Κορτικοειδή : Ανεπιθύμητες ενέργειες
9. ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΩΝ
9.1 ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΥΝΟΟΥΝ ΤΗΝ ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΑ ΧΟΡΗΓΟΥΜΕΝΩΝ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΩΝ
- Διαταραχές ηπατικής λειτουργίας
- Μείωση μεταβολισμού και μεταβολικής κάθαρσης των κορτικοειδών
- Νεφρική ανεπάρκεια
- Υπολευκωματιναιμία-μειωμένη πρωτεϊνική σύνδεση κορτικοειδών
- Υπερκορτιζολαιμία
Διαταραχές ηπατικής λειτουργίας : Mπορεί να εξασθενήσουν την μετατροπή της πρεδνιζόνης σε πρεδνιζολόνη, λόγω καταστολής ή αυξημένης αποδόμησης των ενεργών μορίων, και να αυξήσουν την ελεύθερη κορτιζόνη του ορού σε ασθενείς με υπολευκωματιναιμία. Οι ασθενείς με σοβαρά ηπατικά νοσήματα που παίρνουν κορτικοειδή έχουν αυξημένη νοσηρότητα και θνητότητα.
Νεφρική κάθαρση κορτικοειδών : Η παράταση της κάθαρσης των κορτικοειδών συνοδεύεται από αυξημένη συχνότητα υπερτρίχωσης και πανσεληνοειδούς προσωπείου, ενώ η θεραπευτική ανταπόκριση δεν εξαρτάται από τον βαθμό της κάθαρσης του φαρμάκου. Η νεφρική ανεπάρκεια μπορεί να μειώσει την κάθαρση της πρεδνιζολόνης και συνεπώς να αυξήσει την συχνότητα των επιπλοκών (Bergrem H et al, 1985).
Επίπεδα πρωτεϊνών στο πλάσμα-πρωτεϊνική σύνδεση : Η υπολευκωματιναιμία αυξάνει τα επίπεδα της ελεύθερης πρεδνιζολόνης και μειώνει την σύνδεση της πρεδνιζολόνης με τις πρωτείνες του ορού. Η συχνότητα των επιπλοκών της πρεδνιζόνης σχετίζεται με τα επίπεδα της λευκωματίνης στον ορό. Π.χ.
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με γλυκοκορτικοειδή και έχουν χαμηλά επίπεδα λευκωματίνης στον ορό (<2.5 mg/dl) έχουν διπλάσια πιθανότητα ανάπτυξης επιπλοκών τύπου Cushing από μάρτυρες με φυσιολογικά επίπεδα λευκωματίνης (Lewis GP et al, 1971).
- Οι ανεπιθύμητες ενέργειες προσεγγίζουν το 12%, εάν η δόση της πρεδνιζόνης δεν υπερβαίνει τα 26 mg/24ωρο, το 17%, εάν κυμαίνεται μεταξύ 25-50 mg/24ωρο, και το 28%, εάν είναι >50 mg/24ωρο (Tanner A et al, 1979).
- Η ισχυρότερη δράση της δεξαμεθαζόνης μπορεί να οφείλεται εν μέρει σε μειωμένη σύνδεσή της με τις πρωτείνες του πλάσματος, συγκριτικά με άλλα συνθετικά κορτικοειδή.
Μεταβολισμός και μεταβολική κάθαρση συνθετικών κορτικοειδών : Σε ασθενείς με επιπλοκές από τα κορτικοειδή, η μεταβολική κάθαρση και ο όγκος κατανομής της πρεδνιζολόνης μειώνονται και ο t(1/2) της στην κυκλοφορία αυξάνεται (Brooks PM et al, 1976). Οι εξατομικευμένες διαφορές στον όγκο κατανομής της πρεδνιζολόνης μπορεί να ευθύνονται για την αυξημένη συχνότητα επιπλοκών τύπου Cushing σε ορισμένους ασθενείς θεραπευόμενους με πρεδνιζολόνη (Kozower M et al, 1974).
Επίπεδα κορτιζόλης στο πλάσμα : Οι ασθενείς που αναπτύσσουν προσωπείο Cushing με την πρεδνιζόνη έχουν υψηλότερα επίπεδα ενδογενούς κορτιζόλης στο πλάσμα από ασθενείς χωρίς την επιπλοκή αυτή, ίσως λόγω αντίστασης του άξονα στην καταστολή από εξωγενή γλυκοκορτικοειδή (Frey FJ et al, 1981).
9.2 ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΧΟΡΗΓΟΥΜΕΝΩΝ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΩΝ
Τα κορτικοειδή, χορηγούμενα μακροχρόνια, συνήθως συνοδεύονται από πολλές και, συχνά, σοβαρές επιπλοκές. Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που τόσο οι κλινικοί γιατροί, όσο και οι ασθενείς, αποφεύγουν ή περιορίζουν την χρήση τους. Γι' αυτό και η χορήγηση των κορτικοειδών πρέπει να γίνεται με μεγάλη περίσκεψη και εφ' όσον υπάρχει απόλυτη ένδειξη και βεβαιότητα ότι το όφελος θα είναι μεγαλύτερο από τις επιπλοκές. Εάν βέβαια η κατάσταση είναι σοβαρή ή απειλεί την ζωή του ασθενούς, η κορτικοειδοθεραπεία πρέπει να αρχίζει το ταχύτερο δυνατόν χωρίς να εξετασθεί μακροπρόθεσμα η σχέση όφελους/κίνδυνο.
Οι επιπλοκές των κορτικοειδών έχουν μεγάλο εύρος εκδηλώσεων και εμφανίζονται στους περισσότερους ασθενείς που παίρνουν κορτικοειδή σε μακροχρόνια βάση. Σε μερικούς ασθενείς, τα κορτικοειδή αποδεικνύονται ακίνδυνα, ενώ σε άλλους, χορηγούμενα βραχυχρόνια και σε μικρές δόσεις, μπορεί να προκαλέσουν καταστροφικές επιπλοκές.
ΤΥΠΟΙ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΧΟΡΗΓΟΥΜΕΝΩΝ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΩΝ :
1. ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Πεπτικό έλκος (επιπλεκόμενο με αιμορραγία ή διάτρηση)
- Μετεωρισμός κοιλιάς
- Ελκωτική οισοφαγίτιδα
- Παγκρεατίτιδα
- Ναυτία
2. ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΟΣΚΕΛΕΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Στεροειδική μυοπάθεια
- Μυϊκή αδυναμία
- Μυϊκή ατροφία
- Οστεοπόρωση, συμπιεστικά κατάγματα σπονδύλων, αυτόματα κατάγματα
- Άσηπτη νέκρωση κεφαλής μηριαίου και βραχιονίου και άλλων οστών
- Μυαλγίες/αρθραλγίες (στα πλαίσια του συνδρόμου απόσυρσης από κορτικοειδή)
- Έντονες, νυχτερινές, παροδικές αρθραλγίες στα γόνατα ή/και τις ποδοκνημικές
- Ανώδυνες αρθρικές συλλογές
- Ρήξη τενόντων (ιδιαίτερα του αχίλλειου)
3. ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ
- Οπίσθιος υποκάψιος καταρράκτης
- Γλαύκωμα
- Αύξηση ενδοφθάλμιας πίεσης
- Εξώφθαλμος
4. ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΕΣ-ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΕΣ
- Διαταραχές έμμηνης ρύσης
- Αναστολή ανάπτυξης (στα παιδιά)
- Σύνδρομο Cushing
- Ακμή
- Υπερτρίχωση ή αρρενοποίηση
- Ανικανότητα
- Δυσανεξία στους υδατάνθρακες
- Δευτεροπαθής ανεπάρκεια επινεφριδίων
- Δευτεροπαθής έλλειψης ανταποκρισιμότητας στα επινεφρίδια και την υπόφυση, ιδιαίτερα σε περιόδους stress (τραύμα, χειρουργική επέμβαση, νόσηση)
- Ενεργοποίηση λανθάνοντα διαβήτη
- Αύξηση απαιτήσεων σε ινσουλίνη ή αντιδιαβητικούς per os παράγοντες (σε διαβητικούς)
- Υπεργλυκαιμία, διαβητική κετοξέωση, υπερωσμωτικό μη κετωσικό διαβητικό κώμα
- Αύξηση νεφρικής αποβολής ασβεστίου και φωσφόρου και κινδύνου νεφρολιθίασης
- Εναπόθεση λίπους σε υπερκλείδια χώρα, οπίσθια περιοχή αυχένα, ήπαρ, μεσοπνευμόνιο (λιπωμάτωση μεσοθωρακίου)
- Κατακράτηση νατρίου
- Υποκαλιαιμία
- Υπερλιποπρωτεϊναιμία
- Μεταβολική αλκάλωση
- Αρνητικό ισοζύγιο αζώτου λόγω καταβολισμού των πρωτεϊνών
- Κατακράτηση υγρών
5. ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ-ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ
- Εξασθένηση επούλωσης τραυμάτων
- Ερύθημα προσώπου
- Λέπτυνση και ευθραυστότητα δέρματος
- Αύξηση εφιδρώσεων
- Πετέχειες και εκχυμώσεις
- Καταστολή αντιδράσεων δερματικών δοκιμασιών
- Ιώδεις ραβδώσεις
6. ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Αύξηση ενδοκρανιακής πίεσης με οίδημα της οπτικής θηλής (εγκεφαλικός ψευδο-όγκος)
- Σπασμοί
- Ίλιγγος
- Κεφαλαλγία
- Ψύχωση
- Κατάθλιψη
7. ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ
- Αύξηση τρανσαμινασών (SGPT, SGOT)
- Αύξηση αλκαλικής φωσφατάσης
8. ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Ρήξη μυοκαρδίου (μετά από πρόσφατο μυοκαρδιακό έμφρακτο)
- Θρομβοεμβολικά επεισόδια
- Υπέρταση
- Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια (σε επιρρεπή άτομα)
9. ΑΛΛΕΣ
- Πρόσληψη βάρους
- Αύξηση όρεξης
- Σάρκωμα Caposi
- Αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις
- Αντιδράσεις υπερευαισθησίας
- Επιρρέπεια σε λοιμώξεις
9.2.1 ΣΥΝΔΡΟΜΟ CUSHING
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Το σύνδρομο Cushing παρατηρείται στο 13% και 50% των ασθενών που έχουν πάρει κορτικοειδή επί 60 ημέρες ή 5-8 έτη, αντίστοιχα (Smyllie HC and Connoly CK, 1968; David D et al, 1970).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Χαρακτηρίζεται από αύξηση του σωματικού βάρους και συγκέντρωση του λίπους στον κορμό, τον τράχηλο («καμπούρα βουβάλου»), το πρόσωπο («πανσεληνοειδές προσωπείο») και τα λιπώδη σώματα του μεσοθωρακίου και των κροτάφων.
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Θα γίνει από το αυτόματο σύνδρομο Cushing, όπου τα επίπεδα των ανδρογόνων και των αλατοκορτικοειδών αυξάνονται, σε αντίθεση με το φαρμακογενές (Axelrod L, 1976). Η διαφορά αυτή μπορεί να ερμηνευθεί εν μέρει από το ότι στο φαρμακογενές σύνδρομο Cushing η ACTH καταστέλλεται, ενώ στο αυτόματο η αυξημένη έκκριση ACTH οδηγεί σε αμφοτερόπλευρη υπερπλασία του φλοιού των επινεφριδίων.
Στο φαρμακογενές σύνδρομο, η παραγωγή ανδρογόνων και αλατοκορτικοειδών αυξάνεται όταν αυξηθεί η έκκριση ACTH (Axelrod L, 1976). Η αύξηση της έκκρισης ανδρογόνων μπορεί να ευθύνεται για την αυξημένη συχνότητα αρρενοποίησης, ακμής και διαταραχών της έμμηνης ρύσης σε ασθενείς με αυτόματο σύνδρομο Cushing, και η αυξημένη παραγωγή αλατοκορτικοειδών, για την αυξημένη συχνότητα υπέρτασης (Axelrod L, 1976).
Οι επιπλοκές οι αποκλειστικές του φαρμακογενούς συνδρόμου Cushing (όπως η καλοήθης ενδοκρανιακή υπέρταση, ο οπίσθιος υποκάψιος καταρράκτης και η οστεονέκρωση), παρατηρούνται μετά από μακροχρόνια θεραπεία με μεγάλες δόσεις γλυκοκορτικοειδών.
9.2.2 ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΟΣΚΕΛΕΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
9.2.2.1 ΜΥΑΛΓΙΕΣ-ΑΡΘΡΑΛΓΙΕΣ
Εμφανίζονται σε μερικούς ασθενείς όταν τα κορτικοειδή μειώνονται και ιδιαίτερα όταν προσεγγίζουν τα φυσιολογικά επίπεδα (Dixon R and Christy N, 1980). Μπορεί να οφείλονται σε σχετικά ήπια ανεπάρκεια του φλοιού των επινεφριδίων, σε έξαρση της βασικής υποκείμενης νόσου ή σε εξάρτηση από τα κορτικοειδή. Σε ορισμένα νοσήματα, όπως στη ρευματική πολυμυαλγία και την πολυμυοσίτιδα, μπορεί να αποδοθούν σε ανεπαρκή έλεγχο της πρωτοπαθούς νόσου.
Έντονες αρθραλγίες στα γόνατα ή/και τις ποδοκνημικές μετά από ενδοφλέβιες ώσεις μεγάλων δόσεων μεθυλπρεδνιζολόνης ή μετά από μείωση της δόσης της πρεδνιζόνης έχουν αναφερθεί σε λήπτες νεφρικών ή ηπατικών μοσχευμάτων (Bravo JF et al, 1967; Bennett WM and Strong D, 1975; Kahl L and Medsger TA Jr, 1986). Ο πόνος εμφανίζεται συνήθως την νύχτα, διαρκεί μερικές ημέρες και υποχωρεί αυτόματα. Σε μερικές περιπτώσεις, μετά από μερικά χρόνια, ακολουθείται από οστεονέκρωση.
Μυαλγίες, δυσκαμψία ή/και αρθρικός πόνος έχουν αναφερθεί σε φυσιολογικά άτομα στη φάση της απότομης πτώσης των επιπέδων των στεροειδών στο πλάσμα μετά από την ενδοφλέβια χορήγηση μιας απλής δόσης κορτιζόνης.
9.2.2.2 ΡΗΞΗ ΤΕΝΟΝΤΩΝ
Παρατηρείται ιδιαίτερα στον Αχίλλειο τένοντα και συνδέεται συνήθως με την τοπική, και σπάνια με την συστηματική, χορήγηση των κορτικοειδών (Woodward AH and Sliwinsky A, 1975).
9.2.2.3 ΥΔΡΑΡΘΡΟΙ
Είναι παροδικοί, μη φλεγμονώδεις και παρατηρούνται ιδιαίτερα σε λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων (MacFarlane JD et al, 1979) ή νεφρικό λύκο θεραπευόμενους με μεγάλες δόσεις κορτικοειδών per os ή σε ενδοφλέβιες ώσεις (Lally EV, 1983).
9.2.2.4 ΟΣΤΕΟΝΕΚΡΩΣΗ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : 4-25%. Παρατηρείται συχνότερα σε ασθενείς με φλεγμονώδεις εντεροπάθειες (Vakil N and Sparberg M, 1989) ή ΡΑ θεραπευόμενους με κορτικοειδή, αλλά μπορεί ακόμα να αποτελεί εκδήλωση της φυσικής ιστορίας της υποκείμενης νόσου, όπως ο ΣΕΛ (Abeles M et al, 1978; Weiner ES and Abeles M, 1989) και η μεταμόσχευση νεφρού.
Σε ασθενείς με ΣΕΛ, δεν υπάρχει οριστική απόδειξη ότι τα κορτικοειδή ευθύνονται άμεσα για την πρόκληση οστεονέκρωσης. Η επίπτωση της οστεονέκρωσης από κορτιζόνη στον ΣΕΛ ανέρχεται σε 4.75%-52% (Weiner ES and Abeles M, 1989). Η συχνότητά της πιθανώς είναι μεγαλύτερη σε ασθενείς νεότερης ηλικίας ή με φαινόμενα Raynaud (Zizic TM et al, 1985), λευκοπενία και σύνδρομο Cushing (Smith FE et al, 1976).
ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕ ΔΟΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΜΕ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ : Η σχέση μεταξύ δόσης και διάρκειας θεραπείας με κορτικοειδή με την ανάπτυξη της οστεονέκρωσης είναι δύσκολο να προσδιορισθεί, δεδομένου ότι :
- Η οστεονέκρωση μπορεί να παρατηρηθεί και σε ασθενείς μη θεραπευόμενους με κορτικοειδή, όπως και σε πάσχοντες από άλλα νοσήματα
- Μπορεί να σχετίζεται, τουλάχιστον μερικά, με την υποκείμενη νόσο για την οποία τα γλυκοκορτικοειδή χορηγούνται
- Υπάρχουν πολλά κριτήρια για την διάγνωσή της
- Μεσολαβεί μεγάλο χρονικό διάστημα από την έναρξη της κορτικοειδοθεραπείας μέχρι την εμφάνιση των σημείων και συμπτωμάτων της οστεονέκρωσης.
Ο κίνδυνος της οστεονέκρωσης εξαρτάται είτε από την αθροιστική, είτε από την μέγιστη ημερήσια δόση της πρεδνιζόνης ή την συνολική διάρκεια της θεραπείας με κορτικοειδή (Fisher DE and Bickel WH, 1971; Cruess RL, 1977; Abeles M et al, 1978).
Η οστεονέκρωση έχει αναφερθεί σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή σε πολύ μεγάλες δόσεις και για μικρό χρονικό διάστημα (Taylor LJ, 1984), μακροχρόνια (Metselaar HJ et al, 1985), σε ενδαρθρικές εγχύσεις και, σπάνια, σε ώσεις (Felson DT and Anderson JJ, 1987). Εχει παρατηρηθεί μίαν εβδομάδα έως 10 χρόνια (μέσος όρος 3 χρόνια) μετά την έναρξη της κορτικοειδοθεραπείας, όπως και αρκετά χρόνια μετά την διακοπή της, και σε δόσεις κυμαινόμενες από 500 mg έως 29 gr. Γενικά, απαντάται σε ασθενείς που έχουν πάρει γλυκοκορτικοειδή σε φαρμακολογικές δόσεις τουλάχιστον επί 1 μήνα.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Η οστεονέκρωση από κορτικοειδή εμφανίζεται σε ένα ή περισσότερα σημεία και συχνά είναι αμφοτερόπλευρη, ιδιαίτερα στον ΣΕΛ, και έχει σχεδόν πάντα προοδευτική κλινική διαδρομή. Αναπτύσσεται συχνότερα στο κεντρικό άκρο του μηριαίου, ή, κατά φθίνουσα σειρά συχνότητας, στους μηριαίους κονδύλους, το κεντρικό άκρο του βραχιονίου και τον ταρσό.
Τα συμπτώματα εμφανίζονται 6 μήνες-4 χρόνια μετά την έναρξη της θεραπείας με κορτικοειδή, μπορεί όμως και ενωρίτερα, και συνήθως προηγούνται των ακτινολογικών ευρημάτων. Συνίστανται σε προοδευτικό πόνο στη βάδιση, δυσκαμψία και περιορισμό της κινητικότητας μιας άρθρωσης. Σε μερικές περιπτώσεις, η πρώτη εκδήλωση είναι αιφνίδιος, έντονος αρθρικός πόνος. Ο πόνος επιδεινώνεται συνήθως με την χρήση της άρθρωσης, αλλά τελικά επιμένει ακόμα και στην ανάπαυση.
ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Η απλή ακτινογραφία δεν έχει ευαισθησία στη πρώιμη διάγνωση, επειδή η οστεονέκρωση, στα αρχικά στάδια, συχνά διαφεύγει της προσοχής, αλλά είναι σημαντική για τον καθορισμό της έκτασης της βλάβης. Στο ισχίο, στα στάδια ΙΙ και IV, η διάγνωση μπορεί να γίνει με τον ακτινολογικό έλεγχο σε προσθιοπίσθια και πλάγια θέση, όπως και σε βατραχοειδή θέση και στους μηριαίους κονδύλους, με διακονδύλιες προβολές.
Αργότερα, εάν η νόσος εξελιχθεί, αναπτύσσεται δευτεροπαθής εκφυλιστική αρθροπάθεια με καταστροφή του προσβληθέντος οστού και του υπερκείμενου χόνδρου, απώλεια του μεσάρθριου διαστήματος και υπερτροφικές εκφυλιστικές αλλοιώσεις. Εάν η οστεονέκρωση εντοπίζεται στη σπονδυλική στήλη μπορεί να επισυμβεί ισχαιμική καταστροφή του σπονδύλου. Στις περιπτώσεις αυτές, απεικονίζεται εγκάρσια ακτινοδιαυγαστική σχισμή κάτω από την τελική πλάκα του σπονδύλου.
ΣΠΙΝΘΗΡΟΓΡΑΦΗΜΑ ΟΣΤΩΝ : Έχει διπλάσια ευαισθησία από τις συμβατικές απλές ακτινογραφίες και μπορεί να εντοπίσει ασυμπτωματικές αμφοτερόπλευρες εστίες. Πρώιμο εύρημα είναι φωτοπενική περιοχή ή το σημείο «ντόνατ» (doughnut sign), ένδειξη νεκρής κεντρικής περιοχής περιβαλλόμενης από περιοχή αυξημένης δραστηριότητας. Μετά από μερικές εβδομάδες, η νεκρωτική περιοχή εμφανίζει έντονη, διάχυτη δραστηριότητα, η οποία δεν μεταβάλλεται σημαντικά σ’ όλη την διαδρομή της νόσου.
ΑΞΟΝΙΚΗ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ : Στην κεφαλή του μηριαίου είναι περισσότερο ευαίσθητη από τις απλές ακτινογραφίες ή το σπινθηρογράφημα των οστών στη διάγνωση της οστεονέκρωσης.
ΜΑΓΝΗΤΙΚΗ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ : Eίναι ευαίσθητη και σχετικά ειδική μέθοδος πρώιμης ανίχνευσης της οστεονέκρωσης, ιδιαίτερα στον αυχένα του μηριαίου, και μπορεί να θέσει την διάγνωση πριν εμφανισθούν οι τυπικές ακτινολογικές αλλοιώσεις. Αρχικά, εμφανίζει μείωση της έντασης του σήματος στις Τ1 και Τ2 εικόνες, που όμως αργότερα αυξάνεται λόγω επαναγγείωσης της ισχαιμικής περιοχής (Simmons DJ et al, 1989).
Η μαγνητική τομογραφία έχει πολύ μεγαλύτερη ευαισθησία στη διάγνωση της οστεονέκρωσης από τις απλές ακτινογραφίες, το σπινθηρογράφημα των οστών και πιθανώς την αξονική τομογραφία, αν και ενίοτε είναι αρνητική, παρά την ύπαρξη ιστολογικά επιβεβαιωμένης οστεονέκρωσης (Genez BM et al, 1988). Γι’ αυτό και, σε αμφίβολες περιπτώσεις σταδίου Ι ή όταν ακτινολογικά απεικονίζονται ήπιες θολερότητες ή κυστικοί σχηματισμοί, η διάγνωση μπορεί να βοηθηθεί με επεμβατικές μεθόδους (Meyers MH, 1988).
ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ : Η μέτρηση της ενδομυελικής οστικής πίεσης και η βιοψία του πυρήνα μπορεί να χρησιμεύσουν στην πρώιμη διάγνωση της οστεονέκρωσης.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η αιτία της οστεονέκρωσης δεν είναι γνωστή, υπάρχουν όμως οι εξής θεωρίες:
Αγγειακή θεωρία : Η διαταραχή του μεταβολισμού των λιπιδίων προκαλεί λιπώδη διήθηση του ήπατος και υποτροπιάζουσες μικροεμβολές από λίπος στα τριχοειδή του υποχόνδριου οστού και τα αρτηριόλια (Fisher DE and Bickel WH, 1971). Είναι η επικρατέστερη άποψη. Λιπώδη έμβολα έχουν διαπιστωθεί και σε πειραματόζωα και στα οστά μερικών ασθενών με οστεονέκρωση από κορτικοειδή.
Μηχανική θεωρία : Η ισχαιμική καταστροφή της επίφυσης μπορεί να οφείλεται σε οστεοπόρωση και αδυναμία επούλωσης μικροκαταγμάτων των δοκίδων, που οδηγούν σε κατάγματα κόπωσης μέσω των επιφύσεων (Cruess RL et al, 1975).
Αγγειίτιδα οφειλόμενη στην υποκείμενη νόσο.
Η αύξηση της ενδοστικής πίεσης, οφειλόμενη στην άθροιση λίπους σαν μέρος του συνδρόμου Cushing, μπορεί να οδηγήσει σε μηχανική πρόσκρουση στους αιματόκολπους του αγγειακού δικτύου και μείωση της ενδοστικής αιματικής ροής. Στην οστική απώλεια μπορεί να συμβάλλει και η περιορισμένη κινητικότητα του μέλους η προκαλούμενη από την οστεονέκρωση την οφειλόμενη στα κορτικοειδή.
ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή, πόνος στις αρθρώσεις, ιδιαίτερα του ισχίου ή του ώμου, μπορεί να είναι το πρώτο σημείο οστικής βλάβης και ιδιαίτερα άσηπτης νέκρωσης. Η πρώιμη διάγνωση συχνά είναι δύσκολη και επιβεβαιώνεται με το σπινθηρογράφημα των οστών ή την μαγνητική τομογραφία.
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Αρθρίτιδα συνδεόμενη με το υποκείμενο νόσημα, όπως ΣΕΛ, ΡΑ και φλεγμονώδη εντεροπάθεια.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ : Το στάδιο της νόσου στη φάση της διάγνωσης είναι ένας από τους παράγοντες που καθορίζει τις θεραπευτικές επιλογές. Εάν η διάγνωση γίνει σε πρώιμα στάδια, η οστική καταστροφή μπορεί να προληφθεί.
Προληπτικά μέτρα :
- Προσεκτική παρακολούθηση των ασθενών με ετερόπλευρη οστεονέκρωση (π.χ. στο ισχίο), γιατί πολύ συχνά η οστεονέκρωση είναι αμφοτερόπλευρη
- Προφυλακτικά μέτρα, σε λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων, π.χ. μείωση της δόσης των κορτικοειδών μετά από την χορήγηση κυκλοσπορίνης και αλλαγή του πρωτοκόλλου της προ την μεταμόσχευση διύλισης, η οποία μειώνει σημαντικά την υποκείμενη νεφρική οστική νόσο. Η συχνότητα της νεφρικής οστεοδυστροφίας μειώνεται με την επαρκή πρόσληψη ασβεστίου, βιταμίνης D και φωσφόρου per os.
Θεραπεία : Δεν υπάρχει αποτελεσματική μέθοδος θεραπείας της οστεονέκρωσης. Σε πρώιμη οστεονέκρωση της κεφαλής του ισχίου συνιστάται αποφυγή φόρτισης του σκέλους για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η αποσυμπίεση του πυρήνα (Hungerford DS and Zizic TM, 1980; Ficat RP, 1985), μόνη της ή σε συνδυασμό με τοποθέτηση οστικού μοσχεύματος για να σταθεροποιηθεί η περιοχή του πυρήνα, είναι αποτελεσματική. Άλλοι όμως δεν έχουν επιβεβαιώσει τα αποτελέσματα αυτά (Camp JF and Colwell CW, 1986; Ganczarczyk ML et al, 1986).
Εάν ακτινολογικά παρατηρηθεί το σημείο της ημισελήνου ή πρώιμη οστική καταστροφή, οι βλάβες συνεχίζονται ανεμπόδιστες και το ισχίο τελικά εκφυλίζεται. Σε πρώιμα στάδια μπορεί να γίνει οστεοτομία και, εάν αποτύχει, ημιαρθροπλαστική ή ολική αρθροπλαστική. Στα τελικά στάδια της νόσου θεραπεία εκλογής είναι η ολική αρθροπλαστική.
9.2.2.5 ΜΥΟΠΑΘΕΙΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η θεραπεία με μεγάλες δόσεις κορτικοειδών συνδέεται με οξεία μυοπάθεια, ιδιαίτερα σε ασθενείς με νοσήματα νευρομυϊκής μετάδοσης (π.χ. βαριά μυασθένεια) ή θεραπευόμενους ταυτόχρονα με αναστολείς των νευρομυϊκών υποδοχέων (π.χ. πανκουρόνιο). Η στεροειδική μυοπάθεια είναι συχνότερη στους άνδρες απ’ ό, τι στις γυναίκες (αναλογία 10/7).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Η μυοπάθεια από τα κορτικοειδή είναι γενικευμένη, συμμετρική, εισβάλλει αθόρυβα και είναι συνήθως ανώδυνη ή και επώδυνη. Συνήθως εκδηλώνεται με μυαλγίες ή ασυνήθιστη αιφνίδια αδυναμία. Μπορεί ακόμα να προσβάλει τους οφθαλμικούς και αναπνευστικούς μυς και να οδηγήσει σε τετραπάρεση. Σε μερικούς ασθενείς, τα μυϊκά συμπτώματα εμφανίζονται σχετικά γρήγορα και ατροφία και μυϊκός πόνος, σε λιγότερο από ένα μήνα.
Η αδυναμία είναι σχεδόν πάντα εντονότερη στους μυς της πυελικής ζώνης και λιγότερο της ωμικής ζώνης και αργότερα τους περιφερικούς μυς. Οι προσβληθέντες μύες παρουσιάζουν μεγάλη ατροφία. Οι ασθενείς δυσκολεύονται σημαντικά να σηκωθούν από το κάθισμα ή να ανέβουν σκάλα. Η λειτουργία των νεύρων και των σφιγκτήρων δεν επηρεάζεται και οι μύες που νευρώνονται από τα κρανιακά νεύρα δεν προσβάλλονται.
ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕ ΔΟΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΜΕ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ : Η στεροειδική μυοπάθεια δεν φαίνεται να σχετίζεται άμεσα με την δόση ή την διάρκεια της θεραπείας με κορτικοειδή. Μυϊκή αδυναμία μπορεί να εμφανισθεί ακόμα και ασθενείς θεραπευόμενους με μέτριες δόσεις κορτικοειδών ή μετά από αύξηση της δόσης σε ασθενείς θεραπευόμενους σταθερά με μικρές ή μεγάλες δόσεις κορτικοειδών. Μυοπάθεια σε συνδυασμό με σύνδρομο Cushing έχει ακόμα αναφερθεί μετά από μίαν απλή επισκληρίδια έγχυση 60 mg τριαμσινολόνης (Boonen S et al, 1995).
Γενικά, σε δόσεις πάνω από 40 mg πρεδνιζόνης/24ωρο, ο κίνδυνος της στεροειδικής μυοπάθειας είναι μεγαλύτερος, ενώ είναι μάλλον μικρότερος σε ασθενείς που παίρνουν κορτικοειδή κάθε 2η ημέρα. Ένας ασθενής με συστηματική σκληροδερμία που έπαιρνε 60 mg πρεδνιζόνης κάθε δεύτερη ημέρα εμφάνισε έντονες μυαλγίες, όπως και αύξηση της αποβολής κρεατίνης από τα ούρα, η οποία υφέθηκε μαζί με τις μυαλγίες μετά την διακοπή του φαρμάκου (Afifi A et al, 1968).
Η μυοπάθεια έχει αναφερθεί σε ασθενείς θεραπευόμενους με πρεδνιζόνη 100 mg/24ωρο, μέσα σ’ ένα μήνα, 15 mg/24ωρο επί αρκετά χρόνια ή 10 mg/24ωρο επί 2 εβδομάδες, δεξαμεθαζόνη 1.5-6 mg/kg/24ωρο επί 3-12 εβδομάδες (Afifi AK et al, 1968; Askari A et al, 1976) ή, σπάνια, ΕΦ ώσεις κορτικοειδών σε μεγάλες δόσεις (Van Marle W and Woods KL, 1980).
Τα φθοριωμένα σκευάσματα, όπως η τριαμσινολόνη, ακόμα και σε χαμηλές δόσεις, ευθύνονται για μυοπάθεια πιθανώς συχνότερα από τα άλλα. Άλλοι παράγοντες που μπορεί να συμβάλλουν στη μυϊκή ατροφία και αδυναμία σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή είναι η κακή διατροφή, η ανάνηψη από άλλα μυϊκά νοσήματα, ιδιαίτερα πολυμυοσίτιδα, η καχεξία και η ατροφία λόγω δυσχρησίας.
Η ταχύτητα ανάπτυξης και η βαρύτητα της στεροειδικής μυοπάθειας σχετίζεται με την δόση των κορτικοειδών, αλλά η ευαισθησία για την ανάπτυξή της έχει εξατομικευμένες διακυμάνσεις. Μερικοί ασθενείς εμφανίζουν κλινικές ενδείξεις μυοπάθειας 10 ημέρες μετά την έναρξη της θεραπείας με μεγάλες δόσεις κορτικοειδών. Οι μύες στους ασθενείς αυτούς μπορεί να είναι ευαίσθητοι στην ψηλάφηση, γι’ αυτό και, σε ασθενείς με πολυμυοσίτιδα, η διάκριση της στεροειδικής μυοπάθειας από την ενεργό πολυμυοσίτιδα είναι δύσκολη (Askari A et al, 1976).
Η αδυναμία συνήθως είναι εντονότερη στα κάτω άκρα και τους βραχίονες και σχεδόν αποκλειστικά κεντρική σε κατανομή. Συνήθως υπάρχουν και άλλα κλινικά σημεία κορτικοειδοθεραπείας ή υπεραδρεναλισμού, ιδιαίτερα υπέρχρωση και οίδημα του προσώπου, αύξηση του λιπώδους ιστού του σώματος και κοινή ακμή. Μπορεί ακόμα να υπάρχει δυσανεξία στη γλυκόζη και υπέρταση, ιδιαίτερα σε ασθενείς με σύνδρομο Cushing θεραπευόμενους με κορτικοειδή. Τα τενόντια αντανακλαστικά συνήθως είναι μειωμένα.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ :
- CPK : Είναι σχεδόν πάντα φυσιολογική, αν και μπορεί να προσεγγίσει τα ανώτερα φυσιολογικά όρια στην ενεργό φάση της μυοπάθειας. Σε ασθενείς με πολυμυοσίτιδα θεραπευόμενους με κορτικοειδή, φυσιολογική CPK σε συνδυασμό με αυξημένη αποβολή κρεατίνης από τα ούρα είναι ένδειξη μάλλον στεροειδικής μυοπάθειας, παρά υποτροπής της βασικής νόσου (Askari A et al, 1976).
- SGOT, αλδολάση : Είναι συνήθως φυσιολογικά στη στεροειδική μυοπάθεια, ενώ αυξάνουν σε περιπτώσεις μυοσίτιδας (Askari A et al, 1976).
- LDH : Είναι φυσιολογική ή αυξάνεται, αλλά η συνθετάση του γλυκογόνου είναι μειωμένη, ένδειξη αντίστασης στην ινσουλίνη (Danneskiold-Samsoe B and Grimby G, 1986).
- Ένζυμα οξείδωσης λιπαρών οξέων (αφυδρογονάση β-υδροξυακυλ-CoA, συνθετάση κιτρικού οξέος) : Τα επίπεδά τους στους μυς ασθενών θεραπευόμενων με γλυκοκορτικοειδή είναι χαμηλότερα απ’ ό, τι σε μάρτυρες.
- Κρεατίνη ούρων : Τα γλυκοκορτικοειδή αναστέλλουν την σύνθεση των πρωτεϊνών στους μυς, παρεμβαίνοντας στην ενσωμάτωση των αμινοξέων στις πρωτείνες των μυϊκών κυττάρων, και έχουν καταβολική δράση στις πρωτείνες των μυών. Οι δράσεις αυτές εκδηλώνονται με αύξηση της κρεατίνης των ούρων, η οποία υποχωρεί με την μείωση της δόσης του κορτικοειδούς. Πάντως, η αξία της στη διάγνωση της στεροειδικής μυοπάθειας είναι περιορισμένη.
- Κρεατίνη αίματος : Μπορεί επίσης να αυξηθεί, ιδιαίτερα στη διάρκεια της θεραπείας με γλυκοκορτικοειδή.
- Ηλεκτρομυογράφημα : Δεν είναι ειδικό και συχνά είναι φυσιολογικό. Γενικά δείχνει ήπιες αλλοιώσεις, συμβατές με βραχείας διάρκειας πολυφασικά κινητικά δυναμικά με τύπο πλήρους συμβολής. Ινιδικά δυναμικά ή δεσμιδώσεις δεν παρατηρούνται.
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ :
Στο κοινό μικροσκόπιο :
- Μεγάλη ποικιλομορφία των μυϊκών ινών, με ατροφία και των δύο τύπων, ιδίως τύπου ΙΙ δηλ. Των ινών με υψηλή γλυκολυτική και χαμηλή οξειδωτική δραστηριότητα. Είναι το κυριότερο εύρημα, αλλά η σημασία του είναι άγνωστη.
- Ατροφία, όπως και ένδειξη αντισταθμιστικής υπερτροφίας, των μυϊκών ινών και των 3 τύπων. Έχει παρατηρηθεί σε λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων οι οποίοι έπαιρναν 10 mg πρεδνιζόνης ημερησίως.
