Κορτικοειδή V: Σκευάσματα
ΟΞΕΙΚΗ ΦΘΟΡΙΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ. H οξεική φθοριοκορτιζόνη είναι ένα συνθετικό γλυκοκορτικοειδές με πολύ ισχυρές δυνητικές αλατοκορτικοειδείς και ισχυρές γλυκοκορτικοειδείς ιδιότητες. Yπάρχει ως υγροσκοπική, λευκή έως ανοιχτή κίτρινη και πρακτικά άοσμη, κρυσταλλική σκόνη. Είναι αδιάλυτη στο ύδωρ και πολύ διαλυτή στο οινόπνευμα και έχει μοριακό βάρος 422.5.
19.7.1 ΧΗΜΕΙΑ
Οξεική φθοριοκορτιζόνη (Fludrocortisone acetate)
Χημικό όνομα : 9-fluoro-11β,17,21-trihydroxypregn-4-ene-3,20-dione 21-acetate.
Μοριακός τύπος : C25H31FO6
ΕΙΚΟΝΑ 92 : Συντακτικός τύπος οξεικής φθοριοκορτιζόνης
19.7.2 ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ
Η φθοριοκορτιζόνη είναι ένα συνθετικό φλοιοεπινεφριδιακό στεροειδές. Προέρχεται από υποκατάσταση ενός 9α-φθοριούχου άλατος στον Β δακτύλιο της υδροκορτιζόνης. Η φθοριοποίηση στη θέση αυτή προσδίδει στο φάρμακο τις δυνητικές αλατοκορτικοειδείς ιδιότητες που το χαρακτηρίζουν.
Η φθοριοκορτιζόνη έχει παρόμοιες φαρμακολογικές ιδιότητες με την αλδοστερόνη. Συγκριτικά με άλλα κορτικοειδή, όπως η υδροκορτιζόνη, έχει εξαιρετικά μεγάλη ικανότητα κατακράτησης νατρίου. Στις συνήθεις θεραπευτικές δόσεις έχει σημαντικές γλυκοκορτικοειδείς, αλλ΄όχι αλατοκορτικοειδείς, ιδιότητες.
Η αλατοκορτικοειδής δράση της φθοριοκορτιζόνης είναι 125 και 10 φορές μεγαλύτερη της οξεικής υδροκορτιζόνης και της οξεικής δεσοξυκορτικοστερόνης, αντίστοιχα, ενώ δεν υπερβαίνει το 50% της δράσης της αλδοστερόνης. Η γλυκοκορτικοειδής της δράση είναι 10πλάσια περίπου της οξεικής υδροκορτιζόνης. Αν και η δόση της κατά βάρος είναι 100 φορές μικρότερη της υδροκορτιζόνης, η γλυκοκορτικοειδής δράση της είναι σημαντική (Kley HK et al, 1973). Η αλατοκορτικοειδής δράση εκδηλώνεται με κατακράτηση υγρών, αύξηση του σωματικού βάρους και της αρτηριακής πίεσης, ελάττωση των επιπέδων του καλίου στον ορό και της δραστηριότητας της ρενίνης του πλάσματος.
Η οξεική φθοριοκορτιζόνη έχει παρόμοιες φαρμακολογικές δράσεις με την υδροκορτιζόνη, αν και είναι ισχυρότερες και περισσότερο παρατεταμένες, ιδιαίτερα στην ισορροπία των ηλεκτρολυτών και τον μεταβολισμό των υδατανθράκων. Σε δόση 0.05-0.3 mg ημερησίως, ελέγχει την περιεκτικότητα του νατρίου στο σώμα. Σε ασθενείς θεραπευόμενους με σταθερές δόσεις οξεικής φθοριοκορτιζόνης η αύξηση του νατρίου του σώματος συνεχίζεται επί 3-20 ημέρες, μετά τις οποίες επιτυγχάνεται ισορροπία με αύξηση της απέκκρισης του νατρίου στα προθεραπευτικά επίπεδα. Ο μηχανισμός της διαφυγής αυτής του νατρίου παραμένει άγνωστος, αλλά πιθανώς σχετίζεται με μεταβολές των συγκεντρώσεων του νατριουρητικού πεπτιδίου. Ανάλογη δράση στην εξοικονόμηση νατρίου και την απώλεια καλίου έχει η φθοριοκορτιζόνη στους σιελογόνους και ιδρωτοποιούς αδένες και το παχύ έντερο.
ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ - ΔΡΑΣΕΙΣ ΟΞΕΙΚΗΣ ΦΘΟΡΙΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗΣ
- Αυξάνει σημαντικά την κατακράτηση νατρίου και την απέκκριση καλίου από τα ούρα, σε μικρές δόσεις, οδηγώντας σε αύξηση της αρτηριακής πίεσης. Η υπέρταση οφείλεται προφανώς σε αύξηση της δραστηριότητας της αγγειοτενσίνης και κατακράτηση υγρών.
- Αναστέλλει την ενδογενή έκκριση του φλοιού των επινεφριδίων
- Αναστέλλει την έκκριση κορτικοτροπίνης από την υπόφυση
- Αναστέλλει την δραστηριότητα του θύμου αδένα
- Προάγει την εναπόθεση του γλυκογόνου στο ήπαρ
- Προκαλεί αρνητικό ισοζύγιο αζώτου, εάν η πρόσληψη των πρωτεϊνών είναι ανεπαρκής
- Διευκολύνει την επαναρρόφηση του νατρίου και προάγει την απέκκριση των ιόντων υδρογόνου και του καλίου στα περιφερικά νεφρικά σωληνάρια.
Η διαφοροποίηση των γλυκοκορτικοειδών και αλατοκορτικοειδών δράσεων μιας ορμόνης καθορίζεται από την συγγένεια της ορμόνης αυτής για τους αλατοκορτικοειδείς (τύπου Ι) ή γλυκοκορτικοειδείς (τύπου ΙΙ) υποδοχείς. Σε κυτταρικό επίπεδο, και οι δύο αυτοί τύποι των υποδοχέων έχουν αδρά ισοδύναμες συγγένειες για τα γλυκοκορτικοειδή και τα αλατορτικοειδή, αν και οι υποδοχείς τύπου Ι έχουν 100 φορές μεγαλύτερη συγγένεια για ορμονική σύνδεση όλων των ορμονικών κλάσεων συγκριτικά με τους υποδοχείς ΙΙ.
Στα σημεία της αλατοκορτικοειδούς δράσης μπορεί να υπάρχει μια διάμεση και ενδοκυττάρια συνδεόμενη με τα κορτικοειδή πρωτεΐνη, η οποία συνδέει εκλεκτικά τα κορτικοειδή, επιτρέποντας στα αλατοκορτικοειδή να συνδεθούν με τους υποδοχείς τύπου Ι (Funder LW, 1985). Η άποψη αυτή υποστηρίζεται από το γεγονός ότι η αλδοστερόνη και η φθοριοκορτιζόνη συνδέονται με μικρότερη συγγένεια με την σφαιρίνη την συνδεόμενη με τα κορτικοειδή, συγκριτικά με τα γλυκοκορτικοειδή (Fried J and Sabo EF, 1954).
19.7.3 ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την τερατογόνο ή καρκινογόνο δράση της φθοριοκορτιζόνης.
19.7.4 ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ
Η φθοριοκορτιζόνη, μετά την per os χορήγησή της, απορροφάται ταχέως και πλήρως από τον γαστρεντερικό σωλήνα. Τουλάχιστον 50% της φθοριοκορτιζόνης στο πλάσμα παραμένει αναλλοίωτο 30’ μετά την ενδοφλέβια ένεσή της. Μέγιστες συγκεντρώσεις στο αίμα (1.2-1.7 u.g/1-1) επιτυγχάνονται 4-8 ώρες μετά την χορήγηση μιας δόσης φθοριοκορτιζόνης per os και 1.7 ώρες μετά από ενδοφλέβια χορήγησή της, στον άνθρωπο (Garbe A and Wenzl H, 1971). Στον άνθρωπο, ο t(1/2) της φθοριοκορτιζόνης στο πλάσμα μετά από ενδοφλέβια ένεση ανέρχεται σε 30΄.
Από το φάρμακο που κυκλοφορεί στο αίμα, το 70-80% συνδέεται με τις πρωτεΐνες του πλάσματος, κυρίως γ-σφαιρίνες, αλλά και με τις λευκωματίνες και με την συνδεόμενη με τα κορτικοειδή σφαιρίνη (Vogt W et al, 1971). Μόνο το ελεύθερο κλάσμα μιας δόσης του φαρμάκου είναι ενεργό.
Ο όγκος κατανομής της φθοριοκορτιζόνης δεν έχει προσδιορισθεί. Η συστηματικά χορηγούμενη φθοριοκορτιζόνη κατανέμεται ταχέως στους νεφρούς, το λεπτό και παχύ έντερο, το δέρμα, το ήπαρ και τους μυς. Σε αρουραίους και σκύλους, η φθοριοκορτιζόνη κατανέμεται ταχέως σε όλα τα κυτταρικά διαμερίσματα και οι μέγιστες συγκεντρώσεις της επιτυγχάνονται μετά από 30-60’. Η σχέση της φθοριοκορτιζόνης στο ΕΝΥ/πλάσμα στον άνθρωπο είναι 0.17 (Florey K, 1974). Η φθοριοκορτιζόνη διέρχεται τον πλακούντα και κατανέμεται στο μητρικό γάλα.
Η οξεική φθοριοκορτιζόνη υδρολύεται ταχέως, γι΄αυτό και ανιχνεύεται στο αίμα σαν μη εστεροποιημένη αλκοόλη. Όπως όλα τα σκευάσματα των κορτικοειδών, μεταβολίζεται κυρίως στο ήπαρ, γι΄ αυτό και η βιοδιαθεσιμότητά της μπορεί να μεταβληθεί σε ασθενείς με ηπατικά νοσήματα και ταυτόχρονα ενζυμική ενεργοποίηση. Στο ήπαρ, η φθοριοκορτιζόνη μεταβολίζεται σε ανενεργούς μεταβολίτες. Οι μεταβολίτες αυτοί, όπως και ένα μικρό ποσοστό αναλλοίωτου φαρμάκου, απεκκρίνονται από τα ούρα.
Στον άνθρωπο, η νεφρική απέκκριση των πολωμένων συμπλόκων αποτελεί περίπου το 80% της χορηγούμενης δόσης. Το υπόλοιπο 20% απομακρύνεται εν μέρει με τα κόπρανα. Στα ούρα τρωκτικών, η φθοριοκορτιζόνη αποβάλλεται σε ποσοστό έως 10% με την μορφή αναλλοίωτου φαρμάκου (Garbe A and Wenzl H, 1971), αλλά στον άνθρωπο, μόνο με την μορφή ανενεργών μεταβολιτών. Από τους μεταβολίτες των ούρων, το 79% συνίσταται σε 9a-φθοριο-αλλοτετρα-υδροκορτιζόνη, 9a-φθοριο-τετρα-υδροκορτιζόλη και 9a-φθοριο-11P-υδροξυανδροστερόνη (ΕΙ-ΚΟΝΑ 93) (Bush IE and Mahesh VB, 1964).
ΕΙΚΟΝΑ 93 : Μεταβολισμός οξεικής φθοριοκορτιζόνης
19.7.5 ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ - ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ
Δεν υπάρχει ένδειξη στενής συσχέτισης μεταξύ των συγκεντρώσεων της φθοριοκορτιζόνης στο πλάσμα και των βιολογικών της δράσεων.
19.7.6 ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
19.7.6.1 ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Αλδεσλευκίνη
Αλληλεπιδράσεις : Τα κορτικοειδή μπορεί να μειώσουν την αντινεοπλασματική δράση, αλλά και τις επιπλοκές (πυρετός, νεφρική ανεπάρκεια, υπερχολερυθριναιμία, σύγχυση, δύσπνοια), της αλδεσλευκίνης.
Συστάσεις : Τα γλυκοκορτικοειδή πρέπει να αποφεύγονται σε ασθενείς θεραπευόμενους με αλδεσλευκίνη.
Αναβολικά στεροειδή (οξυμεθολόνη, μεθανδροστενολόνη, νορεθανδρολόνη)
Η συγχορήγησή τους με κορτικοειδή συνοδεύεται από αυξημένη τάση ανάπτυξης οιδήματος, γι΄αυτό και πρέπει να γίνεται με προσοχή, ιδιαίτερα σε ασθενείς με ηπατικά ή καρδιακά νοσήματα.
Αντιδιαβητικά, αντιϋπερτασικά ή αντιγλαυκωματικά φάρμακα
Αλληλεπιδράσεις : Τα κορτικοειδή μπορεί να αυξήσουν τις απαιτήσεις για ινσουλίνη ή υπογλυκαιμικούς per os παράγοντες, αντιϋπερτασικά ή αντιγλαυκωματικά φάρμακα. Η μακροχρόνια θεραπεία με κορτικοειδή συχνά συνοδεύεται από αντίσταση στην ινσουλίνη.
Συστάσεις :
- Το σάκχαρο του αίματος πρέπει να παρακολουθείται συχνά και η δόση των per os αντιδιαβητικών να τροποποιείται ανάλογα όταν τα κορτικοειδή προστίθενται, διακόπτονται ή τροποποιείται η δόση τους.
- Οι διαβητικοί που θεραπεύονται με ινσουλίνη μπορεί να χρειασθούν αύξηση της δόσης της ινσουλίνης όταν στη θεραπεία προστίθενται κορτικοειδή. Η δόση της ινσουλίνης πρέπει να μειώνεται μετά την διακοπή του κορτικοειδούς.
Αντιόξινα
Αλληλεπιδράσεις : Τα αντιόξινα μπορεί να μειώσουν την απορρόφηση των per os χορηγούμενων κορτικοειδών επειδή σχηματίζουν σύμπλοκα στον γαστρεντερικό σωλήνα.
Συστάσεις :
- Σε ασθενείς που παίρνουν αντιόξινα, τα κορτικοειδή μπορεί να χρειασθεί να χορηγηθούν σε μεγαλύτερη δόση.
- Τα αντιόξινα πρέπει να λαμβάνονται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από τα κορτικοειδή.
- Η ανταπόκριση του ασθενούς στο κορτικοειδές πρέπει να παρακολουθείται και η δόση του να τροποποιείται ανάλογα όταν τα αντιόξινα προστίθενται στη θεραπεία ή διακόπτονται.
Αντιπηκτικά
Αλληλεπιδράσεις : Η αλληλεπίδραση των αντιπηκτικών με τα κορτικοειδή είναι απρόβλεπτη. Τα κορτικοειδή άλλοτε αυξάνουν και άλλοτε ελαττώνουν την δράση τους. Ακόμα, μπορεί να προκαλέσουν αιμορραγία, δεδομένου ότι έχουν ανάστροφη δράση στην ακεραιότητα του τοιχώματος των αγγείων και στη λειτουργία των αιμοπεταλίων.
Συστάσεις : Σε ασθενείς θεραπευόμενους με αντιπηκτικά, η δόση τους πρέπει να τροποποιείται ανάλογα όταν τα κορτικοειδή προστίθενται στη θεραπεία ή διακόπτονται και οι εργαστηριακοί δείκτες της πήξης του αίματος να παρακολουθούνται τακτικά ώστε να διατηρηθεί το επιθυμητό αντιπηκτικό αποτέλεσμα.
Αντιχολινεστερασικοί παράγοντες
Αλληλεπιδράσεις : Σε ασθενείς με βαριά μυασθένεια τα κορτικοειδή μπορεί να εξασθενήσουν τις αναμενόμενες δράσεις των αντιχολινεστερασικών φαρμάκων (αμπενόνιο, νεοστιγμίνη, πυριδοστιγμίνη και πιθανώς οργανοφωσφορικά αντιχολινεστερασικά παρασιτοκτόνα), προκαλώντας έντονη αδυναμία. Οι δράσεις των αντιχολινεστερασικών φαρμάκων μπορεί να αυξηθούν μετά την διακοπή των κορτικοειδών.
Μηχανισμός : Ο μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής είναι άγνωστος.
Συστάσεις :
- Εάν είναι δυνατόν, τα αντιχολινεστερασικά φάρμακα πρέπει να αποσύρονται τουλάχιστον 24 ώρες πριν από την έναρξη της θεραπείας με κορτικοειδή.
- Εάν η συγχορήγησή τους με κορτικοειδή είναι θεραπευτικά απαραίτητη, πρέπει να γίνεται κάτω από προσεκτική παρακολούθηση.
- Εάν εμφανισθεί αναπνευστική καταστολή, πρέπει να χρησιμοποιείται μηχανική υποστήριξη, εάν είναι απαραίτητο.
Βαρβιτουρικά
Αλληλεπιδράσεις : Τα βαρβιτουρικά μπορεί να αυξήσουν τον μεταβολισμό των κορτικοειδών ενεργοποιώντας τα ηπατικά μικροσωμικά ένζυμα, και επομένως να εξασθενήσουν τις φαρμακολογικές δράσεις της φθοριοκορτιζόνης και να προκαλέσουν έξαρση της νόσου για την οποία χορηγείται. Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να παρατηρηθεί αρκετές ημέρες μετά την διακοπή των βαρβιτουρικών.
Συστάσεις :
- Εάν η ταυτόχρονη θεραπεία με φθοριοκορτιζόνη και βαρβιτουρικά είναι αναπόφευκτη, μπορεί να χρειασθεί αύξηση της δόσης της φθοριοκορτιζόνης.
- Εάν τα δύο αυτά φάρμακα χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα και η κατάσταση του ασθενούς σταθεροποιηθεί, η δόση της φθοριοκορτιζόνης μπορεί να χρειασθεί να μειωθεί μετά την διακοπή των βαρβιτουρικών.
Γεννητικές ορμόνες
Αλληλεπιδράσεις : Τα αντισυλληπτικά per os και τα οιστρογόνα αναστέλλουν τον ηπατικό μεταβολισμό μερικών κορτικοειδών, όπως και της ενδογενούς κορτιζόλης. Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να αυξήσει τις θεραπευτικές, αλλά και τις τοξικές, δράσεις των κορτικοειδών.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή για σημεία τοξικότητας από τα κορτικοειδή και να μειώνεται η δόση του κορτικοειδούς, εάν χρειάζεται.
Ινδομεθακίνη
Αλληλεπιδράσεις :
- Μπορεί να αυξήσει την συχνότητα ή/και βαρύτητα ανάπτυξης γαστρεντερικού έλκους σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή.
- Μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις της ελεύθερης πρεδνιζολόνης στο πλάσμα, χωρίς να επηρεάσει τις ολικές συγκεντρώσεις της πρεδνιζολόνης στο πλάσμα, σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα
- Βοηθά στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών
- Μπορεί να προκαλέσει υπέρταση, λόγω επιπρόσθετης κατακράτησης νατρίου και δυνητικοποίησης της δράσης της φθοριοκορτιζόνης στην αρτηριακή πίεση (Martin K et al, 1981).
Συστάσεις :
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με ινδομεθακίνη ταυτόχρονα με κορτικοειδή πρέπει να παρακολουθούνται μήπως εμφανίσουν εκδηλώσεις γαστρεντερικού έλκους ή/και γαστρορραγία
- Η ινδομεθακίνη, όπως και η φλουρμπιπροφαίνη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ταυτόχρονα με την φθοριοκορτιζόνη στη θεραπεία της ορθοστατικής υπότασης, συνδυάζοντας την δράση της στην αύξηση του όγκου του αίματος και των περιφερικών αντιστάσεων (Watt SJ et al, 1981).
Ισονιαζίδη
Αλληλεπιδράσεις :
- Τα κορτικοειδή μπορεί να αυξήσουν τον ηπατικό μεταβολισμό ή την νεφρική κάθαρση, και επομένως να μειώσουν την αντιφυματική δράση, της ισονιαζίδης.
- Η ισονιαζίδη μπορεί να μειώσει τον ηπατικό μεταβολισμό των κορτικοειδών.
Συστάσεις : Εάν υπάρχουν ενδείξεις αλληλεπίδρασης μεταξύ κορτικοειδών-ισονιαζίδης, μπορεί να χρειασθεί τροποποίηση της δόσης του ενός ή και των δύο φαρμάκων.
Ιτρακοναζόλη
Αλληλεπιδράσεις : Η ιτρακοναζόλη μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις στο πλάσμα, και επομένως τις επιπλοκές (μυοπάθεια, μυική αδυναμία, δυσανεξία στη γλυκόζη), των κορτικοειδών.
Συστάσεις :
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με ιτρακοναζόλη, τα κορτικοειδή, εάν είναι απαραίτητα, μπορεί να χρειασθεί να χορηγηθούν σε μικρότερη δόση.
- Οι ασθενείς που αρχίζουν ή διακόπτουν την θεραπεία με ιτρακοναζόλη πρέπει να παρακολουθούνται για εκδηλώσεις τοξικότητας και να τροποποιείται ανάλογα η δόση των κορτικοειδών.
Καλιοπενικά φάρμακα
Αλληλεπιδράσεις : Τα καλιοπενικά διουρητικά (θειαζίδες, φουροσεμίδη, αιθακρυνικό οξύ) και άλλα καλιοπενικά φάρμακα, όπως η αμφοτερικίνη Β, μπορεί να αυξήσουν την καλιοπενική δράση των γλυκοκορτικοειδών.
Συστάσεις : Το κάλιο του ορού πρέπει να παρακολουθείται με προσοχή σε ασθενείς θεραπευόμενους με γλυκοκορτικοειδή ταυτόχρονα με καλιοπενικά φάρμακα.
Κετοκοναζόλη
Αλληλεπιδράσεις : Η κετοκοναζόλη μπορεί να αυξήσει τις κατασταλτικές δράσεις στα επινεφρίδια και πιθανώς την τοξικότητα των κορτικοειδών.
Συστάσεις :
- Ο συνδυασμός της κετοκοναζόλης με κορτικοειδή πρέπει να αποφεύγεται. Εάν όμως είναι απαραίτητος, τα κορτικοειδή μπορεί να χρειασθεί να χορηγηθούν σε μικρότερη δόση.
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό πρέπει να παρακολουθούνται για εκδηλώσεις τοξικότητας από τα κορτικοειδή και η δόση των κορτικοειδών να τροποποιείται ανάλογα όταν η κετοκοναζόλη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται.
Κυκλοσπορίνη
Αλληλεπιδράσεις :
- Η κυκλοσπορίνη μπορεί να προκαλέσει σπασμούς σε ενήλικες και παιδιά θεραπευόμενα με μεγάλες δόσεις γλυκοκορτικοειδών, πιθανώς λόγω ανταγωνιστικής αναστολής των ηπατικών μικροσωμικών ενζύμων.
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με κυκλοσπορίνη ταυτόχρονα με κορτικοειδή, οι ανοσοκατασταλτικές δράσεις της κυκλοσπορίνης, όπως και οι θεραπευτικές και τοξικές δράσεις των κορτικοειδών, μπορεί να αυξηθούν. Αν και ο συνδυασμός αυτός μπορεί να είναι ωφέλιμος σε λήπτες μοσχευμάτων, είναι περισσότερο τοξικός.
Συστάσεις :
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται ταυτόχρονα με κορτικοειδή και κυκλοσπορίνη πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή, γιατί μπορεί να εμφανίσουν αυξημένη ανταπόκριση και στα δύο αυτά φάρμακα.
- Εάν υπάρχει υπόνοια αλληλεπίδρασης των δύο αυτών φαρμάκων, η δόση του ενός ή και των δύο μπορεί να χρειασθεί να μειωθεί.
Κυκλοφωσφαμίδη
Αλληλεπιδράσεις :
- Τα κορτικοειδή μπορεί να τροποποιήσουν τις αναμενόμενες δράσεις της κυκλοφωσφαμίδης και να αναστείλουν τα ηπατικά μικροσωμικά ένζυμα τα οποία ενεργοποιούν την κυκλοφωσφαμίδη στους αλκυλιωτικούς της μεταβολίτες.
- Η κυκλοφωσφαμίδη μπορεί να ενεργοποιήσει τον δικό της μεταβολισμό και των κορτικοειδών.
Συστάσεις : Όταν η κυκλοφωσφαμίδη συγχορηγείται με κορτικοειδή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η αποτελεσματικότητά της μπορεί να μειωθεί.
Λίθιο
Αλληλεπιδράσεις : Το λίθιο ανταγωνίζεται την αλατοκορτικοειδή δράση της φθοριοκορτιζόνης στα περιφερικά νεφρικά σωληνάρια (Stewart PM et al, 1987).
Μακρολιδικά αντιβιοτικά
Αλληλεπιδράσεις : Η ερυθρομυκίνη και η τρολεανδομυκίνη μπορεί να μειώσουν την αποβολή των κορτικοειδών. Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να οδηγήσει σε δυνητικοποίηση των δράσεων των κορτικοειδών.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό πρέπει να παρακολουθούνται για κλινικά σημεία αυξημένης δράσης των κορτικοειδών και η δόση των κορτικοειδών να τροποποιείται, εάν χρειάζεται.
Μη αποπολωτικά φάρμακα
Αλληλεπιδράσεις : Τα κορτικοειδή μπορεί να δυνητικοποιήσουν ή να αναστείλουν τις νευρομυϊκές ανασταλτικές δράσεις των μη αποπολωτικών μυοχαλαρωτικών φαρμάκων.
Συστάσεις : Η συγχορήγηση των κορτικοειδών με μη αποπολωτικούς παράγοντες πρέπει να γίνεται με προσοχή, γιατί μπορεί να συνοδευθεί από απρόβλεπτες ανεπιθύμητες ενέργειες.
Μιφεπριστόνη
Οι κατασκευαστές της μιφεπριστόνης αποτρέπουν την χρήση της σε ασθενείς θεραπευόμενους μακροχρόνια με κορτικοειδή.
Ξανθίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η ταυτόχρονη χορήγηση των κορτικοειδών με παράγωγα της θεοφυλλίνης μπορεί να τροποποιήσει την αναμενόμενη φαρμακολογική δράση του ενός ή και των δύο φαρμάκων.
Συστάσεις : Εάν η ταυτόχρονη χορήγηση των κορτικοειδών με παράγωγα της θεοφυλλίνης συνοδεύεται από αυξημένη τοξικότητα, τα επίπεδά των φαρμάκων αυτών στον ορό πρέπει να παρακολουθούνται και η δόση των κορτικοειδών να τροποποιείται ανάλογα.
Πανκουρόνιο
Αλληλεπιδράσεις : Τα κορτικοειδή μπορεί να αναστρέψουν την δέσμευση των νευρομυϊκών υποδοχέων από το πανκουρόνιο (Meyers EF, 1977; Laflin MJ, 1977).
Ριφαμπουτίνη - ριφαμπικίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η ριφαμπουτίνη και η ριφαμπικίνη μπορεί να ενεργοποιήσουν τα ηπατικά μικροσωμικά ένζυμα που διεγείρουν τον μεταβολισμό των κορτικοειδών, οδηγώντας σε εξασθένηση των φαρμακολογικών δράσεων των κορτικοειδών και πιθανώς έξαρση της νόσου για την οποία τα κορτικοειδή χορηγούνται, ακόμα και αρκετές ημέρες μετά την διακοπή τους.
Συστάσεις :
- Η φθοριοκορτιζόνη πρέπει να προστίθεται με προσοχή και η δόση της να τροποποιείται ανάλογα σε ασθενείς που αρχίζουν ή διακόπτουν την θεραπεία με ριφαμπουτίνη ή ριφαμπικίνη.
- Σε ασθενείς που αρχίζουν θεραπεία με ριφαμπουτίνη ή ριφαμπικίνη, η φθοριοκορτιζόνη πρέπει πιθανώς να χορηγείται σε διπλάσια δόση.
Σαλικυλικά
Αλληλεπιδράσεις : Τα κορτικοειδή μπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα των σαλικυλικών στον ορό και να μειώσουν την θεραπευτική τους ανταπόκριση. Οι ασθενείς που θεραπεύονται με μεγάλες δόσεις σαλικυλικών μπορεί να εμφανίσουν δηλητηρίαση από σαλικυλικά όταν μειώσουν την δόση των κορτικοειδών και να αυξήσουν την πιθανότητα ανάπτυξης γαστρεντερικού έλκους. Η αλληλεπίδραση αυτή αποδίδεται σε αύξηση της νεφρικής και ηπατικής απομάκρυνσης των σαλικυλικών από τα κορτικοειδή.
Συστάσεις : Σε ασθενείς θεραπευόμενους με σαλικυλικά ταυτόχρονα με κορτικοειδή, η δόση των σαλικυλικών πρέπει να τροποποιείται ανάλογα με τα επίπεδά τους στο πλάσμα και την ανταπόκριση του ασθενούς. Στους ασθενείς αυτούς, η διακοπή των κορτικοειδών πρέπει να γίνεται με προσοχή, γιατί η δόση των σαλικυλικών μπορεί να χρειασθεί να μειωθεί για να αποφευχθεί η δηλητηρίαση από σαλικυλικά.
Υδαντοΐνες
Αλληλεπιδράσεις : Οι υδαντοΐνες μπορεί να μειώσουν την αποτελεσματικότητα των κορτικοειδών. Η αλληλεπίδραση αυτή φαίνεται ότι οφείλεται σε ενεργοποίηση των μικροσωμικών ηπατικών ενζύμων από τις υδαντοΐνες, η οποία οδηγεί σε αύξηση του ηπατικού μεταβολισμού των κορτικοειδών.
Συστάσεις : Σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή ταυτόχρονα με υδαντοΐνες πρέπει να παρακολουθείται η θεραπευτική ανταπόκριση στα κορτικοειδή και να αυξάνεται, εάν χρειάζεται, η δόση τους.
Φαινυτοΐνη
Αλληλεπιδράσεις : Η φαινυτοΐνη μπορεί να αυξήσει τον μεταβολισμό των στεροειδών ενεργοποιώντας τα ηπατικά ένζυμα και επομένως να μειώσει την θεραπευτική ανταπόκριση στα κορτικοειδή. Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να παρατηρηθεί αρκετές ημέρες μετά την διακοπή της φαινυτοίνης.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που παίρνουν φαινυτοΐνη μπορεί να χρειασθούν αυξημένες δόσεις κορτικοειδών για να έχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, γι΄αυτό και πρέπει να παρακολουθείται η ανταπόκριση του ασθενούς στα κορτικοειδή και να τροποποιείται η δόση τους ανάλογα.
19.7.6.2 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
19.7.6.2.1 ΣΤΟΝ ΟΡΟ
Ελάττωση :
- Ασβέστιο
- Κατακράτηση Ι-131
- PBI
- Κάλιο
- Τ4
- Ουρικό οξύ
- Ψευδάργυρος
- Χοληστερόλη
- Κορτιζόλη
- CPK
- Γλυκόζη
- Νάτριο
- Ολικές πρωτεΐνες
- Τριγλυκερίδια
- 17-κετοστεροειδή
- 17-OHCS
- Ασβέστιο
- Γλυκόζη
- Άζωτο
- Κάλιο
- Ουρικό οξύ
- Βιταμίνη C
- Ψευδάργυρος
Αύξηση :
19.7.6.2.2 ΣΤΑ ΟΥΡΑ
Ελάττωση :
Αύξηση :
19.7.6.2.3 ΑΛΛΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
- Τα κορτικοειδή μπορεί να αυξήσουν το ασκορβικό οξύ, τον ψευδάργυρο και το άζωτο των ούρων. Οι ασθενείς που θεραπεύονται με κορτικοειδή έχουν αυξημένες ανάγκες σε πυριδοξίνη, ασκορβικό οξύ, φολικό και βιταμίνη D.
- Τα κορτικοειδή μπορεί να μειώσουν την απορρόφηση του ασβεστίου και του φωσφόρου και να αυξήσουν το κάλιο και το ασβέστιο των ούρων.
19.7.7 ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Πρωτοπαθής και δευτεροπαθής ανεπάρκεια επινεφριδίων
- Συγγενής υπερπλασία επινεφριδίων
- Ορθοστατική υπόταση
- Ανδρογεννητικό σύνδρομο
- Ηλεκτρολυτικές διαταραχές
- Περιφερική ισχαιμία
- Νεφρική οξείδωση
19.7.8 ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Καρδιοπάθεια
- Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
- Νεφρική ανεπάρκεια
- Χρόνια νεφρίτιδα
- Σπειραματονεφρίτιδα
- Ηπατική ανεπάρκεια
- Υπερθυρεοειδισμός
- Υποθυρεοειδισμός
- Οστεοπόρωση
- Περιφερικό οίδημα
- Υπολευκωματιναιμία και κατακράτηση υγρών
- Υποκαλιαιμία
- Υπέρταση
- Συστηματικές μυκητιασικές λοιμώξεις
19.7.9 ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Σε ασθενείς με ανεπάρκεια του φλοιού των επινεφριδίων το κορτικοειδές εκλογής για θεραπεία αναπλήρωσης είναι συνήθως η κορτιζόνη ή η υδροκορτιζόνη (σε συνδυασμό με ελεύθερη πρόσληψη άλατος). Η οξεική φθοριοκορτιζόνη ενδείκνυται κυρίως σαν αλατοκορτικοειδής θεραπεία αναπλήρωσης στην ανεπάρκεια του φλοιού των επινεφριδίων ή στους διάφορους τύπους συγγενούς ανδρογεννητικού συνδρόμου με απώλεια άλατος, μετά την αποκατάσταση της ηλεκτρολυτικής ισορροπίας. Επειδή διαθέτει έντονη ικανότητα κατακράτησης του νατρίου, αντενδείκνυται σε όλες τις καταστάσεις, εκτός από εκείνες που απαιτούν ισχυρή αλατοκορτικοειδή δράση.
19.7.9.1 ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΕΠΙΝΕΦΡΙΔΙΩΝ
Η βασική θεραπεία αναπλήρωσης συνίσταται σε ένα γλυκοκορτικοειδές, σε διηρημένες δόσεις, σε συνδυασμό με 0.05-0.3 mg οξεικής φθοριοκορτιζόνης εφάπαξ. Η φθοριοκορτιζόνη δεν είναι απαραίτητη στη θεραπεία της οξείας κρίσης της νόσου του Addison, δεδομένου ότι η υδροκορτιζόνη, σε μεγάλες δόσεις, έχει επαρκή αλατοκορτικοειδή δράση.
19.7.9.2 ΣΥΓΓΕΝΗΣ ΥΠΕΡΠΛΑΣΙΑ ΕΠΙΝΕΦΡΙΔΙΩΝ
Η φθοριοκορτιζόνη μπορεί να βελτιώσει κλινικά την συγγενή υπερπλασία των επινεφριδίων, πιθανώς λόγω της γλυκοκορτικοειδούς δράσης της.
19.7.9.3 ΟΡΘΟΣΤΑΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΣΗ
Η φθοριοκορτιζόνη αυξάνει τον όγκο του αίματος και την ευαισθησία των αγγείων στην νορεπινεφρίνη (Davies B et al, 1979). Η οξεική φθοριοκορτιζόνη, σε δόση 0.1-0.4 mg ημερησίως, μπορεί να αυξήσει την αρτηριακή πίεση σε διαβητικούς ασθενείς με στατική υπέρταση. Μπορεί ακόμα να αυξήσει την συστολική και διαστολική πίεση σε ασθενείς με σοβαρή, χρόνια στατική υπόταση (π.χ. οφειλόμενη σε δυσλειτουργία του αυτόνομου ή θεραπεία με λεβοντόπα) που δεν ανταποκρίνεται επαρκώς σε μη φαρμακευτική θεραπεία.
19.7.9.4 ΗΛΕΚΤΡΟΛΥΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ
Η φθοριοκορτιζόνη μπορεί να διορθώσει την υπονατριαιμία την συνδεόμενη με διάφορες παθολογικές καταστάσεις (Fichman MP and Bethune JE, 1968; Ishikawa SE et al, 1987) και την υπερκαλιαιμική οξείδωση σε περιπτώσεις υπορενιναιμικού υποαλδοστερινισμού (Sebastian A et al, 1977). Λόγω της γλυκοκορτικοειδούς δράσης της, μπορεί ακόμα να διορθώσει και την υπερασβεστιαιμία, αν και υπάρχουν καλύτεροι εναλλακτικοί παράγοντες (Barbour GL, 1980).
19.7.9.5 ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΗ ΙΣΧΑΙΜΙΑ
Η φθοριοκορτιζόνη, προκαλώντας ήπια υπέρταση, μπορεί να βελτιώσει τον ισχαιμικό πόνο και την γάγγραινα, αλλά η αξία της είναι αμφιλεγόμενη (Lassen NA et al, 1968).
19.7.10 ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Οι περισσότερες επιπλοκές της φθοριοκορτιζόνης οφείλονται στην αλατοκορτικοειδή δράση της (κατακράτηση νατρίου και ύδατος) και περιλαμβάνουν υπέρταση, οίδημα, διόγκωση της καρδιάς, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, απώλεια καλίου και υποκαλιαιμική αλκάλωση.
Σε μεγάλες δόσεις, η φθοριοκορτιζόνη μπορεί να προκαλέσει οίδημα, κεφαλαλγίες και μυϊκή αδυναμία οφειλόμενη στην υποκαλιαιμία (Ruff RL, 1979), αύξηση των συγκεντρώσεων του νατρίου στον ορό και υποκαλιαιμική αλκάλωση (Burns A et al, 1983). Όπως άλλα κορτικοειδή, αυξάνει την νεφρική απέκκριση του ασβεστίου.
Τα αλατοκορτικοειδή, σε μεγάλες δόσεις, μπορεί να προκαλέσουν τον θάνατο λόγω καρδιακής ανεπάρκειας ή μυοκαρδιακού εμφράκτου σαν συνέπεια υπέρτασης ή εγκεφαλικού επεισοδίου. Οι κίνδυνοι αυτοί είναι πολύ μεγαλύτεροι όταν δεν υπάρχει ανεπάρκεια των επινεφριδίων.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες αποκλειστικά της φθοριοκορτιζόνης είναι δύσκολο να απομονωθούν και να εκτιμηθούν, επειδή συνήθως η φθοριοκορτιζόνη χορηγείται σε συνδυασμό με γλυκοκορτικοειδή. Πάντως, οι ανεπιθύμητες αλατοκορτικοειδείς δράσεις της φθοριοκορτιζόνης είναι αναστρέψιμες μετά την διακοπή του φαρμάκου.
1. ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Συγκάλυψη κλινικών εκδηλώσεων διάτρησης ή πεπτικού έλκους
- Πεπτικό έλκος : Συσχετίζεται ασθενώς με την χρήση των κορτικοειδών και ισχυρότερα με την συγχορήγησή τους με ΜΣΑΦ. Τα κορτικοειδή μπορεί επίσης να καταστείλουν τα συμπτώματα και να καθυστερήσουν την επούλωση του πεπτικού έλκους
- Διάτρηση και αιμορραγία πεπτικού έλκους
- Παγκρεατίτιδα
- Μετεωρισμός κοιλιάς
- Ελκωτική οισοφαγίτιδα
2. ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΟΣΚΕΛΕΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Οστεοπόρωση
- Συμπιεστικά κατάγματα σπονδύλων
- Αναστολή ανάπτυξης (στα παιδιά)
- Στεροειδική μυοπάθεια
- Μυϊκή αδυναμία
- Απώλεια μυϊκής μάζας
- Άσηπτη νέκρωση κεφαλής ισχίου-βραχιονίου
- Παθολογικά κατάγματα μακρών οστών
3. ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ
- Αύξηση ενδοφθάλμιας πίεσης
- Γλαύκωμα
- Οπίσθιος υποκάψιος καταρράκτης
- Εξόφθαλμος
4. ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΕΣ
- Αρνητικό ισοζύγιο αζώτου (λόγω καταβολισμού των πρωτεϊνών)
- Διαταραχές εμμηνορρυσίας
- Σύνδρομο Cushing (σε μακροχρόνια χορήγηση)
- Δυσανεξία στους υδατάνθρακες
- Λανθάνων σακχαρώδης διαβήτης
- Αυξημένες απαιτήσεις σε ινσουλίνη ή αντιδιαβητικά per os (σε διαβητικούς)
- Ενεργοποίηση λανθάνοντα σακχαρώδους διαβήτη
- Δευτεροπαθής έλλειψη ανταπόκρισης φλοιού επινεφριδίων και υπόφυσης, ιδιαίτερα σε καταστάσεις stress (τραύμα, χειρουργικές επεμβάσεις, νόσηση)
- Καταστολή υποθαλαμο-υποφυσιο-επινεφριδιακού άξονα, σε μακροχρόνια χορήγηση. Η απότομη διακοπή του κορτικοειδούς μπορεί να οδηγήσει σε οξεία επινεφριδιακή ανεπάρκεια.
5. ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ - ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ
- Εξανθήματα τύπου ακμής
- Δασυτριχισμός
- Ραβδώσεις
- Πορφύρα
- Ατροφία υποδόριου λίπους
- Υπέρχρωση δέρματος και ονύχων
- Εξασθένηση επούλωσης τραυμάτων
- Λέπτυνση και ευθραυστότητα δέρματος
- Πετέχειες και εκχυμώσεις
- Οίδημα προσώπου
- Αυξημένη εφίδρωση
- Καταστολή αντιδράσεων δερματικών δοκιμασιών
- Κνίδωση ή/και αλλεργικά δερματικά εξανθήματα
6. ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Σπασμοί
- Αύξηση ενδοκρανιακής πίεσης με οίδημα της οπτικής θηλής (εγκεφαλικός ψευδο-όγκος), συνήθως μετά την θεραπεία
- Ίλιγγος
- Αϋπνία
- Κεφαλαλγίες
- Σοβαρές διανοητικές διαταραχές
7. ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΛΥΤΩΝ
- Κατακράτηση νατρίου
- Κατακράτηση υγρών
- Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια (σε επιρρεπείς ασθενείς)
- Απώλεια καλίου
- Υποκαλιαιμική αλκάλωση
- Υπέρταση
8. ΑΛΛΕΣ
- Νεκρωτική αγγειίτιδα
- Θρομβοφλεβίτιδα
- Συγκοπτικά επεισόδια
- Αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις
- Επιδείνωση ή απόκρυψη λοιμώξεων
19.7.11 ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ
Εκδηλώσεις : Υπέρταση, οίδημα, υποκαλιαιμία, υπερβολική αύξηση σωματικού βάρους, διόγκωση καρδιάς, μυϊκή αδυναμία λόγω υπερβολικής απώλειας καλίου.
Θεραπεία : Οι εκδηλώσεις υπερδοσολογίας της φθοριοκορτιζόνης μπορεί να προληφθούν με τακτική παρακολούθηση της αρτηριακής πίεσης και των ηλεκτρολυτών του ορού. Εάν εμφανισθούν εκδηλώσεις υπερδοσολογίας, η φθοριοκορτιζόνη πρέπει να διακόπτεται. Μετά την διακοπή της, τα συμπτώματα υποχωρούν συνήθως σε διάστημα αρκετών ημερών. Η επαναχορήγηση της φθοριοκορτιζόνης, εάν χρειασθεί, πρέπει να γίνεται σε μικρότερη δόση.
19.7.12 ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΕ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ
Η φθοριοκορτιζόνη, επειδή χρησιμοποιείται σε σχετικά μικρές δόσεις, δεν παρεμβαίνει σημαντικά σε δοκιμασίες με στεροειδή. Τα κορτικοειδή μπορεί να επηρεάσουν την δοκιμασία του νιτροκυανού του τετραζολίου για βακτηριδιακές λοιμώξεις και να δώσουν ψευδώς θετικά αποτελέσματα.
19.7.13 ΚΥΗΣΗ►
Στα ζώα : Η οξεική φθοριοκορτιζόνη δεν είναι γνωστό κατά πόσον έχει καρκινογόνο ή μεταλλαξιογόνο δράση στα ζώα. Πάντως, πολλά κορτικοειδή, ακόμα και σε μικρές δόσεις, έχουν τερατογόνο δράση στα πειραματόζωα.
Στον άνθρωπο : Τα κορτικοειδή, αν και συνδέονται με σποραδικές περιπτώσεις σχισμών της υπερώας, αναστολής της ανάπτυξης, καταρράκτη, καταστολής των επινεφριδίων και άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες σε παιδιά που εκτέθηκαν σε κορτικοειδή στη διάρκεια της κύησης, δεν φαίνεται να συνοδεύονται από αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης συγγενών εμβρυϊκών ανωμαλιών, γι' αυτό και μπορούν να χορηγηθούν στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η προεκλαμπτική τοξιναιμία, όπου μπορεί να επιδεινώσουν την κατακράτηση των υγρών και την υπέρταση.
Πάντως, οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας πρέπει να ενημερώνουν τον θεράποντα γιατρό τους εάν θελήσουν να τεκνοποιήσουν ή είναι ήδη έγκυες ενώ θεραπεύονται με κορτικοειδή. Βρέφη που γεννήθηκαν από γυναίκες που έπαιρναν γλυκοκορτικοειδή στη διάρκεια της κύησης πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή για εκδηλώσεις επινεφριδιακής ανεπάρκειας.
19.7.14 ΓΑΛΟΥΧΙΑ
Η φθοριοκορτιζόνη πιθανώς απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα, αν και σε άγνωστη ποσότητα. Γι΄ αυτό και, επειδή δεν έχουν γίνει επαρκείς μελέτες στην αναπαραγωγή σε ανθρώπους θεραπευόμενους με κορτικοειδή, η φθοριοκορτιζόνη συνιστάται στη διάρκεια της γαλουχίας μόνον εφ΄ όσον το πιθανό όφελος υπερφαλαγγίζει τους δυνητικούς κινδύνους για το βρέφος.
19.7.15 ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ - ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ
Νεογνά : Τα ενέσιμα σκευάσματα των γλυκοκορτικοειδών που περιέχουν βενζυλική αλκοόλη αντενδείκνυνται στα πρόωρα νεογνά.
Παιδιά : Τα κορτικοειδή πρέπει να αποφεύγονται στη βρεφική-παιδική ηλικία, γιατί μπορεί να προκαλέσουν αναστολή της ανάπτυξης.
Ηλικιωμένοι : Τα κορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται με προσοχή στους ηλικιωμένους, γιατί μπορεί να προκαλέσουν κατακράτηση νατρίου, υπέρταση και οίδημα και να ενεργοποιήσουν λανθάνουσα φυματίωση.
Κύηση : Το όφελος από την χρήση των κορτικοειδών στη διάρκεια της κύησης ή σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας πρέπει να σταθμίζεται σε σχέση με τους πιθανούς κινδύνους για την μητέρα και το έμβρυο ή το νεογνό.
Γαλουχία : Η φθοριοκορτιζόνη συνιστάται στη διάρκεια της γαλουχίας μόνον εφ΄όσον το πιθανό όφελος υπερφαλαγγίζει τους δυνητικούς κινδύνους για το βρέφος.
Εμβολιασμοί : Επειδή τα κορτικοειδή αναστέλλουν την ανοσοαπάντηση, η φθοριοκορτιζόνη μπορεί να προκαλέσει μειωμένη ανταπόκριση στις ανατοξίνες και στα εμβόλια που περιέχουν ζώντες ή αδρανοποιημένους μικρο-οργανισμούς. Ακόμα, τα κορτικοειδή μπορεί να δυνητικοποιήσουν την αναπαραγωγή ορισμένων ζώντων μικρο-οργανισμών που εμπεριέχονται στα ζώντα εξασθενημένα εμβόλια και, σε υπερφυσιολογικές δόσεις, να επιδεινώσουν τις νευρολογικές αντιδράσεις ορισμένων εμβολίων.
Η ανοσοποίηση επιτρέπεται σε ασθενείς θεραπευόμενους με μη ανοσοκατασταλτικές ή με συμπληρωματικές δόσεις κορτικοειδών (π.χ. για νόσο Addison).
Σε ασθενείς θεραπευόμενους με ανοσοκατασταλτικές δόσεις κορτικοειδών, οι εμβολιασμοί με ζώντες ή ζώντες, αλλά εξασθενημένους, ιούς αντενδείκνυνται, γι΄αυτό και δεν πρέπει να εμβολιάζονται κατά της ευλογιάς. Η συνήθης χρήση εμβολίων ή ανατοξινών πρέπει γενικά να αναβάλλεται μέχρις ότου διακοπεί η χορήγηση των κορτικοειδών. Εφ΄όσον είναι απαραίτητος ο εμβολιασμός σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή, μπορεί να χρειασθεί να γίνουν ορολογικές δοκιμασίες για να επιβεβαιωθεί η επάρκεια της ανοσοαπάντησης του ασθενούς και να χορηγηθούν επιπρόσθετες δόσεις εμβολίων ή ανατοξινών.
ΠΡΟΥΠΑΡΧΟΝΤΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΤΑ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙ-ΟΥΝΤΑΙ ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ
- Μη ειδική ελκώδης κολίτιδα
- Εκκολπωματίτιδα
- Πρόσφατη εντερική αναστόμωση
- Ενεργό ή ασυμπτωματικό πεπτικό έλκος
- Νεφρική ανεπάρκεια
- Υπέρταση
- Σπασμοί
- Οστεοπόρωση
- Βαριά μυασθένεια
- 'Εμφρακτο μυοκαρδίου
- Υποπροθρομβιναιμία
- Κίρρωση
- Υποθυρεοειδισμός
- Λοιμώξεις
- Απλός οφθαλμικός έρπητας
- Ψυχιατρικές διαταραχές
Γαστρεντερικά νοσήματα : Τα κορτικοειδή αντενδείκνυνται σε ασθενείς με πεπτικό έλκος, εκτός εάν πάσχουν από απειλητικές για την ζωή καταστάσεις.
Τα γλυκοκορτικοειδή πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με εκκολπωματίτιδα, μη ειδική ελκώδη κολίτιδα (εάν υπάρχει πιθανότητα επικείμενης διάτρησης, απόστημα ή άλλες πυογενείς λοιμώξεις) ή πρόσφατη εντερική αναστόμωση. Οι εκδηλώσεις περιτοναϊκού ερεθισμού μετά από γαστρεντερική διάτρηση μπορεί να είναι ελάχιστες ή να απουσιάζουν σε ασθενείς θεραπευόμενους με γλυκοκορτικοειδή.
΄Εμφρακτο μυοκαρδίου : Τα κορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται με εξαιρετική προσοχή σε ασθενείς με πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου, γιατί μπορεί να προκαλέσουν ρήξη του τοιχώματος της αριστερής κοιλίας.
Θρομβοεμβολικά νοσήματα : Τα κορτικοειδή πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με θρομβοεμβολικά νοσήματα.
Βαριά μυασθένεια : Τα γλυκοκορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε ασθενείς με βαριά μυασθένεια θεραπευόμενους με αντιχολινεστερασικά φάρμακα.
Οφθαλμικά νοσήματα : Τα κορτικοειδή πιθανώς αντενδείκνυνται σε πάσχοντες από ενεργείς απλές ερπητικές οφθαλμικές λοιμώξεις και δεν συνιστώνται στη θεραπεία της οπτικής νευρίτιδας, γιατί μπορεί να αυξήσουν την συχνότητα των επεισοδίων.
Υποθυρεοειδισμός-κίρρωση : Οι δράσεις των κορτικοειδών μπορεί να αυξηθούν σε ασθενείς με κίρρωση ή υποθυρεοειδισμό.
Ψυχιατρικά νοσήματα : Τα κορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε άτομα με προϋπάρχουσα συναισθηματική αστάθεια, σοβαρή κατάθλιψη ή επιρρέπεια σε ψυχωσικές διαταραχές.
Φαρμακευτική αλλεργία : Τα παρεντερικά σκευάσματα των κορτικοειδών πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό φαρμακευτικής αλλεργίας.
Λοιμώξεις : Τα κορτικοειδή πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με πιθανές ή γνωστές λοιμώξεις, δεδομένου ότι :
- Αυξάνουν την επιρρέπεια στην ανάπτυξη λοιμώξεων
- Μπορεί να επιδεινώσουν την διαδρομή ή την έκβαση των λοιμώξεων, π.χ. μπορεί να προκαλέσουν διάτρηση σε ασθενείς με απλό οφθαλμικό έρπητα
- Μπορεί να αναζωπυρώσουν λανθάνουσες λοιμώξεις ή να επιδεινώσουν ενδογενείς λοιμώξεις από διάφορους μικρο-οργανισμούς, π.χ. να ενεργοποιήσουν λανθάνουσα αμοιβαδίαση, γι΄ αυτό και σε κάθε ασθενή με ανεξήγητη διάρροια πρέπει να αποκλείεται η λανθάνουσα ή ενεργός αμοιβαδική λοίμωξη πριν από την έναρξη της θεραπείας με κορτικοειδή
- Μπορεί να συγκαλύψουν μερικές από τις εκδηλώσεις των λοιμώξεων, να ευνοήσουν την διασπορά του λοιμογόνου μικρο-οργανισμού και την ανάπτυξη νέων λοιμώξεων, όπως και να μειώσουν την αντίσταση και την δυνατότητα εντόπισης των λοιμώξεων
- Μπορεί να επιδεινώσουν τις συστηματικές μυκητιασικές λοιμώξεις, γι΄αυτό και δεν πρέπει να χορηγούνται εάν προϋπάρχουν ή εμφανισθούν τέτοιες λοιμώξεις, εκτός εάν χρειάζονται για τον έλεγχο φαρμακευτικών αντιδράσεων που οφείλονται στην αμφοτερικίνη Β. Η ταυτόχρονη χορήγηση της αμφοτερικίνης Β με υδροκορτιζόνη μπορεί να προκαλέσει διόγκωση της καρδιάς και συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
- Μπορεί να υποβοηθήσουν την εγκατάσταση δευτερογενών οφθαλμικών λοιμώξεων από μύκητες ή ιούς
- Μπορεί να αρνητικοποιήσουν ψευδώς την δοκιμασία νιτροκυανού του τετραζολίου για βακτηριδιακές λοιμώξεις.
Η χρήση της φθοριοκορτιζόνης σε ασθενείς με ενεργό φυματίωση πρέπει να περιορίζεται μόνο σε περιπτώσεις κεραυνοβόλου ή κεγχροειδούς φυματίωσης, σε συνδυασμό με την κατάλληλη αντιφυματική αγωγή. Η κορτικοειδοθεραπεία, εάν είναι απαραίτητη σε ασθενείς με λανθάνουσα φυματίωση ή θετική Mantoux, επιβάλλει στενή παρακολούθηση, γιατί μπορεί να προκαλέσει αναζωπύρωση της φυματιώδους λοίμωξης. Οι ασθενείς αυτοί, εφ΄όσον θεραπεύονται μακροχρόνια με κορτικοειδή, πρέπει να υποβάλλονται σε χημειοπροφύλαξη.
Τα παιδιά που θεραπεύονται με ανοσοκατασταλτικά φάρμακα είναι περισσότερο επιρρεπή σε λοιμώξεις από τα υγιή. Π.χ. η ανεμευλογία και η ιλαρά μπορεί να έχουν βαρύτερη, ακόμα και θανατηφόρα, διαδρομή σε παιδιά θεραπευόμενα με ανοσοκατασταλτικές δόσεις κορτικοειδών.
Παιδιά ή ενήλικες που θεραπεύονται με ανοσοκατασταλτικές δόσεις κορτικοειδών, αλλά δεν έχουν προσβληθεί από ανεμευλογία ή ιλαρά, πρέπει να αποφεύγουν την έκθεση στις λοιμώξεις αυτές και, αν τυχόν εκτεθούν, να συμβουλεύονται τον γιατρό τους. Εάν εκτεθούν στις λοιμώξεις αυτές, μπορεί να χρειασθούν θεραπεία με απλή (IVIG) ή ειδική εναντίον του ιού της ανεμευλογίας – έρπητα ζωστήρα (VZIG) ενδοφλέβια ανοσοσφαιρίνη, ανάλογα με την περίπτωση. Εάν εμφανίσουν ανεμευλογία, μπορεί να χρειασθούν θεραπεία με αντι-ιογενή φάρμακα.
19.7.16 ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
- Τα κορτικοειδή πρέπει να αποφεύγονται σε εγκύους με προεκλαμψία, εκλαμψία ή ενδείξεις βλάβης του πλακούντα
- Η φθοριοκορτιζόνη, επειδή αυξάνει τον όγκο του αίματος, μπορεί να επιδεινώσει αθόρυβη κατακράτηση υγρών από άλλα αίτια, ιδιαίτερα σε ασθενείς με διαβητική στατική υπόταση και διαβητική νεφροπάθεια.
- Τα γλυκοκορτικοειδή μπορεί να προκαλέσουν κατακράτηση νατρίου και ύδατος με συνεπακόλουθο οίδημα, απώλεια καλίου, υποκαλιαιμική αλκάλωση και υπέρταση, όπως και συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια σε επιρρεπείς ασθενείς. Οι αλατοκορτικοειδείς αυτές δράσεις εμφανίζονται συχνότερα σε ασθενείς θεραπευόμενους με μέτριες ή μεγάλες δόσεις υδροκορτιζόνης και κορτιζόνης, αλλά και με συνθετικά γλυκοκορτικοειδή (εκτός από την φθοριοκορτιζόνη), ιδιαίτερα εάν χορηγούνται μακροχρόνια και σε μεγάλες δόσεις.
- Πάντως, επειδή και η οξεική φθοριοκορτιζόνη έχει δυνητική αλατοκορτικοειδή δράση, οι ασθενείς που θεραπεύονται με φθοριοκορτιζόνη πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή μήπως εμφανίσουν υπέρταση ή οίδημα ή πάρουν βάρος. Οι ασθενείς που παίρνουν γλυκοκορτικοειδή με έντονες αλατοκορτικοειδείς ιδιότητες πρέπει να αναφέρουν στο γιατρό τους εάν εμφανίσουν οίδημα.
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους μακροχρόνια με φθοριοκορτιζόνη συνιστάται περιοδικός έλεγχος των επιπέδων των ηλεκτρολυτών του ορού, διαιτητικός περιορισμός του άλατος και συμπληρωματική χορήγηση καλίου. Η φθοριοκορτιζόνη, όπως όλα τα κορτικοειδή, αυξάνει την απέκκριση του ασβεστίου.
- Η ανεπάρκεια του φλοιού των επινεφριδίων από τα κορτικοειδή μπορεί να μετριασθεί με την προοδευτική μείωση της δόσης του κορτικοειδούς και να επιμείνει αρκετούς μήνες μετά την διακοπή του.
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με κορτικοειδή μπορεί να χρειασθούν επιπρόσθετα αυξημένες δόσεις ταχέως δρώντων κορτικοειδών πριν, στη διάρκεια και μετά από ασυνήθιστους στρεσσογόνους παράγοντες.
- Η σωματική ανάπτυξη των βρεφών και των παιδιών που θεραπεύονται μακροχρόνια με κορτικοειδή πρέπει να παρακολουθείται με προσοχή.
- Τα γλυκοκορτικοειδή αντενδείκνυνται σε ασθενείς με γνωστή υπερευαισθησία στα κορτικοειδή. Η φθοριοκορτιζόνη αντενδείκνυται σ΄όλες τις καταστάσεις, εκτός από εκείνες που απαιτούν ισχυρή αλατοκορτικοειδή δράση.
- Πριν από κάθε χειρουργική επέμβαση οι ασθενείς πρέπει να ενημερώνουν τον γιατρό και τον οδοντίατρό τους ή τον αναισθησιολόγο ότι παίρνουν ή έχουν πάρει πρόσφατα (μέσα σε διάστημα 12 μηνών) κορτικοειδή
- Οι ασθενείς που παίρνουν γλυκοκορτικοειδή πρέπει να αναφέρουν στο γιατρό τους κάθε λοίμωξη ή εκδήλωση ενδεικτική λοίμωξης ή κακώσεις που εμφανίζουν στη διάρκεια της κορτικοειδοθεραπείας ή σε διάστημα 12 μηνών μετά την διακοπή της
- Τα κορτικοειδή, όταν χορηγούνται σε μεγάλες δόσεις, συνιστάται να λαμβάνονται μετά τα γεύματα και ταυτόχρονα με αντιόξινα στα ενδιάμεσα των γευμάτων, ώστε να προληφθεί η ανάπτυξη πεπτικού έλκους
- Τα γλυκοκορτικοειδή αντενδείκνυνται σε ασθενείς με γνωστή υπερευαισθησία στα κορτικοειδή. Η φθοριοκορτιζόνη αντενδείκνυται σ΄όλες τις καταστάσεις, εκτός από εκείνες που απαιτούν ισχυρή αλατοκορτικοειδή δράση.
- Ο χρόνος προθρομβίνης πρέπει να ελέγχεται τακτικά σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή και ταυτόχρονα κουμαρινικά αντιπηκτικά, γιατί τα κορτικοειδή μπορεί να τροποποιήσουν την ανταπόκριση στα φάρμακα αυτά.
- Η ασπιρίνη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με υποπροθρομβιναιμία θεραπευόμενους με κορτικοειδή
- Επειδή οι επιπλοκές της κορτικοειδοθεραπείας εξαρτώνται από την δόση του φαρμάκου και την διάρκεια της θεραπείας, σε κάθε περίπτωση πρέπει να σταθμίζεται η σχέση όφελους/κίνδυνο όσον αφορά την δόση και την διάρκεια της θεραπείας και την συχνότητα χορήγησης του φαρμάκου (καθημερινά ή κατά διαστήματα).
- Τα κορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται στη μικρότερη δυνατή δόση για τον έλεγχο του νοσήματος στο οποίο απευθύνονται και, όταν η μείωση της δόσης τους είναι δυνατή, να γίνεται βαθμιαία και όχι απότομα.
