω­ση σε δι­ά­στη­μα 4-8 ε­βδο­μά­δων

Λεμ­φα­δε­νο­πά­θεια με­σο­θω­ρα­κί­ου συν­δε­ό­με­νη με πρω­το­πα­θή εν­δο­θω­ρα­κι­κή φυ­μα­τί­ω­ση :

  • Πρεδ­νι­ζό­νη 2-5 mg/kg/24ωρο
  • Μεί­ω­ση σε 1 mg/kg/24ωρο στη διά­ρκεια της 1ης ε­βδο­μά­δας και προ­ο­δευ­τι­κά στη διά­ρκεια των ε­πό­με­νων 5 ε­βδο­μά­δων.

19.10.17.17   ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Πα­ρά­λυ­ση Bell :

  • Πρεδ­νι­ζο­λό­νη 60 mg/24ωρο
  • Προ­ο­δευ­τι­κή μεί­ω­ση σε 5 mg σε δι­ά­στη­μα 2 ε­βδο­μά­δων.

Πολ­λα­πλή σκλή­ρυν­ση :

  • Πρεδ­νι­ζο­λό­νη 100 mg κά­θε 2η η­μέ­ρα
  • Πρεδ­νι­ζο­λό­νη 200 mg/24ωρο Χ 1 ε­βδο­μά­δα και στη συ­νέ­χεια 80 mg κά­θε 2η η­μέ­ρα Χ 1 μή­να (στις ο­ξεί­ες ε­ξάρ­σεις)

Υ­πο­ξεί­α α­πο­μυ­ε­λι­νω­τι­κή νευ­ρο­πά­θεια :

  • Πρεδ­νι­ζο­λό­νη (πρεδ­νι­ζο­λό­νη) 40-150 mg/24ωρο.

19.10.17.18   ΣΑΡΚΟΕΙΔΩΣΗ

  • Πρεδ­νι­ζο­λό­νη 20-30 mg/24ωρο (σε ε­κτε­τα­μέ­νες πνευ­μο­νι­κές δι­η­θή­σεις). Η κορ­τι­κο­ει­δο­θε­ρα­πεί­α μπο­ρεί να δι­αρ­κέ­σει μα­κρο­χρό­νια.

19.10.17.19   ΥΠΕΡΑΣΒΕΣΤΙΑΙΜΙΑ

  • Πρεδ­νι­ζο­λό­νη ≥ 5-10 mg/24ωρο, α­νά­λο­γα με τα ε­πί­πε­δα του α­σβε­στί­ου στον ο­ρό. 

 

 

 

 

 

19.10.18   ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ

1.  PREDNISOLONE

   Εμ­πο­ρι­κή ο­νο­μα­σί­α

   Μορ­φές-πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τες

         Κα­τα­σκευα­στής

Adelcort

Tabl. 10 x 5 mg

ADELCO Α.Ε.

Adelone

Coll. 5 ml x 1%

ΚΟΠΕΡ ΑΕ

Blephamide

Coll. 5 ml

ΑΛΒΙΑ ΑΕ 

Blicosan

Eye-Ear Sol. 5 ml

ΦΑΡΜΑΤΕΝ ΕΠΕ

Delta-Cortril

Tabl. 100 x 5 mg

PFIZER HELLAS Α.Ε

Dermol

Pomm. 20 gr

ADELCO Α.Ε.

 

Cream 20 gr

 

Hemorrocort

Pomm. 30 gr

DEMO ΑΕΒΕ

Isopto-Cetapred

Pomm. Ophth. 3,5 gr

ΑΛΚΟΝ ΑΕΒΕ

 

Coll. 5 ml

 

Precortivit

Cream 10 gr

MENARINI HELLAS A.E.

 

Pomm. 10 gr

 

Prednisolone

Pomm. Ophth. 2,5 gr

THEODORIDIS

Prezolon

Amp. 3 x 1 ml x 25 mg

ΜΙΝΕΡΒΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ

 ΑΕ

 

Tabl. 30 x 5 mg

 

2.  PREDNISOLONE CAPROATE

     Εμ­πο­ρι­κή ο­νο­μα­σί­α 

 Μορ­φές-πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τες 

        Κα­τα­σκευα­στής 

Scheriproct-Neo

Pomm. 20 gr x (1.9+5)

mg/gr 

SHEPA OE          

3.  PREDNISONE

     Εμ­πο­ρι­κή ο­νο­μα­σί­α 

 Μορ­φές-πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τες 

           Κα­τα­σκευα­στής 

Deltasone

Tabl. 2.5 mg 

PHARMACIA & UPJOHN 

Deltasone

Tabl. 5 mg 

PHARMACIA & UPJOHN

Deltasone

Tabl. 10 mg 

PHARMACIA & UPJOHN 

Deltasone

Tabl. 20 mg 

PHARMACIA & UPJOHN 

Meticorten  

Tabl. 1 mg  

SCHERING 

Prednisone

Tabl. 1 mg 

INTERSTATE ROXANE 

Prednisone 

Tabl. 2.5 mg 

ROXANE

Prednisone

Tabl. 50 mg 

ROXANE

Prednisone Intensol 

Oral solution 5 mg/ml  

ROXANE 

Prednisone 

Oral solution 5 mg/5 ml  

ROXANE 

Sterapred 5 mg Unipak 

Tabl. 5 mg 

MERZ

     Εμ­πο­ρι­κή ο­νο­μα­σί­α 

 Μορ­φές-πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τες 

           Κα­τα­σκευα­στής 

Sterapred 5 mg

12 Day Unipak 

Tabl. 5 mg 

MERZ

Sterapred DS Unipak

Tabl. 10 mg

MERZ

Sterapred DS

12 Day Unipak 

Tabl. 10 mg

MERZ

19.10.19   ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ

19.10.19.1   ΠΡΕΔΝΙΖΟΝΗ

Δι­σκί­α : Πε­ρι­έ­χουν 2.5, 5, 10, 20 ή 50 mg πρεδ­νι­ζό­νης και τα α­κό­λου­θα, α­νε­νερ­γή, συ­στα­τι­κά

  • Δι­σκί­α 2.5 mg : Στε­α­ρι­κό α­σβέ­στιο, ά­μυ­λο α­ρα­βο­σί­του, να­τρι­ού­χο ε­ρυ­θρο­σί­νη, λα­κτό­ζη, ο­ρυ­κτέ­λαι­ο, σορ­βι­κό ο­ξύ και σου­κρό­ζη.
  • Δι­σκί­α 5 mg : Στε­α­ρι­κό α­σβέ­στιο, ά­μυ­λο α­ρα­βο­σί­του, λα­κτό­ζη, ο­ρυ­κτέ­λαι­ο, σορ­βι­κό ο­ξύ και σου­κρό­ζη.
  • Δι­σκί­α 10 mg : Στε­α­ρι­κό α­σβέ­στιο, ά­μυ­λο α­ρα­βο­σί­του, λα­κτό­ζη, σορ­βι­κό ο­ξύ και σου­κρό­ζη.
  • Δι­σκί­α 20 mg : Στε­α­ρι­κό α­σβέ­στιο, ά­μυ­λο α­ρα­βο­σί­του, FD & C yellow Νο 6, λα­κτό­ζη, σορ­βι­κό ο­ξύ και σου­κρό­ζη.
  • Δι­σκί­α 50 mg : Α­μυ­λο α­ρα­βο­σί­του, λα­κτό­ζη, στε­α­ρι­κό μα­γνή­σιο, σορ­βι­κό ο­ξύ, σου­κρό­ζη και τάλκ. 

Ε­ναι­ώ­ρη­μα : Πε­ρι­έ­χει 5 mg πρεδ­νι­ζό­νης/5 ml ή 5 mg/ml-1.

19.10.19.2   ΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ

Δι­σκί­α : 5 mg (στις ΗΠΑ), 1, 5 και 25 mg και εν­τε­ρο­δι­α­λυ­τά δι­σκί­α 2.5 και 5 mg (στην Αγ­γλί­α)

Ε­ναι­ώ­ρη­μα per os : 15 mg πρεδ­νι­ζο­λό­νης/5 ml (στις ΗΠΑ).

Η πρεδ­νι­ζο­λό­νη υ­πάρ­χει και σε συν­δυα­σμό με άλ­λα σκευ­ά­σμα­τα, π.χ. ε­ξα­νο­ϊ­κή πρεδ­νι­ζο­λό­νη + υ­δρο­χλω­ρι­κή δι­βου­καί­νη, να­τρι­ού­χο φω­σφο­ρι­κή πρεδ­νι­ζο­λό­νη + θει­ι­κή νε­ο­μυ­κί­νη.

19.10.19.3   ΟΞΕΙΚΗ ΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ

Ε­ναι­ώ­ρη­μα : Κά­θε ml πε­ρι­έ­χει ο­ξει­κή πρεδ­νι­ζο­λό­νη 0.125% ή 1.0%, χλω­ρι­ού­χο βεν­ζαλ­κό­νιο 0.01%, υ­δρο­ξυ­προ­πυλ­με­θυλ­κυτ­τα­ρί­νη, α­πο­ξη­ρα­μέ­νο φω­σφο­ρι­κό νά­τριο, πο­λυ­σορ­βά­τη 80, δι­νά­τριο EDTA, γλυ­κε­ρί­νη, κι­τρι­κό ο­ξύ ή/και υ­δρο­ξεί­διο του να­τρί­ου (για την τρο­πο­ποί­η­ση του pH), και κα­θαρ­μέ­νο ύ­δωρ.

Ε­νέ­σι­μα σκευ­ά­σμα­τα : 

  • Ο­ξει­κή πρεδ­νι­ζο­λό­νη 25 mg/ml-1 (εν­δο­μυι­κά, εν­δαρ­θρι­κά, μέ­σα σε μα­λα­κά μό­ρια ή δερ­μα­τι­κές αλ­λοι­ώ­σεις)
  • Ο­ξει­κή πρεδ­νι­ζο­λό­νη 80 mg/ml-1 + να­τρι­ού­χος φω­σφο­ρι­κή πρεδ­νι­ζο­λό­νη 20 mg/ml-1 (εν­δαρ­θρι­κά ή εν­δο­μυι­κά).

Ω­τι­κά-ο­φθαλ­μι­κά δι­α­λύ­μα­τα :

  • Ο­φθαλ­μι­κό ε­ναι­ώ­ρη­μα 0.12, 0.125 ή 1% ο­ξει­κής πρεδ­νι­ζο­λό­νης, χλω­ρι­ού­χο βεν­ζαλ­κό­νιο, πο­λυ­σορ­βά­τη 80, βο­ρι­κό ο­ξύ, κι­τρι­κό νά­τριο, δι­θει­ώ­δες νά­τριο, χλω­ρι­ού­χο νά­τριο, δι­νά­τριο EDTA, υ­δρο­ξυ­προ­πυλ­με­θυλ­κυτ­τα­ρί­νη και κα­θαρ­μέ­νο ύ­δωρ.  

19.10.19.4   ΦΩΣΦΟΡΙΚΗ ΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ

Δι­σκί­α : Πε­ρι­έ­χουν να­τρι­ού­χο φω­σφο­ρι­κή πρεδ­νι­ζο­λό­νη ι­σο­δύ­να­μη με 5 mg πρεδ­νι­ζο­λό­νης.

Δι­ά­λυ­μα per os : Κυ­κλο­φο­ρεί σαν ά­χρω­μο, ε­λεύ­θε­ρο χρω­στι­κών, δι­ά­λυ­μα με γεύ­ση φρά­ου­λας. Πε­ρι­έ­χει 6.7 να­τρι­ού­χου φω­σφο­ρι­κής πρεδ­νι­ζο­λό­νης (ι­σο­δύ­να­μης με 5 mg πρεδ­νι­ζο­λό­νης)/5 ml, σε υ­δα­τι­κό έκ­δο­χο, και άλ­λα, α­νε­νερ­γή, συ­στα­τι­κά (δι­βα­σι­κό φω­σφο­ρι­κό νά­τριο, δι­νά­τριο EDTA, με­θυλ­πα­ραμ­πέ­νη, κα­θαρ­μέ­νο ύ­δωρ, φω­σφο­ρι­κό νά­τριο και σορ­βι­τό­λη).

Ε­νέ­σι­μα σκευ­ά­σμα­τα : Η ε­νέ­σι­μη φω­σφο­ρι­κή να­τρι­ού­χος πρεδ­νι­ζο­λό­νη υ­πάρ­χει σαν στεί­ρο δι­ά­λυ­μα (pH 7-8), για εν­δο­φλέ­βια, εν­δο­μυι­κή και εν­δαρ­θρι­κή χο­ρή­γη­ση ή μέ­σα σε αλ­λοι­ώ­σεις και μα­λα­κούς ι­στούς. Κά­θε ml πε­ρι­έ­χει να­τρι­ού­χο φω­σφο­ρι­κή πρεδ­νι­ζο­λό­νη ι­σο­δύ­να­μη με 20 mg φω­σφο­ρι­κής πρεδ­νι­ζο­λό­νης, 25 mg νι­α­σι­να­μί­δης, υ­δρο­ξεί­διο του να­τρί­ου για την τρο­πο­ποί­η­ση του pH, 0.5 mg δι­νά­τριου EDTA, 1 ml ε­νέ­σι­μου ύ­δα­τος, 1 mg δι­θει­ώ­δους να­τρί­ου και 5 mg φαι­νό­λης.

Ο­φθαλ­μι­κό δι­ά­λυ­μα : Πε­ρι­έ­χει 1.25 mg/ml να­τρι­ού­χου φω­σφο­ρι­κής πρεδ­νι­ζο­λό­νης (= 1.1 mg/ml φω­σφο­ρι­κής πρεδ­νι­ζο­λό­νης) ή 10 mg/ml να­τρι­ού­χου φω­σφο­ρι­κής πρεδ­νι­ζο­λό­νης (= 9.1 mg/ml φω­φο­ρι­κής πρεδ­νι­ζο­λό­νης) σε ρυθ­μι­στι­κά ι­σό­το­να δι­α­λύ­μα­τα πε­ρι­έ­χον­τα δι­φω­σφο­ρι­κό και ά­νυ­δρο φω­σφο­ρι­κό νά­τριο, χλω­ρι­ού­χο νά­τριο, δι­νά­τριο EDTA, κα­θαρ­μέ­νο ύ­δωρ και χλω­ρι­ού­χο βεν­ζαλ­κό­νιο 0.1 mg/ml.

19.10.19.5   ΤΕΒΟΥΤΙΚΗ ΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ

Η τε­βου­τι­κή πρεδ­νι­ζο­λό­νη υ­πάρ­χει σαν λευ­κό έ­ως ε­λα­φρά κί­τρι­νο ε­ναι­ώ­ρη­μα (pH 6.0- 8.0). Κά­θε ml του ε­ναι­ω­ρή­μα­τος πε­ρι­έ­χει 20 mg τε­βου­τι­κής πρεδ­νι­ζο­λό­νης, 1 mg κι­τρι­κού να­τρί­ου, 1 mg  πο­λυ­σορ­βά­της 80, 0.5 ml δι­ά­λυ­μα σορ­βι­τό­λης (ι­σο­δύ­να­μο με 450 mg d- σορ­βι­τό­λης), 1 ml ε­νέ­σι­μου ύ­δα­τος και 9 mg βεν­ζυ­λι­κής αλ­κο­ό­λης. Δεν εί­ναι κα­τάλ­λη­λο για εν­δο­φλέ­βια χρή­ση.

19.10.19.6   ΜΕΤΑΣΟΥΛΦΟΒΕΝΖΟΙΚΗ ΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ

Σην Αγ­γλί­α κυ­κλο­φο­ρεί με την μορ­φή υ­πο­κλυ­σμών και α­φρού που πε­ρι­έ­χουν να­τρι­ού­χο με­τα­σουλ­φο­βεν­ζο­ϊ­κή πρεδ­νι­ζο­λό­νη ι­σο­δύ­να­μη με 20 mg πρεδ­νι­ζο­λό­νης/100 ml.

19.10.20   ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΥΛΑΞΗ ΤΩΝ ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΩΝ

Τα σκευ­ά­σμα­τα της πρεδ­νι­ζό­νης-πρεδ­νι­ζο­λό­νης πρέ­πει να φυ­λάσ­σον­ται σε θερ­μο­κρα­σί­α δω­μα­τί­ου (15-30ο C) και να προ­φυ­λάσ­σον­ται α­πό το φώς. Τα πα­ρεν­τε­ρι­κά σκευ­ά­σμα­τα δεν πρέ­πει να κα­τα­ψύ­χον­ται.

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΠΡΕΔΝΙΖΟΝΗΣ - ΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗΣ

Η πρεδ­νι­ζο­λό­νη χρη­σι­μο­ποι­εί­ται κυ­ρί­ως σαν αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δης ή α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κός πα­ρά­γον­τας. Ό­πως και η πρεδ­νι­ζό­νη, εί­ναι το πε­ρισ­σό­τε­ρο χρη­σι­μο­ποι­ού­με­νο σκεύ­α­σμα κορ­τι­ζό­νης στη συ­στη­μα­τι­κή θε­ρα­πεί­α των ρευ­μα­τι­κών νο­ση­μά­των. Ε­πει­δή έ­χει ε­λά­χι­στες α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δείς ι­δι­ό­τη­τες δεν ε­παρ­κεί μό­νη της στη θε­ρα­πεί­α της φλοι­ο­ε­πι­νε­φρι­δια­κής α­νε­πάρ­κειας, γι΄αυ­τό και πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται ταυ­τό­χρο­να με έ­να α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δές.

17.11   ΤΡΙΑΜΣΙΝΟΛΟΝΗ

Η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη εί­ναι δυ­νη­τι­κό συν­θε­τι­κό γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δές, χρη­σι­μο­ποι­ού­με­νο σε δι­ά­φο­ρα αυ­το­ά­νο­σα νο­σή­μα­τα και αλ­λερ­γι­κές κα­τα­στά­σεις. Η α­κε­το­νι­κή τρι­αμ­σι­νο­λό­νη εί­ναι το πρώ­το α­λο­γο­νω­μέ­νο κορ­τι­κο­ει­δές που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε το­πι­κά και α­πο­δεί­χθη­κε θε­α­μα­τι­κά πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό απ΄ό­λα τα το­πι­κά σκευ­ά­σμα­τα κορ­τι­κο­ει­δών και το πρώ­το το­πι­κό κορ­τι­κο­ει­δές που εί­χε θε­ρα­πευ­τι­κή δρά­ση στην ψω­ρί­α­ση.

ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ ΤΡΙΑΜΣΙΝΟΛΟΝΗΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΑ ΠΡΑΞΗ

  • Τρι­αμ­σι­νο­λό­νη (Triamcinolone)
  • Α­κε­το­νι­κή τρι­αμ­σι­νο­λό­νη (Triamcinolone acetonide)
  • Ε­ξα­κε­το­νι­κή τρι­αμ­σι­νο­λό­νη (Triamcinolone hexacetonide)
  • Δι­ο­ξει­κή τρι­αμ­σι­νο­λό­νη (Triamcinolone diacetate)

 

 

 

 

19.11.1   ΧΗΜΕΙΑ

19.11.1.1  Τρι­αμ­σι­νο­λό­νη (Triamcinolone)

Χη­μι­κό ό­νο­μα : 9-fluoro–11β, 16α, 17, 21-tetrahydroxy-1, 4-pregnadiene-3, 20–dione

Μο­ρια­κός τύ­πος : C21H27FO6

 

ΕΙΚΟΝΑ 107 : Συν­τα­κτι­κός τύ­πος τρι­αμ­σι­νο­λό­νης 

Πε­ρι­γρα­φή : Η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη εί­ναι συν­θε­τι­κό γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δές. Εί­ναι λευ­κή, ά­ο­σμη, κρυ­σταλ­λι­κή σκό­νη, πο­λύ δι­α­λυ­τή στο ύ­δωρ και ε­λα­φρά δι­α­λυ­τή στο οι­νό­πνευ­μα. Ε­χει μο­ρια­κό βά­ρος 394.5.

19.11.1.2  Α­κε­το­νι­κή τρι­αμ­σι­νο­λό­νη (Triamcinolone acetonide)

Χη­μι­κό ό­νο­μα : 9-fluoro-11b, 21-dihydroxy-16a, 17- isopropylidenedioxy-1, 4-pregnadiene - 3, 20–dione

Μο­ρια­κός τύ­πος : C24H31FO6

 

ΕΙΚΟΝΑ 108 : Συν­τα­κτι­κός τύ­πος α­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης 

Πε­ρι­γρα­φή : Η α­κε­το­νι­κή τρι­αμ­σι­νο­λό­νη εί­ναι λευ­κή κρυ­σταλ­λι­κή σκό­νη με ε­λα­φρά ο­σμή, πρα­κτι­κά α­δι­ά­λυ­τη στο ύ­δωρ και πο­λύ δι­α­λυ­τή στο οι­νό­πνευ­μα. Ε­χει μο­ρια­κό βά­ρος 434.5.

19.11.1.3  Ε­ξα­κε­το­νι­κή τρι­αμ­σι­νο­λό­νη (Triamcinolone hexacetonide)

Χη­μι­κό ό­νο­μα: 9-Fluoro-11beta,16alpha,17,21-tetrahydroxypregna-1,4-diene-3,20-dione cyclic 16,17-acetal with acetone 21-(3,3-dimethylbutyrate).

Μο­ρια­κός τύ­πος : C30H41FO7

 

 

ΕΙΚΟΝΑ 109 : Συν­τα­κτι­κός τύ­πος ε­ξα­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης

Πε­ρι­γρα­φή : Η ε­ξα­κε­το­νι­κή τρι­αμ­σι­νο­λό­νη εί­ναι λευ­κή λε­πτή κρυ­σταλ­λι­κή σκό­νη, πρα­κτι­κά α­δι­ά­λυ­τη στο ύ­δωρ και πο­λύ λί­γο δι­α­λυ­τή στο οι­νό­πνευ­μα. Ε­χει μο­ρια­κό βά­ρος 532.6.

19.11.2   ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ

Η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη εί­ναι συν­θε­τι­κό φθο­ρι­ω­μέ­νο κορ­τι­κο­ει­δές, με ι­σχυ­ρή γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή, αλ­λά ή­πια α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δή, δρά­ση, συγ­κρι­τι­κά με την κορ­τι­ζό­λη.

 

ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ-ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΡΑΣΗΣ

  • Κα­τα­στέλ­λει ή προ­λα­βαί­νει την εμ­φά­νι­ση των κλι­νι­κών ση­μεί­ων της φλεγ­μο­νής, δηλ. την το­πι­κή θερ­μό­τη­τα, την ε­ρυ­θρό­τη­τα, την ευ­αι­σθη­σί­α και την δι­όγ­κω­ση, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό την αι­τι­ο­λο­γί­α της.
  • Α­να­στέλ­λει τις πρώ­ι­μες (δι­ά­τα­ση τρι­χο­ει­δών, οί­δη­μα, με­τα­νά­στευ­ση λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων και φα­γο­κυτ­τά­ρων) και τις ό­ψι­μες (πολ­λα­πλα­σια­σμός τρι­χο­ει­δών και ι­νο­βλα­στών, ε­να­πό­θε­ση κολ­λα­γό­νου) ι­στι­κές αλ­λοι­ώ­σεις της φλεγ­μο­νής.
  • Αυ­ξά­νει την νε­ο­γλυ­κο­γέ­νε­ση, ε­νώ τα α­πο­θέ­μα­τα του γλυ­κο­γό­νου στο ή­παρ δι­α­τη­ρούν­ται
  • Μει­ώ­νει την πε­ρι­φε­ρι­κή καύ­ση της γλυ­κό­ζης στις κυτ­τα­ρι­κές μεμ­βρά­νες, δρών­τας αν­τα­γω­νι­στι­κά στην ιν­σου­λί­νη (Lerner LJ et al, 1964; Lerner LJ, 1966).
  • Ε­πι­τα­χύ­νει τον κα­τα­βο­λι­σμό και μει­ώ­νει την σύν­θε­ση των πρω­τε­ϊ­νών α­πό τις δι­αι­τη­τι­κά προσ­λαμ­βα­νό­με­νες πρω­τεί­νες (Liddle G, 1961; Albanese AA et al, 1962), αν και η συ­νο­λι­κή δρά­ση στη ι­σορ­ρο­πί­α του α­ζώ­του ε­ξαρ­τά­ται α­πό άλ­λους πα­ρά­γον­τες (δί­αι­τα, δό­ση κορ­τι­κο­ει­δούς, διά­ρκεια θε­ρα­πεί­ας).
  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους βρα­χυ­χρό­νια με τρι­αμ­σι­νο­λό­νη σε κλι­νι­κά α­πο­τε­λε­σμα­τι­κές δό­σεις συν­τή­ρη­σης (έ­ως 12 mg/24ωρο) το ι­σο­ζύ­γιο του α­ζώ­του δι­α­τη­ρεί­ται, ε­νώ, σε δό­σεις 12-24 mg/24ωρο, αρ­νη­τι­κο­ποι­εί­ται.
  • Κι­νη­το­ποι­εί το λί­πος και αυ­ξά­νει την συγ­κέν­τρω­σή του στους ώ­μους, το πρό­σω­πο και την κοι­λια­κή χώ­ρα.
  • Ε­χει ή­πια α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δή δρά­ση, γι΄ αυ­τό και δεν προ­κα­λεί κα­τα­κρά­τη­ση να­τρί­ου και έλ­λει­ψη κα­λί­ου. Σε υ­γι­είς ε­θε­λον­τές, χο­ρη­γού­με­νη σε δό­σεις 4-64 mg η­με­ρη­σί­ως ε­πί 4 η­μέ­ρες, προ­κα­λεί δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νη να­τρι­ού­ρη­ση. Α­πώ­λεια κα­λί­ου εμ­φα­νί­ζουν τα ά­το­μα που παίρ­νουν 32-64 mg τρι­αμ­σι­νο­λό­νης ε­πί 20 η­μέ­ρες, αλλ΄ό­χι 16-32 mg, η­με­ρη­σί­ως.
  • Αυ­ξά­νει τον α­ριθ­μό των ε­ρυ­θρών αι­μο­σφαι­ρί­ων και των ου­δε­τε­ρο­φί­λων λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων και μει­ώ­νει τον α­ριθ­μό των η­ω­σι­νο­φί­λων και των βα­σε­ο­φί­λων λευ­κών αι­μο­σφαι­ρί­ων και των λεμ­φο­κυτ­τά­ρων, ό­πως και την μά­ζα του λεμ­φι­κού ι­στού.

17.11.3   ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ

ΤΟΞΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΩΝ

  • Μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν ε­λάτ­τω­ση του βά­ρους των ε­πι­νε­φρι­δί­ων, η­πα­τι­κές αλ­λοι­ώ­σεις, συμ­πύ­κνω­ση του πνεύ­μο­να και γα­στρεν­τε­ρι­κές δι­α­τα­ρα­χές, σε πον­τι­κούς και α­ρου­ραί­ους
  • Προ­κα­λούν σχι­σμή του χεί­λους και της υ­πε­ρώ­ας, στα ζώ­α και τον άν­θρω­πο
  • Δεν φαί­νε­ται να έ­χουν καρ­κι­νο­γό­νο δρά­ση στον άν­θρω­πο, αν και συν­δέ­ον­ται με κα­κο­ή­θη νο­σή­μα­τα σε χρό­νια α­νο­σο­κα­τε­σταλ­μέ­νους α­σθε­νείς.
  • Δεν έ­χουν με­ταλ­λα­ξι­ο­γό­νο δρά­ση.

Τε­ρα­το­γό­νος δρά­ση : Δεν υ­πάρ­χουν πλη­ρο­φο­ρί­ες για την τε­ρα­το­γό­νο δρά­ση ει­δι­κά της τρι­αμ­σι­νο­λό­νης.

19.11.4   ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ

Η α­κε­το­νι­κή τρι­αμ­σι­νο­λό­νη, χο­ρη­γού­με­νη εν­δο­φλέ­βια σε μέ­τρι­ες ή με­γά­λες δό­σεις με την μορ­φή του φω­σφο­ρι­κού της ε­στέ­ρα, υ­δρο­λύ­ε­ται τα­χέ­ως σε α­κε­το­νι­κή τρι­αμ­σι­νο­λό­νη (Mollman H et al, 1985). Στις με­γά­λες δό­σεις, έ­χει ση­μαν­τι­κή δι­α­φο­ρά στην κά­θαρ­ση (45.2 l.h-1), συγ­κρι­τι­κά με τις μέ­τρι­ες (69.5 l.h-1), ε­νώ δεν δι­α­φέ­ρει ση­μαν­τι­κά στον τε­λι­κό t(1/2) (88 και 87 min) ή στον φαι­νό­με­νο όγ­κο κα­τα­νο­μής (99.5 l και 148.0 l), αν­τί­στοι­χα.

Η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη, χο­ρη­γού­με­νη εν­δαρ­θρι­κά σε δό­σεις 10, 20 ή 40 mg, α­νι­χνεύ­ε­ται στο πλά­σμα πά­νω α­πό 2 ε­βδο­μά­δες (Derendorf H et al, 1986). Η AUC της τρι­αμ­σι­νο­λό­νης μει­ώ­νε­ται τρι­εκ­θε­τι­κά. Ο τε­λι­κός t(1/2) της α­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης α­νέρ­χε­ται σε 3.2-6.4 η­μέ­ρες, ε­νώ, με­τά α­πό εν­δο­φλέ­βια χο­ρή­γη­ση, σε 1 ½ ώ­ρα (Mollman H et al, 1985), έν­δει­ξη ό­τι η συ­νε­χι­ζό­με­νη α­πορ­ρό­φη­ση της τρι­αμ­σι­νο­λό­νης ε­πη­ρε­ά­ζει την φά­ση που α­κο­λου­θεί την εν­δαρ­θρι­κή χο­ρή­γη­σή της.

Η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη έ­χει ο­λι­κή σω­μα­τι­κή κά­θαρ­ση 38.8-62.9 l.h-1, ε­νώ με­τά α­πό εν­δο­φλέ­βια χο­ρή­γη­ση, 69.5 l.h-1, έν­δει­ξη ό­τι α­πορ­ρο­φά­ται πλή­ρως α­πό την πε­ρι­ο­χή της έ­νε­σης. Στην πε­ρι­ο­χή της έ­νε­σης πα­ρα­μέ­νει ε­πί 3.2-4.3, κα­τά μέ­σον ό­ρο, η­μέ­ρες.

Οι συγ­κεν­τρώ­σεις της α­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης, σε δό­σεις 20 και 40 mg, εί­ναι χα­μη­λό­τε­ρες και μει­ώ­νον­ται δι­εκ­θε­τι­κά με τε­λι­κό t(1/2) 4.6 η­μέ­ρες και η ο­λι­κή σω­μα­τι­κή κά­θαρ­ση α­νέρ­χε­ται σε 75.0 -67.5 l.h-1, έν­δει­ξη ε­πί­σης πλή­ρους α­πορ­ρό­φη­σης του φαρ­μά­κου.

Η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη συν­δέ­ε­ται με τις πρω­τεί­νες του πλά­σμα­τος σε μι­κρό­τε­ρο βαθ­μό α­πό την κορ­τι­ζό­λη και άλ­λα κορ­τι­κο­στε­ρο­ει­δή α­νά­λο­γα. Σε φυ­σι­ο­λο­γι­κές συγ­κεν­τρώ­σεις υ­πάρ­χει του­λά­χι­στον 5 φο­ρές πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­λεύ­θε­ρη τρι­αμ­σι­νο­λό­νη α­πό κορ­τι­ζό­λη στο πλά­σμα.

Η α­κε­το­νι­κή τρι­αμ­σι­νο­λό­νη, χο­ρη­γού­με­νη εν­δο­φλέ­βια με την μορ­φή του φω­σφο­ρι­κού της ε­στέ­ρα, υ­δρο­λύ­ε­ται τα­χέ­ως και πλή­ρως σε α­κε­το­νι­κή τρι­αμ­σι­νο­λό­νη, η ο­ποί­α α­πο­βάλ­λε­ται α­ναλ­λοί­ω­τη α­πό τα ού­ρα σε πο­σο­στό <1% (Mollman H et al, 1985).

Στους α­ρου­ραί­ους, τους σκύ­λους και τους πι­θή­κους, η τρι­αν­σι­νο­λό­νη α­πο­βάλ­λε­ται κυ­ρί­ως μέ­σω της χο­λής. Στα εί­δη αυ­τά των ζώ­ων, ο κύ­ριος με­τα­βο­λί­της στα ού­ρα εί­ναι η α­κε­το­νι­κή 6β-υ­δρο­ξυ­τρι­αμ­σι­νο­λό­νη. Μι­κρό­τε­ρα πο­σά α­πεκ­κρί­νον­ται σαν γλυ­κου­ρο­νί­δια και θει­ϊ­κά σύμ­πλο­κα (Florini JR et al, 1961). Γι΄αυ­τό και, σε αν­τί­θε­ση με την υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη και την πρεδ­νι­ζο­λό­νη, οι ο­ποί­ες υ­πό­κειν­ται σε δι­ά­φο­ρες με­τα­βο­λι­κές με­τα­τρο­πές, η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη με­τα­βο­λί­ζε­ται κυ­ρί­ως στο 6β-υ­δρο­ξυ­πα­ρά­γω­γο.

19.11.5   ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ - ΤΟΞΙ­ΚΟΤΗΤΑ

Οι συγ­κεν­τρώ­σεις της α­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης στο πλά­σμα σε ε­πί­πε­δα 3-4 μg.l-1 μπο­ρεί να μει­ώ­σουν τα ε­πί­πε­δα της κορ­τι­ζό­λης στο πλά­σμα <50 μg.l-1. Πάν­τως, συ­σχέ­τι­ση με­τα­ξύ συγ­κεν­τρώ­σε­ων στο πλά­σμα και θε­ρα­πευ­τι­κής δρά­σης δεν έ­χει δι­α­πι­στω­θεί.

19.11.6   ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ 

19.11.6.1   ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

Αλ­δεσ­λευ­κί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να μει­ώ­σουν την αν­τι­νε­ο­πλα­σμα­τι­κή δρά­ση και τις ε­πι­πλο­κές (πυ­ρε­τός, νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια, υ­περ­χο­λε­ρυ­θρι­ναι­μί­α, σύγ­χυ­ση, δύ­σπνοι­α) της αλ­δεσ­λευ­κί­νης.

Συ­στά­σεις : Τα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να α­πο­φεύ­γον­ται σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με αλ­δεσ­λευ­κί­νη.

Αν­τι­δι­α­βη­τι­κά, αν­τι­ϋ­περ­τα­σι­κά ή αν­τι­γλαυ­κω­μα­τι­κά φάρ­μα­κα

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τις α­παι­τή­σεις για ιν­σου­λί­νη ή υ­πο­γλυ­και­μι­κούς per os πα­ρά­γον­τες, αν­τι­ϋ­περ­τα­σι­κά ή αν­τι­γλαυ­κω­μα­τι­κά φάρ­μα­κα. Η μα­κρο­χρό­νια θε­ρα­πεί­α με κορ­τι­κο­ει­δή συ­χνά συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό αν­τί­στα­ση στην ιν­σου­λί­νη.

Συ­στά­σεις :

  • Το σάκ­χα­ρο του αί­μα­τος πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται συ­χνά και η δό­ση των per os αν­τι­δι­α­βη­τι­κών να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν τα κορ­τι­κο­ει­δή προ­στί­θεν­ται, δι­α­κό­πτον­ται ή τρο­πο­ποι­εί­ται η δό­ση τους.
  • Οι δι­α­βη­τι­κοί που θε­ρα­πεύ­ον­ται με ιν­σου­λί­νη μπο­ρεί να χρεια­σθούν αύ­ξη­ση της δό­σης της ιν­σου­λί­νης ό­ταν στη θε­ρα­πεί­α προ­στί­θεν­ται κορ­τι­κο­ει­δή. Η δό­ση της ιν­σου­λί­νης πρέ­πει να μει­ώ­νε­ται με­τά την δι­α­κο­πή του κορ­τι­κο­ει­δούς. 

Αν­τι­ό­ξι­να

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα αν­τι­ό­ξι­να, ε­πει­δή σχη­μα­τί­ζουν σύμ­πλο­κα στον γα­στρεν­τε­ρι­κό σω­λή­να, μπο­ρεί να μει­ώ­σουν την α­πορ­ρό­φη­ση των per os χο­ρη­γού­με­νων κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις :

  • Σε α­σθε­νείς που παίρ­νουν αν­τι­ό­ξι­να, τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να χρεια­σθεί να χο­ρη­γη­θούν σε με­γα­λύ­τε­ρες δό­σεις.
  • Τα αν­τι­ό­ξι­να πρέ­πει να λαμ­βά­νον­ται σε ό­σο το δυ­να­τόν με­γα­λύ­τε­ρη α­πό­στα­ση α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή.
  • Η αν­τα­πό­κρι­ση του α­σθε­νούς στα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται και η δό­ση τους να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν τα αν­τι­ό­ξι­να προ­στί­θεν­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτον­ται.