- Σχετική αύξηση του αριθμού, αλλά και σοβαρή ατροφία, των ινών τύπου ΙΙb και μείωση των ινών τύπου Ι (Danneskiold-Samsoe B and Grimby G, 1986)
- Νέκρωση και κενοτοπίωση των μυϊκών ινών
- Σταγονίδια λιπιδίων και αθροίσεις γλυκογόνου κυρίως στις μυϊκές ίνες τύπου Ι
Στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο :
- Διόγκωση και εκφύλιση των μιτοχονδρίων
- Διάταση του σαρκοπλασματικού δικτύου
- Έντονη πάχυνση της βασικής μεμβράνης και απώλεια των μυϊκών ινιδίων.
Στα πειραματόζωα : Σε κουνέλια, έχουν παρατηρηθεί μεταβολές των συσταλτικών ιδιοτήτων των μυών, σχετιζόμενες με μεταβολές της μυοσίνης ή άλλων συσταλτικών πρωτεϊνικών στοιχείων των μυϊκών ινών τύπου ΙΙ. Στα ίδια ζώα, μεγάλες δόσεις υδροκορτιζόνης (20 mg/kg/24ωρο) σχετίζονται με σημαντικές ιστολογικές αλλοιώσεις των μυών, όπως κατακερματισμό, φαγοκυττάρωση, ποικιλομορφία και κενοτοπίωση των ινών.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η παθοφυσιολογική βάση της μυοπάθειας από τα κορτικοειδή δεν είναι γνωστή. Οι περισσότεροι ασθενείς έχουν και άλλες εκδηλώσεις υπερκορτιζονισμού. Γι’ αυτό και μυϊκή αδυναμία, χωρίς άλλες κλινικές εκδηλώσεις υπερκορτιζονισμού, σε ασθενείς που παίρνουν ≤ 30 mg πρεδνιζόνης ημερησίως, πρέπει να διερευνάται μήπως υποκρύπτει άλλα αίτια μυοπάθειας (ενδοκρινικά, βιοχημικά, νευρολογικά).
Η στεροειδική μυοπάθεια σχετίζεται έντονα με οστεοπόρωση. Η μυοπάθεια και η συνεπακόλουθη μυϊκή αδυναμία μπορεί να συμβάλλουν στην οστική απώλεια μεταθέτοντας τις φυσιολογικές δυνάμεις τις ασκούμενες από την ισχυρή συνολκή των μυών στα οστά και από την σχετική ακινησία την οφειλόμενη στην μυϊκή αδυναμία.
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Η μυοπάθεια, σαν επιπλοκή της κορτικοειδοθεραπείας, σε ασθενείς με πολυμυοσίτιδα ή ΣΕΛ θεραπευόμενους με κορτικοειδή, είναι πολύ δύσκολο να διακριθεί από εξάρσεις μυϊκής αδυναμίας οφειλόμενης στην βασική νόσο. Η διάκριση γίνεται με την κρεατινουρία, ενώ τα μυϊκά ένζυμα (CPK, αλδολάση, SGOT) είναι φυσιολογικά (Askari A et al, 1976).
ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Μυαλγίες σε ασθενείς που παίρνουν μεγάλες δόσεις κορτικοειδών πρέπει να βάζουν στη σκέψη την στεροειδική μυοπάθεια.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ :
- Ελάττωση ή και πλήρης διακοπή των κορτικοειδών ή χορήγησή τους κάθε 2η ημέρα, εάν βέβαια το επιτρέπει η κατάσταση του ασθενούς. Γενικά, η ημερήσια δόση του κορτικοειδούς πρέπει να μειώνεται <30 mg. Η μυϊκή ισχύς αρχίζει να βελτιώνεται αμέσως μετά την διακοπή των κορτικοειδών, αλλά συνήθως χρειάζεται αρκετούς μήνες για να αποκατασταθεί πλήρως. Σε μερικούς βαρέως πάσχοντες, η αποκατάσταση καθυστερεί σημαντικά ή δεν ολοκληρώνεται.
- Αντικατάσταση του υπεύθυνου σκευάσματος με ένα άλλο μπορεί να βελτιώσει την μυοπάθεια.
- Αναβολικοί παράγοντες και συμπληρωματική χορήγηση καλίου δεν φαίνεται να προσφέρουν σημαντική βοήθεια.
- Φυσιοθεραπευτικό πρόγραμμα, βασισμένο σε ισοκινητικές ασκήσεις : Mπορεί να αναστρέψει την στεροειδική μυοπάθεια.
9.2.2.6 ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗ
9.2.2.6.1 ΝΟΣΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΕΣ ΜΕ ΑΥΞΗΜΕΝΗ ΟΣΤΙΚΗ ΑΠΩΛΕΙΑ ΑΠΟ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Γιγαντοκυτταρική αρτηρίτιδα
- ΣΕΛ
- Άσθμα
- Σαρκοείδωση (Rizzato G et al, 1988)
- Θεραπεία με κορτικοειδή ταυτόχρονα με κυκλοσπορίνη για την αποτροπή της απόρριψης μοσχεύματος νεφρών ή καρδιάς (Julian BA et al, 1991; Shane E et al, 1993)
9.2.2.6.2 ΟΣΤΙΚΗ ΑΠΩΛΕΙΑ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ ΜΗ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΟΥΣ ΜΕ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ
Οι πάσχοντες από ΡΑ αναπτύσσουν πρώιμα παρα-αρθρική οστεοπενία, η οποία αργότερα γενικεύεται. Η οστική μάζα μειώνεται στην ΟΜΣΣ ή/και το ισχίο (Als OS et al, 1985; Sambrook PN et al, 1986; Garton MJ and Reid DM, 1993), ενώ στην περιφερική κερκίδα διατηρείται σε φυσιολογικά επίπεδα. Η οστική αυτή απώλεια συνοδεύεται από αυξημένη συχνότητα καταγμάτων (Verstraeten A and Dequeker J, 1986; Spector TD et al, 1993).
Ιστομορφομετρικά παρατηρείται αυξημένη οστική ανακατασκευή, η οποία πιθανώς σχετίζεται με μεσολαβητές της φλεγμονής, όπως οι κυτταροκίνες οι προερχόμενες από τα μακροφάγα, τα Τ-λεμφοκύτταρα και τον συνδετικό ιστό, και με άλλους χυμικούς παράγοντες.
9.2.2.6.3 ΟΣΤΙΚΗ ΑΠΩΛΕΙΑ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΟΥΣ ΜΕ ΓΛΥΚΟΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ
Οι ασθενείς με ΡΑ που παίρνουν κορτικοειδή αναπτύσσουν συνήθως οστική απώλεια, κυρίως στην ΟΜΣΣ και το κεντρικό άκρο του μηριαίου (Sambrook PN et al, 1990). Στους ασθενείς αυτούς, η οστική απώλεια είναι δύσκολο να εκτιμηθεί επακριβώς κατά πόσον οφείλεται στα κορτικοειδή, δεδομένου ότι στη γένεσή της συμβάλλουν και άλλοι, πλην των κορτικοειδών, παράγοντες, όπως :
- Η αυξημένη φλεγμονώδης διαδικασία, η οποία οδηγεί σε απελευθέρωση κυτταροκινών και παραγόντων που αυξάνουν την οστική απορρόφηση (IL-1, IL-6, TNF, ηπαρίνη μαστοκυττάρων, προσταγλανδίνες) (Raisz LG and Kream BE, 1983; Avioli LV, 1987).
- Η περιορισμένη κινητικότητα, λόγω των παραμορφώσεων
- Η ελάττωση των επιπέδων της θειικής δεϋδροεπιανδροστερόνης, της οιστρόνης και της τεστοστερόνης, στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες (Sambrook PN et al, 1988).
9.2.2.6.4 ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΟΣΤΙΚΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ ΑΠΟ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ
Οι ασθενείς που παίρνουν κορτικοειδή αναπτύσσουν όλοι αρνητικό ισοζύγιο Ca και, στο 40% περίπου, κλινικά σημαντική οστεοπόρωση (Baylink D, 1983).
9.2.2.6.5 ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗΣ ΑΠΟ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ
- Θεραπεία με γλυκοκορτικοειδή (>7.5 mg/24ωρο)
- Μακροχρόνια θεραπεία με γλυκοκορτικοειδή (αθροιστικές δόσεις πρεδνιζόνης >10 gr)
- Προϋπάρχουσα οστεοπενία (προσδιορισμένη με μέτρηση οστικής πυκνότητας στη ΣΣ ή το ισχίο)
- Ασθενείς ηλικίας >50 ετών
- Γυναίκες περι-εμμηνοπαυσιακής ηλικίας
- Οικογενειακό ιστορικό οστεοπόρωσης
- Υπερπαραθυρεοειδισμός
- Δίαιτα πτωχή σε ασβέστιο και βιταμίνη D
- Μακροχρόνια ακινητοποίηση
- Μειωμένη φυσική δραστηριότητα
- Αυξημένη πρόσληψη νατρίου
- Αυξημένη κατανάλωση καφείνης
- Κάπνισμα
- Κατάχρηση οινοπνεύματος
- Χρόνια χρήση αντισπασμωδικών φαρμάκων
- Χρόνια θεραπεία με ηπαρίνη
- Υπερβολική πρόσληψη βιταμίνης Α
- Υπερθυρεοειδισμός (ή υπερβολική χορήγηση συμπληρωματικής θυρορμόνης)
- Υπερπαραθυρεοειδισμός
- Νεφρική ανεπάρκεια
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα
Ηλικία-φύλο ασθενούς : Η οστική απώλεια από κορτικοειδή παρατηρείται σε άνδρες και γυναίκες όλων των ηλικιών, αν και φαίνεται ότι αναπτύσσεται ταχύτερα σε νέους ενήλικες, απ' ό, τι σε ηλικιωμένους άνδρες ή προ- ή μετα- εμμηνοπαυσιακές γυναίκες (Ruegesegger P et al, 1983). Οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που παίρνουν ισοδύναμες δόσεις κορτικοειδών έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο καταγμάτων, πιθανώς λόγω επιπρόσθετης οστικής απώλειας σχετιζόμενης με την ηλικία και την εμμηνόπαυση. Ακόμα, η οστεοπόρωση είναι συχνότερη στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες και ιδιαίτερα τις μικρόσωμες, που έχουν λιγότερη οστική μάζα (Hahn T, 1978). Τα παιδιά έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης οστεοπόρωσης από κορτικοειδή, λόγω του ότι τα ταχέως αναπτυσσόμενα οστά έχουν πολύ μεγαλύτερη επιρρέπεια σε οποιοδήποτε παράγοντα που επηρεάζει τον οστικό τους μεταβολισμό.
Φυλή : Η οστική απώλεια από κορτικοειδή φαίνεται ότι αναπτύσσεται στον ίδιο βαθμό τόσο στους μαύρους, όσο και τους λευκούς.
Δραστηριότητες ασθενούς : Η έλλειψη άσκησης, που συχνά παρατηρείται στους ρευματοπαθείς, ελαττώνει ακόμα περισσότερο τον βαθμό του σχηματισμού νέου οστού και αυξάνει την πιθανότητα οστεοπόρωσης.
Δόση κορτικοειδούς - διάρκεια θεραπείας : Ο βαθμός της οστικής απώλειας από κορτικοειδή εξαρτάται από την διάρκεια της θεραπείας και την αθροιστική δόση (Dykman TR et al, 1985), αν και η συσχέτιση αυτή είναι αμφιλεγόμενη, και από την ημερήσια δόση, του κορτικοειδούς.
Η συχνότητα της οστεοπόρωσης από κορτικοειδή φαίνεται ότι σχετίζεται περισσότερο με την αθροιστική δόση και την διάρκεια της θεραπείας με κορτικοειδή, παρά με την καθημερινή τους δόση. Οστεοπόρωση αναπτύσσει πάνω από 80% των ασθενών που έχει πάρει συνολικά περισσότερο από 1 gr πρεδνιζόνης. Στα παιδιά, ο κίνδυνος οστεοπορωτικών καταγμάτων αυξάνεται όταν η συνολική δόση της πρεδνιζόνης υπερβαίνει τα 5 gr.
Στη ΡΑ, τα κορτικοειδή, χορηγούμενα σε μεγαλύτερες δόσεις ή μακροχρόνια, συνοδεύονται από μεγαλύτερη οστική απώλεια, ενώ σε χαμηλές, είναι πιθανώς ασφαλέστερα. Μετά από 4 χρόνια θεραπείας με κορτικοειδή, 30% των ασθενών με ΡΑ έχει ακτινολογική ένδειξη καταγμάτων (Dykman T et al, 1985).
Οι προ-εμμηνοπαυσιακές γυναίκες που παίρνουν μικρές δόσεις κορτικοειδών φαίνεται ότι έχουν μικρότερη οστική απώλεια, ενώ οι άνδρες οποιασδήποτε ηλικίας είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στη θεραπεία ακόμα και με μικρές δόσεις κορτικοειδών (de Deuxchaisnes CN et al, 1984; Butler RC et al, 1991).
α) Καθημερινή χορήγηση : Η οριακή δόση της πρεδνιζόνης που οδηγεί σε οστεοπενία δεν είναι γνωστή, αλλά εκτιμάται σε 10-15 mg/24ωρο (Olbricht T and Benker G, 1993).
Δόσεις >10 mg ημερησίως συνοδεύονται από σοβαρή οστική απώλεια στην ΟΜΣΣ (Reid JR and Heap SW, 1990).
Δόσεις <10 mg ημερησίως συνήθως δεν αυξάνουν τον κίνδυνο οστεοπόρωσης (Sambrook PN et al, 1986; Verstraeten A and Dequecker J, 1986; Sambrook PN et al, 1989), αν και, ακόμα και δόσεις 2.5-5 mg ημερησίως, μπορεί να προκαλέσουν σοβαρή οστική απώλεια (Kennedy AC et al, 1975; de Deuxchaisnes C et al, 1984; Als OS et al, 1985).
Γενικά, στη ΡΑ, η δόση των γλυκοκορτικοειδών, για να αποφευχθεί ο κίνδυνος οστεοπόρωσης, δεν πρέπει να υπερβαίνει την φυσιολογική αναπλήρωση, δηλ. 7.5 mg πρεδνιζόνης ή πρεδνιζολόνης ημερησίως. Πάντως, σε άνδρες ή σε γυναίκες προεμμηνοπαυσιακής ηλικίας με νόσο του Addison, η συμπληρωματική χορήγηση 25-37.5 mg οξεικής κορτιζόνης ημερησίως δεν μειώνει σημαντικά την οστική πυκνότητα στο αντιβράχιο (Devogelaer JP et al, 1987).
β) Ημέρα παρ΄ημέρα χορήγηση : Σε πειραματόζωα, η χορήγηση των κορτικοειδών κάθε δεύτερη ημέρα δεν συνοδεύεται από αυξημένη οστική απώλεια (Sheagren JN et al, 1977). Στον άνθρωπο, δεν φαίνεται να μειώνει τον κίνδυνο της οστεοπόρωσης, εκτός εάν, με αυτό τον τρόπο, μειώνεται η συνολική αθροιστική δόση των κορτικοειδών (Ruegsegger P et al, 1983).
Η μέση οστική απώλεια σε ασθενείς που παίρνουν 25 mg πρεδνιζολόνης κάθε 2η ημέρα ανέρχεται μόνο σε 3.5%, αυξάνεται όμως στο 17.5% όταν χορηγείται σε δόση 34-51 mg.
γ) Ενδοφλέβιες ώσεις κορτικοειδών : Μπορεί να συνοδευθούν από κατάγματα της σπονδυλικής στήλης και επιπέδωση της κεφαλής του μηριαίου.
Υποκείμενο νόσημα : Στη ΡΑ, η φλεγμονώδης διαδικασία και η ακινητοποίηση μπορεί να συμβάλλουν στην οστική απώλεια.
Μορφή σκευάσματος : Τα εισπνεόμενα κορτικοειδή έχουν ηπιότερη συστηματική δράση από τα per os χορηγούμενα, αλλά, σε μεγάλες δόσεις, μπορεί να προκαλέσουν σοβαρή οστική απώλεια (Ip M et al, 1994).
Σε ασθματικούς ασθενείς, καταστέλλουν τα επίπεδα της οστεοκαλσίνης και των καρβοξυπροπεπτιδίων του προκολλαγόνου τύπου Ι στον ορό (Toogood JH et al, 1991; Teelucksingh S et al, 1991). Χορηγούμενα εφάπαξ σε δόση 2.5 mg αναστέλλουν την νυχτερινή αύξηση της οστεοκαλσίνης, ένδειξη ότι, ακόμα και σε μικρές δόσεις, έχουν βλαπτικές δράσεις στα οστά. Η διπροπιονική μπεκλομεθαζόνη καταστέλλει τα επίπεδα της οστεοκαλσίνης στον ορό περισσότερο από την μπουντεσονίδη (Ali NJ et al, 1991).
9.2.2.6.6 ΕΝΑΡΞΗ ΟΣΤΙΚΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ
Η οστική απώλεια αναπτύσσεται ταχύτερα τους πρώτους 6-12 μήνες της κορτικοειδοθεραπείας (Gennari C and Citivelli R, 1986; Sambrook PN et al, 1994), ίσως λόγω των μεγαλύτερων δόσεων που χορηγούνται αρχικά στη θεραπεία και των επιπτώσεων της υποκείμενης νόσου, αλλά στη συνέχεια σταθεροποιείται (Sambrook PN et al, 1989; Sambrook PN et al, 1994). Σε παρόμοιο χρονικό διάστημα αναπτύσσεται και στα πειραματόζωα.
9.2.2.6.7 ΕΝΤΟΠΙΣΗ ΟΣΤΙΚΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ
Η οστική απώλεια αφορά χαρακτηριστικά το δοκιδώδες οστούν των πλευρών, των σπονδύλων και του περιφερικού άκρου της κερκίδας και είναι λιγότερο έντονη σε περιοχές λιγότερο μεταβολικά ενεργού φλοιώδους οστού. Το δοκιδώδες οστούν προσβάλλεται περισσότερο και πρωϊμότερα από το φλοιώδες (Hahn TJ et al, 1974). Γι' αυτό και, σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή, κατάγματα των πλευρών και των θωρακικών και οσφυϊκών σπονδύλων είναι συνηθισμένα και τα μακρά οστά αποκτούν μεγαλύτερη ευθραυστότητα.
Στον αυχένα του μηριαίου και ιδιαίτερα το τρίγωνο του Ward, η οστική απώλεια αφορά εξίσου το φλοιώδες, όσο και το δοκιδώδες, οστούν (Sambrook P et al, 1990; Reid IR et al, 1992). Αντίθετα, σε ασθματικούς ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή, το φλοιώδες οστούν δεν επηρεάζεται.
Σύμφωνα με μετρήσεις της οστικής πυκνότητας με φωτονιακή απορρόφηση, η οστική απώλεια από κορτικοειδή είναι μεγαλύτερη στην ΟΜΣΣ, μικρότερη στο κεντρικό άκρο του μηριαίου και ελάχιστη στο αντιβράχιο (Schaadt O and Bohr H, 1984). Σε ασθενείς με ΡΑ που παίρνουν κορτικοειδή, η οστική απώλεια στην κερκίδα είναι πολύ μεγαλύτερη στη μετάφυση, παρά την διάφυση, ενώ σ' αυτούς που δεν παίρνουν κορτικοειδή αφορά και την διάφυση και την μετάφυση της κερκίδας (Hahn TJ et al, 1974).
Τα οστεοπορωτικά κατάγματα παρατηρούνται συνήθως στη διάρκεια του πρώτου χρόνου της κορτικοειδοθεραπείας, ιδίως στη σπονδυλική στήλη και τις πλευρές, δηλ. σε περιοχές με μεγάλη περιεκτικότητα σε δοκιδώδες οστούν.
Οι ασθενείς με ΡΑ που θεραπεύονται με κορτικοειδή παθαίνουν οστεοπορωτικά κατάγματα σε ποσοστό 11-20% και έχουν διπλάσιο κίνδυνο καταγμάτων του ισχίου (Paganini-Hill A et al, 1981).
ΙΣΤΟΜΟΡΦΟΜΕΤΡΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ :
- Ελάττωση του μέσου πάχους του τοιχώματος των οστεοδοκίδων, με συνεπακόλουθη μείωση του συνολικού όγκου του οστού (Dempster DW et al, 1983; Dempster DW, 1989). Οι διαταραχές αυτές καταργούν τις συμπιεστικές δυνάμεις και αυξάνουν τον καταγματικό κίνδυνο.
- Αύξηση οστικής απορρόφησης
- Καταστολή κινητοποίησης των οστεοβλαστών και της λειτουργίας των ώριμων οστεοβλαστών
9.2.2.6.8 ΒΙΟΧΗΜΙΚΟΙ ΟΣΤΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ
Οστεοκαλσίνη : Τα επίπεδα της οστεοκαλσίνης στον ορό μειώνονται στο 30% των προθεραπευτικών τους επιπέδων μερικές ώρες μετά την έναρξη της θεραπείας με κορτικοειδή, σχετίζονται σημαντικά με την δόση των κορτικοειδών και επιστρέφουν στα προθεραπευτικά επίπεδα με την προοδευτική μείωσή τους (Peretz A et al, 1989). Τα επίπεδα της οστεοκαλσίνης καταστέλλονται ακόμα και με 2.5 mg πρεδνιζόνης (HK et al, 1988a).
Τα επίπεδα της οστεοκαλσίνης στον ορό χρησιμεύουν στην εκτίμηση του βαθμού της αναστολής της οστεοβλαστικής δραστηριότητας. Αύξηση της οστεοκαλσίνης στον ορό έχει παρατηρηθεί σε λήπτες καρδιακών μοσχευμάτων που έπαιρναν πρεδνιζόνη σε συνδυασμό με κυκλοσπορίνη, ένδειξη ότι η συνδυασμένη αυτή αγωγή επηρεάζει τα οστά με μηχανισμό διαφορετικό από την πρεδνιζόνη μόνη της (Shane E et al, 1993).
Ασβέστιο και υδροξυπρολίνη ούρων : Η μέτρηση του ασβεστίου των ούρων βοηθά στην εκτίμηση του ισοζύγιου του ασβεστίου και την επιρρέπεια σε δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό. Οι ασθενείς με οστεοπόρωση από κορτικοειδή έχουν μικρότερη απορρόφηση ασβεστίου και μεγαλύτερη αποβολή ασβεστίου και υδροξυπρολίνης από θεραπευόμενους με γλυκοκορτικοειδή, αλλά χωρίς ακτινολογική ένδειξη οστεοπόρωσης (Need AG et al, 1986).
Όξινη φωσφατάση ανθεκτική στο τρυγικό άλας : Αυξάνεται μετά την απότομη χορήγηση κορτικοειδών, χωρίς μεταβολή στους διασταυρούμενους δεσμούς του κολλαγόνου, όπως η πυριδινολίνη.
9.2.2.6.9 ΠΑΘΟΓΕΝΕΣΗ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗΣ ΑΠΟ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΣΥΜΒΑΛΛΟΥΝ ΣΤΗ ΠΑΘΟΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗΣ ΑΠΟ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ
- Μείωση γαστρεντερικής απορρόφησης και νεφρικής σωληναριακής επαναρρόφησης του ασβεστίου
- Ελάττωση έκφρασης των υποδοχέων της βιταμίνης D
- Δευτεροπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός, συνεπεία της υπερασβεστιουρίας και της αναστολής της γαστρεντερικής απορρόφησης του ασβεστίου
- Καταστολή έκκρισης γοναδοτροπίνης από την υπόφυση και έκκρισης τεστοστερόνης από τους όρχεις
- Μείωση σύνθεσης κολλαγονικών και μη πρωτεϊνών και προσταγλανδινών
- Εξασθένηση σύνθεσης ή/και δράσης κυτταροκινών και παραγόντων ανάπτυξης
- Παρέμβαση στην έκφραση του ογκογονιδίου της οστεοβλάστης και του ογκοκατασταλτικού γονιδίου
- Παρέμβαση στην έκφραση των συγκολλητικών μορίων των οστεοβλαστών και στην
- αλληλεπίδρασή τους με την θεμέλια ουσία των οστών
- Μείωση της κινητοποίησης και της δραστηριότητας των οστεοβλαστών
- Αυξημένη οστική απορρόφηση
- Αύξηση των δράσεων της παραθορμόνης και της καλσιτριόλης στην οστική ανακατασκευή
- Μυοπάθεια
Καταστολή οστεοβλαστικής λειτουργίας και αύξηση οστεοκλαστικής απορρόφησης : Η οστεοπόρωση από κορτικοειδή οφείλεται βασικά σε άμεση μείωση του σχηματισμού οστού και έμμεση αύξηση της οστικής απορρόφησης.
Ο μειωμένος σχηματισμός οστού αποδίδεται σε άμεση ανασταλτική δράση των κορτικοειδών στην λειτουργία των οστεοβλαστών. Τα γλυκοκορτικοειδή καταστέλλουν την παραγωγή κολλαγόνου και την ωρίμανση των προδρόμων κυττάρων σε οστεοβλάστες, in vitro (Canalis E, 1983).
Δευτεροπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός : Η αύξηση της οστικής απορρόφησης μπορεί να αποδοθεί κατά μεγάλο μέρος σε δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό. Σε αρουραίους θεραπευόμενους με πρεδνιζόνη, η δραστηριότητα των οστεοκλαστών δεν αυξάνεται μετά από παραθυρεοειδεκτομή, ένδειξη ότι η οστική απορρόφηση μεταβιβάζεται με την παραθορμόνη (Jee WSS et al, 1970).
Η αύξηση των επιπέδων της παραθορμόνης οφείλεται στην υπασβεστιαιμία λόγω της μειωμένης εντερικής απορρόφησης του ασβεστίου που προκαλούν τα κορτικοειδή σε συνδυασμό με την υπερασβεστιουρία, δεδομένου ότι επιστρέφει σε φυσιολογικά επίπεδα μετά την ενδοφλέβια χορήγηση ασβεστίου (Lukert BP and Adams JS, 1976).
Ο υπερπαραθυρεοειδισμός, σε συνδυασμό με αναστολή της σύνθεσης της θεμέλιας ουσίας, οδηγεί σε ταχεία οστική απώλεια αυξάνοντας την οστική ανακατασκευή και πιθανώς την οστική απορρόφηση, ενώ ταυτόχρονα τα κορτικοειδή μειώνουν την ποσότητα του σχηματιζόμενου οστού σε περιοχές οστικής ανακατασκευής. Τελικό αποτέλεσμα είναι η αύξηση της οστικής απορρόφησης και η αδυναμία αντικατάστασης του απορροφηθέντος οστού από τους οστεοβλάστες (Dempster DW et al, 1983). Πάντως, η οστεοπόρωση από γλυκοκορτικοειδή φαίνεται ότι δεν οφείλεται μόνο στον δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό, γιατί η απώλεια του δοκιδώδους οστού δεν κυριαρχεί στον πρωτοπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό, ενώ είναι χαρακτηριστική της οστεοπόρωσης από κορτικοειδή (Baron R et al, 1983).
Τα κορτικοειδή πιθανώς αυξάνουν τον αριθμό των υποδοχέων της παραθορμόνης, την δραστηριότητα της αδενυλκυκλάσης και την ευαισθησία στην παραθορμόνη σε καλλιέργειες οστικών κυττάρων (Chen TL and Feldman D, 1984; Yamamoto I et al, 1988). Πάντως, καταστέλλουν άμεσα (in vitro) ή διεγείρουν την οστική απορρόφηση.
Ανεπάρκεια γεννητικών ορμονών : Σε πειραματόζωα, η ανεπάρκεια οιστρογόνων και τα γλυκορτικοειδή αυξάνουν αθροιστικά την οστική απώλεια (Goulding A and Gold E, 1988).
Η μειωμένη παραγωγή οιστρογόνων στις γυναίκες και τεστοστερόνης στους άνδρες, μπορεί να οδηγήσει σε οστεοπόρωση. Τα γλυκοκορτικοειδή, χορηγούμενα μακροχρόνια, μπορεί να προκαλέσουν υπογοναδισμό σε ηλικιωμένους άνδρες, δεδομένου ότι μειώνουν τα επίπεδα της τεστοστερόνης του ορού λόγω ελάττωσης της έκκρισης της GnRH από τον υποθάλαμο (Mac A-dams MR et al, 1986).
Σε ασθματικές γυναίκες θεραπευόμενες με πρεδνιζόνη, η οστική απώλεια μειώνεται με την συμπληρωματική χορήγηση οιστρογόνων (Lukert BP et al, 1992) και, σε άνδρες θεραπευόμενους με κορτικοειδή, αποτρέπεται με την μεδροξυπρογεστερόνη (Grecu EO et al, 1990).
Διαταραχές μεταβολισμού βιταμίνης D : Ο ρόλος των διαταραχών του μεταβολισμού της βιταμίνης D ή/και της ανταπόκρισης στη βιταμίνη D στη γένεση της οστεοπόρωσης από κορτικοειδή δεν έχει προσδιορισθεί. Σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή, τα επίπεδα της 1,25(ΟΗ)2D είναι ελαττωμένα, φυσιολογικά ή αυξημένα. Τα αντικρουόμενα αυτά ευρήματα μπορεί να οφείλονται σε διαφορές στη διαιτητική πρόσληψη της βιταμίνης D και στην έκθεση στον ήλιο.
Η σύνθεση και ο μεταβολισμός της 1,25-διϋδροξυβιταμίνης D3 μειώνεται ή δεν μεταβάλλεται από τα κορτικοειδή (Lukert BP and Raisz LG, 1990). Η προσθήκη δεξαμεθαζόνης σε κύτταρα οστεοσαρκώματος προκαλεί μείωση του αριθμού των υποδοχέων της βιταμίνης D κατά 70%, όπως και χρονο- και δοσο-εξαρτώμενη μείωση της παραγωγής mRNA στους υποδοχείς της βιταμίνης D (Godschalk M et al, 1992).
Τα επίπεδα της παραθορμόνης και της 1, 25(ΟΗ)2D στον ορό είναι υψηλότερα σε ασθματικούς ασθενείς που παίρνουν κορτικοειδή, παρά σε μάρτυρες. Τα επίπεδα της 1,25(ΟΗ)2D σχετίζονται με την νεφρική αποβολή του ασβεστίου. Επειδή η απορρόφηση του ασβεστίου παραμένει χαμηλή, η υπερασβεστιουρία είναι ένδειξη ότι η αύξηση των επιπέδων της 1,25(ΟΗ)2D συνοδεύεται από αύξηση της οστικής απορρόφησης.
Ελάττωση νεφρικής σωληναριακής επαναρρόφησης ασβεστίου : Τα γλυκοκορτικοειδή μειώνουν την νεφρική σωληναριακή επαναρρόφηση του Ca, η οποία, σε συνδυασμό με την μειωμένη εντερική απορρόφηση του Ca, οδηγεί σε αρνητικό ισοζύγιο ασβεστίου.
Ελάττωση της κινητοποίησης και της δραστηριότητας των οστεοβλαστών : Η δεξαμεθαζόνη μειώνει τον πολλαπλασιασμό των οστεοβλαστών και τον σχηματισμό οστού, in vitro (Dempster DW et al, 1983), σε συνδυασμό με μειορύθμιση της έκφρασης του ογκογονιδίου c- fos των οστεοβλαστών και αυξορύθμιση του ογκοκατασταλτικού γονιδίου p-53 (Hughes-Ful-ford M and Blaug S, 1993).
Τα γλυκοκορτικοειδή επίσης αναστέλλουν την έκφραση της β1 ιντεγκρίνης στους οστεοβλάστες, μειώνοντας την προσκόλληση των οστεοβλαστών στις πρωτείνες της θεμέλιας ουσίας, εξασθενώντας έτσι την μετάλλωση (Gronowicz GA and McCarthy MB, 1995) και πιθανώς συμβάλλοντας στην ελάττωση της σύνθεσης του κολλαγόνου τύπου Ι.
Αύξηση οστικής απορρόφησης : Σε ζώα, τα γλυκοκορτικοειδή μειώνουν τον σχηματισμό οστού και αυξάνουν την οστική απορρόφηση (Gronowicz G et al, 1990). Οι συγκεντρώσεις της οστεοκαλσίνης στον ορό μειώνονται σε ασθενείς θεραπευόμενους με γλυκοκορτικοειδή.
Ελάττωση σύνθεσης προσταγλανδινών : Τα γλυκοκορτικοειδή παρεμβαίνουν στην παραγωγή της PGE2, η οποία διεγείρει την σύνθεση των κολλαγονικών και μη πρωτεϊνών (Lukert BP and Raisz LG, 1990). Η αναστολή της σύνθεσης κολλαγόνου στα οστά από τα γλυκοκορτικοειδή, η μειορύθμιση της έκφρασης του πρωτο-ογκογονιδίου c-fos και ο ελαττωμένος πολλαπλασιασμός των οστεοβλαστών αναστρέφονται με εξωγενή PGE2, in vitro (Hughes-Fulford M and Blaug S, 1993), ένδειξη ότι η PGE2 παίζει μεσολαβητικό ρόλο στη γένεση της οστεοπόρωσης από κορτικοειδή.
Ελάττωση σύνθεσης ή/και δράσης κυτταροκινών και παραγόντων ανάπτυξης : Τα γλυκοκορτικοειδή μειώνουν την σύνθεση του IGF-1, που είναι πολυπεπτίδιο εξαρτώμενο από την αυξητική ορμόνη και διεγείρει την οστική παραγωγή (Lukert BP and Raisz LG, 1990). Ο IGF-1 αυξάνει την σύνθεση κολλαγόνου τύπου Ι και τον πολλαπλασιασμό των οστεοβλαστών, αναστρέφοντας την ανασταλτική δράση των γλυκοκορτικοειδών, in vitro. Σε παιδιά θεραπευόμενα με κορτικοειδή, η μειωμένη απελευθέρωση αυξητικής ορμόνης μπορεί να καταστείλει την ανάπτυξη και να εξασθενήσει την ωρίμανση και μετάλλωση των οστών.
Η IL-1 προκαλεί οστική απορρόφηση και αναστέλλει τον σχηματισμό οστού (Lukert BP and Raisz LG, 1990). Η παραγωγή και η οστική απορροφητική δραστηριότητα της IL-1 αναστέλλονται μερικά από τα γλυκοκορτικοειδή, ένδειξη ότι τα γλυκοκορτικοειδή προστατεύουν τα οστά από την απορρόφηση την προκαλούμενη από την IL-1.
Τα γλυκοκορτικοειδή επίσης μειώνουν τον TGF-β. Ο TGF-β αναστέλλει μερικά την οστική απορρόφηση την προκαλούμενη από την IL-1 και διεγείρει την δραστηριότητα των οστεοβλαστών (Lukert BP, 1992). Η ελάττωση των επιπέδων του TGF-β αυξάνει πιθανώς την επιρρέπεια του οστού στην απορροφητική δράση της IL-1. Η καταστολή της IL-1 αναστέλλει επίσης την παραγωγή νιτρικού οξέος, η οποία τροποποιεί την δραστηριότητα των οστεοκλαστών (Ake Y et al, 1994).
Αρκετά αυτοάνοσα νοσήματα θεραπευόμενα με γλυκοκορτικοειδή έχουν αυξημένα επίπεδα κυτταροκινών που μπορεί να παρέμβουν στην ομοιόσταση του οστού, π.χ. :
- Η ΡΑ συνδέεται με αύξηση της οστικής απορρόφησης και των επιπέδων της IL-1, του TNF-α και της IL-6 στον ορό και το αρθρικό υγρό (Joffe I and Epstein S, 1991) και της PGE στον αρθρικό υμένα
- Οι ασθενείς με ΝΡΑ έχουν αυξημένα επίπεδα IL-6 στον ορό και το αρθρικό υγρό (De Benedetti F et al, 1992).
- Ο ΣΕΛ συνδέεται με αύξηση της έκφρασης της mRNA IL-1 και της IL-6 και πιθανώς ανεπαρκή γονιδιακή έκφραση της IL-6 (Linker-Israeli M, 1992).
Οι περισσότεροι ασθενείς με τα αυτοάνοσα αυτά νοσήματα είναι γυναίκες προεμμηνοπαυσιακής ηλικίας με φυσιολογικά επίπεδα οιστραδιόλης. Πάντως, πολλοί απ' αυτούς αναπτύσσουν υπογοναδισμό στη διάρκεια της μακροχρόνιας θεραπείας με γλυκοκορτικοειδή. Η ορμονική αυτή διαταραχή, σε συνδυασμό με προθεραπευτική αύξηση των κυτταροκινών (ιδιαίτερα της IL-6) (Poli V et al, 1994), μπορεί να συμβάλλει σε σημαντική οστική απώλεια.
9.2.2.6.10 ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗΣ ΑΠΟ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ ΑΠΟ ΙΔΙΟΠΑΘΗ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗ
Οστεοπόρωση από κορτικοειδή :
- Η οστική απώλεια αφορά εκλεκτικά κυρίως το δοκιδώδες οστούν (σπόνδυλοι, πλευρές)
- Οι κάθετες και οι οριζόντιες δοκίδες ακτινολογικά λεπτύνονται στον ίδιο βαθμό, δημιουργώντας διάχυτη διαυγαστική απεικόνιση των σπονδύλων, των πλευρών και της λεκάνης.