(ΒΛ. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΙΣ ΓΕΝΙΚΕΣ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ)
19.7.17 ΔΟΣΕΙΣ - ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ
Οι δόσεις της οξεικής φθοριοκορτιζόνης εξαρτώνται από την βαρύτητα της νόσου και την ανταπόκριση του ασθενούς.
Ανδρογεννητικό σύνδρομο με απώλεια άλατος : 0.1-0.2 mg οξεικής φθοριοκορτιζόνης ημερησίως.
Νόσος Addison : Φθοριοκορτιζόνη 0.1 mg/24ωρο, προτιμότερα σε συνδυασμό με κορτιζόνη 10-37.5 mg/24ωρο, σε διηρημένες δόσεις) ή υδροκορτιζόνη (10-30 mg/24ωρο, σε διηρημένες δόσεις). Έχουν χρησιμοποιηθεί δόσεις από 0.1 mg 3 φορές εβδομαδιαίως έως 0.2 mg/24ωρο. Εάν εμφανισθεί παροδική υπέρταση, η δόση πρέπει να μειώνεται σε 0.05 mg/24ωρο.
Ορθοστατική υπόταση : 0.05-0.2 mg εφάπαξ κάθε πρωί. Η ανεπάρκεια της δόσης φαίνεται από την στατική υπόταση, αύξηση της δραστηριότητας της ρενίνης του πλάσματος ή υπερκαλιαιμία. Η δόση αυξάνεται μέχρις ότου επιτευχθεί επαρκής καταστολή της δραστηριότητας της ρενίνης του πλάσματος (Thompson DG et al, 1979).
Η συνήθης δόση συντήρησης ανέρχεται σε 0.1-0.2 mg και, σε μερικές περιπτώσεις, 0.3 mg ημερησίως (Smith SJ et al, 1984).
19.7.18 ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ
1. FLUDROCORTISONE
Εμπορική ονομασία |
Μορφές-περιεκτικότητες |
Κατασκευαστής |
Paroticin |
Ear Drops 10 ml |
ADELCO Α.Ε. |
2. FLUDROCORTISONE ACETATE
Εμπορική ονομασία |
Μορφές-περιεκτικότητες |
Κατασκευαστής |
Florinef |
Tabl. 100 x 0,1 mg |
ΙΦΕΤ |
19.7.19 ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ
Δισκία : Περιέχουν 0.1 mg οξεικής φθοριοκορτιζόνης, φωσφορικό ασβέστιο, D&C red No 27, άμυλο αραβοσίτου, λακτόζη, στεαρικό μαγνήσιο, βενζοϊκό νάτριο και ταλκ. Πρέπει να φυλάσσονται σε θερμοκρασία δωματίου ή <25ο C.
Τοπικά σκευάσματα : Χρησιμοποιούνται σε λοιμώξεις του δέρματος, των ώτων και των οφθαλμών, σε συνδυασμό με αμφοτερικίνη, θειική νεομυκίνη, γραμισιδίνη, θειική πολυμυξίνη Β, υδροχλωρική λιδοκαΐνη, θειούχο σελήνιο ή ισοεθιονική εξαμίνη.
ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΟΞΕΙΚΗΣ ΦΘΟΡΙΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗΣ
H οξεική φθοριοκορτιζόνη είναι ένα συνθετικό γλυκοκορτικοειδές με πολύ ισχυρές δυνητικές αλατοκορτικοειδείς και ισχυρές γλυκοκορτικοειδείς ιδιότητες.
Επειδή διαθέτει έντονη ικανότητα κατακράτησης του νατρίου, αντενδείκνυται σε όλες τις καταστάσεις, εκτός από εκείνες που απαιτούν ισχυρή αλατοκορτικοειδή δράση. Δεν χρησιμοποιείται στη συστηματική per os θεραπεία των ρευματικών νοσημάτων, αλλ΄είναι αποτελεσματική σε άλλα, μη ρευματικά νοσήματα (συγγενής υπερπλασία των επινεφριδίων, ορθοστατική υπόταση, ηλεκτρολυτικές διαταραχές, περιφερική ισχαιμία).
17.8 ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ
Η υδροκορτιζόνη είναι ένα φυσικό κορτικοειδές, χρησιμοποιούμενο κυρίως για τις αντιφλεγμονώδεις και ανοσοκατασταλτικές του δράσεις και για ορμονική αναπληρωματική θεραπεία.
Είναι το πρώτο συνθετικό κορτικοειδές που χρησιμοποιήθηκε στην κλινική πράξη, δεδομένου ότι η 11-oxo-ομάδα του βασικού στεροειδικού μορίου συντίθεται ευκολότερα.
Η υδροκορτιζόνη είναι ταυτόσημη με την κορτιζόλη. Η υδροκορτιζόνη συνήθως αναφέρεται στο φάρμακο, ενώ η κορτιζόλη, στο ενδογενώς παραγόμενο κορτικοειδές.
ΑΛΑΤΑ/ΕΣΤΕΡΕΣ ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΟΙ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΑ ΠΡΑΞΗ
- Υδροκορτιζόνη (Hydrocortisone)
- Νατριούχος σουκκινική ή νατριοηλεκτρική υδροκορτιζόνη (Hydrocortisone sodium succinate)
- Οξεική υδροκορτιζόνη (Hydrocortisone acetate)
- Νατριούχος φωσφορική υδροκορτιζόνη (Hydrocortisone sodium phosphate)
- Βουτεπρική υδροκορτιζόνη (Hydrocortisone buteprate)
- Κυπιονική υδροκορτιζόνη (Hydrocortisone cypionate)
- Βαλεριανική υδροκορτιζόνη (Hydrocortisone valerate)
- Βουτυρική υδροκορτιζόνη (Hydrocortisone butyrate)
19.8.1 ΧΗΜΕΙΑ
19.8.1.1 Υδροκορτιζόνη (Hydrocortisone)
Χημικό όνομα : pregn-4-ene-3,20-dione,11,17,21-trihydroxy-,(11β)
Μοριακός τύπος : C21H30O5
ΕΙΚΟΝΑ 94 : Συντακτικός τύπος υδροκορτιζόνης
Περιγραφή : Η υδροκορτιζόνη είναι υπόλευκη έως λευκή, άοσμη κρυσταλλική σκόνη, ελάχιστα διαλυτή στο ύδωρ και τον αιθέρα, ελαφρά στο χλωροφόρμιο και πολύ διαλυτή στην ακετόνη και το οινόπνευμα. Έχει μοριακό βάρος 362.46, σημείο τήξης 215ο C και υψηλό συντελεστή μερισμού n-οκτανόλης/ύδωρ.
19.8.1.2 Οξεική υδροκορτιζόνη (Hydrocortisone acetate)
Χημικό όνομα : pregn-4-ene-3,20 dione, 21-(acetyloxy)-11,17-dihydroxy-,(11β)
Μοριακός τύπος : C23H32O6
ΕΙΚΟΝΑ 95 : Συντακτικός τύπος οξεικής υδροκορτιζόνης
Περιγραφή : Η οξεική υδροκορτιζόνη έχει μοριακό βάρος 404.5, διαλυτότητα στο οινόπνευμα 1/230, αλλά πολύ μικρή στο ύδωρ και υψηλό συντελεστή μερισμού n-οκτανόλης/ύδωρ. Προορίζεται για ενδαρθρική, ενδοθυλακική ή ενδοϋμενική χρήση ή χορήγηση μέσα σε αλλοιώσεις ή από το ορθό.
19.8.1.3 Νατριούχος φωσφορική υδροκορτιζόνη (Hydrocortisone sodium phosphate)
Χημικό όνομα : 11β,17-dihydroxy-21-(phosphonooxy)-pregn-4-ene-3,20-dione disodium salt
Μοριακός τύπος : C21H29Na2O8P.
ΕΙΚΟΝΑ 96 : Συντακτικός τύπος νατριούχου φωσφορικής υδροκορτιζόνης
Περιγραφή : Η νατριούχος φωσφορική υδροκορτιζόνη είναι λευκή έως ελαφρά κίτρινη, άοσμη ή πρακτικά άοσμη, σκόνη, ελεύθερα διαλυτή στο ύδωρ και εξαιρετικά υγροσκοπική. Το μοριακό της βάρος είναι 486.41.
19.8.1.4 Βουτυρική υδροκορτιζόνη (Hydrocortisone butyrate)
Χημικό όνομα : 11β, 17, 21-trihydroxy-4-pregnene-3, 20-dione 17-butyrate
Μοριακός τύπος : C25H36O6
ΕΙΚΟΝΑ 97 : Συντακτικός τύπος βουτυρικής υδροκορτιζόνης
Περιγραφή : Η βουτυρική υδροκορτιζόνη είναι λευκή, άοσμη, πικρής γεύσης, κρυσταλλική σκόνη. ΄Εχει μοριακό βάρος 432.6, μεγάλη διαλυτότητα στο οινόπνευμα και πολύ χαμηλή στο ύδωρ και υψηλό συντελεστή μερισμού n-οκτανόλης/ύδωρ.
19.8.1.5 Νατριοηλεκτρική υδροκορτιζόνη (Hydrocortisone sodium succinate)
Χημικό όνομα : Pregn – 4 – ene - 3,20 - dione,21-(3-carboxy-1-oxopropoxy)-11,17-dihydroxy-monosodium salt, (11β)-
Μοριακός τύπος : C25H33NaO8
Περιγραφή : Η νατριοηλεκτρική υδροκορτιζόνη είναι λευκή ή σχεδόν λευκή, άοσμη υγροσκοπική σκόνη, ευδιάλυτη στο ύδωρ και το οινόπνευμα, δυσδιάλυτη στην ακετόνη και αδιάλυτη στο χλωροφόρμιο.΄Εχει μοριακό βάρος 484.52. Προορίζεται για ενδομυϊκή ή ενδοφλέβια χρήση.
19.8.1.6 Βαλεριανική υδροκορτιζόνη (Hydrocortisone valerate)
Χημικό όνομα : Pregn-4-ene-3, 20-dione,11,21-dihydroxy-17-[(1-oxopentyl)oxy]-,(11β)-
Μοριακός τύπος : C26H38O6
Περιγραφή : Η βαλεριανική υδροκορτιζόνη είναι λευκή, άοσμη, κρυσταλλική σκόνη, με πικρή γεύση. Η κρέμα και η αλοιφή της βαλεριανικής υδροκορτιζόνης περιέχουν 0.2% της δραστικής ουσίας. Η βαλεριανική υδροκορτιζόνη έχει μοριακό βάρος 446.58 και υψηλό συντελεστή μερισμού n-οκτανόλης/ύδωρ.
19.8.2 ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ
Η υδροκορτιζόνη είναι το κύριο γλυκοκορτικοειδές το οποίο συντίθεται από τον φλοιό των επινεφριδίων στον άνθρωπο. Οι κύριες δράσεις της είναι αντιφλεγμονώδεις και ανοσοκατασταλτικές. Δρα ελέγχοντας την σύνθεση των πρωτεϊνών. Αντιδρά με έναν ενδοκυττάριο υποδοχέα, οδηγώντας σε αποσύνδεση μιας φωσφορυλιωμένης πρωτεΐνης (μία πρωτεΐνη θερμικού shock) από το σύμπλοκο του υποδοχέα. Αναστέλλει την αντιφλεγμονώδη ανταπόκριση ανεξάρτητα από τον εκλυτικό παράγοντα, πιθανώς ελαττώνοντας την παραγωγή διάφορων αγγειοδραστικών χημικών που απελευθερώνονται στη διάρκεια της φλεγμονώδους διαδικασίας, όπως οι κινίνες, η ισταμίνη, λυσοσωμικά ένζυμα, εικοσανοειδή και το σύστημα του συμπληρώματος.
ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ-ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΡΑΣΗΣ :
- Αναστέλλει την σύνθεση των προσταγλανδινών μέσω της σύνθεσης μιας ομάδας πρωτεϊνών (λιποκορτίνη ή μακροκορτίνη), η οποία αναστέλλει την δραστηριότητα της φωσφολιπάσης Α2. Η λιποκορτίνη επίσης αναστέλλει την σύνθεση του παράγοντα ενεργοποίησης των αιμοπεταλίων (PAF).
- Αναστέλλει μόνο οριακά την χυμική ανταπόκριση, σε θεραπευτικές δόσεις
- Δεν αναστέλλει τις κυτταροεξαρτώμενες απαντήσεις, αυτές καθαυτές, αλλά προλαβαίνει τις εκδηλώσεις τους
- Επηρεάζει τον μεταβολισμό των πρωτεϊνών και των λιπιδίων
- Έχει ασθενή αλατοκορτικοειδή δράση (0.1% της αλδοστερόνης)
- Προκαλεί δυσανεξία στη γλυκόζη
- Αυξάνει την νεογλυκογένεση, λόγω περιφερικής και ηπατικής δράσης
- Αυξάνει τον καταβολισμό
- Ανακατανέμει το λίπος του σώματος
- Διευκολύνει την λιπόλυση
- Προκαλεί κατακράτηση νατρίου και ύδατος
- Διεγείρει την αιμοποίηση
- Ελαττώνει τον αριθμό των κυκλοφορούντων λεμφοκυττάρων ή μονοκυττάρων.
19.8.3 ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ
- Τα κορτικοειδή μπορεί να προκαλέσουν μείωση του βάρους των επινεφριδίων, ηπατικές αλλοιώσεις, συμπύκνωση του πνεύμονα και γαστρεντερικές διαταραχές, σε ποντικούς και αρουραίους.
- Μπορεί να προκαλέσουν σχισμή του χείλους και της υπερώας, στα ζώα και τον άνθρωπο
- Δεν φαίνεται να έχουν καρκινογόνο δράση στον άνθρωπο, αν και συνδέονται με κακοήθη νοσήματα σε μακροχρόνια ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς
- Δεν έχουν μεταλλαξιογόνο δράση.
19.8.4 ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ
Η υδροκορτιζόνη, μετά την per os χορήγησή της, απορροφάται αμέσως από τον γαστρεντερικό σωλήνα και φθάνει σε μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα μετά από 90΄. Η βιοδιαθεσιμότητά της έχει μεγάλες εξατομικευμένες διακυμάνσεις (0.26-0.91), λόγω προσυστηματικού μεταβολισμού (9-74%) (Taylor P et al, 1990).
ΕΙΚΟΝΑ 98 : Μεταβολισμός υδροκορτιζόνης
Ο t(1/2) της υδροκορτιζόνης στο πλάσμα ανέρχεται περίπου σε 90΄, ενώ αυξάνεται με μεγαλύτερες δόσεις (εύρος 60-120΄σε διαφορετικά άτομα) (Toothaker RD et al, 1982; Heazelwood VJ et al, 1984), αλλά ο βιολογικός t(1/2), όσον αφορά την αντιφλεγμονώδη δράση, είναι μεγαλύτερος (8-12 ώρες). Η μέση κάθαρση της υδροκορτιζόνης ανέρχεται σε 209-294 ml/min-1, αυξανόμενη αναλογικά με το ύψος της δόσης. Ο t(1/2) της υδροκορτιζόνης μπορεί να παραταθεί σε ασθενείς με ηπατικά νοσήματα (έως 5 ώρες) ή να μειωθεί σε πάσχοντες από θυρεοτοξίκωση (σε 60΄) ή από φάρμακα (π.χ. φαινυτοίνη). Ο όγκος κατανομής της υδροκορτιζόνης ανέρχεται σε 0.4-0.7 l/kg-1 (Heazelwood VJ et al, 1984).
Η υδροκορτιζόνη, σε ποσοστό περίπου 90-95%, συνδέεται με τις πρωτεΐνες του πλάσματος (10% με την λευκωματίνη και 80% με μια χαμηλής χωρητικότητας και υψηλής συγγένειας α2 σφαιρίνη) ή με μια πρωτεΐνη συνδεόμενη με την κορτιζόλη. Η συνδετική ικανότητα της τρανσκορτίνης ανέρχεται περίπου σε 200-250 μg/l-1. Σε υψηλότερα επίπεδα, η σύνδεση με την λευκωματίνη είναι ισχυρότερη (Taylor P et al, 1990). Σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεγάλες δόσεις υδροκορτιζόνης, η σύνδεση με την τρανσκορτίνη κορέννυται και η ολική πρωτεϊνική σύνδεση μειώνεται περίπου στο 58% (Begg EJ et al, 1987).
Η υδροκορτιζόνη απορροφάται βραδύτερα εάν ενεθεί ενδομυϊκά, γι΄αυτό και η χορήγησή της μέσω της οδού αυτής δεν συνιστάται. Η οξεική υδροκορτιζόνη απορροφάται per os λιγότερο από την υδροκορτιζόνη και ελάχιστα μετά από την ενδομυική, ενδαρθρική ή μέσα σε μαλακά μόρια χορήγησή της.
Η νατριοηλεκτρική υδροκορτιζόνη έχει τις ίδιες μεταβολικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες με την υδροκορτιζόνη. Όταν χορηγούνται παρεντερικά και σε ισομοριακές ποσότητες, οι 2 αυτές ενώσεις έχουν ισοδύναμη βιολογική δράση. Οι δράσεις της ενδοφλέβια χορηγούμενης νατριοηλεκτρικής υδροκορτιζόνης εμφανίζονται εντός μιας ώρας και διαρκούν άλλοτε άλλο χρονικό διάστημα. Η απέκκριση της νατριοηλεκτρικής υδροκορτιζόνης ολοκληρώνεται εντός 12 ωρών. Εάν απαιτούνται σταθερά υψηλά επίπεδα του φαρμάκου στο αίμα, οι ενέσεις πρέπει να γίνονται κάθε 4-6 ώρες. Η ενδομυϊκά χορηγούμενη νατριοηλεκτρική υδροκορτιζόνη απεκκρίνεται με τον ίδιο τρόπο όπως και η ενδοφλέβια.
Η υδροκορτιζόνη μεταβολίζεται ευρέως και ταχέως στο ήπαρ και τους περισσότερους άλλους ιστούς του σώματος σε τετραϋδροκορτιζόνη και τετραϋδροκορτιζόλη, οι οποίες απεκκρίνονται από τα ούρα, κυρίως σαν γλυκουρονιδικά σύμπλοκα (Fukushima DK et al, 1960). Η μεγάλη ηλικία δεν φαίνεται να επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την κινητική της υδροκορτιζόνης. Οι μεταβολίτες και τα σύμπλοκά τους έχουν καμμία ή ελάχιστη βιολογική δραστηριότητα.
Σε διάφορους ιστούς (ιδιαίτερα το ήπαρ, τους νεφρούς, το παχύ έντερο και τις παρωτίδες) μπορεί να παρατηρηθεί αναστρέψιμη οξείδωση της 11-υδροξυλ-ομάδας, η οποία και καταστέλλει την αλληλεπίδραση με τον αλατοκορτικοειδή υποδοχέα.
19.8.5 ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ – ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ
Δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες.
19.8.6 ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
19.8.6.1 ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Αλδεσλευκίνη
Αλληλεπιδράσεις : Τα κορτικοειδή μπορεί να μειώσουν την αντινεοπλασματική δράση, αλλά και τις επιπλοκές (πυρετός, νεφρική ανεπάρκεια, υπερχολερυθριναιμία, σύγχυση, δύσπνοια), της αλδεσλευκίνης.
Συστάσεις : Τα γλυκοκορτικοειδή πρέπει να αποφεύγονται σε ασθενείς θεραπευόμενους με αλδεσλευκίνη.
Αμινογλουτεθιμίδη
Αλληλεπιδράσεις : Η αμινογλουτεθιμίδη μπορεί να μειώσει τις αναμενόμενες φαρμακολογικές δράσεις των κορτικοειδών και, επομένως, της υδροκορτιζόνης. Πάντως, η υδροκορτιζόνη είναι λιγότερο πιθανό να αλληλεπιδράσει με την αμινογλουτεθιμίδη.
Συστάσεις :
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με αμινογλουτεθιμίδη, η υδροκορτιζόνη πρέπει πιθανώς να χορηγείται σε μεγαλύτερη δόση.
- Η ανταπόκριση του ασθενούς στην υδροκορτιζόνη πρέπει να παρακολουθείται και η δόση της υδροκορτιζόνης να τροποποιείται ανάλογα όταν η αμινογλουτεθιμίδη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται.
Αντιδιαβητικά, αντιϋπερτασικά ή αντιγλαυκωματικά φάρμακα
Αλληλεπιδράσεις : Τα κορτικοειδή μπορεί να αυξήσουν τις απαιτήσεις για ινσουλίνη ή υπογλυκαιμικούς per os παράγοντες, αντιϋπερτασικά ή αντιγλαυκωματικά φάρμακα. Η μακροχρόνια θεραπεία με κορτικοειδή συχνά συνοδεύεται από αντίσταση στην ινσουλίνη.
Συστάσεις :
- Το σάκχαρο του αίματος πρέπει να παρακολουθείται συχνά και η δόση των per os αντιδιαβητικών να τροποποιείται ανάλογα όταν τα κορτικοειδή προστίθενται, διακόπτονται ή τροποποιείται η δόση τους.
- Οι διαβητικοί που θεραπεύονται με ινσουλίνη μπορεί να χρειασθούν αύξηση της δόσης της ινσουλίνης όταν στη θεραπεία προστίθενται κορτικοειδή. Η δόση της ινσουλίνης πρέπει να μειώνεται μετά την διακοπή του κορτικοειδούς.
Αντιόξινα
Αλληλεπιδράσεις : Τα αντιόξινα, επειδή σχηματίζουν σύμπλοκα στον γαστρεντερικό σωλήνα, μπορεί να μειώσουν την απορρόφηση των per os χορηγούμενων κορτικοειδών.
Συστάσεις :
- Σε ασθενείς που παίρνουν αντιόξινα, τα κορτικοειδή μπορεί να χρειασθεί να χορηγηθούν σε μεγαλύτερη δόση.
- Τα αντιόξινα πρέπει να λαμβάνονται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από τα κορτικοειδή.
- Η ανταπόκριση του ασθενούς στο κορτικοειδές πρέπει να παρακολουθείται και η δόση του να τροποποιείται ανάλογα όταν τα αντιόξινα προστίθενται στη θεραπεία ή διακόπτονται.
Αντιπηκτικά
Αλληλεπιδράσεις : Η αλληλεπίδραση των αντιπηκτικών με τα κορτικοειδή είναι απρόβλεπτη. Τα κορτικοειδή άλλοτε αυξάνουν και άλλοτε ελαττώνουν την δράση τους. Ακόμα, μπορεί να προκαλέσουν αιμορραγία, δεδομένου ότι έχουν ανάστροφη δράση στην ακεραιότητα του τοιχώματος των αγγείων και στη λειτουργία των αιμοπεταλίων.
Συστάσεις : Σε ασθενείς θεραπευόμενους με αντιπηκτικά, η δόση τους πρέπει να τροποποιείται ανάλογα όταν τα κορτικοειδή προστίθενται στη θεραπεία ή διακόπτονται και οι εργαστηριακοί δείκτες της πήξης του αίματος να παρακολουθούνται τακτικά ώστε να διατηρηθεί το επιθυμητό αντιπηκτικό αποτέλεσμα.
Αντιχολινεστερασικοί παράγοντες
Αλληλεπιδράσεις : Σε ασθενείς με βαριά μυασθένεια τα κορτικοειδή μπορεί να εξασθενήσουν τις αναμενόμενες δράσεις των αντιχολινεστερασικών φαρμάκων (αμπενόνιο, νεοστιγμίνη, πυριδοστιγμίνη και πιθανώς οργανοφωσφορικά αντιχολινεστερασικά παρασιτοκτόνα), προκαλώντας έντονη αδυναμία. Οι δράσεις των αντιχολινεστερασικών φαρμάκων μπορεί να αυξηθούν μετά την διακοπή των κορτικοειδών.
Μηχανισμός : Ο μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής είναι άγνωστος.
Συστάσεις :
- Εάν είναι δυνατόν, τα αντιχολινεστερασικά φάρμακα πρέπει να αποσύρονται τουλάχιστον 24 ώρες πριν από την έναρξη της θεραπείας με κορτικοειδή.
- Εάν η συγχορήγησή τους με κορτικοειδή είναι θεραπευτικά απαραίτητη, πρέπει να γίνεται κάτω από προσεκτική παρακολούθηση.
- Εάν εμφανισθεί αναπνευστική καταστολή, πρέπει να χρησιμοποιείται μηχανική υποστήριξη, εάν είναι απαραίτητο.
Βαρβιτουρικά
Αλληλεπιδράσεις : Τα βαρβιτουρικά μπορεί να αυξήσουν τον μεταβολισμό των κορτικοειδών ενεργοποιώντας τα ηπατικά μικροσωμικά ένζυμα, και επομένως να εξασθενήσουν τις φαρμακολογικές δράσεις των κορτικοειδών, και να προκαλέσουν έξαρση της νόσου για την οποία τα κορτικοειδή χορηγούνται. Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να παρατηρηθεί αρκετές ημέρες μετά την διακοπή των βαρβιτουρικών.
Συστάσεις :
- Εάν η ταυτόχρονη θεραπεία με κορτικοειδή και βαρβιτουρικά είναι αναπόφευκτη, μπορεί να χρειασθεί αύξηση της δόσης του κορτικοειδούς.
- Εάν τα δύο αυτά φάρμακα χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα και η κατάσταση του ασθενούς σταθεροποιηθεί, μπορεί να χρειασθεί ελάττωση της δόσης του κορτικοειδούς μετά την διακοπή των βαρβιτουρικών.
Γεννητικές ορμόνες
Αλληλεπιδράσεις : Τα αντισυλληπτικά per os και τα οιστρογόνα αναστέλλουν τον ηπατικό μεταβολισμό μερικών κορτικοειδών, όπως και της ενδογενούς κορτιζόλης. Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να αυξήσει τις θεραπευτικές, αλλά και τις τοξικές, δράσεις των κορτικοειδών.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή για σημεία τοξικότητας από τα κορτικοειδή και να μειώνεται η δόση του κορτικοειδούς, εάν χρειάζεται.
Ινδομεθακίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η ινδομεθακίνη μπορεί να αυξήσει την συχνότητα ή/και βαρύτητα ανάπτυξης γαστρεντερικού έλκους σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή για σημεία γαστρεντερικού έλκους και η δόση τους να τροποποιείται, εάν χρειάζεται.
Ισονιαζίδη
Αλληλεπιδράσεις :
- Τα κορτικοειδή μπορεί να αυξήσουν τον ηπατικό μεταβολισμό ή την νεφρική κάθαρση, και επομένως να μειώσουν την αντιφυματική δράση, της ισονιαζίδης
- Η ισονιαζίδη μπορεί να μειώσει τον ηπατικό μεταβολισμό των κορτικοειδών.
Συστάσεις : Εάν υπάρχουν ενδείξεις αλληλεπίδρασης μεταξύ κορτικοειδών-ισονιαζίδης μπορεί να χρειασθεί τροποποίηση της δόσης του ενός ή και των δύο φαρμάκων.
Ιτρακοναζόλη
Αλληλεπιδράσεις : Η ιτρακοναζόλη μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις στο πλάσμα και επομένως τις επιπλοκές (μυοπάθεια, μυϊκή αδυναμία, δυσανεξία στη γλυκόζη) των κορτικοειδών.
Μηχανισμός : Η αλληλεπίδραση αυτή οφείλεται σε αναστολή του κυτοχρώματος P450 3A4 από την ιτρακοναζόλη.
Συστάσεις :
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με ιτρακοναζόλη, τα κορτικοειδή, εάν είναι απαραίτητα, μπορεί να χρειασθεί να χορηγηθούν σε μικρότερη δόση.
- Οι ασθενείς που αρχίζουν ή διακόπτουν την θεραπεία με ιτρακοναζόλη πρέπει να παρακολουθούνται μήπως εμφανίσουν εκδηλώσεις τοξικότητας και να τροποποιείται ανάλογα η δόση των κορτικοειδών.
Καλιοπενικά φάρμακα
Αλληλεπιδράσεις : Τα καλιοπενικά διουρητικά (θειαζίδες, φουροσεμίδη, αιθακρυνικό οξύ) και άλλα καλιοπενικά φάρμακα, όπως η αμφοτερικίνη Β, μπορεί να αυξήσουν την καλιοπενική δράση των γλυκοκορτικοειδών.
Συστάσεις : Το κάλιο του ορού πρέπει να παρακολουθείται με προσοχή σε ασθενείς θεραπευόμενους με γλυκοκορτικοειδή ταυτόχρονα με καλιοπενικά φάρμακα.
Καρδιοτονωτικά
Η υποκαλιαιμία η προκαλούμενη από τα κορτικοειδή μπορεί να οδηγήσει σε τοξικότητα από καρδιοτονωτικά.
Κετοκοναζόλη
Αλληλεπιδράσεις : Η κετοκοναζόλη μπορεί να αυξήσει τις κατασταλτικές δράσεις στα επινεφρίδια και πιθανώς την τοξικότητα των κορτικοειδών.
Μηχανισμός : Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να οφείλεται σε αναστολή του κυτοχρώματος P450 3A4 από την κετοκοναζόλη.
Συστάσεις :
- Ο συνδυασμός της κετοκοναζόλης με κορτικοειδή πρέπει να αποφεύγεται. Εάν όμως είναι απαραίτητος, τα κορτικοειδή μπορεί να χρειασθεί να χορηγηθούν σε μικρότερη δόση.
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό πρέπει να παρακολουθούνται για εκδηλώσεις τοξικότητας από τα κορτικοειδή και η δόση των κορτικοειδών να τροποποιείται ανάλογα όταν η κετοκοναζόλη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται.
Κολεστιπόλη
Αλληλεπιδράσεις :
- Η κολεστιπόλη μπορεί να αναστείλει την γαστρεντερική απορρόφηση, και επομένως να μειώσει τις αναμενόμενες φαρμακολογικές δράσεις, της υδροκορτιζόνης.
- Η κολεστιπόλη προκάλεσε κεφαλαλγία, αταξία και λήθαργο σ΄έναν ασθενή με υποϋποφυσισμό θεραπευόμενο με υδροκορτιζόνη σε δόσεις συντήρησης (Nekl KE and Aron DC, 1993).
Συστάσεις :
- Η κολεστιπόλη πρέπει να χορηγείται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από τα κορτικοειδή.
- Εάν η ανταπόκριση στην υδροκορτιζόνη στη διάρκεια της ταυτόχρονης θεραπείας με χολεστυραμίνη είναι μικρότερη από την αναμενόμενη, η δόση του κορτικοειδούς μπορεί να χρειασθεί να αυξηθεί ή να χρησιμοποιηθεί ένας άλλος παράγοντας κατά της υπερχοληστεριναιμίας.
Κυκλοσπορίνη
Αλληλεπιδράσεις :
- Η κυκλοσπορίνη μπορεί να προκαλέσει σπασμούς σε ενήλικες και παιδιά θεραπευόμενα με μεγάλες δόσεις γλυκοκορτικοειδών, πιθανώς λόγω ανταγωνιστικής αναστολής των ηπατικών μικροσωμικών ενζύμων.
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με κυκλοσπορίνη ταυτόχρονα με κορτικοειδή, οι ανοσοκατασταλτικές δράσεις της κυκλοσπορίνης, όπως και οι θεραπευτικές και τοξικές δράσεις των κορτικοειδών, μπορεί να αυξηθούν. Αν και ο συνδυασμός αυτός μπορεί να είναι ωφέλιμος σε λήπτες μοσχευμάτων, είναι περισσότερο τοξικός.
Συστάσεις :
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται ταυτόχρονα με κορτικοειδή και κυκλοσπορίνη πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή γιατί μπορεί να εμφανίσουν αυξημένη ανταπόκριση και στα 2 αυτά φάρμακα.
- Εάν υπάρχει υποψία αλληλεπίδρασης των 2 αυτών φαρμάκων, η δόση του ενός ή και των 2 μπορεί να χρειασθεί να μειωθεί.
Κυκλοφωσφαμίδη
Αλληλεπιδράσεις :
- Τα κορτικοειδή μπορεί να τροποποιήσουν τις αναμενόμενες δράσεις της κυκλοφωσφαμίδης και να αναστείλουν τα ηπατικά μικροσωμικά ένζυμα τα οποία ενεργοποιούν την κυκλοφωσφαμίδη στους αλκυλιωτικούς της μεταβολίτες.
- Η κυκλοφωσφαμίδη μπορεί να ενεργοποιήσει τον δικό της μεταβολισμό και των κορτικοειδών.
Συστάσεις : Όταν η κυκλοφωσφαμίδη συγχορηγείται με κορτικοειδή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η αποτελεσματικότητά της μπορεί να μειωθεί.
Μακρολιδικά αντιβιοτικά
Αλληλεπιδράσεις : Η ερυθρομυκίνη και η τρολεανδομυκίνη μπορεί να μειώσουν την αποβολή των κορτικοειδών. Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να δυνητικοποιήσει τις δράσεις των κορτικοειδών.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό πρέπει να παρακολουθούνται για κλινικά σημεία αυξημένης δράσης των κορτικοειδών και η δόση των κορτικοειδών να τροποποιείται, εάν χρειάζεται.
Μη αποπολωτικά φάρμακα
Αλληλεπιδράσεις : Τα κορτικοειδή μπορεί να δυνητικοποιήσουν ή να αναστείλουν τις νευρομυϊκές ανασταλτικές δράσεις των μη αποπολωτικών μυοχαλαρωτικών φαρμάκων.
Συστάσεις : Η συγχορήγηση των κορτικοειδών με μη αποπολωτικούς παράγοντες πρέπει να γίνεται με προσοχή, γιατί μπορεί να συνοδευθεί από απρόβλεπτες ανεπιθύμητες ενέργειες.
Μιφεπριστόνη
Οι κατασκευαστές της μιφεπριστόνης αποτρέπουν την χρήση της σε ασθενείς θεραπευόμενους μακροχρόνια με κορτικοειδή.
Ξανθίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η ταυτόχρονη χορήγηση των κορτικοειδών με παράγωγα της θεοφυλλίνης μπορεί να τροποποιήσει την αναμενόμενη φαρμακολογική δράση του ενός ή και των δύο φαρμάκων.
Συστάσεις : Εάν η ταυτόχρονη χορήγηση των κορτικοειδών με παράγωγα της θεοφυλλίνης συνοδεύεται από αυξημένη τοξικότητα, τα επίπεδα των φαρμάκων αυτών στον ορό πρέπει να παρακολουθούνται και η δόση των κορτικοειδών να τροποποιείται ανάλογα.
Πανκουρόνιο
Αλληλεπιδράσεις : Τα κορτικοειδή μπορεί να αναστρέψουν την δέσμευση των νευρομυϊκών υποδοχέων από το πανκουρόνιο.
Ριφαμπουτίνη - ριφαμπικίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η ριφαμπουτίνη και η ριφαμπικίνη μπορεί να ενεργοποιήσουν τα ηπατικά μικροσωμικά ένζυμα που διεγείρουν τον μεταβολισμό των κορτικοειδών, οδηγώντας σε εξασθένηση των φαρμακολογικών δράσεων των κορτικοειδών και πιθανώς έξαρση της νόσου για την οποία τα κορτικοειδή χορηγούνται, ακόμα και αρκετές ημέρες μετά την διακοπή τους.
Συστάσεις :
- Η υδροκορτιζόνη πρέπει να προστίθεται με προσοχή και η δόση της να τροποποιείται ανάλογα σε ασθενείς που αρχίζουν ή διακόπτουν την θεραπεία με ριφαμπουτίνη ή ριφαμπικίνη.
- Σε ασθενείς που αρχίζουν θεραπεία με ριφαμπουτίνη ή ριφαμπικίνη, η υδροκορτιζόνη πρέπει πιθανώς να χορηγείται σε διπλάσια δόση.
Σαλικυλικά
Αλληλεπιδράσεις : Τα κορτικοειδή μπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα των σαλικυλικών στον ορό και να μειώσουν την θεραπευτική τους ανταπόκριση. Οι ασθενείς που θεραπεύονται με μεγάλες δόσεις σαλικυλικών ταυτόχρονα με κορτικοειδή μπορεί να εμφανίσουν δηλητηρίαση από σαλικυλικά όταν μειώσουν την δόση των κορτικοειδών και έχουν αυξημένη πιθανότητα ανάπτυξης γαστρεντερικού έλκους.
Συστάσεις : Σε ασθενείς θεραπευόμενους με σαλικυλικά ταυτόχρονα με κορτικοειδή, η δόση των σαλικυλικών πρέπει να τροποποιείται ανάλογα με τα επίπεδά τους στο πλάσμα και την ανταπόκριση. Στους ασθενείς αυτούς, τα κορτικοειδή πρέπει να διακόπτονται με προσοχή γιατί η δόση των σαλικυλικών μπορεί να χρειασθεί να μειωθεί για να αποφευχθεί δηλητηρίαση από σαλικυλικά.
Ριφαπεντίνη
Αλληλεπιδράσεις :
- Η ριφαπεντίνη ενεργοποιεί το κυτόχρωμα P450 3A4 και P450 2C8/9 και μπορεί να αυξήσει τον μεταβολισμό άλλων συγχορηγούμενων φαρμάκων που μεταβολίζονται με τα ένζυμα αυτά. Η δυνητικότητα ενεργοποίησης των ενζύμων από την ριφαπεντίνη μπορεί να είναι μικρότερη από την ριφαμπικίνη, αλλά ισχυρότερη από την ριφαμπουτίνη.
- Η ριφαπεντίνη μπορεί να επιταχύνει τον μεταβολισμό και να μειώσει την δραστηριότητα των κορτικοειδών.
Συστάσεις : Εάν η συγχορήγηση των κορτικοειδών με ριφαπεντίνη είναι απαραίτητη, μπορεί να χρειασθεί τροποποίηση της δόσης των κορτικοειδών.
Υδαντοΐνες
Αλληλεπιδράσεις : Οι υδαντοΐνες μπορεί να μειώσουν την αποτελεσματικότητα των κορτικοειδών.
Μηχανισμός : Η αλληλεπίδραση αυτή φαίνεται ότι οφείλεται σε ενεργοποίηση των μικροσωμικών ηπατικών ενζύμων από τις υδαντοΐνες, η οποία οδηγεί σε αύξηση του ηπατικού μεταβολισμού των κορτικοειδών.
Συστάσεις : Σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή ταυτόχρονα με υδαντοΐνες πρέπει να παρακολουθείται η θεραπευτική ανταπόκριση στα κορτικοειδή και να αυξάνεται, εάν χρειάζεται, η δόση τους.
Φαινυτοΐνη
Αλληλεπιδράσεις : Η φαινυτοΐνη μπορεί να αυξήσει τον μεταβολισμό των στεροειδών ενεργοποιώντας τα ηπατικά ένζυμα και επομένως να μειώσει την θεραπευτική ανταπόκριση στα κορτικοειδή. Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να παρατηρηθεί αρκετές ημέρες μετά την διακοπή της φαινυτοΐνης.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που παίρνουν φαινυτοΐνη μπορεί να χρειασθούν αυξημένες δόσεις κορτικοειδών για να έχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, γι΄αυτό και πρέπει να παρακολουθείται η ανταπόκρισή τους στα κορτικοειδή και να τροποποιείται η δόση των κορτικοειδών ανάλογα.
Χολεστυραμίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η χολεστυραμίνη μπορεί να αναστείλει την γαστρεντερική απορρόφηση της per os χορηγούμενης υδροκορτιζόνης, μειώνοντας τις αναμενόμενες φαρμακολογικές της δράσεις.
Συστάσεις :
- Η χολεστυραμίνη πρέπει να χορηγείται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από τα κορτικοειδή.
- Εάν η ανταπόκριση στην υδροκορτιζόνη στη διάρκεια της ταυτόχρονης θεραπείας με χολεστυραμίνη είναι μικρότερη από την αναμενόμενη, μπορεί να χρειασθεί αύξηση της δόσης του κορτικοειδούς.
- Ασβέστιο
- Κατακράτηση Ι-131
- PBI
- Κάλιο
- Τ4
- Ουρικό οξύ
- Ψευδάργυρος
- Χοληστερόλη
- Κορτιζόλη
- CPK
- Γλυκόζη
- Νάτριο
- Ολικές πρωτεΐνες
- Τριγλυκερίδια
- 17-κετοστεροειδή
- 17-OHCS
- Ασβέστιο
- Γλυκόζη
- Άζωτο
- Κάλιο
- Ουρικό οξύ
- Βιταμίνη C
- Ψευδάργυρος.
19.8.6.2 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
19.8.6.2.1 ΣΤΟΝ ΟΡΟ
Ελάττωση :
Αύξηση :
19.8.6.2.2 ΣΤΑ ΟΥΡΑ
Ελάττωση :
Αύξηση :
19.8.6.3 ΑΛΛΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
- Τα κορτικοειδή μπορεί να αυξήσουν την αποβολή του ασκορβικού οξέος, του ψευδαργύρου και του αζώτου από τα ούρα και επομένως τις ανάγκες του οργανισμού σε πυριδοξίνη, ασκορβικό οξύ, φολικό και βιταμίνη D.
- Τα κορτικοειδή μπορεί να μειώσουν την απορρόφηση του ασβεστίου και του φωσφόρου και να αυξήσουν την αποβολή του καλίου και του ασβεστίου από τα ούρα.
19.8.7 ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
1. ΡΕΥΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ-ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΚΟΛΛΑΓΟΝΟΥ-ΜΑΛΑΚΩΝ ΜΟΡΙΩΝ :
- Αγγειίτιδες (κροταφική αρτηρίτιδα, οζώδης πολυαρτηρίτιδα)
- Αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα
- Γάγγλια
- Δερματομυοσίτιδα/πολυμυοσίτιδα
- Επικονδυλίτιδα
- Κοκκυγοδυνία
- Μικτή νόσος συνδετικού ιστού
- Μυΐτιδα
- Νεανική ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Οξεία και μη ειδική τενοντοϋμενίτιδα
- Οξεία ουρική αρθρίτιδα
- Οξεία ρευματική καρδίτιδα
- Οξεία-υποξεία θυλακίτιδα
- Οστεοαρθρίτιδα (ιδιοπαθής, μετατραυματική)
- Οσφυαλγία/ισχιαλγία
- Ραιβόκρανο
- Ρευματική πολυμυαλγία
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Συνδετικίτιδα
- Σύνδρομο Reiter
- Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος
- Υποτροπιάζουσα πολυχονδρίτιδα
- Χονδρασβέστωση
- Ψωριασική αρθρίτιδα
2. ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Πρωτοπαθής ή δευτεροπαθής φλοιοεπινεφριδιακή ανεπάρκεια (η υδροκορτιζόνη και η κορτιζόνη είναι τα φάρμακα πρώτης εκλογής)
- Συγγενής υπερπλασία των επινεφριδίων
- Μη-πυώδης θυρεοειδίτιδα
- Υπερασβεστιαιμία συνδεόμενη με καρκίνο
3. ΔΕΡΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Πέμφιγα
- Φλυκταινώδης ερπητοειδής δερματίτιδα
- Σοβαρό πολύμορφο ερύθημα (σύνδρομο Stevens-Johnson)
- Αποφολιδωτική δερματίτιδα
- Σπογγοειδής μυκητίαση
- Σοβαρή ψωρίαση
- Σοβαρή σμηγματορροϊκή δερματίτιδα
4. ΑΛΛΕΡΓΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ
- Εποχιακή ή μόνιμη αλλεργική ρινίτιδα
- Βρογχικό άσθμα - ασθματική κατάσταση
- Δερματίτιδα εξ επαφής
- Ατοπική δερματίτιδα
- Ορονοσία
- Φαρμακευτικές αντιδράσεις υπερευαισθησίας
5. ΟΦΘΑΛΜΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Αλλεργική επιπεφυκίτιδα
- Κερατιτίτιδα
- Αλλεργικά περιφερειακά έλκη σκληρού
- Οφθαλμικός έρπητας ζωστήρας
- Ιρίτιδα και ιριδοκυκλίτιδα
- Χοριοαμφιβληστροειδίτιδα
- Φλεγμονή πρόσθιου τμήματος οφθαλμού
- Διάχυτη οπίσθια ραγοειδίτιδα και αμφιβληστροειδίτιδα
- Οπτική νευρίτιδα
- Συμπαθητική οφθαλμία
6. ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ
- Συμπτωματική σαρκοείδωση
- Σύνδρομο Loeffler, μη ανταποκρινόμενο σε άλλα μέτρα
- Βηρυλλίωση
- Κεραυνοβόλος ή γενικευμένη πνευμονική φυματίωση (σε συνδυασμό με την κατάλληλη αντιφυματική θεραπεία)
- Πνευμονίτιδα από εισρόφηση
7. ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Ιδιοπαθής θρομβοπενική πορφύρα (στους ενήλικες)
- Δευτεροπαθής θρομβοπενία (στους ενήλικες)
- Επίκτητη (αυτοάνοση) αιμολυτική αναιμία
- Ερυθροβλαστική αναιμία
- Συγγενής (ερυθροειδής) υποπλαστική αναιμία
8. ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Λευχαιμία και λεμφώματα (στους ενήλικες)
- Οξεία λευχαιμία (σε παιδιά)
9. ΟΙΔΗΜΑΤΩΔΕΙΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ
- Πρόκληση διούρησης ή ύφεσης της πρωτεϊνουρίας σε ασθενείς με ιδιοπαθές ή οφειλόμενο σε ΣΕΛ νεφρωσικό σύνδρομο, χωρίς ουραιμία
10. ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Ελκώδης κολίτιδα
- Ελκωτική πρωκτοκολίτιδα
- Τμηματική εντερίτιδα
- Αφθώδης στοματίτιδα
11. ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟ ΟΙΔΗΜΑ (συνδεόμενο με πρωτοπαθή ή μεταταστατικό όγκο του εγκεφάλου, κρανιοτομία ή κάκωση του κρανίου)
12. ΑΛΛΑ
- Φυματιώδης μηνιγγίτιδα με υπαραχνοειδή ή επικείμενο αποκλεισμό (σε συνδυασμό με την κατάλληλη αντιφυματική αγωγή)
- Τριχίνωση με νευρολογική ή μυοκαρδιακή προσβολή
- Απόρριψη μοσχεύματος
- Υπερευαισθησία στο φάρμακο ή στα συστατικά του
- Ινσουλινο-εξαρτώμενος και μη σακχαρώδης διαβήτης
- Μυοπάθεια
- Γαστρίτιδα
- Οισοφαγίτιδα
- Γαστρικό-12δακτυλικό έλκος
- Ψυχώσεις
- Βαριά μυασθένεια
- Απλός οφθαλμικός έρπητας
- Ενεργός λοίμωξη
- Συστηματικές μυκητιασικές λοιμώξεις
- Λοίμωξη από HIV
- Ενεργός φυματίωση
- Επούλωση τραυμάτων
- Καρδιακά νοσήματα
- Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
- Πρόσφατη εντερική αναστόμωση
- Νεφρική ανεπάρκεια
19.8.8 ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Εκκολπωματίτιδα
- Ηπατική κίρρωση
- Υπερλιπιδαιμία
- Υπέρταση
- Υπερθυρεοειδισμός
- Υποθυρεοειδισμός
- Υπολευκωματιναιμία
- Γλαύκωμα ανοιχτής γωνίας
- Στοματικές ερπητικές αλλοιώσεις
- Οστεοπόρωση
- Ελκώδης κολίτιδα
19.8.9 ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
19.8.9.1 ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ PER OS
Η αρχική δόση κυμαίνεται σε 20-240 mg ημερησίως, ανάλογα με το νόσημα στο οποίο απευθύνεται. Σε ηπιότερες καταστάσεις, μπορούν να χορηγηθούν μικρότερες δόσεις, ενώ σε ορισμένους ασθενείς μπορεί να απαιτηθούν μεγαλύτερες αρχικές δόσεις. Η αρχική δόση πρέπει να συνεχίζεται στο ίδιο ύψος ή να τροποποιείται μέχρις ότου προκύψει ικανοποιητική ανταπόκριση. Εάν, μετά από ένα λογικό χρονικό διάστημα, δεν προκύψει ικανοποιητική κλινική ανταπόκριση, η υδροκορτιζόνη πρέπει να διακόπτεται.
Εφ΄όσον προκύψει ικανοποιητική ανταπόκριση, η κατάλληλη δόση συντήρησης μπορεί να προσδιορισθεί με μείωση της αρχικής δόσης του φαρμάκου σε μικρά ποσά στα κατάλληλα χρονικά διαστήματα, μέχρις ότου επιτευχθεί η μικρότερη δόση η οποία διατηρεί επαρκή κλινική ανταπόκριση.
Καταστάσεις που επιβάλλουν τροποποίηση της δόσης είναι μεταβολές της κλινικής κατάστασης δευτεροπαθώς σε υφέσεις ή εξάρσεις της νόσου, η ικανότητα ανταπόκρισης του ασθενούς στη φαρμακευτική αγωγή και η έκθεσή του σε στρεσσογόνους παράγοντες μη σχετιζόμενους άμεσα με την νοσολογική οντότητα στην οποία τα κορτικοειδή απευθύνονται. Στην τελευταία περίπτωση μπορεί να χρειασθεί αύξηση της δόσης της υδροκορτιζόνης για χρονικό διάστημα ανάλογο με την κατάσταση του ασθενούς.
19.8.9.2 ΠΑΡΕΝΤΕΡΙΚΑ ΧΟΡΗΓΟΥΜΕΝΗ ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ
Το παρεντερικό σκεύασμα εκλογής είναι η νατριοηλεκτρική υδροκορτιζόνη. H νατριοηλεκτρική υδροκορτιζόνη μπορεί να χορηγηθεί με ενδοφλέβια ένεση ή έγχυση ή ενδομυϊκά. Σε επείγουσες καταστάσεις προτιμάται η ενδοφλέβια οδός. Μετά την πάροδο της οξείας φάσης, συνιστάται συνέχιση της αγωγής με κορτικοειδή μακρότερης δράσης ή χορηγούμενα per os.
Γενικά, η θεραπεία με μεγάλες δόσεις κορτικοειδών πρέπει να συνεχίζεται μέχρις ότου η κατάσταση του ασθενούς σταθεροποιηθεί, συνήθως όχι πέραν των 48-72 ωρών. Εάν η θεραπεία με μεγάλες δόσεις υδροκορτιζόνης διαρκέσει πέραν των 72 ωρών, μπορεί να συνοδευθεί από υπερνατριαιμία. Στις περιπτώσεις αυτές, η νατριοηλεκτρική υδροκορτιζόνη μπορεί να αντικατασταθεί από την νατριοηλεκτρική μεθυλπρεδνιζολόνη, η οποία προκαλεί μικρή ή καμμία κατακράτηση νατρίου.
19.8.10 ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
1. ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΛΥΤΩΝ
- Κατακράτηση νατρίου
- Κατακράτηση υγρών
- Απώλεια καλίου
- Υποκαλιαιμική αλκάλωση
2. ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΟΣΚΕΛΕΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Μυϊκή αδυναμία-ατροφία
- Στεροειδική μυοπάθεια
- Οστεοπόρωση-οστεοπορωτικά συμπιεστικά κατάγματα σπονδύλων
- Οστεονέκρωση κεφαλής ισχίου - βραχιονίου
- Παθολογικά κατάγματα μακρών οστών
- Ρήξη τενόντων, ιδιαίτερα του Αχίλλειου
3. ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Πεπτικό έλκος με πιθανή διάτρηση και αιμορραγία
- Διάτρηση λεπτού και παχέος εντέρου (σε ασθενείς με φλεγμονώδεις εντεροπάθειες)
- Παγκρεατίτιδα-λειτουργικές διαταραχές παγκρέατος
- Μετεωρισμός κοιλιάς
- Ναυτία
- Έμετοι
- Ελκωτική οισοφαγίτιδα
4. ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ
- Αύξηση SGOT, SGPT και αλκαλικής φωσφατάσης. Είναι συνήθως ήπια, δεν συνδέεται με κλινικά σύνδρομα και αναστρέφεται με την διακοπή του φαρμάκου.
5. ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ - ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ
- Εξασθένηση επούλωσης τραυμάτων
- Λέπτυνση και ευθραυστότητα δέρματος
- Πετέχειες και εκχυμώσεις
- Ερύθημα
- Αυξημένη εφίδρωση
- Καταστολή αντιδράσεων σε δερματικές δοκιμασίες
- Αλλεργική δερματίτιδα
- Κνίδωση
- Αγγειονευρωτικό οίδημα
6. ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Σπασμοί
- Αύξηση ενδοκρανιακής πίεσης με οίδημα της οπτικής θηλής (εγκεφαλικός ψευδο-όγκος), συνήθως μετά την θεραπεία
- Ίλιγγος
- Κεφαλαλγία
- Ψυχιατρικές διαταραχές
- Διαταραχές συμπεριφοράς και προσωπικότητας
- Νευρικότητα
- Αϋπνία
- Ευφορία
7. ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΝΔΟΚΡΙΝΕΙΣ ΑΔΕΝΕΣ
- Ανωμαλίες εμμηνορρυσίας
- Σύνδρομο Cushing
- Καταστολή ανάπτυξης (στα παιδιά). Αφορά και την γραμμική οστική ανάπτυξη και την σύγκλειση των επιφύσεων και μπορεί να είναι μόνιμη, αν και η σωματική ανάπτυξη συχνά επιταχύνεται μετά την διακοπή των κορτικοειδών
- Δευτεροπαθής έλλειψη ανταπόκρισης στο φλοιό των επινεφριδίων και την υπόφυση, ιδιαίτερα σε καταστάσεις stress (π.χ. τραύμα, χειρουργική επέμβαση ή νόσηση)
- Δυσανεξία στους υδατάνθρακες
- Ενεργοποίηση λανθάνοντα διαβήτη
- Αύξηση απαιτήσεων σε ινσουλίνη ή αντιδιαβητικούς per os παράγοντες (στους διαβητικούς)
- Δασυτριχισμός
8. ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ
- Οπίσθιος υποκάψιος καταρράκτης
- Γλαύκωμα
- Εξόφθαλμος
- Αύξηση ενδοφθάλμιας πίεσης, στο 40% των ασθενών που θεραπεύονται με κορτικοειδή συστηματικά ή με οφθαλμικές ενσταλάξεις. Είναι αναστρέψιμη, αλλά σε ορισμένα γενετικά προδιατεθειμένα άτομα και σε διαβητικούς μπορεί να καταλήξει σε μη αναστρέψιμο γλαύκωμα και τύφλωση
9. ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΕΣ
- Αρνητικό ισοζύγιο αζώτου, οφειλόμενο στον καταβολισμό των πρωτεϊνών
- Υπερλιπιδαιμία
- Αύξηση απέκκρισης ουρικού οξέος, ασβεστίου και φωσφόρου από τα ούρα
- Υπεργλυκαιμία
- Ελάττωση νεφρικής ουδού σακχάρου
10. ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Ρήξη μυοκαρδίου μετά από πρόσφατο μυοκαρδιακό έμφρακτο
- Θρομβοεμβολικά επεισόδια
- Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια (σε επιρρεπείς ασθενείς)
- Υπέρταση
11. ΑΛΛΕΣ
- Υπερευαισθησία
- Απόκτηση βάρους
- Αύξηση όρεξης
- Κακουχία
- Νυκτουρία
- Σάρκωμα Caposi : Έχει αναφερθεί σε ασθενείς θεραπευόμενους μακροχρόνια με κορτικοειδή, αλλά μπορεί να υφεθεί μετά την διακοπή τους.
19.8.11 ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ
Εκδηλώσεις : Η εφάπαξ χορήγηση υπερβολικών δόσεων κορτικοειδών δεν αναμένεται να προκαλέσει οξέα συμπτώματα. Εκδηλώσεις υπερδοσολογίας αναμένονται συνήθως μετά από την επανειλημμένη χορήγηση υψηλών δόσεων κορτικοειδών.
Θεραπεία : Σε περιπτώσεις υπερδοσολογίας από τα κορτικοειδή πρέπει να διατηρείται επαρκής πρόσληψη υγρών και να ελέγχονται οι ηλεκτρολύτες του ορού και των ούρων και ιδιαίτερα η ισορροπία νατρίου και καλίου.
19.8.12 ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΕ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ
Η υδροκορτιζόνη είναι πανομοιότυπη με την ενδογενώς παραγόμενη κορτιζόλη, γι΄ αυτό και ανιχνεύεται με τις ίδιες μεθόδους, και αυξάνει την ποσότητα των μεταβολιτών της κορτιζόλης που απεκκρίνονται από τα ούρα.
19.8.13 ΚΥΗΣΗ
Στα ζώα : Τα κορτικοειδή είναι βέβαιο ότι συνδέονται με εμβρυικές ανωμαλίες, ιδιαίτερα σχισμή της υπερώας.
Στον άνθρωπο : Αν και συνδέονται με σποραδικές περιπτώσεις σχισμών της υπερώας, αναστολής της ανάπτυξης, καταρράκτη, καταστολής των επινεφριδίων και άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες σε παιδιά που εκτέθηκαν σε κορτικοειδή στη διάρκεια της κύησης, δεν φαίνεται να συνοδεύονται από αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης συγγενών εμβρυικών ανωμαλιών, γι' αυτό και μπορούν να χορηγηθούν στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η προεκλαμπτική τοξιναιμία, όπου μπορεί να επιδεινώσουν την κατακράτηση των υγρών και την υπέρταση.
Πάντως, οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας πρέπει να ενημερώνουν τον θεράποντα γιατρό τους εάν θελήσουν να τεκνοποιήσουν ή είναι ήδη έγκυες ενώ θεραπεύονται με κορτικοειδή και βρέφη που εκτέθηκαν σε γλυκοκορτικοειδή στη διάρκεια της κύησης πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή για εκδηλώσεις επινεφριδιακής ανεπάρκειας.
19.8.14 ΓΑΛΟΥΧΙΑ
Φαίνεται ότι τα κορτικοειδή, στις μέτριες δόσεις που συνήθως χρησιμοποιούνται στη θεραπεία των ρευματικών νοσημάτων, είναι ασφαλή στη διάρκεια της γαλουχίας. Πάντως, επειδή δεν έχουν γίνει επαρκείς μελέτες στην αναπαραγωγή σε ανθρώπους θεραπευόμενους με κορτικοειδή, τα γλυκοκορτικοειδή συνιστώνται στη διάρκεια της γαλουχίας μόνον εφ΄όσον το όφελος υπερφαλαγγίζει τους δυνητικούς κινδύνους για το βρέφος.
19.8.15 ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ - ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ
Νεογνά : Τα ενέσιμα σκευάσματα των γλυκοκορτικοειδών που περιέχουν βενζυλική αλκοόλη αντενδείκνυνται στα πρόωρα νεογνά.
Παιδιά : Τα κορτικοειδή πρέπει να αποφεύγονται στη βρεφική-παιδική ηλικία, γιατί μπορεί να προκαλέσουν αναστολή της ανάπτυξης.
Ηλικιωμένοι : Τα κορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται με προσοχή στους ηλικιωμένους, γιατί μπορεί να προκαλέσουν κατακράτηση νατρίου, υπέρταση και οίδημα και να ενεργοποιήσουν λανθάνουσα φυματιώδη εστία.
Κύηση : Το όφελος από την χρήση των κορτικοειδών στη διάρκεια της κύησης ή σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας πρέπει να σταθμίζεται σε σχέση με τους πιθανούς κινδύνους για την μητέρα και το έμβρυο ή το νεογνό.
Γαλουχία : Τα γλυκοκορτικοειδή συνιστώνται στη διάρκεια της γαλουχίας μόνον εφ΄όσον το πιθανό όφελος υπερφαλαγγίζει τους δυνητικούς κινδύνους για το βρέφος.
Εμβολιασμοί : Επειδή τα κορτικοειδή αναστέλλουν την ανοσοαπάντηση, η υδροορτιζόνη μπορεί να προκαλέσει μειωμένη ανταπόκριση στις ανατοξίνες και στα εμβόλια που περιέχουν ζώντες ή αδρανοποιημένους μικρο-οργανισμούς. Ακόμα, τα κορτικοειδή μπορεί να δυνητικοποιήσουν την αναπαραγωγή ορισμένων ζώντων μικρο-οργανισμών που εμπεριέχονται στα ζώντα εξασθενημένα εμβόλια και, σε υπερφυσιολογικές δόσεις, να επιδεινώσουν τις νευρολογικές αντιδράσεις ορισμένων εμβολίων.
Η ανοσοποίηση επιτρέπεται σε ασθενείς θεραπευόμενους με μη ανοσοκατασταλτικές ή με συμπληρωματικές δόσεις κορτικοειδών (π.χ. για νόσο Addison).
Σε ασθενείς θεραπευόμενους με ανοσοκατασταλτικές δόσεις κορτικοειδών, οι εμβολιασμοί με ζώντες ή ζώντες, αλλά εξασθενημένους, ιούς αντενδείκνυνται, γι΄αυτό και δεν πρέπει να εμβολιάζονται κατά της ευλογιάς. Η συνήθης χρήση εμβολίων ή ανατοξινών πρέπει γενικά να αναβάλλεται μέχρις ότου διακοπεί η χορήγηση των κορτικοειδών. Εφ΄όσον είναι απαραίτητος ο εμβολιασμός σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή, μπορεί να χρειασθεί να γίνουν ορολογικές δοκιμασίες για να επιβεβαιωθεί η επάρκεια της ανοσοαπάντησης του ασθενούς και να χορηγηθούν επιπρόσθετες δόσεις εμβολίων ή ανατοξινών.
