Έρευνα

Γνωρίζετε αν διατρέχετε κίνδυνο οστεοπόρωσης;:

Αλλοπουρινόλη (Allopurinol)

Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη, έ­να δο­μι­κό ι­σο­με­ρές της υ­πο­ξαν­θί­νης, α­να­στέλ­λει την ξαν­θι­νο­ξει­δά­ση, γι΄ αυ­τό και χρη­σι­μο­ποι­εί­ται κυ­ρί­ως στη θε­ρα­πεί­α της ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας και ο­ρι­σμέ­νων πε­ρι­πτώ­σε­ων υ­πε­ρου­ρι­χαι­μί­ας. Eί­ναι λευ­κή έ­ως υ­πό­λευ­κη, ά­γευ­στη, με ε­λα­φρά ο­σμή, σκό­νη. Εί­ναι πο­λύ ε­λα­φρά δι­α­λυ­τή στο ύ­δωρ και το οι­νό­πνευ­μα, πρα­κτι­κά α­δι­ά­λυ­τη στο χλω­ρο­φόρ­μιο και τον αι­θέ­ρα και δι­α­λυ­τή σε α­ραι­ω­μέ­να δι­α­λύ­μα­τα αλ­κα­λι­κών υ­δρο­ξει­δί­ων. Ο φαι­νό­με­νος p­Ka της αλ­λο­που­ρι­νό­λης εί­ναι 9.4 και της ο­ξυ­που­ρι­νό­λης (αλ­λο­ξαν­θί­νης), 7.7. Το μο­ρια­κό βά­ρος της αλ­λο­που­ρι­νό­λης α­νέρ­χε­ται σε 136.

ΧΗ­ΜΕΙΑ

Χη­μι­κό ό­νο­μα : 1,5-d­i­h­y­d­ro-4H-p­y­r­a­z­o­lo [3,4-d]p­y­r­i­m­i­d­in-4-o­ne

Μο­ρια­κός τύ­πος : C­5­H­4­N­4O

ΕΙ­ΚΟ­ΝΑ 69 : Συν­τα­κτι­κός τύ­πος αλ­λο­που­ρι­νό­λης 

ΦΑΡ­ΜΑ­ΚΟ­ΛΟ­ΓΙΑ

Ι­ΔΙ­Ο­ΤΗ­ΤΕΣ-ΜΗ­ΧΑ­ΝΙ­ΣΜΟΙ ΔΡΑ­ΣΗΣ

Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη εί­ναι που­ρι­νι­κό α­νά­λο­γο της υ­πο­ξαν­θί­νης, στην ο­ποί­α τα ά­το­μα του άν­θρα­κα και του α­ζώ­του έ­χουν αν­τι­στρα­φεί στις θέ­σεις 6 και 8. Δρα στον κα­τα­βο­λι­σμό, χω­ρίς να πα­ρεμ­βαί­νει στη βι­ο­σύν­θε­ση, των που­ρι­νών. Α­να­στέλ­λει το έν­ζυ­μο ξαν­θι­νο­ξει­δά­ση, το ο­ποί­ο ευ­θύ­νε­ται για την με­τα­τρο­πή της υ­πο­ξαν­θί­νης σε ξαν­θί­νη και της ξαν­θί­νης σε ου­ρι­κό ο­ξύ, το τε­λι­κό προ­ϊ­όν του με­τα­βο­λι­σμού των που­ρι­νών στον άν­θρω­πο. Τε­λι­κό α­πο­τέ­λε­σμα εί­ναι η ε­λάτ­τω­ση των συγ­κεν­τρώ­σε­ων του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος στον ο­ρό και τα ού­ρα.

Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη με­τα­τρέ­πε­ται α­πό την ξαν­θι­νο­ξει­δά­ση σε ο­ξυ­που­ρι­νό­λη (αλ­λο­ξαν­θί­νη), η ο­ποί­α εί­ναι α­νά­λο­γο πα­ρό­μοι­ο της ξαν­θί­νης και α­να­στέλ­λει ε­πί­σης την ξαν­θι­νο­ξει­δά­ση (C­h­al-m­e­rs RA et al, 1968). H αλ­λο­που­ρι­νό­λη α­να­στέλ­λει την ξαν­θι­νο­ξει­δά­ση 5-10 φο­ρές πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό την ο­ξυ­που­ρι­νό­λη. Και άλ­λα ο­ξει­δω­τι­κά έν­ζυ­μα μπο­ρεί να α­πο­τε­λούν υ­πο­κα­τά­στα­το της ξαν­θι­νο­ξει­δά­σης στη με­τα­βο­λι­κή αυ­τή δι­α­δι­κα­σί­α, δε­δο­μέ­νου ό­τι έ­νας α­σθε­νής εί­χε πλή­ρη α­νε­πάρ­κεια της ξαν­θι­νο­ξει­δά­σης, χω­ρίς ό­μως α­δυ­να­μί­α με­τα­τρο­πής της αλ­λο­που­ρι­νό­λης σε ο­ξυ­που­ρι­νό­λη (Y­a­m­a­n­a­ka H et al, 1983).

Η αύ­ξη­ση της α­πο­βο­λής της ξαν­θί­νης και της υ­πο­ξαν­θί­νης α­πό τα ού­ρα δεν συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό αυ­ξη­μέ­νη συ­χνό­τη­τα νε­φρο­λι­θί­α­σης, αν και έ­χει α­να­φερ­θεί κρυ­σταλ­λου­ρί­α α­πό ξαν­θί­νη σε  α­σθε­νείς με σύν­δρο­μο L­e­s­ch-N­y­h­an (G­r­e­e­ne ML et al, 1969) ή θε­ρα­πευ­ό­με­νους με χη­μει­ο­θε­ρα­πευ­τι­κά φάρ­μα­κα για λεμ­φο­ϋ­περ­πλα­στι­κά νο­σή­μα­τα (B­a­nd PR et al, 1970). Το σύν­δρο­μο L­e­s­ch-N­y­h­an χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­πό υ­περ­βο­λι­κή πα­ρα­γω­γή ου­ρι­κού ο­ξέ­ος σε συν­δυα­σμό με α­νε­πάρ­κεια του εν­ζύ­μου υ­πο­ξαν­θι­νο-γου­α­νι­νο-φω­σφο­ρι­βο­συ­λο-τραν­σφε­ρά­ση, το ο­ποί­ο εί­ναι α­πα­ραί­τη­το για την με­τα­τρο­πή της υ­πο­ξαν­θί­νης, της ξαν­θί­νης και της γου­α­νί­νης στα αν­τί­στοι­χα νου­κλε­ο­τί­δια.

Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη, θε­ω­ρη­τι­κά, μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει ε­να­πό­θε­ση κρυ­στάλ­λων ξαν­θί­νης στους νε­φρούς και τους μυς και, α­να­στέλ­λον­τας την ξαν­θι­νο­ξει­δά­ση, αυ­ξά­νει την α­πο­βο­λή των προ­δρό­μων ο­ξυ­που­ρι­νών κα­τά 10-15 φο­ρές. Η αλ­κα­λο­ποί­η­ση των ού­ρων αυ­ξά­νει την δι­α­λυ­τό­τη­τα των που­ρι­νών, ε­λα­χι­στο­ποι­ών­τας τον κίν­δυ­νο της κρυ­σταλ­λου­ρί­ας. Η μει­ω­μέ­νη ε­πί­σης σω­λη­να­ρια­κή με­τα­φο­ρά του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος ο­δη­γεί σε αύ­ξη­ση της νε­φρι­κής ε­πα­ναρ­ρό­φη­σης και μεί­ω­ση της α­πέκ­κρι­σης του α­σβε­στί­ου.

Με­τά την με­τα­τρο­πή της αλ­λο­που­ρι­νό­λης σε ο­ξυ­που­ρι­νό­λη α­πό την ξαν­θι­νο­ξει­δά­ση, η κι­νη­τι­κή της α­να­στο­λής με­τα­βάλ­λε­ται στην α­πο­κα­λού­με­νη «αυ­τό­χει­ρα» ε­ναλ­λα­κτι­κή α­να­στο­λή της πα­ρα­γω­γής (M­a­s­s­ey V et al, 1970; S­p­e­c­t­or T a­nd J­o­h­ns DG, 1970) ή ψευ­δο-μη α­να­στρέ­ψι­μη α­να­στο­λή. Το φαι­νό­με­νο αυ­τό ο­φεί­λε­ται στο ό­τι η σύν­δε­ση της ο­ξυ­που­ρι­νό­λης με την ξαν­θι­νο­ξει­δά­ση ε­ξαρ­τά­ται α­πό την κα­τά­στα­ση της ο­ξεί­δω­σης του α­τό­μου του μο­λυ­βδαι­νί­ου που πε­ρι­έ­χε­ται στην εν­ζυ­μι­κή α­λυ­σί­δα με­τα­φο­ράς του η­λε­κτρο­νί­ου (S­p­e­c­t­or T, 1977).

Ό­ταν η ο­ξυ­που­ρι­νό­λη προ­στί­θε­ται στο α­να­χθέν έν­ζυ­μο, η σύν­δε­ση αυ­τή εί­ναι χα­λα­ρή, ε­νώ ό­ταν το έν­ζυ­μο εί­ναι σε ο­ξει­δω­τι­κή κα­τά­στα­ση, ι­σχυ­ρο­ποι­εί­ται. Η ι­σχυ­ρή σύν­δε­ση α­πε­νερ­γο­ποι­εί το σύμ­πλο­κο φαρ­μά­κου - εν­ζύ­μου (S­p­e­c­t­or T, 1977). Ιn v­i­vo, η αλ­λο­που­ρι­νό­λη συ­νε­χί­ζει να με­τα­τρέ­πε­ται σε ο­ξυ­που­ρι­νό­λη, χω­ρίς ο t(1/2) της στον ο­ρό να με­τα­βλη­θεί ση­μαν­τι­κά (H­a­n­de K et al, 1978).

Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη γε­νι­κά προ­κα­λεί δο­σο­ε­ξαρ­τώ­με­νη ε­λάτ­τω­ση των ε­πι­πέ­δων του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος στον ο­ρό και τα ού­ρα εν­τός 2-3 η­με­ρών. Η δρά­ση της δι­α­φέ­ρει α­πό την των ου­ρι­κο­ζου­ρι­κών πα­ρα­γόν­των, οι ο­ποί­οι μει­ώ­νουν τα ε­πί­πε­δα του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος στον ο­ρό αυ­ξά­νον­τας την νε­φρι­κή του α­πέκ­κρι­ση. Σε με­ρι­κούς α­σθε­νείς, ι­δι­αί­τε­ρα με σο­βα­ρή το­φώ­δη ου­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα, η α­πέκ­κρι­ση του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος α­πό τα ού­ρα μει­ώ­νε­ται θε­α­μα­τι­κά, πι­θα­νώς λό­γω με­τα­κί­νη­σης του ου­ρι­κού α­πό τις ι­στι­κές ε­να­πο­θέ­σεις.

Οι πλή­ρεις θε­ρα­πευ­τι­κές δρά­σεις της αλ­λο­που­ρι­νό­λης εκ­δη­λώ­νον­ται με­τά α­πό 7 ή πε­ρισ­σό­τε­ρες η­μέ­ρες θε­ρα­πεί­ας. Πα­ρό­μοι­α, το ου­ρι­κό ο­ξύ ε­πι­στρέ­φει στα προ­θε­ρα­πευ­τι­κά ε­πί­πε­δα συ­νή­θως 7-10 η­μέ­ρες με­τά την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου, α­πο­τέ­λε­σμα κυ­ρί­ως της ά­θροι­σης και της βρα­δεί­ας κά­θαρ­σης της ο­ξυ­που­ρι­νό­λης.

ΑΛ­ΛΕΣ ΔΡΑ­ΣΕΙΣ :

  • Ε­παυ­ξά­νει την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα της 6-μερ­κα­πτο­που­ρί­νης, σε λευ­χαι­μι­κούς α­σθε­νείς
  • Α­να­στέλ­λει την εν­ζυ­μι­κή ο­ξεί­δω­ση της μερ­κα­πτο­που­ρί­νης σε 6-θει­ου­ρι­κό ο­ξύ. Η δρά­ση αυ­τή, η ο­ποί­α κα­τα­λύ­ε­ται α­πό την ξαν­θι­νο­ξει­δά­ση, ε­ξου­δε­τε­ρώ­νει την μερ­κα­πτο­που­ρί­νη, γι΄ αυ­τό και ε­πι­τρέ­πει μεί­ω­ση της δό­σης της κα­τά 75%.
  • Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη και η ο­ξυ­που­ρι­νό­λη πα­ρεμ­βαί­νουν στη σύν­θε­ση της πυ­ρι­μι­δί­νης, 15πλασιά­ζον­τας την α­πο­βο­λή της ο­ρο­τι­δί­νης και του ο­ρο­τι­κού ο­ξέ­ος (F­ox RM et al, 1970).

Η δρά­ση αυ­τή μπο­ρεί να ο­φεί­λε­ται : α)  Σε α­να­στο­λή της ο­ρο­τι­δι­νο-5-μο­νο­φω­σφο­ρι­κής δε­καρ­βο­ξυ­λά­σης α­πό τα ρι­βο­νου­κλε­ο­τί­δια της αλ­λο­που­ρι­νό­λης και της ο­ξυ­που­ρι­νό­λης, τα ο­ποί­α μπο­ρεί να σχη­μα­τί­ζον­ται α­πό την ο­ρο­τι­δι­νο-P­R­T­ά­ση ή β) σε α­να­στο­λή της ο­ρο­τι­δι­νο-5-μο­νο­φω­σφο­ρι­κής δε­καρ­βο­ξυ­λά­σης α­πό την μο­νο­φω­σφο­ρι­κή ξαν­θί­νη (ΧΜΡ), τα ε­πί­πε­δα της ο­ποί­ας αυ­ξά­νον­ται στη διά­ρκεια της α­να­στο­λής της ξαν­θι­νο­ξει­δά­σης λό­γω με­γα­λύ­τε­ρης χρη­σι­μο­ποί­η­σης των ο­δών ε­πα­να­χρη­σι­μο­ποί­η­σης (K­e­l­l­ey WN a­nd B­e­a­r­d­m­o­re TD, 1970).

Ο ρό­λος της μο­νο­φω­σφο­ρι­κής ξαν­θί­νης εί­ναι πι­θα­νώς δευ­τε­ρο­γε­νής, δε­δο­μέ­νου ό­τι η ο­ρο­τι­δι­νου­ρί­α η προ­κα­λού­με­νη α­πό την αλ­λο­που­ρι­νό­λη δεν ε­ξαρ­τά­ται α­πό την πα­ρου­σί­α της ξαν­θι­νο­ξει­δά­σης και ε­πο­μέ­νως δεν α­παι­τεί τον σχη­μα­τι­σμό μο­νο­φω­σφο­ρι­κής ξαν­θί­νης.

Η αύ­ξη­ση της α­πο­βο­λής της ο­ρο­τι­δί­νης και του ο­ρο­τι­κού ο­ξέ­ος α­πό την αλ­λο­που­ρι­νό­λη δεν α­κο­λου­θεί­ται α­πό αυ­ξη­μέ­νη το­ξι­κό­τη­τα, αν και η πα­ρέμ­βα­ση αυ­τή στον με­τα­βο­λι­σμό της πυ­ρι­μι­δί­νης μπο­ρεί να παί­ζει ρό­λο στην αυ­ξη­μέ­νη μυ­ε­λο­το­ξι­κό­τη­τα ο­ρι­σμέ­νων κυτ­τα­ρο­το­ξι­κών φαρ­μά­κων ό­ταν χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται σε συν­δυα­σμό με αλ­λο­που­ρι­νό­λη.

