Ανακίνρα (Kineret)
Το ανακίνρα είναι ο πρώτος ανταγωνιστής του υποδοχέα της ανθρώπινης IL-1 που χρησιμοποιήθηκε στη θεραπεία της ΡΑ.Eίναι ένας μη γλυκοζυλιωμένος τύπος ανταγωνιστή του υποδοχέα της ανθρώπινης IL-1 (IL-1Ra), παραγόμενος με τεχνολογία ανασυνδυασμένου DNA σε σύστημα έκφρασης της Ε. coli. Διαφέρει από την φυσική ανθρώπινη IL-1Ra στο ότι έχει προστεθεί ένα απλό υπόλειμμα μεθειονίνης στο τελικό άκρο της αμινομάδας. Αποτελείται από 153 αμινοξέα και έχει μοριακό βάρος 17 kD.
ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ
Το ανακίνρα μπλοκάρει την βιολογική δραστηριότητα της IL-1 αναστέλλοντας ανταγωνιστικά την σύνδεσή της με τον υποδοχέα της IL-1 τύπου Ι (IL-1RI), ο οποίος εκφράζεται σε μεγάλη ποικιλία ιστών και οργάνων. Η παραγωγή της IL-1 διεγείρεται σε απάντηση σε φλεγμονώδη ερεθίσματα και επάγει διάφορες φυσιολογικές απαντήσεις, όπως φλεγμονώδεις και ανοσολογικές. Η IL-1 μπορεί να προκαλέσει αποδόμηση του αρθρικού χόνδρου μέσω ταχείας απώλειας των πρωτεογλυκανών, όπως και διέγερση της οστικής απορρόφησης. Τα επίπεδα του IL-1RI που φυσιολογικά ανευρίσκεται στον υμένα και το αρθρικό υγρό των ασθενών με ΡΑ δεν επαρκούν για να ανταγωνισθούν τις αυξημένες ποσότητες της τοπικά παραγόμενης IL-1 (Deleuran BW et al, 1992; Firestein GS et al, 1994; Chomarat P et al, 1995).
ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ-ΤΡΟΠΟΣ ΔΡΑΣΗΣ
In vitro :
- Αναστέλλει την παραγωγή της PGΕ2 από την IL-1 και τον TNF-α και της κολλαγενάσης από ανθρώπινα υμενοκύτταρα (Burger D et al, 1998)
- Αναστέλλει την παραγωγή προσταγλανδινών και κολλαγενάσης από ινοβλάστες και υμενοκύτταρα (Balavoine JF et al, 1986)
- Καταστέλλει την παραγωγή της ενεργοποιημένης από την IL-1 μεταλλοπρωτεϊνάσης της θεμέλιας ουσίας και την παραγωγή προσταγλανδινών από τα χονδροκύτταρα (Smith RJ et al, 1991).
- Αναστέλλει την συγκέντρωση των λευκών αιμοσφαιρίων και την απώλεια των πρωτεογλυκανών του χόνδρου την επαγόμενη από ενδαρθρικά ενεθείσα IL-1, εάν χορηγηθεί ενδοφλέβια σε κουνέλια (Henderson B et al, 1991).
In vivo :
- Αναστέλλει την αρθρική διόγκωση, σε αρουραίους με αρθρίτιδα από κυτταρικό τοίχωμα στρεπτοκόκκων (Schwab JH et al, 1991)
- Προλαβαίνει πλήρως την καταστολή της σύνθεσης των πρωτεογλυκανών (van de Loo FAJ et al, 1995) και την murine αρθρίτιδα την επαγόμενη από ανοσοσυμπλέγματα (van Lent PLEM et al, 1995) και κολλαγόνο (Wooley PH et al, 1993; Joosten LAB et al, 1996), μετά από ενδοπεριτοναϊκή χορήγησή της.
- Έχει συνεργική ή αθροιστική δράση με την μεθοτρεξάτη, σε αρουραίους με αρθρίτιδα από ανοσοενισχυτικό (Bendele A et al, 1999)
- Μειώνει τις μονοπυρηνικές διηθήσεις του αρθρικού υμένα σε ασθενείς με ΡΑ (Cunnane G et al, 1999; Cunnane G et al, 2001)
- Αναστέλλει την καταστροφή του χόνδρου και του οστού σε ποντικούς με κολλαγονο-επαγόμενη αρθρίτιδα τύπου ΙΙ (Joosten LAB et al, 1999).