ΠΡΟΥΠΑΡΧΟΝΤΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΤΑ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙ-ΟΥΝΤΑΙ ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ
- Μη ειδική ελκώδης κολίτιδα
- Εκκολπωματίτιδα
- Πρόσφατη εντερική αναστόμωση
- Ενεργό ή ασυμπτωματικό πεπτικό έλκος
- Νεφρική ανεπάρκεια
- Υπέρταση
- Σπασμοί
- Οστεοπόρωση
- Βαριά μυασθένεια
- Εμφρακτο μυοκαρδίου
- Υποπροθρομβιναιμία
- Κίρρωση
- Υποθυρεοειδισμός
- Λοιμώξεις
- Απλός οφθαλμικός έρπητας
- Ψυχιατρικές διαταραχές
Γαστρεντερικά νοσήματα : Τα κορτικοστεροειδή αντενδείκνυνται σε ασθενείς με πεπτικό έλκος, εκτός εάν πάσχουν από απειλητικές για την ζωή καταστάσεις.
Τα γλυκοκορτικοειδή πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με εκκολπωματίτιδα, μη ειδική ελκώδη κολίτιδα (εάν υπάρχει πιθανότητα επικείμενης διάτρησης, απόστημα ή άλλες πυογενείς λοιμώξεις) ή πρόσφατη εντερική αναστόμωση. Οι εκδηλώσεις περιτοναϊκού ερεθισμού μετά από γαστρεντερική διάτρηση μπορεί να είναι ελάχιστες ή απουσιάζουν σε ασθενείς θεραπευόμενους με γλυκοκορτικοειδή.
Εμφρακτο μυοκαρδίου : Τα κορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται με εξαιρετική προσοχή σε ασθενείς με πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου, γιατί μπορεί να προκαλέσουν ρήξη του τοιχώματος της αριστερής κοιλίας.
Θρομβοεμβολικά νοσήματα : Τα κορτικοειδή πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με θρομβοεμβολικά νοσήματα.
Βαριά μυασθένεια : Τα γλυκοκορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε ασθενείς με βαριά μυασθένεια θεραπευόμενους με αντιχολινεστερασικά φάρμακα.
Οφθαλμικά νοσήματα : Τα κορτικοειδή πιθανώς αντενδείκνυνται σε πάσχοντες από ενεργείς απλές ερπητικές οφθαλμικές λοιμώξεις και δεν συνιστώνται στη θεραπεία της οπτικής νευρίτιδας, γιατί μπορεί να αυξήσουν την συχνότητα των επεισοδίων.
Υποθυρεοειδισμός-κίρρωση : Οι δράσεις των κορτικοειδών μπορεί να αυξηθούν σε ασθενείς με κίρρωση ή υποθυρεοειδισμό.
Ψυχιατρικά νοσήματα : Τα κορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε άτομα με προϋπάρχουσα συναισθηματική αστάθεια, σοβαρή κατάθλιψη ή επιρρέπεια σε ψυχωσικές διαταραχές.
Φαρμακευτική αλλεργία : Τα κορτικοειδή, κυρίως σε παρεντερική χορήγηση, μπορεί σπάναι να προκαλέσουν αναφυλακτικές αντιδράσεις ή αντιδράσεις υπερευαισθησίας, γι΄αυτό και πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό φαρμακευτικής αλλεργίας.
Λοιμώξεις : Τα κορτικοειδή πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με πιθανές ή γνωστές λοιμώξεις, δεδομένου ότι :
- Αυξάνουν την επιρρέπεια στην ανάπτυξη λοιμώξεων
- Μπορεί να επιδεινώσουν την διαδρομή ή την έκβαση των λοιμώξεων, π.χ. να προκαλέσουν διάτρηση σε ασθενείς με απλό οφθαλμικό έρπητα
- Μπορεί να αναζωπυρώσουν λανθάνουσες λοιμώξεις ή να επιδεινώσουν ενδογενείς λοιμώξεις από διάφορους μικρο-οργανισμούς, π.χ. να ενεργοποιήσουν λανθάνουσα αμοιβαδίαση, γι΄αυτό και σε κάθε ασθενή με ανεξήγητη διάρροια πρέπει να αποκλείεται η λανθάνουσα ή ενεργός αμοιβαδική λοίμωξη πριν από την έναρξη της θεραπείας με κορτικοειδή
- Μπορεί να συγκαλύψουν μερικές από τις εκδηλώσεις των λοιμώξεων, να ευνοήσουν την διασπορά του λοιμογόνου μικροοργανισμού και την ανάπτυξη νέων λοιμώξεων, όπως και να μειώσουν την αντίσταση και την δυνατότητα εντόπισης των λοιμώξεων
- Μπορεί να επιδεινώσουν τις συστηματικές μυκητιασικές λοιμώξεις, γι΄αυτό και δεν πρέπει να χορηγούνται εάν εμφανισθούν τέτοιες λοιμώξεις, εκτός εάν χρειάζονται για τον έλεγχο φαρμακευτικών αντιδράσεων που οφείλονται στην αμφοτερικίνη Β. Η ταυτόχρονη χορήγηση της αμφοτερικίνης Β με υδροκορτιζόνη μπορεί να προκαλέσει διόγκωση της καρδιάς και συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
- Μπορεί να υποβοηθήσουν την εγκατάσταση δευτερογενών οφθαλμικών λοιμώξεων από μύκητες ή ιούς
- Μπορεί να αρνητικοποιήσουν ψευδώς την δοκιμασία νιτροκυανού του τετραζολίου για βακτηριδιακές λοιμώξεις.
Η χρήση της υδροκορτιζόνης σε ασθενείς με ενεργό φυματίωση πρέπει να περιορίζεται μόνο σε περιπτώσεις κεραυνοβόλου ή κεγχροειδούς φυματίωσης, σε συνδυασμό με την κατάλληλη αντιφυματική αγωγή. Η κορτικοειδοθεραπεία, εάν είναι απαραίτητη σε ασθενείς με λανθάνουσα φυματίωση ή θετική Mantoux, επιβάλλει στενή παρακολούθηση, γιατί μπορεί να προκαλέσει αναζωπύρωση της φυματιώδους λοίμωξης. Οι ασθενείς αυτοί, εφ΄όσον θεραπεύονται μακροχρόνια με κορτικοειδή, πρέπει να υποβάλλονται σε χημειοπροφύλαξη.
Τα παιδιά που θεραπεύονται με ανοσοκατασταλτικά φάρμακα είναι περισσότερο επιρρεπή σε λοιμώξεις από τα υγιή. Π.χ. η ανεμευλογία και η ιλαρά μπορεί να έχουν βαρύτερη, ακόμα και θανατηφόρα, διαδρομή σε παιδιά θεραπευόμενα με ανοσοκατασταλτικές δόσεις κορτικοειδών.
Παιδιά ή ενήλικες που θεραπεύονται με ανοσοκατασταλτικές δόσεις κορτικοειδών, αλλά δεν έχουν προσβληθεί από ανεμευλογία ή ιλαρά, πρέπει να αποφεύγουν την έκθεση στις λοιμώξεις αυτές και, αν τυχόν εκτεθούν, να συμβουλεύονται τον γιατρό τους. Εάν εκτεθούν στις λοιμώξεις αυτές, μπορεί να χρειασθούν θεραπεία με απλή (IVIG) ή ειδική εναντίον του ιού της ανεμευλογίας – έρπητα ζωστήρα (VZIG) ενδοφλέβια ανοσοσφαιρίνη, ανάλογα με την περίπτωση. Εάν εμφανίσουν ανεμευλογία, μπορεί να χρειασθούν θεραπεία με αντι-ιογενή φάρμακα.
19.8.16 ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
- Τα κορτικοειδή πρέπει να αποφεύγονται σε εγκύους με προεκλαμψία, εκλαμψία ή ενδείξεις βλάβης του πλακούντα
- Τα γλυκοκορτικοειδή, σε μέτριες ή μεγάλες δόσεις, μπορεί να προκαλέσουν κατακράτηση νατρίου και ύδατος με συνεπακόλουθο οίδημα, απώλεια καλίου, υποκαλιαιμική αλκάλωση και υπέρταση, όπως και συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια σε επιρρεπείς ασθενείς.
- Οι αλατοκορτικοειδείς αυτές δράσεις εμφανίζονται συχνότερα σε ασθενείς θεραπευόμενους με μέτριες ή μεγάλες δόσεις υδροκορτιζόνης ή κορτιζόνης, αλλά και συνθετικά γλυκοκορτικοειδή (εκτός από την φθοριοκορτιζόνη), ιδιαίτερα εάν χορηγούνται μακροχρόνια και σε μεγάλες δόσεις.
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτιζόνη ή υδροκορτιζόνη για τις φλεγμονώδεις ή ανοσοκατασταλτικές τους δράσεις, συνιστάται διαιτητικός περιορισμός του άλατος και συμπληρωματική χορήγηση καλίου. Οι ασθενείς που παίρνουν γλυκοκορτικοειδή με ισχυρές αλατοκορτικοειδείς δράσεις πρέπει να αναφέρουν στο γιατρό τους εάν εμφανίσουν οίδημα.
- Η ανεπάρκεια του φλοιού των επινεφριδίων από τα κορτικοειδή μπορεί να μετριασθεί με την προοδευτική μείωση της δόσης του κορτικοειδούς και να επιμείνει αρκετούς μήνες μετά την διακοπή του.
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με κορτικοειδή μπορεί να χρειασθούν επιπρόσθετα αυξημένες δόσεις ταχέως δρώντων κορτικοειδών πριν, στη διάρκεια και μετά από ασυνήθιστους στρεσσογόνους παράγοντες.
- Η σωματική ανάπτυξη των βρεφών και των παιδιών που θεραπεύονται μακροχρόνια με κορτικοειδή πρέπει να παρακολουθείται με προσοχή.
- Τα γλυκοκορτικοειδή αντενδείκνυνται σε ασθενείς με γνωστή υπερευαισθησία στα κορτικοειδή. Η φθοριοκορτιζόνη αντενδείκνυται σ΄όλες τις καταστάσεις, εκτός από εκείνες που απαιτούν ισχυρή αλατοκορτικοειδή δράση.
- Πριν από κάθε χειρουργική επέμβαση οι ασθενείς πρέπει να ενημερώνουν τον γιατρό και τον οδοντίατρό τους ή τον αναισθησιολόγο ότι παίρνουν ή έχουν πάρει πρόσφατα (μέσα σε διάστημα 12 μηνών) κορτικοειδή
- Οι ασθενείς που παίρνουν γλυκοκορτικοειδή πρέπει να αναφέρουν στο γιατρό τους κάθε λοίμωξη ή εκδήλωση ενδεικτική λοίμωξης ή κακώσεις που εμφανίζουν στη διάρκεια της κορτικοειδοθεραπείας ή σε διάστημα 12 μηνών μετά την διακοπή της
- Τα κορτικοειδή, όταν χορηγούνται σε μεγάλες δόσεις, συνιστάται να λαμβάνονται μετά τα γεύματα και ταυτόχρονα με αντιόξινα στα ενδιάμεσα των γευμάτων, ώστε να προληφθεί η ανάπτυξη πεπτικού έλκους
- Ο χρόνος προθρομβίνης πρέπει να ελέγχεται τακτικά σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή και ταυτόχρονα κουμαρινικά αντιπηκτικά, γιατί τα κορτικοειδή μπορεί να τροποποιήσουν την ανταπόκριση στα φάρμακα αυτά.
- Η ασπιρίνη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με υποπροθρομβιναιμία θεραπευόμενους με κορτικοειδή
- Σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια τα επίπεδα των κορτικοειδών στο αίμα, όπως και άλλων φαρμάκων που μεταβολίζονται στο ήπαρ, μπορεί να αυξηθούν.
- Επειδή οι επιπλοκές της κορτικοειδοθεραπείας εξαρτώνται από την δόση του φαρμάκου και την διάρκεια της θεραπείας, σε κάθε περίπτωση πρέπει να σταθμίζεται η σχέση όφελους/κίνδυνο όσον αφορά την δόση και την διάρκεια της θεραπείας και την συχνότητα χορήγησης του φαρμάκου (καθημερινά ή κατά διαστήματα).
- Τα κορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται στη μικρότερη δυνατή δόση για τον έλεγχο του νοσήματος στο οποίο απευθύνονται και, όταν η μείωση της δόσης τους είναι δυνατή, να γίνεται βαθμιαία και όχι απότομα.
19.8.17 ΔΟΣΕΙΣ - ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ
19.8.17.1 ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΟΜΑ
Ενδοκρινικά, χρόνια ρευματικά, αναπνευστικά και γαστρεντερικά νοσήματα, οιδηματώδεις καταστάσεις : 20-40 mg/24ωρο, αυξανόμενη βαθμιαία μέχρι την ελάχιστη δόση που παρέχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Μετά την ύφεση των συμπτωμάτων, η δόση πρέπει να τροποποιείται στο ελάχιστο δυνατό αποτελεσματικό επίπεδο συντήρησης.
Χρόνια πρωτοπαθής φλοιοεπινεφριδιακή ανεπάρκεια :
- Υδροκορτιζόνη 25-50 mg/24ωρο (ή 20-30 mg/m2 επιφάνειας σώματος). Τα 2/3 της δόσης χορηγούνται το πρωί και το υπόλοιπο 1/3, το απόγευμα. π.χ. 20 mg το πρωί και 10 mg αργά το απόγευμα. Το σχήμα αυτό μιμείται τις φυσιολογικές διακυμάνσεις της κορτιζόλης στο πλάσμα στη διάρκεια της νύχτας. Συμπληρωματικά μπορούν να χορηγηθούν 4-6 gr χλωριούχου νατρίου ημερησίως.
- Οξεική φθοριοκορτιζόνη, συμπληρωματικά σε δόση 0.05-0.2 mg/24ωρο.
Υποφυσιογενής φλοιοεπινεφριδιακή ανεπάρκεια : 20-30 mg/ 24ωρο per os (όπως επί χρόνιας πρωτοπαθούς φλοιοεπινεφριδιακής ανεπάρκειας).
Συγγενής υπερπλασία επινεφριδίων : 25-50 mg/24ωρο. Η δόση αυτή αναπληρώνει την κορτιζόλη και καταστέλλει την παραγωγή ανδρογόνων. Το 1/3 της δόσης χορηγείται το πρωί και τα υπόλοιπα 2/3, το απόγευμα. Εναλλακτικά, η υδροκορτιζόνη μπορεί να χορηγηθεί σε 3 διηρημένες δόσεις. Ενίοτε επιβάλλεται συμπληρωματική χορήγηση αλατοκορτικοειδούς.
Οξείες αλλεργικές καταστάσεις, οξέα οφθαλμικά ή ρευματικά νοσήματα : 60-120 mg/ 24ωρο. Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να χρειασθούν μεγαλύτερες δόσεις.
Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, πέμφιγα, συμπτωματική σαρκοείδωση : 60-120 mg/24ωρο. Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να χρειασθούν υψηλότερες δόσεις. Η αρχική δόση, μετά την ύφεση της νόσου, πρέπει να μειώνεται στο χαμηλότερο δυνατό αποτελεσματικό ύψος.
Οξείες, απειλητικές για την ζωή καταστάσεις (οξεία ρευματική καρδίτιδα, έξαρση συστηματικού ερυθηματώδους λύκου, βαριές αλλεργικές αντιδράσεις, πέμφιγα, νεοπλασματικά νοσήματα) : 100-240 mg/24ωρο, κατανεμημένη σε 4 τουλάχιστον διηρημένες δόσεις. Μετά την βελτίωση των συμπτωμάτων, η δόση της υδροκορτιζόνης πρέπει να μειώνεται.
Ορισμένες περιπτώσεις οξείας λευχαιμίας, νεφρωσικού συνδρόμου, πέμφιγας : 90 mg/24ωρο.
Οδοντικές φλεγμονές, μετεγχειρητικές καταστάσεις : 20-40 mg 3 φορές ημερησίως.
19.8.17.2 ΠΑΡΕΝΤΕΡΙΚΗ ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ
Οξεία φλοιοεπινεφριδιακή ανεπάρκεια : Νατριοηλεκτρική υδροκορτιζόνη ή 100 mg φωσφορικής υδροκορτιζόνης ενδοφλέβια κάθε 8 ώρες
Ασθματική κατάσταση : Νατριοηλεκτρική ή φωσφορική υδροκορτιζόνη 100-200 mg/6ωρο ενδοφλέβια. Εφ΄ όσον προκύψει βελτίωση, μπορεί να χορηγηθεί πρεδνιζολόνη per os και να διακοπεί η ενδοφλέβια χορηγούμενη υδροκορτιζόνη.
Βαριά καταπληξία : Νατριοηλεκτρική υδροκορτιζόνη 50 mg/kg/24ωρο ενδοφλέβια.
Απειλητικές για την ζωή αλλεργικές και αναφυλακτικές αντιδράσεις : Νατριοηλεκτρική ή φωσφορική υδροκορτιζόνη 100-500 mg/6ωρο ενδοφλέβια
Απόρριψη μοσχεύματος : Νατριοηλεκτρική υδροκορτιζόνη 0.5-1 gr/8ωρο ενδοφλέβια. Προτιμώνται συνήθως η πρεδνιζολόνη και η μεθυλπρεδνιζολόνη, αν και βραχυπρόθεσμα δεν φαίνεται να πλεονεκτούν της υδροκορτιζόνης.
Απειλητικές για την ζωή περιπτώσεις ΣΕΛ : Νατριοηλεκτρική υδροκορτιζόνη 100-500 mg/8ωρο ενδοφλέβια, αν και συνήθως προτιμάται η per os χορηγούμενη πρεδνιζολόνη.
Σοβαρό πολύμορφο ερύθημα : Νατριοηλεκτρική υδροκορτιζόνη 100-500 mg ενδοφλέβια κάθε 8 ώρες.
Υπερασβεστιαιμία : Η υδροκορτιζόνη μπορεί να μειώσει τα επίπεδα του ασβεστίου σε ασθενείς με υπερασβεστιαιμία οφειλόμενη σε σαρκοείδωση, δηλητηρίαση με βιταμίνη D και κακοήθη νοσήματα και λιγότερο σε υπερπαραθυρεοειδισμό.
19.8.17.3 ΤΟΠΙΚΗ - ΕΝΔΑΡΘΡΙΚΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ
Ελκη στόματος : Δισκία υδροκορτιζόνης 2.5 mg διαλυόμενα βραδέως στην περιοχή του έλκους.
Ελκωτική πρωκτοκολίτιδα : Οξεική υδροκορτιζόνη μέσω του ορθού, 1-2 φορές ημερησίως. Μέσω της οδού αυτής, η υδροκορτιζόνη μπορεί να απορροφηθεί σε μεγάλο ποσοστό (40%). Η απορρόφησή της μπορεί να περιορισθεί με την χρήση μετασουλφοβενζοϊκής πρεδνιζολόνης (Pred-enema).
Περινεϊκό τραύμα : Ο πόνος και οι ενοχλήσεις μετά από περινεοτομία μπορεί να ανακουφισθούν με την τοπική εφαρμογή οξεικής υδροκορτιζόνης κάθε 6 ώρες.
Φλεγμονές αρθρώσεων-μαλακών μορίων (ρευματοειδής αρθρίτιδα, οστεοαρθρίτιδα, τενοντίτιδες, θυλακίτιδες) : Οξεική υδροκορτιζόνη 5-50 mg ενδαρθρικά ή μέσα στα μαλακά μόρια. Στις φλεγμονές των μαλακών μορίων μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί νατριοηλεκτρική ή φωσφορική υδροκορτιζόνη. Στην ενδαρθρική χορήγηση, η δόση προσδιορίζεται με βάση το μέγεθος της άρθρωσης. Η υδροκορτιζόνη απομακρύνεται από τις αρθρώσεις κατά 97% μετά από 3 ώρες, ενώ η οξεική υδροκορτιζόνη, βραδύτερα, γι΄ αυτό και είναι το σκεύασμα εκλογής για ενδαρθρικές εγχύσεις.
19.8.18 ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ
Εμπορική ονομασία |
Μορφές-περιεκτικότητες |
Κατασκευαστής |
Cortiphenol-H |
Pomm. Ophth. 4 gr |
THEODORIDIS |
Daktodor |
Cream 15 gr x (1+2)% |
JANSSEN-CILAG AEBE |
Filocot |
Cream 20 gr x 1% |
ΦΑΡΜΑΛΕΞ ΑΕΒΕ |
Hydrocortisone |
Tabl. 30 x 20 mg |
ΙΦΕΤ |
Ichthocortex |
Cream 17 gr |
ERFAR |
Mutracort |
Gel 30 gr x 1% |
LAVIPHARM A.E. |
Proctosedyl-N |
Pomm. 3 x 2 gr |
HOECHST-MARION ROUSSEL ΑΒΕΕ |
Rolak |
Amp. 1 x 2 ml x 100 mg |
ΑΝΦΑΡΜ ΕΛΛΑΣ ΑΕ |
|
Amp. 1 x 2 ml x 250 mg |
|
|
Amp. 1 x 4 ml x 500 mg |
|
Solu-Cortef |
Inj. Lyoph. 4 ml x 500 mg |
PHARMACIA & UPJOHN A.E. |
|
Inj. Lyoph. 2 ml x 250 mg |
|
|
Inj. Lyoph. 2 ml x 100 mg |
|
Terra-Cortril |
Pomm. 15 gr |
PFIZER HELLAS Α.Ε |
|
Topical Spray 30 ml |
|
Xyloproct |
Pomm. 20 gr |
ASTRA HELLAS AE |
19.8.19 ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ
19.8.19.1 ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ
Δισκία : Κάθε δισκίο περιέχει 5, 10 ή 20 mg υδροκορτιζόνης, στεαρικό ασβέστιο, άμυλο αραβοσίτου, λακτόζη, ορυκτέλαιο, σορβικό οξύ και σουκρόζη.
Κρέμα 1% : Περιέχει υδροκορτιζόνη 1%, στεαρυλ- και κετυλ-αλκοόλη, ισοπροπυλ-παλμιτικό άλας, άνυδρο κιτρικό οξύ, πολυοξυλ-40 στεαρικό άλας, αποξηραμένο διβασικό φωσφορικό νάτριο, προπυλενογλυκόλη, ύδωρ και βενζυλική αλκόλη (σαν συντηρητικό).
Κρέμα 2.5% : Περιέχει υδροκορτιζόνη 2.5%, βενζυλική αλκοόλη, βαζελίνη, στεαρυλ-αλκοόλη, προπυλενογλυκόλη, ισοπροπυλ-μυριστικό άλας, πολυοξυλ-40 στεαρικό άλας, carbomer 934, θειικό λαουρυλ-νάτριο, διθειώδες EDTA, υδροξείδιο του νατρίου για τροποποίηση του pH και καθαρμένο ύδωρ.
19.8.19.2 ΟΞΕΙΚΗ ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ
Κρέμα : Περιέχει οξεική υδροκορτιζόνη 1%, κιτρικό οξύ, γλυκερυλ-στεαρικό άλας, ιμιδουρία, μεθυλ- και προπυλ-παραμπένη, ορυκτέλαιο, στεαρικό PEG-100, πολυσορβάτη 60, προπυλενογλυκόλη, καθαρμένο ύδωρ, κιτρικό νάτριο, μονοστεαρική σορβιτάνη και λευκή βαζελίνη.
Υπόθετα : Κάθε υπόθετο περιέχει 25 ή 30 mg οξεικής υδροκορτιζόνης σε βάση από υδρογονοποιημένα φυτικά έλαια.
Εναιώρημα : Κάθε ml περιέχει 25 ή 50 mg οξεικής υδροκορτιζόνης, 9 mg χλωριούχου νατρίου, 4 mg πολυσορβάτης 80, 5 mg καρβοξυμεθυλκυτταρίνης , 1 ml ενέσιμου ύδατος και 9 mg βενζυλικής αλκοόλης (σαν συντηρητικό).
Φύραμα : Κάθε gr περιέχει 5 mg (0.5%) οξεικής υδροκορτιζόνης, πεκτίνη, ζελατίνη και καρβοξυμεθυλκυτταρίνη.
Αφρός : Περιέχει 10% οξεικής υδροκορτιζόνης/20 gr αφρού, προπυλενογλυκόλη, κηρό, πολυοξυαιθυλενο-10-στεαρυλ-αιθέρα, κετυλ-αλκοόλη, μεθυλ- και προπυλ- παραμπένη, τρολαμίνη, καθαρμένο ύδωρ, διχλωροδιφθοριομεθάνιο και διχλωροτετραφθοριοαιθάνιο.
19.8.19.3 ΒΟΥΤΕΠΡΙΚΗ ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ
Κρέμα : Κάθε gr κρέμας 0.1% περιέχει 1 mg οξεικής υδροκορτιζόνης, προπυλενογλυκόλη, λευκή βαζελίνη, ορυκτέλαιο, στεαρυλ-αλκοόλη, πολυσορβάτη 60, μονοστεαρική σορβιτάνη, μονοστεαρικό γλυκερύλιο, στεαρικό PEG-20, στεαρικό γλυκερύλιο SE, μεθυλ- και βουτυλ- παραμπένη, άνυδρο κιτρικό οξύ, άνυδρο κιτρικό νάτριο και καθαρμένο ύδωρ.
19.8.19.4 ΚΥΠΙΟΝΙΚΗ ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ
Εναιώρημα : Περιέχει 13.4 mg κυπιονικής υδροκορτιζόνης (ισοδύναμης με 10 mg υδροκορτιζόνης)/5 ml, βενζοϊκό και κιτρικό οξύ, FD&C yellow 6, αρωματικές ουσίες, γλυκερίνη, μεθυλ- και προπυλ-παραμπένη, σουκρόζη και καθαρμένο ύδωρ. Εχει pH 2.8-3.2.
19.8.19.5 ΝΑΤΡΙΟΥΧΟΣ ΦΩΣΦΟΡΙΚΗ ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ
Η νατριούχος φωσφορική υδροκορτιζόνη είναι στείρο διάλυμα με pH 7.5-8.5 για ενδοφλέβια, ενδομυική και υποδόρια χορήγηση. Κάθε ml του διαλύματος περιέχει νατριούχο φωσφορική υδροκορτιζόνη ισοδύναμη με 50 mg υδροκορτιζόνης, 8 mg κρεατινίνης, 10 mg κιτρικού νατρίου, υδροξείδιο του νατρίου για την τροποποίηση του pH, 1 ml ενέσιμου ύδατος, 3.2 mg διθειώδους νατρίου, 1.5 mg μεθυλ-παραμπένης και 0.2 mg προπυλ-παραμπένης σαν συντηρητικά.
19.8.19.6 ΝΑΤΡΙΟΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ
Η νατριοηλεκτρική υδροκορτιζόνη διατίθεται για ενδοφλέβια ή ενδομυική χορήγηση.
Φιαλίδια 100 mg : Κάθε φιαλίδιο περιέχει νατριοηλεκτρική υδροκορτιζόνη ισοδύναμη με 100 mg υδροκορτιζόνης, 0.8 mg άνυδρου μονοβασικού φωσφορικού νατρίου και 8.73 mg αποξηραμένου διβασικού φωσφορικού νατρίου (βλ. ΠΙΝΑΚΑ 34).
ΠΙΝΑΚΑΣ 34 Solu-Cortef Act-O-Vial (φιαλίδιο εφάπαξ δόσης) |
||||
Σκεύασμα |
100 mg |
250 mg |
500 mg |
1.000 mg |
|
Περιεκτικότητα ανά 2 ml (μετά την ανάμιξη)
|
Περιεκτικότητα ανά 2 ml (μετά την ανάμιξη) |
Περιεκτικότητα ανά 4 ml (μετά την ανάμιξη) |
Περιεκτικότητα ανά 8 ml (μετά την ανάμιξη) |
Νατριοηλεκτρική υδρο- κορτιζόνη |
Ισοδύναμη με 100 mg υδρο- κορτιζόνης |
Ισοδύναμη με 250 mg υδρο- κορτιζόνης |
Ισοδύναμη με 500 mg υδρο- κορτιζόνης |
Ισοδύναμη με 1000 mg υδρο- κορτιζόνης |
Ανυδρo μονοβασικό φωσφορικό νάτριο |
0.8 mg |
2 mg |
4 mg |
8 mg |
Αποξηραμένο διβασικό φωσφορικό νάτριο |
8.76 mg |
21.8 mg |
44 mg |
87.32 mg |
Βενζυλική αλκοόλη (σαν συντηρητικό) |
18.1 mg |
16.4 mg |
33.4 mg |
66.9 mg |
Εάν χρειάζεται, το pH κάθε μορφής τροποποιείται με υδροξείδιο του νατρίου, ώστε το pH του ανασυσταθέντος διαλύματος να κυμαίνεται από 7-8.
19.8.19.7 ΒΑΛΕΡΙΑΝΙΚΗ ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ
Κρέμα : Κάθε gr κρέμας περιέχει 2 mg βαλεριανικής υδροκορτιζόνης σε υδρόφιλη βάση από λευκή βαζελίνη, στεαρυλ-αλκοόλη, προπυλενογλυκόλη, amphoteric-9, carbomer 940, φωσφορικό νάτριο, θειικό λαουρυλ-νάτριο, σορβικό οξύ και ύδωρ.
Αλοιφή : Κάθε gr αλοιφής περιέχει 2 mg βαλεριανικής υδροκορτιζόνης σε υδρόφιλη βάση από λευκή βαζελίνη, στεαρυλ-αλκοόλη, προπυλενογλυκόλη, σορβικό οξύ, θειικό λαουρυλ-νάτριο, carbomer 934, φωσφορικό νάτριο, ορυκτέλαιο, steareth-2, steareth-100 και ύδωρ.
19.8.19.8 ΒΟΥΤΥΡΙΚΗ ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ
Κρέμα : Κάθε gr κρέμας περιέχει 1 mg βουτυρικής υδροκορτιζόνης σε υδρόφιλη βάση από σετεαρυλ-αλκόλη, ceteth-20, ορυκτέλαιο, λευκή βαζελίνη, κιτρικό οξύ, προπυλ- και βουτυλ- παραμπένη και καθαρμένο ύδωρ.
Αλοιφή : Κάθε gr αλοιφής περιέχει 1 mg βουτυρικής υδροκορτιζόνης σε βάση από ορυκτέλαιο και πολυαιθυλένιο.
Διάλυμα : Κάθε ml του διαλύματος περιέχει 1 mg βουτυρικής υδροκορτιζόνης σε έκδοχο από ισοπροπυλική αλκοόλη (50%), γλυκερίνη, ποβιδόνη, κιτρικό οξύ, κιτρικό νάτριο και καθαρμένο ύδωρ.
ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗΣ
Η υδροκορτιζόνη (και η κορτιζόνη) είναι συνήθως το κορτικοειδές εκλογής για θεραπεία αναπλήρωσης σε ασθενείς με φλοιοεπινεφριδιακή ανεπάρκεια, δεδομένου ότι έχει και γλυκοκορτικοειδείς και αλατοκορτικοειδείς ιδιότητες. Για αντιφλεγμονώδεις ή ανοσοκατασταλτικές χρήσεις (όπως π.χ. στα ρευματικά νοσήματα) προτιμώνται τα συνθετικά γλυκοκορτικοειδή, τα οποία έχουν ελάχιστη αλατοκορτικοειδή δραστηριότητα.
17.9 ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ
Η μεθυλπρεδνιζολόνη ανήκει στα γλυκοκορτικοειδή. Ο υδατοδιαλυτός νατριοηλεκτρικός εστέρας της μεθυλπρεδνιζολόνης χρησιμοποιείται ευρέως στη θεραπεία των ρευματικών νοσημάτων.
ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΑ ΠΡΑΞΗ
- Μεθυλπρεδνιζολόνη (Methylprednisolone)
- Οξεική μεθυλπρεδνιζολόνη (Methylprednisolone acetate)
- Νατριοηλεκτρική μεθυλπρεδνιζολόνη (Methylprednisolone sodium succinate)
19.9.1 ΧΗΜΕΙΑ
19.9.1.1 Μεθυλπρεδνιζολόνη (Methylprednisolone)
Χημικό όνομα : 11β, 17, 21-trihydroxy-6α-methyl-1, 4-pregnadiene-3, 20-dione
Μοριακός τύπος : C22H30O5
ΕΙΚΟΝΑ 99 : Συντακτικός τύπος μεθυλπρεδνιζολόνης
Περιγραφή : Η μεθυλπρεδνιζολόνη είναι λευκή, άοσμη, κρυσταλλική σκόνη, πολύ διαλυτή στο οινόπνευμα, την διοξάνη και την μεθανόλη, ελαφρά διαλυτή στην ακετόνη και το χλωροφόρμιο και πολύ διαλυτή στον αιθέρα, αλλά πρακτικά αδιάλυτη στο ύδωρ. Εχει μοριακό βάρος 374.48 και σημείο τήξης 238ο. 40 mg μεθυλπρεδνιζολόνης ισοδυναμούν με 53 mg νατριοηλεκτρικής μεθυλπρεδνιζολόνης.
19.9.1.2 Οξεική μεθυλπρεδνιζολόνη (Methylprednisolone acetate)
Χημικό όνομα : 11β, 17α, 21-trihydroxy–6α-methylpregna-1, 4-diene-3, 20-dione 21-acetate
Μοριακός τύπος : C24 H32 O6
ΕΙΚΟΝΑ 100 : Συντακτικός τύπος οξεικής μεθυλπρεδνιζολόνης
Περιγραφή : Η οξεική μεθυλπρεδνιζολόνη (6-μεθυλ παράγωγο της πρεδνιζολόνης) είναι λευκή ή πρακτικά λευκή, άοσμη, κρυσταλλική σκόνη, διαλυτή στην διοξάνη, πολύ διαλυτή στην ακετόνη, το οινόπνευμα, το χλωροφόρμιο και την μεθανόλη και ελαφρά διαλυτή στον αιθέρα, αλλά πρακτικά αδιάλυτη στο ύδωρ. Εχει μοριακό βάρος 416.51 και σημείο τήξης 215ο.
Στη διάρκεια της παρασκευής του στείρου εναιωρήματος της οξεικής μεθυλπρεδνιζολόνης μπορεί να προστεθεί υδροχλωρικό οξύ ή/και υδροξείδιο του νατρίου, ώστε το pH να τροποποιηθεί σε 3.5-7.
Το εναιώρημα της οξεικής μεθυλπρεδνιζολόνης χρησιμοποιείται για ενδομυική ή ενδοϋμενική χορήγηση ή τοπική ένεση μέσα σε μαλακά μόρια ή δερματικές αλλοιώσεις.
19.9.1.3 Νατριοηλεκτρική μεθυλπρεδνιζολόνη (Methylprednisolone sodium succinate)
Χημικό όνομα : 11β, 17, 21-trihydroxy–6α-methyl-1, 4-pregnadiene-3, 20-dione-21-sodium succinate
Μοριακός τύπος : C26H33NaO8
ΕΙΚΟΝΑ 101 : Συντακτικός τύπος νατριοηλεκτρικής μεθυλπρεδνιζολόνης
Περιγραφή : Η νατριοηλεκτρική μεθυλπρεδνιζολόνη είναι λευκή ή σχεδόν λευκή, άοσμη, υγροσκοπική, άμορφη ουσία. Είναι πολύ διαλυτή στο ύδωρ και το οινόπνευμα, αδιάλυτη στο χλωροφόρμιο και πολύ λίγο διαλυτή στην ακετόνη. Λόγω της μεγάλης υδατοδιαλυτότητάς της, μπορεί να προστεθεί σε μικρό όγκο διαλυτικού μέσου και είναι ειδικά κατάλληλη για ενδοφλέβια χρήση σε καταστάσεις όπου απαιτούνται ταχέως υψηλά επίπεδα μεθυλπρεδνιζολόνης στο αίμα. Η νατριοηλεκτρική μεθυλπρεδνιζολόνη χορηγείται ενδομυικά ή ενδοφλέβια. Χημικά σχετίζεται με την μεθυλπρεδνιζολόνη, την οξεική μεθυλπρεδνιζολόνη και την ημισουκκινική μεθυλπρεδνιζολόνη. Εχει μοριακό βάρος 496.5 και σημείο τήξης >300ο.
19.9.2 ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ
Η μεθυλπρεδνιζολόνη είναι ένα ισχυρό αντιφλεγμονώδες στεροειδές. Έχει μεγαλύτερη αντιφλεγμονώδη ισχύ και ακόμα μικρότερη τάση κατακράτησης νατρίου και ύδατος από την πρεδνιζολόνη. Συγκριτικά με την κορτιζόλη, έχει 4-5 φορές μεγαλύτερη γλυκοκορτικοειδή δραστηριότητα ανά μονάδα βάρους.
Όπως και άλλα γλυκοκορτικοειδή, η μεθυλπρεδνιζολόνη συνδέεται με έναν ενδοκυτταροπλασματικό υποδοχέα. Ο υποδοχέας αυτός είναι μία κλωνοποιημένη πρωτείνη 95 kDa, η οποία υπάρχει στα περισσότερα κύτταρα του σώματος (Disterhorst CW, 1989). Το σύμπλοκο στεροειδούς - υποδοχέα παρεκτοπίζεται στον πυρήνα, όπου συνδέεται με το DNA και τροποποιεί την μεταγραφή των γονιδίων σε μεγάλο αριθμό πρωτεινών. Ο βαθμός σύνθεσης ορισμένων πρωτεινών, όπως η λιπομοντουλίνη, αυξάνεται, ενώ άλλων, όπως το κολλαγόνο, μειώνεται.
Η μεθυλπρεδνιζολόνη έχει μέτρια γλυκοκορτικοειδή και ήπια αλατοκορτικοειδή δράση. Σε δόσεις 16-96 mg/24ωρο, έχει παρόμοιες αντιφλεγμονώδεις και ανοσοτροποποιητικές δράσεις με λίγο μικρότερες δόσεις πρεδνιζολόνης. Εχει το μεγάλο πλεονέκτημα ότι μπορεί να χορηγηθεί παρεντερικά σε πολύ μεγάλες δόσεις σε επείγουσες καταστάσεις χαρακτηριζόμενες από μεγάλη θνησιμότητα/θνητότητα και σχετική έλλειψη αποτελεσματικότητας στις συμβατικές θεραπείες.
Μετά από την per os χορήγησή της έχει μεγάλη συστηματική βιοδιαθεσιμότητα, γι΄αυτό και μπορεί να χορηγηθεί παρεντερικά σε μεγάλες δόσεις κυρίως σε ασθενείς που δεν μπορούν να πάρουν το φάρμακο per os ή όταν είναι επιθυμητή ταχύτερη έναρξη δράσης. Η διαφορά στην έναρξη της δράσης μεταξύ της χορηγούμενης per os δόσης συγκριτικά με την παρεντερική δεν υπερβαίνει τις 1.75 ώρες (ο χρόνος που απαιτείται για να φθάσει σε μέγιστες συγκεντρώσεις μετά από την χορήγηση μιας δόσης per os) σε διάστημα αρκετών ωρών, εκτός εάν πολύ μεγάλες δόσεις (ώσεις) έχουν διαφορετικές φαρμακολογικές δράσεις.
Η νατριοηλεκτρική μεθυλπρεδνιζολόνη έχει τις ίδιες μεταβολικές και αντιφλεγμονώδεις δράσεις με την μεθυλπρεδνιζολόνη. Χορηγούμενη παρεντερικά και σε ισομοριακές ποσότητες έχει παρόμοια βιολογική δραστηριότητα με αυτήν. Μετά από ενδοφλέβια χορήγηση, η σχετική δυνητικότητα της νατριοηλεκτρικής μεθυλπρεδνιζολόνης και της νατριοηλεκτρικής υδροκορτιζόνης είναι τουλάχιστον 4/1, όπως φαίνεται από την ελάττωση του αριθμού των ηωσινοφίλων. Η συσχέτιση αυτή συμβαδίζει με την σχετική δυνητικότητα της μεθυλπρεδνιζολόνης και της per os χορηγούμενης υδροκορτιζόνης.
ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ-ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΡΑΣΗΣ
- Αναστέλλει την φωσφολιπάση Α2 αυξάνοντας την παραγωγή λιπομοντουλίνης, με αποτέλεσμα ελάττωση της παραγωγής ελεύθερου αραχιδονικού οξέος και επομένως προσταγλανδινών και λευκοτριενών
- Μειώνει την παραγωγή των διαλυτών μεσολαβητών της φλεγμονής, όπως η IL-1
- Μειώνει την δυνατότητα αποκοκκίωσης των μαστοκυττάρων
- Μειώνει απότομα τον αριθμό των κυκλοφορούντων λεμφοκυττάρων, κυρίως των Τ- λεμφοκυττάρων. Σε μικρότερες δόσεις, μειώνεται ο αριθμός των Τ- βοηθητικών και, σε μεγαλύτερες, των Τ-κυτταροτοξικών κυττάρων.
- Μειώνει την μάζα του λεμφικού ιστού, σε μακροχρόνια χορήγηση
- Αναστέλλει τις χημειοτακτικές απαντήσεις στα μακροφάγα, αλλ΄όχι στα ουδετερόφιλα
- Μειώνει την σύνθεση του κολλαγόνου και άλλων δομικών πρωτεινών, οδηγώντας σε λέπτυνση του δέρματος, οστεοπόρωση, μυοπάθεια, κ. ά.
- Καταστέλλει την έκκριση ACTH, με αναστολή της παραγωγής ενδογενούς κορτιζόλης και, σε μακροχρόνια χορήγηση, μερική ατροφία του φλοιού των επινεφριδίων
- Μειώνει την ανοχή στη γλυκόζη και αυξάνει το σάκχαρο του αίματος
- Προκαλεί κατακράτηση υγρών και υπέρταση, σε ορισμένα ζώα (π.χ. αρουραίους) και σε μεγάλες δόσεις, όχι όμως σε άλλα (π.χ. σκύλους και πρόβατα)
- Δεν επηρεάζει σημαντικά, σε δόσεις 2 mg/kg-1, την σπειραματονεφρίτιδα την προκαλούμενη από αντισώματα έναντι της βασικής μεμβράνης των σπειραμάτων, σε κουνέλια
- Προκαλεί έξαρση της πνευμονικής βλάβης της προκαλούμενης από βουτυλιωμένη υδροξυτολουένη, χορηγούμενη σε ποντικούς σε δόσεις 30 mg/kg-1, 2 φορές ημερησίως (Kehrer JP et al, 1984). Πάντως, χορηγούμενη ενδοφλέβια σε κουνέλια σε δόση 40 mg/kg-1 σε διάστημα 10 λεπτών, προφυλάσσει μερικά από την υπόταση και την αυξημένη παραγωγή προστακυκλίνης την προκαλούμενη από την ενδοτοξίνη (Bult H et al, 1985).
19.9.3 ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ
- Τα κορτικοειδή μπορεί να προκαλέσουν μείωση του βάρους των επινεφριδίων, ηπατικές αλλοιώσεις, συμπύκνωση του πνεύμονα και γαστρεντερικές διαταραχές, σε ποντικούς και αρουραίους
- Μπορεί να προκαλέσουν σχισμή του χείλους και της υπερώας, στα ζώα και τον άνθρωπο
- Δεν φαίνεται να έχουν καρκινογόνο δράση στον άνθρωπο, αν και συνδέονται με κακοήθη νοσήματα σε μακροχρόνια ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς.
- Δεν έχουν μεταλλαξιογόνο δράση.
19.9.4 ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ
Η νατριοηλεκτρική μεθυλπρεδνιζολόνη είναι προφάρμακο υδρολυόμενο ταχέως in vivo σε μεθυλπρεδνιζολόνη, με t(1/2) περίπου 1.4 min. Σε δόσεις 1 mg/kg-1, ο t(1/2) της αποβολής ανέρχεται σε 1.1-3.1 ώρες, και ο όγκος κατανομής, σε 1.0-1.5 l/kg-1. Σε μεγαλύτερες δόσεις (10 mg/kg-1) έχει μεγαλύτερο t(1/2) αποβολής (3.6 ώρες) (Szefler SJ et al, 1986).
Μετά από ενδοφλέβια χορήγησή της, φθάνει αμέσως σε μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα, ενώ μετά από ενδομυική, καθυστερεί περίπου 2 ώρες και, μετά από per os, μετά από 1-2 ώρες. Μετά την per os χορήγησή της έχει μεγάλη συστηματική βιοδιαθεσιμότητα (80-99%) (Deren-dorf H et al, 1987; Derendorf H et al, 1988). Η κάθαρσ’η της στο πλάσμα ανέρχεται σε 6.5 ml/min-1.kg-1 και δεν εξαρτάται από την δόση μεταξύ 10-3.000 mg (Kitagawa H et al, 1977; Ebling WF et al, 1986; Al-Habet SMH and Rogers HJ, 1989).
Η μεθυλπρεδνιζολόνη, 15΄μετά την χορήγησή της, κατανέμεται ευρέως στο σώμα και εισέρχεται σε όλα σχεδόν τα όργανα, αν και οι συγκεντρώσεις της στον εγκέφαλο είναι χαμηλότερες απ΄ ό, τι σε άλλα όργανα, όπως το ήπαρ και οι νεφροί (Kitagawa H et al, 1977). Συνδέεται κατά 77% με τις πρωτείνες του πλάσματος, αλλά σε μικρό μόνο βαθμό με την τρανσκορτίνη (Ebling WF et al, 1986). Απομακρύνεται με την αιμοδιύλιση, με μέσο ρυθμό ανταλλαγή διαλυτών μορίων 18.4 ± 6.1 ml.min. Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια δεν αθροίζεται. Τα διάφορα νοσήματα, εκτός από την σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια, δεν επηρεάζουν την κινητική και δεν επιβάλλουν τροποποίηση της δόσης της μεθυλπρεδνιζολόνης (Tornatore KM et al, 1989; Kong AN et al, 1990).
Η νατριοηλεκτρική μεθυλπρεδνιζολόνη είναι προφάρμακο, υδρολυόμενο βραδύτατα in vitro (πάνω από 7 ημέρες), αλλά ταχύτατα in vivo (4.5΄) σε ελεύθερη μεθυλπρεδνιζολόνη. Μετά από ενδοφλέβια χορήγηση μεγάλων δόσεων, έως 10% του μη υδρολυθέντος φαρμάκου αποβάλλεται από τα ούρα (Al-Habet SMH and Rogers HJ, 1989). Όταν χορηγείται από άλλες οδούς, στα ούρα απεκκρίνεται πολύ μικρή ποσότητα της ημισουκκινικής μεθυλπρεδνιζολόνης και 2-5% της δόσης με την μορφή μεταβολισμένης μεθυλπρεδνιζολόνης.
Στους καρκινοπαθείς, το 20% της ραδιοσημασμένης μεθυλπρεδνιζολόνης απεκκρίνεται μέσω της χολής (Launwhite WR and Sanberg AA, 1961). Η μεθυλπρεδνιζολόνη διαφέρει από την πρεδνιζολόνη μόνο από την παρουσία της 6-α μεθυλομάδας στον δακτύλιο Α.
Η μεθυλπρεδνιζολόνη υφίσταται αναγωγή της C-20 κετο-λειτουργίας και οξείδωση του C-11. Το ένζυμο 20β-υδροξυστεροειδική αφυδρογονάση υπάρχει στο ήπαρ και τους νεφρούς, αποδίδοντας 20α-υδροξυ- 6α-μεθυλπρεδνιζολόνη, η οποία στη συνέχεια συνδέεται. Το ένζυμο 11β-υδροξυστεροειδική αφυδρογονάση, το οποίο ανευρίσκεται στο ήπαρ, τους νεφρούς, τους πνεύμονες, τους μυς και τον πλακούντα (Bush IE et al, 1968), αποδίδει μεθυλπρεδνιζολόνη. Η δράση αυτή είναι αναστρέψιμη, αν και στον άνθρωπο οι συγκεντρώσεις της μεθυλπρεδνιζολόνης στο πλάσμα ανέρχονται μόνο στο 1/10 περίπου της μητρικής ένωσης.
Στον άνθρωπο, οι κύριοι, αλλ΄ανενεργείς, μεταβολίτες της μεθυλπρεδνιζολόνης στο πλάσμα είναι η 20β-υδροξυ-6α-μεθυλπρεδνιζολόνη και η 20β-υδροξυ-6α-μεθυλπρεδνιζολόνη. Στα ούρα έχουν ανευρεθεί γλυκουρονίδια, θειϊκά άλατα και ελεύθερα συστατικά, 6,7-δεϋδροανάλογα της 11-κετο και 20-υδροξυ-μεταβολίτες. Τα 20-α και 20-β ισομερή σχηματίζονται στη διάρκεια του μεταβολισμού της μεθυλπρεδνιζολόνης.
ΕΙΚΟΝΑ 102 : Μεταβολισμός μεθυλπρεδνιζολόνης
19.9.5 ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ -ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ
Δεν υπάρχουν πληροφορίες όσον αφορά την συσχέτιση των συγκεντρώσεων της μεθυλπρεδνιζολόνης στο πλάσμα με τις ανοσοτροποποιητικές της δράσεις.
19.9.6 ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
19.9.6.1 ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Αλδεσλευκίνη
Αλληλεπιδράσεις : Τα κορτικοειδή μπορεί να μειώσουν την αντινεοπλασματική δράση, αλλά και της επιπλοκές (πυρετός, νεφρική ανεπάρκεια, υπερχολερυθριναιμία, σύγχυση, δύσπνοια), της αλδεσλευκίνης.
Συστάσεις : Τα γλυκοκορτικοειδή πρέπει να αποφεύγονται σε ασθενείς θεραπευόμενους με αλδεσλευκίνη.
Αντιδιαβητικά, αντιϋπερτασικά ή αντιγλαυκωματικά φάρμακα
Αλληλεπιδράσεις : Τα κορτικοειδή μπορεί να αυξήσουν τις απαιτήσεις για ινσουλίνη ή υπογλυκαιμικούς per os παράγοντες, αντιϋπερτασικά ή αντιγλαυκωματικά φάρμακα. Η μακροχρόνια θεραπεία με κορτικοειδή συχνά συνοδεύεται από αντίσταση στην ινσουλίνη.
Συστάσεις :
- Το σάκχαρο του αίματος πρέπει να παρακολουθείται συχνά και η δόση των per os αντιδιαβητικών να τροποποιείται ανάλογα όταν τα κορτικοειδή προστίθενται, διακόπτονται ή τροποποιείται η δόση τους.
- Οι διαβητικοί που θεραπεύονται με ινσουλίνη μπορεί να χρειασθούν αύξηση της δόσης της ινσουλίνης όταν στη θεραπεία προστίθενται κορτικοειδή. Η δόση της ινσουλίνης πρέπει να μειώνεται μετά την διακοπή του κορτικοειδούς.
Αντιόξινα
Αλληλεπιδράσεις : Τα αντιόξινα, επειδή σχηματίζουν σύμπλοκα στον γαστρεντερικό σωλήνα, μπορεί να μειώσουν την απορρόφηση των per os χορηγούμενων κορτικοειδών.
Συστάσεις :
- Σε ασθενείς που παίρνουν αντιόξινα, τα κορτικοειδή μπορεί να χρειασθεί να χορηγηθούν σε μεγαλύτερες δόσεις.
- Τα αντιόξινα πρέπει να λαμβάνονται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από τα κορτικοειδή.
- Η ανταπόκριση του ασθενούς στο κορτικοειδές πρέπει να παρακολουθείται και η δόση του να τροποποιείται ανάλογα όταν τα αντιόξινα προστίθενται στη θεραπεία ή διακόπτονται.
Αντιπηκτικά
Αλληλεπιδράσεις : Η αλληλεπίδραση των αντιπηκτικών με τα κορτικοειδή είναι απρόβλεπτη. Τα κορτικοειδή άλλοτε αυξάνουν και άλλοτε ελαττώνουν την δράση τους. Ακόμα, μπορεί να προκαλέσουν αιμορραγία, δεδομένου ότι έχουν ανάστροφη δράση στην ακεραιότητα του τοιχώματος των αγγείων και στη λειτουργία των αιμοπεταλίων.
Συστάσεις : Η δόση των αντιπηκτικών πρέπει να τροποποιείται ανάλογα όταν τα κορτικοειδή προστίθενται στη θεραπεία ή διακόπτονται και οι εργαστηριακοί δείκτες της πήξης του αίματος να παρακολουθούνται τακτικά ώστε να διατηρηθεί το επιθυμητό αντιπηκτικό αποτέλεσμα.
Αντιχολινεστερασικοί παράγοντες
Αλληλεπιδράσεις : Σε ασθενείς με βαριά μυασθένεια τα κορτικοειδή μπορεί να εξασθενήσουν τις αναμενόμενες δράσεις των αντιχολινεστερασικών φαρμάκων (αμπενόνιο, νεοστιγμίνη, πυριδοστιγμίνη και πιθανώς οργανοφωσφορικά αντιχολινεστερασικά παρασιτοκτόνα), προκαλώντας έντονη αδυναμία. Οι δράσεις των αντιχολινεστερασικών φαρμάκων μπορεί να αυξηθούν μετά την διακοπή των κορτικοειδών.
Μηχανισμός : Ο μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής είναι άγνωστος.
Συστάσεις :
- Εάν είναι δυνατόν, τα αντιχολινεστερασικά φάρμακα πρέπει να αποσύρονται τουλάχιστον 24 ώρες πριν από την έναρξη της θεραπείας με κορτικοειδή.
- Εάν η συγχορήγησή τους με κορτικοειδή είναι θεραπευτικά απαραίτητη, πρέπει να γίνεται κάτω από προσεκτική παρακολούθηση.
- Εάν εμφανισθεί αναπνευστική καταστολή, πρέπει να χρησιμοποιείται μηχανική υποστήριξη, εάν είναι απαραίτητο.
Β-αναστολείς
Μπορεί να έχουν συνεργική δράση με την μεθυλπρεδνιζολόνη σε ασθματικούς ασθενείς.
Βαρβιτουρικά
Αλληλεπιδράσεις : Τα βαρβιτουρικά μπορεί να αυξήσουν τον μεταβολισμό, και επομένως να εξασθενήσουν τις φαρμακολογικές δράσεις, της μεθυλπρεδνιζολόνης και να προκαλέσουν έξαρση της νόσου για την οποία χορηγείται (Jubitz W and Meikle AW, 1979; Bartoszek M et al, 1987). Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να παρατηρηθεί αρκετές ημέρες μετά την διακοπή των βαρβιτουρικών.
Μηχανισμός : Η αλληλεπίδραση αυτή οφείλεται σε ενεργοποίηση του μεταβολισμού των βαρβιτουρικών από τα ηπατικά μικροσωμικά ένζυμα, οδηγώντας σε αύξηση της κάθαρσης της μεθυλπρεδνιζολόνης από την κυκλοφορία. Επειδή η έκτασή της φαίνεται ότι ποικίλλει ανάλογα με το εκάστοτε χρησιμοποιούμενο φάρμακο, στη γένεσή της πιθανώς εμπλέκονται διαφορετικές οδοί μεταβολισμού της μεθυλπρεδνιζολόνης (Bartoszek M et al, 1987).
Συστάσεις :
- Εάν η ταυτόχρονη θεραπεία με κορτικοειδή και βαρβιτουρικά είναι αναπόφευκτη, μπορεί να χρειασθεί αύξηση της δόσης του κορτικοειδούς.
- Εάν τα δύο αυτά φάρμακα χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα και η κατάσταση του ασθενούς σταθεροποιηθεί, μπορεί να χρειασθεί ελάττωση της δόσης του κορτικοειδούς μετά την διακοπή των βαρβιτουρικών.
Γεννητικές ορμόνες
Αλληλεπιδράσεις : Τα αντισυλληπτικά per os και τα οιστρογόνα αναστέλλουν τον ηπατικό μεταβολισμό μερικών κορτικοειδών, όπως και της ενδογενούς κορτιζόλης. Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να αυξήσει τις θεραπευτικές, αλλά και τις τοξικές, δράσεις των κορτικοειδών.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή για σημεία τοξικότητας από τα κορτικοειδή και να μειώνεται η δόση του κορτικοειδούς, εάν χρειάζεται.
Ινδομεθακίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η ινδομεθακίνη μπορεί να αυξήσει την συχνότητα ή/και βαρύτητα ανάπτυξης γαστρεντερικού έλκους σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή για σημεία γαστρεντερικού έλκους και η δόση τους να τροποποιείται, εάν χρειάζεται.
Ισονιαζίδη
Αλληλεπιδράσεις :
- Τα κορτικοειδή μπορεί να αυξήσουν τον ηπατικό μεταβολισμό ή την νεφρική κάθαρση, και επομένως να μειώσουν την αντιφυματική δράση, της ισονιαζίδης.
- Η ισονιαζίδη μπορεί να μειώσει τον ηπατικό μεταβολισμό των κορτικοειδών.
Συστάσεις : Εάν υπάρχουν ενδείξεις αλληλεπίδρασης μεταξύ κορτικοειδών - ισονιαζίδης, μπορεί να χρειασθεί τροποποίηση της δόσης του ενός ή και των δύο φαρμάκων.
Ιτρακοναζόλη
Αλληλεπιδράσεις : Η ιτρακοναζόλη μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις στο πλάσμα, και επομένως την τοξικότητα (μυοπάθεια, μυική αδυναμία, δυσανεξία στη γλυκόζη) των κορτικοειδών.
Συστάσεις :
- Τα κορτικοειδή, εάν είναι απαραίτητα σε ασθενείς θεραπευόμενους με ιτρακοναζόλη, μπορεί να χρειασθεί να χορηγηθούν σε μικρότερη δόση.
- Οι ασθενείς που αρχίζουν ή διακόπτουν την θεραπεία με ιτρακοναζόλη πρέπει να παρακολουθούνται για σημεία τοξικότητας και να τροποποιείται ανάλογα η δόση των κορτικοειδών.
Καλιοπενικά φάρμακα
Αλληλεπιδράσεις : Τα καλιοπενικά διουρητικά (θειαζίδες, φουροσεμίδη, αιθακρυνικό οξύ) και άλλα καλιοπενικά φάρμακα, όπως η αμφοτερικίνη Β, μπορεί να αυξήσουν την καλιοπενική δράση των γλυκοκορτικοειδών.
Συστάσεις : Το κάλιο του ορού πρέπει να παρακολουθείται με προσοχή σε ασθενείς θεραπευόμενους με γλυκοκορτικοειδή ταυτόχρονα με καλιοπενικά φάρμακα.
Κετοκοναζόλη
Αλληλεπιδράσεις : Η κετοκοναζόλη αυξάνει τις συγκεντρώσεις στον ορό, την κατασταλτική δράση στα επινεφρίδια (Glynn AM et al, 1986; Kandrotas RJ et al, 1987) και πιθανώς την τοξικότητα της μεθυλπρεδνιζολόνης.
Μηχανισμός : Η κετοκοναζόλη αναστέλλει την κάθαρση της μεθυλπρεδνιζολόνης κατά 60%. Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί ακόμα να οφείλεται σε αναστολή του κυτοχρώματος P450 3A4 από την κετοκοναζόλη.
Συστάσεις :
- Ο συνδυασμός της κετοκοναζόλης με μεθυλπρεδνιζολόνη πρέπει να αποφεύγεται. Εάν όμως είναι απαραίτητος, η δόση της ενδοφλέβια χορηγούμενης μεθυλπρεδνιζολόνης μπορεί να χρειασθεί να μειωθεί κατά 50% (Kandrotas RJ et al, 1987)
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό πρέπει να παρακολουθούνται για σημεία τοξικότητας από τα κορτικοειδή και η δόση της μεθυλπρεδνιζολόνης να τροποποιείται ανάλογα όταν η κετοκοναζόλη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται.
Κυκλοσπορίνη
Αλληλεπιδράσεις :
- Η κυκλοσπορίνη μπορεί να προκαλέσει σπασμούς σε ενήλικες και παιδιά θεραπευόμενα με μεγάλες δόσεις γλυκοκορτικοειδών, πιθανώς λόγω ανταγωνιστικής αναστολής των ηπατικών μικροσωμικών ενζύμων.
- Οι συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης στο πλάσμα μπορεί να αυξηθούν σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεγάλες δόσεις μεθυλπρεδνιζολόνης (Klintmalm G and Sawe J, 1984), πιθανώς λόγω αμοιβαίας αναστολής του μεταβολισμού των 2 αυτών φαρμάκων.
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με κυκλοσπορίνη ταυτόχρονα με κορτικοειδή, οι ανοσοκατασταλτικές δράσεις της κυκλοσπορίνης, όπως και οι θεραπευτικές και τοξικές δράσεις των κορτικοειδών, μπορεί να αυξηθούν. Αν και ο συνδυασμός αυτός μπορεί να είναι ωφέλιμος σε λήπτες μοσχευμάτων, είναι περισσότερο τοξικός.
Συστάσεις :
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται ταυτόχρονα με κορτικοειδή και κυκλοσπορίνη πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή γιατί μπορεί να εμφανίσουν αυξημένη ανταπόκριση και στα δύο αυτά φάρμακα.
- Εάν υπάρχει υπόνοια αλληλεπίδρασης των δύο αυτών φαρμάκων, η δόση του ενός ή και των δύο μπορεί να χρειασθεί να μειωθεί.
Κυκλοφωσφαμίδη
Αλληλεπιδράσεις :
- Τα κορτικοειδή μπορεί να τροποποιήσουν τις αναμενόμενες δράσεις της κυκλοφωσφαμίδης και να αναστείλουν τα ηπατικά μικροσωμικά ένζυμα τα οποία ενεργοποιούν την κυκλοφωσφαμίδη στους αλκυλιωτικούς της μεταβολίτες.
- Η κυκλοφωσφαμίδη μπορεί να ενεργοποιήσει τον δικό της μεταβολισμό και των κορτικοειδών.