Αν­τι­πη­κτι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση των αν­τι­πη­κτι­κών με τα κορ­τι­κο­ει­δή εί­ναι α­πρό­βλε­πτη. Τα κορ­τι­κο­ει­δή άλ­λο­τε αυ­ξά­νουν και άλ­λο­τε ε­λατ­τώ­νουν την δρά­ση των αν­τι­πη­κτι­κών. Α­κό­μα, μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν αι­μορ­ρα­γί­α, δε­δο­μέ­νου ό­τι έ­χουν α­νά­στρο­φη δρά­ση στην α­κε­ραι­ό­τη­τα του τοι­χώ­μα­τος των αγ­γεί­ων και στη λει­τουρ­γί­α των αι­μο­πε­τα­λί­ων.

Συ­στά­σεις : Η δό­ση των αν­τι­πη­κτι­κών πρέ­πει να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν τα κορ­τι­κο­ει­δή προ­στί­θεν­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτον­ται και οι ερ­γα­στη­ρια­κοί δεί­κτες της πή­ξης του αί­μα­τος να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται τα­κτι­κά, ώ­στε να δι­α­τη­ρη­θεί το ε­πι­θυ­μη­τό αν­τι­πη­κτι­κό α­πο­τέ­λε­σμα.

Αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κοί πα­ρά­γον­τες

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Σε α­σθε­νείς με βα­ριά μυ­α­σθέ­νεια τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να ε­ξα­σθε­νή­σουν τις α­να­με­νό­με­νες δρά­σεις των αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κών φαρ­μά­κων (αμ­πε­νό­νιο, νε­ο­στιγ­μί­νη, πυ­ρι­δο­στιγ­μί­νη και πι­θα­νώς ορ­γα­νο­φω­σφο­ρι­κά αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κά πα­ρα­σι­το­κτό­να), προ­κα­λών­τας έν­το­νη α­δυ­να­μί­α. Οι δρά­σεις των αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κών φαρ­μά­κων μπο­ρεί να αυ­ξη­θούν με­τά την δι­α­κο­πή των κορ­τι­κο­ει­δών.

Μη­χα­νι­σμός : Ο μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής εί­ναι ά­γνω­στος. 

Συ­στά­σεις :  

  • Ε­άν εί­ναι δυ­να­τόν, τα αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κά φάρ­μα­κα πρέ­πει να α­πο­σύ­ρον­ται του­λά­χι­στον 24 ώ­ρες πριν α­πό την έ­ναρ­ξη της θε­ρα­πεί­ας με κορ­τι­κο­ει­δή.
  • Ε­άν η συγ­χο­ρή­γη­σή τους με κορ­τι­κο­ει­δή εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη, πρέ­πει να γί­νε­ται κά­τω α­πό προ­σε­κτι­κή πα­ρα­κο­λού­θη­ση.
  • Ε­άν εμ­φα­νι­σθεί α­να­πνευ­στι­κή κα­τα­στο­λή, πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­εί­ται μη­χα­νι­κή υ­πο­στή­ρι­ξη, ε­άν εί­ναι α­πα­ραί­τη­το. 

Β-α­να­στο­λείς

Στους α­σθμα­τι­κούς μπο­ρεί να έ­χουν συ­νερ­γι­κή δρά­ση με τα κορ­τι­κο­ει­δή. 

Βαρ­βι­του­ρι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα βαρ­βι­του­ρι­κά μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τον με­τα­βο­λι­σμό των κορ­τι­κο­ει­δών ε­νερ­γο­ποι­ών­τας τα η­πα­τι­κά μι­κρο­σω­μι­κά έν­ζυ­μα, και ε­πο­μέ­νως να ε­ξα­σθε­νή­σουν τις φαρ­μα­κο­λο­γι­κές δρά­σεις των κορ­τι­κο­ει­δών, και να προ­κα­λέ­σουν έ­ξαρ­ση της νό­σου για την ο­ποί­α τα κορ­τι­κο­ει­δή χο­ρη­γούν­ται. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή μπο­ρεί να πα­ρα­τη­ρη­θεί αρ­κε­τές η­μέ­ρες με­τά την δι­α­κο­πή των βαρ­βι­του­ρι­κών.

Συ­στά­σεις :

  • Ε­άν η ταυ­τό­χρο­νη θε­ρα­πεί­α με κορ­τι­κο­ει­δή και βαρ­βι­του­ρι­κά εί­ναι α­να­πό­φευ­κτη, μπο­ρεί να χρεια­σθεί αύ­ξη­ση της δό­σης του κορ­τι­κο­ει­δούς.
  • Ε­άν τα δύ­ο αυ­τά φάρ­μα­κα χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται ταυ­τό­χρο­να και η κα­τά­στα­ση του α­σθε­νούς στα­θε­ρο­ποι­η­θεί, η δό­ση του κορ­τι­κο­ει­δούς μπο­ρεί να χρεια­σθεί να μει­ω­θεί με­τά την δι­α­κο­πή των βαρ­βι­του­ρι­κών.

Γεν­νη­τι­κές ορ­μό­νες

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα per os αν­τι­συλ­λη­πτι­κά και τα οι­στρο­γό­να α­να­στέλ­λουν τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό με­ρι­κών κορ­τι­κο­ει­δών, ό­πως και της εν­δο­γε­νούς κορ­τι­ζό­λης. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις θε­ρα­πευ­τι­κές, αλ­λά και τις το­ξι­κές, δρά­σεις των κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό αυ­τό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή για ση­μεί­α το­ξι­κό­τη­τας α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή και η δό­ση του κορ­τι­κο­ει­δούς να μει­ώ­νε­ται, ε­άν χρει­ά­ζε­ται.

Ιν­δο­με­θα­κί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ιν­δο­με­θα­κί­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει την συ­χνό­τη­τα ή/και βα­ρύ­τη­τα α­νά­πτυ­ξης γα­στρεν­τε­ρι­κού έλ­κους σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή.

Συ­στά­σεις : Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό αυ­τό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή για ση­μεί­α γα­στρεν­τε­ρι­κού έλ­κους και η δό­ση τους να τρο­πο­ποι­εί­ται, ε­άν χρει­ά­ζε­ται.

Ι­σο­νι­α­ζί­δη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό ή την νε­φρι­κή κά­θαρ­ση, και ε­πο­μέ­νως να μει­ώ­σουν την αν­τι­φυ­μα­τι­κή δρά­ση, της ι­σο­νι­α­ζί­δης
  • Η ι­σο­νι­α­ζί­δη μπο­ρεί να μει­ώ­σει τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό των κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Ε­άν υ­πάρ­χουν εν­δεί­ξεις αλ­λη­λε­πί­δρα­σης με­τα­ξύ κορ­τι­κο­ει­δών-ι­σο­νι­α­ζί­δης, μπο­ρεί να χρεια­σθεί τρο­πο­ποί­η­ση της δό­σης του ε­νός ή και των δύ­ο φαρ­μά­κων. 

Ι­τρα­κο­να­ζό­λη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ι­τρα­κο­να­ζό­λη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις στο πλά­σμα, και ε­πο­μέ­νως τις ε­πι­πλο­κές (μυ­ο­πά­θεια, μυι­κή α­δυ­να­μί­α, δυ­σα­νε­ξί­α στη γλυ­κό­ζη), των κορ­τι­κο­ει­δών

Μη­χα­νι­σμός : Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή ο­φεί­λε­ται σε α­να­στο­λή του κυ­το­χρώ­μα­τος P450 3A4 α­πό την ι­τρα­κο­να­ζό­λη.

Συ­στά­σεις :

  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή, ε­άν εί­ναι α­πα­ραί­τη­τα σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με ι­τρα­κο­να­ζό­λη, μπο­ρεί να χρεια­σθεί να χο­ρη­γη­θούν σε μι­κρό­τε­ρη δό­ση.
  • Οι α­σθε­νείς που αρ­χί­ζουν ή δι­α­κό­πτουν την θε­ρα­πεί­α με ι­τρα­κο­να­ζό­λη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται για ση­μεί­α το­ξι­κό­τη­τας και να τρο­πο­ποι­εί­ται η δό­ση των κορ­τι­κο­ει­δών α­νά­λο­γα.

Κα­λι­ο­πε­νι­κά φάρ­μα­κα

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα κα­λι­ο­πε­νι­κά δι­ου­ρη­τι­κά (θει­α­ζί­δες, φου­ρο­σε­μί­δη, αι­θα­κρυ­νι­κό ο­ξύ) και άλ­λα κα­λι­ο­πε­νι­κά φάρ­μα­κα, ό­πως η αμ­φο­τε­ρι­κί­νη Β, μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν την κα­λι­ο­πε­νι­κή δρά­ση των γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Το κά­λιο του ο­ρού πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή ταυ­τό­χρο­να με κα­λι­ο­πε­νι­κά φάρ­μα­κα.

Καρ­δι­ο­το­νω­τι­κά

Η υ­πο­κα­λι­αι­μί­α η προ­κα­λού­με­νη α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε το­ξι­κό­τη­τα α­πό καρ­δι­ο­το­νω­τι­κά. 

Κε­το­κο­να­ζό­λη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η κε­το­κο­να­ζό­λη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις κα­τα­σταλ­τι­κές δρά­σεις στα ε­πι­νε­φρί­δια και πι­θα­νώς την το­ξι­κό­τη­τα των κορ­τι­κο­ει­δών.

Μη­χα­νι­σμός : Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή μπο­ρεί να ο­φεί­λε­ται σε α­να­στο­λή του κυ­το­χρώ­μα­τος P450 3A4 α­πό την κε­το­κο­να­ζό­λη.

Συ­στά­σεις : 

  • Ο συν­δυα­σμός της κε­το­κο­να­ζό­λης με κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να α­πο­φεύ­γε­ται. Ε­άν ό­μως εί­ναι α­πα­ραί­τη­τος, τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να χρεια­σθεί να χο­ρη­γη­θούν σε μι­κρό­τε­ρη δό­ση.
  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό αυ­τό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται για ση­μεί­α το­ξι­κό­τη­τας α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή και η δό­ση των κορ­τι­κο­ει­δών να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν η κε­το­κο­να­ζό­λη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται.

 

 

 

 

Κυ­κλο­σπο­ρί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Η κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει σπα­σμούς σε ε­νή­λι­κες και παι­διά θε­ρα­πευ­ό­με­να με με­γά­λες δό­σεις γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δών, πι­θα­νώς λό­γω αν­τα­γω­νι­στι­κής α­να­στο­λής των η­πα­τι­κών μι­κρο­σω­μι­κών εν­ζύ­μων.
  • Σε ασθενείς θεραπευόμενους με κυκλοσπορίνη ταυτόχρονα με κορτικοειδή, οι ανοσοκα­τασταλτικές δράσεις της κυκλοσπορίνης, όπως και οι θεραπευτικές και τοξικές δράσεις των κορ­τι­κο­ει­δών, μπο­ρεί να αυ­ξη­θούν. Αν και ο συν­δυα­σμός αυ­τός μπο­ρεί να εί­ναι ω­φέ­λι­μος σε λή­πτες μο­σχευ­μά­των, εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο το­ξι­κός.

Συ­στά­σεις :

  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται ταυ­τό­χρο­να με κορ­τι­κο­ει­δή και κυ­κλο­σπο­ρί­νη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή για­τί μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν αυ­ξη­μέ­νη αν­τα­πό­κρι­ση και στα δύ­ο αυ­τά φάρ­μα­κα.
  • Ε­άν υ­πάρ­χει υ­πό­νοι­α αλ­λη­λε­πί­δρα­σης των δύ­ο αυ­τών φαρ­μά­κων, η δό­ση του ε­νός ή και των δύ­ο μπο­ρεί να χρεια­σθεί να μει­ω­θεί.

Κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να τρο­πο­ποι­ή­σουν τις α­να­με­νό­με­νες δρά­σεις της κυ­κλο­φω­σφα­μί­δης και να α­να­στεί­λουν τα η­πα­τι­κά μι­κρο­σω­μι­κά έν­ζυ­μα τα ο­ποί­α ε­νερ­γο­ποι­ούν την κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη στους αλ­κυ­λι­ω­τι­κούς της με­τα­βο­λί­τες.
  • Η κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη μπο­ρεί να ε­νερ­γο­ποι­ή­σει τον δι­κό της με­τα­βο­λι­σμό και των κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Ό­ταν η κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη συγ­χο­ρη­γεί­ται με κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να λαμ­βά­νε­ται υ­πό­ψη ό­τι η α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τά της μπο­ρεί να μει­ω­θεί.

Μη α­πο­πο­λω­τι­κά φάρ­μα­κα

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να δυ­νη­τι­κο­ποι­ή­σουν ή να α­να­στεί­λουν τις νευ­ρο­μυι­κές α­να­σταλ­τι­κές δρά­σεις των μη α­πο­πο­λω­τι­κών μυ­ο­χα­λα­ρω­τι­κών φαρ­μά­κων.

Μη­χα­νι­σμός : Εί­ναι ά­γνω­στος.

Συ­στά­σεις : Η συγ­χο­ρή­γη­ση των κορ­τι­κο­ει­δών με μη α­πο­πο­λω­τι­κούς πα­ρά­γον­τες πρέ­πει να γί­νε­ται με προ­σο­χή, για­τί μπο­ρεί να συ­νο­δευ­θεί α­πό α­πρό­βλε­πτες α­νε­πι­θύ­μη­τες ε­νέρ­γει­ες. 

Μι­φε­πρι­στό­νη

Οι κα­τα­σκευα­στές της μι­φε­πρι­στό­νης α­πο­τρέ­πουν την χρή­ση της σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους μα­κρο­χρό­νια με κορ­τι­κο­ει­δή. Οι κλι­νι­κές δρά­σεις και ο μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής εί­ναι ά­γνω­στες.

Ξαν­θί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση των κορ­τι­κο­ει­δών με πα­ρά­γω­γα της θε­ο­φυλ­λί­νης μπο­ρεί να τρο­πο­ποι­ή­σει την α­να­με­νό­με­νη φαρ­μα­κο­λο­γι­κή δρά­ση του ε­νός ή και των δύ­ο φαρ­μά­κων.

Μη­χα­νι­σμός : E­ί­ναι ά­γνω­στος.

Συ­στά­σεις : Ε­άν η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση των κορ­τι­κο­ει­δών με πα­ρά­γω­γα της θε­ο­φυλ­λί­νης συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό αυ­ξη­μέ­νη το­ξι­κό­τη­τα, τα ε­πί­πε­δα των φαρ­μά­κων αυ­τών στον ο­ρό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται και η δό­ση των κορ­τι­κο­ει­δών να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα.

Παν­κου­ρό­νιο

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να α­να­στρέ­ψουν την δέ­σμευ­ση των νευ­ρο­μυι­κών υ­πο­δο­χέ­ων α­πό το παν­κου­ρό­νιο (Meyers EF, 1977; Laflin MJ, 1977).  

 

 

 

 

 

Ρι­φαμ­που­τί­νη, ρι­φαμ­πι­κί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ρι­φαμ­που­τί­νη και η ρι­φαμ­πι­κί­νη μπο­ρεί να ε­νερ­γο­ποι­ή­σουν τα η­πα­τι­κά μι­κρο­σω­μι­κά έν­ζυ­μα που δι­ε­γεί­ρουν τον με­τα­βο­λι­σμό των κορ­τι­κο­ει­δών, ο­δη­γών­τας σε ε­ξα­σθέ­νη­ση των φαρ­μα­κο­λο­γι­κών δρά­σε­ων των κορ­τι­κο­ει­δών και πι­θα­νώς έ­ξαρ­ση της νό­σου για την ο­ποί­α τα κορ­τι­κο­ει­δή χο­ρη­γούν­ται, α­κό­μα και αρ­κε­τές η­μέ­ρες με­τά την δι­α­κο­πή τους.

Συ­στά­σεις :

  • Η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη πρέ­πει να προ­στί­θε­ται με προ­σο­χή και η δό­ση της να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα σε α­σθε­νείς που αρ­χί­ζουν ή δι­α­κό­πτουν την θε­ρα­πεί­α με ρι­φαμ­που­τί­νη ή ρι­φαμ­πι­κί­νη.
  • Σε α­σθε­νείς που αρ­χί­ζουν θε­ρα­πεί­α με ρι­φαμ­που­τί­νη ή ρι­φαμ­πι­κί­νη, η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη πρέ­πει πι­θα­νώς να χο­ρη­γεί­ται σε δι­πλά­σια δό­ση.

Ρι­φα­πεν­τί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Η ρι­φα­πεν­τί­νη ε­νερ­γο­ποι­εί το κυ­τό­χρω­μα P450 3A4 και P450 2C8/9 και μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τον με­τα­βο­λι­σμό άλ­λων συγ­χο­ρη­γού­με­νων φαρ­μά­κων που με­τα­βο­λί­ζον­ται με τα έν­ζυ­μα αυ­τά. Η δυ­νη­τι­κό­τη­τα ε­νερ­γο­ποί­η­σης των εν­ζύ­μων α­πό την ρι­φα­πεν­τί­νη μπο­ρεί να εί­ναι μι­κρό­τε­ρη α­πό την ρι­φαμ­πι­κί­νη, αλ­λά ι­σχυ­ρό­τε­ρη α­πό την ρι­φαμ­που­τί­νη.
  • Η ρι­φα­πεν­τί­νη μπο­ρεί να ε­πι­τα­χύ­νει τον με­τα­βο­λι­σμό και να μει­ώ­σει την δρα­στη­ρι­ό­τη­τα των κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Ε­άν η συγ­χο­ρή­γη­ση των κορ­τι­κο­ει­δών με ρι­φα­πεν­τί­νη εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη, μπο­ρεί να χρεια­σθεί τρο­πο­ποί­η­ση της δό­σης των κορ­τι­κο­ει­δών. 

Σα­λι­κυ­λι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τα ε­πί­πε­δα των σα­λι­κυ­λι­κών στον ο­ρό και να μει­ώ­σουν την θε­ρα­πευ­τι­κή τους αν­τα­πό­κρι­ση. Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν με­γά­λες δό­σεις σα­λι­κυ­λι­κών μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν δη­λη­τη­ρί­α­ση α­πό σα­λι­κυ­λι­κά ό­ταν μει­ώ­σουν την δό­ση των κορ­τι­κο­ει­δών και έ­χουν αυ­ξη­μέ­νη πι­θα­νό­τη­τα α­νά­πτυ­ξης γα­στρεν­τε­ρι­κού έλ­κους. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή α­πο­δί­δε­ται σε αύ­ξη­ση της νε­φρι­κής και η­πα­τι­κής α­πο­μά­κρυν­σης των σα­λι­κυ­λι­κών α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή.