Γονιδιακή θεραπεία : Η ανθρώπινη γονιδιακή πρωτεΐνη της IL-1Ra, ενιέμενη στα γόνατα κουνελιών με αντιγονο-επαγόμενη αρθρίτιδα, αυξάνει την γονιδιακή έκφραση κατά 5 φορές στις φλεγμαίνουσες, παρά στις μη φλεγμαίνουσες, αρθρώσεις και μειώνει σημαντικά τον βαθμό της αρθρικής βλάβης και, λιγότερο, της φλεγμονής (Otani K et al, 1996).
Παρόμοια, η μεταφορά του ανθρώπινου γονιδίου της IL-1Ra στα υμενοκύτταρα αρουραίων με υποτροπιάζουσα αρθρίτιδα από κυτταρικό τοίχωμα στρεπτοκόκκων μειώνει σημαντικά την βαρύτητα της αρθρίτιδας και εν μέρει τις διαβρώσεις των οστών και των χόνδρων (Ma-karov SS et al, 1996). Κατ΄άλλους, η μεταφορά του ανθρώπινου γονιδίου της IL-1Ra σε ποντικούς αποτρέπει σχεδόν πλήρως την κολλαγονο-επαγόμενη υμενίτιδα στις αρθρώσεις των γονάτων που περιέχουν ανθρώπινα κύτταρα παράγοντα IL-1Ra (Bakker AC et al, 1997).
2.7.4.3 ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ
- Δεν επηρεάζει την γονιμότητα, την πρώιμη ανάπτυξη, την ανάπτυξη του εμβρύου/κυήματος ή την περιγεννητική και μεταγεννητική ανάπτυξη των επίμυων, σε δόσεις έως και 100 φορές μεγαλύτερες της ανθρώπινης δόσης. Σε 100πλάσιες δόσεις δεν επηρεάζει την ανάπτυξη του εμβρύου/κυήματος κουνελιών.
- Δεν προκαλεί μεταλλάξεις σε γονίδια κυττάρων βακτηρίων ή θηλαστικών.
- Δεν αυξάνει την επίπτωση των χρωμοσωμικών ανωμαλιών ή τους μικροπυρήνες των κυττάρων του μυελού των οστών, σε ποντικούς.
- Δεν είναι γνωστό κατά πόσον έχει καρκινογόνο δράση. Σε ποντικούς που εκφράζουν υπερβολικά IL-Ira και μεταλλαγμένους knock-out ποντικούς με IL-Ira, δεν έχει ογκογόνο δράση.
- Δεν τροποποιεί το τοξικολογικό ή φαρμακοκινητικό περίγραμμα της μεθοτρεξάτης, σε επίμυς.
2.7.4.4 ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ
Σε υγιείς εθελοντές η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα του ανακίνρα, μετά την εφάπαξ υποδόρια ένεση 70 mg (η = 11), ανέρχεται σε 95%. Μετά από την υποδόρια χορήγησή του σε κλινικά σχετιζόμενες δόσεις (1-2 mg/kg·n =18), το ανακίνρα φθάνει σε μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα ασθενών με ΡΑ μετά από 3-7 ώρες. Ο τελικός ΧΗΖ του ανακίνρα κυμαίνεται σε 4-6 ώρες. Σε ασθενείς με ΡΑ δεν αθροίζεται, εάν χορηγηθεί καθημερινά υποδόρια και για χρονικό διάστημα έως και 24 εβδομάδων.
Σε ασθενείς που δέχονται καθημερινά υποδόριες ενέσεις 30, 75 και 150 mg ανακίνρα για χρονικό διάστημα έως και 24 εβδομάδων, η κάθαρση του φαρμάκου αυξάνεται με την αύξηση της κάθαρσης της κρεατινίνης και του βάρους του σώματος. Η μέση τιμή κάθαρσης στο πλάσμα, μετά την εφάπαξ υποδόρια χορήγηση του φαρμάκου, είναι υψηλότερη κατά 14% περίπου στους άνδρες απ΄ό, τι στις γυναίκες και 10%, σε εθελοντές ηλικίας <65 ετών, απ΄ ό, τι >65 ετών. Πάντως, μετά την προσαρμογή στην κάθαρση της κρεατινίνης και το σωματικό βάρος, το φύλο και η ηλικία δεν φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο στη μέση κάθαρση του φαρμάκου στο πλάσμα.
