Έρευνα

Γνωρίζετε αν διατρέχετε κίνδυνο οστεοπόρωσης;:

Φαινόμενα Raynaud: Παθογένεση

ΠΑΘΟΓΕΝΕΣΗ ΤΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ RAYNAUD

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Μία από τις φυσιολογικές απαντήσεις στο κρύο είναι η ελάττωση της δερματικής αιματικής ροής, η οποία οδηγεί σε μείωση της θερμότητας και διατήρηση της φυσιολογικής θερμοκρασίας του σώματος. Η δερματική αιματική ροή ρυθμίζεται από ένα σύμπλοκο σύστημα αλληλεπίδρασης, το οποίο περιλαμβάνει νευρικά σήματα, κυκλοφορούσες ορμόνες και μεσολαβητές απελευθερούμενους από τα κυκλοφορούντα κύτταρα και τα αιμοφόρα αγγεία.

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ 

Η αντίληψη της θερμοκρασίας είναι μία κρίσιμη λειτουργία του σωματοαισθητικού συστήματος, η οποία προστατεύει τον ανθρώπινο οργανισμό από ακραίες θερμικές καταστάσεις [McKemy DD, 2005].

Οι απαγωγές νευρικές ίνες του σωματοαισθητικού συστήματος ανιχνεύουν περιβαλλοντικά ερεθίσματα και, σε χαμηλές θερμοκρασίες, ενεργοποιούν τόσο τις Αδ –, όσο και τις απομυελινωμένες C– ίνες.

Οι ευαίσθητοι στη θερμοκρασία δίαυλοι ιόντων στους γαγγλιακούς νευρώνες των ραχιαίων ριζών επιτρέπουν στα δερματικά νεύρα να απαντήσουν τόσο στη θερμότητα, όσο και στο ψύχος.

O TRPM8 (Ttransient Receptor Potential Channel) είναι ένας δίαυλος ιόντων, ο οποίος, όταν ενεργοποιηθεί, επιτρέπει την είσδυση ιόντων Na+ και Ca2+ στα κύτταρα, οδηγώντας σε αποπόλωση και παραγωγή ενεργειακών δυναμικών, μέσω των οποίων ο άνθρωπος έχει την αίσθηση του κρύου [Schepers RJ et al, 2010]. Οι πρωτοπαθείς αυτοί απαγωγοί νευρώνες μετατρέπουν τα θερμικά ερεθίσματα σε δυναμικά ενέργειας, τα οποία αναμεταδίδουν αισθητικές πληροφορίες στον νωτιαίο μυελό και τον εγκέφαλο [McKemy DD et al, 2002].

Ο πρόσθιος υποθάλαμος του εγκεφάλου δρα ως θερμοστάτης, λαμβάνοντας πληροφορίες από περιφερικά σήματα και συντονίζοντας τις προσαγωγές απαντήσεις [Charkoudian N, 2003].

Τα αγγειοσυσπαστικά και αγγειοδιασταλτικά νεύρα τα επαγόμενα από το συμπαθητικό σύστημα νευρώνουν τα αρτηριόλια και ρυθμίζουν την τοπική δερματική αιματική ροή. Η αύξηση της αιματικής ροής επιτρέπει την απομάκρυνση της θερμότητας, ενώ η μείωση της δερματικής αιματικής ροής διατηρεί την θερμότητα του σώματος.

Ο ρόλος των νευροπεπτιδίων

Όπως και το ενδοθήλιο, οι απολήξεις των νεύρων αισθάνονται το μικροπεριβάλλον και απελευθερώνουν παράγοντες οι οποίοι συμβάλλουν στην ισορροπία μεταξύ διαστολής και σύσπασης των αγγείων [Generini S et al, 2005].

Το περιφερικό νευρικό σύστημα απελευθερώνει αγγειοδιασταλτικά (ουσία Ρ, αγγειοδραστικό εντερικό πεπτίδιο, πεπτίδιο σχετιζόμενο με το γονίδιο της καλσιτονίνης) και αγγειοσυσπαστικά (σωματοστατίνη, νευροπεπτίδιο Υ) νευροπεπτίδια.