  • Αυ­ξά­νει τα α­πο­θέ­μα­τα του σι­δή­ρου στο ή­παρ α­να­στέλ­λον­τας το σύ­στη­μα της φερ­ρι­τι­νο­ξει­δά­σης, το ο­ποί­ο ευ­θύ­νε­ται για την κι­νη­το­ποί­η­ση του σι­δή­ρου α­πό το ή­παρ, στους α­ρου­ραί­ους. Σε α­σθε­νείς, χο­ρη­γού­με­νη κα­θη­με­ρι­νά σε δό­ση 500-600 mg, αυ­ξά­νει τις συγ­κεν­τρώ­σεις στον ο­ρό και μει­ώ­νει την ο­λι­κή δε­σμευ­τι­κή ι­κα­νό­τη­τα, του σι­δή­ρου. Η δρά­ση αυ­τή α­να­στρέ­φε­ται στο φυ­σι­ο­λο­γι­κό ό­ταν η αλ­λο­που­ρι­νό­λη χο­ρη­γεί­ται σε δό­ση 300 mg η­με­ρη­σί­ως
  • Μπο­ρεί να α­να­στεί­λει τα η­πα­τι­κά μι­κρο­σω­μι­κά έν­ζυ­μα.
  • Δεν έ­χει α­ναλ­γη­τι­κή, αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δη ή ου­ρι­κο­ζου­ρι­κή δρά­ση
  • Προ­λα­βαί­νει τις αι­μορ­ρε­ο­λο­γι­κές ι­σχαι­μι­κές με­τα­βο­λές, πι­θα­νώς λό­γω δρά­σης της ξαν­θι­νο­ξει­δά­σης στον σχη­μα­τι­σμό των ε­λεύ­θε­ρων ρι­ζών στους ι­στούς (C­a­p­p­e­c­c­hi PL et al, 1988).
  • Δεν έ­χει τε­ρα­το­γό­νο ή εμ­βρυ­ο­το­ξι­κή δρά­ση, σε α­ρου­ραί­ους και κου­νέ­λια. Πάν­τως, σε πον­τι­κούς, προ­κα­λεί εμ­βρυ­ϊ­κές α­νω­μα­λί­ες ε­άν χο­ρη­γη­θεί εν­δο­πε­ρι­το­να­ϊ­κά και σε με­γά­λες δό­σεις, αλ­λά δεν έ­χει τε­ρα­το­γό­νο δρά­ση χο­ρη­γού­με­νη p­er os.
  • Δεν έ­χει με­ταλ­λα­ξι­ο­γό­νο δρά­ση σε αν­θρώ­πι­να λεμ­φο­κύτ­τα­ρα (S­t­e­v­e­n­s­on AC et al, 1976)
  • Δεν έ­χει καρ­κι­νο­γό­νο δρά­ση, σε τρω­κτι­κά.  

1.3   ΤΟ­ΞΙ­ΚΟ­ΛΟ­ΓΙΑ

Σε πον­τι­κούς, με­τά α­πό εν­δο­πε­ρι­το­να­ϊ­κή έ­νε­ση, η χα­μη­λό­τε­ρη L­D­50 της αλ­λο­που­ρι­νό­λης εί­ναι 160 mg.kg-1. Σε α­ρου­ραί­ους και σκύ­λους, η αλ­λο­που­ρι­νό­λη, χο­ρη­γού­με­νη κα­θη­με­ρι­νά σε δό­ση 200 mg.kg-1 ε­πί 1 χρό­νο, προ­κα­λεί ε­να­πο­θέ­σεις ξαν­θί­νης στους νε­φρούς.

1.4   ΦΑΡ­ΜΑ­ΚΟ­ΚΙ­ΝΗ­ΤΙ­ΚΗ

Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη και η ο­ξυ­που­ρι­νό­λη, με­τά την p­er os χο­ρή­γη­σή τους, α­πορ­ρο­φών­ται σε πο­σο­στό 80-90% και 60% α­πό τον γα­στρεν­τε­ρι­κό σω­λή­να, αν­τί­στοι­χα. Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη και η ο­ξυ­που­ρι­νό­λη, με­τά την p­er os χο­ρή­γη­σή τους, φθά­νουν σε μέ­γι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις στο πλά­σμα με­τά α­πό 1.5 και 4.5 ώ­ρες, αν­τί­στοι­χα. Με­τά α­πό την χο­ρή­γη­ση μιάς ε­φά­παξ δό­σης 300 mg αλ­λο­που­ρι­νό­λης, οι μέ­γι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις της αλ­λο­που­ρι­νό­λης και της ο­ξυ­που­ρι­νό­λης στο πλά­σμα α­νέρ­χον­ται σε 3 m­cg/ ml και 6.5 m­cg/ml, αν­τί­στοι­χα. 

Τα ε­πί­πε­δα της ο­ξυ­που­ρι­νό­λης στον ο­ρό αυ­ξά­νον­ται με­τά την χο­ρή­γη­ση αλ­λο­που­ρι­νό­λης, γι' αυ­τό και η αλ­λο­που­ρι­νό­λη γε­νι­κά προ­τι­μά­ται α­πό την ο­ξυ­που­ρι­νό­λη στη θε­ρα­πεί­α της ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας. Οι συγ­κεν­τρώ­σεις της αλ­λο­που­ρι­νό­λης στον ο­ρό προσ­δι­ο­ρί­ζον­ται δύ­σκο­λα και μπο­ρεί να μην αν­τα­να­κλούν ε­παρ­κώς την πο­σό­τη­τα του φαρ­μά­κου που συν­δέ­ε­ται με την ξαν­θι­νο­ξει­δά­ση στους ι­στούς, γι΄ αυ­τό και η πα­ρα­κο­λού­θη­ση της θε­ρα­πεί­ας γί­νε­ται με την μέ­τρη­ση των ε­πι­πέ­δων του ου­ρι­κού στον ο­ρό.

Οι συγ­κεν­τρώ­σεις του ου­ρι­κού στον ο­ρό αρ­χί­ζουν να μει­ώ­νον­ται βρα­δέ­ως εν­τός 24-48 ω­ρών και φθά­νουν στο να­δίρ με­τά α­πό 1-3 ε­βδο­μά­δες θε­ρα­πεί­ας με αλ­λο­που­ρι­νό­λη. Στη διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας με αλ­λο­που­ρι­νό­λη, οι συγ­κεν­τρώ­σεις του ου­ρι­κού στον ο­ρό πα­ρα­μέ­νουν σχε­τι­κά στα­θε­ρές, ε­νώ ε­πι­στρέ­φουν στα προ­θε­ρα­πευ­τι­κά ε­πί­πε­δα συ­νή­θως 1-2 ε­βδο­μά­δες με­τά την δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου. Λό­γω της συ­νε­χούς με­τα­κί­νη­σης των ε­να­πο­θέ­σε­ων του ου­ρι­κού, με­γά­λη ε­λάτ­τω­ση των ε­πι­πέ­δων του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος μπο­ρεί να ση­μει­ω­θεί με­τά α­πό 6-12 μή­νες ή δεν πα­ρα­τη­ρεί­ται σε ο­ρι­σμέ­νους α­σθε­νείς, ι­δι­αί­τε­ρα με το­φώ­δη ου­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα ή μει­ω­μέ­νη α­πέκ­κρι­ση ου­ρι­κού ο­ξέ­ος α­πό τα ού­ρα. 

Τα υ­πό­θε­τα της αλ­λο­που­ρι­νό­λης α­πορ­ρο­φών­ται πτω­χά, γι΄αυ­τό και οι συγ­κεν­τρώ­σεις της αλ­λο­που­ρι­νό­λης και της ο­ξυ­που­ρι­νό­λης στο πλά­σμα εί­ναι ε­λά­χι­στες ή μη α­νι­χνεύ­σι­μες.

Σε πει­ρα­μα­τό­ζω­α, η αλ­λο­που­ρι­νό­λη κα­τα­νέ­με­ται ευ­ρέ­ως σ΄ό­λο το ύ­δωρ των ι­στών, ε­κτός α­πό τον εγ­κέ­φα­λο, ό­που συγ­κεν­τρώ­νε­ται σε πο­σο­στό κα­τά 50% χα­μη­λό­τε­ρο του πλά­σμα­τος. Η ο­ξυ­που­ρι­νό­λη, σε μι­κρά πο­σά, και η αλ­λο­που­ρι­νό­λη, με την μορ­φή κρυ­στάλ­λων, έ­χουν ε­πί­σης α­νευ­ρε­θεί στους μυς. Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη και η ο­ξυ­που­ρι­νό­λη συν­δέ­ον­ται με τις πρω­τε­ΐ­νες του πλά­σμα­τος και α­πεκ­κρί­νον­ται στο μη­τρι­κό γά­λα.

Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη με­τα­βο­λί­ζε­ται α­πό την ξαν­θι­νο­ξει­δά­ση σε ο­ξυ­που­ρι­νό­λη. Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη συν­δέ­ε­ται με την ο­ξι­που­ρι­νό­λη και σχη­μα­τί­ζει τα αν­τί­στοι­χα ρι­βο­νου­κλε­ο­τί­δια. Οι α­σθε­νείς με γε­νε­τι­κή α­νε­πάρ­κεια της ξαν­θι­νο­ξει­δά­σης έ­χουν α­δυ­να­μί­α με­τα­τρο­πής της αλ­λο­που­ρι­νό­λης σε ο­ξυ­που­ρι­νό­λη.

Ο t(1/2) της αλ­λο­που­ρι­νό­λης στο πλά­σμα α­νέρ­χε­ται πε­ρί­που σε 1-2 ώ­ρες, ε­νώ η ο­ξυ­που­ρι­νό­λη έ­χει με­γα­λύ­τε­ρο βι­ο­λο­γι­κό t(1/2) (18-33 ώ­ρες),  γι΄ αυ­τό και, με­τά την χο­ρή­γη­ση α­πλών δό­σε­ων αλ­λο­που­ρι­νό­λης, α­να­στέλ­λει την ξαν­θι­νο­ξει­δά­ση για δι­ά­στη­μα 24 ω­ρών.

Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη δι­η­θεί­ται και α­πο­βάλ­λε­ται α­πό τους νε­φρούς ε­ξί­σου με σπει­ρα­μα­τι­κή δι­ή­θη­ση, ε­νώ η ο­ξυ­που­ρι­νό­λη δι­η­θεί­ται και ε­πα­ναρ­ρο­φά­ται α­πό τα νε­φρι­κά σω­λη­νά­ρια (E­l­i­on GB et al, 1968). Η κά­θαρ­ση της αλ­λο­που­ρι­νό­λης προ­σεγ­γί­ζει το 9-21% της G­FR ή 2-3 φο­ρές αυ­τής του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος. Σε α­σθε­νείς με νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια που παίρ­νουν κα­νο­νι­κές δό­σεις αλ­λο­που­ρι­νό­λης, η κά­θαρ­ση της ο­ξυ­που­ρι­νό­λης μει­ώ­νε­ται και τα ε­πί­πε­δά της στον ο­ρό αυ­ξά­νον­ται. Π.χ. ό­ταν η G­FR εί­ναι 40 ml/m­in, τα ε­πί­πε­δα της ο­ξυ­που­ρι­νό­λης αυ­ξά­νον­ται κα­τά 2-3 φο­ρές (E­l­i­on GB et al, 1968). Αν και η ο­ξυ­που­ρι­νό­λη δεν α­πο­βάλ­λε­ται α­πό τους νε­φρούς, τα ου­ρι­κο­ζου­ρι­κά φάρ­μα­κα ε­παυ­ξά­νουν την κά­θαρ­σή της (E­l­i­on GB et al, 1968), λό­γω πα­ρέμ­βα­σης στην ε­πα­ναρ­ρό­φη­ση του φαρ­μά­κου.

ΕΙ­ΚΟ­ΝΑ 70 : Με­τα­βο­λι­σμός αλ­λο­που­ρι­νό­λης και ο­ξυ­που­ρι­νό­λης

Πε­ρί­που 5-7% μιας δό­σης αλ­λο­που­ρι­νό­λης α­πεκ­κρί­νε­ται α­πό τα ού­ρα α­ναλ­λοί­ω­τη εν­τός 6 ω­ρών α­πό της λή­ψης του φαρ­μά­κου, ε­νώ 70% με­τα­τρέ­πε­ται και α­πο­βάλ­λε­ται μέ­σω των νε­φρών σαν ο­ξυ­που­ρι­νό­λη και μι­κρά πο­σά σαν ρι­βο­νου­κλε­ο­τί­δια της αλ­λο­που­ρι­νό­λης και της ο­ξυ­που­ρι­νό­λης. Πε­ρί­που 20% της δό­σης α­πο­βάλ­λε­ται α­πό τα κό­πρα­να σαν α­ναλ­λοί­ω­το φάρ­μα­κο εν­τός 48-72 ω­ρών, αλ­λά δεν εί­ναι γνω­στό ε­άν αυ­τό εί­ναι μη α­πορ­ρο­φη­θέν φάρ­μα­κο ή προ­ϊ­όν χο­λι­κής α­πέκ­κρι­σης (E­l­i­on GB et al, 1968). Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη και η ο­ξυ­που­ρι­νό­λη δι­α­λύ­ον­ται με την αι­μο­δι­ύ­λι­ση.

Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη με­τα­βο­λί­ζε­ται ε­κτε­τα­μέ­να σε ο­ξυ­που­ρι­νό­λη α­πό την ξαν­θι­νο­ξει­δά­ση στο ή­παρ και πι­θα­νώς το έν­τε­ρο. Η ο­ξυ­που­ρι­νό­λη εί­ναι βι­ο­λο­γι­κά ε­νερ­γός, αλ­λά λι­γό­τε­ρο α­πό την μη­τρι­κή έ­νω­ση. Η συμ­βο­λή της ο­ξυ­που­ρι­νό­λης στη δρά­ση της αλ­λο­που­ρι­νό­λης δεν εί­ναι γνω­στή. Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη με­τα­βο­λί­ζε­ται μέ­σω δι­ά­φο­ρων με­τα­βο­λι­κών αν­τι­δρά­σε­ων.

Η 1η αν­τί­δρα­ση πε­ρι­λαμ­βά­νει ο­ξεί­δω­ση στην 6η θέ­ση σε ο­ξυ­που­ρι­νό­λη (4,6-δι­ϋ­δρο­ξυ-πυ­ρα­ζο λο(3,4-d) πυ­ρι­μι­δί­νη α­πό την ξαν­θι­νο­ξει­δά­ση. Σε ά­το­μα με γε­νε­τι­κή α­νε­πάρ­κεια της ξαν­θι­νο­ξει­δά­σης ο­ξυ­που­ρι­νό­λη δεν σχη­μα­τί­ζε­ται.

Η 2η αν­τί­δρα­ση σχη­μα­τί­ζει αλ­λο­που­ρι­νό­λη-1-ρι­βο­σί­δη.

Η 3η αν­τί­δρα­ση σχη­μα­τί­ζει ο­ξυ­που­ρι­νό­λη-7-ρι­βο­νου­κλε­ο­τί­δη. Τα ρι­βο­νου­κλε­ο­τί­δια της ο­ξυ­που­ρι­νό­λης φαί­νε­ται ό­τι α­να­στέλ­λουν την α­πο­καρ­βο­ξυ­λά­ση της ο­ρο­τι­δυ­λά­της, ο­δη­γών­τας σε ο­ρο­τι­κή ο­ξει­δου­ρί­α και ο­ρο­τι­δι­νου­ρί­α. Η δρά­ση αυ­τή δεν φαί­νε­ται να έ­χει κλι­νι­κή ση­μα­σί­α.

H αλ­λο­που­ρι­νό­λη και η ο­ξυ­που­ρι­νό­λη με­τα­τρέ­πον­ται σε ε­λάσ­σο­νος ση­μα­σί­ας με­τα­βο­λι­κά πα­ρά­γω­γα, ό­πως η 1-Ν-ρι­βο­συλ-αλ­λο­που­ρι­νό­λη (ρι­βο­νου­κλε­ο­τί­δη αλ­λο­που­ρι­νό­λης), η 1-Ν-ρι­βο­συ­λο­ξυ­που­ρι­νό­λη και η 7-Ν-ρι­βο­σι­λο­ξυ­που­ρι­νό­λη (ρι­βο­νου­κλε­ο­τί­δη ο­ξυ­που­ρι­νό­λης). Οι με­τα­βο­λί­τες αυ­τοί σχη­μα­τί­ζον­ται με συμ­πύ­κνω­ση του ε­λεύ­θε­ρου φαρ­μά­κου με ρι­βο­σο­φω­σφα­τά­ση μέ­σω φω­σφο­ρυ­λα­σών των νου­κλε­ο­τι­δί­ων. Τα αν­τί­στοι­χα νου­κλε­ο­τί­δια μπο­ρούν ε­πί­σης να σχη­μα­τι­σθούν με συμ­πύ­κνω­ση με P­R­PP μέ­σω φω­σφο­ρι­βο­συ­λο­τραν­σφε­ρα­σών (N­e­l­s­on DS et al, 1973).

1.5   ΣΥ­ΣΧΕ­ΤΙ­ΣΗ ΣΥΓ­ΚΕΝ­ΤΡΩ­ΣΕ­ΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑ­ΣΜΑ ΜΕ Α­ΠΟ­ΤΕ­ΛΕ­ΣΜΑ­ΤΙ­ΚΟ­ΤΗ­ΤΑ - ΤΟ­ΞΙ­ΚΟ­ΤΗ­ΤΑ

Δεν έ­χει α­να­φερ­θεί.

