Φαινόμενα Raynaud: Ιστορία
ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ RAYNAUD: ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ιστορία της τριχοειδοσκόπησης άρχισε από τις παρατηρήσεις ενός Ιταλού γιατρού, του Giovanni Rasori (1766-1837), ο οποίος παρατήρησε με ένα μεγεθυντικό γυαλί και περιέγραψε την στενή συσχέτιση μεταξύ φλεγμονής του επιπεφυκότα και της παρουσίας μιάς «inextricable knot of capillary loops».
Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι Brown και O’Leary χρησιμοποίησαν την τριχοειδοσκοπική ανάλυση για να παρατηρήσουν με λεπτομέρειες τις ανωμαλίες που χαρακτηρίζουν την προσβολή της μικροαγγείωσης στην διάρκεια των φαινομένων Raynaud (RP) σε ασθενείς με συστηματική σκλήρυνση (SSc) (Brown GE and O’ Leary PA, 1925).
Το 1973, οι Hildegard Maricq και Carwyle Le Roy δημοσίευσαν το πρώτο άρθρο στο περιοδικό Arthritis & Rheumatism, όπου περιέγραψαν τους ειδικούς τριχοειδοσκοπικούς τύπους στην SSc, όπως και τις μεταβολές της αιματικής ροής στα τριχοειδή στη διάρκεια της έκθεσης στο ψύχος τόσο στα πρωτοπαθή, όσο και τα δευτεροπαθή RP (Maricq HR and Leroy EC, 1973; Maricq HR et al, 1976)
Τον 21ο αίώνα, οι Cutolo και συν. διέκριναν 3 μείζονες τριχοειδοσκοπικούς (NVC) τύπους στην κοίτη των ονύχων των ασθενών με SSc, («πρώιμο», «ενεργό» και «όψιμο») οι οποίοι αντανακλούν την πρόοδο των μικροαγγειακών ανωμαλιών στην κατάσταση αυτή (Cutolo M et al, 2000).
Τα φαινόμενα Raynaud (RP) συνίστανται σε υπερβολική αγγειακή απάντηση σε χαμηλές θερμοκρασίες ή συγκινησιακό στρες. Κλινικά, τα RPεκδηλώνονται με σαφώς αφοριζόμενες χρωματικές αλλαγές του δέρματος των δακτύλων των χεριών ή των ποδιών.
Ο υποκείμενος μηχανισμός πιθανολογείται ότι είναι η ανώμαλη αγγειοσύσπαση των δακτυλικών αρτηριών και των αρτηριολίων του δέρματος, η οποία οφείλεται σε τοπικές διαταραχές της φυσιολογικής αγγειακής απάντησης [WigleyFM, 2002].
Ανάλογα με την υποκείμενη αιτιολογία τους, τα RP διακρίνονται σε πρωτοπαθή και δευτεροπαθή. Τα RP θεωρούνται ιδιοπαθή όταν οι εκδηλώσεις τους παρατηρούνται μόνες τους, χωρίς να συνδέονται με υποκείμενο νόσημα. Ως δευτεροπαθή ορίζονται τα RP τα οποία συνδέονται με υποκείμενα νοσήματα, όπως ο ΣΕΛ και η συστηματική σκληροδερμία.