Ινφλιξιμάμπη (Remicade)
H ινφλιξιμάμπη είναι ένα χειμερικό IgG1κ μονοκλωνικό αντίσωμα μοριακού βάρους περίπου 149,100 daltons, παραγόμενο από ανασυνδυασμένες καλλιέργειες κυττάρων. Συνδέεται με υψηλή συγγένεια και ειδικότητα με τον ανθρώπινο TNF-α, με σταθερή συσχέτιση 10" M' και εξουδετερώνει την βιολογική του δράση.Η ινφλιξιμάμπη υπάρχει σαν στείρα, λευκή, λυοφιλοποιημένη σκόνη για ενδοφλέβια έγχυση. Μετά από ανασύσταση με 10 ml στείρου ενέσιμου ύδατος, το pH της προσεγγίζει το 7.2.
ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ
Οι κυτταροκίνες, όπως ο TNF-α, η IL-1, η IL-6 και ο GM-CSF ανευρίσκονται σε αφθονία στις φλεγμαίνουσες αρθρώσεις, όπου βοηθούν στην είσδυση των φλεγμονωδών ουδετεροφίλων και μονοκυττάρων στις αρθρώσεις (Brennan et al 1990).
Οι κυτταροκίνες είναι πρωτεΐνες ή γλυκοπρωτεϊνικά μόρια που μεταφέρουν σημαντικά διακυτταρικά μηνύματα, ρυθμίζοντας την χρόνια φλεγμονή και την ιστική βλάβη στη ΡΑ (Arend WP and Dayer JM, 1990). Ο TNF-α φαίνεται ότι είναι ένας μεσολαβητής - κλειδί στη φλεγμονώδη αυτή διαδικασία, δεδομένου ότι η θεραπεία των καλλιεργειών κυττάρων ρευματοειδούς άρθρωσης με αντι-TNF αντισώματα παρεμποδίζει την παραγωγή IL-1, IL-6 και GM-CSF (Brennan et al 1989; Haworth et al 1991). Αντίθετα, παράγοντες που αναστέλλουν την παραγωγή IL-1, δεν αναστέλλουν την παραγωγή του TNF (Butler et al, 1995).
ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ - ΤΡΟΠΟΣ ΔΡΑΣΗΣ
- Εξουδετερώνει την βιολογική δραστηριότητα του TNF-α, συνδεόμενο με μεγάλη συγγένεια με τους διαλυτούς και διαμεμβρανικούς τύπους του, και αναστέλλει την σύνδεση με τους υποδοχείς του (Scallon BJ et al, 1995).Η αναστολή της λειτουργικής δραστηριότητας του TNF-α γίνεται με την χρήση ανθρώπινων ινοβλαστών, ενδοθηλιακών κυττάρων, ουδετεροφίλων (Scallon BJ et al, 1995), Β- και Τ- λεμφοκυττάρων και επιθηλιακών κυττάρων, in vitro. Πάντως, δεν εξουδετερώνει τον TNF-p (λεμφοτοξίνη a), μια σχετιζόμενη κυτταροκίνη η οποία χρησιμοποιεί τους ίδιους υποδοχείς με τον TNF-α.
- Προλαβαίνει την νόσο σε διαγονιδιακούς ποντικούς με πολυαρθρίτιδα οφειλόμενη στη συστηματική έκφραση του ανθρώπινου TNF-α, και, εάν χορηγηθεί μετά την έναρξη της νόσου, επουλώνει τις διαβρώσεις. Τα αντι-TNF-α αντισώματα μειώνουν την δραστηριότητα της νόσου στο μοντέλο της tamarin κολίτιδας και καταστέλλουν την υμενίτιδα και ελαττώνουν τις αρθρικές διαβρώσεις στο murine μοντέλο της κολλαγονο-επαγόμενης αρθρίτιδας
- Μειώνει τα επίπεδα της IL-6 και της CRP στον ορό ασθενών με ΡΑ
- Μειώνει τα επίπεδα της IL-18 στον ορό, 2 εβδομάδες μετά την χορήγησή της σε ασθενείς με ΡΑ (Bombardieri M et al, 2001; Pittoni V et al, 2002)
- Μειώνει τις φλεγμονώδεις κυτταρικές διηθήσεις στις φλεγμαίνουσες αρθρώσεις ασθενών με ΡΑ, όπως και την έκφραση των μορίων που επάγουν την κυτταρική συγκόλληση [E-σελεκτίνη, ενδοκυττάριο μόριο συγκόλλησης-1 (ICAM-1), αγγειακό μόριο συγκόλλησης-1 (VCAM-1)], την ομοιοπροσέλκυση [ιντερλευκίνη 3 (IL-8) και την χημειοτακτική πρωτεΐνη των μονοκυττάρων (MCP-1)] και μειώνει την έκφραση των μεταλλοπρωτεϊνασών 1 και 3 της θεμέλιας ουσίας που προκαλούν ιστική αποδόμηση (MMP-1 και MMP-3).Σε ασθενείς θεραπευθέντες με ινφλιξιμάμπη, τα λεμφοκύτταρα του περιφερικού αίματος δεν δείχνουν σημαντική μείωση στον αριθμό ή τις παραγωγικές απαντήσεις στην in vitro μιτογονική διέγερση, συγκριτικά με κύτταρα μη θεραπευθέντων ασθενών.
ΔΡΑΣΗ ΣΤΗ ΝΟΣΟ CROHN :
- Εξαφανίζει τα ουδετερόφιλα, μειώνει τον αριθμό των μονοπυρήνων κυττάρων και αποκαθιστά την φυσιολογική αρχιτεκτονική του εντερικού βλεννογόνου (Baert FJ et al, 1999)
- Μειώνει τα μονοπύρηνα κύτταρα του χορίου του βλεννογόνου, λόγω γενικής μείωσης των CD4 + και CD8+ με την λειτουργία των λεμφοκυττάρων (LFA-1) και της IL-4 και τα μονοπύρηνα κύτταρα του χορίου του βλεννογόνου που παράγουν TNF
- Μειώνει τις φλεγμονώδεις διηθήσεις και την παραγωγή TNF-α στις φλεγμαίνουσες περιοχές του εντέρου και την αναλογία των μονοπυρήνων κυττάρων από το χόριο του βλεννογόνου που μπορούν να εκφράσουν τον TNF-α και την IFN-γ
- Μειώνει τα επίπεδα της IL-6 και της CRP στον ορό.
ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ
- Δεν έχει κλαστογενική ή μεταλλαξιογόνο δράση, σε ποντικούς, in vivo,
- Δεν προκαλεί χρωμοσωμικές ανωμαλίες σε ανθρώπινα λεμφοκύτταρα.
- Δεν είναι γνωστό κατά πόσον επηρεάζει την γονιμότητα στον άνθρωπο. Σε ποντικούς, η χρήση ενός ανάλογου αντισώματος που αναστέλλει εκλεκτικά την δραστηριότητα του TNF-α δεν εξασθενεί την γονιμότητα.
2.7.1.4 ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ
Η δόση και οι μέγιστες συγκεντρώσεις της ινφλιξιμάμπης, μετά από ενδοφλέβια χορήγησή της σε δόσεις 1-20 mg/kg, σχετίζονται γραμμικά με την AUC. Σε σταθερή κατάσταση, ο όγκος κατανομής της ινφλιξιμάμπης δεν εξαρτάται από την δόση, ένδειξη ότι η ινφλιξιμάμπη κατανέμεται κυρίως στον αγγειακό χώρο. Σε δόσεις 3 και 5 mg/kg, ο τελικός t(1/2) της ινφλιξιμάμπης ανέρχεται σε 8-9.5 ημέρες.
Η επίδραση του φύλου και της ηπατικής ή νεφρικής δυσλειτουργίας στην φαρμακοκινητική της ινφλιξιμάμπης δεν έχει προσδιοριστεί ανά σύστημα. Δεν είναι γνωστό αν υπάρχουν διαφορές στην κάθαρση ή τον όγκο κατανομής της ινφλιξιμάμπης μεταξύ φυλετικών υπο-ομάδων ή σε πάσχοντες από σοβαρή νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια. Η ινφλιξιμάμπη δεν φαίνεται να επηρεάζει την νεφρική λειτουργία, δεδομένου ότι έχει χορηγηθεί με ασφάλεια σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια ή υποβαλλόμενους σε αιμοκάθαρση.
Σε ασθενείς με ΡΑ, συστηματική άθροιση δεν έχει παρατηρηθεί μετά από συνεχή, επανειλημμένη χορήγηση ινφλιξιμάμπης σε δόσεις 3 ή 10 mg/kg κάθε 4-8 εβδομάδες ή σε ασθενείς με νόσο Crohn που δέχθηκαν 4 εγχύσεις ινφλιξιμάμπης σε δόση 10 mg/kg κάθε 4 εβδομάδες.
Μετά από μιαν ενδοφλέβια έγχυση 5-20 mg/kg ινφλιξιμάμπης σε ενήλικες με ΡΑ η κάθαρση του φαρμάκου ανέρχεται σε 11-11.4 mL/h. Η διανομή της ινφλιξιμάμπης γίνεται κυρίως ενδαγγειακά, ενώ στους ιστούς και τα σωματικά υγρά, περιλαμβανομένων των αρθρώσεων, δεν έχει προσδιορισθεί (Markham A and Lamb HM, 2000).
Στο διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ των εγχύσεων, οι συγκεντρώσεις της ινφλιξιμάμπης στον ορό μειώνονται. Σε ενήλικες πάσχοντες από ΡΑ, η ινφλιξιμάμπη, χορηγούμενη σε δόσεις 3 mg/kg κάθε 4 ή 8 εβδομάδες διατηρεί τα επίπεδα του φαρμάκου στο 85 ή 75% των ασθενών.
Ο μεταβολισμός και ο τρόπος αποβολής της ινφλιξιμάμπης δεν έχει προσδιορισθεί, αλλά ταυτίζεται με τα χαρακτηριστικά κάθε πρωτεΐνης. Η ινφλιξιμάμπη αποβάλλεται πιθανώς μέσω του δικτυοενδοθηλιακού συστήματος, χωρίς να μεταβολίζεται μέσω του συστήματος του κυτοχρώματος P-450 (CYP) (Markham A and Lamb HM, 2000).