1.6   ΑΛ­ΛΗ­ΛΕ­ΠΙ­ΔΡΑ­ΣΕΙΣ

1.6.1   ΦΑΡ­ΜΑ­ΚΕΥ­ΤΙ­ΚΕΣ ΑΛ­ΛΗ­ΛΕ­ΠΙ­ΔΡΑ­ΣΕΙΣ

Α­δε­νι­νο-α­ρα­βι­νο­σί­δη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τον t(1/2) στο πλά­σμα και την το­ξι­κό­τη­τα, της α­δε­νι­νο-α­ρα­βι­νο­σί­δης.

Α­ζα­θει­ο­πρί­νη, μερ­κα­πτο­που­ρί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη μει­ώ­νει τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό «πρώ­της δι­ό­δου» της μερ­κα­πτο­που­ρί­νης και της α­ζα­θει­ο­πρί­νης, λό­γω α­να­στο­λής της ξαν­θι­νο­ξει­δά­σης, η ο­ποί­α με­τα­βο­λί­ζει την θει­ο­που­ρί­νη σε α­νε­νερ­γό με­τα­βο­λί­τη. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή μπο­ρεί να αυ­ξή­σει ση­μαν­τι­κά τις φαρ­μα­κο­λο­γι­κές, ό­πως και τις το­ξι­κές, δρά­σεις της θει­ο­που­ρί­νης.
  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με 100 mg αλ­λο­που­ρι­νό­λης/8ωρο, η χο­ρή­γη­ση 75 mg/m2 6-μερ­κα­πτο­που­ρί­νης p­er os αύ­ξη­σε τις μέ­γι­στες συγ­κεν­τρώ­σεις στο πλά­σμα κα­τά 500 % και την A­UC της αλ­λο­που­ρι­νό­λης.

Συ­στά­σεις :

  • Ό­ταν η αλ­λο­που­ρι­νό­λη συγ­χο­ρη­γεί­ται με μερ­κα­πτο­που­ρί­νη ή α­ζα­θει­ο­πρί­νη, οι δό­σεις των αν­τι­νε­ο­πλα­σμα­τι­κών αυ­τών πα­ρα­γόν­των πρέ­πει αρ­χι­κά να μει­ώ­νον­ται στο 25-33% των συ­νή­θων ε­πι­πέ­δων τους και οι συ­νε­πα­κό­λου­θες δό­σεις να τρο­πο­ποι­ούν­ται α­νά­λο­γα με την αν­τα­πό­κρι­ση και την το­ξι­κό­τη­τα. Η μερ­κα­πτο­που­ρί­νη μπο­ρεί α­κό­μα να αν­τι­κα­τα­στα­θεί α­πό την θει­ο­γου­α­νί­νη.
  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό αυ­τό των φαρ­μά­κων πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή μή­πως εμ­φα­νί­σουν κα­τα­στο­λή του μυ­ε­λού των ο­στών και α­νε­παρ­κή θε­ρα­πευ­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση.

Αμ­πι­κιλ­λί­νη και α­μο­ξυ­κιλ­λί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση αμ­πι­κιλ­λί­νης ή α­μο­ξυ­κιλ­λί­νης σε α­σθε­νείς με υ­πε­ρου­ρι­χαι­μί­α θε­ρα­πευ­ό­με­νους με αλ­λο­που­ρι­νό­λη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει την συ­χνό­τη­τα του ε­ξαν­θή­μα­τος «της αμ­πι­κιλ­λί­νης».

Μη­χα­νι­σμός : Εί­ναι ά­γνω­στος. Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη ή η υ­πε­ρου­ρι­χαι­μί­α μπο­ρεί να δυ­νη­τι­κο­ποι­ούν τις αλ­λερ­γι­ο­γό­νες ι­δι­ό­τη­τες της α­μι­νο­πε­νι­κιλ­λί­νης. Τα ε­ξαν­θή­μα­τα που εμ­φα­νί­ζουν οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με αλ­λο­που­ρι­νό­λη ταυ­τό­χρο­να με α­μι­νο­πε­νι­κιλ­λί­νες μπο­ρεί να ο­φεί­λον­ται στις α­μι­νο­πε­νι­κιλ­λί­νες. Η κλι­νι­κή ση­μα­σί­α της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής δεν έ­χει προ-σδι­ο­ρι­σθεί. Οι άλ­λες πε­νι­κιλ­λί­νες δεν αλ­λη­λε­πι­δρούν με την αλ­λο­που­ρι­νό­λη.

Συ­στά­σεις :

  • M­ε­ρι­κοί κλι­νι­κοί για­τροί συ­νι­στούν να α­πο­φεύ­γε­ται η ταυ­τό­χρο­νη χρή­ση των φαρ­μά­κων αυ­τών.
  • Ε­άν ο συν­δυα­σμός αυ­τός εί­ναι α­να­πό­φευ­κτος, οι α­σθε­νείς πρέ­πει να προ­ει­δο­ποι­ούν­ται ό­τι μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν δερ­μα­τι­κό ε­ξάν­θη­μα
  • Ε­άν το ε­ξάν­θη­μα εί­ναι σο­βα­ρό, η δό­ση της αλ­λο­που­ρι­νό­λης πρέ­πει να μει­ώ­νε­ται ή να δι­α­κό­πτον­ται το έ­να ή και τα 2 φάρ­μα­κα.

Α­να­στο­λείς ΜΕ­Α

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η κα­πτο­πρί­λη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει την συ­χνό­τη­τα των αν­τι­δρά­σε­ων υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας (α­πο­φο­λι­δω­τι­κή δερ­μα­τί­τι­δα, ε­ρυ­θρο­δερ­μί­α, σύν­δρο­μο S­t­e­v­e­ns-J­o­h­n­s­on) της αλ­λο­που­ρι­νό­λης σε α­σθε­νείς με χρό­νια νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια. Ε­νας α­σθε­νής α­πε­βί­ω­σε α­πό σύν­δρο­μο S­t­e­v­e­ns-J­o­h­n­s­on, πι­θα­νώς λό­γω δυ­νη­τι­κο­ποί­η­σης της δρά­σης της αλ­λο­που­ρι­νό­λης α­πό την κα­πτο­πρί­λη.

Μη­χα­νι­σμός : Εί­ναι ά­γνω­στος.

Συ­στά­σεις : Ε­άν εμ­φα­νι­σθούν εκ­δη­λώ­σεις υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας, και τα 2 φάρ­μα­κα πρέ­πει να δι­α­κό­πτον­ται.

Αν­τι­δι­α­βη­τι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη και οι με­τα­βο­λί­τες της μπο­ρεί να πα­ρα­τεί­νουν τον t(1/2) και ε­πο­μέ­νως την υ­πο­γλυ­και­μι­κή δρά­ση της χλω­ρο­προ­πα­μί­δης, πι­θα­νώς λό­γω του ό­τι αν­τα­γω­νί­ζον­ται την νε­φρι­κή σω­λη­να­ρια­κή α­πέκ­κρι­σή της.
  • Σε α­ρου­ραί­ους, η με­τα­τρο­πή της τολ­βου­τα­μί­δης σε α­νε­νερ­γούς με­τα­βο­λί­τες στο ή­παρ κα­τα­λύ­ε­ται α­πό την ξαν­θι­νο­ξει­δά­ση. Η κλι­νι­κή ση­μα­σί­α της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης αυ­τής εί­ναι ά­γνω­στη.

Συ­στά­σεις : Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν χλω­ρο­προ­πα­μί­δη ταυ­τό­χρο­να με αλ­λο­που­ρι­νό­λη (ι­δι­αί­τε­ρα ό­ταν έ­χουν νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια) πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται για ση­μεί­α υ­πο­γλυ­και­μί­ας.

Αν­τι­ό­ξι­να

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Ο συν­δυα­σμός κα­ο­λί­νης-πε­κτί­νης και τα αν­τι­ό­ξι­να που πε­ρι­έ­χουν ά­λα­τα του α­λου­μι­νί­ου μπο­ρεί να μει­ώ­σουν τις φαρ­μα­κο­λο­γι­κές δρά­σεις της αλ­λο­που­ρι­νό­λης. Πάν­τως, η αλ­λο­που­ρι­νό­λη, ε­άν χο­ρη­γη­θεί 3 ώ­ρες πριν α­πό το υ­δρο­ξεί­διο του α­λου­μί­νου, μει­ώ­νει κα­νο­νι­κά τις συγ­κεν­τρώ­σεις του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος (W­e­i­s­s­m­a­nn I a­nd K­r­i­v­oy N, 1987).
  • Τα ά­λα­τα του α­λου­μι­νί­ου μπο­ρεί να μει­ώ­σουν την γα­στρεν­τε­ρι­κή α­πορ­ρό­φη­ση της αλ­λο­που­ρι­νό­λης.
  • Τα αν­τι­ό­ξι­να που πε­ρι­έ­χουν μό­νο ά­λα­τα του μα­γνη­σί­ου δεν αλ­λη­λε­πι­δρούν με την αλ­λο­που­ρι­νό­λη.

Μη­χα­νι­σμός : Ο α­κρι­βής μη­χα­νι­σμός των αλ­λη­λε­πι­δρά­σε­ων αυ­τών εί­ναι ά­γνω­στος.

Συ­στά­σεις : Ε­άν τα 2 αυ­τά φάρ­μα­κα χο­ρη­γούν­ται ταυ­τό­χρο­να και υ­πάρ­χουν εν­δεί­ξεις αλ­λη­λε­πί­δρα­σης, η αλ­λο­που­ρι­νό­λη πρέ­πει να λαμ­βά­νε­ται του­λά­χι­στον 3 ώ­ρες πριν α­πό τα ά­λα­τα του α­λου­μι­νί­ου.

Αν­τι­πη­κτι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη μπο­ρεί να α­να­στεί­λει την η­πα­τι­κό μι­κρο­σω­μι­κό με­τα­βο­λι­σμό, και ε­πο­μέ­νως τις δρά­σεις, των p­er os χο­ρη­γού­με­νων αν­τι­πη­κτι­κών. Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε ε­λάτ­τω­ση των ε­πι­πέ­δων της προ­θρομ­βί­νης και πι­θα­νώς αι­μορ­ρα­γί­α.
  • Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη, υ­πό πει­ρα­μα­τι­κές συν­θή­κες, πα­ρα­τεί­νει τον t(1/2) της α­πο­βο­λής των κου­μα­ρι­νών (V­e­s­e­ll ES et al, 1970), αν και η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή δεν φαί­νε­ται να έ­χει κλι­νι­κή ση­μα­σί­α (R­a­w­l­i­ns MD a­nd S­m­i­th SE, 1973).
  • Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη δεν δυ­νη­τι­κο­ποι­εί ση­μαν­τι­κά την αν­τι­πη­κτι­κή δρά­ση της βαρ­φα­ρί­νης, ε­κτός ε­άν συγ­χο­ρη­γεί­ται με βαρ­φα­ρί­νη και ιν­δο­με­θα­κί­νη.

Συ­στά­σεις :

  • Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν αλ­λο­που­ρι­νό­λη ταυ­τό­χρο­να με δι­κου­μα­ρό­λη πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται με προ­σο­χή για­τί μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν αυ­ξη­μέ­νη αν­τι­πη­κτι­κή δρά­ση.
  • Ό­ταν η θε­ρα­πεί­α με αλ­λο­που­ρι­νό­λη αρ­χί­ζει ή δι­α­κό­πτε­ται, ο χρό­νος προ­θρομ­βί­νης πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται και η δό­ση του αν­τι­πη­κτι­κού να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα.

Α­σπι­ρί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η α­σπι­ρί­νη και τα σα­λι­κυ­λι­κά μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τις συγ­κεν­τρώ­σεις του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος και να μει­ώ­σουν την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα της αλ­λο­που­ρι­νό­λης.

Συ­στά­σεις : Τα σα­λι­κυ­λι­κά πρέ­πει να α­πο­φεύ­γον­ται σε α­σθε­νείς με υ­πε­ρου­ρι­χαι­μί­α και ου­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα.

Βι­δα­ρα­βί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη μπο­ρεί να α­να­στεί­λει τον με­τα­βο­λι­σμό των αν­τι-ι­ο­γε­νών με­τα­βο­λι­τών της βι­δα­ρα­βί­νης, ο­δη­γών­τας σε ά­θροι­ση των με­τα­βο­λι­τών αυ­τών και αύ­ξη­ση της το­ξι­κό­τη­τας της βι­δα­ρα­βί­νης. Οι το­ξι­κές εκ­δη­λώ­σεις πε­ρι­λαμ­βά­νουν νευ­ρο­το­ξι­κό­τη­τα, χα­ρα­κτη­ρι­ζό­με­νη α­πό τρό­μο των ά­κρων και των μυ­ών του προ­σώ­που και σύγ­χυ­ση, και εμ­φα­νί­ζον­ται ι­δι­αί­τε­ρα σε α­σθε­νείς με νε­φρι­κή ή η­πα­τι­κή α­νε­πάρ­κεια.

Συ­στά­σεις : Ε­άν η συγ­χο­ρή­γη­ση των 2 αυ­τών φαρ­μά­κων εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη, οι α­σθε­νείς πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται στε­νό­τε­ρα για ση­μεί­α το­ξι­κό­τη­τας α­πό την βι­δα­ρα­βί­νη.

Δι­ου­ρη­τι­κά

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα δι­ου­ρη­τι­κά, ό­πως οι θει­α­ζί­δες και το αι­θα­κρυ­νι­κό ο­ξύ, ό­ταν χο­ρη­γούν­ται ταυ­τό­χρο­να με αλ­λο­που­ρι­νό­λη, μπο­ρεί να αυ­ξή­σουν τις συγ­κεν­τρώ­σεις της ο­ξυ­που­ρι­νό­λης στον ο­ρό και ε­πο­με­νως τον κίν­δυ­νο σο­βα­ρής το­ξι­κό­τη­τας α­πό την αλ­λο­που­ρι­νό­λη, πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των αν­τι­δρά­σε­ων υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας (ι­δι­αί­τε­ρα σε α­σθε­νείς με έκ­πτω­ση της νε­φρι­κής λει­τουρ­γί­ας).

Οι εκ­δη­λώ­σεις υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας πε­ρι­λαμ­βά­νουν πυ­ρε­τό, ρί­γη, η­ω­σι­νο­φι­λί­α, κνη­σμό, ε­ξάν­θη­μα, η­πα­τι­κές και νε­φρι­κές ε­πι­πλο­κές και μπο­ρεί να εμ­φα­νι­σθούν εν­τός 4 ε­βδο­μά­δων α­πό της έ­ναρ­ξης της θε­ρα­πεί­ας με αλ­λο­που­ρι­νό­λη. Πάν­τως, η αλ­λο­που­ρι­νό­λη έ­χει χο­ρη­γη­θεί με α­σφά­λεια ταυ­τό­χρο­να με θει­α­ζί­δες για την αν­τι­με­τώ­πι­ση της υ­πε­ρου­ρι­χαι­μί­ας α­πό δι­ου­ρη­τι­κά.

Μη­χα­νι­σμός : Εί­ναι ά­γνω­στος.

Συ­στά­σεις :

  • Ε­άν εμ­φα­νι­σθούν σο­βα­ρές αν­τι­δρά­σεις υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας, η αλ­λο­που­ρι­νό­λη και τα δι­ου­ρη­τι­κά πρέ­πει να δι­α­κό­πτον­ται.
  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με αλ­λο­που­ρι­νό­λη σε συν­δυα­σμό με θει­α­ζί­δες, πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί­ται η νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α (α­κό­μα και αν δεν υ­πάρ­χει νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια) και η δό­ση της αλ­λο­που­ρι­νό­λης να τρο­πο­ποι­εί­ται ε­άν υ­πάρ­χουν εν­δεί­ξεις έκ­πτω­σης της νε­φρι­κής λει­τουρ­γί­ας.

Ιν­δο­με­θα­κί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη δεν ε­πη­ρε­ά­ζει την A­UC και την νε­φρι­κή α­πο­βο­λή της ιν­δο­με­θα­κί­νης, αν και μει­ώ­νει ση­μαν­τι­κά την σχέ­ση της Ν-δε­σχλω­ρο­βεν­ζο­ϋ­λιν­δο­με­θα­κί­νης/ιν­δο­με­θα­κί­νη στα ού­ρα.

Κο­τρι­μο­ξα­ζό­λη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η συγ­χο­ρή­γη­ση της κο­τρι­μο­ξα­ζό­λης με αλ­λο­που­ρι­νό­λη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει θρομ­βο­πε­νί­α.

Κυ­κλο­σπο­ρί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση της αλ­λο­που­ρι­νό­λης με κυ­κλο­σπο­ρί­νη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις, και ε­πο­μέ­νως την το­ξι­κό­τη­τα, της κυ­κλο­σπο­ρί­νης.

Μη­χα­νι­σμός : Εί­ναι ά­γνω­στος.

