Τι είναι αρθρίτιδα ;
Σύμφωνα με τον κλασσικό ορισμό, ως αρθρίτιδα χαρακτηρίζεται η διόγκωση μιάς άρθρωσης, με θερμότητα, ερυθρότητα και πόνο. Στην καθημερινή όμως πράξη, για να χαρακτηρισθεί μια κατάσταση σαν αρθρίτιδα, δεν είναι απαραίτητο να υπάρχουν όλες αυτές ταυτόχρονα οι εκδηλώσεις. Π.χ. η ευαισθησία και ο περιορισμός της κινητικότητας μιάς άρθρωσης αρκούν για να χαρακτηρισθεί ως αρθρίτιδα.
Κάθε άλλη εκδήλωση η οποία χαρακτηρίζεται μόνο από πόνο ή ευαισθησία σε μίαν άρθρωση, χωρίς περιορισμό της κινητικότητας ή διόγκωση, θεωρείται «αρθραλγία» ή δεν σχετίζεται με την άρθρωση.
Διόγκωση : Δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τον ορισμό της αρθρίτιδας. Αυτό συμβαίνει γιατί, σε μερικές αρθρώσεις, όπως π.χ. το ισχίο ή ο ώμος, λόγω της ανατομικής τους θέσης, η διόγκωση δεν είναι ορατή ή είναι πρακτικά αδύνατο να διαπιστωθεί στη φυσική εξέταση, ενώ σε άλλες αρθρώσεις μπορεί να απουσιάζει (υμενίτιδα «ξηρού» τύπου).
Αντίστοιχα, μπορεί να υπάρχει αρθρίτιδα με διόγκωση λόγω υδράρθρου και τοπική αύξηση της θερμοκρασίας, χωρίς όμως πόνο η περιορισμό της κινητικότητας. Π.χ. η διόγκωση μιάς άρθρωσης λόγω υδράρθρου ή πάχυνσης των μαλακών μορίων, σε συνδυασμό με πόνο στην κίνηση ή ευαισθησία στην πίεση της άρθρωσης, μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν αρθρίτιδα.
Αλλοτε, υπάρχει διόγκωση των αρθρώσεων με ύδραρθρο, χωρίς όμως πόνο, ευαισθησία ή περιορισμό της κινητικότητας. Συνήθως όμως υπάρχει ευαισθησία στην εκτίμηση του εύρους κίνησης και ιδίως στην ψηλάφηση των μαλακών μορίων στις προσβληθείσες αρθρώσεις.
Η διόγκωση μιάς άρθρωσης μπορεί να οφείλεται σε οίδημα των περιαρθρικών μαλακών μορίων, παραγωγή αρθρικού υγρού ή/και υπερτροφία του αρθρικού υμένα. Σε μερικά παιδιά, ιδιαίτερα με μακροχρόνια, μη θεραπευθείσα μονοαρθρίτιδα ιδίως του γόνατος, μέρος της διόγκωσης μπορεί να οφείλεται στο σχηματισμό κύστεων του αρθρικού υμένα οι οποίες, εάν είναι μεγάλες, μπορεί να γίνουν αντιληπτές με την ψηλάφηση.
Η πάχυνση των μαλακών μορίων οφείλεται στην χρόνια τοπική υπεραιμία και αναπτύσσεται εάν η αρθρίτιδα επιμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα και ιδιαίτερα εάν δεν έχει υποβληθεί σε κατάλληλη αγωγή, και μπορεί να παραμείνει ακόμα και μετά την ύφεση της αρθρίτιδας. Κλινικά είναι δύσκολο να προσδιορισθεί κατά πόσον η διόγκωση της άρθρωσης οφείλεται σε ενεργό χρόνια φλεγμονή ή σε πάχυνση της κάψας από ουλώδη συνδετικό ιστό.
Πόνος : Σαν πόνος προερχόμενος από την αρθρίτιδα θεωρείται ο εκλυόμενος κατά την ενεργητική ή παθητική κίνηση μιάς άρθρωσης. Εάν υπάρχουν ενδείξεις ότι δεν σχετίζεται με την άρθρωση, πρέπει να διερευνάται κατά πόσον οφείλεται σε παθήσεις των περιαρθρικών μαλακών μορίων (τενοντίτιδα, ενθεσοπάθεια, μυαλγία, μυοσίτιδα, θλάση μυών ή συνδέσμων) ή είναι αντανακλαστικός από κάποια άλλη περιοχή του σώματος.