2.7.1.5 ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ - ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ
Η ελάττωση του διαστήματος μεταξύ των δόσεων από 8, σε 6 εβδομάδες μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των ελαχίστων επιπέδων της ινφλιξιμάμπης στον ορό, παρά η αύξηση της δόσης κατά 100 mg (St Clair EW et al, 2002). Αυτό σημαίνει ότι μερικοί ασθενείς με ΡΑ μπορεί να ωφεληθούν περισσότερο όταν θεραπεύονται με ινφλιξιμάμπη σε δόσεις > 3 mg/kg ή συχνότερα από 8 εβδομάδες.
2.7.1.6 ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Μελέτες για την εκτίμηση της αλληλεπίδρασης της ινφλιξιμάμπης με άλλα φάρμακα (περιλαμβανομένης της μεθοτρεξάτης) δεν έχουν γίνει, γι΄αυτό και η ινφλιξιμάμπη δεν πρέπει να συγχορηγείται ταυτόχρονα με άλλα ενδοφλέβια χορηγούμενα φάρμακα.
Οι ασθενείς με νόσο του Crohn που θεραπεύονται με άλλα ανοσοκατασταλτικά εμφανίζουν λιγότερες αντιδράσεις στη διάρκεια ή μετά την έγχυση της ινφλιξιμάμπης, συγκριτικά με ασθενείς που δεν θεραπεύονται με ανοσοκατασταλτικά.
2.7.1.7 ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Ενεργός ΡΑ μη ανταποκρινόμενη επαρκώς σε ένα τουλάχιστον DMARD (περιλαμβανομένης της μεθοτρεξάτης) σε συνδυασμό με μεθοτρεξάτη
- Μέτρια έως σοβαρή ενεργός νόσος Crohn μη ανταποκρινόμενη επαρκώς στη συμβατική θεραπεία
- Νόσος Crohn με εντεροδερματικά συρίγγια
ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΜΕ ΙΝΦΛΙΞΙΜΑΜΠΗ
Α) ΡΕΥΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα
- Αδιαφοροποίητες σπονδυλαρθροπάθειες (Brandt J et al, 2002)
- Κροταφική αρτηρίτιδα (Cantini F et al, 200; Airo P et al, 2002)
- Κοκκιωμάτωση Wegener
- Μικροσκοπική πολυαγγειίτιδα (Booth AD et al, 2002)
- Νεανική ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Νόσος Αδαμαντιάδη-Behcet
- Νόσος Still των ενηλίκων (Kraetsch HG et al, 2001; Cavagna R et al, 2001)
- Οπίσθια ραγοειδίτιδα συνδεόμενη με διάφορα νοσήματα (νόσος Αδαμαντιάδη-Behcet, σαρκοείδωση, πολυεστιακή χοριοειδίτιδα) (Banares A et al, 2001)
- Πρωτοπαθές σύνδρομο Sjogren (Steinfeld SD et al, 2001)
- Σύνδρομο SAPHO (Olivieri I et al, 2001; Olivieri I et al, 2002; Wagner AD et al, 2002)
- Συστηματική αγγειίτιδα (συνδεόμενη με κοκκιωμάτωση Wegener, ΡΑ ή κρυοσφαιριναιμία) (Bartolucci P et al, 2002)
- Συστηματική σκληροδερμία (Welcker M et al, 2001)
- Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (Borodin AG et al, 2001)
- Ψωριασική αρθρίτιδα
Β) ΕΝΤΕΡΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Ελκώδης κολίτιδα
- Κοιλιοκάκη (Gillett HR et al, 2002)
- Κολλαγονώδης κολίτιδα
- Αυτοάνοση εντεροπάθεια (Vanderhoof JA and Young RJ, 2002)
Γ) ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
- Αμυλοείδωση (Elkayam O et al, 2002)
- Βρογχικό άσθμα
- Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
- Γαγγραινώδες πυόδερμα συνδεόμενο με νόσο Crohn (Batres LA et al, 2002)
- Νόσος μοσχεύματος έναντι του ξενιστή
- Οξεία πρόσθια ραγοειδίτιδα συνδεόμενη με (+) HLA B27 (El Shabrawi Y and Hermann J, 2001)
- Πολλαπλούν μυέλωμα
- Σαρκοείδωση
- Συνδρομο Sweet (Vanbiervliet G et al, 2002)
- Τοξική επιδερμόλυση (Fischer M et al, 2002)
- Πυογενής υδραδενίτιδα (Martinez F et al, 2001)
- Ψωρίαση
ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Ιστορικό υπερευαισθησίας στην ινφλιξιμάμπη ή σε άλλες πρωτεΐνες ποντικού ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα του προϊόντος
- Φυματίωση ή άλλες σοβαρές λοιμώξεις (σηψαιμία, αποστήματα, ευκαιριακές λοιμώξεις)
- Mέτρια ή βαριά καρδιακή ανεπάρκεια (NYHA κατηγορία III/IV)
2.7.1.9 ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
2.7.1.9.1 ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ : Θεραπεία σημείων και συμπτωμάτων, αναστολή της εξέλιξης των δομικών αλλοιώσεων και βελτίωση της φυσικής κατάστασης των ασθενών με μέτρια έως σοβαρή ενεργό ρευματοειδή αρθρίτιδα ανεπαρκώς ανταποκρινόμενη στη μονοθεραπεία με μεθοτρεξάτη, σε συνδυασμό με μεθοτρεξάτη.ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Σύμφωνα με διπλές-τυφλές, placebo-ελεγχόμενες και ανοιχτές μελέτες, η ινφλιξιμάμπη, σε συνδυασμό με μεθοτρεξάτη, βελτιώνει τα κλινικά σημεία και συμπτώματα της ΡΑ έως το 65% περίπου των ασθενών, συγκριτικά με 15% των ασθενών υπό αγωγή με placebo (Maini R et al, 1999, Kavanaugh A et al, 2000; Lipsky PE et al, 2000; Spak M et al, 2001; Boki KA et al, 2001; Keystone E et al, 2001; Fantini F et al, 2001; Yazici Y et al, 2001; Shergy WJ et al, 2002).
Η ινφλιξιμάμπη έχει την ταχύτερη κλινική δράση απ΄ όλα τα DMARDs. Σύμφωνα με την μελέτη PROMPT (Profiling Infliximab Onset with Methotrexate in a Prospective Trial) βελτιώνει τα σημεία και συμπτώματα της νόσου εντός 48 ωρών στο 35-50%, και, σε διάστημα 6 εβδομάδων, στο > 60%, των ασθενών (Shergy WJ et al, 2002).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Μειώνει την ευαισθησία και τον αριθμό των διογκωμένων αρθρώσεων
- Ελαττώνει τον πόνο
- Βελτιώνει την πρωινή δυσκαμψία, τον δείκτη αναπηρίας και την ποιότητα της ζωής
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Μειώνει την ΤΚΕ και τα επίπεδα της IL-6 και της CRP στον ορό ασθενών με ΡΑ
- Μειώνει τα επίπεδα της IL-18 στον ορό, 2 εβδομάδες μετά την χορήγησή της (Bombardieri M et al, 2001; Pittoni V et al, 2002)
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ : Ο συνδυασμός της ινφλιξιμάμπης με μεθοτρεξάτη αναστέλλει και πιθανώς αναστρέφει τις ακτινολογικές αλλοιώσεις, ανεξάρτητα από την κλινική ανταπόκριση, περισσότερο από την μεθοτρεξάτη μόνη της (Lipsky PE et al, 2000; Maini R et al, 2001; Emery P et al, 2001).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Ετανερσέπτη : Εχει παρόμοια αποτελεσματικότητα με την ινφλιξιμάμπη (Geborek P et al, 2002).
Λεφλουνομίδη : Είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματική από την ινφλιξιμάμπη (Geborek P et al, 2002).
Μεθοτρεξάτη : Η θεραπεία με αναστολείς του TNF-α είναι περισσότερο ανεκτή και αποτελεσματική από την μονοθεραπεία με μεθοτρεξάτη (Barrera P et al, 2002).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Ινφλιξιμάμπη + μεθοτρεξάτη : Είναι ασφαλής και καλά ανεκτός, καταστέλλει παρατεταμένα τα σημεία και συμπτώματα της ΡΑ, βελτιώνει σημαντικά περισσότερο την ποιότητα της ζωής και αναστέλλει τις αρθρικές διαβρώσεις, ακόμα και σε ασθενείς χωρίς κλινική ανταπόκριση, συγκριτικά με την μονοθεραπεία με μεθοτρεξάτη (Lipsky P et al, 2000). Η πρόοδος της αρθρικής καταστροφής μειώνεται σημαντικά σε ασθενείς θεραπευόμενους με 10 mg/kg ινφλιξιμάμπης κάθε 4 εβδομάδες.
Ινφλιξιμάμπη + λεφλουνομίδη : Είναι πολύ αποτελεσματικός, αλλά συνοδεύεται συχνά από ανεπιθύμητες ενέργειες, ενίοτε σοβαρές (Kiely PD and Johnson DM, 2002).
Ινφλιξιμάμπη + κυκλοσπορίνη (2 mg/kg/24ωρο) + πρεδνιζόνη (5 mg/24ωρο) : Είναι αποτελεσματικός και καλά ανεκτός σε ασθενείς με σοβαρή, ανθεκτική ΡΑ (Temekonidis TI et al, 2002).
Ινφλιξιμάμπη + αζαθειοπρίνη ή άλλα DMARDs (σουλφασαλαζίνη, 5-ASA, κυκλοσπορίνη + μεθοτρεξάτη) : Φαίνεται ότι είναι ασφαλής και περισσότερο αποτελεσματικός από την μονοθεραπεία με ινφλιξιμάμπη.
ΕΞΩΑΡΘΡΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΟΥΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗΝ ΙΝΦΛΙΞΙΜΑΜΠΗ
- Ρευματοειδής αγγειίτιδα (Kayser M et al, 2001)
- Πολλαπλή μονονευρίτιδα (Garcia-Porrua C and Gonzalez-Gay MA, 2002)
2.7.1.9.2 ΝΕΑΝΙΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
Σύμφωνα με περιγραφές περιπτώσεων και ανοιχτές μελέτες, η ινφλιξιμάμπη είναι αποτελεσματική σε ασθενείς με πολυαρθρική ή συστηματική ΝΡΑ μη ανταποκρινόμενη σε άλλες θεραπείες (ΜΣΑΦ, κορτικοειδή, μεθοτρεξάτη, κυκλοσπορίνη) (Wouters C et al, 2001; Gerloni V et al, 2001).