Συ­στά­σεις : Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με κυ­κλο­σπο­ρί­νη, ό­ταν η αλ­λο­που­ρι­νό­λη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α, δι­α­κό­πτε­ται ή τρο­πο­ποι­εί­ται η δό­ση της, πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται τα ε­πί­πε­δα της κυ­κλο­σπο­ρί­νης στο πλά­σμα και η νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α. Ε­άν προ­κύ­ψει το­ξι­κό­τη­τα, η δό­ση της κυ­κλο­σπο­ρί­νης πρέ­πει να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα.

Κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Σε α­σθε­νείς με νε­ο­πλα­σμα­τι­κά νο­σή­μα­τα (ε­κτός της λευ­χαι­μί­ας), η αλ­λο­που­ρι­νό­λη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τα ε­πί­πε­δα στον ο­ρό και τις φαρ­μα­κο­λο­γι­κές, ό­πως και τις το­ξι­κές, δρά­σεις της κυ­κλο­φω­σφα­μί­δης και τον κίν­δυ­νο αι­μορ­ρα­γί­ας ή λοί­μω­ξης.

Η το­ξι­κό­τη­τα χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­πό ναυ­τί­α, ε­μέ­τους, α­λω­πε­κί­α, αι­μορ­ρα­γι­κή κυ­στί­τι­δα και κα­τα­στο­λή του μυ­ε­λού. Πάν­τως, σε α­σθε­νείς με λέμ­φω­μα που θε­ρα­πεύ­ον­ται με κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη, δο­ξο­ρου­βι­κί­νη, μπλε­ο­μυ­κί­νη, προ­καρ­βα­ζί­νη ή/και με­χλω­ραι­θα­μί­νη, η αλ­λο­που­ρι­νό­λη δεν αυ­ξά­νει την μυ­ε­λο­το­ξι­κό­τη­τα. 

Μη­χα­νι­σμός : Ο α­κρι­βής μη­χα­νι­σμός της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης πα­ρα­μέ­νει ά­γνω­στος. Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη μπο­ρεί να α­να­στέλ­λει την κά­θαρ­ση της κυ­κλο­φω­σφα­μί­δης και των με­τα­βο­λι­τών της.

Συ­στά­σεις : Ε­άν η ταυ­τό­χρο­νη θε­ρα­πεί­α με αλ­λο­που­ρι­νό­λη και κυ­κλο­φω­σφα­μί­δη εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη, ε­πι­βάλ­λε­ται τα­κτι­κή μέ­τρη­ση του α­ριθ­μού των κυτ­τά­ρων του αί­μα­τος και πα­ρα­κο­λού­θη­ση για εκ­δη­λώ­σεις το­ξι­κό­τη­τας.

Ξαν­θί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η μα­κρο­χρό­νια θε­ρα­πεί­α με αλ­λο­που­ρι­νό­λη μπο­ρεί να α­να­στεί­λει τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό των πα­ρα­γώ­γων της θε­ο­φυλ­λί­νης, αυ­ξά­νον­τας τις φαρ­μα­κο­λο­γι­κές, ό­πως και το­ξι­κές, δρά­σεις της ξαν­θί­νης. Οι δρά­σεις αυ­τές φαί­νε­ται ό­τι ε­ξαρ­τών­ται α­πό την δό­ση της αλ­λο­που­ρι­νό­λης. Η δι­φυλ­λί­νη δεν αλ­λη­λε­πι­δρά με την αλ­λο­που­ρι­νό­λη.

Συ­στά­σεις :

  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με θε­ο­φυλ­λί­νη ταυ­τό­χρο­να με αλ­λο­που­ρι­νό­λη και εφ΄ό­σον υ­πάρ­χουν εν­δεί­ξεις αλ­λη­λε­πί­δρα­σης, η δό­ση της θε­ο­φυλ­λί­νης μπο­ρεί να χρεια­σθεί να μει­ω­θεί.
  • Οι α­σθε­νείς που θε­ρα­πεύ­ον­ται με τον συν­δυα­σμό αυ­τό πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν τα ε­πί­πε­δα της θε­ο­φυλ­λί­νης στον ο­ρό με με­γα­λύ­τε­ρη προ­σο­χή και να α­να­φέ­ρουν κά­θε εκ­δή­λω­ση το­ξι­κό­τη­τας.

Ου­ρι­κο­ζου­ρι­κοί πα­ρά­γον­τες

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα ου­ρι­κο­ζου­ρι­κά φάρ­μα­κα προ­ά­γουν την νε­φρι­κή α­πέκ­κρι­ση της ο­ξυ­που­ρι­νό­λης (η ο­ποί­α ε­πί­σης α­να­στέλ­λει την ξαν­θι­νο­ξει­δά­ση) και μπο­ρεί ε­πο­μέ­νως να μει­ώ­σουν την α­να­στο­λή της ξαν­θι­νο­ξει­δά­σης την προ­κα­λού­με­νη α­πό την αλ­λο­που­ρι­νό­λη. Π.χ. η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση αλ­λο­που­ρι­νό­λης και βεν­ζβρω­μα­ρό­νης μει­ώ­νει τις συγ­κεν­τρώ­σεις της ο­ξυ­που­ρι­νό­λης στο πλά­σμα κα­τά 40%, αν και οι συγ­κεν­τρώ­σεις της αλ­λο­που­ρι­νό­λης στο πλά­σμα δεν ε­πη­ρε­ά­ζον­ται (M­u­l­l­er FO et al, 1993).

Η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση αυ­τή δεν έ­χει κλι­νι­κή ση­μα­σί­α και μά­λι­στα πλε­ο­νε­κτεί θε­ρα­πευ­τι­κά, δε­δο­μέ­νου ό­τι ο συν­δυα­σμός της αλ­λο­που­ρι­νό­λης με ου­ρι­κο­ζου­ρι­κούς πα­ρά­γον­τες μει­ώ­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο τα ε­πί­πε­δα του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος στον ο­ρό α­πό την αλ­λο­που­ρι­νό­λη μό­νη της.

Συ­στά­σεις : Οι κα­τα­σκευα­στές της αλ­λο­που­ρι­νό­λης συ­νι­στούν να ε­πα­νε­κτι­μά­ται η δό­ση της αλ­λο­που­ρι­νό­λης ό­ταν προ­στί­θε­ται έ­νας ου­ρι­κο­ζου­ρι­κός πα­ρά­γον­τας.

Πεν­το­στα­τί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Ε­νας α­σθε­νής θε­ρα­πευ­ό­με­νος με αλ­λο­που­ρι­νό­λη και πεν­το­στα­τί­νη κα­τέ­λη­ξε κα­κώς λό­γω αγ­γει­ί­τι­δας α­πό υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α (S­t­e­i­n­m­e­tz JC et al, 1989).

Συ­στά­σεις : Αν και δεν δι­ευ­κρι­νί­σθη­κε κα­τά πό­σον η αν­τί­δρα­ση αυ­τή ο­φεί­λε­το σε έ­να ή και τα 2 αυ­τά φάρ­μα­κα, ο συν­δυα­σμός αυ­τός εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρο να α­πο­φεύ­γε­ται.

Προ­βε­νε­σί­δη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις :

  • Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη πα­ρεμ­βαί­νει στο η­πα­τι­κό μι­κρο­σω­μι­κό εν­ζυ­μι­κό σύ­στη­μα και μπο­ρεί να πα­ρα­τεί­νει ση­μαν­τι­κά τον t(1/2) φαρ­μά­κων με­τα­βο­λι­ζό­με­νων με το σύ­στη­μα αυ­τό στο πλά­σμα, ό­πως η προ­βε­νε­σί­δη (T­j­a­n­d­r­a­m­a­ga TB et al, 1972).
  • H προ­βε­νε­σί­δη πα­ρεμ­πο­δί­ζει την ε­πα­ναρ­ρό­φη­ση της ο­ξυ­που­ρι­νό­λης στα νε­φρι­κά σω­λη­νά­ρια, αυ­ξά­νον­τας έ­τσι την α­πο­βο­λή της κα­τά 2-3 φο­ρές και μει­ώ­νον­τας τα ε­πί­πε­δα των ο­ξυ­που­ρι­νών στον ο­ρό (E­l­i­on GB et al, 1968).

Πάν­τως, φαί­νε­ται ό­τι τα υ­πο­ου­ρι­χαι­μι­κά α­πο­τε­λέ­σμα­τα των φαρ­μά­κων αυ­τών ό­ταν χο­ρη­γούν­ται ταυ­τό­χρο­να εί­ναι α­θροι­στι­κά. 

Πυ­ρα­ζι­να­μί­δη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη, αν και μει­ώ­νει την σύν­θε­ση του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος, αυ­ξά­νει τις συγ­κεν­τρώ­σεις του πυ­ρα­ζι­νο­ϊ­κού ο­ξέ­ος στο πλά­σμα, το ο­ποί­ο α­να­στέλ­λει την νε­φρι­κή α­πέκ­κρι­ση του ου­ρι­κού. 

T­a­c­r­o­l­i­m­us 

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τις συγ­κεν­τρώ­σεις, και ε­πο­μέ­νως την το­ξι­κό­τη­τα, του t­a­c­r­o­l­i­m­us.

Μη­χα­νι­σμός : Εί­ναι ά­γνω­στος.

Συ­στά­σεις :

  • Τα ε­πί­πε­δα του t­a­c­r­o­l­i­m­us και η νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται ό­ταν η αλ­λο­που­ρι­νό­λη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α, δι­α­κό­πτε­ται ή τρο­πο­ποι­εί­ται η δό­ση της.
  • Ε­άν προ­κύ­ψει αλ­λη­λε­πί­δρα­ση, η δό­ση του t­a­c­r­o­l­i­m­us πρέ­πει να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα.

Τα­μο­ξι­φέ­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Σ΄έ­ναν α­σθε­νή, η τα­μο­ξι­φέ­νη ε­πι­δεί­νω­σε πι­θα­νώς την ή­πια χρό­νια η­πα­το­το­ξι­κό­τη­τα της αλ­λο­που­ρι­νό­λης (S­h­ah KA et al, 1982).

Υ­πε­ρου­ρι­χαι­μι­κοί πα­ρά­γον­τες

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Τα φάρ­μα­κα που αυ­ξά­νουν τις συγ­κεν­τρώ­σεις του ου­ρι­κού στον ο­ρό (τα πε­ρισ­σό­τε­ρα δι­ου­ρη­τι­κά, η πυ­ρα­ζι­να­μί­δη, η δι­α­ζο­ξί­δη, το οι­νό­πνευ­μα και η με­κα­μυ­λα­μί­νη), ό­ταν χο­ρη­γούν­ται ταυ­τό­χρο­να με την αλ­λο­που­ρι­νό­λη ε­πι­βάλ­λουν αύ­ξη­ση της δό­σης της αλ­λο­που­ρι­νό­λης.

Μη­χα­νι­σμός : Η δρά­ση της αλ­λο­που­ρι­νό­λης αν­τα­γω­νί­ζε­ται τις με­γά­λες δό­σεις του οι­νο­πνεύ­μα­τος. Η λή­ψη με­γά­λων πο­σο­τή­των οι­νο­πνεύ­μα­τος μπο­ρεί να αυ­ξή­σει το ου­ρι­κό ο­ξύ στον ο­ρό και να προ­κα­λέ­σει κρί­ση ο­ξεί­ας ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας.

Συ­στά­σεις : Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν αλ­λο­που­ρι­νό­λη πρέ­πει να α­πο­φεύ­γουν την στα­θε­ρή κα­τα­νά­λω­ση οι­νο­πνευ­μα­τω­δών πο­τών.

Φαι­νυ­τοί­νη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη μπο­ρεί να α­να­στεί­λει τον η­πα­τι­κό με­τα­βο­λι­σμό, και ε­πο­μέ­νως να αυ­ξή­σει τις φαρ­μα­κο­λο­γι­κές και το­ξι­κές δρά­σεις, της υ­δαν­τοί­νης.

Συ­στά­σεις :

  • Ε­άν εμ­φα­νι­σθούν εκ­δη­λώ­σεις το­ξι­κό­τη­τας α­πό την υ­δαν­τοί­νη, η δό­ση της μπο­ρεί να χρεια­σθεί να μει­ω­θεί.
  • Τα ε­πί­πε­δα της υ­δαν­τοί­νης στο πλά­σμα πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θούν­ται και η δό­ση της να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα ό­ταν η αλ­λο­που­ρι­νό­λη προ­στί­θε­ται στη θε­ρα­πεί­α ή δι­α­κό­πτε­ται.

5-φθο­ρι­ου­ρα­κί­λη

Αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις : Σε καρ­κι­νο­πα­θείς, η αλ­λο­που­ρι­νό­λη, χο­ρη­γού­με­νη σε δό­ση 900 mg/24ωρο 4 η­μέ­ρες πριν α­πό την έ­ναρ­ξη και 12 η­μέ­ρες με­τά το πέ­ρας της θε­ρα­πεί­ας με 5-φθο­ρι­ου­ρα­κί­λη, μπο­ρεί να πε­ρι­ο­ρί­σει την το­ξι­κό­τη­τα, ι­δι­αί­τε­ρα την μυ­ε­λο­κα­τα­στο­λή, της 5-φθο­ρι­ου­ρα­κί­λης (T­s­a­v­a­r­is N et al, 1990).

1.6.2   ΕΡ­ΓΑ­ΣΤΗ­ΡΙΑ­ΚΕΣ ΑΛ­ΛΗ­ΛΕ­ΠΙ­ΔΡΑ­ΣΕΙΣ

Στον ο­ρό : 

  • Αλ­κα­λι­κή φω­σφα­τά­ση          →   αύ­ξη­ση
  • Ου­ρί­α                                  →   αύ­ξη­ση/ε­λάτ­τω­ση
  • S­G­OT                                  →   αύ­ξη­ση
  • S­G­PT                                  →   αύ­ξη­ση
  • Ου­ρι­κό ο­ξύ                          →   ε­λάτ­τω­ση

Στα ού­ρα :

  • Ου­ρι­κό ο­ξύ                          →  ε­λάτ­τω­ση

 1.7   ΕΝ­ΔΕΙ­ΞΕΙΣ

  • Ι­δι­ο­πα­θής ου­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα
  • Ου­ρι­κό­λι­θοι
  • Πρω­το­πα­θής ή δευ­τε­ρο­πα­θής νε­φρο­πά­θεια α­πό ου­ρι­κό ο­ξύ με ή χω­ρίς δευ­τε­ρο­πα­θή ο­λι­γου­ρί­α
  • Νε­ο­πλα­σμα­τι­κά και μυ­ε­λο­ϋ­περ­πλα­στι­κά νο­σή­μα­τα με έν­το­νη κυτ­τα­ρι­κή ε­ναλ­λα­γή, ό­που τα ε­πί­πε­δα του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος στον ο­ρό αυ­ξά­νον­ται αυ­τό­μα­τα ή με­τά α­πό κυτ­τα­ρο­στα­τι­κή θε­ρα­πεί­α
  • Εν­ζυ­μι­κά νο­σή­μα­τα, τα ο­ποί­α ο­δη­γούν σε υ­περ­πα­ρα­γω­γή ου­ρι­κού ο­ξέ­ος :
    • A­νε­πάρ­κεια υ­πο­ξαν­θι­νο–γου­α­νι­νο–φω­σφο­ρι­βο­σι­λο-τραν­σφε­ρά­σης (πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου του συν­δρό­μου L­e­s­ch-N­y­h­an) 
    • Α­νε­πάρ­κεια γλυ­κο­ζο-6-φω­σφα­τά­σης (πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της νό­σου α­πό ε­να­πό­θε­ση γλυ­κο­γό­νου) 
    • Α­νε­πάρ­κεια φω­σφο­ρι­βο­σι­λο­πυ­ρο­φω­σφο­ρι­κής συν­θε­τά­σης
    • Α­νε­πάρ­κεια δω­σφο­ρι­βο­σι­λο­πυ­ρο­φω­σφο­ρι­κής α­μι­δο­τραν­σφε­ρά­σης
    • Α­νε­πάρ­κεια α­δε­νι­νο­φω­σφο­ρι­βο­σι­λο­τραν­σφε­ρά­σης
    • Α­νε­πάρ­κεια γλου­τα­θει­ο­νι­κής α­να­γω­γά­σης
    • Α­νε­πάρ­κεια γλου­τα­μι­κής α­φυ­δρο­γο­νά­σης
  • Πρό­λη­ψη και θε­ρα­πεί­α υ­πο­τρο­πι­ά­ζου­σας νε­φρο­λι­θί­α­σης α­πό ο­ξα­λι­κό/φω­σφο­ρι­κό α­σβέ­στιο σε α­σθε­νείς με υ­πε­ρου­ρι­χαι­μί­α ή/και υ­πε­ρου­ρι­κο­ζου­ρί­α, εφ΄ό­σον η η­με­ρή­σια α­πο­βο­λή του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος υ­περ­βαί­νει τα 800 mg στους άν­δρες και τα 750 mg, στις γυ­ναί­κες
  • Κλι­νι­κές εκ­δη­λώ­σεις ε­να­πό­θε­σης ου­ρι­κού ή υ­πε­ρου­ρι­χαι­μί­α ή/και υ­πε­ρου­ρι­κο­ζου­ρί­α συν­δε­ό­με­νη με συγ­γε­νείς ή ε­πί­κτη­τες νε­φρι­κές α­νω­μα­λί­ες, με­τα­βο­λι­κά ή εν­δο­κρι­νι­κά νο­σή­μα­τα, αι­μο­λυ­τι­κή ή με­γα­λο­βλα­στι­κή α­ναι­μί­α και φαρ­μα­κευ­τι­κές αν­τι­δρά­σεις
  • Σο­βα­ρές αν­τι­δρά­σεις στην αλ­λο­που­ρι­νό­λη
  •  Α­συμ­πτω­μα­τι­κή υ­πε­ρου­ρι­χαι­μί­α (ου­ρι­κό ο­ξύ αί­μα­τος <9 mg/dl)
  • Αύ­ξη­ση ε­πι­πέ­δων ου­ρι­κού ο­ξέ­ος στον ο­ρό >8.5-9 mg/dl, δε­δο­μέ­νου ό­τι οι συγ­κεν­τρώ­σεις αυ­τές συ­χνά συν­δέ­ον­ται με αυ­ξη­μέ­νη συ­χνό­τη­τα αρ­θρι­κών αλ­λοι­ώ­σε­ων και νε­φρι­κών ε­πι­πλο­κών.
  • Θε­ρα­πεί­α λε­ϊ­σμα­νί­α­σης και Α­με­ρι­κα­νι­κής τρυ­πα­νο­σω­μί­α­σης
  • Θε­ρα­πεί­α νε­φρο­λι­θί­α­σης ο­φει­λό­με­νης στην ε­να­πό­θε­ση ο­ξα­λι­κού α­σβε­στί­ου (ό­ταν υ­πάρ­χει υ­πε­ρου­ρι­κο­ζου­ρί­α) και 2,8-δι­ϋ­δρο­ξυ­α­δε­νί­νης 