Συ­στά­σεις : Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με σα­λι­κυ­λι­κά ταυ­τό­χρο­να με κορ­τι­κο­ει­δή, η δό­ση των σα­λι­κυ­λι­κών πρέ­πει να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα με τα ε­πί­πε­δά τους και την αν­τα­πό­κρι­ση.  Οι α­σθε­νείς αυ­τοί πρέ­πει να δι­α­κό­πτουν τα κορ­τι­κο­ει­δή με προ­σο­χή, για­τί μπο­ρεί να χρεια­σθεί να μει­ώ­σουν την δό­ση των σα­λι­κυ­λι­κών για να α­πο­φευ­χθεί η δη­λη­τη­ρί­α­ση α­πό σα­λι­κυ­λι­κά.

Υ­δαν­τοί­νες

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Οι υ­δαν­τοί­νες μπο­ρεί να μει­ώ­σουν την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα των κορ­τι­κο­ει­δών.

Μη­χα­νι­σμός : Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή φαί­νε­ται ό­τι ο­φεί­λε­ται σε ε­νερ­γο­ποί­η­ση των μι­κρο­σω­μι­κών η­πα­τι­κών εν­ζύ­μων α­πό τις υ­δαν­τοί­νες, η ο­ποί­α ο­δη­γεί σε αύ­ξη­ση του η­πα­τι­κού με­τα­βο­λι­σμού των κορ­τι­κο­ει­δών.

Συ­στά­σεις : Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή ταυ­τό­χρο­να με υ­δαν­τοί­νες πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται η θε­ρα­πευ­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση και να αυ­ξά­νε­ται, ε­άν εί­ναι α­πα­ραί­τη­το, η δό­ση των κορ­τι­κο­ει­δών.

Φαι­νυ­τοί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η φαι­νυ­τοί­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τον με­τα­βο­λι­σμό των στε­ρο­ει­δών ε­νερ­γο­ποι­ών­τας τα η­πα­τι­κά έν­ζυ­μα και ε­πο­μέ­νως να μει­ώ­σει την θε­ρα­πευ­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση στα κορ­τι­κο­ει­δή. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή μπο­ρεί να πα­ρα­τη­ρη­θεί αρ­κε­τές η­μέ­ρες με­τά την δι­α­κο­πή της φαι­νυ­τοί­νης.

 

 

 

 

 

Συ­στά­σεις : Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν φαι­νυ­τοί­νη μπο­ρεί να χρεια­σθούν αυ­ξη­μέ­νες δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών για να έ­χουν τα α­να­με­νό­με­να α­πο­τε­λέ­σμα­τα, γι΄αυ­τό και πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται η αν­τα­πό­κρι­σή τους στα κορ­τι­κο­ει­δή και να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα η δό­ση τους. 

19.11.6.2   ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

19.11.6.2.1  ΣΤΟΝ ΟΡΟ

Ελάττωση :

  • Α­σβέ­στιο
  • Κα­τα­κρά­τη­ση Ι-131
  • PBI
  • Κά­λιο
  • Τ4
  • Ου­ρι­κό ο­ξύ
  • Ψευ­δάρ­γυ­ρος
  • Χο­λη­στε­ρό­λη
  • Κορ­τι­ζό­λη
  • CPK
  • Γλυ­κό­ζη
  • Νά­τριο
  • Ο­λι­κές πρω­τεί­νες
  • Τρι­γλυ­κε­ρί­δια

Αύξηση :

19.11.6.2.2   ΣΤΑ ΟΥΡΑ

Ελάττωση :

  • 17-κε­το­στε­ρο­ει­δή
  • 17-OHCS
  • Γλυ­κό­ζη
  • Α­ζω­το
  • Κά­λιο
  • Ου­ρι­κό ο­ξύ
  • Βι­τα­μί­νη C
  • Ψευ­δάρ­γυ­ρος.

Αύξηση :

·         Α­σβέ­στιο

19.11.6.3   ΑΛΛΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν την α­πο­βο­λή του α­σκορ­βι­κού ο­ξέ­ος, του ψευ­δαρ­γύ­ρου και του α­ζώ­του α­πό τα ού­ρα και ε­πο­μέ­νως τις α­νάγ­κες του ορ­γα­νι­σμού σε πυ­ρι­δο­ξί­νη, α­σκορ­βι­κό ο­ξύ, φο­λι­κό και βι­τα­μί­νη D.

Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να μει­ώ­σουν την α­πορ­ρό­φη­ση του α­σβε­στί­ου και του φω­σφό­ρου και να αυ­ξή­σουν την α­πο­βο­λή του κα­λί­ου και του α­σβε­στί­ου α­πό τα ού­ρα.

19.11.7   ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

1.   ΡΕΥΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ-ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΜΑΛΑΚΩΝ ΜΟΡΙΩΝ :

  • Αγ­γει­ί­τι­δες
  • Αγ­κυ­λο­ποι­η­τι­κή σπον­δυ­λί­τι­δα
  • Γάγ­γλια
  • Δερ­μα­το­μυ­ο­σί­τι­δα/πο­λυ­μυ­ο­σί­τι­δα
  • Ε­πι­κον­δυ­λί­τι­δα
  • Κοκ­κυ­γο­δυ­νί­α
  • Μι­κτή νό­σος συν­δε­τι­κού ι­στού
  • Μυί­τι­δα
  • Νε­α­νι­κή ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα
  • Ο­ξεί­α και μη ει­δι­κή τε­νον­το­ϋ­με­νί­τι­δα
  • Ο­ξεί­α ου­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα
  • Ο­ξεί­α ρευ­μα­τι­κή καρ­δί­τι­δα
  • Ο­ξεί­α-υ­πο­ξεί­α θυ­λα­κί­τι­δα
  • Ο­στε­ο­αρ­θρί­τι­δα (ι­δι­ο­πα­θής, με­τα­τραυ­μα­τι­κή)
  • Ο­σφυ­αλ­γί­α/ι­σχι­αλ­γί­α
  • Ραι­βό­κρα­νο
  • Ρευ­μα­τι­κή πο­λυ­μυ­αλ­γί­α
  • Ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα
  • Συν­δε­τι­κί­τι­δα
  • Σύν­δρο­μο Reiter
  • Συ­στη­μα­τι­κός ε­ρυ­θη­μα­τώ­δης λύ­κος
  • Υ­πο­τρο­πι­ά­ζου­σα πο­λυ­χον­δρί­τι­δα
  • Χον­δρα­σβέ­στω­ση
  • Ψω­ρι­α­σι­κή αρ­θρί­τι­δα

2.   ΝΕΦΡΩΣΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ

3.   ΔΕΡΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Δερ­μά­τω­ση
  • Κυ­στι­κή α­κμή
  • Γυ­ρο­ει­δής α­λω­πε­κί­α
  • Δι­σκο­ει­δές έκ­ζε­μα
  • Δα­κτυ­λι­ο­ει­δές κοκ­κί­ω­μα
  • Χη­λο­ει­δή
  • Ο­μα­λός λει­χή­νας
  • Δι­σκο­ει­δής ε­ρυ­θη­μα­τώ­δης λύ­κος
  • Γαγ­γραι­νώ­δες πυ­ό­δερ­μα
  • Εκ­ζε­μα ο­ποι­ου­δή­πο­τε τύ­που
  • Κνη­σμός (ι­δι­ο­πα­θής-γεν­νη­τι­κών ορ­γά­νων)
  • Α­φθώ­δης στο­μα­τί­τι­δα
  • Δι­α­βρω­τι­κό πο­λύ­μορ­φο ε­ρύ­θη­μα
  • Πέμ­φι­γα
  • Φλυ­κται­νώ­δης ερ­πη­το­ει­δής δερ­μα­τί­τι­δα
  • Σο­βα­ρό πο­λύ­μορ­φο ε­ρύ­θη­μα (σύν­δρο­μο Stevens-Johnson)
  • Α­πο­φο­λι­δω­τι­κή δερ­μα­τί­τι­δα
  • Σπογ­γο­ει­δής μυ­κη­τί­α­ση
  • Σο­βα­ρή ψω­ρί­α­ση
  • Σο­βα­ρή σμηγ­μα­τορ­ρο­ϊ­κή δερ­μα­τί­τι­δα

4.   ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Πρω­το­πα­θής ή δευ­τε­ρο­πα­θής φλοι­ο­ε­πι­νε­φρι­δια­κή α­νε­πάρ­κεια (η κορ­τι­ζό­νη και η υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη εί­ναι πρώ­της ε­κλο­γής. Τα συν­θε­τι­κά α­νά­λο­γα μπο­ρεί να χρη­σι­μο­ποι­η­θούν σε συν­δυα­σμό με α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δή, ό­ταν εν­δεί­κνυν­ται)
  • Συγ­γε­νής υ­περ­πλα­σί­α των ε­πι­νε­φρι­δί­ων
  • Μη πυ­ώ­δης θυ­ρε­ο­ει­δί­τι­δα
  • Υ­πε­ρα­σβε­στι­αι­μί­α συν­δε­ό­με­νη με καρ­κί­νο

 

5.   ΑΛΛΕΡΓΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

  • Ε­πο­χια­κή ή μό­νι­μη αλ­λερ­γι­κή ρι­νί­τι­δα
  • Βρογ­χι­κό ά­σθμα
  • Δερ­μα­τί­τι­δα εξ ε­πα­φής
  • Α­το­πι­κή δερ­μα­τί­τι­δα
  • Ο­ρο­νο­σί­α
  • Φαρ­μα­κευ­τι­κές αν­τι­δρά­σεις υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας

6.   ΟΦΘΑΛΜΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Αλ­λερ­γι­κή ε­πι­πε­φυ­κί­τι­δα
  • Κε­ρα­τί­τι­δα
  • Αλ­λερ­γι­κά έλ­κη ο­ρί­ων κε­ρα­το­ει­δούς
  • Ο­φθαλ­μι­κός έρ­πη­τας ζω­στή­ρας
  • Ι­ρί­τι­δα και ι­ρι­δο­κυ­κλί­τι­δα
  • Χο­ρι­ο­αμ­φι­βλη­στρο­ει­δί­τι­δα
  • Φλεγ­μο­νή πρό­σθιου τμή­μα­τος
  • Δι­ά­χυ­τη ο­πί­σθια ρα­γο­ει­δί­τι­δα και χο­ρι­ο­ει­δί­τι­δα
  • Ο­πτι­κή νευ­ρί­τι­δα
  • Συμ­πα­θη­τι­κή ο­φθαλ­μί­α 

7.   ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Συμ­πτω­μα­τι­κή σαρ­κο­εί­δω­ση
  • Σύν­δρο­μο Loeffler μη αν­τα­πο­κρι­νό­με­νο σε άλ­λες θε­ρα­πεί­ες
  • Βη­ρυλ­λί­ω­ση
  • Κε­ραυ­νο­βό­λος ή γε­νι­κευ­μέ­νη πνευ­μο­νι­κή φυ­μα­τί­ω­ση (σε συν­δυα­σμό με αν­τι­φυ­μα­τι­κή α­γω­γή)
  • Πνευ­μο­νί­τι­δα α­πό εισ­ρό­φη­ση

8.   ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Ι­δι­ο­πα­θής θρομ­βο­πε­νι­κή πορ­φύ­ρα (στους ε­νή­λι­κες)
  • Δευ­τε­ρο­πα­θής θρομ­βο­πε­νί­α (στους ε­νή­λι­κες)
  • Ε­πί­κτη­τη (αυ­το­ά­νο­ση) αι­μο­λυ­τι­κή α­ναι­μί­α
  • Ε­ρυ­θρο­βλα­στο­πε­νί­α (α­ναι­μί­α ε­ρυ­θρών αι­μο­σφαι­ρί­ων)

9.   ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Λευ­χαι­μί­α και λεμ­φώ­μα­τα (στους ε­νή­λι­κες)
  • Ο­ξεί­α λευ­χαι­μί­α (στα παι­διά)

10.  ΟΙΔΗΜΑΤΩΔΕΙΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

  • Πρό­κλη­ση δι­ού­ρη­σης ή πρω­τε­ϊ­νου­ρί­α σε α­σθε­νείς με ι­δι­ο­πα­θές νε­φρω­σι­κό σύν­δρο­μο, χω­ρίς ου­ραι­μί­α, ή ο­φει­λό­με­νο σε συ­στη­μα­τι­κό ε­ρυ­θη­μα­τώ­δη λύ­κο

11.  ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Ελ­κώ­δης κο­λί­τι­δα
  • Τμη­μα­τι­κή εν­τε­ρί­τι­δα

12.  ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Ο­ξεί­ες ε­ξάρ­σεις πολ­λα­πλής σκλή­ρυν­σης

13.  ΔΙΑΦΟΡΑ

  • Φυ­μα­τι­ώ­δης μη­νιγ­γί­τι­δα με υ­πα­ρα­χνο­ει­δή α­πο­κλει­σμό (σε συν­δυα­σμό με την κα­τάλ­λη­λη αν­τι­φυ­μα­τι­κή α­γω­γή)
  • Τρι­χί­νω­ση με νευ­ρο­λο­γι­κή ή μυ­ο­καρ­δια­κή προ­σβο­λή

 

19.11.8   ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

  • Υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α στο φάρ­μα­κο ή στα συ­στα­τι­κά του
  • Ιν­σου­λι­νο-ε­ξαρ­τώ­με­νος και μη σακ­χα­ρώ­δης δι­α­βή­της
  • Μυ­ο­πά­θεια
  • Γα­στρί­τι­δα
  • Οι­σο­φα­γί­τι­δα
  • Γα­στρι­κό-12δακτυλικό έλ­κος
  • Ψύ­χω­ση
  • Βα­ριά μυ­α­σθέ­νεια
  • Α­πλός ο­φθαλ­μι­κός έρ­πη­τας
  • Ε­νερ­γός λοί­μω­ξη
  • Συ­στη­μα­τι­κές μυ­κη­τι­α­σι­κές λοι­μώ­ξεις
  • Λοί­μω­ξη α­πό ι­ό HIV
  • Ε­νερ­γός φυ­μα­τί­ω­ση
  • Ε­πού­λω­ση τραυ­μά­των
  • Καρ­δια­κά νο­σή­μα­τα
  • Συμ­φο­ρη­τι­κή καρ­δια­κή α­νε­πάρ­κεια
  • Πρό­σφα­τη εν­τε­ρι­κή α­να­στό­μω­ση
  • Νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

  • Εκ­κολ­πω­μα­τί­τι­δα
  • Η­πα­τι­κή κίρ­ρω­ση
  • Υ­περ­λι­πι­δαι­μί­α
  • Υ­πέρ­τα­ση
  • Υ­περ­θυ­ρε­ο­ει­δι­σμός
  • Υ­πο­θυ­ρε­ο­ει­δι­σμός
  • Υ­πο­λευ­κω­μα­τι­ναι­μί­α
  • Γλαύ­κω­μα α­νοι­χτής γω­νί­ας
  • Στο­μα­τι­κές ερ­πη­τι­κές αλ­λοι­ώ­σεις
  • Ο­στε­ο­πό­ρω­ση
  • Συ­στη­μα­τι­κός ε­ρυ­θη­μα­τώ­δης λύ­κος
  • Ελ­κώ­δης κο­λί­τι­δα

19.11.9   ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη σπά­νια χρη­σι­μο­ποι­εί­ται στη συ­στη­μα­τι­κή θε­ρα­πεί­α της ρευ­μα­το­ει­δούς αρ­θρί­τι­δας, αλ­λά εί­ναι

 

 

το σκεύ­α­σμα ε­κλο­γής για την εν­δαρ­θρι­κή θε­ρα­πεί­α της αρ­θρι­κής φλεγ­μο­νής στη ρευ­μα­το­ει­δή αρ­θρί­τι­δα, την νε­α­νι­κή ρευ­μα­το­ει­δή αρ­θρί­τι­δα, την ο­στε­ο­αρ­θρί­τι­δα και την ο­ξεί­α ου­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα (Valtonen EJ, 1981; Allen RC et al, 1986). Στα νο­σή­μα­τα αυ­τά, πε­ρι­ο­ρί­ζει την φλεγ­μο­νώ­δη αν­τί­δρα­ση και την αρ­θρι­κή δι­όγ­κω­ση και ε­πο­μέ­νως α­να­κου­φί­ζει α­πό τον πό­νο και την δυ­σκαμ­ψί­α, αυ­ξά­νον­τας το εύ­ρος της κι­νη­τι­κό­τη­τας των προ­σβλη­θει­σών αρ­θρώ­σε­ων.

Οι α­σθε­νείς πρέ­πει να προ­ει­δο­ποι­ούν­ται να α­πο­φεύ­γουν την υ­πέρ­χρη­ση των αρ­θρώ­σε­ων που έ­χουν συμ­πτω­μα­τι­κή βελ­τί­ω­ση με­τά α­πό εν­δαρ­θρι­κές εγ­χύ­σεις τρι­αμ­σι­νο­λό­νης και ό­τι οι ε­πα­νει­λημ­μέ­νες εν­δαρ­θρι­κές εγ­χύ­σεις κορ­τι­κο­ει­δών μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν κα­τα­στρο­φή της άρ­θρω­σης.

Η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί per os σαν αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δης πα­ρά­γον­τας στον ρευ­μα­τι­κό πυ­ρε­τό, τον δι­ά­χυ­το συ­στη­μα­τι­κό ε­ρυ­θη­μα­τώ­δη λύ­κο, το νε­φρω­σι­κό σύν­δρο­μο, το βρογ­χι­κό ά­σθμα, τις δερ­μα­τώ­σεις και την αυ­το­ά­νο­ση αι­μο­λυ­τι­κή α­ναι­μί­α.

Ε­ναλ­λα­κτι­κά, η α­κε­το­νι­κή τρι­αμ­σι­νο­λό­νη, σε δό­σεις 40-100 mg, μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί εν­δο­μυι­κά σε δι­α­στή­μα­τα α­νά­λο­γα με την αν­τα­πό­κρι­ση του α­σθε­νούς, αλ­λά συ­νή­θως κά­θε 3-4 ε­βδο­μά­δες. Το δο­σο­λο­γι­κό αυ­τό σχή­μα μπο­ρεί να έ­χει ό­φε­λος σε α­σθε­νείς π.χ. με ά­σθμα και εί­ναι πι­θα­νώς λι­γό­τε­ρο το­ξι­κό σε σύγ­κρι­ση με τα μα­κρο­χρό­νια per os χο­ρη­γού­με­να κορ­τι­κο­ει­δή.

19.11.9.1   ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

Η α­κε­το­νι­κή ή ε­ξα­κε­το­νι­κή τρι­αμ­σι­νο­λό­νη εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή α­πό την να­τρι­ο­η­λε­κτρι­κή υ­δρο­κορ­τι­ζό­νη στην εν­δαρ­θρι­κή θε­ρα­πεί­α της αρ­θρί­τι­δας του γό­να­τος (Blyth T et al, 1994). Σε α­σθε­νείς με ε­πί­μο­νη υ­με­νί­τι­δα του γό­να­τος, οι εν­δαρ­θρι­κές εγ­χύ­σεις α­κε­το­νι­κής/ ε­ξα­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κές α­πό εν­δαρ­θρι­κές εγ­χύ­σεις ρι­φα­μυ­κί­νης (Marchesoni A et al, 1993) ή να­τρι­ού­χου μορ­ρουά­της (Menninger H et al, 1994).