Συστάσεις : Όταν η κυκλοφωσφαμίδη συγχορηγείται με κορτικοειδή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η αποτελεσματικότητά της μπορεί να μειωθεί.
Μη αποπολωτικά φάρμακα
Αλληλεπιδράσεις : Τα κορτικοειδή μπορεί να δυνητικοποιήσουν ή να αναστείλουν τις νευρομυικές ανασταλτικές δράσεις των μη αποπολωτικών μυοχαλαρωτικών φαρμάκων.
Συστάσεις : Η συγχορήγηση των κορτικοειδών με μη αποπολωτικούς παράγοντες πρέπει να γίνεται με προσοχή, γιατί μπορεί να συνοδευθεί από απρόβλεπτες ανεπιθύμητες ενέργειες.
Μιφεπριστόνη
Οι κατασκευαστές της μιφεπριστόνης αποτρέπουν την χρήση της σε ασθενείς θεραπευόμενους μακροχρόνια με κορτικοειδή. Οι κλινικές δράσεις και ο μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής είναι άγνωστες.
Ξανθίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η ταυτόχρονη χορήγηση των κορτικοειδών με παράγωγα της θεοφυλλίνης μπορεί να τροποποιήσει την αναμενόμενη φαρμακολογική δράση του ενός ή και των δύο φαρμάκων.
Συστάσεις : Εάν η ταυτόχρονη χορήγηση των κορτικοειδών με παράγωγα της θεοφυλλίνης συνοδεύεται από αυξημένη τοξικότητα, τα επίπεδα των φαρμάκων αυτών στον ορό πρέπει να παρακολουθούνται και η δόση των κορτικοειδών να τροποποιείται ανάλογα.
Πανκουρόνιο
Τα κορτικοειδή μπορεί να αναστρέψουν την δέσμευση των νευρομυικών υποδοχέων που προκαλεί το πανκουρόνιο.
Ριφαμπουτίνη - ριφαμπικίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η ριφαμπουτίνη και η ριφαμπικίνη μπορεί να ενεργοποιήσουν τα ηπατικά μικροσωμικά ένζυμα που διεγείρουν τον μεταβολισμό των κορτικοειδών, οδηγώντας σε εξασθένηση των φαρμακολογικών δράσεων των κορτικοειδών και πιθανώς έξαρση της νόσου για την οποία τα κορτικοειδή χορηγούνται, ακόμα και αρκετές ημέρες μετά την διακοπή τους.
Συστάσεις :
- Η μεθυλπρεδνιζολόνη πρέπει να προστίθεται με προσοχή και η δόση της να τροποποιείται ανάλογα σε ασθενείς που αρχίζουν ή διακόπτουν την θεραπεία με ριφαμπουτίνη ή ριφαμπικίνη.
- Σε ασθενείς που αρχίζουν θεραπεία με ριφαμπουτίνη ή ριφαμπικίνη, η μεθυλπρεδνιζολόνη πρέπει πιθανώς να χορηγείται σε διπλάσια δόση.
Ριφαπεντίνη
Αλληλεπιδράσεις :
- Η ριφαπεντίνη ενεργοποιεί το κυτόχρωμα P450 3A4 και P450 2C8/9 και μπορεί να αυξήσει τον μεταβολισμό άλλων συγχορηγούμενων φαρμάκων που μεταβολίζονται με τα ένζυμα αυτά. Η ικανότητα ενεργοποίησης των ενζύμων αυτών από την ριφαπεντίνη μπορεί να είναι μικρότερη από την ριφαμπικίνη, αλλά ισχυρότερη της ριφαμπουτίνης.
- Η ριφαπεντίνη μπορεί να επιταχύνει τον μεταβολισμό και να μειώσει την δραστηριότητα των κορτικοειδών.
Συστάσεις : Εάν η συγχορήγηση των κορτικοειδών με ριφαπεντίνη είναι απαραίτητη, μπορεί να χρειασθεί τροποποίηση της δόσης των κορτικοειδών.
Σαλικυλικά
Αλληλεπιδράσεις : Τα κορτικοειδή μπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα των σαλικυλικών στον ορό και να μειώσουν την θεραπευτική τους ανταπόκριση. Οι ασθενείς που θεραπεύονται με μεγάλες δόσεις σαλικυλικών ταυτόχρονα με κορτικοειδή μπορεί να εμφανίσουν δηλητηρίαση από σαλικυλικά όταν μειώσουν την δόση των κορτικοειδών και αυξημένη πιθανότητα ανάπτυξης γαστρεντερικού έλκους.
Συστάσεις : Σε ασθενείς θεραπευόμενους με σαλικυλικά ταυτόχρονα με κορτικοειδή, η δόση των σαλικυλικών πρέπει να τροποποιείται ανάλογα με τα επίπεδά τους στο πλάσμα και την ανταπόκριση του ασθενούς. Στους ασθενείς αυτούς, τα κορτικοειδή πρέπει να διακόπτονται με προσοχή γιατί η δόση των σαλικυλικών μπορεί να χρειασθεί να μειωθεί για να αποφευχθεί δηλητηρίαση από σαλικυλικά.
Σισπλατίνη
Η μεθυλπρεδνιζολόνη μπορεί να περιορίσει την συχνότητα και βαρύτητα των εμέτων που προκαλεί η σισπλατίνη.
Τριακετυλ-ολεανδομυκίνη
Αλληλεπιδράσεις : Τα μακρολιδικά αντιβακτηριδιακά τριακετυλ-ολεανδομυκίνη (Szefler SJ et al, 1980; Szefler SJ et al, 1982a) και πιθανώς ερυθρομυκίνη αυξάνουν τις φαρμακολογικές και τοξικολογικές δράσεις της μεθυλπρεδνιζολόνης.
Μηχανισμός : Τα αντιβιοτικά αυτά μπορεί να αναστείλουν τον μεταβολισμό της μεθυλπρεδνιζολόνης, αλλ΄όχι της πρεδνιζολόνης (Szefler SJ et al, 1982b).
Συστάσεις :
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με τριακετυλ-ολεανδομυκίνη ή ερυθρομυκίνη, η μεθυλπρεδνιζολόνη μπορεί να χρειασθεί να χορηγηθεί σε μικρότερη δόση.
- Εάν η θεραπεία με τριακετυλ-ολεανδομυκίνη ή ερυθρομυκίνη αρχίζει ή διακόπτεται, οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται για σημεία τοξικότητας από τα κορτικοειδή και η δόση τους να τροποποιείται ανάλογα.
Υδαντοίνες
Αλληλεπιδράσεις : Οι υδαντοίνες μπορεί να μειώσουν την αποτελεσματικότητα των κορτικοειδών. Η αλληλεπίδραση αυτή φαίνεται ότι οφείλεται σε ενεργοποίηση των μικροσωμικών ηπατικών ενζύμων από τις υδαντοίνες, η οποία οδηγεί σε αύξηση του ηπατικού μεταβολισμού των κορτικοειδών.
Συστάσεις : Σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή ταυτόχρονα με υδαντοίνες πρέπει να παρακολουθείται η θεραπευτική ανταπόκριση στα κορτικοειδή και να αυξάνεται, εάν χρειάζεται, η δόση τους.
Φαινυτοίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η φαινυτοίνη μπορεί να αυξήσει τον μεταβολισμό των στεροειδών ενεργοποιώντας τα ηπατικά ένζυμα και επομένως να μειώσει την θεραπευτική ανταπόκριση στα κορτικοειδή. Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να παρατηρηθεί αρκετές ημέρες μετά την διακοπή της φαινυτοίνης.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που παίρνουν φαινυτοίνη μπορεί να χρειασθούν αυξημένες δόσεις κορτικοειδών για να έχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, γι΄αυτό και πρέπει να παρακολουθείται η ανταπόκριση του ασθενούς στα κορτικοειδή και να τροποποιείται η δόση τους ανάλογα.
19.9.6.2 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
19.9.6.2.1 ΣΤΟΝ ΟΡΟ
Ελάττωση :
- Ασβέστιο
- Κατακράτηση Ι-131
- PBI
- Κάλιο
- Τ4
- Ουρικό οξύ
- Ψευδάργυρος
- Χοληστερόλη
- Κορτιζόλη
- CPK
- Γλυκόζη
- Νάτριο
- Ολικές πρωτείνες
- Τριγλυκερίδια
- 17-κετοστεροειδή
- 17-OHCS
- Ασβέστιο
- Γλυκόζη
- Αζωτο
- Κάλιο
- Ουρικό οξύ
- Βιταμίνη C
- Ψευδάργυρος.
Αύξηση :
19.9.6.2.2 ΣΤΑ ΟΥΡΑ
Ελάττωση :
β) Aύξηση :
19.9.6.3 ΑΛΛΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
- Τα κορτικοειδή μπορεί να αυξήσουν την αποβολή του ασκορβικού οξέος, του ψευδαργύρου και του αζώτου από τα ούρα και επομένως τις ανάγκες του οργανισμού σε πυριδοξίνη, ασκορβικό οξύ, φολικό και βιταμίνη D.
- Τα κορτικοειδή μπορεί να μειώσουν την απορρόφηση του ασβεστίου και του φωσφόρου και να αυξήσουν την αποβολή του καλίου και του ασβεστίου από τα ούρα.
19.9.7 ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
1. ΡΕΥΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ-ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΚΟΛΛΑΓΟΝΟΥ-ΜΑΛΑΚΩΝ ΜΟΡΙΩΝ :
- Αγγειίτιδες
- Αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα
- Γάγγλια
- Δερματομυοσίτιδα/πολυμυοσίτιδα
- Επικονδυλίτιδα
- Κοκκυγοδυνία
- Μικτή νόσος συνδετικού ιστού
- Μυίτιδα
- Νεανική ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Οξεία και μη ειδική τενοντοϋμενίτιδα
- Οξεία ουρική αρθρίτιδα
- Οξεία ρευματική καρδίτιδα
- Οξεία-υποξεία θυλακίτιδα
- Οστεοαρθρίτιδα (ιδιοπαθής, μετατραυματική)
- Οσφυαλγία/ισχιαλγία
- Ραιβόκρανο
- Ρευματική πολυμυαλγία
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Συνδετικίτιδα
- Σύνδρομο Reiter
- Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος
- Υποτροπιάζουσα πολυχονδρίτιδα
- Χονδρασβέστωση
- Ψωριασική αρθρίτιδα
2. ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Πρωτοπαθής ή δευτεροπαθής φλοιοεπινεφριδιακή ανεπάρκεια (η υδροκορτιζόνη και η κορτιζόνη είναι τα φάρμακα πρώτης εκλογής). Τα συνθετικά ανάλογα μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε συνδυασμό με αλατοκορτικοειδή, όταν ενδείκνυνται.
- Οξεία φλοιοεπινεφριδιακή ανεπάρκεια (η κορτιζόνη και η υδροκορτιζόνη είναι τα φάρμακα πρώτης εκλογής. Μπορεί να χρειασθεί συμπληρωματική χορήγηση αλατοκορτικοειδών, ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιούνται συνθετικά ανάλογα)
- Συγγενής υπερπλασία των επινεφριδίων
- Μη πυώδης θυρεοειδίτιδα
- Υπερασβεστιαιμία συνδεόμενη με καρκίνο
- Προεγχειρητικά και σε περιπτώσεις σοβαρού τραύματος ή νοσήματος, σε ασθενείς με γνωστή ανεπάρκεια των επινεφριδίων ή αμφίβολη φλοιοεπινεφριδιακή επάρκεια
- Καταπληξία μη ανταποκρινόμενη στη συμβατική θεραπεία (σε ασθενείς με ανεπάρκεια του φλοιού των επινεφριδίων)
3. ΔΕΡΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Πέμφιγα
- Φλυκταινώδης ερπητοειδής δερματίτιδα
- Σοβαρό πολύμορφο ερύθημα (σύνδρομο Stevens-Johnson)
- Αποφολιδωτική δερματίτιδα
- Σπογγοειδής μυκητίαση
- Σοβαρή ψωρίαση
- Σοβαρή σμηγματορροϊκή δερματίτιδα
4. ΑΛΛΕΡΓΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ
- Εποχιακή ή μόνιμη αλλεργική ρινίτιδα
- Βρογχικό άσθμα
- Δερματίτιδα εξ επαφής
- Ατοπική δερματίτιδα
- Ορονοσία
- Φαρμακευτικές αντιδράσεις υπερευαισθησίας
- Οξύ μη λοιμώδες οίδημα του λάρυγγα (φάρμακο πρώτης εκλογής είναι η επινεφρίνη)
- Κνιδωτικές αντιδράσεις μεταγγίσεων
5. ΟΦΘΑΛΜΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Αλλεργική επιπεφυκίτιδα
- Κερατιτίτιδα
- Αλλεργικά περιφερειακά έλκη σκληρού
- Οφθαλμικός έρπητας ζωστήρας
- Ιρίτιδα και ιριδοκυκλίτιδα
- Χοριοαμφιβληστροειδίτιδα
- Φλεγμονή πρόσθιου τμήματος οφθαλμού
- Διάχυτη οπίσθια ραγοειδίτιδα και αμφιβληστροειδίτιδα
- Οπτική νευρίτιδα
- Συμπαθητική οφθαλμία
6. ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ
- Συμπτωματική σαρκοείδωση
- Σύνδρομο Loeffler, μη ανταποκρινόμενο σε άλλα μέτρα
- Βηρυλλίωση
- Κεραυνοβόλος ή γενικευμένη πνευμονική φυματίωση (σε συνδυασμό με την κατάλληλη αντιφυματική θεραπεία)
- Πνευμονίτιδα από εισρόφηση
7. ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Ιδιοπαθής θρομβοπενική πορφύρα (στους ενήλικες)
- Δευτεροπαθής θρομβοπενία (στους ενήλικες)
- Επίκτητη (αυτοάνοση) αιμολυτική αναιμία
- Ερυθροβλαστική αναιμία
- Συγγενής (ερυθροειδής) υποπλαστική αναιμία
8. ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Λευχαιμία
- Πολλαπλούν μυέλωμα
- Νόσος Hodgkin
- Μη Hodgkin λέμφωμα
9. ΟΙΔΗΜΑΤΩΔΕΙΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ
- Πρόκληση διούρησης ή ύφεση της πρωτεινουρίας σε ασθενείς με ιδιοπαθές ή οφειλόμενο σε ΣΕΛ, νεφρωσικό σύνδρομο, χωρις ουραιμία
10. ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Ελκώδης κολίτιδα
- Τμηματική εντερίτιδα
- Νόσος Crohn
11. ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟ ΟΙΔΗΜΑ (συνδεόμενο με πρωτοπαθή ή μεταταστατικό όγκο του εγκεφάλου, κρανιοτομία ή κάκωση του κρανίου)
12. ΑΛΛΑ
- Φυματιώδης μηνιγγίτιδα με υπαραχνοειδή ή επικείμενο αποκλεισμό (σε συνδυασμό με την κατάλληλη αντιφυματική αγωγή)
- Τριχίνωση με νευρολογική ή μυοκαρδιακή προσβολή
19.9.7.1 ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΕΓΧΥΣΕΩΝ ΟΞΕΙΚΗΣ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗΣ ΣΕ ΔΕΡΜΑΤΙΚΕΣ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ
- Χηλοειδή
- Ομαλός λειχήνας
- Ψωριασικές αλλοιώσεις
- Δακτυλιοειδές κοκκίωμα
- Χρόνιος απλός λειχήνας (νευροδερματίτιδα)
- Δισκοειδής ερυθηματώδης λύκος
- Διαβητική λιποειδική νεκροβίωση (Necrobiosis lipoidica diabeticorum)
- Γυροειδής αλωπεκία
- Γάγγλια
19.9.8 ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Σύνδρομο Cushing
- Υπερευαισθησία στο φάρμακο ή στα συστατικά του
- Ινσουλινο-εξαρτώμενος και μη σακχαρώδης διαβήτης
- Μυοπάθεια
- Οισοφαγίτιδα
- Γαστρίτιδα
- Γαστρικό-12δακτυλικό έλκος
- Ψυχώσεις
- Βαριά μυασθένεια
- Ενεργός λοίμωξη
- Απλός οφθαλμικός έρπητας
- Συστηματικές μυκητιασικές λοιμώξεις
- Λοίμωξη από HIV
- Ενεργός φυματίωση
- Ερπητική κερατίτιδα
- Εγκεφαλικό οίδημα οφειλόμενο σε ελονοσία
- Επούλωση τραυμάτων
- Καρδιακά νοσήματα
- Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
- Πρόσφατη εντερική αναστόμωση
- Νεφρική ανεπάρκεια
- Πρόωρα νεογνά
- Ενδοθηκική χορήγηση (υδατικό εναιώρημα οξεικής μεθυλπρεδνιζολόνης)
ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Εκκολπωματίτιδα
- Ηπατική κίρρωση
- Υπερλιπιδαιμία
- Υπέρταση
- Υπερθυρεοειδισμός
- Υποθυρεοειδισμός
- Υπολευκωματιναιμία
- Γλαύκωμα ανοιχτής γωνίας
- Στοματικές ερπητικές αλλοιώσεις
- Οστεοπόρωση
- Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος
- Ελκώδης κολίτιδα
19.9.9 ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
19.9.9.1 ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ PER OS
Η per os χορηγούμενη μεθυλπρεδνιζολόνη, όπως η πρεδνιζολόνη και η πρεδνιζόνη, είναι ένα από τα κορτικοειδή εκλογής στη θεραπεία των ρευματικών νοσημάτων. Η χορήγησή της προτιμάται σε περισσότερο χρόνιες καταστάσεις, όπου δεν είναι απαραίτητη η ταχεία έναρξη δράσης (π.χ. κροταφική αρτηρίτιδα). Σε οξείες καταστάσεις ή σε εξάρσεις σοβαρών ρευματικών νοσημάτων προτιμάται η ενδοφλέβια χορήγηση νατριοηλεκτρικής μεθυλπρεδνιζολόνης.
Η μεθυλπρεδνιζολόνη μπορεί ακόμα να χρησιμοποιηθεί σε ασθενείς με οξεία επινεφριδιακή ανεπάρκεια και επινεφριδιογεννητικό σύνδρομο με απώλεια νατρίου. Επειδή όμως στερείται σημαντικής αλατοκορτικοειδούς δράσης, πρέπει να χορηγείται συμπληρωματικά χλωριούχο νάτριο ή/και δεοξυκορτικοστερόνη, γι΄αυτό και δεν είναι το σκεύασμα εκλογής σ΄αυτές τις καταστάσεις. Στα νοσήματα αυτά προτιμώνται άλλα σκευάσματα, όπως η νατριοηλεκτρική υδροκορτιζόνη.
19.9.9.2 ΝΑΤΡΙΟΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ
Η νατριοηλεκτρική μεθυλπρεδνιζολόνη χορηγείται με ενδοφλέβια ένεση ή έγχυση ή ενδομυικά. Η ενδοφλέβια οδός ενδείκνυται σε ασθενείς που δεν μπορούν να πάρουν μεθυλπρεδνιζολόνη per os ή έχουν ανάγκη επείγουσας θεραπείας. Οι ενδείξεις είναι οι ίδιες όπως στη θεραπεία με την per os χορηγούμενη μεθυλπρεδνιζολόνη. Αν και υπάρχουν ενδείξεις ότι οι μεγάλες παρεντερικές δόσεις είναι αποτελεσματικές, δεν φαίνεται να πλεονεκτούν των per os χορηγούμενων κορτικοειδών.
19.9.9.2.1 ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Αναποτελεσματικότητα ή τοξικότητα των ΒΔΑΦ
- Αρχική φάση της θεραπείας με ΒΔΑΦ, με σκοπό να επιταχυνθεί η ανταπόκριση
- Εξάρσεις της νόσου.
Τα ενδοφλέβια χορηγούμενα κορτικοειδή έχουν πιθανώς μεγαλύτερο όφελος/κίνδυνο από τα per os χορηγούμενα.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η χρησιμότητα των ενδοφλέβιων ώσεων μεθυλπρεδνιζολόνης στη θεραπεία της ενεργού ρευματοειδούς αρθρίτιδας είναι αντικρουόμενη.
- Bελτιώνουν βραχυπρόθεσμα τις κλινικές και εργαστηριακές εκδηλώσεις της ρευματοειδούς αρθρίτιδας (Walters MT et al, 1988; Hansen TM et al, 1990; Lacki JK et al, 1996). Πάντως, δεν είναι γνωστό κατά πόσον είναι περισσότερο αποτελεσματικές ή ασφαλέστερες από χαμηλές δόσεις κορτικοειδών per os ή διακοπτόμενες ενδομυικές ενέσεις κορτικοειδών μακράς δράσης.
- Μπορεί να επισπεύσουν την ανταπόκριση στον ενέσιμο χρυσό, την σουλφασαλαζίνη, την D-πενικιλλαμίνη, την αζαθειοπρίνη (Walters MT and Cawley MI, 1988; Wong CS, 1990) και την μεθοτρεξάτη (Van der Veen MJ and Bijlsma JW, 1993).
Kατ΄άλλους :
- Δεν βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα της σουλφασαλαζίνης (Ciconelli RM et al, 1996) ή της αζαθειοπρίνης (Bijlsma JW et al, 1986).
- Mπορεί να έχουν άμεση βραχυπρόθεσμη αντιφλεγμονώδη δράση, αλλά δεν έχουν αξία στην μακροπρόθεσμη θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας (Hansen TM et al, 1987).
Η κλινική βελτίωση εμφανίζεται συνήθως μετά από 24 ώρες και διαρκεί 2-8 εβδομάδες και, ενίοτε, μέχρι 6 μήνες, γι' αυτό και οι ενδοφλέβιες ώσεις πρέπει να επαναλαμβάνονται κάθε μήνα. Εαν γίνονται πολύ συχνά, δεν πλεονεκτούν της χρόνιας θεραπείας με μικρές δόσεις πρεδνιζολόνης per os.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ : Μειώνουν τον αρθρικό δείκτη, την διάρκεια της πρωινής δυσκαμψίας, τον αριθμό των ευαίσθητων και διογκωμένων αρθρώσεων και ανακουφίζουν από τον πόνο.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ : Μειώνουν την ΤΚΕ, την CRP, το C3 και το C4, τις ανοσοσφαιρίνες IgG και IgA και τα επίπεδα των κυκλοφορούντων ανοσοσυμπλεγμάτων και του RF.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
ΕΦ ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης + αζαθειοπρίνη : Εχει βραχυπρόθεσμο αποτέλεσμα σε ασθενείς με επίμονη ενεργό ρευματοειδή αρθρίτιδα και μειώνει την ΤΚΕ και την CRP (Bijlsma JW et al, 1986).
19.9.9.2.1 ΝΕΑΝΙΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Οι ΕΦ ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης έχουν χρησιμοποιηθεί κυρίως σε παιδιά με επίμονη ενεργό, συστηματικής έναρξης, νόσο με αρθρική καταστροφή και σοβαρή αναστολή της ανάπτυξης ανθιστάμενη σε άλλα αντιρρευματικά φάρμακα (ΜΣΑΦ, ΒΔΑΦ ή κορτικοειδή per os).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Οι ΕΦ ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης, μόνες τους ή σε συνδυασμό με άλλες θεραπείες (π.χ. ΕΦ ώσεις κυκλοφωσφαμίδης), βελτιώνουν βραχυπρόθεσμα τις κλινικές και εργαστηριακές εκδηλώσεις της νόσου σε παιδιά με συστηματική ΝΡΑ (Picco P et al, 1996; Wallace CA and Sherry DD, 1997; Adebajo AO and Hall MA, 1998). Η μέγιστη βελτίωση εμφανίζεται την 4η ημέρα και συνήθως διατηρείται έως 1 μήνα μετά την ώση.
Οι ΕΦ ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης μπορεί να επιτρέψουν την μετάπτωση της καθημερινά χορηγούμενης per os κορτιζόνης σε ημέρα παρ΄ημέρα σχήμα και την μείωση της καθημερινής δόσης ή την διακοπή των per os χορηγούμενων κορτικοειδών.
19.9.9.2.3 ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΣ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗΣ ΛΥΚΟΣ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Διάχυτη υπερπλαστική σπειραματονεφρίτιδα με ταχεία επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας
- Απειλητικές για την ζωή ή μη ανταποκρινόμενες σε άλλες θεραπείες (π.χ. μεγάλες δόσεις κορτικοειδών per os) εξωνεφρικές εκδηλώσεις.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ :
- Βελτιώνουν την σπειραματονεφρίτιδα και τις εξωνεφρικές εκδηλώσεις σε ενήλικες και παιδιά με ΣΕΛ (Mackworth-Young CG et al, 1988; Bertoni M et al, 1994). Καλύτερη ανταπόκριση έχουν πιθανώς ασθενείς με πρόσφατη έκπτωση της σπειραματικής διήθησης ή πρωτεϊνουρία.
- Βοηθούν στην ελάττωση της δόσης των per os χορηγούμενων κορτικοειδών
- Μπορεί να βελτιώσουν περιπτώσεις μη ανταποκρινόμενες σε μεγάλες δόσεις πρεδνιζόνης per os (40-60 mg/24ωρο).
Κατ΄άλλους, μπορεί να βελτιώσουν την δραστηριότητα του ΣΕΛ όταν προστεθούν στη συμβατική θεραπεία με κορτικοειδή per os, αλλά το επιπρόσθετο αυτό όφελος δεν διατηρείται (Mack-worth-Young CG et al, 1988).
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ : Μειώνουν τα επίπεδα του αντι-DNA, του C3 και τον αριθμό των περιφερικών Τ- λεμφοκυττάρων (Cathcart ES et al, 1976).
Η βελτίωση διαρκεί 4 περίπου εβδομάδες, γι' αυτό και οι ώσεις πρέπει να γίνονται κάθε μήνα επί 6-12 μήνες, αν και σε μερικούς ασθενείς, εάν γίνονται επανειλημμένα, η διάρκεια της βελτίωσης προοδευτικά μειώνεται (Mackworth-Young CG et al, 1984). Δόσεις 1.000 mg δεν διαφέρουν σε αποτελεσματικότητα από 100 mg/24ωρο χορηγούμενες επί 3 συνεχείς ημέρες (Edwards JC et al, 1987).
Πάντως, οι ασθενείς με ΣΕΛ είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στις επιπλοκές των κορτικοειδών, γι΄ αυτό και η ενδοφλέβια έγχυση μεγάλων δόσεων μεθυλπρεδνιζολόνης πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή (Wofsy D, 1987).
ΕΞΩ-ΝΕΦΡΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΣΕΛ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΕ ΕΦ ΩΣΕΙΣ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗΣ
- Πλευροπερικαρδίτιδα
- Υποξυς δερματικός λύκος
- Ενδοκυψελιδική αιμορραγία
- Πνευμονίτιδα
- Μυελική απλασία
- Οξεία περιτονίτιδα (Uzu T et al, 2000)
- Προσβολή ΚΝΣ (Di Iorio G et al, 1992)
- Σπασμοί και κώμα (Eyanson S et al, 1980)
- Αιμολυτική αναιμία και θρομβοπενία (Eyanson S et al, 1980; Roldan R et al, 1994)
- Λυκοειδής μηνιγγίτιδα (Kanekura T et al, 1993)
- Μαζική γαστρεντερική αιμορραγία οφειλόμενη σε μεσεντέρια αγγειίτιδα (Hiraishi H et al, 1999)
- Γαγγραινώδες πυόδερμα (Pinto GM et al, 1991)
- Λυκοειδής κυστίτιδα (Segawa C et al, 1996)
- Aρθραλγίες, πλευριτικός πόνος, αγγειιτιδικό δερματικό εξάνθημα, πυρεξία και λεμφαδενοπάθεια (Isenberg DA et al, 1982).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Πρεδνιζόνη per os (2 mg/kg/24ωρο) : Είναι εξίσου αποτελεσματική με ΕΦ ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης στο νεφρικό λύκο (Garin EH et al, 1986).
ΕΦ ώσεις κυκλοφωσφαμίδης : Είναι εξίσου αποτελεσματικές με ΕΦ ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης στη διατήρηση της νεφρικής λειτουργίας σε ασθενείς με σοβαρό νεφρικό λύκο (Sesso R et al, 1994). Κατ΄άλλους, είναι περισσότερο αποτελεσματικές από τις ΕΦ ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης (Gourley MF et al, 1996).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
ΕΦ ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης + ΕΦ ώσεις κυκλοφωσφαμίδης και στη συνέχεια ΕΦ ώσεις κυκλοφωσφαμίδης/μήνα Χ 3 μήνες και μετά κάθε 2 ή 3 μήνες, ανάλογα με την κλινική ανταπόκριση : Είναι αποτελεσματικός σε παιδιά με σοβαρό νευροψυχιατρικό λύκο ή εγκάρσια μυελίτιδα (Barile L and Lavalle C, 1992; Baca V et al, 1996).
ΕΦ ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης σε συνδυασμό με χαμηλές δόσεις συντήρησης πρεδνιζόνης + αζαθειοπρίνη : Είναι αποτελεσματικός και ασφαλής σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική προσβολή (de Glas-Vos JW et al, 1995).
ΕΦ ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης + ΕΦ ώσεις κυκλοφωσφαμίδης : Εχει κάπως μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από την μονοθεραπεία με ΕΦ ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης ή κυκλοφωσφαμίδης (Gourley MF et al, 1996).
19.9.9.2.4 ΔΕΡΜΑΤΟΜΥΟΣΙΤΙΔΑ/ΠΟΛΥΜΥΟΣΙΤΙΔΑ
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Γενικά, οι ενδοφλέβιες ώσεις κορτικοειδών δεν έχουν μελετηθεί σε ενήλικες με μυοσίτιδα, αλλά μπορούν να γίνουν για να τεθεί ταχύτερα υπό έλεγχο η οξεία νόσος και να διατηρηθεί σε χαμηλότερο ύψος η δόση συντήρησης της πρεδνιζόνης. Τρείς ασθενείς με σοβαρή δερματομυοσίτιδα είχαν κλινική βελτίωση και πτώση των επιπέδων των μυικών ενζύμων στον ορό μετά από θεραπεία με ενδοφλέβιες ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης (Yanasigawa T et al, 1983).
Σε παιδιά με νεανική δερματομυοσίτιδα, οι ενδοφλέβιες ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης μπορεί να προκαλέσουν πλήρη ύφεση της νόσου, επιτρέποντας την διακοπή των per os χορηγούμενων κορτικοειδών (Huang JL, 1999) και συνοδεύονται από ταχύτερη αποκατάσταση της λειτουργικότητας και λιγότερες ασβεστώσεις των μαλακών μορίων (Malleson PN, 1990). Κατ΄άλλους (Lang B and Dooley J, 1996), οι ενδοφλέβιες ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης δεν έχουν αποτέλεσμα στη νεανική δερματομυοσίτιδα.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
ΕΦ ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης + μεθοτρεξάτη (μικρές εβδομαδιαίες δόσεις per os) : Σε παιδιά με σοβαρή δερματομυοσίτιδα είναι αποτελεσματικός, βοηθά στη μείωση της δόσης των per os χορηγούμενων κορτικοειδών και συνοδεύεται λιγότερο συχνά από ασβεστώσεις (Al-Mayouf S et al, 2000).
19.9.9.2.5 ΨΩΡΙΑΣΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
Οι ΕΦ ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης μπορούν να βελτιώσουν άμεσα τις δερματικές αλλοιώσεις και τις αρθρικές εκδηλώσεις, χωρίς να επιδεινώσουν το εξάνθημα (Hopkins R et al, 1985).
19.9.9.2.6 ΑΓΚΥΛΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΠΟΝΔΥΛΙΤΙΔΑ
Οι ΕΦ ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης ανακουφίζουν σημαντικά από τον πόνο και βελτιώνουν την κινητικότητα της ΣΣ σε ασθενείς μη ανταποκρινόμενους στα ΜΣΑΦ (Ejstrup L and Peters ND, 1985). Δόσεις 1.000 mg έχουν ισχυρότερη και μεγαλύτερης διάρκειας αποτελεσματικότητα από 375 mg χορηγούμενα επί 3 συνεχείς ημέρες (Peters ND and Ejstrup L, 1992).
19.9.9.2.7 ΚΡΟΤΑΦΙΚΗ ΑΡΤΗΡΙΤΙΔΑ
Οι ΕΦ ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης μπορεί να βελτιώσουν ή αποκαταστήσουν την οπτική οξύτητα σε ασθενείς με ισχαιμική οπτική νευροπάθεια δευτεροπαθώς σε κροταφική αρτηρίτιδα (Ro-senfeld SI et al, 1986; Matzkin DC et al, 1992; Costa MM et al, 1995).
Πάντως, δεν φαίνεται να βοηθούν σημαντικά στη μείωση της δόσης των per χορηγούμενων κορτικοειδών (Chevalet P et al, 2000) και να αποτρέπουν την προοδευτική απώλεια της όρασης (Cornblath WT and Eggenberger ER, 1997; Hwang JM et al, 1999).
19.9.9.2.8 ΣΚΛΗΡΟΔΕΡΜΙΑ
Σε παιδιά με εντοπισμένο σκληρόδερμα, η θεραπεία με μεθοτρεξάτη per os σε μικρές εβδομαδιαίες δόσεις σε συνδυασμό με ΕΦ ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης (30 mg/kg επί 3 ημέρες/μήνα επί 3 μήνες) είναι αποτελεσματική και καλά ανεκτή (Uziel Y et al, 2000). Πάντως, σε ασθενείς με συστηματική σκληροδερμία μπορεί να προκαλέσουν νεφρική κρίση σκληροδέρματος και ισχαιμική κολίτιδα (Yamanishi Y et al, 1996; Kohno K et al, 2000), γι΄αυτό και πρέπει να αποφεύγονται.
19.9.9.2.9 ΑΛΛΕΡΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Η μεθυλπρεδνιζολόνη είναι αποτελεσματική σε ασθενείς με άσθμα που χρειάζονται συστηματική θεραπεία. Η θεραπεία με μεγάλες ενδοφλέβιες ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης έχει χρησιμοποιηθεί σαν αρχική θεραπεία σε ασθενείς με σοβαρή ασθματική προσβολή, αλλά το όφελος είναι μικρό και πιθανώς δεν δικαιολογεί τους κινδύνους (Littenberg B and Gluck EH, 1986; Youn-ger RE et al, 1987).
19.9.9.2.10 ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Σε ασθενείς με χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία τα κορτικοειδή, συνήθως σε συνδυασμό με έναν αλκυλιωτικό παράγοντα, μειώνουν ταχέως το μέγεθος του ήπατος, του σπληνός και των λεμφαδένων.
Σε ασθενείς με αυτοάνοσες εκδηλώσεις (αιμολυτική αναιμία, θρομβοπενία) συνδεόμενες με χρόνια λεμφογενή λευχαιμία απαιτούνται μεγάλες δόσεις κορτικοειδών. Η μεθυλπρεδνιζολόνη έχει ακόμα χρησιμοποιηθεί και στη θεραπεία άλλων κακοήθων νοσημάτων του λεμφικού ιστού, όπως η οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία, το πολλαπλούν μυέλωμα και το Hodgkin και μη-Hodgkin λέμφωμα. Είναι ακόμα συστατικό μερικών βασικών χημειοθεραπευτικών σχημάτων, όπως το MOCCA (βινκριστίνη, μεθυλπρεδνιζολόνη και 3 αλκυλιωτικοί παράγοντες).
19.9.9.2.11 ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Τα κορτικοειδή, χορηγούμενα για βραχύ χρονικό διάστημα, μπορεί να θέσουν υπο έλεγχο τις οξείες εξάρσεις της ελκώδους κολίτιδας, της τμηματικής εντερίτιδας και της νόσου Crohn. Σε ασθενείς με οξείες προσβολές που δεν μπορούν να πάρουν κορτικοειδή per os, μπορεί να χορηγηθεί ενδοφλέβια μεθυλπρεδνιζολόνη. Οι ενδοφλέβιες ώσεις της μεθυλπρεδνιζολόνης μπορεί να βελτιώσουν και άλλες εξω-εντερικές εκδηλώσεις της νόσου Crohn (ιερολαγονίτιδα, ιρίτιδα, ηπατίτιδα, δερματικά εξανθήματα).
19.9.9.2.12 ΝΕΦΡΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Τα κορτικοειδή χρησιμοποιούνται στη θεραπεία του νεφρωσικού συνδρόμου. Η νόσος ελαχίστων αλλοιώσεων ανταποκρίνεται σε μεγάλες δόσεις μεθυλπρεδνιζολόνης. Η θέση της μεθυλπρεδνιζολόνης στη θεραπεία των άλλων σπειραματοπαθειών δεν έχει εξακριβωθεί (Ponticelli C and Fogazzi GB, 1989).
19.9.9.2.13 ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΟΡΓΑΝΩΝ
Τα κορτικοειδή, σε μεγάλες δόσεις, συχνά αναστρέφουν την απόρριψη των μεταμοσχευθέντων οργάνων. Η ενδοφλέβια χορηγούμενη μεθυλπρεδνιζολόνη έχει αντικαταστήσει την θεραπεία με μεγάλες δόσεις πρεδνιζόνης per os (Clarke AG and Salaman JR, 1974), αν και δεν φαίνεται να υπερέχει σημαντικά (Gray D et al, 1978).
Η νόσος μοσχεύματος έναντι του ξενιστή σε λήπτες μυελού των οστών συνήθως ανταποκρίνεται ταχέως σε ενδοφλέβια έγχυση μεγάλων δόσεων μεθυλπρεδνιζολόνης (Kendra J et al, 1981; Kennedy MS et al, 1985).
19.9.9.2.14 ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Οξεία φλοιοεπινεφριδιακή ανεπάρκεια : Η μεθυλπρεδνιζολόνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις οξείας φλοιεπινεφριδιακής ανεπάρκειας, αν και μπορεί να χρειασθεί συμπληρωματική χορήγηση αλατοκορτικοειδών και η υδροκορτιζόνη (ή κορτιζόνη) προτιμάται για μακροχρόνια χορήγηση.
Σηπτική καταπληξία : Η μεθυλπρεδνιζολόνη, σε μεγάλες δόσεις, έχει χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία της σηπτικής καταπληξίας, αν και, σύμφωνα με τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες, δεν έχει αποτέλεσμα και συνοδεύεται από αυξημένο κίνδυνο δευτεροπαθών λοιμώξεων. Η μεθυλπρεδνιζολόνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται στη σηπτική καταπληξία, εκτός εάν υπάρχει ένδειξη συνοδού φλοιοεπινεφριδιακής ανεπάρκειας.
19.9.9.2.15 ΑΛΛΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ
Κακώσεις νωτιαίου μυελού : Η μεθυλπρεδνιζολόνη μπορεί να χορηγηθεί σε τραυματικές κακώσεις του νωτιαίου μυελού, αλλά η χρησιμότητά τους δεν έχει αποδειχθεί.
Πολλαπλή σκλήρυνση : Μπορεί να ανταποκριθεί στα κορτικοειδή (Compston DAS, 1989). Σύμφωνα με ελεγχόμενη μελέτη, η μεθυλπρεδνιζολόνη, χορηγούμενη σε δόση 500 mg/24ωρο επί 5 συνεχείς ημέρες, βελτιώνει τα συμπτώματα στο 77% των ασθενών (Milligan NM et al, 1987). Πάντως, δεν ενδείκνυται στη μακροπρόθεσμη θεραπεία της πολλαπλής σκλήρυνσης.
Ογκοι εγκεφάλου : Όπως η δεξαμεθαζόνη, η μεθυλπρεδνιζολόνη μπορεί να μειώσει απότομα την ενδεγκεφαλική πίεση σε ασθενείς με εγκεφαλικούς όγκους.
19.9.9.2.16 ΑΛΛΑ ΡEYMATIKA ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΕ ΕΝΔΟΦΛΕΒΙΕΣ ΩΣΕΙΣ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗΣ
- Νόσος Still των ενηλίκων (Khraishi M and Fam AG, 1991; Sato M et al, 1993)
- Νόσος Αδαμαντιάδη-Behcet (οφθαλμική προσβολή) (Reed JB et al, 1998)
- Υποτροπιάζουσα πολυχονδρίτιδα (Lipnick RN and Fink CW, 1991)
- Κοκκιωμάτωση Wegener (Masuyama K et al, 1993)
- Πορφύρα Henoch-Schonlein (Niaudet P and Habib R, 1998)
- Νόσος Kawasaki (Dahlem PG et al, 1999)
- Οζώδης πολυαρτηρίτιδα (Fort JG and Abruzzo JL, 1988)
- Μικροσκοπική οζώδης πολυαρτηρίτιδα (Hatama S et al, 1998)
- Σύνδρομο Churg-Strauss (MacFadyen R et al, 1987)
- Σύνδρομο Sjogren (νεφρική προσβολή) (Rosenberg AM et al, 1990)
- Συστηματική ρευματοειδής αγγειίτιδα (ΕΦ ώσεις κυκλοφωσφαμίδης + ΕΦ ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης)
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Οι ενδοφλέβιες ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης, μόνες τους ή σε συνδυασμό με άλλες θεραπείες ή φάρμακα (π.χ. κυκλοφωσφαμίδη, αζαθειοπρίνη, κορτικοειδή per os), μπορούν να καταστείλουν τις εξάρσεις σοβαρών ρευματικών νοσημάτων που απειλούν την ζωή, την όραση ή την λειτουργία ζωτικών οργάνων (π.χ. νεφροί). Πάντως, η βελτίωση που προκαλούν δεν διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ η μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα και ασφάλεια τους δεν έχει τεκμηριωθεί με καλά ελεγχόμενες συγκριτικές μελέτες
19.9.9.3 ΟΞΕΙΚΗ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ
Η οξεική μεθυλπρεδνιζολόνη μπορεί να χορηγηθεί ενδαρθρικά, περιαρθρικά, ενδομυικά ή τοπικά, μέσα σε μαλακά μόρια ή σε παθολογοανατομικές αλλοιώσεις σε ποικίλες δερματολογικές καταστάσεις, όχι όμως ενδοφλέβια. Για ενδοφλέβια χρήση προορίζεται η νατριοηλεκτρική μεθυλπρεδνιζολόνη.
Η αντιφλεγμονώδης ισχύς της είναι κατά 1,13-2,1 φορές μεγαλύτερη της πρεδνιζολόνης (μέσος όρος 1,5). Γενικά, η απαιτούμενη ημερήσια δόση της υπολογίζεται στα ⅔ (0,7) της απαιτούμενης ημερήσιας δόσης της πρεδνιζολόνης. Ενώ η παρεντερικά χορηγούμενη οξεική μεθυλπρεδνιζολόνη έχει παρατεταμένο θεραπευτικό αποτέλεσμα, έχει ισοδύναμη μεταβολική και αντιφλεγμονώδη δράση με την per os χορηγούμενη μεθυλπρεδνιζολόνη.
19.9.9.3.1 ΕΝΔΑΡΘΡΙΚΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ
Οστεοαρθρίτιδα-ρευματοειδής αρθρίτιδα : Η ενδαρθρική ένεση οξεικής μεθυλπρεδνιζολόνης μπορεί να καταστείλει την φλεγμονή μιας ή περισσότερων αρθρώσεων, όταν :
- Η συστηματική θεραπεία με άλλα κορτικοειδή ή κορτικοτροπίνη δεν μπορεί να θέσει υπό έλεγχο όλες τις φλεγμαίνουσες αρθρώσεις
- Η συστηματική χορήγηση κορτιζόνης, υδροκορτιζόνης ή άλλων κορτικοειδών ή κορτικοτροπίνης αντενδείκνυται και
- Πρέπει να ενισχυθεί το θεραπευτικό αποτέλεσμα της φυσιοθεραπείας και των μεθόδων αποκατάστασης ή διόρθωσης των αρθρώσεων με πρώιμες, αλλά ενεργά εξελισσόμενες, παραμορφώσεις.
Μετά από την ένεση, ο πόνος ανακουφίζεται εντός 12-24 ωρών και για διάστημα 1-5 εβδομάδων (μέσος όρος 3-4 εβδομάδες). Η ενδαρθρικά χορηγούμενη οξεική μεθυλπρεδνιζολόνη ασκεί τοπική κυρίως δράση, αλλά μπορεί να συνοδευθεί και από μεταβολικές δράσεις χαρακτηριστικές της συστηματικής χορήγησης. Η συστηματική αυτή δράση είναι μεγαλύτερη, όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των ενεθεισών αρθρώσεων και η συνολική δόση της οξεικής μεθυλπρεδνιζολόνης. Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να παρατηρηθεί ήπια και παροδική βελτίωση και σε μη ενεθείσες αρθρώσεις.
Νεανική ρευματοειδής αρθρίτιδα : Η ενδαρθρικά χορηγούμενη μεθυλπρεδνιζολόνη είναι λιγότερο αποτελεσματική από την τριαμσινολόνη (Honkanen VE et al, 1993).
19.9.9.3.2 ΕΝΔΟΜΥΙΚΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Η ενδομυϊκή θεραπεία με οξεική μεθυλπρεδνιζολόνη συνιστάται όταν η per os αντενδείκνυται, όπως π.χ. σε ασθενείς με οξεία γαστρεντερίτιδα ή πριν ή μετά από χειρουργικές επεμβάσεις.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Οι ενδομυϊκές ενέσεις οξεικής μεθυλπρεδνιζολόνης πρέπει να γίνονται βαθιά μέσα στους γλουτιαίους μυς. Πριν από την ένεση πρέπει να γίνεται αναρρόφηση για να αποφευχθεί η ενδαγγειακή έγχυση του φαρμάκου. Δόσεις συνιστώμενες για ενδομυϊκή ένεση δεν πρέπει να χορηγούνται ενδοδερμικά ή υποδόρια.
Μετά την ενδομυϊκή χορήγηση, το φάρμακο απορροφάται βραδέως από το σημείο της ένεσης και το θεραπευτικό του αποτέλεσμα διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα. Η ενδομυική οδός προτιμάται επίσης και σε καταστάσεις όπου απαιτείται παρατεταμένη δράση, όπως το επινεφριδιογεννητικό σύνδρομο.
Στις συνιστώμενες δόσεις, η ενδομυϊκά χορηγούμενη οξεική μεθυλπρεδνιζολόνη καταστέλλει την φλοιοεπινεφριδική λειτουργία επί 2 περίπου εβδομάδες σε ασθενείς με επινεφριδιογεννητικό σύνδρομο, ενώ σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα η μέση διάρκεια της συστηματικής δράσης φαίνεται ότι ανέρχεται σε μία περίπου εβδομάδα.
Ρευματοειδής αρθρίτιδα : Σε ασθενείς με πολυαρθρική ΡΑ, η ενδομυική ένεση οξεικής μεθυλπρεδνιζολόνης βελτιώνει τα συμπτώματα επί 8, κατά μέσον όρο, εβδομάδες (Kovarsky J and Pegram SB, 1986).
Η depot οξεική μεθυλπρεδνιζολόνη, χορηγούμενη ενδομυικά σε δόση 120 mg κάθε μήνα επί 3 μήνες, βελτιώνει ταχύτερα, αλλά βραχυπρόθεσμα, την νόσο σε ασθενείς που αρχίζουν ενέσιμη χρυσοθεραπεία (Corkill MM et al, 1990).
Κροταφική αρτηρίτιδα : Η depot μεθυλπρεδνιζολόνη, χορηγούμενη ενδομυικά σε δόση 120 mg κάθε 3 εβδομάδες, είναι αποτελεσματική και καλά ανεκτή (Dasgupta B et al, 1991).
Η δόση της ενδομυικά χορηγούμενης οξεικής μεθυλπρεδνιζολόνης ποικίλλει ανάλογα με το θεραπευόμενο νόσημα. Εάν υποκαθιστά προσωρινά την θεραπεία με κορτικοειδή per os, συνήθως επαρκεί μια μόνο ένεση ανά 24ωρο της δόσης του εναιωρήματος που ισοδυναμεί με την ολική ημερήσια δόση της per os χορηγούμενης μεθυλπρεδνιζολόνης. Όταν είναι επιθυμητό παρατεταμένο θεραπευτικό αποτέλεσμα, η εβδομαδιαία δόση μπορεί να υπολογισθεί πολλαπλασιάζοντας την ημερήσια per os δόση επί 7 και να χορηγηθεί εφάπαξ ενδομυικά.
Η δοσολογία πρέπει να εξατομικεύεται ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσου και την ανταπόκριση του ασθενούς. Στα βρέφη και τα παιδιά η δόση είναι μικρότερη, αλλά καθορίζεται μάλλον από τη βαρύτητα της κατάστασης, παρά από την ηλικία ή το βάρος του σώματος. Μετά από θεραπεία μερικών ημερών, η δόση του φαρμάκου πρέπει να μειώνεται ή να διακόπτεται βαθμιαία. Η βαρύτητα, η πρόγνωση και η αναμενόμενη διάρκεια του νοσήματος, καθώς και η αντίδραση του ασθενούς στο φάρμακο, αποτελούν πρωταρχικούς παράγοντες για τον καθορισμό της δοσολογίας. Εάν η νόσος υφεθεί αυτόματα, η θεραπεία με μεθυλπρεδνιζολόνη πρέπει να διακόπτεται.
19.9.9.3.3 ΤΟΠΙΚΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ
Φλεγμονές γαγγλίων, τενοντίτιδα, επικονδυλίτιδα : Οι τοπικές ενέσεις οξεικής μεθυλπρεδνιζολόνης έχουν αποδειχθεί ευεργετικές στις τενοντίτιδες, τενοντοθυλακίτιδες, επικονδυλίτιδες και φλεγμονές των γαγγλίων των τενοντίων ελύτρων.
Οι ενδοθυλακικές ενέσεις κορτικοειδών είναι πολύτιμες στη θεραπεία διαφόρων τύπων θυλακίτιδας, όπως η υποδελτοειδής, η υποεπιγονατιδική και η «χήνεια» θυλακίτιδα και η θυλακίτιδα του ωλεκράνου. Γενικά, τα κορτικοειδή έχουν καλύτερα αποτελέσματα στις οξείες, παρά στις χρόνιες, υποδελτοειδείς θυλακίτιδες.
Στην οξεία υποδελτοειδή θυλακίτιδα ανακούφιση από τον πόνο και πλήρης αποκατάσταση της κινητικότητας παρατηρείται εντός ολίγων ωρών μετά από μιαν ένεση οξεικής μεθυλπρεδνιζολόνης. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν χρειάζεται επανάληψη της ένεσης. Στη χρόνια υποδελτοειδή θυλακίτιδα, η ενδοθυλακική ένεση συχνά συνοδεύεται από μερική ανακούφιση από τον πόνο και αποκατάσταση της κινητικότητας του ώμου.
Σε ασθενείς με μετατραυματική υποεπιγονατιδική θυλακίτιδα ή θυλακίτιδα του ωλεκράνου, η βελτίωση εμφανίζεται συνήθως εντός 24 ωρών, ενώ η κινητικότητα αποκαθίσταται μέσα σε μιαν εβδομάδα.
Δερματολογικές καταστάσεις : Η οξεική μεθυλπρεδνιζολόνη έχει χρησιμοποιηθεί για την τοπική θεραπεία ποικίλων παθήσεων του δέρματος. Σε πολλές περιπτώσεις ακολουθείται από βελτίωση ή ύφεση της νόσου. Σε υποτροπιάζουσες ή/και χρόνιες καταστάσεις μπορεί να χρειασθεί επανάληψη των ενέσεων.
Δερματοπάθειες που μπορεί να ωφεληθούν από τοπικές ενέσεις οξεικής μεθυλπρεδνιζολόνης είναι η εντοπισμένη νευροδερματίτιδα, ο επίπεδος υπερτροφικός λειχήνας, το νομισματοειδές έκζεμα, η λιποειδική νεκροβίωση των διαβητικών, η γυροειδής αλωπεκία, ο δισκοειδής ερυθηματώδης λύκος και τα δήγματα εντόμων. Οι ενέσεις οξεική μεθυλπρεδνιζολόνης μέσα στα χηλοειδή προκαλούν μαλάκυνση και υποχώρηση των αλλοιώσεων. Γενικά, καλύτερα αποτελέσματα έχουν οι πρόσφατες ή/και μαλακές παθολογοανατομικές αλλοιώσεις, παρά οι χρόνιες ή/και σκληρές.
19.9.10 ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
1. ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Πεπτικό έλκος ή εξαρση πεπτικού έλκους. Σε μεγάλες δόσεις, η μεθυλπρεδνιζολόνη μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο αιμορραγίας ή διάτρησης πεπτικού έλκους. Οι εκδηλώσεις της διάτρησης μπορεί να συγκαλυφθούν από τις φλεγμονώδεις ιδιότητες του κορτικοειδούς
- Διάτρηση λεπτού και παχέος εντέρου (σε ασθενείς με φλεγμονώδεις εντεροπάθειες)
- Παγκρεατίτιδα-λειτουργικές διαταραχές παγκρέατος
- Μετεωρισμός κοιλιάς
- Ναυτία/έμετοι, σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεγάλες παρεντερικές δόσεις κορτικοειδών
- Ελκωτική οισοφαγίτιδα
2. ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΟΣΚΕΛΕΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Μυική αδυναμία-ατροφία
- Στεροειδική μυοπάθεια
- Οστεοπόρωση-οστεοπορωτικά συμπιεστικά κατάγματα σπονδύλων
- Οστεονέκρωση κεφαλής ισχίου-βραχιονίου
- Παθολογικά κατάγματα μακρών οστών
- Ρήξη τενόντων, ιδιαίτερα του Αχίλλειου
- Εντονες αρθραλγίες
3. ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ
- Οπίσθιος υποκάψιος καταρράκτης
- Γλαύκωμα
- Εξώφθαλμος
- Αύξηση ενδοφθάλμιας πίεσης, στο 40% των ασθενών που θεραπεύονται με κορτικοειδή συστηματικά ή με οφθαλμικές ενσταλάξεις. Είναι αναστρέψιμη, αλλά σε ορισμένα γενετικά προδιατεθειμένα άτομα και σε διαβητικούς μπορεί να καταλήξει σε μη αναστρέψιμο γλαύκωμα και τύφλωση
4. ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΕΣ
- Ανωμαλίες έμμηνης ρύσης
- Σύνδρομο Cushing
- Καταστολή ανάπτυξης (στα παιδιά). Αφορά και την γραμμική οστική ανάπτυξη και την σύγκλειση των επιφύσεων και μπορεί να είναι μόνιμη, αν και η σωματική ανάπτυξη συχνά επιταχύνεται μετά την διακοπή των κορτικοειδών
- Δευτεροπαθής έλλειψη απάντησης στο φλοιό των επινεφριδίων και την υπόφυση, ιδιαίτερα σε καταστάσεις stress (π.χ. τραύμα, χειρουργική επέμβαση ή νόσηση)
- Δυσανεξία στους υδατάνθρακες
- Ενεργοποίηση λανθάνοντα διαβήτη
- Αύξηση απαιτήσεων σε ινσουλίνη ή αντιδιαβητικούς per os παράγοντες (σε διαβητικούς)
- Δασυτριχισμός
5. ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ - ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ
- Εξασθένηση επούλωσης τραυμάτων
- Λέπτυνση και ευθραυστότητα δέρματος
- Πετέχειες και εκχυμώσεις
- Ερύθημα
- Αυξημένη εφίδρωση
- Καταστολή αντιδράσεων σε δερματικές δοκιμασίες
- Αλλεργική δερματίτιδα
- Κνίδωση
- Αγγειονευρωτικό οίδημα
- Υπέρχρωση ή υποχρωμία
- Ατροφία δέρματος και υποδορίου και στείρα αποστήματα (μετά από ενδομυική χορήγηση)
6. ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Αύξηση ενδοκρανιακής πίεσης με οίδημα της οπτικής θηλής (εγκεφαλικός ψευδο-όγκος), συνήθως μετά την θεραπεία
- Ιλιγγος
- Κεφαλαλγία
- Διαταραχές συμπεριφοράς και προσωπικότητας
- Επιληπτικές προσβολές, σε επιρρεπή άτομα. Γι΄ αυτό και τα κορτικοειδή, σε μεγάλες δόσεις, πρέπει να χρησιμοποιούνται με μεγάλη προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό σπασμών
- Νευρικότητα
- Αυπνία
- Ευφορία
- Μεταβολές διάθεσης
- Οξεία ψύχωση
7. ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΛΥΤΩΝ
- Κατακράτηση νατρίου και υγρών, που μπορεί να προκαλέσει ή να παροξύνει ήδη υπάρχουσα συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια ή υπέρταση
- Απώλεια καλίου, που μπορεί να οδηγήσει σε υποκαλιαιμική αλκάλωση
8. ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ
- Αύξηση SGOT, SGPT και αλκαλικής φωσφατάσης. Είναι συνήθως ήπια, δεν συνδέεται με κλινικά σύνδρομα και αναστρέφεται με την διακοπή του φαρμάκου.
9. ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΕΣ
- Αρνητικό ισοζύγιο αζώτου, οφειλόμενο στον καταβολισμό των πρωτεϊνών
- Υπερλιπιδαιμία
- Αύξηση απέκκρισης ουρικού οξέος, ασβεστίου και φωσφόρου από τα ούρα
- Υπεργλυκαιμία
- Ελάττωση νεφρικής ουδού σακχάρου
10. ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Ρήξη μυοκαρδίου (μετά από πρόσφατο μυοκαρδιακό έμφρακτο)
- Θρομβοεμβολικά επεισόδια
- Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια (σε επιρρεπείς ασθενείς)
- Υπέρταση ή υπόταση
- Καρδιαγγειακή ανεπάρκεια με υπόταση, βρογχόσπασμο, καρδιακή ανακοπή ή καρδιακές αρρυθμίες (Ditzian-Kadanoff R and Ellman MH, 1987; Erstad BL, 1989). Εχει αναφερθεί κυρίως σε νεφροπαθείς ή σε λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων μετά από ταχεία ενδοφλέβια χορήγηση μεγάλων δόσεων νατριοηλεκτρικής μεθυλπρεδνιζολόνης (>0.5 gr σε διάστημα <10΄). Παρόμοια υποτασικά επεισόδια έχουν αναφερθεί και σε πειραματόζωα.
- Βραδυκαρδία, στη διάρκεια ή μετά την χορήγηση μεγάλων δόσεων νατριοηλεκτρικής μεθυλπρεδνιζολόνης, πιθανώς μη σχετιζόμενη με την ταχύτητα ή την διάρκεια της έγχυσης.
11. ΑΛΛΕΣ
- Υπερευαισθησία
- Απόκτηση βάρους
- Αύξηση όρεξης
- Κακουχία
- Νυκτουρία
- Αδυναμία
- Καχεξία
- Σάρκωμα Kaposi, σε ασθενείς θεραπευόμενους μακροχρόνια με κορτικοειδή. Η διακοπή του κορτικοειδούς μπορεί να ακολουθηθεί από κλινική ύφεση του όγκου.
- Αναφυλακτικές αντιδράσεις (σπάνια), ενίοτε απειλητικές για την ζωή, μετά από ενδοφλέβια χορήγηση (Pryse-Phillips WE et al, 1984).
19.9.11 ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ
Εκδηλώσεις : Η εφάπαξ χορήγηση υπερβολικών δόσεων κορτικοειδών δεν αναμένεται να προκαλέσει οξέα συμπτώματα. Εκδηλώσεις υπερδοσολογίας αναμένονται συνήθως μετά από την επανειλημμένη χορήγηση υψηλών δόσεων κορτικοειδών. Πλην της αύξησης του σακχάρου και της ουρίας του αίματος, δεν έχουν αναφερθεί οξείες εκδηλώσεις υπερδοσολογίας μετά από την χορήγηση μεγάλων δόσεων μεθυλπρεδνιζολόνης.
Θεραπεία : Σε περιπτώσεις υπερδοσολογίας από τα κορτικοειδή πρέπει να διατηρείται επαρκής πρόσληψη υγρών και να ελέγχονται οι ηλεκτρολύτες του ορού και των ούρων και ιδιαίτερα η ισορροπία νατρίου και καλίου.
19.9.12 ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΕ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ
Η μεθυλπρεδνιζολόνη, σε μεγάλες δόσεις, καταστέλλει την έκκριση ACTH, την παραγωγή ενδογενούς κορτιζόλης και τις αντιγονικές ανταπαντήσεις στις δερματικές δοκιμασίες.
19.9.13 ΚΥΗΣΗ
Στα ζώα : Τα κορτικοειδή διαπερνούν εύκολα τον πλακούντα. Οι επιδράσεις τους δεν είναι γνωστές στις ωδίνες και τον τοκετό. Στα ζώα, χορηγούμενα σε μεγάλες δόσεις στη διάρκεια της κύησης, μπορεί να προκαλέσουν βλάβη στο έμβρυο.
Στον άνθρωπο : Η μεθυλπρεδνιζολόνη διέρχεται τον πλακούντα και έχει ανιχνευθεί στο πλάσμα του ομφάλιου λώρου σε γυναίκες που θεραπεύθηκαν με ενδοφλέβιες εγχύσεις ημισουκκινικής μεθυλπρεδνιζολόνης στη διάρκεια του τοκετού (Anderson GG et al, 1981).
Τα κορτικοειδή, αν και συνδέονται με σποραδικές περιπτώσεις σχισμών της υπερώας, αναστολής της ανάπτυξης, καταρράκτη, καταστολής των επινεφριδίων και άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες σε παιδιά που εκτέθηκαν σε κορτικοειδή στη διάρκεια της κύησης, δεν φαίνεται να συνοδεύονται από αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης συγγενών εμβρυικών ανωμαλιών, γι' αυτό και μπορούν να χορηγηθούν στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η προεκλαμπτική τοξιναιμία, όπου μπορεί να επιδεινώσουν την κατακράτηση των υγρών και την υπέρταση.