ΑΛ­ΛΑ ΝΟ­ΣΗ­ΜΑ­ΤΑ ΣΤΑ Ο­ΠΟΙ­Α Η ΑΛ­ΛΟ­ΠΟΥ­ΡΙ­ΝΟ­ΛΗ ΕΙ­ΝΑΙ Α­ΠΟ­ΤΕ­ΛΕ­ΣΜΑ­ΤΙ­ΚΗ

  • Ε­πι­λη­ψί­α : H αλ­λο­που­ρι­νό­λη μπο­ρεί να μει­ώ­σει την συ­χνό­τη­τα των ε­πι­λη­πτι­κών κρί­σε­ων σε ε­πι­λη­πτι­κούς α­σθε­νείς (De M­a­r­co P a­nd Z­a­g­n­o­ni P, 1986; De M­a­r­co P a­nd Z­a­g­n­o­ni P, 1988). Κατ΄άλ­λους, έ­χει αν­τι­ε­πι­λη­πτι­κή δρά­ση μό­νο στα σύν­δρο­μα L­e­n­n­ox-G­a­s­t­a­ut και σε με­ρι­κές μό­νο πε­ρι­πτώ­σεις ε­πι­λη­ψί­ας άλ­λων τύ­πων (M­a­r­r­o­su F et al, 1990)

  • Στο­μα­τί­τι­δα ο­φει­λό­με­νη στη θε­ρα­πεί­α με 5-φθο­ρι­ου­ρα­κί­λη : Οι στο­μα­τι­κές πλύ­σεις αλ­λο­που­ρι­νό­λης εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κές (E­l­z­a­w­a­wy A, 1991), αν και άλ­λοι δι­α­φω­νούν (L­o­p­r­i­n­zi CL et al, 1990)

  • Α­ορ­το­στε­φα­νια­ία πα­ρά­καμ­ψη : H αλ­λο­που­ρι­νό­λη, χο­ρη­γού­με­νη σε δό­ση 15 mg/kg/24ωρο ε­πί 4 η­μέ­ρες πριν α­πό την ε­πέμ­βα­ση, μπο­ρεί να έ­χει προ­στα­τευ­τι­κή δρά­ση στην ι­σχαι­μί­α του μυ­ο­καρ­δί­ου στην πρώ­ι­μη φά­ση της ε­πα­να­δι­ά­χυ­σης και μει­ώ­νει την με­τεγ­χει­ρη­τι­κή θνη­τό­τη­τα (B­o­c­h­e­n­ek A et al, 1990; J­o­h­n­s­on WD et al, 1991; C­a­s­t­e­l­li P et al, 1995), άλ­λοι ό­μως δι­α­φω­νούν (T­a­g­g­a­rt DP et al, 1994).Νό­σος C­h­a­g­as.  Μη βα­κτη­ρι­δια­κή προ­στα­τί­τι­δα (P­e­r­s­s­on BE et al, 1996).

  • Σαρ­κο­εί­δω­ση (El-E­u­ch D et al, 1999; A­n­t­o­ny F a­nd L­a­y­t­on AM, 2000).

1.8   ΑΝ­ΤΕΝ­ΔΕΙ­ΞΕΙΣ

1.9   ΚΛΙ­ΝΙ­ΚΗ Α­ΠΟ­ΤΕ­ΛΕ­ΣΜΑ­ΤΙ­ΚΟ­ΤΗ­ΤΑ

1.9.1   Υ­ΠΕ­ΡΟΥ­ΡΙ­ΧΑΙ­ΜΙΑ

ΕΝ­ΔΕΙ­ΞΕΙΣ :

  • Υ­πε­ρου­ρι­χαι­μί­α συν­δε­ό­με­νη με :

    • Χρό­νια ου­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα

    • Ο­ξεί­α νε­φρο­πά­θεια α­πό ου­ρι­κό ο­ξύ

    • Υ­πο­τρο­πι­ά­ζου­σα νε­φρο­λι­θί­α­ση α­πό ου­ρι­κό ο­ξύ

    • Εν­ζυ­μι­κά νο­σή­μα­τα

    • Καρ­κί­νο ή χη­μει­ο­θε­ρα­πεί­α του καρ­κί­νου

  • Δυ­σα­νε­ξί­α, ε­πι­πλο­κές ή έλ­λει­ψη αν­τα­πό­κρι­σης στα ου­ρι­κο­ζου­ρι­κά φάρ­μα­κα

Σκο­πός της θε­ρα­πεί­ας με αλ­λο­που­ρι­νό­λη εί­ναι η ε­λάτ­τω­ση των συγ­κεν­τρώ­σε­ων του ου­ρι­κού στον ο­ρό <6 mg/dl. Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη συ­χνά προ­ά­γει την ύ­φε­ση των τό­φων και των κρυ­στάλ­λων του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος μει­ώ­νον­τας τις συγ­κεν­τρώ­σεις του ου­ρι­κού στον ο­ρό.

Α­ΠΟ­ΤΕ­ΛΕ­ΣΜΑ­ΤΙ­ΚΟ­ΤΗ­ΤΑ  

  • Μει­ώ­νει τα ε­πί­πε­δα του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος στον ο­ρό και τα ού­ρα :

   Σε α­σθε­νείς με υ­πε­ρου­ρι­χαι­μί­α ο­φει­λό­με­νη σε μει­ω­μέ­νη νε­φρι­κή α­πο­βο­λή ου­ρι­κών α­λά­των α­πό τα θει­α­ζι­δι­κά δι­ου­ρη­τι­κά (N­i­c­o­t­e­ro JA et al, 1970).

   Σε α­σθε­νείς με σύν­δρο­μο L­e­s­ch-N­y­h­an, αν και δεν μει­ώ­νει την de n­o­vo σύν­θε­ση των που­ρι­νών (K­e­l­l­ey WN et al, 1968).

   Σε α­σθε­νείς με λεμ­φο­ϋ­περ­πλα­στι­κά νο­σή­μα­τα και προ­λα­βαί­νει την ο­ξεί­α ου­ρι­κή νε­φρο­πά­θεια που μπο­ρεί να α­κο­λου­θή­σει την χη­μει­ο­θε­ρα­πεί­α.

Σε δό­σεις 200-500 mg/24ωρο, το ου­ρι­κό ο­ξύ του ο­ρού και των ού­ρων μει­ώ­νε­ται συ­νή­θως κα­τά 50%. Η πτώ­ση αυ­τή πα­ρα­τη­ρεί­ται με­τά α­πό 1-2 η­μέ­ρες, κο­ρυ­φώ­νε­ται σε 4-14 η­μέ­ρες και με­τά στα­θε­ρο­ποι­εί­ται.

  • Α­πο­τρέ­πει ή μει­ώ­νει την συ­χνό­τη­τα και βα­ρύ­τη­τα των προ­σβο­λών της ο­ξεί­ας ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας
  • Μει­ώ­νει την συ­χνό­τη­τα της ου­ρο­λι­θί­α­σης α­πό ου­ρι­κά ά­λα­τα και α­πο­τρέ­πει τον σχη­μα­τι­σμό και α­πο­μα­κρύ­νει τους ου­ρι­κούς τό­φους
  • Μει­ώ­νει ση­μαν­τι­κά την συ­χνό­τη­τα δη­μι­ουρ­γί­ας α­σβε­στό­λι­θων, σε α­σθε­νείς με ι­δι­ο­πα­θή υ­πο­τρο­πι­ά­ζου­σα νε­φρο­λι­θί­α­ση α­πό ά­λα­τα α­σβε­στί­ου συν­δε­ό­με­νη με υ­πε­ρου­ρι­κο­ζου­ρί­α (C­oe FL, 1977).

ΠΡΟ­ΣΟ­ΧΗ : Η χο­ρή­γη­ση της αλ­λο­που­ρι­νό­λης, ό­πως και ο­ποι­ου­δή­πο­τε πα­ρά­γον­τα που ε­πη­ρε­ά­ζει τα ε­πί­πε­δα του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος στον ο­ρό, στην ο­ξεί­α φά­ση της ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας με σκο­πό την τα­χεί­α πτώ­ση των ε­πι­πέ­δων του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος α­πο­τε­λεί θε­ρα­πευ­τι­κό σφάλ­μα. Η ο­ξεί­α φά­ση της ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας αν­τι­με­τω­πί­ζε­ται ΜΟ­ΝΟ με μη στε­ρο­ει­δή αν­τι­φλεγ­μο­νώ­δη φάρ­μα­κα ή κολ­χι­κί­νη, κορ­τι­κο­ει­δή, κ.ά. (βλ. σχε­τι­κά κε­φά­λαι­α).

1.10   Α­ΝΕ­ΠΙ­ΘΥ­ΜΗ­ΤΕΣ Ε­ΝΕΡ­ΓΕΙ­ΕΣ

1.10.1   Α­ΠΟ ΤΟ ΓΑ­ΣΤΡΕΝ­ΤΕ­ΡΙ­ΚΟ ΣΥ­ΣΤΗ­ΜΑ

Οι γα­στρεν­τε­ρι­κές δι­α­τα­ρα­χές μπο­ρεί να υ­πο­χω­ρή­σουν με μεί­ω­ση της δό­σης της αλ­λο­που­ρι­νό­λης.

Συ­χνό­τε­ρες (πι­θα­νώς αι­τι­ο­λο­γι­κά σχε­τι­ζό­με­νες)

  • Δι­άρ­ροι­α
  • Ναυ­τί­α

Συ­χνό­τη­τα <1% (πι­θα­νώς αι­τι­ο­λο­γι­κά σχε­τι­ζό­με­νες)

  • Ε­με­τοι
  • Δι­α­κο­πτό­με­νος κοι­λια­κός πό­νος
  • Γα­στρί­τι­δα
  • Δυ­σπε­ψί­α
  • Υ­πο­τρο­πι­ά­ζου­σα αι­μα­τέ­με­ση
  • Στε­α­τόρ­ροι­α

Συ­χνό­τη­τα <1% (αι­τι­ο­λο­γι­κή συ­σχέ­τι­ση ά­γνω­στη)

  • Α­νο­ρε­ξί­α
  • Γα­στρεν­τε­ρι­κή αι­μορ­ρα­γί­α
  • Αι­μορ­ρα­γι­κή παγ­κρε­α­τί­τι­δα
  • Στο­μα­τί­τι­δα
  • Δι­όγ­κω­ση σι­ε­λο­γό­νων α­δέ­νων
  • Οί­δη­μα γλώσ­σας

1.10.2   Α­ΠΟ ΤΟ ΔΕΡ­ΜΑ - ΒΛΕΝ­ΝΟ­ΓΟ­ΝΟΥΣ

Οι βλεν­νο­γο­νο­δερ­μα­τι­κές αν­τι­δρά­σεις μπο­ρεί να εμ­φα­νι­σθούν σε ο­ποι­ο­δή­πο­τε στά­διο, α­κό­μα και με­τά α­πό 2 χρό­νια, θε­ρα­πεί­ας με αλ­λο­που­ρι­νό­λη. Η συ­χνό­τη­τά τους εί­ναι μι­κρή (2-3%­), αλ­λά ε­νί­ο­τε εί­ναι σο­βα­ρές ή θα­να­τη­φό­ρες, γι΄αυ­τό και η αλ­λο­που­ρι­νό­λη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται α­μέ­σως με την πρώ­τη εμ­φά­νι­ση ε­ξαν­θή­μα­τος. Οι βα­ρύ­τε­ρες βλεν­νο­γο­νο­δερ­μα­τι­κές αν­τι­δρά­σεις μπο­ρεί να συν­δυ­ά­ζον­ται με πυ­ρε­τό, ρί­γη, αρ­θραλ­γί­ες, χο­λο­στα­τι­κό ί­κτε­ρο, η­ω­σι­νο­φι­λί­α και ή­πια λευ­κο­κυτ­τά­ρω­ση ή λευ­κο­πε­νί­α.

Συ­χνό­τε­ρες (πι­θα­νώς αι­τι­ο­λο­γι­κά σχε­τι­ζό­με­νες)

  • Ε­ξαν­θή­μα­τα, συ­νή­θως κη­λι­δο­βλα­τι­δώ­δη ή κνι­δω­τι­κά, φο­λι­δω­τά, ε­νί­ο­τε πορ­φυ­ρι­κά και σπά­νια α­πο­φο­λι­δω­τι­κά. Τα ε­ξαν­θή­μα­τα, ι­δι­αί­τε­ρα τα κνη­σμώ­δη και κη­λι­δο­βλα­τι­δώ­δη, εί­ναι η συ­χνό­τε­ρη ε­πι­πλο­κή της αλ­λο­που­ρι­νό­λης. Α­παν­τών­ται πι­θα­νώς συ­χνό­τε­ρα σε α­σθε­νείς με νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια ή θε­ρα­πευ­ό­με­νους ταυ­τό­χρο­να με αμ­πι­κιλ­λί­νη ή α­μο­ξυ­κιλ­λί­νη.

Το δερ­μα­τι­κό ε­ξάν­θη­μα εί­ναι σο­βα­ρή εκ­δή­λω­ση το­ξι­κό­τη­τας της αλ­λο­που­ρι­νό­λης, δε­δο­μέ­νου ό­τι στο 10-15% των πε­ρι­πτώ­σε­ων συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό πυ­ρε­τό και κα­κου­χί­α και, σπά­νια, α­πό σο­βα­ρό­τε­ρες αν­τι­δρά­σεις υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας, ό­πως α­πο­φο­λι­δω­τι­κές, κνι­δω­τι­κές και πορ­φυ­ρι­κές αλ­λοι­ώ­σεις, σύν­δρο­μο S­t­e­v­e­ns-J­o­h­n­s­on (πο­λύ­μορ­φο ε­ξι­δρω­μα­τι­κό ε­ρύ­θη­μα) και/ ή γε­νι­κευ­μέ­νη αγ­γει­ί­τι­δα, μη α­να­στρέ­ψι­μη η­πα­τι­κή βλά­βη και θά­να­το. Α­κό­μα, η σο­βα­ρή δερ­μα­τί­τι­δα α­πό την αλ­λο­που­ρι­νό­λη ε­νί­ο­τε συν­δέ­ε­ται με κα­ταρ­ρά­κτη, ε­νί­ο­τε το­ξι­κό, αν και η α­κρι­βής σχέ­ση του με την αλ­λο­που­ρι­νό­λη δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί.