Σε α­σθε­νείς με προ­σβο­λή των ά­κρων χει­ρών, οι εγ­χύ­σεις ε­ξα­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης στις φλεγ­μαί­νου­σες αρ­θρώ­σεις των δα­κτύ­λων βελ­τι­ώ­νουν ση­μαν­τι­κά τις κλι­νι­κές εκ­δη­λώ­σεις, πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό την με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη, αν και συ­νο­δεύ­ον­ται συ­χνό­τε­ρα α­πό α­τρο­φί­α του δέρ­μα­τος και των μα­λα­κών μο­ρί­ων (Jalava S and Saario R, 1983).

Σε α­σθε­νείς με ο­ρο­θε­τι­κή ρευ­μα­το­ει­δή αρ­θρί­τι­δα, η εν­δαρ­θρι­κή έγ­χυ­ση ε­ξα­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης, α­κο­λου­θού­με­νη α­πό α­νά­παυ­ση των ε­νε­θει­σών αρ­θρώ­σε­ων (ε­πί 3 και 6 ε­βδο­μά­δες για τα ά­νω και κά­τω ά­κρα, αν­τί­στοι­χα) εί­ναι χρή­σι­μη ε­ναλ­λα­κτι­κή θε­ρα­πεί­α (McCarty DJ et al, 1995).

19.11.9.2   ΝΕΑΝΙΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

Οι εν­δαρ­θρι­κές εγ­χύ­σεις α­κε­το­νι­κής ή ε­ξα­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν πλή­ρη ύ­φε­ση της αρ­θρί­τι­δας του γό­να­τος, η ο­ποί­α δεν αν­τα­πο­κρί­νε­ται στα ΜΣΑΦ (Allen RC et al, 1986; Early A et al, 1988; Hertzberger-ten Cate R et al, 1991). Σε παι­διά με ο­λι­γο­αρ­θρι­κή νό­σο μπο­ρεί να προ­λά­βουν την α­νι­σο­σκε­λί­α (Sherry DD et al, 1999).

Η βελ­τί­ω­ση εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρη σε παι­διά μι­κρό­τε­ρης η­λι­κί­ας και με βρα­χύ­τε­ρης διά­ρκειας νό­σο και ό­ταν χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται με­γα­λύ­τε­ρες δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δούς και δια­ρκεί πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό την με­θυλ­πρεδ­νι­ζο­λό­νη (Honkanen VE et al, 1993).

Σε παι­διά με προ­σβο­λή του ι­σχί­ου, η εν­δαρ­θρι­κή έγ­χυ­ση ε­ξα­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης βελ­τι­ώ­νει θε­α­μα­τι­κά την κι­νη­τι­κό­τη­τα, τον πό­νο και την αρ­θρι­κή συλ­λο­γή (Boehnke M et al, 1994). Οι α­σθε­νείς με πο­λυ­αρ­θρι­κή νό­σο και μα­κρο­χρό­νια προ­σβο­λή του ι­σχί­ου χρει­ά­ζον­ται πε­ρισ­σό­τε­ρες της μιας εγ­χύ­σεις. Πάν­τως, στα παι­διά, οι εν­δαρ­θρι­κές εγ­χύ­σεις τρι­αμ­σι­νο­λό­νης συ­χνά α­κο­λου­θούν­ται α­πό α­τρο­φί­α του δέρ­μα­τος και των υ­πο­δό­ρι­ων ι­στών με το­πι­κό α­πο­χρω­μα­τι­σμό και εν­δαρ­θρι­κές α­σβε­στώ­σεις (Job-Deslandre C and Menkes CJ, 1990).

19.11.9.3   ΟΞΕΙΑ ΟΥΡΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

Η α­κε­το­νι­κή τρι­αμ­σι­νο­λό­νη, χο­ρη­γού­με­νη εν­δο­μυ­ϊ­κά σε δό­ση 60 mg η­με­ρη­σί­ως, εί­ναι α­σφα­λής και α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή ε­ξί­σου με την ιν­δο­με­θα­κί­νη (50 mg/8ωρο) και ι­δι­αί­τε­ρα χρή­σι­μη σε α­σθε­νείς στους ο­ποί­ους τα ΜΣΑΦ αν­τεν­δεί­κνυν­ται. Σε δό­ση 60 mg ε­φά­παξ εν­δο­μυι­κά εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή α­πό την ACTH (40 IU ε­φά­παξ εν­δο­μυι­κά) (Siegel LB et al, 1994).

19.11.9.4   ΟΣΤΕΟΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

Σε α­σθε­νείς με ο­στε­ο­αρ­θρί­τι­δα του γό­να­τος, η ε­ξα­κε­το­νι­κή τρι­αμ­σι­νο­λό­νη, χο­ρη­γού­με­νη εν­δαρ­θρι­κά σε δό­ση 20 mg, βελ­τι­ώ­νει τον πό­νο και την ευ­αι­σθη­σί­α πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό placebo. Πάν­τως, η βελ­τί­ω­ση εί­ναι μι­κρή και πα­ρο­δι­κή, δεν συ­σχε­τί­ζε­ται με τον α­ριθ­μό των κυτ­τά­ρων του αρ­θρι­κού υ­γρού ή τις α­κτι­νο­λο­γι­κές αλ­λοι­ώ­σεις και τον βαθ­μό της μεί­ω­σης του πό­νου και το αρ­θρι­κό υ­γρό δεν ε­πη­ρε­ά­ζε­ται α­πό τις εγ­χύ­σεις (Dieppe PA et al, 1980; Gaffney K et al, 1995). Η α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τά της στην ο­στε­ο­αρ­θρί­τι­δα του γό­να­τος εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρη της βη­τα­με­θα­ζό­νης (Valtonen EJ, 1981).

 

 

 

 

19.11.9.5   ΣΠΟΝΔΥΛΑΡΘΡΟΠΑΘΕΙΕΣ

Σε α­σθε­νείς με ο­ρο­αρ­νη­τι­κές σπον­δυ­λαρ­θρο­πά­θει­ες και ι­ε­ρο­λα­γο­νί­τι­δα, η έγ­χυ­ση 40 mg τρι­αμ­σι­νο­λό­νης στις ι­ε­ρο­λα­γό­νι­ες, κα­τευ­θυ­νό­με­νη με α­ξο­νι­κή το­μο­γρα­φί­α, βελ­τι­ώ­νει ση­μαν­τι­κά τα υ­πο­κει­με­νι­κά ε­νο­χλή­μα­τα (Bollow M et al, 1996; Braun J et al, 1996).

19.11.9.6   ΕΞΩΑΡΘΡΙΚΟΣ ΡΕΥΜΑΤΙΣΜΟΣ

Η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη μπο­ρεί ε­πί­σης να χο­ρη­γη­θεί το­πι­κά για την α­να­κού­φι­ση των συμ­πτω­μά­των της θυ­λα­κί­τι­δας και της τε­νον­το­ϋ­με­νί­τι­δας, αλ­λά δεν πρέ­πει να ε­νί­ε­ται μέ­σα στην μά­ζα του τέ­νον­τα, για­τί μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει ρή­ξη του.

19.11.9.7   ΟΥΡΑΙΜΙΚΗ ΠΕΡΙΚΑΡΔΙΤΙΔΑ

Σε ου­ραι­μι­κούς α­σθε­νείς, η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη, εγ­χε­ό­με­νη στον πε­ρι­καρ­δια­κό σάκ­κο, μπο­ρεί να προ­λά­βει την α­νά­πτυ­ξη πε­ρι­καρ­δια­κού υ­γρού (Fuller TJ et al, 1976; Buselmeier TJ et al, 1979; Quigg RJ et al, 1985).

19.11.9.8   ΒΡΟΓΧΙΚΟ ΑΣΘΜΑ

Η α­κε­το­νι­κή τρι­αμ­σι­νο­λό­νη μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί με την μορ­φή ψε­κα­σμών στη θε­ρα­πεί­α του βρογ­χι­κού ά­σθμα­τος, ι­δι­αί­τε­ρα σε α­σθε­νείς που η δι­προ­πι­ο­νι­κή μπε­κλο­με­θα­ζό­νη τους προ­κα­λεί βή­χα ή πτέρ­νι­σμα.

19.11.10   ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

1.  ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Συγ­κά­λυ­ψη κλι­νι­κών εκ­δη­λώ­σε­ων δι­ά­τρη­σης ή πε­πτι­κού έλ­κους
  • Πε­πτι­κό έλ­κος : Συ­σχε­τί­ζε­ται α­σθε­νώς με την χρή­ση των κορ­τι­κο­ει­δών και ι­σχυ­ρό­τε­ρα με την συγ­χο­ρή­γη­σή τους με ΜΣΑΦ. Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί ε­πί­σης να κα­τα­στεί­λουν τα συμ­πτώ­μα­τα και να κα­θυ­στε­ρή­σουν την ε­πού­λω­ση του πε­πτι­κού έλ­κους
  • Δι­ά­τρη­ση και αι­μορ­ρα­γί­α πε­πτι­κού έλ­κους
  • Παγ­κρε­α­τί­τι­δα
  • Με­τε­ω­ρι­σμός κοι­λιάς
  • Ελ­κω­τι­κή οι­σο­φα­γί­τι­δα

2.  ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΟΣΚΕΛΕΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Ο­στε­ο­πό­ρω­ση
  • Α­να­στο­λή α­νά­πτυ­ξης (στα παι­διά)
  • Μυ­ο­πά­θεια : Συν­δέ­ε­ται γε­νι­κά με την συ­στη­μα­τι­κή χρή­ση των κορ­τι­κο­ει­δών, αλ­λά φαί­νε­ται ό­τι εί­ναι ι­δι­αί­τε­ρο πρό­βλη­μα με τα 9α-φθο­ρι­ω­μέ­να πα­ρά­γω­γα, ό­πως η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη
  • Μυι­κή α­δυ­να­μί­α
  • Α­πώ­λεια μυι­κής μά­ζας
  • Α­ση­πτη νέ­κρω­ση κε­φα­λής ι­σχί­ου-βρα­χι­ο­νί­ου
  • Πα­θο­λο­γι­κά κα­τάγ­μα­τα μα­κρών ο­στών
  • Συμ­πι­ε­στι­κά κα­τάγ­μα­τα σπον­δύ­λων

3.   ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ

  • Γλαύ­κω­μα, με­τά α­πό υ­πο­ε­πι­πε­φυ­κω­τι­κή έ­νε­ση τρι­αμ­σι­νο­λό­νης (σπάνια)  (Mills DW et al, 1986)
  • Ο­πί­σθιος υ­πο­κά­ψιος κα­ταρ­ρά­κτης
  • Αύ­ξη­ση εν­δο­φθάλ­μιας πί­ε­σης
  • Ε­ξώ­φθαλ­μος

4.   ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΕΣ

  • Σύν­δρο­μο Cushing, σε μα­κρο­χρό­νια χο­ρή­γη­ση
  • Αρ­νη­τι­κό ι­σο­ζύ­γιο α­ζώ­του, ο­φει­λό­με­νο στον κα­τα­βο­λι­σμό των πρω­τε­ϊ­νών
  • Δι­α­τα­ρα­χές έμ­μη­νης ρύ­σης
  • Σύν­δρο­μο Cushing (σε μα­κρο­χρό­νια χο­ρή­γη­ση)

 

 

  • Α­να­στο­λή α­νά­πτυ­ξης (στα παι­διά)
  • Δευ­τε­ρο­πα­θής έλ­λει­ψη α­πάν­τη­σης φλοι­ού ε­πι­νε­φρι­δί­ων και υ­πό­φυ­σης, ι­δι­αί­τε­ρα σε κα­τα­στά­σεις stress (τραύ­μα, χει­ρουρ­γι­κές ε­πεμ­βά­σεις, νό­ση­ση, δυ­σα­νε­ξί­α στους υ­δα­τάν­θρα­κες, λαν­θά­νων σακ­χα­ρώ­δης δι­α­βή­της, αυ­ξη­μέ­νες α­παι­τή­σεις σε ιν­σου­λί­νη ή αν­τι­δι­α­βη­τι­κά per os σε δι­α­βη­τι­κούς)
  • Ε­νερ­γο­ποί­η­ση λαν­θά­νον­τα σακ­χα­ρώ­δους δι­α­βή­τη
  • Κα­τα­στο­λή υ­πο­θα­λα­μο-υ­πο­φυ­σιο-ε­πι­νε­φρι­δια­κού ά­ξο­να, σε μα­κρο­χρό­νια χο­ρή­γη­ση. Η α­πό­το­μη δι­α­κο­πή του κορ­τι­κο­ει­δούς μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε ο­ξεί­α ε­πι­νε­φρι­δια­κή α­νε­πάρ­κεια. Ο ά­ξο­νας ε­νί­ο­τε κα­τα­στέλ­λε­ται α­κό­μα και με την χρή­ση της τρι­αμ­σι­νο­λό­νης με την μορ­φή ψε­κα­σμών (Droszcz W et al, 1979; Munro DD, 1979) ή το­πι­κά σε σχε­τι­κά μι­κρές πε­ρι­ο­χές του σώ­μα­τος.

5.   ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ - ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ

  • Α­κμή
  • Δα­συ­τρι­χι­σμός
  • Ρα­βδώ­σεις
  • Πορ­φύ­ρα
  • Το­πι­κή α­τρο­φί­α του δέρ­μα­τος, με­τά α­πό το­πι­κή έ­νε­ση τρι­αμ­σι­νο­λό­νης, ό­πως με τα άλ­λα κορ­τι­κο­ει­δή
  • Στο­μα­τι­κή καν­τι­τί­α­ση, α­πό τα ει­σπνε­ό­με­να κορ­τι­κο­ει­δή, αν και σε μι­κρό­τε­ρη συ­χνό­τη­τα με την χρή­ση ει­σπνο­ών α­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης (Pingleton WW et al, 1977; Cherv­insky P and Petraco AJ, 1979).
  • Ε­ξα­σθέ­νη­ση ε­πού­λω­σης τραυ­μά­των
  • Λέ­πτυν­ση και ευ­θραυ­στό­τη­τα δέρ­μα­τος
  • Πε­τέ­χει­ες και εκ­χυ­μώ­σεις
  • Οί­δη­μα προ­σώ­που
  • Αυ­ξη­μέ­νη ε­φί­δρω­ση
  • Κα­τα­στο­λή αν­τι­δρά­σε­ων δερ­μα­τι­κών δο­κι­μα­σι­ών

6.   ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

  • Σπα­σμοί
  • Αύ­ξη­ση εν­δο­κρα­νια­κής πί­ε­σης με οί­δη­μα της ο­πτι­κής θη­λής (εγ­κε­φα­λι­κός ψευ­δο-όγ­κος), συ­νή­θως με­τά την θε­ρα­πεί­α
  • Ι­λιγ­γος
  • Κε­φα­λαλ­γί­ες

7.   ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΛΥΤΩΝ

  • Κα­τα­κρά­τη­ση να­τρί­ου
  • Κα­τα­κρά­τη­ση υ­γρών
  • Συμ­φο­ρη­τι­κή καρ­δια­κή α­νε­πάρ­κεια (σε ε­πιρ­ρε­πείς α­σθε­νείς)
  • Α­πώ­λεια κα­λί­ου
  • Υ­πο­κα­λι­αι­μι­κή αλ­κά­λω­ση
  • Υ­πέρ­τα­ση

8.   ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΥΠΕΡΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ

  • Α­να­φυ­λα­κτι­κές αν­τι­δρά­σεις (σπά­νια)

19.11.12   ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ

Εκ­δη­λώ­σεις : Η ε­φά­παξ χο­ρή­γη­ση υ­περ­βο­λι­κών δό­σε­ων κορ­τι­κο­ει­δών δεν α­να­μέ­νε­ται να προ­κα­λέ­σει ο­ξέ­α συμ­πτώ­μα­τα. Εκ­δη­λώ­σεις υ­περ­δο­σο­λο­γί­ας α­να­μέ­νον­ται συ­νή­θως με­τά α­πό την ε­πα­νει­λημ­μέ­νη χο­ρή­γη­ση με­γά­λων δό­σε­ων κορ­τι­κο­ει­δών.

Θε­ρα­πεί­α : Σε πε­ρι­πτώ­σεις υ­περ­δο­σο­λο­γί­ας α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να δι­α­τη­ρεί­ται ε­παρ­κής πρόσ­λη­ψη υ­γρών και να ε­λέγ­χον­ται οι η­λε­κτρο­λύ­τες του ο­ρού και των ού­ρων και ι­δι­αί­τε­ρα η ι­σορ­ρο­πί­α να­τρί­ου και κα­λί­ου.

19.11.13   ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΕ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ

Δεν έ­χει α­να­φερ­θεί.

19.11.14   ΚΥΗΣΗ

Στα ζώ­α : Σε α­ρου­ραί­ους και κου­νέ­λια η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη, χο­ρη­γού­με­νη στη διά­ρκεια της κύ­η­σης σε δό­σεις πα­ρό­μοι­ες με τις μέ­γι­στες συ­νι­στώ­με­νες στον άν­θρω­πο (πε­ρί­που 0.032 mg/kg/ 24ωρο), έ­χει τε­ρα­το­γό­νο δρά­ση. Η ειπ­σνε­ό­με­νη τρι­αμ­σι­νο­λό­νη έ­χει εμ­βρυ­ο­το­ξι­κή δρά­ση πα­ρό­μοι­α με την προ­κα­λού­με­νη α­πό άλ­λες ο­δούς. Και στα δύ­ο αυ­τά εί­δη των ζώ­ων, η χο­ρή­γη­ση της τρι­αμ­σι­νο­λό­νης στη διά­ρκεια της κύ­η­σης συ­νο­δεύ­ε­ται, σε μι­κρή συ­χνό­τη­τα, α­πό σχι­σμή της υ­πε­ρώ­ας ή/και ε­σω­τε­ρι­κό υ­δρο­κέ­φα­λο και α­νω­μα­λί­ες του α­ξο­νι­κού σκε­λε­τού.

Η το­πι­κή ε­φαρ­μο­γή κορ­τι­κο­ει­δών σε έγ­κυ­α πει­ρα­μα­τό­ζω­α μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει εμ­βρυι­κές α­νω­μα­λί­ες. Αν και η συ­σχέ­τι­ση του ευ­ρή­μα­τος αυ­τού στον άν­θρω­πο δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί, η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη δεν πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­εί­ται σε με­γά­λες πε­ρι­ο­χές του δέρ­μα­τος ή σε με­γά­λες πο­σό­τη­τες και για με­γά­λο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα στη διά­ρκεια της κύ­η­σης.