Ένας ασθενής με σοβαρή συστηματική ΝΡΑ ανθεκτική στη συμβατική αγωγή είχε ταχεία βελτίωση του πυρετού, της ανορεξίας και της ορογονίτιδας, καταστολή της IL-6, των διαλυτών υποδοχέων του TNF και της IL-1ra και των επιπέδων της CRP και του αμυλοειδούς Α του ορού μετά από 2 εγχύσεις ινφλιξιμάμπης σε δόσεις 10 mg/kg με μεσοδιάστημα μιας εβδομάδας (Elliott MJ et al, 1997).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Ετανερσέπτη : Σύμφωνα με ανοιχτή μελέτη, έχει παρόμοια αποτελεσματικότητα με την ινφλιξιμάμπη σε ασθενείς με πολυαρθρική ΝΡΑ (Lahdenne P et al, 2003).
2.7.1.9.3 ΝΟΣΟΣ STILL ΤΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ
Σε ασθενείς με νόσο Still των ενηλίκων έχουν ανευρεθεί υψηλά επίπεδα TNF-α, IL-6 και IFN-γ (Hoshino T et al, 1998).
Σύμφωνα με περιγραφές περιπτώσεων, η θεραπεία με Infiliximab καταστέλλει ταχέως τις συστηματικές εκδηλώσεις και τους δείκτες οξείας φάσης (ΤΚΕ, CRP, φερριτίνη ορού) και προκαλεί ύφεση της αρθρίτιδας σε ασθενείς με υποτροπές της νόσου Still των ενηλίκων που ανθίσταται στη συμβατική αγωγή και απαιτεί συνεχή θεραπεία με μεγάλες δόσεις κορτικοειδών (Kra-etsch HG et al, 2001; Cavagna L et al, 2001).
2.7.1.9.4 ΝΟΣΟΣ CROHN
Ο TNF-α φαίνεται ότι παίζει αιτιολογικό ρόλο στην παθολογία της νόσου Crohn. Σε ασθενείς με νόσο Crohn εκφράζεται με αυξημένο αριθμό κυττάρων του βλεννογόνου και του συνδετικού ιστού και ανευρίσκεται σε αυξημένα επίπεδα στα κόπρανα, ένδειξη δραστηριότητας της νόσου. Ακόμα, σε μοντέλα ζώων με νόσο Crohn τα αντι-TNF-α αντισώματα έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά
Η κατανομή των κυττάρων του βλεννογόνου που παράγουν TNF-α στη νόσο Crohn διαφέρει από την παρατηρούμενη στην ελκώδη κολίτιδα. Στη νόσο Crohn, τα κύτταρα που παράγουν TNF-α ανευρίσκονται σε όλο τον βλεννογόνο του παχέος εντέρου, καθώς και στη στιβάδα του συνδετικού ιστού. Αντίθετα, στην ελκώδη κολίτιδα μόνο τα μακροφάγα που ευρίσκονται ακριβώς κάτω από το επιθήλιο παράγουν TNF-α. Το εύρημα αυτό μπορεί να ερμηνεύσει την διαφορετική ανταπόκριση της θεραπείας με Ifliximab στα δύο αυτά νοσήματα.
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ :
- Ελάττωση σημείων και συμπτωμάτων και πρόκληση και διατήρηση κλινικής ύφεσης σε ασθενείς με μέτρια έως σοβαρή ενεργό νόσο Crohn μη ανταποκρινόμενη επαρκώς στις συμβατικές θεραπείες
- Ελάττωση αριθμού των πυορροούντων εντεροδερματικών συριγγίων σε ενήλικες με συριγγιοποιημένη νόσο Crohn
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Σύμφωνα με διπλές-τυφλές μελέτες, placebo-ελεγχόμενες μελέτες και περιπτώσεις ασθενών με μέτρια έως σοβαρή ενεργό νόσο Crohn ανθιστάμενη στις συμβατικές θεραπείες (κορτικοειδή, 5-ASA ή/και 6-μερκαπτοπουρίνη/αζαθειοπρίνη), η ινφλιξιμάμπη βελτιώνει σημαντικά τα κλινικά σημεία και συμπτώματα, επουλώνει τις ενδοσκοπικές αλλοιώσεις και τα εντεροδερματικά συρίγγια και εξαφανίζει τις φλεγμονώδεις διηθήσεις του εντερικού βλεννογόνου (Ricart E et al, 1999; Rutgeerts P et al, 1999; Van den Bo- sch F et al, 2000; Hyams JS et al, 2000; Escher JC et al, 2002; Hanauer SB et al, 2002; Hommes DW et al, 2002).
Πάντως, η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της ινφλιξιμάμπης στη συριγγιοποιημένη νόσο Crohn πέραν των 3 δόσεων δεν έχει προσδιορισθεί.
2.7.1.9.5 ΝΟΣΟΣ ΜΟΣΧΕΥΜΑΤΟΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΞΕΝΙΣΤΗ
Η ινφλιξιμάμπη, σε δόση 10 mg/kg, είναι αποτελεσματική, ιδιαίτερα στις γαστρεντερικές εκδηλώσεις, και καλά ανεκτή σε περιπτώσεις ανθιστάμενες στα κορτικοειδή (Hicks K et al, 1999; Couriel D et al, 2000; Kobbe G et al, 2001).
2.7.1.9.6 ΠΟΛΛΑΠΛΟΥΝ ΜΥΕΛΩΜΑ
Ο TNF και η IL-6 είναι παράγοντες ανάπτυξης του πολλαπλού μυελώματος. Η ινφλιξιμάμπη μπορεί να σταθεροποιήσει την νόσο και να επιτρέψει την διακοπή της χημειοθεραπείας (Lan-gerak A et al, 1999).
2.7.1.9.7 ΣΑΡΚΟΕΙΔΩΣΗ
Η ινφλιξιμάμπη, σε δόση 5 mg/kg, μπορεί να βελτιώσει περιπτώσεις χρόνιας σαρκοείδωσης, ανθεκτικής στη συμβατική αγωγή (Baughman RP and Lower EE, 2001; Yee AM and Pochapin TB, 2001).
2.7.1.9.8 ΟΡΟΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΣΠΟΝΔΥΛΑΡΘΡΟΠΑΘΕΙΕΣ
Ο TNF-α έχει ανευρεθεί στη βιοψία ιερολαγονίων ασθενών με σπονδυλαρθροπάθειες και σε αυξημένα επίπεδα στο αρθρικό υγρό και τις δερματικές αλλοιώσεις ασθενών με ΨΑ.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ :
- Η ινφλιξιμάμπη μειώνει σημαντικά τον πόνο, τα επίπεδα της ΤΚΕ και της CRP και βελτιώνει την περιφερική αρθρίτιδα και την λειτουργικότητα των ασθενών με διάφορους τύπους σπονδυλαρθροπαθειών ανθεκτικών στη συμβατική αγωγή (Van den Bosch F et al, 2000; Collantes E et al, 2001; Kruithof E et al, 2001; Kruithof E et al, 2002; Van den Bosch F et al, 2002)
- Εάν ενεθεί μέσα στις ιερολαγόνιες ασθενών με ΑΣ και ιερολαγονίτιδα ανθεκτική στα ΜΣΑΦ είναι αποτελεσματικό και καλά ανεκτό (Kellner H et al, 2002).
2.7.1.9.8.1 Αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα
- Βελτιώνει θεαματικά την δραστηριότητα, την λειτουργικότητα και τον πόνο και φυσιολογικοποιεί την CRP και τα επίπεδα της IL-6 στον ορό σε ασθενείς με ενεργό ΑΣ (Brandt J et al, 2000; Breban MA et al, 2001; Brandt J et al, 2001; Braun J et al, 2002; Maksymowych WP et al, 2002).
2.7.1.9.8.2 Αδιαφοροποίητες σπονδυλαρθροπάθειες
- Είναι πολύ αποτελεσματικό στις αδιαφοροποίητες σπονδυλαρθροπάθειες (Brandt J et al, 2001; Brandt J et al, 2002)
2.7.1.9.8.3 Ψωριασική αρθρίτιδα
- Βελτιώνει το εξάνθημα και τις αρθρικές εκδηλώσεις των ασθενών με σοβαρή ΨΑ μη ανταποκρινόμενη στη μεθοτρεξάτη (Ogilvie AL et al, 2001; Cauza EE et al, 2001).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Από την εμπειρία που έχει αποκτηθεί, η θεραπεία με αναστολείς του TNF φαίνεται ότι είναι πολύ αποτελεσματική στις οροαρνητικές σπονδυλαρθροπάθειες, ιδιαίτερα την αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα και την ψωριασική αρθρίτιδα, απ΄ ό,τι στη ρευματοειδή αρθρίτιδα. Γι΄αυτό και μπορεί να θεωρηθεί σαν πρώτης γραμμής θεραπεία σε ασθενείς με ενεργό αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα που δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στα ΜΣΑΦ, αν και δεν έχει διαπιστωθεί ακόμα κατά πόσον έχει μακροπρόθεσμο όφελος και αναστέλλει την ακτινολογική εξέλιξη της νόσου.
2.7.1.9.9 ΝΟΣΟΣ ΑΔΑΜΑΝΤΙΑΔΗ-BEHCET
ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΗΝ ΙΝΦΛΙΞΙΜΑΜΠΗ
- Γαστρεντερικές και εξω-εντερικές εκδηλώσεις (Hassard PV et al, 2001)
- Αρθρίτιδα, έλκη στόματος - γεννητικών οργάνων (Rosenbaum M et al, 2002)
- Οφθαλμική προσβολή (Sfikakis PP et al, 2001; Triolo G et al, 2002)
2.7.1.9.10 ΨΩΡΙΑΣΗ
Οι ψωριασικές πλάκες περιέχουν αυξημένα επίπεδα κυτταροκινών, όπως TNF-α, ο οποίος θεωρείται απαραίτητος για την διαιώνιση της ψωριασικής διαδικασίας.