Το συμπαθητικό νευρικό σύστημα είναι ο κυριότερος μεσολαβητής της αγγειοσύσπασης στο δέρμα μέσω απελευθέρωσης νορεπινεφρίνης [Flavahan NA and Vanhouette PM, 1986].

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΓΓΕΙΑΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ

Η αντιδραστικότητα των αιμοφόρων αγγείων ελέγχεται από ένα πολύπλοκο διαδραστικό σύστημα, το οποίο περιλαμβάνει νευρωνικά σήματα, κυκλοφορούσες ορμόνες και μεσολαβητές απελευθερούμενους από κύτταρα και αιμοφόρα αγγεία.  

Όταν ένα τμήμα ή ολόκληρο το ανθρώπινο σώμα εκτεθεί στο κρύο, η δερματική αιματική ροή περιορίζεται για να προληφθεί η απώλεια θερμότητας. Η απάντηση αυτή του οργανισμού στο ψύχος επάγεται μέσω αντανακλαστικής ενεργοποίησης του συμπαθητικού νευρικού συστήματος και άμεσης δράσης του ψύχους στα δερματικά αιμοφόρα αγγεία [Flavahan NA et al, 2003].

Η περαιτέρω θερμορύθμιση επιτυγχάνεται μέσω αρτηριοφλεβωδών αναστομώσεων (AVA), οι οποίες επιτρέπουν την διαφυγή του αίματος από τα αρτηριόλια στα φλεβίδια.

Οι φυσιολογικοί λείοι μύες του τοιχώματος των αρτηριών διαθέτουν εγγενή συσπαστική δραστηριότητα (φασική και τονική), η οποία μπορεί να είναι σχετικά μεγάλη (όπως η στεφανιαία κυκλοφορία), έως χαμηλή ή ανύπαρκτη (όπως η πνευμονική κυκλοφορία).  

Η εγγενής αυτή δραστηριότητα μπορεί να αυξηθεί μετά από ενεργοποίηση των λείων μυικών κυττάρων των αγγείων από αγγειοσυσπαστικούς αγωνιστές ή από μεταβολές του τοπικού κυτταρικού περιβάλλοντος, σαν απάντηση σε αύξηση της διατοιχωματικής πίεσης.

Παράλληλα, οι αγγειοδιασταλτικοί αγωνιστές και οι τοπικές περιβαλλοντικές μεταβολές (ισχαιμία) μπορεί να μειώσουν την μυογενή δραστηριότητα. Το ψύχος ενεργοποιεί την αγγειοσύσπαση, αυξάνοντας εκλεκτικά την σύσπαση των λείων μυικών ινών των αγγείων στην νορεπινεφρίνη [Flavahan NA and Vanhouette PM, 1986]. Η αγγειοσύσπαση εξαρτάται από την τοπική ενεργοποίηση των αδρενεργικών νεύρων και από την αύξηση του αριθμού και της συγγένειας των μετασυναπτικών α-2 υποδοχέων στα δερματικά αγγεία.  

Ο ρόλος των ενδοθηλιακών κυττάρων

Αν και οι λείες μυικές ίνες των αγγείων μπορεί να απαντήσουν άμεσα στις κυκλοφορούσες ορμόνες ή σε περιβαλλοντικά ερεθίσματα, ο φυσιολογικός έλεγχος της δραστηριότητας των λείων μυικών ινών επάγεται έμμεσα από τα ενδοθηλιακά κύτταρα.

Το νιτρικό οξείδιο (ΝΟ) το προερχόμενο από το ενδοθήλιο συμβάλλει στην προστατευτική αυτή δράση αναστέλλοντας την σύσπαση των λείων μυικών ινών των αγγείων, τον πολλαπλασιασμό και την μετανάστευση [Garg UC and Hassid A, 1989; Flavahan NA and Vanhouette PM, 1995].