Στον άν­θρω­πο : Τα κορ­τι­κο­ει­δή, αν και συν­δέ­ον­ται με σπο­ρα­δι­κές πε­ρι­πτώ­σεις σχι­σμών της υ­πε­ρώ­ας, α­να­στο­λής της α­νά­πτυ­ξης, κα­ταρ­ρά­κτη, κα­τα­στο­λής των ε­πι­νε­φρι­δί­ων και άλ­λες α­νε­πι­θύ­μη­τες ε­νέρ­γει­ες σε παι­διά που ε­κτέ­θη­καν σ΄αυ­τά στη διά­ρκεια της κύ­η­σης, δεν φαί­νε­ται να συ­νο­δεύ­ον­ται α­πό αυ­ξη­μέ­νο κίν­δυ­νο α­νά­πτυ­ξης συγ­γε­νών εμ­βρυι­κών α­νω­μα­λι­ών, γι' αυ­τό και η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί στη διά­ρκεια της εγ­κυ­μο­σύ­νης. Μο­να­δι­κή ε­ξαί­ρε­ση α­πο­τε­λεί η προ­ε­κλαμ­πτι­κή το­ξι­ναι­μί­α, ό­που, ό­πως ό­λα τα σκευ­ά­σμα­τα κορ­τι­κο­ει­δών, μπο­ρεί να ε­πι­δει­νώ­σει την κα­τα­κρά­τη­ση των υ­γρών και την υ­πέρ­τα­ση.

Πάν­τως, οι γυ­ναί­κες α­να­πα­ρα­γω­γι­κής η­λι­κί­ας πρέ­πει να ε­νη­με­ρώ­νουν τον θε­ρά­πον­τα για­τρό τους ε­άν θε­λή­σουν να τε­κνο­ποι­ή­σουν ή εί­ναι ή­δη έγ­κυ­ες ε­νώ θε­ρα­πεύ­ον­ται με κορ­τι­κο­ει­δή, και βρέ­φη που ε­κτέ­θη­καν σε με­γά­λες δό­σεις γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δών στη διά­ρκεια της κύ­η­σης πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή για εκ­δη­λώ­σεις ε­πι­νε­φρι­δια­κής α­νε­πάρ­κειας.

19.11.15   ΓΑΛΟΥΧΙΑ

Δεν υ­πάρ­χουν πλη­ρο­φο­ρί­ες κα­τά πό­σον η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη α­πεκ­κρί­νε­ται στο μη­τρι­κό γά­λα. Γι΄αυ­τό και, ε­πει­δή δεν έ­χουν γί­νει ε­παρ­κείς με­λέ­τες στην α­να­πα­ρα­γω­γή αν­θρώ­πων θε­ρα­πευ­ό­με­νων με κορ­τι­κο­ει­δή, αν και φαί­νε­ται ό­τι τα κορ­τι­κο­ει­δή, στις μέ­τρι­ες δό­σεις που συ­νή­θως χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται στη θε­ρα­πεί­α των ρευ­μα­τι­κών νο­ση­μά­των, εί­ναι α­σφα­λή στη διά­ρκεια της γα­λου­χί­ας, η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη ε­πι­τρέ­πε­ται στη γα­λου­χί­α μό­νον εφ΄ ό­σον το α­να­με­νό­με­νο ό­φε­λος υ­περ­φα­λαγ­γί­ζει τους δυ­νη­τι­κούς κιν­δύ­νους για το βρέ­φος.

19.11.16   ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ - ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ

Νε­ο­γνά : Τα ε­νέ­σι­μα σκευ­ά­σμα­τα των γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δών που πε­ρι­έ­χουν βεν­ζυ­λι­κή αλ­κο­ό­λη αν­τεν­δεί­κνυν­ται στα πρό­ω­ρα νε­ο­γνά. 

Παι­διά : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να α­πο­φεύ­γον­ται στη βρε­φι­κή-παι­δι­κή η­λι­κί­α, για­τί μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν α­να­στο­λή της α­νά­πτυ­ξης.

Η­λι­κι­ω­μέ­νοι : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται με προ­σο­χή στους η­λι­κι­ω­μέ­νους, για­τί μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν κα­τα­κρά­τη­ση να­τρί­ου, υ­πέρ­τα­ση και οί­δη­μα και να ε­νερ­γο­ποι­ή­σουν λαν­θά­νου­σα φυ­μα­τι­ώ­δη ε­στί­α.

Κύ­η­ση : Η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί στη διά­ρκεια της κύ­η­σης. Πάν­τως, το α­να­με­νό­με­νο ό­φε­λος α­πό την χρή­ση των κορ­τι­κο­ει­δών στη διά­ρκεια της κύ­η­σης ή σε γυ­ναί­κες α­να­πα­ρα­γω­γι­κής η­λι­κί­ας πρέ­πει να σταθ­μί­ζε­ται σε σχέ­ση με τους πι­θα­νούς κιν­δύ­νους για την μη­τέ­ρα και το έμ­βρυ­ο ή το νε­ο­γνό.

Γα­λου­χί­α : Η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη ε­πι­τρέ­πε­ται στη γα­λου­χί­α μό­νον εφ΄ ό­σον το α­να­με­νό­με­νο ό­φε­λος υ­περ­βαί­νει τους δυ­νη­τι­κούς κιν­δύ­νους για το βρέ­φος.

Εμ­βο­λια­σμοί : Ε­πει­δή τα κορ­τι­κο­ει­δή α­να­στέλ­λουν την α­νο­σο­α­πάν­τη­ση, η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει μει­ω­μέ­νη α­πάν­τη­ση στις α­να­το­ξί­νες και στα εμ­βό­λια που πε­ρι­έ­χουν ζών­τες ή α­δρα­νο­ποι­η­μέ­νους μι­κρο-ορ­γα­νι­σμούς. Α­κό­μα, τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να δυ­νη­τι­κο­ποι­ή­σουν την α­να­πα­ρα­γω­γή ο­ρι­σμέ­νων ζών­των μι­κρο-ορ­γα­νι­σμών που εμ­πε­ρι­έ­χον­ται στα ζών­τα ε­ξα­σθε­νη­μέ­να εμ­βό­λια και, σε υ­περ­φυ­σι­ο­λο­γι­κές δό­σεις, να ε­πι­δει­νώ­σουν τις νευ­ρο­λο­γι­κές αν­τι­δρά­σεις ο­ρι­σμέ­νων εμ­βο­λί­ων.

Η α­νο­σο­ποί­η­ση ε­πι­τρέ­πε­ται σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με μη α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές ή με συμ­πλη­ρω­μα­τι­κές δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών (π.χ. για νό­σο Addison).

Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών, οι εμ­βο­λια­σμοί με ζών­τες ή ζών­τες, αλ­λά ε­ξα­σθε­νη­μέ­νους, ι­ούς αν­τεν­δεί­κνυν­ται, γι΄αυ­τό και δεν πρέ­πει να εμ­βο­λι­ά­ζον­ται κα­τά της ευ­λο­γιάς. Η συ­νή­θης χρή­ση εμ­βο­λί­ων ή α­να­το­ξι­νών πρέ­πει γε­νι­κά να α­να­βάλ­λε­ται μέ­χρις ό­του δι­α­κο­πεί η χο­ρή­γη­ση των κορ­τι­κο­ει­δών. Εφ΄ό­σον εί­ναι α­πα­ραί­τη­τος ο εμ­βο­λια­σμός σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή, μπο­ρεί να χρεια­σθεί να γί­νουν ο­ρο­λο­γι­κές δο­κι­μα­σί­ες για να ε­πι­βε­βαι­ω­θεί η ε­πάρ­κεια της α­νο­σο­α­πάν­τη­σης του α­σθε­νούς και να χο­ρη­γη­θούν ε­πι­πρό­σθε­τες δό­σεις εμ­βο­λί­ων ή α­να­το­ξι­νών.

ΠΡΟΥΠΑΡΧΟΝΤΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΤΑ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟ­ΠΟΙ-ΟΥΝΤΑΙ ΜΕ  ΠΡΟΣΟΧΗ

  • Μη ει­δι­κή ελ­κώ­δης κο­λί­τι­δα
  • Εκ­κολ­πω­μα­τί­τι­δα
  • Πρό­σφα­τη εν­τε­ρι­κή α­να­στό­μω­ση
  • Ε­νερ­γό ή α­συμ­πτω­μα­τι­κό πε­πτι­κό έλ­κος
  • Νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια
  • Υ­πέρ­τα­ση
  • Σπα­σμοί
  • Ο­στε­ο­πό­ρω­ση
  • Βα­ριά μυ­α­σθέ­νεια
  • Εμ­φρα­κτο μυ­ο­καρ­δί­ου
  • Υ­πο­προ­θρομ­βι­ναι­μί­α
  • Κίρ­ρω­ση
  • Υ­πο­θυ­ρε­ο­ει­δι­σμός
  • Λοι­μώ­ξεις
  • Α­πλός ο­φθαλ­μι­κός έρ­πη­τας 
  • Ψυ­χι­α­τρι­κές δι­α­τα­ρα­χές 

Γα­στρεν­τε­ρι­κά νο­σή­μα­τα : Τα κορ­τι­κο­στε­ρο­ει­δή αν­τεν­δεί­κνυν­ται σε α­σθε­νείς με πε­πτι­κό έλ­κος, ε­κτός ε­άν πά­σχουν α­πό α­πει­λη­τι­κές για την ζω­ή κα­τα­στά­σεις. Τα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με εκ­κολ­πω­μα­τί­τι­δα, μη ει­δι­κή ελ­κώ­δη κο­λί­τι­δα (ε­άν υ­πάρ­χει πι­θα­νό­τη­τα ε­πι­κεί­με­νης δι­ά­τρη­σης, α­πό­στη­μα ή άλ­λες πυ­ο­γε­νείς λοι­μώ­ξεις) ή πρό­σφα­τη εν­τε­ρι­κή α­να­στό­μω­ση. Οι εκ­δη­λώ­σεις πε­ρι­το­να­ϊ­κού ε­ρε­θι­σμού με­τά α­πό γα­στρεν­τε­ρι­κή δι­ά­τρη­ση μπο­ρεί να εί­ναι ε­λά­χι­στες ή α­που­σιά­ζουν σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή.

Εμ­φρα­κτο μυ­ο­καρ­δί­ου : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται με ε­ξαι­ρε­τι­κή προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με πρό­σφα­το έμ­φραγ­μα του μυ­ο­καρ­δί­ου.

Θρομ­βο­εμ­βο­λι­κά νο­σή­μα­τα : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με θρομ­βο­εμ­βο­λι­κά νο­σή­μα­τα.

Βα­ριά μυ­α­σθέ­νεια : Τα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με βα­ριά μυ­α­σθέ­νεια θε­ρα­πευ­ό­με­νους με αν­τι­χο­λι­νε­στε­ρα­σι­κά φάρ­μα­κα.

Ο­φθαλ­μι­κά νο­σή­μα­τα : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πι­θα­νώς αν­τεν­δεί­κνυν­ται σε πά­σχον­τες α­πό ε­νερ­γείς α­πλές ερ­πη­τι­κές ο­φθαλ­μι­κές λοι­μώ­ξεις και δεν συ­νι­στών­ται στη θε­ρα­πεί­α της ο­πτι­κής νευ­ρί­τι­δας, για­τί μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν την συ­χνό­τη­τα των ε­πει­σο­δί­ων.

Υ­πο­θυ­ρε­ο­ει­δι­σμός-κίρ­ρω­ση : Μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τις δρά­σεις των κορ­τι­κο­ει­δών. 

Ψυ­χι­α­τρι­κά νο­σή­μα­τα : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται με προ­σο­χή σε ά­το­μα με προ­ϋ­πάρ­χου­σα συ­ναι­σθη­μα­τι­κή α­στά­θεια, σο­βα­ρή κα­τά­θλι­ψη ή ε­πιρ­ρέ­πεια σε ψυ­χω­σι­κές δι­α­τα­ρα­χές.   

Φαρ­μα­κευ­τι­κή αλ­λερ­γί­α : Τα πα­ρεν­τε­ρι­κά σκευ­ά­σμα­τα των κορ­τι­κο­ει­δών πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με ι­στο­ρι­κό φαρ­μα­κευ­τι­κής αλ­λερ­γί­ας.

Λοι­μώ­ξεις : Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με πι­θα­νές ή γνω­στές λοι­μώ­ξεις, δε­δο­μέ­νου ό­τι :

  • Αυ­ξά­νουν την ε­πιρ­ρέ­πεια στην α­νά­πτυ­ξη λοι­μώ­ξε­ων
  • Μπο­ρεί να ε­πι­δει­νώ­σουν την δι­α­δρο­μή ή την έκ­βα­ση των λοι­μώ­ξε­ων, π.χ. να προ­κα­λέ­σουν δι­ά­τρη­ση σε α­σθε­νείς με α­πλό ο­φθαλ­μι­κό έρ­πη­τα
  • Μπο­ρεί να α­να­ζω­πυ­ρώ­σουν λαν­θά­νου­σες λοι­μώ­ξεις ή να ε­πι­δει­νώ­σουν εν­δο­γε­νείς λοι­μώ­ξεις α­πό δι­ά­φο­ρους μι­κρο-ορ­γα­νι­σμούς, π.χ. να ε­νερ­γο­ποι­ή­σουν λαν­θά­νου­σα α­μοι­βα­δί­α­ση, γι΄ αυ­τό και σε κά­θε α­σθε­νή με α­νε­ξή­γη­τη δι­άρ­ροι­α πρέ­πει να α­πο­κλεί­ε­ται η λαν­θά­νου­σα ή ε­νερ­γός α­μοι­βα­δι­κή λοί­μω­ξη πριν α­πό την έ­ναρ­ξη της θε­ρα­πεί­ας με κορ­τι­κο­ει­δή
  • Μπο­ρεί να συγ­κα­λύ­ψουν με­ρι­κές α­πό τις εκ­δη­λώ­σεις των λοι­μώ­ξε­ων, να ευ­νο­ή­σουν την δι­α­σπο­ρά του λοι­μο­γό­νου μι­κρο­ορ­γα­νι­σμού και την α­νά­πτυ­ξη νέ­ων λοι­μώ­ξε­ων, ό­πως και να μει­ώ­σουν την αν­τί­στα­ση και την δυ­να­τό­τη­τα εν­τό­πι­σης των λοι­μώ­ξε­ων
  • Μπο­ρεί να ε­πι­δει­νώ­σουν τις συ­στη­μα­τι­κές μυ­κη­τι­α­σι­κές λοι­μώ­ξεις, γι΄αυ­τό και αν­τεν­δεί­κνυν­ται σε α­σθε­νείς με ε­νερ­γείς μυ­κη­τι­α­σι­κές λοι­μώ­ξεις, ε­κτός ε­άν εί­ναι α­πα­ραί­τη­τα για την κα­τα­στο­λή των φαρ­μα­κευ­τι­κών αν­τι­δρά­σε­ων που ο­φεί­λον­ται στην αμ­φο­τε­ρι­κί­νη Β.
  • Μπο­ρεί να υ­πο­βο­η­θή­σουν την εγ­κα­τά­στα­ση δευ­τε­ρο­γε­νών ο­φθαλ­μι­κών λοι­μώ­ξε­ων ο­φει­λό­με­νων σε μύ­κη­τες ή ι­ούς
  • Μπο­ρεί να ε­πη­ρε­ά­σουν την δο­κι­μα­σί­α νι­τρο­κυα­νού του τε­τρα­ζο­λί­ου για βα­κτη­ρι­δια­κές λοι­μώ­ξεις και να δώ­σουν ψευ­δώς αρ­νη­τι­κά α­πο­τε­λέ­σμα­τα.

Η χρή­ση της τρι­αμ­σι­νο­λό­νης σε α­σθε­νείς με ε­νερ­γό φυ­μα­τί­ω­ση πρέ­πει να πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται μό­νο σε πε­ρι­πτώ­σεις κε­ραυ­νο­βό­λου ή κεγ­χρο­ει­δούς φυ­μα­τί­ω­σης, σε συν­δυα­σμό με την κα­τάλ­λη­λη αν­τι­φυ­μα­τι­κή α­γω­γή. Η θε­ρα­πεί­α με κορ­τι­κο­ει­δή, ε­άν εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη σε α­σθε­νείς με λαν­θά­νου­σα φυ­μα­τί­ω­ση ή θε­τι­κή Mantoux, πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται με προ­σο­χή, για­τί μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει α­να­ζω­πύ­ρω­ση της νό­σου. Στη διά­ρκεια της μα­κρο­χρό­νιας θε­ρα­πεί­ας με κορ­τι­κο­ει­δή οι α­σθε­νείς αυ­τοί πρέ­πει να υ­πο­βάλ­λον­ται σε χη­μει­ο­προ­φύ­λα­ξη.

Τα παι­διά που θε­ρα­πεύ­ον­ται με α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κά φάρ­μα­κα εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­πιρ­ρε­πή σε λοι­μώ­ξεις α­πό τα υ­γι­ή. Π.χ. η α­νε­μευ­λο­γί­α και η ι­λα­ρά μπο­ρεί να έ­χουν βα­ρύ­τε­ρη, α­κό­μα και θα­να­τη­φό­ρα, δι­α­δρο­μή σε παι­διά θε­ρα­πευ­ό­με­να με α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών.

Παι­διά ή ε­νή­λι­κες που θε­ρα­πεύ­ον­ται με α­νο­σο­κα­τα­σταλ­τι­κές δό­σεις κορ­τι­κο­ει­δών, αλ­λά δεν έ­χουν προ­σβλη­θεί α­πό α­νε­μευ­λο­γί­α ή ι­λα­ρά, πρέ­πει να α­πο­φεύ­γουν την έκ­θε­ση στις λοι­μώ­ξεις αυ­τές και, αν τυ­χόν ε­κτε­θούν, να συμ­βου­λεύ­ον­ται τον για­τρό τους. Ε­άν ε­κτε­θούν στις λοι­μώ­ξεις αυ­τές, μπο­ρεί να χρεια­σθούν θε­ρα­πεί­α με α­πλή (IVIG) ή ει­δι­κή ε­ναν­τί­ον του ι­ού της α­νε­μευ­λο­γί­ας–έρ­πη­τα ζω­στή­ρα (VZIG) εν­δο­φλέ­βια α­νο­σο­σφαι­ρί­νη, α­νά­λο­γα με την πε­ρί­πτω­ση. Ε­άν εμ­φα­νί­σουν α­νε­μευ­λο­γί­α, μπο­ρεί να χρεια­σθούν θε­ρα­πεί­α με αν­τι-ι­ο­γε­νή φάρ­μα­κα.