Σύμφωνα με περιγραφές περιπτώσεων (Oh CJ et al, 2000; Kirby B et al, 2001; Newland MR et al, 2002; O’ Quinn RP and Miller JL, 2002; Wollina U and Konrad H, 2002; Mang R et al, 2002) και ανοιχτή - σημασμένη μελέτη (Schopf RE et al, 2002), η ινφλιξιμάμπη, μόνη της ή σε συνδυασμό με μεθοτρεξάτη, μπορεί να βελτιώσει το εξάνθημα σε ασθενείς με σοβαρή, ανθεκτική στη συμβατική αγωγή, ψωρίαση.
2.7.1.9.11 ΜΥΕΛΟΔΥΣΠΛΑΣΤΙΚΑ ΣΥΝΔΡΟΜΑ
Στα μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα, ο TNF-α μπορεί να παίζει σημαντικό ρόλο στον αποπτωτικό θάνατο των κυττάρων του μυελού των οστών.
Δύο ασθενείς με μυελοδυσπλαστικό σύνδρομο είχαν σταθερή ερυθροειδή ανταπόκριση και σημαντική μείωση του ποσοστού των αποπτωτικών μητρικών κυττάρων στον μυελό των οστών μετά από θεραπεία με ινφλιξιμάμπη (Stasi R and Amadori S, 2002).
2.7.1.9.12 ΕΝΕΡΓΟΣ ΗΠΑΤΙΤΙΔΑ ΚΑΙ AIDS
Σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα και ηπατίτιδα C, η θεραπεία με ανταγωνιστές του TNF-α δεν επηρεάζει τις ηπατικές δοκιμασίες και το φορτίο του ιού της ηπατίτιδας C (Peterson JR, 2002), γι΄αυτό και πιθανώς μπορεί να χορηγηθεί σε ασθενείς με χρόνια, σταθεροποιημένη ηπατίτιδα C.
2.7.1.9.13 ΣΥΜΦΟΡΗΤΙΚΗ ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ
Σε ασθενείς με μέτρια έως σοβαρή συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια (τάξης III-IV) η ινφλιξιμάμπη, σε δόσεις 5 mg/kg και ιδιαίτερα 10 mg/kg, έχει συνδεθεί με επιδείνωση της καρδιακής ανεπάρκειας και αυξημένη συχνότητα θανάτων, συγκριτικά με placebo (EMEA, 2002), γι΄αυτό και δεν συνιστάται σε ασθενείς με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια.
2.7.1.9.14 ΚΟΚΚΙΩΜΑΤΩΣΗ WEGENER
Η ινφλιξιμάμπη είναι αποτελεσματική και καλά ανεκτή σε ασθενείς με συστηματική αγγειίτιδα ανθεκτική στη συμβατική θεραπεία (Booth AD et al, 2002; Lamprecht P et al, 2002).
2.7.1.10 ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Το 5% περίπου των ασθενών με ΡΑ και νόσο του Crohn διακόπτει την ινφλιξιμάμπη λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών, συνήθως δύσπνοιας, κνίδωσης και κεφαλαλγίας.
1. ΓΕΝΙΚΕΣ
- Κοιλιοκήλη
- Θωρακικός πόνος
- Πτώσεις
- Πόνος
- Σύνδρομο παρόμοιο με ΣΕΛ
- Ρευματοειδή οζίδια
- Λέμφωμα
- Κόπωση
- Οίδημα
- Εξάψεις
- Ρίγη
- Αυτοαντισώματα
- Διαταραχές παραγόντων συμπληρώματος
2. ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- 'Εμφρακτα σπληνός
- Σπληνομεγαλία
- Θρομβοπενία
- Αναιμία
- Λευκοπενία
- Λεμφαδενοπάθεια
- Λεμφοκυττάρωση
3. ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Αιματώματα
- Εκχυμώσεις
- Πετέχειες
- Αρρυθμία
- Υπέρταση
- Υπόταση
- Συγκοπή
- Λιποθυμία
- Ταχυκαρδία
- Βραδυκαρδία
- Αίσθημα προκάρδιων παλμών
- Αγγειόσπασμος
- Κυάνωση
- Περιφερική ισχαιμία
- Ερυθρότητα
- Καρδιακή ανεπάρκεια
- Ισχαιμία μυοκαρδίου
- 'Εμφρακτο εγκεφάλου
- Πνευμονική εμβολή
- Θρομβοφλεβίτιδα
4. ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Ζάλη/ίλιγγος
- Κεφαλαλγία
- Διαταραχές ανώτερου κινητικού νευρώνα
- Άγχος
- Σύγχυση
- Παραλήρημα
- Κατάθλιψη
- Απόπειρα αυτοκτονίας
- Υπνηλία
- Ασηπτη μηνιγγίτιδα (Marotte H et al, 2001; Kashyap AS and Kashyap S, 2002)
- Αμνησία
- Απάθεια
5. ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Κοιλιακός πόνος
- Νόσος Crohn
- Διάρροια
- Δυσκοιλιότητα
- Γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση
- Χειλίτιδα
- Εκκολπωματίτιδα
- Δυσπεψία
- Γαστρικό έλκος
- Στένωση, απόφραξη ή διάτρηση του εντέρου
- Ναυτία
- Παγκρεατίτιδα
- Πρωκταλγία
- Εμετοι
- Αιμορραγική κολίτιδα οφειλόμενη σε Escherichia coli (Kirchgatterer A et al, 2002)
6. ΑΠΟ ΤΟ ΗΠΑΡ
- Χολοκυστίτιδα
- Μικρή, παροδική αύξηση (<2 φορές πάνω από τα ανώτερα φυσιολογικά όρια) της SGOT ή SGPT
- Αύξηση γGT και αλκαλικής φωσφατάσης
- Χολοστατική ηπατίτιδα (Menghini VV and Arora AS, 2001)
7. ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΕΣ
- Αφυδάτωση
- Ανεπάρκεια παγκρέατος
- Απώλεια βάρους
8. ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΟΣΚΕΛΕΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Αρθραλγίες
- Οσφυαλγία
- Κατάγματα οστών
- Μυαλγίες
- Τενοντοπάθειες
- Κακώσεις τενόντων
9. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΕΞΑΣΘΕΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΜΥΝΑΣ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ
- Αποστήματα
- Κυτταρίτιδα
- Πυρετός
- Βακτηριδιακές λοιμώξεις
- Μυκητιασικές λοιμώξεις
- Ιογενείς λοιμώξεις (π.χ. γρίπη, ερπητικές λοιμώξεις)
- Σηψαιμία
- Φλεγμονή
- Μονιλίαση
- Διαταραχές της επούλωσης
- Φυματίωση
10. ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Σύνδρομο αναπνευστικής ανεπάρκειας ενηλίκων (Riegert-Johnson DL et al, 2002)
- Βρογχίτιδα
- Βήχας
- Δύσπνοια
- Πλευρίτιδα
- Πνευμονίτιδα
- Πνευμονικές διηθήσεις
- Παραρρινοκολπίτιδα
- Βρογχόσπασμος
- Πνευμονικό οίδημα
- Αλλεργική αντίδραση αναπνευστικών οδών
11. ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ-ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥΣ
- Εξάνθημα
- Κνησμός
- Κνίδωση
- Ξηροδερμία
- Υπεριδρωσία
- Δερματική αγγειίτιδα (McCain ME et al, 2002)
- Μυκητιασική δερματίτιδα/ονυχομύκωση
- Εκζεμα/σμηγματόρροια
- Κριθή
- Ρήξη φυσαλίδων
- Δοθιήνωση
- Περικογχικό οίδημα
- Υπερκεράτωση
- Ροδόχρους ακμή
- Μυρμηκίες
- Ανώμαλη μελάγχρωση/χρωματισμός δέρματος
- Αλωπεκία
12. ΑΠΟ ΤΟ ΟΥΡΟΠΟΙΟΓΕΝΝΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
- Αζωθαιμία
- Δυσουρία
- Υδρονέφρωση
- Νεφρικό έμφρακτο
- Νεφρική ανεπάρκεια
- Απόφραξη ουρητήρων
- Ουρολοιμώξεις
- Πυελονεφρίτιδα
- Κολπίτιδα
13. ΑΠΟ ΤΑ ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΑ ΟΡΓΑΝΑ
- Επιπεφυκίτιδα
- Ενδοφθαλμίτιδα
- Κερατοεπιπεφυκίτιδα
13. ΑΛΛΕΣ
- Λεμφαδενοπάθεια
- Νεκρωτική περιτονιίτιδα (Chan AT et al, 2002)
- Θάνατος : Εχει αναφερθεί σε 7/150 ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια τάξης NYHA III-IV που θεραπεύθηκαν με ινφλιξιμάμπη σε δόσεις 5 ή 10 mg/kg, αλλά και σε έναν ασθενή με βηματοδότη, αλλά χωρίς καρδιακή ανεπάρκεια, 18 ώρες μετά από μίαν απλή έγχυση 200 mg ινφλιξιμάμπης (de’ Clari F et al, 2002)
- Οπισθοβολβική οπτική νευρίτιδα (Foroozan R et al, 2002)
2.7.1.10.1 ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΓΧΥΣΗ
- Πυρετός/ρίγη (4%)
- Κνησμός/κνίδωση (1%)
- Αυχεναλγία
- Καρδιοπνευμονικές αντιδράσεις (1%) (κυρίως θωρακικός πόνος, υπόταση, υπέρταση ή δύσπνοια), ενίοτε σε συνδυασμό με κνησμό/κνίδωση (0.1%) εξάψεις, ταχυκαρδία, δυσφαγία και έντονο ίλιγγο (Diamanti A et al, 2002).