- Αναπτύσσεται άφθονος ψευδο-πώρος συνήθως στις τελικές πλάκες των συμπιεσμένων σπονδύλων ή σε περιοχές καταγμάτων κόπωσης στη λεκάνη ή τις πλευρές. Μικροσκοπικά, παρατηρείται μείωση της οστεοβλαστικής δραστηριότητας με παραγωγή χόνδρινου πώρου, που μεταλλώνεται άμορφα. Ο ψευδο-πώρος είναι πολύ χαρακτηριστικός της οστεοπόρωσης από κορτικοειδή, αν και παρατηρείται και στην ατελή οστεογένεση.
Ιδιοπαθής οστεοπόρωση :
- Η οστική απώλεια είναι ομοιογενής και αφορά και το δοκιδώδες και το φλοιώδες οστούν.
- Οι οριζόντιες δοκίδες εξαφανίζονται δυσανάλογα με τις κάθετες, οπότε και το σώμα του σπονδύλου αποκτά κάθετες, παράλληλες γραμμώσεις.
9.2.2.6.11 ΠΡΟΛΗΨΗ - ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗΣ ΑΠΟ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ
Το ιδανικό φάρμακο και σχήμα για την πρόληψη και θεραπεία της οστεοπόρωσης από γλυκοκορτικοειδή δεν έχει προσδιορισθεί. Η πρόληψη και θεραπεία της οστικής απώλειας από κορτικοειδή εξατομικεύεται και εξαρτάται από την ηλικία του ασθενούς, την κατάσταση της έμμηνης ρύσης, το υποκείμενο νόσημα και την προβλεπόμενη δόση και διάρκεια της θεραπείας με κορτικοειδή.
9.2.2.6.11.1 ΓΕΝΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
Αύξηση φυσικής δραστηριότητας, π.χ. βάδιση καθημερινά επί 2 τουλάχιστον χιλιόμετρα.
Ασκήσεις :
- Αύξησης ή διατήρησης της μυϊκής μάζας ή ισχύος, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους που έχουν αυξημένο κίνδυνο πτώσεων λόγω εξασθένησης του μυϊκού συστήματος. Οι ασκήσεις αποσκοπούν στην εκμάθηση της ορθής στάσης και σε έκταση της ράχης για να ενισχυθεί η μυϊκή μάζα της οσφύος και επομένως να μειωθεί ο κίνδυνος κατάγματος. Η κάμψη της σπονδυλικής στήλης πρέπει να αποφεύγεται στους οστεοπενικούς ασθενείς, δεδομένου ότι μπορεί να ασκήσει υπερβολική τάση στον πρόσθιο σπονδυλικό άξονα και να οδηγήσει σε σπονδυλικά κατάγματα.
- Πρόληψης της μυϊκής αδυναμίας από κεντρική μυοπάθεια
- Φόρτισης με τα άνω άκρα, με το σώμα σε όρθια στάση, επί 30-60΄καθημερινά.
Αποφυγή παραγόντων κινδύνου :
- Πρόληψη πτώσεων (σε ηλικιωμένα άτομα). Οι ηλικιωμένοι συνιστάται να αποφεύγουν την χρήση ηρεμιστικών φαρμάκων ή βενζοδιαζεπινών και την ορθοστατική υπόταση και να απομακρύνουν οποιονδήποτε παράγοντα από το περιβάλλον τους που μπορεί να ευνοήσει την πτώση τους στο έδαφος (π.χ. γυαλισμένα πατώματα, χαλαρά χαλιά, κ.ά.)
- Αποφυγή καπνίσματος
- Περιορισμός πρόσληψης χλωριούχου νατρίου σε 2-3 gr/24ωρο
- Περιορισμός ή διακοπή κατανάλωσης οινοπνεύματος
- Δίαιτα πλούσια σε πρωτείνες, για να προληφθούν οι επιπλοκές οι συνδεόμενες με τον καταβολισμό των πρωτεϊνών
- Αποφυγή φαρμάκων που παρεμβαίνουν στον φυσιολογικό οστικό μεταβολισμό (π.χ. κυκλοσπορίνη, φαινυτοίνη, κ.ά.)
Τροποποίηση κορτικοειδοθεραπείας :
- Αποφυγή ή διακοπή κορτικοειδών, εάν δεν είναι απολύτως απαραίτητα
- Χορήγηση κορτικοειδών στη χαμηλότερη αποτελεσματική καθημερινή και αθροιστική δόση (<10 gr) και για βραχύ χρονικό διάστημα, εάν το επιτρέπει η κατάσταση του ασθενούς
- Χορήγηση κορτικοειδών με διαφορετικό τρόπο (ημέρα παρ' ημέρα, ώσεις, ACTH)
- Χορήγηση κορτικοειδών από άλλη, πλην του στόματος, οδό (ενδαρθρικά, ενδοφλέβια, εισπνεόμενα)
- Χρησιμοποίηση σκευασμάτων με ηπιότερη οστεοπορωτική δράση (π. χ. Deflazacort) ή/και βραχύ t(1/2).
Εντόπιση-διόρθωση δευτεροπαθών αιτίων οστεοπόρωσης (π.χ. πολλαπλούν μυέλωμα, υπερασβεστιουρία, υπερπαραθυρεοειδισμός, υπερθυρεοειδισμός, υπογοναδισμός, κ.ά.)
Εάν υπάρχει κλινική ένδειξη υπογοναδισμού, συνιστάται μέτρηση των επιπέδων της τεστοστερόνης και της ωχρινοτρόπου ορμόνης του ορού, στους άνδρες, και της οιστραδιόλης, της ωοθυλακιοτρόπου και της ωχρινοτρόπου ορμόνης, σε ολιγομηνορροϊκές ή αμηνορροϊκές προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.
Η ορμονική ανεπάρκεια, εάν υπάρχει, πρέπει να διορθώνεται γιατί μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την οστική μάζα. Σε ολιγο- ή α-μηνορροϊκές προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες πρέπει να προσδιορίζεται και το αίτιο της διαταραχής της εμμηνορρυσίας. Σε υπο-οιστρογονικές γυναίκες συνιστώνται αντισυλληπτικά per os, τα οποία διατηρούν επαρκή επίπεδα οιστρογόνων στο αίμα (τουλάχιστον 50 μg οιστραδιόλης), ή ορμονική θεραπεία αναπλήρωσης. Σε υπογοναδικούς άνδρες συνιστάται συμπληρωματική θεραπεία με τεστοστερόνη.
9.2.2.6.11.2 ΠΑΡΑΚΛΙΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ (ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΜΕ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ)
Α) ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΟΥΡΩΝ :
- Ασβέστιο/κρεατινίνη ούρων 2ώρου
- Υδροξυπρολίνη/κρεατινίνη ούρων 2ώρου
- Ασβέστιο ούρων 24ώρου
Β) ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΙΜΑΤΟΣ :
- Ασβέστιο (χωρίς περίδεση)
- Φωσφόρος
- Αλκαλική φωσφατάση
- Οστεοκαλσίνη
- 25-υδροξυχοληκαλσιφερόλη (25 OHD3)
- Τ3, Τ4, TSH
- Οιστραδιόλη (στις γυναίκες)
- Τεστοστερόνη (στους άνδρες)
- Παραθορμόνη. Μετά την διόρθωση της υπερασβεστιουρίας, αύξηση των επιπέδων της παραθορμόνης δείχνει ανεπαρκή απορρόφηση ασβεστίου από το έντερο.Η παραθορμόνη είναι προτιμότερο να μετράται με IRMA, επειδή η μέθοδος αυτή αντανακλά την βιολογικά ενεργό παραθορμόνη. Το ύψος των επιπέδων της παραθορμόνης πριν από την έναρξη ή στα μεσοδιαστήματα της θεραπείας με κορτικοειδή αποτελεί την βασική τιμή με την οποία και συγκρίνονται και οι επόμενες μετρήσεις. Πάντως, φυσιολογικά επίπεδα παραθορμόνης δεν σημαίνουν ότι ο ασθενής είναι ευπαραθυρεοειδικός, δεδομένου ότι ενίοτε η παραθορμόνη αυξάνεται πάνω από τα βασικά επίπεδα, αλλά μέσα στα φυσιολογικά όρια.
- Ηλεκτροφόρηση λευκωμάτων ορού και λιπιδίων και προσδιορισμός της σχέσης ασβεστίου/ κρεατινίνη ούρων, σε ασθενείς ηλικίας >65 ετών.
Οι εργαστηριακές εξετάσεις μπορεί να χρησιμοποιηθούν στη διάρκεια της θεραπείας για την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας ή των επιπλοκών της θεραπείας (όπως π.χ. η υπερασβεστιουρία).
Η θεραπεία με κορτικοειδή συνοδεύεται από αύξηση της νεφρικής απέκκρισης του ασβεστίου, η οποία υποχωρεί προοδευτικά με την πάροδο του χρόνου. Η μέτρηση των συγκεντρώσεων του ασβεστίου στα ούρα βοηθά στην εκτίμηση της ισορροπίας του ασβεστίου, την επιρρέπεια σε δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό και πιθανώς τις θεραπευτικές επιλογές σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή.
Τα επίπεδα της οστικής αλκαλικής φωσφατάσης και της οστεοκαλσίνης μειώνονται στους περισσότερους ασθενείς που θεραπεύονται με κορτικοειδή. Τα επίπεδα της οστεοκαλσίνης στον ορό καταστέλλονται ακόμα και με 2.5 mg πρεδνιζόνης ημερησίως.
Η υδροξυπρολίνη, η πυριδινολίνη, η δεοξυπυριδινολίνη και τα καρβοξυ- και αμινο-τελο-πεπτίδια των ούρων είναι καλοί δείκτες της οστικής απορρόφησης και, σε συνδυασμό με την μέτρηση του ασβεστίου των ούρων 2ώρου, μπορεί να βοηθήσουν στην εντόπιση των ασθενών που θα αναπτύξουν οστεοπόρωση από κορτικοειδή. Πάντως, οι βιοχημικοί οστικοί δείκτες έχουν περιορισμένη διαγνωστική αξία, γιατί δεν μπορούν να προβλέψουν με αξιοπιστία τους ασθενείς που θα αναπτύξουν οστεοπόρωση και τον βαθμό της οστικής απώλειας από τα κορτικοειδή.
Γ) ΟΣΤΙΚΗ ΠΥΚΝΟΜΕΤΡΙΑ
Διπλή φωτονιακή απορρόφηση (DPA) : Μπορεί να εκτιμήσει με ακρίβεια την οστική απώλεια από κορτικοειδή στο ισχίο και την σπονδυλική στήλη. Στη σπονδυλική στήλη, η πλάγια προβολή υπολογίζει πιθανώς ακριβέστερα την οστική απώλεια από κορτικοειδή από την προσθιοπίσθια.
Ποσοτική αξονική τομογραφία σπονδυλικής στήλης : Εκτιμά την πυκνότητα του σπογγώδους οστού (από το οποίο συνίστανται κυρίως οι σπόνδυλοι) και προσδιορίζει τον καταγματικό κίνδυνο. Είναι ίσως προτιμότερη από τις άλλες μεθόδους, δεδομένου ότι επιτρέπει την εκτίμηση και της οστικής πυκνότητας του δοκιδώδους οστού της σπονδυλικής στήλης και τον καταγματικό κίνδυνο. Στο ισχίο, η μέτρηση της οστικής πυκνότητας μπορεί να γίνει με DPA.
DEXA : Ενδείκνυται για την εκτίμηση της οστικής απώλειας στο ισχίο ή/και την ΟΜΣΣ. Παρέχει διαυγέστερη και ακριβέστερη εικόνα της οστικής πυκνότητας.
Η οστική πυκνομετρία ποσοτικοποιεί την έκταση και τον βαθμό της οστικής απώλειας, προσδιορίζει τον καταγματικό κίνδυνο και παρέχει αντικειμενική εκτίμηση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας. Μείωση της οστικής μάζας κατά 1 SD (βασική απόκλιση) από τις μέσες τιμές διασταυρωμένες με την ηλικία και το φύλο αυξάνει τον κίνδυνο κατάγματος κατά 50-100%.
Η οστική πυκνότητα πρέπει να εκτιμάται πριν από την έναρξη της θεραπείας με κορτικοειδή σε όλους τους ασθενείς ή, εάν δεν είναι δυνατόν, τουλάχιστον σε ασθενείς με επιρρέπεια για οστεοπόρωση από κορτικοειδή, σε 2, κατά προτίμηση, περιοχές (ισχίο και ΣΣ). Η μέτρηση της οστικής πυκνότητας συνιστάται κάθε 6 μήνες τον πρώτο χρόνο και μετά κάθε χρόνο σ' όλη την διάρκεια της θεραπείας με κορτικοειδή.
Δ) ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ
α) Συμπληρωματικό ασβέστιο
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Ο ρόλος του συμπληρωματικά χορηγούμενου ασβεστίου στην οστεοπόρωση από κορτικοειδή δεν είναι γνωστός. Το ασβέστιο, σε δόση 500-1.000 mg ημερησίως, άλλοτε προλαβαίνει (Dykman TR et al, 1984) και άλλοτε δεν αποτρέπει (Di Munno O et al, 1989) την οστική απώλεια από κορτικοειδή.
ΔΟΣΗ-ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ : Η ιδανική ποσότητα του διαιτητικά προσλαμβανόμενου ή συμπληρωματικά χορηγούμενου ασβεστίου είναι πολύ δύσκολο να προσδιορισθεί, επειδή κλινικά δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί η ποσότητα του απορροφούμενου από το έντερο ασβεστίου σε κάθε ασθενή. Γι' αυτό και, σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή, ιδιαίτερα ηλικιωμένους, αλλά χωρίς υπερασβεστιουρία, το συμπληρωματικό ασβέστιο μπορεί να χορηγηθεί προληπτικά ή θεραπευτικά σε δόση 500-1.500 mg ημερησίως, παράλληλα με άλλους αντιοστεοπορωτικούς παράγοντες.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Το συμπληρωματικό ασβέστιο, χορηγούμενο προληπτικά σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή, δεν μπορεί να αποτρέψει πλήρως την οστική απώλεια στη σπονδυλική στήλη, γι΄αυτό και πρέπει να θεωρείται μόνο σαν εναλλακτική λύση στην πρόληψη ή θεραπεία της οστικής απώλειας από τα κορτικοειδή και να συνδυάζεται με άλλες θεραπείες.
β) Βιταμίνη D και ανάλογά της
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η βιταμίνη D και η καλσιτριόλη προλαβαίνουν την οστική απώλεια στην ΟΜΣΣ σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή (Sambrook P et al, 1993; Adachi JD et al, 1996) και αυξάνουν την οστική πυκνότητα στην ΟΜΣΣ και τον μείζονα τροχαντήρα στην εγκατεστημένη οστεοπόρωση από κορτικοειδή (Bernstein CN et al, 1996).
Κατ΄άλλους, η βιταμίνη D και η καλσιτριόλη δεν μειώνουν την συχνότητα των καταγμάτων (A-dachi JD et al, 1996) και η καλσιτριόλη δεν επηρεάζει την οστική πυκνότητα στον αυχένα του μηριαίου και την περιφερική κερκίδα (Sambrook P et al, 1993).
ΔΟΣΕΙΣ-ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ :
- Βιταμίνη D 250-500 IU/24ωρο ή 4.000 IU κάθε 2η ημέρα ή 50.000 IU/εβδομάδα + ασβέστιο 500-1.000 mg/24ωρο
- Καλσιτριόλη 0.25, 0.5 ή 1.0 μg/24ωρο + ασβέστιο 500-1.000 mg/24ωρο ή/και βιταμίνη D 400 IU/24ωρο
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η βιταμίνη D και τα ανάλογά της μπορεί να προλάβουν, αν και όχι πλήρως, την οστική απώλεια από κορτικοειδή. Σε ασθενείς με εγκατεστημένη οστεοπόρωση από κορτικοειδή, η θεραπεία με βιταμίνη D σε συνδυασμό με συμπληρωματικό ασβέστιο μπορεί να διατηρήσει την οστική πυκνότητα στη σπονδυλική στήλη και το ισχίο.
γ) Καλσιτονίνη
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ :
- Προλαβαίνει την οστική απώλεια στην ΟΜΣΣ, σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή (Adachi JD et al, 1997)
- Αυξάνει την οστική πυκνότητα στην ΟΜΣΣ, τον αυχένα του μηριαίου και την περιφερική κερκίδα, σε ασθενείς με εγκατεστημένη οστεοπόρωση από κορτικοειδή (Ringe D and Welzel D, 1987; Luengo M et al, 1994)
- Ανακουφίζει από τον πόνο των σπονδυλικών καταγμάτων, σε δόση 100 IU κάθε 2η ημέρα (Ringe JD and Welzel D, 1987).
Κατ΄άλλους :
- Δεν διατηρεί την οστική πυκνότητα στην ΟΜΣΣ, το τρίγωνο του Ward, τον αυχένα του μηριαίου, την περιφερική κερκίδα και ολόκληρο το σώμα περισσότερο από placebo (Sambrook P et al, 1993)
- Δεν μειώνει την συχνότητα των καταγμάτων (Ringe JD and Welzel D, 1987; Luengo M et al, 1994; Kotaniemi A et al, 1996).
ΔΟΣΕΙΣ-ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ :
- Ενδορρινικά : 100 ή 200 ή 400 IU/24ωρο + ασβέστιο 500 ή 1.000 mg/24ωρο ή/και καλσιτριόλη 0.5-1.0 μg/24ωρο
- Υποδόρια : 100 IU/3 φορές/εβδομάδα + ασβέστιο 1.000 ή 1.500 mg/ 24ωρο ή/και βιταμίνη D.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η καλσιτονίνη φαίνεται ότι είναι αποτελεσματική τόσο στην πρωτοπαθή, όσο και την δευτεροπαθή, πρόληψη της οστικής απώλειας από κορτικοειδή, αλλά δεν αυξάνει σημαντικά ή δεν αποκαθιστά την οστική πυκνότητα σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή. Το όφελος εμφανίζεται μετά από 6 μήνες, συνήθως όμως μετά από ένα χρόνο, θεραπείας και κυρίως στην σπονδυλική στήλη. Πάντως, δεν είναι γνωστό κατά πόσον μειώνει την συχνότητα των σπονδυλικών καταγμάτων.
δ) Θειαζιδικά διουρητικά
Οι θειαζίδες και άλλα διουρητικά που κατακρατούν ασβέστιο δεν έχουν μελετηθεί σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή. Τα θειαζιδικά διουρητικά μειώνουν την απέκκριση του ασβεστίου από τα ούρα αυξάνοντας την επαναπορρόφησή του από τα περιφερικά νεφρικά σωληνάρια. Η υδροχλωροθειαζίδη, σε δόση 50 mg 2 φορές ημερησίως, αυξάνει επίσης την εντερική απορρόφηση του ασβεστίου σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή (Adams JS et al, 1981).
Σε ασθενείς με υπερασβεστιουρία (2-4 mg/kg/24ωρο) που θεραπεύονται με γλυκοκορτικοειδή μπορούν να προστεθούν μικρές δόσεις θειαζιδικών διουρητικών (π.χ. υδροχλωροθειαζίδη 25 mg ή, ενίοτε 50-75 mg/24ωρο) και συμπληρωματικό κάλιο (αν χρειάζεται).
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ :
- Οι θειαζίδες μπορεί να επιδεινώσουν την υποκαλιαιμία σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή, γι' αυτό και μπορούν να συνδυασθούν με αμιλορίδη, ένα καλιοπροστατευτικό διουρητικό, που επίσης περιορίζει την υπερασβεστιαιμία. Εντούτοις, ακόμα και με αυτόν τον συνδυασμό, τα επίπεδα του καλίου στον ορό πρέπει να παρακολουθούνται συχνά.
- Ο συνδυασμός της καλσιτριόλης με θειαζίδες πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή, δεδομένου ότι η μεν καλσιτριόλη αυξάνει την εντερική απορρόφηση του ασβεστίου, οι δε θειαζίδες παρεμποδίζουν την νεφρική αποβολή του ασβεστίου, οδηγώντας σε υπερασβεστιαιμία. Σε ασθενείς που παίρνουν καλσιτριόλη, οι θειαζίδες μπορούν να χορηγηθούν 5 ημέρες την εβδομάδα, ώστε η περίσσεια του ασβεστίου να αποβάλλεται από τους νεφρούς και να προληφθεί η υπερασβεστιαιμία.
ε) Διφωσφονικά
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ :
- Η ριζεδρονάτη, η αλενδρονάτη, η κλοδρονάτη και η παμιδρονάτη προλαβαίνουν την οστική απώλεια στην ΟΜΣΣ, την κερκίδα και τον αυχένα του μηριαίου σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή (Wolfhagen FHJ et al, 1997; Gonnelli S et al, 1997).
- Η ριζεδρονάτη, η αλενδρονάτη, η παμιδρονάτη και η ετιδρονάτη αυξάνουν την οστική πυκνότητα στην ΟΜΣΣ και τον αυχένα του μηριαίου και μειώνουν την συχνότητα των καταγμάτων στη σπονδυλική στήλη σε ασθενείς με εγκατεστημένη οστεοπόρωση από κορτικοειδή (Worth H et al, 1994; Pitt P et al, 1998; Reid D et al, 1998).
- Η παμιδρονάτη αυξάνει σημαντικά και σε βαθμό παρόμοιο με την κυκλικά χορηγούμενη ετιδρονάτη την οστική πυκνότητα της ΣΣ σε ασθενείς με οστεοπόρωση από κορτικοειδή.
ΔΟΣΕΙΣ-ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ :
Ετιδρονάτη :
- Ετιδρονάτη 400 mg ή 7.5 mg/kg ημερησίως Χ 14 ημέρες – 76 ημέρες διακοπή + ασβέστιο 97, 500 ή 1.000 mg/24ωρο και βιταμίνη D 400 IU Χ 11 εβδομάδες (8 κύκλοι) ή 1.000 IU στο διάστημα που δεν χορηγείται η ετιδρονάτη
- Επανάληψη του ίδιου σχήματος κάθε 3 μήνες επί 1 χρόνο.
- Ριζεδρονάτη : 2.5 ή 5 mg/24ωρο + ασβέστιο 500 ή 1.000 mg/24ωρο ή/και βιταμίνη D 400 mg/24ωρο
Παμιδρονάτη :
- Per os : Παμιδρονάτη 150 mg + ασβέστιο 1.000 mg/24ωρο
- Ενδοφλέβια : Παμιδρονάτη 30 mg κάθε 3 μήνες ή 90 mg εφάπαξ ακολουθούμενη από 30 mg κάθε 3 μήνες + ασβέστιο 800 mg/24 ωρο (Boutsen I et al, 2001).
Αλενδρονάτη : 5 ή 10 mg/24ωρο, μόνη της (Gonnelli S et al, 1997) ή σε συνδυασμό με ασβέστιο 800-1.000 mg/24ωρο ή/και βιταμίνη D 250-500 IU/24ωρο (Saag KG et al, 1998)
Κλοδρονάτη : 800 mg/24ωρο κάθε 2ο μήνα + ασβέστιο 500-750 mg/24ωρο.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Τα διφωσφονικά παίζουν σημαντικό ρόλο στην πρόληψη και θεραπεία της οστεοπόρωσης σε ασθενείς θεραπευόμενους μακροχρόνια με κορτικοειδή. Αυξάνουν την οστική μάζα του αξονικού και λιγότερο του περιφερικού σκελετού, περισσότερο από την καλσιτονίνη και την βιταμίνη D. Στην ΟΜΣΣ η αύξηση της οστικής πυκνότητας είναι μεγαλύτερη σε ασθενείς με εγκατεστημένη οστεοπόρωση από κορτικοειδή και μικρότερη σε ασθενείς θεραπευόμενους προληπτικά με διφωσφονικά.
Η κυκλικά χορηγούμενη ετιδρονάτη, η αλενδρονάτη και η ριζενδρονάτη μειώνουν την συχνότητα των σπονδυλικών καταγμάτων σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή. Η κλοδρονάτη και η παμιδρονάτη δεν είναι γνωστό κατά πόσον υπερέχουν της ετιδρονάτης ή της αλενδρονάτης.
στ) Αναβολικά στεροειδή
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η δεκανοϊκή νανδρολόνη αυξάνει παροδικά την οστική μάζα και προλαβαίνει την οστεοπόρωση από κορτικοειδή (Adami S et al, 1991).
ΔΟΣΕΙΣ-ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ : Δεκανοϊκή νανδρολόνη 50 mg/3 εβδομάδες ΙΜ.
ζ) Γεννητικές ορμόνες
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ :
- Η συμπληρωματικά χορηγούμενη τεστοστερόνη αυξάνει την οστική πυκνότητα στην ΟΜΣΣ σε άνδρες θεραπευόμενους με κορτικοειδή (Reid IR et al, 1996)
- Η μεδροξυπρογεστερόνη αυξάνει σημαντικά την οστική πυκνότητα στην ΟΜΣΣ σε άνδρες με οστεοπόρωση από κορτικοειδή (Grecu EO et al, 1990).
- Τα συζευγμένα οιστρογόνα σε συνδυασμό με προγεστερόνη προλαβαίνουν την οστική απώλεια σε γυναίκες θεραπευόμενες μακροχρόνια με κορτικοειδή (Kung AW et al, 1999)
- Η διαδερμική οιστραδιόλη αυξάνει και διατηρεί την οστική πυκνότητα στην ΟΜΣΣ και το ισχίο, αντίστοιχα, σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με ΡΑ θεραπευόμενες με κορτικοειδή (Hall GM et al, 1994).
ΔΟΣΕΙΣ-ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ :
Στις γυναίκες :
- Διαδερμική οιστραδιόλη 50 μg ημερησίως
- Premarin 0.625 mg/24ωρο την 1η-21η ημέρα + οξεική μεδροξυπρογεστερόνη 5 mg/24ω-ρο την 10η-21η ημέρα (Kung AW et al, 1999).
Στους άνδρες :
- Μακράς δράσης τεστοστερόνη (Depot testosterone) (κυπιονική ή ενανθική τεστοστερόνη) 50-100 mg (ή, ενίοτε, 200-250 mg) κάθε 2-4 εβδομάδες ΙΜ ή αυτοκόλλητα τεστοστερόνης + ασβέστιο 500-1.000 mg/24ωρο.
- Mεδροξυπρογεστερόνη 200 mg ΙΜ κάθε 6 εβδομάδες.
η) Παραθορμόνη
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η ανθρώπινη παραθορμόνη, χορηγούμενη ενδομυϊκά σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με οστεοπόρωση από κορτικοειδή που παίρνουν ορμονική θεραπεία αναπλήρωσης, αυξάνει την οστική πυκνότητα στην ΟΜΣΣ και το ισχίο (Lane NE et al, 1998).
ΔΟΣΕΙΣ-ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ : Παραθορμόνη (1-34) 25 μg/24ωρο ενδομυϊκά.
θ) Φθόριο
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Το φθόριο, μετά από 18 και 24 μήνες θεραπείας, αυξάνει την οστική πυκνότητα στην ΟΜΣΣ, αλλ΄ όχι στον αυχένα του μηριαίου, σε ασθενείς με εγκατεστημένη οστεοπόρωση από κορτικοειδή (Rizzoli R et al, 1995; Lems WF et al, 1997).
ΔΟΣΕΙΣ-ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ :
- Φθοριούχο νάτριο 50 mg/24ωρο + ασβέστιο 500-1.000 mg/24ωρο + βιταμίνη D (σε ασθενείς με χαμηλά επίπεδα)
- Φθοριούχο νάτριο 50 mg/24ωρο + ετιδρονάτη 400 mg/24ωρο επί 2 εβδομάδες (κυκλικό σχήμα) + ασβέστιο 500-1.000 mg/24ωρο (επί 11 εβδομάδες)
- Μονοφθοριοφωσφορικό νάτριο 200 mg/24ωρο + ασβέστιο 1.000 mg/24ωρο
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Το φθόριο αυξάνει την οστική πυκνότητα στη ΣΣ, αλλά δεν προφυλάσσει το ισχίο από τις δράσεις των κορτικοειδών και δεν φαίνεται να αποτρέπει τα κατάγματα σε ασθενείς με οστεοπόρωση από κορτικοειδή. Σε συνδυασμό με αντιαπορροφητικούς παράγοντες μπορεί να έχει επιπρόσθετο όφελος στη ΣΣ, όχι όμως στον περιφερικό σκελετό.
9.2.2.6.11.3 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΠΡΟΛΗΨΗΣ-ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗΣ ΑΠΟ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ
Α) ΠΡΟΛΗΨΗ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗΣ ΑΠΟ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ
α) Τροποποίηση κορτικοειδοθεραπείας :
- Επανεκτίμηση αναγκαιότητας θεραπείας με κορτικοειδή
- Μείωση δόσης ή διακοπή των κορτικοειδών (εάν το επιτρέπει η κατάσταση του ασθενούς)
- Αλλαγή κορτικοειδοθεραπείας με άλλες θεραπείες (εάν είναι δυνατόν)
β) Τροποποίηση - αποφυγή παραγόντων κινδύνου :
- Διατήρηση ή αύξηση δραστηριοτήτων, γυμναστικής και ασκήσεων
- Διακοπή καπνίσματος και κατάχρησης οινοπνευματωδών ποτών
- Αποφυγή πτώσεων
γ) Προσθήκη ασβεστίου προ του ύπνου (γάλα ή ένα δισκίο ασβεστίου 500-1.000 mg)
δ) Εκτίμηση κινδύνου οστεοπόρωσης :
- Απλές ακτινογραφίες ΘΜΣΣ και ΟΜΣΣ
- Μέτρηση οστικής πυκνότητας
- Ηλικία, βάρος, ύψος ασθενούς
- Προσδιορισμός αναμενόμενης αθροιστικής δόσης κορτικοειδών
- Προσδιορισμός οστικής εναλλαγής (υψηλή-χαμηλή) :
- ► Ασβέστιο/κρεατινίνη ούρων νήστεος (φ.τ. <0.15)
- ► Υδροξυπρολίνη/κρεατινίνη (φ.τ. <0.05)
- ► D-πυριδινολίνη
- ► Ασβέστιο ούρων 24ώρου (φ.τ. 2-4 mg/kg)
- Ασβέστιο, φωσφόρος, αλκαλική φωσφατάση, οστεοκαλσίνη (ορού)
ε) Προληπτική αγωγή σε ασθενείς υψηλού κινδύνου ανάλογα με τα κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα και την μέτρηση της οστικής μάζας
- Υπερασβεστιουρία : Θειαζιδικά διουρητικά (υδροχλωροθειαζίδη 25 mg ή, ενίοτε, 50-75 mg ημερησίως)
- Υπασβεστιουρία : Βιταμίνη D
- Υψηλή οστική εναλλαγή : Φυλετικές ορμόνες, αναβολικά στεροειδή (ηλικιωμένοι), διφωσφονικά, βιταμίνη D και μεταβολίτες 1-άλφα 1,25 βιταμίνη D
- Διόρθωση υπογοναδισμού (στους άνδρες) : Κυπιονική τεστοστερόνη (50-100 mg ή, ενίοτε, έως 200 mg κάθε 2-3 εβδομάδες ενδομυϊκά).
- Διόρθωση ανεπάρκειας βιταμίνης D, εάν τα επίπεδα της 25(ΟΗ)3D είναι χαμηλά ή στα κατώτερα φυσιολογικά όρια (ένα από τα παρακάτω σχήματα) :
- ► Εργοκαλσιφερόλη, 50.000 IU/24ωρο (ή κάθε εβδομάδα) Χ 1 μήνα
- ► 25(ΟΗ)3D 40-60 μg/24ωρο
- ► Βιταμίνη D, 400-500 IU/24ωρο σε άτομα ηλικίας <65 ετών και 800-1.000 IU/24ωρο, σε μεγαλύτερα (>65 ετών).
Β) ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗΣ ΑΠΟ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ
Εάν η κορτικοειδοθεραπεία προβλέπεται να διαρκέσει <3 μήνες : Οι ασθενείς που αρχίζουν την θεραπεία ή θεραπεύονται βραχυχρόνια (<3 μήνες) με κορτικοειδή πρέπει να παίρνουν καθημερινά συνολικά 1.500 mg ασβεστίου (συμπληρωματικού και διαιτητικού).
Ταυτόχρονα, συνιστάται συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D 400-500 IU/24ωρο σε νεότερα άτομα (<65 ετών) και 800-1.000 IU/24ωρο, σε μεγαλύτερης ηλικίας ασθενείς (>65 ετών), για να βοηθηθεί η εντερική απορρόφηση του ασβεστίου.
Εάν η κορτικοειδοθεραπεία διαρκεί >3 μήνες : Εάν η θεραπεία με κορτικοειδή διαρκεί ή προβλέπεται να διαρκέσει πέραν του 3μήνου και σε ασθενείς θεραπευόμενους μακροχρόνια με κορτικοειδή, πλην του συμπληρωματικού ασβεστίου και της βιταμίνης D, η θεραπεία μπορεί να συνεχισθεί με διφωσφονικά.
Στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, εφ΄όσον το επιθυμούν ή έχουν αντένδειξη θεραπείας με διφωσφονικά, μπορεί να γίνει ορμονική θεραπεία αναπλήρωσης. Η αποτελεσματικότητα των οιστρογόνων σε συνδυασμό με διφωσφονικά στη θεραπεία της οστεοπόρωσης από κορτικοειδή δεν είναι γνωστή.
Οι γυναίκες που δεν μπορούν να ακολουθήσουν ορμονική θεραπεία αναπλήρωσης ή έχουν εγκατεστημένη οστεοπόρωση ή συνεχίζουν να έχουν οστική απώλεια παρά τα θεραπευτικά αυτά μέτρα μπορούν να θεραπευθούν με διφωσφονικά ή καλσιτονίνη. Τα διφωσφονικά μπορούν επίσης να χορηγηθούν σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που δεν επιθυμούν να τεκνοποιήσουν. Σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που θέλουν να τεκνοποιήσουν πρέπει να χρησιμοποιούνται πρώτα άλλοι παράγοντες. Οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας που πρόκειται να πάρουν διφωσφονικά πρέπει να προειδοποιούνται για τις πιθανές βλαπτικές επιπτώσεις τους στην ανάπτυξη του εμβρύου, ακόμα και αρκετά χρόνια μετά την διακοπή τους, λόγω του μεγάλου t(1/2) των φαρμάκων αυτών στους ιστούς.
Εάν τα διφωσφονικά αντενδείκνυνται, μπορεί εναλλακτικά να χορηγηθεί καλσιτονίνη, ιδιαίτερα σε ασθενείς με οξεία οσφυαλγία δευτεροπαθώς σε σπονδυλικά κατάγματα, ή αναβολικά στεροειδή (δεκανοϊκή νανδρολόνη 50 mg κάθε 3 εβδομάδες ενδομυϊκά).
Εάν η οστική απώλεια στην ΟΜΣΣ είναι <3%/έτος, η αντι-οστεοπορωτική αγωγή συνεχίζεται για όλη την διάρκεια της κορτικοειδοθεραπείας και επί 3 επιπρόσθετα χρόνια σε ασθενείς με χαμηλή οστική μάζα. Εάν η οστική απώλεια υπερβαίνει το 3%/έτος, η θεραπεία πρέπει να αλλάζει ή να συμπληρώνεται με κάποιο άλλο φάρμακο.
Η οστική πυκνότητα πρέπει να επανεκτιμάται κάθε 1-2 χρόνια, μέχρις ότου τα κορτικοειδή διακοπούν οριστικά. Εάν, σε οποιαδήποτε φάση, η οστική απώλεια υπερβαίνει το 3%, η θεραπεία πρέπει να τροποποιείται ανάλογα.
Η μέτρηση της οστικής πυκνότητας με DEXA στην περιοχή του ισχίου είναι λιγότερο ακριβής από την ΟΜΣΣ, δεδομένου ότι οι περιοχές του σκελετού με μεγαλύτερη αναλογία φλοιώδους οστού έχουν μικρότερη μεταβολική εναλλαγή και επομένως οδηγούν σε μικρότερη συχνότητα απόλυτων μεταβολών. Για τους λόγους αυτούς είναι πολύ δυσκολότερο να εκτιμηθεί η κλινική επιδείνωση και η θεραπευτική αποτελεσματικότητα όταν οι μετρήσεις της οστικής πυκνότητας γίνονται σε περιοχές άλλες εκτός της ΟΜΣΣ. Πάντως, εάν παρατηρούνται μεταβολές μεγαλύτερες από 6% στην περιοχή του ισχίου, η θεραπεία πρέπει να τροποποιείται.
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ :
- Η ανεπάρκεια της βιταμίνης D πρέπει πάντα να διορθώνεται, ιδιαίτερα σε ασθενείς μεγάλης ηλικίας ή διαβιούντες σε βόρειες χώρες, γιατί μπορεί να επηρεάσει τις τιμές του ασβεστίου στα ούρα και την νεφρική απορρόφηση του ασβεστίου. Η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D αναπληρώνει τις αποθήκες της και διορθώνει κάθε πιθανή δυσαπορρόφηση ασβεστίου οφειλόμενη σε ανεπάρκεια της βιταμίνης D.
- Η θεραπεία με βιταμίνη D μπορεί να προκαλέσει υπερασβεστιουρία, γι΄αυτό και τα επίπεδα του ασβεστίου στα ούρα πρέπει να ελέγχονται πριν από την έναρξη της θεραπείας και μετά, κάθε 3 μήνες.