Το NOεπίσης αναστέλλει την άθροιση και διεγείρει την αποσυσσωμάτωση των αιμοπεταλίων και αναστέλλει την συγκόλληση των αιμοπεταλίων, των λεμφοκυττάρων και των ουδετεροφίλων στην επιφάνεια των ενδοθηλιακών κυττάρων [Moncada S et al, 1991].

Ακόμα, τα ενδοθηλιακά κύτταρα απελευθερώνουν αγγειοδιασταλτικούς παράγοντες (προστακυκλίνη) και ενδοθηλίνη–1, η οποία έχει δυνητικές αγγειοσυσπαστικές ιδιότητες.

Τόσο η προστακυκλίνη, όσο και η ενδοθηλίνη πιστεύεται ότι δρούν στην αγγειακή αναδόμηση [Kirchengast M et al, 1999].

Ο ρόλος των ενδαγγειακών παραγόντων

Η αγγειακή αντιδραστικότητα μπορεί να επηρεασθεί και από άλλους παράγοντες, όπως :

  • η διατμητική τάση
  • αγγειοδραστικές ουσίες απελευθερούμενες στη διάρκεια της ενεργοποίησης των αιμοπεταλίων (θρομβοξάνη, σεροτονίνη)
  • οι μεταβολές της γλοιότητας του αίματος και
  • οι μεταβολές των ρεολογικών ιδιοτήτων του αίματος, όπως η μεταβολή της παραμορφωσιμότητας των ερυθρών αιμοσφαιρίων.

Η λειτουργία του ινωδολυτικού συστήματος φαίνεται ότι είναι φυσιολογική σε ασθενείς με πρωτοπαθή RP [Herrick AL et al, 1996].

Οιστρογόνα

Τα οιστρογόνα μπορεί να παίζουν ρόλο ως μεσολαβητές των μεταβολών του αγγειακού τόνου. Οι επιδημιολογικές μελέτες υποστηρίζουν ότι η χρήση των οιστρογόνων σχετίζεται με τα RP, αλλά οι βιολογικές ενδείξεις δείχνουν ότι τα οιστρογόνα μπορεί να έχουν αγγειοδιασταλτικές ιδιότητες [Fraenkel L et al, 1998].

Η οξεία και χρόνια χορήγηση οιστρογόνων έχει κάποια θετική δράση στην διάταση την επαγόμενη από την ροή στη βραχιόνια αρτηρία [Lekakis J et al, 1998; Lekakis J et al, 1998].

ΠΡΩΤΟΠΑΘΗ RP  

Ο ρόλος των α-αδρενεργικών υποδοχέων

Σε ασθενείς με πρωτοπαθή RP, η αυξημένη ευαισθησία σε χαμηλές θερμοκρασίες φαίνεται ότι επάγεται εν μέρει από παθολογικές α- αδρενεργικές απαντήσεις, ιδιαίτερα στους α-2 υποδοχείς.

Οι α-υποδοχείς είναι αυξημένοι στις μικρές αρτηρίες των φυσιολογικών ατόμων, ιδιαίτερα στις δερματικές αρτηρίες και φλέβες [Flavahan NA et al, 1987].

Στον άνθρωπο, οι «εκλεκτικοί» α-1 και α-2 αδρενεργικοί αγωνιστές μειώνουν σημαντικά την ροή του αίματος στο δέρμα των δακτύλων [Coffman JD et al, 1988; Ekenvall L et al, 1988].

Σε μία σειρά 23 ασθενών με πρωτοπαθή RP, ο αριθμός των δακτύλων που παρουσίασαν αγγειοσυσπαστικές προσβολές εκ ψύχους μειώθηκε σημαντικά με την χρήση της υοχιμβίνης (αναστολέας των α-2 αδρενεργικών υποδοχέων), συγκριτικά με την πραζοσίνη (αναστολέας των α-1 αδρενεργικών υποδοχέων) (0.3 vs 2.3 δάκτυλα) [Freedman RR et al, 1995].