Με­τά την υ­πο­χώ­ρη­ση των ή­πι­ων δερ­μα­τι­κών αν­τι­δρά­σε­ων η αλ­λο­που­ρι­νό­λη μπο­ρεί να ε­πα­να­χο­ρη­γη­θεί σε μι­κρό­τε­ρη δό­ση (π.χ. 50 mg η­με­ρη­σί­ως), προ­ο­δευ­τι­κά αυ­ξα­νό­με­νη. Ε­άν ό­μως το ε­ξάν­θη­μα υ­πο­τρο­πιά­σει, η αλ­λο­που­ρι­νό­λη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται ο­ρι­στι­κά.

Συ­χνό­τη­τα <1% (πι­θα­νώς αι­τι­ο­λο­γι­κά σχε­τι­ζό­με­νες)

  •  Ι­χθύ­α­ση
  • Σύν­δρο­μο S­t­e­v­e­ns-J­o­h­n­s­on (B­a­s­h­ir S et al, 2000)
  • Το­ξι­κή ε­πι­δερ­μό­λυ­ση (D­an M et al, 1984)
  • Αγ­γει­ί­τι­δα α­πό υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α (J­a­r­z­o­b­s­ki J et al, 1970; B­a­i­l­ey RR et al, 1976; W­e­i­ss EB et al, 1978; S­t­e­i­n­m­e­tz JC et al, 1989)
  • Ο­μα­λός λει­χή­νας
  • Κνη­σμός
  • Κνί­δω­ση
  • Ο­νυ­χό­λυ­ση
  • Α­λω­πε­κί­α (A­u­e­r­b­a­ck R, 1968)
  • Ε­ρυ­θη­μα­τώ­δεις βλα­τί­δες και πλά­κες και ι­ό­χρο­α ο­ζί­δια στο πρό­σω­πο (R­a­y­m­o­nd JZ a­nd G­o­l­d­m­an HM, 1988)
  • Το­ξι­κό φλυ­κται­νό­δερ­μα (Yu RC a­nd C­hu TC, 1993; F­i­t­z­g­e­r­a­ld DA et al, 1994; B­o­f­fa MJ a­nd C­h­a­l­m­e­rs RJ, 1994)

Συ­χνό­τη­τα <1% (αι­τι­ο­λο­γι­κή συ­σχέ­τι­ση ά­γνω­στη)

  • Οί­δη­μα προ­σώ­που
  • Ε­φι­δρώ­σεις
  • Οί­δη­μα δέρ­μα­τος
  • Δο­θι­ή­νω­ση

1.10.3   Α­ΠΟ ΤΟ Η­ΠΑΡ

Συ­χνό­τε­ρες (πι­θα­νώς αι­τι­ο­λο­γι­κά σχε­τι­ζό­με­νες)

  • Αύ­ξη­ση αλ­κα­λι­κής φω­σφα­τά­σης
  • Αύ­ξη­ση S­G­OT/S­G­PT

Συ­χνό­τη­τα <1% (πι­θα­νώς αι­τι­ο­λο­γι­κά σχε­τι­ζό­με­νες)

  • Χο­λο­στα­τι­κός ί­κτε­ρος
  • Ο­ξεί­α χο­λαγ­γει­ί­τι­δα (K­o­r­t­i­ng HC a­nd L­e­s­ch R, 1978)
  • Κοκ­κι­ω­μα­τώ­δης η­πα­τί­τι­δα (S­i­m­m­o­ns F et al, 1972; S­w­a­nk LA et al, 1978), η ο­ποί­α μπο­ρεί να υ­πο­χω­ρή­σει με την δι­α­κο­πή της αλ­λο­που­ρι­νό­λης
  • Μα­ζι­κή η­πα­τι­κή νέ­κρω­ση (B­u­t­l­er RC et al, 1977)
  • Πα­ρο­δι­κή αύ­ξη­ση αλ­κα­λι­κής φω­σφα­τά­σης ο­ρού, ου­ρο­χο­λι­νο­γό­νου ού­ρων, S­G­OT και S­G­PT και ε­λάτ­τω­ση της α­πέκ­κρι­σης της B­SP
  • Α­να­στρέ­ψι­μη η­πα­το­με­γα­λί­α, η­πα­το­κυτ­τα­ρι­κή βλά­βη (πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της νέ­κρω­σης του ή­πα­τος), κοκ­κι­ω­μα­τώ­δεις αλ­λοι­ώ­σεις, η­πα­τί­τι­δα, ί­κτε­ρος

Με­ρι­κές η­πα­το­το­ξι­κές αν­τι­δρά­σεις (πυ­ρε­τός, ε­ξάν­θη­μα, πε­ρι­φε­ρι­κή η­ω­σι­νο­φι­λί­α και η­πα­τι­κά βι­ο­ψια­κά ευ­ρή­μα­τα η­ω­σι­νο­φι­λί­ας και μη ρευ­στο­ποι­ού κοκ­κι­ώ­μα­τος) μπο­ρεί να α­πο­τε­λούν αν­τι­δρά­σεις υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας .

1.10.4   Α­ΠΟ ΤΟ ΑΙ­ΜΟ­ΠΟΙ­Η­ΤΙ­ΚΟ ΣΥ­ΣΤΗ­ΜΑ

Συ­χνό­τη­τα <1% (πι­θα­νώς αι­τι­ο­λο­γι­κά σχε­τι­ζό­με­νες)

  • Θρομ­βο­πε­νί­α
  • Η­ω­σι­νο­φι­λί­α
  • Α­μι­γής α­πλα­σί­α ε­ρυ­θρών αι­μο­σφαι­ρί­ων (L­in YW et al, 1999)
  • Λευ­κο­κυτ­τά­ρω­ση ή λευ­κο­πε­νί­α
  • Θα­να­τη­φό­ρα μυ­ε­λι­κή κα­τα­στο­λή
  • Κοκ­κι­ο­κυτ­τα­ρο­πε­νί­α, συ­νή­θως σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους ταυ­τό­χρο­να με δυ­νη­τι­κά μυ­ε­λο­κα­τα­σταλ­τι­κά φάρ­μα­κα

Συ­χνό­τη­τα <1% (αι­τι­ο­λο­γι­κή συ­σχέ­τι­ση ά­γνω­στη)

  • Ή­πια δι­κτυ­ο­κυτ­τά­ρω­ση
  • Λεμ­φο­κυτ­τά­ρω­ση
  • Α­κοκ­κι­ο­κυτ­τα­ραι­μί­α
  • Παγ­κυτ­τα­ρο­πε­νί­α
  • Α­ναι­μί­α
  • Αι­μο­λυ­τι­κή α­ναι­μί­α
  • Α­πλα­στι­κή α­ναι­μί­α (S­h­i­n­o­h­a­ra K et al, 1990), ε­νί­ο­τε θα­να­τη­φό­ρα (C­o­n­r­ad ME, 1986)
  • Ε­λάτ­τω­ση ε­πι­πέ­δων προ­θρομ­βί­νης
  • Λεμ­φα­δε­νο­πά­θεια
  • Η­ω­σι­νο­φι­λι­κές ι­νο­ϊ­στι­ο­κυτ­τα­ρι­κές αλ­λοι­ώ­σεις στον μυ­ε­λό των ο­στών

1.10.5   ΑΝ­ΤΙ­ΔΡΑ­ΣΕΙΣ Υ­ΠΕ­ΡΕΥ­ΑΙ­ΣΘΗ­ΣΙΑΣ

ΣΥ­ΧΝΟ­ΤΗ­ΤΑ : Οι αν­τι­δρά­σεις υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας ή ι­δι­ο­συγ­κρα­σια­κές αν­τι­δρά­σεις εί­ναι σπά­νι­ες με την αλ­λο­που­ρι­νό­λη. Η συ­χνό­τη­τά τους εί­ναι πι­θα­νώς με­γα­λύ­τε­ρη σε α­σθε­νείς με νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια θε­ρα­πευ­ό­με­νους με αλ­λο­που­ρι­νό­λη ταυ­τό­χρο­να με θει­α­ζι­δι­κά δι­ου­ρη­τι­κά. Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη αν­τεν­δεί­κνυ­ται σε α­σθε­νείς με προ­η­γη­θεί­σα υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α ή σο­βα­ρές αν­τι­δρά­σεις στο φάρ­μα­κο, αν και οι α­σθε­νείς με αλ­λερ­γί­α στην αλ­λο­που­ρι­νό­λη μπο­ρεί να α­πευ­αι­σθη­το­ποι­η­θούν.

ΑΝ­ΤΙ­ΔΡΑ­ΣΕΙΣ Υ­ΠΕ­ΡΕΥ­ΑΙ­ΣΘΗ­ΣΙΑΣ ΣΥΝ­ΔΕ­Ο­ΜΕ­ΝΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΧΡΗ­ΣΗ ΤΗΣ ΑΛ­ΛΟ­ΠΟΥ­ΡΙ­ΝΟ­ΛΗΣ :

  • Σο­βα­ρή ή θα­να­τη­φό­ρα το­ξι­κή ε­πι­δερ­μό­λυ­ση
  • Αγ­γει­ί­τι­δα α­πό υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­α, η ο­ποί­α μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε μη α­να­στρέ­ψι­μες η­πα­τι­κές βλά­βες και θά­να­το
  • Αλ­λερ­γι­κή αγ­γει­ί­τι­δα (ε­ρυ­θη­μα­τώ­δες κη­λι­δο­βλα­τι­δώ­δες ε­ξάν­θη­μα με α­πο­λέ­πι­ση)
  • Εγ­κε­φα­λι­κή αγ­γει­ί­τι­δα (R­o­t­h­w­e­ll PM a­nd G­r­a­nt R, 1996)
  • A­N­CA θε­τι­κή αγ­γει­ί­τι­δα (C­h­oi HK et al, 1998)
  • Σο­βα­ρή α­πο­φο­λι­δω­τι­κή δερ­μα­τί­τι­δα
  • Αρ­τη­ρια­κή νε­φρο­σκλή­ρυν­ση
  • Ο­λι­γου­ρί­α
  • Συμ­φο­ρη­τι­κή καρ­δια­κή α­νε­πάρ­κεια
  • Ο­ξεί­α κώ­φω­ση
  • Δερ­μο-η­πα­το-νε­φρι­κό σύν­δρο­μο : Χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­πό πυ­ρε­τό, δερ­μα­τι­κό ε­ξάν­θη­μα, η­ω­σι­νο­φι­λί­α, πα­θο­λο­γι­κές η­πα­τι­κές δο­κι­μα­σί­ες και νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια (M­i­l­ls RM, 1971; Y­o­u­ng JL et al, 1974). Έ­χει α­να­φερ­θεί συ­νή­θως σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους ταυ­τό­χρο­να με θει­α­ζι­δι­κά δι­ου­ρη­τι­κά και μπο­ρεί να α­πο­βεί θα­να­τη­φό­ρο (H­a­n­de KR et al, 1984). Α­πο­δί­δε­ται σε δι­ά­χυ­τη αγ­γει­ί­τι­δα λό­γω αν­τί­δρα­σης υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας στην αλ­λο­που­ρι­νό­λη. Σε με­ρι­κούς α­σθε­νείς έ­χουν α­νευ­ρε­θεί κοκ­κι­ώ­δεις ε­να­πο­θέ­σεις I­gM στο δερ­μο-ε­πι­δερ­μι­δι­κό ό­ριο (U­t­s­i­n­g­er P a­nd Y­o­u­nt WJ, 1976).

1.10.6   ΜΕ­ΤΑ­ΒΟ­ΛΙ­ΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙ­ΑΙ­ΤΗ­ΤΙ­ΚΕΣ

Συ­χνό­τε­ρες (πι­θα­νώς αι­τι­ο­λο­γι­κά σχε­τι­ζό­με­νες)

  • Προ­σβο­λές ο­ξεί­ας ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας, στην αρ­χή της θε­ρα­πεί­ας. Α­πο­φεύ­γον­ται με την χο­ρή­γη­ση της αλ­λο­που­ρι­νό­λης σε μι­κρό­τε­ρες δό­σεις και την προ­φυ­λα­κτι­κή χο­ρή­γη­ση κολ­χι­κί­νης.

1.10.7   ΕΝ­ΔΟ­ΚΡΙ­ΝΙ­ΚΕΣ

Συ­χνό­τη­τα <1% (αι­τι­ο­λο­γι­κή συ­σχέ­τι­ση ά­γνω­στη)

  • Αν­δρι­κή στεί­ρω­ση
  • Υ­πε­ρα­σβε­στι­αι­μί­α
  • Γυ­ναι­κο­μα­στί­α (στους άν­δρες)

1.10.8   Α­ΠΟ ΤΟ ΝΕΥ­ΡΙ­ΚΟ ΣΥ­ΣΤΗ­ΜΑ

Συ­χνό­τη­τα <1% (πι­θα­νώς αι­τι­ο­λο­γι­κά σχε­τι­ζό­με­νες)

  • Πε­ρι­φε­ρι­κή νευ­ρο­πά­θεια
  • Νευ­ρί­τι­δα
  • Πα­ραι­σθη­σί­ες
  • Κε­φα­λαλ­γί­α
  • Υ­πνη­λί­α
  • Μη­νιγ­γί­τι­δα (D­u­c­h­e­ne DA et al, 2000; G­r­e­e­n­b­e­rg LE et al, 2001)

Συ­χνό­τη­τα <1% (αι­τι­ο­λο­γι­κή συ­σχέ­τι­ση ά­γνω­στη)

  • Ο­πτι­κή νευ­ρί­τι­δα
  • Ί­λιγ­γος
  • Ζά­λη
  • Κα­τά­θλι­ψη
  • Σύγ­χυ­ση
  • Α­μνη­σί­α
  • Α­ϋ­πνί­α
  • Α­δυ­να­μί­α
  • Ε­λάτ­τω­ση λίμ­πιν­το
  • Πτώ­ση ά­κρου πό­δα

1.10.9.  Α­ΠΟ ΤΟ ΚΑΡ­ΔΙ­ΑΓ­ΓΕΙΑ­ΚΟ ΣΥ­ΣΤΗ­ΜΑ

Συ­χνό­τη­τα <1% (πι­θα­νώς αι­τι­ο­λο­γι­κά σχε­τι­ζό­με­νες)

  • Νε­κρω­τι­κή αγ­γει­ί­τι­δα
    • Πε­ρι­καρ­δί­τι­δα
    • Πε­ρι­φε­ρι­κή αγ­γει­ο­πά­θεια
    • Θρομ­βο­φλε­βί­τι­δα
    • Βρα­δυ­καρ­δί­α
    • Αγ­γει­ο­δι­α­στο­λή
Συ­χνό­τη­τα <1% (αι­τι­ο­λο­γι­κή συ­σχέ­τι­ση ά­γνω­στη)

1.10.10   Α­ΠΟ ΤΟ ΟΥ­ΡΟ­ΠΟΙ­Ο­ΓΕΝ­ΝΗ­ΤΙ­ΚΟ ΣΥ­ΣΤΗ­ΜΑ

Συ­χνό­τη­τα <1% (πι­θα­νώς αι­τι­ο­λο­γι­κά σχε­τι­ζό­με­νες)

  • Ου­ραι­μί­α
  • Νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια

Συ­χνό­τη­τα <1% (αι­τι­ο­λο­γι­κή συ­σχέ­τι­ση ά­γνω­στη)

  • Νε­φρί­τι­δα (M­a­g­n­er P et al, 1986)
  • Α­νι­κα­νό­τη­τα
  • Πρω­το­πα­θής αι­μα­του­ρί­α
  • Λευ­κω­μα­τι­νου­ρί­α

1.10.11  Α­ΠΟ ΤΟ Α­ΝΑ­ΠΝΕΥ­ΣΤΙ­ΚΟ ΣΥ­ΣΤΗ­ΜΑ

Συ­χνό­τη­τα <1% (πι­θα­νώς αι­τι­ο­λο­γι­κά σχε­τι­ζό­με­νες)

  • Ε­πί­στα­ξη

Συ­χνό­τη­τα <1% (αι­τι­ο­λο­γι­κή συ­σχέ­τι­ση ά­γνω­στη)

  • Βρογ­χό­σπα­σμος
  • Ά­σθμα
  • Φα­ρυγ­γί­τι­δα
  • Ρι­νί­τι­δα

1.10.12   Α­ΠΟ ΤΟ ΜΥ­Ο­ΣΚΕ­ΛΕ­ΤΙ­ΚΟ ΣΥ­ΣΤΗ­ΜΑ

Συ­χνό­τη­τα <1% (πι­θα­νώς αι­τι­ο­λο­γι­κά σχε­τι­ζό­με­νες)

  • Μυ­ο­πά­θεια
  • Αρ­θραλ­γί­ες

Συ­χνό­τη­τα <1% (αι­τι­ο­λο­γι­κή συ­σχέ­τι­ση ά­γνω­στη) 