Οι επιπλοκές αυτές εμφανίζονται στην διάρκεια της έγχυσης ή 1-2 ώρες μετά απ΄αυτήν. Έχουν αναφερθεί στο 17% των ασθενών που έχουν θεραπευθεί με ινφλιξιμάμπη, συγκριτικά με 7% των ασθενών υπό αγωγή με placebo. Σύμφωνα με τις κλινικές μελέτες, < 2% των ασθενών διακόπτει την θεραπεία λόγω των αντιδράσεων αυτών και όλοι οι ασθενείς ανανήπτουν με την θεραπεία ή/και την διακοπή της έγχυσης. Σε ασθενείς με ΡΑ, οι εγχύσεις της ινφλιξιμάμπης που ακολουθούν την αρχική έγχυση δεν συνοδεύονται από μεγαλύτερη συχνότητα επιπλοκών. Οι ασθενείς με νόσο του Crohn που αναπτύσσουν θετικά αντισώματα έναντι της ινφλιξιμάμπης είναι πιθανότερο να εμφανίσουν αντιδράσεις σχετιζόμενες με την έγχυση, παρά οι αρνητικοί ασθενείς (36%, συγκριτικά με 11%). Η ταυτόχρονη θεραπεία με ανοσοκατασταλτικά φαίνεται ότι ελαττώνει την συχνότητα της ανάπτυξης αντισωμάτων και των αντιδράσεων της έγχυσης.
2.7.1.10.2 ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΥΠΕΡΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ
Οι περισσότερες από τις αντιδράσεις αυτές (κνίδωση, δύσπνοια ή/και υπέρταση) παρατηρούνται στη διάρκεια της έγχυσης ή 2 ώρες μετά απ΄αυτήν.
Σε ασθενείς με νόσο Crohn, η επανέναρξη της θεραπείας με ινφλιξιμάμπη μετά από μακροχρόνια διακοπή της μπορεί, μετά από 3-12 ημέρες, να συνοδευθεί από αντιδράσεις παρόμοιες με ορονοσία (πυρετός, εξάνθημα, κεφαλαλγία, πονόλαιμος, μυαλγίες, πολυαρθραλγίες, οίδημα προσώπου και χειρών ή/και δυσφαγία), μεγάλη αύξηση των αντισωμάτων έναντι της ινφλιξιμάμπης, εξαφάνιση από τον ορό και πιθανώς απώλεια της αποτελεσματικότητας της ινφλιξιμάμπης. Εάν οι αντιδράσεις υπερευαισθησίας είναι έντονες, η θεραπεία με ινφλιξιμάμπη πρέπει να διακόπτεται.
2.7.1.10.3 ΑΥΤΟΑΝΟΣΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ
Η θεραπεία με ινφλιξιμάμπη μπορεί να συνοδευθεί από την ανάπτυξη ανθρώπινων αντιχειμερικών και αντιπυρηνικών αντισωμάτων.
Αντιχειμερικά αντισώματα (HACA) : Έχουν ανευρεθεί στο 13% των ασθενών με νόσο του Crohn, συνήθως σε χαμηλούς τίτλους (<1/20) και μετά την 3η ή 4η έγχυση της ινφλιξιμάμπης. Οι ασθενείς με θετικά HACA είναι πιθανότερο να αναπτύξουν αντιδράσεις σχετιζόμενες με την έγχυση. Λιγότερο συχνά, τα HACA απαντώνται σε ασθενείς με ΡΑ ή νόσο του Crohn θεραπευόμενους με άλλα ανοσοκατασταλτικά (π.χ. 6-μερκαπτοπουρίνη, αζαθειοπρίνη ή μεθοτρεξάτη). Η μέτρηση των επιπέδων των HACA δεν έχει κλινική σημασία, δεδομένου ότι τα αντισώματα αυτά δεν επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα της ινφλιξιμάμπης.
Αντιπυρηνικά αντισώματα : Σύμφωνα με την μελέτη ATTRACT, το 49% και 10% των ασθενών που θεραπεύονται με ινφλιξιμάμπη αναπτύσσουν θετικά ΑΝΑ και αντι-DNA μέχρι την 54η εβδομάδα της θεραπείας, συγκριτικά με 21% και 0% των ασθενών υπό αγωγή με placebo, αντίστοιχα. Σε ασθενείς με νόσο Crohn, η συχνότητα των ΑΝΑ και αντι-DNA σε ασθενείς θεραπευόμενους με ινφλιξιμάμπη ανέρχεται σε 34% και 9%, αντίστοιχα.
Η θετικοποίηση των ΑΝΑ και αντι-DNA δεν φαίνεται να σχετίζεται με την δόση, το δοσολογικό σχήμα και την διάρκεια της θεραπείας με ινφλιξιμάμπη. Η συχνότητα των αντι-DNA είναι μικρότερη (3%) σε ασθενείς με νόσο Crohn θεραπευόμενους με ινφλιξιμάμπη ταυτόχρονα με άλλα ανοσοκατασταλτικά, συγκριτικά με 21% στους ασθενείς που δεν παίρνουν ανοσοκατασταλτικά. Οι ασθενείς με νόσο Crohn έχουν διπλάσια πιθανότητα ανάπτυξης θετικών αντι-DNA, εάν έχουν θετικά ΑΝΑ πριν από την έναρξη της θεραπείας.
2.7.1.10.4 ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Από τους 7/771 ασθενείς που θεραπεύθηκαν με ινφλιξιμάμπη επί 54 εβδομάδες, αναφέρθηκαν 8 νέα ή υποτροπιάζοντα κακοήθη νοσήματα (μη Hodgkin λέμφωμα, καρκίνος μαστού, μελάνωμα, βασικοκυτταρικό καρκίνωμα και καρκίνωμα δέρματος από πλακώδες επιθήλιο). Η συμβολή της ινφλιξιμάμπης στην ανάπτυξη των κακοήθων αυτών νεοπλασιών δεν είναι γνωστή. Πάντως, η συχνότητά τους ήταν η αναμενόμενη για τον πληθυσμό που μελετήθηκε.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η θεραπεία με ινφλιξιμάμπη, σύμφωνα με τις πληροφορίες που προέρχονται από την 7ετή κλινική της χρήση, δεν φαίνεται να συνδέεται με αυξημένη συχνότητα ανάπτυξης κακοήθων νοσημάτων.
2.7.1.10.5 ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ : Λοιμώξεις, ποικίλης βαρύτητας, έχουν αναφερθεί στο 26% των ασθενών που θεραπεύονταν με ινφλιξιμάμπη, συγκριτικά με 16% των ασθενών που έπαιρναν placebo. Συχνότερες είναι οι λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού και του ουροποιητικού. Μέχρι τώρα έχουν αναφερθεί περισσότερες από 130 περιπτώσεις φυματίωσης (με κεγχροειδείς ή εξωπνευμονικές εστίες), μερικές εκ των οποίων κατέληξαν κακώς (Keane J et al, 2001), στη διάρκεια της θεραπείας με ινφλιξιμάμπη. Ένας άλλος ασθενής απεβίωσε από διάχυτη κοκκιδιομυκητίαση. Το 12% των ασθενών με συριγγιοποιημένη νόσο Crohn ανέπτυξαν νέο απόστημα 8-16 εβδομάδες μετά την τελευταία έγχυση της ινφλιξιμάμπης.
ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΜΕ ΙΝΦΛΙΞΙΜΑΜΠΗ
- Φυματίωση
- Πνευμονίτιδα από Pneumocystis carinii (Tai TL et al, 2002)
- Πνευμονίτιδα από Histoplasma capsulatum, σε 9 ασθενείς, 1 εβδομάδα έως 6 μήνες μετά την 1η δόση της ινφλιξιμάμπης, εκ των οποίων ο ένας κατέληξε κακώς (Lee J H et al, 2002). Ολοι οι ασθενείς είχαν θεραπευθεί ταυτόχρονα με άλλους ανοσοκατασταλτικούς παράγοντες και κατοικούσαν σε ενδημικές περιοχές.
- Μηνιγγίτιδα από Listeria (Kamath BM et al, 2002)
- Κυτταρίτιδα
- Πυελονεφρίτιδα
- Σηψαιμία (Matzkies FG et al, 2003)
- Φαρυγγίτιδα
- Διάχυτη κρυπτοκοκκική λοίμωξη (True DG et al, 2002)
- Πνευμονική ασπεργίλλωση (Warris A et al, 2001)
- Βρογχίτιδα
- Παραρρινοκολπίτιδα
- Διάχυτη κοκκιδιομυκητίαση
- Μολυσματική τέρμινθος βλεφάρων (Cursiefen C et al, 2002)
- Λοίμωξη από Listeria monocytogenes (Gluck T et al, 2002; Slifman NR et al, 2003)
ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΑΖΩΠΥΡΩΘΕΙ ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΜΕ INFLIXI-MAB
- Ιστοπλάσμωση (Nakelchik M and Mangino JE, 2002)
- Πνευμονική φυματίωση
- Ενδομυοκαρδιακή φλεγμονή (από χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο), σ΄ένα παιδί με νόσο Crohn (Reichardt P et al, 2002)
- Φυματιώδης εντερίτιδα (Wagner TE et al, 2002 ; Liberopoulos EN et al, 2002)
2.7.1.10.6 ΑΛΛΕΣ
Οι ασθενείς με νόσο του Crohn που θεραπεύονται με ινφλιξιμάμπη είναι περισσότερο πιθανό να εμφανίσουν γαστρεντερικές επιπλοκές από τους ασθενείς με ΡΑ.
2.7.1.11 ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ
Η ινφλιξιμάμπη έχει χορηγηθεί εφάπαξ σε δόσεις έως 20 mg/kg, χωρίς να προκαλέσει άμεση τοξικότητα. Σε περιπτώσεις υπερδοσολογίας, συνιστάται να παρακολουθείται ο ασθενής για σημεία και συμπτώματα τοξικότητας και να ακολουθείται η δέουσα συμπτωματική θεραπεία.
2.7.1.12 ΚΥΗΣΗ
Στα ζώα : Σε ποντικούς, η χορήγηση ενός ανάλογου αντισώματος που αναστέλλει εκλεκτικά την δραστηριότητα του TNF-α, δεν έχει τοξική ή τερατογόνο δράση στη μητέρα και το έμβρυο.
Στον άνθρωπο : Από 27 γυναίκες που εκτέθηκαν στην ινφλιξιμάμπη στο πρώτο 3μηνο της κύησης, οι 3 απέβαλαν, μία γέννησε ένα παιδί με τετραλογία Fallot και άλλες 6 γέννησαν φυσιολογικά παιδιά (Srinivasan R, 2001). Πάντως, λόγω της ανασταλτικής της δράσης στον TNF-α, μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα ανοσοαπάντησης του εμβρύου εάν χορηγηθεί στη διάρκεια της κύησης, γι΄ αυτό και δεν συνιστάται στη διάρκεια της κύησης. Οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας πρέπει να χρησιμοποιούν επαρκή αντισυλληπτικά μέτρα και να τα χρησιμοποιούν τουλάχιστον επί 6 μήνες μετά την τελευταία δόση της ινφλιξιμάμπης.