- Η καλσιτριόλη μπορεί να προκαλέσει υπερασβεστιαιμία, γι΄αυτό και τα επίπεδα του ασβεστίου πρέπει να παρακολουθούνται συχνά σε ασθενείς θεραπευόμενους με καλσιτριόλη, αν και η συμπληρωματική χορήγηση 400-1000 IU δεν φαίνεται ικανή να προκαλέσει υπερασβεστιαιμία.
- Εάν εμφανισθεί υπερασβεστιαιμία, η δόση του ασβεστίου ή των μεταβολιτών της βιταμίνης D πρέπει να μειώνεται ανάλογα.
- Το συμπληρωματικό ασβέστιο ή/και βιταμίνη D μπορούν να χορηγηθούν εφ΄όσον το ασβέστιο των ούρων 24ώρου είναι σε φυσιολογικά ή κατώτερα από τα φυσιολογικά (<2-4 mg/kg) όρια. Εάν υπάρχει υπερασβεστιουρία (>2-4 mg/kg/24ωρο), δεν πρέπει να χορηγείται συμπληρωματικό ασβέστιο ή/και βιταμίνη D, γιατί αυξάνεται ο κίνδυνος υπερασβεστιουρίας ή/και υπερασβεστιαιμίας.
- Οι δράσεις της επανειλημμένης χορήγησης μεγάλων δόσεων κορτικοειδών (σε ώσεις) στα οστά είναι αμφιλεγόμενες. Επειδή οι ασθενείς που θεραπεύονται με ώσεις κορτικοειδών μπορεί να εκτεθούν σε μεγάλες αθροιστικές δόσεις κορτιζόνης, μπορεί να χρειασθούν και άλλα προφυλακτικά μέτρα, πλην της συμπληρωματικής χορήγησης βιταμίνης D και ασβεστίου.
- Στα παιδιά που θεραπεύονται μακροχρόνια με κορτικοειδή μπορεί να χορηγηθεί συμπληρωματικό ασβέστιο και βιταμίνη D (στις κατάλληλες για την ηλικία δόσεις). Τα διφωσφονικά δεν έχουν μελετηθεί, γι΄αυτό και πρέπει να χορηγούνται με προσοχή.
Σε παιδιά με οστεοπόρωση από κορτικοειδή η καλσιτονίνη, σε δόση 100 ΙU ενδορρινικά κάθε 2η ημέρα σε συνδυασμό με 1 alpha-υδροξυβιταμίνη D3, μπορεί να καταστείλει την οστική απορρόφηση, αν και δεν υπάρχει μεγάλη εμπειρία με την χρήση της. Τα επίπεδα των γεννητικών ορμονών πρέπει επίσης να ελέγχονται και να διορθώνονται, εάν χρειάζεται.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η οστεοπόρωση και τα σχετιζόμενα οστεοπορωτικά κατάγματα είναι μια από τις σοβαρότερες επιπλοκές της μακροχρόνιας θεραπείας με κορτικοειδή. Η οστική απώλεια είναι ταχύτερη στη διάρκεια των πρώτων 6 μηνών της κορτικοειδοθεραπείας και αφορά κυρίως το δοκιδώδες οστούν και λιγότερο το φλοιώδες.
Οι περισσότεροι ασθενείς που θεραπεύονται μακροχρόνια με κορτικοειδή αναπτύσσουν οστική απώλεια και, πάνω από 25%, οστεοπορωτικά κατάγματα. Το 11% των ασθματικών ασθενών που θεραπεύεται με συστηματικά κορτικοειδή πάνω από 1 χρόνο εμφανίζει σπονδυλικά κατάγματα, ενώ οι ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα που παίρνουν γλυκοκορτικοειδή έχουν αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων στο ισχίο, τις πλευρές, την σπονδυλική στήλη, τις κνήμες, την ποδοκνημική και τους άκρους πόδες. Οστική απώλεια αναπτύσσουν ακόμα και οι ασθενείς που θεραπεύονται με εισπνεόμενα per os γλυκοκορτικοειδή.
Οι σκελετικές επιπλοκές των κορτικοειδών φαίνεται ότι εξαρτώνται από την δόση και την διάρκεια της κορτικοειδοθεραπείας. Οι ασθενείς που παίρνουν μέτριες έως μεγάλες δόσεις γλυκοκορτικοειδών εμφανίζουν συχνά οστική απώλεια και έχουν αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων. Η πρεδνιζόνη, χορηγούμενη επί ≥6 μήνες σε δόσεις ≥7.5 mg ημερησίως, οδηγεί συχνά σε κλινικά σημαντική οστική απώλεια και αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων. Οι αθροιστικές δόσεις επίσης επηρεάζουν την βαρύτητα της οστικής απώλειας, αν και το όριο κάτω από το οποίο αναπτύσσεται λιγότερο συχνά η οστεοπενία δεν έχει προσδιορισθεί. Η ημέρα παρ΄ ημέρα χορήγηση των κορτικοειδών δεν συνδέεται με μικρότερο κίνδυνο οστικής απώλειας από την καθημερινά χορηγούμενη κορτιζόνη.
Για να περιορισθεί ο κίνδυνος της οστικής απώλειας, τα κορτικοειδή πρέπει να χρησιμοποιούνται στη μικρότερη δυνατή αποτελεσματική δόση και διάρκεια και, οποτεδήποτε είναι δυνατόν, τοπικά ή εισπνεόμενα.
Τα διφωσφονικά φαίνεται ότι είναι τα φάρμακα εκλογής για την πρόληψη και θεραπεία της οστεοπόρωσης από κορτικοειδή. Οι πληροφορίες για την αποτελεσματικότητα της ορμονικής θεραπείας αναπλήρωσης είναι περιορισμένες. Εάν τα διφωσφονικά αντενδείκνυται, μπορεί εναλλακτικά να χορηγηθεί καλσιτονίνη, ιδιαίτερα σε ασθενείς με οξεία οσφυαλγία δευτεροπαθώς σε σπονδυλικά κατάγματα.
Οι ασθενείς που συνεχίζουν να έχουν οστική απώλεια παρά την θεραπευτική αυτή αγωγή, μπορούν να θεραπευθούν με φθόριο ή αναβολικές ορμόνες. Το ασβέστιο και η βιταμίνη D, αν και έχουν ασθενείς θετικές δράσεις στα οστά ασθενών θεραπευόμενων με κορτικοειδή, δεν φαίνεται ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνα τους, γι΄αυτό και πρέπει να συνδυάζονται με άλλες θεραπείες.
9.2.3 ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ
Τα κορτικοειδή, παρ' όλο που χρησιμοποιούνται στη συμπτωματική θεραπεία των οφθαλμικών φλεγμονών, χορηγούμενα είτε τοπικά είτε συστηματικά, έχουν τοξική δράση στους οφθαλμούς.
Οι ασθενείς που θεραπεύονται με εισπνεόμενα γλυκοκορτικοειδή σε μικρότερες δόσεις per os ή ενδορρινικά δεν έχουν αυξημένο κίνδυνο οφθαλμικών επιπλοκών.
ΟΦΘΑΛΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ ΓΛΥΚΟΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΩΝ
- Οπίσθιος υποκάψιος καταρράκτης
- Αμφιβληστροειδοπάθεια
- Αύξηση ενδοφθάλμιας πίεσης
- Ατροφία σκληρού
- Εξώφθαλμος (σε ευθυρεοειδικούς ασθενείς)
- Πτώση και οίδημα του επιπεφυκότα
- Οίδημα οπτικής θηλής
- Αυξημένη συχνότητα οφθαλμικών λοιμώξεων
- Κυανή χρώση σκληρών
- Διάτρηση και ουλοποίηση (μετά από τοπική εφαρμογή κορτικοειδών σε απλό οφθαλμικό έρπητα)
9.2.3.1 ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Ο οπίσθιος υποκάψιος καταρράκτης είναι συχνή επιπλοκή των κορτικοειδών. Παρατηρείται στο 30% των ασθενών με ΡΑ που θεραπεύεται με κορτικοειδή. Το 25% των ασθενών με ΡΑ που παίρνει 15 mg πρεδνιζόνης ημερησίως επί 1 χρόνο αναπτύσσει αλλοιώσεις του φακού (Spaeth GL and Von Sallmann L, 1966). Οπίσθιοι υποκάψιοι και πυρηνικοί καταρράκτες αναπτύσσονται ακόμα και σε ασθενείς θεραπευόμενους με εισπνεόμενα per os γλυκοκορτικοειδή.
Η συχνότητα του στεροειδικού καταρράκτη φαίνεται ότι εξαρτάται από την δόση και την διάρκεια της θεραπείας με κορτικοειδή και είναι μεγαλύτερη στα παιδιά (26%) απ΄ό, τι στους ενήλικες (Bihari M and Grossman BJ, 1968; Shiono H et al, 1977). Γενικά, η εμφάνισή του δεν είναι γνωστό κατά πόσον εξαρτάται από το ύψος της ημερήσιας δόσης ή τον τρόπο χορήγησης των κορτικοειδών.
Ο στεροειδικός καταρράκτης είναι λιγότερο συχνός σε ασθενείς θεραπευόμενους με 10-15 mg πρεδνιζόνης ημερησίως και σπάνιος όταν τα κορτικοειδή χορηγούνται σε δόση <10 mg/24ωρο και λιγότερο από 12 μήνες (David D and Berkowitz J, 1969). Φαίνεται ότι δεν εξελίσσεται σε ασθενείς που διακόπτουν τα κορτικοειδή ή παίρνουν περί τα 10 mg κορτικοειδών ημερησίως, αλλά δεν αποφεύγεται με την ημέρα παρ' ημέρα ή σε ώσεις (1 gr μεθυλπρεδνιζολόνης) χορήγηση των κορτικοειδών.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Ο στεροειδικός καταρράκτης σχεδόν πάντα είναι αμφοτερόπλευρος και ασυμπτωματικός, μέχρις ότου εξελιχθεί σε μεγάλο βαθμό. Μερικοί ασθενείς παραπονούνται για φωτοφοβία και θάμβος της όρασης. Συνήθως δεν επηρεάζει την οπτική οξύτητα (Shiono H et al, 1977), ενώ στο 9% των περιπτώσεων οδηγεί σε σοβαρή μείωση της όρασης που απαιτεί χειρουργική επέμβαση.
Ο καταρράκτης ο οφειλόμενος στα κορτικοειδή δεν έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, γι' αυτό και είναι πολύ δύσκολο να διακριθεί από τον οφειλόμενο σε άλλα αίτια. Καταρράκτες 1ου βαθμού διαπιστώνονται μόνο κατά την εξέταση με σχισμοειδή λυχνία, ενώ 2ου ή μεγαλύτερου βαθμού δίνουν την εικόνα κεντρικής μαύρης κηλίδας κατά την οφθαλμοσκόπηση.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Ο παθοφυσιολογικός μηχανισμός του στεροειδικού καταρράκτη είναι άγνωστος. Τα κορτικοειδή μπορεί να διευκολύνουν την δίοδο τοξικών ουσιών στο φακό, ιδιαίτερα στον οπίσθιο πόλο, που είναι το λεπτότερο σημείο της κάψας.
Ο στεροειδικός καταρράκτης μπορεί ακόμα να οφείλεται στη δέσμευση των μορίων των κορτικοειδών με κρυσταλλικές πρωτείνες. Ορισμένα άτομα, όπως τα παιδιά, οι άνδρες και οι ασθενείς με νέφρωση, και ορισμένες εθνικές ομάδες έχουν αυξημένη επιρρέπεια στην ανάπτυξη καταρράκτη από κορτικοειδή. Ασθενείς με νέφρωση και στεροειδικό καταρράκτη έχουν αυξημένη συχνότητα HLA A1 (Furst C et al, 1966; Kollarits CR et al, 1982).
9.2.3.2 ΑΜΦΙΒΛΗΣΤΡΟΕΙΔΟΠΑΘΕΙΑ
Η οξεία πρόσθια αμφιβληστροειδοπάθεια από κορτικοειδή είναι περισσότερο συχνή σε μαύρους, παρά λευκούς, με ίση περίπου κατανομή και στα δύο φύλα (Martins JC et al, 1974). Οι ασθενείς με αμφιβληστροειδοπάθεια από κορτικοειδή έχουν θετικό FTA-ABS σε αυξημένη συχνότητα.
9.2.3.3 ΓΛΑΥΚΩΜΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Τα κορτικοειδή, χορηγούμενα με την μορφή οφθαλμικών ενσταλλάξεων, προκαλούν αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης στο 30-40% και, σε συστηματική χορήγηση, γλαύκωμα στο 40% (Burde RM and Becker B, 1970) των ασθενών.
Ο κίνδυνος οφθαλμικής υπέρτασης ή γλαυκώματος ανοιχτής γωνίας αυξάνεται σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεγάλες δόσεις εισπνεόμενων γλυκοκορτικοειδών per os (π. χ. ≥ 1.500 µg φλουνισολίδης, 1.600 µg μπεκλομεθαζόνης, μπουντεσονίδης ή τριαμσινολόνης) καθημερινά επί 3 ή περισσότερους μήνες. Τα τοπικά χορηγούμενα γλυκοκορτικοειδή επιπλέκονται με γλαύκωμα συχνότερα από τα συστηματικά.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ : Αυξημένη επιρρέπεια στην αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης από τα κορτικοειδή έχουν οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη, μεγάλη μυωπία και πρωτοπαθές γλαύκωμα ανοιχτής γωνίας ή με οικογενειακό ιστορικό γλαυκώματος. Διαβητικοί ασθενείς με μεγάλη μυωπία και HLA B12 ή B7 είναι περισσότερο επιρρεπείς στην ανάπτυξη γλαυκώματος από κορτικοειδή (Shen DH et al, 1977).
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Τα εξωγενή κορτικοειδή επηρεάζουν τις φυσιολογικές ημερήσιες διακυμάνσεις της ενδοφθάλμιας πίεσης και προκαλούν διόγκωση των κολλαγόνων ινών στην αποχετευτική γωνία του πρόσθιου θαλάμου, οδηγώντας σε υπερχείλιση παρόμοια με την παρατηρούμενη στο χρόνιο γλαύκωμα ανοιχτής γωνίας.
ΕΚΒΑΣΗ : Η ενδοφθάλμια υπέρταση συνήθως υποχωρεί μετά την διακοπή του κορτικοειδούς, αλλά ορισμένα ευαίσθητα άτομα μπορεί να αναπτύξουν μόνιμες αλλοιώσεις ή τύφλωση, εάν η ενδοφθάλμια πίεση παραμείνει αυξημένη για μεγάλο χρονικό διάστημα.
9.2.3.4 ΕΞΩΦΘΑΛΜΟΣ
Εχει αναφερθεί σε ασθενείς θεραπευόμενους μακροχρόνια με κορτικοειδή
9.2.3.5 ΕΚΠΤΩΣΗ ΟΡΑΣΗΣ
Παροδική ή μόνιμη ελάττωση της όρασης, ακόμα και τύφλωση, έχει αναφερθεί σε ασθενείς θεραπευόμενους με γλυκοκορτικοειδή ενδορρινικά, οφθαλμικά ή από άλλες οδούς. Τύφλωση έχει σπάνια παρατηρηθεί μετά από ενέσεις γλυκοκορτικοειδών μέσα σε αλλοιώσεις της περιοχής του προσώπου και της κεφαλής.
9.2.4 ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Οι επιπλοκές των κορτικοειδών από το γαστρεντερικό σύστημα είναι συχνές και προέρχονται σχεδόν από κάθε τμήμα ή όργανό του. Το 10-15% των ασθενών που παίρνει κορτικοειδή per os αναφέρει άτυπα γαστρεντερικά συμπτώματα, όπως ναυτία, ανορεξία και κοιλιακά ενοχλήματα. Άλλες σοβαρές δυνητικές επιπλοκές των κορτικοειδών από το ΓΕΣ είναι η πεπτική ελκωτική νόσος, η διάτρηση ή αιμορραγία έλκους στομάχου ή εντέρου και η παγκρεατίτιδα.
ΤΥΠΟΙ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΩΝ ΕΠΙΠΛΟΚΩΝ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΩΝ :
- Ναυτία
- Εμετοι
- Διάρροια ή δυσκοιλιότητα
- Μετεωρισμός κοιλιάς
- Γαστρική δυσανεξία
- Άτυπα κοιλιακά ενοχλήματα
- Οισοφαγίτιδα και έλκος οισοφάγου
- Απώλεια ή πρόσληψη βάρους
- Ανορεξία ή αύξηση όρεξης
- Περιτονίτιδα
- Πεπτική ελκωτική νόσος
- Παγκρεατίτιδα
- Διάτρηση λεπτού ή παχέος εντέρου, κόλου, χοληδόχου κύστης
- Γαστρεντερική αιμορραγία
- Έλκος ορθού
- Έλκος - φλεγμονή εντέρου
9.2.4.1 ΠΕΠΤΙΚΟ ΕΛΚΟΣ
Τα κορτικοειδή ενοχοποιούνται για την ανάπτυξη, αναζωπύρωση, διάτρηση, αιμορραγία και καθυστέρηση της επούλωσης πεπτικού έλκους (Jorgensen TG, 1977; Messer J et al, 1983), αν και δεν υπάρχει ομοφωνία κατά πόσον έχουν πραγματική ελκογόνο δράση (Conn HO and Blitzer BL, 1976; Bond WS, 1977).
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Σύμφωνα με μετα-ανάλυση μελετών, ο σχετικός κίνδυνος ανάπτυξης πεπτικής ελκωτικής νόσου σε χρήστες κορτικοειδών ή ACTH είναι σχεδόν 2πλάσιος και σχετίζεται με την αύξηση της δόσης των κορτικοειδών (Messer J et al, 1983; Piper JM et al, 1991). Σε ασθενείς θεραπευόμενους με 10-60 mg πρεδνιζόνης ημερησίως ή ισοδύναμο σκεύασμα κορτικοειδούς επί μίαν εβδομάδα έως ένα χρόνο, ο σχετικός κίνδυνος ανάπτυξης πεπτικού έλκους από τα κορτικοειδή, συγκριτικά με μάρτυρες, είναι μικρός (1.4/1), αυξάνεται όμως σε ασθενείς που έχουν πάρει κορτικοειδή πάνω από 30 ημέρες ή συνολικά > 1 gr πρεδνιζόνης (Conn HO and Blitzer BL, 1976).
Ο κίνδυνος ανάπτυξης πεπτικού έλκους είναι μικρότερος με τα κορτικοειδή, παρά με την ασπιρίνη ή άλλα ΜΣΑΦ. Οι ασθενείς ηλικίας άνω των 65 ετών που παίρνουν κορτικοειδή ταυτόχρονα με ΜΣΑΦ έχουν 15πλάσιο κίνδυνο ανάπτυξης πεπτικού έλκους από ασθενείς που δεν παίρνουν τα φάρμακα αυτά (Piper JM et al, 1991).
Τα έλκη τα προκαλούμενα από τα κορτικοειδή είναι συνήθως γαστρικά.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ : Δεν είναι γνωστό κατά πόσον η δόση των κορτικοειδών ή η διάρκεια της κορτικοειδοθεραπείας σχετίζεται με αυξημένη συχνότητα έλκους ή αν τα κορτικοειδή απλώς υποβοηθούν την ανάπτυξη έλκους που ευνοείται από άλλους παράγοντες, όπως είναι φάρμακα με γνωστή ελκογόνο δράση (π.χ. η ασπιρίνη) ή η υποκείμενη νόσος (π.χ. ρευματοειδής αρθρίτιδα).
Αντίστοιχα, η συχνότητα της γαστρεντερικής αιμορραγίας σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή δεν είναι γνωστό κατά πόσον σχετίζεται με προηγηθείσα πεπτική ελκωτική νόσο ή με την χρήση των κορτικοειδών. Πάντως, φαίνεται ότι τα γλυκοκορτικοειδή αυξάνουν σε μικρό βαθμό τον κίνδυνο ανάπτυξης πεπτικής ελκωτικής νόσου και γαστρεντερικής αιμορραγίας (Messer J et al, 1983; Spiro HM, 1983) και ότι οι επιπλοκές αυτές σχετίζονται με την συνολική δόση και την διάρκεια της θεραπείας (Messer J et al, 1983).
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΕΠΤΙΚΟΥ ΕΛΚΟΥΣ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΘΕΡΑΠΕΥΟ-ΜΕΝΟΥΣ ΜΕ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΟΜΑ :
- Κίρρωση ήπατος
- Συνολική δόση πρεδνιζόνης >1 gr
- Νοσήματα συνδετικού ιστού
- Ταυτόχρονη θεραπεία με δυνητικά ελκογόνα φάρμακα
- Ασθενείς ηλικίας >65 ετών θεραπευόμενοι με ΜΣΑΦ
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Σε πειραματόζωα, τα κορτικοειδή συνδέονται με : α) Μειωμένη παραγωγή γαστρικής βλέννης, β) υπερπλασία των γαστρικών και τοιχωματικών κυττάρων (Delaney JP et al, 1979), γ) καθυστέρηση της επούλωσης και αύξηση του μεγέθους (Delaney JP et al, 1979) των πειραματικά προκληθέντων ελκών και δ) αναζωπύρωση ιαθέντων ελκών. Στον άνθρωπο, δεν φαίνεται να έχουν απ' ευθείας τοπική ελκογόνο δράση στον γαστρικό βλεννογόνο, αν και πιθανώς αυξάνουν την έκκριση των γαστρικών οξέων.
ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ : Ο γαστρικός ερεθισμός από τα per os χορηγούμενα κορτικοειδή μπορεί να μειωθεί όταν τα φάρμακα αυτά χορηγηθούν πριν, στη διάρκεια ή αμέσως μετά τα γεύματα ή μαζί με τροφές ή γάλα.
Τα αντιόξινα και οι Η2 αναστολείς (π.χ. σιμετιδίνη, ρανιτιδίνη) μπορεί να προλάβουν τον σχηματισμό πεπτικού έλκους σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεγάλες δόσεις κορτικοειδών. Πάντως, σε ασθενείς που παίρνουν μόνο κορτικοειδή, προφυλακτική αντιελκωτική αγωγή με αντιόξινα ή/και Η2 αναστολείς δεν είναι απαραίτητη, δεδομένου ότι η συχνότητα των πεπτικών ελκών από τα κορτικοειδή είναι μικρή (<2%) και η αποτελεσματικότητα των φαρμάκων αυτών στην πρόληψη των πεπτικών ελκών από τα κορτικοειδή δεν έχει αποδειχθεί. Εντούτοις, η προφυλακτική αντιελκωτική αγωγή μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή και αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης πεπτικού έλκους (ταυτόχρονη θεραπεία με άλλα ελκογόνα φάρμακα, π.χ. ΜΣΑΦ).
9.2.4.2 ΔΙΑΤΡΗΣΗ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟΥ ΣΩΛΗΝΑ
Διάτρηση του γαστρεντερικού σωλήνα από τα κορτικοειδή μπορεί να συμβεί σε οποιοδήποτε τμήμα του (οισοφάγος, στόμαχος, λεπτό ή παχύ έντερο, τυφλό, εντερικές παρακάμψεις, ορθό).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Η διάτρηση του ΓΕΣ από τα κορτικοειδή μπορεί να γίνει αθόρυβα, χωρίς εκδηλώσεις οξείας χειρουργικής κοιλίας, γι' αυτό και συνδέεται με μεγάλη θνητότητα (Smyllie HC and Connolly CK, 1968; Conn H and Blitzer B, 1976). Μολονότι η συχνότητα έλκους, αιμορραγίας ή διάτρησης του ΓΕΣ από τα κορτικοειδή δεν είναι στατιστικά αυξημένη, πρέπει πάντα να είναι κατά νουν ότι τα κορτικοειδή μπορεί να συγκαλύψουν τις κλινικές εκδηλώσεις των επικίνδυνων αυτών επιπλοκών.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ : Η διάτρηση του ΓΕΣ μπορεί να μην οφείλεται αποκλειστικά και άμεσα στα κορτικοειδή, δεδομένου ότι έχει αναφερθεί συχνά σε ασθενείς με άλλους σημαντικούς προδιαθεσικούς παράγοντες (φλεγμονώδη εντερική ή πεπτική ελκωτική νόσο, ΡΑ ή εκκολπωματίτιδα) (Canter J and Shord P, 1971). Διάτρηση του γαστρεντερικού σωλήνα από κορτικοειδή έχει αναφερθεί και σ' έναν ασθενή με πέμφιγα (Webb PK et al, 1982).
Η διάτρηση του εντέρου είναι συχνότερη σε ασθενείς με υποκείμενη εντερική νόσο, αν και ελκοποίηση του εντέρου, πολύ σπάνια σε ασθενείς που δεν παίρνουν κορτικοειδή, μπορεί να παρατηρηθεί και σε φυσιολογικές περιοχές του εντερικού σωλήνα.
9.2.4.3 ΟΞΕΙΑ ΠΑΓΚΡΕΑΤΙΤΙΔΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η παγκρεατίτιδα από κορτικοειδή είναι σπάνια, αλλά, σε μερικές περιπτώσεις, θανατηφόρα επιπλοκή. Η συχνότητά της φαίνεται ότι είναι αυξημένη σε ενήλικες θεραπευόμενους με κορτικοειδή, όπως και σε παιδιά που παίρνουν κορτικοειδή για άσθμα, δερματομυοσίτιδα και νέφρωση. Τα παιδιά που θεραπεύονται με γλυκοκορτικοειδή έχουν τριπλάσιο κίνδυνο ανάπτυξης παγκρεατίτιδας.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ : Η παγκρεατίτιδα δεν φαίνεται να σχετίζεται με την δόση ή την διάρκεια της θεραπείας με κορτικοειδή (Riemenschneider TA et al, 1968).
ΠΑΘΟΛΟΓΟΑΝΑΤΟΜΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ : Νεκροτομικά έχει διαπιστωθεί διάταση των πόρων του παγκρέατος στο 59% των ασθενών που έχουν θεραπευθεί με κορτικοειδή και οξεία εστιακή παγκρεατίτιδα ή λιπώδης νέκρωση στο 28.5% των ασθενών που είχε πάρει κορτικοειδή ή κορτικοτροπίνη πάνω από 3 ημέρες, ενώ αλλοιώσεις παγκρεατίτιδας έχουν παρατηρηθεί μόνο στο 3.7% των ατόμων που δεν έχουν πάρει κορτικοειδή.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Ο μηχανισμός της παγκρεατίτιδας από κορτικοειδή είναι άγνωστος. Τα γλυκοκορτικοειδή, χορηγούμενα ενδοφλέβια σε κουνέλια, προκαλούν νέκρωση του παγκρέατος με υπεραμυλασαιμία και υπερλιπιδαιμία. Τα κορτικοειδή αυξάνουν την γλοιότητα των εκκρίσεων του παγκρέατος, οι οποίες μπορεί να συμπυκνωθούν και να αποφράξουν τις απεκκριτικές οδούς (Dujovne CA and Azarnoff DL, 1975).
9.2.5 ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ
- Αύξηση ηπατικών ενζύμων - αλκαλικής φωσφατάσης : Τα κορτικοειδή, σε φαρμακολογικές δόσεις, αυξάνουν την δραστηριότητα ορισμένων ηπατικών ενζύμων που εμπλέκονται στην τρανσαμινοποίηση, την νεογλυκογένεση και τον κύκλο της ουρίας. Τα γλυκοκορτικοειδή μπορεί να προκαλέσουν παροδική, ήπια, ασυμπτωματική αύξηση της SGPT, της SGOT και της αλκαλικής φωσφατάσης στο πλάσμα. Οι εκδηλώσεις αυτές δεν συνδέονται με οποιοδήποτε κλινικό σύνδρομο και γενικά υποχωρούν με την διακοπή της θεραπείας.
- Λιπώδες ήπαρ.
9.2.6 ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Ψυχιατρικές διαταραχές :
- ► Μεταβολές διάθεσης
- ► Άγχος
- ► Μεταβολές της προσωπικότητας μέχρι πραγματική ψύχωση
- ► Νευρικότητα και αυξημένη κινητική δραστηριότητα
- ► Αϋπνία
- ► Ανησυχία
- ► Σύνδρομο Μυγχάουζεν
- ► Ιδέες αυτοκτονίας
- ► Εξάρτηση
- ► Κατάθλιψη
- ► Κατατονία
- ► Ψευδαισθήσεις
- ► Σχιζοφρενικές εκδηλώσεις
- ► Ευφορία
- Σπασμοί
- Ατροφία εγκεφαλικού φλοιού
- Καλοήθης ενδοκρανιακή υπέρταση
- Κεφαλαλγίες
- Ίλιγγος
- Αϋπνία
- Ισχαιμική νευροπάθεια
- Ηλεκτροεγκεφαλογραφικές ανωμαλίες
- Αραχνοειδίτιδα, μηνιγγίτιδα, παραπάρεση ή παραπληγία, αισθητικές διαταραχές, δυσλειτουργία εντέρου ή ουροδόχου κύστης, κεφαλαλγίες και σπασμοί (μετά από ενδορραχιαία ή επισκληρίδια έγχυση κορτικοειδών)
9.2.6.1 ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Ψυχιατρικές εκδηλώσεις αναφέρονται στο 4-36% των ασθενών που παίρνουν κορτικοειδή.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Τα ψυχιατρικά σύνδρομα τα συνδεόμενα με τα κορτικοειδή εκδηλώνονται κυρίως με διαταραχές της διάθεσης, κατάθλιψη ή μανία και, σπάνια, ψύχωση (Pies R, 1981). Συχνή είναι επίσης η ευφορία, που μερικά οφείλεται στην βελτίωση της υποκείμενης νόσου (Ling MH et al, 1981).
Συνήθως είναι ήπια (νευρικότητα, αϋπνία, ανησυχία, σύνδρομο Μυγχάουζεν) ή, λιγότερο συχνά, σοβαρότερα (ψύχωση, ιδέες αυτοκτονίας ή και αυτοκτονίες, εξάρτηση, κατάθλιψη, κατατονία, ψευδαισθήσεις, σχιζοφρενικές εκδηλώσεις). Οι διαταραχές της συμπεριφοράς εμφανίζονται τις πρώτες ήδη ημέρες και συχνότερα στο τέλος της πρώτης εβδομάδας της θεραπείας με κορτικοειδή (Kimball C, 1971; Hall R et al, 1979). Εάν τα κορτικοειδή χορηγούνται κάθε 2η ημέρα, οι ψυχωσικές διαταραχές εμφανίζονται την ημέρα που χορηγούνται, ενώ ελαττώνονται την ημέρα που δεν χορηγούνται.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ : Οι ψυχωσικές διαταραχές από τα κορτικοειδή πιθανώς είναι συχνότερες σε άτομα με προϋπάρχουσες διαταραχές της προσωπικότητας. Πάντως, δεν έχει αποδειχθεί κατά πόσον τα κορτικοειδή αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης ψυχωσικών διαταραχών σε άτομα με επιβαρυμένο ατομικό ή οικογενειακό ψυχιατρικό ιστορικό, γι' αυτό και δεν αντενδείκνυνται στους ασθενείς αυτούς.
Οι ψυχιατρικές διαταραχές σχετίζονται άμεσα με την δόση και την διάρκεια της θεραπείας με κορτικοειδή. Εάν η δόση της πρεδνιζόνης δεν υπερβαίνει τα 30 mg ημερησίως, εμφανίζονται στο 1%, ενώ όταν φθάνει τα 80 mg, στο 18% των ασθενών. Οι νοητικές διαταραχές αναπτύσσονται κυρίως σε δόσεις μεγαλύτερες από 40 mg ημερησίως και υποχωρούν 2-60 ημέρες μετά την μείωση της δόσης των κορτικοειδών (Kohen M et al, 1993).
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Ο εγκεφαλικός λύκος δύσκολα διακρίνεται από την ψύχωση την οφειλόμενη στα κορτικοειδή. Στεροειδική ψύχωση αναπτύσσει το 5% των ασθενών με ΣΕΛ (Rogers MP, 1983). Οι ψυχωσικές εκδηλώσεις οι οφειλόμενες στα κορτικοειδή γενικά υποχωρούν πλήρως, ενώ σε ασθενείς με εγκεφαλικό λύκο επιδεινώνονται μετά την διακοπή των κορτικοειδών.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ : Μείωση της δόσης του κορτικοειδούς ή αντιψυχωσική θεραπεία. Το ανθρακικό λίθιο θεωρείται αποτελεσματικό στον έλεγχο και την πρόληψη των ψυχωσικών διαταραχών (Goggans F et al, 1983), ενώ η κατάθλιψη επιδεινώνεται με τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά (Hall R et al, 1979).
9.2.6.2 ΣΠΑΣΜΟΙ
Δεν είναι τόσο συχνή επιπλοκή.
9.2.6.3 ΑΤΡΟΦΙΑ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΥ ΦΛΟΙΟΥ
Είναι συχνό αξονοτομογραφικό εύρημα σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεγάλες δόσεις κορτικοειδών (Bentson J et al, 1978).
9.2.6.4 ΚΑΛΟΗΘΗΣ ΕΝΔΟΚΡΑΝΙΑΚΗ ΥΠΕΡΤΑΣΗ (ΨΕΥΔΟ-ΟΓΚΟΣ ΕΓΚΕΦΑΛΟΥ)
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Ο ψευδο-όγκος του εγκεφάλου είναι συχνή πρώιμη επιπλοκή της κορτικοειδοθεραπείας, ιδιαίτερα στα παιδιά (Weisberg L and Chutorian A, 1977; Rimsza M, 1978).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Ο ψευδο-όγκος του εγκεφάλου σε μερικές περιπτώσεις είναι ασυμπτωματικός, αλλά εκδηλώνεται κυρίως με κεφαλαλγία, εξασθένηση της όρασης ή ναυτία και οίδημα της οπτικής θηλής. Γι' αυτό και, σε κάθε ασθενή με οίδημα της οπτικής θηλής που παίρνει κορτικοειδή, πρέπει να μπαίνει στη σκέψη ο ψευδο-όγκος του εγκεφάλου, ιδιαίτερα όταν έχει γίνει πρόσφατη τροποποίηση της δόσης των κορτικοειδών.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η παθοφυσιολογία του εγκεφαλικού ψευδο-όγκου είναι άγνωστη, αν και αποδίδεται σε σχετική ανεπάρκεια των επινεφριδίων, δεδομένου ότι συχνά εμφανίζεται κατά την διάρκεια της αύξησης, και κυρίως της μείωσης, των κορτικοειδών (Rimsza M, 1978).
ΚΒΑΣΗ : Ο ψευδο-όγκος του εγκεφάλου συνήθως αυτοπεριορίζεται, έχει καλοήθη εξέλιξη και αντιμετωπίζεται με οσφυϊκές παρακεντήσεις και διακοπή των κορτικοειδών. Εάν, παρ' όλ' αυτά, δεν υποχωρήσει, μπορεί να χορηγηθεί διαφορετικό σκεύασμα κορτικοειδούς σε μεγαλύτερες δόσεις. Πιθανώς είναι συχνότερος με την τριαμσινολόνη, γι' αυτό και συνιστάται αντικατάστασή της με άλλο σκεύασμα, εάν εμφανισθεί αυτή η επιπλοκή.
9.2.7 ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ
9.2.7.1 ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΩΝ ΛΙΠΙΔΙΩΝ
Υπερλιπιδαιμία και υπερχοληστεριναιμία έχει αναφερθεί σε ασθενείς με άσθμα και λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων που παίρνουν >5 mg πρεδνιζολόνης ημερησίως. Στους ασθματικούς, η υπερλιπιδαιμία είναι τύπου IV και δεν σχετίζεται με την δόση ή την διάρκεια της θεραπείας με κορτικοειδή (El-Shaboury A et al, 1973).
9.2.7.2 ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΛΙΠΟΥΣ
Τα κορτικοειδή προκαλούν ανώμαλη κατανομή του λίπους στους υποδόριους ιστούς (προσωπείο Cushing), όπως και εναπόθεσή του σε εσωτερικά όργανα (μεσοθωράκιο, ήπαρ, καρδιά).
Στην καρδιά, μπορεί να συνοδεύονται από αύξηση του περικαρδιακού λίπους και επιταχυνόμενη αρτηριοσκληρυντική νόσο. Οι αλλοιώσεις αυτές μπορεί να σχετίζονται με την υπερχοληστεριναιμία και την υπερτριγλυκεριδαιμία την συνδεόμενη με τα κορτικοειδή, η οποία είναι δοσοεξαρτώμενη και υποχωρεί ταχέως με την διακοπή των κορτικοειδών.
9.2.7.3 ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΣΑΚΧΑΡΟΥ
Τα κορτικοειδή μπορεί να προκαλέσουν δυσανεξία στην γλυκόζη ή/και να επιδεινώσουν ήδη εγκατεστημένο σακχαρώδη διαβήτη. Οι διαταραχές αυτές οφείλονται στην αυξημένη νεογλυκογένεση και στον ανταγωνισμό της περιφερικής δράσης της ινσουλίνης από τα κορτικοειδή (Melby J, 1974; Olefsky J and Kimmerling G, 1976).
Δυσανεξία στη γλυκόζη : Οι περισσότεροι μη διαβητικοί ασθενείς, στην αρχή της θεραπείας με γλυκοκορτικοειδή, εμφανίζουν δυσανεξία στην γλυκόζη, η οποία συνήθως αποκαθίσταται παρά την συνέχιση του φαρμάκου (Bond W, 1977). Παθολογικές δοκιμασίες ανοχής στην γλυκόζη εμφανίζει το 40% των ασθματικών ασθενών που παίρνει <10 mg πρεδνιζόνης/24ωρο.