Σε μερικές μελέτες, οι απαντήσεις στους «εκλεκτικούς» α-2 αδρενεργικούς αγωνιστές είτε αυξήθηκαν, είτε δεν μεταβλήθηκαν σε ασθενείς με RP, συγκριτικά με μάρτυρες, ενώ οι απαντήσεις στους «εκλεκτικούς» α-1 αδρενεργικούς αγωνιστές περιορίσθηκαν, αυξήθηκαν ή δεν μεταβλήθηκαν [Freedman RR et al, 1995 ; Freedman RR et al, 1993; Lindblad LE et al, 1989].

Οι υπότυποι των α-2 υποδοχέων (α 2A, 2B και 2C) παρουσιάζουν διαφορετική ευαισθησία στο ψύχος. Σύμφωνα με πειραματικά δεδομένα, ο α2-υπότυπος ευθύνεται για την θερμορυθμιστική λειτουργία των α-2 υποδοχέων [Chotani MA et al, 2000], ένδειξη ότι οι μεταβολές του τύπου της έκφρασης των υπότυπων αυτών μπορεί να τροποποιήσει την ευαισθησία των α-2 υποδοχέων στη διάρκεια της έκθεσης στο ψύχος, αλλά όχι σε φυσιολογικές θερμοκρασίες.

Οι α 2C-αδρενοϋποδοχείς παίζουν κυρίαρχο ρόλο στην σύσπαση των δερματικών αρτηριών μετά από έκθεση σε μέτριας έντασης ψυχρά ερεθίσματα [Chotani MA et al, 2004].

Κάτω από φυσιολογικές θερμοκρασίες (37ºC), οι α-2 αδρενοϋποδοχείς είναι εναποθηκευμένοι μέσα στην συσκευή του Golgi απ΄ όπου, μετά από έκθεση στο κρύο, μεταφέρονται στην επιφάνεια των κυττάρων και συμβάλλουν στην αδρενεργική συσπαστική απάντηση.

Rho/Rhoκινάση – πρωτεϊνική τυροσινική κινάση

Τα ψυχρά ερεθίσματα προκαλούν ενεργοποίηση της οδού της Rho/ Rho κινάσης, η οποία οδηγεί σε μετακίνηση των α-2 αδρενοϋποδοχέων από το σύμπλοκο του Golgiστην μεμβράνη του πλάσματος, σε συνδυασμό με αύξηση της ευαισθησίας των συσταλτικών πρωτεϊνών στο Ca++[Bailey SR et al, 2004].

Το αρχικό ερέθισμα για την σηματοδότηση της Rho/Rho κινάσης μπορεί να είναι η ταχεία αύξηση των ειδών αντιδραστικού οξυγόνου (ROS) στα κύτταρα των λείων μυών μετά από έκθεση στο ψύχος (28ºC) [Bailey SR et al, 2005].

Η σύσπαση των αγγείων μπορεί να ενεργοποιήσει έναν κύκλο ισχαιμίας και επαναιμάτωσης, με περαιτέρω παραγωγή ROS και συνεπακόλουθη ενεργοποίηση της οδού της Rho/Rhoκινάσης, οδηγώντας σε επανειλημμένες αγγειοσυσπαστικές προσβολές.

Σε ασθενείς τόσο με πρωτοπαθή, όσο και δευτεροπαθή RP, οι αυξημένες συσπαστικές απαντήσεις στους α -2 αδρενεργικούς αγωνιστές και τα ψυχρά ερεθίσματα συνδέονται με αύξηση της δραστηριότητας της πρωτεϊνικής τυροσινικής κινάσης (PTK) και φωσφορυλίωση της τυροσίνης [Furspan PB et al, 2005; Furspan PB et al, 2004]. Οι διαταραχές αυτές μπορεί να ερμηνεύσουν την αγγειακή αντιδραστικότητα την προκαλούμενη από το ψύχος.  