2.7.1.13 ΓΑΛΟΥΧΙΑ
Δεν είναι γνωστό κατά πόσον η ινφλιξιμάμπη απεκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα ή απορροφάται συστηματικά μετά την χορήγησή της. Επειδή πολλά φάρμακα και ανοσοσφαιρίνες απεκκρίνονται στο ανθρώπινο γάλα και λόγω των δυνητικών επιπλοκών της ινφλιξιμάμπης στα θηλάζοντα βρέφη, ο θηλασμός πρέπει να διακόπτεται τουλάχιστον επί 6 μήνες μετά την διακοπή της θεραπείας με ινφλιξιμάμπη.
2.7.1.14 ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ - ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ
Νεογνά-παιδιά : Η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της ινφλιξιμάμπης σε παιδιά με ΡΑ ή νόσο του Crohn δεν έχει προσδιορισθεί. Στα παιδιά, η ινφλιξιμάμπη συνιστάται να αποφεύγεται μέχρις ότου υπάρξουν περισσότερες πληροφορίες για την αποτελεσματικότητα και ασφάλειά της.
Ηλικιωμένοι : Η φαρμακοκινητική της ινφλιξιμάμπης δεν έχει μελετηθεί στους ηλικιωμένους. Η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της ινφλιξιμάμπης δεν διαφέρει μεταξύ ασθενών ηλικίας μεγαλύτερης των 65 ετών, συγκριτικά με νεότερους. Πάντως, στους ηλικιωμένους, επειδή η συχνότητα των λοιμώξεων είναι μεγαλύτερη, η ινφλιξιμάμπη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή.
Κύηση : Η θεραπεία με ινφλιξιμάμπη αντενδείκνυται στη διάρκεια της κύησης.
Γαλουχία : Η ινφλιξιμάμπη πρέπει να αποφεύγεται στη διάρκεια της γαλουχίας.
Αναπαραγωγή : Κατά πόσον η θεραπεία με ινφλιξιμάμπη έχει επιπτώσεις στην ανδρική σπερματογένεση και την γενικότερη αναπαραγωγική λειτουργία είναι άγνωστο.
Εμβολιασμοί : Ζώντα εμβόλια συνιστάται να αποφεύγονται σε ασθενείς θεραπευόμενους με ινφλιξιμάμπη.
Αυτοαντισώματα : Μερικοί ασθενείς με ΡΑ έχουν θετικά αντιπυρηνικά αντισώματα, συνήθως σε χαμηλούς σχετικά τίτλους (£ 1/640), πριν από την έναρξη της θεραπείας με ινφλιξιμάμπη. Στους ασθενείς αυτούς η ινφλιξιμάμπη δεν αντενδείκνυται, δεδομένου ότι μπορεί να αρνητικοποιήσει τα ΑΝΑ. Ακόμα, δεν αντενδείκνυται σε ασθενείς με θετικά αντι-DNA, εφ΄όσον δεν έχουν κλινικές εκδηλώσεις λύκου. Εάν εμφανισθούν εκδηλώσεις φαρμακευτικού λύκου στη διάρκεια της θεραπείας με ινφλιξιμάμπη, η αγωγή πρέπει να διακόπτεται. Μετά την διακοπή της, οι εκδηλώσεις του λύκου υποχωρούν.
Γι΄αυτό, και στη διάρκεια της θεραπείας με ινφλιξιμάμπη, τα ΑΝΑ και τα αντι-DNA συνιστάται να εξετάζονται περιοδικά (π.χ. κάθε 3-6 μήνες). Σε ασθενείς με ΡΑ και θετικά ΑΝΑ πριν από την έναρξη της θεραπείας με ινφλιξιμάμπη, τα ΑΝΑ και τα αντι-DNA πρέπει πιθανώς να παρακολουθούνται συχνότερα.
Καρδιακή ανεπάρκεια : Η ινφλιξιμάμπη δεν συνιστάται σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια τάξης NYHA III-V, λόγω της αυξημένης συχνότητας των θανάτων που έχουν αναφερθεί με την χρήση της στην ομάδα αυτή των ασθενών.
Σε ασθενείς με ήπια καρδιακή ανεπάρκεια η ινφλιξιμάμπη μπορεί να χορηγηθεί, αλλά κάτω από τακτική καρδιολογική παρακολούθηση. Εάν η καρδιακή λειτουργία επιδεινωθεί, η θεραπεία με ινφλιξιμάμπη πρέπει να διακόπτεται.
Νευρολογικές επιπλοκές : Η ινφλιξιμάμπη, όπως και άλλοι παράγοντες που αναστέλλουν τον TNF, μπορεί σπάνια να προκαλέσει έξαρση των κλινικών συμπτωμάτων ή/και ακτινολογική ένδειξη απομυελινωτικής νόσου, γι΄αυτό και πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με προϋπάρχουσα ή πρόσφατης έναρξης απομυελινωτική νόσο του κεντρικού νευρικού συστήματος.
Ηπατοτοξικότητα : Η ινφλιξιμάμπη μπορεί, σπάνια, να προκαλέσει αύξηση των ηπατικών ενζύμων (SGOT, SGPT ή/και της γ-GT και της αλκαλικής φωσφατάσης). Στις περιπτώσεις αυτές, η πρέπει να αναστέλλεται μέχρις ότου οι τιμές των ενζύμων επανέλθουν σε φυσιολογικά επίπεδα, οπότε και μπορεί να επαναληφθεί.
Αρθροπλαστικές : Η ασφάλεια της θεραπείας με ινφλιξιμάμπη σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε ολικές αρθροπλαστικές δεν είναι γνωστή.
Χειρουργικές επεμβάσεις : Η ασφάλεια της ινφλιξιμάμπης σε χειρουργημένους ασθενείς δεν είναι γνωστή. Ο μακρός t(1/2) της ινφλιξιμάμπης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε ασθενείς προγραμματιζόμενους για χειρουργική επέμβαση. Οι ασθενείς που χρειάζονται χειρουργικές επεμβάσεις στη διάρκεια της θεραπείας με ινφλιξιμάμπη πρέπει να παρακολουθούνται στενά μήπως εμφανίσουν λοιμώξεις και να παίρνονται τα κατάλληλα μέτρα.
2.7.1.15 ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
- Η ινφλιξιμάμπη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με χρόνιες λοιμώξεις ή ιστορικό υποτροπιαζουσών λοιμώξεων και να αποφεύγεται σε πάσχοντες από κλινικά σοβαρή ενεργό λοίμωξη. Οι ασθενείς που εμφανίζουν νέες λοιμώξεις στη διάρκεια της θεραπείας με ινφλιξιμάμπη πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή. Εάν εμφανίσουν σοβαρή λοίμωξη ή σηψαιμία, η ινφλιξιμάμπη πρέπει να διακόπτεται.
- Η ινφλιξιμάμπη μπορεί να συγχορηγηθεί ευθύς εξαρχής με άλλα DMARDs (π.χ. λεφλουνομίδη, κυκλοσπορίνη, αζαθειοπρίνη, σουλφασαλαζίνη, κ.ά.) ή σε ασθενείς με ανεπαρκή ανταπόκριση σε άλλα DMARDs
- Σε ασθενείς ανθεκτικούς στη μεθοτρεξάτη, η μεθοτρεξάτη μπορεί να συνεχισθεί στη μικρότερη δυνατή δόση, π.χ. 5-7.5 mg/εβδομάδα, δεδομένου ότι αυξάνει την αποτελεσματικότητα, ενώ παράλληλα μειώνει τους κινδύνους της έγχυσης, της ινφλιξιμάμπης και παρεμποδίζει την ανάπτυξη των HACA.
- Η πτώση του αιματοκρίτη και της αιμοσφαιρίνης, εάν οφείλεται στη νόσο, δεν είναι αντένδειξη της θεραπείας με ινφλιξιμάμπη. Αντίθετα, η ινφλιξιμάμπη μπορεί να βελτιώσει την αναιμία την οφειλόμενη στη χρόνια νόσο.
- Εάν ο ασθενής έχει υποτροπή των συμπτωμάτων του πριν από την προγραμματισμένη επόμενη δόση, η έγχυση μπορεί να γίνει ενωρίτερα, πριν από την παρέλευση του 2μήνου, ή να αυξηθεί η δόση της επόμενης έγχυσης από 3, σε 5 έως και 10 mg/kg.
- Σε ασθενείς με φυματίωση θεραπευόμενους με ινφλιξιμάμπη δεν υπάρχει αντένδειξη για ενδαρθρική ή συστηματική θεραπεία με κορτικοειδή. Τα γλυκοκορτικοειδή μπορούν να χορηγηθούν σε ασθενείς με κεγχροειδή φυματίωση και φυματιώδη μηνιγγίτιδα ή περικαρδίτιδα. Πάντως, επειδή η ριφαμπικίνη επιταχύνει την αποδόμηση των γλυκοκορτικοειδών, η δόση των κορτικοειδών πρέπει να αυξάνεται κατά 40%.
2.7.1.16 ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΑΛΛΕΡΓΙΚΩΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΩΝ ΙΝΦΛΙΞΙΜΑΜΠΗΣ
2.7.1.16.1 ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ
- 25 mg Fenistil ή Phenergan per os 2 φορές ημερησίως 3-4 ημέρες πριν από την έγχυση
- 500 mg παρακεταμόλης πριν από την έγχυση
- 250 mg υδροκορτιζόνης (Solu-Cortef) ΕΦ 30΄πριν από την έγχυση
Σε ασθενείς με προηγηθείσα αλλεργική αντίδραση :
- 50 mg Phenergan IM
- 300 mg ρανιτιδίνης per os
- 250 mg υδροκορτιζόνης ΕΦ
2.7.1.16.2 ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
- Διακοπή έγχυσης μέχρις ότου τα συμπτώματα υποχωρήσουν
- 50 mg Phenergan IM και 100-250 mg υδροκορτιζόνης ΕΦ
- Συνέχιση της έγχυσης με βραδύτερο βαθμό
2.7.1.17 ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ/ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΦΥΜΑΤΙΩΣΗΣ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥΣ ΓΙΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑ Ή ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΟΥΣ ΜΕ ΑΝΤΙ-TNF ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Η θεραπεία με αντι-TNF παράγοντες μπορεί να επηρεάσει την λειτουργία των μακροφάγων και το φυματιώδες κοκκίωμα, με αποτέλεσμα την διαφυγή του βάκιλλου του Koch από το κοκκίωμα και την διασπορά του σ΄ολόκληρο το σώμα. Συμπτώματα ενδεικτικά φυματιώδους λοίμωξης εμφανίζονται συνήθως μετά την 3η έγχυση του φαρμάκου.