Σε κάθε επώδυνο σύμπτωμα σχετιζόμενο με τις αρθρώσεις πρέπει να διερευνάται :
- O τύπος του πόνου
- Η ένταση του πόνου
- Η εντόπιση του πόνου
- Η διάρκεια του πόνου
- H αντανάκλαση του πόνου
- Εκλυτικά αίτια
- Συνυπάρχουσα δυσκαμψία
Η απουσία πόνου, παρά την παρουσία συχνά έντονης κλινικά αρθρίτιδας, δεν πρέπει να απομακρύνει την σκέψη από την διάγνωση της ΝΙΑ, γιατί συχνά, ιδιαίτερα στα μικρά παιδιά, η αρθρίτιδα είναι ανώδυνη και ανακαλύπτεται μόνο στην κλινική εξέταση. Το φαινόμενο αυτό αποδίδεται στον υψηλότερο «ουδό» που διαθέτουν τα παιδιά απέναντι στον πόνο, ιδιαίτερα τα μικρότερης ηλικίας, και στη διαφορετική ανταπόκριση στον πόνο που έχουν τα αναπτυσσόμενα παιδιά, από την βρεφική μέχρι την εφηβική ηλικία.
Ακόμα, τα μικρότερα παιδιά, ιδιαίτερα ηλικίας 2-4 ετών, οπότε είναι συχνότερη η ΝΙΑ, συνήθως δυσκολεύονται ή αδυνατούν να εκφράσουν λεκτικά τα ενοχλήματά τους, γι’ αυτό και δεν μπορούν να αναφέρουν τον πόνο ή να τον εντοπίσουν σε ορισμένες αρθρώσεις.
Πρωινή δυσκαμψία και δυσκινησία που ακολουθούν έλλειψη δραστηριοτήτων είναι συχνές εκδηλώσεις φλεγμονώδους αρθροπάθειας, αλλά τα μικρά παιδιά συνήθως δεν την αναφέρουν. Ετσι, η μόνη κλινική ένδειξη δυσκαμψίας μπορεί να είναι η δυσκολία του παιδιού να σηκωθεί το πρωί από το κρεβάτι και να χρησιμοποιήσει τα μέλη του για μισή ή και περισσότερο ώρα.
Στα μικρά παιδιά, η κλινική εκτίμηση της διόγκωσης των αρθρώσεων δυσκολεύεται σημαντικά από το φυσιολογικό λίπος που είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένο στα παιδιά ηλικίας κάτω των 2 ετών και ιδίως στην άρθρωση του ισχίου και του γόνατος, τις ποδοκνημικές και τις μετακαρπιοφαλαγγικές.
Σε παιδιά ηλικίας 2-6 ετών η ομιλία είναι περισσότερο ανεπτυγμένη, γι’ αυτό και το προσεκτικό ερωτηματολόγιο μπορεί να αποκαλύψει την ίδια ποιότητα πληροφοριών οι οποίες αποκτώνται από τα μεγαλύτερα παιδιά. Συχνότερα όμως η προσεκτική παρατήρησης του παιδιού από τους γονείς του ή τον θεράποντα γιατρό είναι πιο αποκαλυπτική. Π.χ. η δυσκολία στη βάδιση μπορεί να είναι η μοναδική ένδειξη πόνου σε μία ή περισσότερες αρθρώσεις των κάτω άκρων.
Αντίθετα, οι έφηβοι μπορεί να αναφέρουν τον πόνο που αισθάνονται επειδή κατανοούν καλύτερα την έννοια της αρθρίτιδας.
Περισσότερες πληροφορίες μπορεί να αποκτηθούν από το μικρότερο παιδί όταν ερωτάται εάν αισθάνεται «κάτι» στην άρθρωση και όχι άν έχει πόνο.
Μεγάλη διαγνωστική αξία για την ύπαρξη του πόνου έχει η παρακολούθηση των αντιδράσεων του παιδιού στην διάρκεια της κλινικής εξέτασης των αρθρώσεων. Εάν οι κινήσεις είναι επώδυνες, το παιδί μορφάζει ή/και αποτραβάει το εξεταζόμενο μέλος.
Για τους παραπάνω λόγους περνούν συχνά αρκετές εβδομάδες ή και μήνες, μέχρις ότου οι γονείς συνειδητοποιήσουν ότι το παιδί έχει πρόβλημα με τις αρθρώσεις του και αναζητήσουν ιατρική βοήθεια.
Εάν το παιδί είναι σε θέση να εκφράσει τα ενοχλήματά του μπορεί να αναφέρει ή και να εντοπίσει τον πόνο. Πολύ συχνά όμως προσκομίζεται για εξέταση επειδή οι γονείς του παρατήρησαν ότι «κουτσαίνει», «βαδίζει περίεργα» ή έχει ελαττώσει τις συνηθισμένες του δραστηριότητες και όχι γιατί παραπονείται για πόνο στις αρθρώσεις του.