Σακχαρώδης διαβήτης : Πραγματικός σακχαρώδης διαβήτης οφειλόμενος στα κορτικοειδή είναι ασυνήθιστος (Smyllie HC and Connolly CK, 1968; Bond W, 1977).
Η συχνότητα του σακχαρώδη διαβήτη σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή ανέρχεται σε 1.6%, σε σύγκριση με 0.4% στον γενικό πληθυσμό, και σε 8%, στους ηλικιωμένους ασθενείς που παίρνουν κορτικοειδή. Οι μαύροι που έχουν κάνει μεταμόσχευση νεφρού έχουν αυξημένη συχνότητα σακχαρώδη διαβήτη από κορτικοειδή, συγκριτικά με τους λευκούς (Dumler F et al, 1982).
Ο στεροειδικός διαβήτης συχνά συνοδεύεται από οξέωση και αναστρέφεται με την διακοπή της θεραπείας, ενίοτε όμως μετά από αρκετούς μήνες (Bond W, 1977). Σπάνια, επιπλέκεται με σοβαρή κετοξέωση και υπερωσμωτικό κώμα. Η βαρύτητά του σχετίζεται με την δόση και την διάρκεια της θεραπείας με κορτικοειδή και ανθίσταται σχετικά στην ινσουλίνη.
9.2.7.4 ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Τα κορτικοειδή αναστέλλουν την γραμμική οστική ανάπτυξη και καθυστερούν την σύγκλειση των επιφύσεων (Lucky AW, 1984). Η καταστολή της ανάπτυξης είναι πολύ σοβαρό πρόβλημα στα παιδιά, μολονότι είναι πολύ δύσκολο να αποδοθεί στα κορτικοειδή ή στην υποκείμενη νόσο.
Η καθημερινή χορήγηση κορτιζόνης σε δόση ≥7.5 mg καταστέλλει σημαντικά την γραμμική ανάπτυξη (Lucky AW, 1984). Ακόμα και η κορτιζόνη, σε δόσεις 45 mg/m2 , και η πρεδνιζόνη, σε δόσεις 6 mg/m2 (οι οποίες υπερβαίνουν μόνο κατά 2-3 φορές την μέση ημερήσια ενδογενή έκκριση υδροκορτιζόνης), συχνά είναι επαρκείς για να καταστείλουν σημαντικά την σωματική ανάπτυξη στα παιδιά.
Σε ασθενείς που παίρνουν μικρότερες δόσεις, η ανάπτυξη καταστέλλεται λιγότερο και, εάν τα κορτικοειδή διακοπούν πριν από την εφηβεία, μπορεί να αυξηθεί απότομα, αλλά δεν συνεχίζεται μετά την σύγκλειση των επιφύσεων. Η ημέρα παρ' ημέρα χορήγηση καταστέλλει λιγότερο την σωματική ανάπτυξη από την καθημερινή χορήγηση των κορτικοειδών.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Ο μηχανισμός της αναστολής της ανάπτυξης από τα κορτικοειδή παραμένει άγνωστος, αν και ενοχοποιούνται καταστολή της έκκρισης αυξητικής ορμόνης και ανταγωνισμός στις περιοχές των υποδοχέων της ινσουλίνης και της σωματομεδίνης.
9.2.7.5 ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΠΡΩΤΕΙΝΩΝ
- Αναστολή της σύνθεσης και αύξηση του καταβολισμού των πρωτεϊνών
- Αρνητικό ισοζύγιο αζώτου (David DS et al, 1970).
Η μείωση των πρωτεϊνών των μυών, των οστών και του λεμφικού ιστού έρχεται σε αντίθεση με την αύξηση του αζώτου στο ήπαρ και το γαστρεντερικό και ουροποιητικό σύστημα.
9.2.7.6 ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΛΥΤΩΝ
- Παροδική αύξηση της νεφρικής αποβολής του καλίου, μετά από την ενδοφλέβια χορήγηση κορτικοειδών.
- Κατακράτηση νατρίου και, ταυτόχρονα, απώλεια καλίου, σε ασθενείς θεραπευόμενους μακροχρόνια με κορτικοειδή, που αυτοδιορθώνεται σε διάστημα λίγων εβδομάδων. Η δράση αυτή φαίνεται ότι μεταβιβάζεται από τις ασθενείς μεταλλοκορτικοειδείς ιδιότητες των παραγώγων της κορτιζόνης.
- Υποκαλιαιμική αλκάλωση, σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεγάλες δόσεις κορτικοειδών.
- Υπέρταση
Οι αλατοκορτικοειδείς αυτές δράσεις είναι συχνότερες με την θεραπεία με μέτριες ή μεγάλες δόσεις υδροκορτιζόνης και κορτιζόνης, αν και μπορεί να παρατηρηθούν και με τα συνθετικά γλυκοκορτικοειδή (εκτός από την φθοριοκορτιζόνη), ιδιαίτερα όταν χορηγούνται μακροχρόνια και σε μεγάλες δόσεις.
Σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτιζόνη ή υδροκορτιζόνη για τις φλεγμονώδεις ή ανοσοκατασταλτικές τους δράσεις, συνιστάται διαιτητικός περιορισμός του άλατος και συμπληρωματική χορήγηση καλίου. Οι ασθενείς που παίρνουν γλυκοκορτικοειδή με σημαντικές αλατοκορτικοειδείς δράσεις πρέπει να ενημερώσουν τον γιατρό τους εάν εμφανίσουν οίδημα.
9.2.7.7 ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ
- Αύξηση νεφρικής αποβολής ασβεστίου (Kobayashi O et al, 1967) και ουρικού οξέος.
9.2.8 ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Οι λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων που παίρνουν πολλαπλά ανοσοκατασταλτικά φάρμακα αναπτύσσουν κακοήθη νοσήματα σε αυξημένη συχνότητα. Πάντως, τα γλυκοκορτικοειδή από μόνα τους μπορεί να προδιαθέτουν σε αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης όγκων ή καρκίνου, de novo.
Ασθενείς με καρκίνωμα του μαστού ή σάρκωμα του Kaposi θεραπευόμενοι με γλυκοκορτικοειδή για άλλες καταστάσεις, αναπτύσσουν μεταστάσεις με/ή εξέλιξη του πρωτοπαθούς όγκου (Hoshaw R and Schwartz R, 1980). Ένας ασθενής με σάρκωμα του Kaposi είχε μερική βελτίωση όταν εμείωσε την δόση της πρεδνιζόνης από 15, σε 5 mg/24ωρο. Σάρκωμα Kaposi έχουν ακόμα αναπτύξει ασθενείς θεραπευόμενοι με 8 mg πρεδνιζόνης ημερησίως επί 2 χρόνια (Ho-shaw R and Schwartz R, 1980).
9.2.9 ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Τα κορτικοειδή έχουν χρησιμοποιηθεί στην θεραπεία διαφόρων λοιμώξεων (βαρύς τυφοειδής πυρετός, σηπτική καταπληξία, φυματιώδης μηνιγγίτιδα, ερυθρά), ιδιαίτερα συνοδευόμενων από σοβαρές συστηματικές εκδηλώσεις (Dale D and Petersdorf R, 1973). Τροποποιούν ταχύτατα και θεαματικά την διαδρομή των περισσότερων λοιμωδών νοσημάτων και καταστέλλουν τον πυρετό, όπως και την κακουχία και την τοξικότητα της νόσου, αν και συχνά επιδεινώνουν την λοίμωξη.
Η πρεδνιζολόνη, χορηγούμενη επί 4 εβδομάδες σε ασθενείς με έρπητα ζωστήρα, παρεμποδίζει την διασπορά του ιού (Keczkes K and Basheer A, 1980). Ακόμα, τα κορτικοειδή βοηθούν στην πρόληψη της μεθερπητικής νευραλγίας. Τα γλυκοκορτικοειδή δεν μεταβάλλουν την πορεία της νόσου και δεν αυξάνουν την θνησιμότητα σε ασθενείς με σταφυλοκοκκική σηψαιμία.
ΔΡΑΣΕΙΣ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΩΝ ΣΤΙΣ ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ :
Αυξάνουν την επιρρέπεια στην ανάπτυξη λοιμώξεων, περισσότερο από υγιή άτομα
Τα κορτικοειδή, μόνα τους ή σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες που καταστέλλουν την κυτταρική ή/και την χυμική ανοσία ή την λειτουργία των ουδετεροφίλων, συνδέονται με ιογενείς, βακτηριδιακές, μυκητιασικές, πρωτοζωικές ή ελμινθικές λοιμώξεις σε αυξημένη συχνότητα και σε οποιοδήποτε οργανικό σύστημα.
Οι λοιμώξεις είναι οι σοβαρότερες και δυνητικά επικίνδυνες για την ζωή επιπλοκές των κορτικοειδών, γι' αυτό και τα κορτικοειδή επιβάλλεται να χορηγούνται στην χαμηλότερη δυνατή δόση και, ει δυνατόν, κάθε 2η ημέρα. Πάντως, ο ακριβής ρόλος των κορτικοειδών στην αύξηση της συχνότητας των λοιμώξεων δεν έχει προσδιορισθεί, δεδομένου ότι οι ασθενείς που παίρνουν κορτικοειδή συχνά εκτίθενται σε νοσοκομειακό περιβάλλον ή παίρνουν ταυτόχρονα και άλλα φάρμακα, ενώ παράλληλα οι λοιμώξεις, αυτές καθ' αυτές, μπορεί να επηρεάσουν την λειτουργία των επινεφριδίων.
Οι λοιμώξεις οι συνδεόμενες με τα κορτικοειδή μπορεί να είναι ήπιες, αλλά και σοβαρές και ενίοτε θανατηφόρες, ενώ, εάν είναι τοπικές και περιορισμένες, μπορεί να επεκταθούν ή και να διασπαρούν σε ολόκληρο τον οργανισμό. Ο κίνδυνος γενικευμένης λοίμωξης ποικίλλει στα διάφορα άτομα και μπορεί να σχετίζεται με την δόση, την οδό και την διάρκεια χορήγησης των κορτικοειδών, όπως και την υποκείμενη νόσο.
Οι ασθενείς των οποίων η ανοσία καταστέλλεται στη διάρκεια της θεραπείας με γλυκοκορτικοειδή έχουν αυξημένη επιρρέπεια σε λοιμώξεις, συγκριτικά με υγιή άτομα. Η ανοσία καταστέλλεται συνήθως σε ασθενείς θεραπευόμενους με μεγάλες δόσεις γλυκοκορτικοειδών (ισοδύναμες με 1 mg/kg πρεδνιζόνης ημερησίως), ιδιαίτερα σε συνδυασμό με φάρμακα που επιτρέπουν την μείωση των κορτικοειδών (π.χ. τρολεανδομυκίνη) ή/και ταυτόχρονα ανοσοκατασταλτικούς παράγοντες. Παρόμοιο κίνδυνο έχουν και οι ασθενείς που παίρνουν μέτριες δόσεις γλυκοκορτικοειδών για μικρό χρονικό διάστημα ή μικρές δόσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Τα εισπνεόμενα per os γλυκοκορτικοειδή δεν είναι γνωστό κατά πόσον συνδέονται με σοβαρές πνευμονικές λοιμώξεις (π.χ. πνευμονίτιδα από varicella), αλλά μπορεί να προκαλέσουν λοιμώξεις του στόματος, του φάρυγγα και, περιστασιακά, του λάρυγγα από Candida albicans ή A- spergillus niger. Οι μυκητιασικές αυτές λοιμώξεις φαίνεται ότι είναι δοσοεξαρτώμενες, δεδομένου ότι εμφανίζονται συχνότερα σε ασθενείς θεραπευόμενους με 800 μg, παρά 400 μg, διπροπιονικής μπεκλομεθαζόνης και ιδιαίτερα γυναίκες, παρά άνδρες.
Μερικοί κλινικοί γιατροί υποστηρίζουν ότι τα εισπνεόμενα per os γλυκοκορτικοειδή πρέπει ίσως να αποφεύγονται όταν υπάρχει μεγάλος κίνδυνος ενεργοποίησης βρογχοπνευμονικής μυκητίασης, όπως και σε ασθενείς με βρογχιεκτασία ή ανεπαρκή ανοσοαπάντηση. Άλλοι συνιστούν οι ασθενείς που κάνουν χρήση εισπνεόμενων κορτικοειδών per os να ξεπλένουν το στόμα τους με νερό και να το καταπίνουν μετά από κάθε εισπνοή για να προλάβουν λοίμωξη από candida.
Οι λοιμώξεις από candida ή aspergillus συνήθως έχουν μικρή κλινική σημασία, αλλά ενίοτε απαιτούν αντιμυκητιασική αγωγή ή διακοπή των per os εισπνοών. Οι κατασκευαστές της per os εισπνεόμενης φωσφορικής δεξαμεθαζόνης υποστηρίζουν ότι το φάρμακο αντενδείκνυται σε ασθενείς με επίμονες θετικές καλλιέργειες πτυέλων για candida albicans.
Μπορεί να επιδεινώσουν την κλινική διαδρομή ή την έκβαση των λοιμώξεων. Π.χ.:
- Μπορεί να επιδεινώσουν την κλινική διαδρομή της ανεμευλογίας και της ιλαράς, με κακή ενίοτε κατάληξη, εάν χορηγηθούν σε ανοσοκαταταλτικές δόσεις, σε παιδιά και ενήλικες. Τα παιδιά αυτά, όπως και οι ενήλικες που δεν έχουν νοσήσει από τις λοιμώξεις αυτές, πρέπει να αποφεύγουν ιδιαίτερα την επαφή με πάσχοντες από ανεμευλογία ή ιλαρά. Εάν εκτεθούν στις ιογενείς αυτές λοιμώξεις, πρέπει να προφυλάσσονται με ειδική ανοσοσφαιρίνη έναντι του ιού της ανευμολογίας-ζωστήρα ή κοινή ενδομυική ανοσοσφαιρίνη, αντίστοιχα. Εάν εμφανίσουν ανεμευλογία μπορεί να χρειασθούν θεραπεία με αντι-ιογενείς παράγοντες (π.χ. ακυκλοβίρη), αν και, παρά την επιθετική θεραπεία, μπορεί να καταλήξουν κακώς, ιδιαίτερα εάν πάσχουν από την αιμορραγική μορφή της νόσου. Στα παιδιά που εξαρτώνται από την χρήση των γλυκοκορτικοειδών πρέπει να γίνεται αναζήτηση αντισωμάτων έναντι του ιού ανεμευλογίας-ζωστήρα.
- Μπορεί να προκαλέσουν διάτρηση του κερατοειδούς, σε πάσχοντες από απλό οφθαλμικό έρπητα
- Μπορεί να επιμηκύνουν την διαδρομή και αυξάνουν την συχνότητα της πνευμονίτιδας και της γαστρεντερικής αιμορραγίας, σε ασθενείς με εγκεφαλική ελονοσία
- Μπορεί να οδηγήσουν σε υπερλοίμωξη και γενικευμένη μετανάστευση των προνυμφών, συχνά συνοδευόμενη από σοβαρή εντεροκολίτιδα και δυνητικά θανατηφόρα gram (-) σηψαιμία, σε ασθενείς με γνωστή ή πιθανή λοίμωξη από Strongyloides (νηματώδεις σκώληκες).
Μπορεί να αναζωπυρώσουν λανθάνουσες λοιμώξεις ή να επιδεινώσουν ενδογενείς λοιμώξεις από διάφορους μικρο-οργανισμούς (Candida, Mycobacterium, Toxoplasma, Strongyloides, Pneumocystis, Cryptococcus, Nocardia, Ameba, κ.ά.). Π.χ. :
- Μπορεί να ενεργοποιήσουν λανθάνουσα αμοιβαδίαση, γι΄αυτό και η ενεργός ή λανθάνουσα αμοιβαδίαση πρέπει να αποκλείεται πριν από την έναρξη της θεραπείας με κορτικοειδή σε κάθε ασθενή που έχει επισκεφθεί τους Τροπικούς ή ανεξήγητη διάρροια.
- Μπορεί να καταστείλουν την ανοσοαπάντηση σε δερματικές δοκιμασίες για φυματίωση, ιδιαίτερα όταν χορηγούνται καθημερινά, γι' αυτό και πρέπει να γίνεται Mantoux σε κάθε ασθενή πριν από την έναρξη της θεραπείας με γλυκοκορτικοειδή.
- Μπορεί να προκαλέσουν αναζωπύρωση της νόσου σε ασθενείς με λανθάνουσα φυματίωση, ή επαναδραστηριοποίηση της φυματίνης, γι΄ αυτό και πρέπει να χορηγούνται κάτω από στενή παρακολούθηση και παράλληλα χημειοπροφύλαξη. Πάντως, κατά πόσον προδιαθέτουν σε πρωτοπαθή φυματίωση ή αναζωπύρωση παλαιάς, ανενεργού, φυματιώδους λοίμωξης, δεν είναι γνωστό. Η νατριοηλεκτρική μεθυλπρεδνιζολόνη μπορεί να χορηγηθεί σε ασθενείς με κεραυνοβόλο ή διάχυτη φυματίωση, αλλά ταυτόχρονα με την κατάλληλη αντιφυματική αγωγή. Ασθενείς με πνευμονικά νοσήματα που θεραπεύονταν μακροχρόνια με μικρές έως μέτριες δόσεις κορτικοειδών (Smyllie HC and Connolly CK, 1968), όπως και άλλοι με θετική Mantoux (Haanaes QC and Bergman A, 1983), δεν ανέπτυξαν ενεργό φυματίωση σε αυξημένη συχνότητα. Ασθενείς που εμφάνισαν αυξημένη συχνότητα φυματίωσης στη διάρκεια της θεραπείας με κορτικοειδή έπαιρναν ταυτόχρονα και άλλα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα ή είχαν υποκείμενα νοσήματα που θα μπορούσαν να προδιαθέσουν στην ανάπτυξη ενεργού φυματίωσης.
Σύμφωνα με τις κλινικές αυτές παρατηρήσεις, ο κίνδυνος ανάπτυξης ενεργού φυματίωσης σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή φαίνεται ότι είναι πολύ μικρότερος απ' ό, τι είχε παλαιότερα υποτεθεί. Ασθενείς με θετική Mantoux (χωρίς να έχουν εμβολιασθεί με BCG) και αρνητικά ευρήματα για ΤΒ ή με ένα απλό ασβεστοποιημένο οζίδιο στην απλή ακτινογραφία του πνεύμονα, δεν χρειάζονται μάλλον προφυλακτική αντιφυματική αγωγή.
Οι ασθενείς όμως με ινο-οζώδη ουλοποίηση του πνεύμονα στην απλή ακτινογραφία ή έντονη ανοσοκαταστολή έχουν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης φυματιώδους λοίμωξης, γι' αυτό και συνιστάται να παίρνουν προληπτικά 300 mg ισονιαζίδης ημερησίως ή να κάνουν προληπτικό ακτινολογικό έλεγχο του θώρακα ανά τρίμηνο. Οι υποψήφιοι για προληπτική αντιφυματική αγωγή πρέπει να επιλέγονται με προσοχή λόγω των δυνητικών επιπλοκών της ισονιαζίδης, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους.
Μπορεί να συγκαλύψουν μερικές από τις εκδηλώσεις των λοιμώξεων (ιδιαίτερα όταν χορηγούνται σε μεγάλες δόσεις), να ευνοήσουν την διασπορά του λοιμογόνου μικροοργανισμού και την ανάπτυξη νέων λοιμώξεων, όπως και να μειώσουν την αντίσταση και την δυνατότητα εντόπισης των λοιμώξεων. Γι' αυτό και οι ασθενείς που θεραπεύονται με κορτικοειδή πρέπει να παρακολουθούνται για σημεία λοίμωξης. Εάν εμφανίσουν λοίμωξη, πρέπει να αρχίσουν εντατική αντιλοιμώδη αγωγή και να αποφεύγουν την απότομη διακοπή των κορτικοειδών.
Τα εισπνεόμενα per os γλυκοκορτικοειδή δεν είναι γνωστό κατά πόσον συνδέονται με σοβαρές πνευμονικές λοιμώξεις, αλλά μπορεί να προκαλέσουν λοιμώξεις του στόματος, του φάρυγγα και, περιστασιακά, του λάρυγγα από Candida albicans ή Aspergillus niger. Οι μυκητιασικές αυτές λοιμώξεις φαίνεται ότι είναι δοσοεξαρτώμενες, δεδομένου ότι είναι συχνότερες σε ασθενείς θεραπευόμενους με 800 μg, παρά 400 μg, διπροπιονικής μπεκλομεθαζόνης και ιδιαίτερα γυναίκες, παρά άνδρες.
Μερικοί κλινικοί γιατροί υποστηρίζουν ότι τα εισπνεόμενα per os γλυκοκορτικοειδή πρέπει ίσως να αποφεύγονται όταν υπάρχει μεγάλος κίνδυνος ενεργοποίησης βρογχοπνευμονικής μυκητίασης, όπως και σε ασθενείς με βρογχιεκτασία ή ανεπαρκή ανοσοαπάντηση. Άλλοι συνιστούν οι ασθενείς που κάνουν χρήση εισπνεόμενων κορτικοειδών per os να ξεπλένουν το στόμα τους με νερό και να το καταπίνουν μετά από κάθε εισπνοή για να προλάβουν λοίμωξη από Candida.
Οι λοιμώξεις από Candida ή Aspergillus συνήθως έχουν μικρή κλινική σημασία, αλλά ενίοτε απαιτούν αντιμυκητιασική αγωγή ή διακοπή των εισπνοών per os. Οι κατασκευαστές της εισπνεόμενης per os φωσφορικής δεξαμεθαζόνης υποστηρίζουν ότι το φάρμακο αντενδείκνυται σε ασθενείς με επίμονες θετικές καλλιέργειες πτυέλων για Candida albicans.
ε) Μπορεί να επηρεάσουν την δοκιμασία νιτροκυανού του τετραζολίου για βακτηριδιακές λοιμώξεις και να δώσουν ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα.
ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ ΑΠΑΝΤΩΜΕΝΕΣ ΣΕ ΑΥΞΗΜΕΝΗ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΟΥΣ ΜΕ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ :
- Σταφυλοκοκκικές λοιμώξεις
- Λοιμώξεις από gram (-) βακτηρίδια
- Ιογενείς λοιμώξεις
- Λιστερίωση
- Φυματίωση
- Μονιλίαση
- Ασπεργίλλωση
- Ελονοσία
- Αμοιβαδίαση
- Στρογγυλοειδίαση
- Λοιμώξεις από Pneumocystis carinii
Σε ασθενείς θεραπευόμενους μακροχρόνια με κορτικοειδή, συχνότερες είναι οι λοιμώξεις από σταφυλόκοκκο ή Gram (-) βακτηρίδια, η λιστερίωση, η φυματίωση, οι μυκητιασικές (μονιλίαση, ασπεργίλλωση) και οι ιογενείς (ιδιαίτερα από ιό της ανεμευλογίας, έρπητα ζωστήρα και δαμαλίτιδας) λοιμώξεις και η νόσος των μεγαλοκυτταρικών εγκλείστων.
Οι ασθενείς που θεραπεύονται με γλυκοκορτικοειδή έχουν αυξημένη ευαισθησία στην ανάπτυξη ελονοσίας, αμοιβαδίασης, στρογγυλοειδίασης και λοιμώξεων από Pneumocystis carinii. Το 30% όλων των ασθενών με συστηματική καντιτίαση, το 75% με σύνδρομο επίκτητης αυτοάνοσης ανεπάρκειας και λοιμώξεις από Pneumocystis carinii και το 30% και 50% με γενικευμένη μονιλίαση και ασπεργίλλωση, αντίστοιχα, έπαιρναν κορτικοειδή.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΛΟΙΜΩΞΕΩΝ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΟΥΣ ΜΕ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ
Δόση-δοσολογικό σχήμα κορτικοειδών : Οι ασθενείς που παίρνουν μακροχρόνια σχετικά χαμηλές δόσεις κορτικοειδών (<10 mg/24ωρο) δεν φαίνεται να έχουν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο λοιμώξεων (Prendiville JS et al, 1984). Η καθημερινή εφάπαξ χορήγηση της πρεδνιζόνης σε δόση <10 mg δεν είναι ικανή να διατηρήσει τα κορτικοειδή στο πλάσμα σε επίπεδα επαρκή να καταστείλουν την λειτουργία των μακροφάγων, ενώ απαιτούνται μεγαλύτερες δόσεις για να καταστείλουν άλλους μηχανισμούς άμυνας του ξενιστή, όπως η χημειοταξία και η εξόντωση των πολυμορφοπυρήνων λευκών αιμοσφαιρίων.
Οι ασθενείς που παίρνουν 15-20 mg πρεδνιζόνης ημερησίως απαντούν φυσιολογικά στους εμβολιασμούς (Claman HN, 1983), ενώ η διαδικασία του αντιγόνου δεν επηρεάζεται (Balow J and Rosenthal A, 1973).
Η συχνότητα των λοιμώξεων είναι μάλλον μεγαλύτερη σε ασθενείς που παίρνουν >20-40 mg πρεδνιζόνης ημερησίως, όχι όμως σε ασθενείς που έχουν πάρει συνολικά <700 mg κορτικοειδών. Η χορήγηση των κορτικοειδών κάθε 2η ημέρα δεν φαίνεται να συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο λοιμώξεων (Haanaes QC and Bergman A, 1983).
Υποκείμενο νόσημα : Εάν η υποκείμενη νόσος τροποποιεί την ανοσία, τότε ο κίνδυνος ανάπτυξης λοιμώξεων αυξάνεται. Π.χ. Η συχνότητα των λοιμώξεων στον ΣΕΛ είναι πολύ μεγαλύτερη απ' ό,τι στη ΡΑ και αυξάνεται με την αύξηση της δόσης των κορτικοειδών και την έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας (Staples P et al, 1974).
Οι ασθενείς με ΡΑ που παίρνουν κορτικοειδή έχουν αυξημένη συχνότητα βακτηριουρίας (Bur-ry H, 1973), ενώ οι βακτηριδιακές λοιμώξεις είναι ασυνήθιστες σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή για πνευμονικά νοσήματα.
Άλλοι παράγοντες :
- Η ουδετερόφιλη λευκοκυττάρωση, η οποία συνοδεύεται από καταστολή της συγκέντρωσης των λευκών αιμοσφαιρίων στην περιοχή της φλεγμονής. Η δράση αυτή αποδίδεται σε μειωμένη προσκόλληση των κοκκιοκυττάρων στο αγγειακό επιθήλιο μετά από φλεγμονώδη ερεθίσματα
- Η εξασθένηση της φαγοκυτταρικής δραστηριότητας των κοκκιοκυττάρων, αν και η βακτηριοκτόνος δράση τους φαίνεται ότι διατηρείται
- Η εξασθένηση της βακτηριδιοκτόνου δράσης των μονοκυττάρων
- Η λεμφοκυτταροπενία, στα ζώα και στον άνθρωπο.
Οι μεταβολές αυτές έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην επιβραδυνόμενου τύπου υπερευαισθησία, στην παρουσίαση του αντιγόνου, στην ενεργοποίηση και τον πολλαπλασιασμό των λεμφοκυττάρων και στην κυτταροεξαρτώμενη κυτταροτοξικότητα. Αντίθετα, η χυμική ανοσία φαίνεται ότι επηρεάζεται λιγότερο από τα κορτικοειδή.
9.2.10 ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ - ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ
- Δερματίτιδα, κηλιδοβλατιδώδη εξανθήματα : Είναι σπάνιες επιπλοκές των per os χορηγούμενων κορτικοειδών. Οφείλονται συνήθως στα συντηρητικά (ακακία, τραγάκανθος) που περιέχουν τα σκευάσματα των κορτικοειδών (Rubinger D, 1978).
- Αυξημένη ευθραυστότητα δέρματος και εύκολες εκχυμώσεις, συνήθως σε ασθενείς με ΡΑ (Gottlieb N and Penneys NS, 1980). Οι εκχυμώσεις μπορεί να βελτιωθούν με ασκορβικό οξύ ή βιταμίνη Α per os και η καθυστέρηση της επούλωσης των τραυμάτων, με τοπική ή συστηματική χορήγηση βιταμίνης Α.
- Πορφυρές ραβδώσεις : Είναι πρώιμες και, μερικές φορές, αναστρέψιμες.
- Ελάττωση της ινοπλασίας και διαταραχές της ελαστικότητας και της ολικής περιεκτικότητας του δέρματος σε κολλαγόνο (Hunt T et al, 1969)
- Διάχυτη αλωπεκία με στίλβουσες, εύθραυστες τρίχες, στο 50% των ασθενών που παίρνουν μακροχρόνια κορτικοειδή
- Έξαρση προϋπάρχουσας δερματοπάθειας ή μη επικαλυπτόμενης λανθάνουσας νόσου, μετά την διακοπή των συστηματικά χορηγούμενων κορτικοειδών
- Εξαρση ψωρίασης, ιδιαίτερα φλυκταινώδους τύπου, μετά την διακοπή των τοπικά ή συστηματικά χορηγούμενων κορτικοειδών
- Στεροειδική ακμή : Εμφανίζεται 2-3 εβδομάδες μετά την χορήγηση μεγάλων δόσεων κορτιζόνης. Χαρακτηρίζεται από μονόμορφες βλατίδες που υποχωρούν μόνο με την διακοπή του φαρμάκου
- Ξηροδερμία και τριχοειδής κεράτωση, σε λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων
- Ατροφία του λιπώδους ιστού, μετά από υποδόρια διήθηση με κορτικοειδή, μερικές φορές περιβαλλόμενη από υπερτροφία του λιπώδους ιστού ή λιπώματα
- Γενικευμένη ατροφία και λέπτυνση του δέρματος
- Αυξημένη συχνότητα βακτηριδιακών, ιογενών και μυκητιασικών λοιμώξεων
- Προσβολή του δέρματος από αναζωπυρωθείσα συστηματική φυματιώδη λοίμωξη
- Ακροχορδώνες, συχνά πολλαπλοί, που ανθίστανται στη θεραπεία
- Λοιμώξεις από απλό έρπητα σε μεγαλύτερη συχνότητα, μερικές φορές γενικευμένες.
- Δερματοφυτώσεις και αλλοιώσεις από ασυνήθιστους μικροοργανισμούς
- Ποικιλόχρους πιτυρίαση, στο 9% των ασθενών που παίρνουν πρεδνιζόνη για φλεγμονώδεις εντεροπάθειες
- Γενικευμένη καντιτίαση με δερματική προσβολή, συνήθως σε ασθενείς που κάνουν χημειοθεραπεία για κακοήθη αιματολογικά νοσήματα και σε ρευματοπαθείς. Οι αλλοιώσεις συνίστανται συνήθως σε πολλαπλά ερυθηματώδη ή πορφυρικά οζίδια και οφείλονται συχνότερα στην Candida tropicalis
- Μαδουρομυκητίαση, δευτεροπαθώς σε λοίμωξη από την Allescheria boydii
- Ακμώδες εξάνθημα
- Υπερτρίχωση και δασυτριχισμός
- Πάχυνση και υπέρχρωση των λεπτών τριχών
- Αυξημένη εφίδρωση
- Ερύθημα προσώπου
- Ακανθωτική μελανοδερμία
- Απολέπιση
- Ξηροδερμία
- Υπερμελάγχρωση, ερύθημα, ερυθρομελάνωση
- Πορφύρα
- Ελάττωση της επουλωτικής ικανότητας των τραυμάτων : Σε πειραματόζωα και ανθρώπους που παίρνουν μέτριες ή μεγάλες δόσεις κορτικοειδών, η επούλωση των χειρουργικών τραυμάτων και η ανάπτυξη κοκκιώδους ιστού αναστέλλεται τις 2-3 πρώτες ημέρες μετά την κάκωση (David DD et al, 1970).Η εξασθένηση της επουλωτικής ικανότητας οφείλεται στον μειωμένο σχηματισμό κολλαγόνου που προκαλούν τα κορτικοειδή. Μολονότι η επιθηλιοποίηση δεν επηρεάζεται άμεσα από τα κορτικοειδή, ο μειωμένος σχηματισμός της ινώδους ουλής, που είναι το υπόβαθρο για την ανάπτυξη των επιθηλιακών κυττάρων, καθυστερεί την επούλωση (Baxter JD and Forsham PH, 1972).
- Δερματικές εκδηλώσεις υπερευαισθησίας (κνίδωση ή/και αλλεργική δερματίτιδα και αγγειοοίδημα)
- Αίσθημα καύσου ή αιμωδίας στην περιοχή του περινέου, μετά από ενδομυική ένεση κορτικοειδών.
9.2.11 ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Οι ασθενείς που θεραπεύονται με ανοσοκατασταλτικές δόσεις κορτικοειδών έχουν προδιάθεση για την ανάπτυξη ευκαιριακών λοιμώξεων. Οι ασθενείς αυτοί μπορεί σπάνια να εμφανίσουν διεύρυνση του μεσοθωρακίου λόγω τοπικής εναπόθεσης λίπους, η οποία υποδύεται νεόπλασμα ή λεμφαδενοπάθεια, και συνήθως έχουν προσωπείο Cushing. Τα ευρήματα στην αξονική τομογραφία σχεδόν πάντα είναι διαγνωστικά. Η λιπωμάτωση του μεσοθωρακίου είναι καλοήθης κατάσταση, γιατί ουδέποτε πιέζει ζωτικά όργανα, γι' αυτό και δεν επιβάλλει μείωση ή διακοπή των κορτικοειδών.
9.2.12 ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
9.2.12.1 ΑΡΤΗΡΙΟΣΚΛΗΡΥΝΣΗ
Η μακροχρόνια θεραπεία με κορτικοειδή μπορεί να οδηγήσει σε πρόωρη αρτηριοσκλήρυνση, αν και αυτό δεν έχει αποδειχθεί. Πειράματα σε ζώα και in vitro σε ανθρώπινους ιστούς έχουν δείξει ότι τα κορτικοειδή επιδεινώνουν την πειραματικά προκληθείσα αθηρογένεση, ενώ στον άνθρωπο συνδέονται με αυξημένη καρδιαγγειακή θνητότητα.
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Οι ασθενείς με ΡΑ που παίρνουν κορτικοειδή, συνήθως για μεγάλο χρονικό διάστημα, έχουν αυξημένη συχνότητα αρτηριοσκλήρυνσης με χαρακτηριστική ασβέστωση του μέσου αγγειακού χιτώνα και θανάτων από στεφανιαία νόσο. Οι ασθενείς με συστηματικό ερυθηματώδη λύκο που παίρνουν κορτικοειδή πάνω από 1 χρόνο εμφανίζουν στένωση του αυλού των στεφανιαίων από αθηροσκληρυντικές πλάκες σε ποσοστό >50%.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Σε πειραματόζωα, η κορτιζόνη και η ACTH προκαλούν βλάβη του επιθηλίου και μεταβάλλουν τον αγγειακό συνδετικό ιστό. Οι αλλοιώσεις αυτές, σε συνδυασμό με την υπερλιπιδαιμία, την δυσανεξία στη γλυκόζη και την υπέρταση που αναπτύσσουν μερικοί ασθενείς που παίρνουν κορτικοειδή, μπορεί να συντελούν στην εμφάνιση πρόωρης αρτηριοσκλήρυνσης. Παιδιά ηλικίας <5 ετών που έπαιρναν γλυκοκορτικοειδή, συνήθως μακροχρόνια, είχαν αυξημένη εναπόθεση λιπιδίων στα αγγειακά τους τοιχώματα.
9.2.12.2 ΣΤΗΘΑΓΧΗ
Έχει αναφερθεί σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή, πιθανώς λόγω αύξησης του μυοκαρδιακού έργου συνεπεία κατακράτησης υγρών (David D et al, 1970).
9.2.12.3 ΑΥΞΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΗ ΣΕ ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΤΑΚΡΑΤΗΣΗ ΥΓΡΩΝ
Είναι σχετικά ασυνήθιστη σε ασθενείς που παίρνουν χαμηλές δόσεις πρεδνιζόνης.
9.2.12.4 ΕΛΑΤΤΩΣΗ ΟΥΔΟΥ ΑΓΩΓΙΜΟΤΗΤΑΣ ΜΥΟΚΑΡΔΙΑΚΟΥ ΙΣΤΟΥ
Τα γλυκοκορτικοειδή μπορούν να μειώσουν τον ουδό της αγωγιμότητας του μυοκαρδίου, γι’ αυτό και έχουν χρησιμοποιηθεί στην θεραπεία μερικών αρρυθμιών (Preston T et al, 1966).
9.2.12.5 ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΕΠΟΥΛΩΣΗΣ ΕΜΦΡΑΓΜΑΤΟΣ ΜΥΟΚΑΡΔΙΟΥ
Σε ασθενείς θεραπευόμενους με γλυκοκορτικοειδή για σύνδρομο Dressler έχει οδηγήσει σε σχηματισμό ανευρύσματος.
9.2.12.6 ΑΥΞΗΣΗ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑΣ ΕΝ ΤΩ ΒΑΘΕΙ ΦΛΕΒΙΚΩΝ ΘΡΟΜΒΩΣΕΩΝ
Έχει αναφερθεί σε λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων. Σχετίζεται άμεσα με την δόση των κορτικοειδών, αν και αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί (Smyllie HC and Connolly CK, 1968).