  • Μυ­αλ­γί­ες
  • Κα­κου­χί­α

1.10.13   Α­ΠΟ ΤΑ ΑΙ­ΣΘΗ­ΤΗ­ΡΙΑ ΟΡ­ΓΑ­ΝΑ

Συ­χνό­τη­τα <1% (πι­θα­νώς αι­τι­ο­λο­γι­κά σχε­τι­ζό­με­νες)

  • Α­πώ­λεια-δι­α­τα­ρα­χές γεύ­σης

Συ­χνό­τη­τα <1% (αι­τι­ο­λο­γι­κή συ­σχέ­τι­ση ά­γνω­στη)

  • Κη­λι­δώ­δης αμ­φι­βλη­στρο­ει­δί­τι­δα
  • Ι­ρί­τι­δα
  • Ε­πι­πε­φυ­κί­τι­δα
  • Αμ­βλυ­ω­πί­α
  • Κα­ταρ­ρά­κτης

1.10.14   ΑΛ­ΛΕΣ

Συ­χνό­τη­τα <1% (πι­θα­νώς αι­τι­ο­λο­γι­κά σχε­τι­ζό­με­νες)

  • Εκ­χυ­μώ­σεις
  • Πυ­ρε­τός
  • Κε­φα­λαλ­γί­ες

Σπα­νι­ό­τε­ρες (αι­τι­ο­λο­γι­κή συ­σχέ­τι­ση ά­γνω­στη)

  • Υ­περ­λι­πι­δαι­μί­α
  • Φα­ρυγ­γί­τι­δα
  • Ρι­νί­τι­δα
  • Λέ­πτυν­ση του φα­κού (L­iu CS et al, 1988)

1.11   Υ­ΠΕΡ­ΔΟ­ΣΟ­ΛΟ­ΓΙΑ

Εκ­δη­λώ­σεις : Μα­ζι­κή υ­περ­δο­σο­λο­γί­α ή ο­ξεί­α δη­λη­τη­ρί­α­ση α­πό την αλ­λο­που­ρι­νό­λη δεν έ­χει α­να­φερ­θεί. Η πι­θα­νό­τε­ρη αν­τί­δρα­ση εί­ναι η γα­στρεν­τε­ρι­κή δυ­σα­νε­ξί­α. Η μα­ζι­κή α­πορ­ρό­φη­ση αλ­λο­που­ρι­νό­λης μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει ι­σχυ­ρή κα­τα­στο­λή της δρά­σης της ξαν­θι­νο­ξει­δά­σης. Η δρά­ση αυ­τή δεν φαί­νε­ται να έ­χει συ­νέ­πει­ες, ε­κτός ε­άν χο­ρη­γεί­ται ταυ­τό­χρο­να μερ­κα­πτο­που­ρί­νη ή/και α­ζα­θει­ο­πρί­νη.

Μί­α α­σθε­νής που πή­ρε 75 δι­σκί­α αλ­λο­που­ρι­νό­λης 300 mg δεν εί­χε ε­πι­πλο­κές, αλ­λά αύ­ξη­ση του t(1/2) της αλ­λο­που­ρι­νό­λης σε 3.6 ώ­ρες και της ο­ξυ­που­ρι­νό­λης, σε 26 ώ­ρες (F­e­r­n­er RE et al, 1988).

Στους πον­τι­κούς, η θα­να­τη­φό­ρα δό­ση (L­D­50) της αλ­λο­που­ρι­νό­λης εί­ναι 160 mg/kg, με­τά α­πό εν­δο­πε­ρι­το­να­ϊ­κή χο­ρή­γη­σή της, και 700 mg/kg, p­er os (πε­ρί­που 140 φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρη της συ­νή­θους αν­θρώ­πι­νης δό­σης).

Στους α­ρου­ραί­ους, η ο­ξεί­α L­D­50 εί­ναι 750 mg/kg, με­τά α­πό εν­δο­πε­ρι­το­να­ϊ­κή χο­ρή­γη­σή της, και 6.000 mg/kg, p­er os (πε­ρί­που 1.200 φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρη της αν­θρώ­πι­νης δό­σης).

Θε­ρα­πεί­α : Δεν υ­πάρ­χει ει­δι­κό αν­τί­δο­το και εμ­πει­ρί­α σχε­τι­κά με την αν­τι­με­τώ­πι­ση της υ­περ­δο­σο­λο­γί­ας α­πό την αλ­λο­που­ρι­νό­λη. Η ε­παρ­κής ε­νυ­δά­τω­ση ώ­στε να δι­α­τη­ρη­θεί σε ι­κα­νο­ποι­η­τι­κό βαθ­μό η δι­ού­ρη­ση δι­ευ­κο­λύ­νει την α­πο­βο­λή της αλ­λο­που­ρι­νό­λης και των με­τα­βο­λι­τών της. Και η αλ­λο­που­ρι­νό­λη και η ο­ξι­που­ρι­νό­λη εί­ναι δι­α­λυ­τές. Πάν­τως, η χρη­σι­μό­τη­τα της αι­μο­δι­ύ­λι­σης ή της πε­ρι­το­να­ϊ­κής δι­ύ­λι­σης στην αν­τι­με­τώ­πι­ση της υ­περ­δο­σο­λο­γί­ας α­πό την αλ­λο­που­ρι­νό­λη εί­ναι ά­γνω­στη.

1.12   ΠΑ­ΡΕΜ­ΒΑ­ΣΗ ΣΕ ΕΡ­ΓΑ­ΣΤΗ­ΡΙΑ­ΚΕΣ ΔΟ­ΚΙ­ΜΑ­ΣΙ­ΕΣ

Δεν έ­χει α­να­φερ­θεί.

1.13   ΚΥ­Η­ΣΗ

Στα ζώ­α : Σε α­ρου­ραί­ους και κου­νέ­λια, η αλ­λο­που­ρι­νό­λη, σε δό­σεις έ­ως 20 φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρες της συ­νή­θους αν­θρώ­πι­νης, δεν ε­πη­ρε­ά­ζει την γο­νι­μό­τη­τα.

Στον άν­θρω­πο : Η δρά­ση της αλ­λο­που­ρι­νό­λης στο αν­θρώ­πι­νο έμ­βρυ­ο δεν εί­ναι γνω­στή, γι΄ αυ­τό και η αλ­λο­που­ρι­νό­λη πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­εί­ται στη διά­ρκεια της κύ­η­σης μό­νον ό­ταν εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη. Σπά­νια, η αλ­λο­που­ρι­νό­λη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει στεί­ρω­ση και α­νι­κα­νό­τη­τα στους άρ­ρε­νες, αλ­λά η αι­τι­ο­λο­γι­κή συ­σχέ­τι­ση με το φάρ­μα­κο δεν έ­χει προσ­δι­ο­ρι­σθεί.

1.14   ΓΑ­ΛΟΥ­ΧΙΑ

Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη και η ο­ξυ­που­ρι­νό­λη έ­χουν α­νευ­ρε­θεί στο γά­λα μιας γυ­ναί­κας που έ­παιρ­νε αλ­λο­που­ρι­νό­λη (K­a­m­i­l­li I a­nd G­r­e­s­s­er U, 1993). H ο­ξυ­που­ρι­νό­λη α­νι­χνεύ­θη­κε στο πλά­σμα του βρέ­φους της γυ­ναί­κας αυ­τής 2 ώ­ρες με­τά τον θη­λα­σμό, ε­νώ η αλ­λο­που­ρι­νό­λη, σε πο­λύ χα­μη­λά ε­πί­πε­δα. Η σχέ­ση γά­λα­κτος/πλά­σμα της μη­τέ­ρας 2 ώ­ρες (4 ώ­ρες) με­τά την λή­ψη του φαρ­μά­κου ή­ταν 0.9 (1.4) για την αλ­λο­που­ρι­νό­λη και 3.9 (2.4), για την ο­ξυ­που­ρι­νό­λη. Η μέ­ση κα­θη­με­ρι­νή δό­ση της αλ­λο­που­ρι­νό­λης που έ­παιρ­νε το βρέ­φος μέ­σω του μη­τρι­κού γά­λα­κτος ή­ταν 0.14-0.20 mg/kg και της ο­ξυ­που­ρι­νό­λης, 7.2-8.0 mg/kg.

Ε­πει­δή η δρά­ση της αλ­λο­που­ρι­νό­λης στις γυ­ναί­κες που θη­λά­ζουν δεν εί­ναι γνω­στή, η αλ­λο­που­ρι­νό­λη πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται με προ­σο­χή στη διά­ρκεια της γα­λου­χί­ας.

1.15   ΠΡΟ­ΕΙ­ΔΟ­ΠΟΙ­Η­ΣΕΙΣ - ΠΡΟ­ΦΥ­ΛΑ­ΞΕΙΣ

Νε­ο­γνά : Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη χρη­σι­μο­ποι­εί­ται σπά­νια ή και κα­θό­λου στα νε­ο­γνά.

Παι­διά : Οι κα­τα­σκευα­στές του φαρ­μά­κου σπά­νια συ­νι­στούν την αλ­λο­που­ρι­νό­λη στα παι­διά, ε­κτός ε­άν πά­σχουν α­πό υ­πε­ρου­ρι­χαι­μί­α συν­δε­ό­με­νη με νε­ο­πλα­σμα­τι­κά νο­σή­μα­τα, χη­μει­ο­θε­ρα­πεί­α λό­γω καρ­κί­νου ή γε­νε­τι­κά νο­σή­μα­τα του με­τα­βο­λι­σμού των που­ρι­νών (σύν­δρο­μο L­e­s­ch-N­y­h­an).

Η­λι­κι­ω­μέ­νοι : Δεν χρει­ά­ζον­ται ι­δι­αί­τε­ρες προ­φυ­λά­ξεις.

Κύ­η­ση : Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη πρέ­πει να α­πο­φεύ­γε­ται στην κύ­η­ση.

Γα­λου­χί­α : Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται με προ­σο­χή στη διά­ρκεια της γα­λου­χί­ας.

Νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια : Σε α­σθε­νείς με νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια ή με ταυ­τό­χρο­να νο­σή­μα­τα που μπο­ρεί να ε­πη­ρε­ά­σουν την νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α, ό­πως η υ­πέρ­τα­ση και ο σακ­χα­ρώ­δης δι­α­βή­της, πρέ­πει να γί­νε­ται πε­ρι­ο­δι­κά έ­λεγ­χος της νε­φρι­κής λει­τουρ­γί­ας, ι­δι­αί­τε­ρα ε­ξέ­τα­ση της ου­ρί­ας και της κρε­α­τι­νί­νης του ο­ρού ή της κά­θαρ­σης της κρε­α­τι­νί­νης, και η θε­ρα­πεί­α με αλ­λο­που­ρι­νό­λη να αρ­χί­ζει με μι­κρό­τε­ρες δό­σεις απ΄ό, τι σε ά­το­μα με φυ­σι­ο­λο­γι­κή νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α. Ε­άν εμ­φα­νι­σθούν ε­πί­μο­νες δι­α­τα­ρα­χές της νε­φρι­κής λει­τουρ­γί­ας, η δό­ση του φαρ­μά­κου πρέ­πει να μει­ώ­νε­ται ή να δι­α­κό­πτε­ται.

Σε α­σθε­νείς με σο­βα­ρή νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια ή μει­ω­μέ­νη κά­θαρ­ση ου­ρι­κού, ο t(1/2) της ο­ξυ­που­ρι­νό­λης στο πλά­σμα πα­ρα­τεί­νε­ται ση­μαν­τι­κά, γι΄ αυ­τό και η αλ­λο­που­ρι­νό­λη συ­νι­στά­ται να χο­ρη­γεί­ται σε δό­ση 100 mg/24ωρο ή 300 mg, 2 φο­ρές ε­βδο­μα­δια­ίως.

Σε α­σθε­νείς με νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια, η ταυ­τό­χρο­νη θε­ρα­πεί­α με αλ­λο­που­ρι­νό­λη και θει­α­ζι­δι­κά δι­ου­ρη­τι­κά μπο­ρεί να αυ­ξή­σει τον κίν­δυ­νο αν­τι­δρά­σε­ων υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας α­πό την αλ­λο­που­ρι­νό­λη, γι΄ αυ­τό και πρέ­πει να γί­νε­ται με με­γά­λη προ­σο­χή.

1.16   ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

  • Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη μπο­ρεί πε­ρι­στα­σια­κά να προ­κα­λέ­σει υ­πνη­λί­α, γι΄ αυ­τό και οι α­σθε­νείς πρέ­πει να προ­ει­δο­ποι­ούν­ται ό­τι μπο­ρεί να ε­πη­ρε­ά­σει δρα­στη­ρι­ό­τη­τες που ε­πι­βάλ­λουν ε­τοι­μό­τη­τα και ε­γρή­γορ­ση (π.χ. χει­ρι­σμός μη­χα­νη­μά­των, ο­δή­γη­ση ο­χη­μά­των).
  • Ε­άν εμ­φα­νι­σθούν δερ­μα­τι­κά ε­ξαν­θή­μα­τα ή άλ­λες αλ­λερ­γι­κές αν­τι­δρά­σεις, πό­νος στην ού­ρη­ση, αι­μα­του­ρί­α, ε­ρε­θι­σμός των ο­φθαλ­μών ή δι­όγ­κω­ση των χει­λέ­ων ή του στό­μα­τος, η άλ­λο­που­ρι­νό­λη πρέ­πει να δι­α­κό­πτε­ται α­μέ­σως.
  • Πριν α­πό την έ­ναρ­ξη και πε­ρι­ο­δι­κά στη διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας με αλ­λο­που­ρι­νό­λη, ι­δι­αί­τε­ρα στη διά­ρκεια των πρώ­των μη­νών, πρέ­πει να γί­νε­ται έ­λεγ­χος της η­πα­τι­κής λει­τουρ­γί­ας (ι­δι­αί­τε­ρα σε α­σθε­νείς με προ­ϋ­πάρ­χου­σα η­πα­το­πά­θεια) και της νε­φρι­κής λει­τουρ­γί­ας (ι­δι­αί­τε­ρα σε α­σθε­νείς με ε­ξα­σθε­νη­μέ­νη νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α ή ταυ­τό­χρο­να νο­σή­μα­τα που μπο­ρεί να ε­πη­ρε­ά­σουν την νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α, ό­πως υ­πέρ­τα­ση ή σακ­χα­ρώ­δη δι­α­βή­τη) και πλή­ρης αι­μα­το­λο­γι­κός έ­λεγ­χος.

Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν αλ­λο­που­ρι­νό­λη μπο­ρεί να εμ­φα­νί­σουν α­να­στρέ­ψι­μες η­πα­τι­κές ε­πι­πλο­κές και ε­νί­ο­τε α­συμ­πτω­μα­τι­κές αυ­ξή­σεις της αλ­κα­λι­κής φω­σφα­τά­σης ή των τραν­σα­μι­να­σών του ο­ρού. Ε­άν εμ­φα­νί­σουν α­νο­ρε­ξί­α, α­πώ­λεια βά­ρους ή κνη­σμό πρέ­πει να ε­λέγ­χε­ται η η­πα­τι­κή τους λει­τουρ­γί­α.