Σε ασθενείς με σοβαρή ή τελικού σταδίου νεφρική ανεπάρκεια (CLcr<30 mL /min), η μέση κάθαρση του ανακίνρα στο πλάσμα μειώνεται κατά 70-75%. Σε ασθενείς με ΡΑ και νεφρική ανεπάρκεια ή ηπατική δυσλειτουργία, η φαρμακοκινητική του ανακίνρα δεν έχει μελετηθεί.
Το ανακίνρα καθαίρεται κυρίως από τους νεφρούς. Η αιμοδιΰλιση δεν επηρεάζει ουσιαστικά την φαρμακοκινητική του ανακίνρα.
2.7.4.5 ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ - ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ
Δεν έχει αναφερθεί.
2.7.4.6 ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Το ανακίνρα δεν αλληλεπιδρά με άλλα φάρμακα (ΜΣΑΦ, κορτικοειδή, DMARDs).
2.7.4.7 ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Θεραπεία σημείων και συμπτωμάτων μέτριας έως σοβαρής ενεργού ΡΑ σε ασθενείς ηλικίας >18 ετών που δεν έχουν ανταποκριθεί σε ένα ή περισσότερα ΒΔΑΦ.
Το ανακίνρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο του ή σε συνδυασμό με άλλα ΒΔΑΦ, πλην των αναστολέων του TNF-α.
2.7.4.8 ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
- Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία, σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα του φαρμάκου ή σε πρωτεΐνες προερχόμενες από την Ε. Coli.
- Σοβαρή νεφρική βλάβη (CLcr < 30 ml/min)
2.7.4.9 ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
To ανακίνρα είναι αποτελεσματικό σε ασθενείς με ΡΑ και ανεπαρκή ανταπόκριση σε άλλα ΒΔΑΦ (Bresnihan B et al, 1998; Bresnihan B, 1999; Jiang Y et al, 2000; Fleischman R et al, 2001; Cohen SB et al, 2001a).
ΚΛΙΝΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ :
- Ελαττώνει σημαντικά το άλγος και τον αριθμό των ευαίσθητων/ επώδυνων και διογκωμένων αρθρώσεων
- Βελτιώνει τον δείκτη αναπηρίας και την σφαιρική εκτίμηση του ασθενούς και του γιατρού
Η κλινική βελτίωση εμφανίζεται γενικά εντός 2 εβδομάδων, κορυφώνεται εντός 12 εβδομάδων από της έναρξης του φαρμάκου και διατηρείται με την συνεχιζόμενη χορήγησή του.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ : Μειώνει τους δείκτες οξείας φάσης (ΤΚΕ, CRP) εντός της 1ης εβδομάδας της θεραπείας.
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ : Το ανακίνρα αναστέλλει τις ακτινολογικές αλλοιώσεις της νόσου, συγκριτικά με placebo (Nuki G et al, 1997; Bresnihan B et al, 1998; Bresnihan B, 1999; Jiang Y et al, 2000; Watt L and Cobby M, 2001; Genant HK, 2001).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
ανακίνρα + μεθοτρεξάτη : Είναι αποτελεσματικός και μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ασφάλεια σε ασθενείς με ενεργό ΡΑ μη ανταποκρινόμενη στη μεθοτρεξάτη μόνη της (Cohen S et al, 1999; Cohen S et al, 2001b).
Σε ασθενείς με επίμονη, ενεργό ΡΑ είναι καλά ανεκτός και πολύ περισσότερο αποτελεσματικός από την μεθοτρεξάτη μόνη της (Cohen S et al, 2002).
2.7.4.10 ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Η ασφάλεια του ανακίνρα έχει αξιολογηθεί σε 2.606 ασθενείς με ΡΑ, εκ των οποίων 1.812 και 570 θεραπεύθηκαν με Kineret επί 6 και 12 μήνες, αντίστοιχα. Από τους ασθενείς αυτούς, 1.379 και 237 θεραπεύθηκαν με μεγαλύτερη ή ίση με την συνιστώμενη δόση (100 mg/ημέρα) για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 6 και 12 μηνών, αντίστοιχα.
Η συχνότητα εμφάνισης σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών στη συνιστώμενη δόση του Kineret (100 mg/ημέρα) σε εθελοντές είναι παρόμοια με την παρατηρούμενη με placebo (7,1%, σε σύγκριση με 6,5%). Οι σοβαρότερες επιπλοκές του ανακίνρα είναι οι σοβαρές λοιμώξεις και η ουδετεροπενία, ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με αναστολείς του TNF-α.