9.2.12.7 ΥΠΕΡΤΑΣΗ 'Η ΟΡΘΟΣΤΑΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΣΗ
Η υπέρταση είναι συχνή και η συνηθέστερη καρδιαγγειακή επιπλοκή των γλυκοκορτικοειδών. Η συχνότητα, η βαρύτητα, ο μηχανισμός και η σχέση της με την δόση ή/και την διάρκεια της θεραπείας με κορτικοειδή δεν έχει προσδιορισθεί. Είναι συχνότερη με τα γλυκοκορτικοειδή, λόγω της ισχυρότερης αλατοκορτικοειδούς δράσης που διαθέτουν, σε ασθενείς μεγάλης ηλικίας ή με προϋπάρχουσα υπέρταση και σπάνια σε ασθενείς που παίρνουν γλυκοκορτικοειδή κάθε 2η ημέρα.
Η πρεδνιζόνη, χορηγούμενη σε δόση >20 mg/24ωρο επί ένα χρόνο, δεν επηρεάζει σημαντικά την αρτηριακή πίεση, ενώ στο 40% των ασθματικών ασθενών σε δόση <15 mg ημερησίως προκαλεί δοσοεξαρτώμενη αύξηση της αρτηριακής πίεσης. Η αύξηση της αρτηριακής πίεσης από τα κορτικοειδή είναι μερικές φορές παροδική και συνήθως υποχωρεί με την διακοπή τους και σπάνια συνοδεύεται από επιπλοκές.
9.2.12.8 ΥΠΕΡΤΡΟΦΙΚΗ ΜΥΟΚΑΡΔΙΟΠΑΘΕΙΑ
Έχει αναφερθεί σε πρόωρα νεογνά θεραπευόμενα με γλυκοκορτικοειδή (π.χ. πρεδνιζολόνη).
9.2.12.9 ΑΛΛΕΣ
- Υπερχοληστεριναιμία, θρόμβωση, θρομβοεμβολικά επεισόδια, εμβολή από λίπος : Συνδέονται με την θεραπεία με κορτικοειδή, ιδιαίτερα με την κορτιζόνη.
- Βραδυκαρδία, στη διάρκεια ή μετά από την ΕΦ χορήγηση μεγάλων δόσεων νατριοηλεκτρικής μεθυλπρεδνιζολόνης
- Παλμοί, ταχυκαρδία (σπάνια)
9.2.13 ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
9.2.13.1 ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΕΜΜΗΝΗΣ ΡΥΣΗΣ
Οφείλονται στην αυξημένη έκκριση γλυκοκορτικοειδών από τα επινεφρίδια. Η πρεδνιζόνη σπάνια προκαλεί διαταραχές της εμμηνορρυσίας.
9.2.13.2 ΕΛΑΤΤΩΣΗ ΑΡΙΘΜΟΥ ΣΠΕΡΜΑΤΟΖΩΑΡΙΩΝ
Η πρεδνιζολόνη, χορηγούμενη σε άνδρες σε δόση 10 ή 30 mg ημερησίως επί 1 μήνα, δεν επηρεάζει τα επίπεδα των γοναδοτροπινών. Σε δόση 30 mg/24ωρο μπορεί να ελαττώσει την κινητικότητα και τον αριθμό των σπερματοζωαρίων, που αποκαθίσταται στο φυσιολογικό 6 μήνες μετά την διακοπή της.
9.2.14 ΑΛΛΕΣ
- Σύνδρομο απόσυρσης από τα κορτικοειδή, μη σχετιζόμενο με φλοιοεπινεφριδιακή ανεπάρκεια (ανορεξία, ναυτία και έμετοι, λήθαργος, κεφαλαλγία, πυρετός, αρθρικός πόνος, απολέπιση, μυαλγίες, απώλεια βάρους ή/και υπόταση), μετά από απότομη διακοπή των κορτικοειδών. Οι εκδηλώσεις αυτές αποδίδονται στην απότομη μεταβολή των συγκεντρώσεων των κορτικοειδών στο πλάσμα.
- Βράγχος φωνής, ξηροστομία και πονόλαιμος, από τα per os εισπνεόμενα γλυκοκορτικοειδή. Οι επιπλοκές αυτές έχουν αναφερθεί επίσης και με το έκδοχο του αερολύματος και μπορεί να περιορισθούν με έκπλυση του στόματος και κατάποση μετά την χρήση του αερολύματος.
- Θρομβοπενία, μετά από παρατεταμένη θεραπεία με μεγάλες δόσεις γλυκοκορτικοειδών
- Αναφυλακτικές αντιδράσεις, μετά από παρεντερική θεραπεία με γλυκοκορτικοειδή (σπάνια)
- Ελάττωση συγκεντρώσεων και, σπάνια, ανεπάρκεια ασκορβικού οξέος και βιταμίνης Α στον ορό
- Διόγκωση στόματος και γλώσσας (σπάνια)
- Συχνουρία, έπειξη για ούρηση και ενούρηση (σπάνια)
9.3 ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΕΠΙΣΚΛΗΡΙΔΙΩΝ ΕΓΧΥΣΕΩΝ
- Σύνδρομο Cushing και στεροειδική μυοπάθεια, μετά από επισκληρίδια έγχυση 60 mg τριαμσινολόνης
- Καταστολή των επιπέδων της κορτιζόλης στον ορό επί 2-12 εβδομάδες, ένδειξη συστηματικής απορρόφησης.
9.4 ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΕΝΔΟΦΛΕΒΙΩΝ ΩΣΕΩΝ ΜΕΘΥΛΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗΣ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : 16-24%.
ΤΥΠΟΙ :
Α) ΒΡΑΧΥΠΡΟΘΕΣΜΕΣ
1. ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ
- Σηψαιμία
- Πνευμονίτιδα
- Ουρολοιμώξεις
2. ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ (10%)
- Κατάθλιψη
- Κεφαλαλγίες
- Ευφορία
- Δυσαισθησία
- Ίλιγγος
- Σπασμοί
- Ψύχωση
- Οπτικές διαταραχές
- Διαταραχές του ύπνου
- Πανικός/φοβία
3. ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Δυσγευσία ή πικρή γεύση
- Ανορεξία
- Πεπτικό έλκος-επιπλοκές πεπτικού έλκους
- Παγκρεατίτιδα
4. ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ
- Δυσανεξία στην γλυκόζη με γλυκοζουρία (10%)
5. ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ-ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ
- Εξάνθημα
- Ερύθημα/κνίδωση
- Ακμή
6. ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Αύξηση διαστολικής αρτηριακής πίεσης
- Υπόταση
- Κατακράτηση υγρών
- Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
- Παλμοί/ταχυκαρδία
- Αιφνίδιος θάνατος
- Πνευμονική εμβολή
- Πνευμονικό οίδημα
- Καρδιαγγειακή ανεπάρκεια
- Εμφρακτο μυοκαρδίου
- Εκτακτοσυστολική αρρυθμία
- Κολπική μαρμαρυγή
- Βραδυκαρδία
- Αίσθημα παλμών
- Κοιλιακή αρρυθμία
- Ηλεκτροκαρδιογραφικές ανωμαλίες (A-B αποκλεισμός με ιδιοκοιλιακό ή διασταυρούμενο ρυθμό και ευρέα ή περίεργα συμπλέγματα QRS) (Stubbs and Morrell RM, 1973)
7. ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Βρογχόσπασμος (σε ασθενείς με βρογχικό άσθμα)
- Πνευμονίτιδα
8. ΑΛΛΕΣ
- Οξεία αναφυλαξία στη διάρκεια της έγχυσης (Freedman MD et al, 1981)
- ‘Εξαψη/διόγκωση προσώπου (50%) (Shipley ME et al, 1988)
- Κόπωση/κακουχία
- Υπερκαλιαιμία
- Θωρακικός πόνος (Shipley ME et al, 1988)
- Οξύ γλαύκωμα
- Παροδικές αρθραλγίες/μυαλγίες/ήπια υμενίτιδα (Bennett WM and Strong D, 1975)
- Μεταλλική γεύση, εκτακτοσυστολική αρρυθμία, έξαψη, αδυναμία, κακουχία, αρθραλγίες-αρθρίτιδα : Είναι παροδικές και χωρίς κλινική σημασία.
Β) ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΕΣ
- Πεπτικό έλκος
- Προσωπείο Cushing
- Καταρράκτης
- Οστεοπόρωση (;)
- Πορφύρα
- Ατροφία δέρματος
- Οστεονέκρωση.
9.4.1 ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Είναι σπάνιες. Έχουν αναφερθεί σε ασθενείς με συνυπάρχοντα καρδιαγγειακά νοσήματα ή σε ανοσοκατεσταλμένα άτομα, σαν αποτέλεσμα της υποκείμενης νόσου ή της ταυτόχρονης θεραπείας με άλλα φάρμακα.
Ο μηχανισμός των καρδιακών αρρυθμιών από τα κορτικοειδή είναι άγνωστος. Τα κορτικοειδή πιθανώς ευαισθητοποιούν το μυοκάρδιο στις δράσεις των κατεχολαμινών ή επηρεάζουν τα επίπεδά τους στον ορό (Noble EP et al, 1968).
9.4.2 ΥΠΕΡΚΑΛΙΑΙΜΙΑ
Οι ΕΦ ώσεις κορτικοειδών μπορεί να προκαλέσουν μικρή αύξηση του Κ + στον ορό και της αποβολής του από τα ούρα, πιθανώς λόγω άμεσης δράσης στην κυτταρική μεμβράνη, γι' αυτό και το Κ+ του ορού πρέπει να μετράται πριν από κάθε ώση.
9.4.3 ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Οξεία ψύχωση, συνήθως σε ασθενείς με ΣΕΛ (Wysenbeek AJ et al, 1990) και σπάνια με ΡΑ. Eίναι αναστρέψιμη και συνήθως διαρκεί λιγότερο από 2 εβδομάδες. Σε μερικές περιπτώσεις αποτελεί μέρος των εκδηλώσεων συστηματικού ερυθηματώδους λύκου.
- Ημιπληγία, σε ασθενείς με ΡΑ ή ΣΕΛ (Wysenbeek AJ et al, 1990)
- Επιληπτικές κρίσεις, σε λήπτες μεταμοσχευθέντων οργάνων ή σε ασθενείς με ΣΕΛ (Such-man AL et al, 1983)
- Οξύς λήθαργος, συγχυτική κατάσταση, σπασμοί. Τα κορτικοειδή, χορηγούμενα ενδοφλέβια σε μεγάλες δόσεις, μπορεί να αυξήσουν την περιεκτικότητα του εγκεφάλου σε ύδωρ και έτσι το βάρος του, πιθανώς λόγω αύξησης της αγγειακής διαπερατότητας (Cerilli J and Mil-ler JA, 1972)
- Ευφορία, αϋπνία, νευρικότητα (10%).
9.4.4 ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ
Σοβαρές ή θανατηφόρες λοιμώξεις είναι σπάνιες σε ασθενείς θεραπευόμενους με ενδοφλέβιες ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης. Έχουν αναφερθεί κυρίως σε λήπτες μεταμοσχευθέντων οργάνων θεραπευόμενους μακροχρόνια με αζαθειοπρίνη και ενδοφλέβιες ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης. Πάντως, οι ενδοφλέβιες ώσεις μεθυλπρεδνιζολόνης δεν εξασθενούν την φαγοκυττάρωση των βακτηριδίων ή την εξόντωσή τους από ανθρώπινα ουδετερόφιλα, in vitro. Οι λοιμώξεις είναι συχνότερες όταν η συνολική δόση της μεθυλπρεδνιζολόνης υπερβαίνει τα 5 gr (Nakajima N et al, 1977; Vincent F et al, 1980) και συχνά οφείλονται στην υποκείμενη νόσο, παρά στην θεραπεία με κορτικοειδή.
9.4.5 ΘΑΝΑΤΟΣ
Η συχνότητά του είναι πολύ μικρή. Έχει αναφερθεί 24 ώρες μετά την ώση, συχνότερα σε λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων, ΣΕΛ και νεφρική προσβολή ή περικαρδίτιδα (Bocanegra TS et al, 1981).
Σε 3 λήπτες μεταμοσχευθέντων οργάνων θεραπευόμενους με φουροσεμίδη που κατέληξαν κακώς η έγχυση είχε γίνει ταχύτατα (Stubbs SS and Morrell RM, 1973). Ακόμα, ένας ασθενής με ισχαιμική καρδιοπάθεια και ένας με αμυλοείδωση απεβίωσαν 6 εβδομάδες (Shipley ME et al, 1988), ενώ ένας άλλος, από μαζική γαστρορραγία, 10 μήνες μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας με ενδοφλέβιες ώσεις κορτικοειδών.
9.4.6 ΟΞΕΙΑ ΥΠΟΤΑΣΙΚΗ 'Η ΥΠΕΡΤΑΣΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΟ ΟΙΔΗΜΑ ΚΑΙ ΣΥΜΦΟΡΗΤΙΚΗ ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ
Μπορεί να οδηγήσουν στον θάνατο, λόγω απότομης μετακίνησης Κ+ και υγρών, εάν η έγχυση γίνει εντός ολίγων λεπτών.
9.4.7 ΚΑΤΑΚΡΑΤΗΣΗ ΥΓΡΩΝ
Εχει παρατηρηθεί συχνότερα σε λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων (Gray D et al, 1978b).
9.4.8 ΟΣΤΕΟΝΕΚΡΩΣΗ
Η συχνότητά της δεν φαίνεται να είναι αυξημένη. Έχουν αναφερθεί μερικά περιστατικά (Shi-pley ME et al, 1988; Jones JG, 1988), που όμως μπορεί να οφείλονταν στην υποκείμενη νόσο ή σε προηγηθείσα ενδαρθρική ή per os χορήγηση κορτιζόνης. Ακόμα, έχει αναφερθεί 6-11 μήνες μετά την θεραπεία με ώσεις (Liebling MR et al, 1981).
9.4.9 ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗ
Η θεραπεία με ενδοφλέβιες ώσεις κορτικοειδών δεν φαίνεται να συνοδεύεται βραχυπρόθεσμα από οστεοπόρωση (Bijlsma JWJ et al, 1988).
9.5 ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΕΝΔΑΡΘΡΙΚΩΝ ΕΓΧΥΣΕΩΝ - ΤΟΠΙΚΩΝ ΔΙΗΘΗΣΕΩΝ ΜΑΛΑΚΩΝ ΜΟΡΙΩΝ ΜΕ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ
Οι επιπλοκές από την τοπική χρήση των κορτικοειδών είναι περιορισμένες και συγκριτικά πολύ ηπιότερες των συστηματικά χορηγούμενων κορτικοειδών.
ΤΥΠΟΙ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΕΝΔΑΡΘΡΙΚΩΝ ΕΓΧΥΣΕΩΝ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΩΝ
1. ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΡΘΡΩΣΕΙΣ/ΠΑΡΑ-ΑΡΘΡΙΚΟΥΣ ΙΣΤΟΥΣ
- Αστάθεια άρθρωσης
- Οστεονέκρωση
- Εμφάνιση ή επιδείνωση οστικών διαβρώσεων
- Αρθροπάθεια τύπου Charcot
- Μετα-ενεσιακή υμενίτιδα
- Σηπτική αρθρίτιδα-θυλακίτιδα
- Ρήξη τενόντων-συνδέσμων
- Παρα-αρθρικές ασβεστώσεις
2. ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ
- Ατροφία δέρματος-υποδορίου
- Αποχρωματισμός δέρματος
- Νέκρωση λίπους
- Πορφύρα
- Υπερτρίχωση προσώπου
3. ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΕΣ
- Ψυχωσικές διαταραχές
- Ζάλη, κακουχία και παροδική αδυναμία του μέλους που έγινε η ένεση
- Φαρμακευτική υπερευαισθησία
- Ερύθημα προσώπου, αυχένα και κορμού
- Οστεοπενία/κατάγματα
- Έξαρση σακχαρώδους διαβήτη
- Αύξηση επιπέδων 17-διϋδροξυκορτικοστεροειδών
- Καταστολή επιπέδων κορτιζόλης στον ορό
- Μείωση επιπέδων σαλικυλικών στον ορό
- Σύνδρομο Cushing
- Οπίσθιος υποκάψιος καταρράκτης
9.5.1 ΤΟΠΙΚΕΣ ΣΗΠΤΙΚΕΣ ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ
9.5.1.1 ΙΑΤΡΟΓΕΝΗΣ ΣΗΠΤΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
Είναι δυνητικά σοβαρή, αλλά πολύ σπάνια, επιπλοκή της τοπικής θεραπείας με κορτικοειδή.
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Μία λοίμωξη/7.000 έως 2 λοιμώξεις/100.000 ενδαρθρικές εγχύσεις (Gray RG et al, 1981) με τοπική μόνο αντισηψία (χωρίς γάντια, μάσκες, τετράγωνα). Υπό άσηπτες συνθήκες, ποικίλλει από 1 κάθε 13.000 έως 50.000 ενέσεις (Gray RG, 1981).
Η μικρή αυτή συχνότητα της ιατρογενούς σηπτικής αρθρίτιδας μπορεί να οφείλεται μερικά στις βακτηριοστατικές ιδιότητες του εκδόχου του κορτικοειδούς ή στην προσθήκη της ξυλοκαίνης. Ο κίνδυνος της σηπτικής αρθρίτιδας πιθανώς αυξάνεται εάν προκληθεί τραυματική κάκωση των ιστών κατά την διάρκεια των χειρισμών της έγχυσης.
ΑΙΤΙΟΠΑΘΟΓΟΝΟΙ ΜΙΚΡΟΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ :
Χρυσίζων σταφυλόκοκκος : Οι παθογόνοι μικροοργανισμοί μπορεί να εισδύσουν απ' ευθείας στην αρθρική κοιλότητα μέσω της βελόνας της έγχυσης, αν και στις ιατρογενείς σηπτικές αρθρίτιδες απομονώνονται συνήθως χρυσίζοντες σταφυλόκοκκοι και όχι, όπως θα αναμενόταν, συμβιούντες μικροοργανισμοί του δέρματος. Γι' αυτό και υποστηρίζεται ότι η αρθροπαρακέντηση ή/και η έγχυση των κορτικοειδών μπορεί να ευαισθητοποιεί την άρθρωση σε αιματογενή επινέμηση από απομακρυσμένες, συχνά κλινικά αθόρυβες, δερματικές αλλοιώσεις (π.χ. δοθιήνωση, κυτταρίτιδα).
Gram (-) μικροοργανισμοί : Είναι ασυνήθιστα αίτια ιατρογενούς σηπτικής αρθρίτιδας. Απαντώνται συνήθως σε ασθενείς με προϋπάρχουσα λοιμογόνο εστία στο ουροποιητικό ή μετά από διαγνωστικές επεμβάσεις στο ουροποιογεννητικό σύστημα (κυστεοσκόπηση, παλίνδρομη πυελογραφία) ή ενδοκοιλιακή χειρουργική επέμβαση.
Μυκοβακτηρίδια-μύκητες (Hoffman GS et al, 1978). Ένας ασθενής ανέπτυξε ανώδυνη άτυπη μυκοβακτηριδιακή αρθρίτιδα μετά από ενδαρθρική έγχυση κορτικοειδούς, αν και η λοίμωξη μπορεί να προϋπήρχε της έγχυσης.
ΠΡΟΓΝΩΣΗ : Εξαρτάται από την δόση του κορτικοειδούς, την τοξικότητα και το είδος του μικροβίου, τους μηχανισμούς άμυνας του ξενιστή, την ταχύτητα της διάγνωσης και την κατάλληλη θεραπεία. Δυσμενείς προγνωστικοί παράγοντες είναι η μεγάλη ηλικία του ασθενούς, η βαριά, αναπηρική νόσος, συνυπάρχοντα κακοήθη νοσήματα και η ταυτόχρονη θεραπεία με ανοσοκατασταλτικά. Σε ασθενείς νεότερης ηλικίας, χωρίς σοβαρά συστηματικά νοσήματα, η πρόγνωση είναι γενικά καλή.
Σε κάθε ασθενή με αδιάγνωστη, επίμονη μονοαρθρίτιδα, ο φόβος του άγνωστου συνήθως είναι ανασταλτικός παράγοντας για την ενδαρθρική έγχυση κορτικοειδών, ιδιαίτερα όταν η πιθανότητα σηπτικής λοίμωξης δεν έχει αποκλεισθεί πλήρως με τον παρακλινικό έλεγχο. Πάντως, πολλές αρθρώσεις με σηπτική λοίμωξη που δέχθηκαν εγχύσεις κορτικοειδών δεν υπέστησαν σοβαρές βλάβες (Snyder DS and Unanue ER, 1982). Παρ΄όλ΄αυτά, οι εγχύσεις κορτικοειδών σε αρθρώσεις ύποπτες για σηπτική, φυματιώδη ή άλλη λοίμωξη πρέπει να αναβάλλονται μέχρις ότου αποδειχθεί η ακριβής φύση της αρθρίτιδας.
9.5.1.2 ΙΑΤΡΟΓΕΝΗΣ ΣΗΠΤΙΚΗ ΘΥΛΑΚΙΤΙΔΑ
Σηπτική θυλακίτιδα από χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο έχει παρατηρηθεί σε αυξημένη συχνότητα μετά από έγχυση κορτικοειδών στον θύλακο του ωλεκράνου (Canoso JJ and Sheckman PR, 1979), πιθανώς λόγω εξόδου ποσότητας κορτικοειδούς κατά την απόσυρση της βελόνας, όπως συνήθως συμβαίνει κατά τις εγχύσεις των κορτικοειδών σε θυλάκους, με αποτέλεσμα καθυστέρηση της επούλωσης της οπής της βελόνας μέσω της οποίας εισέδυσαν παθογόνοι μικροοργανισμοί.
9.5.2 ΡΗΞΗ ΤΕΝΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΔΕΣΜΩΝ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η ρήξη τενόντων και συνδέσμων από τα τοπικά χορηγούμενα κορτικοειδή είναι πολύ σπάνια επιπλοκή. Εχει παρατηρηθεί μετά από μία ή περισσότερες τοπικές ενέσεις κορτικοειδών, συχνότερα στους εκτείνοντες την πηχεοκαρπική, σε ασθενείς με ΡΑ, στον δικέφαλο βραχιόνιο ή τον rotator cuff του ώμου, σε ηλικιωμένους, και στον Αχίλλειο τένοντα, σε αθλητές.
Πάντως, η ρήξη των τενόντων από τα κορτικοειδή δεν μπορεί να διακριθεί από άλλα αίτια, δεδομένου ότι μπορεί να είναι αποτέλεσμα κάκωσης ή εκφυλιστικής ή φλεγμονώδους εξεργασίας, όπως π.χ. συχνά συμβαίνει στους εκτείνοντες τον καρπό σε ασθενείς με ΡΑ.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Σε υποπρωτεύοντα θηλαστικά, οι επιπτώσεις των κορτικοειδών στις βιομηχανικές ιδιότητες των παρα-αρθρικών σχηματισμών είναι αντικρουόμενες. Η έγχυση μεθυλπρεδνιζολόνης σε γόνατα πιθήκων μειώνει σημαντικά την ελαστικότητα του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου (Noyes FR et al, 1977), ενώ η άμεση διήθηση των συνδέσμων με 4 mg μεθυλπρεδνιζολόνης προκαλεί νέκρωση των ινοκυττάρων και μειώνει την ελαστικότητα. Τα ευρήματα αυτά στα ζώα μπορεί να μην απευθύνονται και στον άνθρωπο.
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ : Οι επανειλημμένες εγχύσεις κορτικοειδών μέσα στα ενδοτενόντια έλυτρα πρέπει να αποφεύγονται, ενώ παράλληλα η έγχυση μέσα στο έλυτρο του τένοντα να γίνεται προσεκτικά και να αποφεύγεται η βίαιη κένωση του κορτικοειδούς μέσα στην μάζα του τένοντα.
9.5.3 ΣΤΕΡΟΕΙΔΙΚΗ ΑΡΘΡΟΠΑΘΕΙΑ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Οι ενδαρθρικές εγχύσεις κορτικοειδών, ιδιαίτερα όταν γίνονται σε μεγάλη συχνότητα, μπορεί να προκαλέσουν ή και να επιδεινώσουν προϋπάρχουσες αρθρικές βλάβες (Peter JB, 1966; Bentley G and Goodfellow JW, 1969).
Πάντως, μια γυναίκα με ΡΑ που δέχθηκε 100 περίπου εγχύσεις κορτικοειδών στα γόνατα σε διάστημα 10 ετών δεν εμφάνισε ακτινολογικές αλλοιώσεις (Gray RG et al, 1981).
Μια άλλη με οστεοαρθρίτιδα των μεσοφαλαγγικών αρθρώσεων (Alarcon-Segovia D and Ward LE, 1966) που υποβλήθηκε σε 200 τουλάχιστον εγχύσεις κορτικοειδών (κυρίως υδροκορτιζόνης) σε διάστημα 7 ετών, ανέπτυξε σχετικά ανώδυνη απώλεια της κινητικότητας των αρθρώσεων και παραμορφώσεις αμέσως μετά την έναρξη της θεραπείας και, μετά από 5 χρόνια, σημαντικές διαβρωτικές αλλοιώσεις. Οι επανειλημμένες εγχύσεις κορτικοειδών μπορεί να συνέβαλαν στην καταστροφή των αρθρώσεων, αν και τα κλινικά και ακτινολογικά ευρήματα μπορεί να οφείλονταν στη φυσική εξέλιξη της πρωτοπαθούς διαβρωτικής οστεοαρθρίτιδας (Peter JB, 1966).
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η ελάττωση του πόνου από τα κορτικοειδή επιτρέπει την αυξημένη χρήση της άρθρωσης. Η έλλειψη πόνου και πιθανώς νευρικών υποδοχέων καθιστά τις πάσχουσες αρθρώσεις επιρρεπείς σε επανειλημμένες μικροκακώσεις και σε καταστρεπτικές αρθρικές αλλοιώσεις παρόμοιες με νευροαρθροπάθεια Charcot .
ΤΥΠΟΙ ΑΡΘΡΙΚΩΝ ΒΛΑΒΩΝ ΑΠΟ ΕΝΔΑΡΘΡΙΚΕΣ ΕΓΧΥΣΕΙΣ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΩΝ :
- Αστάθεια άρθρωσης
- Οστεονέκρωση
- Εμφάνιση ή επιδείνωση οστικών διαβρώσεων
- Στένωση μεσάρθριου διαστήματος μέχρι πλήρη καταστροφή της άρθρωσης τύπου Charcot
9.5.3.1 ΑΡΘΡΟΠΑΘΕΙΑ CHARCOT
Χαρακτηρίζεται από μεγάλη καταστροφή των χόνδρων και οστών της άρθρωσης μετά από επανειλημμένες ενδαρθρικές εγχύσεις κορτικοειδών. Παρατηρείται συνήθως στα ισχία και τα γόνατα και σπάνια στην άρθρωση του ώμου. Τυπικά, η άρθρωση, ενώ ακτινολογικά εμφανίζει εκτεταμένη καταστροφή, είναι ανώδυνη.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η προσωρινή καταστολή του πόνου από τα κορτικοειδή μπορεί να ενθαρρύνει την υποτροπιάζουσα κάκωση της άρθρωσης, οδηγώντας σε οστική καταστροφή και παράλληλα σε επιτάχυνση της εξέλιξης της αρθροπάθειας. Ακόμα, υπεύθυνες για την παθογένεση της αρθροπάθειας Charcot θεωρούνται κυρίως νευραγγειακές βλάβες, στις οποίες συμβάλλουν δευτεροπαθείς νευρο-τραυματικές καταστάσεις (Behrens F et al, 1975).
9.5.3.2 ΟΣΤΕΟΝΕΚΡΩΣΗ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Υπολογίζεται σε 79 αρθρώσεις/ 235.000 εγχύσεις κορτικοειδών. Η συχνότητα αυξάνεται όταν οι εγχύσεις γίνονται πολύ συχνά (λιγότερο από μια φορά τον μήνα), για μακρό χρονικό διάστημα και σε μεγάλες δόσεις.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ : Η οστεονέκρωση παρατηρείται κυρίως σε αρθρώσεις που σηκώνουν το βάρος του σώματος (ισχία, γόνατα). Συχνά συνυπάρχουν αιτιολογικοί παράγοντες, όπως συστηματική χορήγηση κορτικοειδών, αλκοολισμός, αιμοσφαιρινοπάθεια, δυσβαρική βλάβη και παγκρεατίτιδα.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η πιθανότητα βλαπτικής δράσης, όπως και γενικά ο μηχανισμός των αρθρικών βλαβών, των ενδαρθρικά χορηγούμενων κορτικοειδών στον αρθρικό χόνδρο δεν έχει πλήρως διευκρινισθεί. Συχνά, οι επιπτώσεις των ενδαρθρικών εγχύσεων των κορτικοειδών στις αρθρώσεις είναι δύσκολο να διακριθούν από την φυσική ιστορία των αρθροπαθειών για τις οποίες οι ενέσεις αυτές γίνονται.
Η αναλγητική δράση των ενδαρθρικά χορηγούμενων κορτικοειδών πιθανώς αμβλύνει το προστατευτικό αίσθημα του πόνου, επιτρέποντας την υπερβολική χρήση της άρθρωσης με συνεπακόλουθη κάκωση (Gray RG et al, 1981). Ακόμα, η οστεονέκρωση μπορεί να οφείλεται στη συστηματική δράση των κορτικοειδών ή σε άμεση δράση τους στον αρθρικό χόνδρο, όπως και σε χονδρόλυση κατά την διάρκεια φλεγμονωδών εξάρσεων
ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΩΝ ΣΤΟΝ ΑΡΘΡΙΚΟ ΧΟΝΔΡΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΖΩΩΝ :
In vitro : Τροποποιούν σημαντικά την μορφολογία, τον πολλαπλασιασμό και τις βιολογικές λειτουργίες των ινοβλαστών (αναστολή της σύνθεσης βλεννοπολυσακχαριδάσης, κολλαγόνου, DNA και RΝΑ), σε ιστικές καλλιέργειες (Nacht S and Garzon P, 1974; Harvey W et al, 1974).
Eνδαρθρικές εγχύσεις :
- Μειώνουν την ενσωμάτωση της γλυκίνης-Η, πιθανώς λόγω μείωσης της σύνθεσης πρωτεϊνών, και προκαλούν μόνιμες αλλοιώσεις
- Προκαλούν εκφύλιση του πυρήνα των χονδροκυττάρων και κύστεις (Moskowitz RW et al, 1970)
- Συνοδεύονται από αυλακώσεις και σχισμές και μειώνουν την ενσωμάτωση της εξοζαμίνης και την σύνθεση των πρωτεογλυκανών, πιθανώς λόγω μαζικής μείωσης της σύνθεσης των συστατικών της θεμέλιας ουσίας.
Οι επιπτώσεις αυτές των κορτικοειδών στον χόνδρο δεν έχουν παρατηρηθεί σε πρωτεύοντα θηλαστικά και σε ανθρώπινα in vitro συστήματα. Π.χ.
- Η μεθυλπρεδνιζολόνη, εγχεόμενη στα γόνατα πιθήκων, προκαλεί ελάχιστες εκφυλιστικές αλλοιώσεις στους μηριαίους κονδύλους (σχισμές του χόνδρου, μείωση του αριθμού των χονδροκυττάρων) (Gibson T et al, 1977).
- Η υδροκορτιζόνη δεν μειώνει την περιεκτικότητα του ανθρώπινου χόνδρου σε γαλακτοζαμίνη, γλυκοζαμίνη και υαλουρονικό οξύ, in vitro.
- Η εξακετονική τριαμσινολόνη παρεμποδίζει τον σχηματισμό οστεοφύτων μετά από χημικά προκληθείσα βλάβη του αρθρικού χόνδρου
- Τα κορτικοειδή αποτρέπουν τις αλλοιώσεις του χόνδρου και τον σχηματισμό οστεοφύτων σε σκύλους με οστεοαρθρίτιδα (Pelletier JP and Martel Pelletier J, 1989)
- Η δεξαμεθαζόνη, εγχεόμενη στα γόνατα κουνελιών, επιταχύνει τις εκφυλιστικές αλλοιώσεις, αλλά σε περιορισμένη έκταση, που όμως δεν επιδεινώνονται ακόμα και μετά από επανειλημμένες εγχύσεις.
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ : Οι ενδαρθρικές εγχύσεις κορτικοειδών, εάν γίνονται περιστασιακά, γενικά δεν συνοδεύονται από σοβαρές επιπλοκές. Εάν όμως γίνονται επανειλημμένα και σε συχνά χρονικά διαστήματα (εβδομάδων έως μηνών), μπορεί να επιταχύνουν προϋπάρχουσες εκφυλιστικές αλλοιώσεις του αρθρικού χόνδρου, των τενόντων και των συνδέσμων. Γι' αυτό και συνιστάται να γίνονται το πολύ μία φορά κάθε 1-3 μήνες σε μία δεδομένη άρθρωση και όχι επανειλημμένα, εάν είναι δυνατόν, ή μία απλή άρθρωση να μην παρακεντάται πάνω από 2-3 φορές ετησίως.
9.5.4 ΠΑΡΟΞΥΝΣΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑΣ (ΜΕΤΑ-ΕΝΕΣΙΑΚΗ ΕΞΑΡΣΗ)
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Εξαρτάται από την δόση και το είδος του σκευάσματος και την τεχνική της έγχυσης. Γενικά, παρατηρείται στο 1-10% των ασθενών που δέχονται ενδαρθρικές εγχύσεις κορτικοειδών.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Τα συμπτώματα εμφανίζονται λίγες ώρες μετά την έγχυση και διαρκούν συνήθως 24-48 ώρες. Εκδηλώνονται συνήθως με πόνο ή επιδείνωση του πόνου, αν προϋπήρχε, διόγκωση, και, μερικές φορές, μεγάλο ύδραρθρο. Η διόγκωση της άρθρωσης σε μερικούς ασθενείς είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη από τον πόνο.
Η υμενίτιδα συνήθως είναι ήπια και παροδική, αν και ενίοτε συνοδεύεται από μεγάλη λευκοκυττάρωση στο αρθρικό υγρό (100.000/ml) και χαμηλό πυρετό και διαρκεί πάνω από 72 ώρες, γι' αυτό και μπορεί να αποδοθεί σε σηπτική αρθρίτιδα και να αντιμετωπισθεί με αντιβιοτικά. Εάν είναι έντονη ή παρατεταμένη, πρέπει να γίνεται παρακέντηση της άρθρωσης για να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ιατρογενούς σηπτικής αρθρίτιδας.
Έξαρση της αρθρίτιδας προκαλούν συχνότερα η οξεική υδροκορτιζόνη και, λιγότερο συχνά, οι ακετονικοί εστέρες και, πιθανώς, άλλα σκευάσματα τριαμσινολόνης. Πάντως, η ενδαρθρική έγχυση μόνο του εκδόχου, χωρίς κορτικοειδές, μπορεί να προκαλέσει μετα-ενεσιακή υμενίτιδα σε συχνότητα παρόμοια με την παρατηρούμενη μετά από ενδαρθρική έγχυση ισοδύναμης ποσότητας εξακετονικής τριαμσινολόνης.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Τα ενδαρθρικά μικροκρυσταλλικά σκευάσματα κορτικοειδών έχουν ορισμένες ιδιότητες κοινές με τους κρυστάλλους του ουρικού μονονατρίου και του διϋδρικού πυροφωσφορικού ασβεστίου. Οι κρύσταλλοι αυτοί είναι σχετικά υδροδιαλυτοί, έχουν μέγεθος 0.5-20 μg και φαγοκυτταρώνονται άμεσα από μονοπύρηνα και πολυμορφοπύρηνα κύτταρα, γι' αυτό και οι μετα-ενεσιακές εξάρσεις μπορεί να αντιπροσωπεύουν πραγματική κρυσταλλογενή αρθρίτιδα.
Πρωτεολυτικά ένζυμα απελευθερούμενα στο πλούσιο σε ουδετερόφιλα εξίδρωμα της υμενίτιδας της προκαλούμενης από τα ενδαρθρικά χορηγούμενα κορτικοειδή μπορεί να έχουν βλαπτική δράση στον χόνδρο.
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ :
Σηπτική αρθρίτιδα : Εάν η καλλιέργεια του αρθρικού υγρού είναι αρνητική, όπως συμβαίνει στο 50% των περιπτώσεων πραγματικής σηπτικής αρθρίτιδας, η διάκριση γίνεται από την ένταση και την διάρκεια των κλινικών εκδηλώσεων : Η σηπτική αρθρίτιδα έχει εντονότερα συμπτώματα και διαρκεί πάνω από 72 ώρες, ενώ το αρθρικό υγρό αναπαράγεται ταχύτατα μετά την εκκενωτική παρακέντηση της άρθρωσης.
Ουρική-ψευδουρική αρθρίτιδα : Κρύσταλλοι κορτικοειδούς έχουν ανευρεθεί στο αρθρικό υγρό ένα ή περισσότερο μήνα μετά την ένεση (Kahn CB et al, 1970) και μπορεί να συγχυθούν με κρυστάλλους ουρικού μονονατρίου, πυροφωσφορικού ασβεστίου ή άλλα κρυσταλλικά συστατικά. Γι' αυτό και η διάγνωση της ουρικής ή ψευδουρικής αρθρίτιδας βασισμένη σε «θετικό» αρθρικό υγρό λίγο μετά από ενδαρθρική έγχυση κορτικοειδούς πρέπει να αντιμετωπίζεται με καχυποψία.