19.11.17   ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να α­πο­φεύ­γον­ται σε εγ­κύ­ους με προ­ε­κλαμ­ψί­α, ε­κλαμ­ψί­α ή εν­δεί­ξεις βλά­βης του πλα­κούν­τα
  • Τα γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή, σε μέ­τρι­ες ή με­γά­λες δό­σεις, μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν κα­τα­κρά­τη­ση να­τρί­ου και ύ­δα­τος με συ­νε­πα­κό­λου­θο οί­δη­μα, α­πώ­λεια κα­λί­ου, υ­πο­κα­λι­αι­μι­κή αλ­κά­λω­ση και υ­πέρ­τα­ση, ό­πως και συμ­φο­ρη­τι­κή καρ­δια­κή α­νε­πάρ­κεια σε ε­πιρ­ρε­πείς α­σθε­νείς.
  • Η α­νε­πάρ­κεια του φλοι­ού των ε­πι­νε­φρι­δί­ων α­πό τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να με­τρια­σθεί με την προ­ο­δευ­τι­κή μεί­ω­ση της δό­σης του κορ­τι­κο­ει­δούς και να ε­πι­μεί­νει αρ­κε­τούς μή­νες με­τά την δι­α­κο­πή του.
  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να χρεια­σθούν ε­πι­πρό­σθε­τα αυ­ξη­μέ­νες δό­σεις τα­χέ­ως δρών­των κορ­τι­κο­ει­δών πριν, στη διά­ρκεια και με­τά α­πό α­συ­νή­θι­στους στρεσ­σο­γό­νους πα­ρά­γον­τες.
  • Η σω­μα­τι­κή α­νά­πτυ­ξη των βρε­φών και των παι­δι­ών που θε­ρα­πεύ­ον­ται μα­κρο­χρό­νια με κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται με προ­σο­χή.
  • Η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη αν­τεν­δεί­κνυ­ται σε α­σθε­νείς με γνω­στή υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α στα κορ­τι­κο­ει­δή
  • Πριν α­πό κά­θε χει­ρουρ­γι­κή ε­πέμ­βα­ση οι α­σθε­νείς πρέ­πει να ε­νη­με­ρώ­νουν τον για­τρό και τον ο­δον­τί­α­τρό τους ή τον α­ναι­σθη­σι­ο­λό­γο ό­τι παίρ­νουν ή έ­χουν πά­ρει πρό­σφα­τα (μέ­σα σε δι­ά­στη­μα 12 μη­νών) κορ­τι­κο­ει­δή
  • Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν γλυ­κο­κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να α­να­φέ­ρουν στο για­τρό τους κά­θε λοί­μω­ξη ή εκ­δή­λω­ση εν­δει­κτι­κή λοί­μω­ξης ή κα­κώ­σεις που εμ­φα­νί­ζον­ται στη διά­ρκεια της κορ­τι­κο­ει­δο­θε­ρα­πεί­ας ή σε δι­ά­στη­μα 12 μη­νών με­τά την δι­α­κο­πή της
  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή, ό­ταν χο­ρη­γούν­ται σε με­γά­λες δό­σεις, συ­νι­στά­ται να λαμ­βά­νον­ται με­τά τα γεύ­μα­τα και ταυ­τό­χρο­να με αν­τι­ό­ξι­να στα εν­δι­ά­με­σα των γευ­μά­των, ώ­στε να προ­λη­φθεί η α­νά­πτυ­ξη πε­πτι­κού έλ­κους
  • Ο χρό­νος προ­θρομ­βί­νης πρέ­πει να ε­λέγ­χε­ται τα­κτι­κά σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους ταυ­τό­χρο­να με κορ­τι­κο­ει­δή και κου­μα­ρι­νι­κά αν­τι­πη­κτι­κά, για­τί τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να τρο­πο­ποι­ή­σουν την αν­τα­πό­κρι­ση των αν­τι­πη­κτι­κών.
  • Η α­σπι­ρί­νη πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται με προ­σο­χή σε α­σθε­νείς με υ­πο­προ­θρομ­βι­ναι­μί­α θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κορ­τι­κο­ει­δή
  • Ε­πει­δή οι ε­πι­πλο­κές της κορ­τι­κο­ει­δο­θε­ρα­πεί­ας ε­ξαρ­τών­ται α­πό την δό­ση του φαρ­μά­κου και την διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας, σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση πρέ­πει να σταθ­μί­ζε­ται η σχέ­ση ό­φε­λους/ κίν­δυ­νο ό­σον α­φο­ρά την δό­ση και την διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας και την συ­χνό­τη­τα χο­ρή­γη­σης του φαρ­μά­κου (κα­θη­με­ρι­νά ή κα­τά δι­α­στή­μα­τα).
  • Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να χο­ρη­γούν­ται στη μι­κρό­τε­ρη δυ­να­τή δό­ση για τον έ­λεγ­χο του νο­σή­μα­τος στο ο­ποί­ο α­πευ­θύ­νον­ται και, ό­ταν η μεί­ω­ση της δό­σης τους εί­ναι δυ­να­τή, να γί­νε­ται βαθ­μια­ία και ό­χι α­πό­το­μα.

(ΒΛ. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΙΣ ΓΕΝΙΚΕΣ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ)

19.11.18   ΔΟΣΕΙΣ - ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ

Η δό­ση της τρι­αμ­σι­νο­λό­νης ε­ξα­το­μι­κεύ­ε­ται α­νά­λο­γα με την βα­ρύ­τη­τα, την πρό­γνω­ση και την α­να­με­νό­με­νη διά­ρκεια της νό­σου και την αν­τα­πό­κρι­ση του α­σθε­νούς. Η αρ­χι­κή δό­ση κυ­μαί­νε­ται α­πό 4-48 mg/24ωρο, α­νά­λο­γα με το νό­ση­μα στο ο­ποί­ο α­πευ­θύ­νε­ται. Σε λι­γό­τε­ρο σο­βα­ρές πε­ρι­πτώ­σεις χα­μη­λό­τε­ρες δό­σεις γε­νι­κά εί­ναι ε­παρ­κείς, ε­νώ με­ρι­κοί α­σθε­νείς μπο­ρεί να χρεια­σθούν με­γα­λύ­τε­ρες αρ­χι­κές δό­σεις.

Η αρ­χι­κή δό­ση της τρι­αμ­σι­νο­λό­νης πρέ­πει να δι­α­τη­ρεί­ται ή να τρο­πο­ποι­εί­ται μέ­χρις ό­του προ­κύ­ψει ι­κα­νο­ποι­η­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση. Ε­άν, με­τά α­πό λο­γι­κό χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα, η αν­τα­πό­κρι­ση εί­ναι α­νε­παρ­κής, η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται και να α­κο­λου­θούν­ται άλ­λες ε­ναλ­λα­κτι­κές θε­ρα­πεί­ες.

Ε­άν προ­κύ­ψει ι­κα­νο­ποι­η­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση, η δό­ση συν­τή­ρη­σης προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται με βαθ­μια­ία μεί­ω­ση της αρ­χι­κής δό­σης του φαρ­μά­κου, μέ­χρις ό­του φθά­σει στο μι­κρό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό ύ­ψος. Κα­τα­στά­σεις που συ­νή­θως ε­πι­βάλ­λουν τρο­πο­ποί­η­ση της δό­σης εί­ναι η κλι­νι­κή κα­τά­στα­ση δευ­τε­ρο­πα­θώς σε υ­φέ­σεις ή ε­ξάρ­σεις της νό­σου, η αν­τα­πό­κρι­ση του α­σθε­νούς στο φάρ­μα­κο και στρεσ­σο­γό­νοι πα­ρά­γον­τες μη ά­με­σα σχε­τι­ζό­με­νοι με την βα­σι­κή νο­σο­λο­γι­κή ον­τό­τη­τα. Με­τά α­πό μα­κρο­χρό­νια θε­ρα­πεί­α, η δι­α­κο­πή της τρι­αμ­σι­νο­λό­νης, ε­άν αυ­τό εί­ναι ε­φι­κτό, πρέ­πει να γί­νε­ται προ­ο­δευ­τι­κά, και ό­χι α­πό­το­μα.

 

 

 

 

Δι­σκί­α, σι­ρό­πι :

Παι­διά : Η δό­ση προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται με βά­ση το μέ­γε­θος ή το σω­μα­τι­κό βά­ρος

Ε­φη­βοι-ε­νή­λι­κες : 2-60 mg/24ωρο, ε­φά­παξ ή σε δι­η­ρη­μέ­νες δό­σεις

Ε­νέ­σι­μα σκευ­ά­σμα­τα :

  • Παι­διά : Η δό­ση προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται με βά­ση το μέ­γε­θος ή το σω­μα­τι­κό βά­ρος
  • Ε­φη­βοι – ε­νή­λι­κες : 0.5-100 mg μέ­σα σε αρ­θρώ­σεις ή μα­λα­κά μό­ρια, εν­δο­μυι­κά, εν­δο­φλέ­βια ή υ­πο­δό­ρια, ό­σο συ­χνά χρει­ά­ζε­ται

Εν­δαρ­θρι­κά σκευ­ά­σμα­τα :  Η δό­ση ε­ξαρ­τά­ται α­πό το μέ­γε­θος της άρ­θρω­σης και την έν­τα­ση της φλεγ­μο­νής :

  • Μι­κρές αρ­θρώ­σεις : 2-6 mg ε­ξα­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης
  • Με­γά­λες αρ­θρώ­σεις : 10-30 mg

Η δό­ση της α­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης εί­ναι σχε­δόν δι­πλά­σια.

19.11.18.1   ΡΕΥΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Ρευ­μα­το­ει­δής αρ­θρί­τι­δα, ο­ξεί­α ου­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα, αγ­κυ­λο­ποι­η­τι­κή σπον­δυ­λί­τι­δα, ε­πι­λεγ­μέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις ψω­ρι­α­σι­κής αρ­θρί­τι­δας, ο­ξεί­α και υ­πο­ξεί­α θυ­λα­κί­τι­δα, ο­ξεί­α μη ει­δι­κή τε­νον­του­με­νί­τι­δα : 8-16 mg/24ωρο. Ο­ρι­σμέ­νοι α­σθε­νείς μπο­ρεί να χρεια­σθούν με­γα­λύ­τε­ρες δό­σεις. Η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη χο­ρη­γεί­ται ε­φά­παξ το πρω­ί κα­θη­με­ρι­νά ή κά­θε 2η η­μέ­ρα, α­νά­λο­γα με τις α­νάγ­κες του α­σθε­νούς. Με­ρι­κοί α­σθε­νείς έ­χουν με­γα­λύ­τε­ρη α­να­κού­φι­ση με δι­η­ρη­μέ­νες κα­θη­με­ρι­νές δό­σεις (2-4 φο­ρές η­με­ρη­σί­ως). Τα­χεί­α μεί­ω­ση της δό­σης ή α­πό­το­μη δι­α­κο­πή της τρι­αμ­σι­νο­λό­νης μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε υ­πο­τρο­πή ή α­κό­μα και έ­ξαρ­ση των ση­μεί­ων και συμ­πτω­μά­των.

Η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη σπά­νια χρη­σι­μο­ποι­εί­ται στη συ­στη­μα­τι­κή θε­ρα­πεί­α της ρευ­μα­το­ει­δούς αρ­θρί­τι­δας. Ε­ναλ­λα­κτι­κά, η α­κε­το­νι­κή τρι­αμ­σι­νο­λό­νη, σε δό­σεις 40-100 mg, μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί εν­δο­μυι­κά σε δι­α­στή­μα­τα α­νά­λο­γα με την αν­τα­πό­κρι­ση του α­σθε­νούς, συ­νή­θως κά­θε 3-4 ε­βδο­μά­δες.

Συ­στη­μα­τι­κός ε­ρυ­θη­μα­τώ­δης λύ­κος : 20-32 mg/24ωρο, μέ­χρις ό­του προ­κύ­ψει η ε­πι­θυ­μη­τή αν­τα­πό­κρι­ση, ο­πό­τε μει­ώ­νε­ται σε δό­ση συν­τή­ρη­σης. Οι βα­ρέ­ως πά­σχον­τες μπο­ρεί να χρει­ά­ζον­ται με­γα­λύ­τε­ρες αρ­χι­κές δό­σεις (48 mg ή πε­ρισ­σό­τε­ρο η­με­ρη­σί­ως) και δό­σεις συν­τή­ρη­σης. Το δο­σο­λο­γι­κό σχή­μα πρέ­πει να τρο­πο­ποι­εί­ται, ώ­στε να πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται η κα­τα­στο­λή του ά­ξο­να.

Ο­ξεί­α ρευ­μα­τι­κή καρ­δί­τι­δα, βα­ρέ­ως πά­σχον­τες με καρ­δί­τι­δα, πε­ρι­καρ­δια­κή συλ­λο­γή ή/και συμ­φο­ρη­τι­κή καρ­δια­κή α­νε­πάρ­κεια : 20-60 mg/ 24ωρο. Τα κορ­τι­κο­ει­δή μπο­ρεί να θέ­σουν τα­χέ­ως υ­πό έ­λεγ­χο τις ο­ξεί­ες και σο­βα­ρές φλεγ­μο­νώ­δεις αλ­λοι­ώ­σεις και να σώ­σουν την ζω­ή του α­σθε­νούς. Η κλι­νι­κή αν­τα­πό­κρι­ση εί­ναι συ­νή­θως τα­χεί­α και η δό­ση του φαρ­μά­κου μπο­ρεί να μει­ω­θεί. Η θε­ρα­πεί­α συν­τή­ρη­σης πρέ­πει να συ­νε­χί­ζε­ται του­λά­χι­στον ε­πί 6-8 ε­βδο­μά­δες και σπά­νια πέ­ραν του 3μήνου.

19.11.18.2   ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Συγ­γε­νής υ­περ­πλα­σί­α του φλοι­ού των ε­πι­νε­φρι­δί­ων, μη πυ­ώ­δης θυ­ρε­ο­ει­δί­τι­δα, υ­πε­ρα­σβε­στι­αι­μί­α συν­δε­ό­με­νη με καρ­κί­νο : Η δό­ση δεν εί­ναι κα­θο­ρι­σμέ­νη.

Φλοι­ο­ε­πι­νε­φρι­δια­κή α­νε­πάρ­κεια : 4-12 mg/24ωρο, σε συν­δυα­σμό με α­λα­το­κορ­τι­κο­ει­δή.

19.11.18.3   ΔΕΡΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Πέμ­φι­γα, φλυ­κται­νώ­δης ερ­πη­το­ει­δής δερ­μα­τί­τι­δα, σο­βα­ρό πο­λύ­μορ­φο ε­ρύ­θη­μα, α­πο­φο­λι­δω­τι­κή δερ­μα­τί­τι­δα, σπογ­γο­ει­δής μυ­κη­τί­α­ση : 8-16 mg/24ωρο. Στις κα­τα­στά­σεις αυ­τές, ό­πως και στις αλ­λερ­γι­κές δερ­μα­τώ­σεις, η χο­ρή­γη­ση των κορ­τι­κο­ει­δών κά­θε δεύ­τε­ρη η­μέ­ρα εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή και λι­γό­τε­ρο πι­θα­νό να προ­κα­λέ­σει α­νε­πι­θύ­μη­τες αν­τι­δρά­σεις.

Σο­βα­ρή ψω­ρί­α­ση : Η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη, σε δό­σεις 8-16 mg/24ωρο, μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει ε­λάτ­τω­ση ή ύ­φε­ση των δερ­μα­τι­κών αλ­λοι­ώ­σε­ων. Η διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας συν­τή­ρη­σης ε­ξαρ­τά­ται α­πό την κλι­νι­κή αν­τα­πό­κρι­ση. Τα κορ­τι­κο­ει­δή πρέ­πει να μει­ώ­νον­ται ή να δι­α­κό­πτον­ται με προ­σο­χή, δε­δο­μέ­νου ό­τι οι δερ­μα­τι­κές αλ­λοι­ώ­σεις μπο­ρεί να υ­πο­τρο­πιά­σουν και μά­λι­στα με με­γα­λύ­τε­ρη έν­τα­ση (φαι­νό­με­νο α­να­ζω­πύ­ρω­σης).

19.11.18.4   ΑΛΛΕΡΓΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

Ο­ξεί­α ε­πο­χια­κή ή μό­νι­μη αλ­λερ­γι­κή ρι­νί­τι­δα : 8-12 mg/24ωρο. Οι αν­θι­στά­με­νες πε­ρι­πτώ­σεις μπο­ρεί να α­παι­τή­σουν υ­ψη­λές αρ­χι­κές και δό­σεις συν­τή­ρη­σης.

Βρογ­χι­κό ά­σθμα : Δό­σεις 8-16 mg/24ωρο εί­ναι συ­νή­θως α­πο­τε­λε­σμα­τι­κές. Πα­ράλ­λη­λα πρέ­πει να ε­φαρ­μό­ζον­ται και τα συ­νή­θη θε­ρα­πευ­τι­κά μέ­τρα για τον έ­λεγ­χο του βρογ­χι­κού ά­σθμα­τος.

Σε α­σθε­νείς με αλ­λερ­γι­κή ρι­νί­τι­δα και βρογ­χι­κό ά­σθμα, η θε­ρα­πεί­α με κορ­τι­κο­ει­δή σκο­πό έ­χει την α­να­κού­φι­ση α­πό την ο­ξεί­α δυ­σφο­ρί­α και δεν πρέ­πει να δια­ρκεί μα­κρο­χρό­νια. Με­ρι­κοί α­σθε­νείς αν­τα­πο­κρί­νον­ται στη χο­ρή­γη­ση των κορ­τι­κο­ει­δών κά­θε 2η η­μέ­ρα. Στις κα­τα­στά­σεις αυ­τές, ό­πως στην δερ­μα­τί­τι­δα εξ ε­πα­φής και την α­το­πι­κή δερ­μα­τί­τι­δα, η το­πι­κή θε­ρα­πεί­α μπο­ρεί να συμ­πλη­ρω­θεί με την βρα­χυ­χρό­νια χο­ρή­γη­ση τρι­αμ­σι­νο­λό­νης per os σε δό­σεις 8-16 mg/24ωρο.

