Αγκυλωτική υπερόστωση (1)
Αγκυλωτική υπερόστωση (1)
Αγκυλωτική υπερόστωση (1)
Θωρακική κύφωση λόγω ανάπτυξης ευμεγέθων οστεοφύτων στη ΘΜΣΣ, σ΄έναν ασθενή με διάχυτη αγκυλωτική υπερόστωση. Εικόνα που μπορεί να αποδοθεί σε κύφωση λόγω οστεοπόρωσης ή στα πλαίσια αγκυλωτικής σπονδυλαρθροπάθειας