Πάντως, οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας πρέπει να ενημερώνουν τον θεράποντα γιατρό τους εάν θελήσουν να τεκνοποιήσουν ή είναι ήδη έγκυες ενώ θεραπεύονται με κορτικοειδή. Ακόμα, βρέφη που εκτέθηκαν στα γλυκοκορτικοειδή στη διάρκεια της κύησης πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή για εκδηλώσεις επινεφριδιακής ανεπάρκειας.
19.9.14 ΓΑΛΟΥΧΙΑ
Τα κορτικοειδή, στις μέτριες δόσεις που συνήθως χρησιμοποιούνται στη θεραπεία των ρευματικών νοσημάτων, φαίνεται ότι είναι ασφαλή στη διάρκεια της γαλουχίας. Πάντως, επειδή δεν έχουν γίνει επαρκείς μελέτες στην αναπαραγωγή σε ανθρώπους θεραπευόμενους με κορτικοειδή, η μεθυλπρεδνιζολόνη συνιστάται στη διάρκεια της γαλουχίας μόνον εφ΄όσον το όφελος υπερφαλαγγίζει τους δυνητικούς κινδύνους για το βρέφος.
19.9.15 ΔΟΣΕΙΣ - ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ
19.9.15.1 ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ
Η μεθυλπρεδνιζολόνη είναι, όπως και η πρεδνιζόνη και η πρεδνιζολόνη, ένα από τα κορτικοειδή εκλογής στη θεραπεία των ρευματικών νοσημάτων. Η αρχική δόση της χορηγούμενης per os μεθυλπρεδνιζολόνης κυμαίνεται σε 4-48 mg ημερησίως, ανάλογα με το νόσημα. Σε ηπιότερες καταστάσεις, μπορεί να χορηγηθούν μικρότερες δόσεις, ενώ ορισμένοι ασθενείς μπορεί να χρειασθούν μεγαλύτερες αρχικές δόσεις. Η αρχική δόση πρέπει να συνεχίζεται στο ίδιο ύψος ή να τροποποιείται μέχρις ότου προκύψει ικανοποιητική ανταπόκριση.
Εάν, μετά από ένα λογικό χρονικό διάστημα, δεν προκύψει ικανοποιητική κλινική ανταπόκριση, η μεθυλπρεδνιζολόνη πρέπει να διακόπτεται. Εφ΄ όσον επιτευχθεί ικανοποιητική ανταπόκριση, η κατάλληλη δόση συντήρησης μπορεί να προσδιορισθεί μειώνοντας την αρχική δόση του φαρμάκου σε μικρά ποσά στα κατάλληλα χρονικά διαστήματα, μέχρις ότου επιτευχθεί η μικρότερη δόση η οποία διατηρεί επαρκή κλινική ανταπόκριση.
Καταστάσεις που επιβάλλουν τροποποίησης της δόσης είναι μεταβολές της κλινικής κατάστασης δευτεροπαθώς σε υφέσεις ή εξάρσεις της νόσου, η ικανότητα ανταπόκρισης του κάθε ασθενή στα φάρμακα και η έκθεσή του σε στρεσσογόνους παράγοντες μη σχετιζόμενους άμεσα με την νοσολογική οντότητα στην οποία τα κορτικοειδή απευθύνονται. Στην τελευταία περίπτωση μπορεί να χρειασθεί αύξηση της δόσης της μεθυλπρεδνιζολόνης για χρονικό διάστημα ανάλογο με την κατάσταση του ασθενούς.
19.9.15.2 ΟΞΕΙΚΗ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ
Η οξεική μεθυλπρεδνιζολόνη προορίζεται για ενδομυική ή ενδαρθρική χορήγηση ή χορήγηση μέσα σε αλλοιώσεις ή μαλακά μόρια.
19.9.15.2.1 ΕΝΔΟΜΥΙΚΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ
Η ενδομυική δόση της οξεικής μεθυλπρεδνιζολόνης ποικίλλει ανάλογα με το νόσημα και κυμαίνεται από 40 mg κάθε 2-3 εβδομάδες, έως 120 mg κάθε εβδομάδα. Εάν υποκαθιστά προσωρινά την θεραπεία με κορτικοειδή per os, μπορεί να χορηγηθεί εφάπαξ ημερησίως σε δόση ισοδύναμη με την ολική καθημερινή δόση της per os χορηγούμενης οξεικής μεθυλπρεδνιζολόνης. Σε περιπτώσεις που χρειάζεται παρατεταμένο αποτέλεσμα, μπορεί να χορηγηθεί εφάπαξ ενδομυικά κάθε εβδομάδα σε δόση 7πλάσια της καθημερινά χορηγούμενης δόσης per os.
Η δόση του φαρμάκου πρέπει να καθορίζεται με βάση την βαρύτητα, την πρόγνωση και την αναμενόμενη διάρκεια της νόσου και την αντίδραση του ασθενούς στο φάρμακο. Σε παιδιά και νεογνά, πρέπει να καθορίζεται ανάλογα με την βαρύτητα της νόσου και όχι με την ηλικία και το σωματικό βάρος. Μετά από μερικές ημέρες θεραπείας, η μεθυλπρεδνιζολόνη πρέπει να μειώνεται ή να διακόπτεται βαθμιαία. Εάν η νόσος υφεθεί αυτόματα, η οξεική μεθυλπρεδνιζολόνη μπορεί να διακοπεί.
Εγκαύματα οισοφάγου οφειλόμενα σε κατάποση καυστικών ουσιών : Αρχικά χορηγούνται 20-40 mg νατριοηλεκτρικής μεθυλπρεδνιζολόνης ανά 48ωρο. Αν η per os θεραπεία γίνεται ανεκτή μπορεί να χορηγηθούν δισκία μεθυλπρεδνιζολόνης στις συνήθεις θεραπευτικές δόσεις. Η θεραπεία πρέπει να συνεχίζεται μέχρις ότου να ολοκληρωθεί η επούλωση και η επαναεπιθηλίωση του οισοφάγου (συνήθως 3-4 εβδομάδες).
Επινεφριδιογεννητικό σύνδρομο : 40 mg εφάπαξ κάθε 2 εβδομάδες.
Ρευματοειδής αρθρίτιδα : Δόση συντήρησης 40-120 mg/εβδομάδα.
Δερματικά νοσήματα : 40-120 mg/εβδομάδα επί 1-4 εβδομάδες.
Βαριές οξείες δερματίτιδες οφειλόμενες σε δηλητηριώδη κισσό : Βελτιώνονται 8-12 ώρες μετά από την εφάπαξ ενδομυϊκή χορήγηση 80-120 mg μεθυλπρεδνιζολόνης.
Χρόνιες δερματίτιδες εξ επαφής : Οι ενέσεις μπορεί να χρειασθεί να επαναληφθούν σε διαστήματα 5-10 ημερών.
Σμηγματορροική δερματίτιδα : 80 mg εφάπαξ/εβδομάδα.
΄Ασθμα : 80-120 mg εφάπαξ. Η βελτίωση εμφανίζεται εντός 6-48 ωρών και διαρκεί μερικές ημέρες έως 2 εβδομάδες.
Αλλεργική ρινίτιδα (πυρετός εκ χόρτου) : 80-120 mg εφάπαξ. Η βελτίωση των συμπτωμάτων εμφανίζεται εντός 6 ωρών και διαρκεί μερικές ημέρες έως 3 εβδομάδες.
Πολλαπλή σκλήρυνση : Η πρεδνιζολόνη, σε δόσεις 200 mg/24ωρο επί μίαν εβδομάδα ακολουθούμενες από 80 mg κάθε 2η ημέρα επί ένα μήνα, είναι αποτελεσματική στη θεραπεία των οξέων εξάρσεων της πολλαπλής σκλήρυνσης (5 mg πρεδνιζολόνης=4 mg μεθυλπρεδνιζολόνης).
19.9.15.2.2 ΕΝΔΑΡΘΡΙΚΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ
Στη ρευματοειδή αρθρίτιδα και την οστεοαρθρίτιδα η δόση της ενδαρθρικά χορηγούμενης οξεικής μεθυλπρεδνιζολόνης εξαρτάται από το μέγεθος της άρθρωσης και την βαρύτητα της νόσου. Σε χρόνιες περιπτώσεις, οι ενέσεις μπορεί να επαναληφθούν σε διαστήματα κυμαινόμενα από 1-5 ή και περισσότερες εβδομάδες, ανάλογα με το βαθμό της βελτίωσης που είχε η αρχική ένεση.
19.9.15.2.3 ΤΟΠΙΚΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ
Γάγγλια, τενοντίτιδα, επικονδυλίτιδα : Η δόση ποικίλλει ανάλογα με τον νόσημα και κυμαίνεται από 4-30 mg. Σε υποτροπιάζουσες ή χρόνιες καταστάσεις, μπορεί να χρειασθούν επανειλημμένες τοπικές διηθήσεις.
ΠΙΝΑΚΑΣ 35
ΔΟΣΕΙΣ ΟΞΕΙΚΗΣ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗΣ ΓΙΑ ΕΝΔΑΡΘΡΙΚΕΣ ΕΓΧΥΣΕΙΣ
Μέγεθος άρθρωσης |
Αρθρώσεις |
Δοσολογικόεύρος (mg) |
Μικρό |
Μετακαρπιοφαλαγγικές,μεσοφαλαγγικές, στερνοκλειδικές, ακρωμιοκλειδικές, ακρω- μιοκλειδικές |
4 -10 |
Μέσο |
Αγκώνες, πηχεοκαρπικές |
10-40 |
Μεγάλο |
Ωμοι, γόνατα, ποδοκνημικές |
20-80 |
Δερματολογικές καταστάσεις : Μετά τον καθαρισμό με ένα κατάλληλο αντισηπτικό, όπως οινόπνευμα 70%, 20-60 mg του εναιωρήματος ενίενται μέσα στην αλλοίωση. Σε εκτεταμένες δερματικές αλλοιώσεις μπορούν να χορηγηθούν 20-40 mg σε επανειλημμένες τοπικές ενέσεις. Η ένεση ποσότητας ικανής να προκαλέσει τον σχηματισμό μικρής εσχάρας πρέπει να αποφεύγεται. Συνήθως γίνονται 1-4 ενέσεις. Το διάστημα μεταξύ των ενέσεων ποικίλλει ανάλογα με τον τύπο των παθολογοανατομικών αλλοιώσεων και την διάρκεια της βελτίωσης που έχει επιτευχθεί με την αρχική ένεση.
19.9.15.3 ΕΝΔΟΦΛΕΒΙΕΣ ΩΣΕΙΣ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗΣ
Σε περιπτώσεις που απαιτούνται μεγάλες δόσεις κορτικοειδών, η μεθυλπρεδνιζολόνη μπορεί να χορηγηθεί ενδοφλέβια σε δόση 30 mg/kg, σε διάστημα τουλάχιστον 30΄. Η δόση αυτή μπορεί να επαναληφθεί κάθε 4-6 ώρες επί 48 ώρες. Γενικά, η θεραπεία με μεγάλες δόσεις κορτικοειδών πρέπει να συνεχίζεται μέχρις ότου η κατάσταση του ασθενούς σταθεροποιηθεί, συνήθως όχι πάνω από 48-72 ώρες.
Σε άλλες περιπτώσεις, η αρχική δόση της νατριοηλεκτρικής μεθυλπρεδνιζολόνης ποικίλλει από 10-40 mg, ανάλογα με το υποκείμενο νόσημα. Οι μεγαλύτερες δόσεις μπορεί να απαιτηθούν για την βραχυπρόθεσμη αντιμετώπιση σοβαρών, οξέων, καταστάσεων.
Η αρχική δόση συνήθως χορηγείται ενδοφλέβια σε διάστημα αρκετών λεπτών. Οι επόμενες μπορούν να χορηγηθούν ενδοφλέβια ή ενδομυικά σε διαστήματα υπαγορευόμενα από την ανταπόκριση και την κλινική κατάσταση του ασθενούς. Η δόση πρέπει να μειώνεται σε βρέφη και παιδιά, αλλά πρέπει να καθορίζεται από την βαρύτητα της νόσου και την ανταπόκριση του ασθενούς, παρά την ηλικία και το μέγεθος και δεν πρέπει να είναι <0.5 mg/kg κάθε 24 ώρες.
Όταν το φάρμακο έχει χορηγηθεί πάνω από μερικές ημέρες, η δόση του πρέπει να μειώνεται ή να διακόπτεται προοδευτικά. Σε χρόνιες καταστάσεις, εάν παρατηρηθεί αυτόματη ύφεση, μπορεί να διακοπεί.
Η νατριοηλεκτρική μεθυλπρεδνιζολόνη μπορεί να χορηγηθεί με ενδοφλέβια ή ενδομυική ένεση ή με ενδοφλέβια έγχυση. Η προτιμώμενη οδός σε επείγουσες περιπτώσεις είναι η ενδοφλέβια ένεση. Για να χορηγηθεί με ενδοφλέβια (ή ενδομυική) ένεση το διάλυμα πρέπει να παρασκευάζεται σύμφωνα με τις οδηγίες. Η επιθυμητή δόση μπορεί να χορηγηθεί ενδοφλέβια σε διάστημα αρκετών λεπτών. Το φάρμακο μπορεί επίσης να χορηγηθεί διαλυμένο μετά από προσθήκη ενέσιμου ύδατος ή άλλου κατάλληλου διαλύτη.
Για ενδοφλέβια έγχυση, το διάλυμα πρέπει να ετοιμάζεται σύμφωνα με τις οδηγίες. Το διάλυμα αυτό μπορεί να προστεθεί σε υδατικό διάλυμα δεξτρόζης 5%, ισότονο διάλυμα φυσιολογικού ορού ή δεξτρόζης 5% σε ισότονο διάλυμα φυσιολογικού ορού.
Ρευματοειδής αρθρίτιδα : Η ελάχιστη αποτελεσματική δόση των ενδοφλέβιων ώσεων μεθυλπρεδνιζολόνης είναι άγνωστη. Δόσεις 1 gr ενδοφλέβια επί 3 συνεχείς ημέρες είναι εξίσου αποτελεσματικές με 1 gr πρεδνιζολόνης per os (40 δισκία των 25 mg επί 3 συνεχείς ημέρες) (Ne-eds CJ et al, 1988; Smith MD et al, 1988a), 250 mg ενδοφλέβια (Vischer TL et al, 1986), 320 mg ενδομυικά ή ενδοφλέβια (Radia M and Furst DE, 1988) και 100 mg ενδοφλέβια (Iglehart IW et al, 1990). Πάντως, η νατριοηλεκτρική μεθυλπρεδνιζολόνη, σε δόση 500 mg ενδοφλέβια, είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματική από 1 gr (Shipley ME et al, 1988).
1o σχήμα : 1 gr ΕΦ/24ωρο Χ 3 συνεχείς ημέρες (Baylis EM et al, 1982; Hansen TM et al, 1987). Δεν φαίνεται να πλεονεκτεί σημαντικά μιας απλής ώσης, γι' αυτό και είναι προτιμότερο μια απλή ώση να επαναλαμβάνεται, εάν είναι απαραίτητο, μέχρις ότου δράσουν τα ΒΔΑΦ.
2ο σχήμα : 1 gr/μήνα Χ 3-6 μήνες (Bijlsma JW et al, 1986; Wong CS, 1990)
3ο σχήμα : 1 gr ΕΦ κάθε 2η ημέρα (σύνολο 3 εγχύσεις) (Forster PJG et al, 1982). Είναι το συνηθέστερα χρησιμοποιούμενο σχήμα και επαναλαμβάνεται κάθε 6 εβδομάδες.
Νεανική ρευματοειδής αρθρίτιδα
1ο σχήμα : Μεθυλπρεδνιζολόνη 30 mg/kg εφάπαξ, μέχρι την μέγιστη δόση 1 gr. Η ώση μπορεί να επαναληφθεί, εάν χρειάζεται, εάν οι συστηματικές εκδηλώσεις υποτροπιάσουν, αλλ΄ όχι συχνότερα από κάθε 4 ημέρες.
2ο σχήμα : Μεθυλπρεδνιζολόνη 5 mg/kg/24ωρο Χ 3 συνεχείς ημέρες και στη συνέχεια 2.5 mg/kg/24ωρο Χ 3 συνεχείς ημέρες, ακολουθούμενη από πρεδνιζόνη per os (1 mg/kg/24ωρο) (Picco P et al, 1996)
Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος
ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟ ΣΧΗΜΑ : Μεθυλπρεδνιζολόνη 10-30 mg/kg (500-1.000 mg/ώση) Χ 3-6 ημέρες. Διατήρηση της ανταπόκρισης με πρεδνιζόνη 40-60 mg/24ωρο ή 2 mg/kg/24ωρο per os.
Αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα
ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟ ΣΧΗΜΑ : 1 gr/24ωρο Χ 3 συνεχείς ημέρες.
Απειλητικές για την ζωή καταστάσεις (καταπληξία, σύνδρομο αναπνευστικής ανεπάρκειας ενηλίκων)
ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟ ΣΧΗΜΑ : 30 mg/kg μεθυλπρεδνιζολόνης ενδοφλέβια σε διάστημα τουλάχιστον 30΄. Η δόση αυτή επαναλαμβάνεται, εάν χρειασθεί, κάθε 4-6 ώρες επί 48 ώρες. H θεραπεία με μεγάλες δόσεις κορτικοειδών πρέπει να συνεχίζεται μέχρις ότου σταθεροποιηθεί η κατάσταση του ασθενούς, συνήθως όχι πάνω από 48-72 ώρες.
Πολλαπλή σκλήρυνση
ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟ ΣΧΗΜΑ : 1 gr/24ωρο Χ 3 μέρες ΕΦ ή 1 gr/24ωρο Χ 5 ημέρες ΕΦ.
Οιδηματώδεις καταστάσεις (π.χ. σπειραματονεφρίτιδα)
ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟ ΣΧΗΜΑ : 30 mg/kg κάθε 48 ώρες Χ 4 ημέρες ΕΦ ή 1 gr/24ωρο Χ 3, 5 ή 7 ημέρες ΕΦ. Το δοσολογικό αυτό σχήμα μπορεί να επαναληφθεί εάν δεν υπάρξει βελτίωση μέσα σε μίαν βδομάδα μετά την θεραπεία ή εάν το υπαγορεύει η κατάσταση του ασθενούς.
19.9.16 ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ - ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ
Νεογνά : Η στείρα σκόνη Solu-Medrol αντενδείκνυται στα πρόωρα νεογνά, δεδομένου ότι τα φιαλίδια των 40 mg, 125 mg και 1 gr και οι διαλύτες για τα φιαλίδια των 500 mg, 1 gr και 2 gr περιέχουν βενζυλική αλκοόλη, η οποία μπορεί να αποβεί θανατηφόρα.
Παιδιά : Τα κορτικοειδή πρέπει να αποφεύγονται στη βρεφική-παιδική ηλικία, γιατί μπορεί να προκαλέσουν αναστολή της ανάπτυξης, γι΄αυτό και πρέπει να χορηγούνται στη μικρότερη δυνατή δόση και το μικρότερο, ει δυνατόν, χρονικό διάστημα.
Η χορήγηση της μεθυλπρεδνιζολόνης κάθε 2η ημέρα μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο αναστολής της ανάπτυξης, καταστέλλει λιγότερο τον άξονα και προσφέρει ικανοποιητική ανοσοκαταστολή σε μερικά παιδιά με μεταμόσχευση οργάνων.
Ηλικιωμένοι : Τα κορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται με προσοχή στους ηλικιωμένους, γιατί μπορεί να προκαλέσουν κατακράτηση νατρίου, υπέρταση και οίδημα και να ενεργοποιήσουν λανθάνουσα φυματιώδη εστία.
Η μεθυλπρεδνιζολόνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί στους ηλικιωμένους, αλλά με προσοχή όταν χορηγείται μακροχρόνια ή σε μεγάλες δόσεις, λόγω του αυξημένου κινδύνου ανάπτυξης πεπτικού έλκους, οστεοπόρωσης/οστεοπορωτικών καταγμάτων, δερματικών ελκών, σακχαρώδη διαβήτη, καταρράκτη, κ.ά.
Κύηση : Το όφελος από την χρήση των κορτικοειδών στη διάρκεια της κύησης ή σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας πρέπει να σταθμίζεται σε σχέση με τους πιθανούς κινδύνους για την μητέρα και το έμβρυο ή το νεογνό.
Γαλουχία : Η μεθυλπρεδνιζολόνη συνιστάται στη διάρκεια της γαλουχίας μόνον εφ΄όσον το πιθανό όφελος υπερφαλαγγίζει τους δυνητικούς κινδύνους για το βρέφος.
Εμβολιασμοί : Επειδή τα κορτικοειδή αναστέλλουν την ανοσοαπάντηση, η μεθυλπρεδνιζολόνη μπορεί να προκαλέσει μειωμένη απάντηση στις ανατοξίνες και στα εμβόλια που περιέχουν ζώντες ή αδρανοποιημένους μικρο-οργανισμούς. Ακόμα, τα κορτικοειδή μπορεί να δυνητικοποιήσουν την αναπαραγωγή ορισμένων ζώντων μικρο-οργανισμών που εμπεριέχονται στα ζώντα εξασθενημένα εμβόλια και, σε υπερφυσιολογικές δόσεις, να επιδεινώσουν τις νευρολογικές αντιδράσεις ορισμένων εμβολίων.
Η ανοσοποίηση επιτρέπεται σε ασθενείς θεραπευόμενους με μη ανοσοκατασταλτικές ή με συμπληρωματικές δόσεις κορτικοειδών (π.χ. για νόσο Addison).
Σε ασθενείς θεραπευόμενους με ανοσοκατασταλτικές δόσεις κορτικοειδών, οι εμβολιασμοί με ζώντες ή ζώντες, αλλά εξασθενημένους, ιούς αντενδείκνυνται, γι΄αυτό και δεν πρέπει να εμβολιάζονται κατά της ευλογιάς. Η συνήθης χρήση εμβολίων ή ανατοξινών πρέπει γενικά να αναβάλλεται μέχρις ότου διακοπεί η χορήγηση των κορτικοειδών. Εφ΄όσον είναι απαραίτητος ο εμβολιασμός σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή, μπορεί να χρειασθεί να γίνουν ορολογικές δοκιμασίες για να επιβεβαιωθεί η επάρκεια της ανοσοαπάντησης του ασθενούς και να χορηγηθούν επιπρόσθετες δόσεις εμβολίων ή ανατοξινών.
ΠΡΟΥΠΑΡΧΟΝΤΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΤΑ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙ-ΟΥΝΤΑΙ ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ
- Μη ειδική ελκώδης κολίτιδα
- Εκκολπωματίτιδα
- Πρόσφατη εντερική αναστόμωση
- Ενεργό ή ασυμπτωματικό πεπτικό έλκος
- Νεφρική ανεπάρκεια
- Υπέρταση
- Σπασμοί
- Οστεοπόρωση
- Βαριά μυασθένεια
- Εμφρακτο μυοκαρδίου
- Υποπροθρομβιναιμία
- Κίρρωση
- Υποθυρεοειδισμός
- Λοιμώξεις
- Απλός οφθαλμικός έρπητας
- Ψυχιατρικές διαταραχές
Γαστρεντερικά νοσήματα : Τα κορτικοειδή αντενδείκνυνται σε ασθενείς με πεπτικό έλκος, εκτός εάν πάσχουν από απειλητικές για την ζωή καταστάσεις. Ακόμα, πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με εκκολπωματίτιδα, μη ειδική ελκώδη κολίτιδα (εάν υπάρχει πιθανότητα επικείμενης διάτρησης, απόστημα ή άλλες πυογενείς λοιμώξεις) ή πρόσφατη εντερική αναστόμωση. Οι εκδηλώσεις ερεθισμού του περιτοναίου λόγω διάτρησης του γαστρεντερικού σωλήνα μπορεί να είναι ελάχιστες ή απουσιάζουν σε ασθενείς θεραπευόμενους με γλυκοκορτικοειδή.
Εμφρακτο μυοκαρδίου : Τα κορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται με εξαιρετική προσοχή σε ασθενείς με πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου, γιατί μπορεί να προκαλέσουν ρήξη του τοιχώματος της αριστερής κοιλίας.
Θρομβοεμβολικά νοσήματα : Τα κορτικοειδή πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με θρομβοεμβολικά νοσήματα.
Βαριά μυασθένεια : Τα γλυκοκορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε ασθενείς με βαριά μυασθένεια θεραπευόμενους με αντιχολινεστερασικά φάρμακα.
Οφθαλμικά νοσήματα : Τα κορτικοειδή πιθανώς αντενδείκνυνται σε πάσχοντες από ενεργείς απλές ερπητικές οφθαλμικές λοιμώξεις και δεν συνιστώνται στη θεραπεία της οπτικής νευρίτιδας, γιατί μπορεί να αυξήσουν την συχνότητα των επεισοδίων.
Υποθυρεοειδισμός - κίρρωση : Οι δράσεις της μεθυλπρεδνιζολόνης μπορεί να αυξηθούν σε ασθενείς με υποθυρεοειδισμό ή σοβαρά ηπατικά νοσήματα λόγω αναστολής του μεταβολισμού της.
Ψυχιατρικά νοσήματα : Η μεθυλπρεδνιζολόνη, όπως όλα τα κορτικοειδή, μπορεί να επιδεινώσει προϋπάρχουσα συναισθηματική αστάθεια, σοβαρή κατάθλιψη ή επιρρέπεια σε ψυχωσικές διαταραχές, γι΄ αυτό και πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό ψυχιατρικών διαταραχών.
Φαρμακευτική αλλεργία : Τα παρεντερικά χορηγούμενα κορτικοειδή μπορεί σπάνια να προκαλέσουν αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις (π.χ. βρογχόσπασμο), γι΄αυτό και πρέπει να παίρνονται τα κατάλληλα προφυλακτικά μέτρα πριν από την χορήγησή τους, ειδικά όταν ο άρρωστος έχει ιστορικό αλλεργίας σε φάρμακα.
Λοιμώξεις : Τα κορτικοειδή πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με πιθανές ή γνωστές λοιμώξεις, δεδομένου ότι :
- Αυξάνουν την επιρρέπεια στην ανάπτυξη λοιμώξεων
- Μπορεί να επιδεινώσουν την διαδρομή ή την έκβαση των λοιμώξεων, π.χ. να προκαλέσουν διάτρηση σε ασθενείς με απλό οφθαλμικό έρπητα
- Μπορεί να αναζωπυρώσουν λανθάνουσες λοιμώξεις ή να επιδεινώσουν ενδογενείς λοιμώξεις από διάφορους μικρο-οργανισμούς, π.χ. να ενεργοποιήσουν λανθάνουσα αμοιβαδίαση, γι΄αυτό και σε κάθε ασθενή με ανεξήγητη διάρροια πρέπει να αποκλείεται η λανθάνουσα ή ενεργός αμοιβαδική λοίμωξη πριν από την έναρξη της θεραπείας με κορτικοειδή
- Μπορεί να συγκαλύψουν μερικές από τις εκδηλώσεις των λοιμώξεων, να ευνοήσουν την διασπορά του λοιμογόνου μικρο-οργανισμού και την ανάπτυξη νέων λοιμώξεων, όπως και να μειώσουν την αντίσταση και την δυνατότητα εντόπισης των λοιμώξεων
- Μπορεί να επιδεινώσουν τις συστηματικές μυκητιασικές λοιμώξεις, γι΄αυτό και δεν πρέπει να χορηγούνται εάν εμφανισθούν τέτοιες λοιμώξεις, εκτός εάν χρειάζονται για τον έλεγχο φαρμακευτικών αντιδράσεων που οφείλονται στην αμφοτερικίνη Β. Η ταυτόχρονη χορήγηση της αμφοτερικίνης Β με υδροκορτιζόνη μπορεί να προκαλέσει διόγκωση της καρδιάς και συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
- Μπορεί να υποβοηθήσουν την εγκατάσταση δευτερογενών οφθαλμικών λοιμώξεων από μύκητες ή ιούς
- Μπορεί να αρνητικοποιήσουν ψευδώς την δοκιμασία νιτροκυανού του τετραζολίου για βακτηριδιακές λοιμώξεις.
Η χρήση της μεθυλπρεδνιζολόνης σε ασθενείς με ενεργό φυματίωση πρέπει να περιορίζεται μόνο σε περιπτώσεις κεραυνοβόλου ή κεγχροειδούς φυματίωσης, όπου τα κορτικοειδή χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της νόσου σε συνδυασμό με την κατάλληλη αντιφυματική αγωγή. Η κορτικοειδοθεραπεία, εάν είναι απαραίτητη σε ασθενείς με λανθάνουσα φυματίωση ή θετική Mantoux, επιβάλλει στενή παρακολούθηση, γιατί μπορεί να προκαλέσει αναζωπύρωση της φυματιώδους λοίμωξης. Οι ασθενείς αυτοί, εφ΄όσον θεραπεύονται μακροχρόνια με κορτικοειδή, πρέπει να υποβάλλονται σε χημειοπροφύλαξη.
Τα παιδιά που θεραπεύονται με ανοσοκατασταλτικά φάρμακα είναι περισσότερο επιρρεπή σε λοιμώξεις από τα υγιή. Π.χ. η ανεμευλογία και η ιλαρά μπορεί να έχουν βαρύτερη, ακόμα και θανατηφόρα, διαδρομή σε παιδιά θεραπευόμενα με ανοσοκατασταλτικές δόσεις κορτικοειδών.
Παιδιά ή ενήλικες που θεραπεύονται με ανοσοκατασταλτικές δόσεις κορτικοειδών, αλλά δεν έχουν προσβληθεί από ανεμευλογία ή ιλαρά, πρέπει να αποφεύγουν την έκθεση στις λοιμώξεις αυτές και, αν τυχόν εκτεθούν, να συμβουλεύονται τον γιατρό τους. Εάν εκτεθούν στις λοιμώξεις αυτές, μπορεί να χρειασθούν θεραπεία με απλή (IVIG) ή ειδική εναντίον του ιού της ανεμευλογίας – έρπητα ζωστήρα (VZIG) ενδοφλέβια ανοσοσφαιρίνη, ανάλογα με την περίπτωση. Εάν εμφανίσουν ανεμευλογία, μπορεί να χρειασθούν θεραπεία με αντι-ιογενή φάρμακα.
19.9.17 ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
- Τα κορτικοειδή πρέπει να αποφεύγονται σε εγκύους με προεκλαμψία, εκλαμψία ή ενδείξεις βλάβης του πλακούντα
- Τα γλυκοκορτικοειδή, σε μέτριες ή μεγάλες δόσεις, μπορεί να προκαλέσουν κατακράτηση νατρίου και ύδατος με συνεπακόλουθο οίδημα, απώλεια καλίου, υποκαλιαιμική αλκάλωση και υπέρταση, όπως και συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια σε επιρρεπείς ασθενείς.
- Η ανεπάρκεια του φλοιού των επινεφριδίων από τα κορτικοειδή μπορεί να μετριασθεί με την προοδευτική μείωση της δόσης του κορτικοειδούς και να επιμείνει αρκετούς μήνες μετά την διακοπή του.
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με κορτικοειδή μπορεί να χρειασθούν επιπρόσθετα αυξημένες δόσεις ταχέως δρώντων κορτικοειδών πριν, στη διάρκεια και μετά από ασυνήθιστους στρεσσογόνους παράγοντες.
- Η σωματική ανάπτυξη των βρεφών και των παιδιών που θεραπεύονται μακροχρόνια με κορτικοειδή πρέπει να παρακολουθείται με προσοχή.
- Τα γλυκοκορτικοειδή αντενδείκνυνται σε ασθενείς με γνωστή υπερευαισθησία στα κορτικοειδή.
- Πριν από κάθε χειρουργική επέμβαση οι ασθενείς πρέπει να ενημερώνουν τον γιατρό και τον οδοντίατρό τους ή τον αναισθησιολόγο ότι παίρνουν ή έχουν πάρει πρόσφατα (μέσα σε διάστημα 12 μηνών) κορτικοειδή
- Οι ασθενείς που παίρνουν γλυκοκορτικοειδή πρέπει να αναφέρουν στο γιατρό τους κάθε λοίμωξη ή εκδήλωση ενδεικτική λοίμωξης ή κακώσεις που εμφανίζουν στη διάρκεια της κορτικοειδοθεραπείας ή σε διάστημα 12 μηνών μετά την διακοπή της
- Τα κορτικοειδή, όταν χορηγούνται σε μεγάλες δόσεις, συνιστάται να λαμβάνονται μετά τα γεύματα και ταυτόχρονα με αντιόξινα στα ενδιάμεσα των γευμάτων, ώστε να προληφθεί η ανάπτυξη πεπτικού έλκους
- Ο χρόνος προθρομβίνης πρέπει να ελέγχεται τακτικά σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή και ταυτόχρονα κουμαρινικά αντιπηκτικά, γιατί τα κορτικοειδή μπορεί να τροποποιήσουν την ανταπόκριση στα φάρμακα αυτά.
- Η ασπιρίνη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με υποπροθρομβιναιμία θεραπευόμενους με κορτικοειδή
- Επειδή οι επιπλοκές της κορτικοειδοθεραπείας εξαρτώνται από την δόση του φαρμάκου και την διάρκεια της θεραπείας, σε κάθε περίπτωση πρέπει να ζυγίζεται η σχέση όφελους/κίνδυνο όσον αφορά την δόση και την διάρκεια της θεραπείας και την συχνότητα χορήγησης του φαρμάκου (καθημερινά ή κατά διαστήματα).
- Τα κορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται στη μικρότερη δυνατή δόση για τον έλεγχο του νοσήματος στο οποίο απευθύνονται και, όταν η μείωση της δόσης τους είναι δυνατή, να γίνεται βαθμιαία και όχι απότομα.
- Η ενδοφλέβια έγχυση μεγάλων δόσεων νατριοηλεκτρικής μεθυλπρεδνιζολόνης, εάν γίνει με ταχύ ρυθμό (>0.5 gr σε διάστημα <10΄), μπορεί να προκαλέσει καρδιακή αρρυθμία ή/και κυκλοφοριακή ανεπάρκεια ή καρδιακή ανακοπή, γι΄αυτό και πρέπει να γίνεται με προσοχή και σύμφωνα με τις οδηγίες έγχυσης του φαρμάκου.
19.9.18 ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ
19.9.18.1 ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ
Εμπορική ονομασία |
Μορφές-περιεκτικότητες |
Κατασκευαστής |
Medrol |
Tabl. 50 x 4 mg |
PHARMACIA & UPJOHN AE |
|
Tabl. 14 x 16 mg |
|
19.9.18.2 METHYLPREDNISOLONE ACEPONATE
Εμπορική ονομασία |
Μορφές-περιεκτικότητες |
Κατασκευαστής |
Advantan |
Pomm. Fatty 15 gr x 0.1% |
SHEPA OE |
|
Pomm. 15 gr x 0.1% |
|
|
Cream 15 gr x 0.1% |
|
19.9.18.3 ΟΞΕΙΚΗ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ
Εμπορική ονομασία |
Μορφές-περιεκτικότητες |
Κατασκευαστής |
Depo-Medrol |
Inj. Susp. 1 ml x 80 mg |
PHARMACIA & UPJOHN AE |
|
Inj. Susp. 1 ml x 40 mg |
|
Neo-Medrol |
Acne Lotion 25 ml |
PHARMACIA&UPJOHN AE |
19.9.18.4 ΝΑΤΡΙΟΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ
Εμπορική ονομασία |
Μορφές-περιεκτικότητες |
Κατασκευαστής |
Solu-Medrol |
Inj. Lyoph. 2 ml x 125 mg |
PHARMACIA & UPJOHN AE |
|
Inj. Lyoph. 1 ml x 40 mg |
|
|
Inj. Lyoph. 8 ml x 500 mg |
|
|
Inj. Lyoph. 16 ml x 1 gr |
|
19.9.19 ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ
19.9.19.1 ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ (MEDROL)
Δισκία : Κάθε δισκίο περιέχει 2, 4, 8, 16, 24 ή 32 mg μεθυλπρεδνιζολόνης και τα εξής ανενεργή συστατικά :
- Δισκία 2 mg : Στεαρικό ασβέστιο, άμυλο αραβοσίτου, νατριούχο ερυθροσίνη, λακτόζη, ορυκτέλαιο, σορβικό οξύ και σουκρόζη.
- Δισκία 4 και 16 mg : Στεαρικό ασβέστιο, άμυλο αραβοσίτου, λακτόζη, ορυκτέλαιο, σορβικό οξύ και σουκρόζη.
- Δισκία 8 και 32 mg : Στεαρικό ασβέστιο, άμυλο αραβοσίτου, FD&C yellow No 6, λακτόζη, ορυκτέλαιο, σορβικό οξύ και σουκρόζη.
- Δισκία 24 mg : Στεαρικό ασβέστιο, άμυλο αραβοσίτου, FD&C yellow No 5, λακτόζη, ορυκτέλαιο, σορβικό οξύ και σουκρόζη.
17.9.19.2 ΟΞΕΙΚΗ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ (DEPO-MEDROL)
Η οξεική μεθυλπρεδνιζολόνη διατίθεται σε στείρο υδατικό εναιώρημα για ενδομυική και ενδαρθρική χορήγηση και μέσα σε αλλοιώσεις ή μαλακούς ιστούς σε σκευάσματα των 20 mg/ ml, 40 mg/ml και 80 mg/ml. Κάθε ml των σκευασμάτων αυτών περιέχει ανενεργά συστατικά (ΒΛ. ΠΙΝΑΚΑ).
ΠΙΝΑΚΑΣ 36
ΕΚΔΟΧΑ ΟΞΕΙΚΗΣ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗΣ
Εκδοχα οξεικής μεθυλπρεδνιζολόνης |
Ισχύς σκευάσματος |
||
|
20 mg |
40 mg |
80 mg |
Πολυαιθυλενογλυκόλη 3350 |
29.5 mg |
29.1 mg |
28.2 mg |
Πολυσορβάτη 80 |
1.97 mg |
1.94 mg |
1.88 mg |
Μονοβασικό φωσφορικό νάτριο |
6.9 mg |
6.8 mg |
6.59 mg |
Διβασικό φωσφορικό νάτριο |
1.44 mg |
1.42 mg |
1.37 mg |
Βενζυλική αλκοόλη (σαν συντηρητικό) |
9.3 mg |
9.16 mg |
8.88 mg |
(Η τονικότητα τροποποιήθηκε με χλωριούχο νάτριο) |
Εάν είναι απαραίτητο, το pH τροποποιείται με την προσθήκη υδροξειδίου του νατρίου ή/και υδροχλωρικού οξέος. Το pH του τελικού προϊόντος παραμένει μεταξύ 3.5-7.0.
17.9.19.3 ΝΑΤΡΙΟΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ (SOLU-MEDROL)
40 mg ACT-O-VIAL (φιαλίδιο εφάπαξ δόσης) (Upjohn) : Κάθε ml (μετά την ανάμιξη) περιέχει νατριοηλεκτρική μεθυλπρεδνιζολόνη ισοδύναμη με 40 mg μεθυλπρεδνιζολόνης, 1.6 mg άνυδρου μονοβασικού φωσφορικού νατρίου, 17.46 mg αποξηραμένου διβασικού φωσφορικού νατρίου, 25 mg άνυδρης λακτόζης και 8.8 mg βενζυλικής αλκοόλης (σαν συντηρητικό).
125 mg ACT-O-VIAL (φιαλίδιο εφάπαξ δόσης) : Κάθε 2 ml (μετά από ανάμιξη) περιέχει νατριοηλεκτρική μεθυλπρεδνιζολόνη ισοδύναμη με 125 mg μεθυλπρεδνιζολόνης, 1.6 mg άνυδρου μονοβασικού φωσφορικού νατρίου, 17.4 mg αποξηραμένου διβασικού φωσφορικού νατρίου και 17.6 mg βενζυλικής αλκοόλης (σαν συντηρητικό).
Φιαλίδιο 500 mg : Κάθε 8 ml (μετά την ανάμιξη) περιέχουν νατριοηλεκτρική μεθυλπρεδνιζολόνη ισοδύναμη με 500 mg μεθυλπρεδνιζολόνης, 6.4 mg άνυδρου μονοβασικού φωσφορικού νατρίου, 69.6 mg αποξηραμένου διβασικού φωσφορικού νατρίου και 70.2 mg βενζυλικής αλκοόλης (σαν συντηρητικό).
Φιαλίδιο 1 gr : Κάθε 16 ml (μετά την ανάμιξη) παριέχουν νατριοηλεκτρική μεθυλπρεδνιζολόνη ισοδύναμη με 1 gr μεθυλπρεδνιζολόνης, 12.8 mg άνυδρου μονοβασικού φωσφορικού νατρίου και 139.2 mg αποξηραμένου διβασικού φωσφορικού νατρίου.
Φιαλίδια 1 gr ACT-O-VIAL (φιαλίδιο εφάπαξ δόσης) : Κάθε 8 ml (μετά την ανάμιξη) περιέχει νατριοηλεκτρική μεθυλπρεδνιζολόνη ισοδύναμη με 1 gr μεθυλπρεδνιζολόνης, 12.8 mg άνυδρου μονοβασικού φωσφορικού νατρίου, 139.2 mg αποξηραμένου διβασικού φωσφορικού νατρίου και 66.8 mg βενζυλικής αλκοόλης (σαν συντηρητικό).
Φιαλίδιο 2 gr : Κάθε 30.6 ml (μετά από ανάμιξη) περιέχει νατριοηλεκτρική μεθυλπρεδνιζολόνη ισοδύναμη με 2 gr μεθυλπρεδνιζολόνης, 25.6 mg άνυδρου μονοβασικού φωσφορικού νατρίου και 278 mg αποξηραμένου διβασικού φωσφορικού νατρίου.
Φιαλίδιο 2 gr με διαλύτη : Κάθε 30.6 ml (μετά από ανάμιξη) περιέχει νατριοηλεκτρική μεθυλπρεδνιζολόνη ισοδύναμη με 2 gr μεθυλπρεδνιζολόνης, 25.6 mg άνυδρου μονοβασικού φωσφορικού νατρίου, 278 mg αποξηραμένου διβασικού φωσφορικού νατρίου και 273 mg βενζυλικής αλκοόλης (σαν συντηρητικό).
Εάν είναι απαραίτητο, το pH κάθε σκευάσματος τροποποιείται με την προσθήκη υδροξειδίου του νατρίου, ώστε το pH του ανασυσταθέντος διαλύματος να κυμαίνεται μεταξύ 7-8 και η τονικότητα, για το διάλυμα 40 mg/ml, 0.50 osmolar, για τα διαλύματα 125 mg/2 ml, 500 mg/8 ml και 1 gr/16 ml, 0.40 osmolar, για το διάλυμα 1 gr/8 ml, 0.44 osmolar, για τα διαλύματα 2 gr/30.6 ml, 0.42 osmolar. (Ισότονος ορός = 0.28 osmolar).
Τα διαλύματα πρέπει να χρησιμοποιούνται εντός 48 ωρών από της ανάμιξης.
19.9.20 ΟΔΗΓΙΕΣ ΧΡΗΣΗΣ
Τα διαλύματα της νατριοηλεκτρικής μεθυλπρεδνιζολόνης για ενδοφλέβια έγχυση παρασκευάζονται μετά από διάλυση της νατριοηλεκτρικής μεθυλπρεδνιζολόνης σύμφωνα με τις οδηγίες. Η νατριοηλεκτρική μεθυλπρεδνιζολόνη χορηγείται ενδοφλέβια σε διάστημα ενός λεπτού (δόσεις μέχρι 125 mg) έως 20 λεπτών (δόσεις ≥ 500 mg). Με παρόμοιο τρόπο χορηγούνται και οι επόμενες δόσεις.
Η νατριοηλεκτρική μεθυλπρεδνιζολόνη μπορεί να διαλυθεί σε δεξτρόζη 5% σε ύδωρ, φυσιολογικό ορό, δεξτρόζη 5% σε διάλυμα 0,45% χλωριούχου νατρίου. Αραιές συγκεντρώσεις (≥ 0,25 mg/ml) πρέπει να χρησιμοποιούνται αμέσως.
Η συμβατότητα και σταθερότητα των διαλυμάτων της νατριοηλεκτρικής μεθυλπρεδνιζολόνης με άλλα φάρμακα για ενδοφλέβια χορήγηση εξαρτάται από το pΗ του μείγματος, την συγκέντρωση, τον χρόνο, την θερμοκρασία και τον βαθμό διάλυσης της μεθυλπρεδνιζολόνης. Για να αποφευχθούν προβλήματα συμβατότητας και σταθερότητας, όποτε είναι δυνατόν, η νατριοηλεκτρική μεθυλπρεδνιζολόνη συνιστάται να χορηγείται χωριστά από άλλα φάρμακα.
ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗΣ
Η μεθυλπρεδνιζολόνη είναι ένα ισχυρό αντιφλεγμονώδες στεροειδές. Έχει μεγαλύτερη αντιφλεγμονώδη ισχύ από την πρεδνιζολόνη και ακόμα μικρότερη τάση κατακράτησης νατρίου και ύδατος. Το κύριο πλεονέκτημά της είναι ότι μπορεί να χορηγηθεί παρεντερικά σε πολύ μεγάλες δόσεις σε επείγουσες καταστάσεις χαρακτηριζόμενες από μεγάλη θνησιμότητα/ θνητότητα και σχετική έλλειψη αποτελεσματικότητας στις συμβατικές θεραπείες, γι΄αυτό και είναι το σκεύασμα εκλογής σε ρευματικά νοσήματα που απειλούν την ζωή ή/και την λειτουργία ζωτικών οργάνων.
17.10 ΠΡΕΔΝΙΖΟΝΗ ΚΑΙ ΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ
Η πρεδνιζόνη και η πρεδνιζολόνη είναι από τα πρώτα συνθετικά κορτικοειδή που χρησιμοποιήθηκαν στη θεραπευτική. Είναι ανάλογα της φυσιολογικά παραγόμενης κορτιζόλης και ανήκουν στην ομάδα των γλυκοκορτικοειδών.
ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ ΠΡΕΔΝΙΖΟΝΗΣ-ΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΑ ΣΤΗ ΚΑΘΗΜΕΡΑ ΠΡΑΞΗ
- Πρεδνιζόνη (Prednisone)
- Πρεδνιζολόνη (Prednisolone)
- Οξεική πρεδνιζολόνη (Prednisolone acetate)
- Δινάτριο άλας φωσφορικής πρεδνιζολόνης (Prednisolone sodium phosphate)
- Τεβουτική πρεδνιζολόνη (Prednisolone tebutate)
- Μετασουλφοβενζοϊκή πρεδνιζολόνη (Prednisolone metasulphobenzoate)
19.10.1 ΧΗΜΕΙΑ
19.10.1.1 Πρεδνιζόνη (Prednisone)
Χημικό όνομα : 17,21-dixydroxypregna-1,4-diene-3,11,20 trione
Μοριακός τύπος : C21H26O5
ΕΙΚΟΝΑ 103 : Συντακτικός τύπος πρεδνιζόνης
Περιγραφή : Η πρεδνιζόνη είναι σχεδόν λευκή έως λευκή, άοσμη, κρυσταλλική σκόνη, δυσδιάλυτη στο ύδωρ και ελαφρά διαλυτή στο οινόπνευμα, το χλωροφόρμιο, την διοξάνη και την μεθανόλη. Εχει μοριακό βάρος 360.45 (άνυδρη).
19.10.1.2 Πρεδνιζολόνη (Prednisolone)
Χημικό όνομα : 11b, 17, 21-trihydroxy-1, 4-pregnadiene-3, 20-dione
Μοριακός τύπος : C21H28O5
ΕΙΚΟΝΑ 104 : Συντακτικός τύπος πρεδνιζολόνης
Περιγραφή : Η πρεδνιζολόνη είναι 1,2-διϋδροκορτιζόλη, η οποία μετατρέπεται σε πρεδνιζόνη με αφυδρογόνωση στη C-11 υδροξυλ-ομάδα. Είναι σχεδόν λευκή έως λευκή, άοσμη, κρυσταλλική σκόνη, πολύ λίγο διαλυτή στο ύδωρ, διαλυτή στη μεθανόλη και την διοξάνη, πολύ διαλυτή στην ακετόνη και το οινόπνευμα και ελαφρά διαλυτή στο χλωροφόρμιο. Εχει μοριακό βάρος 358.43.
19.10.1.3 Οξεική πρεδνιζολόνη (Prednisolone acetate)
Η οξεική πρεδνιζολόνη προορίζεται για οφθαλμική χρήση.
Χημικό όνομα : 11β, 17, 21-trihydroxy-1, 4-pregnadiene-3, 20-dione 21-acetate
Μοριακός τύπος : C23H30O6
ΕΙΚΟΝΑ 105 : Συντακτικός τύπος οξεικής πρεδνιζολόνης
Περιγραφή : Η οξεική πρεδνιζολόνη υπάρχει σαν λευκή έως πρακτικά λευκή, άοσμη, κρυσταλλική σκόνη. Είναι πρακτικά αδιάλυτη στο ύδωρ και ελαφρά διαλυτή στο οινόπνευμα. Το εμπορικά διαθέσιμο στείρο εναιώρημα της οξεικής πρεδνιζολόνης έχει pH 5-7.5.
19.10.1.4 Δινάτριο άλας φωσφορικής πρεδνιζολόνης (Prednisolone sodium phospha-te)
Χημικό όνομα : 11β, 17, 21-trihydroxypregna-1,4-diene-3, 20-dione 21-(dihydrogen phosphate) disodium salt
Μοριακός τύπος : C21H27Na2O8P
ΕΙΚΟΝΑ 106 : Συντακτικός τύπος δινάτριου άλατος φωσφορικής πρεδνιζολόνης
Περιγραφή : Το δινάτριο άλας της φωσφορικής πρεδνιζολόνης είναι λευκή έως ελαφρά κίτρινη σκόνη, ελαφρά υγροσκοπική και ελεύθερα διαλυτή στο ύδωρ, διαλυτή στη μεθανόλη, ελαφρά διαλυτή στο οινόπνευμα και το χλωροφόρμιο και πολύ ελαφρά διαλυτή στην ακετόνη και την διοξάνη. Εχει μοριακό βάρος 484.39.
19.10.2 ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ
Η μετατροπή της δομής της κορτιζόλης σε πρεδνιζόνη και πρεδνιζολόνη αυξάνει τις μεταβολικές δράσεις, την υποστροφή του λεμφικού ιστού και τις αντιφλεγμονώδεις δράσεις, ενώ μειώνει τις αλατοκορτικοειδείς δράσεις.
Η πρεδνιζόνη και η πρεδνιζολόνη έχουν αντιφλεγμονώδεις και ανοσοκατασταλτικές ιδιότητες. Η καταστολή της φλεγμονώδους απάντησης δεν εξαρτάται από τον εκλυτικό παράγοντα και η δράση είναι κυρίως τοπική.
ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ - ΤΡΟΠΟΣ ΔΡΑΣΗΣ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΩΝ
- Αναστέλλουν την συγκόλληση των ουδετεροφίλων και των μονοκυττάρων - μακροφάγων στα ενδοθηλιακά κύτταρα των τριχοειδών στην περιοχή της φλεγμονής
- Αναστέλλουν την δράση του ανασταλτικού παράγοντα μετανάστευσης των μακροφάγων
- Μειώνουν την ενεργοποίηση του πλασμινογόνου σε πλασμίνη
- Αναστέλλουν την δραστηριότητα της φωσφολιπάσης Α2, μειώνοντας έτσι την παραγωγή προσταγλανδινών, λευκοτριενών και σχετικών ουσιών
- Δεσμεύουν τα λεμφοκύτταρα του αίματος, αν και η λύση των ιστών συνεχίζεται, όπως π.χ. στα κακοήθη νεοπλάσματα του λεμφικού ιστού.
- Δεν έχουν σημαντική δράση στα κυκλοφορούντα αντισώματα ή στον μεταβολισμό του συμπληρώματος, σε θεραπευτικές δόσεις
- Αυξάνουν την ηπατική νεογλυκογένεση και τις αποθήκες του γλυκογόνου στο ήπαρ, μετά από την μακροχρόνια χορήγηση μεγάλων δόσεων.
- Περιορίζουν την περιφερική χρησιμοποίηση της γλυκόζης, οδηγώντας σε αντίσταση στην ινσουλίνη.
- Αυξάνουν την διαθεσιμότητα των αμινοξέων στο ήπαρ και προκαλούν αρνητικό ισοζύγιο ασβεστίου, σαν αποτέλεσμα αντιαναβολικής και καταβολικής δράσης στις πρωτείνες των περιφερικών ιστών
- Προκαλούν απώλεια ασβεστίου, αυξάνοντας την οστική απορρόφηση και κυρίως την νεφρική απέκκριση του Ca.
19.10.3 ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ
- Τα κορτικοειδή μπορεί να προκαλέσουν μείωση του βάρους των επινεφριδίων, ηπατικές αλλοιώσεις, συμπύκνωση του πνεύμονα και γαστρεντερικές διαταραχές, σε ποντικούς και αρουραίους
- Μπορεί να προκαλέσουν σχισμή του χείλους και της υπερώας, στα ζωα και τον άνθρωπο
- Δεν φαίνεται να έχουν καρκινογόνο δράση στον άνθρωπο, αν και συνδέονται με κακοήθη νοσήματα σε ασθενείς μακροχρόνια ανοσοκατεσταλμένους.
- Δεν έχουν μεταλλαξιογόνο δράση.
19.10.4 ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ
Η πρεδνιζόνη και η πρεδνιζολόνη, χορηγούμενες εφάπαξ per os, απορροφώνται ταχέως από τον γαστρεντερικό σωλήνα, φθάνοντας σε μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα μετά από 1-2 περίπου ώρες.
Σε υγιείς εθελοντές, η βιοδιαθεσιμότητα της πρεδνιζολόνης στο πλάσμα μετά την per os χορήγηση πρεδνιζόνης κυμαίνεται σε 70-80%, ενώ στους ασθενείς μπορεί να έχει μεγαλύτερες διακυμάνσεις (Henderson RG et al, 1979), αντανακλώμενη από τις μεγάλες εξατομικευμένες διαφορές των μέγιστων συγκεντρώσεων της πρεδνιζολόνης στο πλάσμα και την AUC. Π.χ. οι μέσες μέγιστες συγκεντρώσεις του φαρμάκου στο πλάσμα μετά από την per os χορήγηση 10 mg πρεδνιζόνης κυμαίνονται σε 116-248 mg/l-1.
Οι τροφές και τα εντεροδιαλυτά δισκία μπορεί να καθυστερήσουν και να μειώσουν τις μέγιστες συγκεντρώσεις του φαρμάκου στο πλάσμα, αν και δεν επηρεάζουν σημαντικά την βιοδιαθεσιμότητά του. Τα βραδείας αποδέσμευσης σκευάσματα πρεδνιζολόνης καταστέλλουν πιθανώς λιγότερο τον υποθαλαμο-υποφυσιο-επινεφριδιακό άξονα από τα συμβατικά δισκία (English J et al, 1975).
Ο t(1/2) της πρεδνιζόνης στο πλάσμα είναι περίπου 3.3 ώρες, ενώ της πρεδνιζολόνης, γενικά βραχύτερος.
Στο πλάσμα, η πρεδνιζολόνη συνδέεται κυρίως με την λευκωματίνη (χαμηλή συγγένεια, μεγάλη χωρητικότητα) και την CBG (μεγάλη συγγένεια, μικρή χωρητικότητα). Οι ελεύθερες συγκεντρώσεις της πρεδνιζολόνης επηρεάζονται από τις συγκεντρώσεις της ολικής πρεδνιζολόνης και των πρωτεινών αυτών στο πλάσμα και ορισμένα φάρμακα, με αποτέλεσμα να μεταβάλλεται σημαντικά η διάθεση της πρεδνιζολόνης και η ανταπόκριση των ασθενών στην πρεδνιζολόνη (Gustavson LE et al, 1986). Ο όγκος κατανομής και η κάθαρση της ολικής και της ελεύθερης πρεδνιζολόνης εξαρτώνται από τις συγκεντρώσεις (και επομένως την δόση), πιθανώς λόγω κορεσμού της σύνδεσης της πρεδνιζολόνης με τις πρωτείνες του πλάσματος (Legler UF et al, 1982).
Μετά από την χορήγηση μιας απλής δόσης πρεδνιζολόνης, ο t(1/2) του φαρμάκου στο πλάσμα μειώνεται σε 2.1-3.5 ώρες, ενώ μετά την χορήγηση πρεδνιζόνης αυξάνεται σε 3.4-3.8 ώρες. Ο t(1/2) αποβολής της πρεδνιζολόνης παρατείνεται σε καταστάσεις οι οποίες, εξασθενώντας την ηπατική ή νεφρική λειτουργία, μειώνουν τον μεταβολισμό του φαρμάκου ή από φάρμακα, όπως η κυκλοσπορίνη και τα per os χορηγούμενα αντισυλληπτικά (Ost L, 1987).
Αντίθετα, ο t(1/2) αποβολής από το πλάσμα βραχύνεται σημαντικά σε περιπτώσεις επιτάχυνσης του μεταβολισμού (όπως π.χ. ασθενείς με υπερθυρεοειδισμό) και από φάρμακα που ενεργοποιούν ορισμένα ένζυμα, όπως τα αντισπασμωδικά και η ριφαμπικίνη (Frey FJ et al, 1988).
Σε ασθενείς με φυματίωση θεραπευόμενους με ριφαμπικίνη, ο t(1/2) της πρεδνιζολόνης στο πλάσμα ανέρχεται σε 1.4 ± 0.2 ώρες, συγκριτικά με 2.5 ± 0.7 σε φυσιολογικά άτομα. Η ριφαμπικίνη, χορηγούμενη επί 3 εβδομάδες, μειώνει την AUC της ολικής πρεδνιζολόνης κατά 48% και την ελεύθερη πρεδνιζολόνη, κατά 57% (Bergrem H and Refvem OK, 1983). Στα παιδιά, η πρεδνιζολόνη απομακρύνεται από το πλάσμα ταχύτερα απ΄ ό, τι στους ενήλικες, αλλά βραδύτερα σε μεγαλύτερες μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.
Η πρεδνιζολόνη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα σε μικρές ποσότητες σε συγκεντρώσεις 5-25% εκείνων του πλάσματος. Δύο ώρες μετά από την per os χορήγηση 10 mg πρεδνιζόνης (οπότε τα επίπεδα της πρεδνιζολόνης στο πλάσμα κυμαίνονται μεταξύ 150-200 μg/l-1), τα επίπεδα της πρεδνιζόνης και της πρεδνιζολόνης στο μητρικό γάλα ανέρχονται σε 26.7 και 1.6 μg/l-1, αντίστοιχα (Katz EH and Duncan BE, 1975). Η πρεδνιζολόνη διέρχεται τον πλακούντα και ανευρίσκεται σε μεγάλες συγκεντρώσεις στο έμβρυο.
Οι μεταβολικές οδοί της πρεδνιζόνης και της πρεδνιζολόνης δεν έχουν προσδιορισθεί πλήρως. Η πρεδνιζόνη μετατρέπεται στο ήπαρ στην περισσότερο βιολογικά ενεργό μορφή της, την πρεδνιζολόνη. Η πρεδνιζόνη και η πρεδνιζολόνη υφίστανται οξείδωση-αναγωγή στη C-11 θέση, αναγωγή της 20-κετο-ομάδας, διάσπαση της διϋδροοξυακετονικής πλευρικής αλύσου, αναγωγή των διπλών δεσμών του δακτυλίου Α και υδροξυλίωση στη θέση C-6 του άνθρακα.
Πάνω από 90% της χορηγούμενης πρεδνιζολόνης απεκκρίνεται από τα ούρα σε διάστημα 48 ωρών, κυρίως με συνδεδεμένη μορφή. Το ελεύθερο τμήμα της αποτελείται από αναλλοίωτη πρεδνιζολόνη (11-30% της δόσης), 6β-υδροξυπρεδνιζολόνη (2-10%), 20-διυδρομεταβολίτη και μικρά ποσά πρεδνιζόνης (Frey FJ and Frey BM, 1983). Η 6β-υδροξυπρεδνιζολόνη μπορεί να σχετίζεται με τις συγκεντρώσεις της πρεδνιζολόνης στο πλάσμα και επομένως να χρησιμεύσει στην τροποποίηση της δόσης σε περιπτώσεις τοξικότητας ή έλλειψης ανταπόκρισης στη θεραπεία.
19.10.5 ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ - ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ
Η φαρμακοκινητική της πρεδνιζολόνης δεν σχετίζεται με την θεραπευτική δράση και τις συγκεντρώσεις του φαρμάκου στο πλάσμα (Greenburger PA et al, 1986), αλλά με τις επιπλοκές τύπου Cushing (Bergrem H et al, 1985). Οι ασθενείς με επιπλοκές τύπου Cushing έχουν σημαντικά υψηλότερες μέγιστες συγκεντρώσεις πρεδνιζολόνης στο πλάσμα, μεγαλύτερο t(1/2) αποβολής και μεγαλύτερη AUC ολικής και ελεύθερης πρεδνιζολόνης.
19.10.6 ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
19.10.6.1 ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Αλλα κορτικοειδή
Η προηγηθείσα μακροχρόνια θεραπεία με άλλα κορτικοειδή μπορεί να μειώσει τον t(1/2) της πρεδνιζολόνης στο πλάσμα.