2.7.4.10.1 Αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης
Είναι οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες του ανακίνρα. Είναι συνήθως ήπιες έως μέτριες σε ένταση και χαρακτηρίζονται από ερύθημα, εκχύμωση, φλεγμονή και άλγος. Παρατηρούνται στο 71% των ασθενών που θεραπεύεται με ανακίνρα σε δόση 100 mg ημερησίως, συγκριτικά με 28% των ασθενών που παίρνει placebo. Εμφανίζονται συνήθως μέσα στις 4 πρώτες εβδομάδες της θεραπείας και διαρκούν 14-28 ημέρες, ενώ είναι ασυνήθιστες μετά τον πρώτο μήνα της αγωγής.
2.7.4.10.2 Λοιμώξεις
Η συχνότητα των λοιμώξεων σε ασθενείς θεραπευόμενους με ανακίνρα ανέρχονται σε 40%, συγκριτικά με 35%, με placebo. Η συχνότητα των σοβαρών λοιμώξεων σε ασθενείς θεραπευόμενους με 100 mg ανακίνρα ημερησίως ανέρχεται σε 1,8%, σε σύγκριση με 0,7% σε ασθενείς που παίρνουν placebo. Οι λοιμώξεις αυτές είναι συνήθως βακτηριδιακές (κυτταρίτιδα, πνευμονία, λοιμώξεις οστών και αρθρώσεων) και, λιγότερο συχνά, ευκαιριακές, μυκητιασικές ή ιογενείς. Οι πάσχοντες από άσθμα φαίνεται ότι έχουν μεγαλύτερη επιρρέπεια στην ανάπτυξη σοβαρών λοιμώξεων (5%, συγκριτικά με <1% με placebo). Μετά την αποδρομή της λοίμωξης, η θεραπεία με ανακίνρα μπορεί να συνεχισθεί.
2.7.4.10.3 Αιματολογικές επιπλοκές
Η θεραπεία με ανακίνρα συνδέεται με μικρές μειώσεις των μέσων τιμών του ολικού αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων, των αιμοπεταλίων και του απόλυτου αριθμού των ουδετεροφίλων και μικρή αύξηση του μέσου ποσοστού των ηωσινοφίλων. Η ουδετεροπενία παρατηρείται στο 2.4% των ασθενών που θεραπεύεται με ανακίνρα, σε σύγκριση με 0.4% στους ασθενείς που παίρνει placebo.
2.7.4.10.4 Κακοήθη νοσήματα
Η συχνότητα των κακοήθων νοσημάτων σε ασθενείς θεραπευόμενους με ανακίνρα είναι η ίδια με εκείνους που παίρνουν placebo και δεν διαφέρει από την παρατηρούμενη στο γενικό πληθυσμό. Η μακροχρόνια θεραπεία με ανακίνρα δεν είναι γνωστό κατά πόσον συνδέεται με αυξημένη συχνότητα ανάπτυξης κακοήθων νοσημάτων.
2.7.4.10.5 Αλλες
- Κεφαλαλγίες (12%)
- Ναυτία (8%)
- Διάρροια (7%)
- Κολπίτιδα (7%)
- Νόσημα παρόμοιο με γρίπη (6%)
- Κοιλιακός πόνος (5%)
2.7.4.11 ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΕ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ
Δεν έχει αναφερθεί.
2.7.4.12 ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ
Δεν έχουν αναφερθεί περιπτώσεις υπερδοσολογίας με Kineret σε ασθενείς με ΡΑ. Σε σηψαιμικές μελέτες δεν έχει αναφερθεί σοβαρή τοξικότητα με μέσες δόσεις έως 35 φορές μεγαλύτερες από τις χορηγούμενες σε ασθενείς με ΡΑ σε διάστημα 72 ωρών.
2.7.4.13 ΚΥΗΣΗ
Σε πειραματόζωα, το ανακίνρα δεν έχει άμεσες ή έμμεσες επιβλαβείς επιδράσεις στην εγκυμοσύνη, την ανάπτυξη του εμβρύου/κυήματος, τον τοκετό ή την μεταγεννητική ανάπτυξη.
Σε έγκυες γυναίκες δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία σχετικά με την χρήση του ανακίνρα. Πάντως, επειδή οι αναπαραγωγικές μελέτες στα ζώα δεν προβλέπουν πάντα την ανταπόκριση στον άνθρωπο, το ανακίνρα πρέπει να χρησιμοποιείται στη διάρκεια της κύησης μόνον εφ΄όσον είναι απολύτως απαραίτητο.