2.7.1.17.1 Ασθενείς επιρρεπείς σε φυματίωση
Ο κίνδυνος της φυματίωσης αυξάνεται σε ασθενείς με λανθάνουσα φυματίωση (ή φυματιώδη λοίμωξη) ή μεγάλο κίνδυνο αναζωπύρωσης της φυματίωσης. Οι ασθενείς αυτοί μπορεί να έχουν :
- Ιστορικό φυματίωσης θεραπευθείσας πριν από το 1970 ή μη θεραπευθείσας τουλάχιστον επί 6 μήνες (στο διάστημα αυτό περιλαμβάνονται και 2 τουλάχιστον μήνες θεραπείας με τον συνδυασμό ριφαμπικίνης – πυραζιναμίδης)
- Θετική δοκιμασία Mantoux (η οποία έχει γίνει >10 χρόνια μετά τον τελευταίο εμβολιασμό με BCG) με πομφό διαμέτρου > 10 mm ή φλύκταινα, χωρίς ιστορικό ενεργού φυματίωσης ή αντιφυματικής θεραπείας, ή υπολειμματικές φυματιώδεις αλλοιώσεις >1 cm3, χωρίς την βεβαιότητα ότι έχει γίνει θεραπεία εκρίζωσης.
- Ο κίνδυνος φυματίωσης είναι μικρός σε ασθενείς με πρωτοπαθή φυματιώδη λοίμωξη (θετικοποίηση προηγουμένως αρνητικής Mantoux ή αύξηση της διαμέτρου του πομφού >10 mm σε ασθενείς που έχουν συγχρωτισθεί με πάσχοντες από φυματίωση). Πάντως, οι ασθενείς αυτοί πρέπει να ενημερώνονται για τον κίνδυνο της φυματίωσης και να αποφεύγουν την επαφή με πάσχοντες από φυματίωση.
- Άτομα με ιστορικό ενεργού φυματίωσης που ακολούθησαν αντιφυματική αγωγή επί 6 τουλάχιστον μήνες (στο διάστημα αυτό περιλαμβάνονται τουλάχιστον 2 μήνες θεραπείας με τον συνδυασμό ριφαμπικίνης – πυραζιναμίδης) δεν θεωρούνται ότι έχουν αυξημένο κίνδυνο αναζωπύρωσης της φυματίωσης.
- Ενεργό φυματίωση : Οι ασθενείς με υποψία ενεργού φυματίωσης πρέπει να υποβάλλονται σε πλήρη διαγνωστικό έλεγχο για φυματίωση και σε αντιφυματική αγωγή. Εάν υπάρχει υποψία φυματίωσης ή γνωστή φυματίωση, η θεραπεία με ινφλιξιμάμπη πρέπει να αναβάλλεται.
2.7.1.17.2 Εκτίμηση κινδύνου ανάπτυξης φυματίωσης
α) Ιστορικό : Πριν από την έναρξη της θεραπείας με ινφλιξιμάμπη, ο κίνδυνος λανθάνουσας ή ενεργού φυματίωσης πρέπει να προσδιορίζεται σε κάθε ασθενή με λεπτομερές ιστορικό, εστιασμένο στα εξής σημεία :
- Ημερομηνία τελευταίου εμβολιασμού με BCG (εάν έχει γίνει)
- Ιστορικό επαφής με πάσχοντες από φυματίωση (φυματίωση σε μέλη της οικογένειας, ακόμα και στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας του ασθενούς)
- Προέλευση ή μακροχρόνια παραμονή του ασθενούς σε χώρες όπου η φυματίωση ενδημεί
- Ιστορικό λανθάνουσας ή ενεργού φυματίωσης
- Προηγηθείσα αντιφυματική αγωγή (φάρμακα, δόσεις, διάρκεια θεραπείας) (εάν υπάρχει)
- Συστηματικά συμπτώματα και πνευμονικές ή/και εξωπνευμονικές εκδηλώσεις φυματίωσης
β) Απλή ακτινογραφία θώρακα (F/P) : Εάν δείξει ευρήματα ενδεικτικά υπολειμματικής φυματίωσης, συνιστάται αξονική τομογραφία θώρακα και συζήτηση με ειδικό, εάν χρειάζεται.
γ) Δοκιμασία Mantoux με 10 IU φυματίνης. Εάν προκαλέσει φλύκταινα, πρέπει να γίνεται αναζήτηση του β. Koch στο γαστρικό υγρό επί 3 συνεχείς ημέρες.
Οι ημερομηνίες των εξετάσεων αυτών και τα αποτελέσματα πρέπει να καταγράφονται στην κάρτα του ασθενούς στην έναρξη της θεραπείας με ινφλιξιμάμπη.
2.7.1.17.3 Θεραπεία λανθάνουσας – ενεργού φυματίωσης
2.7.1.17.3.1 ΧΗΜΕΙΟΠΡΟΦΥΛΑΞΗ (σε ασθενείς με λανθάνουσα φυματίωση, δηλ. θετική Mantoux όπως παραπάνω)
- Ισονιαζίδη μόνη της (4 mg/kg/24ωρο ή 300 mg/24ωρο). Εναλλακτικά, μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα παρακάτω σχήματα :
- Ριφαμπικίνη (10 mg/kg/24ωρο εφάπαξ) + πυραζιναμίδη (20 mg/kg/24ωρο εφάπαξ) ή
- Ριφαμπικίνη (10 mg/kg/24ωρο εφάπαξ) + ισονιαζίδη (4 mg/kg/24ωρο)
- Η χημειοπροφύλαξη πρέπει να διαρκεί 6 τουλάχιστον μήνες. Τέσσερις εβδομάδες μετά την έναρξη της χημειοπροφύλαξης μπορεί να αρχίσει η θεραπεία με ινφλιξιμάμπη.
2.7.1.17.3.2 ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΕΝΕΡΓΟΥ ΦΥΜΑΤΙΩΣΗΣ
- Ριφαμπικίνη (10 mg/kg/24ωρο εφάπαξ) + ισονιαζίδη (4 mg/kg/24ωρο) επί 9-12 μήνες ή
- Iσονιαζίδη (4 mg/kg/24ωρο) μόνη της Χ 9 μήνες, σε υπερήλικες και σε ασθενείς με ηπατικές επιπλοκές στη ριφαμπικίνη ή κίρρωση του ήπατος.
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ :
- Εάν υπάρχει υποτροπή ή υποψία φαρμακευτικής αντίστασης (ασθενείς από ενδημικές περιοχές) στη διάρκεια των 2 πρώτων μηνών της θεραπείας πρέπει να προστίθεται εθαμβουτόλη (20 mg/kg/24ωρο).
- Η διάρκεια της αντιφυματικής αγωγής πρέπει να ανέρχεται, για όλες τις περιπτώσεις, ανεξάρτητα από την εντόπιση των φυματιωδών αλλοιώσεων, σε 9-12 μήνες, κατά την κρίση του θεράποντα ιατρού.
- Η παρακολούθηση της αντιφυματικής θεραπείας πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τους βασικούς κανόνες της αντιφυματικής αγωγής.
- Η αντιφυματική αγωγή δεν πρέπει να αρχίζει σε νοσοκομειακές κλινικές όπου παρακολουθούνται άλλοι ασθενείς με ανοσοανεπάρκειες συνδεόμενες με την ινφλιξιμάμπη.
- Σε ασθενείς που έχουν θετικά πτύελα για β. Koch πριν από την έναρξη της αντιφυματικής αγωγής πρέπει να γίνεται αναζήτηση του μυκοβακτηριδίου 2 περίπου εβδομάδες μετά την έναρξη της θεραπείας.
- Λόγω έλλειψης σχετικών πληροφοριών, η επαναχορήγηση της ινφλιξιμάμπης μετά την αποθεραπεία της φυματιώδους λοίμωξης δεν συνιστάται. Εάν η θεραπεία με ινφλιξιμάμπη θεωρείται απαραίτητη, δεν πρέπει να επαναλαμβάνεται ενωρίτερα από 3 μήνες μετά το πέρας της αντιφυματικής αγωγής. Ακόμα, πριν από την συνέχιση της θεραπείας με ινφλιξιμάμπη, πρέπει να διαπιστώνεται κατά πόσον υπάρχει κλινική ή ακτινολογική ένδειξη ενεργού φυματίωσης και οι εργαστηριακές εξετάσεις για φυματίωση είναι αρνητικές. Οι ασθενείς που ξαναρχίζουν θεραπεία με ινφλιξιμάμπη πρέπει πιθανώς να θεραπεύονται μακροχρόνια με ισονιαζίδη μόνη της ή σε συνδυασμό με ριφαμπικίνη.
2.7.1.18 ΔΟΣΗ - ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ
Δόση :
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα : 3 mg/kg
- Νόσος Crohn, ψωριασική αρθρίτιδα, αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα: 5 mg/kg
2.7.1.18.1 ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
Θεραπευτικό σχήμα :
- 1η δόση : Εβδομάδα 0
- 2η δόση : Μετά 2 εβδομάδες
- 3η δόση : Μετά 4 εβδομάδες
- 4η δόση : Μετά 8 εβδομάδες
- Συνέχιση της αγωγής κάθε 8 εβδομάδες ή λιγότερο, ανάλογα με την διάρκεια της βελτίωσης.
Σε ασθενείς με ανεπαρκή ανταπόκριση, η ινφλιξιμάμπη μπορεί να χορηγηθεί σε δόση 10 mg/kg ή κάθε 4 εβδομάδες. Εάν ο ασθενής έχει υποτροπή των συμπτωμάτων του προ της παρέλευσης του διμήνου (δηλ. προ της επόμενης καθορισμένης δόσης), η έγχυση της ινφλιξιμάμπης μπορεί να γίνει ενωρίτερα (π.χ. κάθε 45 ημέρες).