Αλδεσλευκίνη
Αλληλεπιδράσεις : Τα κορτικοειδή μπορεί να μειώσουν την αντινεοπλασματική δράση, αλλά και τις επιπλοκές (πυρετός, νεφρική ανεπάρκεια, υπερχολερυθριναιμία, σύγχυση, δύσπνοια), της αλδεσλευκίνης.
Συστάσεις : Τα γλυκοκορτικοειδή πρέπει να αποφεύγονται σε ασθενείς θεραπευόμενους με αλδεσλευκίνη.
Αντιδιαβητικά, αντιϋπερτασικά ή αντιγλαυκωματικά φάρμακα
Αλληλεπιδράσεις : Τα κορτικοειδή μπορεί να αυξήσουν τις απαιτήσεις για ινσουλίνη ή υπογλυκαιμικούς per os παράγοντες, αντιϋπερτασικά ή αντιγλαυκωματικά φάρμακα. Η μακροχρόνια θεραπεία με κορτικοειδή συχνά συνοδεύεται από αντίσταση στην ινσουλίνη.
Συστάσεις :
- Το σάκχαρο του αίματος πρέπει να παρακολουθείται συχνά και η δόση των per os αντιδιαβητικών να τροποποιείται ανάλογα όταν τα κορτικοειδή προστίθενται στη θεραπεία, διακόπτονται ή τροποποιείται η δόση τους.
- Οι διαβητικοί που θεραπεύονται με ινσουλίνη μπορεί να χρειασθούν αύξηση της δόσης της ινσουλίνης όταν στη θεραπεία προστίθενται κορτικοειδή. Η δόση της ινσουλίνης πρέπει να μειώνεται μετά την διακοπή του κορτικοειδούς.
Αντιόξινα
Αλληλεπιδράσεις : Τα αντιόξινα μπορεί να μειώσουν την απορρόφηση των per os χορηγούμενων κορτικοειδών επειδή σχηματίζουν σύμπλοκα στον γαστρεντερικό σωλήνα.
Συστάσεις :
- Σε ασθενείς που παίρνουν αντιόξινα, τα κορτικοειδή μπορεί να χρειασθεί να χορηγηθούν σε μεγαλύτερη δόση.
- Τα αντιόξινα πρέπει να λαμβάνονται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από τα κορτικοειδή.
- Η ανταπόκριση του ασθενούς στο κορτικοειδές πρέπει να παρακολουθείται και η δόση του να τροποποιείται ανάλογα όταν τα αντιόξινα προστίθενται στη θεραπεία ή διακόπτονται.
Αντιπηκτικά
Αλληλεπιδράσεις : Η αλληλεπίδραση των αντιπηκτικών με τα κορτικοειδή είναι απρόβλεπτη. Τα κορτικοειδή άλλοτε αυξάνουν και άλλοτε ελαττώνουν την δράση τους. Ακόμα, μπορεί να προκαλέσουν αιμορραγία, δεδομένου ότι έχουν ανάστροφη δράση στην ακεραιότητα του τοιχώματος των αγγείων και στη λειτουργία των αιμοπεταλίων.
Συστάσεις : Σε ασθενείς θεραπευόμενους με αντιπηκτικά, η δόση τους πρέπει να τροποποιείται ανάλογα όταν τα κορτικοειδή προστίθενται στη θεραπεία ή διακόπτονται και οι εργαστηριακοί δείκτες της πήξης του αίματος να παρακολουθούνται τακτικά ώστε να διατηρηθεί το επιθυμητό αντιπηκτικό αποτέλεσμα.
Αντιχολινεστερασικοί παράγοντες
Αλληλεπιδράσεις : Σε ασθενείς με βαριά μυασθένεια τα κορτικοειδή μπορεί να εξασθενήσουν τις αναμενόμενες δράσεις των αντιχολινεστερασικών φαρμάκων (αμπενόνιο, νεοστιγμίνη, πυριδοστιγμίνη και πιθανώς οργανοφωσφορικά αντιχολινεστερασικά παρασιτοκτόνα), προκαλώντας έντονη αδυναμία. Οι δράσεις των αντιχολινεστερασικών φαρμάκων μπορεί να αυξηθούν μετά την διακοπή των κορτικοειδών.
Μηχανισμός : Ο μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής είναι άγνωστος.
Συστάσεις :
- Εάν είναι δυνατόν, τα αντιχολινεστερασικά φάρμακα πρέπει να αποσύρονται τουλάχιστον 24 ώρες πριν από την έναρξη της θεραπείας με κορτικοειδή.
- Εάν η συγχορήγησή τους με κορτικοειδή είναι θεραπευτικά απαραίτητη, πρέπει να γίνεται κάτω από προσεκτική παρακολούθηση.
- Εάν εμφανισθεί αναπνευστική καταστολή, πρέπει να χρησιμοποιείται μηχανική υποστήριξη, εάν είναι απαραίτητο.
Β-αναστολείς
Στους ασθματικούς μπορεί να έχουν συνεργική δράση με τα κορτικοειδή.
Βαρβιτουρικά
Αλληλεπιδράσεις : Τα βαρβιτουρικά μπορεί να εξασθενήσουν τις φαρμακολογικές δράσεις της πρεδνιζολόνης και να προκαλέσουν έξαρση της νόσου για την οποία το κορτικοειδές χορηγείται (Bartoszek M et al, 1987). Η δράση αυτή μπορεί να παρατηρηθεί αρκετές ημέρες μετά την διακοπή των βαρβιτουρικών.
Μηχανισμός : Η αλληλεπίδραση αυτή οφείλεται σε ενεργοποίηση του μεταβολισμού των φαρμάκων αυτών από τα ηπατικά μικροσωμικά ένζυμα, οδηγώντας σε αύξηση της κάθαρσης της πρεδνιζολόνης από την κυκλοφορία. Επειδή η έκτασή της φαίνεται ότι ποικίλλει ανάλογα με το εκάστοτε χρησιμοποιούμενο φάρμακο, στη δημιουργία της πιθανώς εμπλέκονται διαφορετικές οδοί μεταβολισμού της πρεδνιζολόνης (Bartoszek M et al, 1987).
Συστάσεις :
- Εάν η ταυτόχρονη θεραπεία με πρεδνιζολόνη και βαρβιτουρικά είναι αναπόφευκτη, μπορεί να χρειασθεί αύξηση της δόσης του κορτικοειδούς.
- Εάν τα δύο αυτά φάρμακα χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα και η κατάσταση του ασθενούς σταθεροποιηθεί, μπορεί να χρειασθεί να μειωθεί η δόση του κορτικοειδούς μετά την διακοπή των βαρβιτουρικών.
Γεννητικές ορμόνες
Αλληλεπιδράσεις :
- Τα οιστρογόνα και τα per os αντισυλληπτικά μεταβάλλουν τον μεταβολισμό και την πρωτεϊνική σύνδεση της πρεδνιζολόνης, αυξάνοντας για μεγάλο χρονικό διάστημα τα επίπεδα της ελεύθερης πρεδνιζολόνης στο πλάσμα. Η αλληλεπίδραση αυτή αποδίδεται σε αναστολή του ηπατικού μεταβολισμού, όπως και της ενδογενούς κορτιζόλης, μερικών κορτικοειδών από τα αντισυλληπτικά και τα οιστρογόνα και μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των θεραπευτικών και τοξικών δράσεων των κορτικοειδών.
- Τα αντισυλληπτικά παρατείνουν τον t(1/2) της πρεδνιζολόνης.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή για σημεία τοξικότητας από τα κορτικοειδή και να μειώνεται η δόση του κορτικοειδούς, εάν χρειάζεται.
Θαλιδομίδη
Αλληλεπιδράσεις : Σε 9/10 ασθενείς με σοβαρό χρόνιο οζώδες ερύθημα λέπρας που έπαιρναν 300 mg θαλιδομίδης ημερησίως, η δόση της πρεδνιζολόνης η απαραίτητη για την βελτίωση των συμπτωμάτων μειώθηκε σημαντικά (Waters MFR, 1971).
Συστάσεις : Η πρεδνιζολόνη συνιστάται να μην χορηγείται ταυτόχρονα με την θαλιδομίδη.
Ινδομεθακίνη
Αλληλεπιδράσεις :
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή η ινδομεθακίνη μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ανάπτυξης ή την βαρύτητα του γαστρεντερικού έλκους.
- Σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα, η ταυτόχρονη χορήγηση της ινδομεθακίνης με πρεδνιζολόνη μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των συγκεντρώσεων της ελεύθερης πρεδνιζολόνης στο πλάσμα, χωρίς να επηρεάζει τις ολικές συγκεντρώσεις της στο πλάσμα.
- Η ινδομεθακίνη μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της δόσης των κορτικοειδών.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που θεραπεύονται με κορτικοειδή και ινδομεθακίνη πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή για σημεία και συμπτώματα γαστρεντερικού έλκους ή/και αιμορραγίας.
Ισονιαζίδη
Αλληλεπιδράσεις :
- Τα κορτικοειδή μπορεί να αυξήσουν τον ηπατικό μεταβολισμό ή την νεφρική κάθαρση, και επομένως να μειώσουν την αντιφυματική δράση, της ισονιαζίδης.
- Η ισονιαζίδη μπορεί να μειώσει τον ηπατικό μεταβολισμό των κορτικοειδών.
Συστάσεις : Εάν υπάρχουν ενδείξεις αλληλεπίδρασης μεταξύ κορτικοειδών-ισονιαζίδης, μπορεί να χρειασθεί τροποποίηση της δόσης του ενός ή και των δύο αυτών φαρμάκων.
Ιτρακοναζόλη
Αλληλεπιδράσεις : Η ιτρακοναζόλη μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις στο πλάσμα και επομένως τις επιπλοκές (μυοπάθεια, μυική αδυναμία, δυσανεξία στη γλυκόζη) των κορτικοειδών
Μηχανισμός : Η αλληλεπίδραση αυτή οφείλεται σε αναστολή του κυτοχρώματος P450 3A4 από την ιτρακοναζόλη.
Συστάσεις :
- Τα κορτικοειδή, εάν είναι απαραίτητα σε ασθενείς θεραπευόμενους με ιτρακοναζόλη, μπορεί να χρειασθεί να χορηγηθούν σε μικρότερη δόση.
- Οι ασθενείς που αρχίζουν ή διακόπτουν την θεραπεία με ιτρακοναζόλη πρέπει να παρακολουθούνται για σημεία τοξικότητας και να τροποποιείται ανάλογα η δόση των κορτικοειδών.
Καλιοπενικά φάρμακα
Αλληλεπιδράσεις : Τα καλιοπενικά διουρητικά (θειαζίδες, φουροσεμίδη, αιθακρυνικό οξύ) και άλλα καλιοπενικά φάρμακα, όπως η αμφοτερικίνη Β, μπορεί να αυξήσουν την καλιοπενική δράση των γλυκοκορτικοειδών.
Συστάσεις : Το κάλιο του ορού πρέπει να παρακολουθείται με προσοχή σε ασθενείς θεραπευόμενους με γλυκοκορτικοειδή ταυτόχρονα με καλιοπενικά φάρμακα.
Καρβιμαζόλη - μεθιμαζόλη
Σε ασθενείς με νόσο Grave μπορεί να αυξήσουν τον μεταβολισμό της πρεδνιζολόνης, οδηγώντας σε μεγάλη αύξηση της κάθαρσης της ελεύθερης, όπως και της συνδεδεμένης με πρωτείνες, πρεδνιζολόνης και μείωση του t(1/2) της πρεδνιζολόνης στο πλάσμα (Legler UF, 1987).
Καρδιοτονωτικά
Η υποκαλιαιμία η προκαλούμενη από τα κορτικοειδή μπορεί να οδηγήσει σε τοξικότητα από καρδιοτονωτικά.
Κετοκοναζόλη
Αλληλεπιδράσεις :
- Η κετοκοναζόλη μπορεί να αυξήσει τις κατασταλτικές δράσεις στα επινεφρίδια και πιθανώς την τοξικότητα των κορτικοειδών. Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να οφείλεται σε αναστολή του κυτοχρώματος P450 3A4 από την κετοκοναζόλη.
- Η κετοκοναζόλη μπορεί να εξασθενήσει την μεταβολική και νεφρική κάθαρση της ολικής και της ελεύθερης πρεδνιζολόνης (Zurcher RM et al, 1989).
Συστάσεις :
- Ο συνδυασμός της κετοκοναζόλης με κορτικοειδή πρέπει να αποφεύγεται. Εάν όμως είναι απαραίτητος, τα κορτικοειδή μπορεί να χρειασθεί να χορηγηθούν σε μικρότερη δόση.
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό πρέπει να παρακολουθούνται για σημεία τοξικότητας από τα κορτικοειδή και η δόση των κορτικοειδών να τροποποιείται ανάλογα όταν η κετοκοναζόλη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται.
Κλαριθρομυκίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η κλαριθρομυκίνη μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των συγκεντρώσεων της πρεδνιζόνης και επιπλοκές (μεταβολή της διανοητικής λειτουργίας, δυσανεξία στη γλυκόζη, μυική αδυναμία).
Μηχανισμός : Η κλαριθρομυκίνη μπορεί να αναστείλει τον μεταβολισμό του κυτοχρώματος P450 3A4 της πρεδνιζόνης ή της πρεδνιζολόνης.
Συστάσεις :
- Εάν ο συνδυασμός της κλαριθρομυκίνης με κορτικοειδή είναι απαραίτητος, οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται για σημεία τοξικότητας από τα κορτικοειδή.
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή που χρειάζονται ένα μακρολιδικό αντιβιοτικό μπορεί να χορηγηθεί αζιθρομυκίνη ή ντριθρομυκίνη.
Κυκλοσπορίνη
Αλληλεπιδράσεις :
- Η κυκλοσπορίνη μπορεί να προκαλέσει σπασμούς σε ενήλικες και παιδιά θεραπευόμενα με μεγάλες δόσεις γλυκοκορτικοειδών, πιθανώς λόγω ανταγωνιστικής αναστολής των ηπατικών μικροσωμικών ενζύμων.
- Η κυκλοσπορίνη μειώνει τον μεταβολισμό της πρεδνιζολόνης στη αρχική φάση της ταυτόχρονης χορήγησής τους, παρατείνοντας επομένως τον t(1/2) στο πλάσμα και την κάθαρση της πρεδνιζολόνης στο πλάσμα (Ost L, 1987). Η αλληλεπίδραση αυτή οφείλεται πιθανώς σε αμοιβαία αναστολή του μεταβολισμού μεταξύ κυκλοσπορίνης και πρεδνιζολόνης.
Κατ΄άλλους, η κυκλοσπορίνη δεν μειώνει σημαντικά την κάθαρση της πρεδνιζολόνης (Frey FJ et al, 1987) και τα κορτικοειδή δεν επηρεάζουν τις συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης (Hricik DE et al, 1990).
Σε ασθενείς θεραπευόμενους με κυκλοσπορίνη ταυτόχρονα με κορτικοειδή, οι ανοσοκατασταλτικές δράσεις της κυκλοσπορίνης, όπως και οι θεραπευτικές και τοξικές δράσεις των κορτικοειδών, μπορεί να αυξηθούν. Ο συνδυασμός αυτός μπορεί να είναι χρήσιμος σε λήπτες μεταμοσχευμένων οργάνων, αλλά είναι περισσότερο τοξικός.
Συστάσεις :
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται ταυτόχρονα με κορτικοειδή και κυκλοσπορίνη πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή γιατί μπορεί να εμφανίσουν αυξημένη ανταπόκριση και στα δύο αυτά φάρμακα.
- Εάν υπάρχει υπόνοια αλληλεπίδρασης των δύο αυτών φαρμάκων, η δόση του ενός ή και των δύο μπορεί να χρειασθεί να μειωθεί.
Κυκλοφωσφαμίδη
Αλληλεπιδράσεις :
- Τα κορτικοειδή μπορεί να τροποποιήσουν τις αναμενόμενες δράσεις της κυκλοφωσφαμίδης και να αναστείλουν τα ηπατικά μικροσωμικά ένζυμα τα οποία ενεργοποιούν την κυκλοφωσφαμίδη στους αλκυλιωτικούς της μεταβολίτες.
- Η κυκλοφωσφαμίδη μπορεί να ενεργοποιήσει τον δικό της μεταβολισμό και των κορτικοειδών.
Συστάσεις : Όταν η κυκλοφωσφαμίδη συγχορηγείται με κορτικοειδή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η αποτελεσματικότητά της μπορεί να μειωθεί.
Μη αποπολωτικά φάρμακα
Αλληλεπιδράσεις : Τα κορτικοειδή μπορεί να δυνητικοποιήσουν ή να αναστείλουν τις νευρομυικές ανασταλτικές δράσεις των μη αποπολωτικών μυοχαλαρωτικών φαρμάκων.
Συστάσεις : Η συγχορήγηση των κορτικοειδών με μη αποπολωτικούς παράγοντες πρέπει να γίνεται με προσοχή, γιατί μπορεί να συνοδευθεί από απρόβλεπτες ανεπιθύμητες ενέργειες.
Μιφεπριστόνη
Οι κατασκευαστές της μιφεπριστόνης αποτρέπουν την χρήση της σε ασθενείς θεραπευόμενους μακροχρόνια με κορτικοειδή.
Ξανθίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η ταυτόχρονη χορήγηση των κορτικοειδών με παράγωγα της θεοφυλλίνης μπορεί να τροποποιήσει την αναμενόμενη φαρμακολογική δράση του ενός ή και των δύο φαρμάκων.
Μηχανισμός : Eίναι άγνωστος.
Συστάσεις : Εάν η ταυτόχρονη χορήγηση των κορτικοειδών με παράγωγα της θεοφυλλίνης συνοδεύεται από αυξημένη τοξικότητα, τα επίπεδά των φαρμάκων αυτών στον ορό πρέπει να παρακολουθούνται και η δόση των κορτικοειδών να τροποποιείται ανάλογα.
Πανκουρόνιο
Αλληλεπιδράσεις : Τα κορτικοειδή μπορεί να αναστρέψουν την δέσμευση των νευρομυικών υποδοχέων από το πανκουρόνιο (Meyers EF, 1977; Laflin MJ, 1977).
Ριφαμπουτίνη, ριφαμπικίνη
Αλληλεπιδράσεις :
- Η ριφαμπουτίνη και η ριφαμπικίνη μπορεί να ενεργοποιήσουν τα ηπατικά μικροσωμικά ένζυμα που διεγείρουν τον μεταβολισμό των κορτικοειδών, οδηγώντας σε εξασθένηση των φαρμακολογικών δράσεων της πρεδνιζολόνης και πιθανώς έξαρση της νόσου για την οποία η πρεδνιζολόνη χορηγείται, ακόμα και αρκετές ημέρες μετά την διακοπή της. Η μείωση της δράσης της πρεδνιζολόνης αναστρέφεται με την διακοπή της ριφαμπικίνης.
- Η ριφαμπικίνη επιταχύνει τον μεταβολισμό της πρεδνιζολόνης, μειώνοντας σημαντικά την βιοδιαθεσιμότητα της ολικής και ιδιαίτερα της ελεύθερης πρεδνιζολόνης.
- Η πρεδνιζολόνη πρέπει να προστίθεται με προσοχή και η δόση της να τροποποιείται ανάλογα σε ασθενείς που αρχίζουν ή διακόπτουν την θεραπεία με ριφαμπουτίνη ή ριφαμπικίνη.
- Σε ασθενείς που αρχίζουν θεραπεία με ριφαμπουτίνη ή ριφαμπικίνη, η πρεδνιζολόνη πρέπει πιθανώς να χορηγείται σε διπλάσια δόση.
Συστάσεις :
Ριφαπεντίνη
Αλληλεπιδράσεις :
- Η ριφαπεντίνη ενεργοποιεί το κυτόχρωμα P450 3A4 και P450 2C8/9 και μπορεί να αυξήσει τον μεταβολισμό άλλων συγχορηγούμενων φαρμάκων που μεταβολίζονται με τα ένζυμα αυτά. Η δυνητικότητα ενεργοποίησης των ενζύμων από την ριφαπεντίνη μπορεί να είναι μικρότερη από την ριφαμπικίνη, αλλά ισχυρότερη από την ριφαμπουτίνη.
- Η ριφαπεντίνη μπορεί να επιταχύνει τον μεταβολισμό και να μειώσει την δραστηριότητα των κορτικοειδών.
Συστάσεις : Εάν η συγχορήγηση των κορτικοειδών με ριφαπεντίνη είναι απαραίτητη, η δόση τους μπορεί να χρειασθεί να τροποποιηθεί.
Σαλικυλικά
Αλληλεπιδράσεις :
- Η πρεδνιζολόνη, χορηγούμενη ταυτόχρονα με μεγάλες δόσεις ασπιρίνης, μπορεί να μεταβάλλει την σύνδεση των σαλικυλικών με τις πρωτείνες του πλάσματος και τον βαθμό του μεταβολισμού, μειώνοντας επομένως τα επίπεδα των σαλικυλικών στο πλάσμα και την θεραπευτική τους ανταπόκριση. Η αλληλεπίδραση αυτή αποδίδεται σε αύξηση της νεφρικής και ηπατικής απομάκρυνσης των σαλικυλικών από τα κορτικοειδή.
- Τα κορτικοειδή μπορεί να δυνητικοποιήσουν τις ελκογόνες ιδιότητες της ασπιρίνης, όπως και άλλων ΜΣΑΦ.
Συστάσεις :
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεγάλες δόσεις σαλικυλικών, η μείωση της δόσης της πρεδνιζολόνης μπορεί να οδηγήσει σε δηλητηρίαση από σαλικυλικά.
- Η δόση των σαλικυλικών πρέπει να αυξάνεται όταν τα κορτικοειδή προστίθενται στη θεραπεία και να μειώνεται μετά την διακοπή των κορτικοειδών
- Η πρεδνιζολόνη μπορεί να δυνητικοποιήσει τις ελκογόνες ιδιότητες της ασπιρίνης, όπως και άλλων ΜΣΑΦ.
- Η ασπιρίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με υποπροθρομβιναιμία θεραπευόμενους με πρεδνιζολόνη.
Τρολεανδομυκίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η τρολεανδομυκίνη αυξάνει σημαντικά τις αναμενόμενες φαρμακολογικές και τοξικές δράσεις της πρεδνιζόνης. Ο συνδυασμός αυτός έχει πιθανώς συνεργική δράση στη θεραπεία του άσθματος και του υπερηωσινοφιλικού συνδρόμου.
Συστάσεις :
- Οι ασθενείς που αρχίζουν ή διακόπτουν την θεραπεία με τρολεανδομυκίνη πρέπει να παρακολουθούνται για σημεία τοξικότητας από τα κορτικοειδή και η δόση των κορτικοειδών να τροποποιείται ανάλογα.
- Η πρεδνιζολόνη μπορεί να χρειασθεί να χορηγηθεί σε μειωμένη δόση όταν συγχορηγείται με τρολεανδομυκίνη.
Υδαντοίνες
Αλληλεπιδράσεις : Οι υδαντοίνες μπορεί να μειώσουν την αποτελεσματικότητα των κορτικοειδών. Η αλληλεπίδραση αυτή φαίνεται ότι οφείλεται σε ενεργοποίηση των μικροσωμικών ηπατικών ενζύμων από τις υδαντοίνες, η οποία οδηγεί σε αύξηση του ηπατικού μεταβολισμού των κορτικοειδών.
Συστάσεις : Σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή ταυτόχρονα με υδαντοίνες πρέπει να παρακολουθείται η θεραπευτική ανταπόκριση στα κορτικοειδή και να αυξάνεται, εάν χρειάζεται, η δόση τους.
Φαινυτοίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η φαινυτοίνη μπορεί να αυξήσει τον μεταβολισμό των στεροειδών ενεργοποιώντας τα ηπατικά ένζυμα και επομένως να μειώσει την θεραπευτική ανταπόκριση στα κορτικοειδή. Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να παρατηρηθεί αρκετές ημέρες μετά την διακοπή της φαινυτοίνης.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που παίρνουν φαινυτοίνη μπορεί να χρειασθούν αυξημένες δόσεις κορτικοειδών για να έχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, γι΄αυτό και πρέπει να παρακολουθείται η ανταπόκριση του ασθενούς στα κορτικοειδή και να τροποποιείται η δόση τους ανάλογα.
19.10.6.2 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
19.10.6.2.1 ΣΤΟΝ ΟΡΟ
Ελάττωση :
- Ασβέστιο
- Κατακράτηση Ι-131
- PBI
- Κάλιο
- Τ4
- Ουρικό οξύ
- Ψευδάργυρος
- Χοληστερόλη
- Κορτιζόλη
- CPK
- Γλυκόζη
- Νάτριο
- Ολικές πρωτείνες
- Τριγλυκερίδια
Αύξηση :
19.10.6.2.2 ΟΥΡΑ
Ελάττωση :
- 17-κετοστεροειδή
- 17-OHCS
- Ασβέστιο
- Γλυκόζη
- Αζωτο
- Κάλιο
- Ουρικό οξύ
- Βιταμίνη C
- Ψευδάργυρος.
Αύξηση :
19.10.6.3 ΑΛΛΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
- Τα κορτικοειδή μπορεί να αυξήσουν την αποβολή του ασκορβικού οξέος, του ψευδαργύρου και του αζώτου από τα ούρα και επομένως τις ανάγκες του οργανισμού σε πυριδοξίνη, ασκορβικό οξύ, φολικό και βιταμίνη D.
- Τα κορτικοειδή μπορεί να μειώσουν την απορρόφηση του ασβεστίου και του φωσφόρου και να αυξήσουν την αποβολή του καλίου και του ασβεστίου από τα ούρα.
- Η πρεδνιζολόνη μπορεί να μειώσει τις συγκεντρώσεις των αναστολέων της HIV-πρωτεάσης στο πλάσμα και, αντίστροφα, οι συγκεντρώσεις της πρεδνιζολόνης στο πλάσμα να αυξηθούν.
19.10.7 ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
1. ΡΕΥΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ-ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΚΟΛΛΑΓΟΝΟΥ-ΜΑΛΑΚΩΝ ΜΟΡΙΩΝ
- Αγγειίτιδες
- Αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα
- Γάγγλια
- Δερματομυοσίτιδα/πολυμυοσίτιδα
- Επικονδυλίτιδα
- Κοκκυγοδυνία
- Μικτή νόσος συνδετικού ιστού
- Μυίτιδα
- Νεανική ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Οξεία και μη ειδική τενοντοϋμενίτιδα
- Οξεία ουρική αρθρίτιδα
- Οξεία ρευματική καρδίτιδα
- Οξεία-υποξεία θυλακίτιδα
- Οστεοαρθρίτιδα (ιδιοπαθής, μετατραυματική)
- Οσφυαλγία/ισχιαλγία
- Ραιβόκρανο
- Ρευματική πολυμυαλγία
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Συνδετικίτιδα
- Σύνδρομο Reiter
- Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος
- Υποτροπιάζουσα πολυχονδρίτιδα
- Χονδρασβέστωση
- Ψωριασική αρθρίτιδα
2. ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Πρωτοπαθής - δευτεροπαθής ανεπάρκεια φλοιού επινεφριδίων
- Οξεία - χρόνια ανεπάρκεια φλοιού επινεφριδίων
- Συγγενής υπερπλασία επινεφριδίων
- Θυρεοειδίτιδα
- Υπερασβεστιαιμία συνδεόμενη με καρκίνο-σαρκοείδωση
- Ανδρογεννητικό σύνδρομο
- Σύνδρομο Cushing (για διαγνωστικούς λόγους)
3. ΔΕΡΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Πέμφιγα
- Πομφολυγώδης ερπητοειδής δερματίτιδα
- Σοβαρό πολύμορφο ερύθημα (σύνδρομο Stevens-Johnson)
- Αποφολιδωτική δερματίτιδα
- Σπογγοειδής μυκητίαση
- Σοβαρή ψωρίαση
- Σοβαρή σμηγματορροϊκή δερματίτιδα
- Ατοπική δερματίτιδα
- Δερματίτιδα εξ επαφής
- Εκζεμα
- Πεμφιγοειδές
- Φλεγμονώδης δερμάτωση
- Δερματικά εξανθήματα
4. ΑΛΛΕΡΓΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ
- Εποχιακή ή μόνιμη αλλεργική ρινίτιδα
- Βρογχικό άσθμα
- Δερματίτιδα εξ επαφής
- Ατοπική δερματίτιδα
- Ορονοσία
- Φαρμακευτικές αντιδράσεις υπερευαισθησίας
- Κνιδωτικές αντιδράσεις μεταγγίσεων (μόνον ενδομυικά)
- Αγγειοοίδημα
5. ΟΦΘΑΛΜΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Αλλεργική επιπεφυκίτιδα
- Κερατιτίτιδα
- Αλλεργικά περιφερειακά έλκη σκληρού
- Οφθαλμικός έρπητας ζωστήρας
- Ιρίτιδα και ιριδοκυκλίτιδα
- Χοριοαμφιβληστροειδίτιδα
- Φλεγμονή πρόσθιου τμήματος οφθαλμού
- Διάχυτη οπίσθια ραγοειδίτιδα και αμφιβληστροειδίτιδα
- Οπτική νευρίτιδα
- Συμπαθητική οφθαλμία
6. ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ
- Σαρκοείδωση
- Σύνδρομο Loeffler μη ανταποκρινόμενο σε άλλα μέτρα
- Βηρυλλίωση
- Κεραυνοβόλος ή γενικευμένη πνευμονική φυματίωση (σε συνδυασμό με την κατάλληλη αντιφυματική θεραπεία)
- Πνευμονίτιδα από εισρόφηση
- Βρογχικό άσθμα
- Αποφρακτική πνευμονοπάθεια
- Βρογχίτιδα
7. ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Ιδιοπαθής θρομβοπενική πορφύρα (στους ενήλικες)
- Δευτεροπαθής θρομβοπενία (στους ενήλικες)
- Επίκτητη (αυτοάνοση) αιμολυτική αναιμία
- Ερυθροβλαστική αναιμία
- Συγγενής (ερυθροειδής) υποπλαστική αναιμία
- Αιμόλυση
8. ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Οξεία λευχαιμία (στα παιδιά)
- Λέμφωμα Hodgkin
- Μη-Hodgkin λέμφωμα
- Λεμφοκυτταρική λευχαιμία
- Καρκίνωμα προστάτη
- Καρκίνωμα μαστού
- Πολλαπλούν μυέλωμα
- Ναυτία/έμετοι οφειλόμενοι στη χημειοθεραπεία του καρκίνου
- Πυρετός οφειλόμενος σε κακοήθη νοσήματα
9. ΚΑΡΔΙΟΠΑΘΕΙΕΣ
- Καρδίτιδα
- Περικαρδίτιδα
- Πνευμονικό οίδημα
10. ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΑ-ΗΠΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Ελκώδης κολίτιδα
- Τμηματική εντερίτιδα
- Κοιλιακά νοσήματα
- Ηπατική νέκρωση
- Χρόνια ηπατίτιδα
11. ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Βαριά μυασθένεια
- Πολλαπλή σκλήρυνση
- Εγκεφαλικό οίδημα
12. ΑΛΛΕΣ
- Φυματιώδης μηνιγγίτιδα με υπαραχνοειδή ή επικείμενο αποκλεισμό (σε συνδυασμό με την κατάλληλη αντιφυματική αγωγή)
- Τριχίνωση με νευρολογική ή μυοκαρδιακή προσβολή
- Προεγχειρητικά και μετά από σοβαρό τραύμα ή νόσημα, σε ασθενείς με γνωστή φλοιοεπινεφριδιακή ανεπάρκεια ή αμφίβολες φλοιοεπινεφριδιακές εφεδρείες (μόνον ενδομυικά)
- Καταπληξία μη ανταποκρινόμενη στη συμβατική θεραπεία, σε ασθενείς με γνωστή ή πιθανή φλοιοεπινεφριδιακή ανεπάρκεια (μόνον ενδομυικά)
- Οξύ, μη λοιμώδες, οίδημα λάρυγγα (μόνον ενδομυικά) (η επινεφρίνη είναι το φάρμακο πρώτης εκλογής)
- Αιμαγγειώματα (στα βρέφη)
- Ρινικοί πολύποδες
- Νοσήματα στόματος
- Νεφρωσικό σύνδρομο
- Απόρριψη μοσχεύματος
19.10.8 ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Υπερευαισθησία στο φάρμακο ή στα συστατικά του
- Ινσουλινο-εξαρτώμενος και μη σακχαρώδης διαβήτης
- Μυοπάθεια
- Γαστρίτιδα
- Οισοφαγίτιδα
- Γαστρικό-12δακτυλικό έλκος
- Ψυχώσεις
- Βαριά μυασθένεια
- Απλός οφθαλμικός έρπητας
- Ενεργός λοίμωξη
- Συστηματικές μυκητιασικές λοιμώξεις
- Λοίμωξη από HIV
- Ενεργός φυματίωση
- Επούλωση τραυμάτων
- Καρδιακά νοσήματα
- Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
- Πρόσφατη εντερική αναστόμωση
- Νεφρική ανεπάρκεια
ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Εκκολπωματίτιδα
- Ηπατική κίρρωση
- Υπερλιπιδαιμία
- Υπέρταση
- Υπερθυρεοειδισμός
- Υποθυρεοειδισμός
- Υπολευκωματιναιμία
- Γλαύκωμα ανοιχτής γωνίας
- Στοματικές ερπητικές αλλοιώσεις
- Οστεοπόρωση
- Ελκώδης κολίτιδα.
19.10.9 ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
19.10.9.1 ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗΣ
Σε ασθενείς με ανεπάρκεια ή συγγενή υπερπλασία των επινεφριδίων η πρεδνιζόνη/ πρεδνιζολόνη μπορεί να χορηγηθεί per os σε φυσιολογικές δόσεις (5 mg/24ωρο), αν και συνήθως προτιμάται η κορτιζόνη ή υδροκορτιζόνη.
19.10.9.2 ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Προοδευτικά εξελισσόμενη νόσος μη ανταποκρινόμενη σε άλλες, περισσότερο συντηρητικές, θεραπείες
- Συμπτωματική ανακούφιση, μέχρις ότου δράσουν τα ΒΔΑΦ (χρυσός, μεθοτρεξάτη, κυκλοσπορίνη, κ.ά.) (θεραπεία «γέφυρας»)
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Τα κορτικοειδή προσφέρουν συμπτωματική ανακούφιση, αλλά δεν είναι γνωστό κατά πόσον επηρεάζουν την διαδρομή της νόσου. Φαίνεται ότι η καταστολή της φλεγμονής του αρθρικού υμένα προστατεύει τον αρθρικό χόνδρο από περαιτέρω καταστροφή.
19.10.9.3 ΟΞΥΣ ΡΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΠΥΡΕΤΟΣ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Ελλειψη ανταπόκρισης ή δυσανεξία σε μεγάλες δόσεις σαλικυλικών.
19.10.9.4 ΚΡΟΤΑΦΙΚΗ ΑΡΤΗΡΙΤΙΔΑ
Τα κορτικοειδή είναι η θεραπεία εκλογής στην κροταφική αρτηρίτιδα. Σκεύασμα εκλογής είναι η πρεδνιζόνη ή πρεδνιζολόνη.
19.10.9.5 ΡΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΥΜΥΑΛΓΙΑ
Τα κορτικοειδή είναι η θεραπεία εκλογής στη ρευματική πολυμυαλγία. Σκεύασμα εκλογής είναι η πρεδνιζόνη ή πρεδνιζολόνη.
19.10.9.6 ΔΕΡΜΑΤΟΜΥΟΣΙΤΙΔΑ - ΠΟΛΥΜΥΟΣΙΤΙΔΑ
Τα κορτικοειδή είναι η αρχική θεραπεία εκλογής σε ασθενείς με δερματομυοσίτιδα/ πολυμυοσίτιδα.
19.10.9.7 ΑΣΘΜΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Χρόνιο άσθμα.
19.10.9.8 ΙΝΩΔΟΠΟΙΟΣ ΚΥΨΕΛΙΔΙΤΙΔΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Οξεία προσβολή, αλλά με βιοψιακά ήπια πνευμονική ίνωση.
19.10.9.9 ΗΠΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Yποξεία ηπατική νέκρωση
- Xρόνια ενεργός ηπατίτιδα
- Οξεία ηπατική ανεπάρκεια οφειλόμενη σε ιογενή ή αλκοολική ηπατίτιδα.
19.10.9.10 ΦΛΕΓΜΟΝΩΔΕΙΣ ΕΝΤΕΡΟΠΑΘΕΙΕΣ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Ελκώδης κολίτιδα με συστηματικές εκδηλώσεις (απώλεια βάρους, πυρετό και αρθρίτιδα) ή μη ανταποκρινόμενη στη συντηρητική θεραπεία
- Νόσος Crohn με εκτεταμένη προσβολή του λεπτού εντέρου
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Τα κορτικοειδή είναι χρήσιμα εναλλακτικά φάρμακα στη θεραπεία των ασθενών με φλεγμονώδεις εντεροπάθειες, όπου σκοπός είναι η πρόκληση ύφεσης ή ο έλεγχος των οξέων προσβολών πριν από την χορήγηση μη κορτικοειδών φαρμάκων.
19.10.9.11 ΝΕΦΡΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Nεφρωσικό σύνδρομο οφειλόμενο σε ΣΕΛ ή σπειραματονεφρίτιδα
- Σπειραματονεφρίτιδα ελαχίστων αλλοιώσεων.
- Ιδιοπαθές νεφρωσικό σύνδρομο των ενηλίκων με μεβρανώδη νεφροπάθεια.
19.10.9.12 ΟΦΘΑΛΜΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Η πρεδνιζόνη καταστέλλει τις οφθαλμικές φλεγμονές. Χορηγείται τοπικά σαν λοσιόν ή αλοιφή σε νοσήματα του εξωτερικού ή του πρόσθιου τμήματος του οφθαλμού, ενώ σε νοσήματα του οπίσθιου τμήματος χρησιμοποιείται πρεδνιζόνη/πρεδνιζολόνη per os. Εάν η πρεδνιζολόνη εφαρμόζεται τοπικά στον οφθαλμό πάνω από 2 εβδομάδες πρέπει να παρακολουθείται τακτικά η ενδοφθάλμια πίεση.
19.10.9.13 ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ - ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Ιδιοπαθής αυτοάνοση αιμολυτική αναιμία : Τα κορτικοειδή είναι η θεραπεία εκλογής. Εάν η αναιμία συνδέεται με λέμφωμα ή χρόνια λεμφογενή λευχαιμία η ανταπόκριση είναι λιγότερο βέβαιη.
Θρομβοπενική πορφύρα : Η πρεδνιζολόνη συνήθως μειώνει την ποσότητα του αντισώματος στα αιμοπετάλια και αυξάνει τον αριθμό των αιμοπεταλίων σε διάστημα 2-3 εβδομάδων.
Οξεία λευχαιμία-λεμφώματα : Η πρεδνιζολόνη περιλαμβάνεται σε διάφορους αντινεοπλασματικούς συνδυασμούς που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία της οξείας λευχαιμίας και των λεμφωμάτων.
Πολλαπλούν μυέλωμα : Χρησιμοποιείται πρεδνιζολόνη για μικρό χρονικό διάστημα μόνη της ή κατά διαστήματα σε συνδυασμό με κυτταροστατικά για την πρόκληση ύφεσης.
Κακοήθη νοσήματα : Μερικά χημειοθεραπευτικά σχήματα για κακοήθη νοσήματα (μαστού, πνεύμονα και προστάτη) περιλαμβάνουν πρεδνιζόνη per os. Τα κορτικοειδή, σε μεγάλες δόσεις, καταστέλλουν την υπερασβεστιαιμία και ανακουφίζουν από τον πόνο σε κακοήθη νοσήματα με δευτεροπαθείς οστικές μεταστάσεις.
19.10.9.14 ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Παράλυση Bell
- Πολλαπλή σκλήρυνση
- Υποξεία απομυελινωτική νευροπάθεια.
19.10.9.15 ΠΝΕΥΜΟΝΙΑ ΑΠΟ PNEUMOCYSTIS CARINII
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Μέτρια έως σοβαρή πνευμονίτιδα από Pneumocystis carinii σε ενήλικες και εφήβους μεγαλύτερους των 13 ετών με AIDS.
Η θεραπεία με κορτικοειδή είναι προτιμότερο να αρχίζει εντός των 24-72 πρώτων ωρών της αντιλοιμώδους αγωγής και να διαρκεί μικρό χρονικό διάστημα. Πάντως, το ιδανικό δοσολογικό σχήμα με κορτικοειδή δεν έχει προσδιορισθεί. Μετά την διακοπή των κορτικοειδών η πνευμονική δυσλειτουργία μπορεί να υποτροπιάσει.
19.10.9.16 ΣΑΡΚΟΕΙΔΩΣΗ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Εκτεταμένες πνευμονικές διηθήσεις.
19.10.9.17 ΥΠΕΡΑΣΒΕΣΤΙΑΙΜΙΑ
Η πρεδνιζολόνη, σε δόση 5-10 mg ή περισσότερο ημερησίως, ανάλογα με τα επίπεδα του ασβεστίου στον ορό, μπορεί να μειώσει την υπερασβεστιαιμία.
19.10.9.18 ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΄Η ΕΞΩΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΦΥΜΑΤΙΩΣΗ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Συστηματικές και αναπνευστικές επιπλοκές σε ασθενείς με προχωρημένη πνευμονική φυματίωση
- Φυματιώδης περικαρδίτιδα
- Φυματιώδης μηνιγγίτιδα
- Φυματιώδης πλευρίτιδα
- Λεμφαδενοπάθεια μεσοθωρακίου συνδεόμενη με πρωτοπαθή ενδοθωρακική φυματίωση.
19.10.10 ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Παρατηρούνται συνήθως μόνον όταν η πρεδνιζολόνη χορηγείται σε μεγάλες δόσεις και, κυρίως, μακροχρόνια. Γενικά οφείλονται σε καταστολή του υποθαλαμο-υποφυσιο-επινεφριδιακού άξονα, αύξηση των δράσεων και παρέμβαση στους ανοσιακούς μηχανισμούς άμυνας. Η συχνότητά τους αυξάνεται σημαντικά όταν η δόση της πρεδνιζολόνης υπερβαίνει τα 10 mg ημερησίως.
1. ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΛΥΤΩΝ
- Κατακράτηση νατρίου
- Κατακράτηση υγρών
- Απώλεια καλίου
- Υποκαλιαιμική αλκάλωση
2. ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΟΣΚΕΛΕΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Μυική αδυναμία-ατροφία
- Στεροειδική μυοπάθεια
- Οστεοπόρωση-οστεοπορωτικά συμπιεστικά κατάγματα σπονδύλων
- Οστεονέκρωση κεφαλής ισχίου-βραχιονίου
- Παθολογικά κατάγματα μακρών οστών
- Ρήξη τενόντων, ιδιαίτερα του Αχίλλειου
3. ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Πεπτικό έλκος, με πιθανή διάτρηση και αιμορραγία
- Διάτρηση λεπτού και παχέος εντέρου (σε ασθενείς με φλεγμονώδεις εντεροπάθειες)
- Παγκρεατίτιδα-λειτουργικές διαταραχές παγκρέατος
- Μετεωρισμός κοιλιάς
- Ναυτία, έμετοι
- Ελκωτική οισοφαγίτιδα
4. ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ
- Αύξηση SGOT, SGPT και αλκαλικής φωσφατάσης. Είναι συνήθως ήπια, δεν συνδέεται με κλινικά σύνδρομα και αναστρέφεται με την διακοπή του φαρμάκου.
5. ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ - ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ
- Εξασθένηση επούλωσης τραυμάτων
- Λέπτυνση και ευθραυστότητα δέρματος
- Πετέχειες και εκχυμώσεις
- Ερύθημα
- Υπεριδρωσία
- Καταστολή αντιδράσεων σε δερματικές δοκιμασίες
- Αλλεργική δερματίτιδα
- Κνίδωση
- Αγγειονευρωτικό οίδημα
6. ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Σπασμοί
- Αύξηση ενδοκρανιακής πίεσης με οίδημα της οπτικής θηλής (εγκεφαλικός ψευδο-όγκος), συνήθως μετά την θεραπεία
- Ιλιγγος
- Κεφαλαλγία
- Ψυχιατρικές διαταραχές
- Διαταραχές συμπεριφοράς και προσωπικότητας
- Νευρικότητα
- Αϋπνία
- Ευφορία
7. ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΝΔΟΚΡΙΝΕΙΣ ΑΔΕΝΕΣ
- Ανωμαλίες έμμηνης ρύσης
- Σύνδρομο Cushing
- Υπερτρίχωση
- Καταστολή ανάπτυξης (στα παιδιά). Αφορά και την γραμμική οστική ανάπτυξη και την σύγκλειση των επιφύσεων και μπορεί να είναι μόνιμη, αν και η σωματική ανάπτυξη συχνά επιταχύνεται μετά την διακοπή των κορτικοειδών
- Δευτεροπαθής έλλειψη απάντησης στο φλοιό των επινεφριδίων και την υπόφυση, ιδιαίτερα σε καταστάσεις stress (π.χ. τραύμα, χειρουργική επέμβαση, νόσηση)
- Δυσανεξία στους υδατάνθρακες
- Ενεργοποίηση λανθάνοντα διαβήτη
- Αύξηση απαιτήσεων σε ινσουλίνη ή αντιδιαβητικούς per os παράγοντες (σε διαβητικούς)
- Υπεργλυκαιμία και ελάττωση του νεφρικού ουδού του σακχάρου. Παρατηρείται συχνά σε ασθενείς θεραπευόμενους με πρεδνιζολόνη. Είναι ήπια, αναστρέψιμη και εμφανίζεται συχνότερα σε ασθενείς ηλικίας μεγαλύτερης των 40 ετών με θετικό HLA-B28. Σε λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων δεν επηρεάζει το μόσχευμα ή την διάρκεια της επιβίωσης (David DS et al, 1980).
8. ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ
- Οπίσθιος υποκάψιος καταρράκτης
- Γλαύκωμα
- Εξώφθαλμος
- Αύξηση ενδοφθάλμιας πίεσης, στο 40% των ασθενών που θεραπεύονται με κορτικοειδή συστηματικά ή με οφθαλμικές ενσταλάξεις. Είναι αναστρέψιμη, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε μη αναστρέψιμο γλαύκωμα και τύφλωση σε ορισμένα γενετικά προδιατεθειμένα άτομα και σε διαβητικούς.
9. ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΕΣ
- Αρνητικό ισοζύγιο αζώτου, οφειλόμενο στον καταβολισμό των πρωτεϊνών
- Υπερλιπιδαιμία, η οποία μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη της αρτηριοσκληρυντικής αγγειοπάθειας σε λήπτες μοσχευμάτων
- Καταστολή επιπέδων τεστοστερόνης, σε ασθενείς θεραπευόμενους μακροχρόνια με πρεδνιζολόνη, η οποία μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη οστεοπόρωσης και ατροφίας των μαλακών μορίων (Reid IR et al, 1985).
- Αύξηση απέκκρισης ουρικού οξέος, ασβεστίου και φωσφόρου από τα ούρα
10. ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Ρήξη μυοκαρδίου μετά από πρόσφατο μυοκαρδιακό έμφρακτο
- Θρομβοεμβολικά επεισόδια
- Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια (σε επιρρεπείς ασθενείς)
- Υπέρταση
11. ΑΛΛΕΣ
- Υπερευαισθησία
- Απόκτηση βάρους
- Αύξηση όρεξης
- Κακουχία
- Νυκτουρία
- Σάρκωμα Kaposi : Εχει αναφερθεί σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή. Η διακοπή του κορτικοειδούς συχνά ακολουθείται από κλινική ύφεση του όγκου.
19.10.11 ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ
Εκδηλώσεις : Η εφάπαξ χορήγηση υπερβολικών δόσεων κορτικοειδών δεν αναμένεται να προκαλέσει οξέα συμπτώματα. Εκδηλώσεις υπερδοσολογίας αναμένονται συνήθως μετά από την επανειλημμένη χορήγηση υψηλών δόσεων κορτικοειδών.
Θεραπεία : Σε περιπτώσεις υπερδοσολογίας από τα κορτικοειδή πρέπει να διατηρείται επαρκής πρόσληψη υγρών και να ελέγχονται οι ηλεκτρολύτες του ορού και των ούρων και ιδιαίτερα η ισορροπία του νατρίου και του καλίου.
19.10.12 ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΕ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ
Η πρεδνιζόνη/πρεδνιζολόνη μπορεί να επηρεάσει τα επίπεδα της κορτιζόλης στο πλάσμα, λόγω διασταυρούμενης αντιδραστικότητας στην ανταγωνιστική σύνδεση με τις πρωτείνες, και μερικές ανοσολογικές μεθόδους.
Η πρεδνιζόνη/πρεδνιζολόνη αυξάνει τα επίπεδα του σακχάρου και εξασθενεί τις δοκιμασίες ανοχής στη γλυκόζη, μειώνει την Τ3 και την TBG και αυξάνει την ανάστροφη Τ3 και την συνδεόμενη με την θυροξίνη προλευκωματίνη.
Η πρεδνιζολόνη μειώνει την LH και την απάντηση της FSH/LH-RH, στις γυναίκες.
19.10.13 ΚΥΗΣΗ
Στα ζώα : Τα κορτικοειδή προκαλούν εμβρυικές ανωμαλίες, ιδιαίτερα σχισμή της υπερώας.
Στον άνθρωπο : Η πρεδνιζόνη και η πρεδνιζολόνη έχουν χρησιμοποιηθεί περισσότερο απ΄ όλα τα σκευάσματα των κορτικοειδών στη διάρκεια της κύησης.
Η πρεδνιζολόνη μετατρέπεται στον πλακούντα σε ανενεργό πρεδνιζόνη. Οι συγκεντρώσεις της στο αίμα της μητέρας, σε σχέση με τον ομφάλιο λώρο, ανέρχονται σε 10/1 (Beitins IZ et al, 1972). Η δεξαμεθαζόνη, αντίθετα, διέρχεται τον πλακούντα και ανιχνεύεται στο έμβρυο σε επίπεδα παρόμοια με της μητέρας. Γι΄αυτό και, εάν έχει ανάγκη θεραπείας με κορτικοειδή η μητέρα, προτιμότερη είναι η πρεδνιζόνη ή πρεδνιζολόνη, ενώ εάν πρέπει να θεραπευθεί το έμβρυο, π.χ. λόγω μυοκαρδίτιδας, ή να προληφθεί το σύνδρομο αναπνευστικής ανεπάρκειας (Liggins GC and Howie RN, 1972), προτιμάται η δεξαμεθαζόνη.
Η πρεδνιζολόνη, χορηγούμενη σε ασθματικές γυναίκες σε δόσεις 2.5-30 mg ημερησίως σ΄ όλη την διάρκεια της κύησης, δεν συνοδεύεται από αύξηση των μητρικών ή εμβρυικών επιπλοκών (Schartz M et al, 1975).
Η πρεδνιζόνη, παρόμοια, χορηγούμενη σε μικρές δόσεις (8-10 mg/24ωρο) στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, δεν συνοδεύεται από σημαντική αύξηση της νοσηρότητας, της θνητότητας ή των συγγενών ανωμαλιών του εμβρύου ή πτωχή γενικά έκβαση της κύησης (Schatz M et al, 1975).
Η πρεδνιζόνη και η πρεδνιζολόνη, χορηγούμενες σε μικρές καθημερινές δόσεις (π.χ. 7.5 mg) στη θεραπεία των ρευματικών νοσημάτων (π.χ. ρευματοειδής αρθρίτιδα), αλλά και σε μεγάλες δόσεις (π.χ. 60-80 mg/24ωρο) που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία π.χ. του νεφρικού ΣΕΛ, της αγγειίτιδας, κ.ά., δεν συνδέονται με συγγενείς εμβρυικές ανωμαλίες, γ΄αυτό και μπορεί να χορηγηθούν με ασφάλεια στη διάρκεια της κύησης. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η προεκλαμπτική τοξιναιμία, όπου μπορεί να επιδεινώσουν, όπως όλα τα κορτικοειδή, την κατακράτηση των υγρών και την υπέρταση.
Πάντως, η θεραπεία με κορτικοειδή, ιδιαίτερα σε μεγάλες δόσεις, στη διάρκεια της κύησης μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές στην κυοφορούσα, όπως π.χ. σακχαρώδη διαβήτη, υπέρταση, οστεοπόρωση, άσηπτη νέκρωση οστών, κ.ά., γι΄αυτό και πρέπει να γίνεται με μεγάλη περίσκεψη και μόνον εφ΄όσον το αναμενόμενο όφελος υπερβαίνει τους πιθανούς κινδύνους για την μητέρα. Ακόμα, οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας πρέπει να ενημερώνουν τον θεράποντα γιατρό τους εάν θελήσουν να τεκνοποιήσουν ή έχουν συλλάβει ενώ θεραπεύονται με κορτικοειδή. Τα βρέφη που εκτέθηκαν σε γλυκοκορτικοειδή στη διάρκεια της κύησης πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή για εκδηλώσεις επινεφριδιακής ανεπάρκειας.
19.10.14 ΓΑΛΟΥΧΙΑ
Οι συγκεντρώσεις της πρεδνιζόνης και της πρεδνιζολόνης στο μητρικό γάλα, ακόμα και σε δόσεις 80 mg ημερησίως, είναι ισοδύναμες με 5-25% των επιπέδων τους στον ορό και ίσες με ή χαμηλότερες από το 10% της ενδογενώς παραγόμενης κορτιζόλης από το νεογνό.
Η γαλουχία επιτρέπεται σε γυναίκες που παίρνουν έως 20 mg πρεδνιζολόνης, 1-2 φορές ημερησίως. Σε μεγαλύτερες δόσεις, ο θηλασμός συνιστάται να γίνεται 4 ώρες μετά την χορήγηση της πρεδνιζολόνης (Ost L et al, 1985).
19.10.15 ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ - ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ
Νεογνά : Τα ενέσιμα σκευάσματα των γλυκοκορτικοειδών που περιέχουν βενζυλική αλκοόλη αντενδείκνυνται στα πρόωρα νεογνά.
Παιδιά : Τα κορτικοειδή πρέπει να αποφεύγονται, εάν είναι δυνατόν, στη βρεφική-παιδική ηλικία, γιατί μπορεί να προκαλέσουν αναστολή της ανάπτυξης.
Ηλικιωμένοι : Τα κορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται με προσοχή στους ηλικιωμένους, γιατί μπορεί να προκαλέσουν κατακράτηση νατρίου, υπέρταση και οίδημα και να ενεργοποιήσουν λανθάνουσα φυματιώδη λοίμωξη.
Κύηση : Η πρεδνιζόνη επιτρέπεται στη διάρκεια της κύησης.
Γαλουχία : Η γαλουχία επιτρέπεται σε γυναίκες που θεραπεύονται με πρεδνιζολόνη.
Εμβολιασμοί : Επειδή τα κορτικοειδή αναστέλλουν την ανοσοαπάντηση, η πρεδνιζολόνη μπορεί να προκαλέσει μειωμένη απάντηση στις ανατοξίνες και στα εμβόλια που περιέχουν ζώντες ή αδρανοποιημένους μικρο-οργανισμούς. Ακόμα, τα κορτικοειδή μπορεί να δυνητικοποιήσουν την αναπαραγωγή ορισμένων ζώντων μικρο-οργανισμών που εμπεριέχονται στα ζώντα εξασθενημένα εμβόλια και, σε υπερφυσιολογικές δόσεις, να επιδεινώσουν τις νευρολογικές αντιδράσεις ορισμένων εμβολίων.
Η ανοσοποίηση επιτρέπεται σε ασθενείς θεραπευόμενους με μη ανοσοκατασταλτικές ή με συμπληρωματικές δόσεις κορτικοειδών (π.χ. για νόσο Addison).
Σε ασθενείς θεραπευόμενους με ανοσοκατασταλτικές δόσεις κορτικοειδών, οι εμβολιασμοί με ζώντες ή ζώντες, αλλά εξασθενημένους, ιούς αντενδείκνυνται, γι΄αυτό και δεν πρέπει να εμβολιάζονται κατά της ευλογιάς. Η συνήθης χρήση εμβολίων ή ανατοξινών πρέπει γενικά να αναβάλλεται μέχρις ότου διακοπεί η χορήγηση των κορτικοειδών. Εφ΄όσον είναι απαραίτητος ο εμβολιασμός σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή, μπορεί να χρειασθεί να γίνουν ορολογικές δοκιμασίες για να επιβεβαιωθεί η επάρκεια της ανοσοαπάντησης του ασθενούς και να χορηγηθούν επιπρόσθετες δόσεις εμβολίων ή ανατοξινών.
ΠΡΟΥΠΑΡΧΟΝΤΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΤΑ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙ-ΟΥΝΤΑΙ ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ
- Μη ειδική ελκώδης κολίτιδα
- Εκκολπωματίτιδα
- Πρόσφατη εντερική αναστόμωση
- Ενεργό ή ασυμπτωματικό πεπτικό έλκος
- Νεφρική ανεπάρκεια
- Υπέρταση
- Σπασμοί
- Οστεοπόρωση
- Βαριά μυασθένεια
- Εμφρακτο μυοκαρδίου
- Υποπροθρομβιναιμία
- Κίρρωση
- Υποθυρεοειδισμός
- Λοιμώξεις
- Απλός οφθαλμικός έρπητας
- Ψυχιατρικές διαταραχές
Γαστρεντερικά νοσήματα : Τα κορτικοειδή αντενδείκνυνται σε ασθενείς με πεπτικό έλκος, εκτός εάν πάσχουν από απειλητικές για την ζωή καταστάσεις.
Τα γλυκοκορτικοειδή πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με εκκολπωματίτιδα, μη ειδική ελκώδη κολίτιδα (εάν υπάρχει πιθανότητα επικείμενης διάτρησης, απόστημα ή άλλες πυογενείς λοιμώξεις) ή πρόσφατη εντερική αναστόμωση. Σε ασθενείς θεραπευόμενους με γλυκοκορτικοειδή οι εκδηλώσεις περιτοναϊκού ερεθισμού μετά από γαστρεντερική διάτρηση μπορεί να είναι ελάχιστες ή απουσιάζουν.
Εμφρακτο μυοκαρδίου : Τα κορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται με εξαιρετική προσοχή σε ασθενείς με πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου, γιατί μπορεί να προκαλέσουν ρήξη του τοιχώματος της αριστερής κοιλίας.
Θρομβοεμβολικά νοσήματα : Τα κορτικοειδή πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με θρομβοεμβολικά νοσήματα.
Βαριά μυασθένεια : Τα γλυκοκορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε ασθενείς με βαριά μυασθένεια θεραπευόμενους με αντιχολινεστερασικά φάρμακα.
Οφθαλμικά νοσήματα : Τα κορτικοειδή πιθανώς αντενδείκνυνται σε πάσχοντες από ενεργείς απλές ερπητικές οφθαλμικές λοιμώξεις και δεν συνιστώνται στη θεραπεία της οπτικής νευρίτιδας, γιατί μπορεί να αυξήσουν την συχνότητα των επεισοδίων.
Υποθυρεοειδισμός-κίρρωση : Μπορεί να αυξήσουν τις δράσεις των κορτικοειδών.
Ψυχιατρικά νοσήματα : Τα κορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε άτομα με προϋπάρχουσα συναισθηματική αστάθεια, σοβαρή κατάθλιψη ή επιρρέπεια σε ψυχωσικές διαταραχές.
Φαρμακευτική αλλεργία : Τα κορτικοειδή, κυρίως σε παρεντερική χορήγηση, μπορεί σπάνια να προκαλέσουν αναφυλακτικές αντιδράσεις ή αντιδράσεις υπερευαισθησίας, γι΄αυτό και πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό φαρμακευτικής αλλεργίας.
Λοιμώξεις : Τα κορτικοειδή πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με πιθανές ή γνωστές λοιμώξεις, δεδομένου ότι :
- Αυξάνουν την επιρρέπεια στην ανάπτυξη λοιμώξεων
- Μπορεί να επιδεινώσουν την διαδρομή ή την έκβαση των λοιμώξεων, π.χ. να προκαλέσουν διάτρηση σε ασθενείς με απλό οφθαλμικό έρπητα
- Μπορεί να αναζωπυρώσουν λανθάνουσες λοιμώξεις ή να επιδεινώσουν ενδογενείς λοιμώξεις από διάφορους μικρο-οργανισμούς, π.χ. να ενεργοποιήσουν λανθάνουσα αμοιβαδίαση, γι΄ αυτό και σε κάθε ασθενή με ανεξήγητη διάρροια πρέπει να αποκλείεται η λανθάνουσα ή ενεργός αμοιβαδική λοίμωξη πριν από την έναρξη της θεραπείας με κορτικοειδή
- Μπορεί να συγκαλύψουν μερικές από τις εκδηλώσεις των λοιμώξεων, να ευνοήσουν την διασπορά του λοιμογόνου μικροοργανισμού και την ανάπτυξη νέων λοιμώξεων, όπως και να μειώσουν την αντίσταση και την δυνατότητα εντόπισης των λοιμώξεων
- Μπορεί να επιδεινώσουν τις συστηματικές μυκητιασικές λοιμώξεις, γι΄αυτό και δεν πρέπει να χορηγούνται εάν εμφανισθούν τέτοιες λοιμώξεις, εκτός εάν χρειάζονται για τον έλεγχο φαρμακευτικών αντιδράσεων που οφείλονται στην αμφοτερικίνη Β. Η ταυτόχρονη χορήγηση της αμφοτερικίνης Β με υδροκορτιζόνη μπορεί να προκαλέσει διόγκωση της καρδιάς και συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
- Μπορεί να υποβοηθήσουν την εγκατάσταση δευτερογενών οφθαλμικών λοιμώξεων από μύκητες ή ιούς
- Μπορεί να αρνητικοποιήσουν ψευδώς την δοκιμασία νιτροκυανού του τετραζολίου για βακτηριδιακές λοιμώξεις.