Πεπτίδιο σχετιζόμενο με το γονίδιο της καλσιτονίνης

Στο δέρμα ασθενών με πρωτοπαθή RP και συστηματική σκλήρυνση έχει παρατηρηθεί σημαντική μείωση του αριθμού των ανοσοαντιδραστικών νευρώνων του πεπτιδίου του σχετιζόμενου με το γονίδιο της καλσιτονίνης (BunkerCBetal, 1990).

Ενδοθηλίνη

H ενδοθηλίνη, η οποία επάγει τις αγγειοδιασταλτικές και αγγειοσυσπαστικές δραστηριότητες μέσω πολλαπλών υποδοχέων, συμμετέχει στον έλεγχο της αιματικής ροής και του αγγειακού τόνου στο ανθρώπινο δέρμα και στην παθολογική αγγειοσυσπαστική απάντηση σε ασθενείς με RP και συστηματική σκληροδερμία. Σε ασθενείς με πρωτοπαθή RP, η σύσπαση των αγγείων συνδέεται με αύξηση των συγκεντρώσεων της ενδοθηλίνης – 1 (Zamora MR et al, 1990).

Η ετερογένεια των υποδοχέων της ενδοθηλίνης στα αγγεία του δέρματος δείχνει ότι η ενδοθηλίνη παίζει ρόλο ως αυτοκρινής/ παρακρινής ρυθμιστής των αγγειοσυσπαστικών και αγγειοδιασταλτικών οδών στο ανθρώπινο δέρμα.

Η παρουσίαπεριοχών σύνδεσης στην επιδερμίδα και τους θύλακες των τριχών, είναι ένδειξη ότι η ενδοθηλίνη έχει μιτογενική λειτουργία στο ανθρώπινο δέρμα. Σε μία μελέτη, η πυκνότητα των περιοχών σύνδεσης της ενδοθηλίνης ήταν σημαντικά μεγαλύτερη στα μικροαγγεία του δέρματος ασθενών με συστηματική σκλήρυνση, όχι όμως σε ασθενείς με RP, συγκριτικά με μάρτυρες (Knock GA et al, 1993). Η αδυναμία μειορύθμισης των υποδοχέων της ενδοθηλίνης ενδέχεται να συμβάλλει στην παθογένεση του αγγειόσπασμου σε ασθενείς με RP και συστηματική σκλήρυνση.

Σε άλλες μελέτες δεν έχει παρατηρηθεί μεταβολή της δραστηριότητας της ενδοθηλίνης–1 [Knock GA et al, 1993; Bottomley W and Goodfield M, 1994] και της ενδοθηλιακής διατατικής δραστηριότητας [Khan F and Coffman JD, 1994] ή αύξηση της δραστηριότητας της 5-υδροξυτρυπταμίνης [Coffman JD and Cohen RA, 1990].

Η αγγειακή νόσος γενικά συνδέεται με μειωμένο προστατευτικό ρόλο του ενδοθηλίου και μείωση της δραστηριότητας του νιτρικού οξειδίου (ΝΟ) [Flavahan NA and Vanhouette PM, 1995]. Η μειωμένη δραστικότητα του ΝΟ μπορεί στην συνέχεια να συμβάλλει στην επιδείνωση της αγγειοσύσπασης.

Γενετικοί παράγοντες

Σε μία μελέτη 6 οικογενειών με πολλαπλά μέλη πάσχοντα από πρωτοπαθή RP ανευρέθησαν 5 πιθανές χρωμοσωμικές περιοχές περιέχουσες γονίδια εμπλεκόμενα στην επιρρέπεια για την ανάπτυξη πρωτοπαθών RP (Susol E et al, 2000) :

  • 21.4 cMστο χρωμόσωμα 6q13-6q23.3 (D6S261; P = 0.0004)
  • 10.2 cMστο χρωμόσωμα 7p22-7p15 (D7S664; P = 0.014)
  • 1.6 cMστο χρωμόσωμα 9p23-9p22 (D9S156; P = 0.0075)
  • 5.1 cMστο χρωμόσωμα 17p13.1-17p12 (D17S1791; P = 0.036) και
  • 11.8 cMστο χρωμόσωμα Xp11.4-Xp11.23 (DXS8054; P = 0.006).