Διάρκεια θεραπείας : H διάρκεια της θεραπείας με ινφλιξιμάμπη δεν έχει προσδιορισθεί. Η ινφλιξιμάμπη, μετά την διακοπή της, σχεδόν πάντα ακολουθείται από υποτροπή της νόσου, γι΄αυτό και πρέπει να συνεχίζεται εφ΄όσον έχει ικανοποιητική ανταπόκριση.
2.7.1.18.2 ΝΟΣΟΣ CROHN
Θεραπευτικό σχήμα :
- 5 mg/kg εφάπαξ (μία μόνο δόση)
- Μετά από 2 και 6 εβδομάδες μια επιπρόσθετη έγχυση 5 mg/kg σε ασθενείς με εντεροδερματικά συρίγγια.
Διάρκεια θεραπείας : Δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες για την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της θεραπείας με ινφλιξιμάμπη πέραν της μιας έγχυσης σε ασθενείς με νόσο του Crohn με μη συριγγιοποιημένη νόσο και 3 εγχύσεων, σε ασθενείς με εντεροδερματικά συρίγγια. Πάντως, μετά το βασικό θεραπευτικό σχήμα (1-3 δόσεις), οι εγχύσεις μπορούν να συνεχισθούν κάθε 2 μήνες, όπως στη ΡΑ, εφ΄ όσον δεν έχει προκύψει σημαντική κλινική βελτίωση και για να προληφθούν οι υποτροπές. Η συνολική διάρκεια της θεραπείας με ινφλιξιμάμπη στη νόσο Crohn, όπως και στη ΡΑ, δεν έχει προσδιορισθεί.
2.7.1.18.3 ΨΩΡΙΑΣΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
- Θεραπευτικό σχήμα : 5 mg/kg εβδομάδες 0, 2 6 και στην συνέχεια ανά 6-10 εβδομάδες.
- Η διάρκεια της θεραπείας με ινφλιξιμάμπη δεν έχει προσδιορισθεί.
2.7.1.18.4 ΑΓΚΥΛΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΠΟΝΔΥΛΙΤΙΔΑ
Θεραπευτικό σχήμα : 5 mg/kg εβδομάδες 0, 2 και 6 και στη συνέχεια να 6-10 εβδομάδες. Η διάρκεια της θεραπείας με ινφλιξιμάμπη δεν έχει προσδιορισθεί.
2.7.1.19 ΟΔΗΓΙΕΣ ΧΡΗΣΗΣ
Για την χορήγηση της ινφλιξιμάμπης πρέπει να χρησιμοποιείται σετ έγχυσης με εν σειρά αποστειρωμένο μη πυρετογόνο φίλτρο χαμηλής δέσμευσης των πρωτεϊνών (μέγεθος πόρων ≤1,2 mμ).
Υπολογισμός δόσης : Υπολογίστε τη δόση, τον αριθμό των φιαλιδίων και το συνολικό όγκο του ανασυσταθέντος διαλύματος ινφλιξιμάμπης που απαιτείται. Κάθε φιαλίδιο περιέχει 100 mg ινφλιξιμάμπης.
Ανασύσταση :
- Πραγματοποιήστε την ανασύσταση κάθε φιαλιδίου ινφλιξιμάμπης με 1Ο ml ενέσιμου ύδατος, χρησιμοποιώντας σύριγγα Νο 21 ή μικρότερη.
- Βγάλτε το πώμα από το φιαλίδιο και σκουπίστε το επάνω μέρος με βαμβάκι εμποτισμένο σε οινόπνευμα 70%.
- Βάλτε τη βελόνα της σύριγγας στο φιαλίδιο μέσο του κέντρου του λαστιχένιου πώματος και κατευθύνετε το ενέσιμο ύδωρ προς το γυάλινο τοίχωμα του φιαλιδίου.Μην χρησιμοποιήσετε το φιαλίδιο εάν αντιληφθείτε απουσία κενού αέρος.
- Ανακατέψτε ελαφρά το διάλυμα περιστρέφοντας το φιαλίδιο ανάμεσα στα χέρια σας έως ότου η λυοφιλοποιημένη σκόνη διαλυθεί εντελώς. Αποφύγετε την παρατεταμένη ή ισχυρή ανάδευση. Μην ανακινείτε το φιαλίδιο.
- Αφήστε το διάλυμα να ηρεμήσει για πέντε λεπτά.
Το διάλυμα πρέπει να είναι άχρωμο έως ανοικτό κίτρινο και οπαλίζον, ενώ μπορεί να αναπτύξει μερικά λεπτά και διαυγή σωματίδια, δεδομένου ότι η ινφλιξιμάμπη είναι πρωτεΐνη. Ο σχηματισμός αφρού κατά την ανασύσταση δεν είναι ασυνήθιστος. Μην χρησιμοποιήσετε το φιαλίδιο εάν παρατηρήσετε αδιαφανή σωματίδια, αλλαγή του χρώματος ή ξένα σωματίδια.
Αραίωση
- Αραιώστε τον συνολικό όγκο της ανασυσταθείσας δόσης του διαλύματος ινφλιξιμάμπης στα 250 ml με διάλυμα 0,9% χλωριούχου νατρίου.
- Αφαιρέστε από τον σάκο έκχυσης όγκο διαλύματος χλωριούχου νατρίου, ίσο με τον όγκο του ανασυσταθέντος διαλύματος ινφλιξιμάμπης που απαιτείται.
- Προσθέστε αργά το διάλυμα της ινφλιξιμάμπης έχοντας τοποθετήσει τον σάκο έγχυσης σε επίπεδη επιφάνεια.Ο συνολικός όγκος στο σάκο έγχυσης πρέπει να είναι 250 ml.
- Ανακατέψτε ελαφρά. Μην ανακινείτε.
- Χορηγήστε το διάλυμα σε διάστημα τουλάχιστο 2 ωρών (με ρυθμό έγχυσης όχι μεγαλύτερο από 2 ml/λεπτό).
ΜΗΝ ΕΓΧΕΕΤΕ την ινφλιξιμάμπη στον ίδιο ενδοφλέβιο σωλήνα ταυτόχρονα με άλλους παράγοντες.
ΠΕΤΑΞΤΕ οποιαδήποτε ποσότητα διαλύματος ινφλιξιμάμπης δεν χρησιμοποιήθηκε.
Παρακολούθηση ασθενούς
- Παρακολουθήστε το σφυγμό και την πίεση του ασθενούς κάθε 30΄.
- Εάν ο ασθενής παρουσιάσει σημαντική μεταβολή των ζωτικών του λειτουργιών (π.χ. πτώση αρτηριακής πίεσης) ή εκδηλώσεις ενδεικτικές υπερευαισθησίας (εξανθήματα, δυσχέρεια αναπνοής, υπόταση), η έγχυση πρέπει να διακόπτεται αμέσως, να γίνεται αξιολόγηση και αντιμετώπιση των συμπτωμάτων και να χορηγούνται, εάν χρειάζεται, παρακεταμόλη, αντιισταμινικά ή κορτικοστεροειδή. Εάν εμφανισθούν σημεία αναφυλαξίας (π.χ. βρογχόσπασμος), η έγχυση πρέπει να διακόπτεται αμέσως και να δίδεται η κατάλληλη αγωγή.
- Εάν η έγχυση διακοπεί εξαιτίας μιας αντίδρασης, η οποία δεν είναι σοβαρή και δεν χρειάζεται θεραπεία με αδρεναλίνη ή κορτικοστεροειδή, τότε μπορεί να συνεχισθεί με βραδύτερο ρυθμό.
2.7.1.20 ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ
Εμπορική ονομασία |
Μορφές-περιεκτικότητες |
Κατασκευαστής |
Remicade |
Vials 100 mg |
SCHERING-PLOUGH |
2.7.1.21 ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ
Το Remicade διατίθεται σαν λυόφιλη σκόνη (ινφλιξιμάμπη 100 mg) σε γυάλινα φιαλίδια μιας χρήσης, πωματισμένα με ελαστικά πώματα και κυάθια αλουμινίου προστατευόμενα με πλαστικά καλύμματα. Σαν έκδοχα περιέχει σακχαρόζη, πολυσορβικό 80, μονοβασικό και διβασικό φωσφορικό νάτριο. Η διάρκεια ζωής του Remicade ανέρχεται σε 24 μήνες. Το ανασυσταθέν διάλυμα για έγχυση παραμένει σταθερό επί 24 ώρες σε θερμοκρασία δωματίου (25ο C). Επειδή όμως δεν περιέχει συντηρητικά, η έγχυσή του συνιστάται να αρχίζει το συντομότερο δυνατόν και εντός 3 ωρών από της ανασύστασης και διάλυσής του. Εάν η ανασύσταση και διάλυση έχουν γίνει κάτω από άσηπτες συνθήκες, μπορεί να χρησιμοποιηθεί εντός 24 ωρών εάν φυλαχθεί σε θερμοκρασίες 2-8ο C. Επειδή δεν υπάρχουν μελέτες ασυμβατότητας, το Remicade δεν πρέπει να αναμιγνύεται με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα. Εάν παρατηρούνται συμπαγή σωματίτιδα ή άλλα ξένα σωμάτια ή αλλαγή του χρώματος το διάλυμα δεν πρέπει να χρησιμοποιείται.
2.7.1.22 ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΥΛΑΞΗ ΤΩΝ ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΩΝ
Τα φιαλίδια πρέπει να φυλάσσονται σε θερμοκρασία 2-8ο C (στο ψυγείο), αλλά να μην καταψύχονται. Το φάρμακο δεν πρέπει να χρησιμοποιείται μετά την ημερομηνία λήξης που αναγράφεται στη συσκευασία.
ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΙΝΦΛΙΞΙΜΑΜΠΗΣ
Η ινφλιξιμάμπη είναι πολύ αποτελεσματική σε ποικιλία ρευματικών και μη νοσημάτων, ιδιαίτερα στη ρευματοειδή και την ψωριασική αρθρίτιδα, την αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα και την νόσο Crohn.