2.7.4.14 ΓΑΛΟΥΧΙΑ
Δεν είναι γνωστό αν το ανακίνρα απεκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα. Επειδή πολλά φάρμακα απεκκρίνονται στο ανθρώπινο γάλα, το ανακίνρα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή στη διάρκεια της γαλουχίας.
2.7.4.15 ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ - ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ
Νεογνά : Η αποτελεσματικότητα και ασφάλεια του ανακίνρα στα νεογνά δεν έχει προσδιορισθεί.
Παιδιά : Η αποτελεσματικότητα και ασφάλεια του ανακίνρα σε ασθενείς με ΝΡΑ δεν έχει προσδιορισθεί.
Ηλικιωμένοι : Η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα του ανακίνρα φαίνεται ότι είναι παρόμοια τόσο στους ηλικιωμένους, όσο και στους νεότερους, αν και μερικοί ηλικιωμένοι μπορεί να έχουν μεγαλύτερη ευαισθησία. Πάντως, οι ηλικιωμένοι, επειδή έχουν αυξημένη επιρρέπεια σε λοιμώξεις, πρέπει να θεραπεύονται με ανακίνρα με ιδιαίτερη προσοχή.
Κύηση : Η χρήση του ανακίνρα σε εγκύους δεν συνιστάται. Οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας πρέπει να χρησιμοποιούν αποτελεσματικές μεθόδους αντισύλληψης στη διάρκεια της θεραπείας με ανακίνρα.
Γαλουχία : Η χρήση του ανακίνρα πρέπει να αποφεύγεται στη διάρκεια της γαλουχίας.
Συνυπάρχοντα νοσήματα : Επειδή το ανακίνρα απεκκρίνεται σε μεγάλο βαθμό από τους νεφρούς, ο κίνδυνος των παρενεργειών μπορεί να είναι μεγαλύτερος σε ασθενείς με εξασθενημένη νεφρική λειτουργία.
2.7.4.16 ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
Λοιμώξεις : Η θεραπεία με ανακίνρα συνδέεται με λοιμώξεις σε αυξημένη συχνότητα, γι΄αυτό και αντενδείκνυται σε ασθενείς με ενεργό λοίμωξη. Εάν εμφανισθεί σοβαρή λοίμωξη, η θεραπεία με ανακίνρα πρέπει να διακόπτεται.
Ουδετεροπενία : Έχει αναφερθεί σε αυξημένη συχνότητα σε ασθενείς θεραπευόμενους με ανακίνρα, γι΄αυτό και ο αριθμός των ουδετεροφίλων πρέπει να εκτιμάται πριν από την έναρξη και στη διάρκεια (αρχικά κάθε μήνα επί 3 μήνες και μετά, κάθε 4 μήνες) της θεραπείας με ανακίνρα.
Αναστολείς TNF-α : Η ασφάλεια του συνδυασμού του ανακίνρα με αναστολείς του TNF-α δεν έχει προσδιορισθεί. Ο συνδυασμός του ανακίνρα με ετανερσέπτη συνδέεται με αυξημένη συχνότητα (7%) σοβαρών λοιμώξεων και ουδετεροπενίας (3%), συγκριτικά με την μονοθεραπεία με ανακίνρα. Γι΄αυτό και η χρήση του ανακίνρα ταυτόχρονα με αναστολείς του TNF-α πρέπει να γίνεται με εξαιρετική προσοχή και μόνον όταν δεν υπάρχουν ασφαλέστερες εναλλακτικές θεραπείες.
2.7.4.17 ΔΟΣΕΙΣ-ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ
Ρευματοειδής αρθρίτιδα : 100 mg εφάπαξ ημερησίως, χορηγούμενη με υποδόρια ένεση, περίπου την ίδια ώρα κάθε ημέρα. Μεγαλύτερες δόσεις δεν συνοδεύονται και από μεγαλύτερη βελτίωση. Η ένεση πρέπει να γίνεται σε διαφορετικό σημείο κάθε φορά, ώστε να αποφεύγεται η ενόχληση στο σημείο της ένεσης.
Παιδιά και έφηβοι : Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία ώστε να συστηθεί η χρήση του ανακίνρα στα παιδιά και τους εφήβους ηλικίας κάτω των 18 ετών.
Ηλικιωμένοι (>65 ετών) : Δεν απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας. Η δοσολογία και ο τρόπος χορήγησης δεν διαφέρουν από των ενηλίκων ηλικίας 18-64 ετών.