Η χρήση της πρεδνιζολόνης σε ασθενείς με ενεργό φυματίωση πρέπει να περιορίζεται μόνο σε περιπτώσεις κεραυνοβόλου ή κεγχροειδούς φυματίωσης, όπου τα κορτικοειδή χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της νόσου σε συνδυασμό με την κατάλληλη αντιφυματική αγωγή. Η κορτικοειδοθεραπεία, εάν είναι απαραίτητη σε ασθενείς με λανθάνουσα φυματίωση ή θετική Mantoux, επιβάλλει στενή παρακολούθηση, γιατί μπορεί να προκαλέσει αναζωπύρωση της φυματιώδους λοίμωξης. Οι ασθενείς αυτοί, εφ΄όσον θεραπεύονται μακροχρόνια με κορτικοειδή, πρέπει να υποβάλλονται σε χημειοπροφύλαξη.
Τα παιδιά που θεραπεύονται με ανοσοκατασταλτικά φάρμακα είναι περισσότερο επιρρεπή σε λοιμώξεις από τα υγιή. Π.χ. η ανεμευλογία και η ιλαρά μπορεί να έχουν βαρύτερη, ακόμα και θανατηφόρα, διαδρομή σε παιδιά θεραπευόμενα με ανοσοκατασταλτικές δόσεις κορτικοειδών.
Παιδιά ή ενήλικες που θεραπεύονται με ανοσοκατασταλτικές δόσεις κορτικοειδών, αλλά δεν έχουν προσβληθεί από ανεμευλογία ή ιλαρά, πρέπει να αποφεύγουν την έκθεση στις λοιμώξεις αυτές και, αν τυχόν εκτεθούν, να συμβουλεύονται τον γιατρό τους. Εάν εκτεθούν στις λοιμώξεις αυτές, μπορεί να χρειασθούν θεραπεία με απλή (IVIG) ή ειδική εναντίον του ιού της ανεμευλογίας – έρπητα ζωστήρα (VZIG) ενδοφλέβια ανοσοσφαιρίνη, ανάλογα με την περίπτωση. Εάν εμφανίσουν ανεμευλογία, μπορεί να χρειασθούν θεραπεία με αντι-ιογενή φάρμακα.
19.10.16 ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
- Τα κορτικοειδή πρέπει να αποφεύγονται σε εγκύους με προεκλαμψία, εκλαμψία ή ενδείξεις βλάβης του πλακούντα
- Τα γλυκοκορτικοειδή, σε μέτριες ή μεγάλες δόσεις, μπορεί να προκαλέσουν κατακράτηση νατρίου και ύδατος με συνεπακόλουθο οίδημα, απώλεια καλίου, υποκαλιαιμική αλκάλωση και υπέρταση, όπως και συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια σε επιρρεπείς ασθενείς.
- Η ανεπάρκεια του φλοιού των επινεφριδίων από τα κορτικοειδή μπορεί να μετριασθεί με την προοδευτική μείωση της δόσης του κορτικοειδούς και να επιμείνει αρκετούς μήνες μετά την διακοπή του.
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με κορτικοειδή μπορεί να χρειασθούν επιπρόσθετα αυξημένες δόσεις ταχέως δρώντων κορτικοειδών πριν, στη διάρκεια και μετά από ασυνήθιστους στρεσσογόνους παράγοντες.
- Η σωματική ανάπτυξη των βρεφών και των παιδιών που θεραπεύονται μακροχρόνια με κορτικοειδή πρέπει να παρακολουθείται με προσοχή.
- Τα γλυκοκορτικοειδή αντενδείκνυνται σε ασθενείς με γνωστή υπερευαισθησία στα κορτικοειδή.
- Πριν από κάθε χειρουργική επέμβαση οι ασθενείς πρέπει να ενημερώνουν τον γιατρό και τον οδοντίατρό τους ή τον αναισθησιολόγο ότι παίρνουν ή έχουν πάρει πρόσφατα (μέσα σε διάστημα 12 μηνών) κορτικοειδή
- Οι ασθενείς που παίρνουν γλυκοκορτικοειδή πρέπει να αναφέρουν στο γιατρό τους κάθε λοίμωξη ή εκδήλωση ενδεικτική λοίμωξης ή κακώσεις που εμφανίζουν στη διάρκεια της κορτικοειδοθεραπείας ή σε διάστημα 12 μηνών μετά την διακοπή της
- Τα κορτικοειδή, όταν χορηγούνται σε μεγάλες δόσεις, συνιστάται να λαμβάνονται μετά τα γεύματα και ταυτόχρονα με αντιόξινα στα ενδιάμεσα των γευμάτων, ώστε να προληφθεί η ανάπτυξη πεπτικού έλκους
- Ο χρόνος προθρομβίνης πρέπει να ελέγχεται τακτικά σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή και ταυτόχρονα κουμαρινικά αντιπηκτικά, γιατί τα κορτικοειδή μπορεί να τροποποιήσουν την ανταπόκριση στα φάρμακα αυτά.
- Η ασπιρίνη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με υποπροθρομβιναιμία θεραπευόμενους με κορτικοειδή
- Επειδή οι επιπλοκές της κορτικοειδοθεραπείας εξαρτώνται από την δόση του φαρμάκου και την διάρκεια της θεραπείας, σε κάθε περίπτωση πρέπει να ζυγίζεται η σχέση όφελους/ κίνδυνο όσον αφορά την δόση και την διάρκεια της θεραπείας και την συχνότητα χορήγησης του φαρμάκου (καθημερινά ή κατά διαστήματα).
- Τα κορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται στη μικρότερη δυνατή δόση για τον έλεγχο του νοσήματος στο οποίο απευθύνονται και, όταν η μείωση της δόσης τους είναι δυνατή, να γίνεται βαθμιαία και όχι απότομα.
(ΒΛ. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΙΣ ΓΕΝΙΚΕΣ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ)
19.10.17 ΔΟΣΕΙΣ - ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ
Η δόση της πρεδνιζόνης εξατομικεύεται ανάλογα με την βαρύτητα, την πρόγνωση και την αναμενόμενη διάρκεια της νόσου και την ανταπόκριση του ασθενούς. Η αρχική δόση της κυμαίνεται από 5-60 mg/24ωρο, ανάλογα με το νόσημα. Σε λιγότερο σοβαρές περιπτώσεις, χαμηλότερες δόσεις γενικά είναι επαρκείς, ενώ μερικοί ασθενείς μπορεί να χρειασθούν μεγαλύτερες αρχικές δόσεις.
Η αρχική δόση της πρεδνιζόνης πρέπει να διατηρείται ή να τροποποιείται μέχρις ότου προκύψει ικανοποιητική ανταπόκριση. Εάν, μετά από λογικό χρονικό διάστημα, η ανταπόκριση είναι ανεπαρκής, η πρεδνιζόνη πρέπει να διακόπτεται και να ακολουθούνται άλλες εναλλακτικές θεραπείες.
Εάν προκύψει ικανοποιητική ανταπόκριση, η δόση συντήρησης προσδιορίζεται με βαθμιαία μείωση της αρχικής δόσης του φαρμάκου, μέχρις ότου φθάσει στο μικρότερο αποτελεσματικό ύψος. Καταστάσεις που συνήθως επιβάλλουν τροποποίηση της δόσης είναι η κλινική κατάσταση δευτεροπαθώς σε υφέσεις ή εξάρσεις της νόσου, η ανταπόκριση του ασθενούς στο φάρμακο και στρεσσογόνοι παράγοντες μη άμεσα σχετιζόμενοι με την βασική νοσολογική οντότητα. Μετά από μακροχρόνια θεραπεία, η διακοπή της πρεδνιζόνης, εάν αυτό είναι εφικτό, πρέπει να γίνεται προοδευτικά, και όχι απότομα.
Α) ΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ
Δισκία, σιρόπι, διάλυμα per os :
- Παιδιά : Η δόση προσδιορίζεται με βάση το μέγεθος ή το σωματικό βάρος
- Ενήλικες-έφηβοι : 5-200 mg, όσο συχνά χρειάζεται
Ενέσιμη πρεδνιζολόνη :
Παιδιά : Η δόση προσδιορίζεται με βάση το μέγεθος ή το σωματικό βάρος
Ενήλικες–έφηβοι : 2-100 mg μέσα σε αρθρώσεις ή μαλακά μόρια, ενδομυικά ή ενδοφλέβια, όσο συχνά χρειάζεται.
Β) ΠΡΕΔΝΙΖΟΝΗ
Δισκία, σιρόπι, διάλυμα per os :
Παιδιά : Η δόση προσδιορίζεται με βάση το μέγεθος ή το σωματικό βάρος
Ενήλικες-έφηβοι : 5-200 mg κάθε ημέρα ή κάθε 2η ημέρα, εφάπαξ ή σε διηρημένες δόσεις.
19.10.17.1 ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
- Πρεδνιζολόνη 5 mg εφάπαξ το πρωί ή κάθε 2η ημέρα. Το δοσολογικό σχήμα τροποποιείται ανάλογα με την ανταπόκριση. Εάν δεν υπάρξει ικανοποιητική βελτίωση, η δόση αυξάνεται κατά 1 mg σε διαστήματα μερικών εβδομάδων μέχρι τα 10 mg/24ωρο. Εάν προκύψει ύφεση της νόσου, η δόση του κορτικοειδούς μειώνεται προοδευτικά, π.χ. κατά 1 mg κάθε μήνα.
19.10.17.2 ΟΞΥΣ ΡΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΠΥΡΕΤΟΣ
- Πρεδνιζολόνη 1 mg/kg-1/24ωρο, εφάπαξ ή σε διηρημένες δόσεις Χ 7-10 ημέρες. Στη συνέχεια, η δόση μειώνεται κατά 2.5 mg κάθε 5-7 ημέρες.
19.10.17.3 ΚΡΟΤΑΦΙΚΗ ΑΡΤΗΡΙΤΙΔΑ
- Πρεδνιζολόνη 20-60 mg/24ωρο.
19.10.17.4 ΡΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΥΜΥΑΛΓΙΑ
- Πρεδνιζολόνη 10-12 mg/24ωρο.
19.10.17.5 ΔΕΡΜΑΤΟΜΥΟΣΙΤΙΔΑ/ΠΟΛΥΜΥΟΣΙΤΙΔΑ
- Πρεδνιζολόνη 60 mg/24ωρο. Η ελάττωση της CPK στο πλάσμα προηγείται της συμπτωματικής βελτίωσης, γι΄ αυτό και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν οδηγός για την τροποποίηση της δόσης του κορτικοειδούς σε επίπεδα συντήρησης περίπου 12.5 mg/24ωρο.
19.10.17.6 ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΣ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗΣ ΛΥΚΟΣ
Αρθρικές εκδηλώσεις : Πρεδνιζολόνη 5-10 mg/24ωρο
Νεφρική προσβολή : Πρεδνιζολόνη 60 mg/24ωρο per os. Η δόση διατηρείται συνήθως σε 10-25 mg/24ωρο. Σε σοβαρές περιπτώσεις η πρεδνιζολόνη συνδυάζεται με ανοσοκατασταλτικά (κυκλοφωσφαμίδη ή αζαθειοπρίνη).
Προσβολή ΚΝΣ : Πρεδνιζολόνη 100-150 mg/24ωρο ή και περισσότερο.
19.10.17.7 ΑΣΘΜΑ
- Πρεδνιζολόνη 5-10 mg εφάπαξ per os ή σε διηρημένες δόσεις καθημερινά ή σε διακοπτόμενες δόσεις.
Οι εξάρσεις της νόσου μπορεί να απαιτήσουν προσωρινά μεγαλύτερες δόσεις. Στη φάση της μείωσης των κορτικοειδών υπάρχει κίνδυνος υποτροπής των συμπτωμάτων, η οποία επιβάλλει επαναχορήγηση του κορτικοειδούς.
Σε ασθενείς με ασθματική κατάσταση τα κορτικοειδή μπορούν να χορηγηθούν ενδοφλέβια σε μεγάλες δόσεις, μέχρις ότου η οξεία προσβολή τεθεί υπό έλεγχο. Στη συνέχεια, χορηγείται πρε-δνιζολόνη per os σε δόση 10 mg 2 φορές ημερησίως επί 4-6 ημέρες, η οποία μειώνεται προοδευτικά.
19.10.17.8 ΗΠΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Αρχική δόση 40-100 mg πρεδνιζολόνης ημερησίως, ακολουθούμενη (π.χ. στη χρόνια ενεργό ηπατίτιδα) από 10 mg σε συνδυασμό με έναν ανοσοκατασταλτικό παράγοντα (π.χ. αζαθειοπρίνη). Η μείωση της πρεδνιζολόνης σε δόση συντήρησης εξαρτάται από τις εξατομικευμένες ανάγκες του ασθενούς.
19.10.17.9 ΦΛΕΓΜΟΝΩΔΕΙΣ ΕΝΤΕΡΟΠΑΘΕΙΕΣ
- Πρεδνιζολόνη 20-60 mg per os ημερησίως. Σε βαρέως πάσχοντες μπορεί να χρειασθούν μεγαλύτερες δόσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι συστηματικές θεραπείες συνδυάζονται με τοπικές μεθόδους. Εάν δεν υπάρξει ανταπόκριση μέσα στις πρώτες ημέρες της φαρμακοθεραπείας μπορεί να χρειασθεί χειρουργική επέμβαση.
Ιδιοπαθής στεατόρροια : Εάν δεν ανταποκρίνεται σε δίαιτα ελεύθερη γλουτένης, μπορεί να θεραπευθεί με πρεδνιζολόνη σε δόσεις 1-10 mg/24ωρο.
19.10.17.10 ΝΕΦΡΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Σπειραματονεφρίτιδα ελαχίστων αλλοιώσεων : Πρεδνιζολόνη 60 mg/24ωρο. Συνέχιση της θεραπείας με 20 mg/24ωρο επί 8 εβδομάδες. Σε περιπτώσεις υποτροπής επαναχορηγείται μόνη της ή σε συνδυασμό με έναν κυτταροστατικό παράγοντα, π.χ. κυκλοφωσφαμίδη.
Ιδιοπαθές νεφρωσικό σύνδρομο ενηλίκων με μεμβρανώδη νεφροπάθεια : Πρεδνιζολόνη 100-150 mg εφάπαξ κάθε 2η ημέρα.
19.10.17.11 ΟΦΘΑΛΜΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Νοσήματα οπίσθιου τμήματος οφθαλμού : Πρεδνιζόνη/πρεδνιζολόνη per os σε δόση περίπου 30 mg, σε διηρημένες δόσεις.
19.10.17.12 ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΣΥΜΠΑΓΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ
Σε λήπτες μοσχευμάτων καρδιάς, ήπατος ή νεφρών χορηγείται πρεδνιζολόνη σε μεγάλες δόσεις (1-1.5 mg/kg-1) την ώρα της επέμβασης, συνήθως σε συνδυασμό με ανοσοκατασταλτικά. Η πρεδνιζολόνη συνεχίζεται σε μικρές δόσεις συντήρησης (7-10 mg/24ωρο). Τα κορτικοειδή μπορεί να χρειασθούν να χορηγηθούν ενδοφλέβια σε μεγάλες δόσεις (0.5-1 gr) κάθε 12 ή 24 ώρες για να προληφθεί η απόρριψη του μοσχεύματος.
19.10.17.13 ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ - ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Αυτοάνοση αιμολυτική αναιμία : Πρεδνιζολόνη 60 mg/24ωρο, μειούμενη προοδευτικά σε 30 mg σε διάστημα μερικών εβδομάδων και στη συνέχεια, εάν χρειασθεί, σε δόση συντήρησης 15 mg/24ωρο.
Θρομβοπενική πορφύρα : Πρεδνιζολόνη 60-100 mg/24ωρο, μέχρις ότου αποκατασταθεί ο αριθμός των αιμοπεταλίων (συνήθως επί 2-3 εβδομάδες). Στη συνέχεια, η δόση μειώνεται στο χαμηλότερο δυνατό ύψος (όχι όμως >10-15 mg), όπου ο αριθμός των αιμοπεταλίων διατηρείται σε φυσιολογικά επίπεδα.
Οξεία λευχαιμία-λεμφώματα : Χρησιμοποιούνται διάφοροι αντινεοπλασματικοί συνδυασμοί οι οποίοι περιλαμβάνουν πρεδνιζολόνη 40-100 mg/kg-2/24ωρο.
Πολλαπλούν μυέλωμα : Πρεδνιζολόνη 1-2 mg/kg-1 μόνη της ή κατά διαστήματα σε συνδυασμό με κυτταροστατικά.
Καρκίνοι : Μερικά χημειοθεραπευτικά σχήματα για κακοήθη νοσήματα (π.χ. μαστού, πνεύμονα, προστάτη) περιλαμβάνουν πρεδνιζόνη per os σε δόσεις 20-60 mg/24ωρο.
19.10.17.14 ΠΝΕΥΜΟΝΙΑ ΑΠΟ PNEUMOCYSTIS CARINII
- Πρεδνιζόνη 40 mg 2 φορές ημερησίως Χ 5 ημέρες
- Στη συνέχεια, 40 mg εφάπαξ ημερησίως Χ 11 ημέρες (ή μέχρις ότου ολοκληρωθεί η αντιμικροβιακή θεραπεία).
19.10.17.15 ΔΕΡΜΑΤΙΤΙΔΑ ΕΞ ΕΠΑΦΗΣ
- Πρεδνιζόνη Χ 6 ημέρες, αρχικά σε δόση 30 mg την 1η ημέρα
- Μείωση κατά 5 mg/24ωρο, μέχρις ότου χορηγηθούν συνολικά 21 δισκία των 5 mg.
Δοσολογικό σχήμα μείωσης πρεδνιζόνης :
- 1η ημέρα : 10 mg (2 δισκία) κάθε 12 ώρες (πριν από το πρωινό και προ του ύπνου) και 5 mg (1 δισκίο) κάθε 12 ώρες (μετά το γεύμα και το δείπνο)
- 2η ημέρα : 5 mg (1 δισκίο) κάθε 8 ώρες (πριν από το πρόγευμα, μετά το γεύμα και μετά το δείπνο) και 10 mg (2 δισκία) προ του ύπνου
- 3η ημέρα : 5 mg (1 δισκίο) κάθε 6 ώρες (πριν από το πρόγευμα, μετά το γεύμα, μετά το δείπνο και προ του ύπνου)
- 4η ημέρα : 5 mg (1 δισκίο) κάθε 8 ώρες (πριν από το πρόγευμα, μετά το γεύμα και προ του ύπνου)
- 5η ημέρα : 5 mg (1 δισκίο) κάθε 12 ώρες (πριν από το πρόγευμα και προ του ύπνου)
- 6η ημέρα : 5 mg (1 δισκίο) πριν από το πρόγευμα.
19.10.17.16 ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΄Η ΕΞΩΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΦΥΜΑΤΙΩΣΗ
Σοβαρές συστηματικές και αναπνευστικές επιπλοκές προχωρημένης πνευμονικής φυματίωσης :
- Πρεδνιζόνη 40-60 mg/24ωρο
- Προοδευτική μείωση σε διάστημα 4-8 εβδομάδων
Φυματιώδης μηνιγγίτιδα :
- Πρεδνιζόνη 1 mg/kg/24ωρο Χ 4 εβδομάδες
Φυματιώδης περικαρδίτιδα :
- Πρεδνιζόνη ή πρεδνιζολόνη 60 mg/24ωρο
- Προοδευτική μείωση σε διάστημα 6-12 εβδομάδων
Φυματιώδης πλευρίτιδα :
- Πρεδνιζόνη 20-40 mg/24ωρο.
- Προδευτική μείωση σε διάστημα 4-8 εβδομάδων
Λεμφαδενοπάθεια μεσοθωρακίου συνδεόμενη με πρωτοπαθή ενδοθωρακική φυματίωση :
- Πρεδνιζόνη 2-5 mg/kg/24ωρο
- Μείωση σε 1 mg/kg/24ωρο στη διάρκεια της 1ης εβδομάδας και προοδευτικά στη διάρκεια των επόμενων 5 εβδομάδων.
19.10.17.17 ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Παράλυση Bell :
- Πρεδνιζολόνη 60 mg/24ωρο
- Προοδευτική μείωση σε 5 mg σε διάστημα 2 εβδομάδων.
Πολλαπλή σκλήρυνση :
- Πρεδνιζολόνη 100 mg κάθε 2η ημέρα
- Πρεδνιζολόνη 200 mg/24ωρο Χ 1 εβδομάδα και στη συνέχεια 80 mg κάθε 2η ημέρα Χ 1 μήνα (στις οξείες εξάρσεις)
Υποξεία απομυελινωτική νευροπάθεια :
- Πρεδνιζολόνη (πρεδνιζολόνη) 40-150 mg/24ωρο.
19.10.17.18 ΣΑΡΚΟΕΙΔΩΣΗ
- Πρεδνιζολόνη 20-30 mg/24ωρο (σε εκτεταμένες πνευμονικές διηθήσεις). Η κορτικοειδοθεραπεία μπορεί να διαρκέσει μακροχρόνια.
19.10.17.19 ΥΠΕΡΑΣΒΕΣΤΙΑΙΜΙΑ
- Πρεδνιζολόνη ≥ 5-10 mg/24ωρο, ανάλογα με τα επίπεδα του ασβεστίου στον ορό.
19.10.18 ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ
1. PREDNISOLONE
Εμπορική ονομασία |
Μορφές-περιεκτικότητες |
Κατασκευαστής |
Adelcort |
Tabl. 10 x 5 mg |
ADELCO Α.Ε. |
Adelone |
Coll. 5 ml x 1% |
ΚΟΠΕΡ ΑΕ |
Blephamide |
Coll. 5 ml |
ΑΛΒΙΑ ΑΕ |
Blicosan |
Eye-Ear Sol. 5 ml |
ΦΑΡΜΑΤΕΝ ΕΠΕ |
Delta-Cortril |
Tabl. 100 x 5 mg |
PFIZER HELLAS Α.Ε |
Dermol |
Pomm. 20 gr |
ADELCO Α.Ε. |
|
Cream 20 gr |
|
Hemorrocort |
Pomm. 30 gr |
DEMO ΑΕΒΕ |
Isopto-Cetapred |
Pomm. Ophth. 3,5 gr |
ΑΛΚΟΝ ΑΕΒΕ |
|
Coll. 5 ml |
|
Precortivit |
Cream 10 gr |
MENARINI HELLAS A.E. |
|
Pomm. 10 gr |
|
Prednisolone |
Pomm. Ophth. 2,5 gr |
THEODORIDIS |
Prezolon |
Amp. 3 x 1 ml x 25 mg |
ΜΙΝΕΡΒΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΑΕ |
|
Tabl. 30 x 5 mg |
|
2. PREDNISOLONE CAPROATE
Εμπορική ονομασία |
Μορφές-περιεκτικότητες |
Κατασκευαστής |
Scheriproct-Neo |
Pomm. 20 gr x (1.9+5) mg/gr |
SHEPA OE |
3. PREDNISONE
Εμπορική ονομασία |
Μορφές-περιεκτικότητες |
Κατασκευαστής |
Deltasone |
Tabl. 2.5 mg |
PHARMACIA & UPJOHN |
Deltasone |
Tabl. 5 mg |
PHARMACIA & UPJOHN |
Deltasone |
Tabl. 10 mg |
PHARMACIA & UPJOHN |
Deltasone |
Tabl. 20 mg |
PHARMACIA & UPJOHN |
Meticorten |
Tabl. 1 mg |
SCHERING |
Prednisone |
Tabl. 1 mg |
INTERSTATE ROXANE |
Prednisone |
Tabl. 2.5 mg |
ROXANE |
Prednisone |
Tabl. 50 mg |
ROXANE |
Prednisone Intensol |
Oral solution 5 mg/ml |
ROXANE |
Prednisone |
Oral solution 5 mg/5 ml |
ROXANE |
Sterapred 5 mg Unipak |
Tabl. 5 mg |
MERZ |
Εμπορική ονομασία |
Μορφές-περιεκτικότητες |
Κατασκευαστής |
Sterapred 5 mg 12 Day Unipak |
Tabl. 5 mg |
MERZ |
Sterapred DS Unipak |
Tabl. 10 mg |
MERZ |
Sterapred DS 12 Day Unipak |
Tabl. 10 mg |
MERZ |
19.10.19 ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ
19.10.19.1 ΠΡΕΔΝΙΖΟΝΗ
Δισκία : Περιέχουν 2.5, 5, 10, 20 ή 50 mg πρεδνιζόνης και τα ακόλουθα, ανενεργή, συστατικά
- Δισκία 2.5 mg : Στεαρικό ασβέστιο, άμυλο αραβοσίτου, νατριούχο ερυθροσίνη, λακτόζη, ορυκτέλαιο, σορβικό οξύ και σουκρόζη.
- Δισκία 5 mg : Στεαρικό ασβέστιο, άμυλο αραβοσίτου, λακτόζη, ορυκτέλαιο, σορβικό οξύ και σουκρόζη.
- Δισκία 10 mg : Στεαρικό ασβέστιο, άμυλο αραβοσίτου, λακτόζη, σορβικό οξύ και σουκρόζη.
- Δισκία 20 mg : Στεαρικό ασβέστιο, άμυλο αραβοσίτου, FD & C yellow Νο 6, λακτόζη, σορβικό οξύ και σουκρόζη.
- Δισκία 50 mg : Αμυλο αραβοσίτου, λακτόζη, στεαρικό μαγνήσιο, σορβικό οξύ, σουκρόζη και τάλκ.
Εναιώρημα : Περιέχει 5 mg πρεδνιζόνης/5 ml ή 5 mg/ml-1.
19.10.19.2 ΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ
Δισκία : 5 mg (στις ΗΠΑ), 1, 5 και 25 mg και εντεροδιαλυτά δισκία 2.5 και 5 mg (στην Αγγλία)
Εναιώρημα per os : 15 mg πρεδνιζολόνης/5 ml (στις ΗΠΑ).
Η πρεδνιζολόνη υπάρχει και σε συνδυασμό με άλλα σκευάσματα, π.χ. εξανοϊκή πρεδνιζολόνη + υδροχλωρική διβουκαίνη, νατριούχο φωσφορική πρεδνιζολόνη + θειική νεομυκίνη.
19.10.19.3 ΟΞΕΙΚΗ ΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ
Εναιώρημα : Κάθε ml περιέχει οξεική πρεδνιζολόνη 0.125% ή 1.0%, χλωριούχο βενζαλκόνιο 0.01%, υδροξυπροπυλμεθυλκυτταρίνη, αποξηραμένο φωσφορικό νάτριο, πολυσορβάτη 80, δινάτριο EDTA, γλυκερίνη, κιτρικό οξύ ή/και υδροξείδιο του νατρίου (για την τροποποίηση του pH), και καθαρμένο ύδωρ.
Ενέσιμα σκευάσματα :
- Οξεική πρεδνιζολόνη 25 mg/ml-1 (ενδομυικά, ενδαρθρικά, μέσα σε μαλακά μόρια ή δερματικές αλλοιώσεις)
- Οξεική πρεδνιζολόνη 80 mg/ml-1 + νατριούχος φωσφορική πρεδνιζολόνη 20 mg/ml-1 (ενδαρθρικά ή ενδομυικά).
Ωτικά-οφθαλμικά διαλύματα :
- Οφθαλμικό εναιώρημα 0.12, 0.125 ή 1% οξεικής πρεδνιζολόνης, χλωριούχο βενζαλκόνιο, πολυσορβάτη 80, βορικό οξύ, κιτρικό νάτριο, διθειώδες νάτριο, χλωριούχο νάτριο, δινάτριο EDTA, υδροξυπροπυλμεθυλκυτταρίνη και καθαρμένο ύδωρ.
19.10.19.4 ΦΩΣΦΟΡΙΚΗ ΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ
Δισκία : Περιέχουν νατριούχο φωσφορική πρεδνιζολόνη ισοδύναμη με 5 mg πρεδνιζολόνης.
Διάλυμα per os : Κυκλοφορεί σαν άχρωμο, ελεύθερο χρωστικών, διάλυμα με γεύση φράουλας. Περιέχει 6.7 νατριούχου φωσφορικής πρεδνιζολόνης (ισοδύναμης με 5 mg πρεδνιζολόνης)/5 ml, σε υδατικό έκδοχο, και άλλα, ανενεργή, συστατικά (διβασικό φωσφορικό νάτριο, δινάτριο EDTA, μεθυλπαραμπένη, καθαρμένο ύδωρ, φωσφορικό νάτριο και σορβιτόλη).
Ενέσιμα σκευάσματα : Η ενέσιμη φωσφορική νατριούχος πρεδνιζολόνη υπάρχει σαν στείρο διάλυμα (pH 7-8), για ενδοφλέβια, ενδομυική και ενδαρθρική χορήγηση ή μέσα σε αλλοιώσεις και μαλακούς ιστούς. Κάθε ml περιέχει νατριούχο φωσφορική πρεδνιζολόνη ισοδύναμη με 20 mg φωσφορικής πρεδνιζολόνης, 25 mg νιασιναμίδης, υδροξείδιο του νατρίου για την τροποποίηση του pH, 0.5 mg δινάτριου EDTA, 1 ml ενέσιμου ύδατος, 1 mg διθειώδους νατρίου και 5 mg φαινόλης.
Οφθαλμικό διάλυμα : Περιέχει 1.25 mg/ml νατριούχου φωσφορικής πρεδνιζολόνης (= 1.1 mg/ml φωσφορικής πρεδνιζολόνης) ή 10 mg/ml νατριούχου φωσφορικής πρεδνιζολόνης (= 9.1 mg/ml φωφορικής πρεδνιζολόνης) σε ρυθμιστικά ισότονα διαλύματα περιέχοντα διφωσφορικό και άνυδρο φωσφορικό νάτριο, χλωριούχο νάτριο, δινάτριο EDTA, καθαρμένο ύδωρ και χλωριούχο βενζαλκόνιο 0.1 mg/ml.
19.10.19.5 ΤΕΒΟΥΤΙΚΗ ΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ
Η τεβουτική πρεδνιζολόνη υπάρχει σαν λευκό έως ελαφρά κίτρινο εναιώρημα (pH 6.0- 8.0). Κάθε ml του εναιωρήματος περιέχει 20 mg τεβουτικής πρεδνιζολόνης, 1 mg κιτρικού νατρίου, 1 mg πολυσορβάτης 80, 0.5 ml διάλυμα σορβιτόλης (ισοδύναμο με 450 mg d- σορβιτόλης), 1 ml ενέσιμου ύδατος και 9 mg βενζυλικής αλκοόλης. Δεν είναι κατάλληλο για ενδοφλέβια χρήση.
19.10.19.6 ΜΕΤΑΣΟΥΛΦΟΒΕΝΖΟΙΚΗ ΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ
Σην Αγγλία κυκλοφορεί με την μορφή υποκλυσμών και αφρού που περιέχουν νατριούχο μετασουλφοβενζοϊκή πρεδνιζολόνη ισοδύναμη με 20 mg πρεδνιζολόνης/100 ml.
19.10.20 ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΥΛΑΞΗ ΤΩΝ ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΩΝ
Τα σκευάσματα της πρεδνιζόνης-πρεδνιζολόνης πρέπει να φυλάσσονται σε θερμοκρασία δωματίου (15-30ο C) και να προφυλάσσονται από το φώς. Τα παρεντερικά σκευάσματα δεν πρέπει να καταψύχονται.
ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΠΡΕΔΝΙΖΟΝΗΣ - ΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗΣ
Η πρεδνιζολόνη χρησιμοποιείται κυρίως σαν αντιφλεγμονώδης ή ανοσοκατασταλτικός παράγοντας. Όπως και η πρεδνιζόνη, είναι το περισσότερο χρησιμοποιούμενο σκεύασμα κορτιζόνης στη συστηματική θεραπεία των ρευματικών νοσημάτων. Επειδή έχει ελάχιστες αλατοκορτικοειδείς ιδιότητες δεν επαρκεί μόνη της στη θεραπεία της φλοιοεπινεφριδιακής ανεπάρκειας, γι΄αυτό και πρέπει να χορηγείται ταυτόχρονα με ένα αλατοκορτικοειδές.
17.11 ΤΡΙΑΜΣΙΝΟΛΟΝΗ
Η τριαμσινολόνη είναι δυνητικό συνθετικό γλυκοκορτικοειδές, χρησιμοποιούμενο σε διάφορα αυτοάνοσα νοσήματα και αλλεργικές καταστάσεις. Η ακετονική τριαμσινολόνη είναι το πρώτο αλογονωμένο κορτικοειδές που χρησιμοποιήθηκε τοπικά και αποδείχθηκε θεαματικά περισσότερο αποτελεσματικό απ΄όλα τα τοπικά σκευάσματα κορτικοειδών και το πρώτο τοπικό κορτικοειδές που είχε θεραπευτική δράση στην ψωρίαση.
ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ ΤΡΙΑΜΣΙΝΟΛΟΝΗΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΑ ΠΡΑΞΗ
- Τριαμσινολόνη (Triamcinolone)
- Ακετονική τριαμσινολόνη (Triamcinolone acetonide)
- Εξακετονική τριαμσινολόνη (Triamcinolone hexacetonide)
- Διοξεική τριαμσινολόνη (Triamcinolone diacetate)
19.11.1 ΧΗΜΕΙΑ
19.11.1.1 Τριαμσινολόνη (Triamcinolone)
Χημικό όνομα : 9-fluoro–11β, 16α, 17, 21-tetrahydroxy-1, 4-pregnadiene-3, 20–dione
Μοριακός τύπος : C21H27FO6
ΕΙΚΟΝΑ 107 : Συντακτικός τύπος τριαμσινολόνης
Περιγραφή : Η τριαμσινολόνη είναι συνθετικό γλυκοκορτικοειδές. Είναι λευκή, άοσμη, κρυσταλλική σκόνη, πολύ διαλυτή στο ύδωρ και ελαφρά διαλυτή στο οινόπνευμα. Εχει μοριακό βάρος 394.5.
19.11.1.2 Ακετονική τριαμσινολόνη (Triamcinolone acetonide)
Χημικό όνομα : 9-fluoro-11b, 21-dihydroxy-16a, 17- isopropylidenedioxy-1, 4-pregnadiene - 3, 20–dione
Μοριακός τύπος : C24H31FO6
ΕΙΚΟΝΑ 108 : Συντακτικός τύπος ακετονικής τριαμσινολόνης
Περιγραφή : Η ακετονική τριαμσινολόνη είναι λευκή κρυσταλλική σκόνη με ελαφρά οσμή, πρακτικά αδιάλυτη στο ύδωρ και πολύ διαλυτή στο οινόπνευμα. Εχει μοριακό βάρος 434.5.
19.11.1.3 Εξακετονική τριαμσινολόνη (Triamcinolone hexacetonide)
Χημικό όνομα: 9-Fluoro-11beta,16alpha,17,21-tetrahydroxypregna-1,4-diene-3,20-dione cyclic 16,17-acetal with acetone 21-(3,3-dimethylbutyrate).
Μοριακός τύπος : C30H41FO7
ΕΙΚΟΝΑ 109 : Συντακτικός τύπος εξακετονικής τριαμσινολόνης
Περιγραφή : Η εξακετονική τριαμσινολόνη είναι λευκή λεπτή κρυσταλλική σκόνη, πρακτικά αδιάλυτη στο ύδωρ και πολύ λίγο διαλυτή στο οινόπνευμα. Εχει μοριακό βάρος 532.6.
19.11.2 ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ
Η τριαμσινολόνη είναι συνθετικό φθοριωμένο κορτικοειδές, με ισχυρή γλυκοκορτικοειδή, αλλά ήπια αλατοκορτικοειδή, δράση, συγκριτικά με την κορτιζόλη.
ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ-ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΡΑΣΗΣ
- Καταστέλλει ή προλαβαίνει την εμφάνιση των κλινικών σημείων της φλεγμονής, δηλ. την τοπική θερμότητα, την ερυθρότητα, την ευαισθησία και την διόγκωση, ανεξάρτητα από την αιτιολογία της.
- Αναστέλλει τις πρώιμες (διάταση τριχοειδών, οίδημα, μετανάστευση λευκών αιμοσφαιρίων και φαγοκυττάρων) και τις όψιμες (πολλαπλασιασμός τριχοειδών και ινοβλαστών, εναπόθεση κολλαγόνου) ιστικές αλλοιώσεις της φλεγμονής.
- Αυξάνει την νεογλυκογένεση, ενώ τα αποθέματα του γλυκογόνου στο ήπαρ διατηρούνται
- Μειώνει την περιφερική καύση της γλυκόζης στις κυτταρικές μεμβράνες, δρώντας ανταγωνιστικά στην ινσουλίνη (Lerner LJ et al, 1964; Lerner LJ, 1966).
- Επιταχύνει τον καταβολισμό και μειώνει την σύνθεση των πρωτεϊνών από τις διαιτητικά προσλαμβανόμενες πρωτείνες (Liddle G, 1961; Albanese AA et al, 1962), αν και η συνολική δράση στη ισορροπία του αζώτου εξαρτάται από άλλους παράγοντες (δίαιτα, δόση κορτικοειδούς, διάρκεια θεραπείας).
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους βραχυχρόνια με τριαμσινολόνη σε κλινικά αποτελεσματικές δόσεις συντήρησης (έως 12 mg/24ωρο) το ισοζύγιο του αζώτου διατηρείται, ενώ, σε δόσεις 12-24 mg/24ωρο, αρνητικοποιείται.
- Κινητοποιεί το λίπος και αυξάνει την συγκέντρωσή του στους ώμους, το πρόσωπο και την κοιλιακή χώρα.
- Εχει ήπια αλατοκορτικοειδή δράση, γι΄ αυτό και δεν προκαλεί κατακράτηση νατρίου και έλλειψη καλίου. Σε υγιείς εθελοντές, χορηγούμενη σε δόσεις 4-64 mg ημερησίως επί 4 ημέρες, προκαλεί δοσοεξαρτώμενη νατριούρηση. Απώλεια καλίου εμφανίζουν τα άτομα που παίρνουν 32-64 mg τριαμσινολόνης επί 20 ημέρες, αλλ΄όχι 16-32 mg, ημερησίως.
- Αυξάνει τον αριθμό των ερυθρών αιμοσφαιρίων και των ουδετεροφίλων λευκών αιμοσφαιρίων και μειώνει τον αριθμό των ηωσινοφίλων και των βασεοφίλων λευκών αιμοσφαιρίων και των λεμφοκυττάρων, όπως και την μάζα του λεμφικού ιστού.
17.11.3 ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΞΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΩΝ
- Μπορεί να προκαλέσουν ελάττωση του βάρους των επινεφριδίων, ηπατικές αλλοιώσεις, συμπύκνωση του πνεύμονα και γαστρεντερικές διαταραχές, σε ποντικούς και αρουραίους
- Προκαλούν σχισμή του χείλους και της υπερώας, στα ζώα και τον άνθρωπο
- Δεν φαίνεται να έχουν καρκινογόνο δράση στον άνθρωπο, αν και συνδέονται με κακοήθη νοσήματα σε χρόνια ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς.
- Δεν έχουν μεταλλαξιογόνο δράση.
Τερατογόνος δράση : Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την τερατογόνο δράση ειδικά της τριαμσινολόνης.
19.11.4 ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ
Η ακετονική τριαμσινολόνη, χορηγούμενη ενδοφλέβια σε μέτριες ή μεγάλες δόσεις με την μορφή του φωσφορικού της εστέρα, υδρολύεται ταχέως σε ακετονική τριαμσινολόνη (Mollman H et al, 1985). Στις μεγάλες δόσεις, έχει σημαντική διαφορά στην κάθαρση (45.2 l.h-1), συγκριτικά με τις μέτριες (69.5 l.h-1), ενώ δεν διαφέρει σημαντικά στον τελικό t(1/2) (88 και 87 min) ή στον φαινόμενο όγκο κατανομής (99.5 l και 148.0 l), αντίστοιχα.
Η τριαμσινολόνη, χορηγούμενη ενδαρθρικά σε δόσεις 10, 20 ή 40 mg, ανιχνεύεται στο πλάσμα πάνω από 2 εβδομάδες (Derendorf H et al, 1986). Η AUC της τριαμσινολόνης μειώνεται τριεκθετικά. Ο τελικός t(1/2) της ακετονικής τριαμσινολόνης ανέρχεται σε 3.2-6.4 ημέρες, ενώ, μετά από ενδοφλέβια χορήγηση, σε 1 ½ ώρα (Mollman H et al, 1985), ένδειξη ότι η συνεχιζόμενη απορρόφηση της τριαμσινολόνης επηρεάζει την φάση που ακολουθεί την ενδαρθρική χορήγησή της.
Η τριαμσινολόνη έχει ολική σωματική κάθαρση 38.8-62.9 l.h-1, ενώ μετά από ενδοφλέβια χορήγηση, 69.5 l.h-1, ένδειξη ότι απορροφάται πλήρως από την περιοχή της ένεσης. Στην περιοχή της ένεσης παραμένει επί 3.2-4.3, κατά μέσον όρο, ημέρες.
Οι συγκεντρώσεις της ακετονικής τριαμσινολόνης, σε δόσεις 20 και 40 mg, είναι χαμηλότερες και μειώνονται διεκθετικά με τελικό t(1/2) 4.6 ημέρες και η ολική σωματική κάθαρση ανέρχεται σε 75.0 -67.5 l.h-1, ένδειξη επίσης πλήρους απορρόφησης του φαρμάκου.
Η τριαμσινολόνη συνδέεται με τις πρωτείνες του πλάσματος σε μικρότερο βαθμό από την κορτιζόλη και άλλα κορτικοστεροειδή ανάλογα. Σε φυσιολογικές συγκεντρώσεις υπάρχει τουλάχιστον 5 φορές περισσότερο ελεύθερη τριαμσινολόνη από κορτιζόλη στο πλάσμα.
Η ακετονική τριαμσινολόνη, χορηγούμενη ενδοφλέβια με την μορφή του φωσφορικού της εστέρα, υδρολύεται ταχέως και πλήρως σε ακετονική τριαμσινολόνη, η οποία αποβάλλεται αναλλοίωτη από τα ούρα σε ποσοστό <1% (Mollman H et al, 1985).
Στους αρουραίους, τους σκύλους και τους πιθήκους, η τριανσινολόνη αποβάλλεται κυρίως μέσω της χολής. Στα είδη αυτά των ζώων, ο κύριος μεταβολίτης στα ούρα είναι η ακετονική 6β-υδροξυτριαμσινολόνη. Μικρότερα ποσά απεκκρίνονται σαν γλυκουρονίδια και θειϊκά σύμπλοκα (Florini JR et al, 1961). Γι΄αυτό και, σε αντίθεση με την υδροκορτιζόνη και την πρεδνιζολόνη, οι οποίες υπόκεινται σε διάφορες μεταβολικές μετατροπές, η τριαμσινολόνη μεταβολίζεται κυρίως στο 6β-υδροξυπαράγωγο.
19.11.5 ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ - ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ
Οι συγκεντρώσεις της ακετονικής τριαμσινολόνης στο πλάσμα σε επίπεδα 3-4 μg.l-1 μπορεί να μειώσουν τα επίπεδα της κορτιζόλης στο πλάσμα <50 μg.l-1. Πάντως, συσχέτιση μεταξύ συγκεντρώσεων στο πλάσμα και θεραπευτικής δράσης δεν έχει διαπιστωθεί.
19.11.6 ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
19.11.6.1 ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Αλδεσλευκίνη
Αλληλεπιδράσεις : Τα κορτικοειδή μπορεί να μειώσουν την αντινεοπλασματική δράση και τις επιπλοκές (πυρετός, νεφρική ανεπάρκεια, υπερχολερυθριναιμία, σύγχυση, δύσπνοια) της αλδεσλευκίνης.
Συστάσεις : Τα γλυκοκορτικοειδή πρέπει να αποφεύγονται σε ασθενείς θεραπευόμενους με αλδεσλευκίνη.
Αντιδιαβητικά, αντιϋπερτασικά ή αντιγλαυκωματικά φάρμακα
Αλληλεπιδράσεις : Τα κορτικοειδή μπορεί να αυξήσουν τις απαιτήσεις για ινσουλίνη ή υπογλυκαιμικούς per os παράγοντες, αντιϋπερτασικά ή αντιγλαυκωματικά φάρμακα. Η μακροχρόνια θεραπεία με κορτικοειδή συχνά συνοδεύεται από αντίσταση στην ινσουλίνη.
Συστάσεις :
- Το σάκχαρο του αίματος πρέπει να παρακολουθείται συχνά και η δόση των per os αντιδιαβητικών να τροποποιείται ανάλογα όταν τα κορτικοειδή προστίθενται, διακόπτονται ή τροποποιείται η δόση τους.
- Οι διαβητικοί που θεραπεύονται με ινσουλίνη μπορεί να χρειασθούν αύξηση της δόσης της ινσουλίνης όταν στη θεραπεία προστίθενται κορτικοειδή. Η δόση της ινσουλίνης πρέπει να μειώνεται μετά την διακοπή του κορτικοειδούς.
Αντιόξινα
Αλληλεπιδράσεις : Τα αντιόξινα, επειδή σχηματίζουν σύμπλοκα στον γαστρεντερικό σωλήνα, μπορεί να μειώσουν την απορρόφηση των per os χορηγούμενων κορτικοειδών.
Συστάσεις :
- Σε ασθενείς που παίρνουν αντιόξινα, τα κορτικοειδή μπορεί να χρειασθεί να χορηγηθούν σε μεγαλύτερες δόσεις.
- Τα αντιόξινα πρέπει να λαμβάνονται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από τα κορτικοειδή.
- Η ανταπόκριση του ασθενούς στα κορτικοειδή πρέπει να παρακολουθείται και η δόση τους να τροποποιείται ανάλογα όταν τα αντιόξινα προστίθενται στη θεραπεία ή διακόπτονται.
Αντιπηκτικά
Αλληλεπιδράσεις : Η αλληλεπίδραση των αντιπηκτικών με τα κορτικοειδή είναι απρόβλεπτη. Τα κορτικοειδή άλλοτε αυξάνουν και άλλοτε ελαττώνουν την δράση των αντιπηκτικών. Ακόμα, μπορεί να προκαλέσουν αιμορραγία, δεδομένου ότι έχουν ανάστροφη δράση στην ακεραιότητα του τοιχώματος των αγγείων και στη λειτουργία των αιμοπεταλίων.
Συστάσεις : Η δόση των αντιπηκτικών πρέπει να τροποποιείται ανάλογα όταν τα κορτικοειδή προστίθενται στη θεραπεία ή διακόπτονται και οι εργαστηριακοί δείκτες της πήξης του αίματος να παρακολουθούνται τακτικά, ώστε να διατηρηθεί το επιθυμητό αντιπηκτικό αποτέλεσμα.
Αντιχολινεστερασικοί παράγοντες
Αλληλεπιδράσεις : Σε ασθενείς με βαριά μυασθένεια τα κορτικοειδή μπορεί να εξασθενήσουν τις αναμενόμενες δράσεις των αντιχολινεστερασικών φαρμάκων (αμπενόνιο, νεοστιγμίνη, πυριδοστιγμίνη και πιθανώς οργανοφωσφορικά αντιχολινεστερασικά παρασιτοκτόνα), προκαλώντας έντονη αδυναμία. Οι δράσεις των αντιχολινεστερασικών φαρμάκων μπορεί να αυξηθούν μετά την διακοπή των κορτικοειδών.
Μηχανισμός : Ο μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής είναι άγνωστος.
Συστάσεις :
- Εάν είναι δυνατόν, τα αντιχολινεστερασικά φάρμακα πρέπει να αποσύρονται τουλάχιστον 24 ώρες πριν από την έναρξη της θεραπείας με κορτικοειδή.
- Εάν η συγχορήγησή τους με κορτικοειδή είναι απαραίτητη, πρέπει να γίνεται κάτω από προσεκτική παρακολούθηση.
- Εάν εμφανισθεί αναπνευστική καταστολή, πρέπει να χρησιμοποιείται μηχανική υποστήριξη, εάν είναι απαραίτητο.
Β-αναστολείς
Στους ασθματικούς μπορεί να έχουν συνεργική δράση με τα κορτικοειδή.
Βαρβιτουρικά
Αλληλεπιδράσεις : Τα βαρβιτουρικά μπορεί να αυξήσουν τον μεταβολισμό των κορτικοειδών ενεργοποιώντας τα ηπατικά μικροσωμικά ένζυμα, και επομένως να εξασθενήσουν τις φαρμακολογικές δράσεις των κορτικοειδών, και να προκαλέσουν έξαρση της νόσου για την οποία τα κορτικοειδή χορηγούνται. Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να παρατηρηθεί αρκετές ημέρες μετά την διακοπή των βαρβιτουρικών.
Συστάσεις :
- Εάν η ταυτόχρονη θεραπεία με κορτικοειδή και βαρβιτουρικά είναι αναπόφευκτη, μπορεί να χρειασθεί αύξηση της δόσης του κορτικοειδούς.
- Εάν τα δύο αυτά φάρμακα χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα και η κατάσταση του ασθενούς σταθεροποιηθεί, η δόση του κορτικοειδούς μπορεί να χρειασθεί να μειωθεί μετά την διακοπή των βαρβιτουρικών.
Γεννητικές ορμόνες
Αλληλεπιδράσεις : Τα per os αντισυλληπτικά και τα οιστρογόνα αναστέλλουν τον ηπατικό μεταβολισμό μερικών κορτικοειδών, όπως και της ενδογενούς κορτιζόλης. Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να αυξήσει τις θεραπευτικές, αλλά και τις τοξικές, δράσεις των κορτικοειδών.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή για σημεία τοξικότητας από τα κορτικοειδή και η δόση του κορτικοειδούς να μειώνεται, εάν χρειάζεται.
Ινδομεθακίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η ινδομεθακίνη μπορεί να αυξήσει την συχνότητα ή/και βαρύτητα ανάπτυξης γαστρεντερικού έλκους σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή για σημεία γαστρεντερικού έλκους και η δόση τους να τροποποιείται, εάν χρειάζεται.
Ισονιαζίδη
Αλληλεπιδράσεις :
- Τα κορτικοειδή μπορεί να αυξήσουν τον ηπατικό μεταβολισμό ή την νεφρική κάθαρση, και επομένως να μειώσουν την αντιφυματική δράση, της ισονιαζίδης
- Η ισονιαζίδη μπορεί να μειώσει τον ηπατικό μεταβολισμό των κορτικοειδών.
Συστάσεις : Εάν υπάρχουν ενδείξεις αλληλεπίδρασης μεταξύ κορτικοειδών-ισονιαζίδης, μπορεί να χρειασθεί τροποποίηση της δόσης του ενός ή και των δύο φαρμάκων.
Ιτρακοναζόλη
Αλληλεπιδράσεις : Η ιτρακοναζόλη μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις στο πλάσμα, και επομένως τις επιπλοκές (μυοπάθεια, μυική αδυναμία, δυσανεξία στη γλυκόζη), των κορτικοειδών
Μηχανισμός : Η αλληλεπίδραση αυτή οφείλεται σε αναστολή του κυτοχρώματος P450 3A4 από την ιτρακοναζόλη.
Συστάσεις :
- Τα κορτικοειδή, εάν είναι απαραίτητα σε ασθενείς θεραπευόμενους με ιτρακοναζόλη, μπορεί να χρειασθεί να χορηγηθούν σε μικρότερη δόση.
- Οι ασθενείς που αρχίζουν ή διακόπτουν την θεραπεία με ιτρακοναζόλη πρέπει να παρακολουθούνται για σημεία τοξικότητας και να τροποποιείται η δόση των κορτικοειδών ανάλογα.
Καλιοπενικά φάρμακα
Αλληλεπιδράσεις : Τα καλιοπενικά διουρητικά (θειαζίδες, φουροσεμίδη, αιθακρυνικό οξύ) και άλλα καλιοπενικά φάρμακα, όπως η αμφοτερικίνη Β, μπορεί να αυξήσουν την καλιοπενική δράση των γλυκοκορτικοειδών.
Συστάσεις : Το κάλιο του ορού πρέπει να παρακολουθείται με προσοχή σε ασθενείς θεραπευόμενους με γλυκοκορτικοειδή ταυτόχρονα με καλιοπενικά φάρμακα.
Καρδιοτονωτικά
Η υποκαλιαιμία η προκαλούμενη από τα κορτικοειδή μπορεί να οδηγήσει σε τοξικότητα από καρδιοτονωτικά.
Κετοκοναζόλη
Αλληλεπιδράσεις : Η κετοκοναζόλη μπορεί να αυξήσει τις κατασταλτικές δράσεις στα επινεφρίδια και πιθανώς την τοξικότητα των κορτικοειδών.
Μηχανισμός : Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να οφείλεται σε αναστολή του κυτοχρώματος P450 3A4 από την κετοκοναζόλη.
Συστάσεις :
- Ο συνδυασμός της κετοκοναζόλης με κορτικοειδή πρέπει να αποφεύγεται. Εάν όμως είναι απαραίτητος, τα κορτικοειδή μπορεί να χρειασθεί να χορηγηθούν σε μικρότερη δόση.
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με τον συνδυασμό αυτό πρέπει να παρακολουθούνται για σημεία τοξικότητας από τα κορτικοειδή και η δόση των κορτικοειδών να τροποποιείται ανάλογα όταν η κετοκοναζόλη προστίθεται στη θεραπεία ή διακόπτεται.
Κυκλοσπορίνη
Αλληλεπιδράσεις :
- Η κυκλοσπορίνη μπορεί να προκαλέσει σπασμούς σε ενήλικες και παιδιά θεραπευόμενα με μεγάλες δόσεις γλυκοκορτικοειδών, πιθανώς λόγω ανταγωνιστικής αναστολής των ηπατικών μικροσωμικών ενζύμων.
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με κυκλοσπορίνη ταυτόχρονα με κορτικοειδή, οι ανοσοκατασταλτικές δράσεις της κυκλοσπορίνης, όπως και οι θεραπευτικές και τοξικές δράσεις των κορτικοειδών, μπορεί να αυξηθούν. Αν και ο συνδυασμός αυτός μπορεί να είναι ωφέλιμος σε λήπτες μοσχευμάτων, είναι περισσότερο τοξικός.
Συστάσεις :
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται ταυτόχρονα με κορτικοειδή και κυκλοσπορίνη πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή γιατί μπορεί να εμφανίσουν αυξημένη ανταπόκριση και στα δύο αυτά φάρμακα.
- Εάν υπάρχει υπόνοια αλληλεπίδρασης των δύο αυτών φαρμάκων, η δόση του ενός ή και των δύο μπορεί να χρειασθεί να μειωθεί.
Κυκλοφωσφαμίδη
Αλληλεπιδράσεις :
- Τα κορτικοειδή μπορεί να τροποποιήσουν τις αναμενόμενες δράσεις της κυκλοφωσφαμίδης και να αναστείλουν τα ηπατικά μικροσωμικά ένζυμα τα οποία ενεργοποιούν την κυκλοφωσφαμίδη στους αλκυλιωτικούς της μεταβολίτες.
- Η κυκλοφωσφαμίδη μπορεί να ενεργοποιήσει τον δικό της μεταβολισμό και των κορτικοειδών.
Συστάσεις : Όταν η κυκλοφωσφαμίδη συγχορηγείται με κορτικοειδή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η αποτελεσματικότητά της μπορεί να μειωθεί.
Μη αποπολωτικά φάρμακα
Αλληλεπιδράσεις : Τα κορτικοειδή μπορεί να δυνητικοποιήσουν ή να αναστείλουν τις νευρομυικές ανασταλτικές δράσεις των μη αποπολωτικών μυοχαλαρωτικών φαρμάκων.
Μηχανισμός : Είναι άγνωστος.
Συστάσεις : Η συγχορήγηση των κορτικοειδών με μη αποπολωτικούς παράγοντες πρέπει να γίνεται με προσοχή, γιατί μπορεί να συνοδευθεί από απρόβλεπτες ανεπιθύμητες ενέργειες.
Μιφεπριστόνη
Οι κατασκευαστές της μιφεπριστόνης αποτρέπουν την χρήση της σε ασθενείς θεραπευόμενους μακροχρόνια με κορτικοειδή. Οι κλινικές δράσεις και ο μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής είναι άγνωστες.
Ξανθίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η ταυτόχρονη χορήγηση των κορτικοειδών με παράγωγα της θεοφυλλίνης μπορεί να τροποποιήσει την αναμενόμενη φαρμακολογική δράση του ενός ή και των δύο φαρμάκων.
Μηχανισμός : Eίναι άγνωστος.
Συστάσεις : Εάν η ταυτόχρονη χορήγηση των κορτικοειδών με παράγωγα της θεοφυλλίνης συνοδεύεται από αυξημένη τοξικότητα, τα επίπεδα των φαρμάκων αυτών στον ορό πρέπει να παρακολουθούνται και η δόση των κορτικοειδών να τροποποιείται ανάλογα.
Πανκουρόνιο
Αλληλεπιδράσεις : Τα κορτικοειδή μπορεί να αναστρέψουν την δέσμευση των νευρομυικών υποδοχέων από το πανκουρόνιο (Meyers EF, 1977; Laflin MJ, 1977).
Ριφαμπουτίνη, ριφαμπικίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η ριφαμπουτίνη και η ριφαμπικίνη μπορεί να ενεργοποιήσουν τα ηπατικά μικροσωμικά ένζυμα που διεγείρουν τον μεταβολισμό των κορτικοειδών, οδηγώντας σε εξασθένηση των φαρμακολογικών δράσεων των κορτικοειδών και πιθανώς έξαρση της νόσου για την οποία τα κορτικοειδή χορηγούνται, ακόμα και αρκετές ημέρες μετά την διακοπή τους.
Συστάσεις :
- Η τριαμσινολόνη πρέπει να προστίθεται με προσοχή και η δόση της να τροποποιείται ανάλογα σε ασθενείς που αρχίζουν ή διακόπτουν την θεραπεία με ριφαμπουτίνη ή ριφαμπικίνη.
- Σε ασθενείς που αρχίζουν θεραπεία με ριφαμπουτίνη ή ριφαμπικίνη, η τριαμσινολόνη πρέπει πιθανώς να χορηγείται σε διπλάσια δόση.
Ριφαπεντίνη
Αλληλεπιδράσεις :
- Η ριφαπεντίνη ενεργοποιεί το κυτόχρωμα P450 3A4 και P450 2C8/9 και μπορεί να αυξήσει τον μεταβολισμό άλλων συγχορηγούμενων φαρμάκων που μεταβολίζονται με τα ένζυμα αυτά. Η δυνητικότητα ενεργοποίησης των ενζύμων από την ριφαπεντίνη μπορεί να είναι μικρότερη από την ριφαμπικίνη, αλλά ισχυρότερη από την ριφαμπουτίνη.
- Η ριφαπεντίνη μπορεί να επιταχύνει τον μεταβολισμό και να μειώσει την δραστηριότητα των κορτικοειδών.
Συστάσεις : Εάν η συγχορήγηση των κορτικοειδών με ριφαπεντίνη είναι απαραίτητη, μπορεί να χρειασθεί τροποποίηση της δόσης των κορτικοειδών.
Σαλικυλικά
Αλληλεπιδράσεις : Τα κορτικοειδή μπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα των σαλικυλικών στον ορό και να μειώσουν την θεραπευτική τους ανταπόκριση. Οι ασθενείς που παίρνουν μεγάλες δόσεις σαλικυλικών μπορεί να εμφανίσουν δηλητηρίαση από σαλικυλικά όταν μειώσουν την δόση των κορτικοειδών και έχουν αυξημένη πιθανότητα ανάπτυξης γαστρεντερικού έλκους. Η αλληλεπίδραση αυτή αποδίδεται σε αύξηση της νεφρικής και ηπατικής απομάκρυνσης των σαλικυλικών από τα κορτικοειδή.
Συστάσεις : Σε ασθενείς θεραπευόμενους με σαλικυλικά ταυτόχρονα με κορτικοειδή, η δόση των σαλικυλικών πρέπει να τροποποιείται ανάλογα με τα επίπεδά τους και την ανταπόκριση. Οι ασθενείς αυτοί πρέπει να διακόπτουν τα κορτικοειδή με προσοχή, γιατί μπορεί να χρειασθεί να μειώσουν την δόση των σαλικυλικών για να αποφευχθεί η δηλητηρίαση από σαλικυλικά.
Υδαντοίνες
Αλληλεπιδράσεις : Οι υδαντοίνες μπορεί να μειώσουν την αποτελεσματικότητα των κορτικοειδών.
Μηχανισμός : Η αλληλεπίδραση αυτή φαίνεται ότι οφείλεται σε ενεργοποίηση των μικροσωμικών ηπατικών ενζύμων από τις υδαντοίνες, η οποία οδηγεί σε αύξηση του ηπατικού μεταβολισμού των κορτικοειδών.
Συστάσεις : Σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή ταυτόχρονα με υδαντοίνες πρέπει να παρακολουθείται η θεραπευτική ανταπόκριση και να αυξάνεται, εάν είναι απαραίτητο, η δόση των κορτικοειδών.