  • Η ναυ­τί­α και οι έ­με­τοι μπο­ρούν να α­πο­φευ­χθούν με την λή­ψη της αλ­λο­που­ρι­νό­λης με­τά τα γεύ­μα­τα
  • Οι α­σθε­νείς που παίρ­νουν αλ­λο­που­ρι­νό­λη πρέ­πει να πί­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρα υ­γρά για να αυ­ξή­σουν την δι­ού­ρη­ση πά­νω α­πό 2 λί­τρα η­με­ρη­σί­ως και να δι­α­τη­ρούν τα ού­ρα σε ου­δέ­τε­ρο ή, προ­τι­μό­τε­ρα, ε­λα­φρώς αλ­κα­λι­κό πε­ρι­βάλ­λον, ώ­στε να προ­λη­φθεί ο σχη­μα­τι­σμός νε­φρι­κών λί­θων α­πό ξαν­θί­νη και την κα­θί­ζη­ση του ου­ρι­κού στους νε­φρούς, ό­ταν θε­ρα­πεύ­ον­ται ταυ­τό­χρο­να με ου­ρι­κο­ζου­ρι­κούς πα­ρά­γον­τες.
  • Η συγ­χο­ρή­γη­ση της αλ­λο­που­ρι­νό­λης με δι­κου­μα­ρό­λη, σουλ­φιν­πυ­ρα­ζό­νη, μερ­κα­πτο­που­ρί­νη, α­ζα­θει­ο­πρί­νη, αμ­πι­κιλ­λί­νη, α­μο­ξυ­κιλ­λί­νη ή θει­α­ζι­δι­κά δι­ου­ρη­τι­κά πρέ­πει να γί­νε­ται με προ­σο­χή, για­τί έ­χει ο­ρι­σμέ­νους κιν­δύ­νους. Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με δι­κου­μα­ρό­λη, ο χρό­νος προ­θρομ­βί­νης πρέ­πει να ε­ξε­τά­ζε­ται πε­ρι­ο­δι­κά ε­άν στη θε­ρα­πεί­α προ­στί­θε­ται αλ­λο­που­ρι­νό­λη.
  • Σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με μερ­κα­πτο­που­ρί­νη ή α­ζα­θει­ο­πρί­νη, η ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση 300-600 mg αλ­λο­που­ρι­νό­λης η­με­ρη­σί­ως ε­πι­βάλ­λει μεί­ω­ση της δό­σης πε­ρί­που στο 1/3-1/4 της συ­νή­θους δό­σης της μερ­κα­πτο­που­ρί­νης ή της α­ζα­θει­ο­πρί­νης. Άλ­λες τρο­πο­ποι­ή­σεις της δό­σης της μερ­κα­πτο­που­ρί­νης ή της α­ζα­θει­ο­πρί­νης πρέ­πει να γί­νον­ται με βά­ση την θε­ρα­πευ­τι­κή αν­τα­πό­κρι­ση και την το­ξι­κό­τη­τα.
  • Η συ­χνό­τη­τα των προ­σβο­λών της ο­ξεί­ας ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας μπο­ρεί να αυ­ξη­θεί στα αρ­χι­κά στά­δια της θε­ρα­πεί­ας με αλ­λο­που­ρι­νό­λη, α­κό­μα και σε α­σθε­νείς με φυ­σι­ο­λο­γι­κά ή υ­πο­φυ­σι­ο­λο­γι­κά ε­πί­πε­δα ου­ρι­κού ο­ξέ­ος στον ο­ρό. Γι΄ αυ­τό και, στην έ­ναρ­ξη της θε­ρα­πεί­ας με αλ­λο­που­ρι­νό­λη, συ­νι­στά­ται προ­φυ­λα­κτι­κή χο­ρή­γη­ση κολ­χι­κί­νης.
  • Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει κα­τα­στο­λή του μυ­ε­λού, ι­δι­αί­τε­ρα σε α­σθε­νείς θε­ρα­πευ­ό­με­νους με φάρ­μα­κα με δυ­νη­τι­κή μυ­ε­λο­κα­τα­σταλ­τι­κή δρά­ση, 6 ε­βδο­μά­δες έ­ως 6 χρό­νια με­τά την έ­ναρ­ξη της θε­ρα­πεί­ας.

1.17   ΔΟΣΕΙΣ - ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ

1.17.1   ΟΥΡΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

Η δό­ση της αλ­λο­που­ρι­νό­λης ποι­κίλ­λει α­νά­λο­γα με την βα­ρύ­τη­τα της νό­σου και πρέ­πει να τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα με την αν­τα­πό­κρι­ση και την α­νο­χή του α­σθε­νούς.

  • Ή­πια ου­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα : 200-300 mg/24ωρο
  • Μέ­τρια έ­ως σο­βα­ρή το­φώ­δης ου­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα : 400-600 mg/24ωρο

Η ε­λά­χι­στη α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή δό­ση της αλ­λο­που­ρι­νό­λης α­νέρ­χε­ται σε 100-200 mg/24ωρο, η μέ­ση δό­ση συν­τή­ρη­σης, σε 300 mg/24ωρο και η μέ­γι­στη συ­νι­στώ­με­νη, σε 800 mg (στις ΗΠΑ) ή 900 mg (στην Αγ­γλί­α) η­με­ρη­σί­ως.

Το φάρ­μα­κο μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί σε δι­η­ρη­μέ­νες δό­σεις ή σε μί­αν ε­φά­παξ δό­ση ι­σο­δύ­να­μη με δι­σκί­α 300 mg. Ε­ως 300 mg η αλ­λο­που­ρι­νό­λη μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί ε­φά­παξ. Με­γα­λύ­τε­ρες δό­σεις συ­νι­στά­ται να λαμ­βά­νον­ται 2-3 φο­ρές η­με­ρη­σί­ως και με­τά φα­γη­τόν, για να μει­ω­θεί ο κίν­δυ­νος γα­στρεν­τε­ρι­κού ε­ρε­θι­σμού. Πα­ράλ­λη­λα, οι α­σθε­νείς πρέ­πει να παίρ­νουν ε­παρ­κείς πο­σό­τη­τες υ­γρών, για να προ­λη­φθεί η ε­να­πό­θε­ση ξαν­θί­νης στους νε­φρούς.

Για να ε­λατ­τω­θεί ο κίν­δυ­νος έ­ξαρ­σης της ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας, η αλ­λο­που­ρι­νό­λη συ­νι­στά­ται να χο­ρη­γεί­ται αρ­χι­κά σε μι­κρή δό­ση (π.χ. 100 mg/24ωρο), αυ­ξα­νό­με­νη κά­θε ε­βδο­μά­δα κα­τά 100 mg μέ­χρις ό­του τα ε­πί­πε­δα του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος στον ο­ρό προ­σεγ­γί­σουν τα 6 mg/dl ή λι­γό­τε­ρο και η δό­ση, την μέ­γι­στη συ­νι­στώ­με­νη (800 mg/24ωρο). Κα­θη­με­ρι­νή δό­ση 100-300 mg μπο­ρεί να εί­ναι ε­παρ­κής σε α­σθε­νείς με ή­πια έ­ως μέ­τρια ου­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα και έ­ως 600 mg, σε α­σθε­νείς με με­τρί­ως σο­βα­ρή το­φώ­δη ου­ρι­κή αρ­θρί­τι­δα.

Στα αρ­χι­κά στά­δια της θε­ρα­πεί­ας, η αλ­λο­που­ρι­νό­λη μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει προ­σβο­λή ο­ξεί­ας ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας, γι΄αυ­τό και συ­νι­στά­ται προ­φυ­λα­κτι­κή χο­ρή­γη­ση ε­νός ΜΣΑΦ ή κολ­χι­κί­νης σε δό­ση 0.5 mg 3 φο­ρές η­με­ρη­σί­ως ε­πί 1 μή­να.

Τα ε­πί­πε­δα του ου­ρι­κού στον ο­ρό ε­πι­στρέ­φουν σε φυ­σι­ο­λο­γι­κά ό­ρια με­τά α­πό 1-3 ε­βδο­μά­δες θε­ρα­πεί­ας με αλ­λο­που­ρι­νό­λη. Με την κα­τάλ­λη­λη δό­ση και, σε ο­ρι­σμέ­νους α­σθε­νείς, με την ταυ­τό­χρο­νη χο­ρή­γη­ση ου­ρι­κο­ζου­ρι­κών πα­ρα­γόν­των, το ου­ρι­κό ο­ξύ στον ο­ρό μπο­ρεί να υ­πο­χω­ρή­σει σε φυ­σι­ο­λο­γι­κά ό­ρια και, ε­άν εί­ναι ε­πι­θυ­μη­τό, στα 2-3 mg/dl και να πα­ρα­μεί­νει ε­κεί α­πε­ρι­ό­ρι­στα.

Ό­ταν έ­νας α­σθε­νής με­τα­φέ­ρε­ται α­πό έ­ναν ου­ρι­κο­ζου­ρι­κό πα­ρά­γον­τα στην αλ­λο­που­ρι­νό­λη, η δό­ση του πρέ­πει να μει­ώ­νε­ται προ­ο­δευ­τι­κά σε δι­ά­στη­μα αρ­κε­τών ε­βδο­μά­δων και η δό­ση της αλ­λο­που­ρι­νό­λης να αυ­ξά­νε­ται βαθ­μια­ία στην ε­πι­θυ­μη­τή δό­ση την α­παι­τού­με­νη να δι­α­τη­ρή­σει τα ε­πί­πε­δα του ου­ρι­κού ο­ξέ­ος στον ο­ρό σε φυ­σι­ο­λο­γι­κά ό­ρια. 

1.17.2   ΥΠΟΤΡΟΠΙΑΖΟΥΣΑ ΝΕΦΡΟΛΙΘΙΑΣΗ ΑΠΟ ΟΞΑΛΙΚΟ ΑΣΒΕΣΤΙΟ

  • Αλ­λο­που­ρι­νό­λη 200-300 mg/24ωρο ε­φά­παξ ή σε δι­η­ρη­μέ­νες δό­σεις, που μπο­ρεί να μει­ω­θεί ή να αυ­ξη­θεί α­νά­λο­γα με το ου­ρι­κό ο­ξύ ού­ρων 24ώρου.
  • Ε­λάτ­τω­ση της πρόσ­λη­ψης ζω­ι­κών πρω­τε­ϊ­νών, να­τρί­ου, ρα­φι­να­ρι­σμέ­νης ζά­χα­ρης, τρο­φών πλού­σι­ων σε ο­ξα­λι­κά ά­λα­τα και αύ­ξη­ση της πρόσ­λη­ψης α­σβε­στί­ου, υ­γρών α­πό το στό­μα και δι­αι­τη­τι­κών ι­νών.

1.17.3  ΔΕΥΤΕΡΟΠΑΘΗΣ ΥΠΕΡΟΥΡΙΧΑΙΜΙΑ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΗ ΜΕ ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΕΟΠΛΑ­ΣΜΑΤΑ (στα παι­διά) :

  • Παι­διά η­λι­κί­ας 6-10 ε­τών : 300 mg/24ωρο
  • Παι­διά η­λι­κί­ας <6 ε­τών : 150 mg/24ωρο

Η αν­τα­πό­κρι­ση ε­κτι­μά­ται με­τά α­πό 48 πε­ρί­που ώ­ρες και η δό­ση τρο­πο­ποι­εί­ται α­νά­λο­γα, ε­άν χρει­ά­ζε­ται.

1.17.4   ΜΥΕΛΟΥΠΕΡΠΛΑΣΤΙΚΑ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Α­πό το στό­μα : Στους ε­νή­λι­κες, για να προ­λη­φθεί η ο­ξεί­α νε­φρο­πά­θεια α­πό ου­ρι­κό ο­ξύ στη διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας με αν­τι­νε­ο­πλα­σμα­τι­κούς πα­ρά­γον­τες, μπο­ρεί να χο­ρη­γη­θεί αλ­λο­που­ρι­νό­λη κα­θη­με­ρι­νά σε δό­ση 600-800 mg ε­πί 2-3 η­μέ­ρες, 12 η­μέ­ρες πριν α­πό την έ­ναρ­ξη της χη­μει­ο­θε­ρα­πεί­ας.

Εν­δο­φλέ­βια :

  • Ε­νή­λι­κες : 350—700 mg/m2/24ωρο ή σε 4-6 δι­η­ρη­μέ­νες δό­σεις. Η ε­λά­χι­στη α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή η­με­ρή­σια δό­ση α­νέρ­χε­ται σε 200 mg/m2.
  • Παι­διά : 100—200 mg/m2/24ωρο, σε 4 δό­σεις.

1.17.5   Δό­ση αλ­λο­που­ρι­νό­λης σε α­σθε­νείς με νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια

Σε α­σθε­νείς με νε­φρι­κή α­νε­πάρ­κεια, η αλ­λο­που­ρι­νό­λη μπο­ρεί να α­θροι­σθεί, γι΄ αυ­τό και πρέ­πει να χο­ρη­γεί­ται σε δό­σεις χα­μη­λό­τε­ρες α­πό τις χρη­σι­μο­ποι­ού­με­νες σε α­σθε­νείς με φυ­σι­ο­λο­γι­κή νε­φρι­κή λει­τουρ­γί­α (ΒΛ. ΠΙΝΑΚΑ 12).

ΠΙΝΑΚΑΣ 12

ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ ΑΛΛΟΠΟΥΡΙΝΟΛΗΣ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΝΕΦΡΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ

(Hande KR et al, 1984)

Κά­θαρ­ση κρε­α­τι­νί­νης

         (ml/min)

     Δό­ση συν­τή­ρη­σης

               0

   100 mg κά­θε 3 η­μέ­ρες

              10

   100 mg κά­θε 2 η­μέ­ρες

              20

         100 mg/24ωρο

              40

         150 mg/24ωρο

              60

         200 mg/24ωρο

              80

         250 mg/24ωρο

1.18   ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ

   Εμ­πο­ρι­κή ο­νο­μα­σί­α

    Μορ­φές-πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τες

       Κα­τα­σκευα­στής

Gealgica

Tabl. 30 x 100 mg

ΝΟΡΜΑ ΕΛΛΑΣ Α.Ε. 

 

Tabl. 30 x 300 mg

 

Soluric

Tabl. Retard 30 x 300 mg

UNI-PHARMA AE

Stradumel

Tabl. 28 x 300 mg

ΦΑΡΜΑΤΕΝ ΕΠΕ

Zylapour

Tabl. 25 x 100 mg

ΦΑΡΜΑΝΙΚ

 

Tabl. 30 x 300 mg

 

Zyloric

Tabl. 25 x 100 mg

GLAXO-WELLCOME AEBE

 

Tabl. 28 x 300 mg

 

1.19   ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ

Δι­σκί­α 100 και 300 mg : Κά­θε δι­σκί­ο των 100 mg πε­ρι­έ­χει 100 mg αλ­λο­που­ρι­νό­λης και άλ­λα, α­νε­νερ­γή, συ­στα­τι­κά (στε­α­ρι­κό μα­γνή­σιο, ά­μυ­λο πα­τά­τας και πο­βι­δό­νη). Κά­θε δι­σκί­ο 300 mg πε­ρι­έ­χει ι­σο­δύ­να­μη πο­σό­τη­τα αλ­λο­που­ρι­νό­λης και ά­μυ­λο α­ρα­βο­σί­του, FD & C Yellow No 6 Lake, λα­κτό­ζη, στε­α­ρι­κό μα­γνή­σιο και πο­βι­δό­νη.

Τα δι­σκί­α πα­ρα­μέ­νουν α­ναλ­λοί­ω­τα ε­πί 5 έ­τη ε­άν δι­α­τη­ρη­θούν σε θερ­μο­κρα­σί­α 15-25ο C και μα­κριά α­πό το φως και την υ­γρα­σί­α. Σε με­ρι­κές χώ­ρες δι­α­τί­θεν­ται σε συν­δυα­σμό με βεν­ζβρω­μα­ρό­νη ή βεν­ζι­ο­δα­ρό­νη.

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΑΛΛΟΠΟΥΡΙΝΟΛΗΣ

Η αλ­λο­που­ρι­νό­λη εί­ναι το ευ­ρύ­τε­ρα χρη­σι­μο­ποι­ού­με­νο φάρ­μα­κο κα­τά της πρω­το­πα­θούς ή δευ­τε­ρο­πα­θούς υ­πε­ρου­ρι­χαι­μί­ας, αλ­λά δεν πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποι­εί­ται στη φά­ση της ο­ξεί­ας ου­ρι­κής αρ­θρί­τι­δας, ό­πως συ­χνά συμ­βαί­νει στην κα­θη­μέ­ρα πρά­ξη, για­τί μπο­ρεί να την ε­πι­δει­νώ­σει και να πα­ρα­τεί­νει την διά­ρκειά της.

Πάν­τως, η χρή­ση της πρέ­πει να γί­νε­ται με πε­ρί­σκε­ψη και ό­ταν υ­πάρ­χει α­πό­λυ­τη έν­δει­ξη, δε­δο­μέ­νου ό­τι η μα­κρο­χρό­νια χο­ρή­γη­σή της συν­δέ­ε­ται με πολ­λές και ποι­κί­λες ε­πι­πλο­κές και κυ­ρί­ως αν­τι­δρά­σεις υ­πε­ρευ­αι­σθη­σί­ας, που μπο­ρεί να α­πο­βούν θα­να­τη­φό­ρες. Ι­δι­αί­τε­ρα η εμ­φά­νι­ση ο­ποι­ου­δή­πο­τε, α­νε­ξαρ­τή­τως βα­ρύ­τη­τας, ε­ξαν­θή­μα­τος στη διά­ρκεια της θε­ρα­πεί­ας με αλ­λο­που­ρι­νό­λη ε­πι­βάλ­λει ά­με­ση δι­α­κο­πή του φαρ­μά­κου, δε­δο­μέ­νου ό­τι συ­χνά εί­ναι προ­άγ­γε­λος σο­βα­ρών, ε­νί­ο­τε θα­να­τη­φό­ρων, αν­τι­δρά­σε­ων.

 

 

 

 



Who is who

Θέματα

Συλλογή Φωτογραφιών

Τι είναι ο ρευματολόγος

Βότανα-Φυσικές ουσίες