ΕΚΒΑΣΗ : Η μετα-ενεσιακή αρθρίτιδα συνήθως υποχωρεί αυτόματα. Εάν είναι έντονη ή επίμονη, μπορεί να γίνει παρακέντηση της άρθρωσης, αναρρόφηση του αρθρικού υγρού και έγχυση υδροδιαλυτού, βραχείας δράσης αυτή την φορά, σκευάσματος κορτικοειδούς (π. χ. υδροκορτιζόνης).
9.5.5 ΑΤΡΟΦΙΑ ΔΕΡΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΥΠΟΔΟΡΙΟΥ ΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΧΡΩΜΑΤΙΣΜΟΣ ΔΕΡΜΑΤΟΣ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η ατροφία του δέρματος και του υποδόριου ιστού μπορεί να παρατηρηθεί στην περιοχή της ένεσης και είναι ίσως η συχνότερη επιπλοκή των ενδαρθρικά χορηγούμενων κορτικοειδών. Στην άρθρωση του γόνατος παρατηρείται συχνότερα στο δέρμα της έξω, παρά της έσω, επιφάνειάς του. Σ’ έναν ασθενή, μετά από επανειλημμένες εγχύσεις κορτικοειδών στην άρθρωση του γόνατος, εμφανίσθηκαν γραμμικές, οφιοειδείς ραβδώσεις και αποχρωματισμός και ατροφία του δέρματος κατά μήκος της διαδρομής των αποχετευτικών λεμφοφόρων αγγείων (Gottlieb NL et al, 1978).
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Η ατροφία του δέρματος και του υποδόριου ιστού οφείλεται πιθανώς στην είσδυση των υπολειμμάτων του κορτικοειδούς που παραμένουν στον αυλό της βελόνας μέσα στα μαλακά μόρια κατά την απόσυρση της σύριγγας, είτε σε απ' ευθείας έκχυση του φαρμάκου μέσα στους ιστούς λόγω διεύρυνσης της οπής εισόδου της βελόνας κατά την διάρκεια των χειρισμών της έγχυσης.
ΕΚΒΑΣΗ : Οι ατροφικές αλλοιώσεις και οι μεταβολές της χρωστικής του δέρματος μπορεί να υποχωρήσουν αυτόματα εντός μερικών μηνών, αλλά σε μερικές περιπτώσεις η επούλωση παρατείνεται ή αναστέλλεται.
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ : Η ατροφία του δέρματος που ακολουθεί τις τοπικές εγχύσεις κορτικοειδών μπορεί να ελαχιστοποιηθεί εάν αποφεύγονται οι συχνές μετακινήσεις της βελόνας κατά την διάρκεια της έγχυσης και εκπλύνονται τα υπολείμματα του κορτικοειδούς από την βελόνα με μικρή ποσότητα προκαίνης ή λιδοκαίνης μετά την έγχυση του κορτικοειδούς.
9.5.6 ΤΟΠΙΚΗ ΝΕΚΡΩΣΗ ΛΙΠΟΥΣ
Εάν η έγχυση του κορτικοειδούς γίνει στους παρα-αρθρικούς μαλακούς ιστούς (Fitzgerald RH Jr, 1976).
9.5.7 ΚΑΚΩΣΗ ΝΕΥΡΩΝ
Μπορεί να συμβεί π.χ. στο μέσο νεύρο κατά την διάρκεια της έγχυσης κορτικοειδών στην πηχεοκαρπική.
9.5.8 ΠΕΡΙΑΡΘΡΙΚΕΣ ΑΣΒΕΣΤΩΣΕΙΣ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Η έγχυση κορτικοειδών σε διάφορες αρθρώσεις, όπως π.χ. στις μικρές αρθρώσεις των άκρων χειρών και του γόνατος, συχνά ακολουθείται από στικτές εναποθέσεις υδροξυαπατίτη στην αρθρική κάψα, τους τένοντες, τους συνδέσμους ή τον υποδόριο ιστό.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ : Οι περιαρθρικές ασβεστώσεις είναι όψιμη επιπλοκή και μπορεί να παρατηρηθούν 1-2 χρόνια μετά την έγχυση του κορτικοειδούς. Είναι ασυμπτωματικές και δεν έχουν κλινική σημασία, γιατί συνήθως εξαφανίζονται αυτόματα μετά από 2-3 χρόνια.
Σε παιδιά με ΡΑ έχουν παρατηρηθεί συχνότερα στα γόνατα, ιδιαίτερα στην υπερεπιγονατιδική λιπώδη μάζα, όπως και στον πάννο του υμένα, την αρθρική κάψα και τους συνδέσμους. Συνδέονται συνήθως με την ακετονική τριαμσινολόνη (Gilsanz V and Berstein BH, 1984) και λιγότερο με την διπροπιονική βηταμεθαζόνη.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ : Οι περιαρθρικές ασβεστώσεις αποδίδονται σε αύξηση της ενδαρθρικής πίεσης κατά την διάρκεια της έγχυσης του κορτικοειδούς, οπότε το κορτικοειδές διαχέεται στους περικάψιους ιστούς. Τα κορτικοειδή, ενιέμενα στον τένοντα της πτέρνας κουνελιών, προκαλούν νέκρωση των κολλαγόνων ινών και ασβέστωση των νεκρωτικών περιοχών στο σημείο της ένεσης, όπως και λέπτυνση του δέρματος και του υποδόριου λίπους, σε αρουραίους.
Εναποθέσεις κορτικοειδών παρόμοιες με κιμωλία ή οδοντόπαστα έχουν ανευρεθεί μετά από εγχύσεις κορτικοειδών σε τένοντες και αρθρώσεις (στον υμένα ή στον χόνδρο) κατά την διάρκεια χειρουργικών επεμβάσεων. Οι εναποθέσεις αυτές αποδίδονται σε κροκύδωση του εναιωρήματος του κορτικοειδούς λόγω πρόσμιξής του με τα συντηρητικά του τοπικού αναισθητικού.
9.5.9 ΕΝΔΑΡΘΡΙΚΟΙ ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΙ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΩΝ
Μικροκρύσταλλοι εστέρων κορτικοειδών μπορεί να ανευρεθούν στο αρθρικό υγρό ακόμα και 1 μήνα μετά από ενδαρθρικές εγχύσεις κορτικοειδών και να συγχυθούν με κρυστάλλους ουρικού μονονατρίου, πυροφωσφορικού ασβεστίου ή υδροξυαπατίτη (Schumacher HR et al, 1977).
Οι κρύσταλλοι οξεικής βηταμεθαζόνης έχουν ραβδοειδές σχήμα με αμβλέα άκρα και μήκος 10-20 μ και είναι ισχυρώς αρνητικά διπλοθλαστικοί. Η διάκριση τους από κρυστάλλους ουρικού μονονατρίου, με βάση τα μορφολογικά και διπλοθλαστικά χαρακτηριστικά τους, είναι δυνατή μόνο με εργαστηριακές μεθόδους (κατάποση ουρικάσης, διαθλαστικές ακτινολογικές μελέτες).
Οι κρύσταλλοι εξακετονικής τριαμσινολόνης είναι γενικά μεγαλύτεροι (μήκος 15-60 μ) από του ουρικού μονονατρίου, αλλ' έχουν παρόμοιες μορφολογικές και διαθλαστικές ιδιότητες μ' αυτούς.
Οι κρύσταλλοι TBA πρεδνιζολόνης μπορεί να εκληφθούν σαν κρύσταλλοι ουρικού μονονατρίου ή πυροφωσφορικού ασβεστίου, σαν τμήματα χόνδρου ή άλλα σωμάτια της άρθρωσης.
Άλλοτε, οι κρύσταλλοι των κορτικοειδών έχουν σχήμα κλαδιών δένδρου, μοιάζοντας με μυκητιασικά νημάτια ή σπόρους. Γι' αυτό και, πριν από την εξέταση των κρυστάλλων του αρθρικού υγρού, πρέπει να είναι γνωστό αν έχει προηγηθεί ενδαρθρική έγχυση κορτικοειδών και το είδος του σκευάσματος.
9.5.10 ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ
- Ψυχωσικές διαταραχές : Είναι πολύ σπάνιες. Ένας μόνο ασθενής ανέπτυξε οξεία κατάθλιψη μετά από ενδαρθρική έγχυση κορτικοειδούς που υποχώρησε γρήγορα και χωρίς καμιά θεραπεία.
- Ζάλη, κακουχία και παροδική αδυναμία του μέλους όπου έγινε η ένεση. Μερικές από τις εκδηλώσεις αυτές μπορεί να σχετίζονται με την συστηματική απορρόφηση του κορτικοειδούς ή του ταυτόχρονα χορηγούμενου τοπικού αναισθητικού (ξυλοκαίνης ή προκαίνης).
- Φαρμακευτική υπερευαισθησία στο υδαρές έκδοχο του κορτικοειδούς ή στον αναισθητικό παράγοντα. Είναι σπάνια επιπλοκή (Gray RG et al, 1981).
- Έντονο ερύθημα με θερμότητα στο πρόσωπο, τον αυχένα και τον κορμό, συνοδευόμενο ενίοτε από κεφαλαλγία, κακουχία, εφιδρώσεις και τρόμο. Εχει αναφερθεί σε ποσοστό μεγαλύτερο από 10% των ασθενών που κάνουν ενδαρθρικές εγχύσεις κορτικοειδών. Παρατηρείται μερικά λεπτά έως ώρες μετά την έγχυση του κορτικοειδούς και διαρκεί 1-2 ημέρες. Υποδύεται την νιτριτοειδή αντίδραση την παρατηρούμενη με τα άλατα του χρυσού, ιδιαίτερα τον θειομηλικό χρυσό. Εχει παρατηρηθεί συνήθως μετά από ενδαρθρικές εγχύσεις ακετονικής τριαμσινολόνης (Gottleib NL and Riskin WG, 1980) και σε συχνότητα παρόμοια με την αναφερόμενη με την συστηματικά χορηγούμενη τριαμσινολόνη. Τα συμπτώματα, μολονότι είναι παροδικά, μπορεί να είναι τόσο έντονα, ώστε να απαιτήσουν αλλαγή του σκευάσματος.
- Δερματικές αλλοιώσεις : Λέπτυνση του δέρματος και των υποδόριων ιστών, ιδιαίτερα των απομακρυσμένων άκρων, όπως και πορφύρα και υπερτρίχωση του προσώπου, μετά από επανειλημμένες ενδαρθρικές εγχύσεις κορτικοειδών.
- Οστεοπενία, με αυτόματα πολλαπλά κατάγματα, μετά από επανειλημμένες ενδαρθρικές εγχύσεις κορτικοειδών (Gray RG et al, 1981).
- Παροδική αύξηση των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα, σε διαβητικούς ασθενείς (Gray RG et al, 1981).
- Οπίσθιος υποκάψιος καταρράκτης, σε μεσήλικες ασθενείς, μετά από συχνές ενδαρθρικές εγχύσεις κορτικοειδών (Gray RG et al, 1981).
- Αύξηση επιπέδων 17-διϋδροξυκορτικοστεροειδών, μετά από ενδαρθρική έγχυση υδροκορτι-ζόνης.
- Καταστολή κορτιζόλης ορού επί 3-6 ημέρες και του άξονα (όπως έχει δειχθεί με την δοκιμασία της ινσουλινο-προκαλούμενης υπογλυκαιμίας), 48 ώρες μετά την ενδαρθρική έγχυση 80 mg οξεικής υδροκορτιζόνης (= 400 mg κορτιζόλης). Παρόμοια ελάττωση των επιπέδων της κορτιζόλης στο πλάσμα, ένδειξη καταστολής του άξονα, έχει παρατηρηθεί μετά από την ενδαρθρική έγχυση >50 mg ακετονικής τριαμσινολόνης. Σε δόση 25 mg, η ακετονική τριαμσινολόνη έχει ηπιότερη και παροδική δράση.
- Αλλεργικές αντιδράσεις, μετά από ενδαρθρικές ή τοπικές εγχύσεις κορτικοειδών :
- ► Αναφυλακτική καταπληξία (πτέρνισμα, αγγειοοίδημα, ταχυκαρδία και υπόταση), μετά από ενδαρθρική έγχυση οξεικής μεθυλπρεδνιζολόνης (Mace S et al, 1997)
- ► Υπόταση
- ► Κνίδωση, οφειλόμενη πιθανώς στην ταυτόχρονα χορηγούμενη προκαίνη ή στα έκδοχα του σκευάσματος του κορτικοειδούς
- ► Τοπική κνίδωση και οίδημα, στο σημείο της ενδαρθρικής ένεσης
- ► Γενικευμένη κνίδωση
- ► Βρογχόσπασμος και αγγειοοίδημα
- ► Εξάνθημα
Οι αλλεργικές αντιδράσεις μετά από την τοπική ή ενδαρθρική έγχυση των κορτικοειδών αποδίδονται στα εμπεριεχόμενα στα κορτικοειδή πρόσθετα ή έκδοχα, όπως π.χ. η υαλουρονιδάση και η προκαίνη.
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ : Αλλεργία ή αναφυλαξία μετά από ένεση κορτικοειδούς (ιδιαίτερα σε ασθματικούς ασθενείς) πρέπει να βάζει στη σκέψη το ενδεχόμενο υπερευαισθησίας από κορτικοειδή. Οι ασθενείς με αναφυλαξία στην παρεντερική υδροκορτιζόνη μπορούν, μετά την αποδρομή των αναφυλακτικών φαινομένων, να θεραπευθούν με πρεδνιζόνη per os.
9.5.11 ΠΑΡΟΔΙΚΗ ΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΕΔΩΝ ΤΩΝ ΣΑΛΙΚΥΛΙΚΩΝ ΣΤΟΝ ΟΡΟ
Εχει παρατηρηθεί σε ασθενείς με ΡΑ, πιθανώς λόγω αύξησης της σπειραματικής διήθησης των σαλικυλικών (Baer PA et al, 1987).
9.5.12 ΣΥΝΔΡΟΜΟ CUSHING
Εχει αναφερθεί σε μία γυναίκα με ΡΑ (Gray RG et al, 1981) μετά από επανειλημμένες τοπικές εγχύσεις κορτικοειδών.
9.5.13 ΔΡΕΠΑΝΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Εχει αναφερθεί σε 2 ασθενείς με ΡΑ και δρεπανοκυτταρική αναιμία, μετά από ενδαρθρικές εγχύσεις κορτικοειδών (Gladman DD and Bombardier C, 1987).
10. ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ
Εκδηλώσεις : Η εφάπαξ χορήγηση υπερβολικών δόσεων κορτικοειδών δεν αναμένεται να προκαλέσει οξέα συμπτώματα. Εκδηλώσεις υπερδοσολογίας αναμένονται συνήθως μετά από την επανειλημμένη χορήγηση υψηλών δόσεων κορτικοειδών.
Θεραπεία : Σε περιπτώσεις υπερδοσολογίας από τα κορτικοειδή πρέπει να διατηρείται επαρκής πρόσληψη υγρών και να ελέγχονται οι ηλεκτρολύτες του ορού και των ούρων και ιδιαίτερα η ισορροπία νατρίου και καλίου.
11. ΚΥΗΣΗ
Στα ζώα :
- Συγγενείς ανωμαλίες (σχισμή της υπερώας, ομφαλοκήλη, δισχιδές κρανίο, γενετικές και καρδιαγγειακές ανωμαλίες, ανωμαλίες μελών, καταρράκτης) (Claman HN, 1983). Πάντως, τα ζώα έχουν σημαντικές διακυμάνσεις στην τερατογόνο ανταπόκριση στα κορτικοειδή (Tuchmann-Duplessis H, 1975) και οι ποντικοί είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στην ανάπτυξη σχισμής της υπερώας (Sidhu RK, 1987).
- Αναστολή της ανάπτυξης (Claman HN, 1983)
- Εμβρυική νοσηρότητα και απώλεια, σε ποντικούς και αρουραίους (Taeusch H, 1975)
- Ελάττωση του βάρους του εμβρύου στη γέννηση, εάν χορηγηθούν στα τελευταία στάδια της κύησης, σε ποντικούς (Reinisch JM et al, 1978).
Στον άνθρωπο : Σε ετοιμόγεννες γυναίκες, και τα φυσικά και τα εξωγενώς χορηγούμενα συνθετικά γλυκοκορτικοειδή εισέρχονται στην εμβρυϊκή κυκλοφορία. Η 11-υδροξυγενάση, ένζυμο που υπάρχει στον πλακούντα, μεταβολίζει την πρεδνιζόνη πριν εισέλθει στην εμβρυϊκή κυκλοφορία, γι΄ αυτό και το έμβρυο εκτίθεται μόνο στο 10% της μητρικής δόσης (Blanford AT and Murphy BP, 1977). Αντίθετα, η δεξαμεθαζόνη και η βηταμεθαζόνη διέρχονται ευχερώς τον πλακούντα και εισέρχονται στο αίμα της μητέρας σε συγκεντρώσεις παρόμοιες με του εμβρύου (Rider LG et al, 1993).
Επομένως, εάν στόχος της θεραπείας με κορτικοειδή είναι η μητέρα, σκεύασμα εκλογής είναι η πρεδνιζόνη (ή πρεδνιζολόνη), ενώ η δεξαμεθαζόνη (ή βηταμεθαζόνη) είναι προτιμότερη σε περιπτώσεις που χρειάζεται θεραπεία το έμβρυο (π.χ. εμβρυϊκή μυοκαρδίτιδα, πρόληψη συνδρόμου αναπνευστικής ανεπάρκειας, ανωριμότητα πνεύμονα).
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΩΝ ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΗΣΗΣ
- Συγγενείς ανωμαλίες (σχισμή υπερώας, υδροκεφαλία, γαστρόχυση), σε βρέφη που εκτέθηκαν σε μεγάλες δόσεις κορτιζόνης στο πρώτο 3μηνο της κύησης
- Αυξημένη εμβρυϊκή απώλεια, σε γυναίκες θεραπευόμενες με μικρές δόσεις πρεδνιζόνης (ακόμα και <10 mg/24ωρο) (Warrell D and Taylor R, 1968)
- Πρόωρη ρήξη των μεμβρανών
- Ενδομήτρια αναστολή της ανάπτυξης, ιδιαίτερα σε βρέφη γυναικών που παίρνουν μεγάλες δόσεις κορτικοειδών στη διάρκεια του πρώτου 3μήνου της κύησης. Ακόμα και τα τοπικά χρησιμοποιούμενα κορτικοειδή στη διάρκεια της κύησης μπορεί να προκαλέσουν αναστολή της ανάπτυξης (Katz VL et al, 1990)
- Αυξημένη συχνότητα γέννησης λιποβαρών παιδιών, που εκτέθηκαν σε μικρές ή μεγάλες δόσεις γλυκοκορτικοειδών, in utero (Warrell D and Taylor R, 1968), αν και αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί (Smith KD et al, 1979)
- Σοβαρές επιπλοκές της εγκύου (υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης, οστεοπόρωση, άσηπτη νέκρωση) (Silver RK et al, 1993)
- Αυξημένος κίνδυνος λοιμώξεων και ανεπάρκειας των επινεφριδίων, σε βρέφη γυναικών θεραπευόμενων με κορτικοειδή ιδιαίτερα στα τελευταία στάδια της κύησης (Grajwer LA et al, 1977). Πάντως, τα κορτικοειδή δεν φαίνεται να προκαλούν κλινικά σημαντική καταστολή του άξονα ή σύνδρομο Cushing στα νεογνά (Schatz M et al, 1975), αν και μπορεί να προκαλέσουν ελάττωση της ανταποκρισιμότητας στην εξωγενώς χορηγούμενη ACTH (Ohrlan-der S et al, 1977)
- Πρόωροι τοκετοί
- Συγγενής υποκάψιος καταρράκτης, σ΄ένα παιδί που εκτέθηκε σε πρεδνιζόνη σ΄όλη την διάρκεια της κύησης (Kraus AM, 1975a)
- Λεμφοπενία και ελάττωση των επιπέδων των ανοσοσφαιρινών, σε βρέφη που εκτέθηκαν σε κορτικοειδή και αζαθειοπρίνη στη διάρκεια της κύησης (Cederqvist LL et al, 1977)
- Ανοσοκαταστολή, η οποία διήρκεσε 15 εβδομάδες μετά την γέννηση, σ΄ένα βρέφος που εκτέθηκε σε μεγάλες δόσεις πρεδνιζόνης και αζαθειοπρίνης, in utero (Cote CJ et al, 1974)
- Ανωριμότητα του εμβρύου, σε γυναίκες με ΣΕΛ (Grigor RR et al, 1977)
- Στένωση του βοτάλειου πόρου, σε 2 βρέφη 11 γυναικών με προδρομικό πλακούντα που θεραπεύθηκαν με 2 ενδομυικές δόσεις 12 mg δεξαμεθαζόνης με μεσοδιάστημα 24 ωρών (Wasserstrum N et al, 1989).
- Παραμορφώσεις, σε αυξημένη συχνότητα στα παιδιά ασθματικών γυναικών που έπαιρναν 2.5-30 mg πρεδνιζολόνης ημερησίως στη διάρκεια της κύησης (Warrell DW and Taylor R, 1968).
Η συχνότητα της σχισμής της υπερώας στα παιδιά που έχουν εκτεθεί σε κορτικοειδή στη διάρκεια της κύησης είναι ελαφρά μεγαλύτερη από μάρτυρες, αν και η διαφορά αυτή μπορεί να οφείλεται στον μικρό αριθμό παιδιών που έχουν μελετηθεί.
Η αναστολή της ανάπτυξης του εμβρύου είναι αμφιλεγόμενο κατά πόσον οφείλεται στα κορτικοειδή. Σ΄αυτήν μπορεί να συμβάλλουν και άλλοι παράγοντες, όπως ταυτόχρονα χορηγούμενα φάρμακα ή/και η υποκείμενη νόσος της μητέρας και πιθανώς η αναστολή της δραστηριότητας της ινσουλίνης στο έμβρυο. Εκτός από τις συγγενείς ανωμαλίες ή την απώλεια του εμβρύου είναι πολύ πιο δύσκολο να τεκμηριωθεί (Smith KD et al, 1979). Λόγω των μεγάλων διακυμάνσεων του φυσιολογικού βάρους του εμβρύου και της δυσκολίας στην ακριβή χρονολόγηση της κύησης, βρέφη με ήπια αναστολή της ανάπτυξης μπορούν να περιληφθούν στον μέσο όρο.
Κατ΄άλλους, η θεραπεία με πρεδνιζόνη σε δόση 10 mg ημερησίως τον 1ο ή 2ο μήνα (Smith KD et al, 1979) ή 8 mg (κατά μέσον όρο) ημερησίως σ' όλη την διάρκεια (Schatz M et al, 1975) της κύησης ή γενικά με κορτικοειδή σε κάποια φάση της εγκυμοσύνης, δεν συνοδεύεται από σημαντική αύξηση της νοσηρότητας, της θνητότητας ή της γέννησης παιδιών με συγγενείς ανωμαλίες ή πτωχή γενικά έκβαση της κύησης.
Σύμφωνα με την Επιτροπή Ασφάλειας Φαρμάκων του Ηνωμένου Βασιλείου (Committee on Safety of Medicines, 1998) δεν υπάρχει ένδειξη ότι τα κορτικοειδή προκαλούν συγγενείς ανωμαλίες σε αυξημένη συχνότητα. Η παρατεταμένη ή επανειλημμένη χορήγησή τους στη διάρκεια της κύησης αυξάνει τον κίνδυνο ενδομήτριας αναστολής της ανάπτυξης του εμβρύου, η οποία όμως δεν αποτελεί κίνδυνο σε βραχυχρόνια χορήγηση.
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΜΕ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ ΣΕ ΕΓΚΥΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΡΕΥΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
1) Καθημερινές εφάπαξ χαμηλές δόσεις (< 10 mg πρεδνιζόνης)
Ενδείξεις : Δόση συντήρησης (εάν είναι απαραίτητη για τον έλεγχο των συμπτωμάτων)
2) Μέτριες δόσεις κάθε 2η ημέρα (>10 mg πρεδνιζόνης)
Ενδείξεις :
- Ασυμπτωματικές εκδηλώσεις ήπιας έως μέτριας σε ένταση νόσου
- Θεραπεία συντήρησης
3) Καθημερινές εφάπαξ μέτριες έως μεγάλες δόσεις (το πρωί για να περιορισθεί ο κίνδυνος καταστολής των επινεφριδίων)
Ενδείξεις : Έλεγχος ενεργού νόσου
4) Διηρημένες καθημερινές δόσεις
Ενδείξεις : Ταχύς έλεγχος δραστηριότητας νόσου
5) Ώσεις κορτικοειδών σε μικρές δόσεις (π.χ. 100-200 mg μεθυλπρεδνιζολόνης Χ 2-5 η-μέρες)
6) Ενδοφλέβιες ώσεις με κορτικοειδή σε μεγάλες δόσεις (π.χ. 1.000 mg μεθυλπρεδνιζολόνης ημερησίως Χ 3 ημέρες)
Ενδείξεις : Σοβαρή-απειλητική για την ζωή ή την λειτουργία οργάνων νόσος
7) Ενδομυϊκά, μακράς δράσης, κορτικοειδή
Ενδείξεις : Εξάρσεις πολυαρθρίτιδας
8) Ενδαρθρικά κορτικοειδή μακράς δράσης
Ενδείξεις : Θεραπεία 1-2 ενεργών αρθρώσεων
ΣΗΜΕΙΩΣΗ :
- Στα παραπάνω θεραπευτικά σχήματα συνιστώνται βραχείας δράσης κορτικοειδή (π.χ. πρεδνιζόνη ή μεθυλπρεδνιζολόνη). Μακράς δράσης σκευάσματα (π.χ. βηταμεθαζόνη ή δεξαμεθαζόνη) χρησιμοποιούνται μόνο για την θεραπεία του εμβρύου
- Η χρήση των κορτικοειδών στη διάρκεια της κύησης σαν θεραπεία ρουτίνας δεν συνιστάται.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Στα ζώα, τα κορτικοειδή είναι βέβαιο ότι συνδέονται με εμβρυϊκές ανωμαλίες, ιδιαίτερα σχισμή της υπερώας.
Στον άνθρωπο, αν και συνδέονται με σποραδικές περιπτώσεις σχισμών της υπερώας, αναστολής της ανάπτυξης, καταρράκτη, καταστολής των επινεφριδίων και άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες σε παιδιά που εκτέθηκαν σε κορτικοειδή στη διάρκεια της κύησης, δεν φαίνεται να συνοδεύονται από αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης συγγενών εμβρυϊκών ανωμαλιών, γι' αυτό και μπορούν να χορηγηθούν στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η προεκλαμπτική τοξιναιμία, όπου μπορεί να επιδεινώσουν την κατακράτηση των υγρών και την υπέρταση.
Πάντως, οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας πρέπει να ενημερώνουν τον θεράποντα γιατρό τους εάν θελήσουν να τεκνοποιήσουν ή είναι ήδη έγκυες ενώ θεραπεύονται με κορτικοειδή και βρέφη που γεννήθηκαν από γυναίκες που έπαιρναν γλυκοκορτικοειδή στη διάρκεια της κύησης πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή για εκδηλώσεις φλοιοεπινεφριδιακής ανεπάρκειας.
12. ΓΑΛΟΥΧΙΑ
Τα κορτικοειδή απεκκρίνονται σε μικρές ποσότητες στο μητρικό γάλα. Π.χ. :
- Δύο ώρες μετά την χορήγηση 10 mg πρεδνιζόνης σε γυναίκες που θηλάζουν, οι συγκεντρώσεις της πρεδνιζόνης και της πρεδνιζολόνης στο μητρικό γάλα ανέρχονται σε 0.03 και 0.002 μg/ml, αντίστοιχα (Katz F and Duncan B, 1975).
- Μετά από την εφάπαξ χορήγηση 5 mg πρεδνιζολόνης, <0.23% του φαρμάκου απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα (Mc Kenzie SA et al, 1975).
- Σε γυναίκες θεραπευόμενες ακόμα και με 80 mg πρεδνιζολόνης ημερησίως, η ποσότητα του κορτικοειδούς η απεκκρινόμενη στο μητρικό γάλα αντιστοιχεί σε <10% της παραγόμενης ενδογενούς κορτιζόλης από τα γαλουχούμενα βρέφη (Ost L et al, 1985)
Σύμφωνα με μελέτες σε πειραματόζωα, τα κορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται με προσοχή στη διάρκεια της γαλουχίας, γιατί μπορεί να προκαλέσουν καθυστέρηση της ανάπτυξης του νεογνού, να παρέμβουν στην ενδογενή παραγωγή γλυκοκορτικοειδών ή να προκαλέσουν άλλες επιπλοκές στα βρέφη.
Κατ΄άλλους, ο θηλασμός είναι ασφαλής σε μητέρες που παίρνουν πρεδνιζόνη σε μικρές δόσεις (<20 mg/24ωρο) ή ακόμα και έως 100 mg ημερησίως (Platzker ACD et al, 1980). Μερικοί κλινικοί συνιστούν στις μητέρες που θεραπεύονται με πρεδνιζόνη σε δόσεις >20 mg ημερησίως να περιμένουν τουλάχιστον 4 ώρες πριν από τον θηλασμό (Ost L et al, 1985). Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την χρήση της δεξαμεθαζόνης ή της βηταμεθαζόνης στη διάρκεια της γαλουχίας.
ΣΥΣΤΑΣΗ : Φαίνεται ότι τα κορτικοειδή, στις μέτριες δόσεις που συνήθως χρησιμοποιούνται στη θεραπεία των ρευματικών νοσημάτων, είναι ασφαλή στη διάρκεια της γαλουχίας. Πάντως, επειδή δεν έχουν γίνει επαρκείς μελέτες στην αναπαραγωγή σε ανθρώπους θεραπευόμενους με κορτικοειδή, τα γλυκοκορτικοειδή συνιστώνται στη διάρκεια της γαλουχίας μόνον εφ΄όσον το όφελος υπερφαλαγγίζει τους δυνητικούς κινδύνους για το βρέφος.
13. ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΙ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΩΝ
1. Πόσο σοβαρή είναι η υποκείμενη νόσος ;
2. Πόσον καιρό υπολογίζεται ότι θα διαρκέσει η θεραπεία ;
3. Ποια είναι η πιθανή δόση του κορτικοειδούς που θα χορηγηθεί ;
4. Ο ασθενής έχει κάποια από τις παρακάτω παθήσεις που μπορεί να επιδεινωθεί σε επικίνδυνο βαθμό με τα κορτικοειδή ;
- Σακχαρώδης διαβήτης
- Οστεοπόρωση
- Γαστρικό έλκος, γαστρίτιδα ή οισοφαγίτιδα
- Φυματίωση ή άλλες χρόνιες λοιμώξεις
- Υπέρταση και καρδιαγγειακά νοσήματα
- Ψυχολογικά προβλήματα
5. Ποιο σκεύασμα κορτικοειδούς είναι το καλύτερο ;
6. Έχουν χρησιμοποιηθεί άλλοι τύποι θεραπείας με σκοπό :
- Την ελάττωση της δόσης των κορτικοειδών
- Την ελάττωση των ανεπιθύμητων ενεργειών των κορτικοειδών
7. Μπορεί να χορηγηθεί η κορτιζόνη κάθε 2η ημέρα ;
13.1 ΒΑΡΥΤΗΤΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΗΣ ΝΟΣΟΥ
Παράγοντες που συνήθως υπαγορεύουν την ανάγκη της θεραπείας με κορτιζόνη είναι η φύση, η δραστηριότητα και η βαρύτητα της υποκείμενης νόσου. Όσο σοβαρότερο είναι το υποκείμενο νόσημα, τόσο ταχύτερα πρέπει να αρχίσει η θεραπεία με κορτικοειδή. Μολονότι οι κίνδυνοι της χρόνιας θεραπείας με κορτικοειδή είναι γνωστοί, ρευματικά νοσήματα με σοβαρή πρόγνωση και δυνητικά θανατηφόρα εξέλιξη (π.χ. νεκρωτική αγγειίτιδα, έξαρση ΣΕΛ) δεν μπορούν να μείνουν χωρίς θεραπεία.
13.2 ΠΡΟΒΛΕΠΟΜΕΝΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ
Η βραχυχρόνια θεραπεία με κορτικοειδή (π.χ. επί 1-2 εβδομάδες) είναι απίθανο να συνοδευθεί από σοβαρές επιπλοκές, με εξαίρεση την οξεία ψύχωση, που μπορεί να εμφανισθεί λίγες ημέρες μετά την έναρξη της θεραπείας με μεγάλες δόσεις κορτικοειδών, ακόμα και σε ασθενείς χωρίς ιστορικό ψυχιατρικής νόσου.
13.3 ΔΟΣΗ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΟΥΣ
Πρωταρχικό μέλημα της κορτικοειδοθεραπείας, εάν βέβαια το επιτρέπει η κατάσταση του ασθενούς, είναι η χορήγηση της κορτιζόνης για το μικρότερο δυνατό χρονικό διάστημα και στη μικρότερη δυνατή δόση που μπορεί να ελέγξει ικανοποιητικά τις εκδηλώσεις της νόσου, ώστε να περιορισθούν οι επιπλοκές. Εάν υπάρχει υπολευκωματιναιμία, η δόση πρέπει να μειώνεται κατάλληλα.
Εάν τα κορτικοειδή χρησιμοποιούνται για την θεραπεία σοβαρής αγγειίτιδας, η δόση τους πρέπει να προσδιορίζεται μετά από αντικειμενική εκτίμηση της δραστηριότητας της νόσου. Στα συστηματικά νοσήματα (ΣΕΛ, πολυμυοσίτιδα, κροταφική αρτηρίτιδα), πρέπει να χορηγούνται αρχικά σε μεγάλες δόσεις και να μειώνονται γρήγορα στο χαμηλότερο δυνατό ύψος που ελέγχει ικανοποιητικά την νόσο. Αυτό είναι σχετικά εύκολο για την πολυμυοσίτιδα και την γιγαντοκυτταρική αρτηρίτιδα, αλλά συχνά πολύ πιο δύσκολο στον ΣΕΛ.
13.4 ΕΠΙΛΟΓΗ ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΟΣ
Σκευάσματα για τοπική χρήση : Πρέπει να χρησιμοποιούνται οποτεδήποτε είναι δυνατόν, δεδομένου ότι, εάν χορηγηθούν κατάλληλα, έχουν ελάχιστες επιπλοκές. Π.χ. τοπικά κορτικοειδή για δερματολογικά νοσήματα, υποκλυσμοί κορτικοειδών σε ασθενείς με ελκώδη πρωκτίτιδα, εισπνοές κορτικοειδών σε ασθενείς με βρογχικό άσθμα ή αλλεργική ρινίτιδα, ενδαρθρικές εγχύσεις κορτικοειδών, κ.ά.
Σκευάσματα βραχείας δράσης : Τα μακράς δράσης σκευάσματα πρέπει να αποφεύγονται εάν η δόση του κορτικοειδούς πρόκειται να μειωθεί μετά από λίγες ημέρες και γενικά γιατί προκαλούν παρατεταμένη καταστολή του άξονα. Από τα γλυκοκορτικοειδή, είναι προτιμότερα σκευάσματα χωρίς αλατοκορτικοειδείς ιδιότητες. Για ημέρα παρ΄ ημέρα χορήγηση συνιστώνται βραχείας δράσης σκευάσματα που γενικά δεν προκαλούν κατακράτηση νατρίου (π.χ. πρεδνιζόνη, πρεδνιζολόνη ή μεθυλπρεδνιζολόνη).
Σκευάσματα που αντενδείκνυνται για μακροχρόνια θεραπεία, λόγω της ισχυρής κατασταλτικής δράσης τους στον άξονα, είναι η βηταμεθαζόνη και η δεξαμεθαζόνη, όπως και η κορτιζόλη και η κορτιζόνη, λόγω των έντονων αλατοκορτικοειδών τους ιδιοτήτων. Στη θεραπεία των ρευματικών νοσημάτων χρησιμοποιούνται ευρέως η πρεδνιζόνη και πρεδνιζολόνη, per os, και η μεθυλπρεδνιζολόνη, σε ενδοφλέβιες ώσεις.
Ενδομυϊκά, μακράς δράσης, σκευάσματα : Δεν υπάρχει ένδειξη για την συστηματική χορήγησή τους, δεδομένου ότι :
- Η απορρόφηση και η βιοδιαθεσιμότητά τους δεν μπορεί να ρυθμισθεί με ακρίβεια
- Η διάρκεια της δράσης τους δεν μπορεί να εκτιμηθεί αξιόπιστα
- Η δόση τους δεν μπορεί να μειωθεί γρήγορα εάν προκύψει ανεπιθύμητη ενέργεια, όπως π.χ. στεροειδική ψύχωση, και
- Μπορεί να προκαλέσουν καταστολή του άξονα συχνότερα από παρόμοιες δόσεις του ίδιου γλυκοκορτικοειδούς χορηγούμενου per os.