ΔΕΥΤΕΡΟΠΑΘΗ RP 

Βλάβες/δυσλειτουργία ενδοθηλίου

Στα δευτεροπαθή RP, η υποκείμενη αγγειακή νόσος μπορεί να διαταράσσει τους φυσιολογικούς μηχανισμούς οι οποίοι ευθύνονται για τον έλεγχο της αγγειακής αντιδραστικότητας. Π.χ. στην SSc, οι αλλοιώσεις του μικροαγγειακού συστήματος σχετίζονται με ίνωση του έσω αγγειακού χιτώνα και δυσλειτουργία του ενδοθηλίου [Wigley FM, 2009].

Οι βλάβες/δυσλειτουργία των ενδοθηλιακών κυττάρων φαίνεται ότι επισυμβαίνουν στα πρώιμα στάδια της νόσου και συνδέονται με αυξημένη συγκόλληση των αιμοπεταλίων, μειωμένη αποθήκευση του παράγοντα vonWillebrand και κατακράτηση αδενοσίνης [Kazandjian S et al, 1982; Pearson JD, 1991; Freemont AJ et al, 1992; Prescott RJ et al, 1992; Blann AD et al, 1993; Herrick AL et al, 1996].

Η αυξημένη δραστηριότητα των ειδών του αντιδραστικού οξυγόνου (ROS) η οποία ακολουθεί τις ισχαιμικές αλλοιώσεις μπορεί στη συνέχεια να μεταβάλει την έκφραση των υποδοχέων των λείων μυικών ινών και την αγγειακή λειτουργία [Matucci Cerinic M et al, 2002].

Πάντως, σε ασθενείς με SSc, η αυξημένη αγγειακή αντιδραστικότητα δεν οφείλεται πάντοτε σε διαταραχές της ενδοθηλιακής λειτουργίας ή σε ινωτικές αλλοιώσεις. Π.χ. εκλεκτική αύξηση της αντιδραστικότητας των α2 - αδρενεργικών υποδοχέων στα αρτηριόλια του δέρματος ασθενών με συστηματική σκληροδερμία μπορεί να παρατηρηθεί ακόμα και αν τα ενδοθηλιακά κύτταρα λειτουργούν φυσιολογικά [Flavahan NA et al, 2000].

Σε ασθενείς με εντοπισμένη και διάχυτη συστηματική σκληροδερμία έχει σημειωθεί αύξηση της σήμανσης των ενδοθηλιακών κυττάρων των τριχοειδών του δέρματος με [3H] θυμιδίνη, ένδειξη βλάβης και αποκατάστασης των κυττάρων αυτών [Fleischmajer R et al, 1977].

Νιτρικό οξείδιο

Σε σκληροδερματικούς ασθενείς, οι ενδαρτηριακές εγχύσεις L - αργινίνης και νατριούχου νιτροπρουσσίδης εμείωσαν σημαντικά την εμφάνιση των πειραματικά προκαλούμενων RP, ένδειξη ότι η αύξηση των συγκεντρώσεων του ΝΟ παίζει ρόλο στην θεραπεία της σκληροδερμίας (Freedman RR et al, 1999].   

Ενδοθηλίνη

Σε σκληροδερματικούς ασθενείς έχουν ανευρεθεί αυξημένα επίπεδα ενδοθηλίνης στο πλάσμα μετά από έκθεση στο ψύχος και αυξημένη σύνθεση κολλαγόνου (Kahaleh MB, 1991).

Ακόμα, αύξηση των επιπέδων της ενδοθηλίνης–1, όπως και των σημείων σύνδεσής της έχει παρατηρηθεί στο δέρμα ασθενών με SSc (Vancheeswaran R etal, 1994).