Ο­ρο­νο­σί­α : Σε βα­ρέ­ως πά­σχον­τες φάρ­μα­κο ε­κλο­γής εί­ναι η ε­πι­νε­φρί­νη, συ­χνά σε συν­δυα­σμό με αν­τι­ι­στα­μι­νι­κά. Ε­ναλ­λα­κτι­κά μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί τρι­αμ­σι­νο­λό­νη σε δό­σεις κα­θο­ρι­ζό­με­νες α­πό την βα­ρύ­τη­τα της νό­σου, την τα­χύ­τη­τα με την ο­ποί­α εί­ναι ε­πι­θυ­μη­τή η θε­ρα­πευ­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση και την αν­τα­πό­κρι­ση του α­σθε­νούς στην αρ­χι­κή θε­ρα­πεί­α.

19.11.18.5   ΟΦΘΑΛΜΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Αλ­λερ­γι­κή ε­πι­πε­φυ­κί­τι­δα, κε­ρα­τί­τι­δα, ι­ρι­δο­κυ­κλί­τι­δα, χο­ρι­ο­αμ­φι­βλη­στρο­ει­δί­τι­δα, φλεγ­μο­νή πρό­σθιου τμή­μα­τος, δι­ά­χυ­τη ο­πί­σθια ρα­γο­ει­δί­τι­δα και χο­ρι­ο­ει­δί­τι­δα, ο­πτι­κή νευ­ρί­τι­δα και συμ­πα­θη­τι­κή ο­φθαλ­μί­α : 12-40 mg/24ωρο, α­νά­λο­γα με την βα­ρύ­τη­τα της κα­τά­στα­σης, την φύ­ση και τον βαθ­μό της προ­σβο­λής. Η αν­τα­πό­κρι­ση εί­ναι συ­νή­θως τα­χεί­α και η θε­ρα­πεί­α βρα­χεί­ας διά­ρκειας.

19.11.18.6   ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Συμ­πτω­μα­τι­κή σαρ­κο­εί­δω­ση, σύν­δρο­μο Loeffler, βη­ρυλ­λί­ω­ση, ο­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις κε­ραυ­νο­βό­λου ή γε­νι­κευ­μέ­νης πνευ­μο­νι­κής φυ­μα­τί­ω­σης σε συν­δυα­σμό με την κα­τάλ­λη­λη αν­τι­φυ­μα­τι­κή χη­μει­ο­θε­ρα­πεί­α : 16-48 mg/24ωρο.

19.11.18.7   ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Ι­δι­ο­πα­θής και δευ­τε­ρο­πα­θής θρομ­βο­πε­νί­α (στους ε­νή­λι­κες), ε­πί­κτη­τη (αυ­το­ά­νο­ση) αι­μο­λυ­τι­κή α­ναι­μί­α, ε­ρυ­θρο­βλα­στο­πε­νί­α (α­ναι­μί­α ε­ρυ­θρών αι­μο­σφα­ρί­ων), συγ­γε­νής (ε­ρυ­θρο­ει­δής) υ­πο­πλα­στι­κή α­ναι­μί­α : 16-60 mg/24ωρο. Ε­άν υ­πάρ­ξει ε­παρ­κής κλι­νι­κή αν­τα­πό­κρι­ση, η δό­ση της τρι­αμ­σι­νο­λό­νης μει­ώ­νε­ται. Η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη προ­κα­λεί ύ­φε­ση των συμ­πτω­μά­των και ε­νί­ο­τε ε­πα­να­φέ­ρει τα κυτ­τα­ρι­κά στοι­χεί­α του αί­μα­τος σε φυ­σι­ο­λο­γι­κή κα­τά­στα­ση.

19.11.18.8   ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Ο­ξεί­α λευ­χαι­μί­α (στα παι­διά) : 1 mg/kg/24ωρο και ε­νί­ο­τε 2 mg/kg/24ωρο. Η αν­τα­πό­κρι­ση εμ­φα­νί­ζε­ται συ­νή­θως μέ­σα σε 6-21 η­μέ­ρες και η θε­ρα­πεί­α συ­νε­χί­ζε­ται ε­πί 4-6 ε­βδο­μά­δες.

Ο­ξεί­α λευ­χαι­μί­α και λέμ­φω­μα (στους ε­νή­λι­κες) : 16-40 mg/24ωρο. Σε λευ­χαι­μι­κούς α­σθε­νείς μπο­ρεί να χρεια­σθούν α­κό­μα και 100 mg/24ωρο. Η θε­ρα­πεί­α με τρι­αμ­σι­νο­λό­νη στα νε­ο­πλά­σμα­τα αυ­τά εί­ναι μό­νον α­να­κου­φι­στι­κή και ό­χι θε­ρα­πευ­τι­κή.

19.11.18.9   ΟΙΔΗΜΑΤΩΔΕΙΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

Νε­φρω­σι­κό σύν­δρο­μο : Η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει δι­ού­ρη­ση ή ύ­φε­ση της πρω­τε­ϊ­νου­ρί­ας σε α­σθε­νείς με νε­φρω­σι­κό σύν­δρο­μο, χω­ρίς ου­ραι­μί­α, ι­δι­ο­πα­θούς τύ­που ή ο­φει­λό­με­νο σε συ­στη­μα­τι­κό ε­ρυ­θη­μα­τώ­δη λύ­κο.

Η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη χο­ρη­γεί­ται σε μέ­ση δό­ση 16-20 mg (έ­ως 48 mg) η­με­ρη­σί­ως μέ­χρις ό­του προ­κα­λέ­σει δι­ού­ρη­ση. Η δι­ού­ρη­ση μπο­ρεί να εί­ναι μα­ζι­κή και συ­νή­θως πα­ρα­τη­ρεί­ται την 19η η­μέ­ρα της θε­ρα­πεί­ας, αλ­λά ε­νί­ο­τε αρ­γό­τε­ρα. Με­τά την έ­ναρ­ξη της δι­ού­ρη­σης η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη συ­νε­χί­ζε­ται μέ­χρις ό­του προ­κύ­ψει η μέ­γι­στη ή πλή­ρης ύ­φε­ση της νό­σου, ο­πό­τε μει­ώ­νε­ται βαθ­μια­ία και με­τά δι­α­κό­πτε­ται. Σε λι­γό­τε­ρο σο­βα­ρές πε­ρι­πτώ­σεις δό­σεις συν­τή­ρη­σης έ­ως 4 mg/24ωρο μπο­ρεί να εί­ναι ε­παρ­κείς. Ε­ναλ­λα­κτι­κά και ό­ταν η θε­ρα­πεί­α συν­τή­ρη­σης πα­ρα­τεί­νε­ται, η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί κά­θε 2η η­μέ­ρα.

19.11.18.10   ΦΥΜΑΤΙΩΔΗΣ ΜΗΝΙΓΓΙΤΙΔΑ

Η τρι­αμ­σι­νο­λό­νη μπο­ρεί να εί­ναι χρή­σι­μη σε συν­δυα­σμό με την κα­τάλ­λη­λη αν­τι­φυ­μα­τι­κή α­γω­γή σε α­σθε­νείς με υ­πα­ρα­χνο­ει­δή ή ε­πι­κεί­με­νο α­πο­κλει­σμό. Η μέ­ση δό­ση εί­ναι 32-48 mg κα­θη­με­ρι­νά ε­φά­παξ ή σε δι­η­ρη­μέ­νες δό­σεις.

19.11.19   ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ

1.  TRIAMCINOLONE

       Εμ­πο­ρι­κή ο­νο­μα­σί­α

 Μορ­φές-πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τες

      Κα­τα­σκευα­στής

Aristocort

Tabl. 1 mg  

FUJISAWA 

 

Tabl. 2 mg  

 

 

Tabl. 4 mg 

 

 

Tabl. 8 mg  

 

Aristo-Pak

Tabl. 4 mg

FUJISAWA 

Bioderm

Cream 20 gr 

ΦΑΡΜΑΛΕΞ ΑΕΒΕ 

Kenacomb

Cream 10 gr 

BRISTOL-MYERS

SQUIBB ΑΕΒΕ 

Pevison

Cream 15 gr 

JANSSEN-CILAG AEBE 

2.  TRIAMCINOLONE ACETONIDE

      Εμ­πο­ρι­κή ο­νο­μα­σί­α 

 Μορ­φές-πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τες

       Κα­τα­σκευα­στής

Cinonide

Injectable susp. 40 mg/ml 

LEGERE 

Kenaject

Injectable susp. 40 mg/ml  

MERZ 

Kenalog

Injectable susp. 10 mg/ml  

APOTHECON 

Kenalog

Injectable susp. 40 mg/ml  

APOTHECON 

Nasacort

Nasal Spray 120 Doses 

RHONE-POULENC

RORER ΑΕΒΕ 

Olamyc

Tinct. 50 ml 

ΦΑΡΜΑΛΕΞ ΑΕΒΕ 

Tac 

3 mg/ml  

PARNELL 

Triam-A

Injectable susp. 40 mg/ml  

HYREX 

Triamonide

Injectable susp. 40 mg/ml  

FOREST 

3.  Triamcinolone Hexacetonide

      Εμ­πο­ρι­κή ο­νο­μα­σί­α 

 Μορ­φές-πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τες

       Κα­τα­σκευα­στής

Aristospan Intralesional 

Injectable susp. 5 mg/ml  

FUJISAWA 

Aristospan Intraarticular 

Injectable susp. 20 mg/ml  

FUJISAWA 

 

 

 

 

 

4.  TRIAMCINOLONE DIACETATE

      Εμ­πο­ρι­κή ο­νο­μα­σί­α 

 Μορ­φές-πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τες

       Κα­τα­σκευα­στής

Amcort

Injectable susp. 40 mg/ml 

KEENE 

Aristocort Intralesional

Injectable susp. 25 mg/ml  

FUJISAWA 

Aristocort Forte

Injectable susp. 40 mg/ml 

FUJISAWA 

Cinalone

Injectable susp. 40 mg/ml 

LEGERE  

Triam-Forte

Injectable susp. 40 mg/ml 

HYREX 

Tristoject

Injectable susp. 40 mg/ml 

MERZ 

19.11.20   ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ 

19.11.20.1   ΤΡΙΑΜΣΙΝΟΛΟΝΗ

Δι­σκί­α : Πε­ρι­έ­χουν 1, 2, 4, ή 8 mg τρι­αμ­σι­νο­λό­νης, ά­μυ­λο α­ρα­βο­σί­του, δι­βα­σι­κό φω­σφο­ρι­κό α­σβέ­στιο, έ­να α­νι­ο­νι­κό ε­πι­φα­νει­ο­δρα­στι­κό (να­τρι­ού­χος δο­κου­σά­τη), λα­κτό­ζη, στε­α­ρι­κό μα­γνή­σιο, μι­κρο­κρυ­σταλ­λι­κή σελ­λου­λό­ζη, Red 30, βεν­ζο­ϊ­κό νά­τριο, να­τρι­ού­χο γλυ­κο­λι­κό ά­μυ­λο και Yellow 10.

19.11.20.2   ΑΚΕΤΟΝΙΚΗ ΤΡΙΑΜΣΙΝΟΛΟΝΗ

 

Ει­σπνο­ές per os : Πε­ρι­έ­χουν μι­κρο­κρυ­σταλ­λι­κό ε­ναι­ώ­ρη­μα α­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης σε δι­χλω­ρο­δι­φθο­ρι­ο­με­θά­νιο (σαν προ­ω­θη­τι­κό) και ά­νυ­δρη αλ­κο­ό­λη USP 1% w/w. Κά­θε μο­νά­δα πε­ρι­έ­χει 60 mg α­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης, α­πό το ο­ποί­α τα 100 mcg πε­ρί­που πα­ρέ­χον­ται α­πό την μο­νά­δα. Κά­θε μο­νά­δα α­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης ε­παρ­κεί για 240 ψε­κα­σμούς. Με­τά τους 240 ψε­κα­σμούς, η χο­ρη­γού­με­νη πο­σό­τη­τα μπο­ρεί να εί­ναι α­στα­θής και η μο­νά­δα πρέ­πει να α­πορ­ρί­πτε­ται.

Ρι­νι­κοί ψε­κα­σμοί : Πε­ρι­έ­χουν μι­κρο­κρυ­σταλ­λι­κό ε­ναι­ώ­ρη­μα α­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης σε υ­δα­τι­κό μέ­σον, μι­κρο­κρυ­σταλ­λι­κή κυτ­τα­ρί­νη, καρ­βο­ξυ­με­θυλ­κυτ­τα­ρί­νη, πο­λυ­σορ­βά­τη 80, δεξ­τρό­ζη, χλω­ρι­ού­χο βεν­ζαλ­κό­νιο και δι­νά­τριο EDTA. Το pH μπο­ρεί να τρο­πο­ποι­η­θεί με την προ­σθή­κη υ­δρο­χλω­ρι­κού ο­ξέ­ος ή υ­δρο­ξει­δί­ου του να­τρί­ου ώ­στε να κυ­μαί­νε­ται με­τα­ξύ 4.5 και 6.0.

Κά­θε φι­α­λί­διο πε­ρι­έ­χει 9.075 mg α­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης. Κά­θε ει­σπνο­ή πα­ρέ­χει 55 mcg α­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης. Κά­θε φι­α­λί­διο πε­ρι­έ­χει του­λά­χι­στον 120 ει­σπνο­ές. Με­τά α­πό τις 120 ει­σπνο­ές, η πο­σό­τη­τα η πα­ρε­χό­με­νη/ει­σπνο­ή μπο­ρεί να εί­ναι α­στα­θής, γι΄αυ­τό και η μο­νά­δα πρέ­πει να α­πορ­ρί­πτε­ται.

Ρι­νι­κές ει­σπνο­ές : Πε­ρι­έ­χουν μι­κρο­κρυ­σταλ­λι­κό ε­ναι­ώ­ρη­μα α­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης σε δι­χλω­ρο­δι­φθο­ρι­ο­με­θά­νιο και ά­νυ­δρη αλ­κο­ό­λη USP 0.7% w/w. Κά­θε μο­νά­δα πε­ρι­έ­χει 15 mg α­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης. Κά­θε ει­σπνο­ή α­πε­λευ­θε­ρώ­νει πε­ρί­που 55 mcg α­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης. Κά­θε μο­νά­δα πε­ρι­έ­χει του­λά­χι­στον 100 ει­σπνο­ές. Με­τά τις 100 ει­σπνο­ές, η πο­σό­τη­τα η πα­ρε­χό­με­νη/ει­σπνο­ή μπο­ρεί να εί­ναι α­στα­θής, γι΄αυ­τό και η μο­νά­δα πρέ­πει να α­πορ­ρί­πτε­ται.

Ο­δον­τό­πα­στα : Κά­θε gr α­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης σε Orabase πα­ρέ­χει 1 mg (0.1%) α­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης σε μα­λα­κτι­κή ο­δον­τό­πα­στα, η ο­ποί­α πε­ρι­έ­χει ζε­λα­τί­νη, πε­κτί­νη και καρ­βο­ξυ­με­θυλ­κυτ­τα­ρί­νη σε εύ­πλα­στη γέ­λη υ­δρο­γο­νάν­θρα­κα (plastibase), πο­λυ­αι­θυ­λέ­νιο και βά­ση γέ­λης ο­ρυ­κτε­λαί­ου.

Ε­νε­ση (10 mg) (για εν­δαρ­θρι­κή, εν­δο­θυ­λα­κι­κή ή εν­δο­δερ­μι­κή χρή­ση) : Κά­θε ml στεί­ρου υ­δα­τι­κού ε­ναι­ω­ρή­μα­τος πα­ρέ­χει 10 mg α­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης, με χλω­ρι­ού­χο νά­τριο για ι­σο­το­νι­κό­τη­τα, 0.9% (w/v), βεν­ζυ­λι­κή αλ­κο­ό­λη σαν συν­τη­ρη­τι­κό, 0.75% καρ­βο­ξυ­με­θυλ­κυτ­τα­ρί­νη και 0.04% πο­λυ­σορ­βά­της 80. Το pH μπο­ρεί να τρο­πο­ποι­η­θεί με την προ­σθή­κη υ­δρο­ξει­δί­ου του να­τρί­ου ή υ­δρο­χλω­ρι­κού ο­ξέ­ος, ώ­στε να κυ­μαί­νε­ται με­τα­ξύ 5.0-7.5.

 

 

 

 

Ε­νε­ση (40 mg) (ό­χι για εν­δο­φλέ­βια ή εν­δο­δερ­μι­κή χρή­ση) : Κά­θε ml στεί­ρου υ­δα­τι­κού ε­ναι­ω­ρή­μα­τος πε­ρι­έ­χει 40 mg α­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης, χλω­ρι­ού­χο νά­τριο 0.9% (w/v), βεν­ζυ­λι­κή αλ­κο­ό­λη (σαν συν­τη­ρη­τι­κό), καρ­βο­ξυ­με­θυλ­κυτ­τα­ρί­νη 0.75% και πο­λυ­σορ­βά­τη 80, 0.04%. Στο ε­ναι­ώ­ρη­μα μπο­ρεί να προ­στε­θεί υ­δρο­ξεί­διο του να­τρί­ου ή υ­δρο­χλω­ρι­κό ο­ξύ για να τρο­πο­ποι­η­θεί το pH με­τα­ξύ 5.0 και 7.5.

A­e­r­o­s­ol S­p­r­ay (για δερ­μα­τι­κή χρή­ση) : Η το­πι­κή ε­φαρ­μο­γή σε πε­ρι­ο­χή πε­ρί­που ί­ση με το μέ­γε­θος του χε­ριού πα­ρέ­χει 0.2 mg α­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης. Με­τά τον ψε­κα­σμό, το μη πτη­τι­κό έκ­δο­χο που πα­ρα­μέ­νει στο δέρ­μα πε­ρι­έ­χει πε­ρί­που 0.2% α­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης. Κά­θε gr σπρέ­υ πα­ρέ­χει 0.147 mg α­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης σε έκ­δο­χο ι­σο­προ­πυλ-παλ­μι­τι­κό, ά­νυ­δρη αλ­κο­ό­λη (10.3%) και ι­σο­βου­τά­νιο.

Κρέ­μα : Κά­θε gr κρέ­μας α­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης 0.025%, 0.1% και 0.5% πα­ρέ­χει 0.25, 1 και 5 mg α­κε­το­νι­κής τρι­αμ­σι­νο­λό­νης, αν­τί­στοι­χα, σε βά­ση κρέ­μας πε­ρι­έ­χου­σας προ­πυ­λε­νο­γλυ­κό­λη, σε­τε­α­ρυλ-αλ­κο­ό­λη, c­e­t­e­a­r­e­th-20, λευ­κή βα­ζε­λί­νη, δι­ά­λυ­μα σορ­βι­τό­λης, μο­νο­στε­α­ρι­κό γλυ­κε­ρύ­λιο, μο­νο­στε­α­ρι­κή πο­λυ­αι­θυ­λε­νο­γλυ­κό­λη, σι­με­θι­κό­νη, σορ­βι­κό ο­ξύ και κα­θαρ­μέ­νο ύ­δωρ.