13.5 ΠΡΟΗΓΗΘΕΙΣΑ ΑΓΩΓΗ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΔΟΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΙΠΛΟΚΩΝ ΤΩΝ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΩΝ
Τα κορτικοειδή δεν πρέπει να είναι το πρώτο φάρμακο στη θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Πρέπει πρώτα να χρησιμοποιούνται λιγότερο τοξικά φάρμακα (π.χ. ΜΣΑΦ) και, αν αυτά αποτύχουν, τότε να χορηγηθούν κορτικοειδή.
13.6 ΗΜΕΡΑ ΠΑΡ΄ΗΜΕΡΑ ΣΧΗΜΑ
Σε ασθενείς που χρειάζονται χρόνια κορτικοειδοθεραπεία, τα κορτικοειδή είναι προτιμότερο, αν το επιτρέπει η κατάσταση τους, να χορηγούνται κάθε 2η ημέρα, γιατί τότε μειώνεται η τοξικότητά τους.
14. ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΥΝΙΣΤΩΜΕΝΕΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΜΕ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ
- Ηλεκτροκαρδιογράφημα
- Μέτρηση αρτηριακής πίεσης
- Εκτίμηση ανοχής στη γλυκόζη
- Εκτίμηση της λειτουργίας του άξονα
- Απλές ακτινογραφίες θώρακα και σπονδυλικής στήλης
- Ακτινογραφίες του ανώτερου γαστρεντερικού (σε ασθενείς επιρρεπείς σε γαστρεντερικά νοσήματα, όπως και με γνωστή ή ύποπτη πεπτική ελκωτική νόσο)
- Μέτρηση της ενδοφθάλμιας πίεσης και εξέταση με σχισμοειδή λυχνία εάν η κορτικοειδοθεραπεία προβλέπεται να διαρκέσει πάνω από ένα μήνα.
15. ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΥΝΙΣΤΩΜΕΝΕΣ ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΜΕ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ
- Περιοδικές εκτιμήσεις του ύψους και του βάρους του ασθενούς
- Απλές ακτινογραφίες θώρακα και σπονδυλικής στήλης
- Έλεγχος αιμοποιητικού, ηλεκτρολυτών και ανοχής στη γλυκόζη
- Μέτρηση οφθαλμικής και αρτηριακής πίεσης
- Οφθαλμολογική εξέταση τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο ή, αν χρειάζεται, κάθε 2 μήνες σε ασθενείς, που παίρνουν μακροχρόνια κορτικοειδή συστηματικά, ιδιαίτερα εάν ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου.
16. ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ - ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ
16.1 ΝΕΟΓΝΑ
Η βενζυλική αλκοόλη που περιέχεται σε μερικά ενέσιμα εμπορικά σκευάσματα δεξαμεθαζόνης, υδροκορτιζόνης, μεθυλπρεδνιζολόνης, πρεδνιζολόνης και τριαμσινολόνης, σε μεγάλες δόσεις (π.χ. 100-400 mg/kg/24ωρο), μπορεί να αποβεί τοξική στα νεογνά. Γι΄αυτό και, σύμφωνα με τους κατασκευαστές, τα ενέσιμα σκευάσματα των γλυκοκορτικοειδών που περιέχουν βενζυλική αλκοόλη αντενδείκνυνται στα πρόωρα νεογνά. Πάντως, η Αμερικανική Παιδιατρική Ακαδημία επιτρέπει την χορήγηση ενέσιμων σκευασμάτων που περιέχουν μικρές ποσότητες βενζυλικής αλκοόλης στα νεογνά.
16.2 ΠΑΙΔΙΑ
Τα κορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται στην παιδική ή εφηβική ηλικία με μεγάλη περίσκεψη και εφ΄ όσον υπάρχει απόλυτη ένδειξη, δεδομένου ότι, χορηγούμενα μακροχρόνια και σε μεγάλες δόσεις, συνοδεύονται από πολλές και ποικίλες επιπλοκές, όπως και στους ενήλικες, και κυρίως από αναστολή της ανάπτυξης. Αναστολή της οστικής ανάπτυξης μπορεί να εμφανίσουν ακόμα και παιδιά με φυσιολογικό άξονα θεραπευόμενα με μικρές δόσεις γλυκοκορτικοειδών.
Πριν από την έναρξη της θεραπείας με κορτικοειδή, τα παιδιά πρέπει να ελέγχονται για λοιμώξεις, ψυχοκοινωνικά προβλήματα, πεπτικό έλκος, θρομβοεμβολικά επεισόδια, καταρράκτη και οστεοπόρωση. Στη διάρκεια της κορτικοειδοθεραπείας πρέπει να υποβάλλονται σε περιοδικούς ελέγχους του ύψους, του βάρους και της οφθαλμικής και της αρτηριακής πίεσης.
Σε παιδιά θεραπευόμενα μακροχρόνια με κορτικοειδή η ανάπτυξη πρέπει να παρακολουθείται με προσοχή και οι δυνητικές επιπτώσεις των κορτικοειδών στην ανάπτυξη να σταθμίζονται σε σχέση με τα κλινικά οφέλη και την δυνατότητα εναλλακτικής θεραπείας. Για να ελαχιστοποιηθούν οι δυνητικές δράσεις των γλυκοκορτικοειδών στην ανάπτυξη, η δόση τους πρέπει να τιτλοποιείται στο χαμηλότερο αποτελεσματικό ύψος και να χορηγείται για το μικρότερο δυνατό χρονικό διάστημα. Η χορήγηση των κορτικοειδών εφάπαξ κάθε 2η ημέρα μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο καταστολής του άξονα και της σωματικής ανάπτυξης και πρέπει να ακολουθείται οποτεδήποτε είναι δυνατόν.
16.3 ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΙ
Στους ηλικιωμένους, τα κορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται με προσοχή, γιατί μπορεί να προκαλέσουν κατακράτηση νατρίου, υπέρταση, οίδημα, διαβήτη, οστεοπόρωση, επιρρέπεια σε λοιμώξεις και λέπτυνση του δέρματος και να ενεργοποιήσουν λανθάνουσα φυματίωση.
16.4 ΚΥΗΣΗ
Το όφελος από την χρήση των κορτικοειδών στη διάρκεια της κύησης ή σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας πρέπει να σταθμίζεται σε σχέση με τους πιθανούς κινδύνους για την μητέρα και το έμβρυο ή το νεογνό.
16.5 ΓΑΛΟΥΧΙΑ
Πρέπει γενικά να αποφεύγεται σε γυναίκες θεραπευόμενες με φαρμακολογικές δόσεις κορτικοειδών.
16.6 ΕΜΒΟΛΙΑΣΜΟΙ
Τα κορτικοειδή αναστέλλουν την αυτοάνοση αντίδραση, γι΄αυτό και μπορούν να μειώσουν την απάντηση στις ανατοξίνες και στα εμβόλια που περιέχουν ζώντες ή αδρανοποιημένους μικροοργανισμούς. Ακόμα, μπορεί να ευνοήσουν τον πολλαπλασιασμό ορισμένων ζώντων μικροοργανισμών που περιέχονται σε αραιωμένα εμβόλια, ενώ, σε δόσεις μεγαλύτερες των κανονικών, να επιδεινώσουν τις νευρολογικές αντιδράσεις που προκαλούν ορισμένα εμβόλια.
Οι ασθενείς που θεραπεύονται με ανοσοκατασταλτικές δόσεις κορτικοειδών πρέπει να αποφεύγουν τους εμβολιασμούς με ζώντες ή με ζώντες, αλλ΄εξασθενημένους, ιούς, γι΄ αυτό και δεν πρέπει να εμβολιάζονται κατά της ευλογιάς. Η συνήθης χρήση εμβολίων ή ανατοξινών πρέπει γενικά να αναβάλλεται μέχρις ότου διακοπεί η κορτικοειδοθεραπεία. Εφ΄όσον οι εμβολιασμοί είναι απαραίτητοι σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή, μπορεί να χρειασθεί να γίνουν ορολογικές δοκιμασίες για να επιβεβαιωθεί η επάρκεια της ανοσοαπάντησης.
16.7 ΣΥΝΥΠΑΡΧΟΝΤΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ–ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΕΣ ΣΤΑ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ
ΠΡΟΥΠΑΡΧΟΝΤΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΤΑ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙ-ΟΥΝΤΑΙ ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ
- Μη ειδική ελκώδης κολίτιδα
- Εκκολπωματίτιδα
- Πρόσφατη εντερική αναστόμωση
- Ενεργό ή ασυμπτωματικό πεπτικό έλκος
- Νεφρική ανεπάρκεια
- Υπέρταση
- Σπασμοί
- Οστεοπόρωση
- Βαριά μυασθένεια
- Εμφρακτο μυοκαρδίου
- Υποπροθρομβιναιμία
- Κίρρωση
- Υποθυρεοειδισμός
- Λοιμώξεις
- Απλός οφθαλμικός έρπητας
- Ψυχιατρικές διαταραχές
16.7.1 ΒΑΡΙΑ ΜΥΑΣΘΕΝΕΙΑ
Τα γλυκοκορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε ασθενείς με βαριά μυασθένεια θεραπευόμενους με αντιχολινεστερασικά φάρμακα.
16.7.2 ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Τα κορτικοστεροειδή αντενδείκνυνται σε ασθενείς με πεπτικό έλκος, εκτός εάν πάσχουν από απειλητικές για την ζωή καταστάσεις.
Τα γλυκοκορτικοειδή πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με εκκολπωματίτιδα, μη ειδική ελκώδη κολίτιδα (εάν υπάρχει πιθανότητα επικείμενης διάτρησης, απόστημα ή άλλες πυογενείς λοιμώξεις) ή πρόσφατη εντερική αναστόμωση. Οι εκδηλώσεις περιτοναϊκού ερεθισμού μετά από γαστρεντερική διάτρηση μπορεί να είναι ελάχιστες ή να απουσιάζουν σε ασθενείς θεραπευόμενους με γλυκοκορτικοειδή.
16.7.3 ΕΜΦΡΑΚΤΟ ΜΥΟΚΑΡΔΙΟΥ
Σε ασθενείς με πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου, τα κορτικοειδή μπορεί να προκαλέσουν ρήξη του αριστερού κοιλιακού τοιχώματος, γι΄αυτό και πρέπει να χορηγούνται με εξαιρετική προσοχή.
16.7.4 ΘΡΟΜΒΟΕΜΒΟΛΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Η κορτιζόνη μπορεί, αν και σπάνια, να αυξήσει την πηκτικότητα του αίματος και να προκαλέσει ενδαγγειακή θρόμβωση, θρομβοεμβολικά επεισόδια και θρομβοφλεβίτιδα, γι΄αυτό και τα κορτικοειδή πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με θρομβοεμβολικά νοσήματα.
16.7.5 ΟΦΘΑΛΜΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Τα κορτικοειδή, χορηγούμενα μακροχρόνια, μπορεί να προκαλέσουν οπίσθιο υποκάψιο καταρράκτη και γλαύκωμα με πιθανή βλάβη του οπτικού νεύρου και να αυξήσουν την πιθανότητα εμφάνισης δευτεροπαθών ιογενών ή μυκητιασικών οφθαλμικών λοιμώξεων, γι΄αυτό και πιθανώς αντενδείκνυνται σε πάσχοντες από ενεργείς απλές ερπητικές οφθαλμικές λοιμώξεις. Τα per os χορηγούμενα γλυκοκορτικοειδή δεν συνιστώνται στη θεραπεία της οπτικής νευρίτιδας, γιατί μπορεί να αυξήσουν την συχνότητα των επεισοδίων.
16.7.6 ΠΟΡΦΥΡΙΑ
Τα κορτικοειδή ενοχοποιούνται για την πρόκληση επεισοδίων οξείας πορφυρίας.
16.7.7 ΥΠΟΘΥΡΕΟΕΙΔΙΣΜΟΣ - ΚΙΡΡΩΣΗ
Τα γλυκοκορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε ασθενείς με υποθυρεοειδισμό ή κίρρωση, δεδομένου ότι οι ασθενείς αυτοί συχνά εμφανίζουν αυξημένη ανταπόκριση τα φάρμακα αυτά.
16.7.8 ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Τα κορτικοειδή μπορεί να προκαλέσουν ψυχικές διαταραχές (ευφορία, αϋπνία, μεταβολές της διάθεσης και της προσωπικότητας και σοβαρή κατάθλιψη, έως πραγματικές ψυχωσικές εκδηλώσεις), αλλά και να επιδεινώσουν προϋπάρχουσα συναισθηματική αστάθεια, σοβαρή κατάθλιψη ή επιρρέπεια σε ψυχωσικές διαταραχές.
16.7.9 ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΑΛΛΕΡΓΙΑ
Τα παρεντερικά σκευάσματα των κορτικοειδών συνδέονται με αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις, γι΄αυτό και πρέπει να χορηγούνται με προσοχή, ιδιαίτερα σε ασθενείς με ιστορικό φαρμακευτικής αλλεργίας. Μερικές φορές η υπερευαισθησία στα παρεντερικά χορηγούμενα κορτικοειδή οφείλεται στα συντηρητικά (paraben) που περιέχονται στα ενέσιμα σκευάσματα.
Μερικά per os χορηγούμενα σκευάσματα μεθυλπρεδνιζολόνης, πρεδνιζολόνης και τριαμσινολόνης περιέχουν ταρτραζίνη, η οποία μπορεί να προκαλέσει αλλεργικές αντιδράσεις (π. χ. βρογχικό άσθμα) σε επιρρεπή άτομα, ιδιαίτερα ευαίσθητα στην ασπιρίνη. Μερικά άλλα σκευάσματα βηταμεθαζόνης, δεξαμεθαζόνης, υδροκορτιζόνης και πρεδνιζολόνης περιέχουν θειώδη άλατα, τα οποία συνδέονται με αλλεργικού τύπου αντιδράσεις, όπως αναφυλαξία και σοβαρές ή απειλητικές για την ζωή ασθματικές κρίσεις σε ορισμένα επιρρεπή άτομα, ιδιαίτερα με βρογχικό άσθμα.
16.7.10 ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ
Τα κορτικοειδή πρέπει να αποφεύγονται σε ασθενείς που πάσχουν από λοιμώξεις ή έχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης λοιμώξεων, δεδομένου ότι :
- Αυξάνουν την επιρρέπεια στην ανάπτυξη λοιμώξεων, περισσότερο από υγιή άτομα
- Μπορεί να αναζωπυρώσουν λανθάνουσες λοιμώξεις ή να επιδεινώσουν την κλινική διαδρομή ή την έκβαση των ενδογενών λοιμώξεων από διάφορους μικρο-οργανισμούς
- Μπορεί να συγκαλύψουν μερικές από τις εκδηλώσεις των λοιμώξεων, να ευνοήσουν την διασπορά του λοιμογόνου μικροοργανισμού και την ανάπτυξη νέων λοιμώξεων, όπως και να μειώσουν την αντίσταση και την δυνατότητα εντόπισης των λοιμώξεων.
Για τους παραπάνω λόγους, οι ασθενείς που θεραπεύονται με κορτικοειδή πρέπει να παρακολουθούνται για σημεία λοίμωξης. Εάν εμφανίσουν λοίμωξη, πρέπει να αρχίσουν εντατική αντιλοιμώδη αγωγή και να αποφεύγουν την απότομη διακοπή των κορτικοειδών (βλ. περισσότερα στο Κεφάλαιο ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΩΝ – ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ).
17. ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
- Τα κορτικοειδή δεν πρέπει να χορηγούνται σε εγκύους με προεκλαμψία, εκλαμψία ή ενδείξεις βλάβης του πλακούντα για να αποφευχθεί η ανάπτυξη υάλινης μεμβράνης στα πρόωρα νεογνά.
- Οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας που παίρνουν κορτικοειδή μπορεί να συλλάβουν ενώ χρησιμοποιούν ενδομήτρια σπειράματα, γι΄αυτό και τα κορτικοειδή, στις γυναίκες αυτές, πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή.
- Οι ρινικές σταγόνες κορτικοειδών πρέπει να χρησιμοποιούνται με φειδώ, γιατί έχει παρατηρηθεί σύνδρομο Cushing σε 2 παιδιά που έκαναν μακροχρόνια ρινικούς ψεκασμούς βηταμεθαζόνης (Findlay CA et al, 1998)
- Τα γλυκοκορτικοειδή, σε μέτριες ή μεγάλες δόσεις, μπορεί να προκαλέσουν κατακράτηση νατρίου και ύδατος με συνεπακόλουθο οίδημα, απώλεια καλίου, υποκαλιαιμική αλκάλωση και υπέρταση, όπως και συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια σε επιρρεπείς ασθενείς.
Οι αλατοκορτικοειδείς αυτές δράσεις εμφανίζονται συχνότερα σε ασθενείς θεραπευόμενους με μέτριες ή μεγάλες δόσεις υδροκορτιζόνης και κορτιζόνης, αλλά και συνθετικά γλυκοκορτικοειδή (εκτός από την φθοριοκορτιζόνη), ιδιαίτερα εάν χορηγούνται μακροχρόνια και σε μεγάλες δόσεις. Η βηταμεθαζόνη συνοδεύεται λιγότερο συχνά από τις επιπλοκές αυτές, εκτός εάν χορηγείται σε μεγάλες δόσεις.
- Σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτιζόνη ή υδροκορτιζόνη για τις φλεγμονώδεις ή ανοσοκατασταλτικές τους δράσεις, συνιστάται διαιτητικός περιορισμός του άλατος και συμπληρωματική χορήγηση καλίου. Οι ασθενείς που παίρνουν γλυκοκορτικοειδή με έντονες αλατοκορτικοειδείς ιδιότητες πρέπει να αναφέρουν στο γιατρό τους εάν εμφανίσουν οίδημα.
- Η μακροχρόνια εξωγενής χορήγηση κορτικοειδών μπορεί να προκαλέσει ανεπάρκεια του φλοιού των επινεφριδίων. Η δευτεροπαθής αυτή ανεπάρκεια μπορεί να ελαχιστοποιηθεί με την προοδευτική μείωση της δόσης του κορτικοειδούς και να επιμείνει αρκετούς μήνες μετά την διακοπή του.
- Οι ασθενείς που θεραπεύονται με κορτικοειδή μπορεί να χρειασθούν επιπρόσθετα αυξημένες δόσεις ταχέως δρώντων κορτικοειδών πριν, στη διάρκεια και μετά από ασυνήθιστους στρεσσογόνους παράγοντες.
- Η σωματική ανάπτυξη των βρεφών και των παιδιών που θεραπεύονται μακροχρόνια με κορτικοειδή πρέπει να παρακολουθείται με προσοχή.
- Τα γλυκοκορτικοειδή αντενδείκνυνται σε ασθενείς με γνωστή υπερευαισθησία στα κορτικοειδή. Η φθοριοκορτιζόνη αντενδείκνυται σ΄όλες τις καταστάσεις, εκτός από εκείνες που απαιτούν ισχυρή αλατοκορτικοειδή δράση.
- Πριν από κάθε χειρουργική επέμβαση οι ασθενείς πρέπει να ενημερώνουν τον γιατρό και τον οδοντίατρό τους ή τον αναισθησιολόγο ότι παίρνουν ή έχουν πάρει πρόσφατα (μέσα σε διάστημα 12 μηνών) κορτικοειδή. Πρέπει ακόμα να έχουν επάνω τους κάρτα όπου να αναγράφεται το νόσημα για το οποίο θεραπεύονται, το σκεύασμα και την δόση του κορτικοειδούς και το όνομα και το τηλέφωνο του θεράποντα γιατρού τους.
- Οι ασθενείς που παίρνουν γλυκοκορτικοειδή πρέπει να αναφέρουν στο γιατρό τους κάθε λοίμωξη ή εκδήλωση ενδεικτική λοίμωξης (π.χ. πυρετός, πόνος στο λαιμό, τους μυς ή στη διάρκεια της ούρησης) ή κακώσεις που μπορεί να εμφανίσουν στη διάρκεια της κορτικοειδοθεραπείας ή σε διάστημα 12 μηνών μετά την διακοπή της
- Τα κορτικοειδή, όταν χορηγούνται σε μεγάλες δόσεις, συνιστάται να λαμβάνονται μετά τα γεύματα και ταυτόχρονα με αντιόξινα στα ενδιάμεσα των γευμάτων, ώστε να προληφθεί η ανάπτυξη πεπτικού έλκους
- Ο χρόνος προθρομβίνης πρέπει να ελέγχεται τακτικά σε ασθενείς θεραπευόμενους με κορτικοειδή και ταυτόχρονα κουμαρινικά αντιπηκτικά, γιατί τα κορτικοειδή μπορεί να τροποποιήσουν την ανταπόκριση στα φάρμακα αυτά. Τα κορτικοειδή συνήθως αναστέλλουν, αν και ενίοτε επαυξάνουν, την ανταπόκριση στα κουμαρινικά αντιπηκτικά.
- Επειδή οι επιπλοκές της κορτικοειδοθεραπείας εξαρτώνται από την δόση του φαρμάκου και την διάρκεια της θεραπείας, σε κάθε περίπτωση πρέπει να σταθμίζεται η σχέση όφελους/κίνδυνο όσον αφορά την δόση και την διάρκεια της θεραπείας και την συχνότητα χορήγησης του φαρμάκου (καθημερινά ή κατά διαστήματα).
18. ΔΟΣΕΙΣ - ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ
Στη θεραπεία των οξέων νοσημάτων, τα γλυκοκορτικοειδή πρέπει να χορηγούνται σε δόση επαρκή, ώστε να εξασφαλισθεί ταχέως ο έλεγχος της νόσου, και να διακόπτονται το ταχύτερο δυνατόν. Τα οξέα νοσήματα ανταποκρίνονται ταχύτερα σε καθημερινές, διηρημένες δόσεις. Σε απειλητικές για την ζωή καταστάσεις οφειλόμενες σε φλοιοεπινεφριδιακή ανεπάρκεια, τα γλυκοκορτικοειδή μπορούν να χορηγηθούν σε οποιαδήποτε δόση χωρίς σοβαρές επιπλοκές, ακόμα και πριν η διάγνωση οριστικοποιηθεί.
Το δοσολογικό εύρος των γλυκοκορτικοειδών είναι εξαιρετικά μεγάλο, και η ανταπόκριση των ασθενών ποικίλλει σημαντικά. Η ποσότητα του κορτικοειδούς που πρέπει να χορηγηθεί σε κάθε περίπτωση εξατομικεύεται ανάλογα με την διάγνωση, την βαρύτητα, την πρόγνωση και την πιθανή διάρκεια της νόσου, την ανοχή και ανταπόκριση του ασθενούς. Μερικοί ασθενείς ανταποκρίνονται καλύτερα σε ένα γλυκοκορτικοειδές παρά σε άλλο, αλλά αυτό δεν μπορεί να προβλεφθεί.
Οι τύποι των δόσεων που γενικά χρησιμοποιούνται στα διάφορα νοσήματα είναι :
α) Φυσιολογικές ή δόσεις αντικατάστασης (δηλ. η ποσότητα του γλυκοκορτικοειδούς που εκκρίνεται φυσιολογικά από τον φλοιό των επινεφριδίων καθημερινά - περίπου 20 mg υδροκορτιζόνης)
β) Φαρμακολογικές (κάθε δόση μεγαλύτερη από την φυσιολογική), οι οποίες περιλαμβάνουν:
- Δόσεις συντήρησης ή χαμηλές (δόσεις ελαφρά μεγαλύτερες από τα φυσιολογικά ποσά, π.χ. 5-15 mg πρεδνιζόνης ημερησίως)
- Μέτριες (περίπου 0.5 mg πρεδνιζόνης/kg/24ωρο)
- Υψηλές (περίπου 1-3 mg πρεδνιζόνης/kg/24ωρο) και
- Μαζικές (περίπου 15-30 mg πρεδνιζόνης/kg/24ωρο).
ΠΙΝΑΚΑΣ 26
ΙΣΟΔΥΝΑΜΙΑ ΔΟΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΟΜΑ
ΧΟΡΗΓΟΥΜΕΝΩΝ ΓΛΥΚΟΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΩΝ
Σκεύασμα |
Ισοδύναμες δόσεις (σε mg) |
Κορτιζόνη |
25 |
Υδροκορτιζόνη |
20 |
Πρεδνιζολόνη |
5 |
Πρεδνιζόνη |
5 |
Μεθυλπρεδνιζολόνη |
4 |
Τριαμσινολόνη |
4 |
Δεξαμεθαζόνη |
0.750 |
Βηταμεθαζόνη |
0.6 |
ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Οι δόσεις των σκευασμάτων του ΠΙΝΑΚΑ 26 είναι γενικά ισοδύναμες κατά προσέγγιση και μπορεί να μην απευθύνονται σε όλες τις νόσους ή τις οδούς χορήγησης (ιδιαίτερα εισπνοές per os, ΙΜ ή ενδαρθρικές εγχύσεις).
Η μακροχρόνια θεραπεία με γλυκοκορτικοειδή δεν πρέπει να αρχίζει χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι κίνδυνοί της. Άλλα, λιγότερο τοξικά, φάρμακα πρέπει να χρησιμοποιούνται οποτεδήποτε είναι δυνατόν πριν χορηγηθούν κορτικοειδή. Εάν τα γλυκοκορτικοειδή είναι οπωσδήποτε απαραίτητα, πρέπει να χορηγούνται στη μικρότερη δυνατή δόση και μόνο σαν εναλλα-
κτική λύση σε άλλες θεραπείες. Επειδή η μακροχρόνια συστηματική θεραπεία με γλυκοκορτικοειδή μπορεί να συνοδευθεί από σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες, η δόση των κορτικοειδών πρέπει να εξατομικεύεται, ώστε η μικρότερη ποσότητα που προκαλεί ικανοποιητική ανταπόκριση να χορηγείται για το μικρότερο δυνατό χρονικό διάστημα.
Στη διάρκεια της κορτικοειδοθεραπείας, οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται συνεχώς για σημεία που μπορεί να επιτρέψουν τροποποίηση της δόσης των κορτικοειδών, όπως υφέσεις και εξάρσεις της νόσου και stress (χειρουργικές, επεμβάσεις, λοίμωξη, τραύμα). Κατά διαστήματα, όποτε το επιτρέπει η κατάσταση του ασθενούς, πρέπει να επιχειρείται μείωση, ή, προτιμότερο, οριστική διακοπή των κορτικοειδών.
ΤΡΟΠΟΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ - ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΩΝ ΣΤΑ ΡΕΥΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ/ΕΞΩΑΡΘΡΙΚΟ ΡΕΥΜΑΤΙΣΜΟ
1. ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ PER OS
- Καθημερινή χορήγηση μικρών δόσεων (έως 15 mg)
- Καθημερινή χορήγηση μεγάλων δόσεων (>15 mg)
- Χορήγηση κάθε 2η ημέρα (ημέρα παρ’ ημέρα σχήμα)
2. ΠΑΡΕΝΤΕΡΙΚΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ
- Ενδοφλέβιες ώσεις
- Ενδομυϊκή χορήγηση
3. ΤΟΠΙΚΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ (ΕΝΔΑΡΘΡΙΚΕΣ ΕΓΧΥΣΕΙΣ-ΔΙΗΘΗΣΕΙΣ ΜΑΛΑΚΩΝ ΜΟΡΙΩΝ)
4. ΕΠΙΣΚΛΗΡΙΔΙΕΣ ΕΓΧΥΣΕΙΣ
18.1 ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΟΜΑ
18.1.1 ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΧΑΜΗΛΩΝ ΔΟΣΕΩΝ
Συνίσταται στη χορήγηση πρεδνιζόνης κάθε πρωί σε δόση <15 mg.
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Νοσήματα μη ελεγχόμενα με λιγότερο τοξικές θεραπείες, δηλ. που έχουν ακόμα δραστηριότητα, αλλ’ οι οξείες εκδηλώσεις τους έχουν κατασταλεί με μεγάλες δόσεις κορτικοειδών per os ή σε ώσεις. Μ’ αυτό τον τρόπο η νόσος δεν καταστέλλεται πλήρως, αλλά η διαδικασία και δραστηριότητά της διατηρείται σε λανθάνουσα ή υποκλινική κατάσταση.
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΜΕ ΜΙΚΡΕΣ ΔΟΣΕΙΣ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΩΝ PER OS
- Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (προσβολή νεφρού και ΚΝΣ, αρθραλγίες/αρθρίτιδα)
- Ρευματική πολυμυαλγία
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Νεανική ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Οξεία πολυαρθρίτιδα ηλικιωμένων
- Ψωριασική αρθρίτιδα.
ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ :
- Έχει γενικά ηπιότερες επιπλοκές, ιδίως όταν η δόση των κορτικοειδών δεν υπερβαίνει τα 5 mg ημερησίως. Προσωπείο Cushing, πρόσληψη βάρους, τριχόπτωση και διαταραχή της ανοχής της γλυκόζης είναι λιγότερο συχνά και ηπιότερα.
- Συνοδεύεται από πολύ μικρότερο κίνδυνο οστεοπόρωσης και οστεοπορωτικών καταγμάτων, αν και μερικοί ασθενείς εμφανίζουν ασυμπτωματικά σπονδυλικά κατάγματα στη διάρκεια της θεραπείας ακόμα και με μικρές δόσεις κορτικοειδών (<5 mg/24ωρο).
- Δεν συνοδεύεται πιθανώς από αυξημένο κίνδυνο πεπτικής ελκωτικής νόσου.
- Δεν καταστέλλει σημαντικά τον άξονα, ιδιαίτερα όταν η δόση της πρεδνιζόνης δεν υπερβαίνει τα 5 mg/24ωρο. Ασθενείς με αρθρίτιδα ή άσθμα που έπαιρναν καθημερινά έως 15 mg πρεδνιζόνης επί 19 χρόνια, δεν εμφάνισαν πλήρη καταστολή των επινεφριδίων, αν και μερικοί είχαν ελάττωση της απάντησης της κορτιζόλης του ορού στην ACTH (Klinefelter HF et al, 1979).
Σε ασθενείς με ΨΑ ή ΡΑ, η πρεδνιζόνη, χορηγούμενη καθημερινά σε δόση 5-10 mg και για διάστημα έως 40 μηνών, δεν καταστέλλει τον άξονα, όπως έχει δειχθεί με την δοκιμασία της ινσουλινο-προκαλούμενης υπογλυκαιμίας (Myles AB et al, 1976).
18.1.2 ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΜΕΓΑΛΩΝ ΔΟΣΕΩΝ
Εξ ορισμού, καθημερινή θεραπεία με μεγάλες δόσεις κορτικοειδών σημαίνει την χορήγηση πρεδνιζόνης (ή άλλου ισοδύναμου σκευάσματος) σε δόση >15 mg ημερησίως.
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΜΕ ΜΕΓΑΛΕΣ ΔΟΣΕΙΣ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΩΝ PER OS (40-60 mg/24ω-ρο) :
- Δερματομυοσίτιδα/πολυμυοσίτιδα
- Νεφρικός ή εγκεφαλικός λύκος
- Οζώδης πολυαρτηρίτιδα
- Κροταφική αρτηρίτιδα
- Ουρική αρθρίτιδα
- Ηωσινοφιλική περιτονιίτιδα
Η καθημερινή χορήγηση μεγάλων δόσεων κορτικοειδών τροποποιεί την κλινική και εργαστηριακή δραστηριότητα της νόσου. Π.χ. οι περισσότεροι ασθενείς με δερματομυοσίτιδα/ πολυμυοσίτιδα έχουν αύξηση της μυϊκής ισχύος και ελάττωση των μυϊκών ενζύμων.
ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ : Σε ρευματικά νοσήματα χαρακτηριζόμενα από έντονη, ταχέως εξελισσόμενη φλεγμονώδη ή αυτοάνοση διαδικασία, τα κορτικοειδή αρχικά πρέπει να χορηγούνται καθημερινά κάθε 6-8, και όχι κάθε 24 ή 48, ώρες, π.χ. Στην κροταφική αρτηρίτιδα, η πρεδνιζόνη, σε δόση 15 mg/8ωρο, μετά από ένα μήνα καταστέλλει πλήρως την νόσο στο 90%, σε μία εφάπαξ δόση 45 mg κάθε πρωί, στο 80%, και σε δόση 90 mg κάθε 2η ημέρα, στο 30% των ασθενών. Στη συνέχεια, εφ’ όσον η νόσος τεθεί υπό ικανοποιητικό έλεγχο, η συνολική ημερήσια ποσότητα του κορτικοειδούς μπορεί να χορηγηθεί σε μίαν εφάπαξ δόση.
Η εφάπαξ δόση του κορτικοειδούς είναι προτιμότερο να χορηγείται τις πρωινές ώρες, γιατί τότε εκκρίνεται φυσιολογικά το μεγαλύτερο μέρος της ενδογενούς κορτιζόλης, κι’ έτσι η εξωγενώς χορηγούμενη κορτιζόνη μιμείται περισσότερο τον φυσιολογικό ημερήσιο κύκλο της κορτιζόλης στον οποίο οι ιστοί είναι περισσότερο εξοικειωμένοι. Η θεραπεία με μεγάλες δόσεις κορτιζόνης πρέπει να συνεχίζεται όσο διάστημα η νόσος έχει έκδηλη δραστηριότητα.
Τα γλυκοκορτικοειδή, χορηγούμενα βραχυχρόνια και σε μεγάλες δόσεις, μπορούν να μειωθούν και να διακοπούν αρκετά γρήγορα. Εάν όμως έχουν χορηγηθεί μακροχρόνια σε φαρμακολογικές δόσεις, πρέπει να διακόπτονται με πολύ βραδύ ρυθμό μέχρις ότου αποκατασταθεί η λειτουργία του άξονα.
Σε οξείες αλλεργικές καταστάσεις, τα γλυκοκορτικοειδή μπορεί να χορηγηθούν για μικρό χρονικό διάστημα (π.χ. επί 6-7 ημέρες), αρχικά σε μεγάλες δόσεις (π.χ. 30 mg πρεδνιζόνης σε διηρημένες δόσεις το πρώτο 24ωρο), που αργότερα μειώνονται προοδευτικά σε διάστημα αρκετών ημερών (π.χ. κατά 5 mg πρεδνιζόνης/24ωρο).
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ :
- Καταστολή του άξονα, όταν η κορτιζόνη χορηγείται σε μεγάλες δόσεις πάνω από μίαν εβδομάδα
- Αυξημένη επιρρέπεια σε λοιμώξεις και άλλες επιπλοκές, όταν η πρεδνιζόνη χορηγείται μακροχρόνια σε δόση >20 mg.
- Ελάττωση ή εξαφάνιση της δερματικής επιβραδυνόμενου τύπου υπερευαισθησίας.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ :
- Παροδική αύξηση των ουδετεροφίλων, που επιστρέφουν σε φυσιολογικά επίπεδα την επόμενη ημέρα, σε ασθενείς που παίρνουν 60 mg πρεδνιζόνης/24ωρο.
- Ελάττωση της δερματικής φλεγμονώδους απάντησης και παράταση του t(1/2) των ουδετεροφίλων στο περιφερικό αίμα. Η παράταση του t(1/2) των ουδετεροφίλων έχει άμεση σχέση με την δόση της πρεδνιζόνης. Η ελάττωση της απάντησης των ουδετεροφίλων είναι μεγαλύτερη όταν η συνολική δόση της πρεδνιζόνης χορηγείται σε διηρημένες ημερήσιες δόσεις, παρά σε μία καθημερινή δόση.
- Λεμφοπενία (Brahim F, 1978) και μονοκυτταροπενία (Axelrod L, 1976), που αποκαθίστανται 24 ώρες μετά από κάθε δόση, σε ασθενείς θεραπευόμενους μακροχρόνια με κορτικοειδή.
- Καταστολή ορισμένων κυτταρομεταβιβαζόμενων λεμφοκυτταρικών λειτουργιών, σε πειραματόζωα που παίρνουν μακροχρόνια κορτικοειδή.
18.1.3 ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΚΑΘΕ ΔΕΥΤΕΡΗ ΗΜΕΡΑ (ΗΜΕΡΑ ΠΑΡ΄ΗΜΕΡΑ ΣΧΗΜΑ)
Συνίσταται στην χορήγηση ενός βραχείας δράσης γλυκοκορτικοειδούς με ήπιες αλατοκορτικοειδείς ιδιότητες (όπως π.χ. πρεδνιζόνη, πρεδνιζολόνη ή μεθυλπρεδνιζολόνη) σε μίαν εφάπαξ δόση κάθε 48 ώρες. Το κορτικοειδές χορηγείται περίπου στις 8.00 το πρωί για να μιμηθεί τον φυσιολογικό κιρκαδικό ρυθμό έκκρισης των κορτικοειδών, που είναι υψηλός το πρωί και χαμηλός το απόγευμα.
Με τον τρόπο αυτό επιχειρείται περιορισμός της τοξικότητας των γλυκοκορτικοειδών, ενώ ταυτόχρονα διατηρείται η θεραπευτική τους αποτελεσματικότητα. Με την χορήγηση των κορτικοειδών κάθε 2η ημέρα, η βιοδιαθεσιμότητα και η λειτουργία των κυττάρων καταστέλλεται περιοδικά, παρεμποδίζοντας την πλήρη επέκταση της νόσου. Στα ρευματικά νοσήματα το σχήμα αυτό δεν χρησιμοποιείται για να προκαλέσει ύφεση, αλλά για να διατηρήσει τον έλεγχο, της νόσου.
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Η χορήγηση των κορτικοειδών κάθε 2η ημέρα είναι το δοσολ&omicro