Φαινυτοίνη
Αλληλεπιδράσεις : Η φαινυτοίνη μπορεί να αυξήσει τον μεταβολισμό των στεροειδών ενεργοποιώντας τα ηπατικά ένζυμα και επομένως να μειώσει την θεραπευτική ανταπόκριση στα κορτικοειδή. Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να παρατηρηθεί αρκετές ημέρες μετά την διακοπή της φαινυτοίνης.
Συστάσεις : Οι ασθενείς που παίρνουν φαινυτοίνη μπορεί να χρειασθούν αυξημένες δόσεις κορτικοειδών για να έχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, γι΄αυτό και πρέπει να παρακολουθείται η ανταπόκρισή τους στα κορτικοειδή και να τροποποιείται ανάλογα η δόση τους.
19.11.6.2 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
19.11.6.2.1 ΣΤΟΝ ΟΡΟ
Ελάττωση :
- Ασβέστιο
- Κατακράτηση Ι-131
- PBI
- Κάλιο
- Τ4
- Ουρικό οξύ
- Ψευδάργυρος
- Χοληστερόλη
- Κορτιζόλη
- CPK
- Γλυκόζη
- Νάτριο
- Ολικές πρωτείνες
- Τριγλυκερίδια
Αύξηση :
19.11.6.2.2 ΣΤΑ ΟΥΡΑ
Ελάττωση :
- 17-κετοστεροειδή
- 17-OHCS
- Γλυκόζη
- Αζωτο
- Κάλιο
- Ουρικό οξύ
- Βιταμίνη C
- Ψευδάργυρος.
Αύξηση :
· Ασβέστιο
19.11.6.3 ΑΛΛΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Τα κορτικοειδή μπορεί να αυξήσουν την αποβολή του ασκορβικού οξέος, του ψευδαργύρου και του αζώτου από τα ούρα και επομένως τις ανάγκες του οργανισμού σε πυριδοξίνη, ασκορβικό οξύ, φολικό και βιταμίνη D.
Τα κορτικοειδή μπορεί να μειώσουν την απορρόφηση του ασβεστίου και του φωσφόρου και να αυξήσουν την αποβολή του καλίου και του ασβεστίου από τα ούρα.
19.11.7 ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
1. ΡΕΥΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ-ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΜΑΛΑΚΩΝ ΜΟΡΙΩΝ :
- Αγγειίτιδες
- Αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα
- Γάγγλια
- Δερματομυοσίτιδα/πολυμυοσίτιδα
- Επικονδυλίτιδα
- Κοκκυγοδυνία
- Μικτή νόσος συνδετικού ιστού
- Μυίτιδα
- Νεανική ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Οξεία και μη ειδική τενοντοϋμενίτιδα
- Οξεία ουρική αρθρίτιδα
- Οξεία ρευματική καρδίτιδα
- Οξεία-υποξεία θυλακίτιδα
- Οστεοαρθρίτιδα (ιδιοπαθής, μετατραυματική)
- Οσφυαλγία/ισχιαλγία
- Ραιβόκρανο
- Ρευματική πολυμυαλγία
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Συνδετικίτιδα
- Σύνδρομο Reiter
- Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος
- Υποτροπιάζουσα πολυχονδρίτιδα
- Χονδρασβέστωση
- Ψωριασική αρθρίτιδα
2. ΝΕΦΡΩΣΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ
3. ΔΕΡΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Δερμάτωση
- Κυστική ακμή
- Γυροειδής αλωπεκία
- Δισκοειδές έκζεμα
- Δακτυλιοειδές κοκκίωμα
- Χηλοειδή
- Ομαλός λειχήνας
- Δισκοειδής ερυθηματώδης λύκος
- Γαγγραινώδες πυόδερμα
- Εκζεμα οποιουδήποτε τύπου
- Κνησμός (ιδιοπαθής-γεννητικών οργάνων)
- Αφθώδης στοματίτιδα
- Διαβρωτικό πολύμορφο ερύθημα
- Πέμφιγα
- Φλυκταινώδης ερπητοειδής δερματίτιδα
- Σοβαρό πολύμορφο ερύθημα (σύνδρομο Stevens-Johnson)
- Αποφολιδωτική δερματίτιδα
- Σπογγοειδής μυκητίαση
- Σοβαρή ψωρίαση
- Σοβαρή σμηγματορροϊκή δερματίτιδα
4. ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Πρωτοπαθής ή δευτεροπαθής φλοιοεπινεφριδιακή ανεπάρκεια (η κορτιζόνη και η υδροκορτιζόνη είναι πρώτης εκλογής. Τα συνθετικά ανάλογα μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε συνδυασμό με αλατοκορτικοειδή, όταν ενδείκνυνται)
- Συγγενής υπερπλασία των επινεφριδίων
- Μη πυώδης θυρεοειδίτιδα
- Υπερασβεστιαιμία συνδεόμενη με καρκίνο
5. ΑΛΛΕΡΓΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ
- Εποχιακή ή μόνιμη αλλεργική ρινίτιδα
- Βρογχικό άσθμα
- Δερματίτιδα εξ επαφής
- Ατοπική δερματίτιδα
- Ορονοσία
- Φαρμακευτικές αντιδράσεις υπερευαισθησίας
6. ΟΦΘΑΛΜΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Αλλεργική επιπεφυκίτιδα
- Κερατίτιδα
- Αλλεργικά έλκη ορίων κερατοειδούς
- Οφθαλμικός έρπητας ζωστήρας
- Ιρίτιδα και ιριδοκυκλίτιδα
- Χοριοαμφιβληστροειδίτιδα
- Φλεγμονή πρόσθιου τμήματος
- Διάχυτη οπίσθια ραγοειδίτιδα και χοριοειδίτιδα
- Οπτική νευρίτιδα
- Συμπαθητική οφθαλμία
7. ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Συμπτωματική σαρκοείδωση
- Σύνδρομο Loeffler μη ανταποκρινόμενο σε άλλες θεραπείες
- Βηρυλλίωση
- Κεραυνοβόλος ή γενικευμένη πνευμονική φυματίωση (σε συνδυασμό με αντιφυματική αγωγή)
- Πνευμονίτιδα από εισρόφηση
8. ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Ιδιοπαθής θρομβοπενική πορφύρα (στους ενήλικες)
- Δευτεροπαθής θρομβοπενία (στους ενήλικες)
- Επίκτητη (αυτοάνοση) αιμολυτική αναιμία
- Ερυθροβλαστοπενία (αναιμία ερυθρών αιμοσφαιρίων)
9. ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Λευχαιμία και λεμφώματα (στους ενήλικες)
- Οξεία λευχαιμία (στα παιδιά)
10. ΟΙΔΗΜΑΤΩΔΕΙΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ
- Πρόκληση διούρησης ή πρωτεϊνουρία σε ασθενείς με ιδιοπαθές νεφρωσικό σύνδρομο, χωρίς ουραιμία, ή οφειλόμενο σε συστηματικό ερυθηματώδη λύκο
11. ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Ελκώδης κολίτιδα
- Τμηματική εντερίτιδα
12. ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Οξείες εξάρσεις πολλαπλής σκλήρυνσης
13. ΔΙΑΦΟΡΑ
- Φυματιώδης μηνιγγίτιδα με υπαραχνοειδή αποκλεισμό (σε συνδυασμό με την κατάλληλη αντιφυματική αγωγή)
- Τριχίνωση με νευρολογική ή μυοκαρδιακή προσβολή
19.11.8 ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Υπερευαισθησία στο φάρμακο ή στα συστατικά του
- Ινσουλινο-εξαρτώμενος και μη σακχαρώδης διαβήτης
- Μυοπάθεια
- Γαστρίτιδα
- Οισοφαγίτιδα
- Γαστρικό-12δακτυλικό έλκος
- Ψύχωση
- Βαριά μυασθένεια
- Απλός οφθαλμικός έρπητας
- Ενεργός λοίμωξη
- Συστηματικές μυκητιασικές λοιμώξεις
- Λοίμωξη από ιό HIV
- Ενεργός φυματίωση
- Επούλωση τραυμάτων
- Καρδιακά νοσήματα
- Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
- Πρόσφατη εντερική αναστόμωση
- Νεφρική ανεπάρκεια
ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Εκκολπωματίτιδα
- Ηπατική κίρρωση
- Υπερλιπιδαιμία
- Υπέρταση
- Υπερθυρεοειδισμός
- Υποθυρεοειδισμός
- Υπολευκωματιναιμία
- Γλαύκωμα ανοιχτής γωνίας
- Στοματικές ερπητικές αλλοιώσεις
- Οστεοπόρωση
- Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος
- Ελκώδης κολίτιδα
19.11.9 ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Η τριαμσινολόνη σπάνια χρησιμοποιείται στη συστηματική θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, αλλά είναι
το σκεύασμα εκλογής για την ενδαρθρική θεραπεία της αρθρικής φλεγμονής στη ρευματοειδή αρθρίτιδα, την νεανική ρευματοειδή αρθρίτιδα, την οστεοαρθρίτιδα και την οξεία ουρική αρθρίτιδα (Valtonen EJ, 1981; Allen RC et al, 1986). Στα νοσήματα αυτά, περιορίζει την φλεγμονώδη αντίδραση και την αρθρική διόγκωση και επομένως ανακουφίζει από τον πόνο και την δυσκαμψία, αυξάνοντας το εύρος της κινητικότητας των προσβληθεισών αρθρώσεων.
Οι ασθενείς πρέπει να προειδοποιούνται να αποφεύγουν την υπέρχρηση των αρθρώσεων που έχουν συμπτωματική βελτίωση μετά από ενδαρθρικές εγχύσεις τριαμσινολόνης και ότι οι επανειλημμένες ενδαρθρικές εγχύσεις κορτικοειδών μπορεί να προκαλέσουν καταστροφή της άρθρωσης.
Η τριαμσινολόνη μπορεί να χορηγηθεί per os σαν αντιφλεγμονώδης παράγοντας στον ρευματικό πυρετό, τον διάχυτο συστηματικό ερυθηματώδη λύκο, το νεφρωσικό σύνδρομο, το βρογχικό άσθμα, τις δερματώσεις και την αυτοάνοση αιμολυτική αναιμία.
Εναλλακτικά, η ακετονική τριαμσινολόνη, σε δόσεις 40-100 mg, μπορεί να χορηγηθεί ενδομυικά σε διαστήματα ανάλογα με την ανταπόκριση του ασθενούς, αλλά συνήθως κάθε 3-4 εβδομάδες. Το δοσολογικό αυτό σχήμα μπορεί να έχει όφελος σε ασθενείς π.χ. με άσθμα και είναι πιθανώς λιγότερο τοξικό σε σύγκριση με τα μακροχρόνια per os χορηγούμενα κορτικοειδή.
19.11.9.1 ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
Η ακετονική ή εξακετονική τριαμσινολόνη είναι περισσότερο αποτελεσματική από την νατριοηλεκτρική υδροκορτιζόνη στην ενδαρθρική θεραπεία της αρθρίτιδας του γόνατος (Blyth T et al, 1994). Σε ασθενείς με επίμονη υμενίτιδα του γόνατος, οι ενδαρθρικές εγχύσεις ακετονικής/ εξακετονικής τριαμσινολόνης είναι περισσότερο αποτελεσματικές από ενδαρθρικές εγχύσεις ριφαμυκίνης (Marchesoni A et al, 1993) ή νατριούχου μορρουάτης (Menninger H et al, 1994).
Σε ασθενείς με προσβολή των άκρων χειρών, οι εγχύσεις εξακετονικής τριαμσινολόνης στις φλεγμαίνουσες αρθρώσεις των δακτύλων βελτιώνουν σημαντικά τις κλινικές εκδηλώσεις, περισσότερο από την μεθυλπρεδνιζολόνη, αν και συνοδεύονται συχνότερα από ατροφία του δέρματος και των μαλακών μορίων (Jalava S and Saario R, 1983).
Σε ασθενείς με οροθετική ρευματοειδή αρθρίτιδα, η ενδαρθρική έγχυση εξακετονικής τριαμσινολόνης, ακολουθούμενη από ανάπαυση των ενεθεισών αρθρώσεων (επί 3 και 6 εβδομάδες για τα άνω και κάτω άκρα, αντίστοιχα) είναι χρήσιμη εναλλακτική θεραπεία (McCarty DJ et al, 1995).
19.11.9.2 ΝΕΑΝΙΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
Οι ενδαρθρικές εγχύσεις ακετονικής ή εξακετονικής τριαμσινολόνης μπορεί να προκαλέσουν πλήρη ύφεση της αρθρίτιδας του γόνατος, η οποία δεν ανταποκρίνεται στα ΜΣΑΦ (Allen RC et al, 1986; Early A et al, 1988; Hertzberger-ten Cate R et al, 1991). Σε παιδιά με ολιγοαρθρική νόσο μπορεί να προλάβουν την ανισοσκελία (Sherry DD et al, 1999).
Η βελτίωση είναι μεγαλύτερη σε παιδιά μικρότερης ηλικίας και με βραχύτερης διάρκειας νόσο και όταν χρησιμοποιούνται μεγαλύτερες δόσεις κορτικοειδούς και διαρκεί περισσότερο από την μεθυλπρεδνιζολόνη (Honkanen VE et al, 1993).
Σε παιδιά με προσβολή του ισχίου, η ενδαρθρική έγχυση εξακετονικής τριαμσινολόνης βελτιώνει θεαματικά την κινητικότητα, τον πόνο και την αρθρική συλλογή (Boehnke M et al, 1994). Οι ασθενείς με πολυαρθρική νόσο και μακροχρόνια προσβολή του ισχίου χρειάζονται περισσότερες της μιας εγχύσεις. Πάντως, στα παιδιά, οι ενδαρθρικές εγχύσεις τριαμσινολόνης συχνά ακολουθούνται από ατροφία του δέρματος και των υποδόριων ιστών με τοπικό αποχρωματισμό και ενδαρθρικές ασβεστώσεις (Job-Deslandre C and Menkes CJ, 1990).
19.11.9.3 ΟΞΕΙΑ ΟΥΡΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
Η ακετονική τριαμσινολόνη, χορηγούμενη ενδομυϊκά σε δόση 60 mg ημερησίως, είναι ασφαλής και αποτελεσματική εξίσου με την ινδομεθακίνη (50 mg/8ωρο) και ιδιαίτερα χρήσιμη σε ασθενείς στους οποίους τα ΜΣΑΦ αντενδείκνυνται. Σε δόση 60 mg εφάπαξ ενδομυικά είναι περισσότερο αποτελεσματική από την ACTH (40 IU εφάπαξ ενδομυικά) (Siegel LB et al, 1994).
19.11.9.4 ΟΣΤΕΟΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
Σε ασθενείς με οστεοαρθρίτιδα του γόνατος, η εξακετονική τριαμσινολόνη, χορηγούμενη ενδαρθρικά σε δόση 20 mg, βελτιώνει τον πόνο και την ευαισθησία πολύ περισσότερο από placebo. Πάντως, η βελτίωση είναι μικρή και παροδική, δεν συσχετίζεται με τον αριθμό των κυττάρων του αρθρικού υγρού ή τις ακτινολογικές αλλοιώσεις και τον βαθμό της μείωσης του πόνου και το αρθρικό υγρό δεν επηρεάζεται από τις εγχύσεις (Dieppe PA et al, 1980; Gaffney K et al, 1995). Η αποτελεσματικότητά της στην οστεοαρθρίτιδα του γόνατος είναι μεγαλύτερη της βηταμεθαζόνης (Valtonen EJ, 1981).
19.11.9.5 ΣΠΟΝΔΥΛΑΡΘΡΟΠΑΘΕΙΕΣ
Σε ασθενείς με οροαρνητικές σπονδυλαρθροπάθειες και ιερολαγονίτιδα, η έγχυση 40 mg τριαμσινολόνης στις ιερολαγόνιες, κατευθυνόμενη με αξονική τομογραφία, βελτιώνει σημαντικά τα υποκειμενικά ενοχλήματα (Bollow M et al, 1996; Braun J et al, 1996).
19.11.9.6 ΕΞΩΑΡΘΡΙΚΟΣ ΡΕΥΜΑΤΙΣΜΟΣ
Η τριαμσινολόνη μπορεί επίσης να χορηγηθεί τοπικά για την ανακούφιση των συμπτωμάτων της θυλακίτιδας και της τενοντοϋμενίτιδας, αλλά δεν πρέπει να ενίεται μέσα στην μάζα του τένοντα, γιατί μπορεί να προκαλέσει ρήξη του.
19.11.9.7 ΟΥΡΑΙΜΙΚΗ ΠΕΡΙΚΑΡΔΙΤΙΔΑ
Σε ουραιμικούς ασθενείς, η τριαμσινολόνη, εγχεόμενη στον περικαρδιακό σάκκο, μπορεί να προλάβει την ανάπτυξη περικαρδιακού υγρού (Fuller TJ et al, 1976; Buselmeier TJ et al, 1979; Quigg RJ et al, 1985).
19.11.9.8 ΒΡΟΓΧΙΚΟ ΑΣΘΜΑ
Η ακετονική τριαμσινολόνη μπορεί να χορηγηθεί με την μορφή ψεκασμών στη θεραπεία του βρογχικού άσθματος, ιδιαίτερα σε ασθενείς που η διπροπιονική μπεκλομεθαζόνη τους προκαλεί βήχα ή πτέρνισμα.
19.11.10 ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
1. ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Συγκάλυψη κλινικών εκδηλώσεων διάτρησης ή πεπτικού έλκους
- Πεπτικό έλκος : Συσχετίζεται ασθενώς με την χρήση των κορτικοειδών και ισχυρότερα με την συγχορήγησή τους με ΜΣΑΦ. Τα κορτικοειδή μπορεί επίσης να καταστείλουν τα συμπτώματα και να καθυστερήσουν την επούλωση του πεπτικού έλκους
- Διάτρηση και αιμορραγία πεπτικού έλκους
- Παγκρεατίτιδα
- Μετεωρισμός κοιλιάς
- Ελκωτική οισοφαγίτιδα
2. ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΟΣΚΕΛΕΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Οστεοπόρωση
- Αναστολή ανάπτυξης (στα παιδιά)
- Μυοπάθεια : Συνδέεται γενικά με την συστηματική χρήση των κορτικοειδών, αλλά φαίνεται ότι είναι ιδιαίτερο πρόβλημα με τα 9α-φθοριωμένα παράγωγα, όπως η τριαμσινολόνη
- Μυική αδυναμία
- Απώλεια μυικής μάζας
- Ασηπτη νέκρωση κεφαλής ισχίου-βραχιονίου
- Παθολογικά κατάγματα μακρών οστών
- Συμπιεστικά κατάγματα σπονδύλων
3. ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ
- Γλαύκωμα, μετά από υποεπιπεφυκωτική ένεση τριαμσινολόνης (σπάνια) (Mills DW et al, 1986)
- Οπίσθιος υποκάψιος καταρράκτης
- Αύξηση ενδοφθάλμιας πίεσης
- Εξώφθαλμος
4. ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΕΣ
- Σύνδρομο Cushing, σε μακροχρόνια χορήγηση
- Αρνητικό ισοζύγιο αζώτου, οφειλόμενο στον καταβολισμό των πρωτεϊνών
- Διαταραχές έμμηνης ρύσης
- Σύνδρομο Cushing (σε μακροχρόνια χορήγηση)
- Αναστολή ανάπτυξης (στα παιδιά)
- Δευτεροπαθής έλλειψη απάντησης φλοιού επινεφριδίων και υπόφυσης, ιδιαίτερα σε καταστάσεις stress (τραύμα, χειρουργικές επεμβάσεις, νόσηση, δυσανεξία στους υδατάνθρακες, λανθάνων σακχαρώδης διαβήτης, αυξημένες απαιτήσεις σε ινσουλίνη ή αντιδιαβητικά per os σε διαβητικούς)
- Ενεργοποίηση λανθάνοντα σακχαρώδους διαβήτη
- Καταστολή υποθαλαμο-υποφυσιο-επινεφριδιακού άξονα, σε μακροχρόνια χορήγηση. Η απότομη διακοπή του κορτικοειδούς μπορεί να οδηγήσει σε οξεία επινεφριδιακή ανεπάρκεια. Ο άξονας ενίοτε καταστέλλεται ακόμα και με την χρήση της τριαμσινολόνης με την μορφή ψεκασμών (Droszcz W et al, 1979; Munro DD, 1979) ή τοπικά σε σχετικά μικρές περιοχές του σώματος.
5. ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ - ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ
- Ακμή
- Δασυτριχισμός
- Ραβδώσεις
- Πορφύρα
- Τοπική ατροφία του δέρματος, μετά από τοπική ένεση τριαμσινολόνης, όπως με τα άλλα κορτικοειδή
- Στοματική καντιτίαση, από τα εισπνεόμενα κορτικοειδή, αν και σε μικρότερη συχνότητα με την χρήση εισπνοών ακετονικής τριαμσινολόνης (Pingleton WW et al, 1977; Chervinsky P and Petraco AJ, 1979).
- Εξασθένηση επούλωσης τραυμάτων
- Λέπτυνση και ευθραυστότητα δέρματος
- Πετέχειες και εκχυμώσεις
- Οίδημα προσώπου
- Αυξημένη εφίδρωση
- Καταστολή αντιδράσεων δερματικών δοκιμασιών
6. ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Σπασμοί
- Αύξηση ενδοκρανιακής πίεσης με οίδημα της οπτικής θηλής (εγκεφαλικός ψευδο-όγκος), συνήθως μετά την θεραπεία
- Ιλιγγος
- Κεφαλαλγίες
7. ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΛΥΤΩΝ
- Κατακράτηση νατρίου
- Κατακράτηση υγρών
- Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια (σε επιρρεπείς ασθενείς)
- Απώλεια καλίου
- Υποκαλιαιμική αλκάλωση
- Υπέρταση
8. ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΥΠΕΡΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ
- Αναφυλακτικές αντιδράσεις (σπάνια)
19.11.12 ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ
Εκδηλώσεις : Η εφάπαξ χορήγηση υπερβολικών δόσεων κορτικοειδών δεν αναμένεται να προκαλέσει οξέα συμπτώματα. Εκδηλώσεις υπερδοσολογίας αναμένονται συνήθως μετά από την επανειλημμένη χορήγηση μεγάλων δόσεων κορτικοειδών.
Θεραπεία : Σε περιπτώσεις υπερδοσολογίας από τα κορτικοειδή πρέπει να διατηρείται επαρκής πρόσληψη υγρών και να ελέγχονται οι ηλεκτρολύτες του ορού και των ούρων και ιδιαίτερα η ισορροπία νατρίου και καλίου.
19.11.13 ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΕ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ
Δεν έχει αναφερθεί.
19.11.14 ΚΥΗΣΗ
Στα ζώα : Σε αρουραίους και κουνέλια η τριαμσινολόνη, χορηγούμενη στη διάρκεια της κύησης σε δόσεις παρόμοιες με τις μέγιστες συνιστώμενες στον άνθρωπο (περίπου 0.032 mg/kg/ 24ωρο), έχει τερατογόνο δράση. Η ειπσνεόμενη τριαμσινολόνη έχει εμβρυοτοξική δράση παρόμοια με την προκαλούμενη από άλλες οδούς. Και στα δύο αυτά είδη των ζώων, η χορήγηση της τριαμσινολόνης στη διάρκεια της κύησης συνοδεύεται, σε μικρή συχνότητα, από σχισμή της υπερώας ή/και εσωτερικό υδροκέφαλο και ανωμαλίες του αξονικού σκελετού.
Η τοπική εφαρμογή κορτικοειδών σε έγκυα πειραματόζωα μπορεί να προκαλέσει εμβρυικές ανωμαλίες. Αν και η συσχέτιση του ευρήματος αυτού στον άνθρωπο δεν έχει προσδιορισθεί, η τριαμσινολόνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε μεγάλες περιοχές του δέρματος ή σε μεγάλες ποσότητες και για μεγάλο χρονικό διάστημα στη διάρκεια της κύησης.
Στον άνθρωπο : Τα κορτικοειδή, αν και συνδέονται με σποραδικές περιπτώσεις σχισμών της υπερώας, αναστολής της ανάπτυξης, καταρράκτη, καταστολής των επινεφριδίων και άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες σε παιδιά που εκτέθηκαν σ΄αυτά στη διάρκεια της κύησης, δεν φαίνεται να συνοδεύονται από αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης συγγενών εμβρυικών ανωμαλιών, γι' αυτό και η τριαμσινολόνη μπορεί να χορηγηθεί στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η προεκλαμπτική τοξιναιμία, όπου, όπως όλα τα σκευάσματα κορτικοειδών, μπορεί να επιδεινώσει την κατακράτηση των υγρών και την υπέρταση.
Πάντως, οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας πρέπει να ενημερώνουν τον θεράποντα γιατρό τους εάν θελήσουν να τεκνοποιήσουν ή είναι ήδη έγκυες ενώ θεραπεύονται με κορτικοειδή, και βρέφη που εκτέθηκαν σε μεγάλες δόσεις γλυκοκορτικοειδών στη διάρκεια της κύησης πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή για εκδηλώσεις επινεφριδιακής ανεπάρκειας.
19.11.15 ΓΑΛΟΥΧΙΑ
Δεν υπάρχουν πληροφορίες κατά πόσον η τριαμσινολόνη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Γι΄αυτό και, επειδή δεν έχουν γίνει επαρκείς μελέτες στην αναπαραγωγή ανθρώπων θεραπευόμενων με κορτικοειδή, αν και φαίνεται ότι τα κορτικοειδή, στις μέτριες δόσεις που συνήθως χρησιμοποιούνται στη θεραπεία των ρευματικών νοσημάτων, είναι ασφαλή στη διάρκεια της γαλουχίας, η τριαμσινολόνη επιτρέπεται στη γαλουχία μόνον εφ΄ όσον το αναμενόμενο όφελος υπερφαλαγγίζει τους δυνητικούς κινδύνους για το βρέφος.
19.11.16 ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ - ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ
Νεογνά : Τα ενέσιμα σκευάσματα των γλυκοκορτικοειδών που περιέχουν βενζυλική αλκοόλη αντενδείκνυνται στα πρόωρα νεογνά.
Παιδιά : Τα κορτικοειδή πρέπει να αποφεύγονται στη βρεφική-παιδική ηλικία, γιατί μπορεί να προκαλέσουν αναστολή της ανάπτυξης.
Ηλικιωμένοι : Τα κορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται με προσοχή στους ηλικιωμένους, γιατί μπορεί να προκαλέσουν κατακράτηση νατρίου, υπέρταση και οίδημα και να ενεργοποιήσουν λανθάνουσα φυματιώδη εστία.
Κύηση : Η τριαμσινολόνη μπορεί να χορηγηθεί στη διάρκεια της κύησης. Πάντως, το αναμενόμενο όφελος από την χρήση των κορτικοειδών στη διάρκεια της κύησης ή σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας πρέπει να σταθμίζεται σε σχέση με τους πιθανούς κινδύνους για την μητέρα και το έμβρυο ή το νεογνό.
Γαλουχία : Η τριαμσινολόνη επιτρέπεται στη γαλουχία μόνον εφ΄ όσον το αναμενόμενο όφελος υπερβαίνει τους δυνητικούς κινδύνους για το βρέφος.
Εμβολιασμοί : Επειδή τα κορτικοειδή αναστέλλουν την ανοσοαπάντηση, η τριαμσινολόνη μπορεί να προκαλέσει μειωμένη απάντηση στις ανατοξίνες και στα εμβόλια που περιέχουν ζώντες ή αδρανοποιημένους μικρο-οργανισμούς. Ακόμα, τα κορτικοειδή μπορεί να δυνητικοποιήσουν την αναπαραγωγή ορισμένων ζώντων μικρο-οργανισμών που εμπεριέχονται στα ζώντα εξασθενημένα εμβόλια και, σε υπερφυσιολογικές δόσεις, να επιδεινώσουν τις νευρολογικές αντιδράσεις ορισμένων εμβολίων.
Η ανοσοποίηση επιτρέπεται σε ασθενείς θεραπευόμενους με μη ανοσοκατασταλτικές ή με συμπληρωματικές δόσεις κορτικοειδών (π.χ. για νόσο Addison).
Σε ασθενείς θεραπευόμενους με ανοσοκατασταλτικές δόσεις κορτικοειδών, οι εμβολιασμοί με ζώντες ή ζώντες, αλλά εξασθενημένους, ιούς αντενδείκνυνται, γι΄αυτό και δεν πρέπει να εμβολιάζονται κατά της ευλογιάς. Η συνήθης χρήση εμβολίων ή ανατοξινών πρέπει γενικά να αναβάλλεται μέχρις ότου διακοπεί η χορήγηση των κορτικοειδών. Εφ΄όσον είναι απαραίτητος ο εμβολιασμός σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή, μπορεί να χρειασθεί να γίνουν ορολογικές δοκιμασίες για να επιβεβαιωθεί η επάρκεια της ανοσοαπάντησης του ασθενούς και να χορηγηθούν επιπρόσθετες δόσεις εμβολίων ή ανατοξινών.
ΠΡΟΥΠΑΡΧΟΝΤΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΤΑ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙ-ΟΥΝΤΑΙ ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ
- Μη ειδική ελκώδης κολίτιδα
- Εκκολπωματίτιδα
- Πρόσφατη εντερική αναστόμωση
- Ενεργό ή ασυμπτωματικό πεπτικό έλκος
- Νεφρική ανεπάρκεια
- Υπέρταση
- Σπασμοί
- Οστεοπόρωση
- Βαριά μυασθένεια
- Εμφρακτο μυοκαρδίου
- Υποπροθρομβιναιμία
- Κίρρωση
- Υποθυρεοειδισμός
- Λοιμώξεις
- Απλός οφθαλμικός έρπητας
- Ψυχιατρικές διαταραχές
Γαστρεντερικά νοσήματα : Τα κορτικοστεροειδή αντενδείκνυνται σε ασθενείς με πεπτικό έλκος, εκτός εάν πάσχουν από απειλητικές για την ζωή καταστάσεις. Τα γλυκοκορτικοειδή πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με εκκολπωματίτιδα, μη ειδική ελκώδη κολίτιδα (εάν υπάρχει πιθανότητα επικείμενης διάτρησης, απόστημα ή άλλες πυογενείς λοιμώξεις) ή πρόσφατη εντερική αναστόμωση. Οι εκδηλώσεις περιτοναϊκού ερεθισμού μετά από γαστρεντερική διάτρηση μπορεί να είναι ελάχιστες ή απουσιάζουν σε ασθενείς θεραπευόμενους με γλυκοκορτικοειδή.
Εμφρακτο μυοκαρδίου : Τα κορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται με εξαιρετική προσοχή σε ασθενείς με πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Θρομβοεμβολικά νοσήματα : Τα κορτικοειδή πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με θρομβοεμβολικά νοσήματα.
Βαριά μυασθένεια : Τα γλυκοκορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε ασθενείς με βαριά μυασθένεια θεραπευόμενους με αντιχολινεστερασικά φάρμακα.
Οφθαλμικά νοσήματα : Τα κορτικοειδή πιθανώς αντενδείκνυνται σε πάσχοντες από ενεργείς απλές ερπητικές οφθαλμικές λοιμώξεις και δεν συνιστώνται στη θεραπεία της οπτικής νευρίτιδας, γιατί μπορεί να αυξήσουν την συχνότητα των επεισοδίων.
Υποθυρεοειδισμός-κίρρωση : Μπορεί να αυξήσουν τις δράσεις των κορτικοειδών.
Ψυχιατρικά νοσήματα : Τα κορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε άτομα με προϋπάρχουσα συναισθηματική αστάθεια, σοβαρή κατάθλιψη ή επιρρέπεια σε ψυχωσικές διαταραχές.
Φαρμακευτική αλλεργία : Τα παρεντερικά σκευάσματα των κορτικοειδών πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό φαρμακευτικής αλλεργίας.
Λοιμώξεις : Τα κορτικοειδή πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με πιθανές ή γνωστές λοιμώξεις, δεδομένου ότι :
- Αυξάνουν την επιρρέπεια στην ανάπτυξη λοιμώξεων
- Μπορεί να επιδεινώσουν την διαδρομή ή την έκβαση των λοιμώξεων, π.χ. να προκαλέσουν διάτρηση σε ασθενείς με απλό οφθαλμικό έρπητα
- Μπορεί να αναζωπυρώσουν λανθάνουσες λοιμώξεις ή να επιδεινώσουν ενδογενείς λοιμώξεις από διάφορους μικρο-οργανισμούς, π.χ. να ενεργοποιήσουν λανθάνουσα αμοιβαδίαση, γι΄ αυτό και σε κάθε ασθενή με ανεξήγητη διάρροια πρέπει να αποκλείεται η λανθάνουσα ή ενεργός αμοιβαδική λοίμωξη πριν από την έναρξη της θεραπείας με κορτικοειδή
- Μπορεί να συγκαλύψουν μερικές από τις εκδηλώσεις των λοιμώξεων, να ευνοήσουν την διασπορά του λοιμογόνου μικροοργανισμού και την ανάπτυξη νέων λοιμώξεων, όπως και να μειώσουν την αντίσταση και την δυνατότητα εντόπισης των λοιμώξεων
- Μπορεί να επιδεινώσουν τις συστηματικές μυκητιασικές λοιμώξεις, γι΄αυτό και αντενδείκνυνται σε ασθενείς με ενεργείς μυκητιασικές λοιμώξεις, εκτός εάν είναι απαραίτητα για την καταστολή των φαρμακευτικών αντιδράσεων που οφείλονται στην αμφοτερικίνη Β.
- Μπορεί να υποβοηθήσουν την εγκατάσταση δευτερογενών οφθαλμικών λοιμώξεων οφειλόμενων σε μύκητες ή ιούς
- Μπορεί να επηρεάσουν την δοκιμασία νιτροκυανού του τετραζολίου για βακτηριδιακές λοιμώξεις και να δώσουν ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα.
Η χρήση της τριαμσινολόνης σε ασθενείς με ενεργό φυματίωση πρέπει να περιορίζεται μόνο σε περιπτώσεις κεραυνοβόλου ή κεγχροειδούς φυματίωσης, σε συνδυασμό με την κατάλληλη αντιφυματική αγωγή. Η θεραπεία με κορτικοειδή, εάν είναι απαραίτητη σε ασθενείς με λανθάνουσα φυματίωση ή θετική Mantoux, πρέπει να παρακολουθείται με προσοχή, γιατί μπορεί να προκαλέσει αναζωπύρωση της νόσου. Στη διάρκεια της μακροχρόνιας θεραπείας με κορτικοειδή οι ασθενείς αυτοί πρέπει να υποβάλλονται σε χημειοπροφύλαξη.
Τα παιδιά που θεραπεύονται με ανοσοκατασταλτικά φάρμακα είναι περισσότερο επιρρεπή σε λοιμώξεις από τα υγιή. Π.χ. η ανεμευλογία και η ιλαρά μπορεί να έχουν βαρύτερη, ακόμα και θανατηφόρα, διαδρομή σε παιδιά θεραπευόμενα με ανοσοκατασταλτικές δόσεις κορτικοειδών.
Παιδιά ή ενήλικες που θεραπεύονται με ανοσοκατασταλτικές δόσεις κορτικοειδών, αλλά δεν έχουν προσβληθεί από ανεμευλογία ή ιλαρά, πρέπει να αποφεύγουν την έκθεση στις λοιμώξεις αυτές και, αν τυχόν εκτεθούν, να συμβουλεύονται τον γιατρό τους. Εάν εκτεθούν στις λοιμώξεις αυτές, μπορεί να χρειασθούν θεραπεία με απλή (IVIG) ή ειδική εναντίον του ιού της ανεμευλογίας–έρπητα ζωστήρα (VZIG) ενδοφλέβια ανοσοσφαιρίνη, ανάλογα με την περίπτωση. Εάν εμφανίσουν ανεμευλογία, μπορεί να χρειασθούν θεραπεία με αντι-ιογενή φάρμακα.
19.11.17 ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
- Τα κορτικοειδή πρέπει να αποφεύγονται σε εγκύους με προεκλαμψία, εκλαμψία ή ενδείξεις βλάβης του πλακούντα
- Τα γλυκοκορτικοειδή, σε μέτριες ή μεγάλες δόσεις, μπορεί να προκαλέσουν κατακράτηση νατρίου και ύδατος με συνεπακόλουθο οίδημα, απώλεια καλίου, υποκαλιαιμική αλκάλωση και υπέρταση, όπως και συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια σε επιρρεπείς ασθενείς.
- Η ανεπάρκεια του φλοιού των επινεφριδίων από τα κορτικοειδή μπορεί να μετριασθεί με την προοδευτική μείωση της δόσης του κορτικοειδούς και να επιμείνει αρκετούς μήνες μετά την διακοπή του.
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με κορτικοειδή μπορεί να χρειασθούν επιπρόσθετα αυξημένες δόσεις ταχέως δρώντων κορτικοειδών πριν, στη διάρκεια και μετά από ασυνήθιστους στρεσσογόνους παράγοντες.
- Η σωματική ανάπτυξη των βρεφών και των παιδιών που θεραπεύονται μακροχρόνια με κορτικοειδή πρέπει να παρακολουθείται με προσοχή.
- Η τριαμσινολόνη αντενδείκνυται σε ασθενείς με γνωστή υπερευαισθησία στα κορτικοειδή
- Πριν από κάθε χειρουργική επέμβαση οι ασθενείς πρέπει να ενημερώνουν τον γιατρό και τον οδοντίατρό τους ή τον αναισθησιολόγο ότι παίρνουν ή έχουν πάρει πρόσφατα (μέσα σε διάστημα 12 μηνών) κορτικοειδή
- Οι ασθενείς που παίρνουν γλυκοκορτικοειδή πρέπει να αναφέρουν στο γιατρό τους κάθε λοίμωξη ή εκδήλωση ενδεικτική λοίμωξης ή κακώσεις που εμφανίζονται στη διάρκεια της κορτικοειδοθεραπείας ή σε διάστημα 12 μηνών μετά την διακοπή της
- Τα κορτικοειδή, όταν χορηγούνται σε μεγάλες δόσεις, συνιστάται να λαμβάνονται μετά τα γεύματα και ταυτόχρονα με αντιόξινα στα ενδιάμεσα των γευμάτων, ώστε να προληφθεί η ανάπτυξη πεπτικού έλκους
- Ο χρόνος προθρομβίνης πρέπει να ελέγχεται τακτικά σε ασθενείς θεραπευόμενους ταυτόχρονα με κορτικοειδή και κουμαρινικά αντιπηκτικά, γιατί τα κορτικοειδή μπορεί να τροποποιήσουν την ανταπόκριση των αντιπηκτικών.
- Η ασπιρίνη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με υποπροθρομβιναιμία θεραπευόμενους με κορτικοειδή
- Επειδή οι επιπλοκές της κορτικοειδοθεραπείας εξαρτώνται από την δόση του φαρμάκου και την διάρκεια της θεραπείας, σε κάθε περίπτωση πρέπει να σταθμίζεται η σχέση όφελους/ κίνδυνο όσον αφορά την δόση και την διάρκεια της θεραπείας και την συχνότητα χορήγησης του φαρμάκου (καθημερινά ή κατά διαστήματα).
- Τα κορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται στη μικρότερη δυνατή δόση για τον έλεγχο του νοσήματος στο οποίο απευθύνονται και, όταν η μείωση της δόσης τους είναι δυνατή, να γίνεται βαθμιαία και όχι απότομα.
(ΒΛ. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΙΣ ΓΕΝΙΚΕΣ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ)
19.11.18 ΔΟΣΕΙΣ - ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ
Η δόση της τριαμσινολόνης εξατομικεύεται ανάλογα με την βαρύτητα, την πρόγνωση και την αναμενόμενη διάρκεια της νόσου και την ανταπόκριση του ασθενούς. Η αρχική δόση κυμαίνεται από 4-48 mg/24ωρο, ανάλογα με το νόσημα στο οποίο απευθύνεται. Σε λιγότερο σοβαρές περιπτώσεις χαμηλότερες δόσεις γενικά είναι επαρκείς, ενώ μερικοί ασθενείς μπορεί να χρειασθούν μεγαλύτερες αρχικές δόσεις.
Η αρχική δόση της τριαμσινολόνης πρέπει να διατηρείται ή να τροποποιείται μέχρις ότου προκύψει ικανοποιητική ανταπόκριση. Εάν, μετά από λογικό χρονικό διάστημα, η ανταπόκριση είναι ανεπαρκής, η τριαμσινολόνη πρέπει να διακόπτεται και να ακολουθούνται άλλες εναλλακτικές θεραπείες.
Εάν προκύψει ικανοποιητική ανταπόκριση, η δόση συντήρησης προσδιορίζεται με βαθμιαία μείωση της αρχικής δόσης του φαρμάκου, μέχρις ότου φθάσει στο μικρότερο αποτελεσματικό ύψος. Καταστάσεις που συνήθως επιβάλλουν τροποποίηση της δόσης είναι η κλινική κατάσταση δευτεροπαθώς σε υφέσεις ή εξάρσεις της νόσου, η ανταπόκριση του ασθενούς στο φάρμακο και στρεσσογόνοι παράγοντες μη άμεσα σχετιζόμενοι με την βασική νοσολογική οντότητα. Μετά από μακροχρόνια θεραπεία, η διακοπή της τριαμσινολόνης, εάν αυτό είναι εφικτό, πρέπει να γίνεται προοδευτικά, και όχι απότομα.
Δισκία, σιρόπι :
Παιδιά : Η δόση προσδιορίζεται με βάση το μέγεθος ή το σωματικό βάρος
Εφηβοι-ενήλικες : 2-60 mg/24ωρο, εφάπαξ ή σε διηρημένες δόσεις
Ενέσιμα σκευάσματα :
- Παιδιά : Η δόση προσδιορίζεται με βάση το μέγεθος ή το σωματικό βάρος
- Εφηβοι – ενήλικες : 0.5-100 mg μέσα σε αρθρώσεις ή μαλακά μόρια, ενδομυικά, ενδοφλέβια ή υποδόρια, όσο συχνά χρειάζεται
Ενδαρθρικά σκευάσματα : Η δόση εξαρτάται από το μέγεθος της άρθρωσης και την ένταση της φλεγμονής :
- Μικρές αρθρώσεις : 2-6 mg εξακετονικής τριαμσινολόνης
- Μεγάλες αρθρώσεις : 10-30 mg
Η δόση της ακετονικής τριαμσινολόνης είναι σχεδόν διπλάσια.
19.11.18.1 ΡΕΥΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Ρευματοειδής αρθρίτιδα, οξεία ουρική αρθρίτιδα, αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα, επιλεγμένες περιπτώσεις ψωριασικής αρθρίτιδας, οξεία και υποξεία θυλακίτιδα, οξεία μη ειδική τενοντουμενίτιδα : 8-16 mg/24ωρο. Ορισμένοι ασθενείς μπορεί να χρειασθούν μεγαλύτερες δόσεις. Η τριαμσινολόνη χορηγείται εφάπαξ το πρωί καθημερινά ή κάθε 2η ημέρα, ανάλογα με τις ανάγκες του ασθενούς. Μερικοί ασθενείς έχουν μεγαλύτερη ανακούφιση με διηρημένες καθημερινές δόσεις (2-4 φορές ημερησίως). Ταχεία μείωση της δόσης ή απότομη διακοπή της τριαμσινολόνης μπορεί να οδηγήσει σε υποτροπή ή ακόμα και έξαρση των σημείων και συμπτωμάτων.
Η τριαμσινολόνη σπάνια χρησιμοποιείται στη συστηματική θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Εναλλακτικά, η ακετονική τριαμσινολόνη, σε δόσεις 40-100 mg, μπορεί να χορηγηθεί ενδομυικά σε διαστήματα ανάλογα με την ανταπόκριση του ασθενούς, συνήθως κάθε 3-4 εβδομάδες.
Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος : 20-32 mg/24ωρο, μέχρις ότου προκύψει η επιθυμητή ανταπόκριση, οπότε μειώνεται σε δόση συντήρησης. Οι βαρέως πάσχοντες μπορεί να χρειάζονται μεγαλύτερες αρχικές δόσεις (48 mg ή περισσότερο ημερησίως) και δόσεις συντήρησης. Το δοσολογικό σχήμα πρέπει να τροποποιείται, ώστε να περιορίζεται η καταστολή του άξονα.
Οξεία ρευματική καρδίτιδα, βαρέως πάσχοντες με καρδίτιδα, περικαρδιακή συλλογή ή/και συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια : 20-60 mg/ 24ωρο. Τα κορτικοειδή μπορεί να θέσουν ταχέως υπό έλεγχο τις οξείες και σοβαρές φλεγμονώδεις αλλοιώσεις και να σώσουν την ζωή του ασθενούς. Η κλινική ανταπόκριση είναι συνήθως ταχεία και η δόση του φαρμάκου μπορεί να μειωθεί. Η θεραπεία συντήρησης πρέπει να συνεχίζεται τουλάχιστον επί 6-8 εβδομάδες και σπάνια πέραν του 3μήνου.
19.11.18.2 ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Συγγενής υπερπλασία του φλοιού των επινεφριδίων, μη πυώδης θυρεοειδίτιδα, υπερασβεστιαιμία συνδεόμενη με καρκίνο : Η δόση δεν είναι καθορισμένη.
Φλοιοεπινεφριδιακή ανεπάρκεια : 4-12 mg/24ωρο, σε συνδυασμό με αλατοκορτικοειδή.
19.11.18.3 ΔΕΡΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Πέμφιγα, φλυκταινώδης ερπητοειδής δερματίτιδα, σοβαρό πολύμορφο ερύθημα, αποφολιδωτική δερματίτιδα, σπογγοειδής μυκητίαση : 8-16 mg/24ωρο. Στις καταστάσεις αυτές, όπως και στις αλλεργικές δερματώσεις, η χορήγηση των κορτικοειδών κάθε δεύτερη ημέρα είναι αποτελεσματική και λιγότερο πιθανό να προκαλέσει ανεπιθύμητες αντιδράσεις.
Σοβαρή ψωρίαση : Η τριαμσινολόνη, σε δόσεις 8-16 mg/24ωρο, μπορεί να προκαλέσει ελάττωση ή ύφεση των δερματικών αλλοιώσεων. Η διάρκεια της θεραπείας συντήρησης εξαρτάται από την κλινική ανταπόκριση. Τα κορτικοειδή πρέπει να μειώνονται ή να διακόπτονται με προσοχή, δεδομένου ότι οι δερματικές αλλοιώσεις μπορεί να υποτροπιάσουν και μάλιστα με μεγαλύτερη ένταση (φαινόμενο αναζωπύρωσης).
19.11.18.4 ΑΛΛΕΡΓΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ
Οξεία εποχιακή ή μόνιμη αλλεργική ρινίτιδα : 8-12 mg/24ωρο. Οι ανθιστάμενες περιπτώσεις μπορεί να απαιτήσουν υψηλές αρχικές και δόσεις συντήρησης.
Βρογχικό άσθμα : Δόσεις 8-16 mg/24ωρο είναι συνήθως αποτελεσματικές. Παράλληλα πρέπει να εφαρμόζονται και τα συνήθη θεραπευτικά μέτρα για τον έλεγχο του βρογχικού άσθματος.
Σε ασθενείς με αλλεργική ρινίτιδα και βρογχικό άσθμα, η θεραπεία με κορτικοειδή σκοπό έχει την ανακούφιση από την οξεία δυσφορία και δεν πρέπει να διαρκεί μακροχρόνια. Μερικοί ασθενείς ανταποκρίνονται στη χορήγηση των κορτικοειδών κάθε 2η ημέρα. Στις καταστάσεις αυτές, όπως στην δερματίτιδα εξ επαφής και την ατοπική δερματίτιδα, η τοπική θεραπεία μπορεί να συμπληρωθεί με την βραχυχρόνια χορήγηση τριαμσινολόνης per os σε δόσεις 8-16 mg/24ωρο.
Ορονοσία : Σε βαρέως πάσχοντες φάρμακο εκλογής είναι η επινεφρίνη, συχνά σε συνδυασμό με αντιισταμινικά. Εναλλακτικά μπορεί να χορηγηθεί τριαμσινολόνη σε δόσεις καθοριζόμενες από την βαρύτητα της νόσου, την ταχύτητα με την οποία είναι επιθυμητή η θεραπευτική ανταπόκριση και την ανταπόκριση του ασθενούς στην αρχική θεραπεία.
19.11.18.5 ΟΦΘΑΛΜΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Αλλεργική επιπεφυκίτιδα, κερατίτιδα, ιριδοκυκλίτιδα, χοριοαμφιβληστροειδίτιδα, φλεγμονή πρόσθιου τμήματος, διάχυτη οπίσθια ραγοειδίτιδα και χοριοειδίτιδα, οπτική νευρίτιδα και συμπαθητική οφθαλμία : 12-40 mg/24ωρο, ανάλογα με την βαρύτητα της κατάστασης, την φύση και τον βαθμό της προσβολής. Η ανταπόκριση είναι συνήθως ταχεία και η θεραπεία βραχείας διάρκειας.
19.11.18.6 ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Συμπτωματική σαρκοείδωση, σύνδρομο Loeffler, βηρυλλίωση, ορισμένες περιπτώσεις κεραυνοβόλου ή γενικευμένης πνευμονικής φυματίωσης σε συνδυασμό με την κατάλληλη αντιφυματική χημειοθεραπεία : 16-48 mg/24ωρο.
19.11.18.7 ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Ιδιοπαθής και δευτεροπαθής θρομβοπενία (στους ενήλικες), επίκτητη (αυτοάνοση) αιμολυτική αναιμία, ερυθροβλαστοπενία (αναιμία ερυθρών αιμοσφαρίων), συγγενής (ερυθροειδής) υποπλαστική αναιμία : 16-60 mg/24ωρο. Εάν υπάρξει επαρκής κλινική ανταπόκριση, η δόση της τριαμσινολόνης μειώνεται. Η τριαμσινολόνη προκαλεί ύφεση των συμπτωμάτων και ενίοτε επαναφέρει τα κυτταρικά στοιχεία του αίματος σε φυσιολογική κατάσταση.
19.11.18.8 ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Οξεία λευχαιμία (στα παιδιά) : 1 mg/kg/24ωρο και ενίοτε 2 mg/kg/24ωρο. Η ανταπόκριση εμφανίζεται συνήθως μέσα σε 6-21 ημέρες και η θεραπεία συνεχίζεται επί 4-6 εβδομάδες.
Οξεία λευχαιμία και λέμφωμα (στους ενήλικες) : 16-40 mg/24ωρο. Σε λευχαιμικούς ασθενείς μπορεί να χρειασθούν ακόμα και 100 mg/24ωρο. Η θεραπεία με τριαμσινολόνη στα νεοπλάσματα αυτά είναι μόνον ανακουφιστική και όχι θεραπευτική.
19.11.18.9 ΟΙΔΗΜΑΤΩΔΕΙΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ
Νεφρωσικό σύνδρομο : Η τριαμσινολόνη μπορεί να προκαλέσει διούρηση ή ύφεση της πρωτεϊνουρίας σε ασθενείς με νεφρωσικό σύνδρομο, χωρίς ουραιμία, ιδιοπαθούς τύπου ή οφειλόμενο σε συστηματικό ερυθηματώδη λύκο.
Η τριαμσινολόνη χορηγείται σε μέση δόση 16-20 mg (έως 48 mg) ημερησίως μέχρις ότου προκαλέσει διούρηση. Η διούρηση μπορεί να είναι μαζική και συνήθως παρατηρείται την 19η ημέρα της θεραπείας, αλλά ενίοτε αργότερα. Μετά την έναρξη της διούρησης η τριαμσινολόνη συνεχίζεται μέχρις ότου προκύψει η μέγιστη ή πλήρης ύφεση της νόσου, οπότε μειώνεται βαθμιαία και μετά διακόπτεται. Σε λιγότερο σοβαρές περιπτώσεις δόσεις συντήρησης έως 4 mg/24ωρο μπορεί να είναι επαρκείς. Εναλλακτικά και όταν η θεραπεία συντήρησης παρατείνεται, η τριαμσινολόνη μπορεί να χορηγηθεί κάθε 2η ημέρα.
19.11.18.10 ΦΥΜΑΤΙΩΔΗΣ ΜΗΝΙΓΓΙΤΙΔΑ
Η τριαμσινολόνη μπορεί να είναι χρήσιμη σε συνδυασμό με την κατάλληλη αντιφυματική αγωγή σε ασθενείς με υπαραχνοειδή ή επικείμενο αποκλεισμό. Η μέση δόση είναι 32-48 mg καθημερινά εφάπαξ ή σε διηρημένες δόσεις.
19.11.19 ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ
1. TRIAMCINOLONE
Εμπορική ονομασία |
Μορφές-περιεκτικότητες |
Κατασκευαστής |
Aristocort |
Tabl. 1 mg |
FUJISAWA |
|
Tabl. 2 mg |
|
|
Tabl. 4 mg |
|
|
Tabl. 8 mg |
|
Aristo-Pak |
Tabl. 4 mg |
FUJISAWA |
Bioderm |
Cream 20 gr |
ΦΑΡΜΑΛΕΞ ΑΕΒΕ |
Kenacomb |
Cream 10 gr |
BRISTOL-MYERS SQUIBB ΑΕΒΕ |
Pevison |
Cream 15 gr |
JANSSEN-CILAG AEBE |
2. TRIAMCINOLONE ACETONIDE
Εμπορική ονομασία |
Μορφές-περιεκτικότητες |
Κατασκευαστής |
Cinonide |
Injectable susp. 40 mg/ml |
LEGERE |
Kenaject |
Injectable susp. 40 mg/ml |
MERZ |
Kenalog |
Injectable susp. 10 mg/ml |
APOTHECON |
Kenalog |
Injectable susp. 40 mg/ml |
APOTHECON |
Nasacort |
Nasal Spray 120 Doses |
RHONE-POULENC RORER ΑΕΒΕ |
Olamyc |
Tinct. 50 ml |
ΦΑΡΜΑΛΕΞ ΑΕΒΕ |
Tac |
3 mg/ml |
PARNELL |
Triam-A |
Injectable susp. 40 mg/ml |
HYREX |
Triamonide |
Injectable susp. 40 mg/ml |
FOREST |
3. Triamcinolone Hexacetonide
Εμπορική ονομασία |
Μορφές-περιεκτικότητες |
Κατασκευαστής |
Aristospan Intralesional |
Injectable susp. 5 mg/ml |
FUJISAWA |
Aristospan Intraarticular |
Injectable susp. 20 mg/ml |
FUJISAWA |
4. TRIAMCINOLONE DIACETATE
Εμπορική ονομασία |
Μορφές-περιεκτικότητες |
Κατασκευαστής |
Amcort |
Injectable susp. 40 mg/ml |
KEENE |
Aristocort Intralesional |
Injectable susp. 25 mg/ml |
FUJISAWA |
Aristocort Forte |
Injectable susp. 40 mg/ml |
FUJISAWA |
Cinalone |
Injectable susp. 40 mg/ml |
LEGERE |
Triam-Forte |
Injectable susp. 40 mg/ml |
HYREX |
Tristoject |
Injectable susp. 40 mg/ml |
MERZ |
19.11.20 ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ
19.11.20.1 ΤΡΙΑΜΣΙΝΟΛΟΝΗ
Δισκία : Περιέχουν 1, 2, 4, ή 8 mg τριαμσινολόνης, άμυλο αραβοσίτου, διβασικό φωσφορικό ασβέστιο, ένα ανιονικό επιφανειοδραστικό (νατριούχος δοκουσάτη), λακτόζη, στεαρικό μαγνήσιο, μικροκρυσταλλική σελλουλόζη, Red 30, βενζοϊκό νάτριο, νατριούχο γλυκολικό άμυλο και Yellow 10.
19.11.20.2 ΑΚΕΤΟΝΙΚΗ ΤΡΙΑΜΣΙΝΟΛΟΝΗ
Εισπνοές per os : Περιέχουν μικροκρυσταλλικό εναιώρημα ακετονικής τριαμσινολόνης σε διχλωροδιφθοριομεθάνιο (σαν προωθητικό) και άνυδρη αλκοόλη USP 1% w/w. Κάθε μονάδα περιέχει 60 mg ακετονικής τριαμσινολόνης, από το οποία τα 100 mcg περίπου παρέχονται από την μονάδα. Κάθε μονάδα ακετονικής τριαμσινολόνης επαρκεί για 240 ψεκασμούς. Μετά τους 240 ψεκασμούς, η χορηγούμενη ποσότητα μπορεί να είναι ασταθής και η μονάδα πρέπει να απορρίπτεται.
Ρινικοί ψεκασμοί : Περιέχουν μικροκρυσταλλικό εναιώρημα ακετονικής τριαμσινολόνης σε υδατικό μέσον, μικροκρυσταλλική κυτταρίνη, καρβοξυμεθυλκυτταρίνη, πολυσορβάτη 80, δεξτρόζη, χλωριούχο βενζαλκόνιο και δινάτριο EDTA. Το pH μπορεί να τροποποιηθεί με την προσθήκη υδροχλωρικού οξέος ή υδροξειδίου του νατρίου ώστε να κυμαίνεται μεταξύ 4.5 και 6.0.
Κάθε φιαλίδιο περιέχει 9.075 mg ακετονικής τριαμσινολόνης. Κάθε εισπνοή παρέχει 55 mcg ακετονικής τριαμσινολόνης. Κάθε φιαλίδιο περιέχει τουλάχιστον 120 εισπνοές. Μετά από τις 120 εισπνοές, η ποσότητα η παρεχόμενη/εισπνοή μπορεί να είναι ασταθής, γι΄αυτό και η μονάδα πρέπει να απορρίπτεται.
Ρινικές εισπνοές : Περιέχουν μικροκρυσταλλικό εναιώρημα ακετονικής τριαμσινολόνης σε διχλωροδιφθοριομεθάνιο και άνυδρη αλκοόλη USP 0.7% w/w. Κάθε μονάδα περιέχει 15 mg ακετονικής τριαμσινολόνης. Κάθε εισπνοή απελευθερώνει περίπου 55 mcg ακετονικής τριαμσινολόνης. Κάθε μονάδα περιέχει τουλάχιστον 100 εισπνοές. Μετά τις 100 εισπνοές, η ποσότητα η παρεχόμενη/εισπνοή μπορεί να είναι ασταθής, γι΄αυτό και η μονάδα πρέπει να απορρίπτεται.
Οδοντόπαστα : Κάθε gr ακετονικής τριαμσινολόνης σε Orabase παρέχει 1 mg (0.1%) ακετονικής τριαμσινολόνης σε μαλακτική οδοντόπαστα, η οποία περιέχει ζελατίνη, πεκτίνη και καρβοξυμεθυλκυτταρίνη σε εύπλαστη γέλη υδρογονάνθρακα (plastibase), πολυαιθυλένιο και βάση γέλης ορυκτελαίου.
Ενεση (10 mg) (για ενδαρθρική, ενδοθυλακική ή ενδοδερμική χρήση) : Κάθε ml στείρου υδατικού εναιωρήματος παρέχει 10 mg ακετονικής τριαμσινολόνης, με χλωριούχο νάτριο για ισοτονικότητα, 0.9% (w/v), βενζυλική αλκοόλη σαν συντηρητικό, 0.75% καρβοξυμεθυλκυτταρίνη και 0.04% πολυσορβάτης 80. Το pH μπορεί να τροποποιηθεί με την προσθήκη υδροξειδίου του νατρίου ή υδροχλωρικού οξέος, ώστε να κυμαίνεται μεταξύ 5.0-7.5.
Ενεση (40 mg) (όχι για ενδοφλέβια ή ενδοδερμική χρήση) : Κάθε ml στείρου υδατικού εναιωρήματος περιέχει 40 mg ακετονικής τριαμσινολόνης, χλωριούχο νάτριο 0.9% (w/v), βενζυλική αλκοόλη (σαν συντηρητικό), καρβοξυμεθυλκυτταρίνη 0.75% και πολυσορβάτη 80, 0.04%. Στο εναιώρημα μπορεί να προστεθεί υδροξείδιο του νατρίου ή υδροχλωρικό οξύ για να τροποποιηθεί το pH μεταξύ 5.0 και 7.5.
Aerosol Spray (για δερματική χρήση) : Η τοπική εφαρμογή σε περιοχή περίπου ίση με το μέγεθος του χεριού παρέχει 0.2 mg ακετονικής τριαμσινολόνης. Μετά τον ψεκασμό, το μη πτητικό έκδοχο που παραμένει στο δέρμα περιέχει περίπου 0.2% ακετονικής τριαμσινολόνης. Κάθε gr σπρέυ παρέχει 0.147 mg ακετονικής τριαμσινολόνης σε έκδοχο ισοπροπυλ-παλμιτικό, άνυδρη αλκοόλη (10.3%) και ισοβουτάνιο.
Κρέμα : Κάθε gr κρέμας ακετονικής τριαμσινολόνης 0.025%, 0.1% και 0.5% παρέχει 0.25, 1 και 5 mg ακετονικής τριαμσινολόνης, αντίστοιχα, σε βάση κρέμας περιέχουσας προπυλενογλυκόλη, σετεαρυλ-αλκοόλη, ceteareth-20, λευκή βαζελίνη, διάλυμα σορβιτόλης, μονοστεαρικό γλυκερύλιο, μονοστεαρική πολυαιθυλενογλυκόλη, σιμεθικόνη, σορβικό οξύ και καθαρμένο ύδωρ.