Στα μικροαγγεία του δέρματος ασθενών με πρωτοπαθή RP και συστηματική σκληροδερμία η έκφραση των υποδοχέων της ενδοθηλίνης  είναι αυξημένη [Kahaleh MB, 1991; Knock GA et al, 1993].

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η αντίληψη της θερμοκρασίας είναι μια κρίσιμη λειτουργία του σωματοαισθητικού συστήματος η οποία προστατεύει το ανθρώπινο σώμα από ακραίες θερμικές καταστάσεις

Οι προσαγωγές νευρικές ίνες του συστήματος αυτού ανιχνεύουν τα περιβαλλοντικά ερεθίσματα και, σε χαμηλές θερμοκρασίες, ενεργοποιούν τις Αδ- και τις απομυελινωμένες C- ίνες.

Οι ευαίσθητοι στη θερμοκρασία δίαυλοι ιόντων σε ορισμένους γαγγλιακούς νευρώνες των ραχιαίων ριζών επιτρέπουν στα δερματικά νεύρα να απαντήσουν σε θερμά και ψυχρά ερεθίσματα.

Όπως το ενδοθήλιο, οι απολήξεις των νεύρων αισθάνονται το μικροπεριβάλλον και απελευθερώνουν παράγοντες οι οποίοι συμβάλλουν στην ισορροπία μεταξύ αγγειοδιαστολής και αγγειοσύσπασης.

Η αντιδραστικότητα των αιμοφόρων αγγείων είναι κάτω από τον έλεγχο ενός σύμπλοκου διαδραστικού συστήματος, το οποίο περιλαμβάνει νευρωνικά σήματα, κυκλοφορούσες ορμόνες και μεσολαβητές απελευθερούμενους από κύτταρα και αιμοφόρα αγγεία.

Οι λείες μυικές ίνες των αγγείων μπορεί να απαντήσουν άμεσα σε κυκλοφορούσες ορμόνες ή σε περιβαλλοντικά ερεθίσματα, αλλά ο φυσιολογικός έλεγχος της δραστηριότητας των λείων μυικών ινών επάγεται άμεσα από τα ενδοθηλιακά κύτταρα

Η αγγειακή αντιδραστικότητα μεταβάλλεται επίσης από διατμητικές δυνάμεις, αγγειοδραστικούς παράγοντες οι οποίοι απελευθερώνονται στην διάρκεια της ενεργοποίησης των αιμοπεταλίων (θρομβοξάνη, σεροτονίνη) και μεταβολές της γλοιότητας του δέρματος και των ρεολογικών ιδιοτήτων του αίματος, όπως της παραμορφωσιμότητας των ερυθρών αιμοσφαιρίων.

Τα RP είναι μία υπερβολική αγγειακή απάντηση σε χαμηλές θερμοκρασίες ή συγκινησιακά στρες. Ο υποκείμενος μηχανισμός των πρωτοπαθών RP πιστεύεται ότι είναι η ανώμαλη αγγειοσύσπαση των δακτυλικών αρτηριών και των δερματικών αρτηριολίων, οφειλόμενη σε τοπικές ανωμαλίες των φυσιολογικών αγγειακών απαντήσεων.

Τα πρωτοπαθή RP υπάρχουν ενδείξεις ότι οφείλονται σε αύξηση των απαντήσεων στους α-2 αδρενεργικούς υποδοχείς στα αγγεία του δέρματος και των δακτύλων.

Πολλά νοσήματα, φάρμακα και περιβαλλοντικοί παράγοντες συνδέονται με δευτεροπαθή RP (ΠΙΝΑΚΑΣ 1). Στα δευτεροπαθή RP πιστεύεται ότι το υποκείμενο αγγειακό νόσημα διακόπτει τους φυσιολογικούς μηχανισμούς που ευθύνονται για τον έλεγχο της αγγειακής αντιδραστικότητας.

 

LAST UPDATE 18/4/13



Who is who

Θέματα

Συλλογή Φωτογραφιών

Τι είναι ο ρευματολόγος

Βότανα-Φυσικές ουσίες