Ηπατική βλάβη : Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης.
Νεφρική βλάβη : Σε ασθενείς με ήπια νεφρική βλάβη (CLcr = 50-80 ml/min) δεν απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας.
Σε ασθενείς με μέτρια νεφρική βλάβη (CLcr = 30-50 ml/min) δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία, γι΄ αυτό και το ανακίνρα πρέπει να αποφεύγεται.
Σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική βλάβη (CLcr < 30 /min), το ανακίνρα αντενδείκνυται.
2.7.4.18 ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ
Εμπορική ονομασία |
Μορφές-περιεκτικότητες |
Κατασκευαστής |
Kineret |
Κυτία περιέχοντα 28 προγεμισμένες γυάλινες σύριγγες των 100 μg |
AMGEN A.E. GENESIS-PHARMA S.A. |
2.7.4.19 ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ
Φιαλίδια Kineret 100 mg : Το Kineret κυκλοφορεί σε γυάλινες, μιας χρήσης, προγεμισμένες σύριγγες 1 mL με βελόνα 27G σαν στείρο, διαυγές, άχρωμο έως λευκό, ελεύθερο συντηρητικών, διάλυμα για καθημερινή υποδόρια χορήγηση.
Κάθε mL προγεμισμένης σύριγγας περιέχει 0.67 mL (100 mg) ανακίνρα σε διάλυμα (pH 6.5) περιέχον κιτρικό νάτριο (1.29 mg), χλωριούχο νάτριο (5.48 mg), αιθυλενοδιαμινοτετραοξεικό νάτριο (0.12 mg), πολυσορβικό 80 (0.70 mg), υδροξείδιο του νατρίου και ενέσιμο ύδωρ.
Η συσκευασία του Kineret περιέχει 1, 7 ή 28 προγεμισμένες σύριγγες από διαφανές γυαλί τόπου Ι, με βελόνα από ανοξείδωτο χάλυβα.
2.7.4.20 ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΥΛΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ
- Το Kineret πρέπει να φυλάσσεται στον αρχικό περιέκτη για να προστατεύεται από το φως, σε θερμοκρασία 2-8°C (σε ψυγείο) και να μην καταψύχεται. Πάντως, εάν προορίζεται για περιπατητική χρήση, μπορεί να παραμείνει εκτός ψυγείου για διάστημα το πολύ 12 ωρών σε θερμοκρασίες έως 25°C.
- Το Kineret δεν πρέπει να αναμιγνύεται με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα. Η διάρκεια της ζωής του ανέρχεται σε 18 μήνες.
2.7.4.21 ΟΔΗΓΙΕΣ ΧΡΗΣΗΣ
To Kineret δεν περιέχει συντηρητικά και προορίζεται για μία μόνο χρήση. Η ποσότητα του διαλύματος που τυχόν παραμείνει στη σύριγγα δεν πρέπει να χρησιμοποιείται.
Η σύριγγα δεν πρέπει να ανακινείται. Πριν από την ένεση πρέπει να αφήνεται να φθάσει σε θερμοκρασία δωματίου και να επιθεωρείται οπτικά μήπως περιέχει σωματίδια. Μόνο τα διαυγή, άχρωμα έως λευκά, διαλύματα πρέπει να ενίενται. Το μη χρησιμοποιηθέν διάλυμα πρέπει να απορρίπτεται, σύμφωνα με τις κατά τόπους απαιτήσεις.
ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΑΝΑΚΙΝΡΑ
Το ανακίνρα είναι ένας αποτελεσματικός βιολογικός παράγοντας που εισήχθη πρόσφατα στη θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Μόνο του ή σε συνδυασμό με μεθοτρεξάτη, βελτιώνει σημαντικά τις κλινικές εκδηλώσεις και καθυστερεί την εξέλιξη των ακτινολογικών αλλοιώσεων σε ασθενείς με προχωρημένη νόσο. Η ασφάλειά του, όπως έχει διαπιστωθεί σε μακροχρόνια χορήγηση (έως 2 χρόνια) σε περισσότερους από 2.000 ασθενείς, είναι σχεδόν παρόμοια με placebo. Πάντως, η μακροπρόθεσμη ασφάλειά του δεν είναι γνωστή, γι΄αυτό και, προς το παρόν, το ανακίνρα συνιστάται σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα μη ανταποκρινόμενη σε άλλους, 2ης γραμμής, παράγοντες (μεθοτρεξάτη, κυκλοσπορίνη, κ.ά.).